Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32024D1245

Απόφαση (ΕΕ) 2024/1245 της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2024, για τη θέσπιση εσωτερικών κανόνων σχετικά με την παροχή πληροφοριών στα υποκείμενα των δεδομένων και τους περιορισμούς ορισμένων δικαιωμάτων τους από την Επιτροπή στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της υπηρεσίας διαμεσολάβησης

C/2024/2791

ΕΕ L, 2024/1245, 3.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2024/1245/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2024/1245/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2024/1245

3.5.2024

ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2024/1245 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 2ας Μαΐου 2024

για τη θέσπιση εσωτερικών κανόνων σχετικά με την παροχή πληροφοριών στα υποκείμενα των δεδομένων και τους περιορισμούς ορισμένων δικαιωμάτων τους από την Επιτροπή στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της υπηρεσίας διαμεσολάβησης

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (1), και ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την απόφαση C(2024)1420 της Επιτροπής (2) για την υπηρεσία διαμεσολάβησης δημιουργείται η υπηρεσία διαμεσολάβησης ως ανεξάρτητη υπηρεσία στην Επιτροπή. Αποστολή της είναι να διευκολύνει τον φιλικό διακανονισμό των συγκρούσεων στον χώρο εργασίας ή των διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του προσωπικού της Επιτροπής που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων (στο εξής: κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης) και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό («ΚΛΠ») της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου (3).

(2)

Η απόφαση C(2024)1420 θεσπίζει άτυπη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας κάθε πρόσωπο που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της υπηρεσίας διαμεσολάβησης.

(3)

Η Επιτροπή και, στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης, η υπηρεσία διαμεσολάβησης για λογαριασμό της, συμβάλλουν στη δημιουργία ενός γόνιμου εργασιακού περιβάλλοντος όπου θα επικρατεί σεβασμός, επιλύοντας άτυπα τις διαφορές προτού αυτές κλιμακωθούν και αποτρέποντας την εμφάνιση παρόμοιων καταστάσεων εντός του θεσμικού οργάνου. Η υπηρεσία διαμεσολάβησης παρέχει άτυπες εμπιστευτικές συμβουλές σε οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού ζητήσει τη συνδρομή της («το αιτούν πρόσωπο»). Με τη συγκατάθεση του αιτούντος προσώπου, μπορεί επίσης να επικοινωνήσει με οποιοδήποτε άλλο μέρος προσδιοριστεί από το αιτούν πρόσωπο («το ενδιαφερόμενο πρόσωπο») στο πλαίσιο διαμεσολάβησης. Η διαμεσολάβηση απαιτεί τη συγκατάθεση όλων των εμπλεκόμενων μερών. Η υπηρεσία διαμεσολάβησης ενεργεί αυστηρά σε άτυπη βάση. Δεν έχει την εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις εις βάρος προσώπων.

(4)

Για την εκπλήρωση των καθηκόντων της στον τομέα της διαμεσολάβησης, η Επιτροπή συλλέγει και επεξεργάζεται πληροφορίες και διάφορες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των μελών του προσωπικού και άλλων προσώπων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης C(2024)1420, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων ταυτοποίησης, των στοιχείων επικοινωνίας, των πληροφοριών σχετικά με τους επαγγελματικούς ρόλους και τα επαγγελματικά καθήκοντα και των πληροφοριών σχετικά με την ιδιωτική και επαγγελματική συμπεριφορά και τις επιδόσεις. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να επεξεργάζεται ευαίσθητα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, τα οποία παρέχονται οικειοθελώς από το αιτούν πρόσωπο.

(5)

Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποθηκεύονται σε ασφαλές υλικό και ηλεκτρονικό περιβάλλον με στόχο την πρόληψη της παράνομης πρόσβασης ή διαβίβασης των δεδομένων σε πρόσωπα που δεν απαιτείται να τα γνωρίζουν. Μετά το πέρας της επεξεργασίας τους, τα δεδομένα διατηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 11 της απόφασης C(2024)1420.

(6)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725, η Επιτροπή, ως υπεύθυνη επεξεργασίας, είναι υποχρεωμένη να παρέχει πληροφορίες στα υποκείμενα των δεδομένων σχετικά με τις εν λόγω δραστηριότητες επεξεργασίας και να σέβεται τα δικαιώματα που έχουν ως υποκείμενα των δεδομένων.

(7)

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η Επιτροπή οφείλει να σέβεται τα δικαιώματα των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αναγνωρίζονται με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με το άρθρο 16 παράγραφος 1 της Συνθήκης, για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τα δικαιώματα που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725. Ταυτόχρονα, η Επιτροπή, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της ως υπηρεσίας διαμεσολάβησης, υποχρεούται να τηρεί αυστηρούς κανόνες εμπιστευτικότητας έναντι των αιτούντων προσώπων και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να υποχρεωθεί να εξισορροπήσει τα δικαιώματα ενός υποκειμένου των δεδομένων με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων υποκειμένων των δεδομένων.

(8)

Είναι καθοριστικής σημασίας για το αιτούν πρόσωπο να διατηρηθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της ανταλλαγής πληροφοριών και να μην αναληφθεί καμία ενέργεια χωρίς τη συγκατάθεσή του. Όταν ένα πρόσωπο απευθύνεται στην υπηρεσία διαμεσολάβησης ζητώντας εμπιστευτικές συμβουλές στο πλαίσιο διένεξης και δεν παρέχει τη συγκατάθεσή του στην υπηρεσία διαμεσολάβησης για επικοινωνία με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο με σκοπό τη διαμεσολάβηση, η υπηρεσία διαμεσολάβησης δεν θα έχει τη δυνατότητα να ενημερώσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η παροχή των εν λόγω πληροφοριών θα καθιστούσε αδύνατη ή θα παρεμπόδιζε σοβαρά την επίτευξη των στόχων που επιδιώκει η υπηρεσία διαμεσολάβησης, ιδίως την παροχή ασφαλούς χώρου στον οποίο το αιτούν πρόσωπο μπορεί να συζητήσει ανοιχτά την κατάστασή του και να αποφασίσει εάν θα κινήσει διαδικασία διαμεσολάβησης με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 5 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 για την προστασία της εμπιστευτικότητας της επεξεργασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 της απόφασης C(2024)1420.

(9)

Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αναγκαίο να συμβιβάζονται τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 με την ανάγκη να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της Επιτροπής όσον αφορά την παροχή άτυπων εμπιστευτικών συμβουλών, διασφαλίζοντας παράλληλα τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων υποκειμένων των δεδομένων. Προς τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να περιορίζει, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, την εφαρμογή των άρθρων 14 έως 17, 19, 20 και 35, καθώς και της αρχής της διαφάνειας που καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α), εφόσον οι διατάξεις του αντιστοιχούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 17, 19, 20 και 35 του εν λόγω κανονισμού.

(10)

Τούτο μπορεί, ιδίως, να συμβαίνει όταν το αιτούν πρόσωπο παρέχει έμμεσα πληροφορίες σχετικά με άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να περιορίσει ορισμένα δικαιώματα του ενδιαφερόμενου προσώπου, όταν η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών θα είχε ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με αιτούν πρόσωπο το οποίο δεν έχει συναινέσει σε ενέργειες που αναλαμβάνει η υπηρεσία διαμεσολάβησης για τη διευκόλυνση του διαλόγου με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να περιορίσει το δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες που αφορούν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή άλλα δικαιώματά του, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του αιτούντος προσώπου. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να το πράξει σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

(11)

Ενδέχεται να είναι αναγκαία η προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών που αφορούν ένα αιτούν πρόσωπο. Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή ενδέχεται να χρειαστεί να περιορίσει την πρόσβαση στην ταυτότητα, τις δηλώσεις και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του αιτούντος προσώπου, ακόμη και το γεγονός ότι ήρθε σε επαφή με την υπηρεσία διαμεσολάβησης, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του.

(12)

Μπορεί επίσης να είναι αναγκαίο να περιοριστεί το δικαίωμα ενημέρωσης του αιτούντος προσώπου όταν η υπηρεσία διαμεσολάβησης θα πρέπει να ειδοποιήσει την ιατρική υπηρεσία σε περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται επείγουσα δράση για την προστασία της σωματικής και ψυχολογικής ακεραιότητας του αιτούντος προσώπου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υπηρεσία διαμεσολάβησης μπορεί να αποφασίσει να μην ενημερώσει το αιτούν πρόσωπο σχετικά με την εν λόγω ειδοποίηση, ώστε η ιατρική υπηρεσία να είναι σε θέση να εκτιμήσει ποια μέτρα υγειονομικής περίθαλψης ή κοινωνικής μέριμνας μπορούν να παρασχεθούν στο εν λόγω πρόσωπο. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να το πράξει σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725. Στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, τα δικαιώματα του αιτούντος προσώπου προστατεύονται δεδομένου ότι η ιατρική υπηρεσία θα τηρεί απόρρητες τις ιατρικές πληροφορίες και το αιτούν πρόσωπο θα ενημερώνεται διότι η ιατρική υπηρεσία θα έρχεται σε επαφή μαζί του εάν το κρίνει αναγκαίο.

(13)

Η απόφαση C(2024)1420 απαιτεί από την Επιτροπή να διασφαλίζει τον εμπιστευτικό χειρισμό των αιτήσεων συνδρομής που υποβάλλονται στην υπηρεσία διαμεσολάβησης. Προκειμένου να διασφαλιστεί η εν λόγω εμπιστευτικότητα και, παράλληλα, να τηρηθούν τα πρότυπα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, είναι απαραίτητη η θέσπιση εσωτερικών κανόνων βάσει των οποίων η Επιτροπή να μπορεί να περιορίζει τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

(14)

Οι εσωτερικοί κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλες τις πράξεις επεξεργασίας που τελεί η Επιτροπή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της όταν εξετάζει αιτήσεις βάσει του άρθρου 6 της απόφασης C(2024)1420.

(15)

Προκειμένου η Επιτροπή να συμμορφώνεται με τα άρθρα 14, 15 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, θα πρέπει να ενημερώνει όλα τα πρόσωπα σχετικά με τις δραστηριότητές της που περιλαμβάνουν επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν και σχετικά με τα δικαιώματά τους, με διαφανή και συνεκτικό τρόπο, υπό τη μορφή δήλωσης περί προστασίας των δεδομένων που δημοσιεύεται στον ιστότοπο της Επιτροπής. Κατά περίπτωση, η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει ατομικά το αιτούν πρόσωπο με κατάλληλα μέσα. Όταν το αιτούν πρόσωπο συναινεί στην επικοινωνία με άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η Επιτροπή θα πρέπει να ενημερώνει ατομικά, με κατάλληλα μέσα, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

(16)

Η Επιτροπή εφαρμόζει περιορισμούς μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγουν το ουσιαστικό περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, είναι απολύτως απαραίτητοι και αποτελούν αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία. Η Επιτροπή θα πρέπει να αιτιολογεί τους εν λόγω περιορισμούς.

(17)

Κατ’ εφαρμογή των αρχών της διαφάνειας, της δίκαιης μεταχείρισης και της λογοδοσίας, η Επιτροπή θα πρέπει να χειρίζεται όλους τους περιορισμούς με διαφανή τρόπο και να καταχωρίζει κάθε εφαρμογή περιορισμών στο αντίστοιχο σύστημα αρχειοθέτησης.

(18)

Το άρθρο 25 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 απαιτεί από τον υπεύθυνο επεξεργασίας να ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων για τους ουσιώδεις λόγους που αιτιολογούν την επιβολή του περιορισμού, καθώς και για το δικαίωμά τους να υποβάλουν καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

(19)

Σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, η Επιτροπή μπορεί να αναβάλλει, να παραλείπει ή να απορρίπτει την ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τους ουσιώδεις λόγους που αιτιολογούν τον περιορισμό, εάν η εν λόγω ενημέρωση στερεί από τον περιορισμό την ισχύ του.

(20)

Όταν περιορίζονται δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογεί κατά περίπτωση το κατά πόσον η ανακοίνωση του περιορισμού ενδέχεται να του στερήσει την ισχύ του.

(21)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αίρει τον περιορισμό μόλις οι συνθήκες που τον δικαιολογούν παύσουν να υφίστανται, και να αξιολογεί σε τακτική βάση τις εν λόγω συνθήκες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία η διατήρηση της εφαρμογής ενός περιορισμού έως ότου η Επιτροπή παύσει να διατηρεί τα σχετικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή, το υποκείμενο των δεδομένων δεν θα πρέπει να ενημερωθεί για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε, ειδικότερα, να προκύψει όταν υπάρχει υψηλός κίνδυνος η άσκηση των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου προσώπου να θίξει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τρίτων. Αυτό συμβαίνει ιδίως όταν το αιτούν πρόσωπο δεν παρέχει τη συγκατάθεσή του προκειμένου η υπηρεσία διαμεσολάβησης να επικοινωνήσει με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ώστε να ξεκινήσει άτυπη διαμεσολάβηση μεταξύ τους.

(22)

Η Επιτροπή θα πρέπει να επανεξετάζει την εφαρμογή των περιορισμών όταν το αιτούν πρόσωπο παρέχει τη συγκατάθεσή του για συμμετοχή σε άτυπη διαμεσολάβηση ή το αργότερο όταν η Επιτροπή περατώνει μια αίτηση συνδρομής.

(23)

Τα άρθρα 16 παράγραφος 5, 17 παράγραφος 4, 19 παράγραφος 3 και 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 προβλέπουν εξαιρέσεις από τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων. Εάν ισχύουν αυτές οι εξαιρέσεις, η Επιτροπή δεν χρειάζεται να εφαρμόσει περιορισμούς δυνάμει της παρούσας απόφασης,

(24)

Για να διασφαλιστεί η προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υποκειμένων των δεδομένων και σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει τη συμμετοχή του/των σχετικού/-ών συντονιστή/-ών προστασίας δεδομένων και του υπευθύνου προστασίας δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας και να τεκμηριώνει την εν λόγω διαβούλευση. Συγκεκριμένα, πριν από την εφαρμογή τυχόν περιορισμών, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη του συντονιστή προστασίας δεδομένων που έχει οριστεί για να συμβουλεύει την οικεία υπηρεσία της Επιτροπής· αυτός επαληθεύει τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα απόφαση.

(25)

Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πρέπει να διενεργεί ανεξάρτητο έλεγχο όσον αφορά την εφαρμογή των περιορισμών, με στόχο τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με την παρούσα απόφαση.

(26)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 13 Μαρτίου 2024,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή ως υπεύθυνο επεξεργασίας για τον σκοπό της εξέτασης αιτήσεων βάσει του άρθρου 6 της απόφασης C(2024)1420.

2.   Η παρούσα απόφαση θεσπίζει τους κανόνες που πρέπει να τηρεί η Επιτροπή για να ενημερώνει τα υποκείμενα των δεδομένων σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν, σύμφωνα με τα άρθρα 14, 15 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, όταν εξετάζει αιτήσεις βάσει του άρθρου 6 της απόφασης C(2024)1420.

3.   Επιπλέον, καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να περιορίζει την εφαρμογή των άρθρων 4, 14 έως 17, 19, 20 και 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του εν λόγω κανονισμού.

4.   Οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που καλύπτονται από την παρούσα απόφαση περιλαμβάνουν τα στοιχεία ταυτοποίησης, τα στοιχεία επικοινωνίας, τις πληροφορίες σχετικά με τους επαγγελματικούς ρόλους και τα επαγγελματικά καθήκοντα, τις πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική και επαγγελματική συμπεριφορά και τις επιδόσεις. Τα αιτούντα πρόσωπα μπορούν επίσης να παρέχουν ευαίσθητες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 στο πλαίσιο αίτησης για συνδρομή της υπηρεσίας διαμεσολάβησης σε συγκεκριμένη υπόθεση.

Άρθρο 2

Εφαρμοστέες διατάξεις

1.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 3 έως 9 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή μπορεί να περιορίζει την εφαρμογή των άρθρων 14 έως 17, 19, 20 και 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, καθώς και την αρχή της διαφάνειας που καθορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού, στον βαθμό που οι διατάξεις του αντιστοιχούν στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 14 έως 17, 19, 20 και 35 του εν λόγω κανονισμού. Η Επιτροπή μπορεί να το πράξει, όταν η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων θα επηρέαζε δυσμενώς την προστασία του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του εν λόγω κανονισμού.

2.   Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εφαρμογή άλλων αποφάσεων της Επιτροπής για τη θέσπιση εσωτερικών κανόνων που διέπουν την παροχή πληροφοριών στα υποκείμενα των δεδομένων και τον περιορισμό ορισμένων δικαιωμάτων δυνάμει του άρθρου 25 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

3.   Κάθε περιορισμός των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν θίγει το ουσιαστικό περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών και είναι αναγκαίος και αναλογικός σε μια δημοκρατική κοινωνία, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων.

4.   Πριν από την εφαρμογή περιορισμών, η Επιτροπή διενεργεί κατά περίπτωση αξιολόγηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητάς τους. Οι περιορισμοί δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αυστηρώς αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του στόχου τους.

Άρθρο 3

Παροχή πληροφοριών στα υποκείμενα των δεδομένων

1.   Η Επιτροπή δημοσιεύει στον ιστότοπό της δήλωση περί προστασίας των δεδομένων, με την οποία ενημερώνει όλα τα υποκείμενα των δεδομένων για τις δραστηριότητές της που περιλαμβάνουν επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν με σκοπό την εξέταση αιτήσεων βάσει του άρθρου 6 της απόφασης C(2024)1420. Η δήλωση παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα περιορισμού των δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 2, 3, 4 και 5 της παρούσας απόφασης, καθώς και σχετικά με τα δικαιώματα επί των οποίων μπορεί να επιβληθούν περιορισμοί, τους λόγους για τους οποίους μπορεί να εφαρμοστούν περιορισμοί και την πιθανή διάρκειά τους.

2.   Η Επιτροπή ενημερώνει ατομικά, με κατάλληλα μέσα, τα αιτούντα πρόσωπα σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν. Η Επιτροπή ενημερώνει επίσης ατομικά, με κατάλληλα μέσα, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο όταν το αιτούν πρόσωπο έχει συναινέσει σε άτυπη διαμεσολάβηση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

3.   Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 2, η Επιτροπή περιορίζει πλήρως ή εν μέρει την παροχή πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στα αιτούντα πρόσωπα, των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε επεξεργασία με σκοπό την εξέταση αιτήσεων βάσει του άρθρου 6 της απόφασης C(2024)1420, καταγράφει και καταχωρίζει τους λόγους του περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 6 της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

Δικαίωμα πρόσβασης των υποκειμένων των δεδομένων, δικαίωμα διαγραφής και δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας

1.   Όταν η Επιτροπή περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, το δικαίωμα πρόσβασης των υποκειμένων των δεδομένων σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα διαγραφής ή το δικαίωμα περιορισμού της επεξεργασίας, όπως προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 17, 19 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο υποκείμενο των δεδομένων εγγράφως και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην απάντησή της στο αίτημα πρόσβασης, διαγραφής ή περιορισμού της επεξεργασίας:

α)

σχετικά με τον εφαρμοζόμενο περιορισμό και τους κύριους λόγους αυτού του περιορισμού· και

β)

σχετικά με τη δυνατότητά του να υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή να ασκήσει δικαστική προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η παροχή πληροφοριών σχετικά με τους λόγους του περιορισμού που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να αναβληθεί, να παραλειφθεί ή να απορριφθεί για όσο η εν λόγω παροχή θα ακύρωνε το αποτέλεσμα του περιορισμού.

3.   Η Επιτροπή καταγράφει τους λόγους του περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 6.

4.   Όταν το δικαίωμα πρόσβασης περιορίζεται πλήρως ή εν μέρει, το υποκείμενο των δεδομένων δύναται να ασκήσει το δικαίωμά του για πρόσβαση στα δεδομένα μέσω του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφοι 6, 7 και 8 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

Άρθρο 5

Ανακοίνωση των παραβιάσεων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα υποκείμενα των δεδομένων

Όταν η Επιτροπή υποχρεούται να ανακοινώσει παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο υποκείμενο των δεδομένων όπως αναφέρεται στο άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725, μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να περιορίσει εν όλω ή εν μέρει την εν λόγω ανακοίνωση. Καταγράφει και καταχωρίζει τους λόγους του περιορισμού σύμφωνα με το άρθρο 6 της παρούσας απόφασης. Η Επιτροπή κοινοποιεί το αρχείο καταγραφής στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης της παραβίασης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 6

Καταγραφή και καταχώριση περιορισμών

1.   Η Επιτροπή καταγράφει τους λόγους οποιουδήποτε περιορισμού που εφαρμόζεται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης των κινδύνων που συνεπάγεται η επιβολή περιορισμού για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των υποκειμένων των δεδομένων και της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του περιορισμού, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

2.   Στην καταγραφή των λόγων περιορισμού αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο η άσκηση του δικαιώματος από το σχετικό υποκείμενο των δεδομένων θα επηρέαζε αρνητικά την προστασία του υποκειμένου των δεδομένων ή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

3.   Η εν λόγω καταγραφή και, κατά περίπτωση, τα έγγραφα που περιέχουν σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία καταχωρίζονται. Τα ανωτέρω τίθενται, κατόπιν αιτήματος, στη διάθεση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Άρθρο 7

Διάρκεια των περιορισμών

1.   Οι περιορισμοί που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 και 5 εξακολουθούν να εφαρμόζονται για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθούν να συντρέχουν οι λόγοι που τους αιτιολογούν.

2.   Όταν οι λόγοι περιορισμού που αναφέρονται στα άρθρα 3, 4 ή 5 δεν συντρέχουν πλέον, η Επιτροπή αίρει τον περιορισμό.

3.   Επιπλέον, η Επιτροπή παρέχει τους κύριους λόγους εφαρμογής του περιορισμού στο υποκείμενο των δεδομένων και το ενημερώνει σχετικά με τη δυνατότητά του να υποβάλει ανά πάσα στιγμή καταγγελία στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων ή να ασκήσει δικαστική προσφυγή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή των περιορισμών που αναφέρονται στα άρθρα 3, 5 και 4 της παρούσας απόφασης όταν το αιτούν πρόσωπο παράσχει τη συγκατάθεσή του για συμμετοχή σε άτυπη διαμεσολάβηση με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή το αργότερο όταν περατωθούν οι αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει της απόφασης C(2024)1420. Στη συνέχεια, η Επιτροπή ελέγχει κάθε 6 μήνες κατά πόσο είναι αναγκαίο να διατηρηθεί οποιοσδήποτε περιορισμός. Η επανεξέταση περιλαμβάνει εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του περιορισμού, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών στοιχείων που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725.

Άρθρο 8

Εγγυήσεις και περίοδοι αποθήκευσης

1.   Η Επιτροπή εφαρμόζει εγγυήσεις για την πρόληψη της κατάχρησης και της παράνομης διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή της παράνομης πρόσβασης σε αυτά, ως προς τους περιορισμούς που εφαρμόζονται ή θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Οι εγγυήσεις αυτές περιλαμβάνουν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα και περιγράφονται λεπτομερώς, όπως είναι αναγκαίο, στις εσωτερικές διαδικασίες της Επιτροπής. Στις εγγυήσεις περιλαμβάνονται τα εξής:

α)

σαφής καθορισμός των ρόλων, των αρμοδιοτήτων, των δικαιωμάτων πρόσβασης και των διαδικαστικών σταδίων·

β)

ένα ασφαλές ηλεκτρονικό περιβάλλον που αποτρέπει την παράνομη και τυχαία πρόσβαση ή μεταφορά ηλεκτρονικών δεδομένων σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα·

γ)

ασφαλής αποθήκευση και επεξεργασία έντυπων εγγράφων· και

δ)

δέουσα παρακολούθηση των περιορισμών και περιοδική επανεξέταση της εφαρμογής τους.

2.   Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διατηρούνται διατηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 11 της απόφασης C(2024)1420. Μετά το πέρας της περιόδου διατήρησης, η Επιτροπή διαγράφει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 9

Συμμετοχή του συντονιστή προστασίας δεδομένων και του υπευθύνου προστασίας δεδομένων της Επιτροπής

1.   Πριν από την εφαρμογή οιωνδήποτε περιορισμών, ζητείται η γνώμη του συντονιστή προστασίας δεδομένων που έχει οριστεί για να συμβουλεύει την οικεία υπηρεσία της Επιτροπής· αυτός επαληθεύει τη συμμόρφωσή τους με την παρούσα απόφαση.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων της Επιτροπής ενημερώνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κάθε φορά που περιορίζονται τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Κατόπιν αιτήματος, παρέχεται στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων πρόσβαση στα αντίστοιχα αρχεία και σε οποιαδήποτε έγγραφα που περιλαμβάνουν τα βασικά πραγματικά και νομικά στοιχεία.

3.   Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων μπορεί να ζητήσει επανεξέταση της εφαρμογής του περιορισμού. Η Επιτροπή ενημερώνει γραπτώς τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σχετικά με το αποτέλεσμα της ζητηθείσας επανεξέτασης.

4.   Η Επιτροπή τεκμηριώνει τη συμμετοχή του υπευθύνου προστασίας δεδομένων και, κατά περίπτωση, του συντονιστή προστασίας δεδομένων (συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που τους κοινοποιούνται) σε κάθε περίπτωση περιορισμού των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του άρθρου 2 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 2 Μαΐου 2024.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)   ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2018/1725/oj.

(2)  Απόφαση C(2024)1420 της Επιτροπής σχετικά με την υπηρεσία διαμεσολάβησης και την κατάργηση της απόφασης C(2002)601.

(3)  Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1968/259(1)/oj).


ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2024/1245/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)


Top