EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32016D1126

Απόφαση (ΕΕ) 2016/1126 της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2016, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA. 35484 (2013/C) [πρώην SA. 35484 (2012/NN)] η οποία αφορά δραστηριότητες γενικού υγειονομικού ελέγχου στο πλαίσιο του νόμου για το γάλα και το λίπος [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2016) 1878]

C/2016/1878

ΕΕ L 187 της 12.7.2016, p. 16–29 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2016/1126/oj

12.7.2016   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 187/16


ΑΠΌΦΑΣΗ (ΕΕ) 2016/1126 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 4ης Απριλίου 2016

σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA. 35484 (2013/C) [πρώην SA. 35484 (2012/NN)] η οποία αφορά δραστηριότητες γενικού υγειονομικού ελέγχου στο πλαίσιο του νόμου για το γάλα και το λίπος

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2016) 1878]

(Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Με επιστολές της 28ης Νοεμβρίου 2011 και της 27ης Φεβρουαρίου 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εφεξής: «η Επιτροπή») ζήτησε από τη Γερμανία συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά την ετήσια έκθεση 2010 για τις κρατικές ενισχύσεις στον γεωργικό τομέα, την οποία η Γερμανία είχε υποβάλει σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (EE) 2015/1589 του Συμβουλίου (2). Η Γερμανία απάντησε στις ερωτήσεις της Επιτροπής με επιστολές της 16ης Ιανουαρίου 2012 και της 27ης Απριλίου 2012. Από τις απαντήσεις της Γερμανίας προέκυψε ότι η Γερμανία είχε χορηγήσει χρηματοδοτική στήριξη στον γερμανικό γαλακτοκομικό τομέα βάσει του νόμου για το γάλα και το λίπος του 1952 (Gesetz über den Verkehr mit Milch, Milcherzeugnissen und Fetten, εφεξής: «MFG»).

(2)

Με επιστολή της 2ας Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γερμανία ότι τα εν λόγω μέτρα είχαν καταχωριστεί ως μη κοινοποιηθείσα ενίσχυση με τον αριθμό SA.35484 (2012/NN). Με επιστολές της 16ης Νοεμβρίου 2012, της 7ης, 8ης, 11ης, 13ης, 14ης, 15ης και 19ης Φεβρουαρίου, της 21ης Μαρτίου, της 8ης Απριλίου, της 28ης Μαΐου, της 10ης και 25ης Ιουνίου και της 2ας Ιουλίου 2013, η Γερμανία υπέβαλε περαιτέρω πληροφορίες.

(3)

Με επιστολή της 17ης Ιουλίου 2013 (C(2013) 4457 final), η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία την απόφασή της να κινήσει για ορισμένα επιμέρους μέτρα που εφαρμόστηκαν βάσει του MFG τη διαδικασία του άρθρου 108 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) (3) (εφεξής: «απόφαση κίνησης της διαδικασίας»). Στην ίδια επιστολή, η Επιτροπή κατέληγε στο συμπέρασμα ότι άλλα επιμέρους μέτρα για την περίοδο από την 28η Νοεμβρίου 2001 έως την 31η Δεκεμβρίου 2006 ή για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά ή και για τις δύο περιόδους συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά ή δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ή ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.

(4)

Όσον αφορά τα επιμέρους μέτρα τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας απόφασης, ήτοι τα επιμέρους μέτρα γενικού υγειονομικού ελέγχου που αναφέρονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ως επιμέρους μέτρα παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων (4), BW 9, BY 5, HE 8, NI 2, NW 1, RP 3, SL 4 και TH 8 [εφεξής: «επιμέρους μέτρα»], η Επιτροπή ανέφερε ότι τα εν λόγω μέτρα φαίνεται ότι παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά κρατικής ενίσχυσης και ζήτησε από τη Γερμανία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της και να παράσχει κάθε πληροφορία χρήσιμη για την αξιολόγηση της ενίσχυσης όσον αφορά το διάστημα από τις 28 Νοεμβρίου 2001.

(5)

Με επιστολή της 20ής Σεπτεμβρίου 2013, η Γερμανία υπέβαλε παρατηρήσεις για την απόφαση κίνησης της διαδικασίας.

(6)

Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας ενός μηνός. Η Επιτροπή έλαβε 10 παρατηρήσεις από τους ενδιαφερομένους σχετικά με τα επιμέρους μέτρα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 4. Οι εν λόγω παρατηρήσεις διαβιβάστηκαν στη Γερμανία με επιστολές της 27ης Φεβρουαρίου, της 3ης Μαρτίου και της 3ης Οκτωβρίου 2014. Η Γερμανία δεν απάντησε στις παρατηρήσεις αυτές.

2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

(7)

Ο MFG είναι γερμανικός ομοσπονδιακός νόμος που τέθηκε σε ισχύ το 1952. Αποτελεί το νομικό πλαίσιο για τα επιμέρους μέτρα και ισχύει επ' αόριστον.

(8)

Ο MFG, στο άρθρο 22 παράγραφος 1, εξουσιοδοτεί τα γερμανικά ομόσπονδα κράτη να επιβάλουν εισφορά επί του γάλακτος στις γαλακτοκομικές μονάδες με βάση τις ποσότητες γάλακτος που παραδίδονται.

(9)

Το άρθρο 22 παράγραφος 2 του MFG προβλέπει ότι τα έσοδα που προκύπτουν από την εισφορά επί του γάλακτος μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για:

α)

βελτίωση και διατήρηση της ποιότητας βάσει ορισμένων εκτελεστικών διατάξεων·

β)

βελτίωση της υγιεινής κατά την παραγωγή και παράδοση, μεταποίηση, επεξεργασία και διανομή γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων·

γ)

ελέγχους απόδοσης του γάλακτος·

δ)

παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις για ζητήματα γαλακτοκομίας και διαρκή κατάρτιση νέων εργαζομένων·

ε)

διαφήμιση για την αύξηση της κατανάλωσης γάλακτος και προϊόντων γάλακτος·

στ)

εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται σύμφωνα με τον MFG.

(10)

Το άρθρο 22 παράγραφος 2a του MFG προβλέπει ότι, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, τα έσοδα που προκύπτουν από την εισφορά επί του γάλακτος μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται:

α)

για τη μείωση των αυξημένων διαρθρωτικών δαπανών συλλογής κατά την παράδοση γάλακτος και κρέμας γάλακτος (ανθόγαλα) από τον παραγωγό έως το γαλακτοκομείο·

β)

για τη μείωση του αυξημένου κόστους μεταφοράς κατά την παράδοση γάλακτος μεταξύ γαλακτοκομείων, εφόσον είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της τροφοδοσίας με πόσιμο γάλα της περιοχής πωλήσεων του γαλακτοκομείου στο οποίο γίνεται η παράδοση· και

γ)

για τη βελτίωση της ποιότητας όσον αφορά την κεντρική διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων.

(11)

Στα ακόλουθα ομόσπονδα κράτη: Βάδη-Βιρτεμβέργη, Βαυαρία, Έση, Κάτω Σαξονία, Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, Ρηνανία-Παλατινάτο, Σάαρ και Θουριγγία, η εισφορά επί του γάλακτος χρησιμοποιήθηκε για τη χρηματοδότηση των επιμέρους μέτρων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 4.

(12)

Τα επιμέρους μέτρα περιλαμβάνουν ελέγχους διαφορετικών μολυσματικών προσμείξεων στο γάλα και στα γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως διοξίνη, πολυχλωροδιφαινύλια (PCB), αφλατοξίνη, απορρυπαντικά, φυτοφάρμακα, πολυχλωριωμένο υδρογόνο, οι οποίες μπορεί να είναι επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία. Τους ελέγχους διενεργούν ειδικοί φορείς ελέγχου, στους οποίους τα οικεία καθήκοντα αναθέτουν οι αρμόδιες δημόσιες αρχές των ομόσπονδων κρατών στα οποία εφαρμόζονται τα επιμέρους μέτρα. Τα δείγματα ελέγχου λαμβάνονται από τα οχήματα μεταφοράς γάλακτος τυχαία και ανώνυμα. Στόχος των ελέγχων είναι να ερευνηθεί η παρουσία μολυσματικών προσμείξεων στο γάλα με σκοπό την πρόληψη κινδύνων για την ανθρώπινη υγεία και την προστασία των καταναλωτών. Οι συγκεκριμένες δραστηριότητες αναφέρονται στην παρούσα απόφαση ως «παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων». Από το 2001 έως το 2011, ο συνολικός προϋπολογισμός για τις εν λόγω δραστηριότητες (για όλα τα ομόσπονδα κράτη στα οποία εφαρμόστηκαν τα επιμέρους μέτρα) ανήλθε σε περίπου 9 εκατ. EUR.

(13)

Σύμφωνα με την αξιολόγηση που διενήργησε η Επιτροπή στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Γερμανία δεν υπέδειξε τις διατάξεις του εθνικού δικαίου ή του δικαίου της Ένωσης που δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων ως μέτρου που δεν περιέχει στοιχεία ενίσχυσης. Επιπλέον, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον τα επιμέρους μέτρα δεν χορηγούν πλεονέκτημα στα γαλακτοκομεία, καθώς η Επιτροπή έκρινε ότι σκοπός των ελέγχων είναι να διασφαλίσουν την ποιότητα των γαλακτοκομικών προϊόντων και, επομένως, το κόστος της διενέργειας των εν λόγω ελέγχων πρέπει κανονικά να βαρύνει τις οικείες γαλακτοκομικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, η Επιτροπή διατύπωσε τον προβληματισμό της για το γεγονός ότι οι επίμαχοι έλεγχοι ποιότητας διενεργούνται σε τακτική βάση.

3.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

(14)

Η Γερμανία περιέγραψε τη νομική βάση για την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων. Υπάρχουν δύο σύνολα κανόνων. Το πρώτο σύνολο νομικών διατάξεων ρυθμίζει τη διενέργεια των ελέγχων στο πλαίσιο της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων. Περιλαμβάνει τη μεθοδολογική προετοιμασία και την κατάρτιση του προγράμματος ελέγχων, τον τρόπο δειγματοληψίας, τη μέθοδο δοκιμής και τη χρήση των αποτελεσμάτων. Οι συγκεκριμένες δραστηριότητες ρυθμίζονται ουσιαστικά από τη νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων.

(15)

Το δεύτερο σύνολο νομικών διατάξεων αφορά τη χρηματοδότηση των εν λόγω δραστηριοτήτων. Όπως αναλύθηκε ήδη στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, οι εν λόγω δραστηριότητες χρηματοδοτούνται από την εισφορά επί του γάλακτος που καταβάλλουν τα γαλακτοκομεία. Νομική βάση είναι το άρθρο 22 παράγραφος 2 του MFG. Πρόσθετες εκτελεστικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων δημοσιονομικών κανόνων, υπάρχουν σε περιφερειακό επίπεδο.

(16)

Η Γερμανία παρουσίασε επισκόπηση της εφαρμοστέας νομοθεσίας για την ασφάλεια των τροφίμων:

α)

Σε επίπεδο Ένωσης: Ο επίσημος έλεγχος της ασφάλειας των τροφίμων ρυθμίζεται από τις ακόλουθες νομοθετικές πράξεις: κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ιδίως παράρτημα IV, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), ιδίως παράρτημα I μέρος Α, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής (10), κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11). Ο έλεγχος καταλοίπων ή ουσιών ρυθμίζεται από την οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου (12) και την απόφαση 97/747/ΕΚ της Επιτροπής (13).

β)

Σε εθνικό επίπεδο: Ο επίσημος έλεγχος της ασφάλειας των τροφίμων και ο έλεγχος των καταλοίπων ή ουσιών ρυθμίζονται από τον νόμο για την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών (Lebensmittel- und Futtermittelgesetzbuch), το διοικητικό διάταγμα σχετικά με τις αρχές που διέπουν τη διενέργεια των επίσημων ελέγχων της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών (Allgemeine Verwaltungsvorschrift über die Grundsätze zur Durchführung der amtlichen Überwachung der Erhaltung lebensmittelrechtlicher, weinrechtlicher, futtermittelrechtlicher und tabakrechtlicher Vorschriften), τον κανονισμό για τον περιορισμό των μολυσματικών προσμείξεων στα τρόφιμα (Verordnung zur Begrenzung von Kontaminanten in Lebensmittel) και το εθνικό σχέδιο ελέγχου των καταλοίπων (Nationaler Rückstandskontrollplan).

γ)

Επιπλέον των ανωτέρω επίσημων ελέγχων της ασφάλειας των τροφίμων, διενεργείται παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων, βάσει των ακόλουθων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου: κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002, κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 και σύσταση της Επιτροπής 2011/516/EE (14), άρθρο 14 του MFG, άρθρα 50 και 51 του νόμου για την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών και περιφερειακές (σε επίπεδο ομόσπονδων κρατών) διατάξεις, οι οποίες εκδίδονται σε ετήσια βάση για την έγκριση της διαδικασίας παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων και της χρηματοδότησής της.

(17)

Η Γερμανία παρουσίασε στατιστικά στοιχεία σχετικά με τους επίσημους ελέγχους ασφάλειας των τροφίμων, τους ελέγχους καταλοίπων και την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων καθώς και κατάλογο των αρμόδιων για τους εν λόγω ελέγχους φορέων.

3.1   Παρατηρήσεις της Γερμανίας σχετικά με τον χαρακτήρα της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων ως πρόσθετου στοιχείου του επίσημου συστήματος εποπτείας της ασφάλειας των τροφίμων

(18)

Η κύρια παρατήρηση που προέβαλε η Γερμανία είναι ότι η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων αποτελεί πρόσθετο στοιχείο του επίσημου συστήματος εποπτείας της ασφάλειας των τροφίμων και δεν χορηγεί κανένα πλεονέκτημα στα γαλακτοκομεία. Συναφώς, η Γερμανία εξέθεσε τα ακόλουθα:

(19)

Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων μπορεί να χαρακτηριστεί πρόσθετο στοιχείο του επίσημου συστήματος εποπτείας της ασφάλειας των τροφίμων, το οποίο βασίζεται στο δίκαιο της Ένωσης και στο εθνικό δίκαιο και αποσκοπεί στην προληπτική προστασία της υγείας των καταναλωτών καθώς και στη διαχείριση κρίσεων βάσει κινδύνων.

(20)

Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τακτικός έλεγχος. Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων διενεργείται βάσει δειγμάτων μετά τη συλλογή του γάλακτος από τα οχήματα μεταφοράς γάλακτος. Το πρόγραμμα δειγματοληψίας καταρτίζεται από ειδικούς φορείς ελέγχου, στους οποίους το συγκεκριμένο καθήκον ανατίθεται επίσημα. Οι φορείς στους οποίους ανατίθεται το καθήκον αυτό καθορίζουν από ποια οχήματα και πότε θα ληφθούν δείγματα και ποια θα είναι η διάρκεια των ελέγχων. Οι εν λόγω φορείς καθορίζουν επίσης τις προς ανάλυση μολυσματικές προσμείξεις.

(21)

Κατά τον καθορισμό του προγράμματος ελέγχων και των προς ανάλυση μολυσματικών προσμείξεων, οι εν λόγω φορείς λαμβάνουν υπόψη προηγούμενες αναλύσεις, αποτελέσματα που συγκεντρώθηκαν στο παρελθόν, υφιστάμενους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων, περιφερειακές ιδιαιτερότητες, περιβαλλοντικούς παράγοντες, συμβάντα και άλλους παρόμοιους παράγοντες. Το πρόγραμμα των ελέγχων και οι μολυσματικές προσμείξεις μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή και να μεταβάλλονται ανά χρονικά διαστήματα. Δεν ελέγχονται όλες οι μολυσματικές προσμείξεις για τις οποίες υφίστανται νόμιμα όρια. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να ελεγχθούν άλλες μολυσματικές προσμείξεις για τις οποίες δεν προβλέπονται νόμιμα όρια, αλλά θεωρείται, βάσει αναλύσεων, ότι ενέχουν κίνδυνο για την υγεία. Επομένως, οι έλεγχοι επικεντρώνονται σε διαφορετικές προτεραιότητες ανάλογα με τη χρονική συγκυρία — σε ορισμένες περιπτώσεις προηγούνται οι έλεγχοι ραδιενεργών μολυσματικών προσμείξεων, σε άλλες οι έλεγχοι αφλατοξίνης ή διοξίνης· επίσης προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας των ελέγχων σύμφωνα με τις περιφερειακές προτεραιότητες.

(22)

Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο των εν λόγω ελέγχων χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό της κατάστασης της εκάστοτε περιοχής παραγωγής γάλακτος όσον αφορά την έκθεσή της σε συγκεκριμένες μολυσματικές προσμείξεις που ενέχουν κινδύνους για την υγεία. Οι πληροφορίες χρησιμοποιούνται περαιτέρω από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές για τη λήψη προληπτικών μέτρων υγείας, με τη μορφή επίσημων ελέγχων για την ασφάλεια των τροφίμων και την υγεία, νομοθετικών μέτρων, διάδοσης πληροφοριών και άλλων. Αυτό το είδος ελέγχου εμπίπτει στο σύστημα «επίσημων ελέγχων και άλλων δραστηριοτήτων όπως αρμόζει στις περιστάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η δημόσια επικοινωνία σε θέματα που αφορούν την ασφάλεια και τον κίνδυνο των τροφίμων και των ζωοτροφών, η εποπτεία της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών και άλλες δραστηριότητες παρακολούθησης που καλύπτουν όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής» που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002.

(23)

Ειδικότερα, οι πληροφορίες που προκύπτουν από τους ελέγχους χρησιμοποιούνται για την αναπροσαρμογή των επίσημων σχεδίων ελέγχου βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004. Γενικά, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη βασίζουν τα μέτρα στον τομέα ασφάλειας των τροφίμων σε αξιολόγηση του κινδύνου με τη χρήση αντικειμενικών, διαφανών και ανεξάρτητων επιστημονικών πληροφοριών και δεδομένων. Η απαίτηση αυτή προσδιορίστηκε περαιτέρω στον κανονισμό (ΕK) αριθ. 852/2004 και στον κανονισμό (ΕK) αριθ. 854/2004. Οι αρμόδιες για την ασφάλεια των τροφίμων γερμανικές αρχές χρησιμοποιούν τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων ως βάση για τις εν λόγω αξιολογήσεις κινδύνου και τα εν λόγω μέτρα.

(24)

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, τα κράτη μέλη οφείλουν να διατηρούν άλλες δραστηριότητες όπως αρμόζει στις περιστάσεις για την εγγύηση της ασφάλειας των τροφίμων παράλληλα με το σύστημα επίσημων ελέγχων. Παρότι οι εν λόγω δραστηριότητες δεν απαριθμούνται συγκεκριμένα στη συγκεκριμένη διάταξη, η Γερμανία ισχυρίστηκε ότι οι φορείς των κρατών μελών που διατηρούν τέτοιες δραστηριότητες ελέγχου, όπως αρμόζει στις περιστάσεις, επιπλέον των επίσημων ελέγχων, δεν παραβαίνουν τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Βάσει της προσέγγισης αυτής, η Γερμανία υποστήριξε ότι η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων αποτελεί έλεγχο συμπληρωματικό του επίσημου ελέγχου ασφάλειας των τροφίμων.

(25)

Η ίδια προσέγγιση υιοθετείται και σε άλλες νομοθετικές πράξεις της Ένωσης στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων. Το άρθρο 3 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004 προβλέπει τη διενέργεια τακτικών επίσημων ελέγχων, ενώ το άρθρο 3 παράγραφος 2 προβλέπει τη διενέργεια πρόσθετων επίσημων ελέγχων κατά περίπτωση· οι εν λόγω έλεγχοι διενεργούνται βάσει των κινδύνων. Η ίδια διάρθρωση ακολουθείται και στην οδηγία 96/23/ΕΚ: στο άρθρο 11 προβλέπεται η διενέργεια συμπληρωματικών επίσημων δειγματοληπτικών ελέγχων επιπλέον των τακτικών επίσημων ελέγχων. Επιπλέον, στη σύσταση της Επιτροπής για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα καθορίζονται επίπεδα δράσης κατώτερα των νόμιμων ορίων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1881/2006, τα οποία αποτελούν εργαλείο για τις αρμόδιες αρχές και τις επιχειρήσεις τροφίμων και ζωοτροφών για την επισήμανση των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η πηγή μόλυνσης και να ληφθούν μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψή της.

(26)

Επιπλέον, η νομοθεσία της Ένωσης που αποσκοπεί στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των συμφερόντων των καταναλωτών σε σχέση με τα τρόφιμα (άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002) προβλέπει ότι τα μέτρα στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων πρέπει να δικαιολογούνται από ανεξάρτητες, αντικειμενικές και διαφανείς αξιολογήσεις κινδύνου βάσει των υφιστάμενων επιστημονικών δεδομένων. Τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων χρησιμοποιούνται ως βάση για την τήρηση των εν λόγω αρχών, όπως προσδιορίζονται περαιτέρω στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 852/2004 και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 854/2004. Επιπλέον, όσον αφορά τους ελέγχους για τη διοξίνη και τα PCB, η Γερμανία παραπέμπει στη σύσταση της Επιτροπής για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα.

(27)

Τα αποτελέσματα των ελέγχων χρησιμοποιούνται επίσης για τον προσδιορισμό μακροπρόθεσμων τάσεων, την ανάλυση των παραγόντων και των αιτίων κινδύνου και τη διατήρηση βάσεων δεδομένων για επιστημονικούς σκοπούς και σκοπούς πρόληψης κρίσεων. Οι πληροφορίες που συλλέγονται αποτελούν χρήσιμη πηγή για τη λήψη περαιτέρω πολιτικών και διοικητικών αποφάσεων, για περιπτωσιολογικές μελέτες και διάδοση ουδέτερων πληροφοριών.

(28)

Τα δείγματα για τους ελέγχους προέρχονται από συγκεντρώσεις (μία συγκέντρωση περιλαμβάνει γάλα που συλλέγεται από όχημα μεταφοράς γάλακτος από διάφορους παραγωγούς γάλακτος και ο αριθμός των παραγωγών γάλακτος μπορεί να ποικίλλει). Οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις δεν ενημερώνονται για τη δειγματοληψία και τους ελέγχους. Δεν ενημερώνονται ούτε για τα αποτελέσματα των ελέγχων. Επομένως, οι δοκιμές δεν χρησιμοποιούνται και δεν διευκολύνουν τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις στη διάθεση των προϊόντων τους στην αγορά ούτε χρησιμοποιούνται ως εργαλείο για τον καθορισμό της ποιότητας ή της τιμής των προϊόντων. Οι φορείς ελέγχου δρομολογούν χωριστή έρευνα και ενημερώνουν τις ενδιαφερόμενες γαλακτοκομικές επιχειρήσεις σχετικά με την εν λόγω έρευνα μόνον στην περίπτωση που από τις δοκιμές προκύψει ότι η παρουσία μολυσματικών προσμείξεων είναι υψηλή ή ότι οι τιμές είναι ίσες ή μεγαλύτερες από τα νόμιμα όρια.

(29)

Εάν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων ο φορέας στον οποίο έχει ανατεθεί το εν λόγω καθήκον εντοπίσει τιμές οι οποίες είναι υψηλές αλλά δεν υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια, δρομολογεί διαδικασία αξιολόγησης για τον εντοπισμό της πηγής μόλυνσης —όπως ζωοτροφή, μέσα απολύμανσης, περιβαλλοντικά συμβάντα και άλλα. Η (οι) επιχείρηση(-εις) που προκάλεσε(-αν) τη μόλυνση πρέπει να λάβει(-ουν) μέτρα για την εξάλειψη της πηγής μόλυνσης με δικά της (τους) έξοδα. Η αξιολόγηση αυτή είναι χρήσιμη για σκοπούς πρόληψης.

(30)

Εάν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων ο φορέας που έχει επιφορτιστεί με το καθήκον αυτό εντοπίσει τιμές που υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια ή την παρουσία ουσίας απαγορευμένης από τον νόμο, δρομολογείται πλήρης πρόσθετος έλεγχος. Ακολούθως, η αρμόδια αρχή εκδίδει απαγόρευση παράδοσης γάλακτος και διατάσσει τη διενέργεια πρόσθετων δοκιμών. Η ποσότητα μολυσμένου γάλακτος απορρίπτεται. Εάν εντοπιστούν εκ νέου τιμές μόλυνσης που υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια, η αρμόδια αρχή επιβάλλει κυρώσεις σύμφωνα με τη γερμανική διοικητική ή, κατά περίπτωση, ποινική νομοθεσία. Ως εκ τούτου, για τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις, η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων είτε είναι ουδέτερη (εάν δεν εντοπιστούν προβλήματα) είτε συνδέεται με αρνητικές συνέπειες (σε περίπτωση διαπίστωσης υπέρβασης των νόμιμων ορίων). Η απαγόρευση παράδοσης γάλακτος αίρεται μόνον όταν από τις δοκιμές προκύψει ότι το γάλα δεν είναι μολυσμένο.

(31)

Η Γερμανία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν αποτελεί καθήκον εγγενές της γαλακτοκομικής βιομηχανίας, αλλά μέτρο για την προστασία των καταναλωτών και ειδικότερα για την προστασία της υγείας των καταναλωτών. Η προστασία των καταναλωτών αποτελεί στόχο που έχει τεθεί στη ΣΛΕΕ, ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 169 παράγραφος 1, και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (15), ιδίως σύμφωνα με το άρθρο 38.

(32)

Επιπλέον, η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων αντιστοιχεί στη σαφή υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη διενέργεια επίσημων ελέγχων ασφάλειας των τροφίμων και, επομένως, το κόστος των εν λόγω ελέγχων βαρύνει τα κράτη μέλη.

(33)

Η Γερμανία επισημαίνει ότι οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις διενεργούν δικούς τους ελέγχους για την επαλήθευση της τήρησης των νόμιμων ορίων μολυσματικών προσμείξεων στο γάλα. Το κόστος των συγκεκριμένων αυτοελέγχων αναλαμβάνεται από τις ίδιες τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις. Η υποχρέωση διενέργειας των αυτοελέγχων απορρέει από το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002. Οι υποχρεώσεις των γαλακτοκομικών επιχειρήσεων στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων όσον αφορά τις επιβλαβείς ουσίες προσδιορίζονται περαιτέρω σε άλλες νομικές πράξεις, λόγου χάριν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1881/2006, στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005 και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 37/2010 της Επιτροπής (16).

(34)

Δεν υπάρχει εθνική νομική διάταξη σύμφωνα με την οποία οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις πρέπει να αναλαμβάνουν το κόστος των επίσημων ελέγχων και δεν υπάρχει υποχρέωση καταβολής τελών σε αυτές. Οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις καλύπτουν τις δαπάνες των δικών τους ελέγχων συμμόρφωσης με τη νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων και με τα νόμιμα όρια μολυσματικών προσμείξεων και καταλοίπων, οι οποίοι είναι διαφορετικοί από τους δημόσιους ελέγχους που διενεργούνται στο πλαίσιο της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων.

3.2   Άλλες παρατηρήσεις της Γερμανίας

(35)

Η Γερμανία αιτιολόγησε το δικαίωμα των κρατών μελών να εφαρμόζουν μέτρα ελέγχου, όπως η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων. Αυτό συνάγεται από την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων που αναγνωρίζουν οι Συνθήκες (ΣΕΕ και ΣΛΕΕ) στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και στα κράτη μέλη όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Γίνεται παραπομπή στα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ που καθορίζουν τους αντίστοιχους ρόλους των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη είναι πρωτίστως υπεύθυνα για τη διασφάλιση της εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης. Καθήκοντα όπως ο έλεγχος εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους. Γίνεται επίσης παραπομπή στην απόφαση που εκδόθηκε στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 205 έως 215/82 (17) στην οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που αποτελούν τη βάση του θεσμικού συστήματος της Ένωσης και οι οποίες διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, εναπόκειται στα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν στο έδαφός τους την εκτέλεση των ενωσιακών ρυθμίσεων.

(36)

Ως εκ τούτου, η Γερμανία υποστήριξε ότι θα παρέβαινε το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ μόνον εάν είχε διενεργήσει λιγότερους ελέγχους από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕK) αριθ. 178/2002 και όχι διενεργώντας, όπως εν προκειμένω, πρόσθετους ελέγχους συμπληρωματικούς του επίσημου ελέγχου για την ασφάλεια των τροφίμων, οι οποίοι συνάδουν με την προαναφερθείσα διάταξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002.

(37)

Απαντώντας σε ερώτηση της Επιτροπής σχετικά με την ενδεχόμενη εφαρμογή των κανόνων για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), η Γερμανία απέρριψε τον χαρακτηρισμό της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων ως τέτοιου είδους υπηρεσίας κατά την έννοια της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις στην αντιστάθμιση για παροχή δημόσιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (18). Αντιθέτως, η Γερμανία υποστήριξε ότι η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων συνιστά μη οικονομική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία παρέπεμψε στις υποθέσεις C-364/92, C-343/95 και C-288/11 P (19) στις οποίες το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι καθήκον το οποίο περιλαμβάνει την άσκηση δημόσιας κανονιστικής εξουσίας με στόχο την προστασία της δημόσιας ασφάλειας δεν είναι οικονομικής φύσης, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη δραστηριότητα συνιστά καθήκον δημόσιου συμφέροντος το οποίο προορίζεται να προστατεύει το σύνολο του πληθυσμού. Επιπλέον, το γεγονός ότι το εν λόγω καθήκον ανατέθηκε σε ιδιωτικό φορέα δεν μεταβάλλει τον δημόσιο χαρακτήρα του. Στην παρούσα περίπτωση της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων, οι φορείς ελέγχου ασκούν δημόσιο καθήκον το οποίο συμβάλλει στη βελτίωση του συστήματος υγειονομικής προστασίας. Το κράτος οφείλει να διασφαλίζει υψηλό επίπεδο υγειονομικής προστασίας σύμφωνα τόσο με το δίκαιο της Ένωσης (20) όσο και με το γερμανικό ομοσπονδιακό συνταγματικό δίκαιο, και το κράτος διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια.

(38)

Απαντώντας σε ερώτηση της Επιτροπής για το κατά πόσον η διάταξη του άρθρου 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 επιβάλλει στα κράτη μέλη σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση, κατά την έννοια της απόφασης στην υπόθεση T-351/02 στον βαθμό που μπορεί να αποκλειστεί ο καταλογισμός στο κράτος, η Γερμανία απάντησε ότι στην υπόθεση T-351/02 το ζήτημα ήταν η δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος, ενώ εν προκειμένω το ζήτημα είναι η ύπαρξη πλεονεκτήματος για τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις.

(39)

Επιπλέον, η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία υποστήριξε ότι το επιμέρους μέτρο NW1 δεν είναι επιλεκτικό, καθώς αφορά το σύνολο του γαλακτοκομικού κλάδου στο συγκεκριμένο ομόσπονδο κράτος. Η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία απολαύει νομικής κυριαρχίας η οποία της επιτρέπει να ορίζει το ουσιαστικό και τοπικό πεδίο εφαρμογής του επιμέρους μέτρου. Η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία τόνισε εκ νέου ότι το μέτρο αποσκοπεί στη διενέργεια γενικών ελέγχων υγειονομικής προστασίας και εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

4.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

(40)

Στο διάστημα από 6 έως 18 Φεβρουαρίου 2014, η Επιτροπή έλαβε συνολικά 10 επιστολές ενδιαφερομένων με παρατηρήσεις σχετικά με τη στήριξη που χορηγήθηκε στο πλαίσιο των επιμέρους μέτρων (21).

(41)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 6 Φεβρουαρίου 2014, η Milchwirtschaftlicher Verein Allgäu-Schwaben e.V. ανέφερε ότι τα προγράμματα για τους ελέγχους καταλοίπων και μολυσματικών προσμείξεων στα γαλακτοκομικά προϊόντα πρέπει να θεωρούνται επιπρόσθετα του εθνικού προγράμματος ελέγχου και ότι αποσκοπούν στην προστασία των καταναλωτών και στην πρόληψη των κρίσεων. Η ένωση επισήμανε ότι τα δείγματα λαμβάνονται από διάφορες επιχειρήσεις προκειμένου να σχηματιστεί εικόνα για τις διάφορες περιοχές της Βαυαρίας. Τα αποτελέσματα διαδίδονται. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η ανάπτυξη στρατηγικών και μέτρων πρόληψης που συμβάλλουν εντέλει στη μείωση των επιπέδων μόλυνσης. Για τους λόγους αυτούς, το μέτρο δεν χορηγεί κανένα πλεονέκτημα στις ελεγχόμενες γαλακτοκομικές επιχειρήσεις.

(42)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 10 Φεβρουαρίου 2014, η Gewerkschaft Nahrung-Genuss-Gaststätten Region Allgäu επισήμανε ότι η παρακολούθηση των επιπέδων μολυσματικών προσμείξεων και ραδιενεργών ουσιών στα γαλακτοκομικά προϊόντα αποτελεί πολύ σημαντικό στοιχείο της προστασίας των καταναλωτών. Το εν λόγω μέτρο είναι ιδιαίτερα πολύτιμο όχι για τις συγκεκριμένες γαλακτοκομικές επιχειρήσεις αλλά για όλους τους καταναλωτές γάλακτος.

(43)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 10 Φεβρουαρίου 2014, η Landeskontrollverband Nordrhein-Westfalen e.V. επισήμανε ότι συντάσσεται με την άποψη του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (η οποία υποβλήθηκε στην Επιτροπή στο πλαίσιο του υπομνήματος της Γερμανίας της 20ής Σεπτεμβρίου 2013).

(44)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 10 Φεβρουαρίου 2014, η Landesvereinigung der Milchwirtschaft NRW e.V. επισήμανε ότι συντάσσεται με την άποψη του ομόσπονδου κράτους της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (η οποία υποβλήθηκε στην Επιτροπή στο πλαίσιο του υπομνήματος της Γερμανίας της 20ής Σεπτεμβρίου 2013).

(45)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 11 Φεβρουαρίου 2014, η Landesvereinigung Thüringer Milch e.V. επισήμανε ότι συντάσσεται με την άποψη του ομόσπονδου κράτους της Θουριγγίας (η οποία υποβλήθηκε στην Επιτροπή στο πλαίσιο του υπομνήματος της Γερμανίας της 20ής Σεπτεμβρίου 2013).

(46)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 13 Φεβρουαρίου 2014, η Genossenschaftsverband Bayern επισήμανε ότι το πρόγραμμα παρακολούθησης για τον εντοπισμό καταλοίπων και μολυσματικών προσμείξεων στο γάλα και στα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν χορηγεί ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις. Το πρόγραμμα συμβάλλει, καταρχάς, στη δημιουργία ικανοτήτων αντίδρασης σε περίπτωση κρίσης και στην προστασία των καταναλωτών από μη ασφαλή προϊόντα και, ως εκ τούτου, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Τα δείγματα δεν λαμβάνονται σε τακτική βάση, οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις δεν τηρούν αρχεία ούτε ενημερώνονται για το αποτέλεσμα, παρά μόνον σε περίπτωση υπέρβασης των νόμιμων ορίων. Αντιθέτως, οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν οι ίδιες ένα πληρέστερο και λεπτομερέστερο σύστημα ασφάλειας της ποιότητας, το οποίο δεν μπορεί να συγκριθεί με την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων.

(47)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 14 Φεβρουαρίου 2014, η Milchwirtschaftliche Arbeitsgemeinschaft Rheinland-Pfalz e.V. επισήμανε ότι το επιμέρους μέτρο RP 3 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση, καθώς δεν χορηγεί κανένα πλεονέκτημα σε επιχειρήσεις ή σε συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής το οποίο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ή να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Η ένωση υποστήριξε ότι η εισφορά δεν χρησιμοποιείται για την κάλυψη του κόστους των ελέγχων που υποχρεούνται να διενεργούν οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 852/2004, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22) και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 854/2004. Αντιθέτως, οι επίμαχοι έλεγχοι διενεργούνται για λογαριασμό των δημόσιων αρχών, δειγματοληπτικά και όχι σε τακτική βάση. Επομένως, τα επίμαχα μέτρα εντάσσονται στη δημόσια πρόληψη και διαχείριση κρίσεων, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002. Ως εκ τούτου, η ένωση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η καταβολή των δαπανών για τους εν λόγω ελέγχους δεν απαλλάσσει τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις από τα δικά τους έξοδα, αλλά συνιστά δαπάνη την οποία καλύπτουν οι δημόσιες αρχές λόγω του δημοσίου καθήκοντος που έχουν στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων.

(48)

Εναλλακτικά, η Milchwirtschaftliche Arbeitsgemeinschaft Rheinland-Pfalz e.V. επισήμανε ότι, εάν το επιμέρους μέτρο RP 3 χαρακτηριστεί κρατική ενίσχυση, η συμβατότητά του για το διάστημα από το έτος 2007 πρέπει να αξιολογηθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο IV.Ι των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας 2007-2013 (23).

(49)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 18 Φεβρουαρίου 2014, η DHB-Netzwerk Haushalt e.V επισήμανε ότι το πρόγραμμα παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων, το πρόγραμμα εκτίμησης της ραδιενέργειας και οι αναλύσεις των διατροφικών ουσιών συμβάλλουν σημαντικά στην προστασία και στην ευαισθητοποίηση των καταναλωτών. Η ένωση υπογράμμισε την ουδετερότητα των αποτελεσμάτων του ελέγχου (τα οποία δεν επηρεάζονται από τον γαλακτοκομικό κλάδο), τον ταχύ εντοπισμό επιβλαβών ουσιών στα γαλακτοκομικά προϊόντα και τη δυνατότητα ταχείας αντίδρασης σε καταστάσεις κρίσης.

(50)

Στην επιστολή της που καταχωρίστηκε από την Επιτροπή στις 18 Φεβρουαρίου 2014, η Landesvereinigung der Bayerischen Milchwirtschaft e.V. επισήμανε ότι οι έλεγχοι για τον εντοπισμό επιβλαβών ουσιών στο γάλα και στα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι σημαντικοί για την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην ασφάλεια των γαλακτοκομικών προϊόντων. Οι εν λόγω έλεγχοι λειτουργούν σαν σύστημα έγκαιρης ανίχνευσης για τον εντοπισμό και την καταπολέμηση κινδύνων ή για τη λήψη των απαραίτητων προληπτικών μέτρων.

5.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

(51)

Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέφρασε την άποψη ότι τα επιμέρους μέτρα φαίνεται να έχουν όλα τα χαρακτηριστικά κρατικής ενίσχυσης. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η Γερμανία δεν παρουσίασε την εφαρμοστέα νομοθεσία στον τομέα των επίσημων ελέγχων ασφάλειας των τροφίμων και της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων βάσει της οποίας το συγκεκριμένο καθήκον ανατίθεται στο κράτος. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι η υποχρέωση διενέργειας της παρακολούθησης μολυσματικών προσμείξεων αφορά τα γαλακτοκομεία και, επομένως, εάν το κράτος διενέργησε και κατέβαλε τα έξοδα για τους ελέγχους αυτούς, χορηγήθηκε σε αυτά πλεονέκτημα.

(52)

Κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Γερμανία και οι ενδιαφερόμενοι υποστήριξαν ότι η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν χορηγεί κανένα πλεονέκτημα στα γαλακτοκομεία. Η Γερμανία παρουσίασε ολοκληρωμένες πληροφορίες σχετικά με τα νομικά, διοικητικά και πραγματικά στοιχεία των επιμέρους μέτρων. Επομένως, πρέπει να επανεξεταστεί το ζήτημα της ύπαρξης ενίσχυσης και ειδικότερα της ύπαρξης πλεονεκτήματος για τα γαλακτοκομεία.

(53)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(54)

Οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ είναι σωρευτικές. Συνεπώς, για να προσδιοριστεί κατά πόσο ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, πρέπει να πληρούνται όλες οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις. Ως αποτέλεσμα, εάν δεν ικανοποιείται μία από τις προϋποθέσεις, τότε το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση.

(55)

Η προϋπόθεση για την ύπαρξη ενίσχυσης θα εξεταστεί πριν από τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, διότι το κύριο επιχείρημα της Γερμανίας και των ενδιαφερομένων είναι ότι τα επιμέρους μέτρα δεν χορηγούν κανένα πλεονέκτημα στα γαλακτοκομεία.

(56)

Τα επιχειρήματα της Γερμανίας και των ενδιαφερομένων βασίζονται στην ύπαρξη διαφορετικών καθηκόντων ελέγχου τα οποία προβλέπονται στην ενωσιακή και στην εθνική νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων και ιδίως στη διάκριση μεταξύ των επίσημων ελέγχων που διενεργούν οι αρμόδιοι φορείς και των αυτοελέγχων που διενεργούν οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη Γερμανία, η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων που διενεργούν οι φορείς στους οποίους έχει ανατεθεί το καθήκον αυτό και η οποία χρηματοδοτείται από δημόσιους πόρους μέσω της εισφοράς επί του γάλακτος είναι συμπληρωματική του επίσημου ελέγχου ασφάλειας των τροφίμων και διακρίνεται από τους αυτοελέγχους που διενεργούν οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις, οι οποίες αναλαμβάνουν και το κόστος τους. Επομένως, τα γαλακτοκομεία δεν λαμβάνουν κανένα πλεονέκτημα από το γεγονός ότι το κράτος διενεργεί την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων.

(57)

Για να διαπιστωθεί η βασιμότητα των επιχειρημάτων αυτών, πρέπει να αναλυθούν (1) η θέση της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων στο σύστημα των υποχρεώσεων ελέγχου όπως θεσπίζεται από την ενωσιακή και την εθνική νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων, δηλαδή αν διενεργείται ως υποχρέωση που ανατίθεται στο κράτος ή στις ιδιωτικές επιχειρήσεις τροφίμων και ζωοτροφών (γαλακτοκομεία), και (2) βάσει του αποτελέσματος της πρώτης ανάλυσης, κατά πόσον η διενέργεια της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων χορηγεί πλεονέκτημα στις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

5.1   Υποχρεώσεις ελέγχου βάσει της ενωσιακής και της εθνικής νομοθεσίας για την ασφάλεια των τροφίμων

(58)

Όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η περίοδος έρευνας ξεκινά στις 28 Νοεμβρίου 2001 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 152 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας). Η ανάλυση των σχετικών διατάξεων της νομοθεσίας για την ασφάλεια των τροφίμων θα καλύψει το διάστημα που ξεκινά από την εν λόγω ημερομηνία.

5.1.1   Η νομοθεσία της Ένωσης για την ασφάλεια των τροφίμων

5.1.1.1   Η νομοθεσία της Ένωσης για τις μολυσματικές προσμείξεις στα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος

(59)

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου (24) θεσπίζει ορισμένες βασικές αρχές σχετικά με τις προσμείξεις των τροφίμων, και ιδίως ότι (1) η διάθεση στην αγορά τροφίμων τα οποία περιέχουν πρόσμειξη σε ποσό μη αποδεκτό, όσον αφορά τη δημόσια υγεία, και ιδιαιτέρως από τοξικολογική άποψη, απαγορεύεται· και (2) για την προστασία της δημόσιας υγείας, πρέπει να καθορίζονται μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για ορισμένες προσμείξεις.

(60)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 της Επιτροπής (25) και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 καθορίζουν τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα ορισμένων ουσιών που επιμολύνουν τα τρόφιμα. Αυτά καλύπτουν ειδικότερα τις ακόλουθες μολυσματικές προσμείξεις στο γάλα: αφλατοξίνες, μόλυβδο (Pb), διοξίνη, πολυχλωριωμένα διβενζοφουράνια και πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB).

(61)

Σύμφωνα με τις νομοθετικές πράξεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 59 και 60 ανωτέρω, απαγορεύεται η διάθεση στην αγορά ορισμένων τροφίμων (συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος), εάν τα εν λόγω τρόφιμα περιέχουν ορισμένες μολυσματικές προσμείξεις σε επίπεδο το οποίο υπερβαίνει το μέγιστο προβλεπόμενο στις εν λόγω νομοθετικές πράξεις. Οι νομοθετικές πράξεις υποχρεώνουν επίσης τα κράτη μέλη να θεσπίσουν κατάλληλα μέτρα εποπτείας για τον έλεγχο της παρουσίας μολυσματικών προσμείξεων στα τρόφιμα.

(62)

Επιπλέον, στη σύσταση για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) στα τρόφιμα (26), η Επιτροπή συνιστά επίπεδα δράσης και επίπεδα στόχους για τα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος, για να ενθαρρυνθεί μια προορατική προσέγγιση για τη μείωση της παρουσίας των διοξινών και των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στα τρόφιμα. Ειδικότερα, τα εν λόγω επίπεδα δράσης αποτελούν εργαλείο για τις αρμόδιες αρχές και τις επιχειρήσεις τ, για την επισήμανση των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η πηγή μόλυνσης και να ληφθούν μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψή της. Η Επιτροπή συνιστά επίσης στα κράτη μέλη να διενεργούν, ανάλογα με την παραγωγή τους, τη χρήση και την κατανάλωση τροφίμων, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος, έλεγχο με τυχαία δειγματοληψία για την παρουσία διοξινών και παρόμοιων με τις διοξίνες PCB καθώς και -εάν είναι εφικτό- μη παρόμοιων με τις διοξίνες PCB στα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος. Όσον αφορά τις περιπτώσεις μη τήρησης των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 466/2001 και τις περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται ότι τα επίπεδα των διοξινών και/ή των παρόμοιων με τις διοξίνες PCB υπερβαίνουν τα επίπεδα δράσης, η Επιτροπή συνιστά στα κράτη μέλη, σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις, να διεξάγουν έρευνες για τον εντοπισμό της πηγής μόλυνσης και να λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση ή την εξάλειψη της πηγής μόλυνσης.

(63)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με τις μολυσματικές προσμείξεις στα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος, προβλέπει (1) νόμιμα όρια για ορισμένες μολυσματικές προσμείξεις των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των μολυσματικών προσμείξεων του γάλακτος, τα οποία αφορούν άμεσα τις επιχειρήσεις τροφίμων στις οποίες δεν επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά τροφίμων, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος, τα οποία υπερβαίνουν τα εν λόγω όρια, και (2) την υποχρέωση των κρατών μελών να εποπτεύουν την τήρηση των εν λόγω νόμιμων ορίων. Επιπλέον, υπάρχει σύσταση σε επίπεδο Ένωσης (σύσταση της Επιτροπής), με την οποία η Επιτροπή ζητεί από τα κράτη μέλη να επιβλέπουν τα επίπεδα δράσης διοξίνης και παρόμοιων μολυσματικών προσμείξεων και να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα.

5.1.1.2   Η νομοθεσία της Ένωσης για τα κατάλοιπα σε ζωικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος

(64)

Η οδηγία 96/23/ΕΚ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να θεσπίσουν μέτρα ελέγχου των ουσιών και των ομάδων καταλοίπων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας. Οι ουσίες και τα κατάλοιπα που ελέγχονται στην περίπτωση του γάλακτος είναι ορισμένες ενώσεις, αντιβακτηριακές ουσίες, ανθελμινθικά, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, οργανοχλωριούχες ενώσεις, οργανοφωσφορικές ενώσεις, χημικά στοιχεία, μυκοτοξίνες.

(65)

Η οδηγία 96/23/ΕΚ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να ελέγχουν ορισμένα ζωικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος, για την ανίχνευση της παρουσίας καταλοίπων και ουσιών. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη υποβάλλουν για έγκριση στην Επιτροπή σχέδια επιτήρησης. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να διενεργούν επίσημους δειγματοληπτικούς ελέγχους αιφνιδιαστικώς σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής πρωτογενών προϊόντων ζωικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος.

(66)

Η οδηγία 96/23/ΕΚ προβλέπει επίσης την αυτοπαρακολούθηση και τη συνυπευθυνότητα των επιχειρήσεων. Οι ιδιοκτήτες ή οι υπεύθυνοι εγκαταστάσεων πρώτης μεταποίησης πρωτογενών προϊόντων ζωικής προέλευσης (και συγκεκριμένα γάλακτος) οφείλουν να λαμβάνουν — ιδίως μέσω αυτοελέγχου — όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να βεβαιώνονται ότι τα προϊόντα που εισάγονται στην εγκατάσταση δεν παρουσιάζουν επίπεδα καταλοίπων ή απαγορευμένες ουσίες που υπερβαίνουν τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια.

(67)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η νομοθεσία της Ένωσης για τα κατάλοιπα σε ζωικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος, προβλέπει (1) κατάλογο επιβλαβών ουσιών και καταλοίπων στο γάλα που πρέπει να ελέγχονται· (2) το καθήκον των κρατών μελών να παρακολουθούν και να διενεργούν πρόσθετους ελέγχους σχετικά με την παρουσία των εν λόγω ουσιών και καταλοίπων στο γάλα· (3) την υποχρέωση των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και στη μεταποίηση γάλακτος να διενεργούν αυτοελέγχους.

5.1.1.3   Οριζόντια νομοθεσία της Ένωσης για τον έλεγχο της ασφάλειας των τροφίμων

(68)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 καθορίζει τις γενικές αρχές και τις υποχρεώσεις σε θέματα ασφάλειας τροφίμων. Όσον αφορά τις υποχρεώσεις, το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.

Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών εξασφαλίζουν ότι τα τρόφιμα ή οι ζωοτροφές, σε όλα τα στάδια της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής μέσα στην επιχείρηση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό τους, ικανοποιούν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητές τους και επαληθεύουν την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων.

2.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τη νομοθεσία για τα τρόφιμα, παρακολουθούν και επαληθεύουν εάν τηρούνται οι σχετικές απαιτήσεις της νομοθεσίας αυτής από τους υπευθύνους των επιχειρήσεων τροφίμων και ζωοτροφών σε όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής. Για τον σκοπό αυτό, διατηρούν σύστημα επίσημων ελέγχων και άλλων δραστηριοτήτων όπως αρμόζει στις περιστάσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η δημόσια επικοινωνία σε θέματα που αφορούν την ασφάλεια και τον κίνδυνο των τροφίμων και των ζωοτροφών, η εποπτεία της ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών και άλλες δραστηριότητες παρακολούθησης που καλύπτουν όλα τα στάδια παραγωγής, μεταποίησης και διανομής. Τα κράτη μέλη καθορίζουν επίσης το σύστημα των κυρώσεων που επιβάλλονται στις παραβιάσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές. Οι εν λόγω κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.».

(69)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, η έννοια του τροφίμου περιλαμβάνει το γάλα είτε έχει υποστεί πλήρη ή μερική επεξεργασία είτε όχι, το οποίο προορίζεται για βρώση από τον άνθρωπο ή αναμένεται ευλόγως ότι θα χρησιμεύσει για τον σκοπό αυτό.

(70)

Οι υποχρεώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 αφορούν τόσο τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων όσο και τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 κάνει σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων (συγκεκριμένα των γαλακτοκομικών επιχειρήσεων), οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τους δικούς τους ελέγχους εντός των εγκαταστάσεών τους προκειμένου να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης τήρησης των νόμιμων ορίων μολυσματικών προσμείξεων και καταλοίπων και, αφετέρου, των αρχών των κρατών μελών, οι οποίες είναι υπεύθυνες για την παρακολούθηση και την επαλήθευση της τήρησης των απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα. Συναφώς, οι αρχές των κρατών μελών ασκούν δύο δραστηριότητες: Τα κράτη μέλη οφείλουν να διενεργούν επίσημους ελέγχους, υπό τη στενή του όρου έννοια, και οφείλουν να αναλαμβάνουν πρόσθετες δραστηριότητες όπως αρμόζει στις περιστάσεις, όπως εποπτεία της ασφάλειας των τροφίμων και άλλες δραστηριότητες παρακολούθησης, οι οποίες καλύπτουν όλα τα στάδια της παραγωγής, της μεταποίησης και της διανομής.

(71)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 θεσπίζει, μεταξύ άλλων, περαιτέρω κανόνες σχετικά με τους επίσημους ελέγχους των κρατών μελών όσον αφορά τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης, συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος. Προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καταρτίζουν επίσημα εθνικά σχέδια ελέγχου και τα προσαρμόζουν τακτικά, αναλόγως των εξελίξεων. Τα σχέδια ελέγχου μπορούν να αναπροσαρμόζονται και να τροποποιούνται λαμβάνοντας υπόψη ή προκειμένου να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως η εμφάνιση νέων νόσων ή άλλων κινδύνων για την υγεία ή επιστημονικά πορίσματα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 42 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 882/2004.

(72)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι διατάξεις της Ένωσης για τους ελέγχους ασφάλειας των τροφίμων (συμπεριλαμβανομένου του γάλακτος) προβλέπουν δύο διαφορετικά επίπεδα υποχρεώσεων τα οποία πρέπει να υφίστανται παράλληλα: την υποχρέωση των υπευθύνων επιχειρήσεων τροφίμων (των γαλακτοκομικών επιχειρήσεων) να τηρούν τις απαιτήσεις ασφάλειας των τροφίμων και την υποχρέωση ελέγχου των κρατών μελών να επαληθεύουν την τήρηση των σχετικών απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα από τους υπευθύνους επιχειρήσεων τροφίμων. Επιπλέον, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να διενεργούν τους επίσημους ελέγχους ασφάλειας των τροφίμων, υπό τη στενή του όρου έννοια, και πρόσθετες δραστηριότητες όπως αρμόζει στις περιστάσεις, όπως δραστηριότητες παρακολούθησης, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των κινδύνων για την υγεία, οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την αναπροσαρμογή των ελέγχων τους στις νέες εξελίξεις.

5.1.2   Εθνική νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων

(73)

Πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, ο γερμανικός νόμος για τα τρόφιμα (άρθρο 8 του Lebensmittel- und Bedarfsgegenständegesetz) προέβλεπε απαγόρευση παραγωγής και διάθεσης στην αγορά τροφίμων επικίνδυνων για την ανθρώπινη υγεία. Η απαγόρευση αφορούσε όλους τους παραγωγούς τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών γάλακτος. Οι επίσημοι έλεγχοι ρυθμίζονταν στο άρθρο 40 του γερμανικού νόμου για τα τρόφιμα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, οι αρμόδιες επίσημες αρχές υποχρεούνταν να διενεργούν τις απαραίτητες δοκιμές και δειγματοληψίες.

(74)

Μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, η νομοθεσία της Ένωσης προβλέπει άμεσα εφαρμοστέα υποχρέωση των παραγωγών τροφίμων να παράγουν και να διαθέτουν στην αγορά ασφαλή τρόφιμα, καθώς και άμεσα εφαρμοστέα υποχρέωση των κρατών μελών να διενεργούν επίσημους ελέγχους. Ο γερμανικός νόμος για την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών περιέχει περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τις εν λόγω υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων κανόνων σχετικά με την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του ομοσπονδιακού και του περιφερειακού επιπέδου και την προετοιμασία και την εκτέλεση των επίσημων σχεδίων ελέγχου. Το κόστος των ίδιων ελέγχων των επιχειρήσεων τροφίμων (συμπεριλαμβανομένων των γαλακτοκομικών) φέρουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Τα έξοδα των επίσημων ελέγχων, συμπεριλαμβανομένης της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων, καλύπτονται από το κράτος.

(75)

Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων, ειδικότερα, θεωρείται συμπληρωματικός έλεγχος του επίσημου ελέγχου ασφάλειας των τροφίμων, υπό τη στενή του όρου έννοια. Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων είναι δραστηριότητα ελέγχου η οποία προβλέπεται στα άρθρα 50 και 51 του νόμου για την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών. Η ακριβής σχέση μεταξύ των επίσημων ελέγχων ασφάλειας των τροφίμων και της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων περιγράφεται στο υπόμνημα που κατέθεσε η Γερμανία (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 18 έως 34 ανωτέρω). Τα χαρακτηριστικά της μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

(76)

Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων έχει προληπτικό χαρακτήρα. Κύριο αντικείμενο της παρακολούθησης δεν είναι η παρατήρηση της τήρησης των νόμιμων ορίων (καθώς αυτό είναι το αντικείμενο των επίσημων ελέγχων ασφάλειας των τροφίμων), αλλά η παρατήρηση της εξέλιξης της παρουσίας των μολυσματικών προσμείξεων εντός των νόμιμων ορίων και η ανίχνευση τιμών υψηλότερων από τις συνηθισμένες, οι οποίες μπορούν να παράσχουν έγκαιρη προειδοποίηση ή ενδείξεις για δυνητικούς κινδύνους.

(77)

Οι παράμετροι (οι συγκεκριμένες μολυσματικές προσμείξεις που ελέγχονται, το χρονοδιάγραμμα, οι περιοχές) της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων προτείνονται από ειδικούς φορείς οι οποίοι ορίζονται από τις αρμόδιες για την ασφάλεια των τροφίμων αρχές των ομόσπονδων κρατών. Οι παράμετροι καθορίζονται κατά περίπτωση βάσει αξιολόγησης κινδύνου. Εγκρίνονται από τις αρμόδιες για την ασφάλεια των τροφίμων αρχές των ομόσπονδων κρατών. Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων διενεργείται από τους φορείς που ορίζουν οι αρμόδιες για την ασφάλεια των τροφίμων αρχές των ομόσπονδων κρατών. Τα ομόσπονδα κράτη ασκούν καθήκον συντονισμού των φορέων που έχουν επιφορτιστεί με τη διενέργεια της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων.

(78)

Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων η οποία συμπληρώνει τον επίσημο έλεγχο ασφάλειας των τροφίμων συνεισφέρει σε αυτόν με τους ακόλουθους τρόπους: τα αποτελέσματα της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων χρησιμοποιούνται για την αναπροσαρμογή και την τροποποίηση των επίσημων σχεδίων ελέγχου, όταν κρίνεται απαραίτητο, και για τη λήψη περαιτέρω προληπτικών μέτρων, όπως εκείνα που επιτρέπουν τον έγκαιρο εντοπισμό κινδύνων για την υγεία, τη διάδοση πληροφοριών στο κοινό για τους κινδύνους για την υγεία και το περιβάλλον, τη δημιουργία βάσεων δεδομένων και την ανάλυση των διαθέσιμων δεδομένων καθώς και την υποβολή προτάσεων για νομοθετικές τροποποιήσεις.

(79)

Επομένως, συνάγεται ότι:

1)

η εθνική νομοθεσία για την ασφάλεια των τροφίμων συνάδει με τη νομοθεσία της Ένωσης για την ασφάλεια των τροφίμων και θεσπίζει δύο επίπεδα υποχρεώσεων: υποχρεώσεις στο επίπεδο των γαλακτοκομείων και υποχρεώσεις στο επίπεδο των κρατών μελών·

2)

η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων διενεργείται στο πλαίσιο της επίσημης λειτουργίας ελέγχου των κρατών μελών και ειδικότερα στο πλαίσιο «άλλων δραστηριοτήτων όπως αρμόζει στις περιστάσεις», κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002. Επιπλέον, η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων παραμένει άμεσα συνδεδεμένη με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 466/2001 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1881/2006, τη σύσταση για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα καθώς και την οδηγία 96/23/ΕΚ για την παρακολούθηση και τη διενέργεια πρόσθετων ελέγχων σχετικά με την παρουσία μολυσματικών προσμείξεων στο γάλα·

3)

η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων συνδέεται άμεσα με τον επίσημο έλεγχο ασφάλειας των τροφίμων που διενεργεί το κράτος μέλος, καθώς παρέχει πληροφορίες οι οποίες χρησιμοποιούνται για τη συμπλήρωσή του·

4)

η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων βασίζεται σε αξιολόγηση του κινδύνου η οποία διενεργείται από δημόσια ορισμένο φορέα, διεξάγεται βάσει δημόσια εγκεκριμένου προγράμματος, το οποίο καθορίζει τις περιοχές, τον χρόνο, τις ουσίες που πρόκειται να ελεγχθούν και το οποίο επικαιροποιείται σύμφωνα με την αξιολόγηση του κινδύνου. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν έχει τακτικό χαρακτήρα·

5)

η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων διενεργείται με τη μορφή τυχαίων δειγματοληψιών, στο πλαίσιο των οποίων τα δείγματα λαμβάνονται στο επίπεδο του οχήματος συλλογής και μεταφοράς του γάλακτος· τόσο τα δείγματα όσο και τα αποτελέσματα είναι ανώνυμα·

6)

τα αποτελέσματα των δοκιμών χρησιμοποιούνται για τον έγκαιρο εντοπισμό κινδύνων και για τη λήψη δημόσιων προληπτικών μέτρων·

7)

η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν απαλλάσσει τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις από την υποχρέωσή τους να διενεργούν ίδιους ελέγχους για την τήρηση των νόμιμων ορίων που θεσπίζονται όσον αφορά τα επίπεδα μολυσματικών προσμείξεων και καταλοίπων στο γάλα.

5.2   Η ύπαρξη πλεονεκτήματος για τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις

(80)

Βάσει των ανωτέρω συμπερασμάτων σχετικά με τη φύση της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων, πρέπει να αναλυθεί κατά πόσον αυτή χορηγεί πλεονέκτημα στις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις.

(81)

Όλα τα είδη μέτρωντα οποία μετριάζουν τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού μιας επιχείρησης και τα οποία, ως εκ τούτου, χωρίς να αποτελούν επιδοτήσεις εν στενή έννοια, έχουν ίδια φύση και όμοια αποτελέσματα με αυτές χορηγούν πλεονέκτημα στην εν λόγω επιχείρηση (27). Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η χρηματοδοτούμενη από το κράτος παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων απαλλάσσει τα γαλακτοκομεία από συνήθη επιβάρυνση του προϋπολογισμού τους.

(82)

Η έννοια της επιβάρυνσης (των δαπανών) που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχείρησης περιλαμβάνει δαπάνες οι οποίες θεωρούνται συμφυείς στην οικονομική δραστηριότητά της καθώς και τις πρόσθετες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν οι επιχειρήσεις λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου, από κανονιστική ρύθμιση ή από σύμβαση που ισχύουν για οικονομική δραστηριότητα (28).

(83)

Όσον αφορά τον γαλακτοκομικό κλάδο, οι συμφυείς δαπάνες των γαλακτοκομικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων δαπανών που επιβάλλονται εκ του νόμου, είναι για παράδειγμα:

οι δαπάνες για τη διαπίστωση της ποιότητας του γάλακτος οι οποίες είναι συμφυείς στην οικονομική δραστηριότητα επειδή είναι απαραίτητες για τον καθορισμό της τιμής του γάλακτος (29)·

οι δαπάνες αυτοελέγχου της ασφάλειας των τροφίμων τον οποίο διενεργούν οι ίδιες οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις προκειμένου να συμμορφώνονται με την υποχρέωση να παράγουν και να διαθέτουν στην αγορά μόνο γάλα που είναι ασφαλές για ανθρώπινη κατανάλωση. Τα γαλακτοκομεία διενεργούν και καλύπτουν τις δαπάνες για τους εν λόγω ελέγχους (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 33 και 34 ανωτέρω).

(84)

Από την άλλη πλευρά, οι δαπάνες για την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν είναι συμφυείς στην παραγωγή, στη μεταποίηση και στη διάθεση γάλακτος στην αγορά ούτε συνιστούν πρόσθετες δαπάνες τις οποίες πρέπει να καλύπτουν οι επιχειρήσεις λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου.

(85)

Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν συνδέεται με μεμονωμένα γαλακτοκομεία, αλλά διενεργείται τυχαία, στο επίπεδο της συλλογής του γάλακτος, και είναι επομένως ανώνυμη (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 20 και 28). Επιπλέον, δεν καλύπτει το σύνολο του γάλακτος που παράγεται, μεταφέρεται και διατίθεται στην αγορά, αλλά μόνον μέρος αυτού, ενώ η συχνότητα και ο τόπος των εν λόγω ελέγχων καθορίζεται βάσει αξιολόγησης του κινδύνου· επομένως, δεν έχει τακτικό χαρακτήρα (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 20 και 21).

(86)

Επιπλέον, στόχος της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων δεν είναι να διαπιστωθεί αν τηρούνται τα νόμιμα όρια όσον αφορά την παρουσία διαφόρων επιβλαβών ουσιών. Πρώτον, τα γαλακτοκομεία διενεργούν ίδιους ελέγχους για τον σκοπό αυτό (βλέπε αιτιολογική σκέψη 83, δεύτερη περίπτωση)· και δεύτερον, στόχος της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων είναι ο έγκαιρος εντοπισμός κινδύνων μέσω της ανάλυσης τιμών οι οποίες βρίσκονται εντός των νόμιμων ορίων, αλλά είναι υψηλότερες από τις συνηθισμένες σε μια δεδομένη περιοχή (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 26, 27, 29).

(87)

Τα γαλακτοκομεία δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων και τα αποτελέσματά της για να καθορίσουν την ποιότητα του γάλακτος που παράγουν. Εξάλλου, η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταποίηση του γάλακτος που συλλέγεται και για τη διάθεση στην αγορά των παραγόμενων γαλακτοκομικών προϊόντων. Μόνον στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται στο πλαίσιο της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων υπέρβαση των νόμιμων τιμών, λαμβάνονται από την αρμόδια για την ασφάλεια των τροφίμων αρχή, στο πλαίσιο χωριστής διαδικασίας, μέτρα τα οποία έχουν αρνητικές συνέπειες για το συγκεκριμένο γαλακτοκομείο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 30).

(88)

Οι δαπάνες για την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν συνιστούν πρόσθετες δαπάνες τις οποίες πρέπει να καλύπτουν οι επιχειρήσεις λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου οι οποίες εφαρμόζονται στην παραγωγή γάλακτος (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 32, 33, 34). Η υποχρέωση των γαλακτοκομείων συνίσταται στη διενέργεια ίδιων ελέγχων ασφάλειας των τροφίμων εντός της επιχείρησης προκειμένου να συμμορφώνονται με την υποχρέωση παραγωγής και διάθεσης στην αγορά γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων που είναι ασφαλή για ανθρώπινη κατανάλωση, συμπεριλαμβανομένης της τήρησης των νόμιμων ορίων για τις μολυσματικές προσμείξεις και τα κατάλοιπα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 83, δεύτερη περίπτωση). Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν απαλλάσσει τα γαλακτοκομεία από τη διενέργεια ίδιων ελέγχων ασφάλειας προκειμένου να συμμορφώνονται με τις νομικές υποχρεώσεις τους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 34).

(89)

Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων αποτελεί καθήκον που σχετίζεται με τους επίσημους ελέγχους ασφάλειας των τροφίμων για τους οποίους αρμόδιες είναι οι δημόσιες αρχές και οι οποίοι χρηματοδοτούνται από το κράτος (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 32, 63, 67, 72 και 79 σημείο 2), και δεν απαλλάσσει τις γαλακτοκομικές επιχειρήσεις από την υποχρέωση να διενεργούν έλεγχο της ασφάλειας των τροφίμων, η οποία τους επιβάλλεται από τη νομοθεσία της Ένωσης και την εθνική νομοθεσία.

(90)

Σε πρόσφατη νομολογία, και συγκεκριμένα στην απόφαση για την υπόθεση T-538/11 Βασίλειο του Βελγίου κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής (30), το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε ότι «η έννοια των δαπανών που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό επιχειρήσεως περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις πρόσθετες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν οι επιχειρήσεις λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου, από κανονιστική ρύθμιση ή από σύμβαση που ισχύουν για οικονομική δραστηριότητα» (βλέπε σκέψη 76 της απόφασης). Στην εν λόγω υπόθεση, βάσει νόμου επιβλήθηκε ρητώς στις σχετικές επιχειρήσεις η υποχρέωση διενέργειας εξετάσεων ανίχνευσης μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ).

(91)

Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση που αφορά την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων, οι έλεγχοι δεν επιβάλλονται στα γαλακτοκομεία λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου, από κανονιστική ρύθμιση ή από σύμβαση που ισχύουν για οικονομική δραστηριότητα. Οι έλεγχοι που επιβάλλονται στα γαλακτοκομεία λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου, από κανονιστική ρύθμιση ή από σύμβαση που ισχύουν για οικονομική δραστηριότητα περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 63 σημείο 1, 67 σημείο 3 και 83 δεύτερη περίπτωση ανωτέρω. Οι εν λόγω έλεγχοι είναι απαραίτητοι για να μπορούν τα γαλακτοκομεία να αποδείξουν ότι συμμορφώνονται με τα νόμιμα όρια παρουσίας μολυσματικών προσμείξεων, όπως προβλέπονται από τη νομοθεσία.

(92)

Ωστόσο, η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν συνιστά εργαλείο απόδειξης της τήρησης των εν λόγω νόμιμων ορίων. Στόχος της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων είναι η ανίχνευση τιμών μολυσματικών προσμείξεων που δεν υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια για προληπτικούς σκοπούς, οι οποίοι εξηγούνται ανωτέρω, οι δε έλεγχοι είναι τυχαίοι και μη τακτικοί (βλέπε αιτιολογική σκέψη 76). Η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν εντάσσεται στους ελέγχους που είναι απαραίτητοι για να μπορούν τα γαλακτοκομεία να αποδείξουν ότι συμμορφώνονται με τα νόμιμα όρια παρουσίας μολυσματικών προσμείξεων, όπως προβλέπονται από τη νομοθεσία. Επομένως, τα πορίσματα της υπόθεσης T-538/11 σχετικά με τη χορήγηση πλεονεκτήματος στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις από τις υποχρεωτικές εξετάσεις ανίχνευσης ΜΣΕ δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση που αφορά την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων.

(93)

Ως εκ τούτου, οι δαπάνες της παρακολούθησης των μολυσματικών προσμείξεων δεν χαρακτηρίζονται δαπάνες συμφυείς στην οικονομική δραστηριότητα των γαλακτοκομείων ούτε πρόσθετες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν οι επιχειρήσεις λόγω υποχρεώσεων εκ του νόμου που ισχύουν για την οικονομική τους δραστηριότητα.

(94)

Για τον λόγο αυτό, η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν απαλλάσσει τα γαλακτοκομεία από επιβαρύνσεις που βαρύνουν κατά κανόνα τον προϋπολογισμό τους και ούτε περιορίζει τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού τους· επομένως, η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν τους χορηγεί κανένα πλεονέκτημα.

(95)

Ως εκ τούτου, καθώς μία εκ των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, και συγκεκριμένα η ύπαρξη πλεονεκτήματος, δεν πληρούται, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι γενικές δραστηριότητες υγειονομικής προστασίας, στο πλαίσιο του νόμου για το γάλα και το λίπος, γνωστές ως παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων, οι οποίες αναφέρονται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας ως επιμέρους μέτρα BW 9, BY 5, HE 8, NI 2, NW 1, RP 3, SL 4 και TH 8 δεν συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Βρυξέλλες, 4 Απριλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Phil HOGAN

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 7 της 10.1.2014, σ. 8.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 248 της 24.9.2015, σ. 9).

(3)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ έγιναν, αντιστοίχως, άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ και τα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ είναι ουσιαστικά ταυτόσημα. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι παραπομπές στα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ θα πρέπει να νοούνται ως παραπομπές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ, κατά περίπτωση. Η ΣΛΕΕ επέφερε επίσης ορισμένες αλλαγές στην ορολογία, όπως παραδείγματος χάριν την αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» από τον όρο «Ένωση» και του όρου «κοινή αγορά» από τον όρο «εσωτερική αγορά». Στην παρούσα απόφαση χρησιμοποιείται η ορολογία της ΣΛΕΕ.

(4)  Παρότι στη σύντομη περιγραφή των μέτρων BW9 και RP3 που παρατίθεται στο παράρτημα της απόφασης κίνησης της διαδικασίας αναφέρονται και άλλοι έλεγχοι ποιότητας, κατέστη σαφές από τις περαιτέρω πληροφορίες που υπέβαλε η Γερμανία ότι τα εν λόγω μέτρα καλύπτουν μόνον την παρακολούθηση των μολυσματικών προσμείξεων, η οποία αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, και όχι άλλους ελέγχους ποιότητας.

(5)  ΕΕ C 7 της 10.1.2014, σ. 8.

(6)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 882/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τη διενέργεια επισήμων ελέγχων της συμμόρφωσης προς τη νομοθεσία περί ζωοτροφών και τροφίμων και προς τους κανόνες για την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων (ΕΕ L 165 της 30.4.2004, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 854/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών διατάξεων για την οργάνωση των επίσημων ελέγχων στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 206).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1881/2006 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2006, για καθορισμό μέγιστων επιτρεπτών επιπέδων για ορισμένες ουσίες οι οποίες επιμολύνουν τα τρόφιμα (ΕΕ L 364 της 20.12.2006, σ. 5).

(11)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Φεβρουαρίου 2005, για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα ή πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης και για την τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 70 της 16.3.2005, σ. 1).

(12)  Οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, περί λήψεως μέτρων ελέγχου για ορισμένες ουσίες και τα κατάλοιπά τους σε ζώντα ζώα και στα προϊόντα τους και καταργήσεως των οδηγιών 85/358/ΕΟΚ και 86/469/ΕΟΚ και των αποφάσεων 89/187/ΕΟΚ και 91/664/ΕΟΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10).

(13)  Απόφαση 97/747/ΕΚ της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 1997, για τον καθορισμό των επιπέδων και συχνοτήτων δειγματοληψίας που προβλέπονται στην οδηγία 96/23/ΕΚ του Συμβουλίου με σκοπό την ανίχνευση ορισμένων ουσιών και καταλοίπων που απαντώνται σε ορισμένα ζωικά προϊόντα (ΕΕ L 303 της 6.11.1997, σ. 12).

(14)  Σύσταση 2011/516/ΕΕ της Επιτροπής, της 23ης Αυγούστου 2011, για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων (PCB) στις ζωοτροφές και στα τρόφιμα (ΕΕ L 218 της 24.8.2011, σ. 23).

(15)  ΕΕ C 364 της 18.12.2000, σ. 1.

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 37/2010 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με φαρμακολογικώς δραστικές ουσίες και την ταξινόμησή τους όσον αφορά τα ανώτατα όρια καταλοίπων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 15 της 20.1.2010, σ. 1).

(17)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1983 στην υπόθεση Deutsche Milchkontor GmbH και άλλοι κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 205 έως 215/82, ECLI:EU:C:1983:233.

(18)  ΕΕ C 8 της 11.1.2012, σ. 4.

(19)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 1994, C-364/92 — SAT Fluggesellschaft κατά Eurocontrol, ECLI:EU:C:1994:7, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1997, C-343/95 — Calì & Figli κατά Servizi Ecologici Porto di Genova, ECLI:EU:C:1997:160, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Δεκεμβρίου 2012, C-288/11 P — Mitteldeutsche Flughafen AG και Flughafen Leipzig-Halle GmbH κατά Επιτροπής, ECLI:EU:C:2012:821.

(20)  Άρθρο 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 114 παράγραφος 3 και άρθρο 168 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, άρθρο 2 παράγραφος 2 του γερμανικού συντάγματος (Grundgesetz).

(21)  Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τη Landesvereinigung der Milchwirtschaft Niedersachsen eV γενικά για όλα τα μέτρα που χρηματοδοτήθηκαν μέσω της εισφοράς επί του γάλακτος και όχι μόνον για τα επίμαχα επιμέρους μέτρα. Η ένωση υποστήριξε ότι δεν υφίσταται ενίσχυση. Πλήρης περιγραφή των εν λόγω παρατηρήσεων παρέχεται στην απόφαση της Επιτροπής C(2015) 6295 final της 18ης Σεπτεμβρίου 2015 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις SA.35484 (2013/C) (πρώην SA.35484 (2012/NN)) που χορηγούνται από τη Γερμανία για ελέγχους ποιότητας του γάλακτος στο πλαίσιο του νόμου για το γάλα και το λίπος.

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004 για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης (ΕΕ L 139 της 30.4.2004, σ. 55).

(23)  ΕΕ C 319 της 27.12.2006, σ. 1.

(24)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 315/93 του Συμβουλίου, της 8ης Φεβρουαρίου 1993, για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τις προσμείξεις των τροφίμων (ΕΕ L 37 της 13.2.1993, σ. 1).

(25)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 466/2001 της Επιτροπής, της 8ης Μαρτίου 2001, για τον καθορισμό μέγιστων τιμών ανοχής για ορισμένες προσμείξεις στα τρόφιμα (ΕΕ L 77 της 16.3.2001, σ. 1).

(26)  ΕΕ L 67 της 9.3.2002, σ. 69.

(27)  Βλέπε την απόφαση στην υπόθεση T-538/11, Βασίλειο του Βελγίου κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 71, ECLI:EU:T:2015:188 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

(28)  Βλέπε, κατ' αναλογία, τις αποφάσεις στην υπόθεση T-538/11, Βασίλειο του Βελγίου κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 76, ECLI:EU:T:2015:188, στην υπόθεση C-172/03, Heiser κατά Finanzamt Innsbruck, σκέψη 38, ECLI:EU:C:2005:130, στην υπόθεση C-126/01, Ministère de l'Économie, des Finances et de l'Industrie κατά GEMO SA, σκέψεις 31, 32, ECLI:EU:C:2003:622, στην υπόθεση C-251/97, Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 40, ECLI:EU:C:1999:480, στην υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψεις 15 έως 18, ECLI:EU:C:1974:71.

(29)  Βλέπε απόφαση της Επιτροπής C(2015) 6295 final της 18 Σεπτεμβρίου 2015 σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις SA.35484 (2013/C) (πρώην SA.35484 (2012/NN)) που χορηγούνται από τη Γερμανία για ελέγχους ποιότητας του γάλακτος στο πλαίσιο του νόμου για το γάλα και το λίπος, αιτιολογικές σκέψεις 136-140.

(30)  ECLI:ΕΕ:T:2015:188.


Top