Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014Q0131(01)

    Πρακτικές οδηγίες προς τους διαδίκους, σχετικά με τις υποθέσεις που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου

    ΕΕ L 31 της 31.1.2014, p. 1–13 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 29/02/2020; καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 32020Q0214(01)

    ELI: http://data.europa.eu/eli/proc_rules/2014/131/oj

    31.1.2014   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 31/1


    ΠΡΑΚΤΙΚΈΣ ΟΔΗΓΊΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΊΚΟΥΣ, ΣΧΕΤΙΚΆ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΘΈΣΕΙΣ ΠΟΥ ΆΓΟΝΤΑΙ ΕΝΏΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

    Πίνακας περιεχομένων

    I.

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Τα στάδια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους

    Η εκπροσώπηση των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    Τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και η δικαστική αρωγ

    Η τήρηση ανωνυμίας διαδίκου

    II.

    ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    Ο σκοπός του εγγράφου σταδίου της διαδικασίας

    Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως

    Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στις ευθείες προσφυγές

    Το δικόγραφο της προσφυγής

    Το υπόμνημα αντικρούσεως

    Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως

    Η αίτηση ταχείας διαδικασίας

    Οι αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως προσωρινών μέτρων (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

    Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στις αιτήσεις αναιρέσεως

    Το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως

    Το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    Η ανταναίρεση

    Το υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως

    Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως

    Οι υποβαλλόμενες βάσει του άρθρου 57 του Οργανισμού αιτήσεις αναιρέσεως

    Η παρέμβαση στις ευθείες προσφυγές και στις αιτήσεις αναιρέσεως

    Η αίτηση παρεμβάσεως

    Το υπόμνημα παρεμβάσεως

    Οι παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως

    Οι εκπρόθεσμες αιτήσεις παρεμβάσεως

    Η παρέμβαση στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή ταχείας διαδικασίας

    Ο αποκλεισμός της παρεμβάσεως στον τομέα των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

    Η μορφή και η δομή των δικογράφων

    Η κατάθεση και η διαβίβαση των δικογράφων

    III.

    ΤΟ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    Ο σκοπός της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως

    Η αίτηση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως

    Η κλήση προς συμμετοχή στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η ανάγκη ταχείας απαντήσεως στην κλήση αυτή

    Οι διατάξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όσον αφορά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

    Η συνήθης διεξαγωγή μιας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως

    Το πρώτο στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως: Οι αγορεύσεις

    Ο σκοπός των αγορεύσεων

    Ο χρόνος ομιλίας και η ενδεχόμενη παράτασή του

    Ο αριθμός των αγορητών

    Το δεύτερο στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως: Οι ερωτήσεις των μελών του Δικαστηρίου

    Το τρίτο στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως: Οι δευτερολογίες

    Οι συνέπειες και τα όρια της ταυτόχρονης διερμηνείας

    Η μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διαδικασία

    IV.

    ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

    Έχοντας υπόψη τον Κανονισμό Διαδικασίας της 25ης Σεπτεμβρίου 2012 (1) και, ιδίως, το άρθρο 208 αυτού,

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:

    (1)

    Στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 το Δικαστήριο θέσπισε, με την έγκριση του Συμβουλίου, νέο Κανονισμό Διαδικασίας καταργώντας τον Κανονισμό Διαδικασίας της 19ης Ιουνίου 1991, όπως είχε τροποποιηθεί πλέον πρόσφατα στις 24 Μαΐου 2011. Το κείμενο αυτό, που άρχισε να ισχύει την 1η Νοεμβρίου 2012, αποσκοπεί, ιδίως, να προσαρμόσει τη δομή και το περιεχόμενο του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προς την εξέλιξη των αγόμενων ενώπιόν του υποθέσεων και, ειδικότερα, προς τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία υποβάλλουν τα δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης, ενώ παράλληλα συμπληρώνει και διευκρινίζει, όσον αφορά διάφορες πτυχές, τους κανόνες που ισχύουν στη διεξαγωγή της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.

    (2)

    Κατά συνέπεια, πρέπει να αντικατασταθούν οι πρακτικές οδηγίες που αφορούν τις ευθείες προσφυγές και τις αναιρέσεις, οι οποίες είχαν συνταχθεί δυνάμει του προγενέστερου Κανονισμού Διαδικασίας, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης και προκειμένου να καταστούν πλέον εύληπτες, και να δοθούν στους διαδίκους και στους εκπροσώπους τους πρακτικές οδηγίες στηριζόμενες στον νέο Κανονισμό Διαδικασίας, λαμβανομένης υπόψη, ιδίως, της κτηθείσας κατά την εφαρμογή πείρας.

    (3)

    Οι νέες αυτές οδηγίες, που ισχύουν για όλες τις κατηγορίες υποθέσεων των οποίων μπορεί να επιληφθεί το Δικαστήριο, δεν έχουν ως αντικείμενο να υποκαταστήσουν τις εφαρμοστέες διατάξεις του Οργανισμού και του Κανονισμού Διαδικασίας. Σκοπός τους είναι να παράσχουν τη δυνατότητα στους διαδίκους και στους εκπροσώπους τους να αντιληφθούν καλύτερα το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών και να σχηματίσουν μιαν ακριβέστερη εικόνα της διεξαγωγής της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και, ιδίως, των ορίων και των δυνατοτήτων του Δικαστηρίου, ειδικότερα όσον αφορά τη διεκπεραίωση και τη μετάφραση των δικογράφων ή την ταυτόχρονη διερμηνεία των παρατηρήσεων που υποβάλλονται κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Όταν, αφενός, αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των υποθέσεων που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου και, αφετέρου, οι υποθέσεις καθίστανται όλο και πιο περίπλοκες, η γνώση και η τήρηση των ανά χείρας οδηγιών αποτελεί όντως, για τους διαδίκους, όπως και για το Δικαστήριο, εγγύηση ότι η εκδίκαση της κάθε υποθέσεως θα γίνει υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.

    (4)

    Εξάλλου, χάριν σαφηνείας, οι νέες αυτές οδηγίες πρέπει να περιλάβουν ορισμένες διατάξεις πρακτικής φύσεως –οι οποίες προηγουμένως περιλαμβάνονταν στον οδηγό προς τους εκπροσώπους των διαδίκων, στις οδηγίες προς τον γραμματέα του Δικαστηρίου ή στα έγγραφα κλήσεως στις επ’ ακροατηρίου συζητήσεις–, σχετικά με την κατάθεση και την επίδοση των διαδικαστικών εγγράφων, καθώς και με τη συγκεκριμένη διεξαγωγή του προφορικού σταδίου της διαδικασίας,

    ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ:

    I.   ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    Τα στάδια της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά τους

    1.

    Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων προβλεπομένων από το πρωτόκολλο περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «Οργανισμός») ή από τον Κανονισμό Διαδικασίας, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου περιλαμβάνει, κατά κανόνα, ένα έγγραφο στάδιο και ένα προφορικό στάδιο. Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας έχει ως σκοπό την παρουσίαση στο Δικαστήριο των αιτιάσεων, των λόγων ή των επιχειρημάτων των διαδίκων ή, προκειμένου περί προδικαστικής υποθέσεως, των παρατηρήσεων τις οποίες οι ενδιαφερόμενοι περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού επιθυμούν να καταθέσουν σχετικά με τα υποβαλλόμενα από τα δικαστήρια των κρατών μελών της Ένωσης ερωτήματα. Το προφορικό στάδιο, που ακολουθεί στη συνέχεια, έχει ως σκοπό να παράσχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να εμβαθύνει επί της υποθέσεως με ενδεχόμενη ακρόαση των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων κατά τη διάρκεια μιας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και, ενδεχομένως, με την ακρόαση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα.

    Η εκπροσώπηση των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    2.

    Κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 του Οργανισμού, οι διάδικοι στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει υποχρεωτικά να εκπροσωπούνται από άτομο δεόντως εξουσιοδοτημένο. Με εξαίρεση τα κράτη μέλη, τα άλλα κράτη που μετέχουν στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής «συμφωνία ΕΟΧ»), την Εποπτεύουσα Αρχή της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (στο εξής «ΕΖΕΣ»), καθώς και των οργάνων της Ένωσης, που εκπροσωπούνται από υπάλληλο ειδικά οριζόμενο για κάθε υπόθεση, οι λοιποί διάδικοι πρέπει να εκπροσωπούνται από δικηγόρο που έχει δικαίωμα παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους ή άλλου κράτους συμβαλλομένου στη συμφωνία ΕΟΧ. Η απόδειξη της ιδιότητας αυτής πρέπει να προσκομίζεται, οσάκις ζητείται, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας. Εξομοιώνονται προς τους δικηγόρους, κατά το άρθρο 19, έβδομο εδάφιο, του Οργανισμού, οι καθηγητές υπήκοοι κράτους μέλους, η νομοθεσία των οποίων τους αναγνωρίζει δικαίωμα παραστάσεως σε δικαστήριο.

    3.

    Στις προδικαστικές υποθέσεις, το Δικαστήριο λαμβάνει ωστόσο υπόψη, όσον αφορά την εκπροσώπηση των διαδίκων στη διαφορά της κύριας δίκης, τους διαδικαστικούς κανόνες που έχουν εφαρμογή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Κάθε άτομο που έχει δικαίωμα να εκπροσωπεί διάδικο ενώπιον του δικαστηρίου αυτού μπορεί, επομένως, να το εκπροσωπεί και ενώπιον του Δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που οι εθνικοί διαδικαστικοί κανόνες δεν απαιτούν εκπροσώπηση, οι διάδικοι στη διαφορά της κύριας δίκης δικαιούνται να υποβάλουν οι ίδιοι τις γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις τους. Σε περίπτωση αμφιβολιών επ’ αυτού, το Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να συλλέξει σχετικές πληροφορίες από τους διαδίκους αυτούς, τους εκπροσώπους τους ή από το υποβαλόν προδικαστικό ερώτημα δικαστήριο.

    4.

    Ανεξαρτήτως του τίτλου και της ιδιότητάς τους, τα άτομα που καλούνται να αγορεύσουν ενώπιον του Δικαστηρίου υποχρεούνται να φέρουν τήβεννο. Επομένως, όταν διοργανώνεται επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι εκπρόσωποι και οι δικηγόροι που μετέχουν σε αυτήν πρέπει να έχουν τη δική τους τήβεννο· το Δικαστήριο θέτει μερικές τηβέννους στη διάθεση των διαδίκων ή των εκπροσώπων τους που δεν έχουν δική τους.

    Τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και η δικαστική αρωγή

    5.

    Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 143 του Κανονισμού Διαδικασίας, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου χωρεί δωρεάν, οπότε κανένα τέλος ή καμία επιβάρυνση δεν καταβάλλεται προς αυτό λόγω της ασκήσεως προσφυγής ή της καταθέσεως δικογράφου. Τα δικαστικά έξοδα περί των οποίων γίνεται λόγος στα άρθρα 137 επ. του Κανονισμού Διαδικασίας περιλαμβάνουν αποκλειστικά τα λεγόμενα «αναζητήσιμα δικαστικά έξοδα», δηλαδή τα ποσά που ενδεχομένως οφείλονται στους μάρτυρες και στους εμπειρογνώμονες και τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της συμμετοχής τους στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία συνδέονται με την αμοιβή του εκπροσώπου τους και με τα έξοδα ταξιδίου και διαμονής στο Λουξεμβούργο, όταν διοργανώνεται επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το Δικαστήριο ορίζει ποιος φέρει τα δικαστικά έξοδα και ποιο είναι το ύψος τους με την απόφαση ή τη διάταξη που περατώνει τη δίκη, ενώ στον τομέα των προδικαστικών υποθέσεων εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων της διαδικασίας.

    6.

    Αν ένας διάδικος ή, στον τομέα των προδικαστικών υποθέσεων, αν διάδικος στη διαφορά της κύριας δίκης αδυνατεί να καταβάλει το σύνολο ή μέρος των εξόδων της διαδικασίας, μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει να του παρασχεθεί δικαστική αρωγή υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπουν, αντιστοίχως, τα άρθρα 115 έως 118 και 185 έως 189 του Κανονισμού Διαδικασίας. Για να ληφθούν υπόψη οι σχετικές αιτήσεις, αυτές πρέπει να συνοδεύονται εντούτοις από κάθε στοιχείο και δικαιολογητικό που παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να εκτιμήσει την πραγματική οικονομική κατάσταση του αιτούντος. Δεδομένου ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται, στον τομέα των προδικαστικών υποθέσεων, κατόπιν αιτήσεως δικαστηρίου κράτους μέλους, οι διάδικοι στη διαφορά της κύριας δίκης πρέπει να ζητούν την ενδεχόμενη παροχή δικαστικής αρωγής από το δικαστήριο αυτό ή από τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους, καθόσον η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τη δικαστική αρωγή που παρέχεται σε εθνικό επίπεδο.

    7.

    Χρήσιμο είναι να υπομνησθεί ότι, όταν δέχεται αίτηση παροχής δικαστικής αρωγής, το Δικαστήριο αναλαμβάνει να καλύψει, ενδεχομένως εντός των ορίων που καθορίζει ο αρμόδιος δικαστικός σχηματισμός, μόνον τα έξοδα που συνδέονται με τη δικαστική αρωγή και την εκπροσώπηση του αιτούντος ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατά τους κανόνες που προβλέπει ο Κανονισμός Διαδικασίας, τα ως άνω έξοδα μπορούν να αναζητηθούν αργότερα από το Δικαστήριο με την απόφαση που περατώνει τη διαδικασία και αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων, ενώ ο δικαστικός σχηματισμός που αποφαίνεται επί της αιτήσεως παροχής δικαστικής αρωγής μπορεί επιπλέον να ανακαλέσει οποτεδήποτε το σχετικό ευεργέτημα αν οι συνθήκες που οδήγησαν στην παροχή του μεταβληθούν κατά τη διάρκεια της δίκης.

    Η τήρηση ανωνυμίας διαδίκου

    8.

    Όταν διάδικος κρίνει αναγκαίο να μη δημοσιοποιηθεί το όνομά του ή ορισμένα στοιχεία που τον αφορούν στο πλαίσιο υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, έχει τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε αυτό ζητώντας να απαλειφθούν, πλήρως ή εν μέρει, τα στοιχεία αυτά στην υπόθεσή του. Για να είναι αποτελεσματικό το σχετικό αίτημα, αυτό πρέπει ωστόσο να διατυπώνεται το ταχύτερο δυνατόν. Πράγματι, λόγω της αυξανόμενης χρήσεως νέων τεχνολογιών πληροφορήσεως και επικοινωνίας, είναι δυσκολότερο να ικανοποιηθεί αίτημα τηρήσεως ανωνυμίας διαδίκου όταν η σχετική με την οικεία υπόθεση ανακοίνωση έχει ήδη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, στον τομέα των προδικαστικών υποθέσεων, όταν η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ήδη κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού, έναν μήνα περίπου μετά την υποβολή της αιτήσεως στο Δικαστήριο.

    II.   ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    Ο σκοπός του εγγράφου σταδίου της διαδικασίας

    9.

    Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας έχει ουσιώδη σημασία για την κατανόηση της υποθέσεως από το Δικαστήριο, καθόσον πρέπει να του παρέχει τη δυνατότητα, μέσω της αναγνώσεως των υπομνημάτων ή παρατηρήσεων που υποβάλλονται, να σχηματίσει σαφή ιδέα περί του αντικειμένου τής ενώπιόν του υποθέσεως και των διακυβευομένων συμφερόντων. Ο σκοπός αυτός είναι κοινός όσον αφορά την εξέταση όλων των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται το Δικαστήριο, η διεξαγωγή όμως και οι λεπτομέρειες του εγγράφου σταδίου της διαδικασίας διαφέρουν αναλόγως της φύσεως της προσφυγής. Ενώ στις περιπτώσεις ευθείας προσφυγής ή αναιρέσεως οι διάδικοι καλούνται να λάβουν θέση επί των υπομνημάτων που έχουν καταθέσει οι λοιποί διάδικοι, το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως χαρακτηρίζεται από την έλλειψη αντιδικίας, οι δε ενδιαφερόμενοι περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού απλώς καλούνται να εκθέσουν τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις τους επί των ερωτημάτων που υποβάλλει εθνικό δικαστήριο, χωρίς να έχουν γνώση, καταρχήν, της θέσεως των λοιπών ενδιαφερομένων σχετικά με τα ίδια ερωτήματα. Ως εκ τούτου, είναι διαφορετικές οι απαιτήσεις όσον αφορά τόσο τη μορφή και την έκταση των παρατηρήσεων αυτών όσο και τη μεταγενέστερη διεξαγωγή της διαδικασίας.

    Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως

    10.

    Λόγω της ελλείψεως αντιδικίας στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας, δεν προβλέπεται καμία συγκεκριμένη τυπική μορφή της καταθέσεως γραπτών παρατηρήσεων εκ μέρους των ενδιαφερομένων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού. Όταν επιδίδεται στους τελευταίους από το Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, οι ενδιαφερόμενοι αυτοί μπορούν να υποβάλουν, αν το επιθυμούν, υπόμνημα με το οποίο εκθέτουν την άποψή τους επί της υποβληθείσας από το αιτούν δικαστήριο αιτήσεως. Ο σκοπός του εν λόγω υπομνήματος –το οποίο πρέπει να κατατεθεί εντός μη επιδεχόμενης παράταση προθεσμίας δύο μηνών (πλέον 10 ημερών όταν χωρεί κατ’ αποκοπήν παρέκταση λόγω αποστάσεως) από της επιδόσεως της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως– είναι να διαφωτίσει το Δικαστήριο επί του περιεχομένου της αιτήσεως αυτής και, ιδίως, επί των απαντήσεων που πρέπει να δοθούν στα ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο.

    11.

    Το ως άνω υπόμνημα πρέπει να είναι πλήρες και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, επιχειρηματολογία ικανή να στηρίξει την απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα, χωρίς όμως να απαιτείται να επαναλαμβάνει το νομικό ή πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς που εκτίθεται στην απόφαση του αιτούντος δικαστηρίου, εκτός αν είναι αναγκαίες συμπληρωματικές παρατηρήσεις. Με την επιφύλαξη της συνδρομής ειδικών περιστάσεων ή ειδικών διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας που επιβάλλουν περιορισμό της εκτάσεως των ως άνω υπομνημάτων λόγω του επείγοντος της υποθέσεως, οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατίθενται σε προδικαστική υπόθεση δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις 20 σελίδες.

    Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στις ευθείες προσφυγές

    Το δικόγραφο της προσφυγής

    12.

    Λόγω της υπάρξεως αντιδικίας, το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στις ευθείες προσφυγές διέπεται από αυστηρότερους κανόνες. Οι κανόνες αυτοί ορίζονται στα άρθρα 119 επ. (τέταρτος τίτλος) του Κανονισμού Διαδικασίας και αφορούν τόσο την υποχρέωση εκπροσωπήσεως των διαδίκων από δικηγόρο ή εκπρόσωπο όσο και τις τυπικές προϋποθέσεις που συνδέονται με το περιεχόμενο και την παρουσίαση των υπομνημάτων. Από το άρθρο 120 του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει, ειδικότερα, ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνει, επιπλέον του ονόματος και της διευθύνσεως του προσφεύγοντος και του προσδιορισμού του καθού, επακριβή ένδειξη του αντικειμένου της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται, ενδεχομένως τα αποδεικτικά στοιχεία και τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα, καθώς και τα αιτήματα του προσφεύγοντος. Η μη τήρηση των επιταγών αυτών συνεπάγεται το απαράδεκτο της προσφυγής, το δικόγραφο της οποίας, εξαιρέσει των περιπτώσεων συνδρομής ιδιαιτέρων περιστάσεων, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 30 σελίδες.

    13.

    Όπως προκύπτει από το άρθρο 120, στοιχείο γ', του Κανονισμού Διαδικασίας, στο δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιλαμβάνεται υποχρεωτικά συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Η έκθεση αυτή –που δεν πρέπει να υπερβαίνει τις δύο σελίδες– προορίζεται να διευκολύνει τη σύνταξη της σχετικής με κάθε υπόθεση που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου ανακοινώσεως, η οποία πρέπει να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Το υπόμνημα αντικρούσεως

    14.

    Για το υπόμνημα αντικρούσεως, περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 124 του Κανονισμού Διαδικασίας, προβλέπονται, κατ’ ουσίαν, οι ίδιες τυπικές προϋποθέσεις με το δικόγραφο της προσφυγής, ενώ το υπόμνημα αυτό πρέπει να υποβάλλεται εντός δύο μηνών από της επιδόσεως του ως άνω δικογράφου. Η εν λόγω προθεσμία –προσαυξανόμενη κατά δέκα ημέρες όταν χωρεί κατ’ αποκοπήν παρέκταση λόγω αποστάσεως– δεν μπορεί να παραταθεί παρά μόνον σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν υποβολής, σε εύθετο χρόνο, δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως εκθέτουσας τις περιστάσεις που δικαιολογούν μια τέτοια παράταση.

    15.

    Δεδομένου ότι το νομικό πλαίσιο της δίκης καθορίζεται από το δικόγραφο της προσφυγής, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται με το υπόμνημα αντικρούσεως πρέπει να διαρθρώνεται, κατά το μέτρο του δυνατού, ακολουθώντας τους προβαλλόμενους με την προσφυγή λόγους ακυρώσεως. Κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν διαρκούσης της διαδικασίας. Εξάλλου, το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς δεν πρέπει να εκτίθεται στο υπόμνημα αντικρούσεως παρά μόνον στον βαθμό που αμφισβητείται η έκθεσή του στο δικόγραφο της προσφυγής ή αν απαιτούνται σχετικές συμπληρωματικές διευκρινίσεις. Όπως και το δικόγραφο της προσφυγής και εξαιρέσει των περιπτώσεων συνδρομής ιδιαιτέρων περιστάσεων, το υπόμνημα αντικρούσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 30 σελίδες.

    Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως

    16.

    Ο προσφεύγων και ο καθού μπορούν να συμπληρώσουν την επιχειρηματολογία τους, αν το κρίνουν αναγκαίο, ο πρώτος με υπόμνημα απαντήσεως και ο δεύτερος με υπόμνημα ανταπαντήσεως. Για τα εν λόγω υπομνήματα ισχύουν οι ίδιοι τυπικοί κανόνες όπως και για το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα αντικρούσεως, αλλά, λαμβανομένου υπόψη του προαιρετικού και συμπληρωματικού χαρακτήρα τους, αυτά είναι οπωσδήποτε συντομότερα. Δεδομένου ότι το πλαίσιο και οι λόγοι ή οι αιτιάσεις που αποτελούν το επίκεντρο της διαφοράς έχουν ήδη εκτεθεί (ή αμφισβητηθεί) σε βάθος με το δικόγραφο της προσφυγής και με το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως έχουν ως μόνο σκοπό να παράσχουν τη δυνατότητα στον προσφεύγοντα και στον καθού να διευκρινίσουν τη θέση τους ή να εξειδικεύσουν την επιχειρηματολογία τους σχετικά με κάποιο σημαντικό ζήτημα, ενώ εξάλλου ο Πρόεδρος μπορεί επίσης να προσδιορίσει ο ίδιος τα ζητήματα τα οποία πρέπει να αφορούν τα δικόγραφα αυτά. Επομένως, εξαιρέσει των περιπτώσεων συνδρομής ειδικών περιστάσεων, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις δέκα περίπου σελίδες. Τα ως άνω δικόγραφα πρέπει να κατατίθενται στη Γραμματεία εντός των τασσόμενων από το Δικαστήριο προθεσμιών, ενώ παράταση των τελευταίων παρέχεται από τον Πρόεδρο μόνο σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως.

    Η αίτηση ταχείας διαδικασίας

    17.

    Όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, ο προσφεύγων ή ο καθού μπορούν να ζητήσουν από το Δικαστήριο την εκδίκαση μιας υποθέσεως με ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας. Προβλεπόμενη στο άρθρο 133 του εν λόγω Κανονισμού, η δυνατότητα αυτή εξαρτάται εντούτοις από την υποβολή, με χωριστό δικόγραφο, σχετικής ρητής αιτήσεως εκθέτουσας λεπτομερώς τις περιστάσεις που δικαιολογούν την εφαρμογή μιας τέτοιας διαδικασίας, συνεπάγεται δε, σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως, προσαρμογή του εγγράφου σταδίου της διαδικασίας. Συναφώς, επέρχεται σύντμηση των συνήθων προθεσμιών υποβολής των υπομνημάτων, όπως και περιορισμός της εκτάσεώς τους, και, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 134 του Κανονισμού Διαδικασίας, η υποβολή υπομνήματος ανταπαντήσεως ή υπομνήματος παρεμβάσεως είναι δυνατή μόνον αν ο Πρόεδρος το κρίνει αναγκαίο.

    Οι αιτήσεις αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως προσωρινών μέτρων (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

    18.

    Μια ευθεία προσφυγή μπορεί να συνοδεύεται από αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων, αιτήσεις οι οποίες προβλέπονται, αντιστοίχως, στα άρθρα 278 και 279 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ΣΛΕΕ»). Ωστόσο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 160 του Κανονισμού Διαδικασίας, μια τέτοια αίτηση είναι παραδεκτή μόνον αν ο αιτών προσέβαλε την επίμαχη πράξη με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου ή αν η εν λόγω αίτηση προέρχεται από διάδικο σε υπόθεση ήδη εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει δε να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο προσδιορίζον τόσο το αντικείμενο της διαφοράς και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υποθέσεως όσο και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως, τη λήψη του προσωρινού μέτρου το οποίο ζητείται. Κατά κανόνα, η αίτηση επιδίδεται στον αντίδικο, στον οποίο ο Πρόεδρος τάσσει σύντομη προθεσμία για την υποβολή γραπτών ή προφορικών παρατηρήσεων. Σε περίπτωση κατεπείγοντος, ο Πρόεδρος μπορεί να κάνει δεκτή την αίτηση προσωρινώς και πριν ακόμα ο αντίδικος υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Στην περίπτωση αυτή, εντούτοις, η απόφαση που περατώνει τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν μπορεί να ληφθεί παρά μόνον μετά από ακρόαση του αντιδίκου.

    Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στις αιτήσεις αναιρέσεως

    19.

    Το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας έχει, στον τομέα των αιτήσεων αναιρέσεως, πολλές ομοιότητες με τη διεξαγωγή του αφορώντος ευθείες προσφυγές σταδίου. Οι σχετικοί κανόνες περιλαμβάνονται στα άρθρα 167 επ. (πέμπτος τίτλος) του Κανονισμού Διαδικασίας που ορίζουν ειδικότερα τόσο το αναγκαίο περιεχόμενο του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως και του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως όσο και το περιεχόμενο των αιτημάτων.

    Το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως

    20.

    Όπως προκύπτει από τα άρθρα 168 και 169 του Κανονισμού Διαδικασίας –που συμπληρώνουν, συναφώς, τα άρθρα 56 έως 58 του Οργανισμού–, η αίτηση αναιρέσεως δεν υποβάλλεται κατά πράξεως θεσμικού ή άλλου οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, αλλά κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου αποφαινομένου επί προσφυγής σε πρώτο βαθμό. Από τη διευκρίνιση αυτή προκύπτει ότι με την αίτηση αναιρέσεως πρέπει οπωσδήποτε να ζητείται η ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως ή διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτή περιλαμβάνεται στο διατακτικό της, και όχι η ακύρωση της προσβληθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πράξεως. Οι λόγοι και τα νομικά επιχειρήματα που προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως –η οποία, εκτός αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 25 σελίδες– πρέπει να προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή διατάξεως που αμφισβητούνται και να εκθέτουν επακριβώς τους λόγους για τους οποίους η τελευταία πάσχει λόγω πλάνης περί το δίκαιο, ειδάλλως είναι απαράδεκτοι.

    21.

    Επιπροσθέτως, προς διευκόλυνση της συντάξεως της ανακοινώσεως που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 21, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο αναιρεσείων πρέπει να επισυνάψει στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως συνοπτική έκθεση των ως άνω λόγων και επιχειρημάτων, μη υπερβαίνουσα τις δύο σελίδες, και να καταθέσει στη Γραμματεία τα αναγκαία δικαιολογητικά τα οποία πιστοποιούν την τήρηση των όρων που προβλέπουν το άρθρο 19 του Οργανισμού και το άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας.

    Το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως

    22.

    Εντός προθεσμίας, μη επιδεχόμενης παράταση, δύο μηνών από της επιδόσεως της αιτήσεως αναιρέσεως –στην οποία προστίθεται παρέκταση λόγω αποστάσεως κατ’ αποκοπήν δέκα ημερών–, κάθε διάδικος στην υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου μπορεί να υποβάλει υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Το περιεχόμενο του εν λόγω υπομνήματος διέπεται από τους κανόνες που θέτει το άρθρο 173 του Κανονισμού Διαδικασίας, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 174 του ίδιου Κανονισμού, με το υπόμνημα αυτό ζητείται να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί ολικώς ή μερικώς η αίτηση αναιρέσεως. Η νομική επιχειρηματολογία που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να διαρθρώνεται, κατά το μέτρο του δυνατού, ακολουθώντας τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως, δεν είναι όμως απαραίτητο να επαναλαμβάνεται, με το υπόμνημα αυτό, το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της διαφοράς, εκτός αν η παρουσίασή του στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως αμφισβητείται ή αν απαιτούνται σχετικές διευκρινίσεις. Αντιθέτως, αμφισβήτηση σχετική με το παραδεκτό, εν όλω ή εν μέρει, της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να περιλαμβάνεται στο ίδιο το κείμενο του υπομνήματος αυτού, δεδομένου ότι η δυνατότητα –την οποία προβλέπει το άρθρο 151 του Κανονισμού Διαδικασίας– προβολής με χωριστό δικόγραφο ενστάσεως απαραδέκτου δεν υφίσταται στις αναιρέσεις. Όπως και το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, και με την επιφύλαξη της συνδρομής ειδικών περιστάσεων, το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 25 σελίδες.

    Η ανταναίρεση

    23.

    Αν διάδικος σε υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στον οποίο κοινοποιείται αίτηση αναιρέσεως, προτίθεται να αμφισβητήσει την απόφαση του δικαιοδοτικού αυτού οργάνου, επί πτυχής την οποία δεν αφορά το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο εν λόγω διάδικος πρέπει να ασκήσει ανταναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Η ως άνω ανταναίρεση πρέπει να ασκηθεί με χωριστό δικόγραφο, εντός της ίδιας προθεσμίας, μη επιδεχόμενης παράταση, όπως και αυτή που προβλέπεται για την υποβολή του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως και να πληροί τους όρους των άρθρων 177 και 178 του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι προβαλλόμενοι λόγοι και τα νομικά επιχειρήματα πρέπει οπωσδήποτε να διαφέρουν από όσα προβάλλονται με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

    Το υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως

    24.

    Όταν ασκείται ανταναίρεση, ο αναιρεσείων, όπως και κάθε άλλος διάδικος της συγκεκριμένης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου υποθέσεως που έχει συμφέρον να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί η ανταναίρεση, μπορεί να υποβάλει υπόμνημα επί της ανταναιρέσεως, το οποίο περιορίζεται στους προβαλλόμενους με την ανταναίρεση λόγους. Κατά το άρθρο 179 του Κανονισμού Διαδικασίας, το εν λόγω υπόμνημα πρέπει να υποβληθεί εντός μη επιδεχόμενης παράταση προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της ανταναιρέσεως (που προσαυξάνεται κατά δέκα ημέρες όταν χωρεί κατ’ αποκοπήν παρέκταση λόγω αποστάσεως).

    Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως

    25.

    Είτε πρόκειται για αναίρεση είτε για ανταναίρεση, η αίτηση αναιρέσεως και το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως μπορούν να συμπληρωθούν με υπόμνημα απαντήσεως και υπόμνημα ανταπαντήσεως, ιδίως προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να λάβουν θέση επί ενστάσεως απαραδέκτου ή έναντι νέων στοιχείων προβαλλομένων με το υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως. Σε αντίθεση με τους κανόνες που ισχύουν στις ευθείες προσφυγές, η εν λόγω δυνατότητα εξαρτάται εντούτοις από τη ρητή άδεια του Προέδρου του Δικαστηρίου. Συναφώς, ο αναιρεσείων (ή ο ασκήσας ανταναίρεση) καλείται να υποβάλει, εντός προθεσμίας επτά ημερών από την επίδοση του υπομνήματος επί της αιτήσεως αναιρέσεως (ή του υπομνήματος επί της ανταναιρέσεως) –προθεσμίας που προσαυξάνεται κατά δέκα ημέρες όταν χωρεί παρέκταση λόγω αποστάσεως κατ’ αποκοπήν–, δεόντως αιτιολογημένη αίτηση εκθέτουσα τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψη του διαδίκου αυτού, είναι αναγκαίο υπόμνημα απαντήσεως. Η αίτηση αυτή –που δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τρεις σελίδες– πρέπει να είναι κατανοητή από μόνη της, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ή στο υπόμνημα επί της αιτήσεως αναιρέσεως.

    26.

    Λόγω της ειδικής φύσεως των αναιρέσεων, οι οποίες περιορίζονται στην εξέταση νομικών ζητημάτων, ο Πρόεδρος, αν δεχθεί το αίτημα υποβολής υπομνήματος απαντήσεως, μπορεί ακόμη να περιορίσει το αντικείμενο και την έκταση του υπομνήματος αυτού, καθώς και του ακολουθούντος υπομνήματος ανταπαντήσεως. Η τήρηση των υποδείξεων αυτών συνιστά ουσιώδη προϋπόθεση για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας, ενώ η υπέρβαση του ορισθέντος αριθμού σελίδων ή η έγερση άλλων ζητημάτων με το υπόμνημα απαντήσεως ή το υπόμνημα ανταπαντήσεως συνεπάγεται την αναπομπή του εν λόγω υπομνήματος στον συντάκτη του.

    Οι υποβαλλόμενες βάσει του άρθρου 57 του Οργανισμού αιτήσεις αναιρέσεως

    27.

    Οι κανόνες που παρατίθενται στα σημεία 19 έως 26 των ανά χείρας οδηγιών δεν έχουν εντούτοις εφαρμογή στις αιτήσεις αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που απορρίπτουν αίτηση παρεμβάσεως ή εκδίδονται κατόπιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δυνάμει των άρθρων 278 ή 279 ΣΛΕΕ. Δυνάμει του άρθρου 57, τρίτο εδάφιο, του Οργανισμού, τέτοιες αιτήσεις αναιρέσεως υπόκεινται στην ίδια διαδικασία όπως και οι αιτήσεις λήψεως προσωρινών μέτρων που υποβάλλονται απευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως, τάσσεται σύντομη προθεσμία στους διαδίκους για την υποβολή των ενδεχόμενων παρατηρήσεών τους επί της αιτήσεως αναιρέσεως, το δε Δικαστήριο αποφαίνεται επ’ αυτής χωρίς συμπληρωματικό έγγραφο στάδιο, ή ακόμα και χωρίς προφορικό στάδιο.

    Η παρέμβαση στις ευθείες προσφυγές και στις αιτήσεις αναιρέσεως

    Η αίτηση παρεμβάσεως

    28.

    Κατά το άρθρο 40 του Οργανισμού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, αφενός, και, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο δεύτερο και το τρίτο εδάφιο του άρθρου αυτού, τα τρίτα κράτη που μετέχουν στη συμφωνία ΕΟΧ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ, τα μη θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αφετέρου, μπορούν να παρεμβαίνουν στις διαφορές που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου προς υποστήριξη, εν όλω ή εν μέρει, των αιτημάτων ενός των διαδίκων. Για να ληφθεί υπόψη η αίτηση παρεμβάσεως πρέπει να υποβληθεί εντός της προθεσμίας περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 130, παράγραφος 1 (ευθείες προσφυγές), ή 190, παράγραφος 2 (αναιρέσεις), του Κανονισμού Διαδικασίας και να πληροί τους όρους του άρθρου 130, παράγραφοι 2 έως 4, του ίδιου Κανονισμού.

    Το υπόμνημα παρεμβάσεως

    29.

    Όταν γίνεται δεκτή αίτηση παρεμβάσεως, γνωστοποιούνται στον παρεμβαίνοντα όλα τα διαδικαστικά έγγραφα που επιδίδονται στους διαδίκους, με εξαίρεση, ενδεχομένως, μυστικά ή εμπιστευτικά έγγραφα, ο τελευταίος δε έχει στη διάθεσή του έναν μήνα από της παραλαβής των εγγράφων αυτών για να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως. Το εν λόγω υπόμνημα πρέπει να πληροί τους όρους του άρθρου 132, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, το περιεχόμενό του όμως είναι οπωσδήποτε συνοπτικότερο από το υπόμνημα του υποστηριζόμενου διαδίκου, η δε έκτασή του δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 10 σελίδες. Δεδομένου ότι η παρέμβαση έχει, όντως, δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια διαφορά, ο παρεμβαίνων δεν πρέπει να επαναλαμβάνει με το υπόμνημά του τους λόγους ή τα επιχειρήματα που περιλαμβάνονται στα υπομνήματα του διαδίκου υπέρ του οποίου έχει παρέμβει και πρέπει να εκθέτει μόνο συμπληρωματικούς λόγους ή επιχειρήματα, που στηρίζουν την άποψη του ως άνω διαδίκου. Η επανάληψη του νομικού και πραγματικού πλαισίου της διαφοράς παρέλκει, εκτός αν αμφισβητείται η παρουσίασή του με τα υπομνήματα των κύριων διαδίκων ή αν είναι αναγκαίες συμπληρωματικές παρατηρήσεις.

    Οι παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως

    30.

    Μετά την κατάθεση του υπομνήματος παρεμβάσεως, ο Πρόεδρος μπορεί να ορίσει προθεσμία, αν το κρίνει αναγκαίο, προς υποβολή σύντομων παρατηρήσεων επί του υπομνήματος αυτού. Η κατάθεση ωστόσο τέτοιων παρατηρήσεων, η έκταση των οποίων δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 5 σελίδες, είναι προαιρετική. Ο σκοπός των σχετικών παρατηρήσεων είναι αποκλειστικά να παράσχουν τη δυνατότητα στους κύριους διαδίκους να απαντήσουν σε ανακριβείς ισχυρισμούς ή να λάβουν θέση επί νέων λόγων ή επιχειρημάτων που επικαλείται ο παρεμβαίνων. Όταν δεν υφίστανται τέτοιες περιστάσεις, συνιστάται να μην κατατίθενται σχετικές παρατηρήσεις, προς αποφυγή της άσκοπης παρατάσεως της διάρκειας του εγγράφου σταδίου της διαδικασίας.

    Οι εκπρόθεσμες αιτήσεις παρεμβάσεως

    31.

    Εφόσον πληροί τους όρους του άρθρου 130, παράγραφοι 2 έως 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτηση παρεμβάσεως υποβαλλόμενη μετά τη λήξη της προθεσμίας περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 130, παράγραφος 1, ή 190, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι θα περιέλθει σε αυτό πριν από τη λήψη της αποφάσεως διεξαγωγής προφορικού σταδίου της διαδικασίας περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 60, παράγραφος 4, του εν λόγω Κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, ο παρεμβαίνων μπορεί να υποβάλει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, εφόσον διεξαχθεί τέτοια συζήτηση.

    Η παρέμβαση στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή ταχείας διαδικασίας

    32.

    Τα ίδια ισχύουν καταρχήν στο πλαίσιο αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ή σε περίπτωση εφαρμογής ταχείας διαδικασίας. Εκτός αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την κατάθεση γραπτών παρατηρήσεων, το πρόσωπο ή η οντότητα στο οποίο ή στην οποία επετράπη να παρέμβει στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας δεν μπορεί να αναπτύξει τις παρατηρήσεις του παρά μόνον προφορικώς, σε περίπτωση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    Ο αποκλεισμός της παρεμβάσεως στον τομέα των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

    33.

    Οι ανωτέρω κανόνες, σχετικοί με την παρέμβαση, δεν έχουν εφαρμογή στις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως. Λόγω της ελλείψεως αντιδικίας στην κατηγορία αυτή υποθέσεων και λόγω της ειδικής αποστολής του Δικαστηρίου όταν αυτό καλείται να αποφανθεί, στο πλαίσιο της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος, επί της ερμηνείας ή του κύρους του δικαίου της Ένωσης, μόνον οι ενδιαφερόμενοι περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις, γραπτές ή προφορικές, επί των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο δικαστήρια των κρατών μελών.

    Η μορφή και η δομή των δικογράφων

    34.

    Ανεξαρτήτως των στοιχείων που προαναφέρθηκαν και των κανόνων περί του περιεχομένου των δικογράφων, που απορρέουν από τις διατάξεις του Οργανισμού και του Κανονισμού Διαδικασίας, τα υπομνήματα και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να πληρούν ορισμένες συμπληρωματικές προϋποθέσεις, προς διευκόλυνση της αναγνώσεως και της διεκπεραιώσεως των εγγράφων αυτών από το Δικαστήριο, ιδίως ηλεκτρονικώς. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν τόσο τη μορφή και την παρουσίαση των δικογράφων όσο και τη δομή ή την έκτασή τους.

    35.

    Από τυπικής απόψεως, καταρχάς, τα υπομνήματα ή οι παρατηρήσεις που καταθέτουν οι διάδικοι πρέπει οπωσδήποτε να παρουσιάζονται με τρόπο παρέχοντα τη δυνατότητα ηλεκτρονικής διαχειρίσεως των εν λόγω εγγράφων από το Δικαστήριο, ενώ πρέπει, ιδίως, να είναι δυνατή η σάρωσή τους και η μέσω κατάλληλου λογισμικού αναγνώριση των τυπογραφικών χαρακτήρων τους. Προς τούτο, πρέπει επιτακτικώς να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

    το υπόμνημα ή οι παρατηρήσεις συντάσσονται σε λευκό χαρτί, χωρίς διαγραμμίσεις, διαστάσεων A4, το δε κείμενο πρέπει να είναι γραμμένο στη μία μόνον όψη του φύλλου·

    το κείμενο πρέπει να είναι γραμμένο με συνήθη στοιχεία (όπως π.χ. Times New Roman, Courier ή Arial), τουλάχιστον 12 σημείων εντός του κειμένου και 10 τουλάχιστον σημείων στις υποσημειώσεις, με διάστημα μεταξύ των γραμμών 1,5 και περιθώρια άνω, κάτω, αριστερά και δεξιά τουλάχιστον 2,5 cm·

    όλες οι παράγραφοι κάθε υπομνήματος ή των παρατηρήσεων αριθμούνται κατά τρόπο συνεχή και κατ’ αύξουσα σειρά·

    το ίδιο ισχύει για τις σελίδες του υπομνήματος ή των παρατηρήσεων, περιλαμβανομένων των ενδεχόμενων παραρτημάτων τους και του πίνακα παραρτημάτων, που αριθμούνται άνω δεξιά κατά τρόπο συνεχή και κατ’ αύξουσα σειρά·

    τέλος, όταν δεν αποστέλλονται στο Δικαστήριο ηλεκτρονικώς, οι σελίδες του υπομνήματος ή των παρατηρήσεων πρέπει να είναι συνδεδεμένες κατά τρόπο που να καθιστά εύκολη την αποσύνδεση, και όχι σταθερά συνδεδεμένες με άλλα μέσα, όπως κόλλα ή συρραπτικά.

    36.

    Επιπλέον των ως άνω τυπικών προϋποθέσεων, τα δικόγραφα που κατατίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να συντάσσονται κατά τρόπο παρέχοντα τη δυνατότητα κατανοήσεως της δομής και του περιεχομένου τους ήδη από τις πρώτες σελίδες. Επιπροσθέτως της παραθέσεως, στην πρώτη σελίδα του υπομνήματος ή των παρατηρήσεων, του τίτλου του οικείου δικογράφου, του αριθμού της υποθέσεως (εφόσον έχει ήδη γνωστοποιηθεί από τον γραμματέα) και των οικείων διαδίκων (διαδίκων στη διαφορά της κύριας δίκης, του προσφεύγοντος και του καθού ή των διαδίκων στην υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου), το υπόμνημα ή οι παρατηρήσεις που κατατίθενται αρχίζουν με μια σύντομη παράθεση του διαγράμματος που ακολουθεί ο συντάκτης τους ή με έναν πίνακα περιεχομένων. Το υπόμνημα ή οι παρατηρήσεις αυτές περατώνονται υποχρεωτικά με τα αιτήματα του συντάκτη τους ή, στον τομέα των προδικαστικών υποθέσεων, με τις απαντήσεις τις οποίες αυτός προτείνει να δοθούν στα ερωτήματα που έχει υποβάλει το αιτούν δικαστήριο.

    37.

    Για τα έγγραφα που υποβάλλονται στο Δικαστήριο δεν προβλέπεται, όσον αφορά το περιεχόμενό τους, καμία άλλη προϋπόθεση πέραν εκείνων που απορρέουν από τον Οργανισμό και τον Κανονισμό Διαδικασίας, δεν πρέπει όμως να λησμονείται ότι τα ως άνω έγγραφα αποτελούν τη βάση για τη μελέτη της δικογραφίας από το Δικαστήριο και ότι, κατά κανόνα, πρέπει να μεταφραστούν από το Δικαστήριο ή το θεσμικό όργανο από το οποίο προέρχονται. Επομένως, προς το συμφέρον της εύρυθμης διεξαγωγής της διαδικασίας αλλά και προς το συμφέρον των ίδιων των διαδίκων, τα υπομνήματα ή οι παρατηρήσεις που κατατίθενται πρέπει να έχουν απλή και συγκεκριμένη διατύπωση, χωρίς να χρησιμοποιούν τεχνικούς όρους συνδεόμενους μόνο με ένα εθνικό νομικό σύστημα. Οι επαναλήψεις πρέπει να αποφεύγονται, ενώ οι κατά το δυνατόν σύντομες φράσεις πρέπει να προτιμώνται από τις μακρές και περίπλοκες φράσεις, με παρενθετικές ή δευτερεύουσες προτάσεις.

    38.

    Όταν οι διάδικοι επικαλούνται, με υπόμνημα ή με τις παρατηρήσεις τους, ένα συγκεκριμένο νομικό κείμενο ή μια συγκεκριμένη ρύθμιση του εθνικού δικαίου ή του δικαίου της Ένωσης, οι παραπομπές στο κείμενο αυτό ή στην οικεία ρύθμιση πρέπει να παρατίθενται με ακρίβεια, όσον αφορά τόσο την ημερομηνία εκδόσεως και, ει δυνατόν, την ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανόνα αυτού όσο και τη διαχρονική δυνατότητα εφαρμογής του. Ομοίως, όταν παραθέτουν κάποιο απόσπασμα ή χωρίο δικαστικής αποφάσεως ή προτάσεων γενικού εισαγγελέα, οι διάδικοι παρακαλούνται να παραθέτουν τόσο το όνομα και τον αριθμό της οικείας υποθέσεως όσο και τα ακριβή στοιχεία του σχετικού αποσπάσματος.

    39.

    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επιχειρηματολογία των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού πρέπει να περιλαμβάνεται στα υπομνήματα ή στις γραπτές παρατηρήσεις και όχι στα ενδεχομένως συναπτόμενα παραρτήματα, τα οποία κατά κανόνα δεν μεταφράζονται. Μόνον τα έγγραφα που μνημονεύονται στο ίδιο το κείμενο του υπομνήματος ή των παρατηρήσεων και που είναι αναγκαία προς απόδειξη ή επεξήγηση του περιεχομένου τους πρέπει να επισυνάπτονται στο υπόμνημα αυτό ή στις παρατηρήσεις. Εξάλλου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 57, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσκόμιση παραρτημάτων επιτρέπεται μόνον εφόσον συνοδεύεται από πίνακα παραρτημάτων. Στον πίνακα αυτόν πρέπει να περιλαμβάνεται, για κάθε επισυναπτόμενο έγγραφο, ο αύξων αριθμός του παραρτήματος, σύντομη περιγραφή του παραρτήματος με ένδειξη της φύσεώς του, καθώς και αναφορά της σελίδας ή της παραγράφου του υπομνήματος ή των παρατηρήσεων στην οποία μνημονεύεται το έγγραφο και η οποία δικαιολογεί την προσκόμισή του.

    Η κατάθεση και η διαβίβαση των δικογράφων

    40.

    Μόνον τα έγγραφα που ρητώς προβλέπονται από τους διαδικαστικούς κανόνες μπορούν να κατατίθενται στη Γραμματεία. Τα εν λόγω έγγραφα πρέπει να κατατίθενται, εμπροθέσμως, τηρουμένων των όρων του άρθρου 57 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η κατάθεση μπορεί να πραγματοποιείται ηλεκτρονικώς ή ταχυδρομικώς, ή με παράδοση του οικείου εγγράφου στη Γραμματεία του Δικαστηρίου ή ακόμη, εκτός των ωρών εργασίας της Γραμματείας, στην υπηρεσία υποδοχής των κτιρίων του Δικαστηρίου (στη διεύθυνση rue du Fort Niedergrünewald), όπου ο φύλακας υπηρεσίας σημειώνει στο οικείο έγγραφο την ημερομηνία και ώρα καταθέσεως.

    41.

    Ο ασφαλέστερος και ταχύτερος τρόπος καταθέσεως διαδικαστικού εγγράφου είναι η κατάθεση που πραγματοποιείται μέσω της εφαρμογής e-Curia. Η ως άνω εφαρμογή, κοινή για τα τρία δικαιοδοτικά όργανα που απαρτίζουν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε να χρησιμοποιείται το 2011. Παρέχει τη δυνατότητα καταθέσεως και επιδόσεως των διαδικαστικών εγγράφων αποκλειστικά με ηλεκτρονικό τρόπο, χωρίς να απαιτούνται επικυρωμένα αντίγραφα του διαβιβαζόμενου στο Δικαστήριο εγγράφου ή η παράλληλη ταχυδρομική αποστολή του ιδίου εγγράφου. Οι λεπτομέρειες λειτουργίας της ηλεκτρονικής εφαρμογής e-Curia και οι όροι χρησιμοποιήσεώς της περιγράφονται, επακριβώς, στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετική με την κατάθεση και την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων μέσω της εφαρμογής e-Curia, καθώς και στις προϋποθέσεις χρησιμοποιήσεως στις οποίες αναφέρεται η απόφαση αυτή. Τα εν λόγω κείμενα είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου (στη θέση «Δικαστήριο» – «Διαδικασία»).

    42.

    Εφόσον δεν διαβιβάζεται στο Δικαστήριο μέσω της προαναφερθείσας ηλεκτρονικής εφαρμογής, κάθε διαδικαστικό έγγραφο μπορεί επίσης να αποστέλλεται στο Δικαστήριο ταχυδρομικώς. Ο φάκελος που περιλαμβάνει το έγγραφο αυτό πρέπει να απευθύνεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στην ακόλουθη διεύθυνση: Cour de justice, Rue du Fort Niedergrünewald – L-2925 Luxembourg. Συναφώς, χρήσιμο είναι να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 57, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, μόνον η ημερομηνία και η ώρα καταθέσεως του πρωτοτύπου στη Γραμματεία λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών. Επομένως, προς αποφυγή του ενδεχομένου εκπρόθεσμης καταθέσεως, συνιστάται ιδιαιτέρως η αποστολή με συστημένη επιστολή ή με επείγουσα αλληλογραφία, αρκετές ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας καταθέσεως του οικείου εγγράφου.

    43.

    Επί του παρόντος, είναι επίσης δυνατή η διαβίβαση στη Γραμματεία αντιγράφου του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου διαδικαστικού εγγράφου με φαξ (+352 433766) ή ως συνημμένο σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (ecj.registry@curia.europa.eu). Η κατάθεση διαδικαστικού εγγράφου με έναν από τους ως άνω τρόπους λαμβάνεται, ωστόσο, υπόψη μόνον όσον αφορά την τήρηση των δικονομικών προθεσμιών, υπό την προϋπόθεση ότι το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου, συνοδευόμενο από τα παραρτήματα και τα αντίγραφα περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 57, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, περιέρχεται στη Γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την αποστολή του εν λόγω φαξ ή του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Επομένως, το υπογεγραμμένο πρωτότυπο πρέπει να αποστέλλεται αμέσως μετά την αποστολή του αντιγράφου, χωρίς να υποστεί διορθώσεις ή τροποποιήσεις, έστω και ελάχιστες. Σε περίπτωση διαφορών μεταξύ του ενυπόγραφου πρωτοτύπου και του προηγουμένως κατατεθέντος αντιγράφου, λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικώς η ημερομηνία καταθέσεως του ενυπόγραφου πρωτοτύπου.

    III.   ΤΟ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    44.

    Όπως προκύπτει από το άρθρο 20, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού, το προφορικό στάδιο περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, δύο διακριτά στάδια: την ακρόαση των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού και την ανάπτυξη των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα. Κατά το άρθρο 20, πέμπτο εδάφιο, του Οργανισμού, το Δικαστήριο, όταν κρίνει ότι η υπόθεση δεν εγείρει κανένα νέο νομικό ζήτημα, μπορεί ωστόσο να αποφασίσει ότι η η υπόθεση θα εκδικαστεί χωρίς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα. Τέλος, σημειωτέον ότι η διοργάνωση επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν έχει συστηματικό χαρακτήρα.

    Ο σκοπός της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως

    45.

    Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας που έχει το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας στο πλαίσιο των υποθέσεων που άγονται ενώπιον του Δικαστηρίου και με την επιφύλαξη εφαρμογής του άρθρου 76, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το αποφασιστικό κριτήριο για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν είναι τόσο η διατύπωση σχετικού ρητού αιτήματος όσο η εκ μέρους του ίδιου του Δικαστηρίου εκτίμηση της δυνατότητας να συμβάλει μια τέτοια επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην επίλυση της διαφοράς ή στον προσδιορισμό των απαντήσεων που μπορούν να δοθούν στα υποβαλλόμενα από δικαστήριο κράτους μέλους ερωτήματα. Επομένως, το Δικαστήριο διοργανώνει επ’ ακροατηρίου συζήτηση οσάκις αυτή μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση της υποθέσεως και των διακυβευομένων συμφερόντων, ανεξαρτήτως του αν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τους διαδίκους ή τους ενδιαφερομένους περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού.

    Η αίτηση διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως

    46.

    Αν οι ως άνω διάδικοι ή ενδιαφερόμενοι εκτιμούν ότι πρέπει να διοργανωθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε μια υπόθεση, σε αυτούς εναπόκειται, εν πάση περιπτώσει, ευθύς μετά την επίδοση του διαδικαστικού εγγράφου που ανακοινώνει την περάτωση του εγγράφου σταδίου της διαδικασίας, να εκθέσουν στο Δικαστήριο εγγράφως τους λόγους για τους οποίους επιθυμούν να αναπτύξουν την άποψή τους ενώπιον αυτού. Η σχετική αιτιολογία –που δεν πρέπει να συγχέεται με υπόμνημα ή με γραπτές παρατηρήσεις και δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τρεις σελίδες– πρέπει να προκύπτει από συγκεκριμένη εκτίμηση της χρησιμότητας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως για τον αιτούντα διάδικο και να αναφέρει τα στοιχεία της δικογραφίας ή της επιχειρηματολογίας τα οποία ο διάδικος αυτός θεωρεί απαραίτητο να αναπτύξει ή να αντικρούσει εκτενέστερα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Γενική αιτιολογία αναφερόμενη, για παράδειγμα, στη σημασία της υποθέσεως ή των υπό κρίση ενώπιον του Δικαστηρίου ζητημάτων δεν αρκεί.

    Η κλήση προς συμμετοχή στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και η ανάγκη ταχείας απαντήσεως στην κλήση αυτή

    47.

    Όταν το Δικαστήριο αποφασίζει να διοργανώσει επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε μια δεδομένη υπόθεση, καθορίζει την ακριβή ημερομηνία και ώρα διεξαγωγής, οι δε διάδικοι ή οι ενδιαφερόμενοι περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού καλούνται ευθύς από τον γραμματέα, ο οποίος τους ενημερώνει επίσης για τη σύνθεση του δικαστικού σχηματισμού ενώπιον του οποίου ανατίθεται η υπόθεση από το Δικαστήριο, για τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που αποφασίζει το Δικαστήριο και, ενδεχομένως, για το αν δεν θα αναπτυχθούν προτάσεις εκ μέρους του γενικού εισαγγελέα. Προκειμένου να παράσχουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να διοργανώσει την επ’ ακροατηρίου συζήτηση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, οι ως άνω διάδικοι ή ενδιαφερόμενοι καλούνται να απαντήσουν στο σχετικό έγγραφο της Γραμματείας εντός σύντομης προθεσμίας, αναφέροντας, ιδίως, αν έχουν όντως την πρόθεση να μετάσχουν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και το όνομα του δικηγόρου ή εκπροσώπου που θα τους εκπροσωπήσει σε αυτήν. Η καθυστερημένη απάντηση στα έγγραφα κλήσεως της Γραμματείας ενέχει τον κίνδυνο να παραβλάψει την εύρυθμη οργάνωση της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, όσον αφορά τόσο τον χρόνο ομιλίας που παρέχει το Δικαστήριο στον κάθε διάδικο όσο και τις συνθήκες λειτουργίας της υπηρεσίας διερμηνείας.

    Οι διατάξεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όσον αφορά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση

    48.

    Εξαιτίας τόσο των, ενίοτε δυσμενών, συνθηκών κυκλοφορίας στο Λουξεμβούργο όσο και λόγω των μέτρων ασφαλείας σχετικά με την πρόσβαση στα κτίρια του Δικαστηρίου, συνιστάται στους ενδιαφερομένους να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε να είναι παρόντες στην αίθουσα διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, αρκετό χρόνο πριν από την ώρα ενάρξεώς της. Συγκεκριμένα, πριν από την έναρξη της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, συνηθίζεται τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού να έχουν μια σύντομη συζήτηση με τους εκπροσώπους των διαδίκων ή τους ενδιαφερομένους περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού σχετικά με την οργάνωση της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Ο εισηγητής δικαστής και ο γενικός εισαγγελέας μπορούν να καλέσουν, με την ευκαιρία αυτή, τους ως άνω εκπροσώπους να παράσχουν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, συμπληρωματικές διευκρινίσεις επί ορισμένων ζητημάτων ή να επεξηγήσουν κάποια συγκεκριμένη πτυχή της υποθέσεως.

    Η συνήθης διεξαγωγή μιας επ’ ακροατηρίου συζητήσεως

    49.

    Η ενώπιον του Δικαστηρίου επ’ ακροατηρίου συζήτηση μπορεί να διεξάγεται διαφορετικά σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως, περιλαμβάνει ωστόσο, κατά κανόνα, τρία διακριτά μέρη: τις κυρίως ειπείν αγορεύσεις, τις ερωτήσεις των μελών του Δικαστηρίου και τις δευτερολογίες.

    Το πρώτο στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως: Οι αγορεύσεις

    Ο σκοπός των αγορεύσεων

    50.

    Με την επιφύλαξη της συνδρομής ειδικών περιστάσεων, η επ’ ακροατηρίου συζήτηση αρχίζει συνήθως με τις αγορεύσεις των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού. Με τις εν λόγω αγορεύσεις, καταρχάς οι ως άνω εκπρόσωποι μπορούν να ανταποκριθούν σε ενδεχόμενα αιτήματα να εστιάσουν την αγόρευσή τους σε ορισμένες πτυχές της υποθέσεως και να απαντήσουν σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου προς τους διαδίκους ή τους ενδιαφερομένους, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, βάσει των άρθρων 61 ή 62 του Κανονισμού Διαδικασίας, και, ενδεχομένως, να επεξηγήσουν στη συνέχεια τα σημεία τα οποία ο αγορητής εκτιμά ιδιαιτέρως σημαντικά για την απόφαση του Δικαστηρίου, ιδίως, στον τομέα των προδικαστικών υποθέσεων, έναντι των γραπτών παρατηρήσεων των λοιπών μετεχόντων στη διαδικασία.

    51.

    Δεδομένου ότι το Δικαστήριο έχει ήδη γνώση της υποθέσεως κατόπιν του εγγράφου σταδίου της διαδικασίας, παρέλκει, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εκ νέου αναφορά στο περιεχόμενο των υπομνημάτων ή των γραπτών παρατηρήσεων που έχουν κατατεθεί και, ειδικότερα, του νομικού και πραγματικού πλαισίου της υποθέσεως. Πρέπει να αναπτύσσονται ενώπιον του Δικαστηρίου μόνον τα σημαντικά για την απόφαση του Δικαστηρίου σημεία. Σημειωτέον, εντούτοις, ότι, όταν, πριν από τη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Δικαστήριο έχει καλέσει τους ως άνω διαδίκους ή ενδιαφερομένους να εστιάσουν τις αγορεύσεις τους επί συγκεκριμένου ζητήματος ή ιδιαίτερης πτυχής της υποθέσεως, οι αγορεύσεις θα πρέπει να αφορούν μόνον το εν λόγω ζήτημα ή την ως άνω πτυχή. Στο μέτρο του δυνατού, οι μετέχοντες στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση που υποστηρίζουν την ίδια άποψη ή έχουν την ίδια θέση πρέπει επιπλέον να συνεννοούνται πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προς αποφυγήν της εκ νέου εκθέσεως επιχειρημάτων τα οποία έχουν ήδη προβληθεί.

    Ο χρόνος ομιλίας και η ενδεχόμενη παράτασή του

    52.

    Ο χρόνος ομιλίας ορίζεται από τον πρόεδρο του δικαστικού σχηματισμού, μετά από διαβούλευση με τον εισηγητή δικαστή και, ενδεχομένως, τον επιφορτισμένο με την υπόθεση γενικό εισαγγελέα. Κατά κανόνα, ο εν λόγω χρόνος ομιλίας καθορίζεται σε δεκαπέντε λεπτά, ανεξαρτήτως του δικαστικού σχηματισμού ενώπιον του οποίου έχει ανατεθεί η υπόθεση, αυτή δε η χρονική διάρκεια μπορεί ωστόσο να παραταθεί ή να συντμηθεί σε συνάρτηση με τη φύση ή το περίπλοκο της υποθέσεως, τον αριθμό και τη διαδικαστική ιδιότητα των μετεχόντων στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθώς και με τα ενδεχόμενα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας. Παράταση του χρόνου ομιλίας μπορεί να παρέχεται, όλως εξαιρετικώς, από τον πρόεδρο του δικαστικού σχηματισμού, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αιτήσεως διαδίκου ή ενδιαφερομένου περί του οποίου γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού. Για να ληφθεί υπόψη, μια τέτοια αίτηση πρέπει εντούτοις να υποβάλλεται από τον διάδικο ή τον ενδιαφερόμενο με την απάντησή του στο έγγραφο κλήσεως στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, εν πάση περιπτώσει, να περιέλθει στο Δικαστήριο το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    Ο αριθμός των αγορητών

    53.

    Για λόγους που αφορούν την εύρυθμη διεξαγωγή της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι αγορεύσεις των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων που παρίστανται κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση πρέπει να γίνονται, για καθέναν από αυτούς, από ένα μόνον άτομο. Όλως εξαιρετικώς, μπορεί να επιτραπεί σε ένα δεύτερο άτομο να αγορεύσει όταν τούτο δικαιολογείται από τη φύση ή την περιπλοκότητα της υποθέσεως και με την επιφύλαξη ότι θα υποβληθεί δεόντως αιτιολογημένο σχετικό αίτημα με την απάντηση του διαδίκου ή του ενδιαφερομένου στο έγγραφο κλήσεως στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο δύο εβδομάδες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Η αποδοχή ενός τέτοιου αιτήματος δεν συνεπάγεται ωστόσο καμία παράταση του χρόνου ομιλίας, οπότε οι δύο αγορητές πρέπει να διαμοιραστούν τον χρόνο ομιλίας που παρέχεται στον οικείο διάδικο.

    Το δεύτερο στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως: Οι ερωτήσεις των μελών του Δικαστηρίου

    54.

    Πέραν των ερωτήσεων που ενδέχεται να θέσουν ή των διευκρινίσεων που μπορούν να ζητήσουν τα μέλη του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων, οι αγορητές μπορούν να κληθούν, μετά τις αγορεύσεις αυτές, να απαντήσουν σε συμπληρωματικές ερωτήσεις των μελών του Δικαστηρίου. Οι εν λόγω ερωτήσεις έχουν ως σκοπό τη συμπλήρωση της γνώσεως της δικογραφίας εκ μέρους τους και παρέχουν τη δυνατότητα στους αγορητές να αποσαφηνίσουν ή να επεξηγήσουν περαιτέρω ορισμένα σημεία τα οποία, ενδεχομένως, χρήζουν συμπληρωματικών παρατηρήσεων μετά το έγγραφο στάδιο της διαδικασίας και τις αγορεύσεις.

    Το τρίτο στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως: Οι δευτερολογίες

    55.

    Μετά το ως άνω στάδιο, οι εκπρόσωποι των διαδίκων ή οι ενδιαφερόμενοι περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού έχουν, τέλος, τη δυνατότητα να δευτερολογήσουν εν συντομία, αν το κρίνουν αναγκαίο. Οι εν λόγω δευτερολογίες, μέγιστης διάρκειας πέντε λεπτών η καθεμία, δεν αποτελούν δεύτερο στάδιο αγορεύσεων. Έχουν ως μόνο σκοπό να παράσχουν τη δυνατότητα στους αγορητές να εκφραστούν εν συντομία επί των παρατηρήσεων ή ερωτήσεων που υποβλήθηκαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από τους λοιπούς μετέχοντες σε αυτήν ή από τα μέλη του Δικαστηρίου. Αν επιτραπεί σε δύο αγορητές να λάβουν τον λόγο για έναν διάδικο, ένας μόνον από αυτούς επιτρέπεται να δευτερολογήσει.

    Οι συνέπειες και τα όρια της ταυτόχρονης διερμηνείας

    56.

    Ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αγορεύσεις, δευτερολογίες ή απαντήσεις στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, οι αγορητές δεν πρέπει να λησμονούν ότι τα μέλη του δικαστικού σχηματισμού παρακολουθούν συχνά τις αγορεύσεις τους μέσω ταυτόχρονης διερμηνείας. Επομένως, προς εξασφάλιση της εύρυθμης διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και της ποιότητας της πραγματοποιούμενης διερμηνείας, οι εκπρόσωποι των διαδίκων ή οι ενδιαφερόμενοι περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού καλούνται, εφόσον στηρίζονται σε έγγραφο κείμενο για την αγόρευση, έστω και συνοπτικό, σε σημειώσεις της αγορεύσεως ή σε σχεδιάγραμμα της παρεμβάσεώς τους, να αποστείλουν το σχετικό έγγραφο εκ των προτέρων στη διεύθυνση διερμηνείας, είτε με φαξ (+352 43033697) είτε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (interpret@curia.europa.eu). Το εν λόγω κείμενο ή οι σημειώσεις αυτές προορίζονται αποκλειστικά για τους διερμηνείς και δεν διαβιβάζονται στα μέλη του δικαστικού σχηματισμού ή στον επιφορτισμένο με την υπόθεση γενικό εισαγγελέα ούτε κατατίθενται στη δικογραφία της υποθέσεως.

    57.

    Εντούτοις, κατά την κυρίως ειπείν επ’ ακροατηρίου συζήτηση, συνιστάται να αποφεύγεται η ανάγνωση κειμένου. Προς διευκόλυνση της διερμηνείας, συνιστάται ο αγορητής να ομιλεί ελεύθερα, βάσει δομημένων σημειώσεων. Εν πάση περιπτώσει, είναι αναγκαίο η ομιλία να γίνεται με φυσικό και όχι ιδιαίτερα γρήγορο ρυθμό στο μικρόφωνο, με προηγούμενη αναφορά του διαγράμματος της παρεμβάσεως και χρησιμοποιώντας συστηματικά βραχείες και απλής δομής προτάσεις.

    Η μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διαδικασία

    58.

    Η ενεργός συμμετοχή των διαδίκων ή των ενδιαφερομένων περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 23 του Οργανισμού περατώνεται μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Με την επιφύλαξη της, όλως εξαιρετικής, περιπτώσεως επαναλήψεως του προφορικού σταδίου της διαδικασίας περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 83 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι ως άνω διάδικοι ή ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να υποβάλλουν γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις, ιδίως απαντώντας στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όταν ο πρόεδρος του δικαστικού σχηματισμού έχει κηρύξει το πέρας της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    IV.   ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

    59.

    Οι παρούσες πρακτικές οδηγίες καταργούν και αντικαθιστούν τις πρακτικές οδηγίες σχετικά με τις ευθείες προσφυγές και τις αιτήσεις αναιρέσεως της 15ης Οκτωβρίου 2004 (ΕΕ L 361, σ. 15), όπως τροποποιήθηκαν στις 27 Ιανουαρίου 2009 (ΕΕ L 29, σ. 51).

    60.

    Οι παρούσες πρακτικές οδηγίες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τίθενται σε ισχύ την επομένη ημέρα της δημοσιεύσεώς τους.

    Έγινε στο Λουξεμβούργο, στις 25 Νοεμβρίου 2013.


    (1)  ΕΕ L 265 της 29.9.2012, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε στις 18 Ιουνίου 2013 (ΕΕ L 173 της 26.6.2013, σ. 65).


    Top