Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32023R0111

    Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2023/111 της Επιτροπής, της 18ης Ιανουαρίου 2023, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας

    C/2023/259

    ΕΕ L 18 της 19.1.2023, p. 1–65 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2023/111/oj

    19.1.2023   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 18/1


    ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/111 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    της 18ης Ιανουαρίου 2023

    για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1) (στο εξής: βασικός κανονισμός), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    1.1.   Έναρξη

    (1)

    Στις 30 Νοεμβρίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής: Επιτροπή) κίνησε διαδικασία έρευνας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας (στο εξής: οικεία χώρα), με βάση το άρθρο 5 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2) (στο εξής: ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας).

    (2)

    Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία έρευνας κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2021 από τον συνασπισμό κατά του αθέμιτου εμπορίου λιπαρών οξέων (Coalition against Unfair Trade in Fatty Acid) (στο εξής: «καταγγέλλουσα» ή «CUTFA»). Η καταγγελία υποβλήθηκε εξ ονόματος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής λιπαρών οξέων κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και συνακόλουθης σημαντικής ζημίας, τα οποία ήταν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη της έρευνας.

    (3)

    Στις 13 Μαΐου 2022 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία έρευνας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά τις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας. Δημοσίευσε ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3).

    1.2.   Ενδιαφερόμενα μέρη

    (4)

    Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επικοινωνήσουν μαζί της για να συμμετάσχουν στην έρευνα. Επιπλέον, η Επιτροπή ενημέρωσε ειδικά την καταγγέλλουσα, άλλους γνωστούς ενωσιακούς παραγωγούς, τους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς και τις αρχές της Ινδονησίας, τους γνωστούς εισαγωγείς και χρήστες σχετικά με την έναρξη της έρευνας, και τους κάλεσε να συμμετάσχουν.

    (5)

    Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την έναρξη της έρευνας και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή και/ή από τον/τη σύμβουλο ακροάσεων σε διαδικασίες εμπορικών προσφυγών.

    (6)

    Πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις με έναν παραγωγό βιοντίζελ, την Campa Iberia SAU (στο εξής: Campa) και τη συνδεδεμένη εταιρεία της, την IM Biofuel Italy S.r.l. (στο εξής: IMBI), (στο εξής, από κοινού: Campa/IMBI), και έναν ενωσιακό παραγωγό που συμμετείχε στο δείγμα, την AAK AB (στο εξής: AAK).

    1.3.   Παρατηρήσεις σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας

    (7)

    Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς P.T. Musim Mas (στο εξής: Musim Mas) και τον συνδεδεμένο εξαγωγέα της P.T. Intibenua Perkasatama (στο εξής: IBP) (στο εξής, από κοινού: όμιλος Musim Mas), P.T. Wilmar Nabati Indonesia (στο εξής: Wilmar), P.T. Nubika Jaya και P.T. Permata Hijau Palm Oleo (στο εξής, από κοινού: όμιλος Permata), και από την κυβέρνηση της Ινδονησίας.

    (8)

    Ο όμιλος Musim Mas, η Wilmar και η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκαν ότι ο ορισμός του υπό έρευνα προϊόντος στην καταγγελία είναι υπερβολικά ευρύς, καθώς περιλαμβάνει λιπαρά οξέα που δεν αποτελούν αντικείμενο της καταγγελίας (όπως λιπαρά οξέα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοντίζελ, παλμιτικά οξέα για χρήση σε ζωοτροφές, φυτικό ελαϊκό οξύ για χρήση σε τρόφιμα και λιπαρά οξέα που προέρχονται από έλαιο κοκοφοίνικα). Η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκε ότι ο μη ορθός ορισμός, εκ μέρους της καταγγέλλουσας, του πεδίου κάλυψης του προϊόντος στην καταγγελία θα είχε αντίκτυπο στην εγκυρότητα της καταγγελίας και στην αιτιολόγηση της κίνησης της διαδικασίας έρευνας.

    (9)

    Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι, λόγω του ευρέος ορισμού του υπό έρευνα προϊόντος, τα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία (όπως η παραγωγή, η παραγωγική ικανότητα, η απασχόληση, οι πωλήσεις, το μερίδιο αγοράς, το κέρδος, η αιτιώδης συνάφεια και ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής) είναι ελλιπή, καθώς συγκεντρώθηκαν μόνο για τους τύπους λιπαρών οξέων τους οποίους αφορά η καταγγελία.

    (10)

    Επιπλέον, ο όμιλος Musim Mas και η Wilmar ισχυρίστηκαν ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία υπερεκτιμήθηκαν στην καταγγελία, καθώς περιλαμβάνουν τα λιπαρά οξέα που εισάγονται στην Ένωση για την παραγωγή βιοντίζελ και άλλα λιπαρά οξέα που δεν χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα, καλλυντικά, είδη προσωπικής φροντίδας και φαρμακευτικές εφαρμογές, όπως τα παλμιτικά οξέα. Ως εκ τούτου, η κατανάλωση και τα μερίδια αγοράς που αναφέρονται στην καταγγελία δεν είναι ορθά.

    (11)

    Επιπροσθέτως, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η τιμή των εισαγωγών από την Ινδονησία υποτιμήθηκε στην καταγγελία, καθώς αφορούσε επίσης λιπαρά οξέα σε χαμηλότερες τιμές που παράγονται από απόβλητα και υποπροϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοντίζελ. Κατά συνέπεια, ούτε τα περιθώρια υποτιμολόγησης δεν είναι ορθά.

    (12)

    Τέλος, ο όμιλος Musim Mas και η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκαν ότι, λόγω των προβλημάτων που προέκυψαν σε σχέση με το οικείο προϊόν και το ομοειδές προϊόν, η έναρξη της διαδικασίας έρευνας βασίστηκε σε αναξιόπιστες, ελλιπείς και ανακριβείς πληροφορίες. Κατά συνέπεια, και η έρευνα αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με την καταγγελία και, ως εκ τούτου, η έρευνα θα πρέπει να περατωθεί.

    (13)

    Ο ορισμός του προϊόντος στην καταγγελία και στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας βασίστηκε στις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η καταγγέλλουσα κατά τον χρόνο σύνταξης και υποβολής της καταγγελίας. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε καμία πληροφορία ότι το προϊόν, όπως ορίζεται, μπορούσε να καλύπτει τύπους λιπαρών οξέων που δεν παράγει ο καταγγέλλων κλάδος παραγωγής. Το ζήτημα αυτό ήρθε στο προσκήνιο μετά την έναρξη της διαδικασίας και αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά όπως εξηγείται κατωτέρω στις αιτιολογικές σκέψεις 91 έως 102 και 108 έως 124. Όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία σχετικά με τη ζημία, οι ισχυρισμοί που συνοψίζονται στην αιτιολογική σκέψη 9 είναι αντικειμενικά εσφαλμένοι ή βασίζονται σε παρανόηση. Πράγματι, τα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία σχετικά με τη ζημία αφορούν το οικείο προϊόν. Ο ορισμός του προϊόντος βασίστηκε στο προϊόν που παράγει η καταγγέλλουσα και αποτυπώνει το στοχευόμενο πεδίο κάλυψης του προϊόντος. Η ανάλυση της ζημίας βασίστηκε στο στοχευόμενο πεδίο κάλυψης του προϊόντος, το οποίο αφορούσε το πραγματικό προϊόν που επιθυμούσε να καλύψει η καταγγέλλουσα. Ως εκ τούτου, τα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία όσον αφορά την ανάλυση της ζημίας ήταν πλήρη, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την έρευνα.

    (14)

    Τα αριθμητικά στοιχεία για τις εισαγωγές από την Ινδονησία που αποτυπώνονται στην καταγγελία βασίστηκαν στις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της την εποχή εκείνη η καταγγέλλουσα. Η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά την ακρίβεια και την επάρκεια των πληροφοριών που παρείχε η καταγγέλλουσα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διάφοροι τύποι λιπαρών οξέων έχουν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά, δηλαδή ανήκουν στην ίδια κατηγορία προϊόντος. Παράλληλα, τα βασικά χαρακτηριστικά του οικείου προϊόντος επέτρεψαν τη διάκρισή του από άλλους τύπους προϊόντος στον βαθμό που οι τύποι αυτοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν διαφορετικοί και να ανήκουν σε άλλη κατηγορία λιπαρών οξέων. Ως εκ τούτου, φάνηκε, κατά το στάδιο έναρξης της διαδικασίας, ότι ο ορισμός του προϊόντος που πρότεινε η καταγγέλλουσα πληρούσε όλες τις σχετικές νομικές απαιτήσεις.

    (15)

    Το συμπέρασμα αυτό δεν αμφισβητείται από το γεγονός ότι οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μετά την έναρξη της διαδικασίας οδήγησαν σε αποσαφήνιση του πεδίου κάλυψης του προϊόντος μετά την έναρξη της διαδικασίας, καθώς και στην κατάλληλη εξαίρεση προϊόντων, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 124. Τα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία ήταν σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέχει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 91. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

    (16)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία περιείχε ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη του συμπεράσματος περί σημαντικής ζημίας ή κινδύνου πρόκλησης σημαντικής ζημίας στους ενωσιακούς παραγωγούς. Ειδικότερα, αναφέρθηκε ότι, βάσει της παραγωγής και της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, δεν αποδεικνύεται η πρόκληση ζημίας, καθώς και ότι η απασχόληση και οι επενδύσεις αυξήθηκαν και δεν αποτυπώνουν ζημία. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε ότι οι ισχυρισμοί για υποτιμολόγηση στην καταγγελία δεν ήταν πειστικοί, καθώς οι ενωσιακοί παραγωγοί αύξησαν σημαντικά τις τιμές πώλησής τους. Αναφέρθηκε επίσης ότι η καταγγελία δεν περιείχε κανένα στοιχείο σχετικά με την κερδοφορία της καταγγέλλουσας. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος πρόκλησης ζημίας, δεδομένου ότι η παραγωγική ικανότητα της Ινδονησίας ήταν υπερεκτιμημένη και η εγχώρια ζήτηση αυξανόταν.

    (17)

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, η καταγγελία πρέπει να περιέχει στοιχεία για τις μεταβολές του όγκου των εισαγωγών που εικάζεται ότι αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, σχετικά με την επίδραση των εν λόγω εισαγωγών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Ένωσης και σχετικά με τα επακόλουθα των εισαγωγών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, όπως προκύπτουν με βάση τους συναφείς (όχι όμως απαραιτήτως όλους ανεξαιρέτως) παράγοντες και δείκτες που έχουν σημασία για την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όπως εκείνοι που απαριθμούνται στο άρθρο 3 παράγραφοι 3 και 5 του βασικού κανονισμού, τα οποία να μπορεί να συγκεντρώσει ευλόγως η καταγγέλλουσα. Για να διαπιστωθεί σημαντική ζημία, δεν χρειάζεται να καταγράφουν επιδείνωση όλοι οι παράγοντες.

    (18)

    Στο πλαίσιο αυτό, η καταγγελία κατέδειξε συνολικά ζημιογόνο τάση τόσο στους μακροοικονομικούς όσο και στους μικροοικονομικούς δείκτες. Η ανάλυση έδειξε μείωση της παραγωγής και της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας. Όσον αφορά τις αυξήσεις των τιμών πώλησης των ενωσιακών παραγωγών, η Επιτροπή έκρινε ότι οι αυξήσεις αυτές δεν θα επαρκούσαν για να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους ισχυρισμούς των καταγγελλόντων σχετικά με την υποτιμολόγηση και ότι αντικατόπτριζαν εν μέρει την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών. Όσον αφορά τις πληροφορίες σχετικά με την κερδοφορία της καταγγέλλουσας, ο ισχυρισμός της Wilmar ήταν αντικειμενικά εσφαλμένος. Η καταγγελία περιλάμβανε επαρκείς πληροφορίες, με τη μορφή δεικτών, σχετικά με την αρνητική εξέλιξη των περιθωρίων κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Οι πληροφορίες θεωρήθηκαν εμπιστευτικές λόγω του περιορισμένου αριθμού καταγγελλόντων και υποστηριζόντων ενωσιακών παραγωγών και της υψηλής επιχειρηματικής ευαισθησίας των εν λόγω στοιχείων. Η καταγγελία ανέφερε επίσης ότι ο λόγος για τον οποίο αυξήθηκαν οι επενδύσεις δεν συνδεόταν με την ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας, αλλά με τις εθνικές περιβαλλοντικές απαιτήσεις. Παρά το γεγονός ότι η απασχόληση αυξήθηκε οριακά, η Επιτροπή θεώρησε ότι, συνολικά, η καταγγελία παρείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη ζημιογόνου κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Τέλος, όσον αφορά την ινδονησιακή παραγωγική ικανότητα και την εγχώρια ζήτηση, η καταγγέλλουσα προσκόμισε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η παραγωγή της Ινδονησίας ήταν μεγαλύτερη από την τοπική ζήτηση και κατανάλωση. Επιπλέον, το χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικής ικανότητας και η αυξανόμενη εγχώρια ζήτηση δεν θα επαρκούσαν για να αμφισβητήσουν την ύπαρξη σημαντικής ζημίας. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

    (19)

    Ο όμιλος Musim Mas και η Wilmar ισχυρίστηκαν επίσης ότι η καταγγελία δεν ήταν αντιπροσωπευτική της ενωσιακής παραγωγής λιπαρών οξέων, καθώς δεν περιλάμβανε στοιχεία από τους ενωσιακούς παραγωγούς βιοντίζελ που παράγουν επίσης λιπαρά οξέα σε σημαντικές ποσότητες.

    (20)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα λιπαρά οξέα που παράγονται ως υποπροϊόν της παραγωγής βιοντίζελ δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο της έρευνας. Στις 21 Ιανουαρίου 2022 η Επιτροπή συμπεριέλαβε στον φάκελο σημείωμα στο οποίο αποσαφηνίζεται το σημείο αυτό. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε ζήτημα όσον αφορά την αντιπροσωπευτικότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην καταγγελία. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (21)

    Ο όμιλος Musim Mas και η Wilmar ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί που ήταν συνδεδεμένοι με τους Ινδονήσιους παραγωγούς λιπαρών οξέων ή τους Μαλαισιανούς εξαγωγείς λιπαρών οξέων στην Ένωση θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, δεδομένου ότι οι εν λόγω εταιρείες αντιμετώπιζαν σύγκρουση συμφερόντων και αναφέρθηκε ότι, στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή θα έπρεπε να αξιολογήσει εκ νέου αν οι υπόλοιποι καταγγέλλοντες πληρούσαν το αναγκαίο κατώτατο όριο για την καταγγελία.

    (22)

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στην ανάλυση που πραγματοποιήθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας, δεν διαπιστώθηκε κανένας λόγος εξαίρεσης οποιουδήποτε παραγωγού στην Ένωση. Όσον αφορά τους ενωσιακούς παραγωγούς που είναι συνδεδεμένοι με Μαλαισιανούς εξαγωγείς λιπαρών οξέων, ο όμιλος Musim Mas και η Wilmar δεν εξήγησαν ποια είναι η φύση της εικαζόμενης «σύγκρουσης συμφερόντων», για ποιον λόγο θα έπρεπε να έχει ως αποτέλεσμα την εξαίρεση των εν λόγω παραγωγών από τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και ποια θα ήταν η νομική βάση για την εν λόγω εξαίρεση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (23)

    Ο όμιλος Musim Mas ισχυρίστηκε επίσης ότι οι κυβερνήσεις της Μαλαισίας και της Ινδονησίας έχουν υιοθετήσει παρόμοια πολιτική όσον αφορά τον εξαγωγικό δασμό για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο και ότι, εάν η πολιτική αυτή προκαλεί ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, τότε η έρευνα θα πρέπει να καλύπτει και τη Μαλαισία. Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι στόχος της καταγγέλλουσας ήταν να εμποδίσει τις εισαγωγές από την Ινδονησία προς όφελος των Μαλαισιανών εταιρειών που είναι συνδεδεμένες με τους ενωσιακούς παραγωγούς.

    (24)

    Στο πλαίσιο της καταγγελίας αξιολογήθηκαν οι εισαγωγές από τη Μαλαισία. Ωστόσο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε στη διάθεσή της η καταγγέλλουσα, ο όγκος των εισαγωγών από τη Μαλαισία ήταν πολύ χαμηλότερος από τον όγκο των εισαγωγών από την Ινδονησία και σημείωσε μικρή μείωση από το 2018 έως τον Μάρτιο του 2021. Επιπλέον, οι εισαγωγές από τη Μαλαισία πραγματοποιούνταν σε τιμή υψηλότερη από την τιμή-στόχο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και δεν θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει ζημία. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (25)

    Ο όμιλος Musim Mas και η Wilmar ισχυρίστηκαν επίσης ότι η καταγγέλλουσα απέδωσε εσφαλμένα όλη την εικαζόμενη ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής στις εισαγωγές από την Ινδονησία. Επιπλέον, ο όμιλος Musim Mas ισχυρίστηκε ότι τυχόν αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εικαζόμενης ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής και των εισαγωγών από την Ινδονησία επηρεάστηκε επίσης από τα ζητήματα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 8. Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι άλλες αιτίες ζημίας διέρρηξαν την αιτιώδη συνάφεια που επιχείρησε να αποδείξει η καταγγελία, όπως: 1) η αύξηση της κύριας πρώτης ύλης των ενωσιακών παραγωγών, του στέατος, στην παραγωγή βιοκαυσίμων, 2) ο αντίκτυπος της πανδημίας COVID-19 στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, 3) οι ανεπάρκειες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής τις οποίες προκάλεσε η έλλειψη επενδύσεων σε νέο και καλύτερο εξοπλισμό, 4) οι επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής όσον αφορά τη χρονική ακρίβεια και την ποιότητα, 5) το υπερβολικό κόστος παραγωγής ως αποτέλεσμα του διογκωμένου κόστους εργασίας, 6) η γεωγραφικά μειονεκτική τοποθεσία των εγκαταστάσεων παραγωγής, λόγω της οποίας αυξήθηκε το κόστος πρόσβασης στις πρώτες ύλες και επηρεάστηκαν οι εξαγωγικές ευκαιρίες, και 7) οι κανονιστικές εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της έναρξης ισχύος των νομικών απαιτήσεων για την 3-μονοχλωροπροπανοδιόλη.

    (26)

    Η καταγγελία περιλάμβανε ανάλυση άλλων παραγόντων που ενδέχεται να επηρέασαν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εικαζόμενων εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία και της ζημιογόνου κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, δηλαδή άλλων εισαγωγών, του κόστους των πρώτων υλών και των εξαγωγών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, κανένας από τους άλλους παράγοντες δεν άμβλυνε την αιτιώδη συνάφεια στην καταγγελία. Επρόκειτο για επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που είχε ευλόγως στη διάθεσή της η καταγγέλλουσα, από τα οποία προέκυπτε ότι η εμφανής σημαντική ζημία δεν προκλήθηκε από άλλους παράγοντες. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν λεπτομερέστερους ισχυρισμούς σχετικά με άλλους παράγοντες που ενδέχεται να επηρέασαν την αιτιώδη συνάφεια και οι οποίοι αξιολογούνται από την Επιτροπή.

    (27)

    Ο όμιλος Musim Mas δήλωσε επίσης ότι, λόγω εσφαλμένου ορισμού του οικείου προϊόντος και του αντίστοιχου ομοειδούς προϊόντος, η καταγγελία δεν εξέτασε το συμφέρον της Ένωσης σε σχέση με τους παραγωγούς, τους χρήστες και τους εισαγωγείς λιπαρών οξέων που δεν ανταγωνίζονται τα λιπαρά οξέα που παράγονται από την καταγγέλλουσα (όπως ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής βιοντίζελ και οι καταναλωτές εισαγόμενων λιπαρών οξέων που δεν χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα, καλλυντικά, είδη προσωπικής φροντίδας και φαρμακευτικές εφαρμογές, συμπεριλαμβανομένων των παλμιτικών οξέων και των λιπαρών οξέων που παράγονται από έλαιο κοκοφοίνικα).

    (28)

    Το άρθρο 5 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού δεν απαιτεί από την καταγγέλλουσα να περιλαμβάνει στην καταγγελία πληροφορίες σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης και η εξέταση του συμφέροντος της Ένωσης δεν είναι συναφής για την έναρξη της έρευνας. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 20, τα λιπαρά οξέα που παράγονται ως υποπροϊόν της παραγωγής βιοντίζελ δεν καλύπτονταν από την καταγγελία/έρευνα.

    (29)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία δεν περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Ειδικότερα, ανέφερε ότι η εισφορά κατά την εξαγωγή, η οποία επιβλήθηκε με σκοπό τη χρηματοδότηση του ταμείου καλλιεργειών παραγωγής φοινικελαίου, λειτουργούσε ως νόμιμος φόρος δημιουργίας εσόδων επί των ανταγωνιστικών βασικών προϊόντων και ότι ο ισχυρισμός της καταγγέλλουσας πως η εισφορά κατά την εξαγωγή είχε στρεβλωτική επίδραση στις τιμές του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου ήταν αβάσιμος. Επιπροσθέτως, ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία δεν απέδειξε ότι ο φόρος εξαγωγής και η εισφορά κατά την εξαγωγή λειτουργούν ως διττό σύστημα που παίζει ρόλο εξαγωγικού περιορισμού και ότι η εικαζόμενη μέγιστη τιμή του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου και το σύστημα διαγωνισμών που διοργάνωναν οι εταιρείες κρατικής ιδιοκτησίας με την επωνυμία P.T. Perkebunan Nusantara (στο εξής, από κοινού: PTPN) δεν υποτίμησαν τις εγχώριες τιμές του ακατέργαστου φοινικελαίου. Οι τιμές που έγιναν δεκτές από την PTPN ήταν αποτέλεσμα ανταγωνιστικών διαγωνισμών και το σύστημα διαγωνισμών ισοδυναμούσε με διαφανή μηχανισμό τιμών παρόμοιο με άλλες αγορές διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο. Κατά την άποψή της, δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η PTPN σκοπίμως καθόρισε τιμές τεχνητά χαμηλές. Η PTPN πωλεί στον μεγαλύτερο πλειοδότη και οι τιμές που μπορεί να επιτύχει η PTPN σε δημόσιους διαγωνισμούς δεν εξαρτώνται μόνο από την τιμή στην οποία η PTPN επιθυμεί να πωλήσει, αλλά και από την τιμή που οι αγοραστές είναι πρόθυμοι να καταβάλουν. Ως εκ τούτου, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η τιμή, την οποία τελικά αποδέχθηκε η PTPN, ήταν αγοραία τιμή, που αντικατόπτριζε την προσφορά και τη ζήτηση στην Ινδονησία. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι τιμές του ακατέργαστου φοινικελαίου στην Ινδονησία ήταν χαμηλότερες απ’ ό,τι σε άλλες διεθνείς αγορές δεν αποδείκνυε ότι οι τιμές ήταν τεχνητά χαμηλές, δεδομένου ότι η Ινδονησία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός ακατέργαστου φοινικελαίου στον κόσμο. Τέλος, αναφέρθηκε ότι οι εικαζόμενες διαφορές τιμών μεταξύ των εγχώριων τιμών ακατέργαστου φοινικελαίου και ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου και των διεθνών τιμών ήταν λανθασμένες, καθώς η καταγγέλλουσα χρησιμοποίησε δύο διαφορετικούς και ασυνεπείς δείκτες αναφοράς, δηλαδή για το ακατέργαστο φοινικέλαιο την εγχώρια τιμή της Μαλαισίας και για το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο τις τιμές CIF στον λιμένα του Ρότερνταμ. Η Wilmar και ο όμιλος Musim Mas επισήμαναν ότι η καταγγέλλουσα θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει έναν δείκτη αναφοράς τόσο για το ακατέργαστο φοινικέλαιο όσο και για το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο. Η Wilmar δήλωσε ότι οι εικαζόμενες διαφορές τιμών της τάξης του 14 % για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και της τάξης του 11 % για το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο υπολείπονταν του «σημαντικά χαμηλότερου» ορίου που απαιτείται από το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού.

    (30)

    Η Επιτροπή διαφώνησε μ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Η καταγγέλλουσα δεν ήταν υποχρεωμένη να αποδείξει ότι ο φόρος εξαγωγής και η εισφορά κατά την εξαγωγή λειτουργούν ως διττό σύστημα που παίζει ρόλο εξαγωγικού περιορισμού. Ο φόρος εξαγωγής είναι μία από τις στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Όσον αφορά τους δείκτες αναφοράς, η καταγγέλλουσα χρησιμοποίησε τον πλέον αντιπροσωπευτικό δείκτη αναφοράς που διέθετε, ο οποίος κρίθηκε κατάλληλος από την Επιτροπή στο στάδιο της καταγγελίας. Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η διαφορά τιμών στην παρούσα υπόθεση, όπως παρουσιάζεται στην καταγγελία, ήταν «σημαντικά χαμηλότερη» κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (31)

    Ο όμιλος Permata ισχυρίστηκε ότι η καταγγέλλουσα υπέπεσε σε πλάνη όταν ανέφερε ότι στόχος του φόρου εξαγωγής ήταν να συμβάλει στην πολιτική της Ινδονησίας που αποσκοπεί στη μετάβαση της ινδονησιακής οικονομίας προς την παραγωγή αγαθών υψηλής αξίας, όπως τα ελαιοχημικά προϊόντα. Σύμφωνα με τον όμιλο Permata, ο φόρος εξαγωγής θεσπίστηκε με ειδικό σκοπό την εξασφάλιση της κάλυψης της τοπικής ζήτησης για μαγειρικά έλαια και τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών τους. Ως εκ τούτου, ο όμιλος Permata υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, διότι ο φόρος εξαγωγής δεν σχεδιάστηκε ούτε θεσπίστηκε με σκοπό τη διατήρηση των τιμών του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου σε τεχνητά χαμηλό επίπεδο προς όφελος των ελαιοχημικών προϊόντων.

    (32)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι η ανάλυση σχετικά με την ύπαρξη στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις των στρεβλώσεων στην τιμή των πρώτων υλών, ανεξάρτητα από τον σκοπό των μέτρων που προκαλούν τις στρεβλώσεις. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (33)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι το νομικό τεκμήριο των αποδεικτικών στοιχείων που απαιτούνται για μια καταγγελία καθιστά σαφές ότι η ποσότητα και η ποιότητα των πληροφοριών που περιέχονται στην καταγγελία δεν είναι ίδιες με εκείνες που απαιτούνται για τον οριστικό καθορισμό στο τέλος της έρευνας. Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 13, κατά το στάδιο της έναρξης της διαδικασίας, ο ορισμός του προϊόντος που πρότεινε η καταγγέλλουσα θεωρήθηκε ότι πληροί όλες τις σχετικές νομικές απαιτήσεις. Επιπλέον, η ύπαρξη των στοιχείων που απαιτούνται για την έγκριση ενός μέτρου ή την περάτωση μιας διαδικασίας επιβεβαιώνεται σταδιακά με την πρόοδο της έρευνας. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται να επέλθουν αλλαγές μεταξύ του σταδίου της καταγγελίας και της ολοκλήρωσης της έρευνας. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή διαφώνησε με το γεγονός ότι υπήρχαν ζητήματα σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχονται στην καταγγελία, τα οποία θα δικαιολογούσαν την περάτωση της έρευνας.

    (34)

    Συνολικά, η ανάλυση της Επιτροπής επιβεβαίωσε ότι κανένα από τα στοιχεία που αναφέρονται, είτε είναι αντικειμενικά ορθά είτε όχι, δεν επαρκούσε για να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι η καταγγελία περιείχε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ για τα λιπαρά οξέα που εισάγονται από την Ινδονησία, η οποία προκαλούσε σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Οι πτυχές αυτές καθορίστηκαν με βάση τα βέλτιστα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η καταγγέλλουσα κατά τον χρόνο υποβολής της καταγγελίας και κρίθηκαν επαρκώς αντιπροσωπευτικές και αξιόπιστες για τους σκοπούς της έναρξης της έρευνας.

    1.4.   Δειγματοληψία

    (35)

    Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι ήταν πιθανό να προβεί σε δειγματοληψία των ενδιαφερόμενων μερών σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού.

    1.4.1.   Δειγματοληψία ενωσιακών παραγωγών

    (36)

    Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή δήλωσε ότι είχε επιλέξει προσωρινά δείγμα ενωσιακών παραγωγών. Η Επιτροπή επέλεξε το δείγμα βάσει του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, καθορίζοντας ως κύριο κριτήριο την αντιπροσωπευτικότητα όσον αφορά την παραγωγή και τον όγκο πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στην Ένωση κατά την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2020 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2021. Το δείγμα αυτό αποτελούνταν από τέσσερις ενωσιακούς παραγωγούς, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 61 % του εκτιμώμενου συνολικού όγκου παραγωγής και το 63 % των πωλήσεων. Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το προσωρινό δείγμα, αλλά δεν έλαβε παρατηρήσεις. Το δείγμα επιβεβαιώθηκε και θεωρήθηκε αντιπροσωπευτικό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    1.4.2.   Δειγματοληψία εισαγωγέων

    (37)

    Η Επιτροπή, για να αποφασίσει αν η δειγματοληψία ήταν αναγκαία και, αν ήταν, να επιλέξει δείγμα, ζήτησε από τους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς να παράσχουν τις πληροφορίες που προσδιορίζονταν στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

    (38)

    Κανένας από τους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς δεν προσκόμισε τις πληροφορίες που ζητήθηκαν και δεν συμφώνησε να συμπεριληφθεί στο δείγμα. Λόγω της έλλειψης απαντήσεων, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν ήταν αναγκαίο να γίνει δειγματοληψία.

    1.4.3.   Δειγματοληψία παραγωγών-εξαγωγέων στην Ινδονησία

    (39)

    Η Επιτροπή, για να αποφασίσει αν η δειγματοληψία είναι αναγκαία και, εάν ήταν, να επιλέξει δείγμα, ζήτησε από όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ινδονησίας να παράσχουν τα στοιχεία που προσδιορίζονται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε από την αποστολή της Ινδονησίας να ορίσει και/ή να επικοινωνήσει με άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς που θα ενδιαφέρονταν, ενδεχομένως, να συμμετάσχουν στην έρευνα.

    (40)

    Δεκαέξι παραγωγοί-εξαγωγείς στην οικεία χώρα, οι οποίοι ανήκουν σε οκτώ ομίλους, παρείχαν τις ζητούμενες πληροφορίες και συμφώνησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή επέλεξε δείγμα τριών παραγωγών-εξαγωγέων, που ανήκουν σε δύο ομίλους, βάσει του μεγαλύτερου αντιπροσωπευτικού όγκου εξαγωγών στην Ένωση για τον οποίο θα μπορούσε λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, πραγματοποιήθηκε διαβούλευση με όλους των οικείους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς και με τις αρχές της οικείας χώρας σχετικά με την επιλογή του δείγματος. Δεν ελήφθησαν παρατηρήσεις.

    1.5.   Ατομική εξέταση

    (41)

    Εννέα παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδονησία, που ανήκουν σε επτά ομίλους, ζήτησαν ατομική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή ενημέρωσε τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα ότι ήταν υποχρεωμένοι να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο, εάν επιθυμούσαν να εξεταστούν μεμονωμένα. Δύο όμιλοι παραγωγών-εξαγωγέων που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα απάντησαν στο ερωτηματολόγιο.

    (42)

    Λόγω της πολυπλοκότητας της έρευνας και της πολύπλοκης δομής των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος (4) (ο ένας από τους δύο ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων περιλάμβανε δύο παραγωγούς στην Ινδονησία και έναν έμπορο στη Σινγκαπούρη, ενώ ο άλλος ήταν μέρος πολυεθνικής εταιρείας με πολύπλοκο δίαυλο διανομής), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί ατομική εξέταση και να ολοκληρωθεί η έρευνα εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

    (43)

    Ο όμιλος Permata, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων (όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 57), ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και του άρθρου 6.10.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ του ΠΟΕ (στο εξής: ΣΑ). Ειδικότερα, ο όμιλος Permata ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή απέρριψε το αίτημά του για ατομική εξέταση λόγω της πολυπλοκότητας της έρευνας και της πολύπλοκης δομής των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος, και όχι λόγω του αριθμού των εξαγωγέων ή των παραγωγών που ζήτησαν ατομική εξέταση, παράγοντες που θα καθιστούσαν αδικαιολόγητα επαχθείς τις ατομικές εξετάσεις και θα εμπόδιζαν την ολοκλήρωση της έρευνας σε εύθετο χρόνο. Επιπροσθέτως, ο όμιλος Permata υποστήριξε ότι η ατομική του εξέταση δεν θα ήταν υπερβολικά επαχθής ούτε θα εμπόδιζε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας, δεδομένου ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της ακόμη πέντε μήνες έως τη λήξη της προθεσμίας για την επιβολή οριστικών μέτρων. Επιπλέον, ο όμιλος Permata πρόσθεσε ότι η αρχική καθυστέρηση της έρευνας λόγω του ορισμού του πεδίου κάλυψης του προϊόντος δεν οφειλόταν στον όμιλο Permata και δεν μπορούσε να οδηγήσει σε στέρηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων του ομίλου Permata.

    (44)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι πράγματι απέρριψε τα δύο αιτήματα για ατομική εξέταση επειδή αυτές οι ατομικές εξετάσεις θα ήταν υπερβολικά επαχθείς. Πράγματι, παρά την εσφαλμένη αναφορά στους «παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος» στην αιτιολογική σκέψη 42, ήταν σαφές από τα συμφραζόμενα και τις προτάσεις που βρίσκονταν αμέσως πριν και μετά ότι η ορθή αναφορά ήταν στους δύο «παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα» οι οποίοι ζήτησαν ατομική εξέταση και, ως εκ τούτου, η αιτιολογική σκέψη 42 πρέπει να ερμηνευθεί με τον τρόπο αυτόν. Η πρόταση που βρίσκεται εντός παρενθέσεων στην ίδια αιτιολογική σκέψη καθιστούσε σαφές ότι οι αναφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς ήταν πράγματι ο όμιλος Permata («ο ένας από τους δύο ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων περιλάμβανε δύο παραγωγούς στην Ινδονησία και έναν έμπορο στη Σινγκαπούρη») και η P.T. Unilever Oleochemical Indonesia (στο εξής: Unilever Indonesia) («ενώ ο άλλος ήταν μέρος πολυεθνικής εταιρείας με πολύπλοκο δίαυλο διανομής»), οι οποίοι αμφότεροι ζήτησαν ατομική εξέταση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εφάρμοσε το ορθό νομικό κριτήριο στην αξιολόγησή της και επιβεβαίωσε ότι δεν ήταν δυνατό να χορηγηθεί ατομική εξέταση λόγω της πολυπλοκότητας της έρευνας και της πολύπλοκης δομής των παραγωγών-εξαγωγέων που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα οι οποίοι ζήτησαν ατομική εξέταση, παράγοντες που θα καθιστούσαν την ατομική εξέταση υπερβολικά επαχθή, με αποτέλεσμα να τεθεί ενδεχομένως σε κίνδυνο η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

    (45)

    Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω ότι, παρότι ο αριθμός των ομίλων παραγωγών-εξαγωγέων που υπέβαλαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο για ατομική εξέταση περιοριζόταν σε δύο, λόγω της πολύπλοκης δομής τους θα έπρεπε να επαληθευτούν αρκετές οντότητες. Για να χορηγηθεί ατομική εξέταση, η Επιτροπή έπρεπε να είχε επαληθεύσει όλους τους παραγωγούς, τους συνδεδεμένους εμπόρους και τους εισαγωγείς που συμμετέχουν στην πώληση του οικείου προϊόντος στην Ένωση και να είχε αναλύσει όλους τους διαύλους διανομής τους, όπως το έπραξε για τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος. Ανεξάρτητα από την αρχική καθυστέρηση της έρευνας λόγω του ορισμού του πεδίου κάλυψης του προϊόντος, η εν λόγω επαλήθευση και ανάλυση, ιδίως επειδή θα αφορούσαν περισσότερους του ενός ομίλους με πολύπλοκη δομή, θα ήταν υπερβολικά επαχθείς. Πράγματι, οι πέντε μήνες που αναφέρει ο όμιλος Permata στην αιτιολογική σκέψη 43 αφιερώνονται πλήρως στο στάδιο της έρευνας και της συναγωγής των συμπερασμάτων της διαδικασίας, δεδομένου ότι οι διαδικασίες αυτές διαρκούν αρκετούς μήνες και περιλαμβάνουν διοικητικές διαδικασίες (επεξεργασία παρατηρήσεων, διεξαγωγή ακροάσεων, εσωτερικές εγκρίσεις, διαβουλεύσεις με άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής, μετάφραση κ.λπ.). Όλοι αυτοί οι παράγοντες καθώς και η πολυπλοκότητα των εμπλεκόμενων εταιρειών (βάσει των οποίων θα καθοριστεί πόσος χρόνος απαιτείται για τη διενέργεια κατάλληλης ανάλυσης κάθε παραγωγού-εξαγωγέα) πρέπει να ληφθούν υπόψη συνδυαστικά. Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι δύο εταιρείες του δείγματος διέθεταν επίσης εξαιρετικά πολύπλοκες δομές, λόγω των οποίων απαιτούνταν η διάθεση σημαντικών ερευνητικών και διοικητικών πόρων για τη δειγματοληψία τους και για την επίτευξη ακριβών αποτελεσμάτων. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι αποφάσισε να μη δεχθεί δύο επιπλέον ομίλους, καθώς διέτρεχε τον κίνδυνο να μην είναι σε θέση να οριστικοποιήσει και να δημοσιεύσει εγκαίρως τα αποτελέσματα των ερευνών. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (46)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των συμπληρωματικών τελικών συμπερασμάτων (όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 58), ο όμιλος Permata επανέλαβε προηγούμενες παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει και ισχυρίστηκε ότι η Unilever Indonesia φαινόταν να μην εμμένει πλέον στο αίτημά της για ατομική εξέταση. Ως εκ τούτου, ο φόρτος εργασίας της Επιτροπής θα ήταν ακόμη πιο περιορισμένος.

    (47)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι ο ισχυρισμός αυτός ήταν αντικειμενικά εσφαλμένος και, ως εκ τούτου, απορρίφθηκε, δεδομένου ότι η Unilever Indonesia επαναλάμβανε το αίτημά της έως την ακρόαση που πραγματοποιήθηκε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, όπως υπενθυμίζεται στην επόμενη αιτιολογική σκέψη.

    (48)

    Κατά την ακρόαση που πραγματοποιήθηκε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Unilever Indonesia και η Unilever Europe BV (στο εξής: Unilever) υποστήριξαν ότι το χρονοδιάγραμμα της έρευνας δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη του αιτήματος της Unilever Indonesia για ατομική εξέταση, δεδομένων των επιζήμιων επιπτώσεων που θα μπορούσαν να έχουν τα μέτρα αντιντάμπινγκ στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Unilever στην Ευρώπη.

    (49)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι είναι δικαίωμά της να απορρίπτει αιτήματα για ατομικές εξετάσεις όταν αυτές θα ήταν υπερβολικά επαχθείς και θα εμπόδιζαν την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Όπως εξηγείται ανωτέρω, η χορήγηση ατομικής εξέτασης στον όμιλο Permata και στην Unilever Indonesia θα ήταν πράγματι υπερβολικά επαχθής, με αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

    1.6.   Απαντήσεις στα ερωτηματολόγια και επιτόπιες επαληθεύσεις

    (50)

    Η καταγγέλλουσα παρείχε στην καταγγελία επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι υπάρχουν στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες σχετικά με το οικείο προϊόν στην Ινδονησία. Ως εκ τούτου, όπως αναφερόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η έρευνα θα κάλυπτε αυτές τις στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες προκειμένου να καθοριστεί αν πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 7 παράγραφοι 2α και 2β του βασικού κανονισμού όσον αφορά την Ινδονησία. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή απέστειλε συμπληρωματικά ερωτηματολόγια στην κυβέρνηση της Ινδονησίας.

    (51)

    Η Επιτροπή διέθεσε ηλεκτρονικά (5) τα ερωτηματολόγια για τους ενωσιακούς παραγωγούς, τους εισαγωγείς, τους χρήστες και τους παραγωγούς-εξαγωγείς την ημέρα της έναρξης της διαδικασίας. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγιο στην CUTFA.

    (52)

    Η Επιτροπή έλαβε απαντήσεις στα ερωτηματολόγια από την CUTFA, την κυβέρνηση της Ινδονησίας, τέσσερις ενωσιακούς παραγωγούς: Oleon NV (στο εξής: Oleon), KLK Emmerich GmbH (στο εξής: KLK), AAK, Cailà & Parés SA (στο εξής: Cailà & Parés), τέσσερις χρήστες: Peter Greven Nederlands C.V., Peter Greven GmbH & Co. KG (στο εξής, από κοινού: όμιλος Greven), Schill + Seilacher «Struktol» GmbH και Schill + Seilacher GmbH (στο εξής, από κοινού: όμιλος Schill + Seilacher»), τρεις παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος: Musim Mas, IBP και Wilmar, τους συνδεδεμένους εμπόρους τους: Inter-Continental Oils & Fats Pte. Ltd. (στο εξής: ICOF Singapore), Wilmar Trading Pte. Ltd., Volac Wilmar Feed Ingredients Ltd., και τους συνδεδεμένους εισαγωγείς τους: ICOF Europe GmbH, IMBI, και Wilmar Europe Trading BV («WETBV»).

    (53)

    Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ, της προκληθείσας ζημίας και του συμφέροντος της Ένωσης. Επιτόπιες επαληθεύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού, πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών/οργανισμών:

     

    Σύνδεσμος ενωσιακών παραγωγών

    Συνασπισμός κατά του αθέμιτου εμπορίου λιπαρών οξέων

     

    Ενωσιακοί παραγωγοί

    Oleon NV, Ertvelde, Βέλγιο

    KLK Emmerich GmbH, Emmerich am Rhein, Γερμανία

    AAK AB, Malmö, Σουηδία

    Cailà & Parés SA, Βαρκελώνη, Ισπανία

     

    Παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδονησία

    P.T. Musim Mas και P.T. Intibenua Perkasatama, Medan και Dumai

    P.T. Wilmar Nabati Indonesia, Medan

     

    Συνδεδεμένοι έμποροι στη Σινγκαπούρη:

    Inter-Continental Oils & Fats Pte. Ltd., Σινγκαπούρη

    Wilmar Trading Pte. Ltd., Σινγκαπούρη

     

    Συνδεδεμένος έμπορος στο Ηνωμένο Βασίλειο

    Volac Wilmar Feed Ingredients Ltd., Royston

     

    Συνδεδεμένοι εισαγωγείς στην Ένωση

    ICOF Europe GmbH, Αμβούργο, Γερμανία

    Wilmar Europe Trading BV, Ρότερνταμ, Κάτω Χώρες.

    1.7.   Περίοδος έρευνας και εξεταζόμενη περίοδος

    (54)

    Η έρευνα σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2020 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2021 (στο εξής: περίοδος έρευνας). Η εξέταση των συναφών τάσεων για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2018 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (στο εξής: εξεταζόμενη περίοδος).

    1.8.   Μη επιβολή προσωρινών μέτρων

    (55)

    Λόγω της τεχνικής πολυπλοκότητας της υπόθεσης, η Επιτροπή αποφάσισε να μην επιβάλει προσωρινά μέτρα και να συνεχίσει την έρευνα.

    (56)

    Την 1η Ιουλίου 2022, σύμφωνα με το άρθρο 19α παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή ενημέρωσε τα κράτη μέλη και όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι δεν επρόκειτο να επιβληθούν προσωρινοί δασμοί στις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας και ότι η έρευνα επρόκειτο να συνεχιστεί.

    1.9.   Κοινοποίηση

    (57)

    Την 1η Αυγούστου 2022 η Επιτροπή ενημέρωσε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων σκόπευε να επιβάλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας (στο εξής: κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων). Σε όλα τα μέρη δόθηκε προθεσμία εντός της οποίας θα μπορούσαν να διατυπώσουν παρατηρήσεις σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων. Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από την κυβέρνηση της Ινδονησίας και τους εξής παραγωγούς-εξαγωγείς: τον όμιλο Musim Mas, τη Wilmar, την P.T. Ecogreen Oleochemicals (στο εξής: Ecogreen), την Unilever Indonesia· τους εξής χρήστες: την IMBI, την Procter & Gamble International Operations SA (στο εξής: P&G), τον όμιλο Greven, τον όμιλο Schill + Seilacher, τη Henkel Global Supply Chain BV (στο εξής: Henkel), την Kapachim SA (στο εξής: Kapachim), την Evonik Industries AG (στο εξής: Evonik), την Quaker Chemical Corporation (στο εξής: Quaker Houghton), την Omya GmbH (στο εξής: Omya), τη Stéarinerie Dubois Fils (στο εξής: Stéarinerie Dubois), τον όμιλο NYCO (στο εξής: NYCO), την DHW Deutsche Hydrierwerke GmbH Rodleben (στο εξής: DHW), την E&S Chemie SAS (στο εξής: E&S) και την Unilever.

    (58)

    Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις, η Επιτροπή τροποποίησε ορισμένες από τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων σκόπευε να επιβάλει οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ και ενημέρωσε σχετικά όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (στο εξής: κοινοποίηση των συμπληρωματικών τελικών συμπερασμάτων και δεύτερη κοινοποίηση των συμπληρωματικών τελικών συμπερασμάτων) στις 4 Οκτωβρίου 2022 και στις 28 Νοεμβρίου 2022, αντίστοιχα.

    (59)

    Παρατηρήσεις σχετικά με την κοινοποίηση των συμπληρωματικών τελικών συμπερασμάτων ελήφθησαν από τη Wilmar, τη Musim Mas, τον όμιλο Permata, τη Stéarinerie Dubois και τη Henkel και σχετικά με τη δεύτερη κοινοποίηση των συμπληρωματικών τελικών συμπερασμάτων ελήφθησαν από τη Wilmar, τη Musim Mas και τον όμιλο Permata. Παρότι η Επιτροπή ζήτησε από τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις που έπρεπε να περιορίζονται αποκλειστικά στις κοινοποιήσεις των συμπληρωματικών τελικών συμπερασμάτων, η Musim Mas, ο όμιλος Permata, η Wilmar, η Henkel και η Stéarinerie Dubois επανέλαβαν τους ισχυρισμούς που είχαν υποβάλει μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων.

    (60)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων δόθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα ακρόασης σύμφωνα με τις διατάξεις που ορίζονται στο σημείο 5.7 της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας. Πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων με τον όμιλο Musim Mas, τη Wilmar, την Ecogreen, την Unilever, τον όμιλο Greven, τον όμιλο Schill + Seilacher και την AAK. Επιπλέον, κατόπιν αιτήματος του ομίλου Greven, πραγματοποιήθηκε ακρόαση με τον σύμβουλο ακροάσεων σε διαδικασίες εμπορικών προσφυγών. Ο σύμβουλος ακροάσεων διαπίστωσε ότι τα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερόμενων μερών έγιναν σεβαστά σ’ αυτήν τη διαδικασία.

    1.10.   Ανάκληση της καταγγελίας

    (61)

    Στις 24 Αυγούστου 2022 η CUTFA ανακάλεσε την καταγγελία.

    (62)

    Παρατηρήσεις σχετικά με την ανάκληση της καταγγελίας υποβλήθηκαν από την κυβέρνηση της Ινδονησίας, τη Musim Mas, την Wilmar, την P.T. Soci Mas και P.T. Energi Sejahtera Mas (στο εξής, από κοινού: SOCI/ESM), την Ecogreen, την P&G, την Omya και τη Stéarinerie Dubois.

    (63)

    Η κυβέρνηση της Ινδονησίας επισήμανε ότι, δεδομένης της ανάκλησης της καταγγελίας, η Επιτροπή θα έπρεπε να περατώσει αμέσως την έρευνα λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση της Ινδονησίας επικαλέστηκε το άρθρο 5.4 της ΣΑ του ΠΟΕ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς, απαιτεί να πληρούται ο όρος της ενεργητικής νομιμοποίησης για να δικαιολογηθεί η έρευνα. Επιπλέον, σύμφωνα με την κυβέρνηση της Ινδονησίας, η έρευνα δεν θα υποστηριζόταν από ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ούτε καν από το 25 % του συνόλου των ενωσιακών παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος, λαμβανομένης υπόψη της ανάκλησης της καταγγελίας και δεδομένου ότι η KLK, ένας από τους μεγαλύτερους ενωσιακούς παραγωγούς, εξέφρασε, σε πρώτη επιστολή που απέστειλε στις 15 Αυγούστου 2022, την άποψη ότι οι προτεινόμενοι δασμοί αντιντάμπινγκ θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναταραχές στην προμήθεια λιπαρών οξέων από την Ασία και, στη συνέχεια, σε δεύτερη επιστολή που απέστειλε στις 19 Αυγούστου 2022, αντιτάχθηκε πλήρως στην επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ.

    (64)

    Καταρχάς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 5.4 της ΣΑ του ΠΟΕ αναφέρεται στην έναρξη της έρευνας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρέπει να έχει ενεργητική νομιμοποίηση μόνο κατά την έναρξη της έρευνας. Επιπλέον, το όριο του 50 % και το όριο του 25 % στο άρθρο 5.4 της ΣΑ του ΠΟΕ αναφέρονται σε διαφορετικές ομάδες ενωσιακών παραγωγών. Σε αντίθεση με όσα ανέφερε η κυβέρνηση της Ινδονησίας στις παρατηρήσεις της, το όριο του 50 % αφορά αποκλειστικά τη σχετική βαρύτητα των ενωσιακών παραγωγών που υποστηρίζουν την καταγγελία στο πλαίσιο της ομάδας ενωσιακών παραγωγών που υποστηρίζουν ή αντιτίθενται στην καταγγελία. Αντίθετα, το όριο του 25 % αναφέρεται στη «συνολική παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από τον εγχώριο κλάδο παραγωγής» και σχετίζεται με το ποσοστό των ενωσιακών παραγωγών που υποστηρίζουν την καταγγελία επί της εν λόγω συνολικής ενωσιακής παραγωγής. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία (6), το άρθρο 5.4 της ΣΑ του ΠΟΕ δεν περιλαμβάνει καμία υποχρέωση των αρχών ενός μέλους που κίνησαν τη διαδικασία, στην προκειμένη περίπτωση της Επιτροπής, να περατώνουν μια τρέχουσα έρευνα αντιντάμπινγκ όταν το επίπεδο υποστήριξης της καταγγελίας μειώνεται κάτω του ελάχιστου ορίου του 25 % της εγχώριας παραγωγής. Πράγματι, το άρθρο αυτό αφορά μόνο τον αναγκαίο βαθμό υποστήριξης της καταγγελίας για να μπορεί η Επιτροπή να κινήσει σχετική διαδικασία. Κατά μείζονα λόγο, αυτό ισχύει και για το όριο του 50 %. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, που αφορά την ανάκληση της καταγγελίας, το οποίο χρησιμοποιεί την έκφραση «είναι δυνατό». Ως εκ τούτου, ακόμη κι αν ο ενωσιακός κλάδος ανακαλέσει την καταγγελία, η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να περατώσει τη διαδικασία, αλλά απλώς έχει την προς τούτο δυνατότητα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (65)

    Επιπλέον, η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκε ότι, λόγω της ανάκλησης της καταγγελίας και της αντίθεσης της KLK προς τα μέτρα, η ανάλυση της ζημίας που διενήργησε η Επιτροπή δεν κάλυπτε τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, που νοείται ως ο «εγχώριος κλάδος παραγωγής», ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της ΣΑ του ΠΟΕ, θα πρέπει να αναφέρεται στους εγχώριους παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος στο σύνολό του ή στο μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εγχώριας παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος.

    (66)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι η έννοια του «εγχώριου κλάδου παραγωγής», η οποία χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ζημίας, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει τους ίδιους εγχώριους παραγωγούς με εκείνους που αποτελούν τον εγχώριο κλάδο παραγωγής και που ελήφθησαν υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί αν το επίπεδο υποστήριξης της καταγγελίας ήταν επαρκές, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της ΣΑ του ΠΟΕ. Πράγματι, το άρθρο 5 παράγραφος 4 της ΣΑ του ΠΟΕ αφορά το ζήτημα της νομιμοποίησης και δεν εξετάζει το χωριστό ζήτημα του τι συνιστά μεγαλύτερο μέρος σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 της ΣΑ του ΠΟΕ (7). Επιπλέον, το άρθρο 4 παράγραφος 1 της ΣΑ του ΠΟΕ δεν αποκλείει να συμπεριλαμβάνονται στον ορισμό του εγχώριου κλάδου παραγωγής οι παραγωγοί που δεν υποστήριξαν την καταγγελία ή που δεν συνεργάστηκαν στην έρευνα (8). Επιπροσθέτως, η ανάλυση της ζημίας που διενήργησε η Επιτροπή κάλυπτε το σύνολο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ανεξάρτητα από την υποστήριξη ή τη συνεργασία κάθε μεμονωμένου ενωσιακού παραγωγού. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (67)

    Η κυβέρνηση της Ινδονησίας, η Wilmar, η Musim Mas, η SOCI/ESM, η Stéarinerie Dubois, η P&G και η Omya ισχυρίστηκαν ότι οι επιστολές της KLK και η ανάκληση της καταγγελίας έδειξαν ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον της Ένωσης. Ειδικότερα, η Wilmar, η P&G και η Stéarinerie Dubois ισχυρίστηκαν ότι, εν συνεχεία της ανάκλησης της καταγγελίας, η Επιτροπή θα έπρεπε να περατώσει την έρευνα βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, δεδομένου ότι η επιβολή των μέτρων θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον της Ένωσης. Επιπλέον, η Wilmar αναφέρθηκε σε δύο έρευνες που (9) περατώθηκαν από την Επιτροπή μετά την ανάκληση της καταγγελίας, καθώς και στην υπόθεση σχετικά με τις μη συνεχείς ίνες από πολυεστέρες (ΜΣΙΠ) (10), όπου η Επιτροπή ανέλυσε πέντε παράγοντες προτού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συνέχιση της έρευνας δεν ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης. Η Ecogreen επισήμανε ότι η ανάκληση της καταγγελίας έδειξε ότι η περάτωση της έρευνας θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης. Η Musim Mas επισήμανε ότι η ανάκληση της καταγγελίας και οι δύο επιστολές της KLK που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 63, οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η KLK δεν υπέστη ζημία από τις εισαγωγές από την Ινδονησία, επιβεβαιώνουν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν υπέστη ζημία από τις εισαγωγές από την Ινδονησία.

    (68)

    Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η ανάκληση καταγγελίας αντιντάμπινγκ διέπεται από το άρθρο 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει ότι «Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν είναι προς το συμφέρον της Ένωσης» (η έμφαση των συντακτών). Το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, μεταξύ άλλων, στην απόφαση Philips Lighting Poland και Philips Lighting κατά Συμβουλίου, η οποία δεν αμφισβητήθηκε κατ’ αναίρεση (11). Το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης διέθεταν ευρεία διακριτική ευχέρεια να συνεχίσουν ή να θέσουν τέρμα σε μια έρευνα μετά από ανάκληση και διευκρίνισε ότι, από καθαρά τυπικής απόψεως, το συμφέρον της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον στην περίπτωση που η Επιτροπή εξετάζει το ενδεχόμενο περάτωσης της διαδικασίας· στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή πρέπει να επαληθεύσει ότι η περάτωση δεν αντίκειται στο συμφέρον της Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόσφατες έρευνες τις οποίες η Επιτροπή αποφάσισε να περατώσει μετά την ανάκληση της καταγγελίας δεν έχουν γενική αξία δεσμευτικού προηγούμενου, αλλά αντιστοιχούν σε κατά περίπτωση ανάλυση. Επιπλέον, η ανάλυση του συμφέροντος της Ένωσης που διενήργησε η Επιτροπή στην έρευνα για τις ΜΣΙΠ δεν αφορούσε τη συνέχιση της υπόθεσης, αλλά την περάτωσή της. Επιπροσθέτως, στην τρέχουσα έρευνα η Επιτροπή διενήργησε ανάλυση της ζημίας ολόκληρου του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και η έρευνα έδειξε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία την οποία προκάλεσαν οι εισαγωγές από την Ινδονησία σε τιμές ντάμπινγκ, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 180 έως 372. Μια απλή δήλωση που περιέχεται σε επιστολή ενωσιακού παραγωγού, χωρίς να συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία, δεν αντικρούει τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας. Επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν.

    (69)

    Με βάση τις ανωτέρω εκτιμήσεις, η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα παρά την ανάκληση της καταγγελίας και να εξετάσει αν οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων θα αναιρούσαν τα συμπεράσματά της ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούσαν την επιβολή των μέτρων. Όπως εξηγείται σε επόμενο σημείο του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή οριστικών μέτρων.

    2.   ΥΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΠΡΟΪΟΝ, ΟΙΚΕΙΟ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

    2.1.   Υπό έρευνα προϊόν

    (70)

    Το υπό έρευνα προϊόν είναι λιπαρά οξέα με μήκος ανθρακικής αλυσίδας C6, C8, C10, C12, C14, C16 ή C18, με αριθμό ιωδίου κάτω των 105 g/100 g και με λόγο ελεύθερων λιπαρών οξέων προς τριγλυκερίδια [βαθμός υδρόλυσης (degree of split — DoS)] τουλάχιστον 97 %, στα οποία περιλαμβάνονται:

    ένα αμιγές λιπαρό οξύ (ή αλλιώς «κλάσμα καθαρής ουσίας»), και

    μείγματα που περιέχουν συνδυασμό δύο ή περισσότερων μηκών ανθρακικής αλυσίδας,

    εξαιρουμένων των λιπαρών οξέων τα οποία έχουν πιστοποιηθεί από εθελοντικό καθεστώς (12) για την παραγωγή βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας που έχουν αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 4 ή από εθνικό καθεστώς πιστοποίησης που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), που υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 2915 70 40, ex 2915 70 50, ex 2915 90 30, ex 2915 90 70, ex 2916 15 00, ex 3823 11 00, ex 3823 12 00, ex 3823 19 10 και ex 3823 19 90 (κωδικοί TARIC: 2915704095, 2915705010, 2915903095, 2915907095, 2916150010, 3823110020, 3823110070, 3823120020, 3823120070, 3823191030, 3823191070, 3823199070 και 3823199095)

    (71)

    Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, ο όρος «βαθμός υδρόλυσης» (DoS) δεν περιλαμβανόταν στον ορισμό του υπό έρευνα προϊόντος. Ωστόσο, μετά τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 80 έως 90, στις 21 Ιανουαρίου 2022, μέσω σημειώματος για τον φάκελο, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το πεδίο κάλυψης του προϊόντος όπως ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, διευκρινίζοντας ότι η έρευνα κάλυπτε μόνο τα λιπαρά οξέα με DoS τουλάχιστον 97 %.

    (72)

    Τα λιπαρά οξέα είναι προϊόντα χημικής μετατροπής οποιουδήποτε φυτικού ελαίου, συμπεριλαμβανομένων του φοινικοπυρηνέλαιου και του φοινικελαίου, ή ζωικού λίπους. Ως εκ τούτου, σπάνια απαντούν ως ελεύθερα μόρια στη φύση και μάλλον λαμβάνονται με απόσταξη και κλασματική απόσταξη ελαίων και λιπών.

    (73)

    Τα λιπαρά οξέα χρησιμοποιούνται σε ευρύ φάσμα εφαρμογών και, ως εκ τούτου, απαντούν σε πολλά κοινά προϊόντα, για παράδειγμα σε πολλά τρόφιμα, ζωοτροφές, σαπούνια, απορρυπαντικά, φαρμακευτικά προϊόντα, καλλυντικά και άλλα προϊόντα προσωπικής και οικιακής φροντίδας.

    2.2.   Οικείο προϊόν

    (74)

    Το οικείο προϊόν είναι το υπό έρευνα προϊόν καταγωγής Ινδονησίας (στο εξής: οικείο προϊόν).

    2.3.   Ομοειδές προϊόν

    (75)

    Η έρευνα έδειξε ότι τα ακόλουθα προϊόντα έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, καθώς και τις ίδιες βασικές χρήσεις:

    το οικείο προϊόν·

    το υπό έρευνα προϊόν που παράγεται και πωλείται στην εγχώρια αγορά της οικείας χώρας· και

    το υπό έρευνα προϊόν που παράγεται και πωλείται στην Ένωση από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    (76)

    Ως εκ τούτου, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή αποφάσισε ότι τα εν λόγω προϊόντα αποτελούν ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

    (77)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Stéarinerie Dubois ισχυρίστηκε ότι το οικείο προϊόν και το προϊόν που παράγεται και πωλείται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στην αγορά της Ένωσης δεν είναι ομοειδή προϊόντα, ιδίως επειδή δεν υπάρχει αγορά στην Ένωση για το υπό έρευνα προϊόν που παράγεται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής που να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του REACH (14) και τους κανόνες κοσέρ και χαλάλ.

    (78)

    Το άρθρο 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι ως «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν ή ένα άλλο προϊόν το οποίο έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το προϊόν που παράγεται και πωλείται στην οικεία χώρα και το προϊόν που παράγεται και πωλείται στην Ένωση από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής παράγει μεγάλες ποσότητες λιπαρών οξέων που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας REACH και/ή τους κανόνες κοσέρ και/ή χαλάλ, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 337. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι το οικείο προϊόν και τα προϊόντα που παράγονται και πωλούνται στην αγορά της Ένωσης από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής είναι ομοειδή προϊόντα.

    2.4.   Ισχυρισμοί όσον αφορά το πεδίο κάλυψης του προϊόντος

    (79)

    Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις σχετικά με το πεδίο κάλυψης του προϊόντος από τον όμιλο Musim Mas, τη Wilmar, την AAK, την Campa/IMBI, την EBB (European Biodiesel Board — ευρωπαϊκό συμβούλιο βιοντίζελ), την ASSITOL (ιταλική ένωση παραγωγών βιοντίζελ), την APPA Biocarburantes (ισπανική ένωση παραγωγών βιοκαυσίμων), τη Neste (παραγωγό ανανεώσιμου ντίζελ) και δύο συνδεδεμένες εταιρείες της Ecogreen, Ινδονήσιου παραγωγού λιπαρών αλκοολών: την DHW, παραγωγό πολυολών, λιπαρών εστέρων, λιπαρών αμινών και ακόρεστων λιπαρών αλκοολών, και την E&S, παραγωγό λιπαρών εστέρων, αιθοξυλιωμένων εστέρων και σουλφονικών ενώσεων. Σχετικές παρατηρήσεις υπέβαλε και η καταγγέλλουσα.

    2.4.1.   Απόσταγμα λιπαρών οξέων φοινικελαίου, λύματα μονάδων παραγωγής φοινικελαίου, λιπαρό οξύ φοινικελαίου και λιπαρό οξύ ως υποπροϊόν

    (80)

    Η Neste ζήτησε από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι το απόσταγμα λιπαρών οξέων φοινικελαίου (στο εξής: PFAD) δεν εμπίπτει στο πεδίο της έρευνας. Το PFAD είναι πρώτη ύλη από απόβλητα και υπολείμματα βιολογικής προέλευσης που προέρχονται από τη διύλιση φοινικελαίου κατάλληλου για τρόφιμα η οποία χρησιμοποιείται για την παραγωγή ανανεώσιμου ντίζελ και άλλων ανανεώσιμων προϊόντων.

    (81)

    Η Wilmar ζήτησε να διευκρινιστεί αν τα λύματα μονάδων παραγωγής φοινικελαίου (στο εξής: POME) εμπίπτουν στο πεδίο κάλυψης του προϊόντος της έρευνας. Το POME είναι ροή λυμάτων που προκύπτει από τη διαδικασία φυσική άλεσης της παραγωγής φοινικελαίου και αποτελεί πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοκαυσίμων. Το POME αποτελείται κυρίως από νερό και από μικρό ποσοστό ελαίου και στερεάς ύλης.

    (82)

    Η AAK ζήτησε να εξαιρεθεί το λιπαρό οξύ φοινικελαίου από το πεδίο της έρευνας όταν έγινε αναφορά στον κωδικό ΣΟ 3823 19 90. Ειδικότερα, η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι το λιπαρό οξύ φοινικελαίου, το οποίο υπάγεται στον εν λόγω κωδικό ΣΟ, δεν είναι το ίδιο με το λιπαρό οξύ και ότι περιέχει σημαντικό ποσοστό ελαίου που εμποδίζει τη χρήση του ως λιπαρού οξέος. Διευκρινίστηκε ότι το λιπαρό οξύ φοινικελαίου αποτελεί υποπροϊόν των ανάντη διεργασιών διύλισης και χρησιμοποιείται ως εισροή για την παραγωγή στεατικών οξέων που καλύπτονταν από την έρευνα.

    (83)

    Η Campa/IMBI και η EBB δήλωσαν ότι οι παραγωγοί βιοντίζελ ήταν επίσης παραγωγοί λιπαρών οξέων, καθώς παρήγαν λιπαρά οξέα ως υποπροϊόν κατά τη διαδικασία παραγωγής βιοντίζελ. Ειδικότερα, αναφέρθηκε ότι κατά τη διαδικασία διύλισης του ακατέργαστου ελαίου παράγονται απόβλητα που ονομάζονται «αποστάγματα λιπαρών οξέων». Επιπλέον, το λιπαρό οξύ λαμβάνεται ως υπόλειμμα όταν το βιοντίζελ παρασκευάζεται μέσω μετεστεροποίησης εξευγενισμένου ελαίου και μεθανόλης.

    (84)

    Σε απάντηση στους ισχυρισμούς αυτούς, η καταγγέλλουσα επιβεβαίωσε ότι ο στόχος δεν ήταν οι τύποι λιπαρών οξέων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή βιοντίζελ να εμπίπτουν στο πεδίο της έρευνας. Στο πλαίσιο αυτό, η καταγγέλλουσα επισήμανε ότι τα εν λόγω λιπαρά οξέα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν λόγω των διαφορών στις διαδικασίες παραγωγής (για την παραγωγή ελαιοχημικών προϊόντων και όχι για σκοπούς που σχετίζονται με την παραγωγή βιοντίζελ). Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, οι δύο τύποι λιπαρών οξέων είναι διαφορετικά προϊόντα τα οποία δεν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους και δεν μπορούν να αποτελούν μέρος του ενιαίου οικείου προϊόντος.

    (85)

    Επιπλέον, η καταγγέλλουσα εξήγησε ότι η παραγωγή ελαιοχημικών λιπαρών οξέων περιλαμβάνει μια βασική διαδικασία αναγκαία για τη διάσπαση των τριγλυκεριδίων ώστε να ελευθερωθούν και να διαχωριστούν τα λιπαρά οξέα και οι γλυκερίνες και να ληφθεί ένα προϊόν υψηλού βαθμού καθαρότητας με ποσοστό λιπαρών οξέων τουλάχιστον 97 % και ποσοστό μη υδρολυμένου λίπους μόνο 3 % κατ’ ανώτατο όριο. Η διαδικασία αυτή αποκαλείται «υδρόλυση». Προκειμένου να ληφθεί προϊόν με βαθμό καθαρότητας σχεδόν 100 %, τα λιπαρά οξέα υπόκεινται περαιτέρω σε διαδικασία απόσταξης ή κλασματικής απόσταξης, η οποία αποσκοπεί στην απομάκρυνση του υπόλοιπου μη υδρολυμένου λίπους και των τυχόν εναπομενουσών προσμείξεων. Τόσο τα λιπαρά οξέα που προέρχονται από απόσταξη όσο και εκείνα που προέρχονται από κλασματική απόσταξη εμπίπτουν στο πεδίο κάλυψης του προϊόντος, υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω προϊόντα πληρούν το κατώτατο όριο αριθμού ιωδίου των 105 g/100 g.

    (86)

    Η καταγγέλλουσα εξήγησε περαιτέρω ότι η διαδικασία παραγωγής βιοντίζελ συνίσταται στη διύλιση του ελαίου προκειμένου να απομακρυνθούν οι προσμείξεις, αλλά δεν περιλαμβάνει διαδικασία υδρόλυσης. Αρκετά προϊόντα απόσταξης λιπαρών οξέων, όπως το FAD (απόσταγμα λιπαρών οξέων), το PFAD, το PKFAD (απόσταγμα λιπαρών οξέων πυρήνων ελαιοφοίνικα), παράγονται κατά τη διαδικασία παραγωγής βιοντίζελ ως υποπροϊόντα.

    (87)

    Ως εκ τούτου, η καταγγέλλουσα ισχυρίστηκε ότι το DoS ή βαθμός υδρόλυσης, που δείχνει το ποσοστό των υδρολυμένων λιπαρών οξέων στο έλαιο, αποτελεί σαφή και αντικειμενική διαχωριστική γραμμή για τη διάκριση του υπό έρευνα προϊόντος από άλλους τύπους λιπαρών οξέων τους οποίους δεν αφορά η έρευνα. Το DoS υπολογίζεται με τη διαίρεση του βαθμού οξύτητας διά του αριθμού σαπωνοποίησης. Ο βαθμός οξύτητας (ή αριθμός ουδετεροποίησης) και ο αριθμός σαπωνοποίησης καθορίζονταν στην καταγγελία. Η καταγγέλλουσα εξήγησε ότι, παρότι το κριτήριο του DoS είχε εξεταστεί στο στάδιο της καταγγελίας, ο λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό αυτό καθαυτό (δηλαδή εκφραζόμενο ως βαθμός οξύτητας σε σχέση με τον αριθμό σαπωνοποίησης) ήταν επειδή όλα τα ελαιοχημικά λιπαρά οξέα που εμπίπτουν στο πεδίο κάλυψης του προϊόντος έχουν το ίδιο χαρακτηριστικό, δηλαδή έχουν περιεκτικότητα σε λιπαρά οξέα τουλάχιστον 97 %.

    (88)

    Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, τα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή βιοντίζελ έχουν πολύ χαμηλότερο βαθμό DoS (μεταξύ 81 και 97 %). Με βάση τα ανωτέρω, η καταγγέλλουσα ισχυρίστηκε ότι ο βαθμός DoS της τάξης του 97 % θα πρέπει να θεωρηθεί ως απορριπτικό κριτήριο για τη διαφοροποίηση μεταξύ λιπαρών οξέων.

    (89)

    Η AAK εξέφρασε την υποστήριξή της για την προσέγγιση της καταγγέλλουσας.

    (90)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι ο βαθμός οξύτητας που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του DoS θα ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για τη διαφοροποίηση των λιπαρών οξέων. Υποστήριξε ότι το DoS δεν είναι τόσο ακριβές όσο ένα σταθερό όριο με βάση τον βαθμό οξύτητας. Η Wilmar ζήτησε από την Επιτροπή να συμπεριλάβει τον βαθμό οξύτητας στον αριθμό ελέγχου προϊόντος («PCN»).

    (91)

    Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 71, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με το πεδίο κάλυψης του προϊόντος και διευκρίνισε, μέσω σημειώματος στον φάκελο, ότι η έρευνα κάλυπτε μόνο τα λιπαρά οξέα με DoS τουλάχιστον 97 %. Ως εκ τούτου, το PFAD, το POME, το λιπαρό οξύ φοινικελαίου που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3823 19 90 και το λιπαρό οξύ που λαμβάνεται ως υποπροϊόν της διαδικασίας παραγωγής βιοντίζελ δεν καλύπτονταν από την έρευνα, δεδομένου ότι το DoS τους είναι χαμηλότερο από 97 %. Η Επιτροπή κάλεσε επίσης τα ενδιαφερόμενα μέρη να προσδιορίσουν τυχόν ποσότητες λιπαρών οξέων με DoS τουλάχιστον 97 % τα οποία εισάγονται με σκοπό την παραγωγή βιοντίζελ και να προσδιορίσουν τυχόν ιδιαίτερα φυσικά, χημικά και/ή τεχνικά χαρακτηριστικά που έχει αυτός ο τύπος λιπαρών οξέων σε αντίθεση με τα λιπαρά οξέα για άλλες εφαρμογές.

    (92)

    Η Wilmar υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι η θέσπιση του ορίου του 97 % για το DoS άλλαξε σημαντικά το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, η καταγγελία θα πρέπει να απορριφθεί καθώς περιέχει ανεπαρκή αποδεικτικά στοιχεία είτε για την ύπαρξη ντάμπινγκ είτε για ζημία. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι τα στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία βασίστηκαν σε διαφορετικό ορισμό του προϊόντος από εκείνον που χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της τρέχουσας έρευνας.

    (93)

    Η Επιτροπή διαφώνησε μ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Η διευκρίνιση που παρασχέθηκε με τη θέσπιση του 97 % για το DoS στον ορισμό του πεδίου κάλυψης του προϊόντος, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 71, δεν άλλαξε ούτε το πεδίο κάλυψης του προϊόντος ούτε την καταγγελία, καθώς απλώς διευκρίνιζε και περιέγραφε καλύτερα το προϊόν που καλύπτει η καταγγελία. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    2.4.2.   Λιπαρά οξέα που παράγονται από απόβλητα ελαιοφοίνικα και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοντίζελ

    (94)

    Η EBB, ο όμιλος Musim Mas και η Campa/IMBI δήλωσαν ότι, για την παραγωγή βιοντίζελ, οι παραγωγοί βιοντίζελ χρησιμοποιούν λιπαρά οξέα που προέρχονται από απόβλητα. Η Campa/IMBI και ο όμιλος Musim Mas επισήμαναν ότι τα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιούνται ως κύριες πρώτες ύλες για την παραγωγή βιοντίζελ σε μονάδα παραγωγής εστεροποίησης (15) πρέπει να έχουν βαθμό DoS τουλάχιστον 97 % και, ως εκ τούτου, τα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιεί η Campa/IMBI για την παραγωγή βιοντίζελ εξακολουθούν να καλύπτονται από το πεδίο της έρευνας μετά τις διευκρινίσεις που παρείχε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 91. Η Campa/IMBI, ο όμιλος Musim Mas και η EBB επισήμαναν ότι η τελική χρήση είναι το μόνο σχετικό κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ λιπαρών οξέων που καλύπτονται από το πεδίο της έρευνας και λιπαρών οξέων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοντίζελ. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι το έγγραφο πιστοποίησης έχει καίρια σημασία για την κατανόηση της τελικής χρήσης του προϊόντος. Ειδικότερα, τα λιπαρά οξέα που χρειάζονται οι βιομηχανίες καλλυντικών, φαρμακευτικών προϊόντων, χημικών προϊόντων ή τροφίμων έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να πληρούν διάφορες απαιτήσεις πιστοποίησης (όπως κοσέρ, χαλάλ, GMP+, FSSC 22000, πιστοποίηση RSPO, ISO 9001, ISO 14001, ISO 45001), ενώ οι παραγωγοί βιοντίζελ πρέπει να έχουν μόνο πιστοποίηση για τη συμμόρφωση με την οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 (RED II) (εθελοντικό καθεστώς που αναγνωρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία RED II, όπως το ISCC EU ή το 2BSVS, ή εθνικό καθεστώς πιστοποίησης που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με την οδηγία RED II). Αναφέρθηκε επίσης ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν παρήγε ούτε ήταν σε θέση να παράγει λιπαρά οξέα με υψηλό βαθμό DoS τα οποία προορίζονται για την παραγωγή βιοντίζελ που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας RED II, γεγονός που ενθάρρυνε τη χρήση προηγμένων πρώτων υλών εν προκειμένω. Η Campa/IMBI ανέφερε επίσης ότι εισήγε αυτόν τον τύπο λιπαρών οξέων μέσω του κωδικού TARIC 3823193089, ο οποίος δεν περιλαμβάνεται ούτε στην καταγγελία ούτε στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

    (95)

    Η Campa/IMBI και η EBB ζήτησαν από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι τα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοντίζελ δεν καλύπτονταν από την έρευνα. Ειδικότερα, αναφέρθηκε ότι ο ορισμός του πεδίου κάλυψης του προϊόντος κάλυπτε τα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιούνται από την Campa/IMBI για την παραγωγή βιοντίζελ. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι η καταγγελία δεν παρέθετε τους ενωσιακούς παραγωγούς βιοντίζελ ως εισαγωγείς ή χρήστες λιπαρών οξέων και ότι το βιοντίζελ δεν περιλαμβανόταν στις χρήσεις του οικείου προϊόντος που παρατίθενται στην καταγγελία.

    (96)

    Ομοίως, η ASSITOL και η APPA Biocarburantes εξέφρασαν την αντίθεσή τους στη χρήση του βαθμού DoS για τον ορισμό των λιπαρών οξέων που καλύπτονται από την έρευνα, καθώς δεν εξαιρούνταν όλα τα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοντίζελ. Υποστήριξαν ότι θα πρέπει να θεσπιστεί άλλος μηχανισμός, συγκεκριμένα μηχανισμός με βάση την τελική χρήση του προϊόντος σύμφωνα με το άρθρο 254 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.

    (97)

    Στο πλαίσιο αυτό, η ASSITOL και η Campa/IMBI ζήτησαν από την Επιτροπή να δημοσιεύσει ανακοίνωση για την τροποποίηση της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας.

    (98)

    Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει αν τα λιπαρά οξέα με βαθμό DoS τουλάχιστον 97 % που παράγονται από απόβλητα συνιστούν οικείο προϊόν χωρίς να αξιολογήσει αν έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά, αν έχουν είχε την ίδια χρήση και αν ανταγωνίζονται το ομοειδές προϊόν. Επιπλέον, οι πρώτες ύλες δεν αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την εξαίρεση ενός τύπου προϊόντος από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της έρευνας, εάν τα τελικά προϊόντα είναι τα ίδια και έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά.

    (99)

    Από την επιτόπια επαλήθευση που πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του παραγωγού-εξαγωγέα στην Ινδονησία, διαπιστώθηκε πράγματι ότι τα αποσταγμένα λιπαρά οξέα που εισάγει η IMBI παράγονται είτε από υποπροϊόντα όπως τα PFAD είτε από διαφορετικές πρώτες ύλες αποβλήτων ελαιοφοίνικα.

    (100)

    Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης στην Ινδονησία, η Επιτροπή αξιολόγησε τα φυσικά χαρακτηριστικά του προϊόντος (όπως εμφάνιση, οσμή, τίτλος, χρώμα), τα τεχνικά χαρακτηριστικά (όπως τύπος και κατηγορία, ποιότητα, υλικές μορφές, σταθερότητα χρώματος) και τα χημικά χαρακτηριστικά (όπως βαθμός οξύτητας, αριθμός σαπωνοποίησης, αριθμός ιωδίου και σύσταση σε λιπαρά οξέα) των αποσταγμένων λιπαρών οξέων που παράγονται από απόβλητα σε σύγκριση με τον άλλο τύπο λιπαρών οξέων. Ωστόσο, από την έρευνα προέκυψε ότι τα αποσταγμένα λιπαρά οξέα που παράγονται από απόβλητα έχουν πολύ παρόμοια φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά με τα λιπαρά οξέα που παράγονται από ακατέργαστο φοινικέλαιο και ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο. Ως εκ τούτου, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει κανένα βασικό φυσικό, τεχνικό ή χημικό χαρακτηριστικό που να διαφοροποιεί τα αποσταγμένα λιπαρά οξέα που παράγονται από απόβλητα από τον άλλο τύπο λιπαρών οξέων.

    (101)

    Επιπλέον, η έρευνα αποκάλυψε ότι τα αποσταγμένα λιπαρά οξέα που παράγονται από απόβλητα καλύπτονται από την ενωσιακή νομοθεσία για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (RED II (16)), η οποία ορίζει ότι το βιοντίζελ που παράγεται από λιπαρά οξέα με τη χρήση υλικών αποβλήτων ή υποπροϊόντων μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από τα κράτη μέλη της ΕΕ για τους στόχους που καθορίζονται στην οδηγία RED II (17). Σύμφωνα με την οδηγία RED II (18), προκειμένου το βιοντίζελ να καταλογιστεί από τα κράτη μέλη της ΕΕ για τους στόχους βιωσιμότητάς τους, η πρώτη ύλη του, στην προκειμένη περίπτωση τα αποσταγμένα λιπαρά οξέα, πρέπει να πιστοποιείται ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των προτύπων αειφορίας και των χημικών προτύπων.

    (102)

    Στη βάση αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα λιπαρά οξέα με DoS τουλάχιστον 97 % τα οποία παράγονται από απόβλητα και πιστοποιούνται από εθελοντικό καθεστώς το οποίο έχει αναγνωριστεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 4 της οδηγίας RED II (19) ή από εθνικό καθεστώς πιστοποίησης που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 6 της οδηγίας RED II (20), παρότι έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με άλλα λιπαρά οξέα, έχουν διαφορετικές χρήσεις και δεν ανταγωνίζονται το ομοειδές προϊόν. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε επίσης ότι τα εν λόγω λιπαρά οξέα που παράγονται από απόβλητα δεν έχουν συμπεριληφθεί στην καταγγελία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα εν λόγω λιπαρά οξέα δεν αποτελούν μέρος του οικείου προϊόντος και, ως εκ τούτου, εξαιρέθηκαν από την έρευνα. Κατά συνέπεια, διαπιστώθηκε ότι η παρούσα έρευνα δεν αφορά τις εισαγωγές αυτών των λιπαρών οξέων από τον παραγωγό-εξαγωγέα του δείγματος ΑΒΡ, μεταξύ άλλων, ο οποίος ανήκει στον όμιλο Musim Mas, τα οποία εισάγονταν από την IMBI.

    (103)

    Αυτές οι περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, επιπλέον εκείνων που δημοσιεύτηκαν μέσω σημειώματος στον φάκελο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 71, αποτυπώνονται στον ορισμό του υπό έρευνα προϊόντος, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 70.

    2.4.3.   Άλλοι τύποι λιπαρών οξέων

    (104)

    Οι θυγατρικές της Ecogreen, η DHW και η E&S, ζήτησαν να εξαιρεθούν τα λιπαρά οξέα C6 (εμπορική ονομασία: Ecoric 6), C8-C10 (εμπορική ονομασία: Ecoric 80), C16-C18, το ακόρεστο C18 (εμπορική ονομασία: Ecoric 68 TA) και C18:1 (εμπορική ονομασία: Ecoric 18W) από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος. Ισχυρίστηκαν ότι αυτοί οι τύποι λιπαρών οξέων παράγονται από τον συνδεδεμένο τους παραγωγό-εξαγωγέα Ecogreen κατά τη διαδικασία παραγωγής λιπαρής αλκοόλης, έχουν ορισμένα μοναδικά χαρακτηριστικά και δεν μπορούν να παραχθούν από τους ενωσιακούς παραγωγούς με την ίδια ποιότητα. Η DHW και η E&S επισήμαναν ότι ειδικότερα τα τρία πρώτα λιπαρά οξέα εξάγονταν από την Ecogreen στις θυγατρικές της εταιρείες στην Ευρώπη για εσωτερική περαιτέρω επεξεργασία, λόγω της σταθερότητας της ποιότητας, της συνέχειας του εφοδιασμού και της καθιερωμένης αλυσίδας πιστοποίησης. Ειδικότερα, η DHW και η E&S επισήμαναν ότι το Ecoric 6 μπορεί να παραχθεί μόνο από ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο και από καθαρό έλαιο κοκοφοίνικα σε πολύ μικρή ποσότητα. Επιπλέον, η DHW και η E&S επισήμαναν ότι υπάρχουν και άλλα οξέα C6 διαθέσιμα στην Ένωση, αλλά παράγονται από ζύμωση η οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την Ecogreen. Επιπροσθέτως, ισχυρίστηκαν ότι το Ecoric 80 παράγεται ως επί το πλείστον από ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο και έλαιο κοκοφοίνικα και χρησιμοποιείται για την παραγωγή λιπαρών εστέρων, από τους οποίους, αφού υποβάλλονται σε επεξεργασία από την DHW με τη χρήση συγκεκριμένου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, προκύπτει εστέρας υψηλής ποιότητας όσον αφορά τη γεύση, την οσμή και τη σταθερότητα του χρώματος. Το Ecoric 68 TA προέρχεται από ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο, η κατανομή του μήκους της ανθρακικής αλυσίδας είναι παρόμοια με το λιπαρό οξύ από στέαρ και χρησιμοποιείται για την παραγωγή λιπαρών αμινών χωρίς στέαρ. Το Ecoric 18W χρησιμοποιείται για την παραγωγή εστέρων με καλή συμπεριφορά σε χαμηλή θερμοκρασία, καλύτερο χρώμα για το τελικό προϊόν και λιγότερα υποπροϊόντα. Τέλος, επισήμαναν ότι το ελαϊκό οξύ ζωικής προέλευσης απαγορεύεται στις μονάδες τους παραγωγής εστέρων λόγω των αυστηρών κανόνων κοσέρ.

    (105)

    Σε απάντηση, η καταγγέλλουσα τάχθηκε κατά της εξαίρεσης αυτών των τύπων λιπαρών οξέων, υποστηρίζοντας ότι θα επηρέαζε ολόκληρο το πεδίο κάλυψης του υπό έρευνα προϊόντος, δεδομένου ότι η εξαίρεση προϊόντος που ζητήθηκε από τις θυγατρικές της Ecogreen αφορούσε ολόκληρο το μήκος της αλυσίδας των οικείων λιπαρών οξέων, από το C6 έως το C18. Επιπλέον, η καταγγέλλουσα ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της DHW και της E&S, οι ενωσιακοί παραγωγοί είναι σε θέση να παράγουν και στην πραγματικότητα προμηθεύουν τις θυγατρικές της Ecogreen μ’ αυτόν τον τύπο λιπαρών οξέων, δεδομένου ότι τα εν λόγω προϊόντα δεν είναι «μοναδικά» για τον όμιλο Ecogreen και στην πραγματικότητα είναι εναλλάξιμα με τα λιπαρά οξέα που παράγει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    (106)

    Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής παράγει παρόμοια λιπαρά οξέα και, ως εκ τούτου, τα προϊόντα την εξαίρεση των οποίων ζήτησαν η DHW και η E&S από το πεδίο κάλυψης προϊόντος είναι ανταγωνιστικά με τα προϊόντα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και προκάλεσαν ζημία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε αυτό το αίτημα εξαίρεσης.

    (107)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Ecogreen επανέλαβε το αίτημά της για εξαίρεση που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 104. Η Ecogreen ισχυρίστηκε ότι, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της καταγγέλλουσας, το αίτημά της για εξαίρεση δεν κάλυπτε ολόκληρο το μήκος της αλυσίδας των λιπαρών οξέων που καλύπτονται από την έρευνα, δεδομένου ότι το C12 (λαουρικό οξύ), το C14 (μυριστικό οξύ), το C16 (παλμιτικό οξύ), το C18 (στεατικό οξύ), καθώς και τα μείγματα προϊόντων τους, δεν εντάσσονταν στο αίτημά της για εξαίρεση. Επιπλέον, όσον αφορά τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στο αίτημα για εξαίρεση, η Ecogreen ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν ομοειδή προϊόντα που να παράγονται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Ειδικότερα, η Ecogreen ισχυρίστηκε ότι τα προϊόντα Ecoric 6 που παράγει περιλαμβάνουν συγκεκριμένη οργανική ένωση που δεν απαντά στα οξέα C6 τα οποία παράγονται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Επιπροσθέτως, η Ecogreen ισχυρίστηκε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής χρησιμοποιεί εντελώς διαφορετική διαδικασία παραγωγής για τα (ακόρεστα) προϊόντα C6, C8-C10, C16-C18 και C18. Ειδικότερα, όσον αφορά το C6, η Ecogreen ισχυρίστηκε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής χρησιμοποιεί διαδικασία ζύμωσης και ότι ούτε ο όμιλος Ecogreen ούτε οι πελάτες του έχουν εγκρίνει ποτέ τη διαδικασία ζύμωσης ως διαδικασία παρασκευής για τα λιπαρά οξέα, καθώς η εν λόγω διαδικασία ενδέχεται να επηρεάσει τα βασικά χαρακτηριστικά των παραγόμενων λιπαρών οξέων. Όσον αφορά το προϊόν της C18:1, η Ecogreen ισχυρίστηκε ότι η ποιότητά του είναι ιδιαίτερα υψηλή και ότι οι χρήστες του εν λόγω προϊόντος στην Ένωση έχουν συνάψει συμφωνίες ποιότητας, οι οποίες τους υποχρεώνουν να προμηθεύουν τους πελάτες τους με εστέρες που παράγονται με λιπαρά οξέα C18:1 τα οποία πληρούν αυστηρές προδιαγραφές.

    (108)

    Η Επιτροπή συμφώνησε ότι το αίτημα της Ecogreen για εξαίρεση ων κάλυπτε όλα τα πιθανά μήκη της ανθρακικής αλυσίδας των σχετικών λιπαρών οξέων, κάλυπτε, ωστόσο, σημαντικό υποσύνολό τους. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά τα προϊόντα που περιλαμβάνονται στο αίτημα για εξαίρεση, η Ecogreen δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της ότι δεν υπάρχουν «ομοειδή προϊόντα» που να παράγονται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Όσον αφορά την οργανική ένωση η οποία, κατά τους ισχυρισμούς, διαφοροποιεί το προϊόν της C6 από τα αντίστοιχα προϊόντα που παράγονται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, η Ecogreen δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν τη συνάφειά της, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη συγκέντρωση της εν λόγω ουσίας στο προϊόν, τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει τα βασικά χαρακτηριστικά και τις χρήσεις της. Επιπλέον, δεδομένου ότι η μη εμπιστευτική έκδοση των παρατηρήσεων δεν περιείχε καμία πληροφορία σχετικά με την ουσία αυτή, συμπεριλαμβανομένης της ονομασίας της, άλλα ενδιαφερόμενα μέρη δεν ήταν σε θέση να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με τις πτυχές αυτές. Όσον αφορά τις εικαζόμενες διαφορές στη διαδικασία παραγωγής, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, καταρχήν, οι διαδικασίες παραγωγής είναι άνευ σημασίας όταν αξιολογείται αν τα προϊόντα είναι «ομοειδή». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Ecogreen δεν προσκόμισε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα επηρέαζαν τα βασικά χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος. Ειδικότερα όσον αφορά τη ζύμωση, η ίδια η Ecogreen παρουσιάζει τις εικαζόμενες διαφορές στα βασικά χαρακτηριστικά του προϊόντος οι οποίες προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή ως απλή πιθανότητα και όχι ως αποδεδειγμένο γεγονός που υποστηρίζεται από αποδεικτικά στοιχεία. Με βάση τις ανωτέρω εκτιμήσεις, η Επιτροπή απέρριψε το εν λόγω αίτημα εξαίρεσης.

    (109)

    Η AAK ζήτησε από την Επιτροπή να εξαιρέσει το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της έρευνας. Η AAK ισχυρίστηκε πως, παρότι το ελαϊκό οξύ καλύπτεται από την έρευνα, μπορούν να διακριθούν δύο τύποι ελαϊκού οξέος: το ελαϊκό οξύ βιομηχανικής ποιότητας και το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα. Η AAK επισήμανε πως, παρότι οι δύο κατηγορίες έχουν τις ίδιες βασικές χημικές ιδιότητες, δεδομένου ότι η κατηγορία που είναι κατάλληλη για τρόφιμα χρησιμοποιείται για την παραγωγή τροφίμων, η διαδικασία παραγωγής της πρέπει να πληροί αυστηρότερα πρότυπα, δηλαδή το επίπεδο των προσμείξεων στο οξύ δεν πρέπει να υπερβαίνει ένα ορισμένο επίπεδο όπως ορίζεται στον κανονισμό της ΕΕ για τα τρόφιμα (21). Η AAK ισχυρίστηκε επίσης ότι το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα είναι σημαντικά ακριβότερο από το ελαϊκό οξύ βιομηχανικής ποιότητας, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το ελαϊκό οξύ βιομηχανικής ποιότητας και ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν είναι σε θέση να προμηθεύσει αυξημένες ποσότητες. Η AAK επισήμανε ότι οι εισαγωγές ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα από την Ινδονησία είναι περιορισμένες και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να προκαλέσουν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Η AAK επισήμανε ότι είναι πιθανώς ο μόνος ενωσιακός εισαγωγέας σημαντικών ποσοτήτων ελαϊκού οξέος κατάλληλου για τρόφιμα από άλλες χώρες. Η AAK επισήμανε επίσης ότι, σύμφωνα με πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, δεν υπάρχουν μονάδες παραγωγής ελαϊκού οξέος στην Ινδονησία που να πληρούν τις αυστηρές απαιτήσεις όσον αφορά το μέγιστο επίπεδο προσμείξεων στα τρόφιμα. Η AAK επισήμανε ότι οι αυξημένες τιμές των δυνητικών εισαγωγών ελαϊκού οξέος κατάλληλου για τρόφιμα από την Ινδονησία θα οδηγούσαν σε αύξηση των τιμών των ενωσιακών χρηστών για όλες τις κατηγορίες ελαϊκού οξέος και από τη Μαλαισία, γεγονός που θα επηρέαζε αρνητικά τη δραστηριότητα της AAK. Η ΑΑΚ πρότεινε να εξαιρεθεί το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα παραπέμποντας στα μέγιστα επίπεδα βενζο(α)πυρενίου και στη μέγιστη περιεκτικότητα σε trans-λιπαρά οξέα, για τα οποία έχουν εγκριθεί επισήμως κατώτατα όρια στον κανονισμό της ΕΕ για τα τρόφιμα.

    (110)

    Σε απάντηση στον ανωτέρω ισχυρισμό, η καταγγέλλουσα εξέφρασε την αντίθεσή της στην εξαίρεση του ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα από το πεδίο της έρευνας. Ως προς αυτό, η καταγγέλλουσα ισχυρίστηκε ότι το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα έχει τα ίδια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά με τα άλλα προϊόντα που εμπίπτουν στο πεδίο της έρευνας και, ως εκ τούτου, η εξαίρεση αυτής της ομάδας προϊόντων θα οδηγούσε σε υψηλό κίνδυνο καταστρατήγησης των μέτρων. Επιπλέον, η καταγγέλλουσα υποστήριξε ότι οι παραγωγοί οι οποίοι χρησιμοποιούν ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα είναι επίσης χρήστες ελαϊκού οξέος τεχνικής ποιότητας και, ως εκ τούτου, η διάκριση με βάση την τελική χρήση δεν θα απέτρεπε τον κίνδυνο καταστρατήγησης. Επίσης, η καταγγέλλουσα ισχυρίστηκε ότι το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα είναι διαθέσιμο από άλλες πηγές εισαγωγών τις οποίες δεν αφορά η έρευνα και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κίνδυνος έλλειψης προσφοράς.

    (111)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα έχει παρόμοια βασικά φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά με το ελαϊκό οξύ βιομηχανικής ποιότητας. Παρότι το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα υπόκειται σε αυστηρότερες απαιτήσεις ποιότητας και καθαρότητας, έχει το ίδιο μήκος ανθρακικής αλυσίδας με το ελαϊκό οξύ που χρησιμοποιείται για βιομηχανικές εφαρμογές. Η διαφορά τιμής μεταξύ των δύο κατηγοριών δεν αποτελεί καθαυτό βασικό στοιχείο για την εξαίρεση του προϊόντος. Επιπλέον, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής παράγει πράγματι ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα και υπάρχουν άλλες πηγές εφοδιασμού, όπως η Μαλαισία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης.

    (112)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η AAK επανέλαβε το αίτημά της για εξαίρεση του ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της έρευνας. Η AAK επέκρινε την Επιτροπή για το ότι δεν εξέτασε δεόντως τους ισχυρισμούς της και ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποίησε ασυνεπή κριτήρια στην απόφασή της για την εξαίρεση των λιπαρών οξέων που προορίζονται για την παραγωγή βιοντίζελ σε σύγκριση με το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα. Ειδικότερα, η AAK ισχυρίστηκε ότι, στην αιτιολογική σκέψη 102, το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με την εξαίρεση των λιπαρών οξέων που παράγονται από απόβλητα βασίστηκε στο γεγονός ότι τα συγκεκριμένα λιπαρά οξέα έχουν διαφορετικές χρήσεις και δεν ανταγωνίζονται το ομοειδές προϊόν, παρότι έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με άλλα λιπαρά οξέα. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τη μη εξαίρεση του ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της έρευνας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 111, ότι τα ελαϊκά οξέα που είναι κατάλληλα για τρόφιμα έχουν παρόμοια βασικά φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά με το ελαϊκό οξύ βιομηχανικής ποιότητας που έχει το ίδιο μήκος ανθρακικής αλυσίδας. Επιπλέον, η AAK επισήμανε ότι το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα και το ελαϊκό οξύ βιομηχανικής ποιότητας έχουν διαφορετικές χρήσεις και δεν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους και ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι και οι δύο τύποι έχουν παρόμοια φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά δεν υποστηρίζεται από τα πραγματικά περιστατικά ούτε τεκμηριώνεται στον κανονισμό. Τέλος, η AAK ισχυρίστηκε ότι, εάν η Επιτροπή είχε διενεργήσει παρόμοια ανάλυση για το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα και το ελαϊκό οξύ βιομηχανικής ποιότητας, θα είχε εντοπίσει διαφορές ως προς τον τύπο, την κατηγορία και την ποιότητα μεταξύ των δύο τύπων.

    (113)

    Η Επιτροπή διαφώνησε με τους ισχυρισμούς αυτούς. Πρώτον, όσον αφορά τα λιπαρά οξέα που παράγονται από απόβλητα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 102, δεν θεωρούνταν ότι καλύπτονταν από την έρευνα. Ωστόσο, επειδή έχουν τα ίδια φυσικά, τεχνικά και χημικά χαρακτηριστικά με άλλα λιπαρά οξέα, καλύπτονται ακούσια από τον ορισμό του προϊόντος. Η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή διεξαγωγή της έρευνας και την ορθή εφαρμογή των δυνητικών μέτρων, διερεύνησε σε βάθος το συγκεκριμένο προϊόν προτού επιβεβαιώσει ότι πράγματι δεν έπρεπε να είχε αποτελέσει αντικείμενο έρευνας/να είχε καλυφθεί από τα μέτρα, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 98 έως 102. Αντίθετα, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα λιπαρά οξέα για εφαρμογές τροφίμων (όπως το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα), τα οποία καλύπτονταν από την καταγγελία και σε σχέση με τα οποία οι καταγγέλλοντες προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη ντάμπινγκ, ζημίας και αιτιώδους συνάφειας, τα οποία επιβεβαιώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας. Δεύτερον, οι επικρίσεις που διατύπωσε η AAK στηρίζονται σε παρανόηση της πραγματικής και νομικής κατάστασης όσον αφορά το αίτημα για εξαίρεση του ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα. Ακόμη και αν το ελαϊκό οξύ βιομηχανικής ποιότητας και το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα θεωρούνταν δύο διαφορετικοί τύποι λιπαρών οξέων, όπως ισχυρίζεται η AAK, αυτό δεν θα είχε καμία επίπτωση στα συμπεράσματα της Επιτροπής. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής παράγει και πωλεί ελαϊκό οξύ κατάλληλο για τρόφιμα και δυνητικά πραγματοποιούνται εισαγωγές ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα από την Ινδονησία (22), το οποίο θα μπορούσε να βρίσκεται σε άμεσο ανταγωνισμό με το προϊόν που πωλείται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και, κατά συνέπεια, να προκαλέσει ζημία. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η Επιτροπή θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δικαιολογείται η εξαίρεση του ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα. Στην πραγματικότητα, το λογικό συμπέρασμα πρέπει να είναι ακριβώς το αντίθετο: δεν είναι δυνατό να εξαιρεθεί το ελαϊκό οξύ που είναι κατάλληλο για τρόφιμα χωρίς να εξουδετερωθούν οι επανορθωτικές συνέπειες των μέτρων που πρόκειται να επιβληθούν.

    (114)

    Η AAK επισήμανε επίσης ότι η οριακή ενωσιακή παραγωγή ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα και η ύπαρξη άλλης τρίτης χώρας που προμηθεύει το προϊόν δεν συνηγορούν υπέρ της συνεχιζόμενης ενσωμάτωσης του ελαϊκού οξέος που είναι κατάλληλο για τρόφιμα στο πεδίο κάλυψης του προϊόντος της έρευνας. Ειδικότερα, η AAK επισήμανε ότι, κατά τον προσδιορισμό του πεδίου κάλυψης του προϊόντος, η Επιτροπή απέδιδε στο παρελθόν βαρύτητα στο γεγονός ότι η ενωσιακή παραγωγή ενός τύπου προϊόντος ήταν περιορισμένη. Στο πλαίσιο αυτό, η AAK αναφέρθηκε στην έρευνα αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές συνθετικών μη συνεχών ινών από πολυεστέρες («ΜΣΙΠ») καταγωγής Μαλαισίας και Ταϊβάν (23). Η AAK αναφέρθηκε επίσης σε επανεξέταση του πεδίου κάλυψης του προϊόντος σχετικά με τα μέτρα αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές πλατέων προϊόντων έλασης με προσανατολισμένους κόκκους από πυριτιούχο χάλυβα για ηλεκτρικές εφαρμογές («GOES») καταγωγής Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και Ρωσίας, υποστηρίζοντας ότι εξαιρέθηκε μια λεπτή παραλλαγή του εν λόγω προϊόντος επειδή κανένας παραγωγός δεν είχε άμεσο συμφέρον να το παράγει.

    (115)

    Εκτός από τις δύο εταιρείες στις οποίες αναφέρθηκε η AAK στις παρατηρήσεις της, ένας τρίτος ενωσιακός παραγωγός προμηθεύει την αγορά της Ένωσης με ελαϊκό οξύ κατάλληλο για τρόφιμα (24). Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι η προμήθεια του εν λόγω προϊόντος μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί από προμηθευτές από τη Μαλαισία. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (116)

    Η AAK και ο όμιλος Musim Mas ζήτησαν την εξαίρεση του παλμιτικού οξέος που χρησιμοποιείται για ζωοτροφές από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος. Η AAK είναι παραγωγός παλμιτικού οξέος στην Ένωση. Ωστόσο, η συνολική του ζήτηση υπερβαίνει την παραγωγική της ικανότητα. Αναφέρθηκε ότι το καθαρό παλμιτικό οξύ, με μήκος ανθρακικής αλυσίδας C16, παράγεται από ακατέργαστο φοινικέλαιο και από ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο. Κατά την άποψή τους, το στέαρ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για την παραγωγή παλμιτικού οξέος που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ζωοτροφών, καθώς η νομοθεσία της ΕΕ για τις ζωοτροφές απαγορεύει τη χρήση ζωικού λίπους σε ζωοτροφές για μηρυκαστικά (25). Αναφέρθηκε επίσης ότι η ευρωπαϊκή παραγωγή παλμιτικού οξέος είναι αμελητέα, με μόνο δύο άλλους ενωσιακούς παραγωγούς παλμιτικού οξέος, συγκεκριμένα την KLK και την IOI Oleo GmbH. Η AAK εκτίμησε τη ζήτηση παλμιτικού οξέος στην Ένωση σε 45 000 τόνους ετησίως. Η AAK επισήμανε ότι το καθαρό παλμιτικό οξύ δεν μπορεί να υποκατασταθεί από άλλα λιπαρά οξέα ούτε άλλα λιπαρά οξέα μπορούν να αντικαταστήσουν το παλμιτικό οξύ. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι τα λιπαρά οξέα που παράγονται από κράμβη/αγριοκράμβη, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς, αποτελούν την κύρια πρώτη ύλη που είναι διαθέσιμη στην Ένωση, δεν είναι κατάλληλα για ζωοτροφές, καθώς δεν στηρίζουν την παραγωγή αγελαδινού γάλακτος, όπως συμβαίνει με το παλμιτικό οξύ. Σύμφωνα με την AAK, οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν έχουν κίνητρα για να παράγουν παλμιτικό οξύ σε σημαντικές ποσότητες λόγω της χαμηλής ζήτησης στεατικού οξέος, καθώς τα προϊόντα αυτά παράγονται σε παράλληλη διαδικασία. Η AAK υποστήριξε ότι η εξαίρεση αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί με την αφαίρεση του C16 από τον ορισμό του προϊόντος.

    (117)

    Σε απάντηση στους ισχυρισμούς, η Cailà & Parés επισήμανε ότι, μόλις αποκατασταθούν οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην αγορά της Ένωσης, θα μπορεί να παράγει 17 000 τόνους παλμιτικού οξέος ετησίως, ποσότητα η οποία, κατά την Cailà & Parés, αποτελεί σημαντικό μερίδιο της ενωσιακής ζήτησης.

    (118)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή δέχθηκε το επιχείρημα ότι η κερδοφορία της παραγωγής παλμιτικού οξέος συνδέεται με τη ζήτηση στεατικού οξέος. Ωστόσο, έκρινε ότι η αποκατάσταση των ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην Ένωση για όλα τα λιπαρά οξέα, συμπεριλαμβανομένων του παλμιτικού και του στεατικού οξέος, ενδεχομένως θα έδινε και πάλι κίνητρα στους ενωσιακούς παραγωγούς να παράγουν παλμιτικό οξύ σε σημαντικές ποσότητες, συμπεριλαμβανομένου του παλμιτικού οξέος που είναι κατάλληλο για ζωοτροφές. Επιπλέον, υπάρχουν και άλλες πηγές εφοδιασμού για το παλμιτικό οξύ, όπως η Μαλαισία. Στη βάση αυτή, και λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που παρείχε η Cailà & Parés σχετικά με την παραγωγική της ικανότητα, η οποία είναι υψηλότερη από τον όγκο των εισαγωγών από την Ινδονησία και επίσης υψηλότερη από τη ζήτηση της AAK, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης του παλμιτικού οξέος.

    (119)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Musim Mas και η AAK επανέλαβαν το αίτημά τους για εξαίρεση του παλμιτικού οξέος από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος. Και οι δύο εταιρείες αμφισβήτησαν την ικανότητα της Cailà & Parés να αυξήσει την παραγωγή της παλμιτικού οξέος μετά την επιβολή των μέτρων αντιντάμπινγκ. Ειδικότερα, ο όμιλος Musim Mas επισήμανε ότι επρόκειτο για ανυπόστατο ισχυρισμό που δεν στηριζόταν σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Η AAK επανέλαβε ότι η παραγωγή παλμιτικού οξέος συνδυάζεται με την παραγωγή καθαρού στεατικού οξέος και ότι δεν υπάρχει αγορά για το καθαρό στεατικό οξύ στην Ένωση, καθώς η κύρια χρήση του καθαρού στεατικού οξέος είναι η παραγωγή κεριού από διμερισμένο αλκυλοκετένιο (AKD), το οποίο δεν παράγεται πλέον στην Ένωση.

    (120)

    Η Επιτροπή δεν αποδέχθηκε τα επιχειρήματα αυτά, ούτε σχετικά με την τεχνική ικανότητα ούτε σχετικά με τα κίνητρα για την παραγωγή παλμιτικού οξέος. Όσον αφορά την τεχνική ικανότητα, η Επιτροπή επιβεβαίωσε κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις της Cailà & Parés ότι η συνολική παραγωγική ικανότητα λιπαρών οξέων της εταιρείας ήταν σημαντικά υψηλότερη από τη δηλωθείσα παραγωγική της ικανότητα παλμιτικού οξέος (συμπεριλαμβανομένων των αντίστοιχων παραπροϊόντων ή υποπροϊόντων) και δεν διαπίστωσε προφανή σημεία συμφόρησης που θα μπορούσαν να αφορούν ειδικά την αυξημένη παραγωγή παλμιτικού οξέος. Όσον αφορά τα κίνητρα, και όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 118, η έρευνα επιβεβαίωσε ότι η παραγωγή παλμιτικού οξέος συνδυάζεται με την παραγωγή στεατικού οξέος. Ωστόσο, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η AAK, η παραγωγή της δεν περιορίζεται στο καθαρό στεατικό οξύ. Ειδικότερα όσον αφορά την Cailà & Parés, τα παραπροϊόντα της παραγωγής παλμιτικού οξέος είναι άλλοι τύποι στεατικού οξέος που πωλούνται σε σημαντικές ποσότητες στην Ένωση. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επιβολή μέτρων στα λιπαρά οξέα, συμπεριλαμβανομένων του παλμιτικού οξέος και του στεατικού οξέος, είναι επίσης πιθανό να επαναφέρει τα κίνητρα για την παραγωγή παλμιτικού οξέος στην Ένωση.

    (121)

    Ο όμιλος Musim Mas υποστήριξε επίσης ότι δεν ήταν στόχος η κάλυψη του παλμιτικού οξέος από την καταγγελία, καθώς η πρόθεση της καταγγελίας ήταν η κάλυψη των λιπαρών οξέων που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και όχι για κατανάλωση από τα ζώα. Επιπλέον, σύμφωνα με τον όμιλο Musim Mas, η ενωσιακή παραγωγή παλμιτικού οξέος είναι ακατάλληλη για εφαρμογές ζωοτροφών, διότι χρησιμοποιεί στέαρ ως πρώτη ύλη και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε ορισμένες απαιτήσεις, όπως οι κανόνες κοσέρ και χαλάλ. Ο όμιλος Musim Mas κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα εξαίρεσης απλώς και μόνο λόγω της δυνατότητας μετατόπισης της προμήθειας παλμιτικού οξέος στη Μαλαισία.

    (122)

    Η Επιτροπή δεν αποδέχτηκε τα επιχειρήματα αυτά. Εκτός από τον όρο «τρόφιμα», η καταγγελία αναφέρεται ρητά σε «ζωοτροφές» (26), ως μία από τις εφαρμογές των προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο κάλυψης. Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί χρησιμοποιούν φυτικά έλαια, συμπεριλαμβανομένου του φοινικελαίου, για την παραγωγή παλμιτικού οξέος. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, όπως καταδεικνύεται ανωτέρω, αντί να βασιστεί απλώς σε άλλους μη ενωσιακούς παραγωγούς, αξιολόγησε επίσης την ικανότητα και τα κίνητρα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να αυξήσει την παραγωγή του παλμιτικού οξέος.

    (123)

    Ο όμιλος Musim Mas επισήμανε ότι, καθώς δεν υπάρχει εξαγωγικός δασμός ή εισφορά κατά την εξαγωγή για το έλαιο κοκοφοίνικα, το λιπαρό οξύ που παράγεται από έλαιο κοκοφοίνικα δεν θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο της καταγγελίας.

    (124)

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, παρόλο που στην καταγγελία διατυπώνονται ισχυρισμοί για στρεβλώσεις όσον αφορά το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο λόγω του εξαγωγικού δασμού και της εισφοράς κατά την εξαγωγή για τους σκοπούς του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, η καταγγελία και η έρευνα καλύπτουν όλους τους τύπους λιπαρών οξέων που καλύπτονται από τον ορισμό του προϊόντος και όχι μόνο τους τύπους που παράγονται από ακατέργαστο φοινικέλαιο και ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο. Σε κάθε περίπτωση, από την έρευνα δεν προέκυψε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι εξάγεται από την Ινδονησία στην ΕΕ οποιοσδήποτε τύπος λιπαρών οξέων που παράγεται μόνο από έλαιο κοκοφοίνικα. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (125)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η NYCO ζήτησε από την Επιτροπή να εξαιρέσει από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος τα λιπαρά οξέα C8-C10. Στο πλαίσιο αυτό, η NYCO επισήμανε ότι τα λιπαρά οξέα C8-C10 αποτελούν πολύ ειδική μορφή λιπαρών οξέων τα οποία παράγονται σε περιορισμένες ποσότητες στην Ένωση. Το εν λόγω λιπαρά οξέα εισάγονταν επίσης από την Ινδονησία και τη Μαλαισία. Η NYCO υποστήριξε ότι από τον Σεπτέμβριο του 2021 σημειώθηκε παγκόσμια έλλειψη λιπαρών οξέων C8-C10 στην αγορά, με αποτέλεσμα να αυξηθούν σημαντικά οι τιμές των εν λόγω λιπαρών οξέων. Η NYCO ισχυρίστηκε ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στο εν λόγω προϊόν θα είχε πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία της και ζήτησε από την Επιτροπή να εξαιρέσει τα εν λόγω λιπαρά οξέα από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος.

    (126)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι παρατηρήσεις σχετικά με το πεδίο κάλυψης του προϊόντος έπρεπε να είχαν υποβληθεί στα πρώτα στάδια της έρευνας, ώστε να δοθεί επαρκής χρόνος για να αξιολογηθεί η βασιμότητά τους και να δοθεί η δυνατότητα σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να απαντήσουν σ’ αυτές. Επιπλέον, η NYCO δεν αναφέρθηκε σε κανένα βασικό φυσικό, χημικό και τεχνικό χαρακτηριστικό που θα μπορούσε να διαφοροποιήσει αυτόν τον τύπο λιπαρών οξέων από τους άλλους τύπους λιπαρών οξέων που καλύπτονται από την έρευνα. Όσον αφορά τα ουσιαστικά σημεία του αιτήματος, και ιδίως σε σχέση με το συμφέρον της Ένωσης, αυτά εξετάζονται στην αιτιολογική σκέψη 470. Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (127)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Wilmar επισήμανε ότι από το προϊόν που καλύπτεται από τα μέτρα θα πρέπει να εξαιρεθούν ρητά όλα τα προϊόντα τα οποία καλύπτονται από τους κωδικούς TARIC που εξαιρούνται από τον υπολογισμό των εισαγωγών.

    (128)

    Η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι η ανωτέρω περιγραφή του οικείου προϊόντος είναι συμβατή με τον υπολογισμό των εισαγωγών. Οι κωδικοί TARIC που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή του προϊόντος παρέχονται αποκλειστικά για ενημερωτικούς σκοπούς.

    3.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    3.1.   Κανονική αξία

    (129)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, «η κανονική αξία βασίζεται καταρχήν στις πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής».

    (130)

    Η Επιτροπή εξέτασε καταρχάς αν ο συνολικός όγκος των εγχώριων πωλήσεων κάθε συνεργαζόμενου παραγωγού-εξαγωγέα του δείγματος ήταν αντιπροσωπευτικός, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Στη βάση αυτή, το σύνολο των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στην εγχώρια αγορά διαπιστώθηκε ότι ήταν αντιπροσωπευτικό για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα του δείγματος.

    (131)

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή προσδιόρισε τους τύπους προϊόντος που πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά και ήταν πανομοιότυποι ή συγκρίσιμοι με τους τύπους προϊόντος που πωλήθηκαν για εξαγωγή στην Ένωση και για τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς.

    (132)

    Ακολούθως, η Επιτροπή εξέτασε αν οι εγχώριες πωλήσεις κάθε παραγωγού-εξαγωγέα του δείγματος στην εγχώρια αγορά του για κάθε τύπο προϊόντος που είναι πανομοιότυπος ή συγκρίσιμος με τύπο προϊόντος που πωλείται προς εξαγωγή στην Ένωση ήταν αντιπροσωπευτικές, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εγχώριες πωλήσεις ορισμένων τύπων προϊόντος δεν ήταν αντιπροσωπευτικές και για τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος.

    (133)

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή προσδιόρισε το ποσοστό των κερδοφόρων πωλήσεων σε ανεξάρτητους πελάτες στην εγχώρια αγορά για κάθε τύπο προϊόντος κατά την περίοδο έρευνας, προκειμένου να αποφασίσει αν θα χρησιμοποιηθούν οι πραγματικές εγχώριες πωλήσεις για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

    (134)

    Η κανονική αξία βασίζεται στην πραγματική εγχώρια τιμή ανά τύπο προϊόντος, ανεξάρτητα από το αν οι εν λόγω πωλήσεις είναι κερδοφόρες ή όχι, αν:

    α)

    ο όγκος πωλήσεων του τύπου προϊόντος που πωλήθηκε σε καθαρή τιμή πώλησης ίση ή μεγαλύτερη από το υπολογισμένο κόστος παραγωγής αντιπροσώπευε πάνω από το 80 % του συνολικού όγκου πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος· και

    β)

    η σταθμισμένη μέση τιμή πώλησης του συγκεκριμένου τύπου προϊόντος είναι ίση ή υψηλότερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής.

    (135)

    Στην περίπτωση αυτή, η κανονική αξία είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών όλων των εγχώριων πωλήσεων του εν λόγω τύπου προϊόντος κατά τη διάρκεια της ΠΕ.

    (136)

    Η κανονική αξία είναι η πραγματική εγχώρια τιμή ανά τύπο προϊόντος μόνο των κερδοφόρων εγχώριων πωλήσεων των τύπων προϊόντος κατά τη διάρκεια της ΠΕ, αν:

    α)

    ο όγκος των κερδοφόρων πωλήσεων του τύπου προϊόντος αντιπροσωπεύει το πολύ 80 % του συνολικού όγκου των πωλήσεων του τύπου αυτού· ή

    β)

    η σταθμισμένη μέση τιμή του συγκεκριμένου τύπου προϊόντος είναι χαμηλότερη από το μοναδιαίο κόστος παραγωγής.

    (137)

    Η ανάλυση των εγχώριων πωλήσεων έδειξε ότι τουλάχιστον 80 % των εγχώριων πωλήσεων κάθε τύπου προϊόντος ήταν κερδοφόρες και ότι η μέση σταθμισμένη τιμή πώλησής τους ήταν υψηλότερη από το κόστος παραγωγής. Επομένως, για τους συγκεκριμένους τύπους προϊόντος η κανονική αξία υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών όλων των εγχώριων πωλήσεων κατά την ΠΕ.

    (138)

    Για ορισμένους τύπους προϊόντος για τους οποίους οι πωλήσεις ενός τύπου προϊόντος του ομοειδούς προϊόντος ήταν μηδενικές ή ανεπαρκείς κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις ή όταν ένας τύπος προϊόντος δεν πωλούνταν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες στην εγχώρια αγορά, η Επιτροπή κατασκεύασε την κανονική αξία σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 6 του βασικού κανονισμού, εκτός από τις περιπτώσεις που κρίθηκε σκοπιμότερο να χρησιμοποιηθεί η τιμή ενός επαρκώς συγκρίσιμου τύπου προϊόντος που πωλούνταν στην εγχώρια αγορά, η οποία θα μπορούσε να προσαρμοστεί για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές ως προς τα φυσικά χαρακτηριστικά, ώστε να εξασφαλιστεί δίκαιη σύγκριση με τη σχετική τιμή εξαγωγής, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 145.

    (139)

    Για ορισμένους τύπους προϊόντος, η κανονική αξία κατασκευάστηκε με την προσθήκη των ακόλουθων στοιχείων στο μέσο κόστος παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος κατά την περίοδο έρευνας:

    α)

    των μέσων σταθμισμένων εξόδων πώλησης καθώς και των γενικών και διοικητικών εξόδων (στο εξής: ΓΔΕΠ) με τα οποία επιβαρύνθηκαν οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος επί των εγχώριων πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος, στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων, κατά την ΠΕ· και

    β)

    του μέσου σταθμισμένου κέρδους που αποκόμισαν οι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος επί των εγχώριων πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος, στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων, κατά την ΠΕ.

    (140)

    Για τους τύπους προϊόντος που δεν πωλήθηκαν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες στην εγχώρια αγορά, προστέθηκαν τα μέσα ΓΔΕΠ και το μέσο κέρδος των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων στην εγχώρια αγορά για τους συγκεκριμένους τύπους προϊόντος. Για τους τύπους προϊόντος που δεν πωλήθηκαν καθόλου στην εγχώρια αγορά, προστέθηκαν τα σταθμισμένα μέσα έξοδα ΓΔΕΠ και το σταθμισμένο μέσο κέρδος όλων των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων στην εγχώρια αγορά.

    3.2.   Τιμή εξαγωγής

    (141)

    Οι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος εξήγαν στην Ένωση μέσω συνδεδεμένων εταιρειών που ενεργούσαν ως εισαγωγείς στην Ένωση.

    (142)

    Ως εκ τούτου, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλήθηκε για πρώτη φορά σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές στην τιμή για όλα τα έξοδα που ανέκυψαν μεταξύ εισαγωγής και μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ΓΔΕΠ, καθώς και για τα πραγματοποιούμενα κέρδη.

    (143)

    Όσον αφορά το περιθώριο κέρδους, λόγω της έλλειψης συνεργασίας εκ μέρους οποιουδήποτε μη συνδεδεμένου εισαγωγέα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 38, η Επιτροπή αποφάσισε να καταφύγει στο περιθώριο κέρδους που χρησιμοποιήθηκε σε προηγούμενη διαδικασία σχετικά με άλλο χημικό προϊόν που κατασκευάζεται από παρόμοιο κλάδο παραγωγής και εισάγεται υπό παρόμοιες συνθήκες, δηλαδή σε περιθώριο κέρδους 6,89 % (27) το οποίο καθορίστηκε στο πλαίσιο της πρόσφατης έρευνας σχετικά με τις πολυβινυλικές αλκοόλες (PVA).

    3.3.   Σύγκριση

    (144)

    Η Επιτροπή συνέκρινε την κανονική αξία με την τιμή εξαγωγής των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος βάσει τιμών εκ του εργοστασίου.

    (145)

    Όπου δικαιολογούνταν από την ανάγκη εξασφάλισης δίκαιης σύγκρισης, η Επιτροπή προσάρμοσε την κανονική αξία και/ή την τιμή εξαγωγής, ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στα φυσικά χαρακτηριστικά, στα έξοδα διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, στα έξοδα μεταφοράς στην οικεία χώρα, στην εγχώρια ασφάλιση, στους εγχώριους θαλάσσιους ναύλους, στους ναύλους στην Ένωση, στο πιστωτικό κόστος, στα τραπεζικά έξοδα, στους θαλάσσιους ναύλους, στην ασφάλιση θαλάσσιων μεταφορών, στα έξοδα συσκευασίας, στις δαπάνες εγγύησης, καθώς και στις προμήθειες.

    (146)

    Πραγματοποιήθηκε προσαρμογή βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο θ) για πωλήσεις μέσω συνδεδεμένων εμπορικών εταιρειών. Διαπιστώθηκε ότι οι εργασίες των εμπόρων στη Σινγκαπούρη και στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου. Οι έμποροι αυτοί αναζητούσαν πελάτες, είχαν επαφές μαζί τους, είχαν την ευθύνη της διαδικασίας πώλησης, λάμβαναν περιθώριο κέρδους για τις υπηρεσίες τους και εμπορεύονταν ευρύ φάσμα προϊόντων εκτός από το οικείο προϊόν. Η προσαρμογή συνίστατο στα έξοδα ΓΔΕΠ των εμπορικών εταιρειών και στο κέρδος που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 143.

    (147)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα με τον συνδεδεμένο έμπορό της στη Σινγκαπούρη, την WTPL, και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να γίνουν προσαρμογές βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο θ) του βασικού κανονισμού για τις πωλήσεις που πραγματοποίησε η WTPL. Στην εμπιστευτική έκδοση των παρατηρήσεών της, η Wilmar ανέλυσε με περισσότερες λεπτομέρειες τον ισχυρισμό αυτόν. Επιπλέον, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι, ακόμη και αν η Wilmar και η WTPL δεν αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα, οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο θ) του βασικού κανονισμού δεν πληρούνταν στην περίπτωση των πωλήσεων της Wilmar μέσω της WETBV και της Volac Wilmar Feed Ingredients Ltd (στο εξής: VWFI). Η Wilmar επισήμανε η WETBV και η VWFI —και όχι η WTPL— αναζητούσαν πελάτες, είχαν επαφές μαζί τους, είχαν την ευθύνη της διαδικασίας πώλησης και λάμβαναν περιθώριο κέρδους για τις υπηρεσίες τους. Η Wilmar επικαλέστηκε τις συμβάσεις πώλησης, τις εντολές αγοράς, τα τιμολόγια, τις φορτωτικές, τα έγγραφα εκκαθάρισης, τις βεβαιώσεις εκκαθάρισης και τα αντίγραφα κίνησης τραπεζικών λογαριασμών που απευθύνονται στην WETBV και στην VWFI, και όχι στην WTPL. Ως εκ τούτου, η WTPL δεν είχε καμία συμμετοχή στις πωλήσεις που πραγματοποίησαν η WETBV και η VWFI σε μη συνδεδεμένα μέρη στην ΕΕ και, συνεπώς, δεν εκτελούσε εργασίες παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να πραγματοποιηθεί προσαρμογή για τα ΓΔΕΠ και το κέρδος της WTPL για τις πωλήσεις της ΕΕ που πραγματοποίησε η Wilmar μέσω της WETBV και της VWFI. Η Wilmar αναφέρθηκε επίσης στην έρευνα αντιντάμπινγκ για τις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας (28). Στην εν λόγω έρευνα, Ρώσος εξαγωγέας είχε πωλήσει αρχικά το υπό έρευνα προϊόν σε συνδεδεμένο έμπορο στην Ελβετία ο οποίος στη συνέχεια το μεταπώλησε στον συνδεδεμένο εισαγωγέα στην ΕΕ, και η Επιτροπή προσάρμοσε τις τιμές πώλησης σε μη συνδεδεμένο πελάτη στην ΕΕ μόνο για τα ΓΔΕΠ και το κέρδος του συνδεδεμένου εισαγωγέα στην ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, αλλά όχι για το κέρδος του συνδεδεμένου εμπόρου στην Ελβετία. Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των συμπληρωματικών τελικών συμπερασμάτων, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι, καθώς η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μεθοδολογία της έρευνας για το βιοντίζελ (η οποία αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 163) όσον αφορά την P.T. Musim Mas για τον υπολογισμό της τιμή εξαγωγής, βάσει της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων, η Επιτροπή θα πρέπει να χρησιμοποιήσει και για την WINA τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα για το βιοντίζελ και, συγκεκριμένα, να κατασκευάσει τιμή εξαγωγής χωρίς αφαίρεση των εξόδων ΓΔΕΠ και του κέρδους της WTPL.

    (148)

    Η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά τις παρατηρήσεις που έλαβε από την Wilmar ύστερα από την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων και ύστερα από τις κοινοποιήσεις των συμπληρωματικών τελικών συμπερασμάτων, και βάσει όλων των σχετικών παραγόντων, έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσίασε η Wilmar δικαιολογούσαν την αντιμετώπιση της Wilmar και της WTPL ως ενιαίας οικονομικής οντότητας.

    (149)

    Επιπλέον, η Wilmar αμφισβήτησε τη χρήση του περιθωρίου κέρδους 6,89 % που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 143, ισχυριζόμενη ότι είναι παρωχημένο, ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις πρόσφατες εξελίξεις της αγοράς, όπως οι σημαντικές διακυμάνσεις των τιμών των πρώτων υλών και του κόστους μεταφοράς, και ότι δεν είναι εφαρμόσιμο στο οικείο προϊόν.

    (150)

    Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 38, κανένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας δεν συνεργάστηκε κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έρευνας. Ως εκ τούτου, ελλείψει εναλλακτικών στοιχείων στον φάκελο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, η Επιτροπή αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το περιθώριο κέρδους που καθορίστηκε στην πρόσφατη έρευνα για τις πολυβινυλικές αλκοόλες (PVA). Το εν λόγω περιθώριο κέρδους αποτελεί την πλέον αντικειμενική διαθέσιμη βάση για να καταστεί δυνατή η ικανοποιητική εκτίμηση της τιμής εξαγωγής υπό συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, εύλογης τιμής εξαγωγής, με βάση τα λεπτομερή στοιχεία για τις πωλήσεις παρόμοιου προϊόντος. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η Wilmar δεν πρότεινε άλλες εναλλακτικές λύσεις. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (151)

    Η Wilmar επισήμανε επίσης ότι το περιθώριο κέρδους που καθορίστηκε στην έρευνα για τις πολυβινυλικές αλκοόλες (PVA) αφορούσε μη συνδεδεμένο εισαγωγέα στην Ένωση και, ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην παρούσα υπόθεση για την προσαρμογή των κερδών ενός εμπόρου σε τρίτη χώρα, του οποίου η δραστηριότητα είναι διαφορετική από εκείνη ενός εισαγωγέα στην Ένωση.

    (152)

    Αποτελεί πρακτική της Επιτροπής να χρησιμοποιεί το κέρδος ενός μη συνδεδεμένου εισαγωγέα στην Ένωση ως υποκατάστατης μεταβλητής του κέρδους ενός εμπόρου σε τρίτη χώρα ελλείψει εναλλακτικών στοιχείων στον φάκελο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η Wilmar δεν πρότεινε άλλες εναλλακτικές λύσεις. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (153)

    Όσον αφορά την κατασκευή της κανονικής αξίας για τον PCN (αριθμός ελέγχου προϊόντος) του οποίου οι πωλήσεις θεωρήθηκε ότι δεν πραγματοποιούνταν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις λόγω της τιμής, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή έπρεπε να είχε υπολογίσει το περιθώριο κέρδους με βάση το σύνολο των εγχώριων πωλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πωλήσεων που αφορούσαν τον PCN για τον οποίο έπρεπε να κατασκευαστεί η κανονική αξία. Σύμφωνα με τη Wilmar, δεδομένου ότι, συνολικά για όλους τους PCN συνδυαστικά, οι κερδοφόρες εγχώριες πωλήσεις αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80 % των συνολικών εγχώριων πωλήσεων, πρέπει να θεωρηθεί ότι το σύνολο των εγχώριων πωλήσεων πραγματοποιούνται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις.

    (154)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι το επιχείρημα της Wilmar είναι εγγενώς αντιφατικό και, σε κάθε περίπτωση, συνδυάζει δύο διατάξεις του βασικού κανονισμού. Πρώτον, όσον αφορά την εγγενή αντίφαση, το επιχείρημα της Wilmar δεν λαμβάνει υπόψη ότι ο έλεγχος των συνήθων εμπορικών πράξεων διεξάγεται στο επίπεδο κάθε PCN. Σκοπός είναι να καθοριστεί, για κάθε PCN, αν οι σχετικές πωλήσεις πραγματοποιούνται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις σε σχέση με το σχετικό κόστος. Στην προκειμένη περίπτωση, έπρεπε να κατασκευαστεί η κανονική αξία για τον εν λόγω PCN επειδή θεωρήθηκε ότι οι πωλήσεις αυτού του PCN δεν πραγματοποιούνταν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Παρότι η Wilmar δεν αμφισβητεί το συμπέρασμα το οποίο συνάχθηκε βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 4 τρίτο εδάφιο, υποστηρίζει ότι οι ίδιες ακριβώς πωλήσεις έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό του περιθωρίου κέρδους κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6. Η Επιτροπή διαφώνησε. Οι πωλήσεις που θεωρήθηκαν νομίμως ότι δεν πραγματοποιούνταν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από τον καθορισμό της κανονικής αξίας (κάτι το οποίο η Wilmar δεν αμφισβητεί) δεν μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό περιθωρίου κέρδους κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (155)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι για τους τύπους προϊόντος που πωλούνται τόσο στην εγχώρια όσο και στην εξαγωγική αγορά, κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας, η Επιτροπή έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει τα στοιχεία του κόστους παραγωγής για τις εξαγωγές [πίνακας EUCOP (κόστος παραγωγής για τις εξαγωγές στην ΕΕ) και όχι DMCOP (κόστος παραγωγής για την εγχώρια αγορά)]. Στο πλαίσιο αυτό, η Wilmar αναφέρθηκε στην απόφαση στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C273/85 και C-107/86 (29), η σκέψη 16 της οποίας αναφέρει ότι «σκοπός της κατασκευής της κανονικής αξίας είναι ο καθορισμός της τιμής πωλήσεως ενός προϊόντος ως εάν το προϊόν αυτό επωλείτο εντός της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής του».

    (156)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι η ίδια σκέψη της ίδιας απόφασης αναφέρει ότι «Κατά συνέπεια, εκείνα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι ακριβώς τα έξοδα που αφορούν τις πωλήσεις στην εσωτερική αγορά», και, επομένως, το κόστος παραγωγής στην εγχώρια αγορά. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η κανονική αξία είναι η πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, από ανεξάρτητους πελάτες στη χώρα εξαγωγής και, ως εκ τούτου, για την κατασκευή της κανονικής αξίας, η Επιτροπή πρέπει να χρησιμοποιεί το κόστος παραγωγής για το προϊόν που πωλείται στην εγχώρια αγορά και όχι για το εξαγόμενο προϊόν. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (157)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι οι συνδεδεμένες πωλήσεις του εισαγωγέα της στην Ένωση θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί πάγια πρακτική της Επιτροπής να εξαιρεί από τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ τις πωλήσεις που πραγματοποιούνται σε συνδεδεμένα μέρη για δέσμια χρήση, καθώς στις περιπτώσεις αυτές είναι αδύνατο να καθοριστεί τιμή εξαγωγής με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλήθηκε για πρώτη φορά σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού.

    (158)

    Η Επιτροπή διαφώνησε μ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Η Επιτροπή δεν ακολουθεί τέτοια πρακτική. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την έκθεση συμμόρφωσης του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου για την υπόθεση ΕΚ — Συνδετήρες (DS397) (30), οι υπολογισμοί του ντάμπινγκ πρέπει να καλύπτουν το 100 % των εξαγωγικών συναλλαγών. Επιπλέον, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, αν τα προϊόντα δεν μεταπωλούνται σε ανεξάρτητο αγοραστή, η τιμή είναι δυνατό να καθορίζεται με οποιαδήποτε εύλογη βάση. Ως εκ τούτου, λαμβανομένου υπόψη ότι ο όγκος αυτών των πωλήσεων αντιπροσωπεύει περίπου το 1 % των συνολικών εξαγωγών στην Ένωση και δεδομένου ότι η τιμή από συνδεδεμένους πελάτες είναι ελαφρώς χαμηλότερη από την τιμή από μη συνδεδεμένους πελάτες, η Επιτροπή αναθεώρησε τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής χρησιμοποιώντας την τιμή σε μη συνδεδεμένους πελάτες ως υποκατάσταση μεταβλητή για την τιμή σε συνδεδεμένους πελάτες για τους ίδιους τύπους προϊόντος.

    (159)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι τα έξοδα ΓΔΕΠ του συνδεδεμένου εισαγωγέα της στην Ένωση θα πρέπει να καθοριστούν χωρίς το οικονομικό κόστος. Στην εμπιστευτική έκδοση των παρατηρήσεών της, η Wilmar ανέλυσε με περισσότερες λεπτομέρειες τον ισχυρισμό αυτόν.

    (160)

    Η Επιτροπή διαφώνησε μ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με την εκτίμηση της Επιτροπής παρασχέθηκαν στη Wilmar στην κοινοποίηση που αφορά τη συγκεκριμένη εταιρεία, καθώς περιλαμβάνονταν εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες.

    (161)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή αφαίρεσε δύο φορές ορισμένες δαπάνες της WETBV, τη μία φορά ως προσαρμογή κατά τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής και στη συνέχεια τη συμπεριέλαβε στα ΓΔΕΠ. Στην εμπιστευτική έκδοση των παρατηρήσεών της, η Wilmar ανέλυσε με περισσότερες λεπτομέρειες τον ισχυρισμό αυτόν.

    (162)

    Ο εν λόγω ισχυρισμός κρίθηκε δικαιολογημένος και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμφώνησε να αναθεωρήσει αναλόγως τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής.

    (163)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Musim Mas ισχυρίστηκε ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στις αιτιολογικές σκέψεις 388 έως 400, ότι το κόστος παραγωγής των εγχώριων πωλήσεων στρεβλώθηκε από τους εξαγωγικούς δασμούς και τις εισφορές κατά την εξαγωγή που επέβαλλε η κυβέρνηση της Ινδονησίας στο ακατέργαστο φοινικέλαιο και στο ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο, σε συνδυασμό με μέγιστη τιμή, αυτό σήμαινε ότι και το περιθώριο κέρδους που προέκυπτε από τη σύγκριση του κόστους παραγωγής για τις εγχώριες πωλήσεις με τις εγχώριες πωλήσεις ήταν στρεβλωμένο και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως περιθώριο κέρδους για την κατασκευασμένη κανονική αξία. Στο πλαίσιο αυτό, ο όμιλος Musim Mas αναφέρθηκε στην έρευνα Βιοντίζελ (31) στην οποία η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε το πραγματικό κέρδος των εγχώριων πωλήσεων. Επιπλέον, ο όμιλος Musim Mas επισήμανε ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε κέρδος 6 % ως δείκτη αναφοράς για την ανάλυση την οποία πραγματοποίησε για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ενώ χρησιμοποίησε περιθώριο κέρδους εννέα φορές υψηλότερο για την κατασκευή της κανονικής αξίας. Ως εκ τούτου, ο όμιλος Musim Mas επισήμανε ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε μη εύλογο περιθώριο κέρδους για την κατασκευή της κανονικής αξίας. Επιπλέον, ο όμιλος Musim Mas επισήμανε ότι, καθώς η Επιτροπή χρησιμοποίησε το στρεβλωμένο κόστος για τον υπολογισμό του στρεβλωμένου κέρδους, αυτό είχε ως αποτέλεσμα στρεβλωμένο περιθώριο ντάμπινγκ υψηλότερο από το περιθώριο ζημίας, το οποίο, με τη σειρά του, δημιούργησε μια κατάσταση κατά την οποία η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεστεί το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού για να διερευνήσει το ίδιο αυτό κόστος και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω κόστος ήταν στρεβλωμένο. Ως εκ τούτου, ο όμιλος Musim Mas επισήμανε ότι η Επιτροπή θα πρέπει είτε να χρησιμοποιήσει μη στρεβλωμένο ποσοστό κέρδους για την κατασκευή της κανονικής αξίας στον οικείο υπολογισμό του ντάμπινγκ πριν από την εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2α είτε να μην εφαρμόσει καθόλου το άρθρο 7 παράγραφος 2α.

    (164)

    Η Επιτροπή διαφωνεί με τον ισχυρισμό αυτόν. Η Musim Mas συνδυάζει διαφορετικές διατάξεις του βασικού κανονισμού, δηλαδή το άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 7 για τον καθορισμό της κανονικής αξίας και το άρθρο 7 παράγραφος 2α για τον καθορισμό του επιπέδου των μέτρων. Η Επιτροπή δεν μπορεί κατά κανόνα να παραβλέπει το πραγματικό κέρδος των εξαγωγέων των εγχώριων πωλήσεων για την κατασκευή της κανονικής αξίας σε μια χώρα, εκτός εάν αυτό μπορεί να απορριφθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 ή παράγραφος 6α του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού δεν καλύπτει τον υπολογισμό της κανονικής αξίας. Το άρθρο 7 παράγραφος 2α επιτρέπει στην Επιτροπή να καθορίζει τα μέτρα στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ στις περιπτώσεις στις οποίες η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται την ύπαρξη στρεβλώσεων όσον αφορά τις πρώτες ύλες και η έρευνα επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς αυτούς. Η κανονική αξία υπολογίζεται ανεξάρτητα από τη διάταξη αυτή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραβλέπει το περιθώριο κέρδους των εγχώριων πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις. Όσον αφορά τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην έρευνα Βιοντίζελ στην οποία αναφέρθηκε ο όμιλος Musim Mas, τονίζεται ότι η μεθοδολογία αυτή απορρίφθηκε τόσο από το Γενικό Δικαστήριο στις υποθέσεις Musim Mas κατά Συμβουλίου (32), Pelita Agung Agrindustri κατά Συμβουλίου (33) και Wilmar Bioenergi Indonesia και Wilmar Nabati Indonesia κατά Συμβουλίου (34) όσο και από την ειδική ομάδα του ΠΟΕ στην υπόθεση ΕΕ — Βιοντίζελ (Ινδονησία) (35). Όσον αφορά το περιθώριο κέρδους 6 % στο οποίο αναφέρθηκε ο όμιλος Musim Mas, πρόκειται για τον στόχο κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ο οποίος είναι διαφορετική έννοια από το περιθώριο κέρδους των εγχώριων πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις για τους εξαγωγείς. Ο στόχος κερδοφορίας είναι το ελάχιστο κέρδος που προβλέπεται στον βασικό κανονισμό για τον υπολογισμό της τιμής-στόχου και του περιθωρίου ζημίας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (165)

    Ο όμιλος Musim Mas ανέφερε επίσης ότι η ICOF Singapore λειτουργεί ως μονάδα μάρκετινγκ της Musim Mas Holdings (στο εξής: MMH) και των θυγατρικών της. Η MMH είναι η επικεφαλής του ομίλου μητρική εταιρεία διαφόρων οντοτήτων. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον όμιλο Musim Mas, η MMH είναι ενοποιημένη εταιρική νομική οντότητα που αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι η Musim Mas ανήκει κατά 95 % στη Musim Mas Resources, η οποία με τη σειρά της ανήκει κατά 99,95 % στη MMH. Η ICOF Europe είναι κατά 100 % θυγατρική της ICOF Singapore. Επιπροσθέτως, ο όμιλος Musim Mas επισήμανε ότι όλοι οι λογαριασμοί, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών για τα κέρδη και τις ζημίες, ήταν ενοποιημένοι στη MMH. Ως εκ τούτου, αναφέρθηκε ότι, δεδομένου ότι η MMH αποτελεί ενιαία οικονομική οντότητα, το κέρδος που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του ποσοστού ντάμπινγκ για τον όμιλο Musim Mas θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα κέρδη για τη MMH και τη θυγατρική της, καθώς η Musim Mas, η ICOF Singapore και η ICOF Europe είναι όλες θυγατρικές της MMH. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν θα πρέπει να αφαιρέσει το ποσοστό κέρδους 6,9 % για τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσω της ICOF Europe, διότι αυτό θα οδηγούσε σε διπλή προσαρμογή του κέρδους που θα προέκυπτε από το κέρδος στην κατασκευασμένη κανονική αξία ή από το κέρδος από τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στην εγχώρια αγορά. Επιπλέον, αναφέρθηκε ότι, όσον αφορά την ICOF Singapore, η Επιτροπή δεν έπρεπε να είχε αφαιρέσει το υποθετικό κέρδος του 6,9 % και τα πραγματικά ΓΔΕΠ της ICOF Singapore. Στο πλαίσιο αυτό, ο όμιλος Musim Mas αναφέρθηκε στην έρευνα Βιοντίζελ, κατά την οποία η Επιτροπή αφαίρεσε το πραγματικό περιθώριο κέρδους της ICOF Singapore για το βιοντίζελ.

    (166)

    Η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό του ομίλου Musim Mas ότι η Musim Mas και η ICOF Singapore αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα. Η Επιτροπή δεν έκρινε ότι η Musim Mas είχε αποδείξει, με βάση όλους τους σχετικούς παράγοντες, ότι η Musim Mas και η ICOF Singapore αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα. Στην πραγματικότητα, η έρευνα αποκάλυψε ότι οι πωλήσεις μεταξύ της Musim Mas και της ICOF Singapore διέπονται από συμφωνία-πλαίσιο. Επιπλέον, όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 146, η ICOF Singapore προέβη σε εμπορικές συναλλαγές μεγάλου φάσματος προϊόντων εκτός του οικείου προϊόντος και δεν συμμετείχε σε καμία από τις εγχώριες πωλήσεις της Musim Mas. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την εκτίμηση της Επιτροπής παρασχέθηκαν στην Musim Mas στην ειδική προς αυτήν κοινοποίηση διότι περιείχε εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες.

    (167)

    Ωστόσο, με βάση την εν λόγω συμφωνία-πλαίσιο, η Επιτροπή αναθεώρησε τον υπολογισμό της τιμής εξαγωγής για τις πωλήσεις μέσω της ICOF Singapore αφαιρώντας το πραγματικό περιθώριο κέρδους από την τιμή εξαγωγής αντί για το κέρδος του μη συνδεδεμένου εισαγωγέα και τα ΓΔΕΠ της ICOF Singapore.

    (168)

    Όσον αφορά τις εξαγωγικές πωλήσεις μέσω του συνδεδεμένου εισαγωγέα ICOF Europe, η Επιτροπή διαφωνεί με τον ισχυρισμό ότι δεν θα πρέπει να αφαιρεθούν το κέρδος του μη συνδεδεμένου εισαγωγέα και τα ΓΔΕΠ. Δεδομένου ότι η ICOF Europe είναι εισαγωγέας στην Ένωση, η τιμή εξαγωγής των πωλήσεών της στην Ένωση θα πρέπει να καθοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού.

    3.4.   Περιθώρια ντάμπινγκ

    (169)

    Για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος, η Επιτροπή συνέκρινε τη μέση σταθμισμένη κανονική αξία κάθε τύπου του ομοειδούς προϊόντος με τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής του αντίστοιχου τύπου του οικείου προϊόντος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού.

    (170)

    Βάσει αυτής της σύγκρισης, τα οριστικά μέσα σταθμισμένα περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή του δασμού, έχουν ως εξής:

    Εταιρεία

    Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ

    P.T. Musim Mas

    46,4 %

    P.T. Wilmar Nabati Indonesia

    15,2 %

    (171)

    Για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς εκτός δείγματος, η Επιτροπή υπολόγισε το μέσο σταθμισμένο περιθώριο ντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού. Επομένως, το συγκεκριμένο περιθώριο καθορίστηκε βάσει των περιθωρίων των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος.

    (172)

    Στη βάση αυτή, το οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων εκτός δείγματος είναι 26,6 %.

    (173)

    Για όλους τους υπόλοιπους παραγωγούς-εξαγωγείς της Ινδονησίας, η Επιτροπή καθόρισε το περιθώριο ντάμπινγκ με βάση τα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού. Προς τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή προσδιόρισε το επίπεδο συνεργασίας των παραγωγών-εξαγωγέων. Το επίπεδο συνεργασίας είναι ο όγκος των εξαγωγών των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων στην Ένωση, εκφρασμένος ως ποσοστό των συνολικών εισαγωγών από την οικεία χώρα στην Ένωση κατά την ΠΕ, οι οποίες καθορίστηκαν με βάση τη μεθοδολογία που εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 195.

    (174)

    Το επίπεδο συνεργασίας στην προκειμένη περίπτωση είναι υψηλό, διότι οι εξαγωγές των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων κάλυπταν το σύνολο των εισαγωγών κατά την ΠΕ. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή αποφάσισε να καθορίσει το περιθώριο ντάμπινγκ για τους μη συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς στο επίπεδο της εταιρείας του δείγματος με το υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ.

    (175)

    Τα οριστικά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή δασμού, έχουν ως εξής:

    Εταιρεία

    Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ

    P.T. Musim Mas

    46,4 %

    P.T. Wilmar Nabati Indonesia

    15,2 %

    Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

    26,6 %

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    46,4 %

    (176)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Greven ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρκετά διαφανής όσον αφορά τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και ότι έπρεπε να κοινοποιήσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το θέμα αυτό.

    (177)

    Η Επιτροπή διαφώνησε μ’ αυτόν τον ισχυρισμό. Η μεθοδολογία υπολογισμού επεξηγείται πλήρως στις αιτιολογικές σκέψεις 129 έως 175. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν μπορεί να κοινοποιήσει σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη τους υπολογισμούς των ατομικών περιθωρίων ντάμπινγκ των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος, καθώς οι εν λόγω υπολογισμοί περιλαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες. Η Επιτροπή κοινοποίησε τις λεπτομέρειες των υπολογισμών στους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος και αυτοί μπόρεσαν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με το θέμα αυτό. Η Επιτροπή εξέτασε τις παρατηρήσεις αυτές στις αιτιολογικές σκέψεις 147 έως 168 και αναθεώρησε τους υπολογισμούς κατά περίπτωση. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (178)

    Ο όμιλος Greven ισχυρίστηκε επίσης ότι η μεγάλη διαφορά μεταξύ των περιθωρίων ντάμπινγκ των δύο παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος δεν φαινόταν εύλογη.

    (179)

    Τα περιθώρια ντάμπινγκ των δύο παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος υπολογίστηκαν με βάση τα δικά τους στοιχεία για τις πωλήσεις και το κόστος, τα οποία επαληθεύτηκαν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις τους. Το γεγονός ότι για έναν παραγωγό-εξαγωγέα το περιθώριο ντάμπινγκ ήταν υψηλότερο απ’ ό, τι για τον άλλο δεν έχει σημασία. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    4.   ΖΗΜΙΑ

    4.1.   Ορισμός του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της ενωσιακής παραγωγής

    (180)

    Από την έρευνα προέκυψε ότι 15 παραγωγοί στην Ένωση παρασκεύαζαν το ομοειδές προϊόν κατά την περίοδο έρευνας. Οι παραγωγοί αυτοί αποτελούν τον «ενωσιακό κλάδο παραγωγής» κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

    (181)

    Η συνολική ενωσιακή παραγωγή κατά την περίοδο έρευνας προσδιορίστηκε σε περίπου 872 000 τόνους. Η Επιτροπή προσδιόρισε τον αριθμό αυτόν με βάση τα μακροοικονομικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο ερωτηματολόγιο που υπέβαλε η CUTFA. Οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος αντιπροσώπευαν περίπου το 61 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος.

    (182)

    Η Wilmar και ο όμιλος Musim Mas ισχυρίστηκαν ότι ορισμένοι ενωσιακοί παραγωγοί θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής λόγω της σχέσης με τους Ινδονήσιους και Μαλαισιανούς παραγωγούς του οικείου προϊόντος. Ειδικότερα, η Wilmar και ο όμιλος Musim Mas επισήμαναν ότι η KLK, ενωσιακός παραγωγός που συμπεριλήφθηκε στο δείγμα, ανήκε σε μαλαισιανό όμιλο συνδεδεμένο με παραγωγό λιπαρών οξέων στην Ινδονησία. Η Wilmar και ο όμιλος Musim Mas επισήμαναν επίσης ότι η Oleon είναι συνδεδεμένη με Μαλαισιανό παραγωγό λιπαρών οξέων, την Oleon Asia-Pacific Sdn Bhd και την Oleon Port Klang Sdn Bhd, ο οποίος εξήγε στην Ένωση και ανταγωνιζόταν τις εισαγωγές της Ινδονησίας. Η κυβέρνηση της Ινδονησίας ζήτησε επίσης από την Επιτροπή να εξετάσει αυτόν τον ισχυρισμό.

    (183)

    Από την εξέταση του ανωτέρω ισχυρισμού προέκυψε ότι η KLK εισήγε περιορισμένες ποσότητες λιπαρών οξέων από την Ινδονησία και ότι λιγότερο από το 5 % των πωλήσεών της στην Ένωση ήταν μεταπωλήσεις εισαγόμενων προϊόντων. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Oleon ήταν συνδεδεμένη με εταιρεία στη Μαλαισία δεν έχει σημασία για την τρέχουσα έρευνα, καθώς η παρούσα έρευνα καλύπτει τις εισαγωγές από την Ινδονησία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι δεν συνέτρεχαν λόγοι εξαίρεσης της εν λόγω εταιρείας από τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, είτε επειδή είναι εισαγωγέας λιπαρών οξέων είτε λόγω της σχέσης της με εταιρείες στην Ινδονησία ή τη Μαλαισία.

    (184)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι η Temix International — Temix Oleo ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών της P.T. Sinar Mas Agro Resources and Technology TbK που είναι Ινδονήσιος παραγωγός-εξαγωγέας. Η Golden Agri Resources Ltd κατείχε το 92 % των μετοχών της P.T. Sinar Mas και το 25 % της Temix Oleo S.r.l. Ως εκ τούτου, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι, βάσει αυτής της σχέσης, η Temix Oleo S.r.l θα πρέπει να αφαιρεθεί από τον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (185)

    Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Temix International — Temix Oleo δεν ήταν παραγωγός του δείγματος και τα στοιχεία που αφορούν την εν λόγω εταιρεία χρησιμοποιήθηκαν μόνο για τον καθορισμό των μακροοικονομικών τάσεων, όπως οι πωλήσεις και ο όγκος παραγωγής. Δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά δεν μπορούσαν να στρεβλωθούν από την ύπαρξη σχέσης με παραγωγό-εξαγωγέα, δεν κρίθηκε σκόπιμο να εξεταστεί περαιτέρω το θέμα αυτό.

    4.2.   Ενωσιακή κατανάλωση

    (186)

    Η Επιτροπή προσδιόρισε την ενωσιακή κατανάλωση με βάση τα στοιχεία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που υπέβαλε η CUTFA, και τα οποία επαληθεύτηκαν, σχετικά με τις πωλήσεις στην ελεύθερη αγορά της ΕΕ και τις μεταφορές για δέσμια χρήση και από τους 15 παραγωγούς που περιλαμβάνονται στον ορισμό του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Στοιχεία για τους όγκους των εισαγωγών από όλες τις χώρες ελήφθησαν από την Eurostat.

    (187)

    Τα λιπαρά οξέα πωλούνται συνήθως στην ελεύθερη αγορά, αλλά μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν ως ενδιάμεσο υλικό για την παρασκευή προϊόντων επόμενου σταδίου. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι περίπου το 11 % της παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος από τους ενωσιακούς παραγωγούς προοριζόταν για δέσμια χρήση. Οι ποσότητες αυτές απλώς μεταβιβάστηκαν (χωρίς τιμολόγηση) και/ή παραδόθηκαν σε τιμές μεταβίβασης εντός της ίδιας εταιρείας ή των ίδιων ομίλων εταιρειών για περαιτέρω κατάντη μεταποίηση.

    (188)

    Η Επιτροπή, για να δώσει την πληρέστερη δυνατή εικόνα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, συγκέντρωσε στοιχεία για τη συνολική δραστηριότητα όσον αφορά το προϊόν και προσδιόρισε την παραγωγή που προοριζόταν για δέσμια χρήση και την παραγωγή που προοριζόταν για την ελεύθερη αγορά.

    (189)

    Ο πίνακας 1 κατωτέρω δείχνει ότι μόνο ένα μικρό μέρος της συνολικής παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής προοριζόταν για δέσμια χρήση κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Δείχνει επίσης ότι η δέσμια αγορά παρέμεινε σταθερή στο 8 % περίπου της κατανάλωσης κατά την εν λόγω περίοδο. Για λόγους πληρότητας, και κατά περίπτωση, τα αριθμητικά στοιχεία για τη μικρή δέσμια αγορά παρουσιάζονται και αναλύονται χωριστά στο πλαίσιο της συνολικής αξιολόγησης του σχετικού δείκτη ζημίας. Για τους άλλους δείκτες, όπως είναι η παραγωγή, η παραγωγική ικανότητα, η παραγωγικότητα, η απασχόληση και οι μισθοί, τα μεγέθη που αναφέρονται παρακάτω αφορούν το σύνολο της δραστηριότητας και δεν θεωρήθηκε αναγκαίος ο διαχωρισμός των αριθμητικών στοιχείων.

    (190)

    Η ενωσιακή κατανάλωση εξελίχθηκε ως εξής:

    Πίνακας 1

    Ενωσιακή κατανάλωση σε τόνους

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Συνολική ενωσιακή κατανάλωση

    1 278 072

    1 295 034

    1 240 681

    1 219 265

    Δείκτης

    100

    101

    97

    95

    Δέσμια αγορά

    92 607

    92 409

    87 133

    94 575

    Δείκτης

    100

    100

    94

    102

    Κατανάλωση στην ελεύθερη αγορά

    1 185 465

    1 202 625

    1 153 549

    1 124 691

    Δείκτης

    100

    101

    97

    95

    Πηγή:

    CUTFA και Eurostat.

    (191)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η κατανάλωση στην ελεύθερη αγορά, στην Ένωση, μειώθηκε κατά 5 %. Λεπτομερής ανάλυση δείχνει ότι, από το 2018 έως το 2019, η αγορά της Ένωσης αυξήθηκε κατά 1 %, από περίπου 1,19 σε 1,20 εκατ. τόνους, και το 2020 μειώθηκε κατά 4 % σε περίπου 1,15 εκατ. τόνους. Κατά την ΠΕ, η κατανάλωση στην ελεύθερη αγορά μειώθηκε περαιτέρω κατά 2,5 % φτάνοντας τους 1,12 εκατ. τόνους.

    (192)

    Οι διακυμάνσεις και η συνολική μείωση που σημειώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο οφείλονταν στις εξελίξεις σε ορισμένους τομείς χρηστών, όπως η οικιακή φροντίδα, οι οποίες συχνά οφείλονταν σε παράγοντες που σχετίζονταν με την πανδημία COVID-19, ιδίως το 2020 και κατά την ΠΕ. Πέρα από αυτό το προσωρινό φαινόμενο, οι ενωσιακοί παραγωγοί θεωρούσαν ότι η ζήτηση για λιπαρά οξέα στην αγορά της Ένωσης ήταν γενικά σταθερή.

    (193)

    Οι τάσεις και οι εξελίξεις στο σύνολο της αγοράς (δηλαδή συμπεριλαμβανομένης της δέσμιας χρήσης) ήταν παρόμοιες με εκείνες που παρατηρήθηκαν στην ελεύθερη αγορά.

    (194)

    Οι εξελίξεις στη δέσμια αγορά παρουσιάζονται και αναλύονται στον πίνακα 5 κατωτέρω.

    4.3.   Εισαγωγές από την οικεία χώρα

    4.3.1.   Όγκος και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από την οικεία χώρα

    (195)

    Η Επιτροπή προσδιόρισε τον όγκο των εισαγωγών με βάση τα στοιχεία της Eurostat που συγκεντρώθηκαν για τους κωδικούς ΣΟ και TARIC οι οποίοι αναφέρονται στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας. Για να συγκεντρωθούν αξιόπιστα στοιχεία για τις εισαγωγές του οικείου προϊόντος, τα διαθέσιμα αριθμητικά στοιχεία για τις εισαγωγές προσαρμόστηκαν διότι δεν συνδέονταν πλήρως όλοι οι κωδικοί με το οικείο προϊόν. Για τους κωδικούς εισαγωγής που συνδέονταν εν μέρει με το οικείο προϊόν, προέκυψε ένα ποσοστό από τους κωδικούς TARIC που καθορίστηκαν κατά την ημερομηνία της ανακοίνωσης για την έναρξη της διαδικασίας. Τα στοιχεία κάλυπταν την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022. Για τους κωδικούς αυτούς, υπολογίστηκε ένα ποσοστό τόσο για τις εισαγωγές από την Ινδονησία όσο και για τις εισαγωγές από τρίτες χώρες. Για όλες τις χώρες, εφαρμόστηκε περαιτέρω μείωση 2 % του όγκου των εισαγωγών για να καλυφθούν οι εισαγωγές που καταγράφηκαν στους σχετικούς κωδικούς, αλλά που είχαν DoS κάτω του 97 %. Το ποσοστό του 2 % υπολογίστηκε με βάση τις απαντήσεις των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων στο έντυπο δειγματοληψίας, οι οποίες αναθεώρησαν τις απαντήσεις στο έντυπο δειγματοληψίας αφότου η Επιτροπή διευκρίνισε το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 71.

    (196)

    Η ανωτέρω μεθοδολογία για τον υπολογισμό των εισαγωγών περιγράφεται σε σημείωμα στον φάκελο, της 2ας Ιουνίου 2022, και δόθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα να υποβάλουν σχετικές παρατηρήσεις. Ο όγκος των εισαγωγών δεν περιλαμβάνει τα λιπαρά οξέα που εξαιρέθηκαν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της έρευνας.

    (197)

    Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με το σημείωμα, αλλά δεν αμφισβήτησαν τη μεθοδολογία αυτή καθαυτή ούτε πρότειναν εναλλακτική μεθοδολογία για τον αξιόπιστο καθορισμό του όγκου των εισαγωγών των λιπαρών οξέων που αφορούσε η έρευνα.

    (198)

    Η CUTFA ισχυρίστηκε ότι η προσαρμογή κατά 2 % δεν ήταν ενδεδειγμένη, υποστηρίζοντας ότι η μεθοδολογία της Επιτροπής με βάση τα ποσοστά λάμβανε ήδη υπόψη τα λιπαρά οξέα με βαθμό DoS τουλάχιστον 97 %.

    (199)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι, τουλάχιστον έως το τέλος του Απριλίου 2022, η περιγραφή των κωδικών που παρατίθενται στην καταγγελία δεν κάλυπτε το κριτήριο του DoS. Ως εκ τούτου, η πρόταση να εγκαταλειφθεί η προσαρμογή κατά 2 % δεν ήταν δικαιολογημένη και δεν μπορούσε να γίνει δεκτή.

    (200)

    Το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από όλες τις τρίτες χώρες καθορίστηκε με βάση τις συνολικές εισαγωγές που καθορίστηκαν ανά χώρα και συγκρίθηκε με τον όγκο της κατανάλωσης στην ελεύθερη αγορά, όπως φαίνεται στον πίνακα 1 ανωτέρω.

    (201)

    Οι εισαγωγές στην Ένωση από την οικεία χώρα εξελίχθηκαν ως εξής:

    Πίνακας 2

    Όγκος εισαγωγών (σε τόνους) και μερίδιο αγοράς

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Όγκος εισαγωγών από την οικεία χώρα (σε τόνους)

    202 755

    228 139

    231 243

    228 156

    Δείκτης

    100

    113

    114

    113

    Μερίδιο αγοράς της ελεύθερης αγοράς (%)

    17,1

    19,0

    20,0

    20,3

    Δείκτης

    100

    111

    117

    119

    Πηγή:

    Eurostat και CUTFA.

    (202)

    Ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την οικεία χώρα αυξήθηκε από περίπου 203 000 τόνους σε περίπου 228 000 τόνους κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή σημείωσε αύξηση της τάξης του 13 %. Οι ποσότητες των εισαγωγών αυξήθηκαν κατά 11 % το 2019, αλλά στη συνέχεια παρέμειναν σταθερές, σε περίπου 230 000 τόνους. Από τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας προέκυψε ότι ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς αντιμετώπισαν προβλήματα που σχετίζονταν με την πανδημία COVID-19, συμπεριλαμβανομένων προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού (βλέπε ιδίως αιτιολογική σκέψη 266).

    (203)

    Ωστόσο, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών αυτών αυξήθηκε σε όλα τα έτη, από 17,1 % σε 20,3 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο, σημειώνοντας συνολική αύξηση 3,2 εκατοστιαίων μονάδων ή 19 %.

    4.3.2.   Τιμές των εισαγωγών από την οικεία χώρα και υποτιμολόγηση/συμπίεση τιμών

    (204)

    Η Επιτροπή προσδιόρισε τις τιμές των εισαγωγών με βάση τα στοιχεία της Eurostat. Οι σχετικές εισαγωγές προσδιορίστηκαν με τη χρήση της μεθοδολογίας που εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 195. Τα στοιχεία αυτά διασταυρώθηκαν με τα στοιχεία των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος, τα οποία επιβεβαίωσαν τις ίδιες τάσεις.

    (205)

    Η μέση σταθμισμένη τιμή των εισαγωγών από την οικεία χώρα στην Ένωση εξελίχθηκε ως εξής:

    Πίνακας 3

    Τιμές εισαγωγής (EUR/τόνο)

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Ινδονησία

    912

    765

    805

    1 023

    Δείκτης

    100

    84

    88

    112

    Πηγή:

    Eurostat.

    (206)

    Οι τιμές των εισαγωγών από την Ινδονησία αυξήθηκαν από 912 σε 1 023 EUR/τόνο κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 12 %. Οι τιμές σημείωσαν πτώση κατά 12 % από το 2018 έως το 2020, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκαν κατά 27 % από το 2020 έως την ΠΕ. Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα της παγκόσμιας αύξησης των τιμών των πρώτων υλών κατά την εν λόγω περίοδο, η οποία αποτελεί τον κύριο λόγο για την αύξηση του κόστους. Όπως φαίνεται στον πίνακα 7, η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών ήταν ο κύριος λόγος για τις αυξήσεις των τιμών στην Ένωση. Ομοίως, το μοναδιαίο κόστος παραγωγής των Ινδονήσιων εξαγωγέων αυξήθηκε επίσης κατά την ΠΕ σε σύγκριση με το 2020 λόγω της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών τους.

    (207)

    Η Επιτροπή καθόρισε την υποτιμολόγηση κατά την περίοδο έρευνας, συγκρίνοντας:

    i)

    τις μέσες σταθμισμένες τιμές πώλησης ανά τύπο προϊόντος των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος οι οποίες χρεώθηκαν σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της Ένωσης, προσαρμοσμένες σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου·

    ii)

    και τις αντίστοιχες μέσες σταθμισμένες τιμές ανά τύπο προϊόντος των Ινδονήσιων παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης, οι οποίες καθορίστηκαν με βάση το κόστος, την ασφάλιση και τον ναύλο (CIF), με τις κατάλληλες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι τελωνειακοί δασμοί και τα έξοδα μετά την εισαγωγή.

    (208)

    Στις περιπτώσεις που η πώληση από τους Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης πραγματοποιήθηκε μέσω συνδεδεμένης εταιρείας πωλήσεων με έδρα την Ένωση, η τιμή εισαγωγής καθορίστηκε σε επίπεδο CIF, με προσαρμογή της τιμής πώλησης στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη. Ελήφθησαν υπόψη όλα τα έξοδα που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της εισαγωγής και της μεταπώλησης, συμπεριλαμβανομένων των ΓΔΕΠ του συνδεδεμένου εισαγωγέα και των του περιθωρίου κέρδους, όπως καθορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 143, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού κατ’ αναλογία.

    (209)

    Η σύγκριση τιμών έγινε ανά τύπο προϊόντος για συναλλαγές στο ίδιο επίπεδο εμπορίου, έπειτα από κατάλληλες προσαρμογές όπου αυτό κρίθηκε απαραίτητο, και αφού αφαιρέθηκαν οι επιστροφές και οι εκπτώσεις επί της τιμής. Το αποτέλεσμα της σύγκρισης εκφράστηκε ως ποσοστό του κύκλου εργασιών των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος κατά την περίοδο έρευνας. Κατέδειξε σταθμισμένο μέσο περιθώριο υποτιμολόγησης πάνω από 20 %. Τα πραγματικά αριθμητικά στοιχεία που υπολογίστηκαν δεν καταγράφονται εδώ για λόγους εμπιστευτικότητας (καθώς βασίζονται μόνο σε δύο εταιρείες), αλλά έχουν κοινοποιηθεί στους οικείους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς και κυμαίνονται σε εύρος από 11 % έως 29 %. Όλες οι πωλήσεις των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος πραγματοποιήθηκαν απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες, χωρίς τη μεσολάβηση συνδεδεμένων οντοτήτων πώλησης. Ένας παραγωγός-εξαγωγέας του δείγματος πωλούσε επίσης απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση, χωρίς τη συμμετοχή των συνδεδεμένων του οντοτήτων πώλησης στην Ένωση. Όσον αφορά τον άλλο παραγωγό-εξαγωγέα, οι περισσότερες πωλήσεις του πραγματοποιήθηκαν μέσω συνδεδεμένης οντότητας πώλησης στην Ένωση. Κανένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη σημαντικής υποτιμολόγησης.

    (210)

    Η Επιτροπή εξέτασε επίσης άλλες επιπτώσεις στις τιμές, ιδίως την ύπαρξη σημαντικής συμπίεσης των τιμών. Ήδη στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, οι τιμές πώλησης και η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν χαμηλές (βλέπε στοιχεία για την κερδοφορία στον πίνακα 10). Το 2019 ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής αναγκάστηκε να μειώσει περαιτέρω τις τιμές του, με αποτέλεσμα να προκύψουν ζημίες. Ωστόσο, όσον αφορά τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίες σημείωσαν τη μεγαλύτερη αύξησή τους το 2019 και παρέμειναν σε υψηλά επίπεδα το 2020 και κατά την ΠΕ, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θα είχε μπορέσει πιθανώς να διατηρήσει τις τιμές του τουλάχιστον στο επίπεδο που απαιτούνταν για να πραγματοποιεί πωλήσεις χωρίς ζημίες το 2019 και το 2020. Κατά τη διάρκεια του 2020 και της ΠΕ, οι τιμές πώλησης της Ένωσης αυξήθηκαν (παράλληλα με την αύξηση του κόστους παραγωγής), αλλά και πάλι σε επίπεδα που οδήγησαν σε ζημίες το 2020 και μόνο σε οριακή κερδοφορία κατά την ΠΕ. Οι ενωσιακοί παραγωγοί έχαναν σταθερά μερίδιο αγοράς μεταξύ του 2019 και της ΠΕ. Ως εκ τούτου, οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ μπορούσαν να ασκούν σημαντική πίεση στις τιμές των πωλήσεων της Ένωσης, εμποδίζοντας τους παραγωγούς της Ένωσης να αυξήσουν τις τιμές για να αντιμετωπίσουν τις αυξήσεις του κόστους κατά τρόπο που θα τους επέτρεπε να αποκομίσουν εύλογα κέρδη.

    4.4.   Οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    4.4.1.   Γενικές παρατηρήσεις

    (211)

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η εξέταση των επιπτώσεων των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής περιλάμβανε αξιολόγηση όλων των οικονομικών δεικτών που έχουν σημασία για την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    (212)

    Για τον προσδιορισμό της ζημίας, η Επιτροπή προέβη σε διάκριση μεταξύ μακροοικονομικών και μικροοικονομικών δεικτών ζημίας. Η Επιτροπή αξιολόγησε τους μακροοικονομικούς δείκτες βάσει των στοιχείων που περιέχονται στο μακροοικονομικό ερωτηματολόγιο που υπέβαλε η CUTFA. Τα στοιχεία αφορούσαν όλους τους ενωσιακούς παραγωγούς. Η Επιτροπή αξιολόγησε τους μικροοικονομικούς δείκτες με βάση τα στοιχεία που περιέχονταν στις απαντήσεις των τεσσάρων ενωσιακών παραγωγών του δείγματος στο ερωτηματολόγιο. Διαπιστώθηκε ότι και τα δύο σύνολα στοιχείων ήταν αντιπροσωπευτικά της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (213)

    Η CUTFA κατάρτισε τους μακροοικονομικούς δείκτες βάσει έκθεσης της LMC International Ltd. (36), ανεξάρτητης εταιρείας που διεξάγει έρευνα αγοράς στους τομείς της γεωργίας και της γεωργικής βιομηχανίας, μεταξύ άλλων στον τομέα των ελαιοχημικών προϊόντων όπως τα λιπαρά οξέα (στο εξής: στοιχεία της έκθεσης). Τα στοιχεία της έκθεσης έχουν ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από τα λιπαρά οξέα που καλύπτονται από την παρούσα έρευνα, και χρησιμοποιούνται ευρέως από τον κλάδο ελαιοχημικών προϊόντων. Για τη διάκριση του ομοειδούς προϊόντος από άλλα προϊόντα, η CUTFA χρησιμοποίησε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις ποσότητες των χρησιμοποιούμενων πρώτων υλών, βασιζόμενη στο γεγονός ότι το ομοειδές προϊόν παράγεται μόνο με συγκεκριμένες πρώτες ύλες, όπως φοινικέλαιο, φοινικοπυρηνέλαιο ή στέαρ. Τα προϊόντα που δεν καλύπτονται από την έρευνα χρησιμοποιούν άλλες πρώτες ύλες, όπως κραμβέλαιο ή σογιέλαιο. Με τη χρήση αυτής της μεθοδολογίας, κατέστη δυνατό να καθοριστεί η ποσότητα της παραγωγής και των πωλήσεων τόσο του υπό έρευνα προϊόντος όσο και άλλων προϊόντων. Τα στοιχεία της έκθεσης αφορούσαν την περίοδο 2018-2020. Τα στοιχεία για την ΠΕ εκτιμήθηκαν κατ’ αναλογία, με βάση τις εξελίξεις στην παραγωγή και τις πωλήσεις των εταιρειών οι οποίες έθεσαν τα στοιχεία τους απευθείας στη διάθεση της CUTFA. Τα στοιχεία για άλλους δείκτες που αναφέρονται κατωτέρω καταρτίστηκαν επίσης με βάση τα στοιχεία της ίδιας εταιρείας. Οι υπολογισμοί που πραγματοποίησε η CUTFA επαληθεύτηκαν και τα μακροοικονομικά στοιχεία διασταυρώθηκαν με τα στοιχεία που συνέλεξε η Επιτροπή από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν το 61 % της συνολικής ενωσιακής παραγωγής.

    (214)

    Η Wilmar διερωτήθηκε γιατί ο όγκος στα μακροοικονομικά στοιχεία που υπέβαλε η CUTFA ήταν χαμηλότερος σε σχέση με τα στοιχεία της έκθεσης, τα οποία ήταν ευρέως διαθέσιμα στον κλάδο ελαιοχημικών προϊόντων.

    (215)

    Η αιτία ήταν οι αναγκαίες προσαρμογές, που εξηγούνται στην αιτιολογική σκέψη 213, στις οποίες προέβη η CUTFA για να εξαιρεθούν προϊόντα από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος.

    (216)

    Οι μακροοικονομικοί δείκτες είναι οι εξής: παραγωγή, παραγωγική ικανότητα, χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, όγκος πωλήσεων, μερίδιο αγοράς, ανάπτυξη, απασχόληση, παραγωγικότητα, μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ και ανάκαμψη από τις επιπτώσεις προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ.

    (217)

    Ως πηγή των στοιχείων για τους μικροοικονομικούς δείκτες χρησιμοποιήθηκαν οι τέσσερις παραγωγοί του δείγματος.

    (218)

    Οι μικροοικονομικοί δείκτες είναι οι εξής: μέσες μοναδιαίες τιμές, μοναδιαίο κόστος παραγωγής, κόστος εργασίας, αποθέματα, κερδοφορία, ταμειακές ροές, επενδύσεις, απόδοση επενδύσεων και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων.

    4.4.2.   Μακροοικονομικοί δείκτες

    4.4.2.1.   Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

    (219)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η συνολική παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της Ένωσης εξελίχθηκαν ως εξής:

    Πίνακας 4

    Παραγωγή, παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Όγκος παραγωγής (σε τόνους)

    936 063

    924 837

    862 055

    872 185

    Δείκτης

    100

    99

    92

    93

    Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους)

    1 161 964

    1 134 616

    1 097 798

    1 118 314

    Δείκτης

    100

    98

    94

    96

    Χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας (%)

    80,6

    81,5

    78,5

    78,0

    Δείκτης

    100

    101

    97

    97

    Πηγή:

    CUTFA.

    (220)

    Για λόγους αποδοτικότητας, η ενωσιακή παραγωγή του υπό έρευνα προϊόντος προγραμματίζεται για 24 ώρες την ημέρα, εκτός από τις περιόδους συνήθους συντήρησης. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις και σε κάποιον βαθμό, η έρευνα έδειξε ότι στις ίδιες εγκαταστάσεις παραγωγής μπορούν να παράγονται άλλα προϊόντα. Η παραγωγή βασίζεται σε παραγγελίες. Σύμφωνα με τον πίνακα 4, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα ανερχόταν σε περίπου 20 % ετησίως.

    (221)

    Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ο όγκος παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 7 %. Από λεπτομερή ανάλυση προκύπτει ότι αυτή η μείωση της παραγωγής σημειώθηκε κυρίως το 2020.

    (222)

    Η παραγωγική ικανότητα της Ένωσης υπολογίστηκε με βάση τη μέγιστη εφικτή παραγωγή μακροπρόθεσμα, λαμβανομένης υπόψη της συντήρησης. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η ενωσιακή παραγωγική ικανότητα μειώθηκε κατά 4 %. Η μείωση αυτή αντανακλά την ανακατανομή της παραγωγικής ικανότητας σε άλλα προϊόντα λόγω μειωμένων παραγγελιών λιπαρών οξέων. Ωστόσο, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να αντικαταστήσει πλήρως την παραγωγή λιπαρών οξέων με άλλα προϊόντα.

    (223)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, παρά τη μείωση της παραγωγικής ικανότητας κατά 4 %, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της Ένωσης μειώθηκε κατά 3 %.

    4.4.2.2.   Όγκος πωλήσεων και μερίδιο αγοράς

    (224)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής εξελίχθηκαν ως εξής:

    Πίνακας 5

    Όγκος πωλήσεων και μερίδιο αγοράς

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Συνολικός όγκος πωλήσεων στην αγορά της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της δέσμιας χρήσης (σε τόνους)

    947 561

    943 413

    875 893

    862 863

    Δείκτης

    100

    100

    92

    91

    Μερίδιο αγοράς (συμπεριλαμβανομένης της δέσμιας χρήσης) (%)

    74,1

    72,8

    70,6

    70,8

    Δείκτης

    100

    98

    95

    95

    Δέσμια χρήση

    92 607

    92 409

    87 133

    94 575

    Δείκτης

    100

    100

    94

    102

    Πωλήσεις στη δέσμια αγορά ως ποσοστό των συνολικών πωλήσεων στην αγορά (%)

    9,8

    9,8

    9,9

    11,0

    Δείκτης

    100

    100

    102

    112

    Πωλήσεις στην ελεύθερη αγορά

    854 953

    851 004

    788 760

    768 288

    Δείκτης

    100

    100

    92

    90

    Μερίδιο αγοράς των πωλήσεων στην ελεύθερη αγορά (%)

    72,1

    70,8

    68,4

    68,3

    Δείκτης

    100

    98

    95

    95

    Πηγή:

    CUTFA.

    (225)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (συμπεριλαμβανομένης της δέσμιας χρήσης) ακολούθησαν παρόμοια τάση με την παραγωγή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η παραγωγή στον εν λόγω κλάδο παραγωγής βασίζεται σε παραγγελίες πωλήσεων. Ο χώρος αποθήκευσης είναι συνήθως περιορισμένος και η ποιότητα των αποθεμάτων τελικών προϊόντων μπορεί με την πάροδο του χρόνου να υποβαθμιστεί ή τα αποθέματα αυτά να μην πληρούν πλέον τις προδιαγραφές. Ως εκ τούτου, ο όγκος των αποθεμάτων που διατηρούνται είναι συνήθως πολύ χαμηλός.

    (226)

    Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ο συνολικός όγκος των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην Ένωση μειώθηκε κατά 9 %.

    (227)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος των ενωσιακών πωλήσεων στην ελεύθερη αγορά μειώθηκε κατά 10 %. Από το 2018 έως το 2019 ο όγκοι των ενωσιακών πωλήσεων ήταν σταθεροί. Ωστόσο, από το 2019 έως την ΠΕ, οι όγκοι αυτοί μειώθηκαν κατά 10 %.

    (228)

    Καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο, η δέσμια αγορά του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (εκφρασμένη ως ποσοστό των συνολικών ενωσιακών πωλήσεων, συμπεριλαμβανομένης της δέσμιας χρήσης) ήταν περίπου 10-11 %.

    (229)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το μερίδιο αγοράς των ενωσιακών πωλήσεων στην ελεύθερη αγορά μειώθηκε από 72,1 % σε 68,3 %, δηλαδή μειώθηκε κατά 3,9 εκατοστιαίες μονάδες ή κατά 5 %.

    Ανάπτυξη

    (230)

    Λαμβανομένου υπόψη ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής έχασε 5 % του μεριδίου αγοράς κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ότι οι πωλήσεις του στην ελεύθερη αγορά μειώθηκαν κατά 10 %, είναι σαφές ότι δεν επήλθε ανάπτυξη, αλλά ήταν μάλλον μια περίοδος συρρίκνωσης τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σε σχέση με την κατανάλωση στην ελεύθερη αγορά.

    4.4.2.3.   Απασχόληση και παραγωγικότητα

    (231)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η απασχόληση και η παραγωγικότητα εξελίχθηκαν ως εξής:

    Πίνακας 6

    Απασχόληση και παραγωγικότητα

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Αριθμός εργαζομένων (σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης — ΙΠΑ)

    945

    914

    952

    898

    Δείκτης

    100

    97

    101

    95

    Παραγωγικότητα (τόνοι/εργαζόμενο)

    990

    1 012

    906

    971

    Δείκτης

    100

    102

    91

    98

    Πηγή:

    CUTFA.

    (232)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η απασχόληση στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής μειώθηκε κατά 5 % σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ).

    (233)

    Το 2020 η παραγωγικότητα σε τόνους ανά εργαζόμενο μειώθηκε, αλλά συνολικά παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό σταθερή κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    4.4.2.4.   Μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ και ανάκαμψη από τις επιπτώσεις προηγούμενων πρακτικών ντάμπινγκ

    (234)

    Όλα τα περιθώρια ντάμπινγκ υπερέβησαν κατά πολύ το ελάχιστο επίπεδο. Ο αντίκτυπος του μεγέθους των πραγματικών περιθωρίων ντάμπινγκ στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής θεωρήθηκε σημαντικός, δεδομένων του όγκου και των τιμών των εισαγωγών από την οικεία χώρα.

    (235)

    Η παρούσα έρευνα είναι η πρώτη έρευνα αντιντάμπινγκ που αφορά τα λιπαρά οξέα. Κατά συνέπεια, δεν υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις από πιθανές προηγούμενες πρακτικές ντάμπινγκ.

    4.4.3.   Μικροοικονομικοί δείκτες

    4.4.3.1.   Τιμές και παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές

    (236)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι μέσες σταθμισμένες μοναδιαίες τιμές πώλησης των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Ένωση εξελίχθηκαν ως εξής:

    Πίνακας 7

    Τιμές πώλησης και μοναδιαίο κόστος παραγωγής στην Ένωση

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Μέση μοναδιαία τιμή πώλησης στην ελεύθερη αγορά (EUR/τόνο)

    879

    770

    861

    1 101

    Δείκτης

    100

    88

    98

    125

    Μοναδιαίο κόστος παραγωγής (EUR/τόνο)

    856

    764

    861

    1 056

    Δείκτης

    100

    89

    101

    123

    Πηγή:

    Ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος.

    (237)

    Οι πωλήσεις στην αγορά της Ένωσης σε μη συνδεδεμένους πελάτες πραγματοποιούνταν τόσο σε ανεξάρτητους εμπόρους όσο και σε τελικούς χρήστες σε μεγάλο αριθμό τομέων χρηστών. Οι τιμές τόσο για τους δύο τύπους πελατών όσο και για τους διάφορους τομείς καθορίστηκαν με τον ίδιο τρόπο και σε παρόμοιο επίπεδο.

    (238)

    Οι τιμές πώλησης στην αγορά της Ένωσης σε μη συνδεδεμένα μέρη (στην ελεύθερη αγορά) αυξήθηκαν από 879 EUR/τόνο σε 1 101 EUR/τόνο κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή σημείωσαν αύξηση της τάξης του 25 %. Αυτές οι τιμές πώλησης μειώθηκαν κατά 12 % το 2019, αλλά αυξήθηκαν κατά 12 % το 2020 και κατά 28 % κατά την ΠΕ.

    (239)

    Αυτή η εμφανής θετική τάση θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των σημαντικών αυξήσεων του κόστους των πρώτων υλών. Κατά τη διάρκεια της ΠΕ, το κόστος αυτό αντιπροσώπευε πάνω από το 70 % του συνολικού μοναδιαίου κόστους παραγωγής. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, αυτό το μοναδιαίο κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 23 %, δηλαδή σε ποσοστό παρόμοιο με τη μέση αύξηση των τιμών πώλησης στην ελεύθερη αγορά της Ένωσης.

    4.4.3.2.   Κόστος εργασίας

    (240)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το μέσο κόστος εργασίας των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος εξελίχθηκε ως εξής:

    Πίνακας 8

    Μέσο κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Μέσο κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο (σε EUR)

    81 344

    85 487

    89 010

    87 188

    Δείκτης

    100

    105

    109

    108

    Πηγή:

    Ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος.

    (241)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το μέσο κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο αυξήθηκε κατά 8 %. Η εξέλιξη των μισθών αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τις συνδικαλιστικές ενώσεις και οι εθνικές διοικήσεις καθόρισαν τις άλλες δαπάνες που συνδέονται με τους εργαζομένους.

    4.4.3.3.   Αποθέματα

    (242)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, τα επίπεδα των αποθεμάτων των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος εξελίχθηκαν ως εξής:

    Πίνακας 9

    Αποθέματα

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Τελικά αποθέματα (σε τόνους)

    21 784

    23 066

    23 708

    19 013

    Δείκτης

    100

    106

    109

    87

    Τελικά αποθέματα ως ποσοστό της παραγωγής

    3,8

    4,1

    4,5

    3,6

    Δείκτης

    100

    108

    116

    93

    Πηγή:

    Ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος.

    (243)

    Κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, τα αποθέματα των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος μειώθηκαν κατά 23 %. Ωστόσο, τα τελικά αποθέματα ως ποσοστό της παραγωγής ήταν χαμηλά καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 225 ανωτέρω, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο κλάδος παραγωγής λιπαρών οξέων λειτουργεί γενικά με βάση την παραγωγή κατά παραγγελία και τα αποθέματα διατηρούνται σε χαμηλό επίπεδο, επειδή η ποιότητά τους μπορεί να υποβαθμιστεί ή να μην πληρούν πλέον τις προδιαγραφές. Ως εκ τούτου, ο δείκτης αυτός έχει μικρότερη σημασία για τη συνολική ανάλυση της ζημίας.

    4.4.3.4.   Κερδοφορία, ταμειακές ροές, επενδύσεις, απόδοση επενδύσεων και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

    (244)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η κερδοφορία, οι ταμειακές ροές, οι επενδύσεις και η απόδοση επενδύσεων των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος εξελίχθηκαν ως εξής:

    Πίνακας 10

    Κερδοφορία, ταμειακές ροές, επενδύσεις και απόδοση επενδύσεων

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Κερδοφορία των πωλήσεων στην Ένωση σε μη συνδεδεμένους πελάτες (% του κύκλου εργασιών πωλήσεων)

    1,9

    – 0,5

    – 2,1

    2,5

    Δείκτης

    100

    – 27

    – 108

    128

    Ταμειακές ροές (EUR)

    27 037 404

    12 370 885

    –1 239 176

    22 774 816

    Δείκτης

    100

    46

    – 5

    84

    Επενδύσεις (EUR)

    7 394 509

    11 769 077

    10 473 680

    8 531 863

    Δείκτης

    100

    159

    142

    115

    Απόδοση επενδύσεων (%)

    9,0

    0,6

    – 4,4

    12,1

    Δείκτης

    100

    7

    – 48

    134

    Πηγή:

    Ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος.

    (245)

    Η Επιτροπή προσδιόρισε την κερδοφορία των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος εκφράζοντας το καθαρό προ φόρων κέρδος των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος σε μη συνδεδεμένους πελάτες εντός της Ένωσης ως ποσοστό του κύκλου εργασιών των εν λόγω πωλήσεων. Η κερδοφορία των παραγωγών του δείγματος παρέμεινε χαμηλή, συγκεκριμένα κάτω του 3 % καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο, και μάλιστα μειώθηκε από 1,9 % το 2018 σε – 2,1 % το 2020. Κατά την περίοδο έρευνας, η κερδοφορία ανέκαμψε στο 2,5 %, παρότι παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Η ελαφρά ανάκαμψη που σημειώθηκε κατά την ΠΕ οφειλόταν στο γεγονός ότι οι πελάτες στην αγορά της Ένωσης ήταν πιθανότερο να αποδεχθούν αυξήσεις τιμών από τους ενωσιακούς παραγωγούς, καθώς οι παραγωγοί-εξαγωγείς επηρεάστηκαν από την κρίση της αλυσίδας εφοδιασμού στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19.

    (246)

    Από την εξέλιξη της κερδοφορίας, όταν εξετάζεται σε συνδυασμό με τις τιμές πώλησης και το κόστος παραγωγής που απεικονίζονται στον πίνακα 7 και τις χαμηλές τιμές των ινδονησιακών εισαγωγών, προκύπτουν στοιχεία σημαντικής συμπίεσης των τιμών. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές του ώστε να αντικατοπτρίζουν επαρκώς τις αυξήσεις του κόστους προκειμένου να πραγματοποιεί πωλήσεις σε εύλογα κερδοφόρες τιμές. Αυτό σήμαινε ότι η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμεινε χαμηλή καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ οι εισαγωγές από την Ινδονησία που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν ήδη ξεκινήσει με υψηλή διείσδυση (μερίδιο αγοράς της τάξης του 17,1 %) και μπόρεσαν να αυξηθούν σε όγκο κατά 22 % και να φθάσουν σε μερίδιο αγοράς 20,3 %, όπως φαίνεται στον πίνακα 2. Επιπλέον, παρά τις σημαντικές αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών, η μέση τιμή αυτών των εισαγωγών αυξήθηκε μόνο κατά 12 %, όπως φαίνεται στον πίνακα 3. Κατά την ίδια περίοδο, οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής χρειάστηκε να αυξηθούν κατά 25 % μόνο για να αντέξει ο κλάδος το κόστος. Όπως συνάγεται επίσης στην αιτιολογική σκέψη 210, οι εισαγωγές από την Ινδονησία ασκούσαν συνεχή καθοδική πίεση (τόσο ως προς τους συνεχείς υψηλούς όγκους όσο και ως προς τις χαμηλές τιμές) ήδη από την έναρξη της εξεταζόμενης περιόδου. Πράγματι, από το 2019 και πιθανώς και πριν, οι τιμές της Ινδονησίας ήταν σταθερά χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (βλέπε αιτιολογική σκέψη 302). Αυτό οδήγησε σε χαμηλά και ανεπαρκή επίπεδα κέρδους καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και, ιδίως, κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

    (247)

    Η Wilmar διατύπωσε παρατηρήσεις σχετικά με τη μη συμπίεση των τιμών, ωστόσο, το συμπέρασμά της βασίστηκε σε τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένες τάσεις και όχι στο πραγματικό επίπεδο κερδοφορίας των ενωσιακών παραγωγών.

    (248)

    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Wilmar ήταν εσφαλμένα, καθώς δεν λάμβαναν υπόψη τη διείσδυση των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και τα συνακόλουθα χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Επομένως, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (249)

    Ο όμιλος Musim Mas υπέβαλε τις ετήσιες εκθέσεις δύο ενωσιακών παραγωγών και ισχυρίστηκε ότι οι πληροφορίες που περιέχονται σ’ αυτές, ιδίως οι δείκτες κερδοφορίας κατά την ΠΕ, δείχνουν ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν υπέστησαν ζημία.

    (250)

    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω εκθέσεων είναι σημαντικά ευρύτερο από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των δύο ενωσιακών παραγωγών που συνδέονται με το υπό έρευνα προϊόν. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (251)

    Οι καθαρές ταμειακές ροές αντανακλούν την ικανότητα των ενωσιακών παραγωγών να αυτοχρηματοδοτούν τις δραστηριότητές τους. Η τάση των καθαρών ταμειακών ροών εξελίχθηκε παρόμοια με την απόδοση του κύκλου εργασιών, σημειώνοντας μείωση το 2019 και το 2020 και μικρή αύξηση κατά την ΠΕ. Συνολικά, οι ταμειακές ροές παρουσίασαν αρνητική τάση κατά την εξεταζόμενη περίοδο και μειώθηκαν κατά 16 %.

    (252)

    Η απόδοση των επενδύσεων είναι το κέρδος ως ποσοστό της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων. Η τάση της απόδοσης των επενδύσεων εξελίχθηκε επίσης παρόμοια με την απόδοση του κύκλου εργασιών, σημειώνοντας μείωση το 2019 και το 2020 και μικρή αύξηση κατά την ΠΕ.

    (253)

    Οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος συνέχισαν να επενδύουν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, όπως αποδεικνύεται από τα ανωτέρω στοιχεία για τις επενδύσεις. Οι επενδύσεις κυμαίνονταν από 7 έως 12 εκατ. EUR ετησίως και πραγματοποιήθηκαν κυρίως για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και τη διατήρηση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής εξυπηρετεί ποικίλη πελατειακή βάση με συνεχώς εξελισσόμενες απαιτήσεις. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής πρέπει να παραμείνει ευέλικτος όσον αφορά την ικανότητά του να παρασκευάζει το φάσμα και την ποσότητα των προϊόντων που μπορεί να προσφέρει στην αγορά. Οι επενδύσεις αυτές απειλούνται από τη μείωση της ικανότητας άντλησης κεφαλαίων.

    (254)

    Η έρευνα έδειξε επίσης ότι άλλες επενδύσεις για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας δεν είχαν προχωρήσει όπως είχε προγραμματιστεί κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Παρότι οι επενδύσεις αυτές είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του κλάδου παραγωγής, όλες οι εταιρείες του δείγματος, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ανήκουν σε μεγαλύτερους ομίλους, αναγκάστηκαν να καθυστερήσουν τις επενδύσεις κατά την εν λόγω περίοδο. Το ανεπαρκές επίπεδο απόδοσης των επενδύσεων θέτει επίσης σε κίνδυνο τη μελλοντική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να αντλεί κεφάλαια και, ως εκ τούτου, την επιβίωσή του μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

    4.4.4.   Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

    (255)

    Η εξέλιξη των αποθεμάτων και της δέσμιας χρήσης σημείωσε μέτρια βελτίωση κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η αύξηση της δέσμιας κατανάλωσης περιορίστηκε στο 2 % και τα επίπεδα των αποθεμάτων μειώθηκαν. Η έρευνα έδειξε ότι η δέσμια χρήση δεν επηρεάζεται άμεσα από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι τα αποθέματα είναι λιγότερο σημαντικά για τον κλάδο παραγωγής λιπαρών οξέων, ο οποίος λειτουργεί κυρίως με βάση τις παραγγελίες. Αυτό σημαίνει ότι οι παράγοντες αυτοί δεν είναι βασικοί παράγοντες για την ανάλυση της ζημίας.

    (256)

    Ορισμένοι άλλοι δείκτες, όπως οι τιμές πώλησης, η κερδοφορία, η απόδοση των επενδύσεων και οι επενδύσεις, σημείωσαν προφανώς θετική τάση κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι η θετική εξέλιξη των τιμών πώλησης συνδεόταν με την εξέλιξη των τιμών των πρώτων υλών, οι οποίες αυξήθηκαν σημαντικά κατά την εν λόγω περίοδο. Επίσης, η μέτρια βελτίωση της κερδοφορίας και της απόδοσης των επενδύσεων δεν άλλαξε το γεγονός ότι οι επιδόσεις κατά την εξεταζόμενη περίοδο παρέμειναν σε επίπεδο ανεπαρκές για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα (βλέπε επίσης αιτιολογικές σκέψεις 266 - 269).

    (257)

    Πράγματι, η χαμηλή κερδοφορία, όταν εξετάζεται σε συνδυασμό με τις τάσεις των τιμών πώλησης και του κόστους παραγωγής, αποτελεί σαφή απόδειξη της συμπίεσης των τιμών. Ειδικότερα, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, όταν οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ παρέμεναν σε αυξημένα επίπεδα και σε χαμηλές τιμές, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές σε επίπεδο που θα του επέτρεπε να καλύψει το κόστος του και να επιτύχει το περιθώριο στόχου κερδοφορίας (6 %).

    (258)

    Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, παρότι διατήρησε τις επενδύσεις σε όσο το δυνατόν υψηλότερα επίπεδα προκειμένου να διαφυλαχθεί η αποδοτικότητα, είναι σαφές ότι δεν αποκόμισε επαρκή κέρδη ώστε να ενθαρρύνει τις επενδύσεις στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του κατά την εξεταζόμενη περίοδο και, ιδίως, κατά την περίοδο έρευνας. Η οικονομική κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε σε μια αγορά με σχετικά σταθερή κατανάλωση (η μείωση της κατανάλωσης το 2020 και κατά την ΠΕ ήταν σε μεγάλο βαθμό προσωρινή λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19). Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 5 %, από 72,1 % το 2018 σε 68,3 % κατά την ΠΕ.

    (259)

    Παρότι η ανάλυση της ζημίας στην παρούσα έρευνα αφορούσε κυρίως δείκτες τιμών και επιδόσεων, όπως η κερδοφορία και η ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, σημειώθηκε επίσης μείωση των δεικτών όγκου του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που εξετάστηκαν. Η παραγωγή, η παραγωγική ικανότητα, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, ο όγκος πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς στην αγορά της Ένωσης μειώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Επιπλέον, μειώθηκαν επίσης η απασχόληση και η παραγωγικότητα, μείωση η οποία συνδεόταν με τα χαμηλότερα επίπεδα παραγωγής και όγκου πωλήσεων.

    Παρατηρήσεις μετά την κοινοποίηση

    (260)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η κυβέρνηση της Ινδονησίας διατύπωσε παρατηρήσεις σχετικά με ορισμένους δείκτες ζημίας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν υπέστη ζημία κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η γνώμη αυτή βασίστηκε στα εξής: 1) ο πίνακας 4 έδειξε αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικής ικανότητας από το 2020 έως την ΠΕ· 2) ο πίνακας 5 έδειξε αύξηση του μεριδίου αγοράς, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη δέσμια χρήση, από το 2020 έως την περίοδο έρευνας· 3) ο πίνακας 7 έδειξε αύξηση της τιμής πώλησης κατά την εξεταζόμενη περίοδο, την οποία ακολούθησε αύξηση των κερδών από – 2,1 % το 2020 σε 2,5 % κατά την ΠΕ· 4) ο πίνακας 9 έδειξε μείωση των αποθεμάτων κατά την εξεταζόμενη περίοδο, και· 5) ο πίνακας 10 έδειξε αύξηση της κερδοφορίας, των ταμειακών ροών και της απόδοσης των επενδύσεων από το 2020 έως την περίοδο έρευνας. Η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε αυθαίρετα στόχο κερδοφορίας 6 % χωρίς καμία βάση και ότι η αύξηση του κέρδους του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από – 2,1 % το 2020 σε 2,5 % κατά την περίοδο έρευνας ήταν σημαντική, πρωτοφανής και επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε ορθά τον πίνακα 10, υποστηρίζοντας ότι η κερδοφορία αυξήθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ήταν υψηλή κατά την περίοδο έρευνας.

    (261)

    Η Επιτροπή διαφώνησε με τον ισχυρισμό ότι τα σχετικά στοιχεία δεν κατέδειξαν σημαντική ζημία. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 202, ενώ κατά την εξεταζόμενη περίοδο η κατανάλωση μειώθηκε κατά 5 %, ο όγκος των εισαγωγών από την Ινδονησία αυξήθηκε κατά 13 %. Οι εισαγωγές από την Ινδονησία κατόρθωσαν επίσης να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους στο πλαίσιο αυτό. Επιπλέον, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 192, η ενωσιακή κατανάλωση είναι γενικά σταθερή (37) και αναμένεται να ανακάμψει ύστερα από την προσωρινή μείωση που σημειώθηκε το 2020 και κατά την ΠΕ, η οποία οφειλόταν σε παράγοντες που σχετίζονταν με την πανδημία COVID-19 (38).

    (262)

    Ομοίως, το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, συμπεριλαμβανομένης της δέσμιας χρήσης, αυξήθηκε πράγματι από 70,6 % σε 70,8 %. Ωστόσο, το μερίδιο αγοράς των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά, το οποίο συνιστά τον σχετικό δείκτη, μειώθηκε από 68,4 % το 2020 σε 68,3 % κατά την περίοδο έρευνας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, το μερίδιο αγοράς των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά σημείωνε συνεχή μείωση, από 72,1 % το 2018 σε 70,8 % το 2019, σε 68,4 % το 2020 και σε 68,3 % κατά την ΠΕ. Παράλληλα, αντίθετα με την τάση αυτή, το μερίδιο αγοράς των ινδονησιακών εισαγωγών αυξανόταν συνεχώς, από 17,1 % το 2018 σε 19,0 % το 2019, σε 20 % το 2020 και σε 20,3 % κατά την περίοδο έρευνας.

    (263)

    Ομοίως, ο ισχυρισμός σχετικά με την αύξηση της μέσης τιμής πώλησης πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της σημαντικής αύξησης του κόστους των πρώτων υλών, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 256. Επιπλέον, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 243, τα τελικά αποθέματα ως ποσοστό της παραγωγής παρέμειναν μάλλον σταθερά κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ο κλάδος παραγωγής λειτουργούσε με βάση την παραγωγή κατά παραγγελία και, ως εκ τούτου, τα αποθέματα διατηρούνταν σε χαμηλά επίπεδα.

    (264)

    Ο ισχυρισμός σχετικά με τους δείκτες επιδόσεων στον πίνακα 10 παρέβλεπε το συνολικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, κατά την εξεταζόμενη περίοδο το επίπεδο των ταμειακών ροών μειωνόταν σταθερά από το 2018 έως το 2020 και το 2020 απέκτησε αρνητικό πρόσημο. Κατά την περίοδο έρευνας, οι ταμειακές ροές αυξήθηκαν και απέκτησαν θετικό πρόσημο, καθώς ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής κατόρθωσε να αυξήσει τα κέρδη του, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 251 και 266. Ωστόσο, κατά την ΠΕ οι ταμειακές ροές εξακολουθούσαν να είναι σημαντικά χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2018. Συνολικά, οι ταμειακές ροές μειώθηκαν κατά 16 %.

    (265)

    Όσον αφορά το επίπεδο του στόχου κερδοφορίας, η Επιτροπή έκρινε ότι η χρήση του 6 % ως ελάχιστου κέρδους ήταν ενδεδειγμένη. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2γ του βασικού κανονισμού, το 6 % θεωρείται ως το ελάχιστο επίπεδο κερδοφορίας που πρέπει να αναμένεται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας. Το επίπεδο αυτό καθορίστηκε με βάση τα στοιχεία για τη μακροπρόθεσμη κερδοφορία που προσδιορίστηκαν για τους κλάδους παραγωγής στην Ένωση. Δεν υποβλήθηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι το επίπεδο αυτό ήταν προδήλως ακατάλληλο για τον εν λόγω κλάδο παραγωγής (βλέπε αιτιολογική σκέψη 268). Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός μπορούσε να απορριφθεί στη βάση αυτή.

    (266)

    Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι το κέρδος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν ελαφρώς υψηλότερο από το σημείο ισοσκέλισης μόνο το 2018 (1,9 %) και κατά την ΠΕ (2,5 %), ενώ ήταν αρνητικό το 2019 και το 2020 (– 0,5 % και – 2,1 % αντίστοιχα). Επιπλέον, το θετικό επίπεδο που επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια του 2021, διάστημα που καλύπτει εννέα μήνες της περιόδου έρευνας, πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των σημαντικών διαταραχών της αλυσίδας εφοδιασμού στην αγορά που οφείλονταν στην πανδημία COVID-19 και που επηρέασαν σοβαρά τις ινδονησιακές εξαγωγές προς την Ένωση. Ο εφοδιασμός της Ένωσης με λιπαρά οξέα παρεμποδίστηκε από τις καθυστερήσεις των πλοίων από την Ασία, οι οποίες προκλήθηκαν από την έλλειψη φορτηγών πλοίων, δεξαμενόπλοιων και εργαζομένων η οποία οφειλόταν στη νόσο COVID-19, και, κατ’ επέκταση, από τις ακραίες αυξήσεις του κόστους μεταφοράς (39). Αυτές οι προσωρινές διαταραχές επηρέασαν τις τιμές συνολικά στον κλάδο παραγωγής, καθώς και τις εισαγωγές από την Ινδονησία, οι οποίες μειώθηκαν σε απόλυτες τιμές μεταξύ του 2020 και της ΠΕ. Ως αποτέλεσμα, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής εξήγησε ότι μπόρεσε να επωφεληθεί από αυτές τις συγκεκριμένες προσωρινές διαταραχές στην αγορά αυξάνοντας τις τιμές στην αγορά της Ένωσης σε κερδοφόρα επίπεδα χωρίς να θυσιάσει σε μεγάλο βαθμό το μερίδιο αγοράς του. Συνολικά, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κυμάνθηκε γύρω από το σημείο ισοσκέλισης, ο όγκος των εισαγωγών από την Ινδονησία ήταν σημαντικός και το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε σημαντικά από 17,1 % σε 20,3 % παρά την ελαφρά πτώση της κατανάλωσης. Όλοι οι παράγοντες δείχνουν σαφώς ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είχε επηρεαστεί αρνητικά από τις ινδονησιακές εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι η κορύφωση της κερδοφορίας στο 2,5 % κατά τη διάρκεια της ΠΕ επιτεύχθηκε σε πλαίσιο προβλημάτων εφοδιασμού για τους Ινδονήσιους εξαγωγείς, κυρίως λόγω των συνεπειών της COVID-19.

    (267)

    Η κερδοφορία που παρουσιάζεται στον πίνακα 10 υπολογίζεται με βάση το κόστος πωληθέντων εμπορευμάτων λιπαρών οξέων που παράγονται και πωλούνται στην αγορά της Ένωσης σε μη συνδεδεμένους πελάτες από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Παρότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής παράγει γενικά βάσει παραγγελιών, εξακολουθούν να υπάρχουν μικρά αποθέματα, όπως αναφέρεται στον πίνακα 9. Επομένως, σε έναν κλάδο παραγωγής με μικρά αποθέματα, η διαφορά μεταξύ του μοναδιαίου κόστους παραγωγής και του μοναδιαίου κόστους πωληθέντων εμπορευμάτων είναι μικρή. Ως αποτέλεσμα, παρότι το 2019 και το 2020 η μέση μοναδιαία τιμή πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν υψηλότερη ή ίση με το μέσο μοναδιαίο κόστος παραγωγής, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη ζημίες, όπως αναφέρεται στον πίνακα 10.

    (268)

    Όσον αφορά το κανονικό επίπεδο κέρδους των λιπαρών οξέων υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, η κυβέρνηση της Ινδονησίας δεν εξήγησε γιατί το επίπεδο κέρδους του 2,5 % που πέτυχε ο κλάδος παραγωγής κατά την ΠΕ ήταν, κατά τους ισχυρισμούς, επαρκές. Επίσης, η κυβέρνηση της Ινδονησίας δεν τεκμηρίωσε τι επίπεδο κέρδους θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί αντ’ αυτού, όταν επέκρινε το νόμιμο όριο του 6 % που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, ούτε εξήγησε τις εικαζόμενες επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στο επίπεδο κερδοφορίας. Η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία στον φάκελο σχετικά με το επίπεδο της ιστορικής κερδοφορίας του κλάδου παραγωγής λιπαρών οξέων αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία, τα οποία θα μπορούσαν να στηρίξουν τον ισχυρισμό της κυβέρνησης της Ινδονησίας ότι η κερδοφορία της τάξης του 2,5 % ήταν επαρκής ή να αναιρέσουν την επιλογή του επιπέδου κέρδους 6 % που χρησιμοποιήθηκε. Αντιθέτως, τα συμπεράσματα της Επιτροπής βασίστηκαν στις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες και στις πληροφορίες που περιέχονταν στον μη εμπιστευτικό φάκελο. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, σύμφωνα με έκθεση που εκπόνησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικών Βιομηχανιών («CEFIC») σχετικά, μεταξύ άλλων, με την κερδοφορία της ευρύτερης ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας για το 2020, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα (40) ως ποσοστό του κύκλου εργασιών στη χημική βιομηχανία είναι περίπου 11 %. Επιπλέον, με βάση τα στατιστικά στοιχεία που συγκέντρωσε η εταιρεία CSIMarket (41), τα προ φόρων περιθώρια κέρδους μιας χημικής βιομηχανίας το 2021 ανέρχονταν περίπου στο 13 %. Επιπροσθέτως, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Greven επισήμανε ότι τα περιθώρια EBIT (κέρδη προ τόκων και φόρων) της χημικής βιομηχανίας στην Ευρώπη το 2020 ανέρχονταν περίπου στο 7 % (για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε αιτιολογική σκέψη 294). Ως εκ τούτου, με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή έκρινε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν έφθασε σε επίπεδο κερδοφορίας σύμφωνο με τις κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού της αγοράς.

    (269)

    Ακόμη πιο σημαντικό σημείο που επισήμανε η Επιτροπή είναι ότι, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 253 και 254, οι επενδύσεις που πραγματοποίησε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ήταν περιορισμένες κατά την εξεταζόμενη περίοδο και εστιάζονταν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και στη διατήρηση της ομαλής λειτουργίας των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, λόγω του αρνητικού ή χαμηλού επιπέδου κερδοφορίας που σημείωνε καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τις επενδύσεις για καινοτομίες και για την επίτευξη της αύξησης της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας που απαιτούνταν ώστε να είναι σε θέση να είναι ανταγωνιστικός στην αγορά. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής εξυπηρετεί ποικίλη πελατειακή βάση της οποίας οι απαιτήσεις εξελίσσονται συνεχώς. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι δαπάνες απόσβεσης αντιπροσώπευαν μόνο το 2 % περίπου του κόστους παραγωγής. Η αύξηση των δαπανών απόσβεσης, εν συνεχεία επενδύσεων, στο 4 % του κόστους παραγωγής θα οδηγούσε σε ισοσκέλιση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής με βάση το σενάριο ότι θα κατόρθωνε να διατηρήσει τις υψηλότερες τιμές της περιόδου έρευνας, κάτι που είναι εξαιρετικά απίθανο, δεδομένων των λόγων για τους οποίους οι εν λόγω τιμές αυξήθηκαν κατά την ΠΕ. Ως εκ τούτου, το επίπεδο κέρδους που πέτυχε ο κλάδος παραγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου δεν επαρκεί για την πραγματοποίηση του επιπέδου επενδύσεων που απαιτείται στον εν λόγω τομέα. Όλα αυτά τα στοιχεία αντικρούουν σαφώς τους μη τεκμηριωμένους ισχυρισμούς της κυβέρνησης της Ινδονησίας σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (270)

    Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι η ανάλυσή της ήταν πλήρης και ολοκληρωμένη, διότι κάλυπτε και τα τέσσερα έτη και όλους τους δείκτες ζημίας που απαιτούνται από το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή χρησιμοποίησε όλα τα στοιχεία στην ανάλυσή της είτε οι εξελίξεις ήταν θετικές είτε αρνητικές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέδειξε ότι το συμπέρασμά της περί σημαντικής ζημίας ήταν νομικά και οικονομικά έγκυρο. Επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν.

    (271)

    Η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκε επίσης ότι το συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία δεν συνάδει με την επιστολή της KLK της 19ης Αυγούστου 2022, στην οποία διατυπώνει παρατηρήσεις σχετικά με τον ανταγωνισμό μεταξύ της KLK και των Ινδονήσιων παραγωγών-εξαγωγέων και την κερδοφορία της KLK.

    (272)

    Η Επιτροπή απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό, καθώς η επιστολή προέρχεται από έναν μόνο ενωσιακό παραγωγό και δεν πραγματοποιεί πλήρη εκτίμηση της ζημίας. Επομένως, μια τέτοια δήλωση δεν μπορεί να υπερισχύσει των συμπερασμάτων της Επιτροπής σχετικά με τη σημαντική ζημία.

    (273)

    Η κυβέρνηση της Ινδονησίας ισχυρίστηκε επίσης ότι, παρόλο που τα λιπαρά οξέα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοντίζελ εξαιρούνταν από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος, η Επιτροπή δεν προσάρμοσε αναλόγως τα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές.

    (274)

    Η Επιτροπή απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό, επιβεβαιώνοντας ότι τα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές δεν περιλαμβάνουν τις εισαγόμενες ποσότητες λιπαρών οξέων που παράγονται από απόβλητα και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή βιοντίζελ.

    (275)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η εξέλιξη της παραγωγής και της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας που παρουσιάζεται στον πίνακα 4 δεν ήταν ζημιογόνος.

    (276)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η παραγωγή μειώθηκε κατά 7 % και η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας κατά 3 %, όπως αναφέρεται στον πίνακα 4. Η Wilmar δεν αξιολόγησε τις τάσεις αυτές στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται. Σε μια αγορά στην οποία, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η κατανάλωση μειώθηκε κατά 5 %, οι εισαγωγές από την Ινδονησία αυξήθηκαν κατά 13 % και το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε από 17,1 % το 2018 σε 20,3 % κατά την περίοδο έρευνας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς σχετικά με την παραγωγή και τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας.

    (277)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε ότι τα επίπεδα αποθεμάτων που παρουσιάζονται στον πίνακα 9 έχουν μικρότερη σημασία κατά την ανάλυση της ζημίας και ότι τα χαμηλότερα αποθέματα αποτελούν ένδειξη αύξησης των πωλήσεων.

    (278)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι όγκοι των πωλήσεων μειώνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ανάλυσης, όπως φαίνεται στον πίνακα 5. Επίσης, λαμβάνοντας υπόψη τα χαμηλά επίπεδα τελικών αποθεμάτων, τα οποία βρίσκονταν κάτω από το 4,5 % των όγκων παραγωγής καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, η Επιτροπή ενέμεινε στις απόψεις της σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν τα αποθέματα στη συνολική ανάλυση της ζημίας.

    (279)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η εξέλιξη των επενδύσεων και της απόδοσης των επενδύσεων που παρουσιάζεται στον πίνακα 10 δεν ήταν ζημιογόνος.

    (280)

    Όσον αφορά τις επενδύσεις, ο ισχυρισμός εξετάστηκε στην αιτιολογική σκέψη 269. Η απόδοση των επενδύσεων είναι η αξία του συνολικού κέρδους του υπό έρευνα προϊόντος διαιρούμενη διά της αξίας του συνόλου των πάγιων στοιχείων ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του υπό έρευνα προϊόντος. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η αξία του συνόλου των πάγιων στοιχείων ενεργητικού ήταν μάλλον σταθερή. Ως εκ τούτου, η τάση της απόδοσης των επενδύσεων ακολουθεί την τάση της κερδοφορίας. Επομένως, από το 2018 έως το 2020, η απόδοση των επενδύσεων μειώθηκε. Κατά την περίοδο έρευνας, η απόδοση των επενδύσεων αυξήθηκε όπως αυξήθηκε και η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη. Ωστόσο, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 266, η αύξηση της κερδοφορίας κατά την περίοδο έρευνας ήταν μόνο προσωρινή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ενέμεινε στο συμπέρασμά της ότι τα επίπεδα επενδύσεων ήταν ανεπαρκή για τη μελλοντική επιβίωση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 253, 254 και 269) και, κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (281)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Musim Mas ισχυρίστηκε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν υπέστη ζημία κατά την ΠΕ. Μάλιστα, ο εν λόγω όμιλος ζήτησε από την Επιτροπή να εστιάσει την ανάλυση της ζημίας στην περίοδο έρευνας, ισχυριζόμενος ότι κατά το εν λόγω έτος η παραγωγή, η παραγωγική ικανότητα, το μερίδιο αγοράς, οι μέσες τιμές, η απόδοση των επενδύσεων, οι ταμειακές ροές, η κερδοφορία και τα αποθέματα κατέγραψαν θετική εξέλιξη. Ειδικότερα, ο όμιλος Musim Mas επισήμανε ότι, κατά την περίοδο έρευνας, η κερδοφορία έφτασε στο υψηλότερο επίπεδό της (2,5 %).

    (282)

    Η Επιτροπή πρέπει να διενεργεί την εκτίμηση της ζημίας για ολόκληρη την εξεταζόμενη περίοδο και όχι μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Η μεθοδολογία την οποία πρότεινε ο όμιλος Musim Mas, όπως και η αξιολόγηση της κυβέρνησης της Ινδονησίας και της Wilmar ανωτέρω, δεν αντιπροσωπεύουν πλήρη και ακριβή ανάλυση της κατάστασης της ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όπως απαιτείται από το άρθρο 3 του βασικού κανονισμού. Η μικρή αύξηση του όγκου παραγωγής (1,2 %) και της παραγωγικής ικανότητας (1,9 %) και η μείωση των αποθεμάτων οφείλονταν στην προσωρινή αύξηση της κερδοφορίας, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 266. Η εξέλιξη των ταμειακών ροών και της απόδοσης των επενδύσεων ακολούθησαν την εξέλιξη της κερδοφορίας. Το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά μειώθηκε κατά την ΠΕ σε σύγκριση με το 2020 από 68,4 % σε 68,3 %. Η τιμή πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε παράλληλα με την αύξηση του μοναδιαίου κόστους παραγωγής λόγω της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών, την οποία προκάλεσαν οι προσωρινές διαταραχές του εφοδιασμού και οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, ιδίως κατά την ΠΕ. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (283)

    Ο όμιλος Musim Mas αμφισβήτησε επίσης τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης (στην οποία ο όμιλος Musim Mas αναφέρεται εσφαλμένα ως «πώληση σε χαμηλότερες τιμές») των ινδονησιακών εισαγωγών, υποστηρίζοντας ότι το έγγραφο κοινοποίησης σχετικά με τις μέσες μοναδιαίες αξίες, στους πίνακες 3 και 7, δείχνει πολύ πιο περιορισμένη επίδραση στις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, δηλαδή από υποτιμολόγηση της τάξης του 4 % το 2018 σε μικρή υποτιμολόγηση της τάξης του 7 % κατά την ΠΕ.

    (284)

    Ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας βάσισε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε σχετικά με την υποτιμολόγηση σε απλή σύγκριση της μέσης τιμής εισαγωγής των Ινδονήσιων παραγωγών στην Ένωση με τη μέση τιμή του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, παραβλέποντας ότι όλοι οι εξαγωγείς και όλοι οι παραγωγοί της Ένωσης διαθέτουν μείγματα προϊόντων που μπορεί να διαφέρουν σημαντικά. Προκειμένου να επιτευχθούν πιο αξιόπιστα περιθώρια υποτιμολόγησης, θα πρέπει να συγκριθούν οι τιμές για συγκρίσιμους τύπους προϊόντος στο επίπεδο των παραγωγών-εξαγωγέων, στο οποίο είναι διαθέσιμο το σύνολο δεδομένων. Κατά την ΠΕ, ο εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η υποτιμολόγηση ανερχόταν κατά μέσο όρο σε 7 %, ενώ η σύγκριση σε επίπεδο τύπου προϊόντος αποκάλυψε περιθώριο υποτιμολόγησης άνω του 20 %. Οι παρατηρήσεις του εξαγωγέα σχετικά με τα περιθώρια υποτιμολόγησης απορρίφθηκαν.

    (285)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CUTFA συμφώνησε με τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με τη ζημία και επισήμανε ότι η ανάλυση των τιμών πώλησης, της υποτιμολόγησης, της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές, της συμπίεσης των τιμών, του μοναδιαίου κόστους και των δεικτών επιδόσεων, όπως η απόδοση του κύκλου εργασιών, έδειξε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε υποστεί ζημία κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η CUTFA επέστησε επίσης την προσοχή στην ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τους δείκτες όγκου, όπως η παραγωγή, η παραγωγική ικανότητα, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας, ο όγκος πωλήσεων και το μερίδιο αγοράς, από την οποία προέκυψε ότι η ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής αφορούσε επίσης τους δείκτες όγκου. Επιπλέον, η CUTFA επιβεβαίωσε ότι η ελαφρά βελτίωση της κερδοφορίας κατά την ΠΕ δεν είχε οδηγήσει σε βιώσιμη και ανταγωνιστική κατάσταση για τον κλάδο παραγωγής στην αγορά της Ένωσης.

    (286)

    Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά την περίοδο έρευνας, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    5.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

    (287)

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αν οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την οικεία χώρα προκάλεσαν σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε επίσης αν άλλοι γνωστοί παράγοντες θα μπορούσαν να έχουν προξενήσει, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Η Επιτροπή μερίμνησε ώστε τυχόν ζημία που προκλήθηκε από άλλους παράγοντες πέραν των εισαγωγών από την οικεία χώρα που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ να μην αποδοθεί στις εν λόγω εισαγωγές. Οι παράγοντες αυτοί είναι: οι εισαγωγές από άλλες πηγές εκτός της Ινδονησίας, οι εξαγωγικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η εξέλιξη της δέσμιας χρήσης, η εξέλιξη της κατανάλωσης, ζητήματα πρώτων υλών και εικαζόμενες ανεπάρκειες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    5.1.   Επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ

    (288)

    Όπως φαίνεται στον πίνακα 2, ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία αυξήθηκε από περίπου 203 000 τόνους το 2018 σε περίπου 228 000 τόνους κατά την περίοδο έρευνας, δηλαδή σημείωσε αύξηση της τάξης του 13 %. Κατά την ίδια περίοδο, το μερίδιο αγοράς αυξήθηκε από 17,1 % σε 20,3 %, δηλαδή σημείωσε αύξηση της τάξης του 19 %. Αυτές οι αυξήσεις που παρατηρήθηκαν συνέπεσαν με τη μείωση κατά 10 % των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά και με τη μείωση του μεριδίου αγοράς από 72,1 % σε 68,3 %, δηλαδή μείωση κατά 5 %. Κατά την περίοδο αυτή, οι πωλήσεις στη μικρότερη δέσμια αγορά ήταν σταθερές. Η έρευνα έδειξε ότι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξάνονταν επίσης σταθερά σε ετήσια βάση όσον αφορά τον όγκο και το μερίδιο αγοράς. Σε απόλυτες τιμές, η αύξηση του όγκου των εισαγωγών το 2019 δεν συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό το 2020 και κατά την ΠΕ λόγω προβλημάτων που σχετίζονταν με την πανδημία COVID-19. Ωστόσο, παρότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο η κατανάλωση μειώθηκε κατά 5 %, είναι προφανές ότι κυρίως οι εισαγωγές από την Ινδονησία βελτίωσαν την κατάστασή τους στην αγορά παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγείς αντιμετώπιζαν δυσκολίες εφοδιασμού, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 202.

    (289)

    Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 210, οι εισαγωγές από την Ινδονησία είχαν προκαλέσει συμπίεση των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήδη από την αρχή της εξεταζόμενης περιόδου. Επιπλέον, σε ένα πλαίσιο σημαντικών παγκόσμιων διακυμάνσεων του κόστους των πρώτων υλών, οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν μπόρεσαν να προσαρμόσουν τις τιμές τους κατά τρόπο που θα τους επέτρεπε να επιτύχουν εύλογα επίπεδα κέρδους ή έστω και να παραμείνουν κερδοφόροι.

    (290)

    Η διείσδυση των εισαγωγών από την Ινδονησία κατά την εξεταζόμενη περίοδο ήταν δυνατή επειδή το υπό έρευνα προϊόν είναι βασικό προϊόν και η τιμή διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην απόφαση που θα πάρει ο πελάτης. Η χρονική σύμπτωση μεταξύ της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της σημαντικής παρουσίας εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία, της υποτιμολόγησης των τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της συμπίεσης των επιπέδων των τιμών στην αγορά της ΕΕ επιβεβαιώνει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των δύο.

    (291)

    Τέλος, όπως εξηγείται ανωτέρω, τα προβλήματα εφοδιασμού που αντιμετώπισαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς μείωσαν προσωρινά την πίεση που ασκούνταν στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας. Ως αποτέλεσμα, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές του σε επίπεδο που να αποκομίζει κάποιο κέρδος, αλλά όχι σε επίπεδο επαρκές για να μπορεί να επιτύχει εύλογο επίπεδο κέρδους υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού.

    (292)

    Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μεταξύ του 2018 και του 2020, όταν η κατανάλωση στην ελεύθερη αγορά μειώθηκε κατά 3 %, οι εισαγωγές από την Ινδονησία αυξήθηκαν κατά 14 % και οι τιμές μειώθηκαν κατά 12 %. Κατά την ίδια περίοδο, ο όγκος πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής συρρικνώθηκε κατά 8 % και οι τιμές του μειώθηκαν κατά 2 %. Ως αποτέλεσμα, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη οικονομικές ζημίες, οι οποίες επηρέασαν επίσης την οικονομική κατάστασή του κατά την περίοδο έρευνας, κατά την οποία συνεχίστηκε η πίεση από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (293)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η CUTFA συμφώνησε με την ανάλυση της Επιτροπής για την αιτιώδη συνάφεια με βάση τους δείκτες ζημίας και τις συγκρίσεις τιμών που καθορίστηκαν ανωτέρω, καθώς και τους όγκους, το μερίδιο αγοράς και τις τιμές των εισαγωγών από την Ινδονησία. Η CUTFA επισήμανε ότι η πίεση που άσκησαν στις τιμές οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν επέτρεψε την κατάλληλη αύξηση των τιμών στο επίπεδο που ήταν αναγκαίο για να αντισταθμιστεί η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών. Επιπλέον, η CUTFA ανέφερε ότι η αύξηση των εισαγωγών από την Ινδονησία συνέβαλε στη ζημία που υπέστη.

    (294)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Greven διατύπωσε παρατηρήσεις σχετικά με την κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, υποστηρίζοντας ότι ακολούθησε τη γενική τάση που κατέγραψε η ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Προς επίρρωση αυτού του επιχειρήματος, ο όμιλος Greven υπέβαλε διάγραμμα με τα περιθώρια EBIT (κέρδη προ τόκων και φόρων) της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας, τα οποία σημείωσαν μείωση κατά 33,9 %ή 3,4 εκατοστιαίες μονάδες, από 10,4 % το 2018 σε 7,0 % το 2020. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, ο όμιλος Greven κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μείωση της κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής πρέπει να θεωρηθεί μέτρια για την ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία και, ως εκ τούτου, δεν είναι σημαντική και θα μπορούσε να αποδοθεί σε παράγοντες άλλους από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία.

    (295)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι ο όμιλος Greven χρησιμοποίησε για τη σύγκριση την περίοδο από το 2018 έως το 2020. Αν ληφθεί ως σημείο εκκίνησης η πραγματική κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής η οποία αντιστοιχούσε σε 1,9 % το 2018, η μείωση κατά 33,9 % θα σήμαινε πτώση κατά 1,26 % το 2020. Αντ’ αυτού, η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε σε αρνητικά επίπεδα (– 2,1 %) το 2020. Η μείωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί μη σημαντική, ή ακόμη και κοντά στην τάση της (ευρύτερης) ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας. Το σημαντικότερο είναι ότι οι ισχυρισμοί του ομίλου Greven βασίζονται στις τάσεις κερδοφορίας των σχετικών μεταβολών της κερδοφορίας, ενώ παραβλέπουν πλήρως τα πραγματικά, απόλυτα επίπεδα κερδοφορίας της χημικής βιομηχανίας. Επιπλέον, η μείωση σε εκατοστιαίες μονάδες από 10,4 % σε 7,0 % δεν έχει τον ίδιο αντίκτυπο στη δραστηριότητα μιας εταιρείας της οποίας τα κέρδη μειώνονται από 1,9 % σε – 1,5 %. Στο πρώτο σενάριο, η εταιρεία απλώς κατέγραψε λιγότερα κέρδη, ενώ στο δεύτερο σενάριο η εταιρεία κατέστη ζημιογόνος, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο το μέλλον της. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι αυτά τα αρνητικά ή χαμηλά απόλυτα επίπεδα κερδοφορίας του κλάδου παραγωγής λιπαρών οξέων είναι χαμηλότερα από τα συνήθη μέσα κέρδη της ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας. Όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 266 και 269, τα αρνητικά ή πολύ χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας που καταγράφηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου ήταν ανεπαρκή για να μπορέσει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής να συνεχίσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα υπό κανονικές συνθήκες, καθώς δεν μπορούσε να αυξήσει τις τιμές στο επίπεδο που ήταν αναγκαίο για την απορρόφηση της αύξησης του κόστους των πρώτων υλών και τη συστηματική επίτευξη κέρδους. Ούτε μπορούσε ο κλάδος παραγωγής να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες επενδύσεις για καινοτομίες και για να ανταποκριθεί στη ζήτηση των πελατών του για συγκεκριμένα προϊόντα (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 253, 254 και 269). Ο όμιλος Greven δεν έδειξε με ποιον τρόπο τα εν λόγω αρνητικά ή χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας του κλάδου παραγωγής λιπαρών οξέων σε απόλυτους όρους θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού ούτε τεκμηρίωσε ποιοι συγκεκριμένοι παράγοντες, εκτός από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία, επηρέασαν την κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, παρά μόνο αναφέρθηκε γενικά στις τάσεις κερδοφορίας της χημικής βιομηχανίας. Με βάση όλα αυτά τα στοιχεία, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός ότι η χαμηλή κερδοφορία οφειλόταν σε άλλους παράγοντες που δεν σχετίζονταν με τις εισαγωγές λιπαρών οξέων από την Ινδονησία που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ δεν είναι μόνο ατεκμηρίωτος, αλλά και αβάσιμος επί της ουσίας, όπως καταδεικνύουν τα ανωτέρω επιχειρήματα, και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.

    (296)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η αύξηση των εισαγωγών από την Ινδονησία δεν είχε αντίκτυπο στον όγκο των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Ειδικότερα, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι ο πίνακας 2 δεν έδειχνε σημαντική αύξηση των εισαγωγών κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία ήταν σταθερές εκτός από το 2019, έτος κατά το οποίο αυξήθηκαν κατά 25 384 τόνους, ποσότητα αμελητέα σε σχέση με τη συνολική κατανάλωση των 1 295 034 τόνων. Έκτοτε οι όγκοι των εισαγωγών παρέμειναν σχετικά σταθεροί, σημειώνοντας αύξηση κατά 1 % το 2020 και μείωση κατά 1 % κατά την περίοδο έρευνας, τάση η οποία, σύμφωνα με τη Wilmar, αντιστοιχούσε στις συνήθεις διακυμάνσεις της αγοράς. Επιπλέον, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η συνολική αύξηση των εισαγωγών κατά την εξεταζόμενη περίοδο ανερχόταν σε 13 % και σημειώθηκε μόλις το 2019, δηλαδή δεν σημειώθηκε αύξηση των εισαγωγών κατά τα επόμενα έτη, παρά τους ισχυρισμούς περί ντάμπινγκ. Συγκριτικά, οι εισαγωγές από τη Μαλαισία σημείωσαν σταθερή αύξηση από το 2018 έως το 2020. Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η αύξηση των εισαγωγών, η οποία σημειώθηκε το 2019, δεν επηρέασε τις πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σε απόλυτες τιμές κατά το ίδιο έτος. Επιπλέον, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι η σημαντική πτώση των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σημειώθηκε το 2020 και κατά την περίοδο έρευνας, σε μια περίοδο κατά την οποία οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν αυξήθηκαν. Η Wilmar πρόσθεσε ότι το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από την Ινδονησία αυξήθηκε κατά 1,9 % το 2019 και περαιτέρω κατά 1 % το 2020. Η συνολική αύξηση μεταξύ του 2018 και της περιόδου έρευνας ανερχόταν σε 3,2 %. Η αύξηση αυτή επήλθε στο πλαίσιο μείωσης της ενωσιακής κατανάλωσης το 2020 και περαιτέρω μείωσης κατά την περίοδο έρευνας λόγω των επιπτώσεων της COVID-19, της οικονομικής επιβράδυνσης και της ύφεσης σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής (π.χ. αυτοκινητοβιομηχανία).

    (297)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι εισαγωγές από την Ινδονησία αυξήθηκαν κατά 13 % και το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε κατά 19 %. Επιπλέον, από το 2018 έως το 2019, σε μια μάλλον σταθερή αγορά, όταν η κατανάλωση αυξήθηκε κατά 1 %, οι εισαγωγές από την Ινδονησία αυξήθηκαν κατά 13 %, ενώ οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμειναν σχεδόν σταθερές. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του μεριδίου αγοράς των ινδονησιακών εισαγωγών από 17,1 % σε 19,0 %, ενώ το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε από 72,1 % σε 70,8 %. Ενώ, σε απόλυτες τιμές, οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν μειώθηκαν από το 2018 έως το 2019, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής έχασε μερίδιο αγοράς και δεν μπόρεσε να διατηρήσει τις τιμές σε κερδοφόρα επίπεδα το 2019 και το 2020. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η αύξηση των εισαγωγών από την Ινδονησία, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Wilmar, επηρέασε τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, καθώς ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής έχασε μερίδιο αγοράς και κατέστη ζημιογόνος.

    (298)

    Από το 2019 έως το 2020, σε μια αγορά με μειωμένη κατανάλωση (κατά 4 %), ο όγκος των εισαγωγών από την Ινδονησία συνέχισε να αυξάνεται, αλλά σε μικρότερο βαθμό, κατά 1,4 %, αποκτώντας επιπλέον μερίδιο αγοράς κατά 1 εκατοστιαία μονάδα. Από την άλλη πλευρά, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής έχασε ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, δηλαδή 2,4 εκατοστιαίες μονάδες, αλλά αναγκάστηκε να μειώσει ακόμη περισσότερο τις τιμές του για να μη χάσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς και, ως εκ τούτου, υπέστη μεγαλύτερες ζημίες σε σύγκριση με το 2019, δηλαδή – 2,1 %. Ως εκ τούτου, από το 2019 έως το 2020, οι ινδονησιακές εξαγωγές συνέχισαν να αυξάνουν το μερίδιο αγοράς, ενώ ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής έχασε μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς και υπέστη μεγαλύτερες ζημίες σε σχέση με το 2019.

    (299)

    Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι, από την αρχή της εξεταζόμενης περιόδου, οι εισαγωγές από την Ινδονησία είχαν σημαντικό μερίδιο αγοράς, συγκεκριμένα 17,1 %. Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι, σε μια περίοδο κατά την οποία η κατανάλωση μειώθηκε ελαφρώς, οι εισαγωγές της Ινδονησίας από το 2019 δεν σημείωσαν τόσο απότομη αύξηση όσο από το 2018 έως το 2019. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής επέλεξε να διατηρήσει το μερίδιο αγοράς του και υπέστη ζημίες λόγω της πίεσης που ασκούσαν στις τιμές οι εισαγωγές από την Ινδονησία. Εάν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε επιλέξει να διατηρήσει τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα και να θυσιάσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, οι Ινδονήσιοι εξαγωγείς λιπαρών οξέων θα είχαν αυξήσει ακόμη περισσότερο τις εξαγωγές τους και θα είχαν εδραιώσει τη θέση τους ως προμηθευτών των κύριων πελατών στην Ένωση. Ως εκ τούτου, η βραδύτερη αύξηση των εισαγωγών από την Ινδονησία μεταξύ του 2019 και του 2020 σε σύγκριση με το 2018 και το 2019 πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με την απόκριση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής για την προστασία του μεριδίου αγοράς του.

    (300)

    Από το 2020 έως την περίοδο έρευνας, η αγορά της Ένωσης μεταβλήθηκε λόγω της πανδημίας COVID-19. Η κατανάλωση μειώθηκε κατά 2,5 %, ο όγκος των εισαγωγών από την Ινδονησία μειώθηκε κατά 2,3 % και οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν επίσης κατά 2,6 %. Κατά τη διάρκεια του εν λόγω χρονικού διαστήματος, λόγω της πανδημίας COVID-19 που διατάραξε τις αλυσίδες εφοδιασμού και αύξησε τις τιμές σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 266, οι εισαγωγές από την Ινδονησία κατόρθωσαν ακόμη και να αυξήσουν ελαφρώς το μερίδιο αγοράς τους κατά 0,3 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ η αγορά της Ένωσης μείωσε το μερίδιο αγοράς της κατά 0,1 εκατοστιαίες μονάδες. Εάν δεν είχαν ανακύψει προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού, οι εισαγωγές από την Ινδονησία θα είχαν πιθανότατα αυξηθεί ακόμη περισσότερο. Υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 259, η ζημία στην προκειμένη περίπτωση αφορά κυρίως τις επιπτώσεις στις τιμές, παρότι διαπιστώθηκε επίσης ζημία σε σχέση με τον όγκο. Αυτό επιβεβαιώνεται από το σημαντικό επίπεδο της υποτιμολόγησης και της συμπίεσης των τιμών που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της έρευνας, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στις αιτιολογικές σκέψεις 209 και 210, καθώς και από τη μεταβολή του επιπέδου των ινδονησιακών εισαγωγών και των μεριδίων αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός ότι η αύξηση των εισαγωγών από την Ινδονησία δεν είχε αντίκτυπο στον όγκο των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής απορρίφθηκε.

    (301)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν επηρεάστηκε από τις επιπτώσεις στις τιμές που προκάλεσαν οι εισαγωγές από την Ινδονησία. Η Wilmar χρησιμοποίησε ως αποδεικτικά στοιχεία τις πληροφορίες σχετικά με τις μέσες τιμές που παρουσιάζονται στους πίνακες 3 και 7, καθώς και τις αυξήσεις των τιμών που επιτεύχθηκαν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν ανταγωνίζονταν τις εισαγωγές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στις τιμές. Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή, για να καταλήξει στα συμπεράσματά της σχετικά με τις τιμές, βασίστηκε αποκλειστικά σε ανάλυση «από άκρο σε άκρο» (δηλαδή σε συγκρίσεις τιμών από το 2018 έως το τέλος της περιόδου έρευνας).

    (302)

    Όσον αφορά τις τιμές εισαγωγής από την Ινδονησία, η Επιτροπή καθόρισε τον όγκο και τις τιμές των εισαγωγών από την Ινδονησία με βάση τη μεθοδολογία που αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 195 και 199. Παρότι η μεθοδολογία αυτή είναι ιδιαίτερα ακριβής για τον όγκο των εισαγωγών, όσον αφορά τις τιμές, μετά τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τα μέρη, η Επιτροπή θεωρεί αναγκαίο να συγκρίνει τις τιμές του πίνακα 3 με τις τιμές εξαγωγής που ανέφερε η Wilmar, ιδίως για το 2018. Το 2018 η Wilmar εξήγαγε τη συντριπτική πλειονότητα των συνολικών εισαγωγών από την Ινδονησία στην αγορά της Ένωσης και, ως εκ τούτου, η τιμή εξαγωγής της αποτελεί εύλογο δείκτη αναφοράς για την τιμή εισαγωγής το 2018. Η μέση μοναδιαία τιμή εξαγωγής της Wilmar το 2018 ήταν χαμηλότερη από την τιμή εισαγωγής που αναφέρεται στον πίνακα 3 και χαμηλότερη από τη μοναδιαία τιμή πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής που αναφέρεται στον πίνακα 7.

    (303)

    Επιπλέον, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η Επιτροπή, στην ανάλυσή της σχετικά με τις τάσεις των τιμών και τη συμπίεση των τιμών στην παρούσα υπόθεση, επισήμανε ότι πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη οι αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών. Ως εκ τούτου, η ανάλυση της Επιτροπής λάμβανε υπόψη το μοναδιαίο κόστος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, καθώς και την κερδοφορία και τις τιμές τόσο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής όσο και των εισαγωγών από την Ινδονησία. Η αύξηση των τιμών που κατόρθωσε να επιτύχει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής κατά τη διάρκεια της ΠΕ ήταν απλώς επαρκής για να καταστεί δυνατή η αντιστάθμιση της αύξησης του κόστους παραγωγής λόγω της αύξησης της τιμής των πρώτων υλών που επιβάρυνε τον κλάδο παραγωγής. Επιπλέον, κατά την ΠΕ ο κλάδος παραγωγής κατάφερε να αυξήσει τις τιμές ακριβώς λόγω των προβλημάτων στην αλυσίδα εφοδιασμού που αντιμετώπισαν οι Ινδονήσιοι εξαγωγείς και τα οποία συνδέονταν με ζητήματα που αφορούσαν τη νόσο COVID-19, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 266. Όπως επισήμαναν οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος, αν δεν είχε δημιουργηθεί η προσωρινή κατάσταση της αγοράς την οποία προκάλεσαν οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, ο κλάδος παραγωγής δεν θα είχε μπορέσει να αυξήσει τις τιμές κατά την ΠΕ παράλληλα με την αύξηση του κόστους παραγωγής και η ζημία που υπέστη θα ήταν ακόμη πιο σημαντική. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι Ινδονήσιοι παραγωγοί-εξαγωγείς κατάφεραν να διατηρήσουν τις εξαγωγές τους και να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς τους κατά την ΠΕ, παρά τα εν λόγω προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού, δείχνει επίσης ότι οι ζημιογόνες επιπτώσεις των εισαγωγών τους που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ μπορούν και είναι πιθανό να συνεχίσουν να προκαλούν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    (304)

    Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε ανάλυση της υποτιμολόγησης για την περίοδο έρευνας ανά τύπο προϊόντος. Από την ανάλυση αυτή προέκυψε ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και των εισαγωγών από την Ινδονησία ήταν ισχυρός και ότι η πλειονότητα των εισαγόμενων τύπων προϊόντος ανταγωνίζονταν πανομοιότυπους τύπους που πωλούσε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι τα λιπαρά οξέα είναι βασικά προϊόντα που πωλούνται κυρίως με βάση την τιμή, θεωρήθηκε ότι η πίεση που ασκήθηκε στις τιμές στην αγορά της Ένωσης ήταν πολύ έντονη. Το γεγονός ότι οι τιμές αυξήθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, παράλληλα με την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, δεν αποτελεί ένδειξη υγιούς κατάστασης, εάν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, οι εν λόγω αυξημένες τιμές βρίσκονται σε επίπεδα που απλώς καλύπτουν το κόστος, χωρίς να οδηγούν στα αναγκαία επίπεδα κέρδους. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η ανάπτυξη και οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρέμειναν στάσιμες λόγω των ανεπαρκών τιμών που οδήγησαν σε ανεπαρκή επίπεδα κερδοφορίας. Επομένως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν.

    (305)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι η εξέλιξη των ταμειακών ροών δεν ήταν ζημιογόνος και υποστήριξε ότι τα προβλήματα με τις ταμειακές ροές οφείλονταν στο ότι οι πελάτες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής καθυστερούσαν την πληρωμή των τιμολογίων ή στην εκτέλεση μεγάλων επενδυτικών έργων.

    (306)

    Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι και ανυπόστατοι. Δεν προσκομίστηκαν αποδεικτικά στοιχεία για τη στήριξη κανενός από τους ισχυρισμούς αυτούς. Αντίθετα, η κατάσταση του κλάδου παραγωγής η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλά και πτωτικά επίπεδα ταμειακών ροών συνάδει με την απόδοση του κύκλου εργασιών και με άλλους δείκτες, οι οποίοι διαμορφώθηκαν ουσιαστικά από τις χαμηλές τιμές πώλησης και τα χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας. Επομένως, η Επιτροπή απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς.

    (307)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι η εξέλιξη της απασχόλησης και της παραγωγικότητας δεν συσχετιζόταν με την τάση του όγκου των εισαγωγών από την Ινδονησία.

    (308)

    Πρώτον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, για τη διαπίστωση της ύπαρξης σημαντικής ζημίας στο πλαίσιο του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού, δεν χρειάζεται όλοι οι δείκτες ζημίας να παρουσιάζουν άμεση συσχέτιση με τις εισαγωγές από την Ινδονησία. Επίσης, τόσο τα επίπεδα απασχόλησης όσο και η παραγωγικότητα μειώθηκαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, και η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τους παράγοντες αυτούς στο τμήμα «Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία». Ωστόσο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 259, οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είχαν αρνητικές επιπτώσεις στις τιμές για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ο οποίος υπέστη σημαντική ζημία, καθώς δεν μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές του σε επίπεδο που να επιτρέπει εύλογο επίπεδο κερδών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τους ισχυρισμούς σχετικά με την απασχόληση και την παραγωγικότητα.

    (309)

    Η Wilmar συνέκρινε επίσης τις τιμές στην αγορά της Ένωσης με τις τιμές εξαγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο και υποστήριξε ότι ήταν πολύ παρόμοιες. Η Wilmar, λαμβάνοντας ως παραδοχή ότι οι τιμές εξαγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής καθορίστηκαν στο επίπεδο των τιμών της παγκόσμιας αγοράς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν συμπιέστηκαν από τις εισαγωγές από την Ινδονησία, αλλά καθορίστηκαν στο επίπεδο των παγκόσμιων τιμών.

    (310)

    Η Επιτροπή επισήμανε πως η παραδοχή ότι οι τιμές εξαγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής καθορίστηκαν στο επίπεδο των παγκόσμιων τιμών δεν εξηγήθηκε ούτε τεκμηριώθηκε. Η Επιτροπή συνέκρινε απευθείας τις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και τις τιμές εξαγωγικών πωλήσεων της Wilmar σε βάση PCN ανά PCN και κατέδειξε ότι οι τιμές της Wilmar ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό.

    (311)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Musim Mas διατύπωσε παρατηρήσεις και υπέβαλε ανάλυση του όγκου των εισαγωγών από την Ινδονησία και των μέσων τιμών και προέβη σε συγκρίσεις με τις μέσες τιμές και την κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, προκειμένου να αποδείξει ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν ήταν η αιτία της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    (312)

    Ωστόσο, οι συγκρίσεις και τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν, δεδομένου ότι βασίστηκαν στις μέσες τιμές, είναι λιγότερο ακριβή από τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν βάσει συγκεκριμένων υπολογισμών της υποτιμολόγησης, από τους οποίους προκύπτει σαφής πίεση στις τιμές. Επιπλέον, η παρατήρηση ότι η κερδοφορία ήταν υψηλότερη κατά την περίοδο έρευνας δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, ακόμη και κατά το συγκεκριμένο αυτό έτος, η κερδοφορία ήταν υπερβολικά χαμηλή για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδου παραγωγής, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 266 και 269. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του εν λόγω μέρους, οι περιστάσεις αυτές δείχνουν ακριβώς την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των ινδονησιακών εξαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Πράγματι, η ελαφρά ανάκαμψη που σημείωσε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής λόγω αυτής της προσωρινής έλλειψης από την Ινδονησία και της ανασφάλειας σε σχέση με την άφιξη των ινδονησιακών εξαγωγών στην αγορά της Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα να αγοράσουν οι χρήστες λιπαρά οξέα από ενωσιακούς παραγωγούς και όχι από Ινδονήσιους εξαγωγείς, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 266. Συνεπώς, οι παρατηρήσεις αυτές απορρίφθηκαν.

    (313)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία προκάλεσαν σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    5.2.   Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

    5.2.1.   Εισαγωγές από τρίτες χώρες

    (314)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 195, εξελίχθηκε ως εξής:

    Πίνακας 11

    Εισαγωγές από τρίτες χώρες

    Χώρα

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Μαλαισία

    Όγκος (σε τόνους)

    88 322

    90 583

    95 453

    88 183

    Δείκτης

    100

    103

    108

    100

    Μερίδιο αγοράς (%)

    7,5

    7,5

    8,3

    7,8

    Δείκτης

    100

    101

    111

    105

    Μέση τιμή

    1 110

    849

    925

    1 161

    Δείκτης

    100

    76

    83

    105

    Άλλες τρίτες χώρες

    Όγκος (σε τόνους)

    39 435

    32 899

    38 092

    40 064

    Δείκτης

    100

    83

    97

    102

    Μερίδιο αγοράς (%)

    3,3

    2,7

    3,3

    3,6

    Δείκτης

    100

    82

    99

    107

    Μέση τιμή

    1 331

    1 522

    1 329

    1 443

    Δείκτης

    100

    114

    100

    108

    Σύνολο όλων των τρίτων χωρών εκτός της Ινδονησίας

    Όγκος (σε τόνους)

    127 757

    123 482

    133 545

    128 247

    Δείκτης

    100

    97

    105

    100

    Μερίδιο αγοράς (%)

    10,8

    10,3

    11,6

    11,4

    Δείκτης

    100

    95

    107

    106

    Μέση τιμή

    1 178

    1 028

    1 040

    1 249

    Δείκτης

    100

    87

    88

    106

    Πηγή:

    Eurostat.

    (315)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος των εισαγωγών από τη Μαλαισία ήταν σχετικά σταθερός. Κατά την ΠΕ, ο όγκος τους ανερχόταν σε παρόμοιο επίπεδο με το επίπεδο του 2018, δηλαδή σε περίπου 88 000 τόνους. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το μερίδιο αγοράς αυτών των εισαγωγών κυμαινόταν από 7,5 έως 8,3 %, παρότι συνολικά σημειώθηκε αύξηση του μεριδίου αγοράς κατά 5 %, λόγω της μείωσης της κατανάλωσης.

    (316)

    Οι εισαγωγές από τη Μαλαισία εισέρχονταν στην αγορά της Ένωσης κυρίως με τους κωδικούς ΣΟ 3823 11 00, 3823 12 00 και 3823 19 10. Αυτοί ήταν επίσης οι κύριοι κωδικοί που χρησιμοποιούσαν οι εισαγωγές από την Ινδονησία. Από τις διαθέσιμες πληροφορίες προκύπτει ότι το μείγμα προϊόντων των εισαγωγών από τις δύο χώρες παρέμεινε σταθερό κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Τα επίπεδα των μέσων τιμών εισαγωγής από τη Μαλαισία ήταν σταθερά υψηλότερα από εκείνα τόσο της Ινδονησίας (κατά περισσότερο από 10 % ετησίως) όσο και του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (317)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες αυξήθηκε κατά 2 %. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου, οι εν λόγω εισαγωγές παρέμειναν σταθερές, σε περίπου 40 000 τόνους, και αντιπροσώπευαν συνολικά λιγότερο από 4 % όσον αφορά το μερίδιο αγοράς.

    (318)

    Εισαγωγές από άλλες χώρες πραγματοποιούνταν επίσης κυρίως με τους κωδικούς ΣΟ 3823 11 00, 3823 12 00 και 3823 19 10, γεγονός που υποδηλώνει παρόμοιο μείγμα προϊόντων. Τα επίπεδα των μέσων τιμών εισαγωγής από αυτές τις άλλες τρίτες χώρες ήταν σταθερά υψηλότερα από εκείνα τόσο της Ινδονησίας όσο και του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (319)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι οι τιμές εισαγωγής από την Αργεντινή προκαλούσαν ζημία στους ενωσιακούς παραγωγούς.

    (320)

    Ωστόσο, δεδομένου ότι οι εν λόγω εισαγωγές ήταν αμελητέες, αντιπροσωπεύοντας μόλις περίπου 4 000 τόνους και 0,4 % μερίδιο αγοράς κατά την ΠΕ, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (321)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από τρίτες χώρες δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ούτε άμβλυναν την αιτιώδη συνάφεια όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδονησία.

    5.2.2.   Εξαγωγικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    (322)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος των εξαγωγών των ενωσιακών παραγωγών εξελίχθηκε όπως παρουσιάζεται στον πίνακα 12. Ο αριθμός αυτός προέκυψε με βάση τις εξαγωγές των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος και με παρέκταση του αριθμού ώστε να αντιπροσωπεύει το σύνολο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (42).

    Πίνακας 12

    Εξαγωγικές επιδόσεις των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος

     

    2018

    2019

    2020

    Περίοδος έρευνας

    Όγκος εξαγωγών (σε τόνους)

    91 577

    82 260

    79 319

    86 173

    Δείκτης

    100

    90

    87

    94

    Μέση τιμή σε μη συνδεδεμένα μέρη (EUR/τόνο)

    929

    804

    857

    1 105

    Δείκτης

    100

    87

    92

    119

    Πηγή:

    Ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος.

    (323)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο όγκος εξαγωγών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 6 %. Κατά την ίδια περίοδο, οι τιμές πώλησης αυτών των εξαγωγών αυξήθηκαν κατά 19 %, δεδομένου ότι οι εν λόγω τιμές επηρεάστηκαν επίσης από την εξέλιξη του κόστους που παρουσιάζεται στον πίνακα 7.

    (324)

    Λαμβανομένου υπόψη ότι ο όγκος των εξαγωγών αντιπροσώπευαν μόνο το 10 % περίπου του όγκου των πωλήσεων της Ένωσης και ότι ο όγκος των πωλήσεων και οι τιμές ακολουθούσαν παρόμοια τάση με εκείνη που παρατηρήθηκε για τις πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στην ελεύθερη αγορά της Ένωσης, είναι προφανές ότι οι εξαγωγικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν αποτελούν βασικό στοιχείο για τη συνολική αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (325)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εξαγωγικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν προκάλεσαν σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ούτε ήταν σε θέση να αμβλύνουν την αιτιώδη συνάφεια όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδονησία.

    5.2.3.   Κατανάλωση

    (326)

    Κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, η κατανάλωση μειώθηκε κατά 5 % στην ελεύθερη αγορά της Ένωσης όπως φαίνεται στον πίνακα 1. Όταν λαμβάνεται επίσης υπόψη η δέσμια χρήση, η συνολική αγορά της Ένωσης μειώθηκε επίσης κατά 5 %. Η έρευνα έδειξε ότι η μείωση της κατανάλωσης οφειλόταν κυρίως σε παράγοντες που σχετίζονταν με την πανδημία COVID-19 και τον αντίκτυπό της στους τομείς χρηστών στην Ένωση, όπως η οικιακή φροντίδα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 191.

    (327)

    Η Wilmar και η P&G υποστήριξαν ότι οι εξελίξεις στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 ευθύνονται εν μέρει για τη μείωση της κατανάλωσης. Επιπλέον, ισχυρίστηκαν ότι η θέσπιση νομοθεσίας για την επιβολή ανώτατων ορίων για την 3-μονοχλωροπροπανοδιόλη (3-MCPD) είχε επίσης επηρεάσει τις πωλήσεις στον τομέα των τροφίμων.

    (328)

    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσωρινή μείωση της κατανάλωσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 δεν μπορούσε να εξηγήσει τη σημαντική ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Οι εξελίξεις στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των τροφίμων δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη συνολική εξέλιξη της κατανάλωσης, η μείωση της οποίας περιορίστηκε στο 5 %. Η ανάλυση της ζημίας έδειξε ότι η σημαντική ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής συνδεόταν με ζητήματα τιμών, όπως η υποτιμολόγηση και η συμπίεση των τιμών, παράγοντες που δεν επέτρεψαν στην Ένωση να αυξήσει τις τιμές σύμφωνα με το κόστος σε επίπεδο που να αποκομίζει επαρκή κέρδη.

    (329)

    Η έρευνα έδειξε ότι, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, οι ζημίες που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής όσον αφορά την παραγωγή και τον όγκο πωλήσεων ήταν μεγαλύτερες από τη μείωση της κατανάλωσης. Πράγματι, παρά τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, ο κύριος επωφελούμενος από τις εξελίξεις της αγοράς ήταν οι εισαγωγές από την Ινδονησία που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίες, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, αύξησαν το μερίδιο αγοράς τους κατά 19 %, όπως φαίνεται στον πίνακα 2 ανωτέρω.

    (330)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εξέλιξη της κατανάλωσης δεν ήταν η αιτία της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    5.2.4.   Ζητήματα πρώτων υλών

    (331)

    Οι κύριες πρώτες ύλες του υπό έρευνα προϊόντος είναι το στέαρ, ένα υλικό που προέρχεται από ζωικό λίπος, και/ή φυτικά έλαια, όπως το ακατέργαστο φοινικέλαιο. Αυτές αντιπροσωπεύουν περίπου το 70 % του συνολικού κόστους παραγωγής λιπαρών οξέων.

    (332)

    Οι ενωσιακοί παραγωγοί χρησιμοποιούν στέαρ ως βασική πρώτη ύλη, αλλά χρησιμοποιούν επίσης μεγάλες ποσότητες φυτικού ελαίου, μεταξύ άλλων και ακατέργαστο φοινικέλαιο, οι οποίες προέρχονται από την Ένωση ή από τη Νοτιοανατολική Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Ινδονησίας. Το στέαρ είναι διαθέσιμο σε τοπικό επίπεδο και είναι κατάλληλο για την παραγωγή των περισσότερων τμημάτων χρηστών λιπαρών οξέων. Οι παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδονησία χρησιμοποιούν κυρίως στην παραγωγή τους ακατέργαστο φοινικέλαιο, ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο και μικρές ποσότητες άλλων τοπικά διαθέσιμων φυτικών ελαίων, όπως το έλαιο κοκοφοίνικα. Η έρευνα έδειξε ότι, εν γένει, η ποιότητα και οι προδιαγραφές των λιπαρών οξέων εξαρτώνται από την εισροή πρώτων υλών, παρότι τα προϊόντα με βάση το στέαρ είναι ευρέως εναλλάξιμα με τα προϊόντα με βάση το ακατέργαστο φοινικέλαιο. Επιπλέον, τα παρασκευασμένα προϊόντα μπορούν να εξευγενιστούν ή να αναπτυχθούν περαιτέρω σε προϊόντα με διαφορετικά χαρακτηριστικά μέσω υδρογόνωσης και κλασματικής απόσταξης προκειμένου να ικανοποιηθούν ορισμένες απαιτήσεις των πελατών.

    (333)

    Η Wilmar και η P&G ισχυρίστηκαν ότι η εξάρτηση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από το στέαρ και όχι από το ακατέργαστο φοινικέλαιο ως πρώτη ύλη είχε αρνητικό αντίκτυπο στο κόστος και την κερδοφορία τους. Ισχυρίστηκαν ότι οι εξελίξεις στην αγορά στέατος στην Ένωση είχαν αυξήσει τον ανταγωνισμό για το στέαρ και είχαν ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών του. Ο όμιλος Greven υποστήριξε ότι η αυξανόμενη χρήση τετηγμένων ζωικών λιπών για την παραγωγή βιοκαυσίμων είχε αρνητικό αντίκτυπο στη διαθεσιμότητα στέατος για τον κλάδο ελαιοχημικών προϊόντων και ότι η έλλειψή του είχε προκαλέσει δραστικές αυξήσεις των τιμών.

    (334)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι η αιτία της ζημίας ήταν οι χαμηλές τιμές των ινδονησιακών εισαγωγών. Το γεγονός ότι αυτές οι χαμηλές τιμές επιτυγχάνονται χάρη στη δυνατότητα προμήθειας φθηνών πρώτων υλών (43) είναι άνευ σημασίας για τους σκοπούς της ανάλυσης της ζημίας, δεδομένου ότι από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι Ινδονήσιοι εξαγωγείς έχουν εμπλακεί σε πρακτικές ντάμπινγκ.

    (335)

    Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι το κόστος των πρώτων υλών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής έδειξε ότι το κόστος τόσο για το στέαρ όσο και για το ακατέργαστο φοινικέλαιο είχε αυξηθεί έως και 40 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Επιπλέον, οι μέσες τιμές αγοράς τόσο του στέατος όσο και του ακατέργαστου φοινικελαίου ήταν πολύ παρόμοιες, καθώς το ακατέργαστο φοινικέλαιο έπρεπε να εισαχθεί από τη Νοτιοανατολική Ασία. Το κόστος μεταφοράς είχε αυξηθεί για τα εισαγόμενα προϊόντα, ιδίως κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν το κόστος εφοδιαστικής είχε επηρεαστεί από ζητήματα εφοδιασμού. Επομένως, η χρήση στέατος από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής (επιπλέον ενός μείγματος άλλων τύπων πρώτων υλών) ήταν μια ορθολογική και αποτελεσματική επιλογή που βασίστηκε σε ορθή επιχειρηματική λογική και δεν μπορούσε να θεωρηθεί πηγή αυτοπροκληθείσας ζημίας. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

    (336)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι οι χρήσεις του υπό έρευνα προϊόντος είναι περιορισμένες όταν χρησιμοποιείται το στέαρ ως πρώτη ύλη, διότι τα προϊόντα αυτά δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στις αγορές χαλάλ και κοσέρ. Επιπλέον, τα λιπαρά οξέα που παράγονται από στέαρ ως πρώτη ύλη δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφές.

    (337)

    Ωστόσο, η έρευνα αποκάλυψε ότι ο τομέας της οικιακής φροντίδας είναι μακράν ο μεγαλύτερος αγοραστής αυτών των λιπαρών οξέων, τα οποία αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50 % της ενωσιακής κατανάλωσης. Επιπλέον, οι ενωσιακοί παραγωγοί μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση με απαιτήσεις όπως οι κανόνες κοσέρ και χαλάλ, αφιερώνοντας μέρος των εγκαταστάσεων παραγωγής τους στην αποκλειστική παραγωγή λιπαρών οξέων με φυτικά έλαια ως πρώτη ύλη. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (338)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι, λόγω της μη διαθεσιμότητας στέατος, η παραγωγή και οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν περιορισμένες.

    (339)

    Η Wilmar δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να τεκμηριώνουν το επιχείρημά της στη μη εμπιστευτική έκδοση των παρατηρήσεών της. Στην πραγματικότητα, τα εμπιστευτικά αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν έδειξαν αύξηση του μεριδίου κατανάλωσης στέατος στην παραγωγή λιπαρών οξέων κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (340)

    Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκρισιμότητα των τιμών του στέατος και των φυτικών ελαίων ως πρώτων υλών, ιδίως κατά την περίοδο έρευνας, την ευρεία εναλλαξιμότητα μεταξύ των προϊόντων με βάση το στέαρ και των προϊόντων με βάση το ακατέργαστο φοινικέλαιο καθώς και τον περιορισμένο χαρακτήρα των περιορισμών στη χρήση λιπαρών οξέων με βάση το στέαρ, διαπίστωσε ότι η χρήση στέατος ως πρώτης ύλης δεν ήταν αιτία της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    (341)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Greven, η Wilmar, ο όμιλος Musim Mas και ο όμιλος Schill + Seilacher διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με ζητήματα που αφορούσαν την εξέλιξη του κόστους του στέατος ως πρώτης ύλης λόγω της αυξημένης χρήσης του από άλλους κλάδους παραγωγής, καθώς και σχετικά με τη μειωμένη διαθεσιμότητα πρώτων υλών για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Το κύριο επιχείρημα που προέβαλαν τα εν λόγω μέρη ήταν ότι η Επιτροπή, στην κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, δεν απέδωσε αρκετή βαρύτητα στον αντίκτυπο της επιδείνωσης της διαθεσιμότητας στέατος, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους του στέατος σε σύγκριση με το φοινικέλαιο ως πρώτης ύλης για την παραγωγή λιπαρών οξέων. Προς επίρρωση των απόψεών του, ο όμιλος Greven υπέβαλε στατιστικά στοιχεία και αναλύσεις που δείχνουν την εξέλιξη της σχέσης μεταξύ των τιμών του στέατος και του φοινικελαίου κατά την περίοδο 2008-2022. Επιπλέον, ο όμιλος Greven ισχυρίστηκε ότι οι τιμές του στέατος θα συνεχίσουν να αυξάνονται στο μέλλον και ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν προέβη στις σημαντικές επενδύσεις που ήταν αναγκαίες για να καταστεί δυνατή η στροφή της παραγωγής του στο ακατέργαστο φοινικέλαιο ως κύρια πρώτη ύλη.

    (342)

    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι η διαθεσιμότητα στέατος στην Ένωση έχει μειωθεί με την πάροδο των ετών και ότι, κατ’ επέκταση, οι τιμές του στέατος αυξήθηκαν ούτε ότι, ιστορικά, η ανταγωνιστικότητα των τιμών του στέατος μετατοπίστηκε σε σύγκριση με τις τιμές των φυτικών ελαίων ως πρώτων υλών. Όπως και σε όλους τους κλάδους παραγωγής, οι αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών, ιδίως για τους κλάδους παραγωγής με χαμηλά επίπεδα κέρδους, πρέπει να μετακυλίονται στους πελάτες σε κάποιο στάδιο, προκειμένου να παραμείνουν βιώσιμοι. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής αντιμετώπισε αύξηση του κόστους των πρώτων υλών κατά περίπου 40 % τόσο για το φοινικέλαιο όσο και για το στέαρ. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να αυξήσει τις τιμές των λιπαρών οξέων επαρκώς ώστε να αντισταθμίσει αυτές τις αυξήσεις του κόστους και να επιτύχει επαρκή επίπεδα κερδοφορίας, παρότι το κόστος των πρώτων υλών αντιπροσωπεύει περίπου το 70 % του συνολικού κόστους. Επίσης, κατά την εξεταζόμενη περίοδο το κόστος του στέατος ήταν παρόμοιο με το κόστος του ακατέργαστου φοινικελαίου (συμπεριλαμβανομένου του κόστους εφοδιαστικής) με βάση τα επαληθευμένα στοιχεία κόστους των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος. Ο λόγος για τον οποίο οι τιμές των πρώτων υλών δεν μετακυλίστηκαν επαρκώς στους πελάτες οφείλεται στην πίεση που ασκούσαν στις τιμές του ομοειδούς προϊόντος οι τιμές των εισαγωγών από την Ινδονησία που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, οι τιμές των εισροών ακατέργαστου φοινικελαίου και στέατος (συμπεριλαμβανομένου του κόστους μεταφοράς) ήταν πολύ παρόμοιες για τους ενωσιακούς παραγωγούς λιπαρών οξέων.

    (343)

    Όσον αφορά την ικανότητα των ενωσιακών παραγωγών να στρέψουν την παραγωγή τους από έναν τύπο πρώτης ύλης σε άλλον, η Επιτροπή επισήμανε ότι και οι τέσσερις ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος χρησιμοποιούν ήδη διάφορους τύπους πρώτων υλών, συμπεριλαμβανομένων του στέατος και του φοινικελαίου, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, οι προσδοκίες σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις της αγοράς, όπως σχετικά με την εξέλιξη των τιμών του στέατος, δεν έχουν σημασία για την εκτίμηση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

    (344)

    Ως εκ τούτου, οι τιμές πώλησης στην Ένωση αυξήθηκαν λόγω της αύξησης των πρώτων υλών· ωστόσο, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν μπόρεσε να καθορίσει τις τιμές του σε εύλογο επίπεδο λόγω των χαμηλών τιμών των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επομένως, αυτός ο ισχυρισμός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

    5.2.5.   Εικαζόμενες ανεπάρκειες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    (345)

    Η Wilmar και η P&G υποστήριξαν ότι οι Ινδονήσιοι εξαγωγείς είναι καθετοποιημένοι στον βαθμό που έχουν στην κατοχή τους φυτείες παραγωγής φοινικελαίου και, ως εκ τούτου, έχουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα έναντι του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ανεπάρκειες.

    (346)

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι οποιοδήποτε εικαζόμενο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα δεν μπορεί να δικαιολογήσει το ζημιογόνο ντάμπινγκ που εφαρμόζουν οι Ινδονήσιοι εξαγωγείς στην αγορά της Ένωσης. Όπως εξηγείται στο τμήμα «Ντάμπινγκ» ανωτέρω, η Επιτροπή συνέκρινε την τιμή που χρεώνουν οι οικείοι εξαγωγείς σε πελάτες εγκατεστημένους στην ΕΕ με την κανονική αξία τους στην Ινδονησία και διαπίστωσε την ύπαρξη σημαντικού ντάμπινγκ. Αυτό σημαίνει ότι το ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε εξαρτάται αποκλειστικά από την εμπορική συμπεριφορά των Ινδονήσιων παραγωγών-εξαγωγέων που αποφάσισαν να εξάγουν σε τιμές χαμηλότερες από τις εγχώριες τιμές πώλησης ή το κόστος. Από την έρευνα προέκυψε ότι η συμπεριφορά αυτή προκάλεσε σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    (347)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής πάσχει από έλλειψη επενδύσεων, γεγονός που εξηγεί τη ζημία που διαπιστώθηκε.

    (348)

    Όπως προαναφέρθηκε, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής πραγματοποίησε κυρίως επενδύσεις για τη διατήρηση της υφιστάμενης παραγωγικής ικανότητας και τη βελτίωση της αποδοτικότητας. Από την έρευνα συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι τα ανεπαρκή επίπεδα κερδοφορίας και η μειωμένη ικανότητα άντλησης κεφαλαίων που προκλήθηκαν από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ οδήγησαν σε περιορισμένα επίπεδα επενδύσεων. Επομένως, η εικαζόμενη έλλειψη επενδύσεων δεν ήταν η αιτία αλλά η συνέπεια της σημαντικής ζημίας που προκάλεσαν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία. Η μαζική παρουσία των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ στην αγορά της Ένωσης είχε αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία και στην ικανότητα άντλησης κεφαλαίων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και ορισμένες διαρθρωτικές επενδύσεις δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν όπως είχε προγραμματιστεί, ιδίως κατά την περίοδο έρευνας.

    (349)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι ορισμένοι ενωσιακοί παραγωγοί, συμπεριλαμβανομένης της KLK, είχαν εισαγάγει λιπαρά οξέα από την Ινδονησία κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι οποιαδήποτε ζημία πρέπει να θεωρηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, αυτοπροκληθείσα.

    (350)

    Η έρευνα έδειξε ότι οι αγορές των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος, συμπεριλαμβανομένης της KLK, από την Ινδονησία ήταν αμελητέες, δηλαδή λιγότερο από το 3 % του όγκου παραγωγής τους ετησίως και καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (351)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής πάσχει από κακή γεωγραφική θέση, δηλαδή οι τοποθεσίες του δεν παρέχουν πρόσβαση σε λιμενικές εγκαταστάσεις μεγάλου βάθους για την προμήθεια πρώτων υλών και τις πωλήσεις τελικών προϊόντων.

    (352)

    Η Επιτροπή απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό, καθώς η έρευνα έδειξε ότι τουλάχιστον και οι τέσσερις ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος, οι οποίοι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 36, αντιπροσώπευαν το 61 % της ενωσιακής παραγωγής, είχαν πρόσβαση σε λιμενικές εγκαταστάσεις μεγάλου βάθους ή σε ποτάμιες λιμενικές εγκαταστάσεις κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ως εκ τούτου, παρότι ορισμένοι μικρότεροι ενωσιακοί παραγωγοί ενδέχεται να μην έχουν πρόσβαση σε λιμενικές εγκαταστάσεις μεγάλου βάθους, αυτό δεν ισχύει για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στο σύνολό του και, ως εκ τούτου, δεν εξηγεί τη σημαντική ζημία.

    (353)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι η αγορά των εγκαταστάσεων του Dusseldorf από τον όμιλο KLK οδήγησε σε περαιτέρω ανεπάρκειες για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται στο γεγονός ότι οι εγκαταστάσεις χρησιμοποιούν στέαρ ως πρώτη ύλη.

    (354)

    Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 331 έως 340, η τιμή του στέατος είναι παρόμοια με την τιμή άλλων πρώτων υλών και το στέαρ είναι τεχνικά κατάλληλο για την παραγωγή της πλειονότητας των τμημάτων χρηστών. Επομένως, αυτός ο ισχυρισμός κρίθηκε αβάσιμος.

    (355)

    Η P&G και η Wilmar ισχυρίστηκαν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής χαρακτηρίζεται από ανεπάρκειες και ότι απασχολεί μεγάλο αριθμό προσωπικού και, ως εκ τούτου, πάσχει από υψηλό κόστος απασχόλησης.

    (356)

    Λαμβανομένου υπόψη ότι το κόστος απασχόλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής (μισθοί συν όλα τα άλλα έξοδα που σχετίζονται με την απασχόληση) αντιπροσώπευε μόνο το 7,2 % του συνολικού κόστους κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το κόστος αυτό δεν θεωρήθηκε δυνητικά ικανό να προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (357)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ήταν ανεπαρκής όσον αφορά την τήρηση των προθεσμιών παράδοσης και τη διασφάλιση της παράδοσης των σχετικών ποσοτήτων που ζητούνταν από την αγορά της Ένωσης. Ο ισχυρισμός αυτός δεν τεκμηριώθηκε με αποδεικτικά στοιχεία.

    (358)

    Ωστόσο, από τον πίνακα 4 ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διαθέτει πάνω από 200 000 τόνους πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας την οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αμέσως, εάν παραληφθούν επαρκείς παραγγελίες. Ελλείψει στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής δεν ήταν σε θέση ή δεν ήταν πρόθυμος να εξασφαλίσει τον εφοδιασμό, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (359)

    Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τυχόν εικαζόμενα ζητήματα ανεπάρκειας και πρώτων υλών δεν ήταν σε θέση να προκαλέσουν σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή να αμβλύνουν την αιτιώδη συνάφεια όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδονησία.

    (360)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι ο λόγος της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ήταν η αύξηση του κόστους εφοδιαστικής που προέκυψε από την πανδημία COVID-19 και του κόστους εργασίας. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι, λόγω των ζητημάτων αυτών, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής έχασε την ανταγωνιστικότητά του σε σύγκριση με τους Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς.

    (361)

    Το κόστος εφοδιαστικής αποτελεί σχετικά μικρό μέρος του συνολικού κόστους (κάτω του 5 %). Επίσης, κατά τα 4 έτη της εξεταζόμενης περιόδου, το κόστος εργασίας ανά εργαζόμενο αυξήθηκε μόνο κατά 8 %, σύμφωνα με τις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις εθνικές διοικήσεις. Το κόστος εργασίας αντιπροσώπευε μόνο το 7,2 % περίπου του συνολικού κόστους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι η αύξηση του κόστους εφοδιαστικής και εργασίας προκάλεσε ζημία.

    (362)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε επίσης ότι η μη κερδοφορία των πωλήσεων το 2019 και το 2020 οφειλόταν στην αύξηση των ΓΔΕΠ και των χρηματοοικονομικών εξόδων.

    (363)

    Ωστόσο, η Wilmar διατύπωσε αυτόν τον ισχυρισμό λόγω παρανόησης του πίνακα 7 σχετικά με το κόστος παραγωγής. Στον εν λόγω πίνακα, με τον όρο «κόστος παραγωγής» νοείται το πλήρες κόστος των ενωσιακών παραγωγών, συμπεριλαμβανομένων των ΓΔΕΠ και των χρηματοοικονομικών εξόδων. Στην πραγματικότητα, τα ΓΔΕΠ και τα χρηματοοικονομικά έξοδα παρέμειναν σχετικά σταθερά κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η αύξηση των ΓΔΕΠ και των χρηματοοικονομικών εξόδων προκάλεσε ζημία.

    (364)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Greven αμφισβήτησε ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί έχουν επαρκή παραγωγική ικανότητα για να αντικαταστήσουν τις εισαγωγές από την Ινδονησία, παρόλο που θεωρητικά μερίδιο αγοράς 20 % θα μπορούσε να καλυφθεί από την κατά 20 % πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Ο όμιλος Greven, για να υποστηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό, υπέβαλε στοιχεία που δείχνουν ότι η τρέχουσα χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής λιπαρών οξέων (80 %) αντιστοιχεί ήδη στον μακροπρόθεσμο μέσο όρο της ευρύτερης ευρωπαϊκής χημικής βιομηχανίας. Με βάση την εκτίμηση αυτή, ο όμιλος Greven ισχυρίστηκε ότι η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας κατά 100 % δεν είναι ούτε βιώσιμη ούτε εφικτή για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, ο όμιλος Greven αναφέρθηκε στη δική του ζήτηση, την οποία από το 2020 δεν μπορούσαν να καλύψουν οι ενωσιακοί παραγωγοί, είτε λόγω ανεπαρκούς παραγωγικής ικανότητας είτε λόγω ανεπαρκούς προσφοράς πρώτων υλών. Ειδικότερα, για τους τομείς των φαρμάκων, των ζωοτροφών και των τροφίμων, ο όμιλος Greven ισχυρίστηκε ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν διέθεταν επαρκή παραγωγική ικανότητα, καθώς τα λιπαρά οξέα για τους εν λόγω τομείς μπορούσαν να παράγονται μόνο από φυτικό υλικό ή από υλικό με βάση το φοινικέλαιο και πρέπει να είναι πιστοποιημένα από το σύστημα RSPO (στρογγυλή τράπεζα για αειφόρο φοινικέλαιο), από το σύστημα ισοζυγίου μάζας και να είναι πιστοποιημένα κοσέρ και χαλάλ.

    (365)

    Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η παραγωγική ικανότητα της Ένωσης για λιπαρά οξέα υπολογίστηκε με βάση τη μέγιστη εφικτή παραγωγή μακροπρόθεσμα, λαμβανομένης υπόψη της συντήρησης. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η μακροπρόθεσμη μέση χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας της ευρύτερης χημικής βιομηχανίας είναι 80 % δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής λιπαρών οξέων να αξιοποιεί πλήρως την πλεονάζουσα παραγωγική του ικανότητα όπως υπολογίστηκε από την Επιτροπή στην παρούσα υπόθεση. Επιπλέον, ο όμιλος Greven δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η εικαζόμενη αδυναμία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να ικανοποιήσει τη σχετική ζήτηση οφειλόταν σε συστηματικούς και όχι σε περιστασιακούς παράγοντες και θα εξακολουθούσε να υφίσταται μακροπρόθεσμα. Όσον αφορά τα λιπαρά οξέα για τους τομείς των φαρμάκων, των ζωοτροφών και των τροφίμων, η Επιτροπή εξέφρασε την άποψη ότι, με την αποκατάσταση της κερδοφορίας, η ύπαρξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην αγορά λιπαρών οξέων της Ένωσης θα επέτρεπε και θα παρείχε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής κίνητρα για να προβεί στις επενδύσεις που θα απαιτούνταν για την αντιμετώπιση των ελλείψεων σε επίπεδο παραγωγικής ικανότητας που σχετίζονται με συγκεκριμένα προϊόντα. Με βάση τα ανωτέρω, τα επιχειρήματα αυτά απορρίφθηκαν.

    5.2.6.   Δέσμια χρήση

    (366)

    Η δέσμια χρήση αυξήθηκε κατά περίπου 2 % σε απόλυτες τιμές κατά την εξεταζόμενη περίοδο και αντιπροσώπευε περίπου το 10 % της συνολικής κατανάλωσης στην αγορά σε κάθε έτος της εξεταζόμενης περιόδου, όπως αναφέρεται στον πίνακα 5. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε ότι η εξέλιξη της δέσμιας χρήσης ήταν σταθερή ή ελαφρώς θετική για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    (367)

    Κατά συνέπεια, η εξέλιξη της δέσμιας χρήσης δεν θα μπορούσε να έχει προκαλέσει σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή να έχει αμβλύνει την αιτιώδη συνάφεια όσον αφορά τις εισαγωγές από την Ινδονησία.

    5.3.   Συμπέρασμα σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια

    (368)

    Κατά την περίοδο έρευνας στην Ένωση υπήρχαν 15 παραγωγοί λιπαρών οξέων οι οποίοι πωλούσαν σε ευρύ φάσμα πελατών σε πολλούς τομείς χρηστών. Η έρευνα έδειξε ότι η παρουσία εισαγωγών από την Ινδονησία που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε χαμηλές τιμές είχε ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των τιμών στην αγορά της Ένωσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Αυτό σήμαινε ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, το επίπεδο τιμών του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν μπορούσε να καλύψει τις αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών. Κατά συνέπεια, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου η κερδοφορία των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν χαμηλή, ή ακόμη και αρνητική. Η κερδοφορία αυτή είναι χαμηλότερη από τα κέρδη που θα πρέπει να πραγματοποιεί ο κλάδος παραγωγής υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού και είναι σαφώς ανεπαρκής για να εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη επιβίωση του κλάδου παραγωγής. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής χρειάστηκε να προβεί σε επενδύσεις για να διατηρήσει τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις, αλλά η μειωμένη ικανότητα άντλησης κεφαλαίων απειλούσε τα επίπεδα επενδύσεων.

    (369)

    Στην ελεύθερη αγορά της Ένωσης υπήρχαν σημαντικές ποσότητες ινδονησιακών εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ σε χαμηλές τιμές. Ενώ κατά την εξεταζόμενη περίοδο η εν λόγω αγορά συρρικνώθηκε κατά 5 %, ο όγκος των εισαγωγών από την Ινδονησία αυξήθηκε κατά 13 % και το μερίδιο αγοράς κατά 18 %. Ως εκ τούτου, οι εισαγωγές αυτές αντιπροσώπευαν περίπου τα δύο τρίτα του συνόλου των εισαγωγών στην αγορά της Ένωσης κατά την περίοδο έρευνας. Η έρευνα έδειξε ότι αυτή η διείσδυση στην αγορά είχε επίσης αρνητικές συνέπειες για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ιδίως όσον αφορά την παραγωγή και τον όγκο των πωλήσεων που μειώθηκαν κατά 7 % και κατά 10 % αντίστοιχα κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Τα αποτελέσματα αυτά παρουσιάζονται στους πίνακες 4 και 5.

    (370)

    Άλλοι παράγοντες που εξετάστηκαν ήταν οι εισαγωγές από άλλες πηγές, οι εξαγωγικές επιδόσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η εξέλιξη της δέσμιας χρήσης, η εξέλιξη της κατανάλωσης και οι εικαζόμενες ανεπάρκειες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    (371)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διέκρινε και διαχώρισε τις επιπτώσεις όλων των γνωστών παραγόντων που επηρέαζαν την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής από τις ζημιογόνες επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Κανένας από τους παράγοντες, συλλογικά ή μεμονωμένα, δεν διαπιστώθηκε ότι επηρέασε την κατάσταση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής τόσο ώστε να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία προκαλούσαν σημαντική ζημία.

    (372)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την οικεία χώρα προκάλεσαν σημαντική ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Η ζημία συνίσταται κυρίως στη συμπίεση των τιμών, σε ανεπαρκή κερδοφορία, απόδοση επενδύσεων, ταμειακές ροές και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, την απώλεια μεριδίου αγοράς και τη μείωση της παραγωγής, της παραγωγικότητας, του όγκου των πωλήσεων και της απασχόλησης.

    6.   ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

    (373)

    Για να καθοριστεί το επίπεδο των μέτρων, η Επιτροπή εξέτασε αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου από το περιθώριο ντάμπινγκ θα επαρκούσε για την εξάλειψη της ζημίας που προκάλεσαν στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής οι εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (374)

    Η καταγγέλλουσα ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διενεργηθεί η αξιολόγηση σχετικά με το κατάλληλο επίπεδο μέτρων, η Επιτροπή καθόρισε καταρχάς το ποσό του δασμού που είναι αναγκαίο για την εξάλειψη της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ελλείψει στρεβλώσεων σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Στη συνέχεια, εξέτασε αν το περιθώριο ντάμπινγκ των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος θα είναι υψηλότερο σε σχέση με το περιθώριο ζημίας τους (βλέπε τμήμα 6.2 κατωτέρω).

    6.1.   Περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές

    (375)

    Η ζημία θα εξαλειφόταν αν ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ήταν σε θέση να επιτύχει στόχο κερδοφορίας μέσω της πώλησης σε τιμή-στόχο κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 2γ και 2δ του βασικού κανονισμού.

    (376)

    Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2γ του βασικού κανονισμού, για τον καθορισμό του στόχου κερδοφορίας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες: το επίπεδο κερδοφορίας πριν από την αύξηση των εισαγωγών από τη χώρα για την οποία διεξάγεται έρευνα, το επίπεδο κερδοφορίας που απαιτείται για την κάλυψη του πλήρους κόστους και των επενδύσεων, της έρευνας και ανάπτυξης (στο εξής: Ε & Α) και της καινοτομίας, και το επίπεδο κερδοφορίας που αναμένεται υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού. Το εν λόγω περιθώριο κέρδους δεν θα πρέπει να είναι κατώτερο του 6 %.

    (377)

    Πληροφορίες σχετικά με τον καθορισμό του κανονικού κέρδους συμπεριλήφθηκαν στα ερωτηματολόγια που εστάλησαν στους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος. Περιλαμβάνονταν στοιχεία σχετικά με την κερδοφορία του ομοειδούς προϊόντος για τα δέκα έτη που προηγούνταν της περιόδου έρευνας. Ωστόσο, οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν ήταν σε θέση να παράσχουν πλήρη στοιχεία λόγω αλλαγών στα λογιστικά συστήματα και οργανωτικών αλλαγών. Επιπλέον, η κερδοφορία του ομοειδούς προϊόντος κατά την εξεταζόμενη περίοδο ήταν χαμηλότερη από 6 %, όπως φαίνεται στον πίνακα 10.

    (378)

    Ορισμένοι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος ισχυρίστηκαν ότι το επίπεδο των οικείων επενδύσεων, της Ε & Α και της καινοτομίας κατά την εξεταζόμενη περίοδο θα ήταν υψηλότερο υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού.

    (379)

    Ωστόσο, οι παραγωγοί δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν ποσοτικά αυτούς τους ισχυρισμούς. Ως εκ τούτου, συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι ο στόχος κερδοφορίας θα πρέπει να καθοριστεί σε 6 % σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2γ του βασικού κανονισμού.

    (380)

    Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2δ του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή αξιολόγησε το μελλοντικό κόστος που θα προκύψει από τις πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες και τα σχετικά πρωτόκολλα, στα οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος, και από τις συμβάσεις της ΔΟΕ που απαριθμούνται στο παράρτημα Ια του βασικού κανονισμού, το οποίο θα βαρύνει τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής κατά την περίοδο εφαρμογής του μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2. Η Επιτροπή καθόρισε πρόσθετο κόστος 0,1 % που προστέθηκε στη μη ζημιογόνο τιμή. Το σημείωμα στον φάκελο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή προσδιόρισε το πρόσθετο αυτό κόστος διατίθεται στον φάκελο υπόψη των ενδιαφερόμενων μερών.

    (381)

    Στο κόστος αυτό περιλαμβάνεται το πρόσθετο μελλοντικό κόστος για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ (ΣΕΔΕ της ΕΕ). Το ΣΕΔΕ της ΕΕ αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής της ΕΕ για τη συμμόρφωση με τις πολυμερείς περιβαλλοντικές συμφωνίες. Το πρόσθετο αυτό κόστος υπολογίστηκε με βάση τον μέσο όρο των εκτιμώμενων πρόσθετων δικαιωμάτων (EUA) που θα πρέπει να αγοραστούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των μέτρων (2022 έως 2026). Τα ΕUA που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό δεν περιλάμβαναν απαιτήσεις δωρεάν δικαιωμάτων και προσαρμόστηκαν ώστε να διασφαλιστεί ότι αφορούσαν αποκλειστικά το υπό έρευνα προϊόν. Το κόστος των EUA υπολογίστηκε με παρέκταση, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η αναμενόμενη διακύμανση των τιμών κατά τη διάρκεια ισχύος των μέτρων. Πηγή για τις εν λόγω προβλεπόμενες τιμές είναι η έκδοση Bloomberg και η εξαγωγή δεδομένων έγινε στις 23 Ιουνίου 2022. Ο μέσος όρος της προβλεπόμενης μέσης τιμής των EUA (μεταξύ άλλων στην έκδοση Bloomberg New Energy Finance) για την περίοδο αυτή είναι 91,8 EUR ανά τόνο εκπεμπόμενου CO2.

    (382)

    Στη βάση αυτή, η Επιτροπή υπολόγισε μια μη ζημιογόνο τιμή του ομοειδούς προϊόντος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής εφαρμόζοντας το προαναφερθέν περιθώριο στόχου κερδοφορίας που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 378 στο κόστος παραγωγής των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος κατά την περίοδο έρευνας και, στη συνέχεια, πρόσθεσε τις προσαρμογές βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2δ ανά τύπο προϊόντος.

    (383)

    Ακολούθως, η Επιτροπή καθόρισε το επίπεδο του περιθωρίου πώλησης σε χαμηλότερες τιμές με βάση σύγκριση της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος στην Ινδονησία, όπως καθορίστηκε για τους υπολογισμούς της υποτιμολόγησης, με τη μέση σταθμισμένη μη ζημιογόνο τιμή του ομοειδούς προϊόντος που πωλούνταν από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος στην αγορά της Ένωσης κατά την περίοδο έρευνας. Τυχόν διαφορές που προέκυψαν από αυτήν τη σύγκριση εκφράστηκαν ως ποσοστό της μέσης σταθμισμένης αξίας CIF των εισαγωγών.

    (384)

    Λαμβανομένων υπόψη των αναθεωρήσεων των ΓΔΕΠ της WETBV, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 161 και 162, η Επιτροπή αναθεώρησε επίσης αναλόγως τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας CIF.

    (385)

    Για τις άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες εκτός του δείγματος, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα μέσα σταθμισμένα περιθώρια των δύο παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος.

    Εταιρεία

    Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ

    Περιθώριο πώλησης σε χαμηλότερες τιμές

    P.T. Musim Mas

    46,4 %

    30,5 %

    P.T. Wilmar Nabati Indonesia

    15,2 %

    38,7 %

    Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

    26,6 %

    35,9 %

    (386)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Wilmar ισχυρίστηκε ότι το περιθώριο ζημίας της δεν έπρεπε να είχε προσαρμοστεί για να ληφθούν υπόψη τα ΓΔΕΠ και το κέρδος όσον αφορά τις πωλήσεις μέσω της WET BV, διότι η σύγκριση αυτή πραγματοποιήθηκε σε διαφορετικό στάδιο εμπορίου με τις τιμές της Ένωσης.

    (387)

    Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι η μη ζημιογόνος τιμή για το ομοειδές προϊόν του ενωσιακού κλάδου παραγωγής περιλάμβανε μόνο το κόστος παραγωγής των ενωσιακών παραγωγών του δείγματος και δεν περιλάμβανε τα ΓΔΕΠ τυχόν πωλήσεων από συνδεδεμένες οντότητες πώλησης, δεδομένου ότι όλες οι πωλήσεις από τους ενωσιακούς παραγωγούς του δείγματος πραγματοποιήθηκαν απευθείας στους καταναλωτές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 209). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν υπάρχει ανισορροπία στο επίπεδο εμπορίου. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    6.2.   Εξέταση του επαρκούς περιθωρίου για την εξάλειψη της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής

    (388)

    Στην καταγγελία, η καταγγέλλουσα παρείχε επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, στην Ινδονησία, υπάρχουν στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες σχετικά με το οικείο προϊόν, κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού. Σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στην καταγγελία, το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο, που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 70 % του κόστους παραγωγής του οικείου προϊόντος, υπόκειντο σε φόρο εξαγωγής, σε εισφορά κατά την εξαγωγή και σε καθορισμό της μέγιστης εγχώριας τιμής στην Ινδονησία.

    (389)

    Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν απαραίτητο να εκτιμηθεί αν υπάρχουν στρεβλώσεις όσον αφορά το υπό έρευνα προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, κάτι που θα καθιστούσε την επιβολή δασμού χαμηλότερου από το περιθώριο ντάμπινγκ ανεπαρκή για την εξάλειψη της ζημίας που προκαλούν οι εισαγωγές του υπό έρευνα προϊόντος που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ μόνον όσον αφορά τον εξαγωγέα Musim Mas, δεδομένου ότι το περιθώριο ντάμπινγκ για τη Wilmar ήταν χαμηλότερο από το περιθώριο ζημίας.

    (390)

    Καταρχάς η Επιτροπή προσδιόρισε τις κύριες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του οικείου προϊόντος από τη Musim Mas. Ως κύριες πρώτες ύλες θεωρήθηκαν οι πρώτες ύλες που είναι πιθανό να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 17 % του κόστους παραγωγής του οικείου προϊόντος. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Musim Mas χρησιμοποιούσε ακατέργαστο φοινικέλαιο και ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο για την παραγωγή του οικείου προϊόντος. Το ακατέργαστο φοινικέλαιο αντιπροσώπευε πάνω από το 30 % του συνολικού κόστους κατασκευής, ενώ το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο αντιπροσώπευε πάνω από 40 %.

    (391)

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέτασε αν κάποια από τις κύριες πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του οικείου προϊόντος στρεβλώθηκε από ένα από τα μέτρα που παρατίθενται στο άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού: συστήματα διπλής τιμολόγησης, φόρους εξαγωγής, πρόσθετους φόρους εξαγωγής, εξαγωγικές ποσοστώσεις, απαγορεύσεις εξαγωγής, τέλη επί των εξαγωγών, απαιτήσεις αδειοδότησης, τις ελάχιστες τιμές εξαγωγής, μείωση ή κατάργηση της επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), περιορισμούς στα σημεία εκτελωνισμού για τους εξαγωγείς, καταλόγους εγκεκριμένων εξαγωγέων, υποχρεώσεις όσον αφορά την εγχώρια αγορά και εξόρυξη για δεσμευμένη χρήση. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή βασίστηκε στη σχετική ινδονησιακή νομοθεσία.

    (392)

    Από την έρευνα προέκυψε ότι τόσο το ακατέργαστο φοινικέλαιο όσο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο υπόκειντο σε φόρο εξαγωγής και σε εισφορά κατά την εξαγωγή. Ο φόρος εξαγωγής περιλαμβάνει ένα προοδευτικό δασμολογικό καθεστώς για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο (διάταγμα αριθ. 166/PMK.010/ 2020 (44)). Επιπλέον, υπήρχε επίσης προοδευτική εισφορά κατά την εξαγωγή για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο (διάταγμα αριθ. 57/PMK.05/2020 (45), όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα αριθ. 76/PMN.05/2021 (46)).

    (393)

    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Musim Mas επωφελήθηκε τόσο από τον φόρο εξαγωγής όσο και από την εισφορά κατά την εξαγωγή.

    (394)

    Η Επιτροπή συνέκρινε την εγχώρια τιμή του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου με διεθνή δείκτη αναφοράς.

    (395)

    Όσον αφορά την εγχώρια τιμή του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου, η έρευνα αποκάλυψε ότι η κρατική εταιρεία Kharisma Pemasaran Bersama Nusantara (KPBN) διοργανώνει καθημερινά διαγωνισμούς (47) στους οποίους οι εταιρείες κρατικής ιδιοκτησίας PTPN πωλούν ακατέργαστο φοινικέλαιο και ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο. Ένας διαγωνισμός διοργανώνεται ημερησίως για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και ένας διαγωνισμός εβδομαδιαίως για το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο, ενώ υπάρχει μόνο ένας τύπος ποιότητας για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και, ως εκ τούτου, μόνο μία ημερήσια τιμή για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και μία μόνο εβδομαδιαία τιμή για το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο αντίστοιχα. Η τιμή ορίζεται στη FOB Dumai ή Belawan (δύο σημαντικούς θαλάσσιους λιμένες στην Ινδονησία). Η PTPN καθορίζει την τιμή και οι εταιρείες είτε την αποδέχονται είτε περιμένουν έως την επόμενη ημέρα. Στις συμβάσεις μεταξύ ιδιωτικών εταιρειών χρησιμοποιείται επίσης η τιμή που καθορίζει η PTPN. Η τιμή προσφοράς είναι δημόσια τιμή και όλοι οι φορείς της αγοράς τη γνωρίζουν. Η έρευνα αποκάλυψε επίσης ότι οι συμβάσεις μεταξύ συνδεδεμένων μερών βασίζονται επίσης στην τιμή που καθορίζει η PTPN. Ως εκ τούτου, όλοι οι αγοραστές στην Ινδονησία αγοράζουν ακατέργαστο φοινικέλαιο και ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο στην ημερήσια τιμή που καθορίζει η PTPN. Επιπλέον, η έρευνα αποκάλυψε ότι οι μικρές διαφορές μεταξύ της τιμής προσφοράς και της πραγματικής τιμής αγοράς των εξαγωγέων του δείγματος οφείλονταν κυρίως στα έξοδα μεταφοράς. Ως εκ τούτου, για την εγχώρια τιμή του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις ημερήσιες τιμές προσφοράς που καθόριζε η PTPN κατά την περίοδο έρευνας τις οποίες υπέβαλε ένας από τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος.

    (396)

    Όσον αφορά τον διεθνή δείκτη αναφοράς για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο, η Επιτροπή χρησιμοποίησε διάφορους δείκτες αναφοράς: 1) τις τιμές εξαγωγής FOB της Ινδονησίας από την Global Trade Atlas (48) (στο εξής: GTA), 2) τις εγχώριες τιμές της Μαλαισίας (49), 3) τις τιμές εξαγωγής FOB της Μαλαισίας από την GTA 4) τις τιμές άμεσης παράδοσης CIF Ρότερνταμ (50) (51).

    (397)

    Από τη σύγκριση προέκυψε ότι η εγχώρια τιμή της Ινδονησίας για το ακατέργαστο φοινικέλαιο ήταν κατά 20 % χαμηλότερη από τις τιμές εξαγωγής FOB της Ινδονησίας, κατά 23 % χαμηλότερη από τις εγχώριες τιμές της Μαλαισίας, κατά 29 % χαμηλότερη από τις τιμές εξαγωγής FOB της Μαλαισίας, κατά 24 % χαμηλότερη από τις τιμές άμεσης παράδοσης CIF Ρότερνταμ (προσαρμοσμένες στη FOB).

    (398)

    Η σύγκριση έδειξε ότι η εγχώρια τιμή της Ινδονησίας για το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο ήταν κατά 18 % χαμηλότερη από την τιμή εξαγωγής της Ινδονησίας, κατά 19 % χαμηλότερη από την εγχώρια τιμή της Μαλαισίας, κατά 6 % χαμηλότερη από την τιμή εξαγωγής της Μαλαισίας, κατά 22 % χαμηλότερη από τις τιμές άμεσης παράδοσης CIF Ρότερνταμ (προσαρμοσμένες στη FOB).

    (399)

    Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε αν το ακατέργαστο φοινικέλαιο ή το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο αντιπροσωπεύουν μεμονωμένα τουλάχιστον το 17 % του κόστους παραγωγής του οικείου προϊόντος. Για τους σκοπούς του υπολογισμού αυτού, χρησιμοποιήθηκε μη στρεβλωμένη τιμή της πρώτης ύλης, όπως καθορίστηκε κατά την εξαγωγή από την Ινδονησία και ανακτήθηκε από την GTA. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι για τη Musim Mas το ακατέργαστο φοινικέλαιο αντιπροσώπευε πάνω από το 40 % και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο πάνω από το 50 % του συνολικού κόστους κατασκευής.

    (400)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τιμές του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου υπέστησαν στρεβλώσεις και ήταν σημαντικά χαμηλότερες σε σύγκριση με τις τιμές στις αντιπροσωπευτικές διεθνείς αγορές, κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού.

    7.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

    7.1.   Συμφέρον της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2β του βασικού κανονισμού

    (401)

    Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2β του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αν θα μπορούσε να καταλήξει σαφώς στο συμπέρασμα ότι ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να καθοριστεί το ποσό των οριστικών δασμών σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού σε σχέση μόνο με τη Musim Mas. Σε κάθε περίπτωση, ο δασμός αντιντάμπινγκ της Wilmar θα καθοριζόταν στο περιθώριο ντάμπινγκ, διότι η πώληση σε χαμηλότερες τιμές καθορίστηκε σε υψηλότερο επίπεδο. Ο προσδιορισμός του συμφέροντος της Ένωσης βασίστηκε στην εκτίμηση όλων των σχετικών πληροφοριών για την παρούσα έρευνα, συμπεριλαμβανομένων της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στη χώρα εξαγωγής, του ανταγωνισμού στην αγορά πρώτων υλών και της επίπτωσης στις αλυσίδες εφοδιασμού για τις ενωσιακές εταιρείες.

    7.2.   Πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στη χώρα εξαγωγής

    (402)

    Η κυβέρνηση της Ινδονησίας ανέφερε ότι, κατά την περίοδο έρευνας, η συνολική παραγωγική ικανότητα του υπό έρευνα προϊόντος στην Ινδονησία ανερχόταν σε περίπου 3 600 000 τόνους, ενώ η πραγματική παραγωγή ανερχόταν σε περίπου 2 600 000 τόνους. Επισήμανε ότι και οι δύο εκτιμήσεις βασίζονταν σε έκθεση της Ινδονησιακής Ένωσης Παραγωγών Ελαιοχημικών Προϊόντων (APOLIN).

    (403)

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αρχικές εκτιμήσεις τροποποιήθηκαν από την κυβέρνηση της Ινδονησίας κατά περιθώριο έως +/– 30 % για την προστασία της εμπιστευτικότητας και ότι η εκτίμηση που προέκυψε για 1 000 000 τόνους πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας είναι σημαντικά χαμηλότερη από την πραγματική της αξία. Ομοίως, η εκτίμηση που προέκυψε για 72 % χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας είναι σημαντικά υψηλότερη από την πραγματική της αξία. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι, ακόμη και με βάση εκτίμηση 1 000 000 τόνων, η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στην Ινδονησία είναι υψηλότερη και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να υποκαταστήσει ολόκληρη την παραγωγή της Ένωσης, η οποία ανερχόταν σε περίπου 872 000 τόνους κατά την περίοδο έρευνας. Επιπλέον, είναι τέσσερις φορές υψηλότερη από τον όγκο των εισαγωγών από την Ινδονησία, ο οποίος ανερχόταν σε περίπου 228 000 τόνους.

    (404)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Ινδονήσιοι παραγωγοί διαθέτουν σημαντική πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και ότι, εάν χρησιμοποιηθεί, αυτή η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα έχει τη δυνατότητα να αυξήσει την παγκόσμια προσφορά του υπό έρευνα προϊόντος, να συμπιέσει τις τιμές και, κατά συνέπεια, να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου εάν δεν καθοριστεί στο επίπεδο του ντάμπινγκ.

    7.3.   Ανταγωνισμός στην αγορά πρώτων υλών

    (405)

    Η κύρια πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του υπό έρευνα προϊόντος είναι είτε το στέαρ είτε φυτικό έλαιο, όπως το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο.

    (406)

    Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 397 και 398, οι τιμές του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου στην Ινδονησία ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές του ακατέργαστου φοινικελαίου και του ακατέργαστου φοινικοπυρηνέλαιου σε αντιπροσωπευτικές διεθνείς αγορές. Αυτό δημιουργεί αθέμιτο πλεονέκτημα για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ινδονησία σε σύγκριση με τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα πως το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο ήταν μεν διαθέσιμα στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, αλλά σε υψηλότερη τιμή από την τιμή των παραγωγών στην Ινδονησία. Επομένως, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής βρισκόταν σε μειονεκτική θέση έναντι των Ινδονήσιων παραγωγών-εξαγωγέων.

    7.4.   Επίπτωση στις αλυσίδες εφοδιασμού για τις ενωσιακές εταιρείες

    (407)

    Όπως φαίνεται στον πίνακα 4 ανωτέρω, κατά την περίοδο έρευνας, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είχε πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σχεδόν 250 000 τόνων. Αυτή η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα ήταν υψηλότερη από τον όγκο των εισαγωγών από την Ινδονησία κατά την ίδια περίοδο. Επομένως, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής είναι σε θέση να αντικαταστήσει τις εισαγωγές από την Ινδονησία με τη δική του παραγωγή και ακόμη και να καλύψει σχεδόν το σύνολο της ζήτησης του υπό έρευνας προϊόντος στην Ένωση.

    (408)

    Επιπλέον, η έρευνα έδειξε ότι οι ενωσιακοί χρήστες θα μπορούσαν να προμηθεύονται το υπό έρευνα προϊόν από τρίτες χώρες, όπως η Μαλαισία. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο συνολικός όγκος των εισαγωγών από τρίτες χώρες παρέμεινε σταθερός, ενώ το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε κατά 6 %. Αν δεν υπάρχουν εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία, οι εισαγωγές από τρίτες χώρες θα αυξηθούν, καθώς οι τιμές πώλησης στην αγορά της Ένωσης θα είναι πιο ελκυστικές.

    (409)

    Η Wilmar ισχυρίστηκε πως το γεγονός ότι ενωσιακοί παραγωγοί όπως η AAK ζήτησαν την εξαίρεση ορισμένων λιπαρών οξέων από το πεδίο κάλυψης του προϊόντος της έρευνας δείχνει ότι ορισμένοι ενωσιακοί παραγωγοί (προϊόντων επόμενου σταδίου) είχαν μεγάλη ανάγκη πρόσβασης σε όλες τις πηγές εισαγωγών.

    (410)

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να καλύπτει τη ζήτηση στην Ένωση αφορά ευρύ φάσμα λιπαρών οξέων. Ειδικότερα, όσον αφορά τα αιτήματα εξαίρεσης της AAK, όπως εξηγείται στις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 118, οι τύποι και οι ποσότητες λιπαρών οξέων που απαιτούνται μπορούν είτε να παράγονται από ενωσιακούς παραγωγούς μόλις αποκατασταθούν οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην αγορά της Ένωσης είτε να προέρχονται από χώρες εκτός της Ινδονησίας.

    (411)

    Ως εκ τούτου, οι χρήστες θα έχουν επαρκή πρόσβαση στο υπό έρευνα προϊόν, ακόμη και σε περίπτωση μείωσης των εισαγωγών από την Ινδονησία. Κατά συνέπεια, δεν αναμένονται διαταραχές στις αξιακές αλυσίδες των ενωσιακών χρηστών.

    (412)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη διατύπωσαν παρατηρήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο των μέτρων στις αλυσίδες εφοδιασμού στην Ένωση.

    (413)

    Οι παρατηρήσεις αυτές εξετάζονται στο τμήμα 7.9.2 του παρόντος κανονισμού. Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές και την επακόλουθη ανάλυση, η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι τυχόν ζητήματα εφοδιασμού θα είναι προσωρινά και διαχειρίσιμα λαμβανομένων υπόψη των άλλων διαθέσιμων πηγών εφοδιασμού, όπως η Μαλαισία.

    7.5.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2β του βασικού κανονισμού

    (414)

    Η Επιτροπή. αφού αξιολόγησε όλες τις σχετικές πληροφορίες για την παρούσα έρευνα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να καθοριστεί το ποσό των οριστικών δασμών όσον αφορά την εταιρεία Musim Mas σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού.

    (415)

    Με βάση την ανωτέρω ανάλυση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, είναι προς το συμφέρον της Ένωσης να καθοριστεί το επίπεδο των οριστικών δασμών με βάση το επίπεδο του ντάμπινγκ, με την επιφύλαξη περαιτέρω εκτιμήσεων στο πλαίσιο του άρθρου 21 που παρατίθενται στο τμήμα 7.6 κατωτέρω.

    (416)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Musim Mas ισχυρίστηκε ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης της Ινδονησίας για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας στο πλαίσιο της παράλληλης έρευνας κατά των επιδοτήσεων που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 3 και, ως εκ τούτου, η εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού στην τρέχουσα έρευνα αντιντάμπινγκ και η εφαρμογή δασμών κατά των επιδοτήσεων στις ίδιες πολιτικές θα είχαν ως αποτέλεσμα την εφαρμογή διπλών διορθωτικών μέτρων για το ίδιο σύνολο πολιτικών της κυβέρνησης της Ινδονησίας.

    (417)

    Η Επιτροπή θα εξετάσει το ζήτημα των τυχόν διπλών διορθωτικών μέτρων στο πλαίσιο της έρευνας κατά των επιδοτήσεων.

    7.6.   Συμφέρον της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού

    (418)

    Η Επιτροπή, έχοντας εκτιμήσει το συμφέρον της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2β του βασικού κανονισμού, εξέτασε στη συνέχεια αν μπορούσε να καταλήξει σαφώς στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να ληφθούν μέτρα στην προκειμένη περίπτωση, παρά τη διαπίστωση ζημιογόνου ντάμπινγκ, σύμφωνα με το άρθρο 21 του βασικού κανονισμού. Ο καθορισμός του συμφέροντος της Ένωσης βασίστηκε σε εκτίμηση του συμφέροντος όλων των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, των εισαγωγέων, των χρηστών και άλλων σχετικών οικονομικών φορέων. Κανένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας δεν συνεργάστηκε στην παρούσα έρευνα.

    (419)

    Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια σε γνωστά ενδιαφερόμενα μέρη. Έλαβε απαντήσεις στα ερωτηματολόγια από τέσσερις χρήστες που ανήκουν σε δύο ομίλους εταιρειών, συγκεκριμένα τον όμιλο Greven και τον όμιλο Schill + Seilacher.

    7.7.   Συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    (420)

    Υπάρχουν 15 εταιρείες που παράγουν λιπαρά οξέα στην Ένωση, οι οποίες απασχολούν περίπου 900 υπαλλήλους. Οι παραγωγοί βρίσκονται σε ολόκληρη την Ένωση. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής του δείγματος που αντιπροσωπεύει πάνω από το 60 % της συνολικής παραγωγής συνεργάστηκε στην έρευνα.

    (421)

    Μετά την ανάκληση της καταγγελίας που καλύπτεται στο τμήμα 1.10, η Επιτροπή αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα και διενήργησε ανάλυση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας όσον αφορά τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής στο σύνολό του, ανεξάρτητα από την υποστήριξη και/ή τη συνεργασία των μεμονωμένων ενωσιακών παραγωγών, όπως εξηγείται λεπτομερέστερα στις αιτιολογικές σκέψεις 64, 66, 68 και 69. Η ανάλυση που παρουσιάζεται στα τμήματα 4 και 5 του παρόντος κανονισμού επιβεβαίωσε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία την οποία προκάλεσαν οι εισαγωγές του οικείου προϊόντος που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς. Η Επιτροπή επισήμανε επίσης ότι διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη λήψη απόφασης για τη συνέχιση ή την περάτωση διαδικασίας μετά από ανάκληση.

    (422)

    Στην επιστολή για την ανάκληση της καταγγελίας, η καταγγέλλουσα ανέφερε ότι ο λόγος της ανάκλησης ήταν «η επιρροή των ενδιαφερόμενων μερών» (52). Αυτό επιβεβαιώνει ότι η καταγγέλλουσα δεν αμφισβήτησε την ανάλυση και το συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη σημαντικής ζημίας την οποία προκάλεσαν οι εισαγωγές από την Ινδονησία που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά ότι ο μόνος λόγος για την ανάκληση ήταν η επιρροή των ενδιαφερόμενων μερών. Ένας λόγος που θα συνδεόταν με την άσκηση επιρροής από τα ενδιαφερόμενα μέρη στην καταγγέλλουσα δεν θα μπορούσε να στηρίξει το συμπέρασμα ότι θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να περατώσει τη διαδικασία μόνο για τον λόγο αυτόν, όταν η Επιτροπή έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σημαντική ζημιογόνος πρακτική ντάμπινγκ. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισήμανε περαιτέρω ότι η καταγγελία ανακλήθηκε σε πολύ προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας, κατά το οποίο είχαν κοινοποιηθεί πλήρως στα μέρη τα συμπεράσματα που αποδείκνυαν την ύπαρξη της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδονησία. Οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τα μέρη μετά την κοινοποίηση δεν μετέβαλαν αυτό το συμπέρασμα, συνεπώς υποστήριζαν την άποψη ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να περατωθεί η διαδικασία χωρίς την επιβολή μέτρων, ακόμη και αν η καταγγέλλουσα είχε ανακαλέσει την καταγγελία.

    (423)

    Δεδομένης της διαπίστωσης ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 255 έως 259, η επιβολή μέτρων θα επιτρέψει στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να βελτιώσει την κερδοφορία του σε βιώσιμα επίπεδα, να αυξήσει τις επενδύσεις και, ως εκ τούτου, να διατηρήσει ανταγωνιστική θέση στη βασική αγορά του. Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής θα μπορέσει επίσης να ανακτήσει το απολεσθέν μερίδιο αγοράς αυξάνοντας τον όγκο πωλήσεων στην αγορά της Ένωσης.

    (424)

    Η απουσία μέτρων είναι πιθανό να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής όσον αφορά τη μείωση των πωλήσεων και των όγκων παραγωγής καθώς και την περαιτέρω συμπίεση των τιμών, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί περαιτέρω η οικονομική του κατάσταση όσον αφορά την κερδοφορία και τις επενδύσεις, γεγονός που θα θέσει σε κίνδυνο το μέλλον του και την απασχόληση.

    (425)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο όμιλος Musim Mas ισχυρίστηκε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, καθώς χρησιμοποιεί στέαρ ως πρώτη ύλη, δεν θα ωφελούνταν από τα μέτρα και ότι τελικά θα ωφελούνταν οι Μαλαισιανοί παραγωγοί-εξαγωγείς.

    (426)

    Ωστόσο, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων της Επιτροπής σχετικά με το στέαρ ως παράγοντα αιτιώδους συνάφειας, των υψηλότερων τιμών των εισαγωγών από τη Μαλαισία καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου και της ικανότητας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να αυξήσει την κερδοφορία και τις επενδύσεις και, κατ’ επέκταση, να αυξήσει την παραγωγή και τον όγκο των πωλήσεων, η παρατήρηση αυτή απορρίφθηκε.

    (427)

    Ως εκ τούτου, η επιβολή μέτρων στα λιπαρά οξέα από την Ινδονησία είναι σαφώς προς το συμφέρον του ενωσιακού κλάδου παραγωγής.

    7.8.   Συμφέρον των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων/εμπόρων

    (428)

    Κανένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας/έμπορος δεν συνεργάστηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 38.

    (429)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν διέθετε πληροφορίες για να προσδιορίσει με ακρίβεια τον αντίκτυπο που θα είχε η επιβολή των μέτρων στις δραστηριότητες των μη συνδεδεμένων εισαγωγέων/εμπόρων. Η έλλειψη συνεργασίας υποδηλώνει ότι οι εισαγωγείς δεν θεωρούν ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα επηρέαζε σημαντικά τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Παρότι μπορεί να παρατηρηθεί σε πρώτο στάδιο μείωση των εισαγωγών και της μεταπώλησης των αγαθών που επηρεάζονται από τα μέτρα, οποιαδήποτε τέτοια αρνητική επίπτωση στον κύκλο εργασιών θα μπορούσε τελικά να αντισταθμιστεί από την αυξημένη μεταπώληση προϊόντων που αγοράζονται από άλλες πηγές, όπως η Μαλαισία.

    (430)

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αντίκτυπος των μέτρων δεν θα ήταν δυσανάλογος για τους εισαγωγείς/εμπόρους.

    7.9.   Συμφέρον των χρηστών

    (431)

    Το υπό έρευνα προϊόν αγοράζεται από διάφορους κλάδους παραγωγής στην αγορά της Ένωσης για την παραγωγή προϊόντων όπως τρόφιμα, ζωοτροφές, φαρμακευτικά προϊόντα, καλλυντικά (προϊόντα καθημερινής υγιεινής και πολυτελή είδη καλλωπισμού), οικιακή και προσωπική φροντίδα καθώς και βιομηχανικά απορρυπαντικά.

    (432)

    Τέσσερις χρήστες που ανήκουν σε δύο ομίλους εταιρειών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 4 έως 7 % της συνολικής ενωσιακής κατανάλωσης, συνεργάστηκαν στην έρευνα και παρείχαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο των χρηστών.

    (433)

    Ένας όμιλος χρησιμοποιούσε λιπαρά οξέα για την παραγωγή μεταλλικών και αλκαλικών σαπουνιών, καθώς και εστέρες που χρησιμοποιούνται ως πρόσθετα στη βιομηχανία πλαστικών, λιπαντικών και κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων. Ο άλλος όμιλος παράγει χημικά προϊόντα για τεχνικά κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, χημικά προϊόντα για δερμάτινα είδη και για καλλυντικά και ευγενείς χημικές ουσίες.

    (434)

    Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι, κατά την περίοδο έρευνας, οι εν λόγω χρήστες αγόρασαν συνδυαστικά [6 - 9] % των συνολικών εισαγωγών από την Ινδονησία, [4 - 7] % των συνολικών πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και [2 - 4] % των συνολικών εισαγωγών από άλλες χώρες. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διέθετε περιορισμένες πληροφορίες για να αξιολογήσει τον συνολικό αντίκτυπο της επιβολής των μέτρων αντιντάμπινγκ στις δραστηριότητες των χρηστών.

    (435)

    Με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν οι συνεργαζόμενοι χρήστες, κατά την ΠΕ αγόρασαν περίπου το [23-26] % των αναγκών τους σε λιπαρά οξέα από την Ινδονησία, το [68-72] % από παραγωγούς της Ένωσης και το [2-5] % από άλλες πηγές. Ενώ μία ομάδα χρηστών εισήγε αμελητέες ποσότητες, η άλλη εισήγε πάνω από το ένα τέταρτο των αναγκών της σε λιπαρά οξέα από την Ινδονησία κατά την εν λόγω περίοδο.

    (436)

    Ανάλογα με τον χρήστη, οι πωλήσεις προϊόντων που περιέχουν λιπαρά οξέα κυμαίνονταν από 29 % έως πάνω από 95 % του συνολικού κύκλου εργασιών. Συνολικά, το ποσοστό λιπαρών οξέων κάθε προέλευσης στο συνολικό κόστος κατασκευής των συνεργαζόμενων χρηστών κυμαινόταν από 6 % έως 52 %.

    (437)

    Τα συνολικά περιθώρια κερδοφορίας των τεσσάρων χρηστών κυμαίνονταν από μονοψήφιο έως διψήφιο περιθώριο κέρδους.

    (438)

    Όσον αφορά την επίπτωση των μέτρων στους συνεργαζόμενους χρήστες, και λόγω της περιορισμένης δυνατότητας υποκατάστασης του προϊόντος, η Επιτροπή θεώρησε ότι τα κέρδη τους ενδέχεται να επηρεαστούν σε κάποιον βαθμό από την επιβολή των μέτρων. Λαμβανομένων υπόψη των περιθωρίων κέρδους τους, η επίπτωση δεν θα ήταν δυσανάλογη, δεδομένου ότι, τουλάχιστον εν μέρει, η αύξηση της τιμής θα μπορούσε να μετακυλιστεί στην κατάντη αλυσίδα εφοδιασμού.

    (439)

    Δεδομένων της ανεπαρκούς κερδοφορίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της συμπίεσης των τιμών στην αγορά, μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι οι τιμές θα αυξηθούν μετά την επιβολή των μέτρων. Ωστόσο, ο αντίκτυπος που μπορεί να έχουν τα μέτρα σε ορισμένους χρήστες θα πρέπει να σταθμιστεί έναντι του κινδύνου διακοπής της δραστηριότητας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, δεδομένου ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν είναι βιώσιμη. Η μη επιβολή μέτρων θα οδηγήσει σε λιγότερο αξιόπιστες και σταθερές πηγές εφοδιασμού και αναπόφευκτα σε αυξήσεις των τιμών στην αγορά της Ένωσης.

    (440)

    Η P&G δεν συνεργάστηκε πλήρως στην έρευνα, αλλά δήλωσε ότι ήταν αντίθετη με την επιβολή μέτρων. Θεωρούσε ότι η επιβολή μέτρων θα θέσει σε κίνδυνο την πρόσβασή της σε αξιόπιστη πηγή εφοδιασμού με λιπαρά οξέα. Η P&G ισχυρίστηκε ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα έχει δύο βασικές συνέπειες. Πρώτον, τα μέτρα είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση του κόστους παραγωγής στον κλάδο των καταναλωτικών αγαθών και το κόστος αυτό θα μετακυλιστεί τελικά στους καταναλωτές. Δεύτερον, η επιβολή μέτρων είναι πιθανό να διαταράξει τις αλυσίδες εφοδιασμού από την Ινδονησία σε μια περίοδο κατά την οποία η ζήτηση λιπαρών οξέων είναι ισχυρή και οι ενωσιακοί παραγωγοί λειτουργούν με πλήρη παραγωγική ικανότητα. Ο όμιλος Greven ισχυρίστηκε επίσης ότι η ζήτηση λιπαρών οξέων στην αγορά της Ένωσης δεν θα μπορέσει να καλυφθεί χωρίς τις εισαγωγές λιπαρών οξέων από την Ινδονησία.

    (441)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι η P&G δεν απάντησε στο ερωτηματολόγιο χρήστη και δεν παρείχε λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τις αγορές της λιπαρών οξέων και τη βαρύτητά τους όσον αφορά το κόστος των τελικών προϊόντων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αξιολογήσει τον αντίκτυπο της επιβολής μέτρων στη δραστηριότητα της P&G.

    (442)

    Επιπλέον, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η παραγωγική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής επαρκεί για την κάλυψη σχεδόν ολόκληρης της κατανάλωσης στην αγορά της ΕΕ. Επί του παρόντος, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διαθέτει περίπου 20 % πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και, εάν αποκατασταθούν οι συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού, οι ενωσιακοί παραγωγοί θα μπορέσουν να αυξήσουν την παραγωγή τους για να καλύψουν τη ζήτηση στην Ένωση. Επιπλέον, υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα για την παραγωγή λιπαρών οξέων στη Μαλαισία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε έλλειψη προσφοράς λιπαρών οξέων στην αγορά της Ένωσης.

    7.9.1.   Γενικές παρατηρήσεις σχετικά με το συμφέρον των χρηστών μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων

    (443)

    Μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ελήφθησαν παρατηρήσεις σχετικά με τα συμφέροντα της Ένωσης από τον όμιλο Greven, τον όμιλο Schill + Seilacher, την P&G, την Unilever, τη Henkel, την Quaker Houghton, την Evonik, τη NYCO, την Kapachim, την Omya, τη Stéarinerie Dubois, τη Wilmar, τον όμιλο Musim Mas, την Ecogreen και την CUTFA. Πολλά από αυτά τα μέρη ήταν χρήστες που δεν είχαν συνεργαστεί πλήρως στην έρευνα και δεν είχαν υποβάλει προηγουμένως παρατηρήσεις. Ως εκ τούτου, η έρευνα επωφελήθηκε από ευρύτερο φάσμα παρατηρήσεων μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, παρόλο που οι πληροφορίες δεν υποβλήθηκαν με τη μορφή απάντησης στο ερωτηματολόγιο, όπως απαιτούνταν κατά την έναρξη της έρευνας, και δεν ήταν δυνατό να επαληθευτεί η ακρίβεια όλων των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν.

    (444)

    Η CUTFA επισήμανε ότι τα μέτρα θα έχουν περιορισμένο μόνο αντίκτυπο στους χρήστες, διότι οι αυξήσεις του κόστους θα μπορούν να μετακυλίονται στους πελάτες τους. Ακόμη και αν αυτό δεν συνέβαινε, το μέγεθος των κερδών ήταν τέτοιο που μπορούσαν να απορροφηθούν, οπότε ο αντίκτυπος των μέτρων δεν θα ήταν δυσανάλογος.

    (445)

    Το ευρύτερο φάσμα των παρατηρήσεων των χρηστών φαίνεται να δείχνει ότι οι χρήστες θα μπορούσαν να διακριθούν σε δύο κύριες κατηγορίες.

    α)    Μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι

    (446)

    Η πρώτη κατηγορία είναι οι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι, όπως οι P&G, Unilever, Henkel, Quaker Houghton και Evonik, οι οποίοι παρήγαν μεγάλο αριθμό τελικών προϊόντων χρησιμοποιώντας το υπό έρευνα προϊόν ως βασική πρώτη ύλη κυρίως στα προϊόντα τους οικιακής φροντίδας, πλυντηρίου, καλλωπισμού και προσωπικής φροντίδας. Ωστόσο, όπως περιγράφεται ανωτέρω, λόγω της έλλειψης πλήρους συνεργασίας εκ μέρους των εν λόγω μερών, δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί η ποσότητα λιπαρών οξέων που χρησιμοποιείται στην παραγωγή τους ούτε η σημασία του λιπαρών οξέων στο κόστος παραγωγής ακόμη και των σημαντικότερων προϊόντων στα οποία χρησιμοποιούνται λιπαρά οξέα. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα από δημόσιες πηγές για την P&G, την Unilever και τη Henkel (53), τα τελευταία χρόνια ο κύκλος εργασιών και τα κέρδη των ομίλων είχαν αυξηθεί σημαντικά, ιδίως όσον αφορά τα προϊόντα οικιακής φροντίδας, τα οποία αποτελούν τη μεγαλύτερη αγορά για τα λιπαρά οξέα.

    (447)

    Η P&G εξήγησε ότι δεν είχε υποβάλει απάντηση στο ερωτηματολόγιο, διότι η P&G, όπως και άλλοι χρήστες λιπαρών οξέων, είναι κατακερματισμένη σε πολλές μονάδες παραγωγής.

    (448)

    Ωστόσο, η P&G δεν συμπλήρωσε καν το τμήμα του ερωτηματολογίου που αφορούσε τις αγορές λιπαρών οξέων μέσω της κεντρικής της μονάδας αγοράς. Ο κατακερματισμός που χαρακτηρίζει τον κλάδο των χρηστών δεν εμποδίζει, τουλάχιστον ορισμένους από αυτούς, να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο. Επιπλέον, από τους δημοσίως διαθέσιμους ενοποιημένους ετήσιους λογαριασμούς για την P&G προκύπτει επίσης ότι οι ευρωπαϊκές δραστηριότητές της είχαν πολύ μεγάλο κύκλο εργασιών το 2021 (16,7 δισεκατ. USD (54)). Η παγκόσμια κερδοφορία της ανερχόταν σε 23 % (55). Ο κύκλος εργασιών της Henkel το 2021 για τη Δυτική και Ανατολική Ευρώπη ανερχόταν σε 9,1 δισεκατ. EUR και η κερδοφορία στις περιοχές αυτές ήταν 18,9 % (56). Οι πληροφορίες αυτές επιβεβαίωσαν την άποψη της Επιτροπής ότι οι μεγάλοι αγοραστές λιπαρών οξέων στους μεγαλύτερους κλάδους χρηστών (προϊόντα οικιακής φροντίδας, πλυντηρίου, καλλωπισμού και προσωπικής φροντίδας) δεν θα επηρεαστούν δυσανάλογα από τα προτεινόμενα μέτρα.

    (449)

    Η Henkel επισήμανε ότι η έλλειψη συνεργασίας εκ μέρους των χρηστών δεν σήμαινε ότι τα μέτρα, στα επίπεδα που προτάθηκαν στην κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, δεν θα είχαν σοβαρό αντίκτυπο στις δραστηριότητές τους.

    (450)

    Όπως αναφέρεται επίσης κατωτέρω, η Επιτροπή επανεξέτασε τις αρχικές της εκτιμήσεις και τα συμπεράσματά της σχετικά με τον αντίκτυπο στους χρήστες, υπό το πρίσμα των πρόσθετων παρατηρήσεων που ελήφθησαν σε απάντηση στην κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, συμπεριλαμβανομένων των παρατηρήσεων από νέα ενδιαφερόμενα μέρη.

    (451)

    Η Henkel, η Kapachim, η Omya και η Wilmar επισήμαναν επίσης ότι το συμφέρον των χρηστών θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των πρόσφατων εξελίξεων που προηγήθηκαν της κοινοποίησης, όπως η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και της ενέργειας, ο πληθωρισμός και τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού.

    (452)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι τα ζητήματα αυτά αποτελούν εξελίξεις που επήλθαν μετά την περίοδο έρευνας. Δεν έχει τεκμηριωθεί ο αντίκτυπος που θα μπορούσαν να έχουν αυτές οι εξελίξεις στον κλάδο των χρηστών. Για παράδειγμα, αν το πρόσθετο κόστος μετακυλίστηκε στους πελάτες και ποιος ήταν ο αντίκτυπος στην κερδοφορία των προϊόντων που περιέχουν λιπαρά οξέα. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σαφές αν οι εξελίξεις αυτές ήταν διαρκούς χαρακτήρα. Επομένως, αυτοί οι ισχυρισμοί δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτοί.

    (453)

    Στις εμπιστευτικές παρατηρήσεις της, η Unilever επικεντρώθηκε σε συγκεκριμένο προϊόν που θα επηρεαστεί από τα μέτρα, ισχυριζόμενη ότι οι τιμές θα αυξηθούν σημαντικά και ότι ενδέχεται να χρειαστεί να εισάγει το εν λόγω προϊόν, με επακόλουθο αντίκτυπο στην παραγωγή και την απασχόλησή της στην Ένωση. Ισχυρίστηκε επίσης ότι, ως αποτέλεσμα, θα αυξηθούν οι τιμές καταναλωτή για το εν λόγω προϊόν. Επιπλέον, η Unilever επισήμανε ότι η συντριπτική πλειονότητα των πωλήσεων του εν λόγω προϊόντος εξάγονται εκτός της Ένωσης.

    (454)

    Η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει τους ισχυρισμούς αυτούς, καθώς η Unilever, όπως και οι περισσότεροι χρήστες, δεν απάντησε στο ερωτηματολόγιο των χρηστών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εξακριβώσει τη σημασία του εν λόγω προϊόντος για τις δραστηριότητες της Unilever στην Ένωση όσον αφορά την κερδοφορία και τον κύκλο εργασιών. Επίσης, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εξακριβώσει τη σημασία του λιπαρών οξέων στο κόστος της Unilever για το εν λόγω προϊόν ή για άλλα προϊόντα. Ούτε μπορούσε να εκτιμήσει με σαφήνεια τον αντίκτυπο που θα είχαν συνολικά οι δασμοί στην κερδοφορία της Unilever στην αγορά της Ένωσης. Επιπλέον, οι δημοσίως διαθέσιμοι ενοποιημένοι ετήσιοι λογαριασμοί της Unilever δείχνουν ότι οι ευρωπαϊκές δραστηριότητές της είχαν κύκλο εργασιών 11,3 δισεκατ. EUR (57) και κερδοφορία 1,8 δισεκατ. EUR (58) ή πάνω από 16 %. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της πληροφορίες που να αποδεικνύουν ότι ο αντίκτυπος των μέτρων στα λιπαρά οξέα από την Ινδονησία θα ήταν δυσανάλογος στις πωλήσεις του εν λόγω προϊόντος από την Unilever ή γενικότερα στις δραστηριότητές της στην Ένωση. Ο ισχυρισμός σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών καταναλωτή και την εισαγωγή του εν λόγω προϊόντος είναι σαφές ότι δεν ήταν τεκμηριωμένος, λαμβανομένης υπόψη της συνολικής κερδοφορίας των δραστηριοτήτων της στην Ένωση. Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι θα ήταν διαθέσιμο στην Unilever καθεστώς μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο για τον μετριασμό των επιπτώσεων των μέτρων.

    β)    Μικρότερες εταιρείες και όμιλοι

    (455)

    Η δεύτερη κατηγορία χρηστών ήταν συνήθως μικρότερες εταιρείες και όμιλοι, όπως εκείνοι που συνεργάστηκαν πλήρως στην έρευνα (όμιλος Greven και όμιλος Schill + Seilacher) και χρησιμοποιούσαν λιπαρά οξέα για την παρασκευή προϊόντων επόμενου σταδίου, όπως εστέρες, αμίνες, λιπαντικά, σαπούνια κ.λπ.

    (456)

    Επιπλέον, μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η NYCO, η Kapachim, η Omya, οι θυγατρικές της Ecogreen και η Stéarinerie Dubois αναγγέλθηκαν υποβάλλοντας παρατηρήσεις. Γενικά, οι εταιρείες αυτής της κατηγορίας αγόραζαν μικρότερες ποσότητες του υπό έρευνα προϊόντος. Ωστόσο, οι εν λόγω χρήστες δεν υπέβαλαν απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο για να καταστεί δυνατή η τεκμηρίωση των ζητημάτων που έθεσαν. Αντίθετα, οι πληροφορίες που υπέβαλαν οι πλήρως συνεργαζόμενες εταιρείες έδειξαν ότι οι εν λόγω συνεργαζόμενες εταιρείες ήταν πιθανό να επηρεαστούν περισσότερο από τα μέτρα, διότι τα λιπαρά οξέα αντιπροσώπευαν μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού κόστους τους και οι πωλήσεις των αντίστοιχων προϊόντων επόμενου σταδίου είχαν περιορισμένη κερδοφορία. Επιπλέον, ο αντίκτυπος των μέτρων σε όλους τους χρήστες θα μετριαζόταν από το γεγονός ότι οι χρήστες δεν πωλούσαν αποκλειστικά προϊόντα που περιείχαν λιπαρά οξέα. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος των λιπαρών οξέων που αγοράζονταν προερχόταν είτε από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής είτε από προμηθευτές τρίτων χωρών. Αυτό σημαίνει ότι οι αυξήσεις των τιμών για τις εν λόγω αγορές θα αναμένονταν να είναι χαμηλότερες από εκείνες που προέρχονται από Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς. Επιπλέον, τα τελικά προϊόντα που παρασκευάζονταν με τη χρήση λιπαρών οξέων εξάγονταν συχνά εκτός της Ένωσης, γεγονός που σημαίνει ότι μπορούσαν να είναι διαθέσιμα καθεστώτα μεταποίησης υπό τελωνειακό έλεγχο για τη μείωση των επιπτώσεων των μέτρων.

    (457)

    Η Ecogreen ισχυρίστηκε ότι ο σταθμισμένος μέσος όρος των δασμών που εφαρμόζονται στην Ecogreen θα έβλαπτε τις δύο συνδεδεμένες εταιρείες της στην Ένωση. Η Ecogreen υποστήριξε επίσης ότι όλες οι πωλήσεις της στην Ένωση προορίζονταν για δέσμια χρήση και, ως εκ τούτου, οι εξαγωγές αυτές δεν θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    (458)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι, δεδομένου ότι οι θυγατρικές της Ecogreen, η DHW και η E&S, δεν συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο των χρηστών, οι ισχυρισμοί της Ecogreen σχετικά με τη ζημία δεν μπορούσαν να επαληθευτούν. Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Ecogreen, μία από τις θυγατρικές της στην Ένωση αγοράζει ορισμένους τύπους λιπαρών οξέων από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των προϊόντων της Ecogreen και των προϊόντων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα της αγοράς, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 108. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός σχετικά με τις θυγατρικές της Ecogreen και τη δέσμια χρήση δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

    (459)

    Ως εκ τούτου, από τις πληροφορίες στον φάκελο, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν θα επηρεάσουν δυσανάλογα τους χρήστες.

    7.9.2.   Παρατηρήσεις σχετικά με ζητήματα διατάραξης της αγοράς και εφοδιασμού

    (460)

    Ο όμιλος Greven, η Henkel, η Unilever, η Kapachim, η Evonik, η Ecogreen, η Quaker Houghton, η Omya, η NYCO, η Stéarinerie Dubois, ο όμιλος Musim Mas και η Wilmar διατύπωσαν ισχυρισμούς σχετικά με ζητήματα διατάραξης της αγοράς της Ένωσης και εφοδιασμού που προέκυψαν από την επιβολή των μέτρων. Ειδικότερα, τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη έκριναν ότι το προτεινόμενο επίπεδο μέτρων ήταν υπερβολικά υψηλό και θα επηρέαζε δυσανάλογα τα συμφέροντα των κατάντη κλάδων παραγωγής της Ένωσης. Επίσης, οι εν λόγω εταιρείες ισχυρίστηκαν ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία θα σταματούσαν ή θα περιορίζονταν σε τέτοιο βαθμό που θα υπήρχε γενική έλλειψη στην αγορά της Ένωσης, η οποία θα προκαλούσε επίσης αύξηση των τιμών. Άλλοι χρήστες διατύπωσαν πιο συγκεκριμένους ισχυρισμούς σχετικά με ορισμένους τύπους λιπαρών οξέων, τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς τους, δεν μπορούσε να προμηθεύσει σε επαρκείς ποσότητες ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Η AAK, η Unilever και ο όμιλος Greven υπέβαλαν ηλεκτρονική αλληλογραφία που είχαν με ενωσιακούς παραγωγούς για να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους σχετικά με τα ζητήματα εφοδιασμού στην αγορά τα οποία θα επιδεινώνονταν από τα μέτρα.

    (461)

    Η Unilever, η Henkel και η Ecogreen ισχυρίστηκαν ότι οι εισαγωγές, στην Ένωση, λιπαρών οξέων βραχείας αλυσίδας, όπως τα C8-C10, θα επηρεαστούν από τα μέτρα. Η NYCO ισχυρίστηκε ότι η προμήθεια των οξέων C8-C10 ήταν όλο και πιο δύσκολη στην αγορά της Ένωσης, επειδή οι παραγωγοί αύξησαν τη δέσμια χρήση τους. Ως αποτέλεσμα αυτής της έλλειψης, οι τιμές αυξήθηκαν απότομα από τον Σεπτέμβριο του 2021. Επιπλέον, η NYCO ισχυρίστηκε ότι η έλλειψη λιπαρών οξέων βραχείας αλυσίδας, όπως τα C8-C10, θα είχε αντίκτυπο στους κλάδους παραγωγής τους οποίους προμηθεύει η NYCO με λιπαντικά ειδικών χρήσεων, όπως η αεροναυπηγική και η αμυντική βιομηχανία.

    (462)

    Η Kapachim, η Evonik και η NYCO υποστήριξαν επίσης ότι θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους παρασκευαστές των ίδιων προϊόντων που είναι εγκατεστημένοι εκτός της Ένωσης. Άλλες εταιρείες ισχυρίστηκαν ότι ενδέχεται να χρειαστεί να μετεγκατασταθούν εκτός της Ένωσης.

    (463)

    Η Stéarinerie Dubois ισχυρίστηκε ότι η περιορισμένη δυνατότητα υποκατάστασης πολλών τύπων προϊόντων που εισάγονται από την Ινδονησία θα επηρέαζε σημαντικά την κερδοφορία τους, καθώς το κόστος παραγωγής τους θα αυξανόταν. Η Stéarinerie Dubois ισχυρίστηκε επίσης ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί που παρατίθενται στην καταγγελία δεν παρήγαν κατ’ ανάγκη τον ίδιο απαιτούμενο τύπο λιπαρών οξέων σε επαρκείς ποσότητες. Επισήμαναν επίσης ότι για δύο τύπους λιπαρών οξέων τους οποίους χρησιμοποιούσε η εταιρεία τους για την παραγωγή της, κανένας ενωσιακός παραγωγός δεν μπορούσε να επιτύχει τις προδιαγραφές της εταιρείας ως προς το χρώμα, το οποίο αποτελούσε σημαντικό παράγοντα για τους πελάτες τους στη φαρμακευτική βιομηχανία. Η Stéarinerie Dubois επισήμανε ότι, καθώς δεν υπήρχε ενωσιακή αγορά λιπαρών οξέων που να συμμορφώνεται με τη νομοθεσία REACH και τους κανόνες κοσέρ και χαλάλ, οι εισαγωγές των εν λόγω προϊόντων δεν προκάλεσαν ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

    (464)

    Η CUTFA επισήμανε ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, μαζί με τις εισαγωγές τόσο από την Ινδονησία όσο και από τρίτες χώρες, θα εξασφάλιζε τον επαρκή εφοδιασμό της αγοράς της Ένωσης σε περίπτωση λήψης μέτρων. Η άποψη αυτή συμπληρώθηκε από ραβδοειδές διάγραμμα που παρουσίαζε τις κύριες πηγές εφοδιασμού. Η CUTFA επισήμανε επίσης ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία δεν θα σταματούσαν, αλλά θα συνέχιζαν στη βάση ισότιμων όρων ανταγωνισμού.

    (465)

    Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι ο εφοδιασμός των διαφόρων ενωσιακών κλάδων χρηστών με λιπαρά οξέα είναι απαραίτητος, διότι τα λιπαρά οξέα δεν μπορούν να αντικατασταθούν επαρκώς από άλλα προϊόντα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή επανεξέτασε το ζήτημα της διατάραξης της αγοράς και τα ζητήματα εφοδιασμού υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που έλαβε.

    (466)

    Πρώτον, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 220, τα αριθμητικά στοιχεία για την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 407 υπολογίστηκαν με βάση τη βιώσιμη, και όχι τη θεωρητική, παραγωγική ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, λαμβανομένων υπόψη των κανονικών διακοπών λειτουργίας, όπως για λόγους συντήρησης, και της παραγωγής άλλων προϊόντων. Αυτό σημαίνει ότι, κατά την ΠΕ, υπήρχαν στην Ένωση περίπου 250 000 πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας. Με την επαλήθευση των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής εξασφαλίστηκε η συνεπής και ακριβής προσέγγιση των αριθμητικών στοιχείων σχετικά με την παραγωγική ικανότητα. Η παραγωγική ικανότητα μειώθηκε, κατά περίπτωση, και τα επαληθευμένα αριθμητικά στοιχεία κοινοποιήθηκαν στις εμπλεκόμενες εταιρείες.

    (467)

    Δεύτερον, ήταν σαφές ότι οι επενδύσεις στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής είχαν περιοριστεί κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Οι επενδύσεις των εταιρειών του δείγματος συνεχίστηκαν, αλλά περιορίζονταν στη διατήρηση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού και όχι στην αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και στην εξάλειψη των σημείων συμφόρησης στην παραγωγή. Με την επιβολή μέτρων θα μετριαστεί η πίεση που ασκείται στις τιμές στον κλάδο παραγωγής και θα του δοθεί η δυνατότητα να καθορίζει τις τιμές σε επίπεδο που θα εξασφαλίζει εύλογα επίπεδα κερδοφορίας. Χάρη στις καλύτερες συνθήκες της αγοράς η παραγωγή και οι πωλήσεις θα μπορούσαν να αυξηθούν για να εφοδιάσουν την αγορά. Ο κλάδος παραγωγής θα είναι επίσης σε θέση να αντλήσει κεφάλαια για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας.

    (468)

    Προβλήματα εφοδιασμού κατά την εξεταζόμενη περίοδο, όπως αποδεικνύεται από την ηλεκτρονική αλληλογραφία, πρέπει να αναμένονται, εάν ένας κλάδος παραγωγής έχει υποστεί σημαντική ζημία που επηρεάζει τις τιμές πώλησής του, με αποτέλεσμα η κερδοφορία να είναι χαμηλή και να μην είναι δυνατή η άντληση κεφαλαίων για επενδύσεις. Ωστόσο, η επιβολή μέτρων θα δημιουργήσει καλύτερες συνθήκες αγοράς για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ο οποίος θα μπορέσει να αυξήσει την παραγωγή και να βελτιώσει την ποσότητα και το φάσμα των λιπαρών οξέων τα οποία προμηθεύει στην αγορά.

    (469)

    Τρίτον, δεν αναμένεται τα μέτρα που επιβάλλονται με τον παρόντα κανονισμό να απαγορεύσουν τις εισαγωγές από την Ινδονησία. Υπενθυμίζεται ότι σκοπός των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν είναι να σταματήσουν οι εισαγωγές, αλλά να αποκατασταθούν οι ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην αγορά. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό ότι θα υπάρχει γενική έλλειψη στην αγορά της Ένωσης, η οποία θα προκαλέσει δυσανάλογη αύξηση των τιμών.

    (470)

    Η Επιτροπή παρατήρησε ότι ο ισχυρισμός σχετικά με την απότομη αύξηση των τιμών για τα λιπαρά οξέα C8-C10 αφορούσε την παγκόσμια αγορά και όχι μόνο την αγορά της Ένωσης. Ως εκ τούτου, οι επιπτώσεις των μέτρων αντιντάμπινγκ στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των ενωσιακών χρηστών C8-C10 δεν θα ήταν διαφορετικές από τις επιπτώσεις στους χρήστες άλλων τύπων λιπαρών οξέων. Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι εξελίξεις της αγοράς μετά το τέλος της περιόδου έρευνας κατά κανόνα δεν λαμβάνονται υπόψη στην αξιολόγησή της. Όσον αφορά το ζήτημα που έθεσε η NYCO σχετικά με την αεροναυπηγική και την αμυντική βιομηχανία, οι ισχυρισμοί αυτοί περί διατάραξης δεν τεκμηριώθηκαν και, ως εκ τούτου, απορρίφθηκαν.

    (471)

    Επιπλέον, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα προϊόντα του ινδονησιακού και του ενωσιακού κλάδου παραγωγής ήταν σε μεγάλο βαθμό υποκαταστάσιμα. Το γεγονός και μόνον ότι ορισμένοι ενωσιακοί παραγωγοί δεν ήταν σε θέση να προμηθεύσουν ορισμένους τύπους προϊόντων, σε ορισμένες περιπτώσεις υπό τις συνθήκες της αγοράς που επικρατούσαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δεν σήμαινε ότι θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν προβλήματα εφοδιασμού μετά την επιβολή των μέτρων. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι ο αντίκτυπος των μέτρων στο κόστος και την κερδοφορία του εν λόγω χρήστη δεν τεκμηριώθηκε διότι, ελλείψει απάντησης στο ερωτηματολόγιο, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αξιολογήσει πόσο σημαντικό ήταν το κόστος των λιπαρών οξέων για την εταιρεία ως ποσοστό του συνολικού κόστους ή του κύκλου εργασιών. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

    (472)

    Οι πιθανές επιπτώσεις έναντι των ανταγωνιστών εκτός της Ένωσης και ο κίνδυνος μετεγκατάστασης δεν τεκμηριώθηκαν. Επιπλέον, οι παράγοντες που θα μπορούσαν να μετριάσουν τον αντίκτυπο των δασμών στους χρήστες εξετάζονται στην αιτιολογική σκέψη 455.

    (473)

    Η Wilmar υπονόησε ότι το κόστος των λιπαρών οξέων ως πρώτης ύλης στην αγορά της Ένωσης θα αυξηθεί κατά περίπου 32,9 % (59).

    (474)

    Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν υπερβολή όσον αφορά τις πιθανές αυξήσεις του κόστους για τους χρήστες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι εισαγωγές από την Ινδονησία αντιπροσώπευαν περίπου το 20 % της κατανάλωσης και οι αυξήσεις του κόστους είναι πιθανό να είναι πολύ χαμηλότερες για τους χρήστες που εφοδιάζονται από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή εισάγουν από άλλες πηγές. Επιπλέον, οι εισαγωγές από τρίτες χώρες, όπως η Μαλαισία, αναπόφευκτα θα αυξηθούν κατά τη διάρκεια ισχύος των μέτρων λόγω των καλύτερων συνθηκών της αγοράς και της μείωσης της πίεσης που ασκείται στις τιμές από την Ινδονησία.

    (475)

    Η Wilmar επισήμανε επίσης ότι οι μειωμένες εισαγωγές φυτικών ελαίων, ιδίως από την Ουκρανία, θα περιορίσουν την ικανότητα του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να προμηθεύεται πρώτες ύλες.

    (476)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούν εξελίξεις που επήλθαν μετά την περίοδο έρευνας. Δεν έχει τεκμηριωθεί ο αντίκτυπος που θα μπορούσαν να έχουν οι εξελίξεις αυτές στην αγορά της Ένωσης ή αν οι εξελίξεις αυτές είναι διαρκούς χαρακτήρα, δεδομένου ότι το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού ορίζει ότι κατά κανόνα τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

    (477)

    Επομένως, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να δεχτεί τα επιχειρήματα ότι θα υπάρχει γενική έλλειψη προσφοράς λιπαρών οξέων στους χρήστες στην Ένωση. Όσον αφορά τα προβλήματα εφοδιασμού που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα, κάθε διατάραξη της αγοράς είναι πιθανό να είναι προσωρινή, έως ότου οι παραγωγοί και οι πελάτες τους προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση της αγοράς.

    7.9.3.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον των χρηστών

    (478)

    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων των ενδιαφερόμενων μερών και με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στον φάκελο, είναι σαφές ότι για τους μεγαλύτερους τομείς κατανάλωσης λιπαρών οξέων (οικιακή φροντίδα, καλλωπισμός, πλυντήρια και προσωπική φροντίδα) δεν θα υπάρξουν σημαντικές επιπτώσεις μετά την επιβολή των μέτρων, διότι οι τομείς αυτοί θα μπορέσουν να απορροφήσουν τυχόν αυξήσεις του κόστους που δεν θα μπορούν να μετακυλιστούν στους πελάτες.

    (479)

    Για τους υπόλοιπους τομείς, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ενδέχεται να προκύψουν αυξήσεις του κόστους οι οποίες θα έχουν αντίκτυπο στην κερδοφορία. Ωστόσο, μόνο δύο όμιλοι αποφάσισαν να συνεργαστούν πλήρως στην έρευνα για να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους.

    (480)

    Για όλους τους χρήστες, διάφορα ζητήματα θα μετριάσουν τον αντίκτυπο τυχόν αυξήσεων του κόστους, όπως η μεταποίηση υπό τελωνειακό έλεγχο για εισαγωγές λιπαρών οξέων, που θα χρησιμοποιηθούν για την παρασκευή εξαγόμενων προϊόντων. Δεν χρησιμοποιούνται λιπαρά οξέα σε όλα τα προϊόντα που παρασκευάζονται από τους χρήστες. Επιπλέον, περίπου το 80 % του λιπαρών οξέων που καταναλώνονται στην αγορά της Ένωσης δεν προέρχεται από την Ινδονησία και, ως εκ τούτου, δεν θα επηρεαστεί άμεσα από τα μέτρα.

    (481)

    Τα μέτρα αντιντάμπινγκ αποσκοπούν στην αύξηση των ενωσιακών τιμών εισαγωγής (μετά την καταβολή δασμού) για την οικεία χώρα. Οι τιμές εισαγωγής από τρίτες χώρες και οι τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής είναι επίσης πιθανό να αυξηθούν. Ωστόσο, για να μπορέσει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής να επιβιώσει, πρέπει να λειτουργεί σε δικαιότερη βάση με τους Ινδονήσιους παραγωγούς-εξαγωγείς στην αγορά της Ένωσης. Η αγορά της Ένωσης χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και, κατά την περίοδο αυτή, ενδέχεται να υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις σε συγκεκριμένους παράγοντες της αγοράς και σε τομείς χρηστών. Όπως προαναφέρθηκε, αναμένονταν αυξημένες επενδύσεις από τους ενωσιακούς παραγωγούς για την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας. Ορισμένες από αυτές τις επενδύσεις θα επιτρέψουν στις εταιρείες του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να προσφέρουν ευρύτερο φάσμα λιπαρών οξέων ή να αυξήσουν την παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων. Το γεγονός ότι ένας ενωσιακός παραγωγός δεν μπορούσε να προμηθεύσει την αγορά με συγκεκριμένα προϊόντα υπό τις τρέχουσες συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού δεν σημαίνει ότι οι ενωσιακοί παραγωγοί δεν έχουν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες της αγοράς που δημιουργούνται από τα μέτρα.

    (482)

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτές οι αυξήσεις του κόστους είναι αναγκαίες για να μπορέσει ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής να ανταγωνιστεί δίκαια και σε επίπεδα τιμών που δεν θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά του. Είναι σαφές ότι η κερδοφορία, όπως παρουσιάζεται στον πίνακα 10, δεν είναι βιώσιμη και είναι προς το συμφέρον όλων των χρηστών να συνεχιστεί η παραγωγή ευρέος φάσματος λιπαρών οξέων στην Ένωση. Οι αναμενόμενες αυξήσεις του κόστους για τους χρήστες δεν θεωρούνται δυσανάλογες.

    (483)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις όλων των ενδιαφερόμενων μερών που αναγγέλθηκαν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι χρήστες δεν θα επηρεαστούν δυσανάλογα από την επιβολή των μέτρων.

    7.10.   Συμφέρον των προμηθευτών

    (484)

    Οι προμηθευτές πρώτων υλών στην Ένωση είναι κυρίως παραγωγοί στέατος και φυτικών ελαίων. Παρόλο που οι εν λόγω προμηθευτές πρώτων υλών δεν συνεργάστηκαν στην παρούσα έρευνα, είναι σαφές ότι η επιβολή μέτρων θα ωφελήσει επίσης τους προμηθευτές μακροπρόθεσμα, επειδή ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής καταναλώνει σημαντικές ποσότητες στέατος και φυτικών ελαίων που παράγονται στην Ένωση.

    7.11.   Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Ένωσης

    (485)

    Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι που να δείχνουν ότι δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης να διατηρηθούν τα μέτρα στις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας.

    8.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    (486)

    Με βάση τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή όσον αφορά το ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια, το επίπεδο των μέτρων και το συμφέρον της Ένωσης, θα πρέπει να επιβληθούν οριστικά μέτρα, ώστε να αποτραπεί η πρόκληση μεγαλύτερης ζημίας στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (487)

    Σύμφωνα με την ανωτέρω εκτίμηση, οι οριστικοί δασμοί αντιντάμπινγκ καθορίζονται στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ για τη Wilmar.

    (488)

    Όσον αφορά την εταιρεία Musim Mas, η Επιτροπή εξέτασε αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου από το περιθώριο ντάμπινγκ επαρκεί για την εξάλειψη της ζημίας. Η Επιτροπή, έχοντας εντοπίσει στρεβλώσεις όσον αφορά τις πρώτες ύλες σχετικά με το οικείο προϊόν κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 2α του βασικού κανονισμού, συγκεκριμένα με τη μορφή φόρων εξαγωγής και εισφορών κατά την εξαγωγή για το ακατέργαστο φοινικέλαιο και το ακατέργαστο φοινικοπυρηνέλαιο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι θα ήταν προς το συμφέρον της Ένωσης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2β του βασικού κανονισμού, να καθοριστεί το ποσό του δασμού στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ, επειδή η επιβολή δασμού χαμηλότερου από το περιθώριο ντάμπινγκ δεν θα επαρκούσε για την αντιμετώπιση της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    (489)

    Ο οριστικός δασμός για τις άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες στην Ινδονησία που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα βασίζεται στο σταθμισμένο μέσο περιθώριο ντάμπινγκ όπως καθορίστηκε ανωτέρω για τις δύο εταιρείες του δείγματος.

    (490)

    Δεδομένου του υψηλού επιπέδου συνεργασίας (οι εξαγωγές των συνεργαζόμενων παραγωγών-εξαγωγέων αποτελούσαν το σύνολο των συνολικών εισαγωγών κατά την ΠΕ), το επίπεδο του δασμού σε επίπεδο χώρας βασίστηκε στο υψηλότερο περιθώριο ντάμπινγκ των δύο συνεργαζόμενων εξαγωγέων του δείγματος.

    (491)

    Βάσει των προαναφερομένων, οι οριστικοί δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ, εκφρασμένοι σε τιμή CIF στα σύνορα της Ένωσης, πριν από την καταβολή τελωνειακού δασμού, θα πρέπει να έχουν ως εξής:

    Εταιρεία

    Οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ

    Οριστικό περιθώριο ζημίας

    Δασμός αντιντάμπινγκ

    P.T. Musim Mas

    46,4 %

    46,4 %

    46,4 %

    P.T. Wilmar Nabati Indonesia

    15,2 %

    38,7 %

    15,2 %

    Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες

    26,6 %

    41,5 %

    26,6 %

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    46,4 %

    46,4 %

    46,4 %

    (492)

    Οι ατομικοί δασμολογικοί συντελεστές αντιντάμπινγκ για κάθε εταιρεία οι οποίοι προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό καθορίστηκαν βάσει των συμπερασμάτων της παρούσας έρευνας. Επομένως, αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας για τις εν λόγω εταιρείες. Οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές του οικείου προϊόντος καταγωγής της οικείας χώρας και παραγωγής από τις αναφερθείσες νομικές οντότητες. Οι εισαγωγές του οικείου προϊόντος που παράγεται από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία η οποία δεν αναφέρεται ρητά στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που συνδέονται με τις εταιρείες που αναφέρονται ρητά, θα πρέπει να υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες». Αυτές δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε κανέναν από τους ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές αντιντάμπινγκ.

    (493)

    Για να εξασφαλιστεί η ορθή επιβολή των δασμών αντιντάμπινγκ, ο δασμός αντιντάμπινγκ για όλες τις άλλες εταιρείες θα πρέπει να ισχύει όχι μόνο για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν στην παρούσα έρευνα, αλλά και για τους παραγωγούς που δεν πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Ένωση κατά την περίοδο έρευνας.

    (494)

    Για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι καταστρατήγησης λόγω της διαφοράς των δασμολογικών συντελεστών, απαιτούνται ειδικά μέτρα για να διασφαλιστεί η εφαρμογή των ατομικών δασμών αντιντάμπινγκ. Οι εταιρείες με ατομικούς δασμούς αντιντάμπινγκ πρέπει να προσκομίζουν έγκυρο εμπορικό τιμολόγιο στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών. Το τιμολόγιο πρέπει να είναι σύμφωνο με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού. Οι εισαγωγές που δεν συνοδεύονται από τέτοιο τιμολόγιο θα πρέπει να υπόκεινται στον δασμό αντιντάμπινγκ που ισχύει για «όλες τις άλλες εταιρείες».

    (495)

    Μολονότι η προσκόμιση του εν λόγω τιμολογίου είναι απαραίτητη για την εφαρμογή από τις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών των ατομικών συντελεστών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές, το εν λόγω τιμολόγιο δεν αποτελεί το μόνο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οι τελωνειακές αρχές. Πράγματι, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, ακόμα και αν τους υποβληθεί τιμολόγιο το οποίο πληροί όλες τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, οφείλουν να διενεργούν τους δικούς τους συνήθεις ελέγχους και μπορούν, όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, να απαιτούν πρόσθετα έγγραφα (έγγραφα αποστολής κ.λπ.) για την επαλήθευση της ακρίβειας των στοιχείων που περιέχονται στη δήλωση και να διασφαλίζουν ότι η συνακόλουθη εφαρμογή του χαμηλότερου δασμολογικού συντελεστή είναι δικαιολογημένη, σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία.

    (496)

    Σε περίπτωση σημαντικής αύξησης του όγκου των εξαγωγών μίας από τις εταιρείες που επωφελούνται από τους χαμηλότερους συντελεστές ατομικού δασμού μετά την επιβολή των οικείων μέτρων, η εν λόγω αύξηση του όγκου των εξαγωγών θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά από μόνη της μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών λόγω της επιβολής μέτρων κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού. Σε τέτοια περίπτωση, και με την επιφύλαξη της τήρησης των σχετικών όρων, είναι δυνατό να κινηθεί έρευνα κατά της καταστρατήγησης. Στο πλαίσιο της εν λόγω έρευνας θα μπορούσε, μεταξύ άλλων, να εξεταστούν η ανάγκη κατάργησης του ατομικού δασμολογικού συντελεστή (ή συντελεστών) και η συνακόλουθη επιβολή δασμού σε επίπεδο χώρας.

    (497)

    Αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι το επίπεδο των μέτρων ήταν υπερβολικά υψηλό ή δεν είχε καθοριστεί καταλλήλως και ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να το μειώσει.

    (498)

    Ωστόσο, τα μέτρα αυτά καθορίστηκαν σύμφωνα με τη μεθοδολογία που περιγράφεται στον παρόντα κανονισμό και σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό. Οι υπολογισμοί που χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και ζημίας κοινοποιήθηκαν στα κατάλληλα ενδιαφερόμενα μέρη. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν διότι ο αυθαίρετος καθορισμός δασμών δεν προβλέπεται από τον βασικό κανονισμό.

    (499)

    Στις παρατηρήσεις που υπέβαλε μετά την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, η Ecogreen ζήτησε να της χορηγηθεί ποσόστωση δασμολογικής ατέλειας ως μέτρο εποικοδομητικής αποκατάστασης που θα πρέπει να εξετάσει η Επιτροπή, επικαλούμενη διάφορες νομικές βάσεις για τον εν λόγω ισχυρισμό.

    (500)

    Πρώτον, στο πλαίσιο ανάλυσης του άρθρου 8 του βασικού κανονισμού, η Ecogreen προσφέρθηκε να αρχίσει συζητήσεις για ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές με στοιχείο ποσόστωσης. Στο πλαίσιο αυτό, υπενθύμισε ότι οι ποσοστώσεις αποτελούσαν μέρος των αναλήψεων υποχρεώσεων που έγιναν δεκτές στην υπόθεση Ηλιακά πάνελ (60) και ισχυρίστηκε ότι, σύμφωνα με την ειδική ομάδα του ΠΟΕ στην υπόθεση ΕΚ — Πανικά κρεβατιού (61), η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να εξετάζει το ενδεχόμενο λήψης μέτρων εποικοδομητικής αποκατάστασης σε διαδικασίες στις οποίες εμπλέκονται αναπτυσσόμενες χώρες-μέλη.

    (501)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, εναπόκειται στην Ecogreen να υποβάλει προσφορά για ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές, η οποία μπορεί να γίνει αποδεκτή από την Επιτροπή. Η εν λόγω προσφορά θα πρέπει να υποβληθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Η προσφορά της Ecogreen έπρεπε να είχε παραληφθεί από την Επιτροπή το αργότερο 5 ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή παρατηρήσεων σχετικά με την κοινοποίηση των τελικών συμπερασμάτων. Το αίτημα για ανάληψη υποχρέωσης ως προς τις τιμές υποβλήθηκε μόλις στις 12 Σεπτεμβρίου 2022, πολύ αργότερα από τη νόμιμη προθεσμία που αναφέρεται ανωτέρω, και δεν διατυπώθηκε συγκεκριμένη πρόταση. Ως εκ τούτου, δεν υποβλήθηκε προσφορά ανάληψης υποχρέωσης ως προς τις τιμές που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό και, επομένως, δεν μπορούσε δικαιωματικά να προβληθεί ως επιχείρημα η αναλογία με την υπόθεση Ηλιακά πάνελ και την υπόθεση ΕΚ — Πανικά κρεβατιού. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.

    (502)

    Δεύτερον, η Ecogreen ζήτησε ποσόστωση δασμολογικής ατέλειας κατ’ αναλογία με την επιβολή ποσοστώσεων για τη διατήρηση των εμπορικών ροών που θεωρούνται μη επιζήμιες στο πλαίσιο των μέτρων διασφάλισης, ενός άλλου μέσου εμπορικής άμυνας.

    (503)

    Ως προς αυτό, η Επιτροπή περιορίστηκε να παρατηρήσει ότι η έρευνα αυτή διέπεται από τον βασικό κανονισμό, ο οποίος δεν προβλέπει ποσοστώσεις δασμολογικής ατέλειας. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (504)

    Τρίτον, η Ecogreen ζήτησε ποσόστωση δασμολογικής ατέλειας ως μέτρο εποικοδομητικής αποκατάστασης στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2283 του Συμβουλίου (62), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/972 του Συμβουλίου (63), ο οποίος, κατά τους ισχυρισμούς, επέτρεψε στην Επιτροπή να ανοίξει και να χορηγήσει δασμολογικές ποσοστώσεις για γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα.

    (505)

    Η Επιτροπή επισήμανε ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/2283, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/972, εφαρμόζεται στα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα που παρατίθενται στο παράρτημα του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2283, όταν το υπό έρευνα προϊόν δεν αναφέρεται με κανέναν από τους οικείους κωδικούς TARIC. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    (506)

    Τέλος, η Ecogreen επισήμανε ότι ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας προβλέπει τη δυνατότητα μεταποίησης ορισμένης ποσότητας εισαγωγών υπό τελωνειακό έλεγχο (τελειοποίηση προς επανεξαγωγή). Η Ecogreen ζήτησε από την Επιτροπή να διερευνήσει τρόπους εφαρμογής του καθεστώτος αυτού.

    (507)

    Η Επιτροπή τόνισε ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της και στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας έρευνας, η οποία διέπεται από τον βασικό κανονισμό. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε.

    9.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    (508)

    Δυνάμει του άρθρου 109 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 (64), για τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το επιτόκιο που καταβάλλεται θα πρέπει να είναι εκείνο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τις κύριες πράξεις επαναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης την πρώτη ημερολογιακή ημέρα κάθε μήνα.

    (509)

    Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ. Τους δόθηκε επίσης προθεσμία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μετά την εν λόγω ενημέρωση.

    (510)

    Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    1.   Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές λιπαρών οξέων με μήκος ανθρακικής αλυσίδας C6, C8, C10, C12, C14, C16 ή C18 με αριθμό ιωδίου κάτω των 105 g/100 g και με λόγο ελεύθερων λιπαρών οξέων προς τριγλυκερίδια [βαθμός υδρόλυσης (degree of split — DoS)] τουλάχιστον 97 %, στα οποία περιλαμβάνονται:

    ένα αμιγές λιπαρό οξύ (ή αλλιώς «κλάσμα καθαρής ουσίας»), και

    μείγματα που περιέχουν συνδυασμό δύο ή περισσότερων μηκών ανθρακικής αλυσίδας,

    εξαιρουμένων των λιπαρών οξέων τα οποία έχουν πιστοποιηθεί από εθελοντικό καθεστώς (65) για την παραγωγή βιοκαυσίμων, βιορευστών και καυσίμων βιομάζας το οποίο έχει αναγνωριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 4 ή από εθνικό καθεστώς πιστοποίησης που έχει θεσπιστεί σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, που υπάγονται επί του παρόντος στους κωδικούς ΣΟ ex 2915 70 40, ex 2915 70 50, ex 2915 90 30, ex 2915 90 70, ex 2916 15 00, ex 3823 11 00, ex 3823 12 00, ex 3823 19 10 και ex 3823 19 90 (κωδικοί TARIC: 2915704095, 2915705010, 2915903095, 2915907095, 2916150010, 3823110020, 3823110070, 3823120020, 3823120070, 3823191030, 3823191070, 3823199070 και 3823199095) καταγωγής Ινδονησίας.

    2.   Οι συντελεστές του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται επί της καθαρής, «ελεύθερης στα σύνορα της Ένωσης» τιμής, πριν από την καταβολή δασμού, για το προϊόν που περιγράφεται στην παράγραφο 1 και παράγεται από τις εταιρείες που παρατίθενται κατωτέρω καθορίζονται ως εξής:

    Εταιρεία

    Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ

    Πρόσθετος κωδικός TARIC

    P.T. Musim Mas

    46,4 %

    C880

    P.T. Wilmar Nabati Indonesia

    15,2 %

    C881

    Άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες που παρατίθενται στο παράρτημα

    26,6 %

    Βλέπε παράρτημα

    Όλες οι άλλες εταιρείες

    46,4 %

    C999

    3.   Η εφαρμογή των ατομικών δασμολογικών συντελεστών που καθορίζονται για τις εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 εξαρτάται από την προσκόμιση έγκυρου εμπορικού τιμολογίου στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών, στο οποίο αναγράφεται δήλωση που φέρει ημερομηνία και υπογραφή υπαλλήλου της οντότητας που εκδίδει το τιμολόγιο, με αναφορά του ονόματος και της θέσης του/της, με την ακόλουθη διατύπωση: «Ο/Η υπογεγραμμένος/-η πιστοποιώ ότι (ο όγκος) του (οικείου προϊόντος) που πωλήθηκε προς εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και καλύπτεται από το παρόν τιμολόγιο έχει παραχθεί από την εταιρεία (επωνυμία και διεύθυνση της εταιρείας) (πρόσθετος κωδικός TARIC) στην [οικεία χώρα]. Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ακριβή.» Αν δεν προσκομιστεί τέτοιο τιμολόγιο, εφαρμόζεται ο δασμός που ισχύει για όλες τις άλλες εταιρείες.

    4.   Σε περίπτωση ζημίας των εμπορευμάτων πριν από τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και, επομένως, όταν η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή υπολογίζεται κατ’ αναλογία για τον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 2 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής (66), το ποσό του δασμού αντιντάμπινγκ, υπολογιζόμενο με βάση τα προαναφερόμενα καθορισμένα ποσά, μειώνεται κατά ποσοστό που αντιστοιχεί στην αναλογική προσαρμογή της πράγματι πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής.

    5.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

    Άρθρο 2

    Εάν ένας νέος παραγωγός-εξαγωγέας από την Ινδονησία παράσχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία στην Επιτροπή, το παράρτημα μπορεί να τροποποιηθεί με την προσθήκη του νέου αυτού παραγωγού-εξαγωγέα στον κατάλογο των συνεργαζόμενων εταιρειών που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και, συνεπώς, υπόκεινται στον κατάλληλο μέσο σταθμισμένο δασμό αντιντάμπινγκ, δηλαδή 26,6 %. Οι νέοι παραγωγοί-εξαγωγείς παρέχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι:

    α)

    δεν εξήγαγαν τα εμπορεύματα που περιγράφονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, καταγωγής Ινδονησίας, κατά την περίοδο έρευνας (1η Οκτωβρίου 2020 έως 30 Σεπτεμβρίου 2021)·

    β)

    δεν συνδέονται με εξαγωγέα ή παραγωγό που υπόκειται στα μέτρα τα οποία επιβάλλονται με τον παρόντα κανονισμό· και

    γ)

    είτε πράγματι εξήγαγαν τα εμπορεύματα που περιγράφονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 καταγωγής Ινδονησίας είτε ανέλαβαν αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση για την εξαγωγή σημαντικής ποσότητας στην Ένωση μετά το πέρας της περιόδου έρευνας.

    Άρθρο 3

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 18 Ιανουαρίου 2023.

    Για την Επιτροπή

    Η Πρόεδρος

    Ursula VON DER LEYEN


    (1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

    (2)  Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας (ΕΕ C 482 της 30.11.2021, σ. 5).

    (3)  Ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές λιπαρών οξέων καταγωγής Ινδονησίας (ΕΕ C 195 της 13.5.2022, σ. 11).

    (4)  Η διατύπωση «παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος» θα πρέπει να ερμηνευθεί ως «παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα οι οποίοι ζήτησαν ατομική εξέταση», όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 44.

    (5)  https://trade.ec.europa.eu/tdi/case_details.cfm?id=2564

    (6)  Έκθεση της ειδικής ομάδας, Μεξικό — Σωλήνες κάθε είδους από χάλυβα, WT/DS331/R, εκδόθηκε στις 24 Ιουλίου 2007, DSR 2007: IV, σ. 1207, παράγραφος 7.347. Όπως και η νομολογία του ΠΟΕ, τα δικαστήρια της Ένωσης υιοθέτησαν επίσης την ίδια θέση όσον αφορά την παράλληλη διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, ιδίως στην απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP κατά Συμβουλίου, T-249/06, EU:T:2009:62, σκέψη 139.

    (7)  Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, ΕΚ — Συνδετήρες (Κίνα), WT/DS397/AB/R, εκδόθηκε στις 28 Ιουλίου 2011, DSR 2011: VII, σ. 3995, σκέψη 425.

    (8)  O.π., σκέψεις 430 και 454.

    (9)  Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/1146 της Επιτροπής, της 4ης Ιουλίου 2019, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές χαλύβδινων πασσαλοσανίδων θερμής έλασης καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 181 της 5.7.2019, σ. 89) και εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/266 της Επιτροπής, της 14ης Φεβρουαρίου 2019, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ηλιακών υαλοπινάκων καταγωγής Μαλαισίας (ΕΕ L 44 της 15.2.2019, σ. 31).

    (10)  Απόφαση 2007/430/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιουνίου 2007, για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές συνθετικών μη συνεχών ινών από πολυεστέρες (ΜΣΙΠ) καταγωγής Μαλαισίας και Ταϊβάν και την αποδέσμευση των ποσών που έχουν κατατεθεί ως εγγύηση μέσω των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν (ΕΕ L 160 της 21.6.2007, σ. 30) («απόφαση για τις ΜΣΙΠ»).

    (11)  Απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Philips Lighting Poland και Philips Lighting κατά Συμβουλίου, T-469/07, EU:T:2013:370, σκέψη 87. Στην προκειμένη υπόθεση, η αίτηση δεν ανακλήθηκε. Αντίθετα, ορισμένοι ενωσιακοί παραγωγοί, οι οποίοι είχαν εκφράσει την υποστήριξή τους προς την αίτηση σε επικοινωνία που είχε πραγματοποιηθεί μ’ αυτούς πριν από την έναρξη της διαδικασίας («τρέχουσα διαδικασία»), αποφάσισαν σε μεταγενέστερο στάδιο να μεταβάλουν τη θέση τους και να εκφράσουν, κατά τη διάρκεια της ίδιας της έρευνας, την αντίθεσή τους στα μέτρα. Ως αποτέλεσμα, το επίπεδο αντίθεσης στην υπόθεση αυξήθηκε σε σχέση με το επίπεδο υποστήριξης όσον αφορά την ενωσιακή παραγωγή. Η Επιτροπή αποφάσισε τελικά ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, είχε το δικαίωμα να συνεχίσει την έρευνα και να επιβάλει μέτρα κατ’ αναλογία με την ανάκληση της καταγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

    (12)  Ο κατάλογος των εθελοντικών καθεστώτων και των εθνικών καθεστώτων πιστοποίησης που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή είναι διαθέσιμος στη διεύθυνση: https://ec.europa.eu/energy/topics/renewable-energy/biofuels/voluntary-schemes_el

    (13)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 82), διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A02018L2001-20220607&qid=1657211934884

    (14)  Νομοθεσία REACH. Η ενοποιημένη έκδοση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) ενσωματώνει όλες τις τροποποιήσεις και τα διορθωτικά του REACH έως την ημερομηνία που αναφέρεται στην πρώτη σελίδα του κανονισμού.

    (15)  Διεργασία που επιτρέπει την απευθείας χρήση, μέσω καταλύτη, λιπαρών οξέων (αντί της χρήσης ελαίων) και μεθανόλης για την παραγωγή βιοντίζελ.

    (16)  Βλέπε οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

    (17)  Βλέπε οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

    (18)  Βλέπε οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

    (19)  Βλέπε οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

    (20)  Βλέπε οδηγία (ΕΕ) 2018/2001.

    (21)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, για καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα (ΕΕ L 364 της 20.12.2006, σ. 5).

    (22)  Ο κωδικός TARIC για το ελαϊκό οξύ δεν διαφοροποιείται ανάλογα με την ποιότητα, όταν πραγματοποιούνται εισαγωγές ελαϊκού οξέος στην Ένωση από την Ινδονησία.

    (23)  Απόφαση 2007/430/ΕΚ, αιτιολογική σκέψη 40.

    (24)  https://www.ioioleo.de/wp-content/uploads/2021/01/IOI_BASIC_OLEO.pdf

    (25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, περί υγειονομικών κανόνων για ζωικά υποπροϊόντα και παράγωγα προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 (κανονισμός για τα ζωικά υποπροϊόντα) (ΕΕ L 300 της 14.11.2009, σ. 1).

    (26)  Καταγγελία, παράγραφος 41.

    (27)  Αιτιολογική σκέψη 352 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2020/1336 της Επιτροπής, της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων πολυβινυλικών αλκοολών καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 315 της 29.9.2020, σ. 1).

    (28)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1688 της Επιτροπής, της 8ης Οκτωβρίου 2019, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές μειγμάτων ουρίας και νιτρικού αμμωνίου καταγωγής Ρωσίας, Τρινιδάδ και Τομπάγκο και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΕΕ L 258 της 9.10.2019, σ. 21), αιτιολογική σκέψη 352.

    (29)  Απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, Silver Seiko Limited και λοιποί κατά Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-273/85 και C-107/86, EU:C:1988:466, σκέψη 16.

    (30)  Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου, ΕΚ — Συνδετήρες (Κίνα) (άρθρο 21.5 — Κίνα), WT/DS397/AB/RW και Προσθ. 1, εκδόθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2016, DSR 2016: I, σ. 7, σκέψεις 5 260-5 282.

    (31)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1194/2013 του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2013, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές βιοντίζελ, καταγωγής Αργεντινής και Ινδονησίας (ΕΕ L 315 της 26.11.2013, σ. 2).

    (32)  Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Musim Mas κατά Συμβουλίου, T-80/14, EU:T:2016:504, σκέψη 94.

    (33)  Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Pelita Agung Agrindustri κατά Συμβουλίου, T-121/14, EU:T:2016:500, σκέψη 74.

    (34)  Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, PT Wilmar Bioenergi Indonesia και PT Wilmar Nabati Indonesia κατά Συμβουλίου, T-139/14, EU:T:2016:499, σκέψη 101.

    (35)  Έκθεση της ειδικής ομάδας, ΕΕ — Βιοντίζελ (Ινδονησία), WT/DS480/R και Προσθ. 1, εκδόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2018, DSR 2018: II, σ. 605, παράγραφος 8.1 στοιχεία α) έως δ).

    (36)  https://www.lmc.co.uk/oleochemicals/

    (37)  IHS Markit chemical economics handbook (δημοσίευση Ιούνιος 2021): «Η ηπειρωτική Κίνα, η Δυτική Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική είναι οι μεγαλύτερες καταναλωτικές αγορές. Η ιστορική αύξηση της κατανάλωσης λιπαρών οξέων έχει προσεγγίσει την αύξηση του ΑΕΠ στις περιφέρειες όπου καταναλώνονται» (https://ihsmarkit.com/products/natural-fatty-acids-chemical-economics-handbook.html).

    (38)  Πρόβλεψη για την αγορά λιπαρών οξέων της Industry ARC (2021-2026): «Επιπλέον, η παραγωγή, η κατανάλωση, οι εισαγωγές και οι εξαγωγές λιπαρών οξέων αντιμετώπισαν εμπόδια και εξαιτίας της επιδημίας της νόσου COVID-19. Οι πολλαπλές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 επέτειναν τα προβλήματα για την αγορά λιπαρών οξέων το 2020. Ωστόσο, η ζήτηση λιπαρών οξέων αναμένεται να βελτιωθεί έως τα τέλη του 2021 εξαιτίας της τόνωσης στους τομείς της προσωπικής και της οικιακής φροντίδας.» (http://www.industryarc.com/Report/15848/fatty-acid-market.html).

    (39)  Περιοδικό OFI, Strong demand forecast for oleochemicals (Προβλέψεις ισχυρής ζήτησης για ελαιοχημικά προϊόντα), 9 Ιουλίου 2021, https://www.ofimagazine.com/news/strong-demand-forecast-for-oleochemicals

    (40)  Το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα (GOS), ή κέρδη, ορίζεται ως προστιθέμενη αξία μείον τις δαπάνες προσωπικού. Πρόκειται για το πλεόνασμα που δημιουργείται από τις δραστηριότητες λειτουργίας μετά την αμοιβή της εισροής του συντελεστή εργασίας. Το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα στα χημικά προϊόντα αντιπροσωπεύει το 11 % του κύκλου εργασιών, https://www.francechimie.fr/media/52b/the-european-chemical-industry-facts-and-figures-2020.pdf

    (41)  CSIMarket, Chemical Manufacturing Industry Profitability (Κερδοφορία της βιομηχανίας παραγωγής χημικών προϊόντων), https://csimarket.com/Industry/industry_Profitability_Ratios.php?ind=101&hist=4

    (42)  Οι ενωσιακοί παραγωγοί του δείγματος αντιπροσωπεύουν περίπου το 60 % της παραγωγής και των πωλήσεων της Ένωσης.

    (43)  Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η χαμηλή τιμή των πρώτων υλών οφείλεται σε οικονομικές στρεβλώσεις στην αγορά της Ινδονησίας. Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 392 έως 400.

    (44)  https://www.ssas.co.id/wp-content/uploads/2020/10/166-PMK.010-2020.pdf (μόνο στα ινδονησιακά, προσπελάστηκε τελευταία φορά στις 10 Ιουλίου 2022).

    (45)  https://jdih.kemenkeu.go.id/FullText/2020/57~PMK.05~2020Per.pdf (μόνο στα ινδονησιακά, προσπελάστηκε τελευταία φορά στις 10 Ιουλίου 2022).

    (46)  https://jdih.kemenkeu.go.id/download/30a94928-f217-48ee-934e-c2be549f350f/76~PMK.05~2021Per.pdf (μόνο στα ινδονησιακά, προσπελάστηκε τελευταία φορά στις 10 Ιουλίου 2022).

    (47)  https://kpbn.co.id/home.html?lang=1

    (48)  https://www.gtis.com/gta/

    (49)  Μαλαισιανό Συμβούλιο για το Φοινικέλαιο (Malaysian Palm Oil Board) https://bepi.mpob.gov.my/admin2/price_local_daily_view_cpo_msia.php?more=Y&jenis=1Y&tahun=2020 και https://bepi.mpob.gov.my/index.php/en/?option=com_content&view=article&id=1033&Itemid=136

    (50)  CRUDE PALM OIL – CIF ROTTERDAM Spot Historische Prijzen - Investing.com https://nl.investing.com/commodities/crude-palm-oil-cif-rotterdam-futures-historical-data

    (51)  https://gapki.id/en/news/19196/october-1-2020-commodity-price-position-at-the-closing-of-physical-exchange-market

    (52)  Η επιστολή είναι διαθέσιμη στον μη εμπιστευτικό φάκελο αριθ. t22.004777.

    (53)  Βλέπε την ετήσια έκθεση της P&G για το 2021, την ετήσια έκθεση της Henkel για το 2021 και την ετήσια έκθεση της Unilever για το 2021: https://assets.ctfassets.net/oggad6svuzkv/4Jv0tM2D5D4uo9fpGkFINt/51f922cfc331f8cd887e86f5dca2a59f/2021_annual_report.pdf

    https://www.henkel.com/resource/blob/1616958/8a9ca447fca79ec3ad39d8e5192a1fb6/data/2021-annual-report.pdf

    https://www.unilever.com/files/92ui5egz/production/e582e46a7f7170fd10be32cf65113b738f19f0c2.pdf

    (54)  Βλέπε σ. 39 της ετήσιας έκθεσης της P&G για το 2021:

    https://assets.ctfassets.net/oggad6svuzkv/4Jv0tM2D5D4uo9fpGkFINt/51f922cfc331f8cd887e86f5dca2a59f/2021_annual_report.pdf

    (55)  Βλέπε σ. 19 της ετήσιας έκθεσης της P&G για το 2021.

    (56)  Βλέπε σ. 92 της ετήσιας έκθεσης της Henkel για το 2021:

    https://www.henkel.com/resource/blob/1616958/8a9ca447fca79ec3ad39d8e5192a1fb6/data/2021-annual-report.pdf

    (57)  Βλέπε σ. 122 της ετήσιας έκθεσης της Unilever για το 2021:

    https://www.unilever.com/files/92ui5egz/production/e582e46a7f7170fd10be32cf65113b738f19f0c2.pdf

    (58)  Βλέπε σ. 122 της ετήσιας έκθεσης της Unilever για το 2021.

    (59)  32,9 % ήταν ο δασμολογικός συντελεστής αντιντάμπινγκ που εφαρμοζόταν σε όλες τις άλλες συνεργαζόμενες εταιρείες στο έγγραφο κοινοποίησης των τελικών συμπερασμάτων.

    (60)  Απόφαση 2013/423/ΕΕ της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2013, για την αποδοχή ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων (π.χ. κυψέλες και πλακίδια) καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 209 της 3.8.2013, σ. 26).

    (61)  Έκθεση της ειδικής ομάδας, ΕΚ —Πανικά κρεβατιού, WT/DS141/R, που εκδόθηκε στις 12 Μαρτίου 2001, όπως τροποποιήθηκε με την έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου WT/DS141/AB/R, DSR 2001:VI, σ. 2077, παράγραφος 6.233.

    (62)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/2283 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2021, σχετικά με το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης αυτόνομων ενωσιακών δασμολογικών ποσοστώσεων για ορισμένα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1388/2013 (ΕΕ L 458 της 22.12.2021, σ. 33).

    (63)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/972 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2022, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2021/2283 σχετικά με το άνοιγμα και τον τρόπο διαχείρισης αυτόνομων ενωσιακών δασμολογικών ποσοστώσεων για ορισμένα γεωργικά και βιομηχανικά προϊόντα (ΕΕ L 167 της 24.6.2022, σ. 10).

    (64)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).

    (65)  Ο κατάλογος των εθελοντικών καθεστώτων που αναγνωρίζονται από την Επιτροπή είναι διαθέσιμος στη διεύθυνση: https://ec.europa.eu/energy/topics/renewable-energy/biofuels/voluntary-schemes_el

    (66)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 343 της 29.12.2015, σ. 558).


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Ινδονήσιοι συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα:

    Επωνυμία

    Πρόσθετος κωδικός TARIC

    P.T. Nubika Jaya

    P.T. Permata Hijau Palm Oleo

    C882

    P.T. Unilever Oleochemical Indonesia

    C883

    P.T. Soci Mas

    P.T. Energi Sejahtera Mas

    C884

    P.T. Ecogreen Oleochemicals

    C885

    P.T. Apical Kao Chemicals

    P.T. Sari Dumai Sejati

    P.T. Kutai Refinery Nusantara

    P.T. Sari Dumai Oleo

    P.T. Padang Raya Cakrawala

    P.T. Asianagro Agung Jaya

    C886

    P.T. Domas Agrointi Prima

    C887


    Top