Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32011D0716

2011/716/: Απόφαση της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2011 , σχετικά με κρατική ενίσχυση σε ορισμένα ελληνικά καζίνα C 16/10 (πρώην NN 22/10, πρώην CP 318/09) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Δημοκρατία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 3504] Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ΕΕ L 285 της 1.11.2011, p. 25–45 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2011/716/oj

1.11.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 285/25


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 24ης Μαΐου 2011

σχετικά με κρατική ενίσχυση σε ορισμένα ελληνικά καζίνα C 16/10 (πρώην NN 22/10, πρώην CP 318/09) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Δημοκρατία

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2011) 3504]

(Το κείμενο στην ελληνική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2011/716/ΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

Αφού, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(1)

Στις 8 Ιουλίου 2009, η κοινοπραξία Λουτράκι ΑΕ – Κλαμπ Οτέλ Λουτράκι ΑΕ (2) (εφεξής «η καταγγέλλουσα» ή «το Λουτράκι») υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στο εξής Επιτροπή) καταγγελία όσον αφορά την ελληνική νομοθεσία που διέπει ένα σύστημα φόρων επί των δικαιωμάτων εισόδου στα καζίνα, ισχυριζόμενη ότι με τέτοιο σύστημα εξασφαλιζόταν κρατική ενίσχυση σε τρεις φορείς εκμετάλλευσης, συγκεκριμένα στο Regency Casino de Mont Parnès, στο Καζίνο Κέρκυρας και στο Καζίνο Θεσσαλονίκης (3). Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης Οκτωβρίου 2009 η καταγγέλλουσα δήλωσε ότι δεν είχε αντίρρηση να κοινολογηθεί η ταυτότητά της. Στις 14 Οκτωβρίου 2009, οι υπηρεσίες της Επιτροπής συναντήθηκαν με εκπροσώπους της καταγγέλλουσας. Με επιστολή της 26ης Οκτωβρίου 2009, η καταγγέλλουσα υπέβαλε πρόσθετα στοιχεία προς υποστήριξη της καταγγελίας της.

(2)

Στις 21 Οκτωβρίου 2009 η Επιτροπή κοινοποίησε την καταγγελία στην Ελλάδα και την κάλεσε να δώσει διευκρινίσεις για τα ζητήματα που είχαν τεθεί με την καταγγελία. Με επιστολή της 17ης Νοεμβρίου 2009, η Ελλάδα αιτήθηκε επιμήκυνση της προθεσμίας απάντησης, πράγμα που έκανε δεκτό η Επιτροπή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 18ης Νοεμβρίου 2009. Στις 27 Νοεμβρίου 2009, η Ελλάδα απάντησε στην Επιτροπή.

(3)

Στις 15 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή διαβίβασε την απάντηση της Ελλάδας στην καταγγέλλουσα. Η καταγγέλλουσα απάντησε στις 29 Δεκεμβρίου 2009 με παρατηρήσεις επί της απαντήσεως της Ελλάδας.

(4)

Στις 25 Φεβρουαρίου, στις 4 και 23 Μαρτίου και στις 13 Απριλίου 2010, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα περαιτέρω πληροφοριακά στοιχεία, στα οποία η Ελλάδα απάντησε στις 10 Μαρτίου, την 1η Απριλίου και στις 21 Απριλίου 2010.

(5)

Με απόφασή της από 6 Ιουλίου 2010 (εφεξής «η απόφαση κίνησης της διαδικασίας»), η Επιτροπή ειδοποίησε την Ελλάδα ότι κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το μέτρο το οποίο έχει θέσει σε εφαρμογή η Ελλάδα, συγκεκριμένα την επιβολή χαμηλότερου φόρου στα δικαιώματα εισόδου σε ορισμένα καζίνα. Η απόφαση κίνησης της διαδικασίας, που καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4).

(6)

Με επιστολή της 9ης Αυγούστου 2010 η Ελλάδα ζήτησε παράταση της προθεσμίας για απάντηση, η οποία παράταση χορηγήθηκε από την Επιτροπή με επιστολή της 18ης Αυγούστου 2010. Με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2010 η Επιτροπή έλαβε τα σχόλια της Ελλάδας σχετικά με την απόφαση κίνησης της διαδικασίας. Στις 12 Οκτωβρίου 2010 οι ελληνικές αρχές κατέθεσαν πρόσθετες πληροφορίες αναφορικά με το επίμαχο μέτρο.

(7)

Μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από δύο ενδιαφερόμενα μέρη: οι εκπρόσωποι του υπαγόμενου στο μέτρο καζίνου Mont Parnès, αντέδρασαν στην κίνηση της διαδικασίας με επιστολή της 4ης Αυγούστου 2010· οι εκπρόσωποι του ιδιωτικού καζίνου Λουτρακίου αντέδρασαν στην κίνηση της διαδικασίας με επιστολές από 8 και 25 Οκτωβρίου 2010.

(8)

Με επιστολή της 29ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή κοινοποίησε τις προαναφερόμενες παρατηρήσεις στις ελληνικές αρχές προκειμένου να τους δώσει την ευκαιρία να αντιδράσουν. Με επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2010 οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν τα σχόλιά τους επί των παρατηρήσεων των τρίτων ενδιαφερομένων, με σκοπό, μεταξύ άλλων, τη διευκρίνιση ορισμένων πτυχών της εφαρμογής του εξεταζόμενου καθεστώτος και την ερμηνεία των διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας που είναι συναφείς με την ανάλυση της υπόθεσης αυτής.

II.   ΤΟ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΕΤΡΟ

II.1.   Το μέτρο

(9)

Το εδώ εξεταζόμενο μέτρο είναι η διακριτική φορολογική μεταχείριση την οποία οι ελληνικές αρχές έχουν θέσει σε εφαρμογή υπέρ ορισμένων καζίνων μέσω της εφαρμογής διαφόρων μερικώς επιτακτικών και παραλλήλως ισχυουσών διατάξεων (5) οι οποίες αφορούν:

στον καθορισμό ενιαίου φόρου 80 % επί της τιμής των εισιτηρίων εισόδου, και

στον ορισμό δύο άνισων νόμιμων τιμών εισιτηρίου εισόδου σε 6 και σε 15 ευρώ, για τα δημόσια και τα ιδιωτικά καζίνα αντίστοιχα,

υποβάλλοντας έτσι τα τελευταία σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

(10)

Το υπό εξέταση μέτρο αφορά δημόσια καζίνα και ένα ιδιωτικό καζίνο (Θεσσαλονίκης), στο οποίο κατ’ εξαίρεση επετράπη να τύχει της επιφυλασσόμενης για τα δημόσια καζίνα μεταχείρισης, όπως εκτίθεται αναλυτικότερα πιο κάτω.

II.2.   Οι αποδέκτες της ενίσχυσης

(11)

Υπαγόμενα στο μέτρο ενίσχυσης που αναλύεται στην παρούσα, είναι τα ελληνικά καζίνα: Πάρνηθας (Mont Parnès) (6), Θεσσαλονίκης (7), Κέρκυρας (8) και Ρόδου (9).

(12)

Όταν ελήφθη η απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η χαμηλότερη νόμιμη τιμή εισιτηρίου των 6 ευρώ ίσχυε μόνο σε τρία ελληνικά καζίνα: το καζίνο της Πάρνηθας (καζίνο που είχε ιδιωτικοποιηθεί κατά 49 %, ενώ το 51 % των μετοχών παραμένει στην κατοχή του Δημοσίου), το καζίνο της Θεσσαλονίκης (καζίνο ιδιωτικό, αλλά εξομοιούμενο με τα δημόσια καζίνα) και το καζίνο της Κέρκυρας (δημόσιο καζίνο). Η Επιτροπή σημειώνει ότι το καζίνο Ρόδου και το καζίνο Κέρκυρας δεν επωφελούνται πλέον του μέτρου από τον Απρίλιο του 1999 (10) και από τον Αύγουστο του 2010 (11) αντίστοιχα, δεδομένου ότι έπαυσαν, κατά τον εν λόγω αντίστοιχο χρόνο της πλήρους ιδιωτικοποίησής τους, να χρεώνουν τη χαμηλότερη τιμή εισιτηρίων εισόδου.

II.3.   Οι συναφείς διατάξεις της εθνικής έννομης τάξης

(13)

Πριν από το άνοιγμα της αγοράς, το 1994, τρία μόνον καζίνα λειτουργούσαν στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα τα καζίνα Mont Parnès, Κέρκυρας και Ρόδου. Την εποχή εκείνη, τα καζίνα αυτά ήταν δημόσιες επιχειρήσεις και λειτουργούσαν στην Ελλάδα ως κρατικές λέσχες του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (EOT) (12). Το εισιτήριο εισόδου στα καζίνα αυτά είχε καθοριστεί με αποφάσεις του γενικού γραμματέα του ΕΟΤ (13), ως εξής:

Mont Parnès – το 1991 ο EOT όρισε την τιμή εισιτηρίου σε 2 000 δραχμές [περίπου 6 ευρώ (14)

Κέρκυρα – ο EOT όρισε την τιμή εισιτηρίου σε 1 500 δραχμές και το 1997 την αναπροσάρμοσε σε 2 000 δραχμές·

Ρόδος – το 1992 EOT όρισε την τιμή εισιτηρίου σε 1 500 δραχμές.

(14)

Το άνοιγμα της αγοράς έλαβε χώρα το 1994, οπότε 6 νεοϊδρυθέντα ιδιωτικά καζίνο προστέθηκαν στα υφιστάμενα καζίνο ιδιοκτησίας του Δημοσίου, με βάση το νόμο 2206/1994 (15). Ο νόμος του 1994, ο οποίος προέβλεπε τη χορήγηση συνολικά 14 αδειών λειτουργίας, απέβλεπε στα υφιστάμενα 3 καζίνο ιδιοκτησίας του Δημοσίου, δηλαδή σ’ αυτά της Ρόδου, της Πάρνηθας (Mont Parnès) και της Κέρκυρας, και στα 11 νέα ιδιωτικά καζίνο που επρόκειτο να συσταθούν (16). Όμως, μόνον 6 από τα 11 νέα ιδιωτικά καζίνα έλαβαν άδεια λειτουργίας και άρχισαν να λειτουργούν, συγκεκριμένα τα καζίνα στη Χαλκιδική, στο Λουτράκι, στη Θεσσαλονίκη, στην Αχαΐα (Ρίο), στη Ξάνθη (Θράκης) και στη Σύρο (στο διάστημα 1995-1996), ενώ καταργήθηκαν οι υπόλοιπες 5 άδειες.

(15)

Ο νόμος 2206/1994 προέβλεπε (στο άρθρο 2 παράγραφος 10) ότι η τιμή των εισιτηρίων εισόδου στα καζίνα ορισμένων περιοχών θα οριζόταν με υπουργική απόφαση, και ότι με την ίδια απόφαση θα προσδιοριζόταν το ποσοστό της τιμής του εισιτηρίου, το οποίο θα αποτελούσε έσοδο για το ελληνικό Δημόσιο. Πράγματι, στις 16.11.1995 με υπουργική απόφαση (17) του Υπουργού Οικονομικών θεσπίστηκε ότι από 15 Δεκεμβρίου 1995 όλοι οι φορείς εκμετάλλευσης καζίνων βάσει του νόμου αριθ. 2206/1994 (18) υποχρεούνται να εκδίδουν εισιτήριο εισόδου αξίας 5 000 δραχμών (19) [περίπου 15 ευρώ (20)]. Σύμφωνα με αυτήν την υπουργική απόφαση επιβάλλεται επίσης στις εν λόγω επιχειρήσεις καζίνο η εκ του νόμου υποχρέωση να καταβάλλουν το 80 % της αναγραφόμενης τιμής κάθε εισιτηρίου ως δικαίωμα του Δημοσίου, ενώ το υπόλοιπο 20 %, περιλαμβανομένου του ΦΠΑ που αναλογεί, συνιστά έσοδο για το καζίνο (21). Η υπουργική απόφαση προβλέπει ότι τα καζίνα μπορούν να παρέχουν είσοδο δωρεάν (22). Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, όλα τα καζίνα υπέχουν την υποχρέωση να καταβάλλουν το αντίστοιχο ποσοστό 80 % της νόμιμης τιμής στο Δημόσιο, ανεξάρτητα από το ποσό που όντως χρεώνουν στους καταναλωτές (23). Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση, η απόδοση από κάθε καζίνο των «δικαιωμάτων του Δημοσίου» γίνεται σε μηνιαία βάση (24). Επίσης, η υπουργική απόφαση προβλέπει συγκεκριμένες εκπτώσεις για εισιτήρια διάρκειας 15 και 30 ημερών (25).

(16)

Όλα τα νέα ιδιωτικά καζίνα που ιδρύθηκαν (μετά το 1995) βάσει του νόμου 2206/1994 λειτούργησαν σύμφωνα με την υπουργική απόφαση του 1995 και εφάρμοσαν – καταρχήν, όπως εκτίθεται στο προηγούμενο σημείο – την τιμή εισιτηρίου εισόδου των 15 ευρώ, με μόνη εξαίρεση το καζίνο Θεσσαλονίκης (όπως εκτίθεται αναλυτικότερα πιο κάτω).

(17)

Εντούτοις, τα κρατικά καζίνα της Πάρνηθας (Mont Parnès), της Κέρκυρας και της Ρόδου συνέχισαν τη λειτουργία τους ως λέσχες του EOT (26) και δεν εφάρμοζαν τα νομοθετήματα των ετών 1994-1995 μέχρι τη χορήγηση αργότερα σε αυτά της άδειας λειτουργίας που προβλέπεται από το νόμο 2206/1994.

(18)

Σύμφωνα με τις διάφορες παρατηρήσεις και περιγραφές των εθνικών διατάξεων που παρουσίασαν οι ελληνικές αρχές, η Επιτροπή υπολαμβάνει ότι το σύστημα λειτούργησε στην πράξη ως εξής:

(19)

Οι ελληνικές αρχές εξήγησαν ότι η λειτουργία των καζίνων στην Ελλάδα διέπεται, γενικότερα, από το νόμο 2206/1994. Οι προϊσχύσασες του νόμου αυτού ειδικές διατάξεις για τα δημόσια καζίνα θεωρούνται εξαιρέσεις από την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του νόμου 2206/1994 (και της υπουργικής απόφασης του 1995 για την εφαρμογή του), εν αναμονή της ιδιωτικοποίησης των εν λόγω δημόσιων καζίνων και της έκδοσης των προβλεπόμενων από το νόμο αδειών.

(20)

Συνεπώς, η υπουργική απόφαση του 1995 δεν θεωρείτο ότι εφαρμόζεται στα δημόσια καζίνα μέχρι την ημερομηνία αδειοδότησής τους βάσει του νόμου 2206/1994 – είτε όσον αφορά το αντίτιμο του κανονικού εισιτηρίου εισόδου των 15 ευρώ, ή όσον αφορά την υποχρέωση απόδοσης του 80 % του αντιτίμου αυτού στο Δημόσιο. Τα δημόσια καζίνα άρχισαν να αποδίδουν το σχετικό 80 % μόνο μετά την επιγενόμενη χορήγηση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το νόμο 2206/1994 (όπως εκτίθεται πιο κάτω – σημείο 23 και επ.). Ωστόσο, καθώς η τιμή του εισιτηρίου εισόδου στα δημόσια καζίνα παρέμεινε κατ’ εξαίρεση στο επίπεδο των 6 ευρώ, δεδομένου ότι οι προϊσχύουσες αποφάσεις του EOT (που όριζαν το εισιτήριο εισόδου στα 6 ευρώ) θεωρήθηκαν ειδικές διατάξεις παρέκκλισης (προϊσχύουσα lex specialis) μη θιγόμενες από τις γενικές διατάξεις του νόμου 2206/1994 και της υπουργικής απόφασης του 1995, τα δημόσια καζίνα πλήρωναν μόνο το 80 % των 6 ευρώ. Οι αποφάσεις του EOT θεωρήθηκαν μη εφαρμοστέες μόνον όταν τα καζίνα δεν ανήκαν πλέον στο Δημόσιο κατά πλήρη κυριότητα, μετά από την ιδιωτικοποίηση καθενός από αυτά. Μόνο μετά από αυτήν την εξέλιξη άρχισαν τα καζίνα να χρεώνουν το κανονικό εισιτήριο εισόδου των 15 ευρώ και υπείχαν την υποχρέωση απόδοσης, ως φόρου προς το Δημόσιο, του 80 % των 15 ευρώ.

(21)

Εξαίρεση από αυτό που φαίνεται ότι θα έπρεπε να ήταν ο κανόνας, αποτελεί η μερική ιδιωτικοποίηση του καζίνου Mont Parnès, που επιβεβαιώθηκε με το νόμο 3139/2003 (ο οποίος προέβλεπε επίσης τη μελλοντική ιδιωτικοποίηση του καζίνου Κέρκυρας) στον οποίο οριζόταν ρητά ότι το εισιτήριο εισόδου στο καζίνο Mont Parnès θα παρέμενε στα 6 ευρώ.

(22)

Το 2000, τον EOT αντικατέστησε στη λειτουργία των καζίνων Mont Parnès και Κέρκυρας η Ελληνική Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (εφεξής ETA), εταιρεία πλήρους ιδιοκτησίας του ελληνικού Δημοσίου, και από το τέλος του 2000 και μέχρι την αδειοδότησή της βάσει του νόμου 2206/1994 το 2003, η ETA άρχισε (27), οικειοθελώς στην αρχή και αργότερα δυνάμει του άρθρου 24 του νόμου 2919/2001, να προσαρμόζεται βαθμιαία προς τις οριζόμενες από το νόμο 2206/1994 υποχρεώσεις των καζίνων, με σκοπό την προετοιμασία και των δύο αυτών πρώην λεσχών ιδιοκτησίας του Δημοσίου για την πλήρη αδειοδότησή τους ως καζίνων και για την ιδιωτικοποίησή τους. Στη διάρκεια αυτής της μεταβατικής περιόδου η ETA, μεταξύ άλλων, απέδιδε στο Δημόσιο το 80 % των εισιτηρίων εισόδου 6 ευρώ στα καζίνα Mont Parnès και Κέρκυρας.

(23)

Ειδικότερα, το 2003, το καζίνο Mont Parnès ιδιοκτησίας του Δημοσίου, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία και το 49 % του κεφαλαίου της παραχωρήθηκε στον ιδιωτικό τομέα (28). Η προβλεπόμενη από το νόμο 2206/1994 άδεια λειτουργίας του καζίνου Mont Parnès χορηγήθηκε τελικά το 2003 βάσει του νόμου 3139/2003 (άρθρο 1(1)). Με τον ίδιο νόμο διατηρήθηκε η τιμή εισιτηρίου εισόδου στο Mont Parnès στα 6 ευρώ [άρθρο 1(1)(vii)].

(24)

Στην περίπτωση του καζίνου Κέρκυρας, η προβλεπόμενη από το νόμο 2206/1994 άδεια λειτουργίας αρχικά χορηγήθηκε το 2003 στην ETA βάσει του νόμου 3139/2003 (άρθρο 1(3)) προκειμένου η ETA να τη συνεισφέρει στην επιγενόμενη ιδιωτικοποίησή της. Στην ίδια διάταξη προβλεπόταν ότι το εισιτήριο εισόδου στο καζίνο της Κέρκυρας θα οριζόταν με νέα υπουργική απόφαση, πράγμα που σήμαινε με άλλα λόγια ότι η υπουργική απόφαση του 1995 δεν τύχαινε εφαρμογής. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Επιτροπής, δεν έχει εκδοθεί καμία νέα υπουργική απόφαση και το καζίνο της Κέρκυρας εξακολούθησε να χρεώνει εισιτήριο 6 ευρώ μέχρι την ιδιωτικοποίησή του τον Αύγουστο του 2010 (29), οπότε άρχισε να εφαρμόζει την τιμή εισιτηρίου των 15 ευρώ.

(25)

Στην περίπτωση του καζίνου της Ρόδου, η σύμφωνα με το νόμο 2206/1994 άδεια λειτουργίας εκδόθηκε το 1996 δυνάμει της υπουργικής απόφασης Τ/633/29.5.1996. Ωστόσο, το καζίνο αυτό συνέχισε μέχρι το 1999 να χρεώνει το εισιτήριο εισόδου μειωμένης τιμής, προχωρώντας σε χρέωση εισιτηρίου 15 ευρώ μόνο μετά την ιδιωτικοποίησή του που έγινε τον Απρίλιο του 1999 [καθώς, μέχρι την ιδιωτικοποίησή του, λειτουργούσε υπό τον έλεγχο του EOT – και έτσι εφάρμοζε την απόφαση του EOT του 1992 (30) η οποία όριζε την τιμή των εισιτηρίων εισόδου στα καζίνα της Ρόδου στις 1 500 δραχμές].

(26)

Το ιδιωτικό καζίνο Θεσσαλονίκης συστάθηκε ως εταιρεία και έλαβε άδεια λειτουργίας το 1995 βάσει του νόμου 2206/1994 (31). Εφαρμόζει, μέχρι σήμερα, το μειωμένης τιμής εισιτήριο των 6 ευρώ που ισχύει για τα δημόσια καζίνα (του Mont Parnès και της Κέρκυρας) δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 2687/1953 (32) το οποίο προβλέπει ότι επιχειρήσεις που ιδρύονται με επένδυση ξένων κεφαλαίων απολαμβάνουν μεταχείριση τουλάχιστον τόσο ευνοϊκή όσο αυτή που εφαρμόζεται σε άλλες ομοειδείς εγχώριες επιχειρήσεις (33). Ακόμη και σε μεταγενέστερο χρόνο, όταν το ζήτημα είχε εγερθεί περαιτέρω, η διοίκηση του καζίνου (δηλαδή η Hyatt Regency) ζήτησε η τιμή των εισιτηρίων εισόδου στο καζίνο Θεσσαλονίκης να οριστεί στο ίδιο επίπεδο με αυτό του καζίνου Mont Parnès, ήτοι στα 6 ευρώ. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό, μετά από γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Γνωμοδότηση 631/1997). Η υποχρέωση απόδοσης στο Δημόσιο του 80 % της ονομαστικής αξίας των εισιτηρίων εισόδου ίσχυε για το καζίνο Θεσσαλονίκης από την έκδοση της άδειας λειτουργίας του, το 1995 (34).

III.   ΛΟΓΟΙ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

(27)

Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) διατυπώνοντας σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τη διακριτική φορολογική μεταχείριση υπέρ διαφόρων ειδικά κατονομαζόμενων καζίνων στην Ελλάδα, στα οποία παρέχεται το πλεονέκτημα ευνοϊκότερης φορολόγησης από αυτήν στην οποία υπόκεινται τα υπόλοιπα καζίνα της χώρας.

(28)

Η Επιτροπή θεώρησε ότι το επίμαχο μέτρο απέκλινε από τις γενικές διατάξεις της ελληνικής έννομης τάξης περί καθορισμού του κανονικού επιπέδου των εισιτηρίων εισόδου στα καζίνα και, συνεπώς, βελτίωνε την ανταγωνιστική θέση των υπαχθέντων στο μέτρο.

(29)

Η Επιτροπή παρατήρησε ότι το επίμαχο μέτρο φαινόταν να συνιστά απώλεια δημοσίων πόρων για το ελληνικό κράτος, και ότι παρείχε πλεονέκτημα στα καζίνα με εισιτήριο χαμηλότερης αξίας. Απαντώντας στο επιχείρημα των ελληνικών αρχών ότι ο άμεσα ωφελούμενος από τη χαμηλότερη τιμή των εισιτηρίων εισόδου είναι ο πελάτης, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι παρεχόμενες σε καταναλωτές επιδοτήσεις μπορούν να συνιστούν κρατική ενίσχυση σε επιχειρήσεις εάν για την επιδότηση τίθεται ως όρος η χρήση συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας από δεδομένη επιχείρηση (35).

(30)

Η Επιτροπή παρατήρησε επίσης ότι, όπως φαινόταν, το επίπεδο της φορολόγησης δεν οριζόταν ανάλογα με τις συνθήκες κάθε επιμέρους καζίνου (36), και κατέληγε στο προσωρινό συμπέρασμα ότι το μέτρο είναι επιλεκτικό (37).

(31)

Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το επίμαχο μέτρο είναι σε θέση να νοθεύσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των καζίνων στην Ελλάδα, όπως και στην αγορά εξαγοράς ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Η Επιτροπή σημείωσε ότι σέβεται πλήρως το δικαίωμα των κρατών μελών να ρυθμίζουν τα τυχερά παιχνίδια στην επικράτειά τους τηρουμένης της ενωσιακής νομοθεσίας, αλλά δεν μπορεί να δεχτεί ότι με τα εν λόγω επιχειρήματα αποκλείεται το ενδεχόμενο να έχει το επίμαχο μέτρο οποιοδήποτε αποτέλεσμα στρέβλωσης του ανταγωνισμού ή των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών. Οι φορείς εκμετάλλευσης στο συγκεκριμένο τομέα συχνά είναι μεγάλοι ξενοδοχειακοί όμιλοι, οι επενδυτικές αποφάσεις των οποίων θα μπορούσαν να επηρεάζονται από το μέτρο, και, πράγματι, τα καζίνα μπορούν να λειτουργούν ως δέλεαρ των τουριστών ώστε να επισκέπτονται την Ελλάδα. Έτσι, η Επιτροπή συμπέρανε ότι το μέτρο αυτό είναι ικανό να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών (38).

(32)

Η Επιτροπή κατέληγε στο προσωρινό συμπέρασμα ότι το μέτρο αυτό συνιστά παράνομη ενίσχυση, δεδομένου ότι είχε τεθεί σε εφαρμογή από τις ελληνικές αρχές χωρίς την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής, και ότι άρα υπόκειται στην εφαρμογή του άρθρου 15 του διαδικαστικού κανονισμού όσον αφορά την ανάκτηση ενισχύσεων (39).

(33)

Η Επιτροπή δεν εντόπισε κανένα λόγο στον οποίο θα βασιζόταν για να θεωρηθεί το επίμαχο μέτρο συμβιβάσιμο με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι θεωρείτο ότι αντιπροσωπεύει αδικαιολόγητη ενίσχυση στη λειτουργία των καζίνων που έχουν υπαχθεί στο μέτρο (40).

(34)

Τέλος, η Επιτροπή παρατήρησε ότι εάν επιβεβαιωθούν οι υποψίες της ότι το μέτρο περιέχει ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση, τότε βάσει του άρθρου 14 παράγραφος 1 του διαδικαστικού διαγωνισμού, θα είναι υποχρεωμένη να διατάξει την Ελλάδα να ανακτήσει την ενίσχυση από τους αποδέκτες της, εκτός αν αυτό αντίκειται σε γενική αρχή του δικαίου (41).

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ

(35)

Στη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από την Ελλάδα, από τον εκπρόσωπο της εταιρείας «Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας A.E.» (εφεξής «Mont Parnès»), και από τους εκπροσώπους του ιδιωτικού καζίνου Λουτρακίου (εφεξής «Λουτράκι»).

IV.1.   Παρατηρήσεις της Ελλάδας και του Mont Parnès

(36)

Δεδομένου ότι οι παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τον εκπρόσωπο του υπαχθέντος στο μέτρο καζίνου Mont Parnès είναι κατ’ ουσίαν ταυτόσημες με τις παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές, η περιληπτική έκθεση των παρατηρήσεων αυτών είναι κοινή, στην παρούσα ενότητα.

IV.1.1.   Επί της ύπαρξης ενίσχυσης

(37)

Τόσο οι ελληνικές αρχές όσο και το Mont Parnès αμφισβητούν την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης. Και οι δύο υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει κανένα διαφυγόν έσοδο για το Δημόσιο (ή εάν υπάρχει, τότε δεν προκύπτει κανένα πλεονέκτημα για τα καζίνα).

(38)

Οι ελληνικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι η διαφοροποίηση των τιμών εισιτηρίου αποτελεί αποκλειστικό ζήτημα ρύθμισης των τιμών, δεδομένου ότι ο εισπραττόμενος φόρος αποτελεί ενιαίο ποσοστό της αντίστοιχης αξίας του αντιτίμου των εκδιδόμενων εισιτηρίων εισόδου.

(39)

Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, σκοπός του καθορισμού της αξίας του εισιτηρίου εισόδου και της πληρωμής στο Δημόσιο δεν είναι η δημιουργία κρατικών εσόδων αλλά η αποθάρρυνση της συμμετοχής στα τυχερά παιχνίδια των προερχόμενων από χαμηλές εισοδηματικές τάξεις προσώπων. Το γεγονός ότι η πρακτική επιβολής εισιτηρίων εισόδου αποφέρει επίσης έσοδα για το Δημόσιο δεν αλλοιώνει τη φύση του ως μέτρου ελέγχου. Έτσι, η επιβολή εισιτηρίου εισόδου συγκεκριμένης αξίας στους πελάτες που εισέρχονται στους χώρους τυχερών παιχνιδιών των καζίνων θεωρείται από τις ελληνικές αρχές ότι συνιστά επαχθές μέτρο διοικητικού ελέγχου, το οποίο, όμως, στερείται φορολογικού χαρακτήρα και δεν μπορεί να θεωρηθεί φορολογικό βάρος σύμφωνα με την απόφαση αριθ. 4027/1998 του Συμβουλίου της Επικρατείας (42).

(40)

Σχετικά με τις διαφορές στο αντίτιμο των εισιτηρίων διαφόρων καζίνων, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες των διαφόρων καζίνων είναι διαφορετικές και μη συγκρίσιμες. Οι ελληνικές αρχές ισχυρίζονται ότι η διάκριση στις χρεώσεις δικαιολογείται από λόγους δημόσιας πολιτικής, και μεταξύ άλλων ότι «οι συνθήκες κάθε επιμέρους καζίνο, δικαιολογούν και συμβιβάζονται πλήρως με τη διαφορετική ρύθμιση του εισιτηρίου μεταξύ των καζίνων που βρίσκονται πλησίον μεγάλων αστικών κέντρων … και αυτών της επαρχίας … που κατοικείται κυρίως από αγροτικούς πληθυσμούς, χαμηλότερου στην πλειοψηφία τους εισοδηματικού και μορφωτικού επιπέδου, οι οποίοι χρήζουν μεγαλύτερης αποθάρρυνσης από τη συμμετοχή τους στα τυχερά παίγνια, από τους κατοίκους των αστικών περιοχών».

(41)

Σχετικά με την παρατήρηση της καταγγέλλουσας (Λουτράκι) ότι το αντίτιμο των εισιτηρίων εισόδου στο καζίνο Κέρκυρας τροποποιήθηκε από 6 ευρώ σε 15 ευρώ όταν ιδιωτικοποιήθηκε το 2010, πράγμα που μάλλον αντιφάσκει προς τα επιχειρήματα περί δημόσιας πολιτικής, οι ελληνικές αρχές απαντούν ότι λόγω της απομακρυσμένης γεωγραφικής θέσης της Νήσου Κέρκυρας, το καζίνο αυτό δεν τελεί σε ανταγωνισμό με όλα τα άλλα ελληνικά καζίνα (συνεπώς δεν νοθεύεται ο ανταγωνισμός). Οι ελληνικές αρχές υποστηρίζουν περαιτέρω ότι είναι επιτακτικής σημασίας να καθίσταται η τιμή του εισιτηρίου αποθαρρυντική, για λόγους προστασίας των κατοίκων της Κέρκυρας, επειδή η μεταβολή των όρων λειτουργίας του καζίνου μετά την ιδιωτικοποίησή του θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε θεαματική αύξηση των ωρών λειτουργίας, των δραστηριοτήτων γενικότερα και της ελκυστικότητάς του.

(42)

Οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès αμφισβητούν ότι σε περίπτωση που υπάρχει πλεονέκτημα στα καζίνα χαμηλότερου εισιτηρίου (επειδή προσελκύουν περισσότερους πελάτες) αυτόματα αυτό σημαίνει ότι υπάρχει απώλεια εσόδων του Δημοσίου. Επίσης, δεν είναι βέβαιο ότι, με υψηλότερη τιμή εισιτηρίου, οι εν λόγω εικαζόμενοι αποδέκτες ενίσχυσης θα παρήγαγαν περισσότερα έσοδα για το Δημόσιο, και άρα η καταγγελλόμενη απώλεια εσόδων είναι υποθετική. Οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès τονίζουν επίσης ότι το όφελος από τη χαμηλότερη τιμή των εισιτηρίων εισόδου προσπορίζεται ο πελάτης, και ότι το ποσοστό της αξίας του εισιτηρίου που παρακρατεί το καζίνο αντιπροσωπεύει υψηλότερο ποσό στα καζίνα με εισιτήριο 15 ευρώ, το οποίο αποτελεί δικό τους όφελος.

(43)

Επίσης, οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès υποστηρίζουν ότι δεν επηρεάζεται ο ανταγωνισμός ή το εμπόριο βάσει του ότι καθένα από τα καζίνα εξυπηρετεί μια τοπική αγορά. Αρνούνται την πιθανότητα να υπάρχει ανταγωνισμός με άλλες μορφές τυχερών παιχνιδιών όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, σημειώνοντας ότι επί του παρόντος στην Ελλάδα απαγορεύεται η προσφορά τυχερών παιχνιδιών μέσω του διαδικτύου.

(44)

Οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès ισχυρίζονται επίσης ότι ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το μειωμένης τιμής εισιτήριο των 6 ευρώ μπορούσε ή μπορεί να επηρεάσει την απόφαση ξένου φορέα εκμετάλλευσης να επενδύσει σε επιχείρηση καζίνου στην Ελλάδα, ο ξένος φορέας θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να κάνει χρήση του νόμου 2687/1953, όπως έκανε και η εταιρεία Hyatt Regency Ξενοδοχειακή και Τουριστική (Θεσσαλονίκη) ΑΕ στην περίπτωση του καζίνου Θεσσαλονίκης.

(45)

Σχετικά με τους ισχυρισμούς της καταγγέλλουσας ότι οι υπαχθέντες στο μέτρο έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν δωρεάν είσοδο, ενώ παράλληλα ισχύει η υποχρέωσή τους για απόδοση του 80 % του εισιτηρίου, πράγμα που συνεπώς καταδεικνύει σαφέστατα τον χαρακτήρα του μέτρου ως ενίσχυσης, οι ελληνικές αρχές προβάλλουν το επιχείρημα ότι η πρακτική αυτή «συνιστά εξαίρεση», καθώς τα καζίνα φέρονται να κάνουν χρήση της εξαίρεσης αυτής για να προσφέρουν δωρεάν είσοδο (τιμής ένεκεν) κυρίως επίσημων ή διάσημων πελατών και, καθώς η δαπάνη από την καταβολή στο κράτος εξ ιδίων πόρων του 80 % της τιμής του εισιτηρίου δεν αναγνωρίζεται ως παραγωγική δαπάνη και δεν μπορεί να εκπίπτεται από τα έσοδα της επιχείρησης (πράγμα που θα επέσειε στην επιχείρηση που εφαρμόζει τέτοια πρακτική σημαντικές φορολογικές επιβαρύνσεις), είναι αντίθετη με τη φορολογική νομοθεσία (νόμος 2238/1994).

(46)

Οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès εφιστούν περαιτέρω την προσοχή της Επιτροπής σε ορισμένες άλλες διαφορές μεταξύ των καζίνων υπό το πρίσμα διαφόρων φορολογικών/κανονιστικών μέτρων. Έτσι, οι διαφορές αυτές, οι οποίες φέρονται να ευνόησαν το Λουτράκι (την καταγγέλλουσα) υποστηρίζεται ότι αντισταθμίζουν τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν οι υπαχθέντες στο μέτρο λόγω της χαμηλότερης τιμής των εισιτηρίων εισόδου. Το κυριότερο μέτρο που αναφέρεται σχετικά, είναι ότι καθένα καζίνο αποδίδει ορισμένο ποσοστό των ακαθάριστων κερδών του στο Δημόσιο αλλά, σύμφωνα με το Νόμο, το ποσοστό αυτό είναι για το Λουτράκι χαμηλότερο από αυτό άλλων καζίνων. Επί του σημείου αυτού, ωστόσο, η Επιτροπή παρατηρεί πρώτον ότι τα εν λόγω άλλα μέτρα τα οποία επικαλούνται οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès, εάν υπάρχουν, θα μπορούσαν, εφόσον πληρούνται όλοι οι όροι που προβλέπονται από την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία για τις κρατικές ενισχύσεις, να συνιστούν χωριστό μέτρο ενίσχυσης υπέρ του καζίνου Λουτρακίου. Σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα αυτά είναι διακριτά από το υπό εξέταση μέτρο και συνεπώς δεν καλύπτονται από την παρούσα απόφαση.

(47)

Τέλος, η Ελλάδα έχει αναφέρει ότι εξετάζει την πιθανή αλλαγή της τιμολογιακής πολιτικής της για τα καζίνα, με σκοπό να εξαλειφθούν οι μεταξύ καζίνων διακρίσεις. Εντούτοις, δεν έχει ακόμη ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή τέτοιας μεταβολής.

(48)

Οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις σχετικά με το συμβατό και τη νομιμότητα της ενίσχυσης.

IV.1.2.   Επί της ποσοτικοποίησης και της ανάκτησης της ενίσχυσης

(49)

Οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès υποστηρίζουν, επιχειρηματολογώντας επικουρικά, ότι ακόμη και αν διαπιστωνόταν ότι το εξεταζόμενο μέτρο συνιστά παράνομη και μη συμβιβάσιμη κρατική ενίσχυση, τυχόν ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής θα προσέκρουε:

Στην αρχή της εύλογης εμπιστοσύνης του διοικούμενου: το ζήτημα του εισιτηρίου στα καζίνα, και ειδικότερα το κατά πόσον αυτό αποτελεί το οικονομικό βάρος για τα καζίνα, τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προ 15ετίας περίπου (43). Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, η τιμή του εισιτηρίου δεν είναι φορολογικής φύσεως, πράγμα το οποίο έμμεσα αποδεικνύει ότι δεν αποτελεί οικονομικό βάρος για τα καζίνα. Ως εκ τούτου, τα υπαγόμενα στο μέτρο καζίνα εύλογα μπορούσαν να βασίσουν τις ενέργειές τους στην παραδοχή ότι δεν τίθεται ζήτημα κρατικής ενίσχυσης το οποίο να ανακύπτει από τη διαφοροποίηση των τιμών των εν λόγω εισιτηρίων τα οποία δεν θεωρούνται, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ότι αποτελούν οικονομικό βάρος.

Στην αρχή της μη καταχρηστικής άσκησης ενός δικαιώματος: οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès υποστηρίζουν ότι το Λουτράκι προέβη σε καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής μόνο μετά την πάροδο δεκαπέντε ετών από τη θέσπιση του επίμαχου μέτρου (το 1995), η προσφυγή του στην Επιτροπή για την προάσπιση των συμφερόντων (και των δικαιωμάτων) του που απορρέουν από τις διατάξεις της ΣΛΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις, συνιστά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματός του.

(50)

Σχετικά με τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού, οι ελληνικές αρχές και το Mont Parnès αμφισβητούν τον υπολογισμό τον οποίο προτείνει το Λουτράκι (διαφορά στον ανά πελάτη εισπραττόμενο φόρο μεταξύ των καζίνων υψηλότερου και χαμηλότερου αντιτίμου εισιτηρίου, πολλαπλασιαζόμενη επί τον αριθμό των εισερχόμενων στα υπαγόμενα στο μέτρο καζίνα). Τέτοιος υπολογισμός θα ήταν λανθασμένος και αυθαίρετος καθώς δεν είναι βέβαιο ότι, με υψηλότερη τιμή εισιτηρίου εισόδου, τα φερόμενα ως αποδέκτες ενίσχυσης καζίνα Mont Parnès, Θεσσαλονίκης και Κέρκυρας (44) θα είχαν τον ίδιο αριθμό πελατών.

IV.2.   Τα σχόλια του καζίνου Λουτρακίου

(51)

Το Λουτράκι ισχυρίζεται ότι τα μέτρα που προβλέπονται από εθνικές νομοθετικές διατάξεις συνιστούν φορολογική διάκριση ευνοϊκή για ορισμένα καζίνα στο μέτρο που η υποχρέωση απόδοσης στο Δημόσιο του ενιαίου δικαιώματος 80 % επί του εισιτηρίου εισόδου στα καζίνα εφαρμόζεται σε διαφορετική φορολογική βάση – δηλαδή στις δύο διαφορετικές τιμές εισιτηρίων που έχει ορίσει το Δημόσιο. Καθώς το εισιτήριο εισόδου στα υπαχθέντα στο μέτρο καζίνα είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό των άλλων καζίνων (ήτοι 6 ευρώ αντί των 15 ευρώ), τούτο συνιστά απώλεια εσόδων για το Δημόσιο και άρα ισοδυναμεί προς κρατική ενίσχυση, υπό το πρίσμα της δημιουργούμενης εξαιτίας αυτού στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

(52)

Το Λουτράκι υποστηρίζει περαιτέρω ότι το μέτρο δεν δικαιολογείται αντικειμενικά, καθώς η επιβολή εισιτηρίου χαμηλότερης τιμής στα καζίνα που υπάγονται στο μέτρο αντιβαίνει πράγματι προς τον κοινωνικό σκοπό και προς τους λόγους και τα χαρακτηριστικά που δικαιολογούν τον ορισμό τιμής των εισιτηρίων εισόδου στα καζίνα, όπως διαλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. 4027/1998 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το Λουτράκι αμφισβητεί το ότι δεν είναι δυνατόν εύλογα να υποστηριχθεί ότι ο διοικητικός έλεγχος και η κοινωνική προστασία θα μπορούσαν να επιτευχθούν με διαφορετικές τιμές εισιτηρίων εισόδου – στο καζίνο Mont Parnès, το οποίο απέχει περί τα 20 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, με εισιτήριο των 6 ευρώ, ενώ στο καζίνο Λουτρακίου, που απέχει περί τα 85 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας, με εισιτήριο των 15 ευρώ, ή, αντίστοιχα, στο καζίνο της Θεσσαλονίκης, μόλις περί τα 8 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης (επίσης με εισιτήριο των 6 ευρώ), σε αντιδιαστολή προς το καζίνο Χαλκιδικής, περί τα 120 χιλιόμετρα από το κέντρο της Θεσσαλονίκης (με εισιτήριο των 15 ευρώ).

(53)

Το Λουτράκι παρατηρεί ότι, μολονότι η Ελλάδα είχε προηγουμένως επιχειρηματολογήσει ότι η μειωμένη τιμή των εισιτηρίων εισόδου των 6 ευρώ δικαιολογείται λαμβανομένων υπόψη των ειδικών συνθηκών που ισχύουν για καθένα από τα υπαγόμενα στο μέτρο καζίνα, συναφών κυρίως προς τη γεωγραφική τοποθεσία καθενός καζίνου (η οποία προσδιορίζει ορισμένες οικονομικές, κοινωνικές, δημογραφικές και άλλες ιδιαιτερότητες), παρά ταύτα, τον Αύγουστο του 2010, το καζίνο Κέρκυρας άλλαξε την τιμή του εισιτηρίου σε 15 ευρώ αμέσως με την ιδιωτικοποίησή του, χωρίς καμία εξήγηση των λόγων για τους οποίους δεν ίσχυαν πλέον οι προαναφερόμενες ειδικές συνθήκες.

(54)

Ως προς τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού, το Λουτράκι εμμένει στην άποψη ότι το ποσό αυτό ισούται με τη διαφορά του ανά πελάτη εισπραττόμενου φόρου επί τον αριθμό των πελατών που εισέρχονται στα καζίνα αποδέκτες ενίσχυσης.

(55)

Αναφορικά με τα χωριστά μέτρα τα οποία επικαλούνται η Ελλάδα και το Mont Parnès, τα οποία φέρονται να ευνοούν το Λουτράκι (κυρίως ότι το Λουτράκι φέρεται να πληρώνει στο Δημόσιο χαμηλότερο ποσοστό των ετήσιων ακαθάριστων κερδών του σε σύγκριση με άλλα καζίνα), το Λουτράκι υποστηρίζει ότι στην πράξη έχει καταβάλει το ίδιο ποσό όπως οι ανταγωνιστές του βάσει χωριστής συμφωνίας με τις αρχές.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(56)

Το υπό αξιολόγηση μέτρο είναι η διακριτική φορολογική μεταχείριση την οποία έχουν θέσει σε εφαρμογή οι ελληνικές αρχές με την οποία ευνοούνται ορισμένα καζίνα μέσω παραλλήλως ισχυουσών νομικών διατάξεων (45) όσον αφορά τόσο τον καθορισμό ενιαίου φόρου 80 % επί της τιμής των εισιτηρίων εισόδου στα καζίνα, όσο και τον ορισμό δύο άνισων νόμιμων τιμών εισιτηρίων εισόδου, ποσού 6 και 15 ευρώ αντίστοιχα, για τα δημόσια και τα ιδιωτικά καζίνα, θέτοντας έτσι τα τελευταία σε θέση ανταγωνιστικού μειονεκτήματος (46).

V.1.   Ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

(57)

Για να εξακριβώσει αν ορισμένο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση εμπίπτουσα στις διατάξεις της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει κατά πόσον πληροί τους όρους του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».

(58)

Πιο κάτω η Επιτροπή θα προβεί σε εκτίμηση του κατά πόσον το επίμαχο μέτρο πληροί τις τέσσερεις σωρευτικές προϋποθέσεις ώστε να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

V.1.1   Ύπαρξη πλεονεκτήματος

(59)

Ένα μέτρο για να συνιστά κρατική ενίσχυση πρέπει να παρέχει στους υπαγόμενους σ’ αυτό πλεονέκτημα που τους απαλλάσσει από επιβαρύνσεις που κατά κανόνα βαρύνουν τους προϋπολογισμούς τους.

(60)

Ως προς αυτό, οι ελληνικές αρχές ισχυρίστηκαν, καταρχάς, ότι το εν λόγω μέτρο μπορεί να μην καλύπτεται από τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις διότι το ύψος της συνεισφοράς που πρέπει να καταβάλλουν στο κράτος όλα τα καζίνα τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα είναι ενιαίο (ήτοι το 80 % της αξίας κάθε εισιτηρίου εισόδου) ενώ το στοιχείο που διαφοροποιεί τη μεταχείριση προέρχεται από την πολιτική τιμολόγησης που καθορίστηκε την περίοδο 1994-1995 με νομικές διατάξεις (καθορισμός του ύψους της τιμής του εισιτηρίου εισόδου στα 15 ευρώ για τα καζίνα που θα αδειοδοτούνταν βάσει των διατάξεων του ν. 2206/1994).

(61)

Επίσης, οι ελληνικές αρχές υποστήριξαν ότι η χρέωση εισόδου αποτελεί μόνο μέτρο διοικητικού ελέγχου το οποίο στερείται φορολογικού χαρακτήρα, διότι, σύμφωνα με την απόφαση 4025/1998 του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας, ο καθορισμός της τιμής των εισιτηρίων εισόδου στα καζίνα έχει κοινωνικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί φορολογικό μέτρο.

(62)

Ωστόσο, πρέπει καταρχάς να σημειωθεί ότι ο καθορισμός των τιμών από το ν. 2206/1994 δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εύκολα ως συνήθης πολιτική τιμολόγησης, δεδομένου ότι φαίνεται πως όλα τα καζίνα μπορούν να χρεώνουν στους καταναλωτές χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου εισόδου ή ακόμα και να τους επιτρέπουν τη δωρεάν είσοδο, παρόλο που σε όλες τις περιπτώσεις εξακολουθούν να υποχρεούνται να καταβάλλουν στο κράτος το 80 % της αντίστοιχης αξίας των εκδιδομένων εισιτηρίων εισόδου, ανεξαρτήτως του ποσού που πράγματι χρεώθηκε στους καταναλωτές.

(63)

Εξάλλου, κατά την εφαρμογή των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, δεν έχει σημασία αν το εξεταζόμενο μέτρο έχει χαρακτήρα τιμολόγησης ή φορολόγησης, δεδομένου ότι το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται σε μέτρα ενισχύσεων που χορηγούνται «υπό οποιαδήποτε μορφή» και τα οποία παρέχουν πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι η δημιουργία φορολογικών εσόδων δεν αποτελούσε πρωταρχικό στόχο του μέτρου δεν επαρκεί από μόνο του προκειμένου το εν λόγω μέτρο να μη χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση.

(64)

Ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι ο καθορισμός της τιμής εισιτηρίου εισόδου στα καζίνα μπορεί να έχει κοινωνικό στόχο, το ζήτημα κατά πόσον αποτελεί πλεονέκτημα που συνιστά κρατική ενίσχυση πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα, στο επίπεδο των επιμέρους εταιρειών, για να καθοριστεί κατά πόσον μερικές εταιρείες συμβάλλουν σε μικρότερο βαθμό στα δημόσια έσοδα. Το γεγονός ότι η απαλλαγή από την εφαρμογή της γενικής τιμής των εισιτηρίων εισόδου, που ανέρχεται σε 15 ευρώ, χορηγήθηκε μεμονωμένα σε συγκεκριμένα καζίνα, και ειδικότερα το γεγονός ότι ο φόρος του 80 % πρέπει να καταβληθεί στο κράτος με βάση τη χαμηλότερη τιμή που τα καζίνα αυτά πρέπει – καταρχήν (βλέπε ανωτέρω) να ζητούν –καταδεικνύουν ότι στα εν λόγω καζίνα χορηγήθηκε πλεονέκτημα.

(65)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει το δικαίωμα των κρατών μελών να χαρακτηρίζουν βάσει του εθνικού τους δικαίου το μέτρο ως φορολογικό ή άλλου είδους μέτρο. Η εξέταση της Επιτροπής δεν αποβλέπει με κανένα τρόπο στην ερμηνεία εθνικού δικαίου. Ωστόσο, το μέτρο έχει ως αποτέλεσμα να επιτρέπει την τακτική και συνεχή καταβολή στο κράτος του 80 % της αντίστοιχης τιμής όλων των εισιτηρίων εισόδου που εκδίδονται από κάθε καζίνο. Επιπλέον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο (ιδίως το ν. 2206/1994 και την υπουργική απόφαση του 1995), τα αντίστοιχα ποσά αποδίδονται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος ΔΟΥ (47). Ενόψει των ανωτέρω και χωρίς να θίγεται με οποιοδήποτε τρόπο ο χαρακτηρισμός του μέτρου βάσει του εθνικού δικαίου, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το εξεταζόμενο μέτρο έχει αποτελέσματα παρόμοια με εκείνα ενός φορολογικού μέτρου. Επομένως, μόνο για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, και στο βαθμό που αφορά την εξέταση του μέτρου βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις, η Επιτροπή αναφέρεται στο μέτρο ως «φορολογικό μέτρο» ή ως «φόρο» στην παρούσα απόφαση.

(66)

Το εξεταζόμενο μέτρο, ήτοι η διακριτική φορολογική μεταχείριση που προέρχεται από το συνδυασμένο αποτέλεσμα ενιαίου φόρου εισόδου ο οποίος εφαρμόζεται σε άνισες νόμιμες τιμές των εισιτηρίων εισόδου, παραχωρεί πλεονέκτημα στα κρατικά καζίνα στην Ελλάδα έναντι των ιδιωτικών. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των δύο κρατικών ενεργειών οδηγεί τα ιδιωτικά καζίνα στην υποχρέωση καταβολής στο κράτος φόρου εισόδου ύψους 12 ευρώ (80 % × 15) ανά άτομο, ενώ τα κρατικά καζίνα στην καταβολή μόνο 4,8 ευρώ (80 % × 6) (48).

(67)

Με αυτό το μέτρο το ελληνικό κράτος απαλλάσσει τα δημόσια καζίνα από βάρος το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε να φέρουν αν εφαρμοζόταν μια φορολογία που δεν θα εισήγαγε διακριτική μεταχείριση και η οποία θα ήταν ουδέτερη από την άποψη του ανταγωνισμού. Αυτή η φορολογία που δεν εισάγει διακριτική μεταχείριση και είναι ουδέτερη από την άποψη του ανταγωνισμού καθιερώθηκε καταρχήν στην Ελλάδα με το ν. 2206/1994 για την ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία και έλεγχο των καζίνων, που καθόρισε, αφενός, την τιμή των εισιτηρίων εισόδου στα 15 ευρώ και αφετέρου, το φορολογικό βάρος εισόδου που οφείλεται στο κράτος στο 80 % της τιμής αυτής. Ωστόσο, το ελληνικό κράτος, δεδομένου ότι δεν εφάρμοσε αυτή τη μη εισάγουσα διακριτική μεταχείριση και ουδέτερη από την άποψη ανταγωνισμού φορολογία στα δημόσια καζίνα (και στο εξομοιούμενο ιδιωτικό καζίνο της Θεσσαλονίκης) ενώ αντιθέτως επέτρεψε στα καζίνα αυτά να πληρώνουν μόνο 4,8 ευρώ ως φόρο εισόδου, ευνόησε τις εν λόγω επιχειρήσεις. Πράγματι, τα καζίνα αυτά κατέβαλαν χαμηλότερο φορολογικό βάρος ανά άτομο από το αντίστοιχο συνολικό τους εισόδημα. Η Επιτροπή σημειώνει ότι αυτό το συνολικό εισόδημα περιλαμβάνει όχι μόνο τα έσοδα από τις εισόδους (έσοδα που προέρχονται μόνο από την τιμή των εισιτηρίων εισόδου) αλλά και τα έσοδα από άλλες πηγές εισοδήματός τους, όπως τα τυχερά παιχνίδια, η διαμονή, οι υπηρεσίες μπαρ και εστιατορίου, τα θεάματα κ.λπ. (συνολικά έσοδα).

(68)

Κατά πάγια νομολογία η έννοια της ενίσχυσης δεν περιλαμβάνει μόνο τις θετικές παροχές αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα (49). Το πλεονέκτημα μπορεί να παρέχεται μέσω μείωσης του φορολογικού βάρους της επιχείρησης ανεξαρτήτως μορφής, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της φορολογικής βάσης.

(69)

Στην παρούσα υπόθεση, το καζίνο της Κέρκυρας, το καζίνο Mont Parnès και το καζίνο της Θεσσαλονίκης [καθώς και το καζίνο της Ρόδου, μέχρι το 1999 (50)] επωφελήθηκαν από πλεονέκτημα παρόμοιο με μείωση της φορολογικής βάσης, δεδομένου ότι, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, ad hoc διατάξεις που αφορούσαν ειδικά αυτά τα καζίνα καθόρισαν το φόρο που πρέπει να πληρώνουν ανά είσοδο σε χαμηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με το επίπεδο που επιβλήθηκε σε άλλα καζίνα.

(70)

Οι ελληνικές αρχές παρατήρησαν ότι ο άμεσα ωφελούμενος από το χαμηλότερο φορολογικό βάρος είναι ο πελάτης. Ωστόσο, ακόμα και αν θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο πελάτης ωφελείται επίσης από χαμηλότερο φορολογικό βάρος ανά είσοδο, δεδομένου ότι καταβάλλει συνολική χαμηλότερη τιμή, το γεγονός αυτό δεν αποκλείει την παροχή πλεονεκτήματος από το μέτρο στις σχετικές επιχειρήσεις, στην προκειμένη περίπτωση τα υπαγόμενα σ’ αυτό καζίνα, διότι πρέπει να καταβάλλουν χαμηλότερο ποσό φορολογικών επιβαρύνσεων ανά πελάτη που δέχονται.

(71)

Πράγματι, όπως καταδείχθηκε σε φορολογικές υποθέσεις, οι παρεκκλίσεις από φόρους που κατ’ όνομα καταβάλλονται από τον καταναλωτή αλλά εισπράττονται από τον φορέα εκμετάλλευσης μπορούν δυνητικά να συνιστούν κρατική ενίσχυση, όπως και άλλα κίνητρα προς τους καταναλωτές για την αγορά ειδικών προϊόντων και υπηρεσιών (51).

(72)

Σύμφωνα με προηγούμενη πρακτική (52), η Επιτροπή θεωρεί ότι οι μειώσεις των φόρων για τους καταναλωτές μπορούν να συνιστούν κρατική ενίσχυση σε επιχειρήσεις όταν η μείωση εξαρτάται από τη χρήση συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας από συγκεκριμένη επιχείρηση. Επομένως, το επιχείρημα ότι άμεσα ωφελούμενος είναι ο πελάτης δεν συνιστά εμπόδιο για τη διαπίστωση ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης.

(73)

Επιπλέον, με δεδομένη τη συνήθη εμπορική πρακτική που ακολουθούν τα καζίνα στην Ελλάδα, ήτοι την παραίτηση από το δικαίωμα είσπραξης του εισιτηρίου εισόδου και την παράλληλη καταβολή στο κράτος του φόρου εισόδου (80 % της ονομαστικής αξίας των εισιτηρίων εισόδου), το πλεονέκτημα της διακριτικής φορολογικής μεταχείρισης υπέρ των δημόσιων καζίνων ενισχύεται περισσότερο, διότι το κόστος της εισόδου είναι κατά πολύ μεγαλύτερο για τα ιδιωτικά καζίνα που καταβάλλουν μεγαλύτερο φόρο εισόδου ύψους 12 ευρώ σε σύγκριση με τα δημόσια καζίνα που πρέπει να καταβάλλουν μόνο 4,8 ευρώ από τα συνολικά έσοδα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων.

(74)

Οι ελληνικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι η πρακτική των υπαγόμενων στο μέτρο καζίνων που παρέχουν δωρεάν είσοδο ορισμένες ημέρες της εβδομάδας γίνεται κατ’ εξαίρεση. Ωστόσο, αυτό προβλέπεται ειδικά στην εθνική νομοθεσία (υπουργική απόφαση του 1995). Η Επιτροπή διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία - αντίθετα με το επιχείρημα της Ελλάδας ότι αυτή η πρακτική αφορά επίσημους ή διάσημους πελάτες - σύμφωνα με δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες (για παράδειγμα φυλλάδια που προσφέρουν δωρεάν πρόσβαση και διανέμονται σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο) ότι χορηγείται δωρεάν είσοδος σε οποιονδήποτε πελάτη, ορισμένες ημέρες της εβδομάδας, κάθε εβδομάδα, ως συνήθης πρακτική [π.χ. το καζίνο της Θεσσαλονίκης διαφημίζει στο δικτυακό του τόπο ότι παρέχει συνεχή δωρεάν είσοδο από την Κυριακή ως την Πέμπτη (53)]. Η πρακτική της δωρεάν εισόδου δεν φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των υπαγόμενων στο μέτρο καζίνων.

(75)

Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελλάδας ότι αυτή η πρακτική είναι αντίθετη με την εθνική φορολογική νομοθεσία, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η άδεια παροχής δωρεάν εισόδου προβλέπεται ρητά στην εθνική νομοθεσία για τα καζίνα και εφαρμόζεται προδήλως από τα υπαγόμενα στο μέτρο καζίνα.

(76)

Ως προς το επιχείρημα ότι η δαπάνη από την καταβολή του 80 % της τιμής του εισιτηρίου στο κράτος εξ ιδίων πόρων δεν αναγνωρίζεται ως παραγωγική δαπάνη και δεν μπορεί να εκπέσει εκ των εσόδων της επιχείρησης βάσει της ελληνικής φορολογικής νομοθεσίας, εκθέτοντας με τον τρόπο αυτό την επιχείρηση που εφαρμόζει αυτή την πρακτική σε σημαντικές φορολογικές επιβαρύνσεις, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το επιχείρημα αυτό στην πραγματικότητα στηρίζει τα επιχειρήματα της καταγγέλλουσας, δεδομένου ότι, λόγω της σημαντικής φορολογικής επιβάρυνσης που προκύπτει από την πληρωμή του φόρου εκ των ιδίων εσόδων, ένα ιδιωτικό καζίνο δεν μπορεί στην πράξη να παρέχει δωρεάν είσοδο, και επομένως ενισχύει το επιχείρημα ότι το γεγονός αυτό αποτελεί πλεονέκτημα για τα καζίνα με τις χαμηλότερες τιμές εισιτηρίων εισόδου.

(77)

Επίσης, η Ελλάδα ισχυρίστηκε ότι δεδομένου ότι τα καζίνα παρακρατούν το 20 % της άνισης τιμής εισόδου, το πλεονέκτημα αφορά τα καζίνα με την υψηλότερη τιμή που εισπράττουν καθαρά έσοδα 3 ευρώ, σε σύγκριση με τα δημόσια καζίνα που εισπράττουν 1,2 ευρώ. Ωστόσο, στην πράξη αυτός ο ισχυρισμός είναι παραπλανητικός διότι αγνοεί δύο βασικούς παράγοντες για την πλήρη κατανόηση των πραγματικών αποτελεσμάτων του μέτρου εις βάρος του ανταγωνισμού. Αφενός, ο καθορισμός με κανονιστική διάταξη των τιμών των εισιτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του φόρου εισόδου, σε χαμηλότερο επίπεδο για ορισμένα καζίνα, τα καθιστά πιο ελκυστικά για τους πελάτες, και επομένως i) εκτρέπει τη ζήτηση από την πορεία που θα ακολουθούσε αν τα καζίνα ανταγωνίζονταν μόνο βάσει της αξίας τους ανάλογα με το περιεχόμενο και την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών τους, και ii) με σταθερές όλες τις άλλες μεταβλητές, αυξάνει τεχνητά τον αριθμό εισόδων σ’ αυτά. Αφετέρου, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, τα έσοδα από τις εισόδους αποτελούν ένα περιορισμένο μόνο ποσοστό των συνολικών εσόδων της επιχείρησης, τα οποία απορρέουν από ένα πελάτη που προσελκύεται από το καζίνο, και από τα οποία έσοδα τα καζίνα πρέπει να καταβάλλουν το φόρο εισόδου.

(78)

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη πλεονεκτήματος στη διακριτική φορολογική μεταχείριση αναγνωρίζεται ακόμα και από τις ίδιες τις συναφείς εθνικές διατάξεις. Όπως αναφέρεται από τις ελληνικές αρχές, η υπαγωγή του καζίνου της Θεσσαλονίκης στο καθεστώς της χαμηλότερης τιμής των εισιτηρίων εισόδου και στο (χαμηλότερο) φόρο έγινε βάσει του νομοθετικού διατάγματος του 1953 το οποίο παρέχει στις επιχειρήσεις που εισάγουν ξένα κεφάλαια την ευμενέστερη μεταχείριση που παρέχεται στις εθνικές επιχειρήσεις. Μπορεί να παρατηρηθεί ότι μολονότι οι ελληνικές αρχές διατείνονται ότι το εν λόγω καθεστώς δεν παρέχει πλεονέκτημα, αυτός ο νόμος εφαρμόζεται από τις ελληνικές αρχές στο καζίνο της Θεσσαλονίκης διότι αποτελεί την ευμενέστερη μεταχείριση εθνικών επιχειρήσεων, σε αντίθεση με την επαχθέστερη μεταχείριση που επιφυλάσσεται σε άλλα ιδιωτικά καζίνα.

(79)

Όσον αφορά την επικουρική παρατήρηση που υπέβαλαν οι ελληνικές αρχές και το καζίνο Mont Parnès σχετικά με άλλες διαφορές μεταξύ των καζίνων ως προς διάφορα φορολογικά/κανονιστικά μέτρα, διαφορές που εικάζεται ότι ευνοούν το καζίνο του Λουτρακίου (καταγγέλλουσα) και επομένως θα αντιστάθμιζαν τα πλεονεκτήματα που οι ωφελούμενοι απολαμβάνουν λόγω της χαμηλότερης τιμής των εισιτηρίων εισόδου (54), η Επιτροπή σημειώνει ότι η αντιστάθμιση ενός μέτρου (διαφορές στη γενική φορολογία) με ένα άλλο (διαφορές στις τιμές των εισιτηρίων εισόδου και στην ειδική τους φορολογία) δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως επιχείρημα υπέρ της θέσης ότι το εξεταζόμενο μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση. Σε κάθε περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι πτυχές αυτές είναι χωριστές και δεν εμπίπτουν στην παρούσα απόφαση (βλέπε επίσης σημείο 46 ανωτέρω).

(80)

Ενόψει όλων των ανωτέρω σκέψεων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εξεταζόμενο μέτρο, ήτοι η διακριτική φορολογική μεταχείριση που προέρχεται από το συνδυασμένο αποτέλεσμα ενιαίου φόρου εισόδου ο οποίος εφαρμόζεται σε άνισες νόμιμες τιμές, παρέχει πλεονέκτημα στα καζίνα με τις χαμηλότερες τιμές εισιτηρίων εισόδου.

V.1.2.   Παρουσία κρατικών πόρων και δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος

(81)

Το προαναφερόμενο πλεονέκτημα καταλογίζεται στο κράτος και χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

(82)

Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η διακριτική φορολογική μεταχείριση είναι αποτέλεσμα μιας σειράς διοικητικών πράξεων, διαταγμάτων και κανονιστικών ρυθμίσεων που θεσπίστηκαν από το ελληνικό κράτος, μεταξύ των οποίων ιδίως: ο νόμος 2206/1994, η υπουργική απόφαση του 1995, ο νόμος 3139/30.4.2003, το ν.δ. 2687/1953, οι αποφάσεις του γενικού γραμματέα του ΕΟΤ (για τη διαχείριση των δημόσιων καζίνων) που εκδόθηκαν σύμφωνα με το νόμο 1624/1951 και το διάταγμα 4109/1960: απόφαση του ΕΟΤ 535633/21.11.1991, για τον καθορισμό της τιμής των εισιτηρίων εισόδου στο καζίνο Mont Parnès σε 2 000 δραχμές· απόφαση του ΕΟΤ 508049/24.3.1992, για τον καθορισμό της τιμής των εισιτηρίων εισόδου στα καζίνα της Κέρκυρας και της Ρόδου στις 1 500 δραχμές (αργότερα αναπροσαρμόστηκε για το καζίνο της Κέρκυρας σε 2 000 δραχμές με την απόφαση 532691/24.11.1997)· οι άδειες που χορηγήθηκαν σε κάθε καζίνο βάσει της εθνικής νομοθεσίας και επιβεβαίωσαν την αντίστοιχη τιμή των εισιτηρίων εισόδου και την υποχρέωσης καταβολής του 80 % της τιμής που ισχύει για κάθε καζίνο.

(83)

Επιπλέον, η υπό εξέταση διακριτική φορολογική μεταχείριση χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους. Αν το κράτος παραιτείται από έσοδα τα οποία υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να εισπράττει από επιχείρηση, το σχετικό μέτρο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

(84)

Σε φορολογικούς όρους, το φορολογικό πλεονέκτημα σ’ αυτή την υπόθεση απορρέει από την τεχνητή μείωση για τα δημόσια καζίνα της φορολογικής βάσης επί της οποίας υπολογίζεται το ποσοστό φόρου εισόδου ύψους 80 %, από τη γενική αξία των 15 ευρώ στην ονομαστική αξία των 6 ευρώ για το εισιτήριο εισόδου στα δημόσια καζίνα.

(85)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (55), αυτή η μείωση της φορολογικής βάσης που εισάγει διακρίσεις οδηγεί το κράτος σε απώλεια φορολογικών εσόδων, γεγονός που ισοδυναμεί με κατανάλωση κρατικών πόρων υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Επομένως, σε γενικές γραμμές, στην εξεταζόμενη υπόθεση η απώλεια φορολογικών εσόδων για το ελληνικό κράτος εκ μέρους των δημόσιων καζίνων ανέρχεται σε 7,20 ευρώ ανά είσοδο, ποσό που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του φόρου των 12 ευρώ ανά είσοδο που αποδίδεται στο κράτος από τα ιδιωτικά καζίνα και του φόρου των 4,80 ευρώ ανά είσοδο που αποδίδεται στο κράτος από τα δημόσια καζίνα. Ωστόσο, μπορούν να ληφθούν υπόψη ορισμένες αναπροσαρμογές κατά την αξιολόγηση του πλεονεκτήματος που παρέχεται σε κάθε υπαγόμενο στο μέτρο καζίνο (όπως περιγράφεται περαιτέρω στο κατωτέρω τμήμα V.4 «Ποσοτικοποίηση και ανάκτηση» – ειδικότερα φαίνεται ότι μέχρι το 2000 το καζίνο Mont Parnès και το καζίνο της Κέρκυρας δεν πλήρωσαν καθόλου φόρο εισόδου στο κράτος, και επομένως σ’ αυτή την περίπτωση το πλεονέκτημα ανέρχεται στο επίπεδο του φόρου των 12 ευρώ ανά είσοδο που αποδόθηκε στο κράτος από τα ιδιωτικά καζίνα).

(86)

Η Ελλάδα ισχυρίστηκε ότι, εφόσον τα καζίνα με χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου μπορούν να προσελκύουν περισσότερους πελάτες, δεν είναι βέβαιη η απώλεια εσόδων για το κράτος. Η Ελλάδα υποστηρίζει επομένως ότι το μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

(87)

Όπως αναφέρθηκε ήδη στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν δέχεται το επιχείρημα αυτό. Σύμφωνα με προηγούμενη πρακτική της (56), η Επιτροπή εκτιμά ότι το γεγονός πως η μείωση του φόρου σχετικά με ορισμένους φορολογούμενους μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του συνολικού ποσοστού των εσόδων που εισπράττονται βάσει του εν λόγω φόρου δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι το μέτρο δεν χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

(88)

Πράγματι, ο ισχυρισμός των ελληνικών αρχών είναι εσφαλμένος διότι το σημείο αναφοράς βάσει του οποίου οι ελληνικές αρχές κρίνουν τα αποτελέσματα της διακριτικής φορολογικής μεταχείρισης στον κρατικό προϋπολογισμό επηρεάζεται από το πλεονέκτημα που ενυπάρχει στο μέτρο. Οι ελληνικές αρχές χρησιμοποιούν στη συλλογιστική τους το δυναμικό αποτέλεσμα μιας μείωσης της τιμής που μπορεί να αυξήσει τη ζήτηση και ενδεχομένως τον φόρο που εισπράττεται, δεδομένου ότι ο τελευταίος είναι ανάλογος προς τον αριθμό των εισόδων. Ωστόσο, αυτή η σύγκριση είναι ανακριβής δεδομένου ότι η αύξηση της ζήτησης οφείλεται στην ίδια την ανισότητα που δημιουργείται από το πλεονέκτημα, ήτοι στην ύπαρξη χαμηλότερης τιμής και αντίστοιχης χαμηλότερης φορολογικής επιβάρυνσης ανά είσοδο.

(89)

Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικές αρχές δεν διαβίβασαν αποδεικτικά στοιχεία για τη μεγιστοποίηση των συνολικών φορολογικών εσόδων από το φόρο εισόδου στα καζίνα με αυτό το καθεστώς άνισων τιμών. Πράγματι, αν η Επιτροπή δεχόταν το συλλογισμό ότι η μείωση της τιμής εισόδου στα 6 ευρώ προκαλεί αύξηση της είσπραξης φόρων, η μεγιστοποίηση των φορολογικών εσόδων θα υλοποιούνταν στο επίπεδο όπου όλα τα εισιτήρια εισόδου θα τιμολογούνταν στα 6 ευρώ για όλα τα καζίνα, δημόσια και ιδιωτικά, αντικρούοντας τον ελληνικό ισχυρισμό ότι αυτό το σημείο επιτυγχάνεται με τη διακριτική φορολογική μεταχείριση που απορρέει από τις άνισες τιμές.

(90)

Συνεπώς, το επίμαχο πλεονέκτημα χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους.

V.1.3.   Επιλεκτικότητα

(91)

Σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ένα μέτρο για να συνιστά κρατική ενίσχυση πρέπει να είναι ειδικό ή επιλεκτικό διότι ευνοεί «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής».

(92)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (57), «όσον αφορά την εκτίμηση της προϋποθέσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα, ο οποίος αποτελεί συστατικό στοιχείο της έννοιας της κρατικής ενισχύσεως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 87 παράγραφος 1, ΕΚ [νυν άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ] επιβάλλει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει “ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής” έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση» (58). Επίσης, το Δικαστήριο επανειλημμένα έκρινε ότι το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτιών ή των στόχων της κρατικής ενίσχυσης, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (59). Σύμφωνα με την πρακτική της Επιτροπής και τη νομολογία της Ένωσης σχετικά με τις φορολογικές υποθέσεις, το εν λόγω επιλεκτικό πλεονέκτημα μπορεί να προκύπτει τόσο από μια εξαίρεση των φορολογικών διατάξεων νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής μορφής, όσο και από μια πρακτική που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της φορολογικής αρχής. Ωστόσο, ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου μπορεί να δικαιολογείται από «τη φύση ή την οικονομία του συστήματος» (60), οπότε το μέτρο μπορεί να θεωρείται ότι δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

(93)

Πρώτον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι στην εξεταζόμενη υπόθεση το γενικό φορολογικό σύστημα αποτελείται από το καθεστώς που εφαρμόζεται (καταρχήν) σε όλα τα καζίνα, όπως θεσπίστηκε με το ν. 2206/1994 και την υπουργική απόφαση του 1995 για την εφαρμογή του (όπως επίσης επιβεβαιώθηκε από τις ελληνικές αρχές—βλέπε ανωτέρω σημείο 19).

(94)

Δεύτερον, η Επιτροπή σημειώνει ότι το εν λόγω μέτρο παρεκκλίνει από την εφαρμογή του γενικού φορολογικού συστήματος. Όπως επιβεβαιώθηκε από τις ελληνικές αρχές, οι ειδικές διατάξεις που εφαρμόζονται στα δημόσια καζίνα (και στο εξομοιούμενο ιδιωτικό καζίνο της Θεσσαλονίκης) θεωρούνται εξαιρέσεις από την εφαρμογή των γενικών διατάξεων του ν. 2206/1994 και της υπουργικής απόφασης του 1995 για την εφαρμογή του (βλέπε επίσης ανωτέρω σημείο 19 και επ.).

(95)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η υποχρέωση καταβολής του 80 % της τιμής των εισιτηρίων εισόδου δεν εφαρμόστηκε στο καζίνο Mont Parnès και στο καζίνο της Κέρκυρας μέχρι το 2003. Όπως σημειώθηκε ανωτέρω, όσον αφορά τα καζίνα της Θεσσαλονίκης και της Ρόδου, η απαίτηση αυτή άρχισε να εφαρμόζεται μετά την έκδοση της άδειάς τους βάσει του ν. 2206/1994, και ειδικότερα από το 1995 για το καζίνο Θεσσαλονίκης και από το 1996 για το καζίνο της Ρόδου. Όσον αφορά την τιμή των εισιτηρίων εισόδου, αυτή παρέμεινε στα 6 ευρώ για το καζίνο Mont Parnès και το καζίνο της Θεσσαλονίκης μέχρι σήμερα, για το καζίνο της Κέρκυρας μέχρι την ιδιωτικοποίησή του τον Αύγουστο του 2010 και για το καζίνο της Ρόδου μέχρι την ιδιωτικοποίησή του το 1999. Ωστόσο, τόσο η απαίτηση για την καταβολή του 80 % όσο και η τιμή των εισιτηρίων εισόδου των 15 ευρώ ίσχυαν για τα άλλα καζίνα από το 1995 και πράγματι εφαρμόστηκαν.

(96)

Ενόψει όλων των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι το μέτρο είναι επιλεκτικό.

(97)

Τρίτον, η Επιτροπή παρατηρεί ωστόσο ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός μέτρου μπορεί να δικαιολογείται από «τη φύση ή την οικονομία του συστήματος», ήτοι από το κατά πόσον οι εξαιρέσεις στο σύστημα ή οι διαφοροποιήσεις εντός του συστήματος απορρέουν ευθέως από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού συστήματος του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους (τρίτο στάδιο της ανάλυσης της επιλεκτικότητας). Σε καταφατική περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (61), τα μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ επιχειρήσεων όταν η διαφοροποίηση αυτή προκύπτει από τη φύση και τη δομή του συστήματος επιβαρύνσεων στο οποίο εντάσσονται δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Η αιτιολόγηση αυτή που βασίζεται στη φύση ή τη δομή του φορολογικού συστήματος αντανακλά τη συνοχή ειδικού φορολογικού μέτρου με την εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος γενικότερα. Ωστόσο, στην πρακτική της Επιτροπής και στη νομολογία του Δικαστηρίου υιοθετήθηκε πολύ περιοριστική προσέγγιση αυτών των αιτιολογήσεων. Μπορεί να γίνεται επίκληση μόνο συμφυών με το φορολογικό σύστημα λόγων.

(98)

Οι ελληνικές αρχές δήλωσαν ότι οι επιμέρους συνθήκες κάθε καζίνου είναι διαφορετικές και ότι οι τιμές των εισιτηρίων εισόδου καθορίζονται ανάλογα με τις συνθήκες αυτές, λαμβανομένου υπόψη του στόχου του καθορισμού της εν λόγω τιμής που έγκειται στην αποτροπή των ατόμων χαμηλού εισοδήματος από τα τυχερά παιχνίδια.

(99)

Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τα επιχειρήματα αυτά. Το επιχείρημα ότι το επίπεδο της τιμής καθορίζεται και δικαιολογείται με βάση τις συνθήκες κάθε επιμέρους καζίνου, λαμβανομένου υπόψη του στόχου της αποτροπής των ατόμων χαμηλού εισοδήματος από τα τυχερά παιχνίδια, δεν συμβιβάζεται με το γεγονός ότι το καζίνο Mont Parnès και το καζίνο της Θεσσαλονίκης, τα οποία εφαρμόζουν τιμή εισόδου 6 ευρώ, βρίσκονται και τα δύο κοντά σε σημαντικά πληθυσμιακά κέντρα της Ελλάδας. Ούτε συμβιβάζεται με τη ρητή δυνατότητα να γίνονται δεκτοί πελάτες χωρίς πληρωμή, υπό τον όρο ότι το 80 % της τιμής αποδίδεται παρ’ όλα αυτά στο δημόσιο.

(100)

Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι δεν είναι προφανής ο λόγος για τον οποίο αυτή η χαμηλότερη τιμή είναι αναγκαία για αυτά τα καζίνα ειδικά και όχι για άλλα καζίνα. Επίσης οι ελληνικές αρχές δεν έχουν εξηγήσει τον οικονομικό υπολογισμό για τον καθορισμό της χαμηλότερης τιμής των εισιτηρίων εισόδου στο ειδικό επίπεδο των 6 ευρώ και όχι σε άλλο ενδιάμεσο επίπεδο, και αν λαμβάνονται υπόψη οι επιμέρους συνθήκες, που σύμφωνα με την Ελλάδα αφορούν κυρίως τη γεωγραφική θέση κάθε καζίνου, το λόγο για τον οποία όλα τα υπαγόμενα στο μέτρο καζίνα υποχρεούνται (καταρχήν, βλέπε ανωτέρω) να χρεώνουν την ίδια τιμή εισιτηρίων εισόδου και όχι μια «εξατομικευμένη» τιμή που να προσαρμόζεται στην επιμέρους κατάστασή τους. Για παράδειγμα, αν η χαμηλότερη τιμή των εισιτηρίων εισόδου δικαιολογείται από τις ιδιαιτερότητες της επιμέρους γεωγραφικής θέσης κάθε καζίνου, τότε αυτή η συλλογιστική δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εφαρμοστεί στο καζίνο της Θεσσαλονίκης που φαίνεται να τυγχάνει αυτής της μεταχείρισης όχι λόγω της γεωγραφικής του θέσης, αλλά λόγω της εθνικής διάταξης που παρέχει στις επιχειρήσεις που εισάγουν ξένα κεφάλαια την ευμενέστερη μεταχείριση που εφαρμόζεται σε εθνικές επιχειρήσεις. Επομένως, η γεωγραφική θέση του καζίνου της Θεσσαλονίκης δεν φαίνεται να έχει ληφθεί ποτέ υπόψη για τον καθορισμό της τιμής των εισιτηρίων εισόδου σε αυτό. Ως ακόμα ένα παράδειγμα αναφέρεται το καζίνο της Κέρκυρας το οποίο μετά την ιδιωτικοποίησή του χρεώνει εισιτήριο 15 ευρώ από τον Αύγουστο του 2010. Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές δεν έχουν εξηγήσει ικανοποιητικά το λόγο για τον οποίο τότε δεν ίσχυαν πλέον οι προαναφερόμενες ειδικές συνθήκες και επομένως το λόγο για τον οποίο δεν ήταν πλέον αναγκαία η χαμηλότερη τιμή εισιτηρίων εισόδων.

(101)

Ενόψει των ανωτέρω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας του εξεταζόμενου μέτρου δεν δικαιολογείται από τη φύση του γενικού συστήματος. Επομένως, θεωρείται ότι το επίμαχο μέτρο περιλαμβάνει στοιχείο διακριτικής μεταχείρισης, με τη μορφή μείωσης της φορολογικής βάσης που καταλήγει σε φορολογικό πλεονέκτημα το οποίο ωφελεί μεμονωμένα καζίνα, διακριτική μεταχείριση που δεν δικαιολογείται από τη λογική του συναφούς ελληνικού γενικού φορολογικού συστήματος.

(102)

Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κριτήριο της επιλεκτικότητας πληρούται υπό την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ στην παρούσα υπόθεση.

V.1.4.   Νόθευση του ανταγωνισμού και επίδραση στο εμπόριο

(103)

Ένα μέτρο για να συνιστά κρατική ενίσχυση πρέπει να επηρεάζει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Το κριτήριο αυτό προϋποθέτει ότι ο υπαγόμενος στο μέτρο αυτό ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος του εν λόγω υπαγόμενου στο μέτρου ή του τρόπου χρηματοδότησης.

(104)

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (62), «για τον χαρακτηρισμό ενός εθνικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως απαιτείται να εξεταστεί μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και νοθεύουν όντως τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, όταν μια ενίσχυση χορηγούμενη από το κράτος ή με κρατικούς πόρους ενισχύει τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι το εμπόριο αυτό επηρεάζεται από την ενίσχυση. […] Εξάλλου, δεν είναι αναγκαίο η επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση να μετέχει η ίδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο. Πράγματι, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ενίσχυση σε επιχείρηση, η εσωτερική παραγωγή μπορεί να διατηρείται στο ίδιο επίπεδο ή και να αυξάνεται, με συνέπεια να μειώνονται οι δυνατότητες επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη να εξάγουν τα προϊόντα τους προς την αγορά αυτού του κράτους μέλους.» Επιπλέον, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (63), προκειμένου ένα μέτρο να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών αρκεί ότι ο αποδέκτης της ενίσχυσης ανταγωνίζεται με άλλες επιχειρήσεις σε ανοικτές στον ανταγωνισμό αγορές στην εσωτερική αγορά (64). Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις που τίθενται στη νομολογία πληρούνται για τους ακόλουθους λόγους.

(105)

Το επίμαχο μέτρο ελαφρύνει τους φόρους που τα υπαγόμενα σ’ αυτό καζίνα πρέπει να καταβάλλουν σε σύγκριση με τα υπόλοιπα καζίνα στην Ελλάδα, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη συγκριτική οικονομική τους θέση και αυξάνοντας την αποδοτικότητα των επενδύσεών τους σε αντίθεση με την περίπτωση όπου η αποδοτικότητά τους θα βασιζόταν αποκλειστικά στην αξία τους.

(106)

Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με πάγια νομολογία, το κριτήριο του επηρεασμού του εμπορίου πληρούται αν η εταιρεία αποδέκτης ασκεί οικονομική δραστηριότητα που αφορά το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Απλά και μόνο το γεγονός ότι η ενίσχυση ενδυναμώνει τη θέση της εταιρείας σε σύγκριση με τη θέση άλλων ανταγωνιστικών εταιρειών στο εμπόριο εντός της Ευρώπης αρκεί για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι επηρεάζεται το εμπόριο εντός της Ευρώπης. Ούτε το σχετικά χαμηλό ύψος της ενίσχυσης ούτε το σχετικά μέτριο μέγεθος της εταιρείας που λαμβάνει την ενίσχυση ή το πολύ μικρό μερίδιό της στην ευρωπαϊκή αγορά ούτε ακόμα το γεγονός ότι η εταιρεία αυτή δεν πραγματοποιεί εξαγωγές ή εξάγει σχεδόν όλη την παραγωγή της εκτός της ευρωπαϊκής αγοράς μπορεί να μεταβάλλει το εν λόγω συμπέρασμα. (65)

(107)

Η Ελλάδα ισχυρίστηκε ότι η θέση των καζίνων και οι αποστάσεις μεταξύ τους σημαίνουν ότι κάθε καζίνο εξυπηρετεί μια τοπική αγορά και ως εκ τούτου το μέτρο δεν μπορεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ούτε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία (66), δεν υφίσταται όριο για τον καθορισμό των πραγματικών ή δυνητικών επιπτώσεων στον ανταγωνισμό και στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, και επομένως, η προϋπόθεση αυτή για την εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ μπορεί να πληρούται ανεξάρτητα από την τοπική ή περιφερειακή φύση των παρεχομένων υπηρεσιών ή από τη σπουδαιότητα του οικείου κλάδου δραστηριότητας.

(108)

Επίσης, η Ελλάδα ισχυρίστηκε ότι η αγορά τυχερών παιχνιδιών δεν είναι εναρμονισμένη μεταξύ των κρατών μελών, που ως εκ τούτου είναι ελεύθερα να τη ρυθμίσουν σε εθνικό επίπεδο. Η Ελλάδα επικαλέστηκε τη νομολογία του Δικαστηρίου που επιτρέπει τους περιορισμούς στην ενιαία αγορά για υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών προκειμένου να προστατευτούν οι καταναλωτές από απάτες και εγκληματικές ενέργειες (67).

(109)

Η Επιτροπή σέβεται πλήρως το δικαίωμα των κρατών μελών να καθορίζουν τους στόχους της πολιτικής τους στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών υπό τον όρο ότι οποιοιδήποτε περιορισμοί της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών είναι κατάλληλοι για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών και εφαρμόζονται με τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν συμφωνεί ότι τα επιχειρήματα αυτά αποκλείουν το ενδεχόμενο το επίμαχο μέτρο να νοθεύει τον ανταγωνισμό ή να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

(110)

Οι φορείς εκμετάλλευσης στον τομέα είναι συχνά διεθνείς ξενοδοχειακοί όμιλοι (68) ανταγωνιστικοί μεταξύ τους, και το μέτρο θα μπορούσε να επηρεάσει την απόφασή τους να επενδύσουν σε καζίνα ή άλλες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις, δεδομένου ότι έχει επιπτώσεις στη συγκριτική αποδοτικότητα των ομίλων αυτών και των επενδύσεών τους. Τα καζίνα βρίσκονται συχνά σε τουριστικά μέρη, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ύπαρξη καζίνου μπορεί να προσελκύει τουρίστες στην Ελλάδα. Πράγματι, τα καζίνα υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ελληνικού Υπουργείου Τουρισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή σημειώνει ότι υπάρχει μια ορισμένη διασυνοριακή κινητικότητα των πελατών. Εξάλλου, οι υπηρεσίες των καζίνων λειτουργούν σε διασυνοριακό περιβάλλον – για παράδειγμα, τα καζίνα διαθέτουν ανάλογες υπηρεσίες στα κρουαζιερόπλοια που συνδέουν την Ελλάδα με την Ιταλία και άλλους προορισμούς. Γενικότερα, τα άτομα που παίζουν τυχερά παιχνίδια μπορούν να επιλέξουν μεταξύ ενός καζίνου και του Διαδικτύου. Τα τυχερά παιχνίδια στο Διαδίκτυο είναι διεθνής επιχείρηση και οι παίκτες στην Ελλάδα μπορούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε σχετικές υπηρεσίες που παρέχονται από φορείς εκμετάλλευσης σε άλλα κράτη μέλη. Η υπόθεση στην οποία αναφέρεται η Ελλάδα (βλέπε σημείο 108) αφορούσε όντως τα τυχερά παιγνίδια στο Διαδίκτυο. Οι ελληνικές αρχές αμφισβήτησαν τη δυνατότητα ανταγωνισμού με άλλες μορφές τυχερών παιχνιδιών που αναφέρονται στην απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, σημειώνοντας ότι επί του παρόντος τα τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο είναι παράνομα στην Ελλάδα. Ωστόσο, παρά την ισχύουσα νομική κατάσταση στην Ελλάδα, οι ίδιες οι ελληνικές αρχές αναγνώρισαν ότι τα τυχερά παιχνίδια στο διαδίκτυο έχουν λάβει «ανεξέλεγκτες διαστάσεις» (69). Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να αναφερθεί επίσης η απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-65/05 Επιτροπή κατά Ελλάδας  (70) στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο ν. 3037/2002, που αποβλέπει στην απαγόρευση των τυχερών παιχνιδιών στο διαδίκτυο στην Ελλάδα, αποτελεί αδικαιολόγητο εμπόδιο στην ελευθερία εγκατάστασης και στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.

(111)

Περαιτέρω, η γενική οικονομική κρίση επηρεάζει τις συνήθειες των καταναλωτών και το διαθέσιμο εισόδημα για σκοπούς ψυχαγωγίας, όπως η χρήση των υπηρεσιών καζίνων. Σ’ αυτό το ειδικό πλαίσιο η διαφοροποίηση των τιμών των εισιτηρίων εισόδου μπορεί να στρεβλώσει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό τις επιλογές των καταναλωτών και επομένως είναι ικανή να νοθεύσει ακόμα περισσότερο τον ανταγωνισμό στην αγορά των καζίνων.

(112)

Όσον αφορά το επιχείρημα που προτείνεται από τις αρχές και το καζίνο Mont Parnès σύμφωνα με το οποίο ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η μειωμένη τιμή των εισιτηρίων εισόδου ύψους 6 ευρώ μπορεί να έχει επηρεάσει ή να επηρεάσει την απόφαση ξένης εταιρείας να επενδύσει σε επιχείρηση καζίνου στην Ελλάδα, η ξένη εταιρεία θα μπορεί πάντα να κάνει χρήση του ν.δ. 2687/1953, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος του 1953 δεν είναι αυτόματη και στην πράξη θα επιτρέπει την περαιτέρω παροχή της ευμενέστερης μεταχείρισης που έχει χορηγηθεί στα υπαγόμενα στο μέτρο καζίνα (ήτοι τη χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου εισόδου ύψους 6 ευρώ) σε άλλες επιχειρήσεις. Επομένως, το μέτρο αυτό είναι ικανό να διαδώσει περαιτέρω την υπό εξέταση διακριτική φορολογική μεταχείριση. Επιπλέον, η Επιτροπή σημειώνει ότι παρόλο που και άλλα καζίνα θα μπορούσαν να είχαν επικαλεστεί το ν.δ. 2687/1953, αν είχαν εισάγει κεφάλαια από το εξωτερικό και είχαν υποβάλει εμπροθέσμως αίτηση, η εφαρμογή του νόμου αυτού υπόκειται σε ορισμένους ειδικούς αυθαίρετους κανόνες που το καθιστούν επιλεκτικό μέτρο. Πράγματι, το μόνο άλλο παράδειγμα δυνητικής εφαρμογής του νόμου αυτού που αναφέρθηκε στην Επιτροπή, ήτοι η αίτηση που υποβλήθηκε από το καζίνο της Σύρου βάσει του νόμου αυτού, απορρίφθηκε διότι η αίτηση υποβλήθηκε μετά την εισαγωγή των ξένων κεφαλαίων (και όχι πριν από αυτή).

(113)

Επιπλέον, η Επιτροπή σημειώνει ότι όταν ιδιωτικοποιήθηκε το καζίνο Mont Parnès, προβλεπόταν ειδικά στην πώληση η δυνατότητα άδειας για δεύτερο καζίνο στην ίδια περιοχή. Σαφώς η πιθανότητα επένδυσης σε ανάλογη επιχείρηση θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες ανταγωνισμού με τον υφιστάμενο φορέα εκμετάλλευσης. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι τα καζίνα ανταγωνίζονται με παρόμοιες εταιρείες σε άλλο κράτος μέλος, η απαίτηση αυτή βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ πρέπει να θεωρηθεί ότι πληρούται.

(114)

Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών με τη δυνητική βελτίωση των συνθηκών λειτουργίας των υπαγόμενων στο μέτρο αυτό που συμμετέχουν άμεσα σε οικονομικές δραστηριότητες και οι οποίοι πρέπει να καταβάλλουν το φόρο αυτό επί των εισόδων στα καζίνα στην Ελλάδα.

V.1.5.   Συμπέρασμα

(115)

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα κριτήρια για την ύπαρξη ενίσχυσης υπό την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ πληρούνται και ότι το μέτρο αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση υπέρ των καζίνων με χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου εισόδου. Τα καζίνα αυτά είναι το καζίνο Mont Parnès, και τα καζίνα της Κέρκυρας, της Θεσσαλονίκης και της Ρόδου. Στην περίπτωση της Ρόδου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το καζίνο δεν υπάγεται πλέον στο μέτρο (δεδομένου ότι σταμάτησε να εφαρμόζει τη χαμηλότερη τιμή στο εισιτήριο εισόδου από την ιδιωτικοποίησή του τον Απρίλιο του 1999). Η Επιτροπή εκτιμά ότι ούτε οι ελληνικές αρχές ούτε το καζίνο Mont Parnès προέβαλαν επιχειρήματα που θα επαρκούσαν για να μεταβληθεί το συμπέρασμα αυτό.

V.2.   Συμβατότητα της ενίσχυσης

(116)

Όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, η Επιτροπή εκτιμά ότι το εν λόγω μέτρο δεν εμπίπτει σε καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 106 και 107 της ΣΛΕΕ.

(117)

Μέχρι σήμερα η Ελλάδα υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται κρατική ενίσχυση και δεν έχει διατυπώσει κανένα επιχείρημα που να δικαιολογεί το συμβιβάσιμο ενδεχόμενης ενίσχυσης.

(118)

Η Επιτροπή αναγνωρίζει, όπως αναφέρεται παραπάνω, το δικαίωμα των κρατών μελών να ρυθμίζουν τα τυχερά παιχνίδια στην υπαγόμενη στο ενωσιακό δίκαιο επικράτειά τους, και επίσης αναγνωρίζει ότι τέτοια ρύθμιση που αποβλέπει στον έλεγχο και τον περιορισμό των τυχερών παιχνιδιών αποτελεί θεμιτό στόχο της δημόσιας πολιτικής. Ωστόσο, δεν πιστεύει ότι το γεγονός αυτό τοποθετεί την ενίσχυση εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, ακόμη και αν αυτός είναι ο επιδιωκόμενος στόχος. Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρεται παραπάνω, το επιχείρημα ότι στόχος του μέτρου είναι να αποθαρρύνει τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια δεν συμβιβάζεται με το γεγονός ότι μεταξύ των καζίνων που εφαρμόζουν εισιτήριο εισόδου 6 ευρώ συγκαταλέγονται εκείνα που βρίσκονται πλησιέστερα στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας. Το επιχείρημα αυτό δεν συμβιβάζεται ούτε με τη ρητή δυνατότητα να γίνονται δεκτοί πελάτες με δωρεάν είσοδο, υπό τον όρο ότι το 80 % του εισιτηρίου αποδίδεται στο δημόσιο.

(119)

Οι προβλεπόμενες από το άρθρο 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ παρεκκλίσεις, οι οποίες αφορούν ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς μεμονωμένους καταναλωτές, οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα και οι ενισχύσεις προς ορισμένες περιοχές της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν έχουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.

(120)

Επίσης δεν έχει εφαρμογή η παρέκκλιση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α), η οποία επιτρέπει τη χορήγηση ενισχύσεων για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθιστα χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, διότι το μέτρο δεν εφαρμόζεται υπό τον όρο πραγματοποίησης κανενός είδους δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου επικρατούν ειδικές συνθήκες (71).

(121)

Κατά τον ίδιο τρόπο, το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προωθεί την εκτέλεση κάποιου σχεδίου γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος ή ότι επιδιώκει να άρει κάποια διαταραχή της ελληνικής οικονομίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β). Το επίμαχο μέτρο δεν έχει, επίσης, ως στόχο την προώθηση του πολιτισμού και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως προβλέπει το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

(122)

Τέλος, το επίμαχο μέτρο πρέπει να εξεταστεί βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ), το οποίο επιτρέπει τις ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, σημειώνεται ότι το επίμαχο μέτρο δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις του εν λόγω εδαφίου που έχει υιοθετήσει η Επιτροπή, ούτε σε κανένα από τα πλαίσια ή τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ορισμένες κατηγορίες ενισχύσεων μπορούν να χαρακτηριστούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

(123)

Το επίμαχο μέτρο συνιστά ενίσχυση λειτουργίας με την οποία ενισχύεται τεχνητά η ανταγωνιστική θέση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι άλλων ομοειδών επιχειρήσεων και δεν εξαρτάται από την πραγματοποίηση από τους δικαιούχους οιασδήποτε ενέργειας ειδικού χαρακτήρα με σκοπό την επίτευξη πολιτικών στόχων κοινού ενδιαφέροντος.

(124)

Ειδικότερα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το πλεονέκτημα που χορηγείται στο πλαίσιο του επίμαχου μέτρου δεν συνδέεται με επένδυση, δημιουργία θέσεων απασχόλησης ή σχέδια ειδικού σκοπού. Απλώς απαλλάσσει τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις από επιβαρύνσεις οι οποίες κανονικά βαρύνουν ομοειδείς επιχειρήσεις και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ενίσχυση λειτουργίας. Κατά γενικό κανόνα, οι ενισχύσεις λειτουργίας δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) διότι νοθεύουν τον ανταγωνισμό στους τομείς στους οποίους χορηγούνται, χωρίς ωστόσο να καθιστούν, ως εκ της φύσεώς τους, δυνατή την επίτευξη ενός από τους στόχους που προβλέπει η εν λόγω διάταξη (72). Μολονότι, τέτοια ενίσχυση μπορεί κατ’ εξαίρεση να χορηγηθεί σε περιοχές επιλέξιμες βάσει της παρέκκλισης του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ και μολονότι ορισμένες περιοχές της Ελλάδας είναι επιλέξιμες, η Επιτροπή διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον μια τέτοια ανάλογη λειτουργική ενίσχυση πληροί τους όρους συμβατότητας στην προκειμένη περίπτωση. Σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της Επιτροπής, οι ενισχύσεις αυτού του είδους δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι δεν ευνοούν την ανάπτυξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων ή οικονομικών τομέων, δεν είναι περιορισμένες χρονικά, και δεν είναι σταδιακά μειούμενες ή αναλογικές κατά το μέτρο που είναι αναγκαίο προκειμένου να αρθεί συγκεκριμένο οικονομικό μειονέκτημα των οικείων τομέων.

(125)

Βάσει των προαναφερομένων, συνάγεται ότι το υπό εξέταση μέτρο είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά.

V.3.   Νομιμότητα της ενίσχυσης

(126)

Όπως αναφέρεται στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα πρώτα νομοθετήματα που εισήγαγαν φορολογικές διακρίσεις για τα καζίνα χρονολογούνται από το 1994 και το 1995, η Επιτροπή εξέτασε αν το μέτρο στο σύνολό του αποτελεί υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 108 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

(127)

Η φορολογική διακριτική μεταχείριση θεσπίστηκε το 1995 παράνομα – υπό το πρίσμα, δηλαδή, της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις –, μέσω της επιλογής των ελληνικών αρχών να επιτρέψουν παρεκκλίσεις υπέρ ορισμένων καζίνων από τον γενικό κανόνα που απορρέει από τον νόμο 2206/1994 και την υπουργική απόφαση του 1995. Ειδικότερα οι ελληνικές αρχές επέτρεψαν στα δημόσια καζίνα Mont Parnès, Κέρκυρας και Ρόδου να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τη χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου εισόδου των 6 ευρώ αντί της κανονικής τιμής των 15 ευρώ, και επιπλέον, το 1995 επεφύλαξαν επίσης την πλεονεκτικότερη αυτή μεταχείριση ειδικά στο καζίνο της Θεσσαλονίκης, βάσει του νομοθετικού διατάγματος του 1953 (που αναφέρεται σε κεφάλαια του εξωτερικού). Εν τω μεταξύ, το εν λόγω κανονικό εισιτήριο των 15 ευρώ επιβλήθηκε και όντως τηρήθηκε από τα 5 άλλα ιδιωτικά καζίνα τα οποία συστάθηκαν και έλαβαν άδεια λειτουργίας (βάσει του νόμου 2206/1994) μετά το 1995. Εξάλλου, δυνάμει του νόμου 3139/2003, η χαμηλότερη τιμή εισιτηρίου εισόδου 6 ευρώ διατηρήθηκε ειδικά για τα καζίνα Mont Parnès και Κέρκυρας, με αποτέλεσμα να παρατείνεται και να επιβεβαιώνεται παράνομα η διακριτική φορολογική μεταχείριση. Όσον αφορά το καζίνο της Θεσσαλονίκης, σημειώνεται ότι τυγχάνει της διακριτικής φορολογικής μεταχείρισης εξομοιούμενο με τα καζίνα της Πάρνηθας και της Κέρκυρας, όπως επιβεβαιώνεται στο Προεδρικό Διάταγμα 290/1995, βάσει του νομοθετικού διατάγματος του 1953, όπως περιγράφεται πιο πάνω. Το εφαρμοστέο στη Θεσσαλονίκη καθεστώς συνδέεται στενά με το καθεστώς που εφαρμόζεται στα καζίνα Mont Parnès και Κέρκυρας. Όπως αναφέρουν οι ελληνικές αρχές (73), όταν, μετά το 1995, τέθηκε το ζήτημα της τιμής του εισιτηρίου εισόδου, η διαχείριση του καζίνου της Θεσσαλονίκης ζήτησε να οριστεί το εισιτήριο εισόδου στο ίδιο επίπεδο με εκείνο του καζίνου Mont Parnès, δηλαδή στα 6 ευρώ, και το αίτημά του έγινε δεκτό, κατόπιν γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Γνωμοδότηση 631/1997). Μπορεί επομένως να συναχθεί ότι, αν το 2003 άλλαζε η μεταχείριση των καζίνων Mont Parnès και Κέρκυρας και το εισιτήριό τους οριζόταν τότε στα 15 ευρώ, θα είχε αλλάξει και η μεταχείριση του καζίνου Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη, και η διακριτική φορολογική μεταχείριση διατηρήθηκε δυνάμει των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας.

(128)

Τα προαναφερθέντα μέτρα, τα οποία ευνοούν τα υπαγόμενα στο μέτρο καζίνα, ουδέποτε κοινοποιήθηκαν ή εγκρίθηκαν από την Επιτροπή, ασφαλώς όχι στο πλαίσιο των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις.

(129)

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (74), οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως μεμονωμένη ενίσχυση είτε ως ενίσχυση στο πλαίσιο καθεστώτος ενισχύσεων. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής. Έπειτα από κάθε διακοπή, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την αρχή. Η προθεσμία παραγραφής αναστέλλεται για όσο διάστημα η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Κάθε ενίσχυση της οποίας η περίοδος παραγραφής έχει εκπνεύσει, θεωρείται υφιστάμενη ενίσχυση. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 1 στοιχείο γ) του ίδιου κανονισμού, οι μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων συνιστούν νέα ενίσχυση.

(130)

Η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το αυτό ισχύει και όσον αφορά την «προθεσμία παραγραφής του άρθρου 15 του κανονισμού για τη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις διαδικασία, η οποία ουδόλως συνιστά την έκφραση μιας γενικής αρχής μετατρέπουσας μια νέα ενίσχυση σε υφιστάμενη ενίσχυση, αλλά αποκλείει απλώς την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν περισσότερο από μία δεκαετία πριν από την πρώτη παρέμβαση της Επιτροπής» (75).

(131)

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία ενέργεια, ούτε η Ελλάδα ενήργησε κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, πριν το 2009. Η Επιτροπή προέβη σε σχετική ενέργεια στις 21 Οκτωβρίου 2009, όταν γνωστοποίησε την καταγγελία στην Ελλάδα και ζήτησε πληροφορίες επί του θέματος.

(132)

Συνεπώς, κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε βάσει του εν λόγω μέτρου από την 21η Οκτωβρίου 1999 και μετά (10 έτη πριν από την ημέρα διαβίβασης από την Επιτροπή της καταγγελίας στο ελληνικό κράτος και της αίτησης για παροχή πληροφοριών) συνιστά νέα και παράνομη ενίσχυση, η οποία τέθηκε σε εφαρμογή χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση ή απόφαση της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του άρθρου 15 του διαδικαστικού κανονισμού όσον αφορά την ανάκτηση (όπως εκτίθεται αναλυτικότερα πιο κάτω).

V.4.   Ποσοτικοποίηση και ανάκτηση

(133)

Το επίμαχο μέτρο εφαρμόσθηκε χωρίς, όπως προβλέπει το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, να έχει προηγουμένως κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Επομένως, το μέτρο συνιστά παράνομη ενίσχυση.

(134)

Στις περιπτώσεις που μία κρατική ενίσχυση, η οποία χορηγήθηκε παράνομα, θεωρηθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, συνέπεια τέτοιας διαπίστωσης είναι η ανάκτηση της ενίσχυσης από τους δικαιούχους, εκτός εάν αυτό αντίκειται σε γενική αρχή του δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Μέσω της επιστροφής της ενίσχυσης, αποκαθίσταται, στο μέτρο του δυνατού, η κατάσταση ανταγωνισμού που προϋπήρχε της χορήγησης της ενίσχυσης. Κανένα από τα επιχειρήματα των ελληνικών αρχών και του καζίνου Mont Parnès δεν δικαιολογούσαν τη γενική απόκλιση από αυτή τη βασική αρχή.

(135)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 προβλέπει ότι «η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου». Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή για τη λήψη των αποφάσεών της, όταν, εξαιτίας ενεργειών της ίδιας της Επιτροπής, δικαιολογούνται νόμιμες προσδοκίες του υπαχθέντος στο μέτρο ότι η ενίσχυση έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης, τότε η διάταξη ανάκτησης της ενίσχυσης παραβιάζει γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου (76).

(136)

Στην απόφασή του στην υπόθεση Forum 187  (77), το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα κοινοτικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Επιπλέον, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως. Ομοίως, όταν ένας προνοητικός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση κοινοτικού μέτρου ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου».

(137)

Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι ελληνικές αρχές και το καζίνο Mont Parnès υποστηρίζοντας ότι τυχόν ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων αντιβαίνει προς την αρχή της εύλογης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, βάσει απόφασης του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η Επιτροπή παρατηρεί ότι εν προκειμένω πρόκειται για εθνικό νόμο που εκδίδεται από εθνική αρχή και όχι από αρχή της Ένωσης κατά την έννοια της ως άνω νομολογίας. Εξάλλου, ο νόμος αυτός βασίζεται αποκλειστικά στην εθνική νομοθεσία και σε καμία περίπτωση δεν πραγματεύεται θέματα κρατικών ενισχύσεων ή χαρακτηρισμού μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερόμενα, η Επιτροπή εμμένει στην ανάκτηση βασιζόμενη στα επιχειρήματα αυτά.

(138)

Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ελλάδας και του καζίνου Mont Parnès σχετικά με την καθυστερημένη αντίδραση του καζίνου Λουτρακίου ως προς την υποβολή καταγγελίας στην Επιτροπή, σε σχέση με την αρχή ότι ένα δικαίωμα δεν θα πρέπει να ασκείται καταχρηστικά, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η καθυστερημένη αντίδραση καταγγέλλοντα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποκλείσει την ανάκτηση παράνομης ενίσχυσης, όπως εξάλλου προκύπτει από τη 10ετή περίοδο παραγραφής που ορίζεται βάσει του άρθρου 15 του διαδικαστικού κανονισμού.

(139)

Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί τα επιχειρήματα των ελληνικών αρχών και του καζίνου Mont Parnès ώστε, κατ’ εξαίρεση, να μην προβεί στην ανάκτηση.

(140)

Όπως αναφέρεται στην παρούσα απόφαση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι αρχικά μέσω των εθνικών νόμων του 1994 και του 1995 ορίστηκε τόσο η υποχρέωση να αποδίδεται το 80 % της αξίας των εισιτηρίων εισόδου όσο και η κανονική τιμή των 15 ευρώ για τα εισιτήρια εισόδου όλων των καζίνων. Ωστόσο, τόσο η υποχρέωση απόδοσης του 80 % όσο και η κανονική τιμή των 15 ευρώ δεν εφαρμόστηκαν από τα υπαγόμενα στο μέτρο καζίνα μολονότι εφαρμόστηκαν από το 1995 από τα άλλα καζίνα και στην πράξη εφαρμόζονται έκτοτε (όλα τα ιδιωτικά καζίνα αδειοδοτήθηκαν κατά την περίοδο 1995-1996 και άρχισαν να εφαρμόζουν το μέτρο, με μόνη εξαίρεση το καζίνο Θεσσαλονίκης). Επομένως, εκτιμώντας ότι εκ των πραγμάτων η διακριτική φορολογική μεταχείριση που απορρέει από τη διαφοροποίηση της τιμής εισιτηρίου εισόδου και η σχετική απόδοση του 80 % στο κράτος ξεκίνησαν το 1995, μπορεί να θεωρηθεί ότι η περίοδος εφαρμογής της ενίσχυσης αρχίζει το 1995.

(141)

Σύμφωνα με το συμπέρασμα του τμήματος V.3 ανωτέρω (Νομιμότητα της ενίσχυσης), η Επιτροπή εκτιμά επομένως ότι η δεκαετής περίοδος παραγραφής, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 15 του διαδικαστικού κανονισμού αριθ. 659/1999, ισχύει για κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από τις 21 Οκτωβρίου 1999.

(142)

Κατά τον υπολογισμό του προς ανάκτηση ποσού θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, όπως αναφέρεται στην παρούσα απόφαση (βλέπε επίσης παράγραφο 82 πιο πάνω), το ελληνικό δημόσιο χάνει φορολογικά έσοδα από τα δημόσια καζίνα ύψους 7,20 ευρώ ανά εισιτήριο εισόδου, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του φόρου 12 ευρώ ανά εισιτήριο εισόδου που αποδίδεται στο κράτος από τα ιδιωτικά καζίνα και του φόρου 4,80 ευρώ ανά εισιτήριο εισόδου που αποδίδεται στο κράτος από τα δημόσια καζίνα.

(143)

Ωστόσο, για τον υπολογισμό του ποσού που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε καζίνο, πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένες πτυχές που αφορούν την επιμέρους κατάσταση κάθε καζίνου, όπως αναφέρεται πιο κάτω:

Όπως αναφέρεται στην παρούσα απόφαση, η υποχρέωση που απορρέει βάσει του υπουργικού διατάγματος του 1995 για την απόδοση στο δημόσιο του 80 % των εισιτηρίων εισόδου, ίσχυε για τα καζίνα Κέρκυρας και Mont Parnès από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας λειτουργίας βάσει του νόμου 2206/1994, δηλαδή από το 2003, βάσει του νόμου 3139/2003. Από τα τέλη του 2000, ωστόσο, και μέχρι τη χορήγηση σχετικής άδειας το 2003, η ETA άρχισε, σε προαιρετική βάση, να αποδίδει στο δημόσιο το 80 % της τιμής των εισιτηρίων εισόδου (που ανέρχονταν σε 6 ευρώ) (78). Από αυτή την πληροφορία που διαβίβασαν οι ελληνικές αρχές, και με την επιφύλαξη περαιτέρω παρατηρήσεων στις οποίες θα θελήσουν ενδεχομένως να προβούν (επαληθεύοντας ή διαψεύδοντας τα προαναφερόμενα) συνάγεται ότι μέχρι το 2000 δεν καταβλήθηκε κανένας φόρος εισόδου, ούτε καν μειωμένος (80 % επί των 6 ευρώ). Επομένως κατά την περίοδο αυτή (21 Οκτωβρίου 1999 - τέλη 2000) το ύψος της ανάκτησης θα πρέπει να υπολογιστεί με βάση το ποσό των 12 ευρώ (δηλαδή ολόκληρο τον φόρο που κατέβαλαν τα άλλα ιδιωτικά καζίνα, τη στιγμή που τα δημόσια καζίνα δεν κατέβαλαν καθόλου φόρο) πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των εισιτηρίων που εκδόθηκαν κατά την περίοδο εκείνη.

Το καζίνο Θεσσαλονίκης έλαβε άδεια το 1995 βάσει του νόμου 2206/1994 (79). Η υποχρέωση απόδοσης στο δημόσιο του 80 % της τιμής των εισιτηρίων εισόδου εφαρμόσθηκε στο καζίνο της Θεσσαλονίκης μετά την έκδοση της άδειας λειτουργίας του το 1995. Μέχρι σήμερα, εφαρμόζει τη μειωμένη τιμή εισιτηρίου εισόδου 6 ευρώ που εφαρμόζουν τα καζίνα Mont Parnès και Κέρκυρας. Επομένως το ύψος της ανάκτησης για το καζίνο αυτό μπορεί να υπολογιστεί αν πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των εκδοθέντων εισιτηρίων (από τις 21 Οκτωβρίου 1999 και μετά) επί 7,20 ευρώ.

Το καζίνο Ρόδου αδειοδοτήθηκε το 1996 βάσει του νόμου 2206/1994. Τότε άρχισε να εφαρμόζει τιμή εισόδου 6 ευρώ, άρχισε, ωστόσο, να εφαρμόζει εισιτήριο 15 ευρώ μετά την ιδιωτικοποίησή του τον Απρίλιο του 1999. Πέραν των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή κατανοεί ότι το καζίνο Ρόδου δεν είναι πλέον αποδέκτης ενίσχυσης μετά την ιδιωτικοποίησή του τον Απρίλιο του 1999, και συνεπώς η ανάκτηση από το καζίνο αυτό καλύπτεται από την περίοδο παραγραφής δυνάμει του άρθρου 15 του διαδικαστικού κανονισμού.

(144)

Όσον αφορά τον υπολογισμό του ύψους της προς ανάκτηση ενίσχυσης, η Επιτροπή δεν διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να παράσχει ακριβή εκτίμηση των ποσών που πρέπει να ανακτηθούν από κάθε υπαγόμενο στο μέτρο καζίνο. Ωστόσο, καμία διάταξη του ενωσιακού δικαίου δεν προβλέπει ότι η Επιτροπή οφείλει, κατά την έκδοση της εντολής ανάκτησης μη συμβιβάσιμης με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης, να προσδιορίσει με ακρίβεια το προς ανάκτηση ποσό. Αρκεί να περιλαμβάνονται στην απόφαση της Επιτροπής πληροφορίες που να επιτρέπουν στο οικείο κράτος μέλος και στην οικεία αποδέκτρια επιχείρηση να υπολογίσουν μόνοι, χωρίς μεγάλη δυσκολία, το ποσό αυτό. Επομένως, η Επιτροπή ευλόγως περιορίστηκε να διαπιστώσει την υποχρέωση ανακτήσεως των εν λόγω ενισχύσεων και να αφήσει στις εθνικές αρχές τη μέριμνα για τον υπολογισμό του ακριβούς προς ανάκτηση ποσού βάσει των οδηγιών που περιέχει η απόφαση της Επιτροπής.

(145)

Βάσει των στοιχείων που υπέβαλε το κράτος μέλος, η Επιτροπή παρέχει στη συνέχεια τις απαιτούμενες οδηγίες για την πραγματοποίηση της ανάκτησης.

(146)

Ο κατωτέρω πίνακας εμφανίζει γενική επισκόπηση του αριθμού των εισιτηρίων που εκδόθηκαν από κάθε καζίνο ανά έτος (ωστόσο, όπως αναφέρεται στον πίνακα, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν είναι πλήρεις), καθώς και προκαταρκτική εκτίμηση των ποσών που πρέπει να ανακτηθούν από κάθε καζίνο, με την επιφύλαξη περαιτέρω παρατηρήσεων τις οποίες θα θελήσει ενδεχομένως να υποβάλει η Ελλάδα μετά την πραγματοποίηση των υπολογισμών της όσον αφορά την ανάκτηση.

Εκτιμώμενος αριθμός των εκδοθέντων ανά καζίνο εισιτηρίων

Έτος

Καζίνο

Mont Parnès

Κέρκυρας

Θεσσαλονίκης

Ρόδου

1999

(22.10.1999 – 31.12.1999)

Ελλείπουσες πληροφορίες

[…] (80)

[…]

[…] (81)

2000

Ελλείπουσες πληροφορίες

[…]

[…]

[…]

2001

Ελλείπουσες πληροφορίες

[…]

[…]

[…]

2002

Ελλείπουσες πληροφορίες

[…]

[…]

[…]

2003

Ελλείπουσες πληροφορίες μέχρι την 1η Μαΐου 2003

Την 1η Μαΐου 2003:

[…]

[…]

[…]

[…]

2004

[…]

[…]

[…]

[…]

2005

[…]

[…]

[…]

[…]

2006

[…]

[…]

[…]

[…]

2007

[…]

[…]

[…]

[…]

2008

[…]

[…]

[…]

[…]

2009 (έως τις 22.10.2009):

[…]

[…]

[…]

[…]

Σύνολο έως τις 22.10.2009

[…]

[…]

[…]

[…]

Εισιτήρια που εκδόθηκαν μετά τις 22.10.2009

Ελλείπουσες πληροφορίες

Ελλείπουσες πληροφορίες

Ελλείπουσες πληροφορίες

Ελλείπουσες πληροφορίες

Προκαταρκτική εκτίμηση του προς ανάκτηση ποσού ανά καζίνο

(εκατ. ευρώ σε στρογγυλοποιημένους αριθμούς)

 

Mont Parnès

Κέρκυρας

Θεσσαλονίκης

Ρόδου

Αλγόριθμος και υπολογισμός

Για την περίοδο 22.10.1999 -2000 (82):

αριθμός εισιτηρίων

(x1) × 12 = A1

Για την περίοδο 22.10.1999 -2000:

αριθμός εισιτηρίων

([…] εισιτήρια) × 12 = A2 ([…] EUR)

Για την περίοδο 22.10.1999-22.10.2009:

αριθμός εισιτηρίων

([…] εισιτήρια) × 7,20 = AB3 ([…] EUR)

Άνευ αντικειμένου

Για την περίοδο 2000-22.10.2009:

αριθμός εισιτηρίων

(y1) × 7,20 = Β1

Για την περίοδο 2000-22.10.2009:

αριθμός εισιτηρίων

([…] εισιτήρια) × 7.20 = B2 ([…] EUR)

Για την περίοδο 22.10.2009-σήμερα:

αριθμός εισιτηρίων

(z1) × 7,20 = C1

Για την περίοδο 22.10.2009-σήμερα:

αριθμός εισιτηρίων

(z2) × 7,20 = C2

Για την περίοδο 22.10.2009-30.08.2010 (83):

αριθμός εισιτηρίων

(z3) × 7,20 = C3

Συνολικό ποσό ανάκτησης

A1 + B1 + C1=

Πρέπει να υπολογιστεί

A2 + B2 + C2

Πρέπει να υπολογιστεί

AB3 + C3

Πρέπει να υπολογιστεί

Άνευ αντικειμένου

Συνολικό προς ανάκτηση ποσό

Πρέπει να υπολογιστεί

(147)

Η Επιτροπή παρατηρεί ακόμη ότι το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, δεν έχει λάβει πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν ότι το επίμαχο μέτρο ανεστάλη λόγω της απόφασης κίνησης της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι μέχρι σήμερα το μέτρο εξακολουθεί να εφαρμόζεται ανελλιπώς από τις ελληνικές αρχές (84). Η Ελλάδα θα πρέπει να ανακτήσει από τους αντίστοιχους αποδέκτες κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε μέχρι την έκδοση της παρούσας απόφασης. Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά το καζίνο Κέρκυρας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μετά την ιδιωτικοποίησή του τον Αύγουστο του 2010, έπαψε να εφαρμόζει εισιτήριο εισόδου 6 ευρώ και όρισε την τιμή του εισιτηρίου στα 15 ευρώ. Επομένως, κατά τον υπολογισμό του ύψους της ανάκτησης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνο η περίοδος μέχρι τον Αύγουστο 2010.

(148)

Εκτιμώντας όλα τα ανωτέρω επιχειρήματα, η Επιτροπή διατάσσει την ανάκτηση από την Ελλάδα των μη συμβιβάσιμων κρατικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα στους αποδέκτες. Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να ακυρώσει όλα τα εκκρεμή φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχονται στο πλαίσιο του υπό εξέταση μέτρου με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

(149)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι όσον αφορά το μέλλον, η Ελλάδα ανέφερε ότι εξετάζει δυνητική αλλαγή της πολιτικής τιμολόγησης των καζίνων, ούτως ώστε να εξαλειφθούν οι μεταξύ τους υφιστάμενες διακρίσεις. Η Επιτροπή τονίζει ότι, σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, η νέα αυτή νομοθεσία θα θέσει τέλος στο επίμαχο μέτρο. Η Ελλάδα δεν έχει, ωστόσο, ενημερώσει την Επιτροπή σχετικά με τη συνέχεια που δίδεται στην υπόθεση ούτε με την ενδεχόμενη υλοποίηση της αλλαγής αυτής. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η έγκριση νέας συναφούς νομοθεσίας έχει αποφασιστική σημασία για την επίλυση ζητημάτων διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ των καζίνων στην Ελλάδα και ενθαρρύνει την Ελλάδα να προβεί αμελλητί στις αναγκαίες ενέργειες.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

(150)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι, βάσει του ανωτέρω σκεπτικού, της σχετικής νομολογίας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της υπόθεσης, το επίμαχο μέτρο, το οποίο συνίσταται στη διακριτική φορολογική μεταχείριση την οποία επεφύλαξαν οι ελληνικές αρχές υπέρ ορισμένων καζίνων μέσω της εφαρμογής ορισμένων παραλλήλως ισχυουσών νομικών διατάξεων που αφορούν:

τον καθορισμό ενιαίου φόρου 80 % επί της τιμής των εισιτηρίων εισόδου, και

τον ορισμό δύο άνισων νόμιμων τιμών εισιτηρίων εισόδου ύψους 6 και 15 ευρώ αντίστοιχα για τα δημόσια και τα ιδιωτικά καζίνα,

συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της συνθήκης ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι το επίμαχο μέτρο, έχοντας τεθεί σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, συνιστά παράνομη ενίσχυση.

(151)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, κάθε παράνομη ενίσχυση μπορεί να ανακτηθεί από τον αποδέκτη της και διατάσσει την ανάκτηση από την Ελληνική Δημοκρατία των παράνομων ενισχύσεων από κάθε καζίνο που έχει υπαχθεί στο μέτρο. Υπογραμμίζει ότι η δεκαετής περίοδος παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 15 του ως άνω διαδικαστικού κανονισμού ισχύει για κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε πριν από την 21η Οκτωβρίου 1999. Η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει να ακυρώσει όλα τα εκκρεμή φορολογικά πλεονεκτήματα που παρέχονται στο πλαίσιο του μέτρου που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης, με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι κρατικές ενισχύσεις που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Δημοκρατία και συνίστανται στη διακριτική φορολογική μεταχείριση υπέρ ορισμένων καζίνων μέσω της εφαρμογής διαφόρων μερικώς επιτακτικών και παραλλήλως ισχυουσών νομικών διατάξεων που αφορούν:

τον καθορισμό ενιαίου φόρου 80 % επί της τιμής των εισιτηρίων εισόδου, και

τον ορισμό δύο άνισων νόμιμων τιμών εισιτηρίων εισόδου ύψους 6 και 15 ευρώ αντίστοιχα για τα δημόσια και τα ιδιωτικά καζίνα,

τέθηκαν παράνομα σε εφαρμογή από την Ελληνική Δημοκρατία κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν συμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά διότι προσδίδουν στα ακόλουθα καζίνα αποδέκτες: Regency Casino Mont Parnès, Regency Casino Thessaloniki και καζίνο Κέρκυρας (εφόσον το καζίνο Ρόδου δεν είναι πλέον αποδέκτης ενίσχυσης από τον Απρίλιο του 1999) αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Άρθρο 2

1.   Η Ελληνική Δημοκρατία ανακτά από τα καζίνα αποδέκτες τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1, η οποία χορηγήθηκε μετά την 21η Οκτωβρίου 1999.

2.   Επί των ποσών των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης.

3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού, σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (85).

4.   Η Ελληνική Δημοκρατία ακυρώνει κάθε εκκρεμούσα φορολογική διάκριση η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 με ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 3

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2.   Η Ελληνική Δημοκρατία εξασφαλίζει ότι η παρούσα απόφαση θα εφαρμοστεί εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ελληνική Δημοκρατία υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

α)

κατάλογο των αποδεκτών που έλαβαν ενισχύσεις βάσει του καθεστώτος που ορίζεται στο άρθρο 1, καθώς και το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που έλαβε έκαστος στο πλαίσιο του επίμαχου μέτρου, υπολογιζόμενο σύμφωνα με τις οδηγίες που περιλαμβάνονται στην παρούσα απόφαση,

β)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκοι ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον αποδέκτη,

γ)

αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση,

δ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον αποδέκτη να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Η Ελληνική Δημοκρατία τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης των ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1. Εφόσον της ζητηθεί από την Επιτροπή, παρέχει αμέσως πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή πρόκειται να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων ανάκτησης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον αποδέκτη.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία.

Βρυξέλλες, 24 Μαΐου 2011.

Για την Επιτροπή

Joaquín ALMUNIA

Αντιπρόεδρος


(1)  ΕΕ C 235 της 31.8.2010, σ. 3.

(2)  Κοινοπραξία Δ.Α.Ε.Τ.- Λουτράκι ΑΕ- (Κλαμπ Οτέλ Λουτράκι ΑΕ), Βουκουρεστίου 11, Ακτή Ποσειδώνος 48, Λουτράκι, Αθήνα 10671, Ελλάδα.

(3)  Το καζίνο της Ρόδου, στο οποίο χορηγήθηκε άδεια με την υπουργική απόφαση T/633/29.5.1996, δεν αναφερόταν στην καταγγελία, διότι μετά την ιδιωτικοποίησή του, τον Απρίλιο του 1999, δεν υπαγόταν πλέον στο υπό εξέταση μέτρο.

(4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

(5)  Ειδικότερα, ο νόμος (Ν) αριθ. 2206/1994· η υπουργική απόφαση (Y.A.) αριθ. 1128269/1226/0015/ΠΟΛ.1292/16.11.1995 – ΦΕΚ 982/B’/1995· Ν 3139/30.4.2003· οι αποφάσεις του γενικού γραμματέα του EOT (που εποπτεύει τα δημόσια καζίνα) οι οποίες εκδόθηκαν σύμφωνα με τον Ν 1624/1951 και το διάταγμα 4109/1960 (απόφαση του EOT υπ’ αριθ. 535633/21.11.1991; απόφαση του EOT υπ’ αριθ. 508049/24.3.1992 και απόφαση του EOT υπ’ αριθ. 532691/24.11.1997)· οι άδειες που χορηγήθηκαν σε καθένα από τα καζίνα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, με τις οποίες επιβεβαιωνόταν ο καθορισμός της οικείας τιμής εισόδου όπως και η υποχρέωση για πληρωμή του 80 % της τιμής αυτής όπως εφαρμόζεται σε καθένα από τα καζίνα.

(6)  Καζίνο Mont Parnès, «Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας A.E.», Αγίου Κωνσταντίνου 49, 15124 Μαρούσι Αττικής, Ελλάδα.

(7)  Καζίνο Θεσσαλονίκης, «Regency Entertainment Ψυχαγωγική και Τουριστική A.E.», Αγίου Κωνσταντίνου 49, 15124 Μαρούσι Αττικής, Ελλάδα και 13ο km οδού Θεσσαλονίκης -Πολυγύρου, 55103 Θεσσαλονίκη, Ελλάδα

(8)  Καζίνο Κέρκυρας, «Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας A.E.», Εταιρεία τουριστικής ανάπτυξης, Βουλής 7, 10562, Αθήνα, Ελλάδα.

(9)  Καζίνο Ρόδου, «Casino Rodos Grande Albergo Delle Rose Boutique Hotel», 4, οδός Γεωργίου Παπανικολάου, Ρόδος, 85100 Ελλάδα.

(10)  Το καζίνο Ρόδου, στο οποίο χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας δυνάμει της ΥΑ T/633/29.5.1996, δεν αναφερόταν στην καταγγελία που έλαβε η Επιτροπή καθώς, μετά την ιδιωτικοποίησή του τον Απρίλιο του 1999, εφαρμόζει την τιμή εισιτηρίου εισόδου των 15 ευρώ.

(11)  Στη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή ενημερώθηκε ότι το καζίνο Κέρκυρας είχε ιδιωτικοποιηθεί στις 30.8.2010, με την πώληση, κατόπιν διεθνούς διαγωνισμού, του 100 % των μετοχών της εταιρείας με την επωνυμία «Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας ΑΕ» (Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας ή ΕΚΚ) στην εταιρεία V&T Corfu Επενδύσεις Καζίνο ΑΕ Μετά από την ιδιωτικοποίησή του, η τιμή του εισιτηρίου εισόδου στο καζίνο αυτό ευθυγραμμίστηκε με τη γενική τιμή των 15 ευρώ –δυνάμει της υπουργικής αποφάσεως 9206 (ΦΕΚ Β' 1178/5.8.2010) περί προσδιορισμού των όρων άδειας λειτουργίας του καζίνου Κέρκυρας [παράγραφος 4.1.δ.iii), του άρθρου 4].

(12)  Τα τρία καζίνα λειτουργούσαν ως επιχειρήσεις του ΕΟΤ βάσει του Ν 1624/1951, του διατάγματος 4109/1960 και του Ν 2160/1993. Στη συνέχεια, τον ΕΟΤ υποκατέστησε στη λειτουργία των καζίνων Κέρκυρας και Πάρνηθας, βάσει των Ν 2636/1998 και 2837/2000, η Ελληνική Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ), πλήρους ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέλαβε τη λειτουργία των καζίνων της Κέρκυρας και της Πάρνηθας μέχρι τη χορήγηση αδειών στα ως άνω δύο καζίνα με τον Ν 3139/2003 (ο φορέας λειτουργίας του καζίνου της Ρόδου ήταν ο ΕΟΤ μέχρι τη χορήγηση άδειας το 1996).

(13)  Ακριβέστερα, οι αποφάσεις του γενικού γραμματέα του EOT (που εκδόθηκαν σύμφωνα με το νόμο 1624/1951 και το διάταγμα 4109/1960) είναι: απόφαση του EOT 535633/21.11.1991 (για τον καθορισμό της τιμής του εισιτηρίου εισόδου στο καζίνο της Πάρνηθας Mont Parnès στις 2 000 δραχμές)· απόφαση του EOT 508049/24.3.1992 (για τον καθορισμό της τιμής του εισιτηρίου εισόδου στα καζίνο Κέρκυρας και Ρόδου στις 1 500 δραχμές)· απόφαση του EOT 532691/24.11.1997 (για την αναπροσαρμογή της τιμής του εισιτηρίου εισόδου στο καζίνο Κέρκυρας στις 2 000 δραχμές).

(14)  Τα 6 ευρώ έγιναν το νόμιμο αντίτιμο εισόδου στα δημόσια καζίνα με την υιοθέτηση από την Ελλάδα του ευρώ ως νομίσματος το 2002.

(15)  Ο νόμος 2206/1994 διέπει την «Ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία, έλεγχο των καζίνο κ.λπ.» (ΦΕΚ Α' 62/1994).

(16)  Την άδεια λειτουργίας Καζίνο θα χορηγούσε με απόφασή του ο υπουργός Τουρισμού, κατόπιν διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού, τον οποίο θα διοργάνωνε επταμελής Επιτροπή Διεξαγωγής Διαγωνισμού (άρθρο 1 παράγραφος 7 του νόμου του 1994, με τον τίτλο «Χορήγηση αδειών λειτουργίας Καζίνο»).

(17)  Υπουργική απόφαση (Y.A) 1128269/1226/0015/ΠΟΛ.1292/16.11.1995 – ΦΕΚ 982/B’/1995.

(18)  Σύμφωνα με την παράγραφο 1 της υπουργικής απόφασης του 1995: «στους εκμεταλλευτές Καζίνο (ν. 2206/1994) επιβάλλεται από 15 Δεκεμβρίου 1995 υποχρέωση έκδοσης εισιτηρίου εισόδου, κατ’ άτομο σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους.»

(19)  Σύμφωνα με την παράγραφο 5 της υπουργικής απόφασης του 1995: «Η αξία του εισιτηρίου για την είσοδο στο χώρο των “μηχανημάτων” ή των “τραπεζιών”, ορίζεται ενιαία σε πέντε χιλιάδες (5 000) δραχμές.»

(20)  Τα 15 ευρώ έγιναν το κανονικό νόμιμο αντίτιμο με την υιοθέτηση από την Ελλάδα του ευρώ ως νομίσματος το 2002.

(21)  Σύμφωνα με την παράγραφο 7.1 της υπουργικής απόφασης του 1995: «Από τη συνολική αξία του εισιτηρίου παρακρατείται ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20 %) από την επιχείρηση – Καζίνο, ως δικαίωμα διάθεσης και κάλυψης δαπανών, στο οποίο εμπεριέχεται και ο επ’ αυτού αναλογών Φ.Π.Α., το υπόλοιπο δε ποσό αποτελεί το δικαίωμα του Δημοσίου.»

(22)  Σύμφωνα με την παράγραφο 6 της υπουργικής απόφασης του 1995: «Σε περίπτωση εισόδου στο χώρο του Καζίνο προσώπων από τα οποία για λόγους επαγγελματικής προβολής ή κοινωνικής υποχρέωσης δεν εισπράττεται τίμημα, εκδίδονται εισιτήρια από ιδιαίτερη σειρά ή από ιδιαίτερο αθροιστή της φ.τ.μ. με την ένδειξη “ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ”.»

(23)  Σύμφωνα με την παράγραφο 7.2 της υπουργικής απόφασης του 1995: «Για τα εκδιδόμενα εισιτήρια σε πελάτες “ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ” αποδίδεται το δικαίωμα του Δημοσίου με βάση την καθοριζόμενη στην παράγραφο 5 της παρούσης αξία των εισιτηρίων της συγκεκριμένης ημέρας.»

(24)  Σύμφωνα με την παράγραφο 10.1 της υπουργικής απόφασης του 1995: «Τα δικαιώματα του Δημοσίου αποδίδονται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος της επιχείρησης ΔΟΥ μέχρι τη δεκάτη ημέρα κάθε μηνός με την υποβολή δήλωσης που αφορά τις εισπράξεις δικαιωμάτων του αμέσως προηγούμενου μήνα».

(25)  Σύμφωνα με την παράγραφο 8.1 της υπουργικής απόφασης του 1995: «Κατ’ αναλογίαν των αναφερομένων στις ανωτέρω παραγράφους 2 έως και 7, παρέχεται [στους εκμεταλλευτές καζίνων] η δυνατότητα έκδοσης θεωρημένων εισιτηρίων διάρκειας δεκαπέντε ή τριάντα συνεχών ημερών ή ενός ημερολογιακού μηνός, κατά περίπτωση. Επί της αξίας των ως άνω εισιτηρίων διαρκείας, παρέχεται έκπτωση ως εξής:

α)

Σαράντα τοις εκατό (40 %) επί της συνολικής αξίας δεκαπέντε εισιτηρίων ημερήσιας ισχύος, για τα “διαρκείας” δεκαπέντε ημερών. Σε περίπτωση έκδοσης των εισιτηρίων αυτών κατά ημερολογιακά δεκαπενθήμερα, το τελευταίο δεκαπενθήμερο εκάστου μηνός καλύπτει το διάστημα από την 16η ημέρα έως το τέλος του μήνα.

β)

Πενήντα τοις εκατό (50 %) επί της συνολικής αξίας τριάντα εισιτηρίων ημερήσιας ισχύος, για τα “διαρκείας” τριάντα ημερών ή ενός μηνός.»

(26)  Το 1993, ο νόμος 2160/1993 προέβλεπε ότι τα καζίνα Ρόδου, Mont Parnès και Κέρκυρας θα συνέχιζαν τη λειτουργία τους ως λέσχες του EOT, βάσει των οικείων διατάξεων του EOT – συγκεκριμένα, του νόμου 1624/1951, του διατάγματος 4109/1960 και του νόμου 2160/1993, έως ότου τους χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Καζίνων.

(27)  Στο καζίνο Mont Parnès, την ETA διαδέχθηκε η ΕΚΠ (Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας A.E.), η οποία συστάθηκε το 2001 ως θυγατρική της Ελληνικής Εταιρείας Τουριστικής Ανάπτυξης ΑΕ (ETA), εταιρείας πλήρως ελεγχόμενης από το ελληνικό Δημόσιο.

(28)  Το καζίνο Mont Parnès ιδιωτικοποιήθηκε μερικά στις 10.5.2003 με την πώληση, σε διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό, του 49 % των μετοχών της εταιρείας Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας ΑΕ (ΕΚΠ) στην Athens Resort Casino Ανώνυμη Εταιρεία Συμμετοχών ΑΕ (ARC), η οποία είχε συσταθεί από το επιχειρηματικό σχήμα (Hyatt Regency – Ελληνική Τεχνοδομική) που ήταν ο τελικός πλειοδότης σε διαγωνιστική διαδικασία. Η εταιρεία ΕΚΠ είχε ιδρυθεί το 2001 ως θυγατρική της ETA, εταιρείας πλήρως ελεγχόμενης από το ελληνικό Δημόσιο. Η ETA ιδρύθηκε το 1998 και είχε αναλάβει μέχρι το 2000 τη διαχείριση των καζίνων Mont Parnès και Κέρκυρας, διαδεχόμενη σ’ αυτό τον EOT (βλέπε επίσης υποσημείωση 12 ανωτέρω).

(29)  Σύμφωνα με πληροφορίες που ελήφθησαν από τις ελληνικές αρχές στη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το καζίνο Κέρκυρας ιδιωτικοποιήθηκε στις 30.8.2010, με την πώληση, σε διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό, του 100 % των μετοχών στην εταιρεία Ελληνικό Καζίνο Κέρκυρας ΑΕ (EKK) στην V&T Corfu Casino ΑΕ, η οποία συστάθηκε από το επιχειρηματικό σχήμα (Vivere Entertainment Commercial & Holding SA - Theros International Gaming INC.) το οποίο ανεδείχθη τελικός πλειοδότης στη διαγωνιστική διαδικασία. Η εταιρεία EKK είχε συσταθεί το 2001 ως θυγατρική της ETA.

(30)  Βλέπε υποσημείωση 13.

(31)  ΦΕΚ 904 της 6.12.1994.

(32)  Νομοθετικό διάταγμα 2687/1953 «Περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού».

(33)  Το καζίνο Θεσσαλονίκης ορίστηκε ότι υπάγεται στις διατάξεις του ν.δ. 2687/1953 σύμφωνα με το Π.Δ. 290/1995 το οποίο το εξομοίωσε με τα καζίνα Mont Parnès και Κέρκυρας.

(34)  Βλέπε επίσης σημεία 16-18 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(35)  Βλέπε επίσης σημεία 19-23 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας

(36)  Βλέπε επίσης σημεία 26-28 και σημείο 37 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(37)  Βλέπε επίσης σημεία 24-29 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(38)  Βλέπε επίσης σημεία 30-32 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(39)  Βλέπε επίσης σημεία 34-35 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(40)  Βλέπε επίσης σημεία 36-38 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(41)  Βλέπε επίσης σημεία 39-40 της απόφασης κίνησης της διαδικασίας.

(42)  Κατά την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι: α) ο νομοθέτης, εναρμονιζόμενος με τους σκοπούς του νόμου, επιβάλλει την έκδοση εισιτηρίου μόνο για τους εισερχόμενους στους χώρους τυχερών παιγνίων και όχι για τους χρήστες των άλλων υπηρεσιών (ξενοδοχείο, εστιατόριο κ.λπ.) που παρέχονται στους λοιπούς χώρους των καζίνων, β) το εισιτήριο εισόδου δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των εσόδων του Δημοσίου που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 6 του ν. 2206/1994, και γ) ο νομοθέτης παρέχει τη δυνατότητα είτε να θεσπιστεί μία ενιαία για όλα τα καζίνα του ν. 2206/1994, ρύθμιση, είτε να υπάρξουν επιμέρους ρυθμίσεις, εφόσον κριθεί, ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι που θα επέβαλλαν τις επιμέρους διαφορετικές ρυθμίσεις.

(43)  Απόφαση αριθ. 4027/1998 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Βλέπε επίσης υποσημείωση 39 ανωτέρω.

(44)  Το καζίνο της Ρόδου δεν αναφέρεται δεδομένου ότι εφαρμόζει το εισιτήριο των 15 ευρώ από το 1999 (και επομένως δεν επηρεάζεται από την εν δυνάμει ανάκτηση λαμβανομένης υπόψη της δεκαετούς προθεσμίας διαγραφής όπως προβλέπεται από το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου.

(45)  Ειδικότερα, νομοθετικό διάταγμα 2687/1953· νόμος 2206/1994· Y.A 1128269/1226/0015/ΠΟΛ.1292/16.11.1995 – ΦΕΚ 982/Β'/1995· νόμος 3139/30.4.2003.

(46)  Το υπό εκτίμηση μέτρο αφορά τα δημόσια καζίνα και ένα ιδιωτικό καζίνο (Θεσσαλονίκης), στο οποίο επετράπη κατ’ εξαίρεση να τύχει της μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στα δημόσια καζίνα, όπως εκτίθεται παρακάτω στην παρούσα απόφαση.

(47)  Σύμφωνα με την παράγραφο 10 εδάφιο 1 της προαναφερόμενης υπουργικής απόφασης του 1995: «Τα δικαιώματα του Δημοσίου αποδίδονται στην αρμόδια για τη φορολογία του εισοδήματος της επιχείρησης ΔΟΥ μέχρι τη δεκάτη ημέρα κάθε μηνός με την υποβολή δήλωσης που αφορά τις εισπράξεις δικαιωμάτων του αμέσως προηγούμενου μήνα».

(48)  Παρά την προηγούμενη αναφορά στα δημόσια καζίνα, η Επιτροπή σημειώνει ότι η ίδια χαμηλότερη τιμή εισιτηρίων εισόδου που εφαρμόζεται στα δημόσια καζίνα εφαρμόζεται κατ’ εξαίρεση και σ’ ένα ιδιωτικό καζίνο, το καζίνο Θεσσαλονίκης, όπως περιγράφεται στην παρούσα απόφαση.

(49)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου, της 8ης Νοεμβρίου 2001, στην υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλογή 2001, σ. Ι-8365.

(50)  Το καζίνο της Ρόδου άρχισε να εφαρμόζει την τιμή των 15 ευρώ μετά την ιδιωτικοποίησή του το 1999, και έκτοτε καταβάλλει το 80 % της τιμής αυτής.

(51)  Βλέπε για παράδειγμα την υπόθεση C76/2003 – Απόφαση 2011/276/ΕΕ της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2010, σχετικά με την κρατική ενίσχυση υπό μορφή συμφωνίας φορολογικού διακανονισμού που χορήγησε το Βέλγιο υπέρ της εταιρείας Umicore S.A. (πρώην «Union Minière S.A.»), ΕΕ L 122 της 11.5.2011, σ. 76.

(52)  Απόφαση 98/476/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Ιανουαρίου 1998, σχετικά με φορολογικές ελαφρύνσεις βάσει του άρθρου 52 παράγραφος 8 του γερμανικού νόμου περί φορολογίας εισοδήματος (ΕΕ L 212 της 30.7.1998, σ. 50).

(53)  Ανάλογα, το καζίνο της Θεσσαλονίκης προσφέρει από την Κυριακή ως την Πέμπτη δωρεάν είσοδο μεταξύ 7 πμ – 20 μμ (από 10/01) – http://www.regencycasinos.gr/en-GB/Promotion/Kliroseis/Kliroseis.aspx

(54)  Το κύριο επικληθέν μέτρο είναι ότι κάθε καζίνο καταβάλλει ποσοστό των ετήσιων ακαθάριστων κερδών του στο κράτος αλλά βάσει του νόμου το ποσοστό είναι χαμηλότερο για το καζίνο του Λουτρακίου απ’ ότι για τα άλλα. Ωστόσο, κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, το καζίνο του Λουτρακίου υποστήριξε ότι στην πράξη κατέβαλε το ίδιο ποσό με τους ανταγωνιστές του βάσει χωριστής συμφωνίας με τις αρχές.

(55)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 10.1.2006, στην υπόθεση C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I-289. Βλέπε απόφαση της Επιτροπής της 22ας Σεπτεμβρίου 2004, N 354/04, Irish Holding Company Regime, ΕΕ C 131 της 28.5.2005, σ. 10. Υπό αυτή την έννοια επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3).

(56)  Απόφαση 2003/515/ΕΚ της Επιτροπής της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες υπέρ των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων (ενίσχυση C 51/01) ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 52, σημείο 84.

(57)  Βλέπε, προς τούτο, την απόφαση του Δικαστηρίου της 29.4.2004, στην υπόθεση C-308/01, GIL Insurance, Συλλογή 2004, σ. I-4777, σκέψη 68, και την απόφαση του Δικαστηρίου της 3.3.2005, στην υπόθεση C-172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 40, την απόφαση του Δικαστηρίου, της 6.9.2006, στην υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 54.

(58)  Βλέπε, προς τούτο, την απόφαση του Δικαστηρίου, της 6.9.2006, στην υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 54.

(59)  Βλέπε, προς τούτο, την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση T-93/2002, της 18ης Ιανουαρίου 2005, Confédération nationale du Crédit mutuel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-143.

Βλέπε π.χ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 29.2.1996, στην υπόθεση C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-723, σκέψη 79· την απόφαση του Δικαστηρίου της 26.9.1996, στην υπόθεση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 20· την απόφαση του Δικαστηρίου, της 17.6.1999, στην υπόθεση C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 25 και την απόφαση του Δικαστηρίου, της 13.2.2003, στην υπόθεση C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-10901, σκέψη 46.

(60)  Υπόθεση 173/73 Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1974, σ. 709.

(61)  Βλέπε υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, σκέψη 81, βλέπε ανωτέρω υποσημείωση αριθ. 49, βλέπε απόφαση του Πρωτοδικείου, της 9.9.2009, στην υπόθεση T-227/01, Territorio foral de Alava κ.λπ. που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί, σκέψη 179 και απόφαση του Πρωτοδικείου, της 9.9.2009, στην υπόθεση T-230/01, Territorio foral de Alava κ.λπ. που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί, σκέψη 190.

(62)  Βλέπε, για το σκοπό αυτό, την απόφαση του Δικαστηρίου C-372/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-3679, σκέψη 44, την απόφαση του Δικαστηρίου C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 111, την απόφαση του Δικαστηρίου C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze, Συλλογή 2006, σ. I-289, σκέψη 140.

(63)  Απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου), στην υπόθεση T-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-717.

(64)  Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Philip Morris κατά Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, υπόθεση 730/79, Συλλογή 1980, σ. 2671, σκέψεις 11 και 12, και απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στην υπόθεση Het Vlaamse Gewest κατά Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 1998, υπόθεση T-214/95, Συλλογή 1998, σ. II-717, σκέψεις 48-50.

(65)  Απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στην υπόθεση Het Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 1998 που προαναφέρθηκε· απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Altmark trans και Regierungspräsidium Magdeburg, της 24ης Ιουλίου 2003, υπόθεση C-280/00, Συλλογή 2003, σ. I-7747, σκέψεις 81-82 και απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Heiser, της 3ης Μαρτίου 2005, υπόθεση C-172/03, Συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψεις 32-33.

(66)  Ειδικότερα, αποφάσεις του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στην υπόθεση C-172/03, Wolfgang Heiser/Finanzamt Innsbruck, της 3ης Μαρτίου 2005 και στην υπόθεση C-280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, της 24ης Ιουλίου 2003.

(67)  Ειδικότερα, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση C-42/07 Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International Ltd, πρώην Baw International Ltd κατά Departamento de Jogos da Santa Casa da Misericórdia de Lisboa, Συλλογή 2009, σ.Ι-7633.

(68)  Για παράδειγμα, η ιδιωτική εταιρεία Athens Resort Casino Ανώνυμη Εταιρεία Συμμετοχών (ARC,) ως κάτοχος της άδειας, διαχειρίζεται το καζίνο Mont Parnès. Η ACR απέκτησε το 49 % των μετοχών του καζίνου και ανέλαβε τη διαχείρισή του, μετά τη μερική ιδιωτικοποίησή του το 2003 (ενώ η δημόσια εταιρεία ΕΤΑ κράτησε το 51 %). Ποσοστό 70 % της ARC ανήκει στην εταιρεία Regency Entertainment Leisure and Tourism S.A (πρώην Hyatt Regency Hotels and Tourism Thessaloniki S. A.) και το υπόλοιπο 30 % στην εταιρεία Ελλάκτωρ ΑΕ (πρώην Ελληνική Τεχνοδομική ΑΕ) Στην Ελλάδα, η Hyatt Regency διαχειρίζεται επίσης και ελέγχει το Regency Casino Thessaloniki. Η πολυεθνική εταιρεία Hyatt Hotels, με έδρα στο Σικάγο, Ιλινόις (ΗΠΑ) διαχειρίζεται, παραχωρεί δικαιώματα δικαιόχρησης, έχει στην κυριότητά της και αναπτύσσει ξενοδοχεία, θέρετρα, κατοικίες και εξοχικές κατοικίες με το σήμα Hyatt σε όλο τον κόσμο. Στις 31 Δεκεμβρίου 2010, το παγκόσμιο χαρτοφυλάκιο της εταιρείας αποτελείτο από 453 ιδιοκτησίες: ξενοδοχεία πλήρων υπηρεσιών που λειτουργούν με τα σήματα Hyatt®, Park Hyatt®, Andaz™, Grand Hyatt®, Hyatt Regency®· δύο επιλεγμένα σήματα υπηρεσιών είναι τα Hyatt Place® και Hyatt Summerfield Suites™· εξοχικές κατοικίες αναπτύσσονται με το σήμα Hyatt Vacation Club®. Μόνο με το σήμα Hyatt Regency υπάρχουν 9 ξενοδοχεία/θέρετρα στη Γαλλία, το ΗΒ, τη Γερμανία, την Ελλάδα και τη Πολωνία. Η Hyatt διαχειρίζεται 4 καζίνα με το σήμα Hyatt Regency – το καζίνο Θεσσαλονίκης και το ξενοδοχείο και καζίνο Hyatt Regency Warsaw στη Βαρσοβία, Πολωνία (2 άλλα καζίνα βρίσκονται στη Νότια Κορέα και στο Wisconsin, ΗΠΑ). Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον δικτυακό τόπο – www.hyatt.com.

Ως άλλο παράδειγμα, όσον αφορά το Λουτράκι, η Club Hotel Casino Loutraki είναι κοινοπραξία την οποία αποτελούν ο Δήμος Λουτρακίου (μέσω της Δ.Α.Ε.Τ. Λουτράκι ΑΕ) και της πολυεθνικής εταιρείας συμμετοχών Club Hotel Loutraki ΑΕ, η οποία είναι ο διαχειριστής και κύριος επενδυτής του καζίνου Λουτρακίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διατίθενται στον δικτυακό τόπο http://www.clubhotelloutraki.gr, στην Club Hotel Loutraki συμμετέχουν σημαντικά ονόματα του ελληνικού και παγκοσμίου επιχειρηματικού χώρου, όπως η Casinos Austria International (ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές διεθνώς στον τομέα των καζίνων, με 67 καζίνα σε 15 χώρες), η Τράπεζα Πειραιώς, η Τράπεζα EFG Eurobank Ergasias, καθώς και εταιρείες ισραηλινών συμφερόντων, στις οποίες ανήκουν, μεταξύ άλλων, έξι ακόμη καζίνο και αλυσίδες πολυτελών ξενοδοχείων). Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον δικτυακό τόπο http://www.clubhotelloutraki.gr/.

Η πολυεθνική εταιρεία Queenco Leisure International (QLI) διαχειρίζεται αποκλειστικά το καζίνο της Ρόδου ενώ συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο καθώς και στη διοίκηση των παρακάτω καζίνων: Club Hotel Casino Loutraki – Λουτράκι, Ελλάδα (Μέτοχος και συμμετοχή στη διοίκηση). Casino Palace – Βουκουρέστι, Ρουμανία (Βασικός μέτοχος και αποκλειστικός διοικών). Sasazu – Πράγα, Τσεχική Δημοκρατία (Αποκλειστικός μέτοχος και διοικών). Οι πληροφορίες αυτές διατίθενται στον δικτυακό τόπο http http://www.casinorodos.gr/.

(69)  Δημόσια διαβούλευση σχετικά με νομοθετική πρωτοβουλία για ρύθμιση της αγοράς τυχερών παιχνιδιών, καλοκαίρι του 2010.

(70)  Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 26ης Οκτωβρίου 2006, στην υπόθεση C-65/05, Συλλογή 2006, σ.Ι-10341. Βλέπε επίσης απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 4ης Ιουνίου 2009, στην υπόθεση C-109/08- Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, Συλλογή 2009, σ. Ι-4657.

(71)  Βλέπε, μεταξύ άλλων παραδειγμάτων προγενέστερης πρακτικής της Επιτροπής, την απόφαση 2004/76/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2003, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης, ΕΕ L 23 της 28.1.2004, σ. 1, αιτιολογική σκέψη 73. Βλέπε επίσης, για παρόμοια αιτιολόγηση, την απόφαση 2003/515/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες υπέρ των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων, ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 52, αιτιολογική σκέψη 105. Απόφαση 2004/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2003, όσον αφορά το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζεται από το Βέλγιο με τη μορφή φορολογικού καθεστώτος ruling που εφαρμόζεται στις αμερικανικές εταιρείες πωλήσεων, ΕΕ L 23 της 28.1.2004, σ. 14, αιτιολογική σκέψη 70.

(72)  Βλέπε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 4.9.2009, υπόθεση T-211/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί, σκέψη 173· βλέπε επίσης την απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) της 8.6.1995 στην υπόθεση T-459/00, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I-1675, σκέψη 48.

(73)  Στην υποβολή παρατηρήσεων της 6ης Οκτωβρίου 2010.

(74)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

(75)  Βλέπε για παράδειγμα την απόφαση του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στην υπόθεση του Γιβραλτάρ – συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-195/01 και T-207/01, της 30ής Απριλίου 2002, σκέψη 130 (ΕΕ C 169 της 13.7.2002, σ. 30), Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-2309.

(76)  Απόφαση 2003/515/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες υπέρ των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 52). Απόφαση 2004/76/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαΐου 2003, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης (ΕΕ L 23 της 28.1.2004, σ. 1).

(77)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 22.6.2006 στην υπόθεση C-182/03 και C-217/03, Forum 187 ASBL, Συλλογή 2006, σ. I-5479, σκέψη 147. Βλέπε επίσης την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 26.11.2005 στην υπόθεση C-506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί, σκέψη 58 και την απόφαση του Δικαστηρίου της 11.3.1987 στην υπόθεση C-265/85, Van den Bergh en Jurgens BV κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1155, σκέψη 44.

(78)  Βλέπε επίσης παράγραφο 21 ανωτέρω.

(79)  ΦΕΚ 904 της 6.12.1994.

(80)  Επιχειρηματικό απόρρητο.

(81)  Το καζίνο Ρόδου ιδιωτικοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1999 και από τότε έπαψε να εφαρμόζει τη μειωμένη τιμή εισιτηρίου εισόδου. Οι ενισχύσεις που έλαβε το καζίνο Ρόδου πριν από τις 21 Οκτωβρίου 2009 καλύπτονται από την παραγραφή.

(82)  Η ακριβής ημερομηνία του 2000 κατά την οποία η ETA άρχισε να καταβάλλει φόρο 80 % επί της μειωμένης τιμής εισιτηρίου εισόδου 6 ευρώ πρέπει να επιβεβαιωθεί από τις ελληνικές αρχές.

(83)  Εφόσον το καζίνο Κέρκυρας δεν είναι πλέον αποδέκτης ενίσχυσης μετά την ιδιωτικοποίησή του τον Αύγουστο του 2010, οπότε η τιμή του εισιτηρίου εισόδου αυξήθηκε σε 15 ευρώ.

(84)  Η Επιτροπή διαθέτει επί του παρόντος μερική μόνο πληροφόρηση σχετικά με την περίοδο 22 Οκτωβρίου 1999 – 22 Οκτωβρίου 1999, και συγκεκριμένα, καμία πληροφορία σχετικά με τη δυνητική συνέχιση του μέτρου μετά την 22α Οκτωβρίου 2009.

(85)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


Top