EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32020R0527

Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2020/527 της Επιτροπής της 15ης Απριλίου 2020 για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας, όσον αφορά την Jindal Saw Limited, μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-301/16

C/2020/2139

ΕΕ L 118 της 16.4.2020, p. 14–25 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 16/06/2022

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_impl/2020/527/oj

16.4.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 118/14


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2020/527 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 15ης Απριλίου 2020

για την εκ νέου επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας, όσον αφορά την Jindal Saw Limited, μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-301/16

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 4 και το άρθρο 14 παράγραφος 1,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 17 Μαρτίου 2016 η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/388 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας (2), όπως τροποποιήθηκε με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/1369 (3) (στο εξής: επίδικος κανονισμός).

1.1.   Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(2)

Η Jindal Saw Limited (στο εξής: Jindal) και ο συνδεδεμένος εισαγωγέας της, η Jindal Saw Italia SpA (στο εξής, από κοινού: προσφεύγοντες), προσέβαλαν τον επίδικο κανονισμό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Στις 10 Απριλίου 2019 το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση T-301/16 (4) σχετικά με τον επίδικο κανονισμό (στο εξής: απόφαση).

(3)

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή είχε διαπράξει σφάλμα στους υπολογισμούς της για την υποτιμολόγηση όσον αφορά τους προσφεύγοντες. Στην προκειμένη περίπτωση, αφενός, όσον αφορά τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή έλαβε υπόψη είτε τις τιμές των μονάδων παραγωγής σε επίπεδο «εκ του εργοστασίου» (5), όταν πωλούσαν απευθείας σε ανεξάρτητους αγοραστές, είτε τις τιμές των εταιρειών πώλησης σε επίπεδο εκ του εργοστασίου. Αφετέρου, όσον αφορά τις πωλήσεις της Jindal στην ενωσιακή αγορά, η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως τιμή εκκίνησης για την επίτευξη συγκρίσιμης τιμής εκφόρτωσης στην ΕΕ την τιμή εξαγωγής, όπως αυτή κατασκευάστηκε στο πλαίσιο του καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ (συνεπώς, έλαβε υπόψη της τα έξοδα πώλησης και τα διοικητικά και άλλα γενικά έξοδα συν τα κέρδη των συνδεδεμένων εταιρειών πώλησης της Jindal στην ΕΕ). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η εμπορία προϊόντων η οποία δεν πραγματοποιείται απευθείας από τον παραγωγό αλλά μέσω εταιρειών πωλήσεων συνεπάγεται τη δημιουργία κόστους και την ύπαρξη περιθωρίου κέρδους για τις εταιρείες αυτές, οπότε οι τιμές τους έναντι των ανεξάρτητων πελατών είναι γενικά υψηλότερες από τις τιμές που χρεώνουν οι παραγωγοί στις απευθείας πωλήσεις τους προς τους πελάτες αυτούς και, επομένως, δεν μπορούν να εξομοιωθούν με τις τελευταίες αυτές τιμές (6). Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή, προβαίνοντας, για τη σύγκριση των τιμών στο πλαίσιο του υπολογισμού της υποτιμολόγησης, σε εξομοίωση μεταξύ των τιμών που εφάρμοζαν οι εταιρείες πώλησης προς ανεξάρτητους πελάτες και των τιμών που χρέωναν οι παραγωγοί στις απευθείας πωλήσεις τους προς τους πελάτες αυτούς, μόνο όσον αφορά το ομοειδές προϊόν του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η τιμή που έλαβε υπόψη η Επιτροπή για το εν λόγω προϊόν ήταν προσαυξημένη και, ως εκ τούτου, δυσμενής για την Jindal Saw, η οποία πραγματοποιούσε την πλειονότητα των πωλήσεών της στην Ένωση μέσω εταιρειών πωλήσεων (7). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, αυτός ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης του υπό εξέταση προϊόντος ήταν εσφαλμένος, διότι ο υπολογισμός της υποτιμολόγησης δεν έγινε με σύγκριση των τιμών στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένη την απόφαση της Επιτροπής να αφαιρέσει τα έξοδα πώλησης και τα κέρδη των συνδεδεμένων εταιρειών πωλήσεων της Jindal στην Ένωση από τις πωλήσεις στον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή, ενώ τα έξοδα πώλησης και τα κέρδη των συνδεδεμένων εταιρειών πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής δεν αφαιρέθηκαν από τις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι δύο τιμές δεν συγκρίθηκαν συμμετρικά στο ίδιο στάδιο εμπορίας.

(4)

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή είχε παραβεί το άρθρο 3 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ που ίσχυε κατά τον χρόνο της αρχικής έρευνας (8) (στο εξής: βασικός κανονισμός αντιντάμπινγκ). Δεδομένου ότι η υποτιμολόγηση, όπως υπολογίστηκε στον επίδικο κανονισμό, αποτέλεσε μία από τις βάσεις στις οποίες στηρίχθηκε το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος αποτέλεσαν την αιτία της ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, ως αναγκαία προϋπόθεση για την επιβολή δασμού αντιντάμπινγκ σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, θα μπορούσε επίσης να έχει επηρεαστεί (9).

(5)

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι, αν η υποτιμολόγηση είχε υπολογιστεί ορθά, το περιθώριο ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής θα είχε καθοριστεί σε επίπεδο χαμηλότερο από το επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ θα έπρεπε να μειωθεί σε ποσοστό επαρκές για την εξάλειψη της εν λόγω ζημίας (10).

(6)

Βάσει των ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό όσον αφορά την Jindal Saw Limited.

1.2.   Εκτέλεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου

(7)

Σύμφωνα με το άρθρο 266 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΣΛΕΕ), τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση ακύρωσης πράξης που εκδόθηκε από τα ενωσιακά θεσμικά όργανα στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, όπως η έρευνα αντιντάμπινγκ της παρούσας υπόθεσης, η συμμόρφωση με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου συνίσταται στην αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξης από νέα πράξη, στην οποία έχει εξαλειφθεί η παρανομία που επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο (11).

(8)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαδικασία αντικατάστασης της ακυρωθείσας πράξης μπορεί να συνεχιστεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο συνέβη η παρανομία (12). Αυτό συνεπάγεται ειδικότερα ότι, αν ακυρωθεί πράξη με την οποία περατώνεται διοικητική διαδικασία, η εν λόγω ακύρωση δεν επηρεάζει αναγκαστικά τις προπαρασκευαστικές πράξεις, όπως η κίνηση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ. Για παράδειγμα, όταν ακυρώνεται κανονισμός που επιβάλλει οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ, η διαδικασία παραμένει ανοικτή, διότι μόνο η πράξη που περατώνει τη διαδικασία έχει εξαφανιστεί από την έννομη τάξη της Ένωσης (13), εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η παρανομία συνέβη κατά το στάδιο της κίνησης της διαδικασίας. Η επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας με την εκ νέου επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο εφαρμογής του ακυρωθέντος κανονισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στον κανόνα της μη αναδρομικότητας (14).

(9)

Στην παρούσα υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τον επίδικο κανονισμό όσον αφορά την Jindal Saw Limited με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα κατά τον καθορισμό της ύπαρξης σημαντικής υποτιμολόγησης. Το σφάλμα αυτό θα μπορούσε, ενδεχομένως, να επηρεάσει την ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας καθώς και το περιθώριο ζημίας.

(10)

Τα πορίσματα του επίδικου κανονισμού τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν ή αμφισβητήθηκαν μεν, αλλά οι αμφισβητήσεις απορρίφθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο ή δεν εξετάστηκαν απ’ αυτό και, ως εκ τούτου, δεν οδήγησαν στην ακύρωση του επίδικου κανονισμού, παραμένουν απολύτως έγκυρα (15).

(11)

Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση T-301/16 της 10ης Απριλίου 2019, η Επιτροπή, με σχετική ανακοίνωσή της (στο εξής: ανακοίνωση επανέναρξης της έρευνας), αποφάσισε να επανενεργοποιήσει εν μέρει την έρευνα αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) η οποία οδήγησε στην έκδοση του επίδικου κανονισμού και να τη συνεχίσει από το σημείο στο οποίο σημειώθηκε η παρατυπία. Το αντικείμενο της εν λόγω επανέναρξης περιοριζόταν στην εκτέλεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου ως προς την Jindal Saw Limited.

(12)

Στη συνέχεια, στις 22 Ιουλίου 2019, η Επιτροπή αποφάσισε να υποβάλει σε καταγραφή τις εισαγωγές ορισμένων σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) που κατάγονται από την Ινδία και παράγονται από την Jindal Saw Limited και ζήτησε από τις εθνικές τελωνειακές αρχές να αναμείνουν τη δημοσίευση του σχετικού εκτελεστικού κανονισμού της Επιτροπής για την εκ νέου επιβολή των δασμών, πριν λάβουν απόφαση για τυχόν αιτήσεις επιστροφής και διαγραφής δασμών αντιντάμπινγκ για εισαγωγές που αφορούν την Jindal Saw Limited (16) (στο εξής: κανονισμός περί καταγραφής).

(13)

Η Επιτροπή ενημέρωσε τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με την επανέναρξη της έρευνας και τα κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

2.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

(14)

Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και από δύο παραγωγούς-εξαγωγείς.

(15)

Η Jindal ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να δώσει εντολή στις εθνικές τελωνειακές αρχές να μην προβούν σε επιστροφή και/ή διαγραφή δασμών που είχαν εισπραχθεί κατ’ εφαρμογή του επίδικου κανονισμού. Ισχυρίστηκε ότι η κατάσταση στην παρούσα υπόθεση διαφέρει από την κατάσταση στην απόφαση Deichmann (17). Η Jindal ισχυρίστηκε επίσης ότι οι δασμοί δεν μπορούν να επιβληθούν εκ νέου αναδρομικά. Σύμφωνα με την Jindal, ο επίδικος κανονισμός ακυρώθηκε στο σύνολό του, πράγμα που σημαίνει ότι είχε εξοβελιστεί αναδρομικά από την έννομη τάξη της Ένωσης, ενώ στην απόφαση Deichmann δεν υπήρχαν στοιχεία «ικανά να θίξουν το κύρος του οριστικού κανονισμού». Επιπλέον, η Jindal ισχυρίστηκε ότι η παρανομία που διαπιστώθηκε όσον αφορά την ανάλυση της υποτιμολόγησης έχει ως αποτέλεσμα «την ακύρωση ολόκληρης της ανάλυσης της αιτιώδους συνάφειας στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή». Αυτό, κατά την άποψη της Jindal, σημαίνει ότι οι δασμοί στο σύνολό τους δεν θα έπρεπε ούτε να επιβληθούν αρχικά ούτε να επιβληθούν εκ νέου, δεδομένου ότι η ανάλυση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας ήταν εσφαλμένη.

(16)

Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν το Δικαστήριο διαπιστώνει την ακυρότητα κανονισμού περί επιβολής δασμών, πρέπει να θεωρείται ότι οι εν λόγω δασμοί ουδέποτε οφείλονταν νομίμως κατά την έννοια του άρθρου 236 του τελωνειακού κώδικα και ότι, καταρχήν, απαιτείται η επιστροφή τους από τις εθνικές τελωνειακές αρχές υπό τους όρους που καθορίζονται προς τούτο (18). Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η ακριβής εμβέλεια της ακυρότητας που κηρύσσεται με απόφαση του Δικαστηρίου και, κατά συνέπεια, των υποχρεώσεων που απορρέουν απ’ αυτήν πρέπει να προσδιορίζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο το διατακτικό της απόφασης αυτής, αλλά και το σκεπτικό που συνιστά το ουσιώδες του έρεισμα (19). Μετά τη γνωστοποίηση, η Jindal επανέλαβε αυτούς τους ισχυρισμούς χωρίς να προβάλει περαιτέρω επιχειρήματα.

(17)

Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 192-195 της απόφασης, αμφισβήτησε τη μέθοδο υπολογισμού της υποτιμολόγησης για την Jindal και τον αντίκτυπό της στην αιτιώδη συνάφεια, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπό της στο περιθώριο ζημίας της Jindal. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά δεν επηρεάζουν το κύρος όλων των άλλων πορισμάτων που περιλαμβάνονται στον επίδικο κανονισμό και τα οποία μπορούν να στηρίξουν την εγκυρότητα των τελικών συμπερασμάτων της Επιτροπής για τη ζημία, όπως επεξηγείται περαιτέρω στην αιτιολογική σκέψη 24. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν η νέα έρευνα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν θα έπρεπε να επιβληθούν εκ νέου δασμοί αντιντάμπινγκ, οι τελωνειακές αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν ολόκληρο το ποσό των δασμών που εισπράχθηκαν μετά την έκδοση του επίδικου κανονισμού.

(18)

Επιπλέον, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 10 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ (20) δεν εμποδίζει την εκ νέου επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής των κανονισμών που κηρύχθηκαν άκυροι (21). Κατά συνέπεια, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 15 του κανονισμού περί καταγραφής, η επανάληψη της διοικητικής διαδικασίας και η τελική εκ νέου επιβολή δασμών δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκεινται στον κανόνα της μη αναδρομικότητας (22). Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της Jindal ότι οι δασμοί δεν μπορούν να επιβληθούν εκ νέου απορρίφθηκε.

(19)

Η Jindal ισχυρίστηκε επίσης ότι, για να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή πρέπει να χρησιμοποιήσει τις πραγματικές τιμές της Jindal στους πρώτους ανεξάρτητους πελάτες της. Τόνισε ότι η Επιτροπή δεν πρέπει να κατασκευάσει τις τιμές των θυγατρικών εταιρειών πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Ισχυρίστηκε ότι αυτό αντίκειται στη σκέψη 187 της απόφασης, στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι: «[…] οι χρησιμοποιούμενες τιμές για τον υπολογισμό της υποτιμολόγησης έπρεπε να είναι τιμές που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους ανεξάρτητους πελάτες, δηλαδή τιμές που μπόρεσαν να ληφθούν υπόψη από αυτούς προκειμένου να αποφασίσουν αν θα αγόραζαν τα προϊόντα του κλάδου παραγωγής της Ένωσης ή τα προϊόντα των οικείων παραγωγών-εξαγωγέων, και όχι οι τιμές σε ενδιάμεσο στάδιο». Σχετικά με το θέμα αυτό, η Επιτροπή θεώρησε ότι στην απόφαση Kazchrome, (23) δηλαδή την απόφαση στην οποία παρέπεμψε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση Jindal, το Γενικό Δικαστήριο δεν έφτασε μέχρι το σημείο να συναγάγει το κατηγορηματικό συμπέρασμα που συνάγεται τώρα από την Jindal (δηλαδή, ότι σε όλες τις περιπτώσεις υπολογισμού της υποτιμολόγησης αυτό που έχει σημασία είναι οι πραγματικές τιμές που χρεώνουν οι συνδεδεμένες εταιρείες πωλήσεων του παραγωγού-εξαγωγέα στην ΕΕ). Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση Kazchrome ήταν επιφυλακτικό στη σχετική διατύπωσή του, αναφέροντας ότι «το συμπέρασμα που συνήχθη από τον ως άνω έλεγχο αφορά αποκλειστικώς την υπό κρίση υπόθεση» (24). Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι τιμές CIF των προϊόντων που εκφορτώνονται στους λιμένες εκτελωνισμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της εξέτασης των επιπτώσεων που έχουν στις τιμές οι επιδοτούμενες εισαγωγές μέσω ειδικών υπολογισμών της υποτιμολόγησης. Αυτό είναι το επίπεδο στο οποίο οι εισαγωγές ανταγωνίζονται κανονικά τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, διότι σ’ αυτό το επίπεδο οι έμποροι κάνουν την επιλογή τους να προμηθευτούν το προϊόν από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ή από τους παραγωγούς-εξαγωγείς. Η προσπάθεια να εκτιμηθούν, για τους σκοπούς του υπολογισμού της υποτιμολόγησης, οι εν λόγω τιμές CIF σε ένα πλαίσιο στο οποίο ο παραγωγός-εξαγωγέας πωλεί μέσω συνδεδεμένων εταιρειών στην Ένωση δεν διαφέρει από την κατάσταση κατά την οποία η Επιτροπή χρησιμοποιεί απευθείας για τη σύγκριση τις τιμές CIF των παραγωγών-εξαγωγέων όταν αυτοί πωλούν τα προϊόντα τους απευθείας στην Ένωση. Ως εκ τούτου, η αναφορά σε «τιμές που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης» τόσο στην απόφαση Kazchrome όσο και, στη συνέχεια, στην απόφαση Jindal πρέπει να γίνει αντιληπτή στο αντίστοιχο πλαίσιο των αποφάσεων αυτών.

(20)

Η Jindal ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή θα πρέπει να διορθώσει και άλλες αδυναμίες και σφάλματα υπολογισμού, που προέκυψαν μετά την έκδοση του επίδικου κανονισμού. Όπως εξήγησε η Επιτροπή στην ανακοίνωση επανέναρξης, τα πορίσματα του επίδικου κανονισμού τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν ή αμφισβητήθηκαν μεν, αλλά οι αμφισβητήσεις απορρίφθηκαν με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ή δεν εξετάστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, δεν οδήγησαν στην ακύρωση του επίδικου κανονισμού, παραμένουν απολύτως έγκυρα (25). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάσει άλλες αιτιάσεις πέραν εκείνων στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε παρανομία.

(21)

Ο άλλος παραγωγός-εξαγωγέας, η Electrosteel Castings Ltd. (στο εξής: ECL), ισχυρίστηκε ότι, αν η Επιτροπή αποφανθεί ότι οι εισαγωγές από την Jindal δεν ήταν η αιτία της ζημίας την οποία υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, θα πρέπει να επαναξιολογήσει κατά πόσον θα πρέπει να διατηρηθούν τα μέτρα έναντι των εισαγωγών από την ECL. Ισχυρίστηκε επίσης ότι, αν η Επιτροπή διορθώσει τα περιθώρια της Jindal, θα πρέπει επίσης να διορθωθούν και τα δικά της περιθώρια. Μετά τη γνωστοποίηση, η ECL, υποστηριζόμενη από την κυβέρνηση της Ινδίας, επανέλαβε τους ισχυρισμούς αυτούς και υποστήριξε ότι ο επανυπολογισμός των δικών της περιθωρίων αποτελεί αναγκαία συνέπεια της επανέναρξης της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα έπρεπε να προβεί στην ενέργεια αυτή αυτεπαγγέλτως.

(22)

Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό της ECL, η Επιτροπή επισήμανε ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 24, η Επιτροπή δεν χρειαζόταν να επανυπολογίσει το περιθώριο υποτιμολόγησης της ECL στην προκειμένη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και μετά τον επανυπολογισμό της υποτιμολόγησης για την Jindal, με βάση την προσέγγιση που περιγράφεται στο σημείο 3.2 κατωτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι εξακολουθούσε να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όπως εξηγείται στο σημείο 3.4. Επομένως, ο ισχυρισμός αυτός κατέστη άνευ αντικειμένου. Η Επιτροπή απέρριψε επίσης και τον δεύτερο ισχυρισμό, καθώς οποιοσδήποτε επανυπολογισμός των περιθωρίων της ECL δεν εμπίπτει στο πεδίο της παρούσας διαδικασίας. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο ισχυρισμός της ECL ότι το δικό της περιθώριο υποτιμολόγησης ήταν στα επίπεδα του περιθωρίου που καθορίστηκε για την Jindal με βάση την προσέγγιση που περιγράφεται στο σημείο 3.2, η Επιτροπή επισήμανε ότι θα εξακολουθούσε να υφίσταται υποτιμολόγηση, έστω και χαμηλότερη, για όλες τις ινδικές εισαγωγές. Ένα τέτοιο επίπεδο υποτιμολόγησης, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών της αγοράς του υπό εξέταση προϊόντος, θα ήταν σημαντικό προκειμένου να διαπιστωθεί ότι οι σχετικές ινδικές εισαγωγές αποτελούσαν πραγματική και ουσιαστική αιτία για τη ζημία που διαπιστώθηκε. Η Επιτροπή εξέτασε περαιτέρω αυτό το ζήτημα στο σημείο 3.4.

(23)

Ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή, κατά την από μέρους της ανάλυση της ζημίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη την επίδραση συμπίεσης των τιμών την οποία ασκούν οι εισαγωγές στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής. Αντίθετα, μετά τη γνωστοποίηση, η ECL υποστήριξε ότι η ανάλυση αυτή υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής της παρούσας νέας διαδικασίας και δεν θα έπρεπε να διενεργηθεί. Η Επιτροπή έκρινε ότι η ανάλυση της συμπίεσης των τιμών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ανάλυσης της αιτιώδους συνάφειας, η οποία, κατά την κρίση του Γενικού Δικαστηρίου, θα μπορούσε να επηρεαστεί από το επίδικο σφάλμα. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ανέλυσε τη συμπίεση των τιμών όπως ορίζεται στο σημείο 3.3 κατωτέρω.

3.   ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΤΙΜΟΛΟΓΗΣΗΣ/ΤΗΣ ΣΥΜΠΙΕΣΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ ΖΗΜΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ JINDAL SAW LIMITED

3.1.   Η επίδραση των πωλήσεων της Jindal στον προσδιορισμό της ζημίας

(24)

Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι εισαγωγές από την Jindal αναλογούσαν μόλις στο 20 % των συνολικών εισαγωγών από την Ινδία κατά την περίοδο της έρευνας. Όλες οι άλλες εισαγωγές δεν επηρεάζονται από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν αφαιρούνταν οι εισαγωγές της Jindal από την αξιολόγηση των επιπτώσεων στις τιμές, τα πορίσματα για σημαντική υποτιμολόγηση (26) όσον αφορά πολύ σημαντικό μέρος των υπό εξέταση εισαγωγών θα παρέμεναν ανεπηρέαστα. Σχετικά με το θέμα αυτό, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι τόσο η εξέταση των επιπτώσεων στις τιμές όσο και η διαπίστωση ότι οι υπό εξέταση εισαγωγές προκάλεσαν ζημία στον εγχώριο ενωσιακό κλάδο παραγωγής πραγματοποιούνται για τις εισαγωγές από την οικεία χώρα ή χώρες συνολικά (και όχι για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα χωριστά) (27). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή έκρινε ότι η αναθεώρηση των υπολογισμών για την υποτιμολόγηση της Jindal δεν επηρέαζε το συμπέρασμα ότι, συνολικά, οι εισαγωγές από την Ινδία ήταν σημαντικά υποτιμολογημένες. Επομένως, το σφάλμα που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε ουσιώδη αντίκτυπο στα συνολικά πορίσματα της αρχικής έρευνας. Υπό την έννοια αυτή, όλα τα πορίσματα που προέκυψαν κατά την αρχική έρευνα όσον αφορά τη ζημία ενσωματώνονται στον παρόντα κανονισμό και επιβεβαιώνονται.

3.2.   Καθορισμός της υποτιμολόγησης όσον αφορά την Jindal

(25)

Μολονότι, όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 24, η Επιτροπή έκρινε ότι ο αντίκτυπος του σφάλματος που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο δεν επηρέαζε τα πορίσματα της Επιτροπής για την υποτιμολόγηση και τη ζημία, η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερέστερα αν θα εξακολουθούσε να υπάρχει υποτιμολόγηση όσον αφορά την Jindal, αν λαμβάνονταν επίσης υπόψη οι ειδικές συνθήκες της αγοράς στην προκειμένη περίπτωση.

(26)

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση να διενεργείται αντικειμενική εξέταση του αντικτύπου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, όπως απαιτείται από το άρθρο 3 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, απαιτεί την πραγματοποίηση δίκαιης σύγκρισης μεταξύ της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος και της τιμής του ομοειδούς προϊόντος του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όταν αυτό πωλείται στο έδαφος της Ένωσης. Για να διασφαλιστεί ο δίκαιος χαρακτήρας της εν λόγω σύγκρισης, οι τιμές πρέπει να συγκρίνονται στο ίδιο στάδιο εμπορίας (βλέπε σκέψη 176 της απόφασης T-301/16).

(27)

Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχουν ορισμένα σημαντικά ειδικά χαρακτηριστικά της αγοράς όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν, τα οποία περιγράφονται κατωτέρω.

3.2.1.   Το προϊόν και οι οικείες εταιρείες

(28)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι σωλήνες κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) (στο εξής: όλκιμοι σωλήνες), με εξαίρεση τους σωλήνες κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο χωρίς εσωτερική και εξωτερική επένδυση (στο εξής: γυμνοί σωλήνες), καταγωγής Ινδίας, που υπάγονται σήμερα στους κωδικούς ΣΟ ex 7303 00 10 και ex 7303 00 90 (κωδικοί TARIC 7303001010 και 7303009010).

(29)

Η Επιτροπή υπενθύμισε ότι δύο από τους τρεις ομίλους εταιρειών που παράγουν το υπό εξέταση προϊόν συνεργάστηκαν ως ενωσιακός κλάδος παραγωγής (αντιπροσωπεύοντας περίπου το 96 % της συνολικής παραγωγής). Ο όμιλος SG PAM (στο εξής: SG PAM) πραγματοποίησε πωλήσεις σε ανεξάρτητους πελάτες στην Ένωση μέσω των τριών εταιρειών παραγωγής του που βρίσκονται στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία, καθώς και μέσω πολλών θυγατρικών εταιρειών πωλήσεων που βρίσκονται σε διάφορα κράτη μέλη (28). Ο δεύτερος όμιλος ενωσιακών παραγωγών, η Duktus Rohrsysteme GmbH, πραγματοποίησε πωλήσεις από τη γερμανική της εταιρεία παραγωγής και μέσω μιας θυγατρικής εταιρείας πωλήσεων (29). Από την άλλη πλευρά, η Jindal πούλησε το υπό εξέταση προϊόν στην Ένωση μέσω τριών θυγατρικών εταιρειών πωλήσεων που βρίσκονται στην Ιταλία, στην Ισπανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο (30).

3.2.2.   Ιδιαιτερότητες της αγοράς των σωλήνων από όλκιμο χυτοσίδηρο στην Ένωση

α)    Δίκτυα πωλήσεων/κατηγορίες πελατών

(30)

Η κύρια χρήση των όλκιμων σωλήνων είναι η μεταφορά νερού και η αποχέτευση λυμάτων. Ως εκ τούτου, οι εταιρείες ύδρευσης και επεξεργασίας υδάτων αντιπροσωπεύουν, σε τελική ανάλυση, το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για το υπό εξέταση προϊόν. Οι εν λόγω εταιρείες χρησιμοποιούν όλκιμους σωλήνες σε μεγάλα έργα υποδομής και οι αγορές τους υπόκεινται, άμεσα ή έμμεσα, σε δημόσιες συμβάσεις μέσω δημόσιων διαγωνισμών. Όπως αναφέρεται στην καταγγελία (31), οι όλκιμοι σωλήνες πωλούνται είτε απευθείας σε εργολάβους ή επιχειρήσεις ύδρευσης (δηλαδή πωλήσεις σε χρήστες) είτε έμμεσα μέσω εμπόρων (δηλαδή πωλήσεις σε διανομείς). Μολονότι μεγάλο ποσοστό των όλκιμων σωλήνων πωλείται πρώτα σε κατασκευαστικές εταιρείες, οι εταιρείες αυτές συμμετέχουν στις προσφορές των εταιρειών ύδρευσης και επεξεργασίας υδάτων, με αποτέλεσμα η πίεση της τιμής του διαγωνισμού να είναι σχεδόν πάντοτε παρούσα στο τέλος. Ως εκ τούτου, οι περισσότερες πωλήσεις όλκιμων σωλήνων στην ενωσιακή αγορά συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με διαγωνισμούς σε διάφορα κράτη μέλη.

(31)

Η SG PAM πωλούσε περίπου το 75 % της παραγωγής της σε χρήστες και το υπόλοιπο 25 % σε μη συνδεδεμένους διανομείς. Η Duktus είχε διαφορετική δομή πωλήσεων, δεδομένου ότι πωλούσε κυρίως σε μη συνδεδεμένους διανομείς (σχεδόν το 90 % των πωλήσεων). Ωστόσο, δεδομένου ότι οι πωλήσεις της Duktus αντιπροσώπευαν μικρό μόνο ποσοστό των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι τουλάχιστον το 65 % των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής διοχετεύτηκε απευθείας σε χρήστες.

(32)

Η Jindal είχε παρόμοιο τύπο δομής πωλήσεων στους πελάτες της με τον αντίστοιχο του ενωσιακού κλάδου παραγωγής: πωλούσε πάνω από το 70 % σε χρήστες και περίπου το 30 % σε μη συνδεδεμένους διανομείς.

(33)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Jindal και ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής πωλούσαν το υπό εξέταση προϊόν σε παρόμοιους τύπους πελατών σε παρόμοια ποσοστά.

β)    Απευθείας πωλήσεις από τους παραγωγούς έναντι πωλήσεων μέσω θυγατρικών εταιρειών πωλήσεων

(34)

Η SG PAM είχε μια γεωγραφική δομή πωλήσεων στο πλαίσιο της οποίας οι οντότητές της επικεντρώνονταν στις τοπικές αγορές στις οποίες ήταν παρούσες. Αυτό ίσχυε τόσο για τους παραγωγούς της SG PAM όσο και για τις θυγατρικές εταιρείες πωλήσεών της. Για παράδειγμα, η SG PAM Γαλλίας ήταν η μόνη οντότητα της SG PAM που πωλούσε απευθείας σε τελικούς χρήστες στη Γαλλία. Ακόμη και αν ένας ορισμένος τύπος προϊόντος κατασκευαζόταν από τη SG PAM Γερμανίας ή Ισπανίας, αυτός ο τύπος προϊόντος αποτελούσε πρώτα αντικείμενο εσωτερικής μεταπώλησης στη SG PAM Γαλλίας και μόνο μετά πουλιόταν στον τελικό χρήστη από τη SG PAM Γαλλίας. Ομοίως, η SG PAM Βελγίου ήταν η μόνη εταιρεία πωλήσεων στο Βέλγιο [και στο Λουξεμβούργο]· η SG PAM Ηνωμένου Βασιλείου στο Ηνωμένο Βασίλειο [και στην Ιρλανδία]· η SG PAM Ιταλίας μόνο στην Ιταλία κ.λπ. Με άλλα λόγια, οι τρεις μονάδες παραγωγής δεν πωλούσαν απευθείας στους χρήστες στις αγορές στις οποίες ήταν παρούσες άλλες μονάδες παραγωγής ή κάποια θυγατρική εταιρεία πωλήσεων. Η δομή αυτή αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η αγορά κινείται μέσω διαγωνισμών που διοργανώνονται από δήμους/εταιρείες κοινής ωφέλειας στα κράτη μέλη και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπάρχουν σε κάθε αγορά κατάλληλοι αντιπρόσωποι πωλήσεων.

(35)

Η Duktus είχε επίσης τοπικά προσανατολισμένη δομή πωλήσεων, καθώς πωλούσε πάνω από το 50 % της παραγωγής της στην εγχώρια αγορά της, τη Γερμανία. Η Duktus είχε μόνο μία θυγατρική εταιρεία πωλήσεων, την Duktus Τσεχικής Δημοκρατίας (στο εξής: Duktus CZ), η οποία πωλούσε μόνο στην Τσεχική Δημοκρατία και στη Σλοβακία. Οι πωλήσεις της Duktus CZ ήταν σχετικά χαμηλές: περίπου 10 % του συνόλου των πωλήσεων της Duktus. Η Jindal είχε ελάχιστες πωλήσεις (λιγότερο από 1 %) στις δύο αυτές αγορές.

(36)

Η Επιτροπή διενήργησε λεπτομερή ανάλυση τιμών για την SG PAM, για να καθορίσει τη διάρθρωση των τιμών των απευθείας πωλήσεων από το εργοστάσιο και των έμμεσων πωλήσεων μέσω των θυγατρικών εταιρειών πωλήσεών της. Η SG PAM είναι με διαφορά ο μεγαλύτερος ενωσιακός παραγωγός και αντιπροσωπεύει το 80 % των πωλήσεων των συνεργασθέντων στην έρευνα ενωσιακών παραγωγών στην Ένωση και το 90 % της παραγωγής (32). Η Επιτροπή συνέκρινε τις τιμές πώλησης των 10 πλέον ευπώλητων τύπων προϊόντων (33) για τις τρεις εταιρείες παραγωγής της SG PAM και τις δύο μεγαλύτερες θυγατρικές πωλήσεών της που πωλούν παρόμοιες ποσότητες. Η σύγκριση αποκάλυψε σημαντικές διακυμάνσεις των τιμών σε έναν και τον αυτό τύπο προϊόντος. Ειδικότερα, οι θυγατρικές πωλήσεων είχαν συχνά χαμηλότερες τιμές από τις πωλήσεις των παραγωγών, αλλά και το αντίθετο. Αυτό θα μπορούσε να εξηγηθεί, διότι, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η αγορά του υπό εξέταση προϊόντος φαίνεται να επηρεάζεται από τη χρήση διαγωνιστικών διαδικασιών. Ανάλογα με τη γεωγραφική αγορά, η τιμή του εκάστοτε τύπου προϊόντος θα μπορούσε να ποικίλλει. Όσον αφορά τις γεωγραφικές αγορές, η Επιτροπή παρατήρησε ότι, καταρχήν, μόνο ένας δίαυλος πωλήσεων χρησιμοποιόταν στην αντίστοιχη γεωγραφική αγορά, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 34. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατή η σύγκριση των προτύπων διάρθρωσης των τιμών μεταξύ των πωλήσεων που γίνονταν από τις εταιρείες παραγωγής έναντι των πωλήσεων μέσω των εγχώριων εταιρειών πωλήσεων στην ίδια γεωγραφική αγορά για αντιπροσωπευτικούς όγκους.

(37)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απευθείας πώληση από τον παραγωγό ή η πώληση μέσω των εταιρειών πώλησης του παραγωγού δεν είχε αισθητό αντίκτυπο στο επίπεδο των τιμών των εν λόγω πωλήσεων στον πελάτη. Συγκεκριμένα, η πώληση μέσω συνδεδεμένης οντότητας δεν διαπιστώθηκε ότι οδήγησε σε υψηλότερες τιμές σε σύγκριση με τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν απευθείας από τον παραγωγό λόγω της πίεσης που ασκούσαν στις τιμές οι διαγωνιστικές διαδικασίες και του διαφορετικού επιπέδου τιμών ανάλογα με τη γεωγραφική θέση. Μολονότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής πραγματοποιούσε τελικές πωλήσεις από τις εταιρείες παραγωγής του στις εγχώριες αγορές του, αυτές οι πωλήσεις απευθύνονταν στους ίδιους τύπους πελατών με τις πωλήσεις που γίνονταν από θυγατρικές εταιρείες πωλήσεών του στα άλλα κράτη μέλη. Κατά συνέπεια, με βάση αυτή τη λεπτομερή ανάλυση των τιμών που χρέωνε ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Ένωσης, η Επιτροπή έκρινε σκόπιμο να αντιμετωπίσει τις απευθείας πωλήσεις και τις έμμεσες πωλήσεις μέσω θυγατρικών εταιρειών πωλήσεων ως πωλήσεις που πραγματοποιούνται στο ίδιο στάδιο εμπορίας.

3.2.3.   Συνολικό συμπέρασμα και περιθώριο υποτιμολόγησης της Jindal

(38)

Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο τομέας των όλκιμων σωλήνων έχει αρκετές ιδιαιτερότητες, πράγμα που της επέτρεψε να θεωρήσει ότι οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της Jindal πραγματοποιήθηκαν στο ίδιο στάδιο εμπορίας:

Τόσο ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής όσο και η Jindal είχαν παρόμοιο μερίδιο απευθείας πωλήσεων σε χρήστες και έμμεσων πωλήσεων μέσω εμπόρων/διανομέων (περίπου 70 % - 30 %, αντίστοιχα)·

κατά γενικό κανόνα, οι απευθείας πωλήσεις σε μη συνδεδεμένους πελάτες από τους ενωσιακούς παραγωγούς δεν ακολούθησαν διαφορετικά πρότυπα διάρθρωσης τιμών από τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσω των θυγατρικών εταιρειών πωλήσεών τους·

η αγορά διέπεται από διαγωνιστικές διαδικασίες και, ως εκ τούτου, υπάρχει σχεδόν πάντοτε σημαντική πίεση στις τιμές. Το πρόσθετο κόστος που συνεπάγεται η ύπαρξη συνδεδεμένων εταιρειών πώλησης τόσο για τους παραγωγούς-εξαγωγείς όσο και για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής δεν θα μπορούσε να μετακυλιστεί αναγκαστικά στους τελικούς ανεξάρτητους αγοραστές, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι δεν υπήρξε αισθητή διαφορά στα πρότυπα διάρθρωσης των τιμών για τις απευθείας και τις έμμεσες πωλήσεις.

(39)

Λαμβανομένων υπόψη των πορισμάτων στα οποία κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση T-301/16, και ιδίως των διαπιστώσεων της σκέψης 184 της απόφασης, όπως παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 3 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν εντόπισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το πρόσθετο κόστος και τα περιθώρια κέρδους των εταιρειών πωλήσεων των ενωσιακών παραγωγών οδήγησαν γενικά σε υψηλότερες τιμές για τους ανεξάρτητους αγοραστές για τους λόγους που εξηγούνται στις αιτιολογικές σκέψεις 36 και 37 ανωτέρω. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση, οι ιδιαιτερότητες της αγοράς δείχνουν ότι το κόστος που προκύπτει από τους ενδιάμεσους φορείς πώλησης και τα κέρδη δεν μπορούν πάντοτε να αντικατοπτριστούν αυτόματα στην τιμή, όπως επίσης αναγνώρισε έμμεσα το Γενικό Δικαστήριο με την προσθήκη της λέξης «γενικά».

(40)

Ωστόσο, η Επιτροπή, για να συμμορφωθεί με την απόφαση, και ιδίως με τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 184 της απόφασης, εξέτασε κατά πόσον θα υπήρχε υποτιμολόγηση ακόμη και κατά τη σύγκριση των τιμών προς τον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στο επίπεδο των εταιρειών πώλησης, είτε πρόκειται απευθείας για τις εταιρείες παραγωγής είτε για τη θυγατρική εταιρεία πωλήσεων. Αυτό έγινε με την επιφύλαξη των ανωτέρω πορισμάτων.

(41)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις τελικές τιμές πώλησης και των δύο πλευρών (ενωσιακός κλάδος παραγωγής και Jindal) στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην Ένωση, κάνοντας τις σχετικές προσαρμογές. Ανάλογα με την περίπτωση, η Επιτροπή προσάρμοσε την εν λόγω τελική τιμή στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη ώστε αυτή να αντανακλά τα έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης, συσκευασίας, πίστωσης, εγγυήσεων και προμηθειών μεταξύ της εταιρείας που πραγματοποιεί τις πωλήσεις και του μη συνδεδεμένου πελάτη. Αυτό οδήγησε σε περιθώριο υποτιμολόγησης της τάξης του 3,1 %.

(42)

Κατά συνέπεια, η επανεξέταση της ειδικής κατάστασης όσον αφορά την Jindal έδειξε ότι οι τιμές των πωλήσεων της Jindal ήταν χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, αν και σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι είχε διαπιστωθεί στην αρχική έρευνα. Όπως εξηγείται κατωτέρω, η εν λόγω υποτιμολόγηση μπορεί να θεωρηθεί σημαντική σε μια κατάσταση της αγοράς όπου η ευαισθησία των τιμών είναι σημαντική.

3.3.   Συμπίεση των τιμών

(43)

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν το αναθεωρημένο περιθώριο υποτιμολόγησης της Jindal θεωρούνταν οριακό ή μη ενδεδειγμένο, η Επιτροπή έκρινε ότι οι υπό εξέταση εισαγωγές θα εξακολουθούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στις πωλήσεις της Ένωσης.

(44)

Οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην αγορά, ιδίως όταν τα προϊόντα είναι ομοιογενή και η ευαισθησία των τιμών σημαντική. Οι όλκιμοι σωλήνες είναι προϊόντα με υψηλή ευαισθησία όσον αφορά τις τιμές και γι’ αυτό το είδος προϊόντων ακόμη και μια μικρή διαφορά τιμής μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αγορά.

(45)

Οι όλκιμοι σωλήνες είναι προϊόν που ορίζεται από τεχνικά πρότυπα. Συνεπώς, για τον ίδιο τύπο προϊόντος, η διαφορά ποιότητας είναι σχετικά μικρή, πράγμα που καθιστά τις τιμές πολύ σημαντικό παράγοντα για τη λήψη αποφάσεων για την αγορά. Επιπλέον, ο κύριος δίαυλος πωλήσεων είναι οι άμεσες και οι έμμεσες διαγωνιστικές διαδικασίες υποβολής προσφορών, όπου η λογική της χαμηλότερης προσφοράς είναι εξαιρετικά ισχυρή. Η λογική αυτή εφαρμόζεται στις απευθείας συμμετοχές των κατασκευαστών και των θυγατρικών εταιρειών πωλήσεών τους σε διαγωνισμούς, αλλά και στις έμμεσες συμμετοχές, όταν οι εν λόγω εταιρείες προμηθεύουν προϊόντα σε άλλες εταιρείες που συμμετέχουν στους διαγωνισμούς. Οι εταιρείες αυτές είναι συνήθως κατασκευαστικές εταιρείες που συμμετέχουν σε διαγωνισμούς (προσκλήσεις) υποβολής προσφορών που προκηρύσσονται από αναθέτουσες αρχές (δημοτικά συμβούλια, εταιρείες ύδρευσης κ.λπ.). Αυτοί οι διαγωνισμοί περιλαμβάνουν τόσο την προμήθεια όσο και την εγκατάσταση των σωληνώσεων. Δεδομένου ότι οι διαγωνισμοί είναι συνήθως ανοιχτοί σε όλους τους προσφέροντες, όλες οι εταιρείες πιέζονταν να μειώσουν τις τιμές τους για να ευθυγραμμιστούν με τον προσφέροντα που υπέβαλε τη χαμηλότερη προσφορά, προκειμένου να τους ανατεθεί η σύμβαση.

(46)

Υπ’ αυτές τις ειδικές συνθήκες, οι τιμές του υπό εξέταση προϊόντος συμπιέζονταν από τις ταχέως αυξανόμενες εισαγωγές με ντάμπινγκ από την Ινδία, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 51 παρακάτω, και η υποτιμολόγηση από μόνη της δεν αντανακλούσε πλήρως τον αρνητικό αντίκτυπο των εισαγωγών με ντάμπινγκ στην τιμή του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Όπως εξηγείται στον επίδικο κανονισμό (34), ενώ οι ινδικές πωλήσεις και το ινδικό μερίδιο αγοράς αυξήθηκαν σημαντικά κατά την περίοδο της έρευνας, ο όγκος των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε πολύ περισσότερο από την κατανάλωση, ενώ οι πωλήσεις του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά 11 % και το μερίδιο αγοράς του κατά 4 %. Η συνεχιζόμενη πίεση που ασκούσαν οι εισαγωγές που γίνονταν σε χαμηλές τιμές με ντάμπινγκ (35) δεν επέτρεψε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να προσαρμόσει τις τιμές πώλησής του.

(47)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν αμφισβητούνταν η ύπαρξη υποτιμολόγησης, θα υπήρχε συμπίεση των τιμών λόγω, εν προκειμένω, των υπό εξέταση εισαγωγών.

3.4.   Αιτιώδης συνάφεια

(48)

Η Επιτροπή εξέτασε περαιτέρω κατά πόσον εξακολουθούσε να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας ενόψει του αναθεωρημένου περιθωρίου υποτιμολόγησης για την Jindal και/ή των εναλλακτικών πορισμάτων για τη συμπίεση των τιμών. Σχετικά με το θέμα αυτό, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι οι εισαγωγές της Jindal αντιπροσώπευαν περίπου το 20 % των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι το χαμηλότερο περιθώριο υποτιμολόγησης που επανυπολογίστηκε για τις πωλήσεις της Jindal δεν άλλαζε το γεγονός ότι όλες οι άλλες εισαγωγές από την Ινδία γίνονταν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές πώλησης του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 22, δεδομένου ότι οι εισαγωγές αυτές δεν υπόκεινταν στις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου. Το αναθεωρημένο περιθώριο υποτιμολόγησης της Jindal, σε συνδυασμό με το σημαντικό περιθώριο υποτιμολόγησης που διαπιστώθηκε για τις περισσότερες ινδικές εισαγωγές στην αρχική έρευνα, επιβεβαιώνουν το αρχικό πόρισμα της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη σημαντικής ζημίας καθώς και την αιτιώδη συνάφεια στην προκειμένη περίπτωση.

(49)

Στη συνέχεια, η Επιτροπή προέβη σε συνολική ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας που διαπιστώθηκε και του συνόλου των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την Ινδία, λαμβανομένων επίσης υπόψη των εναλλακτικών πορισμάτων για τη συμπίεση των τιμών.

(50)

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αποδοτικότητα των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σε ανεξάρτητους πελάτες ήταν πολύ χαμηλή. Η ανταγωνιστική πίεση από τις εισαγωγές με ντάμπινγκ δεν επέτρεψε στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής να αυξήσει επαρκώς τις τιμές του, ώστε να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση. Η χαμηλή αποδοτικότητα δείχνει ότι οι εισαγωγές με ντάμπινγκ συμπίεζαν τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και τον εμπόδισαν να τις αυξήσει για να επιτύχει βιώσιμα επίπεδα αποδοτικότητας.

(51)

Επιπλέον, όπως αναφέρεται στον επίδικο κανονισμό (αιτιολογικές σκέψεις 79 και 80), ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκε σημαντικά παρά τη συρρίκνωση της αγοράς. Οι εισαγωγές με ντάμπινγκ αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 10 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ως προς το θέμα αυτό, το άρθρο 3 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ προβλέπει ότι ο όγκος των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ μπορεί από μόνος του να ευθύνεται για τη σημαντική ζημία που προκαλείται στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής.

(52)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, παρά το χαμηλότερο επίπεδο του επανυπολογισθέντος περιθωρίου υποτιμολόγησης για την Jindal, όλες οι εισαγωγές γίνονταν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Συνεπώς, εξακολουθεί να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ όλων των εισαγωγών με ντάμπινγκ από την Ινδία και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Επιπλέον, ακόμη και αν μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση τα σχετικά με την υποτιμολόγηση πορίσματα για τις υπό εξέταση εισαγωγές, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές από την Ινδία προκάλεσαν σημαντική συμπίεση των τιμών και, ως εκ τούτου, επιβεβαιώνονται τα αρχικά πορίσματα για τη ζημία/την αιτιώδη συνάφεια.

3.5.   Περιθώριο ζημίας

(53)

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 194 της απόφασης που εξέδωσε στην υπόθεση T-301/16, ότι αν η Επιτροπή είχε υπολογίσει σωστά την υποτιμολόγηση, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το περιθώριο ζημίας του ενωσιακού κλάδου παραγωγής να είχε καθοριστεί σε επίπεδο χαμηλότερο από το περιθώριο ντάμπινγκ.

(54)

Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι κανόνες για τον καθορισμό του περιθωρίου ζημίας που ίσχυαν όταν ολοκληρώθηκε η έρευνα που οδήγησε στα μέτρα τροποποιήθηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036. Οι νέοι κανόνες απαιτούν τον υπολογισμό περιθωρίου ζημίας μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

(55)

Δεύτερον, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η ανάλυση της υποτιμολόγησης και ο καθορισμός του περιθωρίου ζημίας επιδιώκουν διαφορετικούς στόχους. Η ανάλυση της υποτιμολόγησης έχει στόχο να καθορίσει κατά πόσον οι υπό εξέταση εισαγωγές έχουν αντίκτυπο στις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Τα πορίσματα τα σχετικά με την υποτιμολόγηση αποτελούν ένα από τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή στο πλαίσιο της ανάλυσης της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας. Αντίθετα, ο καθορισμός του περιθωρίου ζημίας αποσκοπεί στην εξέταση του κατά πόσον ένας δασμός χαμηλότερος από το διαπιστωθέν περιθώριο ντάμπινγκ αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τον καθορισμό της ζημίας και τις λεπτομερείς υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ, ο νομοθέτης δεν έχει θεσπίσει ολοκληρωμένο σύνολο κανόνων σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει το εν λόγω επίπεδο δασμού. Την εποχή εκείνη το άρθρο 9 του ισχύοντος κανονισμού αντιντάμπινγκ όριζε απλώς ότι «το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής». Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή υπολόγισε τιμή επαρκή για την κάλυψη του κόστους παραγωγής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, αυξημένη κατά ένα εύλογο ποσό κέρδους (τη λεγόμενη «μη ζημιογόνο τιμή»). Η τιμή αυτή συγκρίθηκε με την τιμή εισαγωγής. Αυτή η διαφορά τιμής εκφράστηκε ως ποσοστό της τιμής CIF του εισαγόμενου προϊόντος, έτσι ώστε το εν λόγω ποσοστό ή περιθώριο να μπορεί να συγκριθεί στη συνέχεια με το διαπιστωθέν ύψος του ντάμπινγκ (το οποίο εκφράζεται επίσης με βάση τις τιμές CIF). Πράγματι, είτε βάσει του περιθωρίου ζημίας είτε βάσει του περιθωρίου ντάμπινγκ, ο δασμός θα εφαρμόζεται πάντα στην τιμή CIF των εισαγόμενων προϊόντων, όταν τα προϊόντα αυτά εκτελωνίζονται στην Ένωση.

(56)

Επιπλέον, η μεθοδολογία και τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της υποτιμολόγησης είναι διαφορετικά από εκείνα που χρησιμοποιούνται στους υπολογισμούς της πώλησης σε χαμηλότερες τιμές. Το περιθώριο υποτιμολόγησης υπολογίζεται ανά τύπο προϊόντος («ΑΤΠ») ως διαφορά μεταξύ των πραγματικών τιμών εισαγωγής του παραγωγού-εξαγωγέα και των πραγματικών τιμών των ενωσιακών παραγωγών, οι οποίες εκφράζονται ως ποσοστό της τιμής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής. Το συνολικό σταθμισμένο περιθώριο υποτιμολόγησης υπολογίζεται στη συνέχεια ως διαφορά μεταξύ των πραγματικών τιμών εισαγωγής του παραγωγού-εξαγωγέα και των πραγματικών τιμών των παραγωγών της Ένωσης, οι οποίες εκφράζονται ως ποσοστό του «θεωρητικού κύκλου εργασιών» του παραγωγού-εξαγωγέα, δηλαδή του ποσού που θα είχε αποκομίσει ο παραγωγός-εξαγωγέας, αν είχε πωλήσει τις εισαγόμενες ποσότητες στην ίδια τιμή με τους ενωσιακούς παραγωγούς. Αντίθετα, το περιθώριο ζημίας υπολογίζεται (επίσης σε βάση ΑΤΠ) ως διαφορά μεταξύ της μη ζημιογόνου τιμής του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και της πραγματικής τιμής εισαγωγής, εκφραζόμενης ως ποσοστό της πραγματικής τιμής CIF του παραγωγού-εξαγωγέα (επομένως, πραγματικός σε αντίθεση με τον θεωρητικό κύκλο εργασιών).

(57)

Συνεπώς, ένα σφάλμα κατά τον προσδιορισμό της ύπαρξης και του ύψους της υποτιμολόγησης για έναν συγκεκριμένο παραγωγό-εξαγωγέα δεν έχει αναγκαστικά αυτόματη επίπτωση στον προσδιορισμό του περιθωρίου ζημίας για τον εν λόγω παραγωγό-εξαγωγέα.

(58)

Σε κάθε περίπτωση, υπό το πρίσμα της σκέψης 194 της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επανεξέτασε το περιθώριο ζημίας της Jindal.

(59)

Υπό κανονικές συνθήκες, η μη ζημιογόνος τιμή του ενωσιακού κλάδου παραγωγής βασίζεται στο κόστος παραγωγής ανά τύπο προϊόντος, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων πώλησης και των γενικών και διοικητικών εξόδων (ΠΓΔ), συν ένα εύλογο κέρδος, και καθορίζεται σε επίπεδο «εκ του εργοστασίου». Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν είχε επαρκώς λεπτομερείς και επαληθευμένες πληροφορίες σχετικά με το κόστος παραγωγής ανά τύπο προϊόντος, πράγμα απαραίτητο για τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Η Επιτροπή, από την άλλη πλευρά, είχε στην κατοχή της πληροφορίες που περιλαμβάνουν επίσης τα έξοδα πώλησης και τα κέρδη των εταιρειών πωλήσεων των ενωσιακών παραγωγών. Δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, και ιδίως της μεγάλης ποικιλίας ως προς τους τύπους των προϊόντων και των ειδικών τεχνικών προτύπων/προδιαγραφών που απορρέουν από τις συγγραφές υποχρεώσεων των διαγωνισμών, η μη ζημιογόνος τιμή βασίστηκε κατ’ εξαίρεση στην τελική τιμή πώλησης ανά τύπο προϊόντος, με τις σχετικές προσαρμογές, όπως περιγράφεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 41, από την οποία αφαιρέθηκε το πραγματικό κέρδος και στη συνέχεια προστέθηκε ένα εύλογο κέρδος. Λόγω αυτών των ειδικών περιστάσεων, για να υπάρξει συμμόρφωση με την απόφαση, κρίθηκε κατ’ εξαίρεση ενδεδειγμένο να συγκριθεί η τιμή αυτή με την τιμή τελικής πώλησης της Jindal συμμετρικά, δηλαδή στο επίπεδο των συνδεδεμένων εισαγωγέων της, προσαρμοσμένη επίσης μόνο ως προς τα σχετικά στοιχεία, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 41 ανωτέρω, αλλά συμπεριλαμβανομένων των εξόδων ΠΓΔ και του κέρδους, αν υπάρχει.

(60)

Ως εκ τούτου, το εκ νέου υπολογισθέν περιθώριο ζημίας καθορίστηκε σε 9,0 %.

(61)

Μετά τη γνωστοποίηση, η SG PAM αμφισβήτησε το περιθώριο ζημίας που καθορίστηκε σ’ αυτό το επίπεδο. Πρώτον, η SG PAM ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή υπερέβη τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου επανυπολογίζοντας το περιθώριο ζημίας, διότι, κατά την άποψή της, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα λάθος στον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας. Δεύτερον, η SG PAM ισχυρίστηκε ότι το προτεινόμενο περιθώριο ζημίας δεν θα εξαλείψει τη ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής, δεδομένου ότι το επανακαθορισθέν επίπεδο δασμού θα ήταν συγκρίσιμο μ’ αυτό της ECL. Με βάση τα στοιχεία της αγοράς, η SG PAM ισχυρίστηκε ότι αυτό το επίπεδο δασμών δεν επηρέαζε ούτε τις ποσότητες ούτε τις τιμές της ECL, γεγονός που καθιστούσε αδύνατο για τη SG PAM να επιτύχει μη ζημιογόνο επίπεδο τιμών και να βελτιώσει την αποδοτικότητά της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα έπρεπε είτε να μην εφαρμόσει τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού είτε να χρησιμοποιήσει διαφορετική μεθοδολογία υπολογισμού για τον καθορισμό του περιθωρίου ζημίας.

(62)

Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, η Επιτροπή υπενθύμισε, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 5, ότι το Γενικό Δικαστήριο έδωσε ρητά εντολή στην Επιτροπή να εξετάσει αν ο επανυπολογισμός του περιθωρίου υποτιμολόγησης θα επηρέαζε επίσης το τελικό επίπεδο του δασμού, λόγω ενδεχόμενης μεταβολής του περιθωρίου ζημίας.

(63)

Δεύτερον, η Επιτροπή επανέλαβε το νομικό πλαίσιο. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 4 του κανονισμού αντιντάμπινγκ που ίσχυε τότε, «το ύψος του δασμού αντιντάμπινγκ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το περιθώριο ντάμπινγκ που έχει διαπιστωθεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο του εν λόγω περιθωρίου, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής». Ομοίως, το άρθρο 15 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων που ίσχυε κατά την παρούσα έρευνα προέβλεπε ότι «το ύψος του αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογιστεί, αλλά θα πρέπει να είναι κατώτερο από το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον ο χαμηλότερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που έχει υποστεί ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής».

(64)

Η παρούσα επανενεργοποιηθείσα έρευνα αντιντάμπινγκ διεξήχθη παράλληλα με έρευνα κατά των επιδοτήσεων, στην οποία το επανακαθορισθέν ποσό επιδότησης καθορίστηκε σε 6 %. Δεδομένου ότι το ύψους 19 % περιθώριο ντάμπινγκ της Jindal δεν επηρεάζεται από την απόφαση του Δικαστηρίου, τα συνδυασμένα περιθώρια επιδότησης και ντάμπινγκ είναι υψηλότερα από το επανακαθορισθέν περιθώριο ζημίας.

(65)

Λαμβανομένου υπόψη του προαναφερθέντος νομικού πλαισίου, οι συνδυασμένοι συντελεστές του αντισταθμιστικού δασμού και του δασμού αντιντάμπινγκ δεν μπορούν, σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού, να υπερβούν το περιθώριο ζημίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα επιβάλει τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ επιπλέον του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού, αλλά μόνο μέχρι το αντίστοιχο επίπεδο εξάλειψης της ζημίας.

(66)

Κατά την αρχική έρευνα, η Επιτροπή καθόρισε μη ζημιογόνο για τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής τιμή, όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 59. Η τιμή αυτή συγκρίθηκε με την τιμή εισαγωγής και η διαφορά εκφράστηκε ως ποσοστό (στο εξής: περιθώριο ζημίας). Δεν αμφισβητήθηκε την εποχή εκείνη από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής ότι η μεθοδολογία αυτή ήταν νομικά ορθή για την εξάλειψη της ζημίας που είχε προσδιοριστεί τότε. Οποιεσδήποτε σκέψεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μέτρων ενόψει υποτιθέμενων μεταγενέστερων γεγονότων δεν μπορούν να ανατρέψουν τη νομιμότητα αυτής της μεθοδολογίας. Δεν υπάρχει λόγος να υπάρξει τώρα παρέκκλιση από τη μεθοδολογία αυτή κατά τον καθορισμό του δασμολογικού συντελεστή χωρίς τα σφάλματα που διαπίστωσε το Δικαστήριο όσον αφορά την υποτιμολόγηση, γεγονός που επηρέασε επίσης το περιθώριο ζημίας.

(67)

Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή απέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς.

4.   ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

(68)

Με βάση τα συμπεράσματα που συνήχθησαν σχετικά με την πρακτική ντάμπινγκ, τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια στο πλαίσιο της παρούσας, εκ νέου διενεργηθείσας έρευνας αντιντάμπινγκ, επιβάλλεται εκ νέου οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας, που κατασκευάζονται από την Jindal Saw Limited.

(69)

Η έρευνα αυτή διεξήχθη παράλληλα με την επανέναρξη της έρευνας κατά των επιδοτήσεων όσον αφορά την ίδια εταιρεία και το ίδιο προϊόν, στην οποία η Επιτροπή προσδιόρισε ποσό επιδότησης χαμηλότερο από το επίπεδο εξάλειψης της ζημίας. Επομένως, η Επιτροπή επέβαλε αντισταθμιστικούς δασμούς στο επίπεδο του οριστικού ποσού της επιδότησης που διαπιστώθηκε. Δεδομένου ότι τα συνδυασμένα περιθώρια επιδότησης και ντάμπινγκ είναι υψηλότερα από το επαναπροσδιορισμένο περιθώριο ζημίας, οι συνδυασμένοι συντελεστές του αντισταθμιστικού δασμού και του δασμού αντιντάμπινγκ δεν μπορούν, σύμφωνα με τον κανόνα του χαμηλότερου δασμού, να υπερβούν το περιθώριο ζημίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα επιβάλει τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ επιπλέον του οριστικού αντισταθμιστικού δασμού, αλλά μόνο μέχρι το αντίστοιχο επίπεδο εξάλειψης της ζημίας.

(70)

Στη βάση αυτή, ο συντελεστής στο οποίο θα επιβληθούν οι εν λόγω δασμοί ορίζεται ως εξής:

Επωνυμία της εταιρείας

Ύψος της επιδότησης

Περιθώριο ντάμπινγκ

Περιθώριο ζημίας

Συντελεστής αντισταθμιστικού δασμού

Συντελεστής δασμού αντιντάμπινγκ

Συνολικοί δασμοί

Jindal Saw Limited

6,0 %

19,0 %

9,0 %

6,0 %

3,0 %

9,0 %

(71)

Το αναθεωρημένο επίπεδο δασμών αντιντάμπινγκ εφαρμόζεται χωρίς καμία χρονική διακοπή από την έναρξη ισχύος του επίδικου κανονισμού (δηλαδή, από τις 19 Μαρτίου 2016 και μετά). Οι τελωνειακές αρχές εντέλλονται να εισπράξουν το κατάλληλο ποσό στις εισαγωγές όσον αφορά την Jindal Saw Limited και να επιστρέψουν το τυχόν υπερβάλλον ποσό που έχει εισπραχθεί έως τώρα, σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία.

(72)

Δυνάμει του άρθρου 109 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κα του Συμβουλίου (36), για τα ποσά που πρέπει να επιστραφούν σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το επιτόκιο που καταβάλλεται θα πρέπει να είναι εκείνο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά τις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης την πρώτη ημερολογιακή ημέρα κάθε μήνα.

(73)

Τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού 2016/1036,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Από τις 19 Μαρτίου 2016 επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), με εξαίρεση τους σωλήνες κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο χωρίς εσωτερική και εξωτερική επένδυση («γυμνοί σωλήνες»), που υπάγονται σήμερα στους κωδικούς ΣΟ ex 7303 00 10 και ex 7303 00 90 (κωδικοί TARIC 7303001010 και 7303009010), καταγωγής Ινδίας, και οι οποίοι κατασκευάζονται από την Jindal Saw Limited.

2.   Ο συντελεστής του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Ένωσης», πριν από την επιβολή δασμού, για το προϊόν που περιγράφεται στην παράγραφο 1 και κατασκευάζεται από την Jindal Saw Limited ανέρχεται σε 3 % (πρόσθετος κωδικός TARIC C054).

Άρθρο 2

Τυχόν οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ τον οποίο έχει καταβάλει η Jindal Saw Limited σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/388 και ο οποίος υπερβαίνει τον οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ που καθορίζεται στο άρθρο 1 επιστρέφεται ή διαγράφεται.

Για την επιστροφή ή τη διαγραφή υποβάλλεται αίτηση από τις εθνικές τελωνειακές αρχές σύμφωνα με την ισχύουσα τελωνειακή νομοθεσία. Κάθε επιστροφή που πραγματοποιήθηκε μετά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-301/16 Jindal Saw ανακτάται από τις αρχές οι οποίες κατέβαλαν την επιστροφή έως το ποσό που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

Άρθρο 3

Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται με το άρθρο 1 εισπράττεται επίσης για τις εισαγωγές που έχουν καταγραφεί σύμφωνα με το άρθρο 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/1250 για την υποβολή ορισμένων εισαγωγών σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας σε καταγραφή, σε συνέχεια της επανέναρξης της έρευνας με σκοπό την εφαρμογή των αποφάσεων της 10ης Απριλίου 2019 στις υποθέσεις T-300/16 και T-301/16, όσον αφορά τους εκτελεστικούς κανονισμούς (ΕΕ) 2016/387 και (ΕΕ) 2016/388 για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού και οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας.

Άρθρο 4

Οι τελωνειακές αρχές καλούνται να διακόψουν την καταγραφή των εισαγωγών που επιβλήθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2019/1250, ο οποίος καταργείται.

Άρθρο 5

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 15 Απριλίου 2020.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 176 της 30.6.2016, σ. 21.

(2)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/388 της Επιτροπής, της 17ης Μαρτίου 2016, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη), καταγωγής Ινδίας (ΕΕ L 73 της 18.3.2016, σ. 53).

(3)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2016/1369 της Επιτροπής, της 11ης Αυγούστου 2016, για την τροποποίηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/388 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας (ΕΕ L 217 της 12.8.2016, σ. 4).

(4)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο πενταμελές τμήμα) της 10ης Απριλίου 2019, Jindal Saw Ltd και Jindal Saw Italia SpA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, T-301/16, ECLI:EU:T:2019:234

(5)  Επίπεδο «εκ του εργοστασίου» σημαίνει ότι έχουν αφαιρεθεί τα έξοδα μεταφοράς, αν αυτό είναι δικαιολογημένο.

(6)  Υπόθεση T-301/16, σκέψη 184.

(7)  Ibid., σκέψη 185.

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036].

(9)  Υπόθεση T-301/16, σκέψη 193.

(10)  Ibid., σκέψη 194.

(11)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 97, 193, 99 και 215/86, Αστερίς AE και λοιποί και Ελληνική Δημοκρατία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψεις 27 και 28.

(12)  Υπόθεση C-415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-6993, σκέψη 31· υπόθεση C-458/98 P, Industrie des Poudres Spheriques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8147, σκέψεις 80 έως 85· υπόθεση T-301/01, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-1753, σκέψεις 99 και 142· συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-267/08 και T-279/08, Région Nord-Pas de Calais κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, ECLI:EU:T:2011:209, σκέψη 83.

(13)  Υπόθεση C-415/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-6993, σκέψη 31· υπόθεση C-458/98 P, Industrie des Poudres Spheriques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I-8147, σκέψεις 80 έως 85.

(14)  Υπόθεση C-256/16, Deichmann SE κατά Hauptzollamt Duisburg, Συλλογή 2018, ECLI:EU:C:2018:187, σκέψη 79· και υπόθεση C-612/16, C & J Clark International Ltd κατά Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, σκέψη 58.

(15)  Υπόθεση T-650/17, Jinan Meide Casting Co. Ltd, ECLI:EU:T:2019:644, σκέψεις 333-342.

(16)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1250 της Επιτροπής, της 22ας Ιουλίου 2019, για την υποβολή ορισμένων εισαγωγών σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας σε καταγραφή, σε συνέχεια της επανέναρξης της έρευνας με σκοπό την εφαρμογή των αποφάσεων της 10ης Απριλίου 2019 στις υποθέσεις T-300/16 και T-301/16, όσον αφορά τους εκτελεστικούς κανονισμούς (ΕΕ) 2016/387 και (ΕΕ) 2016/388 για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού και οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας (ΕΕ L 195 της 23.7.2019, σ. 13).

(17)  Υπόθεση C-256/16, Deichmann SE κατά Hauptzollamt Duisburg, Συλλογή 2018, ECLI:EU:C:2018:187.

(18)  Βλέπε σχετικά την υπόθεση C-256/16, Deichmann SE κατά Hauptzollamt Duisburg, και τις αποφάσεις που παρατίθενται στη σκέψη 62 της εν λόγω απόφασης, και συγκεκριμένα τις αποφάσεις C-351/04 Ikea Wholesale, της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, EU:C:2007:547, σκέψεις 66 έως 69, και C-365/15, Wortmann, της 18ης Ιανουαρίου 2017, EU:C:2017:19, σκέψη 34.

(19)  C-256/16, Deichmann SE κατά Hauptzollamt Duisburg, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1036.

(21)  C-256/16, Deichmann, EU:C:2018:187, σκέψεις 77 και 78, και C-612/16, C & J Clark International Ltd κατά Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, σκέψη 57.

(22)  Υπόθεση C-256/16, Deichmann SE κατά Hauptzollamt Duisburg, σκέψη 79, και υπόθεση C-612/16, C & J Clark International Ltd κατά Commissioners for Her Majesty’s Revenue & Customs, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2019, σκέψη 58.

(23)  Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-107/08, ECLI:EU:T:2011:704.

(24)  Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2011, Transnational Company «Kazchrome» και ENRC Marketing κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T-107/08, ECLI:EU:T:2011:704, σκέψη 68.

(25)  Υπόθεση T-650/17, Jinan Meide Casting Co. Ltd, ECLI:EU:T:2019:644, σκέψεις 333-342.

(26)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 93 και 126 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/388 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας (στο εξής: επίδικος κανονισμός).

(27)  Βλέπε, υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2019, υπόθεση T-749/16, Stemcor London, ECLI:EU:T:2019:310, σκέψη 84, («[τ]ο Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η ζημία που είχε υποστεί ορισμένη παραγωγή της Ένωσης από εισαγωγές σε τιμές ντάμπινγκ έπρεπε να εκτιμηθεί σφαιρικώς, χωρίς να απαιτείται, πράγμα που είναι, εξάλλου, αδύνατο, να εξατομικευθεί το μερίδιο της ζημίας που έπρεπε να καταλογιστεί σε καθεμία από τις υπεύθυνες εταιρείες»).

(28)  Για τον εξορθολογισμό της έρευνας, η Επιτροπή συμπεριέλαβε στο δείγμα τις έξι μεγαλύτερες θυγατρικές εταιρείες πωλήσεων της SG PAM.

(29)  Η Duktus πραγματοποίησε επίσης πωλήσεις μέσω μιας θυγατρικής εταιρείας πωλήσεων στην Τσεχική Δημοκρατία, αλλά, δεδομένου του μικρού μεγέθους αυτής της θυγατρικής, τα στοιχεία της δεν επαληθεύτηκαν.

(30)  Ελέγχθηκαν και οι τρεις θυγατρικές της Jindal. Η Jindal πραγματοποίησε επίσης λιγότερο από το 3 % των πωλήσεων στην Ένωση απευθείας από την Ινδία στα απομακρυσμένα νησιά της Ρεϊνιόν και της Μαγιότ, τα οποία θεωρούνται τελωνειακό έδαφος της ΕΕ.

(31)  Ενοποιημένο κείμενο της καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2014, υπόψη των ενδιαφερόμενων μερών, σ. 6.

(32)  Το υψηλότερο ποσοστό παραγωγής εξηγείται από το γεγονός ότι η SG PAM πραγματοποιούσε περισσότερες εξαγωγές από την Duktus.

(33)  Αυτοί οι 10 τύποι προϊόντων αντιστοιχούσαν σε περισσότερο από το 30 % του συνόλου των πωλήσεων της SG PAM. Δεδομένου ότι οι τύποι προϊόντων ήταν εξαιρετικά κατακερματισμένοι —ο τύπος προϊόντος που πωλήθηκε περισσότερο αντιπροσώπευε μόνο το 6 % του συνόλου των πωλήσεων, ενώ ο 10ος μεγαλύτερος αντιστοιχούσε μόνο στο 2,7 %—, η Επιτροπή έκρινε ότι οι 10 κορυφαίοι τύποι προϊόντων ήταν αντιπροσωπευτικοί.

(34)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 80 και 99 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2016/388 για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές σωλήνων κάθε είδους από όλκιμο χυτοσίδηρο (που είναι επίσης γνωστός ως χυτοσίδηρος σφαιροειδούς γραφίτη) καταγωγής Ινδίας.

(35)  Το γεγονός ότι οι εισαγωγές από την Ινδία πραγματοποιούνταν σε τιμές χαμηλότερες από τις πωλήσεις της Ένωσης φαίνεται στους πίνακες των αιτιολογικών σκέψεων 82 (Τιμές εισαγωγών από την Ινδία) και 106 (Μέση μοναδιαία τιμή στην Ένωση) του επίδικου κανονισμού.

(36)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).


Top