EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51997AG1210(03)

ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 43/97 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 13 Οκτωβρίου 1997 για την έκδοση της οδηγίας 97/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων

ΕΕ C 375 της 10.12.1997, p. 34–39 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

51997AG1210(03)

ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 43/97 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 13 Οκτωβρίου 1997 για την έκδοση της οδηγίας 97/.../ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της ..., σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 375 της 10/12/1997 σ. 0034


ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ (ΕΚ) αριθ. 43/97 που καθορίστηκε από το Συμβούλιο στις 13 Οκτωβρίου 1997 για την έκδοση της οδηγίας 97/. . ./ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της . . ., σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (97/C 375/03)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 100 Α,

την πρόταση της Επιτροπής (1),

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος,

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 189 Β της συνθήκης (3),

Εκτιμώντας:

(1) ότι η έκθεση Lamfalussy του 1990 προς τους διοικητές των κεντρικών τραπεζών της Ομάδας των Δέκα κατέδειξε το σημαντικό συστημικό κίνδυνο που ενέχουν τα συστήματα πληρωμών τα οποία λειτουργούν βάσει περισσοτέρων νομικών μορφών συμψηφισμού πληρωμών και ιδίως πολυμερούς συμψηφισμού 7 ότι ο περιορισμός των νομικών κινδύνων από τη συμμετοχή στα συστήματα ακαθάριστου διακανονισμού σε πραγματικό χρόνο έχει πρωταρχική σημασία λόγω της αυξανόμενης ανάπτυξης των συστημάτων αυτών 7

(2) ότι έχει επίσης πάρα πολύ μεγάλη σημασία η ελάττωση του κινδύνου του απορρέοντος από τη συμμετοχή σε συστήματα διακανονισμού αξιογράφων, ιδίως όταν τα συστήματα αυτά συνδέονται στενά με συστήματα πληρωμών 7

(3) ότι σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να συμβάλλει στην αποτελεσματική και, από πλευράς κόστους, συμφέρουσα διενέργεια διασυνοριακών πληρωμών αλλά και συναλλαγών με αντικείμενο διακανονισμό αξιογράφων εντός της Κοινότητας, πράγμα που ενισχύει την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς 7 ότι η παρούσα οδηγία συνεχίζει έτσι την πρόοδο που έχει επιτευχθεί ως προς την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, και ιδιαίτερα ως προς την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και την ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων, ενόψει της υλοποίησης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης 7

(4) ότι είναι ευκταίον να επιδιωχθεί, μέσω της νομοθεσίας των κρατών μελών, η μεγαλύτερη δυνατή περιστολή της αναστάτωσης που επιφέρει σ' ένα σύστημα η διαδικασία αφερεγγυότητας η στρεφόμενη κατά ενός συμμετέχοντος σ' αυτό το σύστημα 7

(5) ότι μια πρόταση οδηγίας για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων, που υποβλήθηκε το 1985 και τροποποιήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1988, εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του Συμβουλίου 7 ότι η σύμβαση περί διαδικασιών αφερεγγυότητας που κατήρτισαν στις 23 Νοεμβρίου 1995 τα κράτη μέλη συνελθόντα στο πλαίσιο του Συμβουλίου, εξαιρεί ρητά τις ασφαλιστικές εταιρείες, τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρείες επενδύσεων 7

(6) ότι σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να καλύψει τόσο τα εγχώρια όσο και τα διασυνοριακά συστήματα πληρωμών και διακανονισμού αξιογράφων 7 ότι η οδηγία εφαρμόζεται στα κοινοτικά συστήματα και την πρόσθετη ασφάλεια που παρέχουν οι συμμετέχοντες σε αυτά, είτε από την Κοινότητα είτε από τρίτες χώρες, σε συνάρτηση με τη συμμετοχή τους στα εν λόγω συστήματα 7

(7) ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στα ιδρύματα της χώρας τους που συμμετέχουν άμεσα σε συστήματα τρίτης χώρας, αλλά και στην πρόσθετη ασφάλεια που παρέχεται σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα 7

(8) ότι θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να ορίζουν ότι καλύπτεται από την παρούσα οδηγία ένα σύστημα, του οποίου η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στο διακανονισμό αξιογράφων, ακόμη και αν το σύστημα αυτό ασχολείται, σε περιορισμένο βαθμό, με παραστατικά συναλλαγών οι οποίες έχουν αντικείμενο βασικά προϊόντα 7

(9) ότι ο περιορισμός του συστημικού κινδύνου απαιτεί ιδίως το αμετάκλητο του διακανονισμού και την άσκηση των εκ των ασφαλειών δικαιωμάτων 7 ότι οι πρόσθετες ασφάλειες θεωρείται ότι περιλαμβάνουν όλα τα μέσα που παρέχει ένας από τους συμμετέχοντες σε σύστημα πληρωμών ή/και διακανονισμού αξιογράφων στους υπόλοιπους συμμετέχοντες για την ασφάλιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτό το σύστημα, στα οποία μέσα συμπεριλαμβάνονται σύμφωνα εξωνήσεως, εμπράγματες ασφάλειες και καταπιστευματικές μεταβιβάσεις 7 ότι η ρύθμιση από την εθνική νομοθεσία του είδους της πρόσθετης ασφάλειας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί δεν θα πρέπει να θιγεί από τον ορισμό της πρόσθετης ασφάλειας που δίδεται από την παρούσα οδηγία 7

(10) ότι η παρούσα οδηγία, καλύπτοντας την πρόσθετη ασφάλεια που παρέχεται σε συνάρτηση με τις πράξεις των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών υπό την ιδιότητά τους ως κεντρικών τραπεζών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι πράξεις νομισματικής πολιτικής, επικουρεί το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα στην άσκηση του καθήκοντός του να προάγει την αποτελεσματικότητα των διασυνοριακών πληρωμών με στόχο την προπαρασκευή του τρίτου σταδίου της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και επομένως συμβάλλει στην ανάπτυξη του απαραίτητου νομικού πλαισίου μέσα στο οποίο η μελλοντική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορεί να αναπτύξει την πολιτική της 7

(11) ότι οι εντολές μεταβίβασης και ο συμψηφισμός τους θα πρέπει να είναι νομικώς εκτελεστές στις έννομες τάξεις όλων των κρατών μελών και δεσμευτικές έναντι των τρίτων 7

(12) ότι οι κανόνες για το αμετάκλητο του συμψηφισμού δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τα συστήματα να ελέγχουν, πριν πραγματοποιηθεί ο συμψηφισμός, εάν οι εντολές που έχουν εισαχθεί στο σύστημα είναι συμβατές με τους κανόνες αυτού του συστήματος και επιτρέπουν την πραγματοποίηση του διακανονισμού αυτού του συστήματος 7

(13) ότι βάσει της παρούσας οδηγίας ένας συμμετέχων ή ένας τρίτος δεν θα πρέπει να κωλύεται να ασκεί κάθε κατά νόμο δικαίωμα ή αξίωση προς ανάκτηση ή απόδοση, που απορρέει από την υποκείμενη δικαιοπραξία σε σχέση με εντολή μεταβίβασης που έχει εισαχθεί σε σύστημα, π.χ. στην περίπτωση απάτης ή τεχνικού σφάλματος, εφ' όσον αυτό δεν ανατρέπει το συμψηφισμό ούτε ανακαλεί την εντολή μεταβίβασης στο σύστημα 7

(14) ότι είναι απαραίτητο να εξασφαλισθεί ότι οι εντολές μεταβίβασης δεν είναι δυνατόν να ανακληθούν μετά από ένα χρονικό σημείο οριζόμενο από τους κανόνες του συστήματος 7

(15) ότι είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να ανακοινώνουν αμέσως στα άλλα κράτη μέλη την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητος κατά συμμετέχοντος στο σύστημα 7

(16) ότι οι διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν θα πρέπει να έχουν αναδρομικά αποτελέσματα επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμμετεχόντων σ' ένα σύστημα 7

(17) ότι, σε περίπτωση που κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά ενός από τους συμμετέχοντες σε ένα σύστημα, η παρούσα οδηγία αποσκοπεί περαιτέρω στον καθορισμό της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που εφαρμόζεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτού του συμμετέχοντος σε σχέση με τη συμμετοχή του σε ένα σύστημα 7

(18) ότι οι πρόσθετες αφάλειες θα πρέπει να διαχωρισθούν από τα αποτελέσματα της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που εφαρμόζεται στον αφερέγγυο συμμετέχοντα 7

(19) ότι οι διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 2 θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον σε μητρώο, λογαριασμό ή κεντρικό σύστημα καταθέσεων που αποδεικνύει την ύπαρξη εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των συγκεκριμένων αξιογράφων ή για την παράδοση ή τη μεταβίβαση των εν λόγω αξιογράφων 7

(20) ότι οι διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 2 αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι εάν ο συμμετέχων, η Κεντρική Τράπεζα ενός κράτους μέλους ή η μελλοντική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει έγκυρη και πραγματική πρόσθετη ασφάλεια, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους όπου τηρείται το σχετικό μητρώο, ο λογαριασμός ή το κεντρικό σύστημα καταθέσεων, το κύρος και ο εκτελεστός χαρακτήρας αυτής της πρόσθετης ασφάλειας έναντι αυτού του συστήματος (και του φορέα του) και έναντι οποιουδήποτε προσώπου έχει άμεσες ή έμμεσες αξιώσεις θα πρέπει να καθορίζεται μόνον σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους 7

(21) ότι οι διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 2 δεν αποσκοπούν να θίξουν τη λειτουργία και τις συνέπειες του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο έχουν συσταθεί τα αξιόγραφα ή του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο μπορεί να βρίσκονται με άλλο τρόπο τα αξιόγραφα αυτά (συμπεριλαμβανομένου χωρίς κανένα περιορισμό και του δικαίου που αφορά τη σύσταση, κυριότητα ή τη μεταβίβαση αυτών των αξιογράφων ή των δικαιωμάτων επ' αυτών) και δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αυτή η πρόσθετη ασφάλεια είναι άμεσα εκτελεστή ή ότι μπορεί να αναγνωρίζεται σε κάθε κράτος μέλος διαφορετικά από τα προβλεπόμενα στο δίκαιο αυτού του κράτους μέλους 7

(22) ότι είναι επιθυμητό να προσπαθήσουν τα κράτη μέλη να αποκαταστήσουν επαρκή σύνδεση μεταξύ όλων των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, αποβλέποντας στην προαγωγή της μεγαλύτερης δυνατής διαφάνειας και νομικής ασφάλειας των συναλλαγών που αφορούν αξιόγραφα 7

(23) ότι η έκδοση της παρούσας οδηγίας αποτελεί τον πλέον πρόσφορο τρόπο πραγμάτωσης των ως άνω στόχων και περιέχει μόνον τα προς τούτο αναγκαία στοιχεία,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΤΜΗΜΑ I ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται:

α) στα συστήματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο α), τα οποία διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους και τα οποία διενεργούν πράξεις σε οιοδήποτε νόμισμα, σε Ecu, ή σε διάφορα νομίσματα αμοιβαίως μετατρέψιμα 7

β) στους συμμετέχοντες σε τέτοια συστήματα 7

γ) στην πρόσθετη ασφάλεια που παρέχεται σε συνάρτηση με:

- τη συμμετοχή σε ένα σύστημα ή

- τις πράξεις των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών της Κοινότητας υπό την ιδιότητά τους ως κεντρικών τραπεζών.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

α) «σύστημα»: η τυπική συμφωνία

- μεταξύ τριών ή περισσοτέρων συμμετεχόντων, στους οποίους δεν συναριθμείται ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή ο τυχόν εμμέσεως συμμετέχων, με κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις για την εκτέλεση των εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων,

- η οποία διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους που επιλέγουν οι συμμετέχοντες 7 οι συμμετέχοντες μπορούν, ωστόσο, να επιλέξουν μόνον το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο ένας τουλάχιστον από αυτούς έχει την κεντρική διοίκηση και

- η οποία, υπό την επιφύλαξη άλλων αυστηρότερων όρων γενικής εφαρμογής που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο, ορίζεται ως σύστημα και ανακοινώνεται στην Επιτροπή από το κράτος μέλος το δίκαιο του οποίου είναι εφαρμοστέο, εφόσον αυτό το κράτος μέλος κρίνει ικανοποιητικούς τους κανόνες του συστήματος.

Με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, ένα κράτος μέλος δύναται να χαρακτηρίζει σύστημα την τυπική συμφωνία της οποίας το αντικείμενο συνίσταται στην εκτέλεση εντολών, μεταβίβασης όπως ορίζονται στη δεύτερη περίπτωση του στοιχείου ι), και, σε περιορισμένη κλίμακα, στην εκτέλεση εντολών με αντικείμενο άλλα μέσα της κεφαλαιαγοράς, εάν αυτό το κράτος μέλος κρίνει ότι υφίστανται τα εχέγγυα από πλευράς συστημικού κινδύνου.

Ένα κράτος μέλος δύναται επίσης να χαρακτηρίζει, κατά περίπτωση, ως σύστημα την τυπική συμφωνία δύο συμμετεχόντων, στους οποίους δεν συναριθμούνται ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή ο τυχόν εμμέσως συμμετέχων, εάν το κράτος μέλος κρίνει ότι υφίστανται τα εχέγγυα από πλευράς συστημικού κινδύνου 7

β) «ίδρυμα»:

- το πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 1 της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ (4), συμπεριλαμβανομένων των ιδρυμάτων που περιέχονται στον κατάλογο του άρθρου 2 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας, ή

- η επενδυτική εταιρεία, όπως ορίζεται στο σημείο 2 του άρθρου 1 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ (5), εξαιρουμένων των ιδρυμάτων που περιέχονται στον κατάλογο του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ια) της εν λόγω οδηγίας, ή

- οι δημόσιες αρχές ή οι επιχειρήσεις με εγγύηση του Δημοσίου, ή

- η επιχείρηση που έχει την κεντρική της διοίκηση εκτός της Κοινότητας και που οι εργασίες της είναι ανάλογες προς εκείνες των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επενδυτικών εταιρειών της Κοινότητας, όπως ορίζονται στην πρώτη και δεύτερη περίπτωση,

εφόσον συμμετέχει σε σύστημα και ευθύνεται για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού.

Εάν ένα σύστημα τελεί υπό εποπτεία βάσει της εθνικής νομοθεσίας και εκτελεί μόνον εντολές μεταβίβασης όπως ορίζονται στο σημείο ι) δεύτερη περίπτωση, καθώς και πληρωμές απορρέουσες από τέτοιες εντολές, το κράτος μέλος δύναται να αποφασίσει ότι οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν σ' αυτό το σύστημα και ευθύνονται για τις οικονομικές υποχρεώσεις τις απορρέουσες από εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, μπορούν να χαρακτηρισθούν ιδρύματα, αρκεί τρεις τουλάχιστον συμμετέχοντες στο σύστημα αυτό να καλύπτονται από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και, ως προς την απόφαση αυτή, υφίστανται τα εχέγγυα από πλευράς συστημικού κινδύνου 7

γ) «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος»: ο οργανισμός ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ των ιδρυμάτων ενός συστήματος και ο οποίος δρα ως ο αποκλειστικός αντισυμβαλλόμενος αυτών των ιδρυμάτων όσον αφορά τις εντολές τους μεταβίβασης 7

δ) «διακανονιστής»: ο οργανισμός ο οποίος παρέχει, σε ιδρύματα ή/και σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που συμμετέχουν σε συστήματα, λογαριασμούς διακανονισμού μέσω των οποίων γίνεται ο διακανονισμός εντολών μεταβίβασης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών και ο οποίος, αν συντρέχει περίπτωση, παρέχει την πίστωση στα εν λόγω ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους χάριν του διακανονισμού 7

ε) «συμψηφιστικό γραφείο»: ο οργανισμός που είναι υπεύθυνος για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης των ιδρυμάτων, του τυχόν κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή/και τυχόν διακανονιστή 7

ζ) «συμμετέχων»: ίδρυμα, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή συμψηφιστικό γραφείο.

Σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος, ο ίδιος συμμετέχων μπορεί να δρα ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή γραφείο συμψηφισμού ή να εκτελεί μέρος όλων αυτών των καθηκόντων.

Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει ότι για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ένας έμμεσος συμμετέχων μπορεί να θεωρηθεί συμμετέχων εάν αυτό δικαιολογείται με κριτήριο το συστημικό κίνδυνο και υπό τον όρο ότι ο έμμεσος συμμετέχων είναι γνωστός στο σύστημα 7

η) «έμμεσος συμμετέχων»: το πιστωτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο στοιχείο β) πρώτη περίπτωση, το οποίο έχει συμβατική σχέση με ίδρυμα που συμμετέχει σε σύστημα που εκτελεί εντολές μεταβίβασης όπως ορίζονται στο στοιχείο ι) πρώτη περίπτωση, πράγμα που επιτρέπει στο προαναφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα να δίδει εντολές μεταβίβασης μέσω του συστήματος 7

θ) «αξιόγραφα»: όλα τα μέσα που αναφέρονται στο τμήμα Β του παραρτήματος της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ 7

ι) «εντολή μεταβίβασης»:

- κάθε οδηγία ενός συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση ενός αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας, ή διακανονιστή ή κάθε εντολή η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος, ή

- κάθε οδηγία ενός συμμετέχοντος να μεταβιβαστεί το δικαίωμα επί ή το συμφέρον εξ αξιογράφου ή αξιογράφων συμφέρον μέσω λογιστικής εγγραφής σε μητρώο ή κατ' άλλο τρόπο 7

ια) «διαδικασία αφερεγγυότητας»: το συλλογικό μέτρο το οποίο προβλέπεται από το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας και αφορά είτε την εκκαθάριση είτε την αναδιοργάνωση του συμμετέχοντος, εφόσον αυτό το μέτρο συνεπάγεται την αναστολή των μεταβιβάσεων ή των πληρωμών ή την επιβολή περιορισμών σ' αυτές 7

ιβ) «συμψηφισμός»: η μετατροπή σε καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή, απαιτήσεων και οφειλών που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης τις οποίες ένας συμμετέχων ή συμμετέχοντες απευθύνουν προς ή λαμβάνουν από έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες με τελικό εξαγόμενο μία μόνον καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή 7

ιγ) «λογαριασμός διακανονισμού»: ο λογαριασμός σε κεντρική τράπεζα, διακανονιστή ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που χρησιμοποιείται για την κατοχή κεφαλαίων και αξιογράφων, καθώς και για το διακανονισμό συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχόντων σε σύστημα 7

ιδ) «πρόσθετη ασφάλεια»: όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία που παρέχονται δυνάμει ενεχύρου (συμπεριλαμβανομένου του χρήματος που παρέχεται με αυτό τον τρόπο) συμφώνου εξωνήσεως ή παρεμφερούς συμφωνίας ή άλλως, για την ασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με ένα σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ή στη μελλοντική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

ΤΜΗΜΑ II ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ

Άρθρο 3

1. Οι εντολές μεταβίβασης και ο συμψηφισμός είναι νομικά εκτελεστοί και αντιτάσσονται έναντι των τρίτων ακόμη και σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος, εφόσον οι εντολές μεταβίβασης εισήχθησαν στο σύστημα πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 ή αν εκτελέστηκαν την ημέρα έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός αν το σύστημα γνώριζε ή ώφειλε να γνωρίζει την έναρξη αυτής της διαδικασίας.

2. Ο συμψηφισμός δεν ανατρέπεται βάσει νόμου, κανονισμού, κανόνων ή πρακτικών σχετικά με την ακύρωση συμβάσεων ή άλλων δικαιοπραξιών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1.

3. Ο χρόνος εισαγωγής μιας εντολής μεταβίβασης στο σύστημα καθορίζεται με ακρίβεια από τους κανόνες του συστήματος. Εάν το εθνικό δίκαιο που διέπει το σύστημα θέτει όρους ως προς τη χρονική στιγμή της εισαγωγής, οι κανόνες του συστήματος πρέπει να είναι σύμφωνοι με τους όρους αυτούς.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος δεν κωλύει τη χρησιμοποίηση των κεφαλαίων ή αξιογράφων, που είναι διαθέσιμα στο λογαριασμό διακανονισμού αυτού του συμμετέχοντος, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του στο σύστημα την ημέρα ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να ορίσουν ότι η πιστωτική διευκόλυνση αυτού του συμμετέχοντος η οποία συνδέεται με το σύστημα θα χρησιμοποιείται έναντι διαθέσιμης υφιστάμενης πρόσθετης ασφάλειας για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του συμμετέχοντος στο σύστημα.

Άρθρο 5

Η εντολή μεταβίβασης δεν ανακαλείται ούτε από συμμετέχοντα στο σύστημα ούτε από τρίτον, μετά τη χρονική στιγμή που ορίζουν οι κανόνες του συστήματος.

ΤΜΗΜΑ III ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ

Άρθρο 6

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, χρόνος έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, θεωρείται η στιγμή κατά την οποία η αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή εκδίδει την απόφασή της.

2. Άμα τη λήψει της αποφάσεως σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή την κοινοποιεί πάραυτα στην αρχή την οποία επέλεξε προς τούτο το κράτος μέλος της.

3. Το κράτος μέλος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ειδοποιεί αμέσως τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Άρθρο 7

Τα αποτελέσματα της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός συμμετέχοντος που προκύπτουν από ή συνδέονται με τη συμμετοχή του σε σύστημα δεν ανατρέχουν σε χρόνο προγενέστερο της κατ' άρθρο 6 παράγραφος 1 ενάρξεως της διαδικασίας.

Άρθρο 8

Σε περίπτωση ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος σε σύστημα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή του στο σύστημα ή που συνδέονται με αυτήν, διέπονται από το δίκαιο που διέπει το σύστημα.

ΤΜΗΜΑ IV ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΟΥΝΤΟΣ

Άρθρο 9

1. Τα δικαιώματα:

- ενός συμμετέχοντος επί της πρόσθετης ασφάλειας που του παραχωρείται στο πλαίσιο ενός συστήματος και

- των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών ή της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επί της πρόσθετης ασφάλειας που τους παραχωρείται,

δεν θίγονται από τη διαδικασία αφερεγγυότητας κατά του συμμετέχοντος, ή του αντισυμβαλλόμενου Κεντρικών Τραπεζών των κρατών μελών ή της μελλοντικής Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που παραχώρησε την πρόσθετη ασφάλεια. Η πρόσθετη αυτή ασφάλεια δυνατόν να ρευστοποιηθεί προς ικανοποίηση αυτών των δικαιωμάτων.

2. Όταν παρέχονται αξιόγραφα (συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων επί αξιογράφων) ως πρόσθετη ασφάλεια σε συμμετέχοντες ή/και Κεντρικές Τράπεζες των κρατών μελών ή στη μελλοντική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 και το δικαίωμά τους (ή το δικαίωμα οποιουδήποτε αντιπροσώπου, μεσίτη ή τρίτου ενεργούντος για λογαριασμό τους) σε σχέση με τα αξιόγραφα καταχωρείται νομίμως σε μητρώο ή σε λογαριασμό ή σε κεντρικό σύστημα καταθέσεων που βρίσκεται σε κράτος μέλος, ο καθορισμός των δικαιωμάτων αυτών των φορέων ως κατόχων πρόσθετης ασφάλειας σε σχέση με τα αξιόγραφα αυτά διέπεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους.

ΤΜΗΜΑ V ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 10

Τα κράτη μέλη κατονομάζουν τα συστήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, τα γνωστοποιούν στην Επιτροπή και ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τις αρχές που έχουν επιλέξει σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2.

Το σύστημα γνωστοποιεί στο κράτος μέλος του οποίου το δίκαιο εφαρμόζεται τους συμμετέχοντες στο σύστημα, και κάθε τυχόν έμμεσο συμμετέχοντα, καθώς και κάθε αλλαγή τους.

Άρθρο 11

Για λόγους προστασίας των συστημάτων, έκαστο κράτος μέλος δύναται να επιβάλει στα συστήματα όρους αυστηρότερους από αυτούς που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 12

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από . . . (6*). Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις της αναφοράς αυτής εκδίδονται από τα κράτη μέλη.

2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Κατά την κοινοποίηση αυτή τα κράτη μέλη υποβάλλουν πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των υφισταμένων ή των θεσπιζομένων εθνικών διατάξεων και των σχετικών άρθρων της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 13

Το αργότερο εντός τριών ετών από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1, η Επιτροπή θα υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, συνοδευόμενη, αν χρειάζεται, από προτάσεις για την αναθεώρησή της.

Άρθρο 14

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 15

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

. . .

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

(1) ΕΕ C 207 της 18. 7. 1996, σ. 13.

(2) ΕΕ C 56 της 24. 2. 1997, σ. 1.

(3) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Απριλίου 1997 (ΕΕ C 132 της 28. 4. 1997, σ. 79), κοινή θέση του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1997 και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της . . . (δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).

(4) Πρώτη οδηγία 77/780/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1977, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος (ΕΕ L 322 της 17. 12. 1977, σ. 30) 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/13/ΕΚ (ΕΕ L 66 της 16. 3. 1996, σ. 15).

(5) Οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών (ΕΕ L 141 της 11. 6. 1993, σ. 27) 7 οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/9/ΕΚ (ΕΕ L 84 της 26. 3. 1997, σ. 22).

(6*) 18 μήνες μετά τη δημοσίευση της παρούσας οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ΑΙΤΙΟΠΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Στις 30 Μαΐου 1996, η Επιτροπή διαβίβασε στο Συμβούλιο πρόταση οδηγίας για το αμετάκλητο του διακανονισμού και για την παρεχόμενη ασφάλεια, βασιζόμενη στο άρθρο 100 Α της συνθήκης ΕΚ.

Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο γνωμοδότησαν αντιστοίχως στις 31 Οκτωβρίου 1996 και στις 9 Απριλίου 1997. Το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο γνωμοδότησε στις 21 Νοεμβρίου 1996.

Έχοντας υπόψη τις γνωμοδοτήσεις αυτές, η Επιτροπή υπέβαλε τροποποιημένη πρόταση στις 4 Ιουλίου 1997.

2. Στις 13 Οκτωβρίου 1997, το Συμβούλιο ενέκρινε την κοινή του θέση σύμφωνα με το άρθρο 189 Β της συνθήκης.

II. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Σκοπός της οδηγίας είναι να μειώσει τον συστημικό κίνδυνο στο πλαίσιο συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού αξιών και να ελαχιστοποιήσει την εμπλοκή που επιφέρει στο σύστημα η έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος σ' αυτό. Προς επίτευξη του σκοπού ορίζεται ότι:

- εάν κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος στο σύστημα, οι εντολές μεταβίβασης και συμψηφισμού είναι νομικά δεσμευτικές και εκτελεστές καθ' όσον αφορά τους τρίτους,

- η ασφάλεια που συνιστάται προς κάλυψη της συμμετοχής σε σύστημα δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία αφερεγγυότητας τη στρεφόμενη κατά του συμμετέχοντος ο οποίος παρέσχε την ασφάλεια.

Επίσης η οδηγία καλύπτει τα της ασφάλειας η οποία παρέχεται σε συνδυασμό με πράξεις των Κεντρικών Τραπεζών των κρατών μελών και της μέλλουσας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Με τον τρόπο αυτόν η οδηγία συμβάλλει στην επαύξηση της αποτελεσματικότητας των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού αξιογράφων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και στη δημιουργία του νομικού πλαισίου που απαιτείται για το τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.

III. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΘΕΣΗΣ

Α. Τίτλος της οδηγίας

Ο τίτλος της οδηγίας («Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων») διαμορφώθηκε κατόπιν τροποποιήσεως, ώστε να συνδυάζει στοιχεία από τον τίτλο της αρχικής πρότασης της Επιτροπής: «αμετάκλητο του διακανονισμού», με στοιχεία από την πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: πρόκειται για τη μνεία των «συστημάτων πληρωμών και συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων», ενώ παραλείπεται η ρητή μνεία της ασφάλειας. Έτσι η κοινή θέση υιοθετεί εν μέρει το πνεύμα της τροπολογίας αριθ. 1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Β. Τμήμα I - Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί (άρθρα 1 και 2)

α) Πεδίο εφαρμογής (άρθρο 1)

Υιοθετώντας την τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, η κοινή θέση:

- πρόσθεσε τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ορίζοντας ότι σύστημα μπορεί να σημαίνει σύστημα πληρωμών ή/και σύστημα διακανονισμού αξιογράφων. Η κοινή θέση περιέλαβε εν προκειμένω την αρχή των τροπολογιών αριθ. 1, 4 (εν μέρει), 7, 8, 9, 11 (εν μέρει), 14, 15, 16, 17 (εν μέρει) και 20 (εν μέρει) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

- καθιστά σαφές ότι η οδηγία καλύπτει και τα συστήματα τα οποία λειτουργούν σε διαφορετικά νομίσματα μετατρέψιμα μεταξύ τους στο πλαίσιο του συστήματος. Δεν περιελήφθη ρητή μνεία του Ευρώ για τους ίδιους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να μην την περιλάβει στην τροποποιημένη πρότασή της, δηλαδή επειδή είναι περιττή και επειδή η μνεία του Ecu και του Ευρώ στο ίδιο κείμενο θα δημιουργούσε ίσως την εντύπωση ότι οι δύο αυτές νομισματικές μονάδες είναι δυνατόν να συνυπάρχουν. Ως προς αυτό η κοινή θέση περιέλαβε εν μέρει την τροπολογία αριθ. 4 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Συγκρινόμενη με την πρόταση της Επιτροπής η κοινή θέση

- δεν καλύπτει τη συμμετοχή των κοινοτικών συστημάτων σε συστήματα τρίτων χωρών αλλά περιορίζεται στα συστήματα που διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους. Εν τούτοις η παράγραφος 7 του αιτιολογικού καθιστά σαφές ότι τα κράτη μέλη δικαιούνται να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας στα συστήματα τα οποία διέπονται από το δίκαιο της χώρας τους και συμμετέχουν σε συστήματα τρίτων χωρών. Δικαιούνται επίσης να εφαρμόζουν το δίκαιό τους στην ασφάλεια που παρέχεται σε σχέση με τη συμμετοχή σε τέτοια συστήματα. Για τους λόγους αυτούς η κοινή θέση δεν περιέλαβε την τροπολογία αριθ. 5 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

- κατά τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής της καθ' όσον αφορά την ασφάλεια, δέν μνημονεύει ρητά τις πράξεις νομισματικής πολιτικής αλλά τις πράξεις των κεντρικών τραπεζών όταν η τράπεζα ενεργεί ακριβώς υπό την ιδιότητα της κεντρικής τράπεζας.

β) Ορισμοί (άρθρο 2)

1. Οι ορισμοί της οδηγίας οριοθετούν ακριβέστερα το πεδίο εφαρμογής της.

Η κοινή θέση διαφέρει σε αρκετά σημεία από την πρόταση της Επιτροπής. Οι διαφορές οι οποίες επεξηγούνται παρακάτω, αφορούν κυρίως:

- τη διεύρυνση των ορισμών, ώστε να ληφθεί υπόψη η υπαγωγή των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Επειδή η εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας είναι κατ' ουσίαν η ίδια τόσο ως προς τα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων όσο και ως προς τα συστήματα πληρωμών, οι ορισμοί δεν κάνουν διάκριση μεταξύ των τύπων συστημάτων,

- το πεδίο εφαρμογής, το οποίο δεν περιέλαβε τα συστήματα πληρωμών τρίτων χωρών,

- αλλαγές σχετικά με τη σύσταση ενός συστήματος και με τους συμμετέχοντες σε αυτό.

2. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέξουν προκειμένου να θεωρηθεί ένας φορέας «σύστημα» κατά την έννοια της οδηγίας εκτίθενται στον ορισμό του συστήματος, άρθρο 2 στοιχείο α). Οι ορισμοί που δίνονται στην κοινή θέση βασίζονται στους ορισμούς του συστήματος πληρωμών και του συστήματος πληρωμών ΕΚ που περιέχει η πρόταση της Επιτροπής, με ορισμένες όμως τροποποιήσεις και με την προσθήκη ορισμένων νομικών δικλείδων ασφαλείας. Ειδικότερα:

- Σύστημα είναι η τυπική συμφωνία με κοινούς κανόνες και τυποποιημένες ρυθμίσεις για την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων.

Έτσι η κοινή θέση λαμβάνει υπόψη το πνεύμα της τροπολογίας αριθ. 10 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία απαιτεί να υπάρχουν κανόνες για την εκτέλεση των εντολών πληρωμής.

- Ως ελάχιστος αριθμός συμμετεχόντων ορίζεται ο αριθμός των τριών ιδρυμάτων αντί των δύο που είχε προτείνει η Επιτροπή, ενώ δικαιούνται τα κράτη μέλη σε ορισμένες περιπτώσεις να χαρακτηρίζουν σύστημα ένα φορέα στον οποίο μόνο δύο ιδρύματα συμμετέχουν.

- Δίκαιο που διέπει το σύστημα είναι το δίκαιο που επιλέγουν οι συμμετέχοντες όπως προέβλεπε και η πρόταση της Επιτροπής. Η πρόταση της Επιτροπής όριζε επίσης ότι εάν δεν επιλεγεί συγκεκριμένο δίκαιο, λογίζεται ότι το σύστημα πληρωμών εδρεύει στο κράτος μέλος όπου λαμβάνει χώρα ο διακανονισμός. Επειδή σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δύσκολο να ορισθεί επακριβώς που λαμβάνει χώρα ο διακανονισμός ή η λογιστική εγγραφή, και προς αποφυγή αβεβαιότητας περί του εφαρμοστέου δικαίου, η κοινή θέση δεν περιέλαβε παρόμοια διάταξη. Ομοίως δεν υιοθέτησε το τμήμα της τροπολογίας αριθ. 11 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το οποίο αναφέρεται στον τόπο όπου λαμβάνει χώρα ο διακανονισμός ή η λογιστική εγγραφή.

- Απαιτείται να δίδεται ο χαρακτηρισμός του συστήματος από το κράτος μέλος του οποίου το δίκαιο τυγχάνει εφαρμογής.

- Το κράτος μέλος, προκειμένου να αναγνωρίσει την ιδιότητα του συστήματος, πρέπει να βεβαιωθεί για την καταλληλότητα των κανόνων που το διέπουν.

- Καλύπτονται μόνο συστήματα εκτελούντα εντολές με αντικείμενο χρήματα ή αξιόγραφα όπως ορίζονται από την οδηγία. Δικαιούνται εντούτοις τα κράτη μέλη σε ορισμένες περιπτώσεις να αναγνωρίζουν ως συστήματα και τα εκτελούντα εντολές έχουσες σχέση με άλλα χρηματοοικονομικά μέσα, και δή με βασικά προϊόντα.

Η τροπολογία αριθ. 6 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν υιοθετήθηκε επειδή, προκειμένου να δοθεί ο χαρακτηρισμός του συστήματος, η κοινή θέση απαιτεί προϋποθέσεις διαφορετικές απ' ό,τι η πρόταση της Επιτροπής αλλά και η τροπολογία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Παρ' όλα αυτά, με τις προϋποθέσεις που απαιτεί, η κοινή θέση λαμβάνει υπόψη τα ζητήματα που έδωσαν λαβή στην πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3. Προς επίρρωση της σταθερότητας των συστημάτων τα οποία καλύπτει η οδηγία, η κοινή θέση εισάγει ορισμένα κριτήρια, διά των οποίων ορίζεται ποιες επιχειρήσεις δικαιούνται να συμμετέχουν σε σύστημα.

Εισάγεται στο άρθρο 2 στοιχείο ζ) ο νέος όρος «συμμετέχων» προς κάλυψη όσων φορέων συμμετέχουν σε ένα σύστημα, καθιστώντας παράλληλα δυνατή, όπου χρειάζεται, τη μεταξύ τους διάκριση. Οι καλυπτόμενοι φορείς είναι: ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β), κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο γ), διακανονιστής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ), ή/και συμψηφιστικό γραφείο, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ε). Τα κράτη μέλη δικαιούνται επίσης να χαρακτηρίζουν συμμετέχοντα σε ορισμένες περιπτώσεις και έναν εμμέσως συμμετέχοντα, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 στοιχείο η).

Ο κατ' άρθρο 2 στοιχείο β) ορισμός του «ιδρύματος» ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να δοθεί ο χαρακτηρισμός αυτός κατά την έννοια της οδηγίας. Ο ορισμός αυτός βασίζεται στον ορισμό του «ιδρύματος» και της «άμεσης συμμετοχής» [άρθρο 2 στοιχεία α) και β) της πρότασης της Επιτροπής] και ορίζει ότι για να καλύπτεται από την οδηγία πρέπει:

- να ανήκει σε μια από τις τέσσερις κατηγορίες επιχειρήσεων, δηλαδή πιστωτικό ίδρυμα, επιχείρηση επενδύσεων, δημόσια αρχή ή επιχείρηση με εγγύηση του δημοσίου, ή επιχείρηση τρίτης χώρας επιτελούσα ανάλογη λειτουργία, επί πλέον δε

- να συμμετέχει σε σύστημα και να ευθύνεται για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού.

Εν τούτοις τα κράτη μέλη δικαιούνται να αποφασίζουν ότι επιχειρήσεις μη αποτελούσες ιδρύματα κατά τα οριζόμενα στην οδηγία είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν ιδρύματα, εάν συμμετέχουν σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων στο οποίο τρεις τουλάχιστον συμμετέχοντες ανήκουν σε μια από τις βασικές κατηγορίες ιδρυμάτων που προαναφέρθηκαν. Για να εξασφαλισθεί ένας ορισμένος βαθμός ελέγχου εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, απαιτείται να αποτελούν αντικείμενο εποπτείας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο στα συστήματα τα οποία περιλαμβάνουν συμμετέχοντες μη ανήκοντες σε μια από τις βασικές κατηγορίες ιδρυμάτων. Η κοινή θέση λαμβάνει υπόψη την κρατούσα κατάσταση σε ορισμένα κράτη μέλη, όπου οι πληρωμές που έχουν σχέση με μεταβιβάσεις αξιογράφων διενεργούνται χωριστά, γι' αυτό και ορίζει ότι καλύπτονται και αυτά τα συστήματα.

Οι όροι «κεντρικός αντισυμβαλλόμενος», άρθρο 2 στοιχείο γ), «διακανονιστής», άρθρο 2 στοιχείο δ), και «συμψηφιστικό γραφείο», άρθρο 2 στοιχείο ε), δίδονται με βάση το περιεχόμενο των δραστηριοτήτων που ασκούν σε σχέση με το σύστημα.

4. Συγκρινόμενη με την πρόταση της Επιτροπής η κοινή θέση προσθέτει ένα νέο στοιχείο αφού παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να καλύπτουν εμμέσως συμμετέχοντες στα συστήματα που υπάγονται στο δίκαιό τους, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) ο εμμέσως συμμετέχων είναι πιστωτικό ίδρυμα 7

ii) μόνον τα συστήματα πληρωμών δικαιούνται να έχουν εμμέσως συμμετέχοντες 7

iii) ο εμμέσως συμμετέχων πρέπει να έχει συμβατική σχέση με συμμετέχοντα.

[Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις εισάγονται με το νέο ορισμό του «εμμέσως συμμετέχοντος» στο άρθρο 2 στοιχείο η)] 7

iv) ο εμμέσως συμμετέχων μπορεί να θεωρηθεί συμμετέχων μόνον εφόσον παρέχει τα εχέγγυα από πλευράς συστημικού κινδύνου 7

v) ο εμμέσως συμμετέχων πρέπει να είναι γνωστός στο σύστημα στο οποίο συμμετέχει εμμέσως.

[Τις προϋποθέσεις αυτές θέτει το άρθρο 2 στοιχείο ζ) στον ορισμό του «συμμετέχοντος»] 7

vi) ο εμμέσως συμμετέχων πρέπει επίσης να δηλώνεται από κοινού με τους άλλους συμμετέχοντες στο κράτος μέλος του οποίου το δίκαιο τυγχάνει εφαρμογής.

(Την προϋπόθεση αυτή θέτει το άρθρο 10 δεύτερο εδάφιο.)

5. Μετά την εισαγωγή των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων, όπως πρότεινε η Επιτροπή στην τροποποιημένη της πρόταση, ο ορισμός της «εντολής πληρωμής» της πρότασης της Επιτροπής τροποποιήθηκε και ο όρος αντικαταστάθηκε από τον όρο «εντολή μεταβίβασης», άρθρο 2 στοιχείο ι), όρος ο οποίος περιλαμβάνει τις μεταβιβάσεις χρημάτων και αξιογράφων. Έτσι η κοινή θέση περιέλαβε την τροπολογία αριθ. 9 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αν και με ελαφρά διαφορετική διατύπωση. Τα αξιόγραφα ορίστηκαν χωριστά στο στοιχείο θ) του άρθρου 2, διά παραπομπής στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ περί επενδυτικών υπηρεσιών στον τομέα των αξιογράφων. Το τμήμα του ορισμού της εντολής μεταβίβασης το οποίο αναφέρεται στη μεταβίβαση χρηματικού ποσού διευρύνθηκε, ώστε να καλύψει όλες τις υφιστάμενες διαδικασίες εκτέλεσης μιας εντολής μεταβίβασης μέσω ενός συστήματος.

6. Οι ορισμοί της «διαδικασίας αφερεγγυότητας», του «συμψηφισμού» και της «ασφάλειας» τροποποιήθηκαν σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής:

- ο ορισμός της «διαδικασίας αφερεγγυότητας» στοιχείο ια) του άρθρου 2, τροποποιήθηκε επί το ελαστικότερον, εστιαζόμενος στο χαρακτηριστικό το οποίο αποτελεί και το επίκεντρο της οδηγίας, δηλαδή την αναστολή των πληρωμών ή τον περιορισμό της μεταβίβασης αξιογράφων,

- ο ορισμός του «συμψηφισμού» στο στοιχείο ιβ) του άρθρο 2 βασίζεται στον ορισμό του συμψηφισμού χρηματικών ποσών, λαμβάνει όμως υπόψη και την υπαγωγή των αξιογράφων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας,

- ο ορισμός της «ασφάλειας», στοιχείο ιδ) του άρθρου 2 τροποποιήθηκε σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής και διατυπώθηκε ακριβέστερα. Καθίσταται εν τούτοις σαφές στην ένατη παράγραφο του αιτιολογικού ότι δεν θίγεται η ρύθμιση του εθνικού δικαίου σχετικά με το είδος της ασφάλειας το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Λόγω της διαγραφής της μνείας των πράξεων νομισματικής πολιτικής από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, ο ορισμός της ασφάλειας αναφέρεται πλέον σε όλα τα στοιχεία ενεργητικού που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών ή της μέλλουσας Ευρωπαϊκής Τράπεζας.

Στο στοιχείο ιγ) του άρθρου 2 ορίζεται εκ νέου ο «λογαριασμός διακανονισμού», συνεπεία της εισαγωγής του νέου άρθρου 4.

7. Μετά τις τροποποιήσεις του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας σε σχέση με την πρόταση της Επιτροπής, απαλείφθηκαν ως περιττοί οι ορισμοί των εννοιών «ίδρυμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», «ίδρυμα τρίτης χώρας», «σύστημα πληρωμών τρίτης χώρας» και «πράξη νομισματικής πολιτικής». Ως εκ τούτου η κοινή θέση δεν περιέλαβε τις τροπολογίες αριθ. 12 και 13 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Γ. Τμήμα II - Συμψηφισμός και εντολές μεταβίβασης (άρθρα 3 έως 5)

1. Το άρθρο 3 της κοινής θέσης (άρθρο 3 της πρότασης της Επιτροπής) εισάγει το καίριο στοιχείο της οδηγίας, δηλαδή το ότι ο συμψηφισμός και οι εντολές μεταβίβασης είναι νομικά δεσμευτικές και εκτελεστές καθ' όσον αφορά τους τρίτους, ακόμη και σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας στρεφόμενης κατά ενός συμμετέχοντος. Χωρίς να μεταβληθούν τα βασικά χαρακτηριστικά των διατάξεων, η διατύπωση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 3 τροποποιεί την πρόταση της Επιτροπής λαμβάνοντας υπόψη ότι ο «συμμετέχων» έχει ήδη ορισθεί στο άρθρο 2, ενώ η χρονική στιγμή ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχει ορισθεί στο άρθρο 6 (βλέπε παρακάτω).

Προς αποφυγή πάσης αμφιβολίας σχετικά με συναλλαγές που διενεργήθηκαν καλόπιστα, είτε εκ μέρους του καθ' ού η διαδικασία αφερεγγυότητας ιδρύματος είτε εκ μέρους άλλου συμμετέχοντος μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, η κοινή θέση εισάγει ένα νέο στοιχείο στο άρθρο 3 παράγραφος 1. Ορίζεται συγκεκριμένα ότι εντολές μεταβίβασης διενεργηθείσες μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας έχουν την ίδια μεταχείριση με εντολές δοθείσες πριν από την έναρξη της διαδικασίας αυτής, εάν το σύστημα τελούσε εν αγνοία της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Επαφίεται στον εθνικό νομοθέτη να ορίσει πώς ενημερώνεται το σύστημα για την έναρξη της διαδικασίας.

Η 12η αιτιολογική παράγραφος καθιστά σαφές ότι οι κανόνες για το αμετάκλητο του συμψηφισμού δεν εμποδίζουν τα συστήματα να ελέγχουν κατά πόσον οι εισαχθείσες εντολές είναι σύμφωνες με τους κανόνες του συστήματος και αν επιτρέπεται ο διακανονισμός σύμφωνα μ' αυτούς. Στη 13η αιτιολογική παράγραφο καθίσταται επίσης σαφές ότι η οδηγία δεν κωλύει τον συμμετέχοντα ή τρίτο να ασκήσει δικαιώματα ή απαιτήσεις που απορρέουν από την υποκείμενη συναλλαγή και θεμελιώνονται στο νόμο, με σκοπό την είσπραξη ή την ανάκτηση σε σχέση με εντολή μεταβίβασης η οποία έχει δοθεί μέσω του συστήματος, λ.χ. σε περίπτωση απάτης ή τεχνικού σφάλματος, αρκεί να μην επέρχεται άρση του συμψηφισμού ή ανάκληση της εντολής μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος.

2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3, η οποία βασίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 της πρότασης της Επιτροπής, η κοινή θέση εισάγει ειδικούς κανόνες σχετικά με τον καθορισμό της χρονικής στιγμής κατά την οποία εισάγεται μια εντολή μεταβίβασης στο σύστημα.

3. Για να μην αποκλεισθεί από την οδηγία η πρακτική η κρατούσα σε ορισμένα κράτη μέλη, το άρθρο 4 της κοινής θέσης παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων ή αξιογράφων τα οποία βρίσκονται στην κατοχή ενός διακανονιστή ή ενός πιστωτικού οργανισμού για λογαριασμό του χρεώστη συμμετέχοντος, προς διακανονισμό τυχόν αρνητικού υπολοίπου του εν λόγω συμμετέχοντος έναντι του συστήματος κατά την ημέρα ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας.

4. Το άρθρο 5 διατηρεί την ελαστικότητα του αντίστοιχου άρθρου (άρθρο 4) της πρότασης της Επιτροπής, παρέχοντας τη δυνατότητα στο σύστημα να ορίζει τους κανόνες ανάκλησης μιας εντολής μεταβίβασης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει για τους άλλους συμμετέχοντες στο σύστημα αλλά και για τους τρίτους. Δηλαδή δεν περιελήφθη στην κοινή θέση το τμήμα της τροπολογίας αριθ. 17 του Κοινοβουλίου το οποίο αναφέρεται στην ανάκληση μιας εντολής μεταβίβασης.

Δ. Τμήμα III - Διατάξεις σχετικές με τη διαδικασία αφερεγγυότητας (άρθρα 6 έως 8)

1. Όπως πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την τροπολογία αριθ. 21, η κοινή θέση εισάγει διάταξη (παράγραφος 1 του άρθρου 6), ορίζουσα τη χρονική στιγμή της ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Προς αποφυγή οιουδήποτε χρονικού κενού μεταξύ της εκδόσεως της αποφάσεως που κηρύσσει την έναρξη της διαδικασίας και της στιγμής κατά την οποία λογίζεται ότι ελήφθη η απόφαση, η κοινή θέση ορίζει ως χρόνο ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία η αρμόδια δικαστική ή διοικητική αρχή παρέδωσε την απόφασή της.

Τεκμαίρεται ότι η απόφαση αυτή θα καταστεί γνωστή στην αγορά με ηλεκτρονικά ή άλλα μέσα, πολύ σύντομα μετά την παράδοσή της και γι' αυτό η κοινή θέση δεν επιβάλλει τη γνωστοποίησή της στο κοινό. Για να κατοχυρωθεί όμως ότι οι αρχές θα λαμβάνουν πάραυτα γνώση της απόφασης, η παράγραφος 2 του άρθρου 6 της κοινής θέσης απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιλέγουν μια αρχή η οποία πρέπει να ενημερώνεται για την απόφαση εκ μέρους της δικαστικής ή διοικητικής αρχής που είναι αρμόδια για τη λήψη της. Επαφίεται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν ποια αρχή θα είναι η αποδέκτρια της πληροφορίας και ποιες οι τυχόν διαδικασίες που θα εισαχθούν σε εθνικό επίπεδο.

Όταν η εθνική αρχή λαμβάνει την εν λόγω πληροφορία, είναι μάλλον απίθανο να γνωρίζει εάν το αφερέγγυο ίδρυμα είναι μέλος ενός ή περισσοτέρων και ποίων συστημάτων. Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 της κοινής θέσης απαιτεί ως εκ τούτου από τα κράτη μέλη, στα οποία γίνεται η έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, να ενημερώνουν σχετικά όλα τα άλλα κράτη μέλη. Για να παρασχεθεί στα κράτη μέλη ένα ορισμένο περιθώριο ελιγμών, η κοινή θέση δεν προσδιορίζει ποιος φορέας είναι υπεύθυνος να προβεί στη γνωστοποίηση και ποιος φορέας θα είναι ο παραλήπτης της. Προς διευκόλυνση της γνωστοποίησης η Επιτροπή φρόντισε να καταρτίσει κατάλογο βασιζόμενο σε πληροφορίες που τις παρέσχον τα κράτη μέλη.

Χάριν σαφήνειας, η κοινή θέση έδωσε την παραπάνω λύση στο πρόβλημα του καθορισμού της στιγμής ενάρξεως της διαδικασίας αφερεγγυότητας, χωρίς να ακολουθήσει την πρόταση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την περιεχόμενη στην τροπολογία αριθ. 21, η οποία ως εκ τούτου δεν περιελήφθη στην κοινή θέση.

2. Για να προστατευθεί το σύστημα από τις επιπτώσεις διατάξεων, βάσει των οποίων η διαδικασία αφερεγγυότητας αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από τα μεσάνυχτα που προηγούνται της πραγματικής έναρξης της διαδικασίας, το άρθρο 7 της κοινής θέσης ακολουθεί τη λύση του άρθρου 5 της πρότασης της Επιτροπής, ορίζοντας ότι η διαδικασία αφερεγγυότητας η στρεφόμενη κατά ενός συμμετέχοντος σε σύστημα δεν παράγει αναδρομικά αποτελέσματα επί των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων ενός συμμετέχοντος των απορρεόντων από τη συμμετοχή του στο σύστημα. Η διατύπωση της πρότασης της Επιτροπής μετεβλήθη επί το ακριβέστερον, με αυτό δε τον τρόπο η κοινή θέση έλαβε υπόψη το πνεύμα της τροπολογίας αριθ. 18 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3. Το άρθρο 8 της κοινής θέσης, το οποίο ακολουθεί το άρθρο 6 της πρότασης της Επιτροπής, θεωρείται σημαντικό για την άρση αμφιβολιών σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο σε περίπτωση ενάρξεως διαδικασίας αφερεγγυότητας στρεφόμενης κατά ενός συμμετέχοντος σε σύστημα. Η πρόταση της Επιτροπής αναφέρει ως εφαρμοστέο το δίκαιο της χώρας όπου εδρεύει το σύστημα, επειδή όμως η κοινή θέση δεν ορίζει ποια είναι η υλική έδρα του συστήματος, ως εφαρμοστέο ορίζεται το δίκαιο που διέπει το σύστημα, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) της κοινής θέσης είναι το δίκαιο που επέλεξαν οι συμμετέχοντες.

Ως εκ τούτου η κοινή θέση δεν περιέλαβε την τροπολογία αριθ. 19 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Ε. Τμήμα IV - Ασφάλεια (άρθρο 9)

Το άρθρο 9 παράγραφος 1 της κοινής θέσης (άρθρο 7 της πρότασης της Επιτροπής, σχετικά με τα δικαιώματα επί της ασφάλειας υιοθετεί κατ' ουσία την τροπολογία αριθ. 20 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με μερικές φραστικές αλλαγές οφειλόμενες στην εισαγωγή του ορισμού του «συμμετέχοντος» και στη μεταβολή του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας, από την οποία έχει απαλειφθεί η μνεία της «νομισματικής πολιτικής».

Η παράγραφος 2 του άρθρου 7 της πρότασης της Επιτροπής διαγράφηκε, όπως είχε προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αντ' αυτής δε η κοινή θέση εισήγαγε με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 νέα διάταξη ορίζουσα ποιο είναι το εφαρμοστέο δίκαιο, οσάκις δίδονται ως ασφάλεια αξιόγραφα ενεχυριαζόμενα, και το δικαίωμα του υπέρ ού η ασφάλεια εγγράφεται σε βιβλίο ή λογαριασμό ή σε κεντρικό ίδρυμα κατάθεσης αξιογράφων. Η εγγραφή αποδεικνύει και την κυριότητα επί των αξιογράφων, βάσει αυτής δε διενεργείται η παράδοση ή η μεταβίβασή τους.

ΣΤ. Τμήμα V - Τελικές διατάξεις (άρθρα 10 έως 15)

Το άρθρο 10 της κοινής θέσης αφορά ορισμένες διαδικασίες γνωστοποίησης, αποτελούσες απαραίτητο συμπλήρωμα των κατ' άρθρο 2 ορισμών του «συστήματος» και του «εμμέσως συμμετέχοντος», καθώς και της κατ' άρθρο 6 παράγραφος 3 υποχρέωσης γνωστοποίησης.

Το άρθρο 11 καθιστά σαφές ότι η οδηγία θεσπίζει ένα μίνιμουμ υποχρεώσεων, αφήνοντας στα κράτη μέλη την ευχέρεια να επιβάλουν αυστηρότερους όρους, προκειμένου να προστατεύσουν τα συστήματά τους.

Αντίθετα από την πρόταση της Επιτροπής, και λόγω της αβεβαιότητας όσον αφορά το χρόνο εκδόσεως της οδηγίας, το άρθρο 12 ορίζει την έναρξη ισχύος της σε συνάρτηση με τη δημοσίευσή της.

Προς παρακολούθηση της οδηγίας, το άρθρο 13 της κοινής θέσης, ακολουθώντας το άρθρο 9 της πρότασης της Επιτροπής, υποχρεώνει την τελευταία να υποβάλει στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση με αντικείμενο την εφαρμογή της οδηγίας και, αν το κρίνει σκόπιμο, προτάσεις για την τροποποίησή της.

Ζ. Αιτιολογικό

Εν όψει των τροποποιήσεων που επήλθαν στην πρόταση της Επιτροπής, το αιτιολογικό τροποποιήθηκε αναλόγως. Η κοινή θέση υιοθέτησε σε μεγάλο βαθμό, αν και κάπως παραλλαγμένη, την τροπολογία αριθ. 2 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την παράγραφο 5 του αιτιολογικού. Η σύμβαση για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας αλλά και η πρόταση οδηγίας για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων βασίζονται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης του πτωχευτικού δικαίου και όχι στην αρχή της εναρμόνισής του. Δεν έγινε λοιπόν δεκτή η πρώτη φράση της τροπολογίας αριθ. 2, ώστε να μην προδικάζει τη μέλλουσα κοινοτική νομοθεσία. Η κοινή θέση δεν περιέλαβε την τροπολογία αριθ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, επειδή η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δεν είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη τις συστάσεις της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.

Η. Συμπέρασμα

Το Συμβούλιο φρονεί ότι οι μεταβολές που επήλθαν στην πρόταση της Επιτροπής ανταποκρίνονται στο σκοπό της οδηγίας, που δεν είναι άλλος από τη μείωση του συστηματικού κινδύνου και την ελαχιστοποίηση των διαταραχών που συνεπάγεται για ένα σύστημα η διαδικασία αφερεγγυότητας η στρεφόμενη κατά ενός συμμετέχοντος σ' αυτό. Οι αλλαγές του κειμένου σκοπό έχουν να εξισορροπήσουν την ανάγκη εισαγωγής ορισμένων νομικών ασφαλιστικών δικλείδων προς κατοχύρωση των δικαιωμάτων των συμμετεχόντων και των τρίτων, με την ανάγκη εξασφάλισης της δέουσας ευελιξίας κατά τη λειτουργία των συστημάτων τα οποία καλύπτει η οδηγία.

Top