Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32011D0282

    2011/282/ΕΕ: Απόφαση της Επιτροπής, της 12ης Ιανουαρίου 2011 , σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικής υπεραξίας για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφαλαίο αριθ. C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07) εφαρμοσθείσα από την Ισπανία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 9566] Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ΕΕ L 135 της 21.5.2011, p. 1–46 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2011/282/oj

    21.5.2011   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 135/1


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 12ης Ιανουαρίου 2011

    σχετικά με τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικής υπεραξίας για τη συμμετοχή σε ξένο μετοχικό κεφαλαίο αριθ. C 45/07 (πρώην NN 51/07, πρώην CP 9/07) εφαρμοσθείσα από την Ισπανία

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 9566]

    (Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2011/282/ΕΕ)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    Έχοντας υπόψη τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    Έχοντας καλέσει τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με τα παραπάνω άρθρα (1), κι έχοντας υπόψη τις εν λόγω παρατηρήσεις,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Με ερωτήσεις που υπέβαλαν γραπτώς στην Επιτροπή (αριθ. E-4431/05, E-4772/05 και E-5800/06), αρκετοί βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπέδειξαν ότι η Ισπανία θέσπισε ένα ειδικό καθεστώς, το οποίο υποτίθετο ότι προσέφερε ένα άνισο φορολογικό κίνητρο στις ισπανικές εταιρείες που θα αποκτούσαν σημαντική συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο αλλοδαπών εταιρειών, σύμφωνα με το άρθρο 12.5 του ισπανικού Νόμου περί Φορολογίας των Εταιρειών [«Βασιλικό Νομοθετικό Διάταγμα υπό τον αριθμό 4/2004, της 5ης Μαρτίου, το οποίο επικυρώνει το αναμορφωμένο κείμενο του Νόμου περί Φορολογίας των Εταιρειών (Texto refundido de la Ley del Impuesto sobre Sociedades)» (2), στο εξής «TRLIS»].

    (2)

    Με γραπτή ερώτηση υπό τον αριθμό P-5509/06, ο βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, David Martin, κατήγγειλε στην Επιτροπή την κακόβουλη δημόσια προσφορά εξαγοράς από την ισπανική εταιρεία παραγωγής ενέργειας Iberdrola κατά την εξαγορά μετοχών της βρετανικής εταιρείας παραγωγής και διανομής ενέργειας Scottish Power Ltd. Σύμφωνα με τον κ. Martin η Iberdrola είχε ευνοηθεί παρατύπως από φορολογικά κίνητρα για απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου. Ο βουλευτής ζήτησε από την Επιτροπή να εξετάσει όλα τα ζητήματα ανταγωνισμού που προέκυπταν από την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου, η οποία κοινοποιήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2007 προς εξέταση από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου του 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (στο εξής «κανονισμός περί συγκεντρώσεων») (3). Με την απόφαση της 26ης Μαρτίου του 2007 [Υπόθεση αριθ. COMP/M.4517 — Iberdrola/Scottishpower, SG-Greffe (2007) D/201696] (4), η Επιτροπή αποφάσισε να μην αντιταχθεί στην κοινοποιηθείσα πράξη και να τη διακηρύξει συμβατή με την εσωτερική αγορά, εφαρμόζοντας το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού περί συγκεντρώσεων.

    (3)

    Με επιστολές της την 15η Ιανουαρίου 2007 και την 26η Μαρτίου 2007, η Επιτροπή ζήτησε από τις ισπανικές αρχές να προσκομίσουν πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσει το εύρος και τις επιπτώσεις του άρθρου 12.5 του TRLIS, ως προς την ενδεχόμενη αξιολόγησή του ως κρατική ενίσχυση και τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά.

    (4)

    Με επιστολές τους της 16ης Φεβρουαρίου 2007 και της 4ης Ιουνίου 2007, οι ισπανικές αρχές αποκρίθηκαν στα εν λόγω αιτήματα.

    (5)

    Στις 28 Αυγούστου του 2007 η Επιτροπή δέχτηκε μέσω τηλεομοιοτυπίας, μία καταγγελία από ιδιωτικό παράγοντα, ο οποίος ισχυριζόταν ότι το καθεστώς που προέκυπτε από το άρθρο 12.5 του TRLIS αποτελούσε κρατική ενίσχυση και ήταν ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά. Ο καταγγέλλων ζήτησε να μην αποκαλυφθεί η ταυτότητά του.

    (6)

    Με την απόφαση της 10ης Οκτωβρίου του 2007 (εφεξής, η «απόφαση κινήσεως της διαδικασίας»), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ») (πρώην άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ) σε ό,τι αφορά τη φορολογική απόσβεση χρηματοοικονομικής υπεραξίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 12.5 του TRLIS, καθώς, σύμφωνα με τις ενδείξεις, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Η Επιτροπή ενημέρωσε την Ισπανία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ. Η απόφαση κινήσεως της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (5), καλώντας τα ενδιαφερόμενα μέρη να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους.

    (7)

    Η Επιτροπή έλαβε με επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2007, τις παρατηρήσεις της Ισπανίας για την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας.

    (8)

    Μεταξύ της 18ης Ιανουαρίου και της 16ης Ιουνίου του 2008, η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από τριάντα δύο τρίτα μέρη σχετικά με την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας. Τα τρίτα μέρη που δεν ζήτησαν να τηρηθεί η ανωνυμία τους αναφέρονται στο παράρτημα 1 της παρούσας απόφασης.

    (9)

    Με επιστολές της 9ης Απριλίου, της 15ης Μαΐου, της 22ας Μαΐου 2008 και της 27ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή απέστειλε τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις στις ισπανικές αρχές, προκειμένου να τους δώσει την ευκαιρία να απαντήσουν σε αυτές. Με επιστολές της 30ής Ιουνίου 2008 και της 22ας Απριλίου 2009, οι ισπανικές αρχές κατέθεσαν τα σχόλιά τους σχετικά με τις παρατηρήσεις των τρίτων μερών.

    (10)

    Την 18η Φεβρουαρίου 2008, την 12η Μαΐου 2009 και την 8η Ιουνίου 2009, έλαβαν χώρα τεχνικές συναντήσεις μεταξύ των ισπανικών αρχών και των εκπροσώπων της Επιτροπής, προκειμένου να διευκρινιστούν, μεταξύ άλλων θεμάτων, ορισμένες πτυχές της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος, καθώς και η ερμηνεία της σχετικής ισπανικής νομοθεσίας ώστε να καταστεί δυνατή η ανάλυση της υπόθεσης.

    (11)

    Την 7η Απριλίου 2008, έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της Επιτροπής και της τράπεζας Banco de Santander SA και την 16η Απριλίου του 2008 έλαβε χώρα συνάντηση των εκπροσώπων της Επιτροπής και του δικηγορικού γραφείου J&A Garrigues SL που εκπροσωπεί διάφορα τρίτα μέρη. Στις 2 Ιουλίου 2008 έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της Επιτροπής και της Altadis SA και τέλος, την 12η Φεβρουαρίου 2009 έλαβε χώρα συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της Επιτροπής και της εταιρείας τηλεπικοινωνιών Telefónica SA.

    (12)

    Την 14η Ιουλίου 2008, οι ισπανικές αρχές παρουσίασαν επιπρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το επίμαχο μέτρο, ειδικότερα, στοιχεία περισυλλεγμένα από τις φορολογικές δηλώσεις του 2006, τα οποία παρείχαν μία γενική περιγραφή των φορολογουμένων που ευνοούνταν από το επίμαχο μέτρο.

    (13)

    Με ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Ιουνίου 2009, οι ισπανικές αρχές παρουσίασαν επιπλέον στοιχεία και ισχυρίστηκαν ότι οι ισπανικές εταιρείες εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν διάφορα εμπόδια κατά την πραγματοποίηση διασυνοριακών συγκεντρώσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (14)

    Στις 28 Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε αρνητική απόφαση (6) που προέβλεπε ανάκτηση της ενίσχυσης που χορηγήθηκε με βάση την αμφισβητούμενη νομοθεσία στους δικαιούχους στο πλαίσιο εξαγορών εντός της ΕΕ (εφεξής η «προηγούμενη απόφαση»). Όπως προέβλεπε η αιτιολογική σκέψη 119 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή διατήρησε ανοιχτή τη διαδικασία βάσει της απόφασης κινήσεως της διαδικασίας, σε ό,τι αφορά τις αποκτήσεις συμμετοχών εκτός ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισπανικές αρχές είχαν δεσμευθεί να προσκομίσουν νέα στοιχεία σχετικά με τα εμπόδια στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις εκτός ΕΕ.

    (15)

    Στις 12, 16 και 20 Νοεμβρίου 2009, οι ισπανικές αρχές υπέβαλαν συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με άμεσες επενδύσεις ισπανικών επιχειρήσεων σε χώρες εκτός της ΕΕ.

    (16)

    Στις 16 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή απηύθυνε αίτηση παροχής πληροφοριών στις ισπανικές αρχές σχετικά με συναλλαγές με χώρες εκτός της ΕΕ, τις οποίες έκρινε απαραίτητες για να αξιολογήσει τις κρατικές ενισχύσεις του καθεστώτος σύμφωνα με τις υποδείξεις των ισπανικών αρχών.

    (17)

    Με επιστολή της 3ης Ιανουαρίου, οι ισπανικές αρχές υπέβαλαν αναλυτικές πληροφορίες για τις 15 χώρες εκτός της ΕΕ στις οποίες εντοπίζεται το μεγαλύτερο μέρος (περίπου 70 %) των ισπανικών άμεσων ξένων επενδύσεων. Ειδικότερα, οι ισπανικές αρχές παρουσίασαν δύο εκθέσεις που καταρτίστηκαν από το δικηγορικό γραφείο Garrigues και την KPMG, στις οποίες περιέχεται ανάλυση των εικαζόμενων φορολογικών και νομικών εμποδίων στις εν λόγω τρίτες χώρες.

    (18)

    Με επιστολή της 27ης Ιανουαρίου 2010, η Επιτροπή έλαβε σχόλια από την Banesto, μέλος του ομίλου Santander.

    (19)

    Με ηλεκτρονική επιστολή της 3ης Μαρτίου 2010, οι ισπανικές αρχές απάντησαν σε τεχνικό ερώτημα που τους απευθύνθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2010.

    (20)

    Με επιστολή της 9ης Ιουλίου 2010, η Επιτροπή έλαβε σχόλια από την Banco Santander.

    (21)

    Με επιστολή της 25ης Νοεμβρίου 2010, η Επιτροπή έλαβε σχόλια από την Telefónica.

    (22)

    Στις 27 Νοεμβρίου 2009, 16 Ιουνίου 2010 και 29 Ιουνίου 2010, πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις τεχνικού χαρακτήρα μεταξύ της Επιτροπής και των ισπανικών αρχών.

    II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΑΧΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

    (23)

    Το επίμαχο μέτρο προβλέπει τη φορολογική απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που προκύπτει από την απόκτηση σημαντικής συμμετοχής σε αλλοδαπή εταιρεία-στόχο.

    (24)

    Το μέτρο διέπεται από το άρθρο 12.5 του TRLIS (εφεξής το «επίμαχο μέτρο»). Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 2.5 του Νόμου 24/2001 της 27ης Δεκεμβρίου 2001 τροποποίησε τον ισπανικό Νόμο 43/1995, της 27ης Δεκεμβρίου του 1995, περί Φορολογίας των Εταιρειών, προσθέτοντας το άρθρο 12.5. Το Βασιλικό Νομοθετικό Διάταγμα αριθ. 4/2004 της 5ης Μαρτίου 2004 παρουσιάζει μια ενοποιημένη απόδοση του ισπανικού Νόμου περί Φορολογίας των Εταιρειών.

    (25)

    Η Επιτροπή έχει γνώση του γεγονότος ότι η ισπανική νομοθεσία έχει υποστεί τροποποιήσεις από την ημερομηνία της αποφάσεως κινήσεως της διαδικασίας (7). Ωστόσο, θεωρεί ότι οι τελευταίες τροποποιήσεις δεν μπορούν ούτε να μεταβάλουν ούτε να αλλοιώσουν τις αμφιβολίες που εκφράζονται στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας. Για λόγους μεγαλύτερης συνοχής, η Επιτροπή στην παρούσα απόφαση θα κάνει αναφορά στην αρίθμηση της ισπανικής νομοθεσίας όπως αυτή αναφέρεται στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, παρόλο που στο ενδιάμεσο διάστημα ενδέχεται να έχει υποστεί τροποποιήσεις. Κάθε νέα νομική διάταξη θα αναφερθεί ρητά ως έχει.

    (26)

    Το άρθρο του 12.5 του TRLIS, εντός του άρθρου 12 υπό τον τίτλο «Διορθώσεις επί της αξίας: απώλεια αξίας των περιουσιακών στοιχείων», τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2002. Κατ’ ουσίαν ορίζει ότι σε μία εταιρεία, φορολογούμενη στην Ισπανία, παρέχεται η δυνατότητα να εκπίπτει από το φορολογητέο της εισόδημα τη χρηματοοικονομική υπεραξία που προκύπτει από την απόκτηση συμμετοχής τουλάχιστον της τάξεως του 5 % του μετοχικού κεφαλαίου μιας αλλοδαπής εταιρείας, σε ετήσια χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον για περίοδο 20 ετών μετά την απόκτησή του.

    (27)

    Ως υπεραξία νοείται η καλή φήμη της εμπορικής επωνυμίας, οι καλές της σχέσεις με τους πελάτες, η ειδίκευση των εργαζομένων και άλλοι παρόμοιοι παράγοντες που να επιτρέπουν προσδοκώμενες εκτιμήσεις για αύξηση των κερδών στο μέλλον. Σύμφωνα με τους ισπανικούς λογιστικούς κανόνες (8), ως «υπεραξία» ορίζεται η τιμή πληρωμής κατά την απόκτηση, η οποία υπερβαίνει την αγοραστική αξία των μετοχών της εταιρείας και πρέπει να θεωρείται διαχωρισμένο ασώματο στοιχείο του ενεργητικού όταν η αγοράστρια εταιρεία αποκτά τον έλεγχο της εταιρείας-στόχος (9).

    (28)

    Σύμφωνα με τους ισπανικούς φορολογικούς κανόνες, εξαιρουμένου του επίμαχου μέτρου, η απόσβεση του εμπορικού κεφαλαίου μπορεί να επιτευχθεί μόνο κατόπιν συνένωσης εταιρειών, η οποία λαμβάνει χώρα σε περίπτωση απόκτησης ή εκχώρησης στοιχείων του ενεργητικού, που συνιστούν ανεξάρτητες επιχειρήσεις, ή σε περίπτωση συγχώνευσης ή διάσπασης επιχειρήσεων.

    (29)

    Σύμφωνα με τις πρακτικές του ισπανικού φορολογικού συστήματος, η «χρηματοοικονομική υπεραξία» ισούται με την υπεραξία που θα προέκυπτε από τη συγχώνευση της εταιρείας που κατέχει το μετοχικό κεφάλαιο και της εταιρείας-στόχος. Ως εκ τούτου, η έννοια της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 12.5 του TRLIS, εισάγει στον τομέα της απόκτησης μετοχικού κεφαλαίου μία έννοια που χρησιμοποιείται σε γενικές γραμμές σε μεταβιβάσεις στοιχείων του ενεργητικού ή σε συναλλαγές συνένωσης εταιρειών. Σύμφωνα με το άρθρο 12.5 του TRLIS, η χρηματοοικονομική υπεραξία προκύπτει αφαιρώντας την αγοραστική αξία των ενσώματων και ασώματων στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας-στόχος από την τιμή απόκτησης του μετοχικού κεφαλαίου για τη συμμετοχή.

    (30)

    Το άρθρο 12.5 του TRLIS ορίζει πως η απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας εξαρτάται από την πλήρωση των ακόλουθων προαπαιτούμενων, όπως ορίζονται στο άρθρο 21 του TRLIS:

    α)

    η αγοράστρια ισπανική εταιρεία πρέπει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ποσοστό ίσο με τουλάχιστον 5 % της αλλοδαπής εταιρείας, αδιαλείπτως για χρονική περίοδο τουλάχιστον ενός έτους (10)·

    β)

    η αλλοδαπή εταιρεία πρέπει να υπόκειται σε φόρο παρόμοιο με τον εφαρμοζόμενο στην Ισπανία. Θεωρείται ότι η εν λόγω προϋπόθεση πληρείται, εφόσον η εταιρεία-στόχος είναι εγκατεστημένη σε κράτος με το οποίο η Ισπανία έχει συνάψει συμφωνία προς αποφυγήν της διπλής διεθνούς φορολόγησης και της φοροδιαφυγής (11) με ρήτρα ανταλλαγής πληροφοριών·

    γ)

    τα έσοδα της αλλοδαπής εταιρείας πρέπει να προέρχονται πρωτίστως από επιχειρηματικές δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν στο εξωτερικό ή να είναι έσοδα που μπορούν να τύχουν ανάλογης μεταχείρισης. Αυτή η προϋπόθεση πληρείται, εφόσον τουλάχιστον το 85 % των εσόδων της εταιρείας-στόχος:

    i)

    δεν συμπεριλαμβάνεται στη φορολογητέα βάση του ισπανικού καθεστώτος διεθνούς φορολογικής διαφάνειας κι φορολογείται ως κέρδος αποκτηθέν στην Ισπανία (12). Συγκεκριμένα, θα θεωρηθεί ότι πληρούν τα προαπαιτούμενα τα κέρδη που θα προέλθουν από τις ακόλουθες δραστηριότητες:

    χονδρικό εμπόριο, όταν τα αγαθά βρίσκονται στη διάθεση των αγοραστών στο κράτος ή στην επικράτεια όπου είναι εγκατεστημένη η εταιρεία-στόχος ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος ή επικράτεια, πέραν της ισπανικής,

    παροχή υπηρεσιών σε δικαιούχους που δεν έχουν τη φορολογική τους έδρα στην Ισπανία,

    παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε δικαιούχους που δεν έχουν τη φορολογική τους έδρα στην Ισπανία,

    ασφαλιστικές υπηρεσίες σχετικές με κινδύνους που παρέχονται εκτός Ισπανίας·

    ii)

    αποτελεί εισόδημα από μερίσματα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις σχετικά με τη φύση του εισοδήματος μετοχικού κεφαλαίου όπως ορίζεται στο άρθρο 21.1.α) και σε επίπεδο συμμετοχής, άμεσης ή έμμεσης, στο μετοχικό κεφάλαιο της ισπανικής εταιρείας [άρθρο 21.1.γ).2 του TRLIS] (13).

    (31)

    Πέραν του επίμαχου μέτρου, θεωρείται σκόπιμη η σύντομη παρουσίαση των ακόλουθων διατάξεων του TRLIS στις οποίες γίνεται αναφορά στην παρούσα απόφαση:

    Στο άρθρο 11 του TRLIS, (14) υπό τον τίτλο «Διορθώσεις επί της αξίας: αποσβέσεις» και συμπεριλαμβανόμενη στο κεφάλαιο IV του TRLIS, όπου ορίζεται η φορολογητέα βάση, η παράγραφος 4, ορίζει πως η περίοδος απόσβεσης της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που προκύπτει από απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου θα πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον στα 20 έτη, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: i) η υπεραξία προκύπτει από επαχθή κτήση κυριότητας, ii) ο πωλητής δεν έχει ουδεμία σχέση με την εταιρεία αγοραστή. Οι τροποποιήσεις της εν λόγω διάταξης που έλαβαν χώρα μετά την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, τις οποίες εισήγαγε ο νόμος 16/2007 της 4ης Ιουλίου του 2007, διευκρίνισαν πως, εάν δεν πληρούται η προϋπόθεση ii), το πληρωτέο ποσό που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της υπεραξίας, θα είναι το ποσό της απόκτησης του μετοχικού κεφαλαίου που καταβάλλεται από εταιρεία του ιδίου ομίλου εάν προέβαινε στην απόκτηση με αγορά από άτομα ή εταιρείες μη συνδεόμενα, ενώ επιπλέον απαιτείται, iii) να έχει θεσπιστεί περιορισμένο αποθεματικό ανερχόμενο σε ποσό ισοδύναμο τουλάχιστον με το προκύπτον δυνάμει του άρθρου 12.5 TRLIS.

    Το άρθρο 12.3 του TRLIS, το οποίο αποτελεί μέρος του Κεφαλαίου IV, επιτρέπει μερική φορολογική απαλλαγή μέσω της υποτίμησης της συμμετοχής σε ιδία κεφάλαια εθνικών ή αλλοδαπών εταιρειών, οι οποίες δεν φορολογούνται σε κάποια δευτερεύουσα αγορά, ορίζοντας ως μέγιστο όριο τη διαφορά ανάμεσα στη θεωρητική λογιστική αξία στην αρχή και το τέλος της φορολογητέας δραστηριότητας. Το επίμαχο μέτρο μπορεί να εφαρμοσθεί σε συνδυασμό με το εν λόγω άρθρο του TRLIS (15).

    Το άρθρο 89.3 του TRLIS, στο πλαίσιο του άρθρου 89 υπό τον τίτλο «Συμμετοχή στο κεφάλαιο της εισφέρουσας εταιρείας και της αγοράστριας εταιρείας» συμπεριλαμβάνεται στο κεφάλαιο VII, ενότητα VIII, σχετικά με το «Ειδικό καθεστώς συγχωνεύσεων, διασπάσεων, εισφοράς στοιχείων του ενεργητικού και ανταλλαγής αξιών και αλλαγή έδρας ευρωπαϊκής εταιρείας ή συνεταιριστικής εταιρείας από ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε άλλο». Το άρθρο 89.3 του TRLIS θεσπίζει την απόσβεση της υπεραξίας που προκύπτει από την αναδιάρθρωση μιας επιχείρησης. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, για την εφαρμογή του άρθρου 11.4 του TRLIS, στην υπεραξία που προκύπτει από τη συνένωση εταιρειών, πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: i) συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας-στόχος, ίση τουλάχιστον με το 5 %, πριν από τη συνένωση των εταιρειών, ii) πρέπει να αποδειχθεί ότι η υπεραξία έχει υποστεί φορολόγηση που επιβαρύνει τον πωλητή και iii) ότι ο πωλητής δεν συνδέεται με τον αγοραστή. Σε περίπτωση που δεν πληρείται η προϋπόθεση iii), το ποσό που εκπίπτει της φορολογίας θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε μη αναστρέψιμη υποτίμηση του ασώματου στοιχείου ενεργητικού.

    Το άρθρο 21 του TRLIS, υπό τον τίτλο «Φορολογικές απαλλαγές προς αποφυγήν της διπλής διεθνούς φορολόγησης επί μερισμάτων και εισοδημάτων ξένης προέλευσης, οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβίβαση αντιπροσωπευτικών αξιών των ιδίων κεφαλαίων εταιρειών μη εγκατεστημένων στην ισπανική επικράτεια», αποτελεί μέρος του Τίτλου IV του TRLIS. Το εν λόγω άρθρο 21 θέτει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δίδεται φορολογική απαλλαγή για τα μερίσματα ή τη συμμετοχή στα κέρδη εταιρειών, οι οποίες δεν είναι εγκατεστημένες στην ισπανική επικράτεια, όταν τα κέρδη εισπράττονται από κάποια εταιρεία με φορολογική έδρα στην Ισπανία.

    Το άρθρο 22 του TRLIS, υπό τον τίτλο «Φορολογικές απαλλαγές ορισμένων εισοδημάτων που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό μέσω μόνιμης επιχειρηματικής έδρας», αποτελεί μέρος του Κεφαλαίου IV του TRLIS. Το εν λόγω άρθρο 22 θέτει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, ώστε τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό μέσω μιας μόνιμης επιχειρηματικής έδρας, η οποία βρίσκεται εγκατεστημένη εκτός της ισπανικής επικράτειας, να εκπίπτουν από την καταβολή φόρων.

    (32)

    Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    ως μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού νοείται η ενέργεια μέσω της οποίας μία εταιρεία μεταβιβάζει σε άλλη, χωρίς αυτό να σημαίνει την εξαφάνιση της εταιρείας που κάνει τη μεταβίβαση, όλους ή μόνο έναν ή διάφορους κλάδους της επιχειρηματικής της δραστηριότητας,

    ως συνένωση εταιρειών νοείται η ενέργεια μέσω της οποίας μία ή περισσότερες εταιρείες μεταβιβάζουν, ως συνέπεια και ταυτόχρονα με τη διάλυσή τους και χωρίς να επέλθει εκκαθάριση, σε άλλη, ήδη υπάρχουσα εταιρεία, ή σε εταιρεία που αυτές δημιουργούν, το αντίστοιχο καθαρό ενεργητικό τους, μέσω εκχώρησης στους συνεταίρους τους αξιών αντιπροσωπευτικών του μετοχικού κεφαλαίου της άλλης εταιρείας,

    ως απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου νοείται η ενέργεια μέσω της οποίας μία εταιρεία αποκτά μετοχές του κεφαλαίου άλλης εταιρείας, χωρίς να αποκτήσει πλειοψηφία ή τον έλεγχο δικαιωμάτων ψήφου στη εταιρεία-στόχος,

    ως εταιρεία-στόχος νοείται μία εταιρεία μη εγκατεστημένη στην Ισπανία, το εισόδημα της οποίας πληροί τις προϋποθέσεις που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 30 γ), και της οποίας μέρος του μετοχικού κεφαλαίου αποκτάται από εταιρεία με έδρα στην Ισπανία,

    ως συμμετοχές εντός της ΕΕ νοούνται οι συμμετοχές, οι οποίες πληρούν όλες τις σχετικές με το άρθρο 12.5 του TRLIS προϋποθέσεις, στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας-στόχος ιδρυθείσας σύμφωνα με τη νομοθεσία κάποιου κράτους μέλους, η οποία διατηρεί την εταιρική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή το πρωτεύον επιχειρηματικό της κέντρο εντός της Ένωσης,

    ως συμμετοχές εκτός της ΕΕ νοούνται οι συμμετοχές, οι οποίες πληρούν όλες τις σχετικές με το άρθρο 12.5 του TRLIS προϋποθέσεις, στο μετοχικό κεφάλαιο μιας εταιρείας-στόχος μη ιδρυθείσας σύμφωνα με τη νομοθεσία κάποιου κράτους μέλους, ή η οποία δεν διατηρεί την εταιρική της έδρα, την κεντρική της διοίκηση ή το πρωτεύον επιχειρηματικό της κέντρο εντός της Ένωσης.

    III.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    (33)

    Με την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή εκκίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ), σχετικά με το επίμαχο μέτρο, καθώς υπήρχαν ενδείξεις ότι πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή αμφέβαλε, για τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά, καθώς δεν φαινόταν να εμπίπτει σε καμία από τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις του άρθρου 107 παράγραφοι 2 και 3.

    (34)

    Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή θεώρησε ότι το επίμαχο μέτρο δεν ενέπιπτε στο κοινό πεδίο εφαρμογής του ισπανικού συστήματος φορολογίας επί των εταιρειών, το οποίο αποτελεί το φορολογικό σύστημα αναφοράς. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η φορολογική απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, που προέκυπτε από την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 5 % μιας αλλοδαπής εταιρείας-στόχος, φαινόταν να συνιστά κίνητρο κατ’ εξαίρεση.

    (35)

    Η Επιτροπή παρατήρησε ότι η φορολογική απόσβεση εφαρμοζόταν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία εταιρειών, από τη στιγμή που αποκτούσαν ορισμένες συμμετοχές της τάξης του 5 % του μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας-στόχος, και αποκλειστικά σε αλλοδαπές συνδεδεμένες εταιρείες, εφόσον πληρούνταν τα προβλεπόμενα από το άρθρο 12.1 του TRLIS κριτήρια. Η Επιτροπή υπογράμμισε, επιπλέον, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία φορολογική μείωση που ευνοεί αποκλειστικά την εξαγωγή εθνικών προϊόντων αποτελεί κρατική ενίσχυση (16). Ως εκ τούτου, το εν λόγω επίμαχο μέτρο φαινόταν να συνιστά επιλεκτικό μέτρο.

    (36)

    Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή θεώρησε, επιπλέον, ότι το επιλεκτικό πλεονέκτημα δεν φαινόταν να δικαιολογείται από την εγγενή φύση του φορολογικού συστήματος. Συγκεκριμένα, θεώρησε ότι η διαφοροποίηση που προέκυπτε από το επίμαχο μέτρο διαχωριζόταν από το γενικό καθεστώς του λογιστικού και φορολογικού συστήματος της Ισπανίας και δεν ήταν εφικτό να δικαιολογηθεί για λόγους που σχετίζονται με τεχνικές πτυχές του φορολογικού συστήματος. Πράγματι, η υπεραξία είναι δυνατόν να εξαιρεθεί της φορολογίας αποκλειστικά σε περίπτωση συνένωσης εταιρειών ή μεταβίβασης στοιχείων του ενεργητικού, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση που διατυπώνεται στο επίμαχο μέτρο. Η Επιτροπή, επιπλέον, θεώρησε ότι το επίμαχο μέτρο δεν δικαιολογούταν με το επιχείρημα ότι στόχευε στην επίτευξη ουδέτερης φορολογικής μεταχείρισης, την οποία επεδίωκε το ισπανικό σύστημα, καθώς περιοριζόταν αποκλειστικά στην απόκτηση σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου αλλοδαπών εταιρειών.

    (37)

    Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο συνεπαγόταν τη χρήση κρατικών πόρων, καθώς συνεπαγόταν αποποίηση φορολογικών εισοδημάτων εκ μέρους των ισπανικών οικονομικών αρχών. Τέλος, το επίμαχο μέτρο μπορούσε να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά μετοχικών κεφαλαίων ευρωπαϊκών εταιρειών, καθώς προσέδιδε ένα επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα στις ισπανικές εταιρείες, που αποκτούσαν σημαντικό μετοχικό κεφάλαιο αλλοδαπών εταιρειών. Η Επιτροπή δεν εντόπισε κανέναν λόγο που να δικαιολογεί ότι το επίμαχο μέτρο ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά.

    (38)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο μπορούσε ενδεχομένως να αποτελεί ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση. Σε αυτή την περίπτωση, η ανάκτηση θα έπρεπε να λάβει χώρα σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου του 1999, το οποίο θεσπίζει τις προδιαγραφές εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή κάλεσε τις ισπανικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη να καταθέσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την παρουσία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή όποιας άλλης γενικής αρχής του ενωσιακού δικαίου, η οποία θα επέτρεπε στην Επιτροπή να αποποιηθεί κατ’ εξαίρεση την ανάκτηση σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 δεύτερη φράση του προαναφερόμενου κανονισμού του Συμβουλίου.

    IV.   Η ΠΡΩΤΗ ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

    (39)

    Στην προηγούμενη απόφαση η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 12.5 TRLIS, όταν εφαρμόζεται σε συμμετοχές εντός της ΕΕ, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    (40)

    Η Επιτροπή διαπίστωσε, επιπλέον, ότι δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο εφαρμόστηκε κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, συνιστά καθεστώς παράνομης ενίσχυσης, σε ό,τι αφορά τις συμμετοχές εντός της ΕΕ.

    (41)

    Η Επιτροπή συνέχισε τη διαδικασία, η οποία δρομολογήθηκε με την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας της 10ης Οκτωβρίου 2007, για συμμετοχές εκτός της ΕΕ, με βάση τα νέα στοιχεία που ανέλαβαν να παράσχουν οι ισπανικές αρχές σχετικά με τα εμπόδια για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις εκτός της ΕΕ.

    V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΣΠΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ

    (42)

    Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις των ισπανικών αρχών (17) και των 32 ενδιαφερόμενων τρίτων μερών (18), εκ των οποίων οι οκτώ ήταν ενώσεις.

    (43)

    Συνοψίζοντας, οι ισπανικές αρχές θεωρούν ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS συνιστά μέτρο γενικού χαρακτήρα και όχι εξαίρεση στο ισπανικό φορολογικό σύστημα, καθώς η εν λόγω διάταξη επιτρέπει την απόσβεση ενός ασώματου στοιχείου ενεργητικού, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε φορολογούμενο που αποκτά σημαντικό μετοχικό κεφάλαιο μιας αλλοδαπής εταιρείας. Έχοντας υπόψη τις πρακτικές της Επιτροπής και την υπάρχουσα νομολογία, οι ισπανικές αρχές καταλήγουν στο ότι τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούν να θεωρηθούν κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ. Επιπλέον, οι ισπανικές αρχές θεωρούν ότι ένα διαφορετικό συμπέρασμα θα παραβίαζε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Περαιτέρω, οι ισπανικές αρχές αμφισβητούν τη δικαιοδοσία της Επιτροπής να εναντιωθεί στο εν λόγω μέτρο γενικού χαρακτήρα, ισχυριζόμενες ότι η νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να προβαίνει στην εναρμόνιση ζητημάτων που βασίζονται σε αυτήν.

    (44)

    Σε γενικές γραμμές, 30 ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη (εφεξής, «τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη») υποστηρίζουν τα επιχειρήματα των ισπανικών αρχών, ενώ οι λοιποί δύο ενδιαφερόμενοι (στο εξής, «τα δύο μέρη») θεωρούν ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση, ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, στις ακόλουθες ενότητες, τα επιχειρήματα των 30 ενδιαφερόμενων μερών θα παρουσιαστούν από κοινού με τη θέση των ισπανικών αρχών, ενώ τα επιχειρήματα των δύο μερών θα εκτεθούν ξεχωριστά.

    A.   Παρατηρήσεις των ισπανικών αρχών και των 30 ενδιαφερομένων μερών

    (45)

    Ως προκαταρκτική παρατήρηση, οι ισπανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η άμεση φορολογία αποτελεί αρμοδιότητα των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, η δραστηριότητα της Επιτροπής στον εν λόγω τομέα θα πρέπει να είναι συμβατή με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης ΕΚ (σήμερα έχει αντικατασταθεί κατ’ ουσίαν από το άρθρο 5 της ΣΛΕΕ). Περαιτέρω, οι ισπανικές αρχές υπενθυμίζουν ότι το άρθρο 3 της συνθήκης ΕΚ (έχει αντικατασταθεί σήμερα από τα άρθρα 3 έως 6 της ΣΛΕΕ) και το άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ (έχει αντικατασταθεί σήμερα από το άρθρο 65 της ΣΛΕΕ) επιτρέπουν στα κράτη μέλη να καθιερώνουν διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα, σύμφωνα με την τοποθεσία της επένδυσης ή τη φορολογική έδρα του φορολογουμένου, χωρίς αυτό να συνιστά περιορισμό της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων.

    (46)

    Τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη, επιπλέον, τονίζουν ότι ενδεχόμενη αρνητική απόφαση της Επιτροπής θα παραβίαζε την αρχή της δημοσιονομικής αυτονομίας, όπως αυτή ορίζεται από τη ΣΛΕΕ, καθώς και από το άρθρο 56 της συνθήκης ΕΚ (έχει αντικατασταθεί σήμερα από το άρθρο 63 της ΣΛΕΕ), το οποίο απαγορεύει τους περιορισμούς της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων.

    A.1.   Το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση

    (47)

    Οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη εκτιμούν ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, καθώς: i) δεν επιφέρει κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα, ii) δεν ευνοεί συγκεκριμένες επιχειρήσεις και iii) δεν συνιστά στρέβλωση, ούτε απειλή στρέβλωσης, του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών μελών. Βάσει της λογικής που διέπει το ισπανικό φορολογικό σύστημα, εκτιμούν ότι το επίμαχο μέτρο πρέπει να θεωρηθεί μέτρο γενικού χαρακτήρα, το οποίο εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλες τις εταιρείες και σε όλες τις δραστηριότητες.

    A.1.1.   Το επίμαχο μέτρο δεν επιφέρει κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα

    (48)

    Σε αντίθεση με τη στάση της Επιτροπής, όπως αυτή εκφράστηκε στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, το άρθρο 12.5 του TRLIS δεν συνιστά εξαίρεση στο ισπανικό σύστημα φορολογίας επί των εταιρειών, καθώς i) το ισπανικό λογιστικό σύστημα δεν αποτελεί την αρμόζουσα αναφορά για να θεμελιωθεί η ύπαρξη εξαίρεσης στο φορολογικό σύστημα και ii) ακόμη και αν κάτι τέτοιο ίσχυε, ο χαρακτηρισμός της χρηματοοικονομικής υπεραξίας ως στοιχείου του ενεργητικού που υπόκειται σε απόσβεση εντός συγκεκριμένου χρονικού ορίου περιλαμβάνεται ιστορικά στα ισπανικά καθεστώτα περί λογιστικής και φορολογίας των εταιρειών.

    (49)

    Πρώτον, εξαιτίας της έλλειψης εναρμόνισης των λογιστικών κανόνων, το λογιστικό αποτέλεσμα δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς προκειμένου να επαληθευθεί ο εξαιρετικός χαρακτήρας του επίμαχου μέτρου. Πράγματι, στην Ισπανία, η φορολογητέα βάση υπολογίζεται επί της βάσης του λογιστικού αποτελέσματος, το οποίο προσαρμόζεται βάσει της φορολογικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά την παρούσα υπόθεση, όπως αναφέρει η Ισπανία, τα λογιστικά επιχειρήματα δεν είναι δυνατό να χρησιμεύσουν ως σημείο αναφοράς για ένα φορολογικό μέτρο.

    (50)

    Δεύτερον, αποτελεί σφάλμα η άποψη ότι η απόσβεση της υπεραξίας δεν εμπίπτει στη λογική του ισπανικού λογιστικού καθεστώτος, καθώς τόσο η υπεραξία (19), όσο και η χρηματοοικονομική υπεραξία (20), μπορούν να αποσβεστούν εντός μέγιστου χρονικού περιθωρίου 20 ετών. Οι εν λόγω εμπειρικοί κανόνες αντανακλούν την απώλεια αξίας των υποκείμενων στοιχείων του ενεργητικού, ενσώματων και μη. Ως εκ τούτου, το άρθρο 12.5 του TRLIS δεν συνιστά εξαίρεση, καθώς δεν διαχωρίζεται από τη νομοθεσία σχετικά με την απόσβεση της υπεραξίας, όπως αυτή ορίζεται από το λογιστικό και φορολογικό σύστημα της Ισπανίας.

    (51)

    Τρίτον, οι ισπανικές αρχές τονίζουν ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά πραγματικό οικονομικό πλεονέκτημα, καθώς, σε περίπτωση πώλησης του αποκτηθέντος μετοχικού κεφαλαίου, το ποσό που εκπίπτει της φορολογίας επιστρέφεται μέσω του φόρου επί της υπεραξίας, κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο φορολογούμενος να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση που θα βρισκόταν, εάν δεν είχε εφαρμοσθεί το άρθρο 12.5 του TRLIS.

    (52)

    Τέταρτον, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη αναφορά των άρθρων 11.4 και 89.3 TRLIS, προκειμένου να επαληθεύσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή δηλώνει ότι προκειμένου να ευνοηθεί κάποιος από το άρθρο 12.5 του TRLIS δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη συνένωσης εταιρειών, ούτε η απόκτηση του ελέγχου της εταιρείας-στόχος. Η εν λόγω δήλωση αντανακλά εσφαλμένη κατανόηση του ισπανικού φορολογικού συστήματος, καθώς τα εν λόγω δύο άρθρα δεν απαγορεύουν σε έναν όμιλο εταιρειών, ο οποίος αποκτά από κοινού τον έλεγχο μιας εταιρείας-στόχος, να εξαιρέσει από τη φορολογία ένα ποσό, το οποίο ανταποκρίνεται στην υπεραξία που προέκυψε από την εν λόγω ενέργεια. Ως εκ τούτου, για την εφαρμογή των εν λόγω άρθρων δεν απαιτείται ατομικός έλεγχος μιας εταιρείας-στόχος προκειμένου να ευνοηθεί κάποιος από το επίμαχο μέτρο. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα ήταν σκόπιμο να θεωρηθεί ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS προσφέρει ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με τα άρθρα 11.4 ή 89.3 του TRLIS, όσον αφορά τη θέση ελέγχου των δικαιούχων (21). Τέλος, σε ό,τι αφορά το κριτήριο συμμετοχής της τάξεως του 5 %, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι είναι συμβατό με τις προϋποθέσεις που ορίζονται βάσει του άρθρου 89.3 του TRLIS, καθώς και με τις οδηγίες και πρακτικές της Επιτροπής.

    (53)

    Οι ισπανικές αρχές διαβεβαιώνουν ότι η Επιτροπή αναφέρεται εσφαλμένα στο άρθρο 12.3 του TRLIS, προκειμένου να επαληθεύσει το υποτιθέμενο ευνοϊκό χαρακτηριστικό βάσει του άρθρου 12.5 του TRLIS: το άρθρο 12.3 εφαρμόζεται σε περιπτώσεις υποτίμησης όταν σημειωθεί αντικειμενική και διαπιστωμένη απώλεια εκ μέρους της εταιρείας-στόχος, ενώ το άρθρο 12.5 του TRLIS συμπληρώνει αυτήν τη διάταξη και αντανακλά την απώλεια της φορολογητέας αξίας στην υποτίμηση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας.

    (54)

    Πέμπτον, η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (22) (στο εξής, «η ανακοίνωση της Επιτροπής») αναφέρει ρητώς ότι οι κανόνες απόσβεσης δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Δεδομένου του ότι ο παρών συντελεστής απόσβεσης της χρηματοοικονομικής υπεραξίας σε ελάχιστη περίοδο 20 ετών συμπίπτει με τον συντελεστή απόσβεσης της υπεραξίας, ο κανόνας δεν συνιστά εξαίρεση από το γενικό φορολογικό καθεστώς.

    (55)

    Τέλος, τα τριάντα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν επίσης πως εάν το επίμαχο μέτρο συνιστούσε πλεονέκτημα, οι τελικοί δικαιούχοι θα ήταν οι μέτοχοι της εταιρείας-στόχος, καθώς θα λάμβαναν την πληρωτέα από τον αγοραστή τιμή, ο οποίος ευνοείται από το επίμαχο μέτρο.

    A.1.2.   Το επίμαχο μέτρο δεν ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών

    (56)

    Πρώτον, η Ισπανία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS αποτελεί ένα μέτρο γενικού χαρακτήρα, δεδομένου του ότι δύναται να εφαρμοστεί από οποιαδήποτε ισπανική εταιρεία, ανεξαρτήτως της δραστηριότητάς της, του κλάδου, του μεγέθους, της μορφής της ή όποιου άλλου χαρακτηριστικού. Η μόνη προϋπόθεση, προβλεπόμενη από το επίμαχο μέτρο, προκειμένου ο δικαιούχος να ευνοηθεί από αυτό, είναι να φορολογείται στην Ισπανία. Το γεγονός ότι δεν ευνοούνται όλοι οι φορολογούμενοι από το επίμαχο μέτρο δεν καθιστά το μέτρο επιλεκτικό. Ως εκ τούτου, το άρθρο 12.5 του TRLIS δεν δύναται να θεωρηθεί επιλεκτικό ούτε de facto ούτε de jure βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, με επιστολή τους την 14η Ιουλίου του 2008, (23) οι ισπανικές αρχές κατέθεσαν στοιχεία προερχόμενα από τις ισπανικές δηλώσεις εισοδήματος του 2006, τα οποία αποδεικνύουν ότι όλοι οι τύποι εταιρειών (μικρομεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις), καθώς και εταιρείες που ασχολούνται με διάφορους οικονομικούς τομείς, είχαν ευνοηθεί από το επίμαχο μέτρο. Οι ισπανικές αρχές υπογραμμίζουν, επιπλέον, ότι σε πρόσφατη απόφασή του, (24) το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη ότι ένας περιορισμένος αριθμός δικαιούχων δεν αρκεί αυτός καθαυτός για να αποδείξει τον επιλεκτικό χαρακτήρα ενός μέτρου, καθώς δύναται να αντιπροσωπεύει το σύνολο των εταιρειών που βρίσκονται σε παρόμοια αντικειμενική ή νομική κατάσταση. Οι ισπανικές αρχές τονίζουν ιδιαιτέρως ότι το επίμαχο μέτρο παρουσιάζει ομοιότητες με μία πρόσφατη υπόθεση, (25) την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως μέτρο γενικού χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, ζητούν την ίδια μεταχείριση.

    (57)

    Δεύτερον, σύμφωνα με τις ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέλη, η Επιτροπή, στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, συγχέει την έννοια της επιλεκτικής μεταχείρισης με τις αντικειμενικές προϋποθέσεις του επίμαχου μέτρου, οι οποίες αναφέρονται αποκλειστικά σε ορισμένες συναλλαγές (δηλαδή, στη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο μιας αλλοδαπής εταιρείας-στόχος). Πράγματι, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS είναι επιλεκτικό, δεδομένου του ότι δεν προσφέρεται η ίδια μεταχείριση σε παρόμοιες επενδύσεις σε ισπανικές εταιρείες. Ωστόσο, η Επιτροπή αγνοεί πως το κριτήριο της επιλεκτικής μεταχείρισης δεν καθορίζεται από το γεγονός ότι ο δικαιούχος του επίμαχου μέτρου, ένας όμιλος εταιρειών ή μία πολυεθνική εταιρεία, κατέχει μέρος της εταιρείας-στόχος. Το γεγονός ότι το μέτρο ευνοεί αποκλειστικά τις εταιρείες που πληρούν το αντικειμενικό κριτήριο που ορίζεται στο επίμαχο μέτρο, δεν καθιστά το μέτρο επιλεκτικό. Το κριτήριο της επιλεκτικής μεταχείρισης προϋποθέτει την ανάγκη επιβολής υποκειμενικών περιορισμών στους δικαιούχους του επίμαχου μέτρου. Το κριτήριο της επιλεκτικής μεταχείρισης για την παρούσα διαδικασία αντιτίθεται στην πρότερη πρακτική της Επιτροπής και είναι υπερβολικά ασαφές κι ευρύ. Η ανάπτυξη αυτού του επιχειρήματος θα οδηγούσε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η πλειονότητα των δαπανών που εκπίπτουν της φορολογίας συμπεριλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    (58)

    Οι ισπανικές αρχές προσθέτουν ότι ο περιορισμός της απόσβεσης της χρηματοοικονομικής υπεραξίας σε αυτό που προκύπτει από την απόκτηση σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας-στόχος δεν αρκεί για να αναιρέσει τον γενικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, δεδομένου του ότι εφαρμόζεται αδιακρίτως σε οποιαδήποτε εταιρεία φορολογείται στην Ισπανία χωρίς καμία περαιτέρω προϋπόθεση. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (26), ένα μέτρο που ευνοεί αδιακρίτως το σύνολο των εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στην επικράτεια ενός κράτους, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση.

    (59)

    Τρίτον, σε ό,τι αφορά το σημείο ενεργοποίησης του 5 %, το εν λόγω όριο δεν απαιτεί την επένδυση ενός ορισμένου ελάχιστου ποσού και, ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο δεν ευνοεί αποκλειστικά τις μεγάλες επιχειρήσεις. Σε ό,τι αφορά το γεγονός ότι, προκειμένου να εφαρμοσθεί το επίμαχο μέτρο, δεν απαιτείται η φορολόγηση του πωλητή για την αποκτηθείσα υπεραξία, οι ισπανικές αρχές κρίνουν ότι είναι άνευ σημασίας, δεδομένου του ότι δεν ανήκει στη δικαιοδοσία τους ο έλεγχος των εισοδημάτων που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό από έναν πωλητή που δεν υπόκειται σε επιβολή φόρων στην Ισπανία. Τέλος, ο περιορισμός, για λόγους φορολογικής τεχνικής, του πεδίου ενός μέτρου στην απόκτηση μετοχών συνδεδεμένων εταιρειών, είναι συναφής με την κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή διαφόρων κοινοτικών οδηγιών.

    (60)

    Τέταρτον, η εισαγωγή του επίμαχου μέτρου δικαιολογείται σε κάθε περίπτωση από την αρχή της ίσης φορολογικής μεταχείρισης, στην οποία βασίζεται το σύνολο της ισπανικής φορολογικής νομοθεσίας. Η εν λόγω αρχή προϋποθέτει ότι η φορολογική μεταχείριση κάποιας επένδυσης πρέπει να είναι ουδέτερη, ανεξαρτήτως των μέσων που χρησιμοποιούνται, είτε πρόκειται για μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού, είτε για συνένωση εταιρειών είτε για απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου. Ως εκ τούτου, η φορολογική απόσβεση πρέπει να είναι πανομοιότυπη ανεξαρτήτως του μέσου που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να επιτευχθεί η εν προκειμένω απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου. Τελικός σκοπός του επίμαχου μέτρου είναι, από αυτή την ευρύτερη οπτική, να εγγυηθεί την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, αποφεύγοντας την άνιση φορολογική μεταχείριση των συναλλαγών με εταιρείες-στόχος σε σχέση με τις αποκλειστικά εθνικές συναλλαγές. Δεδομένου του ότι η απόκτηση σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών εγκατεστημένων στην Ισπανία μπορεί να οδηγήσει σε συνένωση των εταιρειών ιδιοκτητών με τις εταιρείες-στόχος, χωρίς κανένα νομικό ή φορολογικό εμπόδιο, η υπεραξία, η οποία θα προέκυπτε από τη φορολογία ως συνέπεια της συνένωσης, δύναται να υποστεί απόσβεση (27). Ωστόσο, η υπεραξία των διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων δεν μπορεί να προκύψει εφόσον δεν έχει προηγουμένως ολοκληρωθεί η εναρμόνιση σε κοινοτικό επίπεδο, ή, ακόμη χειρότερα, εφόσον δεν υπάρχει κανένας βαθμός εναρμόνισης εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (61)

    Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι ισπανικές αρχές και ορισμένα από τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη υπέβαλαν μια πολύ αναλυτική περιγραφή των νομικών εμποδίων που υπήρχαν στη νομοθεσία 15 τρίτων χωρών. Οι τεχνικές πληροφορίες που περιέχονται στις συνεισφορές που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη συνοψίζονται στα παραρτήματα 2 και 3 της παρούσας απόφασης (εφεξής «οι εκθέσεις»). Οι εν λόγω περιγραφές πρέπει να ληφθούν υπόψη ευρύτερα στο πλαίσιο της ακόλουθης δήλωσης των ισπανικών αρχών (28): «η ισπανική φορολογική νομοθεσία έχει προβλέψει την ύπαρξη διαφορετικών φορολογικών συστημάτων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση απόκτησης μετοχικού κεφαλαίου αλλοδαπών εταιρειών σε αντίθεση με την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου ισπανικών εταιρειών (αδυναμία ολοκλήρωσης συγχωνεύσεων, ανάληψη κινδύνων κ.λπ.) προκειμένου να επιτευχθεί η φορολογική ουδετερότητα, την οποία επιδιώκει η ισπανική εσωτερική νομοθεσία και το ίδιο το δίκαιο της ΕΕ, καθώς και για λόγους συνοχής και αποτελεσματικότητας του ισπανικού φορολογικού συστήματος». Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη, τα εμπόδια που περιγράφονται στις εκθέσεις καθιστούν αδύνατη τη συνένωση εταιρειών διαφορετικών κρατών μελών. Ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο επιδιώκει την εξάλειψη των αρνητικών συνεπειών αυτών των εμποδίων, η ύπαρξη των οποίων δεν αποδίδεται στην Ισπανία. Συνεπώς, ο περιορισμός της εφαρμογής του επίμαχου μέτρου στις διασυνοριακές συμμετοχές είναι απαραίτητος προκειμένου να εφαρμοσθεί η αρχή της ίσης φορολογικής μεταχείρισης. Με αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα πάντα με τις ισπανικές αρχές, το ισπανικό φορολογικό σύστημα αντιμετωπίζει διαφορετικά φορολογούμενους που βρίσκονται σε διαφορετικές καταστάσεις (29), πρακτική η οποία εγγυάται την ίση μεταχείριση εκ μέρους του ισπανικού φορολογικού συστήματος, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του ίδιου του ισπανικού φορολογικού συστήματος, αλλά και της ΣΛΕΕ.

    (62)

    Συνοψίζοντας, το επίμαχο μέτρο επιδιώκει την εξάλειψη των φορολογικών εμποδίων που δημιουργεί το ισπανικό φορολογικό σύστημα, σε ό,τι αφορά την απόκτηση συμμετοχών, επιβαρύνοντας την απόκτηση συμμετοχών σε αλλοδαπές εταιρείες, σε σχέση με την απόκτηση συμμετοχών σε ισπανικές εταιρείες. Το επίμαχο μέτρο εγγυάται την ίση μεταχείριση των δύο τύπων συμμετοχών (άμεσες συμμετοχές σε στοιχεία του ενεργητικού κι έμμεσες συμμετοχές μέσω της απόκτησης μετοχικού κεφαλαίου). Με αυτόν τον τρόπο δύναται να εντοπιστεί η υπεραξία που προκύπτει από τους δύο τύπους (άμεση υπεραξία και χρηματοοικονομική υπεραξία) ώστε να προωθηθεί η ολοκλήρωση των διάφορων αγορών, μέχρις ότου εξαλειφθούν τα de facto και de jure εμπόδια στις διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ισπανικές αρχές μεριμνούν ώστε οι φορολογούμενοι να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ των τοπικών και των διασυνοριακών επενδύσεων, χωρίς να αντιμετωπίζουν τα προαναφερθέντα εμπόδια. Ως εκ τούτου, το άρθρο 12.5 του TRLIS αποκαθιστά ίσους όρους ανταγωνισμού, αναιρώντας τις αρνητικές συνέπειες των εμποδίων.

    A.1.3.   Το επίμαχο μέτρο δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και δεν επηρεάζει το εμπόριο στην Ένωση

    (63)

    Οι ισπανικές αρχές βεβαιώνουν ότι η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει πως, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας, το άρθρο 12.5 του TRLIS στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, καθώς i) η αναφερόμενη «αγορά εξαγοράς εταιρικών μετοχών» δεν συνιστά αγορά αναφοράς για τους σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού και ii) ακόμη και αν ίσχυε κάτι τέτοιο, η απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας δεν επηρεάζει αυτή καθαυτή την ανταγωνιστικότητα των ισπανικών εταιρειών.

    (64)

    Πρώτον, η Επιτροπή θεώρησε ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά πλεονέκτημα κατά του ανταγωνισμού, βασιζόμενη στο γεγονός ότι το άρθρο 12.5 επιτρέπει στους ισπανούς φορολογούμενους φορολογική έκπτωση μέσω της απόκτησης σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας-στόχος. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν προέβη σε καμία έρευνα συγκριτικής αξιολόγησης της οικονομικής πραγματικότητας των ισπανικών και διεθνών εταιρειών.

    (65)

    Δεύτερον, δεδομένου του ότι το επίμαχο μέτρο είναι ανοιχτό σε οποιαδήποτε ισπανική εταιρεία χωρίς κανέναν περιορισμό, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι στρεβλώνει τον ανταγωνισμό. Πράγματι, οποιαδήποτε εταιρεία, η οποία βρίσκεται σε όμοια κατάσταση με αυτήν ενός δικαιούχου του επίμαχου μέτρου, μπορεί να ευνοηθεί από το επίμαχο μέτρο, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη φορολογική της επιβάρυνση, γεγονός το οποίο αναιρεί οποιοδήποτε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που ενδεχομένως παράγει το μέτρο. Επιπλέον, η μειωμένη φορολογία ενός κράτους μέλους, η οποία μπορεί να βελτιώσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των τοπικών εταιρειών, δεν θα πρέπει να εξετάζεται βάσει της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων, εφόσον έχει γενικό χαρακτήρα.

    (66)

    Τέλος, η Επιτροπή, στο πλαίσιο του κανονισμού περί συγκεντρώσεων (30), έχει ήδη εξετάσει πλήθος ισπανικών διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ευνοηθεί από το επίμαχο μέτρο. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση η Επιτροπή δεν κατέληξε στην εξαγωγή συμπεράσματος περί πιθανής στρέβλωσης του ανταγωνισμού.

    (67)

    Οι ισχυρισμοί της Επιτροπής όχι μόνο απέχουν της πραγματικότητας, αλλά επίσης αγνοούν την επενδυτική πραγματικότητα των ισπανικών εταιρειών. Το επίμαχο μέτρο δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και δεν επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες του εμπορίου εντός της ΕΕ, κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

    (68)

    Σε μία μη εναρμονισμένη αγορά, εξαιτίας του ανταγωνισμού μεταξύ των φορολογικών συστημάτων, οι πανομοιότυπες συναλλαγές έχουν διαφορετικές φορολογικές συνέπειες αναλόγως της φορολογικής έδρας των επιχειρήσεων. Η εν λόγω κατάσταση στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, ακόμη και αν τα εξεταζόμενα μέτρα είναι γενικού χαρακτήρα. Με άλλα λόγια, η εν λόγω στρέβλωση δεν είναι καρπός της κρατικής ενίσχυσης, αλλά της έλλειψης εναρμόνισης. Σύμφωνα με την αιτιολόγησή της, η Επιτροπή θα έπρεπε να προβεί στην έναρξη επίσημης έρευνας σχετικά με εκατοντάδες εθνικά μέτρα, κάτι το οποίο θα δημιουργούσε νομική ανασφάλεια, ιδιαιτέρως επιβλαβή για τις αλλοδαπές επενδύσεις.

    A.2.   Συμβατότητα

    (69)

    Ακόμη και στην περίπτωση που η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS συνιστά κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, η εν λόγω διάταξη είναι συμβατή με το άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι συμβάλλει στην προώθηση του κοινού συμφέροντος της Ένωσης μέσω της ολοκλήρωσης διεθνών επιχειρήσεων.

    (70)

    Σύμφωνα με το σχέδιο δράσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, (31) ένα μέτρο μπορεί να θεωρηθεί συμβατό, εφόσον διορθώνει μία ανεπάρκεια της αγοράς, υλοποιεί σαφώς καθορισθέντες στόχους κοινού συμφέροντος και δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό εντός της ΕΕ και το εμπόριο κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Στην παρούσα υπόθεση, η ανεπάρκεια της αγοράς αφορά στη δυσκολία (ή στη σχεδόν αδυναμία) πραγματοποίησης διασυνοριακών συνενώσεων εταιρειών. Ο σκοπός του άρθρου 12.5 του TRLIS έγκειται στην προώθηση της δημιουργίας πανευρωπαϊκών εταιρειών, προσφέροντας φορολογική ουδετερότητα στην εθνική και διασυνοριακή απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου.

    (71)

    Ως εκ τούτου, οι ισπανικές αρχές θεωρούν το άρθρο 12.5 του TRLIS συμβατό με την εσωτερική αγορά, δεδομένου του ότι, ελλείψει ευρωπαϊκής φορολογικής εναρμόνισης, επιτυγχάνει τον στόχο της εξάλειψης των εμποδίων στις διασυνοριακές επενδύσεις και μάλιστα με αναλογικό τρόπο. Πράγματι, το επίμαχο μέτρο επιδιώκει να αναιρέσει τις αρνητικές συνέπειες των φραγμών στις διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών και να εξισώσει τη φορολογική μεταχείριση των διασυνοριακών και των τοπικών συνενώσεων εταιρειών, γεγονός το οποίο εγγυάται ότι οι ληφθείσες σχετικά με το θέμα αποφάσεις δεν βασίζονται σε φορολογικά, αλλά σε οικονομικά αίτια.

    A.3.   Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και ασφάλεια δικαίου

    (72)

    Τέλος, και σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφανθεί ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα πρέπει να αναγνωρίσει την ύπαρξη ορισμένων συνθηκών, οι οποίες δικαιολογούν τη μη ανάκτηση της ληφθείσας κρατικής ενίσχυσης βάσει του άρθρου 12.5 του TRLIS. Οι δικαιούχοι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να ολοκληρώσουν την κατ’ εξαίρεση απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας η οποία αναλογεί στις εξαγορές που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη δημοσίευση της τελικής απόφασης.

    (73)

    Πρώτον, η Επιτροπή φαίνεται να αναγνωρίζει, στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, την πιθανή ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου (32), η εν λόγω δήλωση συνιστά σαφή ένδειξη ύπαρξης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Δεδομένου του ότι η απόφαση κινήσεως της διαδικασίας δεν προδικάζει την έκβαση της επίσημης έρευνας, πρέπει να αναγνωρισθεί η ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε όλες τις συναλλαγές που έλαβαν χώρα πριν από τη δημοσίευση της τελικής απόφασης.

    (74)

    Δεύτερον, μέσω των απαντήσεών της σε γραπτές ερωτήσεις μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (33), η Επιτροπή δήλωσε ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Η εν λόγω δήλωση αντιπροσωπεύει τη σαφή στάση της Επιτροπής, η οποία εμπνέει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις ισπανικές αρχές και στους δικαιούχους του επίμαχου μέτρου.

    (75)

    Τρίτον, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της Επιτροπής σε παρόμοιες υποθέσεις (34), η Επιτροπή έχει καταθέσει σειρά έμμεσων αποδείξεων, σύμφωνα με τις οποίες το άρθρο 12.5 του TRLIS δεν συνιστά κρατική ενίσχυση. Έχοντας υπόψη αυτές τις αποφάσεις, μία συνετή εταιρεία δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει την αλλαγή στάσης της Επιτροπής.

    (76)

    Τέλος, το επίμαχο μέτρο θα πρέπει να συνεχίσει να εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη δημοσίευση της αρνητικής απόφασης, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας. Πράγματι, το επίμαχο μέτρο αντιστοιχεί σε δικαίωμα απαλλαγής από τη φορολογία ενός ορισμένου ποσού, το οποίο ορίζεται τη στιγμή της απόκτησης του μετοχικού κεφαλαίου, και η εν λόγω απαλλαγή πραγματοποιείται σταδιακά στο διάστημα των 20 ακόλουθων ετών. Εξάλλου, η στάση της Επιτροπής σε παρόμοιες υποθέσεις (35), δικαιολογεί την άποψη ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη θα πρέπει να διατηρηθεί μέχρι τη δημοσίευση της τελικής απόφασης.

    B.   Παρατηρήσεις των δυο μερών

    (77)

    Σύμφωνα με τα δύο μέρη, το άρθρο 12.5 του TRLIS συνιστά κρατική ενίσχυση. Θεωρούν ότι στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται ζήτημα δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και, ως εκ τούτου, ζητούν από την Επιτροπή να διατάξει την ανάκτηση όλων των ενισχύσεων που ελήφθησαν παρανόμως. Τα επιχειρήματά τους συνοψίζονται κατωτέρω.

    B.1.   Το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση

    B.1.1.   Το επίμαχο μέτρο επιφέρει οικονομικό πλεονέκτημα

    (78)

    Σύμφωνα με τα δύο μέρη, το άρθρο 12.5 αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση, καθώς το ισπανικό φορολογικό σύστημα, πέραν της εν λόγω διάταξης, δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση την απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, παρά μόνο μια μείωση σε περίπτωση ελέγχου απομείωσης υποβάθμισης της αξίας. Πριν από την εισαγωγή του άρθρου 12.5 του TRLIS η ισπανική νομοθεσία περί φορολογίας επί των εταιρειών δεν επέτρεπε την απόσβεση του μετοχικού κεφαλαίου, ανεξαρτήτως του εάν όντως είχε επέλθει μείωση της αξίας του. Υπογραμμίζουν δε, ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS ενδεχομένως να αποτελεί μοναδική περίπτωση στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς δεν υπάρχει άλλο κράτος μέλος με παρόμοιο καθεστώς, σχετικό με τις διασυνοριακές συναλλαγές χωρίς απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου που να συνεπάγεται τον έλεγχο της εταιρείας.

    (79)

    Βάσει του ισπανικού φορολογικού συστήματος, η υπεραξία μπορεί να αποσβεστεί μόνο εφόσον υφίσταται συνένωση εταιρειών. Το επίμαχο μέτρο συνιστά τη μοναδική εξαίρεση, καθώς επιτρέπει την απόσβεση σε μία εξαιρετική περίπτωση: εφόσον αποκτηθεί συμμετοχή μειοψηφικού χαρακτήρα σε μία εταιρεία-στόχος. Το εν λόγω μέτρο διαφοροποιείται από το γενικό ισπανικό σύστημα, δεδομένου ότι επιτρέπει την απόσβεση όχι μόνο χωρίς να επέλθει συνένωση εταιρειών, αλλά και στις περιπτώσεις όπου ο αγοραστής δεν αποκτά τον έλεγχο της εταιρείας-στόχος. Το άρθρο 12.5 του TRLIS παρέχει, λοιπόν, ένα πλεονέκτημα σε ορισμένες ισπανικές εταιρείες σε σχέση με i) άλλες ισπανικές εταιρείες που αναπτύσσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα αποκλειστικά σε εθνικό επίπεδο και ii) άλλες επιχειρήσεις στην ΕΕ, που ανταγωνίζονται σε διεθνές επίπεδο τους ισπανούς δικαιούχους του επίμαχου μέτρου.

    (80)

    Από οικονομικής άποψης, οι ισπανικές αρχές όχι μόνο παρέχουν άτοκο δάνειο, προς χρήση για διάστημα 20 ετών (άτοκη αναβολή της καταβολής φόρων), αλλά και αφήνουν στη διακριτική ευχέρεια του δανειολήπτη την ημερομηνία εξόφλησης του άτοκου δανείου, εάν το εν λόγω δάνειο όντως εξοφληθεί. Εάν ο επενδυτής δεν πραγματοποιήσει σημαντική μεταβίβαση μετοχικού κεφαλαίου, το αποτέλεσμα ισούται με διαγραφή του χρέους εκ μέρους των ισπανικών αρχών. Σε αυτή την περίπτωση, το μέτρο μετατρέπεται σε μόνιμη φορολογική εξαίρεση.

    (81)

    Ένα από τα δύο μέρη υπολογίζει ότι, ως συνέπεια του επίμαχου μέτρου, οι ισπανοί αγοραστές, για παράδειγμα του τραπεζικού τομέα, είναι δυνατόν να πληρώσουν σχεδόν 7 % περισσότερο από ότι θα πλήρωναν σε αντίθετη περίπτωση. Ωστόσο, αναγνωρίζει επίσης πως, καθώς η τιμή προσφοράς εξαρτάται από το συνδυασμό διάφορων πρόσθετων στοιχείων, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά τον μοναδικό παράγοντα, παρόλο που πιθανώς να αποτελεί τον πιο καθοριστικό παράγοντα σε ό,τι αφορά τη δραστικότητα των ισπανών πιθανών αγοραστών που ευνοούνται από το επίμαχο μέτρο. Το εν λόγω μέρος κρίνει, επιπλέον, ότι το επίμαχο μέτρο προσφέρει σαφές πλεονέκτημα στους ισπανούς πιθανούς αγοραστές στον τομέα των διεθνών δημοπρασιών.

    B.1.2.   Το επίμαχο μέτρο ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών

    (82)

    Υπάρχει σαφής παραλληλισμός ανάμεσα στην παρούσα υπόθεση και στις συνθήκες που παρουσιάζονται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου του 2004 (36). Παρά τα επιχειρήματα των ισπανικών αρχών, σύμφωνα με τα οποία το επίμαχο μέτρο σε αυτή την τελευταία υπόθεση δεν συνιστά επιλεκτικό μέτρο βάσει του ότι το άρθρο 37 του TRLIS εφαρμόζεται σε όλες τις ισπανικές εταιρείες που πραγματοποιούν διεθνείς επενδύσεις, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο συνιστούσε κρατική ενίσχυση, καθώς απευθυνόταν σε μια περιορισμένη κατηγορία εταιρειών, και συγκεκριμένα σε εταιρείες που πραγματοποιούσαν ορισμένες μόνο διεθνείς επενδύσεις. Το ίδιο επιχείρημα μπορεί να εφαρμοσθεί και στο άρθρο 12.5 του TRLIS. Ως εκ τούτου, η επιλεκτική μεταχείριση του άρθρου 12.5 του TRLIS οφείλεται στο γεγονός ότι μπορούν να ευνοηθούν από την εν λόγω διάταξη αποκλειστικά εταιρείες που αποκτούν μετοχικό κεφάλαιο αλλοδαπών εταιρειών.

    (83)

    Επιπλέον, μπορούν να ευνοηθούν από το άρθρο 12.5 του TRLIS μόνο οι εταιρείες ορισμένου μεγέθους που διαθέτουν μια δεδομένη χρηματοπιστωτική ευρωστία και πραγματοποιούν διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες. Παρόλο που ο ισολογισμός της εταιρείας αποκαλύπτει τη λογιστική αξία των στοιχείων του ενεργητικού, είναι αρκετά απίθανο να αντανακλά τις συμφωνημένες τιμές αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού. Ως εκ τούτου, μόνο οι επιχειρήσεις που έχουν θέση ελέγχου σε μία εταιρεία-στόχος έχουν επαρκή πρόσβαση στα έγγραφα της εταιρείας, προκειμένου να καθορίζουν τη συμφωνημένη τιμή αγοράς των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας. Κατά συνέπεια, το κατώτατο όριο του 5 % ευνοεί τις εταιρείες που πραγματοποιούν διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες.

    (84)

    Περαιτέρω, μόνο οι ισπανικές επιχειρήσεις με δραστηριότητα στην Ισπανία διαθέτουν ισπανική φορολογητέα βάση και μπορούν να επωφεληθούν της υποτίμησης. Ως εκ τούτου, μόνο οι εγκατεστημένες στην Ισπανία εταιρείες, με σημαντική ισπανική φορολογητέα βάση, μπορούν να ευνοηθούν στην πράξη από το μέτρο, δεδομένου του ότι το ενδεχόμενο πλεονέκτημα συνδέεται με το μέγεθος της ισπανικής επιχείρησης και όχι με το μέγεθος της εξαγοράς του μετοχικού κεφαλαίου. Παρόλο που το άρθρο 12.5 του TRLIS έχει συνταχθεί με σκοπό την εφαρμογή σε όλες τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ισπανία, στην πράξη μόνο ένας μειωμένος και αναγνωρίσιμος αριθμός εταιρειών με ισπανική φορολογητέα βάση, οι οποίες πραγματοποιούν απόκτηση ξένου κεφαλαίου σε σταθερή βάση και διαθέτουν ορισμένο εισόδημα φορολογητέας βάσης, το οποίο τους επιτρέπει να εκπίπτουν της φορολογίας τη χρηματοοικονομική υπεραξία, μπορούν να ευνοηθούν ετησίως από την εφαρμογή του μέτρου. Κατά συνέπεια, το μέτρο παρέχει στην πράξη διαφορετική φορολογική μεταχείριση σε ισπανικές επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται στην ίδια θέση, σε ό,τι αφορά την πραγματοποίηση εξαγοράς μετοχικού κεφαλαίου στο εξωτερικό.

    (85)

    Τα δύο μέρη θεωρούν ότι δεν υφίστανται αντικειμενικά κριτήρια ή αντικειμενικές και οριζόντιες προϋποθέσεις που να δικαιολογούν το επίμαχο μέτρο. Αντιθέτως, θεωρούν ότι πρόθεση του επίμαχου μέτρου είναι να παράσχει πλεονέκτημα σε ορισμένες ισπανικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, εάν το επίμαχο μέτρο είναι εγγενές στο φορολογικό ισπανικό σύστημα, θα πρέπει να μπορούν να ευνοηθούν από το μέτρο και οι εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου που έλαβαν χώρα πριν από αυτή την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του μέτρου, κάτι το οποίο δεν ισχύει, δεδομένου του ότι η φορολογική απαλλαγή παρέχεται αποκλειστικά στις εξαγορές που πραγματοποιήθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2002.

    (86)

    Κατά συνέπεια κι έχοντας υπόψη τις πρακτικές της Επιτροπής (37), το επίμαχο μέτρο θα πρέπει να θεωρηθεί επιλεκτικό.

    B.1.3.   Το επίμαχο μέτρο στρεβλώνει τον ανταγωνισμό κι επηρεάζει το εμπόριο στην ΕΕ

    (87)

    Το επίμαχο μέτρο ενέχει σαφώς διακρίσεις, καθώς παρέχει στις ισπανικές επιχειρήσεις ένα εμφανές φορολογικό και νομισματικό πλεονέκτημα, από το οποίο δεν μπορούν να ευνοηθούν οι αλλοδαπές επιχειρήσεις. Σε περίπτωση δημοπρασίας ή άλλης ανταγωνιστικής διαδικασίας για την απόκτηση μιας εταιρείας, το εν λόγω πλεονέκτημα συνιστά σημαντική διαφορά.

    (88)

    Οι προσφορές για την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου προϋποθέτουν συνήθως την πληρωμή μιας προσαύξησης στην τιμή των μετοχών της εταιρείας-στόχος, από την οποία σχεδόν πάντα προκύπτει χρηματοοικονομική υπεραξία. Σε διάφορες περιπτώσεις, ο οικονομικός Τύπος έχει αναφερθεί στην απόκτηση μεγάλου μετοχικού κεφαλαίου εκ μέρους ισπανικών εταιρειών, καθώς και στα ανάλογα φορολογικά οφέλη που προκύπτουν από τους ισπανικούς φορολογικούς κανόνες σχετικά με την απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας. Σε μία από αυτές τις εξαγορές εκ μέρους μιας τράπεζας επενδύσεων είχε υπολογισθεί ότι το φορολογικό όφελος που προέκυπτε από το άρθρο 12.5 του TRLIS ανερχόταν στα 1 700 εκατ. ευρώ, δηλαδή στο 6,5 % της τιμής προσφοράς. Σύμφωνα με άλλη έκθεση, ο ισπανός αγοραστής κατάφερε να καταθέσει προσφορά 15 % υψηλότερη από εκείνες των μη ισπανών ανταγωνιστών.

    (89)

    Το επίμαχο μέτρο φαίνεται, επιπλέον, να ευνοεί συγκεκριμένες δραστηριότητες εξαγωγών (ενίσχυση των εξαγωγών για την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου αλλοδαπών εταιρειών) των ισπανικών εταιρειών, το οποίο είναι αντίθετο με την πολιτική της Επιτροπής (38) στον εν λόγω τομέα.

    B.1.4.   Το επίμαχο μέτρο επηρεάζει κρατικούς πόρους

    (90)

    Το επίμαχο μέτρο ευνοεί επιχειρήσεις που πληρούν συγκεκριμένα προαπαιτούμενα και τους επιτρέπει να μειώσουν τη φορολογητέα βάση τους και, ως εκ τούτου, τους φόρους που θα έπρεπε να πληρώσουν για μία ορισμένη δραστηριότητα, εάν δεν υπήρχε η εν λόγω διάταξη. Επομένως,, το επίμαχο μέτρο επιφέρει ένα χρηματοπιστωτικό πλεονέκτημα για τις εταιρείες, το κόστος του οποίου επιβαρύνει άμεσα τον προϋπολογισμό του κράτους μέλους που επηρεάζεται.

    VI.   ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ

    (91)

    Οι ισπανικές αρχές τονίζουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των τρίτων υποστηρίζει την άποψή τους. Αποκλειστικά τα δύο μέρη συμφωνούν στην άποψη ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, ενώ όλα τα υπόλοιπα μέρη καταλήγουν στο ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS δεν συνιστά κρατική ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Σε αντίθετη περίπτωση, ο αριθμός των οικονομικών επιχειρήσεων που κατέθεσαν παρατηρήσεις θα ήταν μικρότερος. Επιπλέον, η πολυμορφία των δραστηριοτήτων και του μεγέθους των ενδιαφερόμενων τρίτων αποδεικνύει τον γενικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου.

    (92)

    Εις ό,τι αφορά τον εξαιρετικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, οι ισπανικές αρχές απορρίπτουν την εν λόγω αξιολόγηση, υπενθυμίζοντας το κοινό χαρακτηριστικό της απόσβεσης της υπεραξας και της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, σύμφωνα με τους ισπανικούς λογιστικούς κανόνες. (39) Επιπλέον, η φορολογική απαλλαγή της απόσβεσης του εμπορικού κεφαλαίου συνιστά γενικό κανόνα του ισπανικού συστήματος περί φορολογίας επί των εταιρειών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11.4 και 89.3 του TRLIS. Το άρθρο 12.5 του TRLIS διέπεται από την ίδια λογική. Είναι εσφαλμένη η παρουσίαση του άρθρου 12.3 του TRLIS ως γενικού κανόνα απόσβεσης της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, δεδομένου του ότι το εν λόγω άρθρο αναφέρεται στη φορολογική απαλλαγή μετοχικού κεφαλαίου μη εισηγμένων εταιρειών. Η εν λόγω διάταξη σχετίζεται με την υποτίμηση της θεωρητικής λογιστικής αξίας και όχι με τη χρηματοοικονομική υπεραξία. Τα άρθρα 3 και 5 του TRLIS αποτελούν γενικούς κανόνες συμπληρωματικού χαρακτήρα: το πρώτο άρθρο αναφέρεται στην υποτίμηση που αποδίδεται στη δημιουργία αρνητικών αποτελεσμάτων εκ μέρους της εταιρείας-στόχος, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στη φορολογική απαλλαγή του μέρους της υποτίμησης που αποδίδεται στη χρηματοοικονομική υπεραξία. Τέλος, το γεγονός ότι κανένα άλλο κράτος μέλος δεν διαθέτει κάποιο παρόμοιο μέτρο δεν είναι ιδιαίτερης σημασίας, δεδομένου πως δεν υπάρχει εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (93)

    Σε ό,τι αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, είναι εσφαλμένος ο παραλληλισμός με την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου του 2004 (40), καθώς σε εκείνη την υπόθεση η Επιτροπή είχε προσδιορίσει σαφώς το προφίλ του δικαιούχου, ενώ στην παρούσα υπόθεση ο προσδιορισμός κατέστη αδύνατος. Πράγματι, το άρθρο 12.5 του TRLIS δεν απαιτεί καμία σχέση μεταξύ της εξαγοράς μετοχικού κεφαλαίου και της εξαγωγής αγαθών και υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο δεν έχει ως συνέπεια την αύξηση των εξαγωγών ισπανικών προϊόντων και υπηρεσιών. Το γεγονός ότι το εν λόγω, μη επιλεκτικό, μέτρο δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθεί στις ισπανικές επιχειρήσεις δεν επηρεάζει τον γενικό του χαρακτήρα. Πράγματι, ο τελικός σκοπός του επίμαχου μέτρο είναι ίδιος με τον σκοπό της οδηγίας σχετικά με τη διασυνοριακή φορολογία κι έγκειται στο ότι μεριμνά ώστε οι επενδυτικές αποφάσεις να βασίζονται σε οικονομικά αίτια και όχι σε φορολογικά κριτήρια. Ως εκ τούτου, έχοντας υπόψη ότι είναι δυνατή η πραγματοποίηση συνενώσεων εταιρειών μέσω εθνικών εξαγορών και όχι μέσω διασυνοριακών εξαγορών, η εφαρμογή διαφορετικής μεταχείρισης ανάμεσα στις εθνικές και τις διασυνοριακές συναλλαγές δεν είναι απλά νομικώς δικαιολογημένη, προκειμένου να εγγυάται τη φορολογική ουδετερότητα του φορολογικού συστήματος, αλλά και απαραίτητη.

    (94)

    Σε ό,τι αφορά τα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά στρέβλωσης που παρουσιάζει το επίμαχο μέτρο, οι ισπανικές αρχές υπενθυμίζουν ότι όποια φορολογική απαλλαγή μειώνει το κόστος λειτουργίας μιας εταιρείας αυξάνει την ανταγωνιστικότητα του δικαιούχου. Ωστόσο, αυτή η βεβαίωση δεν είναι σχετική, καθώς το επίμαχο μέτρο συνιστά μέτρο γενικού χαρακτήρα. Οι διαφορετικοί τύποι φορολογίας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, οι οποίοι επηρεάζουν την ανταγωνιστικότητα των εγκατεστημένων στα κράτη μέλη εταιρειών, δεν συμπεριλαμβάνονται στον τομέα εφαρμογής των κανόνων σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Επιπλέον, δεν έχει αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Περαιτέρω, η απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας δεν έχει απαραιτήτως ως συνέπεια την αύξηση της τιμής που προσφέρει ένας ανταγωνιστής.

    (95)

    Σε ό,τι αφορά τη συμβατότητα του επίμαχου μέτρου με την εσωτερική αγορά, οι ισπανικές αρχές θεωρούν ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS είναι κατάλληλο και αναλογικό ώστε να διορθώσει μία ανεπάρκεια της αγοράς, καθιερώνοντας ένα σύστημα ίσης φορολογικής μεταχείρισης για τις εθνικές και διασυνοριακές συναλλαγές, το οποίο να προωθεί την ανάπτυξη πανευρωπαϊκών εταιρειών.

    VII.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

    (96)

    Προκειμένου να διευκρινίσει εάν ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή οφείλει να αξιολογήσει εάν το επίμαχο μέτρο πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι συνθήκες ορίζουν άλλως». Έχοντας υπόψη αυτή τη διάταξη, η Επιτροπή εξετάζει στη συνέχεια εάν το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση.

    A.   Επιλεκτική μεταχείριση και χαρακτήρας πλεονεκτήματος του μέτρου

    (97)

    Προκειμένου να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση, το μέτρο πρέπει να είναι ειδικό ή επιλεκτικό, δηλαδή να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών.

    (98)

    Στην ανακοίνωσή της (41), η Επιτροπή βεβαιώνει ότι «για την εφαρμογή του άρθρου 92 παράγραφος 1 [πλέον άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ] σε ένα φορολογικό μέτρο, έχει σημασία εάν το μέτρο εισάγει μία εξαίρεση από την εφαρμογή του φορολογικού συστήματος, ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις του κράτους μέλους. Πρέπει, επομένως, να προσδιορισθεί το εφαρμοστέο κοινό καθεστώς. Στη συνέχεια, πρέπει να εξεταστεί εάν μια εξαίρεση από την εφαρμογή του καθεστώτος αυτού ή μια διαφοροποίηση στο εσωτερικό του, δικαιολογούνται από “τη φύση ή την οικονομία του φορολογικού συστήματος”, δηλαδή εάν απορρέουν άμεσα από τις θεμελιώδεις ή κατευθυντήριες αρχές του φορολογικού συστήματος του οικείου κράτους μέλους».

    (99)

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (42)«σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση του κριτηρίου της επιλεκτικής μεταχείρισης, χαρακτηριστικό της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης, προκύπτει από μία πάγια νομολογία, ότι το άρθρο 87 παράγραφος 1 ΕΚ [πλέον άρθρο 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ], απαιτεί να εξετασθεί εάν, στο πλαίσιο ενός δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής σε σχέση με άλλους που βρίσκονται σε παρόμοια αντικειμενική και νομική κατάσταση, έχοντας υπόψη τον στόχο που επιδιώκει το εν λόγω καθεστώς» (43).

    (100)

    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα αποφανθεί ότι το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, δεν κάνει διάκριση μεταξύ των αιτίων ή των σκοπών των κρατικών μέτρων, αλλά τα προσδιορίζει σε σχέση με τις συνέπειές τους (44). Συγκεκριμένα, τα φορολογικά μέτρα που δεν συνιστούν προσαρμογή του γενικού συστήματος στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εταιρειών, αλλά αντίθετα δημιουργήθηκαν για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα αυτών, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (45).

    (101)

    Ωστόσο, η έννοια της κρατικής ενίσχυσης δεν εφαρμόζεται στα κρατικά μέτρα που δημιουργούν διαφορά ανάμεσα σε επιχειρήσεις, όταν αυτή η διαφορά είναι καρπός της φύσης ή της γενικής δομής του συστήματος, του οποίου αποτελούν μέρος. Σύμφωνα με την εξήγηση στην ανακοίνωση της Επιτροπής (46), «ορισμένες προϋποθέσεις μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει των αντικειμενικών διαφορών μεταξύ των φορολογουμένων».

    (102)

    Όπως εξηγείται λεπτομερέστερα στην ενότητα που ακολουθεί, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο είναι επιλεκτικό δεδομένου ότι ευνοεί ορισμένους μόνο ομίλους επιχειρήσεων που πραγματοποιούν συγκεκριμένες επενδύσεις στο εξωτερικό και ότι ο ειδικός αυτός χαρακτήρας δεν αιτιολογείται από τη φύση του καθεστώτος. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο πρέπει να αξιολογηθεί έχοντας υπόψη τις γενικές διατάξεις του συστήματος φορολόγησης των επιχειρήσεων και ειδικότερα τους κανόνες σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 48-69).

    (103)

    Η Επιτροπή ανέλυσε επίσης κατά πόσο η υπόθεση για τα πραγματικά περιστατικά που χρησιμοποίησαν ως βάση οι ισπανικές αρχές είναι ορθή και κατά πόσο υφίστανται φραγμοί στις νομοθεσίες τρίτων χωρών. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η άσκηση αυτή δεν μπορεί να συνιστά αναγνώριση του ότι τέτοιοι φραγμοί μπορούν στην παρούσα υπόθεση να αιτιολογήσουν διαφορετική φορολογική μεταχείριση. Εξάλλου, στόχος της παρούσας απόφασης δεν είναι να καθορίσει τους όρους που θα επέτρεπαν στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αποφύγει τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης.

    (104)

    Ακόμη και αν επιλεγόταν ένα εναλλακτικό σύστημα αναφοράς, εμπνευσμένο από το προταθέν από τις ισπανικές αρχές, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο θα εξακολουθούσε να συνιστά επιλεκτικό πλεονέκτημα, ιδίως λόγω του ότι δεν πληρούνται οι διάφορες de facto και de jure προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να υπάρξει στις διαφορετικές περιπτώσεις όφελος από τις διατάξεις για την υπεραξία ή τη χρηματοοικονομική υπεραξία για συναλλαγές στο εξωτερικό. Είναι ακόμη πιο σημαντικό το ότι δυνάμει του επίμαχου μέτρου η χρηματοοικονομική υπεραξία μπορεί να αναγνωριστεί ξεχωριστά και μπορεί επίσης να αποσβεστεί στην περίπτωση που ο δικαιούχος αποκτήσει ποσοστό μειοψηφικής συμμετοχής 5 %. Το επίπεδο αυτό είναι σαφώς χαμηλότερο από αυτό που απαιτείται προκειμένου να εφαρμοστούν οι γενικοί κανόνες για την απόσβεση υπεραξίας (47). Το επίμαχο μέτρο συνιστά συνεπώς εξαίρεση από το σύστημα αναφοράς, ανεξάρτητα από το πώς ορίστηκε αυτό.

    (105)

    Επιπλέον, η Επιτροπή επισημαίνει και άλλες διαφορές όσον αφορά τους όρους εφαρμογής του επίμαχου μέτρου και τις διατάξεις του συστήματος αναφοράς. Πράγματι, σύμφωνα με το επίμαχο μέτρο, οι εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2002 δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προς απόσβεση βάσης. Αντίθετα, στην περίπτωση της συνένωσης επιχειρήσεων, δεν υφίσταται τέτοιο χρονικό όριο κατά τον υπολογισμό της υπεραξίας και ο φορολογούμενος οφείλει να αποδείξει ότι η συνένωση πραγματοποιείται για βάσιμους οικονομικούς λόγους, ώστε να αποφευχθούν συνενώσεις που αποβλέπουν αποκλειστικά σε φορολογικά οφέλη (48), ενώ το επίμαχο μέτρο παρέχει μόνο φορολογικά οφέλη. Οι ισπανικές αρχές δεν μπόρεσαν να προβάλουν πειστικά επιχειρήματα για να αιτιολογήσουν τις εν λόγω διαφορές και, ως εκ τούτου, το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αιτιολογημένο με βάση τη λογική του ισπανικού φορολογικού συστήματος.

    (106)

    Συνεπώς, το επίμαχο μέτρο είναι υπερβολικά ασαφές και δεν προβλέπει διακρίσεις δεδομένου ότι για την εφαρμογή του δεν τίθενται όροι, όπως η ύπαρξη ειδικών και νομικά οριοθετημένων περιπτώσεων που να δικαιολογούν διαφορετική φορολογική μεταχείριση. Κατά συνέπεια, η ωφέλεια από το επίμαχο μέτρο παρέχεται και σε περιπτώσεις για τις οποίες δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς ο διαφορετικός τους χαρακτήρας ώστε να δικαιολογείται μία επιλεκτική εξαίρεση από τους γενικούς κανόνες για την υπεραξία. Η Επιτροπή εκτιμά συνεπώς ότι το επίμαχο μέτρο αφορά τη φορολογική απαλλαγή ορισμένων ειδών εξόδων και καλύπτει με τρόπο που εισάγει διακρίσεις ευρεία κατηγορία συναλλαγών, γεγονός που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω αντικειμενικών διαφορών μεταξύ των φορολογουμένων.

    (107)

    Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (49), η Επιτροπή εκτιμά ότι προκειμένου να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ένα μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι όλες οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν χορηγηθεί στο πλαίσιο του εν λόγω μέτρο χαρακτηρίζονται ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Για το σκοπό αυτό αρκεί η εφαρμογή του εξεταζόμενου μέτρου να οδηγήσει σε καταστάσεις που συνιστούν ενίσχυση, ώστε να καταστεί δυνατή η εξαγωγή του συμπεράσματος ότι το μέτρο περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης, δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί η νομοθεσία όλων των πιθανών τρίτων χωρών για τις οποίες είναι ακόμη ανοικτή η διαδικασία έρευνας της Επιτροπής. Συνεπώς, όπως αναφέρθηκε ήδη στις αιτιολογικές σκέψεις 115 και εξής της προηγούμενης απόφασης (50), η Επιτροπή έλεγξε —με βάση μια μέθοδο που εξηγείται αναλυτικά στη συνέχεια— εάν κάποια από τις ατομικές εφαρμογές του επίμαχου μέτρου ενισχύσεων σε συναλλαγές εκτός της ΕΕ συνιστά κρατική ενίσχυση. Η ανάλυση αυτή εστιάστηκε στις χώρες εκείνες εκτός ΕΕ με τις οποίες η Ισπανία διατηρεί στενές οικονομικές σχέσεις και οι οποίες επιλέχθηκαν συνεπώς λόγω της σημαντικής θέσης που κατέχουν ως προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) κατά την περίοδο 1η Ιανουαρίου 2002 έως 1η Ιουνίου 2009. Μεταξύ των τρίτων αυτών χωρών, η Επιτροπή εστίασε την ανάλυσή της σε εκείνες που φαίνεται να εντοπίζεται ενδεχομένως ο μεγαλύτερος αριθμός ατομικών εφαρμογών του επίμαχου μέτρου: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (35 δισεκατ. ευρώ ΑΞΕ), Μεξικό (18 δισεκατ ευρώ ΑΞΕ), Αργεντινή (15 δισεκατ. ευρώ ΑΞΕ) και Βραζιλία (13 δισεκατ. ευρώ ΑΞΕ). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, προκύπτει ότι, μεταξύ των 15 τρίτων χωρών για τις οποίες οι ισπανικές αρχές υπέβαλαν πληροφορίες, πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές όχι μόνο στις τέσσερις χώρες που αναφέρονται ανωτέρω αλλά και στη Δημοκρατία της Κολομβίας, τη Δημοκρατία του Περού και τη Δημοκρατία του Ισημερινού. Η Επιτροπή επέκτεινε συνεπώς τον έλεγχό της και στις εν λόγω τρεις χώρες.

    (108)

    Το σκεπτικό της Επιτροπής που συνοψίζεται ανωτέρω, παρουσιάζεται αναλυτικά στις αιτιολογικές σκέψεις που ακολουθούν.

    A.1.   Φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας δυνάμει του ισπανικού φορολογικού συστήματος για τις εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου εκτός της ΕΕ

    A.1.1.   Σύστημα αναφοράς

    (109)

    Στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας καθώς και στην προηγούμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι το κατάλληλο σύστημα αναφοράς είναι το ισπανικό σύστημα φορολογίας των εταιρειών και συγκεκριμένα οι κανόνες σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που περιέχονται στο ισπανικό φορολογικό σύστημα. Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με την πρότερη πρακτική της Επιτροπής και με τη νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, τα οποία θεωρούν ότι το σύστημα αναφοράς είναι το κοινό καθεστώς φορολογίας των εταιρειών (51). Η εν λόγω προσέγγιση εφαρμόζεται και στην παρούσα απόφαση.

    (110)

    Οι ισπανικές αρχές υπογραμμίζουν ότι λόγω των εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων, σε γενικές γραμμές, οι φορολογούμενοι οι οποίοι αγοράζουν μετοχές εθνικών εταιρειών βρίσκονται de facto και de jure σε διαφορετική κατάσταση από εκείνους που αγοράζουν μετοχές αλλοδαπών εταιρειών, και ιδίως εταιρειών εγκατεστημένων σε χώρες εκτός της ΕΕ. Οι ισπανικές αρχές εξήγησαν ότι στόχος του επίμαχου μέτρου είναι η αποφυγή διαφορετικής φορολογικής μεταχείρισης μεταξύ αφενός, μιας εξαγοράς που ακολουθείται από συνένωση εταιρειών και αφετέρου, μιας εξαγοράς μετοχικού κεφαλαίου χωρίς συνένωση εταιρειών. Στη βάση αυτή, το πεδίο εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος θα περιοριζόταν στην εξαγορά σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας που δεν είναι εγκατεστημένη στην Ισπανία δεδομένου του ότι η ύπαρξη ορισμένων εμποδίων θα καθιστούσε δυσκολότερη την πραγματοποίηση μιας διασυνοριακής συνένωσης εταιρειών σε σχέση με μια αντίστοιχη εθνική (52). Συνεπεία της ύπαρξης αυτών των εμποδίων, οι ισπανοί φορολογούμενοι που επενδύουν στο εξωτερικό θα βρίσκονταν, de facto και de jure, σε μια διαφορετική κατάσταση από εκείνη των δικαιούχων που επενδύουν στην Ισπανία. Για το θέμα αυτό οι ισπανικές αρχές δηλώνουν ότι (53): «Σε τελική ανάλυση, ο διαφορετικός χαρακτήρας ορισμένων φορολογικών μέτρων, αυτός καθαυτός, δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, επομένως θα πρέπει να εξετασθεί διεξοδικά, εάν τα εν λόγω μέτρα είναι απαραίτητα ή λειτουργικά ως προς την αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος, όπως επιβεβαιώνει η ανακοίνωση της Επιτροπής. Για τον λόγο αυτό η ισπανική φορολογική νομοθεσία έχει προβλέψει διαφορετικά φορολογικά συστήματα, για αντικειμενικά διαφορετικές καταστάσεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση απόκτησης μετοχικού κεφαλαίου αλλοδαπών εταιρειών σε αντίθεση με την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου ισπανικών εταιρειών (αδυναμία πραγματοποίησης συγχωνεύσεων, ανάληψη κινδύνων κ.λπ.) προκειμένου να επιτευχθεί η φορολογική ουδετερότητα, την οποία επιδιώκει η ισπανική νομοθεσία και το ίδιο το δίκαιο της Ένωσης, καθώς και για λόγους συνοχής και αποτελεσματικότητας του ισπανικού φορολογικού συστήματος».

    (111)

    Σύμφωνα με τις εν λόγω αρχές, η παροχή ειδικής φορολογικής μεταχείρισης για τις διασυνοριακές εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου θα ήταν απαραίτητη για να διασφαλιστεί η ίση μεταχείριση στο πλαίσιο του ισπανικού φορολογικού συστήματος και να αποφευχθεί η ευνοϊκότερη μεταχείριση των εξαγορών μετοχικού κεφαλαίου στην Ισπανία. Κατά συνέπεια, οι ισπανικές αρχές και τα τριάντα ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι το σωστό πλαίσιο αναφοράς για την αξιολόγηση του επίμαχου μέτρου θα ήταν η φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας για εξαγορές αλλοδαπών μετοχικών κεφαλαίων.

    (112)

    Στην προηγούμενη απόφαση, η Επιτροπή διατήρησε ανοικτή τη διαδικασία προκειμένου να επιτρέψει στις ισπανικές αρχές να προσκομίσουν νέες πληροφορίες όσον αφορά την ύπαρξη σαφών νομικών εμποδίων όσον αφορά τις διασυνοριακές συνενώσεις σε χώρες εκτός της ΕΕ.

    (113)

    Στο πλαίσιο αυτό, βασιζόμενη κυρίως στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις, η Επιτροπή ερεύνησε τη νομοθεσία των διαφόρων χωρών εκτός ΕΕ για να ελέγξει απλώς τους ισχυρισμούς των ισπανικών αρχών σχετικά με την ύπαρξη σαφών νομικών εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις. Ωστόσο, η εξέταση αυτή δεν συνιστά κατά κανένα τρόπο αναγνώριση του ότι παρόμοια εμπόδια δύνανται να αιτιολογήσουν ένα διαφορετικό σύστημα αναφοράς στην παρούσα υπόθεση. Κατά την εξέταση αυτή, η Επιτροπή έλεγξε κυρίως εάν μια ισπανική μητρική εταιρεία διέθετε νομική ικανότητα να συνενωθεί με θυγατρική εγκατεστημένη σε χώρα εκτός της ΕΕ.

    (114)

    Η έρευνα αυτή η οποία περιορίστηκε στην εξέταση του βάσιμου των ισχυρισμών που περιέχονται στα προβληθέντα επιχειρήματα, στηρίζεται στην ακόλουθη βάση συλλογισμού:

    Πρώτον, η Επιτροπή έλεγξε εάν, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη απόφαση (54), οι ισπανικές εταιρείες αντιμετωπίζουν σαφείς νομικούς φραγμούς για τους οποίους ευθύνεται χώρα εκτός της ΕΕ και όχι η Ισπανία (55), που τις εμποδίζουν να μετατρέψουν μια αλλοδαπή θυγατρική σε υποκατάστημα. Ωστόσο, τέτοιου είδους νομικές διατάξεις μπορούν να αποτελέσουν φραγμό μόνο σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη εταιρεία κατόρθωνε να ασκήσει αποτελεσματική επιρροή στην εταιρεία-στόχος, ιδίως μέσω πλειοψηφικής συμμετοχής, σε τέτοιο βαθμό ώστε θα μπορούσε να επιβάλει τη συγχώνευση εάν δεν υπήρχαν τα εμπόδια. Συνεπώς, οι νομικές διατάξεις χωρών εκτός ΕΕ που εμποδίζουν ισπανό φορολογούμενο να αποκτήσει τον έλεγχο μιας εταιρείας-στόχος στις εν λόγω χώρες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως σαφής νομικός φραγμός κατά την έννοια που ισχυρίζονται οι ισπανικές αρχές: ως αποτέλεσμα των διατάξεων αυτών, οι ισπανικές εταιρείες/ισπανοί φορολογούμενοι δεν θα μπορούν ποτέ να εκπληρώσουν τον όρο της άσκησης αποτελεσματικής επιρροής καθώς θα παραμείνουν πάντα μειοψηφούντες μέτοχοι της εταιρείας-στόχος. Ως εκ τούτου, δεν θα διαθέτουν ποτέ την αποτελεσματική ικανότητα που απαιτείται για να επιβάλουν μια συνένωση εταιρειών. Η Επιτροπή θα ήθελε να διευκρινίσει επίσης ότι ο όρος που αφορά τον έλεγχο αξιολογήθηκε στο επίπεδο του δικαιούχου του μέτρου (και όχι της ομάδας στην οποία ανήκε ενδεχομένως) σύμφωνα με το ισπανικό φορολογικό σύστημα. Ακολουθώντας τον ίδιο συλλογισμό, η Επιτροπή θεωρεί ότι μια ρητή απαγόρευση σε αλλοδαπές οντότητες να κατέχουν άμεσα ειδικά περιουσιακά στοιχεία (για παράδειγμα, παράκτια ιδιοκτησία) δεν μπορεί να συνιστά σαφή νομικό φραγμό στο πλαίσιο της παρούσας άσκησης.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι μια απλή διοικητική επιβάρυνση ή διαδικασία (56) που απαιτούν χώρες εκτός ΕΕ από αλλοδαπές επιχειρήσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σαφής νομικός φραγμός απλά επειδή συνεπάγεται πρόσθετες δαπάνες, οι οποίες ενδέχεται να εκπίπτουν από τον φόρο στο ισπανικό φορολογικό σύστημα, χωρίς όμως να καθιστούν αδύνατη τη συνένωση των εταιρειών.

    Δεύτερον, ότι ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχουν γνωστά παραδείγματα διασυνοριακών συνενώσεων μεταξύ ισπανικών εταιρειών και εταιρειών από ορισμένες χώρες εκτός ΕΕ, δεν μπορεί να αποτελέσει επαρκές αποδεικτικό στοιχείο ούτε να αποδείξει την ύπαρξη εμποδίων. Τα στοιχεία που λαμβάνουν υπόψη τους οι εταιρείες όταν αποφασίζουν να προχωρήσουν σε συνένωση είναι ποικίλα και δεν περιορίζονται μόνο στην ικανότητα των ενδιαφερομένων εταιρειών να συνενώσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Τούτο αποδεικνύεται σαφώς από το γεγονός ότι ορισμένα από τα τριάντα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν υπό τον πλήρη έλεγχό τους πολυάριθμες ισπανικές θυγατρικές χωρίς να έχουν συνενώσει τις ισπανικές τους επιχειρήσεις, παρόλο που οι ισπανικές αρχές αναγνωρίζουν ότι δεν υφίστανται εμπόδια για εθνικές συνενώσεις εταιρειών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι από τα στοιχεία που περιέχονται στις εκθέσεις μπορούν να γίνουν δεκτές μόνο οι ρητές απαγορεύσεις διασυνοριακών συνενώσεων εταιρειών δυνάμει των νομοθεσιών τρίτων χωρών. Πράγματι, όπως αναφέρθηκε ήδη στην αιτιολογική σκέψη 93 της προηγούμενης απόφασης, εάν λαμβάνονταν υπόψη αβάσιμα στοιχεία γενικής φύσεως, θα υπήρχε ο κίνδυνος η ανάλυση αυτή θα κατέληγε να είναι αυθαίρετη σε μεγάλο βαθμό.

    (115)

    Οι διαπιστώσεις που παρουσιάζονται στη συνέχεια βασίζονται στις πληροφορίες που παρείχαν στις εκθέσεις οι ισπανικές αρχές, των οποίων το αληθές και η πληρότητα ελέγχθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο των μεθοδολογικών παρατηρήσεων που προαναφέρθηκαν. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή εκτιμά ότι σε αντίθεση με τα επιχειρήματα των ισπανικών αρχών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι όλες οι νομοθεσίες των χωρών εκτός ΕΕ εγείρουν σαφή νομικά εμπόδια στις διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών. Συνεπώς, όπως δηλώθηκε για τις συνενώσεις εντός της ΕΕ και στην προηγούμενη απόφαση (57), η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με τις απόψεις που διατύπωσαν οι ισπανικές αρχές, οι οποίες υποστηρίζονται από τα επιχειρήματα των 30 ενδιαφερομένων μερών, ότι υπάρχουν σε γενικό επίπεδο τα εν λόγω εικαζόμενα εμπόδια. Η Επιτροπή θεωρεί ότι εκτός των κρατών μελών της ΕΕ, και τουλάχιστον στις ακόλουθες σχετικές χώρες εκτός ΕΕ, δεν δύναται να αναγνωριστεί κανένα σαφές νομικό εμπόδιο, όπως αναφέρεται στη συνέχεια:

    Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής:

    i)

    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σε έκθεση που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές (58), κατά την αξιολόγηση για το εάν υπάρχουν προηγούμενες περιπτώσεις διασυνοριακών συνενώσεων εταιρειών, ο συντάκτης αναφέρει «Δεν ευρέθησαν, αλλά ενδέχεται τούτο να έχει συμβεί στο Delaware». Σε αντίθεση με τα βασικά επιχειρήματα των ισπανικών αρχών, το συμπέρασμα μιας εκ των εκθέσεων (59) σχετικά με τη χώρα αυτή φαίνεται να είναι ότι δεν υφίσταται γενική, ρητή νομική απαγόρευση των διασυνοριακών συνενώσεων επιχειρήσεων.

    ii)

    Δεύτερον, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του εταιρικού δικαίου (60) και του φορολογικού δικαίου (61), δεν υφίσταται ρητή απαγόρευση των συνενώσεων επιχειρήσεων με ξένες οντότητες.

    iii)

    Τρίτον, στις συνενώσεις επιχειρήσεων εφαρμόζονται ειδικές διατάξεις του εταιρικού δικαίου (62). Εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, δεν υφίσταται ρητή απαγόρευση της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων στις διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών, παρόλο που οι ισχύουσες διοικητικές διαδικασίες μπορεί να διαφέρουν. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τουλάχιστον η πολιτεία του Delaware επιτρέπει ρητά τις διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών (63) υπό τον όρο ότι η νομοθεσία της χώρας στην οποία εδρεύει η αλλοδαπή εταιρεία επιτρέπει την αντίστροφη συναλλαγή. Ως εκ τούτου, εάν μια τέτοια συναλλαγή δεν είναι δυνατή μεταξύ εταιρειών εγκατεστημένων αντίστοιχα στο Delaware και στην Ισπανία, η Επιτροπή θεωρεί ότι την ευθύνη για τα εμπόδια φέρει η Ισπανία και συνεπώς δεν είναι συναφή με την παρούσα αξιολόγηση. Η διαπίστωση αυτή πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο της σημασίας που έχει η πολιτεία του Delaware για την εγκατάσταση/σύσταση εταιρειών στις ΗΠΑ (64).

    iv)

    Τέταρτον, στις συνενώσεις εγχώριων εταιρειών εφαρμόζονται ειδικές φορολογικές διατάξεις με στόχο την αποφυγή της δυσμενούς φορολόγησης όταν αυτές προβαίνουν σε ενέργειες αναδιάρθρωσης. Εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, δεν υφίσταται ρητή απαγόρευση για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών στις διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών, παρόλο που οι ισχύουσες διοικητικές διαδικασίες ενδέχεται να διαφέρουν.

    v)

    Τέλος, η Επιτροπή δεν βρήκε καμία νομολογία των αρμοδίων δικαστηρίων των ΗΠΑ που να αντικρούει το συμπέρασμά της όσον αφορά την έλλειψη σαφούς νομικού εμποδίου για διασυνοριακές συνενώσεις με επιχειρήσεις που εδρεύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.

    Μεξικό:

    i)

    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 8.3 της φορολογικής σύμβασης (65) μεταξύ Ισπανίας και Μεξικού, που υπεγράφη στις 6 Οκτωβρίου 1994 και είναι ακόμη σε ισχύ, προβλέπει ρητά τις διασυνοριακές συναλλαγές συνένωσης εταιρειών. Συνεπεία της διάταξης αυτής, για τις εν λόγω συναλλαγές εφαρμόζεται φορολογική απαλλαγή, καθώς δεν φορολογούνται τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη κεφαλαίου. Όπως αντιλαμβάνεται η Επιτροπή, στόχος της διεθνούς αυτής φορολογικής σύμβασης είναι να αποφευχθεί ενδεχόμενος αποκλεισμός (66) των διασυνοριακών συνενώσεων επιχειρήσεων από τα οφέλη των ειδικών διατάξεων φορολόγησης που εφαρμόζονται στις εγχώριες συνενώσεις εταιρειών.

    ii)

    Δεύτερον, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Μεξικού (εταιρικό και φορολογικό δίκαιο), και λαμβάνοντας υπόψη την προαναφερόμενη φορολογική σύμβαση, δεν υφίσταται ρητή νομική απαγόρευση των συνενώσεων επιχειρήσεων με ισπανικές οντότητες.

    iii)

    Τέλος, η Επιτροπή δεν βρήκε νομολογία των αρμοδίων δικαστηρίων του Μεξικού που να αντικρούει σαφώς το συμπέρασμά της όσον αφορά την έλλειψη συγκεκριμένων νομικών εμποδίων για διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων με εταιρείες εγκατεστημένες στο Μεξικό.

    Βραζιλία:

    i)

    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ισπανικές αρχές εντόπισαν προηγούμενο διασυνοριακής συνένωσης εταιρειών (όχι με την Ισπανία) (67).

    ii)

    Δεύτερον, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του εταιρικού και του φορολογικού δικαίου (68), δεν υφίσταται ρητή νομική απαγόρευση των συνενώσεων επιχειρήσεων με ξένες οντότητες, παρόλο που οι διοικητικές διαδικασίες ενδέχεται να διαφέρουν (69).

    iii)

    Τρίτον, εφαρμόζονται ορισμένοι ρητοί νομικοί περιορισμοί στην άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων σε συγκεκριμένους τομείς (70) από οντότητες ελεγχόμενες από ξένες εταιρείες. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω (βλέπε αιτιολογική σκέψη 114), οι νομικές διατάξεις των τρίτων χωρών που δεν επιτρέπουν σ’ έναν ισπανό φορολογούμενο να αποκτήσει τον έλεγχο μιας εταιρείας σε τρίτη χώρα, δεν μπορούν να θεωρηθούν σαφές νομικό εμπόδιο κατά την έννοια που ισχυρίζονται οι ισπανικές αρχές: συνεπεία της εν λόγω διάταξης, οι ισπανικές επιχειρήσεις/οι ισπανοί φορολογούμενοι δεν μπορούν ποτέ να εκπληρώσουν τον όρο της άσκησης αποτελεσματικής επιρροής καθώς θα κατέχουν πάντα μειοψηφική συμμετοχή στην εταιρεία-στόχος. Εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, αυτή είναι ακριβώς η κατάσταση όσον αφορά τη νομοθεσία της Βραζιλίας, η οποία παρουσιάζεται στις δύο εκθέσεις.

    iv)

    Τέλος, η Επιτροπή δεν βρήκε καμία νομολογία που να αντικρούει το συμπέρασμά της όσον αφορά την έλλειψη σαφών νομικών εμποδίων για διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών με εταιρείες εγκαταστημένες στη Βραζιλία.

    Αργεντινή:

    i)

    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 5 της φορολογικής σύμβασης (71) μεταξύ Ισπανίας και Αργεντινής, που υπεγράφη στις 26 Αυγούστου 1994 και είναι ακόμη σε ισχύ, προβλέπει ρητά διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών. Ως αποτέλεσμα της διάταξης αυτής, οι διασυνοριακές ενέργειες αναδιάρθρωσης δεν μπορούν να τύχουν δυσμενούς φορολογικής μεταχείρισης.

    ii)

    Δεύτερον, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του εταιρικού (72) και του φορολογικού δικαίου (73), δεν υφίσταται ρητή νομική απαγόρευση των συνενώσεων επιχειρήσεων με ξένες οντότητες.

    iii)

    Τρίτον, η Επιτροπή δεν βρήκε καμία νομολογία που να αντικρούει το συμπέρασμά της όσον αφορά την έλλειψη ρητών νομικών εμποδίων για διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών με εταιρεία που εδρεύει στην Αργεντινή. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν συμφωνεί με την ερμηνεία που δόθηκε στις δύο εκθέσεις σχετικά με τις αποφάσεις (74) που εκδόθηκαν από τις φορολογικές διοικητικές αρχές σε ορισμένες προγραμματισμένες διασυνοριακές συναλλαγές. Οι εν λόγω αποφάσεις διευκρινίζουν απλώς τους όρους εφαρμογής του καθεστώτος φορολογικών απαλλαγών της Αργεντινής για αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, χωρίς να αναφέρουν μια γενική και ρητή απαγόρευση της εφαρμογής των ρυθμίσεων αυτών στις διασυνοριακές πράξεις αναδιάρθρωσης. Επιπλέον, η ερμηνεία που δίδεται στις εκθέσεις για τις συγκεκριμένες αυτές αποφάσεις έρχεται σε αντίθεση με τη γενική διάταξη του πρωτοκόλλου της φορολογικής σύμβασης μεταξύ του Βασιλείου της Ισπανίας και της Δημοκρατίας της Αργεντινής (75) που προαναφέρθηκε.

    Ισημερινός:

    i)

    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του εταιρικού και φορολογικού δικαίου, δεν υφίσταται σαφής νομική απαγόρευση των συνενώσεων επιχειρήσεων με ξένες οντότητες (76).

    ii)

    Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σε έκθεση που παρουσίασαν οι ισπανικές αρχές (77) αναγνωρίζεται ότι η διασυνοριακή συνένωση επιχειρήσεων είναι δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι η αγοράστρια ισπανική εταιρεία έχει προηγουμένως ιδρύσει υποκατάστημα στον Ισημερινό.

    Περού:

    i)

    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του εταιρικού και του φορολογικού δικαίου, εξ όσων γνωρίζει η Επιτροπή, δεν υφίσταται ρητή νομική απαγόρευση των συνενώσεων επιχειρήσεων με αλλοδαπές οντότητες (78).

    ii)

    Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 2074 του αστικού κώδικα του Περού καθορίζει τις αρχές που εφαρμόζονται στις διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων και ο γενικός νόμος περί εταιρειών επιτρέπει συνένωση επιχείρησης μεταξύ υποκαταστήματος αλλοδαπής οντότητας και εταιρείας που εδρεύει στο Περού (79).

    iii)

    Τρίτον, ο νόμος περί φορολογίας εισοδήματος διασφαλίζει την ουδέτερη μεταχείριση της συνένωσης μεταξύ υποκαταστήματος αλλοδαπής οντότητας και εταιρείας που εδρεύει στο Περού (80).

    iv)

    Η Επιτροπή εκτιμά συνεπώς ότι οι διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων είναι δυνατές εφόσον η ισπανική αγοράστρια εταιρεία έχει προηγουμένως ιδρύσει υποκατάστημα στο Περού.

    Κολομβία:

    i)

    Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Superintendencia de Sociedades  (81) επιβεβαιώνει ρητά ότι οι διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων είναι εφικτές δυνάμει της νομοθεσίας της Κολομβίας (82).

    ii)

    Δεύτερον, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του εταιρικού και του φορολογικού δικαίου (83), δεν υφίσταται ρητή νομική απαγόρευση των συνενώσεων επιχειρήσεων με αλλοδαπές οντότητες παρόλο που ενδέχεται να διαφέρουν οι ισχύουσες διοικητικές διαδικασίες.

    iii)

    Τρίτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι σε έκθεση που υποβλήθηκε από τις ισπανικές αρχές (84) αναγνωρίζεται ότι οι διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων είναι δυνατές εφόσον η ισπανική αγοράστρια εταιρεία έχει ιδρύσει προηγουμένως υποκατάστημα στη Κολομβία.

    (116)

    Οι ισπανικές αρχές υπέβαλαν πληροφορίες για τις νομοθεσίες οκτώ άλλων χωρών εκτός της ΕΕ. Όπως αναφέρεται ήδη στην αιτιολογική σκέψη 107, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις επαρκούν για να επιβεβαιώσουν ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν γίνει δεκτή η ύπαρξη σημαντικών νομικών εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων, το σύστημα αναφοράς είναι οι κανόνες σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που περιέχονται στο ισπανικό φορολογικό σύστημα. Ωστόσο, εφαρμόζοντας την ίδια μεθοδολογία και τα κριτήρια που περιγράφονται στις παραγράφους 114 και εξής, η Επιτροπή εκτιμά ότι, με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, δεν υφίστανται σαφή νομικά εμπόδια γενικής φύσεως στις διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων στις νομοθεσίες της Χιλής, της Βενεζουέλας, της Αλγερίας, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας ή του Μαρόκου.

    (117)

    Συνεπώς, με βάση τις προαναφερόμενες διαπιστώσεις, η Επιτροπή δεν δύναται να συμφωνήσει με τις ισπανικές αρχές ότι κάθε εν δυνάμει δικαιούχος του επίμαχου μέτρου βρίσκεται αντιμέτωπος, έστω και μόνο στην πράξη, με ανυπέρβλητα εμπόδια όσον αφορά τις διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων.

    (118)

    Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν υφίσταται λόγος απομάκρυνσης από το σύστημα αναφοράς της απόφασης κινήσεως της διαδικασίας και από την προηγούμενη απόφαση: το κατάλληλο πλαίσιο αναφοράς για την αξιολόγηση του επίμαχου μέτρου είναι αυτό που ορίζεται από το γενικό ισπανικό καθεστώς περί φορολογίας των εταιρειών και, πιο συγκεκριμένα οι κανόνες σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που περιέχονται στο ισπανικό φορολογικό καθεστώς. Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να επηρεαστεί από το γεγονός ότι η Επιτροπή εντόπισε δύο χώρες εκτός ΕΕ στις οποίες υπάρχουν πράγματι σαφή νομικά εμπόδια (Ινδία και Κίνα). Όπως προαναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 107, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (85), η Επιτροπή θεωρεί ότι, για να εξαχθεί συμπέρασμα σχετικά με τον χαρακτηρισμό ενός καθεστώτος ως κρατικής ενίσχυσης, δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι κάθε ατομική ενίσχυση που χορηγείται στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    (119)

    Ειδικότερα, όσον αφορά την Κίνα, ο εταιρικός νόμος του 2005, που εφαρμόζεται σε συγχωνεύσεις αποκλειστικά εταιρειών περιορισμένης ευθύνης ή ανωνύμων εταιρειών περιορισμένης ευθύνης που έχουν συσταθεί στην Κίνα, καθώς και τα άρθρα 2 και 55 του κανονισμού με τίτλο «Διατάξεις εξαγοράς εθνικών επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές», που εξέδωσε το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας στις 22 Ιουνίου 2009, αποκλείουν ρητά τις αλλοδαπές εταιρείες από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων συνένωσης επιχειρήσεων και ως εκ τούτου μια ισπανική εταιρεία δεν θα ήταν σε θέση να συνενώσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες με θυγατρική που ελέγχεται από την Κίνα.

    (120)

    Όσον αφορά την ισχύουσα νομοθεσία στην Ινδία, τα άρθρα 391 έως 394 του ινδικού νόμου περί εταιρειών του 1956 αποκλείουν ρητά τις αλλοδαπές εταιρείες από το πεδίο εφαρμογής των κανόνων για τις συνενώσεις επιχειρήσεων και ως εκ τούτου μια ισπανική εταιρεία δεν θα ήταν σε θέση να συνδέσει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες με θυγατρική που ελέγχεται από την Ινδία.

    A.1.2.   Ύπαρξη εξαίρεσης στο σύστημα αναφοράς

    (121)

    Στο ισπανικό φορολογικό σύστημα, η φορολογητέα βάση υπολογίζεται βάσει του λογιστικού αποτελέσματος, και στη συνέχεια εισάγονται διορθώσεις βάσει εφαρμογής ειδικών φορολογικών κανόνων. Ως προκαταρκτική παρατήρηση με επικουρικό χαρακτήρα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά εξαίρεση στο ισπανικό λογιστικό καθεστώς. Η προκύπτουσα χρηματοοικονομική υπεραξία μπορεί να υπολογιστεί με ασαφή μόνο τρόπο ενοποιώντας τους λογαριασμούς της εταιρείας-στόχος με εκείνους της αγοράστριας εταιρείας. Ωστόσο, βάσει του ισπανικού λογιστικού συστήματος, η ενοποίηση λογαριασμών είναι υποχρεωτική σε περίπτωση απόκτησης του «ελέγχου» (86) και εφαρμόζεται στις συνενώσεις τόσο εγχώριων όσο και αλλοδαπών εταιρειών για να παρουσιάσει τη συνολική κατάσταση ενός ομίλου εταιρειών που υπόκεινται σε ενιαίο έλεγχο. Θεωρείται ότι υπάρχει μία τέτοια κατάσταση όταν (87), για παράδειγμα, η μητρική εταιρεία διαθέτει την πλειονότητα των δικαιωμάτων ψήφου της εξαρτημένης εταιρείας. Ωστόσο, το επίμαχο μέτρο δεν απαιτεί έλεγχο τέτοιου είδους κι εφαρμόζεται σε περιπτώσεις συμμετοχής ίσης και ανώτερης του 5 %. Τέλος, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, από την 1η Ιανουαρίου του 2005, (88) οι περισσότερες ισπανικές εταιρείες δεν μπορούν να προβούν πλέον σε απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες. Πράγματι, από την άποψη αυτή, τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη κάνουν αναφορά σε διατάξεις (89) που πλέον δεν ισχύουν, σύμφωνα με το τρέχον ισπανικό λογιστικό καθεστώς. Εξαιτίας του νόμου 16/2007, της 4ης Ιουλίου του 2007, περί μεταρρύθμισης και προσαρμογής της εμπορικής νομοθεσίας σε θέματα λογιστικής φύσης με σκοπό τη διεθνή της εναρμόνιση βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς κι εξαιτίας του Βασιλικού Διατάγματος 1514/2007, της 16ης Νοεμβρίου του 2007, με το οποίο εγκρίνεται το Γενικό σχέδιο Λογιστικής Δράσης (Plan General de Contabilidad), από λογιστικής άποψης δεν επιτρέπεται πλέον η απόσβεση της εμπορικής ή της χρηματοοικονομικής υπεραξίας. Οι εν λόγω τροποποιήσεις της ισπανικής λογιστικής νομοθεσίας ευθυγραμμίζονται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου του 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (90). Ως εκ τούτου, έχοντας υπόψη τους παραπάνω λόγους, το επίμαχο μέτρο συνιστά εξαίρεση των κοινών λογιστικών κανόνων που εφαρμόζονται στην Ισπανία.

    (122)

    Τούτου λεχθέντος και δεδομένης της φορολογικής φύσης του επίμαχου μέτρου, η ύπαρξη μιας εξαίρεσης πρέπει να αξιολογηθεί σε σύγκριση με το φορολογικό σύστημα αναφοράς και όχι αποκλειστικά σε λογιστική βάση. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή τονίζει ότι το ισπανικό φορολογικό σύστημα δεν έχει επιτρέψει ποτέ την απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, με εξαίρεση το άρθρο 12.5 του TRLIS. Συγκεκριμένα, η εν λόγω απόσβεση δεν είναι δυνατή για τις εθνικές συναλλαγές. Τούτο καθίσταται σαφές από τα ακόλουθα στοιχεία:

    (123)

    Στο ισπανικό φορολογικό σύστημα, μπορεί να γίνει μόνο χωριστή λογιστική καταχώριση της υπεραξίας μετά από συνένωση εταιρειών (91), η οποία λαμβάνει χώρα στην περίπτωση της απόκτησης ή της εισφοράς των στοιχείων του ενεργητικού που συνιστούν ανεξάρτητη επιχείρηση ή της νομικής συνένωσης εταιρειών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η υπεραξία προκύπτει ως η λογιστική διαφορά ανάμεσα στο κόστος εξαγοράς και της αγοραίας αξίας των στοιχείων του ενεργητικού που συνιστούν την αποκτηθείσα επιχείρηση ή βρίσκονται στην ιδιοκτησία αυτής. Όταν η εξαγορά μιας επιχείρησης πραγματοποιείται μέσω εξαγοράς των μετοχών της, όπως στην περίπτωση του επίμαχου μέτρου, η υπεραξία μπορεί να προκύψει μόνο εάν η αγοράστρια εταιρεία συνενωθεί κατόπιν με την εταιρεία-στόχο, της οποίας αποκτά τον έλεγχο.

    (124)

    Ωστόσο, σύμφωνα με το επίμαχο μέτρο, δεν είναι απαραίτητος ο έλεγχος ή η συνένωση των δύο εταιρειών. Αρκεί απλώς η απόκτηση τουλάχιστον του 5 % του μετοχικού κεφαλαίου μιας αλλοδαπής εταιρείας. Ως εκ τούτου, επιτρέποντας να προκύψει ξεχωριστά η χρηματοοικονομική υπεραξία, που αντιστοιχεί στην υπεραξία που θα είχε καταγραφεί λογιστικά εάν οι δύο εταιρείες είχαν συνενωθεί, ακόμη και χωρίς να υφίσταται συνένωση των εταιρειών, το επίμαχο μέτρο συνιστά εξαίρεση στο σύστημα αναφοράς. Πρέπει να σημειωθεί πως η εξαίρεση δεν προκύπτει από τη διάρκεια της περιόδου απόσβεσης της χρηματοοικονομικής υπεραξίας σε σχέση με την περίοδο που ισχύει για την απόσβεση της παραδοσιακής υπεραξίας (92), αλλά από τη διαφορετική μεταχείριση που εφαρμόζεται σε εθνικές και αλλοδαπές συναλλαγές. Το επίμαχο μέτρο δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί νέος λογιστικός κανόνας γενικού χαρακτήρα βάσει ιδίου δικαίου, καθώς δεν επιτρέπεται η απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που προκύπτει από την απόκτηση εγχώριου μετοχικού κεφαλαίου.

    (125)

    Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά εξαίρεση του συστήματος αναφοράς. Όπως θα αποδειχθεί στις αιτιολογικές σκέψεις 153 έως 163, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενοι μέρη δεν παρουσίασαν δεόντως συνεκτικά επιχειρήματα για την άρση του συμπεράσματος αυτού.

    A.1.3.   Ύπαρξη πλεονεκτήματος

    (126)

    Το άρθρο 12.5 του TRLIS επιτρέπει να αφαιρεθεί από τη φορολογητέα βάση μέρος της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, που προκύπτει από την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου αλλοδαπών εταιρειών ως εξαίρεση στο σύστημα αναφοράς. Κατά συνέπεια, μειώνοντας τη φορολογική επιβάρυνση του δικαιούχου, το άρθρο 12.5 του TRLIS του παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα. Το πλεονέκτημα συνιστά μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στην οποία θα υπόκειντο οι εταιρείες σε αντίθετη περίπτωση. Αυτή η μείωση είναι ανάλογη με τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή της απόκτησης του μετοχικού κεφαλαίου και την αξία των υποκείμενων στοιχείων του ενεργητικού του αποκτηθέντος μετοχικού κεφαλαίου στην αγορά.

    (127)

    Το ακριβές ποσό του πλεονεκτήματος σε σχέση με την καταβληθείσα τιμή απόκτησης αντιστοιχεί στην καθαρή παρούσα αξία της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης που προκύπτει από την απόσβεση που εκπίπτει της φορολογίας καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου απόσβεσης μετά την εξαγορά. Εξαρτάται συνεπώς, από τον συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων που εφαρμόζεται στα αντίστοιχα έτη και από το εφαρμοζόμενο προεξοφλητικό επιτόκιο.

    (128)

    Σε περίπτωση που μεταπωληθούν οι αποκτηθείσες συμμετοχές, μέρος αυτού του πλεονεκτήματος ανακτάται μέσω του φόρου επί της υπεραξίας. Πράγματι, επιτρέποντας την απόσβεση της υπεραξίας, σε περίπτωση μεταπώλησης της εν λόγω αλλοδαπής συμμετοχής, το ποσό που εκπίπτει από τη φορολογία θα οδηγούσε σε αύξηση της φορολογούμενης υπεραξίας τη στιγμή της πώλησης. Ωστόσο, σε μια τέτοια αβέβαιη περίσταση, το πλεονέκτημα δεν θα εξαλείφονταν εντελώς αφού η φορολόγηση σε μεταγενέστερη φάση δεν λαμβάνει υπόψη το κόστος ρευστότητας. Όπως επισημαίνουν σωστά τα δύο μέρη, από οικονομικής άποψης, το ποσό του πλεονεκτήματος κυμαίνεται τουλάχιστον στο επίπεδο ενός άτοκου πιστωτικού ορίου που επιτρέπει μέχρι και είκοσι ετήσιες αποσύρσεις του ενός εικοστού της χρηματοοικονομικής υπεραξίας καθ’ όλη την περίοδο κατά την οποία οι συμμετοχές παραμένουν στα λογιστικά βιβλία του φορολογούμενου.

    (129)

    Μέσω ενός υποθετικού παραδείγματος, αναφερθέντος από την Επιτροπή στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, ένα αποκτηθέν μετοχικό κεφάλαιο το 2002 θα συνεπαγόταν πλεονέκτημα το οποίο θα αντιστοιχούσε στο 20,6 % του ποσού της χρηματοοικονομικής υπεραξίας, εφόσον εφαρμοστεί προεξοφλητικό επιτόκιο 5 % (93) και ληφθεί υπόψη η υφιστάμενη διάρθρωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων μέχρι το έτος 2022, όπως ορίζεται από τον νόμο αριθ. 35/2006 (94). Τα τρίτα μέρη δεν αμφισβήτησαν αυτούς τους αριθμούς. Σε περίπτωση μεταπώλησης των εν λόγω μετοχικών κεφαλαίων, το πλεονέκτημα θα αντιστοιχούσε στους τόκους που θα είχαν επιβαρύνει τον δικαιούχο για ένα πιστωτικό όριο με χαρακτηριστικά που περιγράφονται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη.

    (130)

    Τέλος, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχτεί την άποψη των ισπανικών αρχών και των 30 ενδιαφερόμενων μερών, σύμφωνα με την οποία τελικός δικαιούχος του επίμαχου μέτρου θα είναι ο πωλητής του αλλοδαπού μετοχικού κεφαλαίου που θα λάβει αυξημένη τιμή. Η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα αυτό μετά από αξιολόγηση της επίπτωσης του επίμαχου μέτρου υπό την τρέχουσα μορφή του. Πρώτον, δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός που να εγγυάται ότι το πλεονέκτημα μεταβιβάζεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στον πωλητή. Δεύτερον, η τιμή απόκτησης του μετοχικού κεφαλαίου απορρέει από μια σειρά διάφορων στοιχείων και όχι μόνο από το επίμαχο μέτρο. Τρίτον, ακόμη και αν πληρούνται οι δύο προαναφερόμενοι όροι, ο ισπανός φορολογούμενος που ωφελείται από το επίμαχο μέτρο πρέπει να εξακολουθήσει να θεωρείται ως ο δικαιούχος του μέτρου. Ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάζεται στον πωλητή οικονομικό πλεονέκτημα, το επίμαχο μέτρο εξακολουθεί να παρέχει στον αγοραστή μεγαλύτερη ικανότητα αύξησης της τιμής απόκτησης, γεγονός υψίστης σημασίας στην περίπτωση ανταγωνιστικής ενέργειας απόκτησης.

    (131)

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε κάθε περίπτωση, το επίμαχο μέτρο παρέχει πλεονέκτημα τη στιγμή απόκτησης του μετοχικού κεφαλαίου αλλοδαπών εταιρειών.

    A.1.4.   Δικαιολόγηση του μέτρου βάσει της λογικής που διέπει το ισπανικό φορολογικό σύστημα

    (132)

    Η Επιτροπή κρίνει ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, (95) τα μέτρα που εισάγουν διαφοροποίηση μεταξύ εταιρειών δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση όταν η διαφοροποίηση προκύπτει από τον γενικό χαρακτήρα ή τη γενική δομή του φορολογικού συστήματος του οποίου αποτελούν μέρος. Η εν λόγω δικαιολόγηση η οποία βασίζεται στον γενικό χαρακτήρα ή στη γενική δομή του φορολογικού συστήματος αντανακλά τη συνοχή ενός συγκεκριμένου φορολογικού μέτρου με την εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος γενικά.

    (133)

    Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή κρίνει, πρώτον, ότι οι ισπανικές αρχές δεν έχουν αποδείξει ότι το επίμαχο μέτρο θα είχε ως συνέπεια την εξάλειψη της διπλής φορολόγησης. Το de facto καθεστώς δεν ορίζει προϋποθέσεις ώστε να αποδειχθεί ότι ο πωλητής έχει όντως επιβαρυνθεί στο πλαίσιο του οφέλους που προέκυψε από τη μεταβίβαση του μετοχικού κεφαλαίου, ακόμη και όταν αυτή η προϋπόθεση επιβάλλεται για την απόσβεση του εμπορικού κεφαλαίου μετά από μία συνένωση εταιρειών (96). Αξίζει να τονιστεί ότι ακόμη και αν οι ισπανικές αρχές ισχυρίζονται ότι δεν είναι αρμόδιες να ασκήσουν έλεγχο σε έναν αλλοδαπό πωλητή που δραστηριοποιείται στο εξωτερικό, η Επιτροπή τονίζει ότι αυτή η προϋπόθεση είναι απαραίτητη για την εφαρμογή άλλων ισπανικών φορολογικών διατάξεων (97), αλλά όχι για το επίμαχο μέτρο.

    (134)

    Δεύτερον, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά μηχανισμό προς αποφυγήν της διπλής φορολόγησης μελλοντικών μερισμάτων που θα φορολογούνταν κατά την πραγματοποίηση μελλοντικών κερδών και δεν θα έπρεπε να φορολογηθούν εκ νέου κατά τη διανομή τους στην εταιρεία η οποία κατέχει σημαντικό μετοχικό κεφάλαιο, για την απόκτηση του οποίου καταβλήθηκε χρηματοοικονομική υπεραξία. Εκ των πραγμάτων, το επίμαχο μέτρο δεν καθιερώνει κάποια σχέση μεταξύ των εισπραχθέντων μερισμάτων και της αποκτηθείσας φορολογικής απαλλαγής χάρις στο επίμαχο μέτρο. Αντίθετα, τα εισπραχθέντα μερίσματα μιας εξαγοράς σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου ευνοούνται τόσο από την εξαίρεση που ορίζεται στο άρθρο 21 του TRLIS, όσο και από την άμεση φορολογική ουδετερότητα που προβλέπει το άρθρο 32 TRLIS προς αποφυγήν της διπλής διεθνούς φορολόγησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόσβεση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας έχει ως συνέπεια ένα πρόσθετο πλεονέκτημα σε σχέση με την απόκτηση σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου αλλοδαπών εταιρειών.

    (135)

    Τρίτον, οι ισπανικές αρχές δεν έχουν αποδείξει ότι το επίμαχο μέτρο αποτελεί διεύρυνση των κανόνων σχετικά με την υποβάθμιση των αξιών, κάτι το οποίο προϋποθέτει την ύπαρξη αντικειμενικών αποδείξεων για απώλειες που βασίζονται σε λεπτομερή και αντικειμενικό υπολογισμό, ο οποίος δεν απαιτείται από το επίμαχο μέτρο. Αντίθετα, το άρθρο 12.3 TRLIS επιτρέπει μερική φορολογική απαλλαγή μέσω της υποτίμησης της συμμετοχής σε ιδία κεφάλαια εγχώριων ή αλλοδαπών εταιρειών, οι οποίες δεν φορολογούνται σε κάποια δευτερεύουσα αγορά, εξαιτίας της υποβάθμισης που έλαβε χώρα ανάμεσα στην αρχή και το τέλος του φορολογικού έτους. Το επίμαχο μέτρο, το οποίο, για τους δικαιούχους, είναι συμβατό με το άρθρο 12.3 TRLIS (98), ορίζει άλλες φορολογικές απαλλαγές που υπερβαίνουν τη μείωση της θεωρητικής λογιστικής αξίας που συνδέεται με την υποβάθμιση.

    (136)

    Τέταρτον, η Επιτροπή τονίζει ότι η χρηματοοικονομική υπεραξία που προκύπτει από την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου ισπανικών εταιρειών δεν μπορεί να υποστεί απόσβεση, ενώ η υπεραξία αλλοδαπών εταιρειών μπορεί να υποστεί απόσβεση υπό ορισμένες συνθήκες. Η διαφορετική φορολογική μεταχείριση της χρηματοοικονομικής υπεραξίας αλλοδαπών εταιρειών σε σχέση με τις ισπανικές εταιρείες συνιστά διαφοροποίηση προκαλούμενη από το επίμαχο μέτρο, το οποίο δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τη λογική που διέπει το φορολογικό σύστημα. Πράγματι, η Επιτροπή θεωρεί δυσανάλογο το γεγονός ότι το υπό εξέταση καθεστώς επιβάλλει σημαντικά διαφορετικό ονομαστικό και πραγματικό φόρο σε εταιρείες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση αποκλειστικά διότι κάποιες από αυτές συμμετέχουν σε επενδυτικές ευκαιρίες στο εξωτερικό.

    (137)

    Εξάλλου, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα σχόλια που διατύπωσε ένα από τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη (99) σημαίνουν ότι, ακόμη και το σκεπτικό στο οποίο στηρίχτηκε η αιτιολόγηση που προέβαλε η Ισπανία, θα ήταν αντίθετο στη λογική που χαρακτηρίζει το ισπανικό φορολογικό σύστημα. Πράγματι, σύμφωνα με τα εν λόγω σχόλια, σε περίπτωση διασυνοριακής συνένωσης εταιρειών, η υπεραξία που θα προέκυπτε θα βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην αλλοδαπή μόνιμη εγκατάσταση που θα προέκυπτε από τη λύση της εταιρείας-στόχος. Συνεπώς, σύμφωνα και πάλι με τα εν λόγω σχόλια, ακόμη και σε περίπτωση διασυνοριακής συνένωσης εταιρειών, η Ισπανία δεν θα επέτρεπε την απόσβεση του εμπορικού κεφαλαίου στην Ισπανία, δεδομένου ότι το εν λόγω κεφάλαιο δεν βρίσκεται στην Ισπανία. Εκτός αυτού, η Επιτροπή επισημαίνει πρόσθετες διαφορές στους όρους που εφαρμόζονται σε εκάστη εκ των δύο αυτών περιπτώσεων. Στο πλαίσιο του επίμαχου μέτρου, οι εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκαν πριν από την 1η Ιανουαρίου 2002 δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της προς απόσβεση βάσης. Ωστόσο, στην περίπτωση της συνένωσης εταιρειών, η οριακή αυτή ημερομηνία δεν υφίσταται κατά τον υπολογισμό της υπεραξίας. Επιπλέον, στην περίπτωση της συνένωσης εταιρειών, ο φορολογούμενος οφείλει να αποδείξει ότι ο κύριος στόχος της συνένωσης εδράζεται σε οικονομικούς λόγους για την αποφυγή συνενώσεων που αποβλέπουν αποκλειστικά στην εξασφάλιση φορολογικών πλεονεκτημάτων (100), ενώ το επίμαχο μέτρο παρέχει μόνο φορολογικά πλεονεκτήματα. Οι ισπανικές αρχές δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν πειστικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν τις εν λόγω διαφορές, οι οποίες εκτιμάται συνεπώς ότι δεν δικαιολογούνται δεόντως βάσει της λογικής που διέπει το ισπανικό φορολογικό σύστημα.

    (138)

    Τέλος, οι ισπανικές αρχές ισχυρίζονται επίσης ότι το επίμαχο μέτρο δικαιολογείται βάσει της αρχής της ίσης φορολογικής μεταχείρισης, η οποία πρέπει να εφαρμόζεται στον τομέα της φορολογίας επί των εταιρειών (101). Πράγματι, η αιτιολογική έκθεση του νόμου περί φόρου εταιρειών (102) που ίσχυε όταν εισήχθη το επίμαχο μέτρο παρέπεμπε σαφώς στην εν λόγω αρχή. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή τονίζει ότι η «αρχή της ανταγωνιστικότητας» (103), την οποία επικαλέστηκαν οι ισπανικές αρχές αναφερόμενες ρητώς σε «αύξηση των εξαγωγών» ωθεί ομοίως σε αυτήν τη μεταρρύθμιση. Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής, (104) είναι αδικαιολόγητη η επιβολή διαφορετικής φορολογίας σε εταιρείες που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση αποκλειστικά εξαιτίας και του γεγονότος ότι επιδίδονται σε δραστηριότητες σχετικές με τις εξαγωγές ή εκμεταλλεύονται επενδυτικές ευκαιρίες στο εξωτερικό. Επίσης, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, όπως απεφάνθη το Δικαστήριο (105), «[…] ενώ οι αρχές της ίσης φορολογικής μεταχείρισης και της ίσης φορολογικής επιβάρυνσης αποτελούν όντως μέρος του ισπανικού φορολογικού συστήματος, δεν επιβάλλουν ωστόσο τη μεταχείριση με τον ίδιο τρόπο δικαιούχων ευρισκόμενων σε διαφορετικές καταστάσεις. […]».

    (139)

    Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι η αρχή της ίσης φορολογικής μεταχείρισης δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσει το επίμαχο μέτρο. Στην πραγματικότητα, όπως τονίζουν επίσης τα δύο μέρη, το γεγονός ότι η εξαγορά, μετά από συγκεκριμένη ημερομηνία, μειοψηφικού μετοχικού κεφαλαίου της τάξεως του 5 % ευνοείται από το επίμαχο μέτρο, αποδεικνύει ότι το εν λόγω μέτρο θα συμπεριελάμβανε ορισμένες καταστάσεις που δεν παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα. Κατά συνέπεια, δύναται να ειπωθεί ότι, δυνάμει του συστήματος αναφοράς, επιφυλάσσεται πανομοιότυπη μεταχείριση σε καταστάσεις που διαφέρουν τόσο de facto όσο και de jure. Η Επιτροπή εκτιμά, επομένως, ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση της αρχής της ίσης φορολογικής μεταχείρισης για τη δικαιολόγηση του επίμαχου μέτρου.

    (140)

    Έχοντας υπόψη τις προαναφερόμενες εκτιμήσεις, η Επιτροπή οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο χαρακτήρας επιλεκτικού πλεονεκτήματος του υπό εξέταση φορολογικού καθεστώτος δεν δικαιολογείται από τη φύση του φορολογικού συστήματος. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι το επίμαχο μέτρο περιλαμβάνει στοιχείο διάκρισης υπό τη μορφή περιορισμού όσον αφορά τη χώρα στην οποία εκτυλίσσεται η συναλλαγή που ευνοείται από το φορολογικό πλεονέκτημα, και η διάκριση αυτή δεν δικαιολογείται από τη λογική του ισπανικού φορολογικού συστήματος.

    A.2.   Συμπληρωματική αιτιολόγηση: Ανάλυση του επίμαχου μέτρου σύμφωνα με σύστημα αναφοράς που βασίζεται σε εκείνο που πρότειναν οι ισπανικές αρχές

    (141)

    Παρόλο που η Επιτροπή, όπως αναφέρθηκε στις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις, θεωρεί ότι τα επιχειρήματα που επικαλέστηκαν οι ισπανικές αρχές βασίζονται σε λανθασμένη ανάλυση της de facto νομοθεσίας των χωρών εκτός ΕΕ, όπως στην προηγούμενη απόφαση, η Επιτροπή ανέλυσε επίσης το επίμαχο μέτρο σύμφωνα με ένα υποθετικό σύστημα αναφοράς που βασίζεται στο σύστημα που πρότειναν οι ισπανικές αρχές.

    (142)

    Οι ισπανικές αρχές εξήγησαν ότι στόχος του επίμαχου μέτρου είναι η αποφυγή διαφορετικής φορολογικής μεταχείρισης μεταξύ, αφενός, μιας εξαγοράς την οποία ακολουθεί συνένωση εταιρειών εξ επαχθούς αιτίας και, αφετέρου, μιας εξαγοράς μετοχικού κεφαλαίου χωρίς συνένωση εταιρειών. Σε αυτήν τη βάση, το πεδίο εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος θα περιοριζόταν στην εξαγορά σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου μιας εταιρείας που δεν είναι εγκατεστημένη στην Ισπανία δεδομένου του ότι η ύπαρξη κάποιων εμποδίων θα καθιστούσε δυσκολότερη την πραγματοποίηση μιας διασυνοριακής συνένωσης εταιρειών σε σχέση με μία αντίστοιχη εγχώρια (106). Ως συνέπεια της ύπαρξης αυτών των εμποδίων, οι ισπανοί δικαιούχοι που επενδύουν στο εξωτερικό θα βρίσκονταν, de facto και de jure, σε διαφορετική κατάσταση από εκείνη των δικαιούχων που επενδύουν στην Ισπανία. Πράγματι, οι ισπανικές αρχές δηλώνουν ότι (107): «Σαφώς, ο διαφορετικός χαρακτήρας ορισμένων φορολογικών μέτρων, αυτός καθαυτός δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, επομένως θα πρέπει να εξετασθεί διεξοδικά, εάν τα εν λόγω μέτρα είναι απαραίτητα ή λειτουργικά ως προς την αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος, όπως επιβεβαιώνει η ανακοίνωση της Επιτροπής. Για αυτόν τον λόγο η ισπανική φορολογική νομοθεσία έχει προβλέψει την ύπαρξη διαφορετικών φορολογικών συστημάτων, όπως συμβαίνει στην περίπτωση απόκτησης μετοχικού κεφαλαίου αλλοδαπών εταιρειών σε αντίθεση με την απόκτηση μετοχικού κεφαλαίου ισπανικών εταιρειών (αδυναμία ολοκλήρωσης συγχωνεύσεων, ανάληψη κινδύνων κ.λπ.) προκειμένου να επιτευχθεί η φορολογική ουδετερότητα, την οποία επιδιώκει η ισπανική εσωτερική νομοθεσία και το ίδιο το Κοινοτικό δίκαιο, καθώς και για λόγους συνοχής και αποτελεσματικότητας του ισπανικού φορολογικού συστήματος.» Ως εκ τούτου, θα ήταν απαραίτητη η ειδική φορολογική μεταχείριση των διασυνοριακών εξαγορών μετοχικών κεφαλαίων για την εγγύηση της φορολογικής ουδετερότητας εκ μέρους του ισπανικού φορολογικού συστήματος και για να μην τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης οι ισπανικές εξαγορές μετοχικών κεφαλαίων. Κατά συνέπεια, οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι το σωστό πλαίσιο αναφοράς για την αξιολόγηση του επίμαχου μέτρου θα ήταν η φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας για εξαγορές αλλοδαπών μετοχικών κεφαλαίων.

    (143)

    Η Επιτροπή επισημαίνει ωστόσο ότι, ακόμη και σύμφωνα με το εναλλακτικό αυτό σύστημα αναφοράς, το οποίο θα μπορούσε να ορισθεί ως φορολογική μεταχείριση της υπεραξίας και της χρηματοοικονομικής υπεραξίας που προκύπτει από την απόκτηση οικονομικού συμφέροντος σε μία εταιρεία εγκατεστημένη εκτός της ισπανικής επικράτειας, το επίμαχο μέτρο εξακολουθεί να συνιστά παράβαση που δεν συμβιβάζεται με τη λογική του ισπανικού φορολογικού συστήματος. Το γεγονός ότι η εξαγορά μειοψηφικού μετοχικού κεφαλαίου της τάξεως του 5 % το οποίο έχει αποκτηθεί μετά από συγκεκριμένη ημερομηνία ευνοείται από το επίμαχο μέτρο, αποδεικνύει ότι το εν λόγω μέτρο θα συμπεριελάμβανε ορισμένες καταστάσεις που δεν παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα προς άλλες συναλλαγές που απαιτούν τουλάχιστον έλεγχο πλειοψηφίας. Κατά συνέπεια μπορεί να λεχθεί ότι, υπό το εναλλακτικό αυτό σύστημα αναφοράς, καταστάσεις που διαφέρουν τόσο de facto όσο και de jure απολαμβάνουν πανομοιότυπης μεταχείρισης. Η Επιτροπή εκτιμά συνεπώς ότι, ακόμη και υπό το εναλλακτικό αυτό σύστημα αναφοράς, το επίμαχο μέτρο συνιστά παρέκκλιση και ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της ίσης φορολογικής μεταχείρισης για τη δικαιολόγηση του.

    B.   Παρουσία κρατικών πόρων

    (144)

    Το μέτρο προϋποθέτει τη χρήση κρατικών πόρων καθώς συνεπάγεται αποποίηση φορολογικών εσόδων, και συγκεκριμένα του ποσού που αντιστοιχεί στη μείωση του φορολογικού χρέους των φορολογητέων στην Ισπανία επιχειρήσεων οι οποίες αποκτούν σημαντικό μετοχικό κεφάλαιο σε αλλοδαπές εταιρείες, για μία ελάχιστη περίοδο 20 ετών μετά από την απόκτηση.

    (145)

    Η αποποίηση φορολογικών εσόδων περιορίζει τα βάρη που καλύπτονται κανονικά από τον προϋπολογισμό μιας εταιρείας και, ως εκ τούτου, παρόλο που δεν συνιστά επιδότηση με την αυστηρή έννοια του όρου, έχει παρόμοιο χαρακτήρα και πανομοιότυπα αποτελέσματα. Κατά όμοιο τρόπο, ένα μέτρο που επιτρέπει σε ορισμένες εταιρείες να ευνοηθούν από μία φορολογική απαλλαγή ή να αναβάλλουν την καταβολή των φόρων που θα έπρεπε να πληρώσουν υπό κανονικές συνθήκες ισοδυναμεί με κρατική ενίσχυση. Από άποψη προϋπολογισμού και σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (108) και με την ανακοίνωση της Επιτροπής, (109) το επίμαχο μέτρο προκαλεί απώλεια φορολογικών εσόδων για το κράτος, εξαιτίας της μείωσης της φορολογητέας βάσης, γεγονός το οποίο ισοδυναμεί με ανάλωση κρατικών πόρων.

    (146)

    Για αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή κρίνει ότι το επίμαχο μέτρο συνεπάγεται τη χρήση κρατικών πόρων.

    Γ.   Στρέβλωση του ανταγωνισμού και των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών

    (147)

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (110), «[…] Προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα εθνικό μέτρο ως απαγορευμένη κρατική ενίσχυση, δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθούν οι πραγματικές επιπτώσεις της ενίσχυσης στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και η στρέβλωση του ανταγωνισμού, παρά μόνο να εξετασθεί εάν μια τέτοια βοήθεια μπορεί να επηρεάσει αυτές τις συναλλαγές και να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό. Ιδίως, όταν μια κρατική ενίσχυση ή ενίσχυση μέσω κρατικών πόρων ενισχύει τη θέση μιας επιχείρησης σε σχέση με άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση… Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητο η εταιρεία δικαιούχος να συμμετέχει στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Πράγματι, όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί μία ενίσχυση σε μία εταιρεία, η εσωτερική δραστηριότητα μπορεί να παραμείνει σταθερή ή να αυξηθεί, με συνέπεια να μειωθούν οι πιθανότητες άλλων εταιρειών να εισχωρήσουν στην αγορά του εν λόγω κράτους μέλους». Επιπλέον, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (111), προκειμένου να θεωρηθεί πως ένα μέτρο στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, αρκεί ο δικαιούχος του να ανταγωνίζεται άλλες εταιρείες εντός άλλων αγορών ανοιχτών στον ανταγωνισμό. Η Επιτροπή κρίνει πως οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομολογία πληρούνται για τους ακόλουθους λόγους.

    (148)

    Πρώτον, το επίμαχο μέτρο παρέχει πλεονέκτημα από άποψη χρηματοδότησης και, κατά συνέπεια, ενισχύει τη θέση της οικονομικής μονάδας που μπορεί να απαρτίζεται από τον δικαιούχο και την εταιρεία-στόχο. Από αυτή την άποψη και σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (112), η απλή κατοχή του ελέγχου μιας εταιρείας-στόχος και η άσκηση αυτού του ελέγχου, επεμβαίνοντας άμεσα ή έμμεσα στη διαχείριση της τελευταίας, θα πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά συμμετοχή στην οικονομική δραστηριότητα που αναπτύσσει η ελεγχόμενη εταιρεία.

    (149)

    Δεύτερον, το επίμαχο μέτρο μπορεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό, σαφέστερα μεταξύ Ευρωπαίων ανταγωνιστών, παρέχοντας φορολογική απαλλαγή σε ισπανικές εταιρείες που αποκτούν σημαντικό μετοχικό κεφάλαιο σε εταιρείες-στόχος. Αυτή η ανάλυση επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι διάφορες εταιρείες κατήγγειλαν το μέτρο ή παρενέβησαν μετά την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας για να δηλώσουν ότι το επίμαχο μέτρο παραχωρούσε σημαντικό πλεονέκτημα, προωθώντας τα σχέδια των ισπανικών εταιρειών για συγκεντρώσεις, ιδιαιτέρως στο πλαίσιο διαδικασιών διαγωνισμών. Αυτές οι παρεμβάσεις επιβεβαιώνουν τουλάχιστον ότι ένας αριθμός μη ισπανικών εταιρειών θεωρούν ότι η θέση τους στην αγορά επηρεάζεται από το επίμαχο μέτρο, ανεξαρτήτως του ότι οι λεπτομερείς αναφορές τους υπήρξαν σωστές ως προς την ύπαρξη ενίσχυσης.

    (150)

    Τέλος, η Επιτροπή θα ήθελε να υπογραμμίσει ότι το επιλεκτικό πλεονέκτημα παρέχεται σε εταιρείες που φορολογούνται στην Ισπανία και όχι σε δραστηριότητες ισπανών φορολογουμένων εκτός της ΕΕ. Η φορολογική βάση η οποία διαβρώνεται είναι εκείνη που προέρχεται από φορολογητέες οικονομικές δραστηριότητες στην Ισπανία. Ως εκ τούτου, το πλεονέκτημα παρέχεται άμεσα στη δραστηριότητα του δικαιούχου που διεξάγεται στην Ισπανία και όχι στη μόνιμη εγκατάσταση εκτός της ΕΕ. Συνεπώς, βάσει του γεγονότος αυτού, Η Επιτροπή εκτιμά ότι, στην εξεταζόμενη υπόθεση, δεν μπορεί να προβληθεί το επιχείρημα ότι το πλεονέκτημα δεν δύναται να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό ή τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και ότι το επίμαχο μέτρο εφαρμόζεται σε χώρες εκτός της ΕΕ. Παρόλο που το πλεονέκτημα παρέχεται σύμφωνα με αντικειμενικούς όρους που αφορούν τις συναλλαγές με χώρες εκτός ΕΕ, τούτο δεν αναιρεί το γεγονός ότι το μέτρο οδηγεί σε διάβρωση της φορολογικής βάσης που προέρχεται από οικονομική δραστηριότητα ασκούμενη στην εσωτερική αγορά.

    (151)

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό, πρωτίστως στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, βελτιώνοντας ενδεχομένως τις επιχειρηματικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι δικαιούχοι που συμμετέχουν άμεσα σε οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες υπόκεινται σε φορολογία στην Ισπανία.

    Δ.   Αντίδραση της Επιτροπής στις ληφθείσες παρατηρήσεις

    (152)

    Πριν καταλήξει σε συμπέρασμα σχετικά με την αξιολόγηση του μέτρου, η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να αναλύσει λεπτομερέστερα ορισμένα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν από τις ισπανικές αρχές και τους τρίτους και τα οποία δεν αναλύθηκαν άμεσα ή έμμεσα στις σχετικές με την αξιολόγηση του καθεστώτος αιτιολογικές σκέψεις (αιτιολογικές σκέψεις 96 και ακόλουθες).

    Δ.1.   Αντίδραση στα στοιχεία που προέκυψαν από τις δηλώσεις εισοδήματος του 2006 και στις παρατηρήσεις σχετικά με την απόφαση C-501/00 του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    (153)

    Σε ό,τι αφορά τα εξαχθέντα από τις ισπανικές αρχές στοιχεία από τις δηλώσεις εισοδήματος του 2006 με σκοπό να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν είναι επιλεκτικό, (113) η Επιτροπή υπογραμμίζει τη γενικότερη έλλειψη ακρίβειας στις πληροφορίες που κατατέθηκαν. Πρώτον, τα στοιχεία παρουσιάζουν την κατανομή των δικαιούχων σε κατηγορίες (δραστηριότητα, όγκος επιχειρηματικής δραστηριότητας), αλλά δεν διευκρινίζουν εάν οι εν λόγω δικαιούχοι αντιπροσωπεύουν μικρό ή μεγάλο μέρος καθεμιάς από τις κατηγορίες που επηρεάζονται. Δεύτερον, παρόλο που τα στατιστικά στοιχεία που βασίζονται στον όγκο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων θα μπορούσαν να αποτελούν ενδιαφέροντα δείκτη για να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο εφαρμόζεται σε όλες τις ισπανικές εταιρείες, πρέπει να σημειωθεί ότι το επίμαχο μέτρο αναφέρεται στις εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου. Αυτός ο τύπος επενδύσεων δεν παράγει αναγκαστικά σημαντικό όγκο δραστηριοτήτων, το οποίο συνεπάγεται ότι, για παράδειγμα, εταιρείες χαρτοφυλακίου ενδεχομένως να παρουσιάζονται ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις στα εν λόγω στοιχεία. Κατά συνέπεια, προκειμένου να θεωρηθούν σχετικά τα στοιχεία, θα ήταν απαραίτητο να ληφθούν υπόψη επιπλέον συντελεστές, όπως τα πλήρη στοιχεία του ισολογισμού, καθώς και το εάν οι δικαιούχοι μπορούν να ενοποιήσουν τη φορολογητέα βάση τους με άλλους ισπανούς φορολογούμενους. Τρίτον, τα στοιχεία δεν φαίνονται αντιπροσωπευτικά, καθώς δεν καταδεικνύουν το επίπεδο του μετοχικού κεφαλαίου (πλειοψηφικό ή μειοψηφικό) που εξαγοράστηκε από τους δικαιούχους. Τέλος, τα ληφθέντα στοιχεία δεν προσφέρουν ενδείξεις που να επιτρέπουν να καθοριστεί εάν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις που ορίζονται στη σύσταση της Επιτροπής (114) του 2003 για τις ΜΜΕ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι, η απόδειξή της ότι το επίμαχο μέτρο είναι επιλεκτικό εξαιτίας των ίδιων των χαρακτηριστικών της εν λόγω νομοθεσίας, δεν αντικρούστηκε από τα μερικά και μη αντιπροσωπευτικά στοιχεία που παρουσίασαν οι ισπανικές αρχές.

    (154)

    Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση που τα επιχειρήματα των ισπανικών αρχών είχαν συμπληρωθεί με επιπλέον αποδείξεις, δεν θα αρκούσαν ώστε να αναιρέσουν τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, καθώς μόνο ορισμένες εταιρείες ευνοούνται από το μέτρο, σύμφωνα επίσης με την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-501/00, Ισπανία κατά Επιτροπής (115). Πράγματι, σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση, εκ μέρους των ισπανικών αρχών, του μέτρου ως μέτρο γενικού χαρακτήρα (116) επειδή είναι ανοιχτό σε οποιαδήποτε εταιρεία με έδρα στην Ισπανία, θεωρείται σκόπιμη η αναφορά στην εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου. Η υπόθεση αναφερόταν ομοίως σε εξαίρεση από την ισπανική φορολογία επί των εταιρειών και, πιο συγκεκριμένα, σε μέτρο υπό τον τίτλο «Μείωση του φόρου λόγω εξαγωγικής δραστηριότητας». Οι ισπανικές αρχές υποστήριξαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι το καθεστώς ήταν ανοικτό σε οποιαδήποτε εταιρεία με φορολογική έδρα στην Ισπανία. Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε ότι η φορολογική μείωση θα μπορούσε να «ισχύει προς όφελος μιας μόνο κατηγορίας επιχειρήσεων, δηλαδή αυτών που πραγματοποιούν εξαγωγές και υλοποιούν ορισμένες από τις επενδύσεις που τα επίδικα μέτρα αφορούν» (117). Η Επιτροπή θεωρεί ότι και στην παρούσα υπόθεση στόχος του επίμαχου μέτρου είναι να προωθήσει την εξαγωγή κεφαλαίων, προκειμένου να ενισχύσει τη θέση των ισπανικών εταιρειών στο εξωτερικό, βελτιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ανταγωνιστικότητα των δικαιούχων του καθεστώτος.

    (155)

    Σε αυτό το πλαίσιο, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, «προς δικαιολόγηση των επίδικων μέτρων σε σχέση με τη φύση ή την οικονομία του φορολογικού συστήματος εντός του οποίου εντάσσονται, δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι σκοπός των μέτρων αυτών είναι η προαγωγή του διεθνούς εμπορίου. Ο σκοπός αυτός, αν και είναι οικονομικού χαρακτήρα, δεν αποδείχθηκε ότι αντιστοιχεί στη λογική που συνολικά διέπει το ισχύον στην Ισπανία φορολογικό σύστημα … Το γεγονός ότι με τα επίμαχα μέτρα επιδιώκεται κάποιος σκοπός στο πλαίσιο της εμπορικής ή της βιομηχανικής πολιτικής, όπως είναι η προαγωγή του διεθνούς εμπορίου, μέσω της υποστηρίξεως των επενδύσεων στο εξωτερικό, δεν αρκεί για να μη θεωρηθούν τα μέτρα αυτά ως “ενισχύσεις” κατά την έννοια του άρθρου 4 στοιχείο γ) ΑΧ» (118). Στην παρούσα υπόθεση, οι ισπανικές αρχές δήλωσαν απλώς ότι αντικείμενο του επίμαχου μέτρου είναι η ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου και η ένωση εταιρειών, χωρίς να αποδείξουν ότι το εν λόγω μέτρο δικαιολογείται από τη λογική που διέπει το σύστημα. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, η Επιτροπή επιβεβαιώνει τη θέση της ότι το επίμαχο μέτρο είναι επιλεκτικό.

    Δ.2.   Αντίδραση στις παρατηρήσεις σχετικά με την πρακτική της Επιτροπής

    (156)

    Σχετικά με την αναφορά στην υποτιθέμενη καινοτόμα ερμηνεία της Επιτροπής σχετικά με την έννοια της επιλεκτικής μεταχείρισης στην παρούσα υπόθεση, πρώτον, θεωρείται σκόπιμο να τονιστεί ότι αυτή η προσέγγιση είναι απολύτως σύμφωνη με την πρακτική που ακολουθούν οι αποφάσεις της Επιτροπής και η νομολογία του Δικαστηρίου, όπως περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 109. Η προσέγγιση σε αυτήν τη συγκεκριμένη υπόθεση δεν διαφοροποιείται από την απόφαση της Επιτροπής N 480/2007, (119) την οποία επικαλούνται οι ισπανικές αρχές. Πράγματι, στην εν λόγω απόφαση ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη φύση του επιδιωκόμενου σκοπού με αναφορά (120) στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή και Οικονομική Επιτροπή - Προς μια πιο αποτελεσματική χρήση των φορολογικών κινήτρων στους τομείς της έρευνας και της ανάπτυξης. (121) Στην υπό εξέταση υπόθεση, ο επιδιωκόμενος από το επίμαχο μέτρο σκοπός δεν έχει παρόμοιο στόχο. Επιπλέον, σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, το ισπανικό μέτρο που καλύπτεται από την απόφαση N 480/2007 δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στις εθνικές και τις αλλοδαπές συναλλαγές.

    (157)

    Τέλος, σε ό,τι αφορά την εξαίρεση από το καθεστώς φορολογίας επί των εταιρειών που προκύπτει από την εφαρμογή οδηγιών, (122) όπως η οδηγία σχετικά με μητρικές και θυγατρικές εταιρείες ή η οδηγία περί διασυνοριακών τόκων και δικαιωμάτων, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατάσταση που προκύπτει από την εφαρμογή των εν λόγω οδηγιών είναι απολύτως σύμφωνη με την αιτιολόγηση που εκτίθεται στην παρούσα απόφαση. Πράγματι, ως αποτέλεσμα της εναρμόνισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι διασυνοριακές συναλλαγές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εντός κάθε κράτους μέλους θα πρέπει να θεωρούνται συγκρίσιμες de facto και de jure. Επιπλέον, η Επιτροπή επιθυμεί να τονίσει το γεγονός ότι το Δικαστήριο απεφάνθη ότι (123): «στην παρούσα κατάσταση Κοινοτικού δικαίου, καίτοι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, γεγονός είναι ότι τα τελευταία οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή συμμορφούμενα προς το κοινοτικό δίκαιο (βλέπε συγκεκριμένα την υπόθεση, C-391/97, Geschwind, Συλλογή 1999, σ. I-5451, παράγραφος 20) και, κατά συνέπεια, να απέχουν από κάθε εμφανή ή συγκεκαλυμμένη δυσμενή διάκριση που μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.».

    Δ.3.   Αντίδραση στις παρατηρήσεις σχετικά με το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ

    (158)

    Όπως έχει ήδη τονιστεί, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, παρόλο που η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, γεγονός είναι ότι τα τελευταία οφείλουν να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή συμμορφούμενα προς το δίκαιο της ΕΕ (124), συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων της ΣΛΕΕ περί κρατικών ενισχύσεων. Το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ περιορίζει απλώς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 63 ΣΛΕΕ και δεν επηρεάζει κατά κανένα τρόπο την εφαρμογή των κανόνων της συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των διατάξεων που αναγνωρίζουν στην Επιτροπή ελεγκτική δικαιοδοσία στον εν λόγω τομέα.

    (159)

    Επιπλέον, το άρθρο 65 της συνθήκης, το οποίο χρησιμοποιείται ως αναφορά από τις ισπανικές αρχές, θα πρέπει να διαβάζεται σε συσχέτιση με το άρθρο 63 της ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει τους περιορισμούς στη διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών. Συγκεκριμένα, το άρθρο 65 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ προβλέπει ότι «Οι διατάξεις του άρθρου 63 δεν θίγουν το δικαίωμα των κρατών μελών: α) να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδυμένα τα κεφάλαιά τους».

    (160)

    Η δυνατότητα που προσφέρει στα κράτη μέλη το άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ να εφαρμόζουν τις οικείες διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδυμένα τα κεφάλαιά τους, έχει επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο. Σύμφωνα με προγενέστερη της θέσεως σε ισχύ του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ νομολογία, οι εθνικές φορολογικές διατάξεις οι οποίες επιτρέπουν ορισμένες διακρίσεις, βάσει, συγκεκριμένα, της κατοικίας των φορολογουμένων, είναι δυνατόν να είναι συμβατές με το δίκαιο της ΕΕ, εφόσον εφαρμόζονται σε καταστάσεις που δεν είναι αντικειμενικά συγκρίσιμες (125) ή μπορούν να δικαιολογηθούν από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, οι οποίοι συνδέονται ιδιαίτερα με τη συνοχή του φορολογικού καθεστώτος (126). Σε κάθε περίπτωση, οι στόχοι αμιγώς οικονομικού χαρακτήρα δεν μπορούν να θεωρηθούν επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος που να μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό μιας βασικής ελευθερίας, την οποία εγγυάται η συνθήκη (127).

    (161)

    Επιπλέον, σε ό,τι αφορά τη μεταγενέστερη της θέσεως σε ισχύ του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ, περίοδο, το Δικαστήριο διερεύνησε την πιθανή παρουσία αντικειμενικά συγκρίσιμων καταστάσεων, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ύπαρξη νομοθεσίας η οποία περιορίζει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Σε ό,τι αφορά ορισμένες φορολογικές νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες αποτρέπουν τους φορολογούμενους που κατοικούν σε ένα κράτος μέλος από το να επενδύσουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρείες εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος και, κατά συνέπεια, δημιουργούν περιορισμούς για τις εγκατεστημένες εταιρείες σε άλλα κράτη μέλη, με την έννοια ενός περιορισμού στην αποδοχή κεφαλαίων στο εν λόγω κράτος, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αποφανθεί με πάγιο τρόπο ότι τέτοιου είδους νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθούν από μία κατάσταση αντικειμενικά διαφορετική από αυτή που μπορεί να προκύψει από μία διαφορά φορολογικής μεταχείρισης, βάσει του άρθρου 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ (128).

    (162)

    Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι το άρθρο 65 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ ορίζει σαφώς ότι τα εθνικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ δεν μπορούν να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών (129).

    (163)

    Έχοντας υπόψη τα παραπάνω και ιδίως το γεγονός ότι δεν υπάρχουν σαφή νομικά εμπόδια σε ορισμένες από τις χώρες εκτός ΕΕ στις οποίες εφαρμόζεται το επίμαχο μέτρο, η Επιτροπή θεωρεί ότι, στην παρούσα υπόθεση, οι εξαγορές εγχώριου μετοχικού κεφαλαίου και οι εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών που είναι εγκατεστημένες σε όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη και σε ορισμένες από χώρες εκτός ΕΕ στις οποίες δεν εντοπίστηκαν σαφή νομικά εμπόδια, βρίσκονται, για τους προαναφερθέντες λόγους, σε αντικειμενικά συγκρίσιμη κατάσταση, ενώ δεν υφίστανται επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση των φορολογουμένων βάσει του τόπου όπου είναι επενδυμένα τα κεφάλαιά τους.

    Ε.   Συμπέρασμα σχετικά με την αξιολόγηση του επίμαχου μέτρου

    (164)

    Λόγω του γεγονότος ότι το καθεστώς εφαρμόζεται τόσο εντός της ΕΕ (βλέπε την προηγούμενη απόφαση) όσο και σε ορισμένες καταστάσεις εκτός της ΕΕ στις οποίες δεν διαπιστώθηκε κανένα σαφές νομικό εμπόδιο, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο μέτρο, ως προς όλα του τα στοιχεία, καθώς και στο βαθμό που αφορά τις εξαγορές εκτός της ΕΕ, πληροί όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί κρατική ενίσχυση.

    (165)

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (130), η Επιτροπή θα ήθελε να επαναλάβει ότι στόχος της παρούσας απόφασης δεν είναι να καθορίσει τους όρους που θα επέτρεπαν στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να αποφύγει την αξιολόγηση του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης. Το θέμα αυτό θα έπρεπε να συζητηθεί μεταξύ των ισπανικών αρχών και της Επιτροπής, ως μέρος της κοινοποίησης του εν λόγω καθεστώτος, πριν το καθεστώς τεθεί σε ισχύ.

    ΣΤ.   Συμβατότητα

    (166)

    Όπως δήλωσε στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι το εν λόγω καθεστώς ενίσχυσης δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ.

    (167)

    Κατά τη διαδικασία, οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη εξέθεσαν τα επιχειρήματά τους προκειμένου να αποδείξουν ότι οι προβλεπόμενες από το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ εξαιρέσεις εφαρμόζονταν στην παρούσα υπόθεση (131). Τα δύο μέρη έκριναν ότι καμία από τις διατάξεις του άρθρου 107 παράγραφος 2 ή του άρθρου 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ δεν ήταν εφαρμόσιμη στην παρούσα υπόθεση.

    (168)

    Οι προβλεπόμενες από το άρθρο 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ εξαιρέσεις, οι οποίες αναφέρονται στις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς μεμονωμένους καταναλωτές, οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα και οι ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση.

    (169)

    Δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθεί ούτε η εξαίρεση που προβλέπεται από το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο α), η οποία επιτρέπει τις ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθιστα χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, καθώς το μέτρο δεν αναφέρεται σε κανενός τύπου δραστηριότητες σε περιοχές όπου επικρατούν ειδικές συνθήκες (132).

    (170)

    Κατά όμοιο τρόπο, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το επίμαχο μέτρο, η υιοθέτηση του οποίου έλαβε χώρα το 2001, προωθεί την εκτέλεση κάποιου έργου γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος ή ότι επιδιώκει να άρει κάποια διαταραχή της ισπανικής οικονομίας, όπως προβλέπει το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β). Ούτε επιδιώκει την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως προβλέπει το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ).

    (171)

    Τέλος, το επίμαχο μέτρο πρέπει να εξετασθεί βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ), το οποίο επιτρέπει τις ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να τονιστεί αρχικά ότι το επίμαχο μέτρο δεν εμπίπτει σε κανένα πλαίσιο ή κατευθυντήρια γραμμή που ορίζει τις προϋποθέσεις προκειμένου να θεωρηθούν ορισμένοι τύποι ενισχύσεων συμβατοί με την εσωτερική αγορά.

    (172)

    Σε ό,τι αφορά τα επιχειρήματα που παρουσιάστηκαν από τις ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη με βάση το σχέδιο δράσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων του 2005 (133), σύμφωνα με τα οποία ορισμένα μέτρα μπορούν να είναι συμβατά εφόσον ανταποκρίνονται σε μία ανεπάρκεια της αγοράς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι οι υποτιθέμενες γενικές δυσκολίες που προκύπτουν στην πραγματοποίηση διασυνοριακών συγχωνεύσεων δεν είναι δυνατόν να εκλαμβάνονται ως ανεπάρκεια της αγοράς.

    (173)

    Το γεγονός ότι μία συγκεκριμένη εταιρεία ενδεχομένως να μη δύναται να ολοκληρώσει ένα ορισμένο έργο ή μία δραστηριότητα χωρίς ενίσχυση δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι υφίσταται ανεπάρκεια της αγοράς. Μόνον όταν οι δυνάμεις τις αγοράς από μόνες τους δεν δύνανται να επιτύχουν ικανοποιητικό αποτέλεσμα, όταν, δηλαδή, δεν προκύπτουν όλα τα πιθανά κέρδη από μία επιχειρηματική δραστηριότητα, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι υφίσταται ανεπάρκεια της αγοράς.

    (174)

    Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι το κόστος που προκύπτει από ορισμένες δραστηριότητες ενδέχεται να είναι πολύ υψηλότερο από το κόστος άλλων δραστηριοτήτων. Ωστόσο, δεδομένου του ότι τα εν λόγω έξοδα συνιστούν το πραγματικό κόστος που αντανακλά με ακρίβεια τη φύση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, δηλαδή, συνιστούν έξοδα που σχετίζονται με τις διαφορετικές γεωγραφικές τοποθεσίες ή τα διαφορετικά νομικά πλαίσια στα οποία πραγματοποιούνται οι δραστηριότητες αυτές, αρκεί οι εταιρείες να λάβουν υπόψη αυτά τα έξοδα όταν λαμβάνουν τις αποφάσεις τους. Αντιθέτως, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ικανοποιητικό εάν αγνοούσαμε αυτά τα έξοδα ή αν καλύπτονταν από κρατικές ενισχύσεις. Ο ίδιος τύπος διαφορών στα πραγματικά έξοδα προκύπτει επίσης από τη σύγκριση διαφορετικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό του ίδιου κράτους και από τη σύγκριση διασυνοριακών δραστηριοτήτων, αλλά η ύπαρξη αυτών των διαφορών δεν συνεπάγεται ανεπαρκές αποτέλεσμα της αγοράς.

    (175)

    Όλα τα παραδείγματα που εκτίθενται από τις ισπανικές αρχές, σχετικά με υποτιθέμενη αύξηση των εξόδων στην πραγματοποίηση διεθνών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε σχέση με τις εθνικές δραστηριότητες, αναφέρονται σε πραγματικά έξοδα τα οποία θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη από τους συμμετέχοντες στην αγορά προκειμένου να επιτευχθούν επαρκή αποτελέσματα.

    (176)

    Προκειμένου να υπάρξει μία ανεπάρκεια της αγοράς θα πρέπει πρωτίστως να υφίστανται εξωτερικοί παράγοντες (έμμεσες θετικές συνθήκες), που θα προκύπτουν από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, ή σημαντική ανεπάρκεια ή ασυμμετρία πληροφοριών, εξαιτίας των οποίων δεν πραγματοποιούνται δραστηριότητες που σε άλλη περίπτωση θα ήταν επιτυχείς. Παρόλο που, θεωρητικά, κάτι τέτοιο μπορεί να λάβει χώρα σε ορισμένες δραστηριότητες, τόσο διεθνείς όσο κι εθνικές (για παράδειγμα, στο πλαίσιο προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης), δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί εγγενές χαρακτηριστικό όλων των διεθνών δραστηριοτήτων, ιδίως των δραστηριοτήτων που εξετάζονται εδώ. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή κρίνει ότι το επιχείρημα περί ανεπάρκειας της αγοράς δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό.

    (177)

    Περαιτέρω, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, αξιολογώντας εάν μία ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή ζυγίζει τα θετικά αποτελέσματα του μέτρου στην επιδίωξη ενός στόχου κοινού συμφέροντος και τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες αυτού, όπως η στρέβλωση των συναλλαγών και του ανταγωνισμού. Βάσει αυτής της πρακτικής, το σχέδιο δράσης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων θέσπισε ένα «κριτήριο εξισορρόπησης» σε τρία στάδια. Κατά τα δύο πρώτα στάδια αξιολογούνται οι θετικές επιπτώσεις της κρατικής ενίσχυσης, ενώ κατά το τρίτο οι αρνητικές επιπτώσεις και το αποτέλεσμα που απορρέει από τις πρώτες και τις δεύτερες. Το κριτήριο εξισορρόπησης βασίζεται σε τρία ερωτήματα:

    α)

    αξιολόγηση του κατά πόσο η ενίσχυση αποσκοπεί στην επίτευξη ενός σαφώς προσδιορισθέντος στόχου κοινού ενδιαφέροντος (για παράδειγμα, ανάπτυξη, απασχόληση, συνοχή, περιβάλλον ή ενεργειακή ασφάλεια)·

    β)

    αξιολόγηση του κατά πόσο η ενίσχυση έχει σχεδιασθεί κατάλληλα ώστε να επιτευχθεί ο στόχος κοινού ενδιαφέροντος, δηλαδή εάν η προτεινόμενη ενίσχυση αντιμετωπίζει την ανεπάρκεια της αγοράς ή κάποιον άλλο στόχο. Προκειμένου να γίνει η εν λόγω αξιολόγηση, πρέπει να εξακριβωθεί εάν:

    i)

    η κρατική ενίσχυση συνιστά κατάλληλο πολιτικό μέτρο,

    ii)

    υφίσταται κίνητρο και, συγκεκριμένα, εάν η ενίσχυση τροποποιεί τη συμπεριφορά των εταιρειών,

    iii)

    το μέτρο είναι αναλογικό, εάν, δηλαδή, θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί η ίδια αλλαγή με λιγότερη ενίσχυση·

    γ)

    αξιολόγηση του κατά πόσο οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και του εμπορίου είναι περιορισμένες, κατά τρόπο ώστε ο γενικός απολογισμός να είναι θετικός.

    (178)

    Κατά πρώτο λόγο πρέπει να αξιολογηθεί εάν ο επιδιωκόμενος από την ενίσχυση στόχος είναι δυνατόν να θεωρηθεί στόχος κοινού ενδιαφέροντος. Παρόλο που υποτίθεται ότι επιδιώκει να ευνοήσει την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, στην παρούσα υπόθεση ο επιδιωκόμενος από την ενίσχυση στόχος δεν είναι σαφώς καθορισμένος, καθώς υπερβαίνει την ολοκλήρωση της αγοράς, προωθώντας συγκεκριμένα την επέκταση των ισπανικών εταιρειών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αγοράς.

    (179)

    Κατά δεύτερο λόγο αξιολογείται κατά πόσο η ενίσχυση είναι κατάλληλη για την επίτευξη του σαφώς καθορισμένου στόχου κοινού ενδιαφέροντος. Πιο συγκεκριμένα, η κρατική ενίσχυση πρέπει να μεταβάλλει τη συμπεριφορά της εταιρείας δικαιούχου κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτή να αναπτύσσει δραστηριότητες που συμβάλλουν στην επίτευξη του στόχου κοινού ενδιαφέροντος, δραστηριότητες τις οποίες δεν θα πραγματοποιούσε χωρίς την ενίσχυση ή θα τις πραγματοποιούσε κατά περιορισμένο ή άλλο τρόπο. Οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη δεν παρουσίασαν συγκεκριμένα επιχειρήματα τα οποία αποδεικνύουν τη δυνατότητα δημιουργίας του εν λόγω κινήτρου.

    (180)

    Το τρίτο ερώτημα αφορά τις αρνητικές συνέπειες της κρατικής ενίσχυσης. Ακόμη και στην περίπτωση που μία κρατική ενίσχυση είναι κατάλληλη για την επίτευξη ενός στόχου κοινού ενδιαφέροντος, η παροχή ενίσχυσης σε μία εταιρεία ή έναν συγκεκριμένο οικονομικό τομέα ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού ή των συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών. Σε αυτό το πλαίσιο, τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι το καθεστώς ενισχύσεων δεν επιφέρει αρνητικές συνέπειες στον ανταγωνισμό των εταιρειών που υπόκεινται στον φόρο επί των εταιρειών στην Ισπανία, καθώς το χρηματοοικονομικό αποτέλεσμα του άρθρου 12.5 είναι αμελητέο. Ωστόσο, όπως έχει ήδη σημειωθεί στις αιτιολογικές σκέψεις 126 και ακόλουθες, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το αποτέλεσμα του άρθρου 12.5 απέχει πολύ από το να θεωρηθεί αμελητέο. Επιπλέον, δεδομένου του ότι το καθεστώς ενισχύσεων εφαρμόζεται μόνο σε αλλοδαπές επιχειρήσεις, το αποτέλεσμά του επιφέρει σαφώς στρέβλωση του ανταγωνισμού στις αλλοδαπές αγορές.

    (181)

    Το τελευταίο στάδιο της ανάλυσης της συμβατότητας έγκειται στην αξιολόγηση του εάν οι θετικές επιπτώσεις της ενίσχυσης, εφόσον υπάρχουν, ξεπερνούν τις αρνητικές. Όπως έχει προαναφερθεί, στην παρούσα υπόθεση οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη δεν απέδειξαν την ύπαρξη ενός σαφώς καθορισμένου στόχου ο οποίος επιφέρει σαφώς θετικά αποτελέσματα. Σε γενικές γραμμές, θεωρούν ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS πληροί τον ενωσιακό στόχο της ενίσχυσης των διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, χωρίς να προβαίνουν σε αξιολόγηση των ενδεχόμενων και των πραγματικών αρνητικών επιπτώσεων του επίμαχου μέτρου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το θετικό αποτέλεσμα του μέτρου έγκειται στην ενίσχυση των διασυνοριακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με την εξάλειψη των εμποδίων στις εν λόγω δραστηριότητες, η Επιτροπή κρίνει ότι τα θετικά αποτελέσματα του μέτρου δεν υπερβαίνουν τις αρνητικές του επιπτώσεις, ιδίως επειδή το πεδίο εφαρμογής του μέτρου είναι ασαφές και άνευ διακρίσεων.

    (182)

    Συμπερασματικά, η Επιτροπή κρίνει ότι, σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα την ανάλυση βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ), τα φορολογικά οφέλη που παρέχει το επίμαχο μέτρο δεν συνδέονται με την επένδυση, τη δημιουργία απασχόλησης ή συγκεκριμένα έργα, αλλά συνίστανται απλώς στην απαλλαγή των ενδιαφερόμενων εταιρειών από επιβαρύνσεις τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να υποστούν και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθούν ενισχύσεις λειτουργίας. Κατά γενικό κανόνα, οι ενισχύσεις λειτουργίας δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, καθώς στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό στους τομείς όπου παρέχονται, χωρίς να δύνανται, εξαιτίας της ιδίας φύσης τους, να εξυπηρετήσουν κανέναν από τους σκοπούς που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. (134) Σύμφωνα με τη συνηθισμένη πρακτική της Επιτροπής, η εν λόγω ενίσχυση δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά καθώς δεν ευνοεί την ανάπτυξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων ή οικονομικών τομέων, αλλά και δεν είναι περιορισμένη χρονικά, δεν μειώνεται σταδιακά και δεν είναι αναλογική στο μέτρο που είναι αναγκαίο προκειμένου να άρει ένα ειδικό οικονομικό μειονέκτημα των εν λόγω τομέων. Το αποτέλεσμα της εφαρμογής του «κριτηρίου εξισορρόπησης» επιβεβαιώνει αυτή την ανάλυση.

    (183)

    Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, εξάγεται το συμπέρασμα ότι το εν λόγω συνολικό καθεστώς ενισχύσεων, σε ό,τι αφορά επίσης τις εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου εκτός της ΕΕ, είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά.

    Ζ.   Ανάκτηση

    (184)

    Το επίμαχο μέτρο εφαρμόστηκε χωρίς να κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή, όπως προβλέπει το άρθρο 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, το μέτρο συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση.

    (185)

    Στην περίπτωση που κρατική ενίσχυση, η οποία έχει χορηγηθεί παρανόμως, θεωρηθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια την ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής από τους δικαιούχους, σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου του 1999, ο οποίος καθορίζει τις διατάξεις περί εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (135). Μέσω της ανάκτησης της ενίσχυσης, επανέρχεται, στον βαθμό που είναι δυνατόν, η κατάσταση ανταγωνισμού που προϋπήρχε της χορήγησης της ενίσχυσης. Ούτε οι ισπανικές αρχές ούτε τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη προέβαλαν επιχειρήματα τα οποία δικαιολογούν τη μη εφαρμογή της βασικής αυτής αρχής.

    (186)

    Ωστόσο, το άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 προβλέπει ότι «η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενίσχυσης εάν αυτό αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου». Η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η πρακτική που εφαρμόζει η Επιτροπή έχουν καθιερώσει, μεταξύ άλλων, ότι η εντολή ανάκτησης ενίσχυσης παραβιάζει μία γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ όταν, ως συνέπεια της δράσης της Επιτροπής, ο δικαιούχος κάποιου μέτρου ενδέχεται να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο ότι η ενίσχυση έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ (136).

    (187)

    Στην απόφασή του στην υπόθεση Forum 187  (137), το Δικαστήριο απεφάνθη ότι «το δικαίωμα επίκλησης της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης παρέχεται σε κάθε πρόσωπο στο οποίο ένα κοινοτικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Ωστόσο, ένα πρόσωπο δεν μπορεί να επικαλεστεί την παραβίαση αυτής της αρχής εκτός εάν του έχουν δοθεί συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις από τη διοίκηση. Κατά όμοιο τρόπο, όταν ένας συνετός και προνοητικός επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση κοινοτικού μέτρου ικανού να επηρεάσει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλείται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σε περίπτωση θέσπισης του μέτρου αυτού.».

    (188)

    Οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη επικαλέστηκαν κυρίως την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης βασιζόμενοι, πρώτον, σε ορισμένες απαντήσεις της Επιτροπής σε γραπτές κοινοβουλευτικές ερωτήσεις και, δεύτερον, στην υποτιθέμενη ομοιότητα του καθεστώτος ενισχύσεων με προηγούμενα μέτρα τα οποία η Επιτροπή έκρινε συμβατά. Τρίτον, οι ισπανικές αρχές και τα 30 ενδιαφερόμενα μέρη θεωρούν ότι η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν δύναται να ζητήσει την ανάκτηση των φορολογικών απαλλαγών που έχουν ήδη παραχωρηθεί ούτε και όλων των απαλλαγών που εκκρεμούν για περίοδο έως και 20 ετών όπως ορίζει ο TRLIS.

    (189)

    Σε ό,τι αφορά την υποτιθέμενη ομοιότητα του καθεστώτος ενισχύσεων με άλλα μέτρα που δεν κρίθηκαν κρατική ενίσχυση, κατά την άποψη της Επιτροπής το καθεστώς ενισχύσεων είναι ουσιαστικά διαφορετικό από τα μέτρα που αξιολογήθηκαν από την Επιτροπή στην απόφασή της του 1984 σχετικά με τα «βελγικά κέντρα συντονισμού» (138). Το επίμαχο μέτρο αφορά σε διαφορετικό τομέα εφαρμογής καθώς δεν αναφέρεται σε δραστηριότητες στο εσωτερικό ενός ομίλου εταιρειών, όπως στην υπόθεση των «βελγικών κέντρων συντονισμού». Επιπλέον, το επίμαχο μέτρο έχει διαφορετική δομή, η οποία το καθιστά επιλεκτικό, πρωτίστως επειδή εφαρμόζεται αποκλειστικά σε επιχειρηματικές δραστηριότητες του εξωτερικού.

    (190)

    Σε ό,τι αφορά τις συνέπειες των δηλώσεων της Επιτροπής σχετικά με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων, η Επιτροπή φρονεί ότι πρέπει να διακριθούν δύο περίοδοι: α) η περίοδος από τη θέση σε του μέτρου ισχύ την 1.1.2002 μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κινήσεως της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την 21η Δεκεμβρίου 2007 και β) η περίοδος μετά τη δημοσίευση της απόφασης κινήσεως της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (191)

    Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίοδο, η Επιτροπή αναγνωρίζει τις απαντήσεις της στις ερωτήσεις του Erik Mejier και της Sharon Bowles σχετικά με το ενδεχόμενο το επίμαχο μέτρο να συνιστούσε κρατική ενίσχυση. Πιο συγκεκριμένα, απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Erik Meijer, την 19η Ιανουαρίου του 2006, ένας Επίτροπος δήλωσε εκ μέρους της Επιτροπής τα ακόλουθα: «Η Επιτροπή δεν δύναται να επιβεβαιώσει εάν οι αυξημένες προσφορές των ισπανικών εταιρειών οφείλονται στην ισπανική φορολογική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στις εταιρείες να προβούν σε απόσβεση του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου πιο γρήγορα από τις αντίστοιχες γαλλικές ή ιταλικές. Η Επιτροπή δύναται, ωστόσο, να επιβεβαιώσει ότι τέτοιου είδους εθνικές νομοθεσίες δεν εμπίπτουν στον τομέα εφαρμογής των κρατικών ενισχύσεων, αλλά συνιστούν γενικούς κανόνες, εφαρμόσιμους σε όλες τις εταιρείες στην Ισπανία» (139). Την 17η Φεβρουαρίου του 2006, απαντώντας σε ερώτηση του μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κυρίας Sharon Bowles, ένας Επίτροπος αποκρίθηκε εκ μέρους της Επιτροπής τα ακόλουθα: «Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, οι ισπανικοί φορολογικοί κανόνες σχετικά με την απόσβεση της υπεραξίας εφαρμόζονται σε όλες τις εταιρείες στην Ισπανία, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, του τομέα και της νομικής τους μορφής ή του εάν είναι δημόσιες ή ιδιωτικές, καθώς συνιστούν κανόνες γενικής απόσβεσης. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι εν λόγω κανόνες εμπίπτουν στον τομέα εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων». (140).

    (192)

    Μέσω αυτών των δηλώσεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή προσέφερε ειδικές, άνευ όρων και εναρμονισμένες εγγυήσεις, ο χαρακτήρας των οποίων είχε ως αποτέλεσμα οι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου να αναπτύξουν δικαιολογημένες προσδοκίες ότι το καθεστώς απόσβεσης του εμπορικού κεφαλαίου ήταν νόμιμο, με την έννοια του ότι δεν περιλαμβανόταν στον τομέα εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων (141), και ότι, ως εκ τούτου, κανένα από τα οφέλη του εν λόγω καθεστώτος δεν θα μπορούσε να είναι αντικείμενο της επακόλουθης ανάκτησης. Παρόλο που αυτές οι δηλώσεις δεν ισοδυναμούν με επίσημη απόφαση της Επιτροπής που ορίζει ότι το καθεστώς της απόσβεσης δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, οι επιπτώσεις τους ισοδυναμούν με δημιουργία δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, έχοντας υπόψη ειδικά ότι στην παρούσα υπόθεση είχαν ακολουθηθεί οι διαδικασίες που εγγυώνται την εφαρμογή της αρχής της συλλογικότητας. Δεδομένου του ότι η έννοια της κρατικής ενίσχυσης είναι αντικειμενική (142) και του ότι η Επιτροπή δεν έχει εξουσία για να αξιολογήσει την ερμηνεία της, παρά μόνο τη συμβατότητά της, οποιαδήποτε ακριβής και άνευ όρων δήλωση εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία ορίζει ότι ένα εθνικό μέτρο δεν πρέπει να θεωρείται κρατική ενίσχυση, ερμηνεύεται, όπως είναι φυσικό, ως δήλωση ότι το μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση εξαρχής (δηλαδή, ακόμη και πριν από την εν λόγω δήλωση). Οποιαδήποτε εταιρεία βρισκόταν προγενέστερα σε αβεβαιότητα σχετικά με το εάν στο μέλλον θα γινόταν αντικείμενο —στο πλαίσιο των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων— μιας εντολής ανάκτησης των οφελών που είχε αποκτήσει βάσει του καθεστώτος απόσβεσης της υπεραξίας που είχε προκύψει από συναλλαγές οι οποίες έλαβαν χώρα πριν από τις δηλώσεις της Επιτροπής, θα μπορούσε, κατόπιν αυτών των δηλώσεων, να εξάγει το συμπέρασμα ότι η εν λόγω αβεβαιότητα ήταν αβάσιμη. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να επιδείξει μεγαλύτερη επιμέλεια ακόμη και από την Επιτροπή από αυτήν την άποψη. Υπό αυτές τις ειδικές συνθήκες, κι έχοντας υπόψη ότι το δίκαιο της ΕΕ δεν απαιτεί αποδείξεις ότι υπάρχει σύνδεσμος ανάμεσα στις εγγυήσεις ενός κοινοτικού θεσμικού οργάνου και τη συμπεριφορά των πολιτών ή των επιχειρήσεων στους οποίους αναφέρονται οι εν λόγω εγγυήσεις, (143) κάθε προνοητικός επιχειρηματίας θα προσδοκούσε ευλόγως ότι η Επιτροπή δεν θα επέβαλε μεταγενέστερα καμία ανάκτηση (144) σε σχέση με τα μέτρα που η ίδια, σε προγενέστερη δήλωσή της σε άλλο κοινοτικό θεσμικό όργανο, είχε αξιολογήσει ότι δεν συνιστούν ενίσχυση, ανεξαρτήτως του πότε ολοκληρώθηκε η συναλλαγή που ευνοούταν από το μέτρο ενίσχυσης.

    (193)

    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ορισμένοι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου μπορούσαν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για το ότι η ενίσχυση δεν θα ανακτάτο και, για το λόγο αυτό, δεν προβαίνει σε ανάκτηση των φορολογικών ενισχύσεων που παραχωρήθηκαν στους εν λόγω δικαιούχους, στο πλαίσιο συμμετοχής, άμεσης ή έμμεσης, εκ μέρους ισπανικής εταιρείας, σε αλλοδαπή εταιρεία πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης (145) στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της απόφασης της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ, οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν επωφεληθεί από το επίμαχο μέτρο.

    (194)

    Εκτός αυτών των αιτιολογικών σκέψεων, οι οποίες ταυτίζονται με τις διατυπωθείσες στην προηγούμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτιμά ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη ορισμένοι πρόσθετοι παράγοντες.

    (195)

    Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 117 της προηγούμενης απόφασης, παρόλο που η Επιτροπή έκρινε ότι οι ισπανικές αρχές και τα τριάντα ενδιαφερόμενα μέρη δεν προσκόμισαν επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν διαφορετική φορολογική μεταχείριση μεταξύ συναλλαγών ισπανικών μετοχικών κεφαλαίων και συναλλαγών μεταξύ εταιρειών που είναι εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Επιτροπή δήλωσε ότι δεν μπορούσε εκ των προτέρων να απορρίψει ολοκληρωτικά μια τέτοια διαφοροποίηση σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές που σχετίζονται με τρίτες χώρες. Πράγματι, εκτός Κοινότητας, ενδέχεται να εξακολουθούν να υφίστανται νομικοί φραγμοί στις διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών, οι οποίοι θα έφερναν τις διασυνοριακές δραστηριότητες σε κατάσταση de facto και de jure διαφορετική από αυτήν που αντιμετωπίζουν οι ενδοκοινοτικές επιχειρηματικές συναλλαγές. Κατά συνέπεια, οι εξωκοινοτικές εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη φορολογική απόσβεση της υπεραξίας —κάτι που ισχύει όταν ελέγχεται η πλειοψηφία των μετοχών— θα μπορούσαν να αποκλεισθούν από αυτό το φορολογικό πλεονέκτημα λόγω της αδυναμίας πραγματοποίησης συνενώσεων εταιρειών. Η απόσβεση της υπεραξίας για τις εν λόγω συναλλαγές, οι οποίες βρίσκονται εκτός του de facto και de jure κοινοτικού πλαισίου, θα μπορούσε να είναι απαραίτητη για την εγγύηση της φορολογικής ουδετερότητας. Η Επιτροπή ολοκληρώνοντας την ανάλυσή της δήλωσε στην αιτιολογική σκέψη 119 της προηγούμενης απόφασης, η οποία διατίθεται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής από τις αρχές Ιανουαρίου 2010, ότι «σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή διατηρεί ανοικτή τη διαδικασία βάσει της απόφασης κινήσεως της διαδικασίας της 10ης Οκτωβρίου 2007, σε ό,τι αφορά τα εξωκοινοτικά κοινοτικά κεφάλαια έχοντας υπόψη ότι οι ισπανικές αρχές έχουν δεσμευθεί να προσκομίσουν νέα στοιχεία σχετικά με τα εμπόδια στις εξωκοινοτικές διασυνοριακές συγχωνεύσεις. Κατά συνέπεια, η διαδικασία που ξεκίνησε την 10η Οκτωβρίου του 2007 συνεχίζει να εκκρεμεί ως προς τις εξωκοινοτικές εξαγορές».

    (196)

    Στις αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 119 της προηγούμενης απόφασης, η Επιτροπή επεσήμανε ότι ενδέχεται να υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των συναλλαγών εξαγοράς που πραγματοποιούνται εντός της ΕΕ και των αντίστοιχων συναλλαγών εκτός της ΕΕ. Ειδικότερα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι «Ενδέχεται να υφίστανται νομικοί φραγμοί επί των διασυνοριακών συνενώσεων εταιρειών, οι οποίοι θα έφερναν τις διασυνοριακές δραστηριότητες σε κατάσταση de facto και de jure διαφορετική από αυτήν που αντιμετωπίζουν οι ενδοκοινοτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες». Οι αναφορές στα κριτήρια των «νομικών φραγμών» και στον «έλεγχο της πλειοψηφίας των μετοχών» έχουν ιδιαίτερη σημασία στις ειδικές αυτές περιστάσεις.

    (197)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα εν λόγω ειδικά και χαρακτηριστικά στοιχεία της παρούσας υπόθεσης, η Επιτροπή εκτιμά ότι η δήλωση που περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 117 της προηγούμενης απόφασης θα μπορούσε να δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης σε συναλλαγές που πραγματοποιούνται από ισπανικές εταιρείες στις χώρες εκτός ΕΕ όπου υπάρχουν σαφείς «νομικοί φραγμοί» για διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων και όπου η ενδιαφερόμενη ισπανική εταιρεία έχει αποκτήσει «έλεγχο της πλειοψηφίας των μετοχών», ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία έλαβε χώρα η συναλλαγή πριν της έκδοση της παρούσας απόφασης.

    (198)

    Με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές στις εκθέσεις και με την επιφύλαξη του χαρακτηρισμού του επίμαχου μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης και της εφαρμογής του σε ατομικές συναλλαγές για τους λόγους που παρουσιάζονται στην αιτιολογική σκέψη 107, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, μεταξύ των χωρών που αποτέλεσαν αντικείμενο ανάλυσης, η ισχύουσα νομοθεσία σε δύο από αυτές, δηλαδή στην Ινδία και στην Κίνα, παρουσιάζει σαφείς νομικούς φραγμούς για τις διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων.

    (199)

    Λαμβανομένων υπόψη των πορισμάτων που παρουσιάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 119 και 120, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές με τις εν λόγω δύο χώρες, οι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου που είχαν αποκτήσει τον έλεγχο της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου, θα μπορούσαν να έχουν αιτιολογημένη εμπιστοσύνη για τη μη ανάκτηση της ενίσχυσης.

    (200)

    Με τον ίδιο τρόπο θα αντιμετωπιστούν οι δικαιούχοι που πραγματοποίησαν συναλλαγή σε άλλες τρίτες χώρες, οι οποίοι απέκτησαν την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου και οι οποίοι δύνανται να προσκομίσουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξουν την ύπαρξη σαφούς νομικού φραγμού, κατά την έννοια της παρούσας απόφασης, στη νομοθεσία της εν λόγω τρίτης χώρας. Για τις χώρες που αναφέρονται στις εκθέσεις, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη ότι, με βάση τις πληροφορίες που υπέβαλαν οι ισπανικές αρχές, δεν κατέστη δυνατόν να εντοπισθούν τέτοιοι φραγμοί, αλλά είναι διατεθειμένη να εξετάσει νέα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

    (201)

    Για δικαιούχους στους οποίους έχει δημιουργηθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, είτε βάσει δηλώσεων της Επιτροπής σε Μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είτε βάσει της προηγούμενης απόφασης, η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι όλοι οι δικαιούχοι αυτοί θα έπρεπε να εξακολουθήσουν να απολαμβάνουν τα οφέλη του επίμαχου μέτρου έως ότου ολοκληρωθεί η περίοδος απόσβεσης που ορίζεται από το ίδιο. Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ο σχεδιασμός των δραστηριοτήτων και η πραγματοποίηση των επενδύσεων έλαβαν χώρα βάσει της λογικής και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ότι θα υπάρξει ως ένα βαθμό συνέχεια στις οικονομικές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένου του επίμαχου μέτρου. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου και την πρακτική της Επιτροπής (146), ελλείψει επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, (147) η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να επιτραπεί στους δικαιούχους να εξακολουθήσουν να απολαμβάνουν τα οφέλη του επίμαχου μέτρου καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου απόσβεσης που προβλέπεται από το άρθρο 12.5 του TRLIS.

    (202)

    Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να προβλεφθεί μια λογική μεταβατική περίοδος για εταιρείες που είχαν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και οι οποίες είχαν ήδη αποκτήσει, με μακροπρόθεσμη προοπτική, δικαιώματα σε αλλοδαπές εταιρείες και δεν κατείχαν τα εν λόγω δικαιώματα για αδιάλειπτο χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός έτους κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κινήσεως της διαδικασίας (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκύπτουσα από δηλώσεις της Επιτροπής προς τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) ή κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκύπτουσα από την προηγούμενη απόφαση). Η Επιτροπή εκτιμά συνεπώς ότι οι εταιρείες που συγκέντρωναν όλες τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 12.5 του TRLIS πριν από την 21η Δεκεμβρίου 2007, ή αντίστοιχα πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός του όρου που προβλέπει την κατοχή συμμετοχών για συνεχή περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, θα πρέπει να ευνοηθούν ομοίως από την ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εφόσον κατείχαν τα εν λόγω δικαιώματα συνεχώς επί τουλάχιστον ένα έτος μέχρι την 21η Δεκεμβρίου 2008, ή αντίστοιχα, ένα έτος μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

    (203)

    Αντιθέτως, στις περιπτώσεις όπου αγοράστρια ισπανική εταιρεία δεν απολαύει δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θα ανακτηθεί από τον εν λόγω δικαιούχο κάθε ασυμβίβαστη ενίσχυση, εκτός εάν, πρώτον, είχε αναληφθεί από την ισπανική αγοράστρια εταιρεία αμετάκλητη δέσμευση για κατοχή τέτοιων δικαιωμάτων πριν την 21η Δεκεμβρίου 2007 (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκύπτουσα από δηλώσεις της Επιτροπής σε μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) ή πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκύπτουσα από την προηγούμενη απόφαση)· δεύτερον το συμβόλαιο περιείχε κάποιον αναβλητικό όρο σχετικό με το γεγονός ότι η εν λόγω συναλλαγή υπόκειτο στη δεσμευτική δικαιοδοσία κάποιας κανονιστικής αρχής και, τρίτον, εάν η συναλλαγή είχε κοινοποιηθεί πριν την 21η Δεκεμβρίου 2007 (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκύπτουσα από δηλώσεις της Επιτροπής σε μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) ή πριν τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκύπτουσα από την προηγούμενη απόφαση).

    (204)

    Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση εφόσον, την περίοδο που οι δικαιούχοι απόλαυσαν τα οφέλη του, επληρούντο όλες τις προϋποθέσεις που ορίζει η νομοθεσία που θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98 του Συμβουλίου (148), η οποία εφαρμοζόταν τη στιγμή που έλαβε χώρα η φορολογική απαλλαγή.

    (205)

    Έχοντας υπόψη τα παραπάνω και όπως έχει ήδη τονιστεί στην προηγούμενη απόφαση, σε ένα δεδομένο οικονομικό έτος, για έναν συγκεκριμένο δικαιούχο, το ακριβές ποσό της ενίσχυσης αντιστοιχεί στην καθαρή παρούσα αξία της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης που προέκυψε από την απόσβεση δυνάμει του άρθρου 12.5 του TRLIS. Κατά συνέπεια, εξαρτάται από τον τύπο του φόρου που εφαρμόζεται επί της εταιρείας στα αντίστοιχα έτη και από το εφαρμοζόμενο προεξοφλητικό επιτόκιο.

    (206)

    Για ένα ορισμένο έτος και έναν ορισμένο δικαιούχο, η ονομαστική αξία της ενίσχυσης αντιστοιχεί στη φορολογική απαλλαγή που προέκυψε από την εφαρμογή του άρθρου 12.5 του TRLIS σχετικά με τα δικαιώματα σε αλλοδαπές επιχειρήσεις που δεν πληρούν τους όρους που θεσπίζονται στις προηγούμενες αιτιολογικές σκέψεις.

    (207)

    Η παρούσα αξία υπολογίζεται εφαρμόζοντας το επιτόκιο επί της ονομαστικής αξίας, σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (149), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 271/2008 της Επιτροπής (150).

    (208)

    Προκειμένου να υπολογίσουν ποια θα φορολογική επιβάρυνση των δικαιούχων εάν δεν είχε εφαρμοσθεί το παράνομο μέτρο ενίσχυσης, οι ισπανικές αρχές πρέπει να βασιστούν στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη δημοσίευση της απόφασης κινήσεως της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που προκύπτει από δηλώσεις της Επιτροπής σε μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) ή πριν από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης (δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που προκύπτει από την προηγούμενη απόφαση) όπως προαναφέρεται. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι εάν δεν είχαν υπάρξει τα παράνομα οφέλη, οι δικαιούχοι θα είχαν οργανώσει τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες κατά διαφορετικό τρόπο προκειμένου να μειώσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση. Όπως ορίζεται σαφώς στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Unicredito (151), τέτοιες υποθετικές σκέψεις δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη στον υπολογισμό της ενίσχυσης.

    VIII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (209)

    Η Επιτροπή, έχοντας υπόψη την αναφερθείσα νομολογία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, πρέπει να θεωρήσει ότι το άρθρο 12.5 του TRLIS συνιστά καθεστώς κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, επίσης ως προς ό,τι αφορά εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου εκτός της ΕΕ. Η Επιτροπή εκτιμά, επιπλέον, ότι η εφαρμογή του επίμαχου μέτρου κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, συνιστά καθεστώς παράνομης ενίσχυσης, ως προς ό,τι αφορά εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου εντός της ΕΕ.

    (210)

    Ωστόσο, δεδομένου του ότι υπήρχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή αποδέχεται ότι η εφαρμογή δύναται να συνεχιστεί σε όλη τη διάρκεια της περιόδου απόσβεσης που έχει καθοριστεί από το καθεστώς ενισχύσεων και παραιτείται κατ’ εξαίρεση από την ανάκτηση οποιουδήποτε φορολογικού οφέλους που προέκυψε από την εφαρμογή του καθεστώτος ενισχύσεων στις συμμετοχές που κατείχαν άμεσα ή έμμεσα ισπανικές εταιρείες σε μετοχικά κεφάλαια αλλοδαπών εταιρειών πριν από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της απόφασης της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία επίσημης έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 2 της συνθήκης, εκτός εάν, πρώτον, πριν από την 21η Δεκεμβρίου του 2007 συνέτρεχε κάποια αμετάκλητη δέσμευση, εκ μέρους της ισπανικής αγοράστριας εταιρείας, σχετικά με την κατοχή των εν λόγων δικαιωμάτων, και, δεύτερον, εάν το συμβόλαιο περιείχε κάποιον αναβλητικό όρο σχετικά με το γεγονός ότι η εν λόγω συναλλαγή υπόκειτο στη δεσμευτική δικαιοδοσία κάποιας κανονιστικής αρχής και, τρίτον, εάν η συναλλαγή είχε κοινοποιηθεί πριν από την 21η Δεκεμβρίου του 2007. Επιπλέον, η Επιτροπή πρέπει να παραιτηθεί από την ανάκτηση και αποδέχεται ότι η εφαρμογή δύναται επίσης να συνεχιστεί σε όλη τη διάρκεια της περιόδου απόσβεσης που έχει καθοριστεί από το καθεστώς ενισχύσεων για κάθε φορολογικό όφελος που προέκυψε από την εφαρμογή του καθεστώτος ενισχύσεων στις συναλλαγές πλειοψηφικών συμμετοχών που πραγματοποιήθηκαν πριν από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και οι οποίες αφορούν τρίτες χώρες στις οποίες η ύπαρξη σαφών νομικών εμποδίων στις διασυνοριακές συνενώσεις εταιρειών είναι δεόντως αιτιολογημένη σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπει η παρούσα απόφαση,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    1.   Το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζεται από την Ισπανία βάσει του άρθρου 12.5 του Βασιλικού Νομοθετικού Διατάγματος αριθ. 4/2004 της 5ης Μαρτίου 2004, το οποίο κωδικοποίησε τις τροποποιήσεις στον ισπανικό νόμο περί φορολογίας επί των εταιρειών, τέθηκε παράνομα σε ισχύ από την Ισπανία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ασυμβίβαστο με την εσωτερική αγορά σε ό,τι αφορά τις ενισχύσεις που παραχωρήθηκαν στους δικαιούχους προκειμένου να πραγματοποιήσουν εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου εκτός της ΕΕ.

    2.   Ωστόσο, οι φορολογικές απαλλαγές που απόλαυσαν οι δικαιούχοι για εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου εκτός της ΕΕ, οι οποίες χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 12.5 του TRLIS σε σχέση με άμεσα ή έμμεσα δικαιώματα σε αλλοδαπές εταιρείες που πληρούσαν τις σχετικές προϋποθέσεις που όριζε το καθεστώς ενισχύσεων πριν από την 21η Δεκεμβρίου του 2007, πλην του όρου της κατοχής του μετοχικού τους κεφαλαίου συνεχώς για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται καθ’ όλη την περίοδο απόσβεσης που προσδιορίζεται από το καθεστώς ενισχύσεων.

    3.   Οι φορολογικές απαλλαγές που απόλαυσαν οι δικαιούχοι στις εκτός της ΕΕ εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου δυνάμει του άρθρου 12.5 του TRLIS, οι οποίες συνδέονται με αμετάκλητη δέσμευση, αναληφθείσα πριν από την 21η Δεκεμβρίου του 2007, για την κατοχή των εν λόγων δικαιωμάτων σε περίπτωση που το συμβόλαιο περιείχε αναβλητικό όρο σχετικά με το γεγονός ότι η εν λόγω συναλλαγή υπόκειτο στη δεσμευτική δικαιοδοσία κάποιας κανονιστικής αρχής και που η συναλλαγή είχε κοινοποιηθεί πριν από την 21η Δεκεμβρίου του 2007, δύνανται να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται, για ολόκληρη την περίοδο απόσβεσης που προβλέπεται από το καθεστώς ενισχύσεων, για τα κατεχόμενα δικαιώματα από την ημερομηνία άρσης της αναβλητικής αίρεσης.

    4.   Επιπλέον, οι φορολογικές απαλλαγές που απόλαυσαν οι δικαιούχοι δυνάμει του άρθρου 12.5 TRLIS για εξαγορές εκτός της ΕΕ που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες συνδέονται με τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου σε αλλοδαπές εταιρείες εγκατεστημένες στην Κίνα, την Ινδία ή σε άλλες χώρες στις οποίες έχει αποδειχθεί ή μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη σαφών νομικών φραγμών για διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων, μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται καθ’ όλη την περίοδο απόσβεσης που προσδιορίζεται από το καθεστώς ενισχύσεων.

    5.   Οι φορολογικές απαλλαγές που απόλαυσαν οι δικαιούχοι στις εκτός της ΕΕ εξαγορές μετοχικού κεφαλαίου δυνάμει του άρθρου 12.5 TRLIS, οι οποίες συνδέονται με αμετάκλητη δέσμευση αναληφθείσα πριν τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την κατοχή των εν λόγω δικαιωμάτων σε αλλοδαπές επιχειρήσεις εγκατεστημένες στην Κίνα, την Ινδία ή σε άλλες χώρες στις οποίες έχει αποδειχθεί ή μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξη σαφών νομικών φραγμών στις διασυνοριακές συνενώσεις επιχειρήσεων, σε περίπτωση που το συμβόλαιο περιέχει αναβλητικό όρο σχετικά με το γεγονός ότι η εν λόγω συναλλαγή υπόκειται σε δεσμευτική δικαιοδοσία κάποιας κανονιστικής αρχής και που η συναλλαγή κοινοποιήθηκε πριν από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δύνανται να εξακολουθήσουν να εφαρμόζονται, για ολόκληρη την περίοδο απόσβεσης που προβλέπεται από το καθεστώς ενισχύσεων, για τα κατεχόμενα δικαιώματα από την ημερομηνία άρσης της αναβλητικής αίρεσης.

    Άρθρο 2

    Η ατομική ενίσχυση που χορηγείται δυνάμει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση εφόσον, τη στιγμή που χορηγείται, πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζει κανονισμός που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, ο οποίος εφαρμόζεται τη στιγμή που χορηγείται η ενίσχυση.

    Άρθρο 3

    Η ατομική ενίσχυση που χορηγείται δυνάμει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1, η οποία, τη στιγμή που χορηγείται, πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζει κανονισμός που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 994/98, ή με οποιοδήποτε άλλο εγκεκριμένο καθεστώς ενισχύσεων, είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά μέχρι τον μέγιστο βαθμό έντασης ενίσχυσης που μπορεί να εφαρμοσθεί στο είδος αυτό ενισχύσεων.

    Άρθρο 4

    1.   Η Ισπανία θα ανακτήσει την ασυμβίβαστη ενίσχυση που αντιστοιχεί στη φορολογική απαλλαγή δυνάμει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, από τους δικαιούχους, των οποίων τα δικαιώματα σε αλλοδαπές επιχειρήσεις, τα οποία αποκτήθηκαν στο πλαίσιο εξαγορών εκτός ΕΕ, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 2 έως 5.

    2.   Τα ποσά, η ανάκτηση των οποίων εκκρεμεί, υπόκεινται σε τόκους από την ημερομηνία που τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων έως την ημερομηνία ανάκτησης.

    3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού βάσει του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

    4.   Η Ισπανία θα ακυρώσει, από την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης, κάθε εκκρεμούσα φορολογική απαλλαγή που παραχωρήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, με εξαίρεση τις απαλλαγές που αφορούν δικαιώματα σε αλλοδαπές εταιρείες που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2.

    Άρθρο 5

    1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που παραχωρήθηκε βάσει του καθεστώτος που ορίζεται στο άρθρο 1 θα είναι άμεση και εκτελεστέα.

    2.   Η Ισπανία θα εγγυηθεί την εφαρμογή της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

    Άρθρο 6

    1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της αρούσας απόφασης, η Ισπανία θα καταθέσει τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    κατάλογο των δικαιούχων που έλαβαν ενισχύσεις βάσει του καθεστώτος που αναφέρεται στο άρθρο 1 και το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που έλαβε κάθε ένας από αυτούς βάσει του εν λόγω καθεστώτος·

    β)

    το συνολικό ποσό, αρχικό και τόκους, που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο·

    γ)

    λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη θεσπιστεί και όσων προβλέπονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης·

    δ)

    έγγραφα τα οποία αποδεικνύουν ότι οι δικαιούχοι έχουν λάβει εντολή επιστροφής της ενίσχυσης.

    2.   Η Ισπανία θα τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρις ότου ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που παραχωρήθηκε βάσει του καθεστώτος που ορίζεται στο άρθρο 1. Η Ισπανία θα παρουσιάσει άμεσα, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί και για όσα προβλέπονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Επιπλέον, θα παράσχει αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τα ποσά της ενίσχυσης και τους τόκους που έχουν ήδη ανακτηθεί από τους δικαιούχους.

    Άρθρο 7

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Ισπανίας.

    Βρυξέλλες, 12 Ιανουαρίου 2011.

    Για την Επιτροπή

    Joaquín ALMUNIA

    Αντιπρόεδρος


    (1)  ΕΕ C 311 της 21.12.2007, σ. 21.

    (2)  Δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της κυβερνήσεως την 11.3.2004.

    (3)  ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.

    (4)  Βλέπε: http://ec.europa.eu/competition/elojade/isef/case_details.cfm?proc_code = 2_M_4517

    (5)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (6)  Βλέπε απόφαση C(2009) 8107 τελικό της Επιτροπής και το διορθωτικό που ακολούθησε C(2009) 8107 διορθ., τα οποία διατίθενται από τον Ιανουάριο του 2010 στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής: http://ec.europa.eu/competition/elojade/isef/case_details.cfm?proc_code = 3_C45_2007.

    (7)  Νόμος 4/2008 της 23ης Δεκεμβρίου 2008, ο οποίος επέφερε τροποποιήσεις σε αρκετές διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας.

    (8)  Βλέπε άρθρα 46 και 39 του εμπορικού κώδικα του 1885.

    (9)  Αποτέλεσμα εφαρμογής του Νόμου 16/2007, της 4ης Ιουλίου του 2007, περί «τροποποίησης και προσαρμογής της εμπορικής νομοθεσίας σε θέματα λογιστικής, με σκοπό τη διεθνή εναρμόνιση βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

    (10)  Βλέπε το άρθρο 21.1.α) του TRLIS.

    (11)  Βλέπε το άρθρο 21.1.β) του TRLIS.

    (12)  Βλέπε το άρθρο 21.1.γ) 1. του TRLIS.

    (13)  Βλέπε το άρθρο 21.1.γ).2 του TRLIS.

    (14)  Σύμφωνα με την τρέχουσα νομοθεσία, η εν λόγω διάταξη αποτελεί το άρθρο 12.6 του TRLIS.

    (15)  Το άρθρο 12.5, δεύτερο εδάφιο, ορίζει ρητώς ότι: «Η φορολογική απαλλαγή αυτής της διαφοράς (δηλαδή η προβλεπόμενη στο άρθρο 12.5 TRLIS) θα είναι συμβατή, κατά περίπτωση, με τις απομειώσεις που αναφέρονται στο σημείο 3 του εν λόγω άρθρου».

    (16)  Βλέπε την απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 6/69 και 11/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1969, σ. 523. Βλέπε επίσης το σημείο 18 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3).

    (17)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 7.

    (18)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 8.

    (19)  Οι ισπανικές αρχές παραπέμπουν στο άρθρο 194 του Βασιλικού Διατάγματος 1564/1989 της 22.12.1989.

    (20)  Οι ισπανικές αρχές παραπέμπουν στην απόφαση του Ιδρύματος Λογιστικής κι Ελέγχου (ICAC) - Επίσημο Φύλλο του ICAC υπό τον αριθμό 3, της 27.11.1996).

    (21)  Βλέπε την απόφαση της Επιτροπής της 22.9.2004, στην υπόθεση N 354/2004, Company Holding Regime (Ιρλανδία), (ΕΕ C 131 της 28.5.2005, σ. 10).

    (22)  ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 3.

    (23)  Βλέπε την αιτιολογική σκέψη 12.

    (24)  Βλέπε την υπόθεση T-233/04, Ολλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-591.

    (25)  Βλέπε την απόφαση της Επιτροπής της 13.2.2008, στην υπόθεση N 480/07, Μείωση εσόδων προερχόμενων από ορισμένα άυλα στοιχεία του ενεργητικού (ΕΕ C 80 της 1.4.2008, σ. 1).

    (26)  Βλέπε την απόφαση στην υπόθεση C-143/99, Adria-Wien Pipeline και Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλογή 2001, σ. I-8365.

    (27)  Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 89.3 του TRLIS.

    (28)  Βλέπε την επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου που απηύθυναν οι ισπανικές αρχές στην Επιτροπή, σ. 35, αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 7.

    (29)  Όπως επιβεβαιώνεται στη σελίδα 8 της επιστολής των ισπανικών αρχών, της 30ής Ιουνίου του 2008, βλέπε αιτιολογική σκέψη 9.

    (30)  Βλέπε τις αποφάσεις της Επιτροπής της 10.6.2005 για την Cesky Telecom, της 10.1.2005 για την O2, της 23.5.2006 για Quebec, GIC, BAA, της 15.9.2004 για την Abbey National και της 26.3.2007 για την Scottish Power, στη σελίδα:http://ec.europa.eu/competition/mergers/cases/.

    (31)  σχέδιο δράσης για τις κρατικές ενισχύσεις — Λιγότερες και καλύτερα στοχευμένες κρατικές ενισχύσεις: οδικός χάρτης για τη μεταρρύθμιση των κρατικών ενισχύσεων 2005 — 2009, COM(2005) 107 τελικό (ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1).

    (32)  Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση T-384/03, Koninklijke Friesland Foods κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-101.

    (33)  Γραπτές ερωτήσεις αριθ. E-4431/05 και E-4772/05.

    (34)  Για παράδειγμα, η απόφαση της Επιτροπής της 22.7.2004 στην υπόθεση N 354/04, Company Holding Regime (Ιρλανδία) (ΕΕ C 131 της 28.5.2005, σ. 10), και η απόφαση της Επιτροπής της 13.7.2006 στην υπόθεση C4/07 (πρώην N 465/06), Groepsrentebox (ΕΕ C 66 της 22.3.2007, σ. 30).

    (35)  Βλέπε την απόφαση αριθ. 2001/168/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 31ης Οκτωβρίου 2000, σχετικά με την ισπανική νομοθεσία για τον φόρο επί των εταιρειών (ΕΕ L 60 της 1.3.2001, σ. 57).

    (36)  Υπόθεση C 501/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-6717.

    (37)  Βλέπε την ενότητα II.1 της Έκθεσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, στη σελίδα http://ec.europa.eu/competition/state_aid/studies_reports/rapportaidesfiscales_el.pdf

    (38)  Βλέπε την απόφαση 82/364/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου του 1982, για την επιδότηση επιτοκίων εξαγωγικών πιστώσεων από τη Γαλλία προς την Ελλάδα μετά την προσχώρηση της χώρας αυτής στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΕ L 159 της 10.6.1982, σ. 44), ιδιαιτέρως το μέρος IV, το οποίο αναφέρεται στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 6/69 και 11/69, Επιτροπή κατά Γαλλίας.

    (39)  Παραπέμπει στην απόφαση αριθ. 3 του Ιδρύματος Λογιστικής κι Ελέγχου του Νοεμβρίου του 1996, Επίσημο Φύλλο του Ιδρύματος Λογιστικής κι Ελέγχου 27.

    (40)  Βλέπε την υποσημείωση 36.

    (41)  Βλέπε την υποσημείωση 22.

    (42)  Βλέπε, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-308/01, GIL Insurance, Συλλογή 2004, σ. I-4777, σκέψη 68, C-172/03, Heiser, Συλλογή 2005, σ. I-1627, σκέψη 40 και C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 54.

    (43)  Βλέπε την απόφαση στην υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-7115, σκέψη 54.

    (44)  Βλέπε, για παράδειγμα, τις αποφάσεις στις υποθέσεις C-56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-723, σκέψη 79, C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4551, σκέψη 20, C-75/97, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-3671, σκέψη 25 και C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-10901, σκέψη 46.

    (45)  Βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση στην υπόθεση C-66/02, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-10901, σκέψη 101.

    (46)  Βλέπε την υποσημείωση 22.

    (47)  Άρθρο 89.3 του TRLIS, βλέπε αιτιολογική σκέψη 31.

    (48)  Βλέπε το άρθρο 96.2 του TRLIS.

    (49)  Βλέπε απόφαση του Πρωτοδικείου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 Diputación Foral de Álava και λοιποί κατά Επιτροπής Συλλογή [2009] σ. II-00000, σκέψεις 381 και εξής.

    (50)  Βλέπε την αιτιολογική σκέψη 14.

    (51)  Βλέπε, μεταξύ άλλων, την απόφαση του Πρωτοδικείου της 1 ης Ιουλίου 2004 στην υπόθεση T-308/00, Salzgitter κατά Επιτροπής, Συλλογή. 2004, σ. II-1933, σκέψη 82.

    (52)  Βλέπε την ηλεκτρονική επιστολή της 16ης Ιουνίου 2009 των ισπανικών αρχών που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 13.

    (53)  Βλέπε ειδικότερα τη σελίδα 6 της επιστολής της 22ας 2009 (A-9531) των ισπανικών αρχών που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 9.

    (54)  Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118 της προηγούμενης απόφασης.

    (55)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 94 της προηγούμενης απόφασης.

    (56)  Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι απαιτούμενες για μια διασυνοριακή σύνδεση εταιρειών τεχνικές λεπτομέρειες, όπως η ίδρυση πριν από τη σύνδεση μόνιμης εγκατάστασης στη χώρα που εδρεύει η εταιρεία-στόχος ή ορισμένες διοικητικές διατυπώσεις στην κεντρική τράπεζα της τρίτης χώρας, συνιστούν διοικητικές διατυπώσεις. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι υπάρχουν βάσιμοι φορολογικοί λόγοι για την έκδοση κανόνων που αποσκοπούν στην αποφυγή ρυθμίσεων που δεν αντικατοπτρίζουν την οικονομική πραγματικότητα ή των οποίων ο κύριος στόχος είναι να επιτύχουν φορολογικό πλεονέκτημα. Κανόνες του είδους αυτού υπάρχουν και στο ισπανικό φορολογικό σύστημα.

    (57)  Βλέπε ιδίως αιτιιολογικές σκέψεις 93 και εξής.

    (58)  Βλέπε σελίδα 19 της έκθεσης της KPMG με τίτλο «Ανάλυση της ύπαρξης ειδικών νομικών και φορολογικών εμποδίων στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις σε ορισμένα νομικά συστήματα» — Δεκέμβριος 2009.

    (59)  Βλέπε το τμήμα που αφορά τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στο παράρτημα 2 της παρούσας απόφασης το οποίο περιλαμβάνει σύνοψη της έκθεσης KPMG.

    (60)  Βλέπε υποσημείωση 61.

    (61)  Βλέπε μεταξύ άλλων τα τμήματα 351 και ακόλουθα του Internal Revenue Code του 1986 (Κώδικας εγχώριου εισοδήματος) όπως τροποποιήθηκε, το τμήμα 7874 του ίδιου κώδικα, και τον Treasury Regulation της 23ης Ιανουαρίου 2006 (T.D. 9242) στη διεύθυνση http://www.law.cornell.edu/uscode/.

    (62)  Βλέπε υποσημείωση 59, το τμήμα 361 και εξής και το 367 και εξής του Internal Revenue Code http://www.law.cornell.edu/uscode./

    (63)  Βλέπε μεταξύ άλλων το τμήμα 252 α) του Delaware General Corporation Law (Γενική εταιρική νομοθεσία του Delaware) στη διεύθυνση: http://delcode.delaware.gov/title8/c001/sc09/index.shtml.

    (64)  Σύμφωνα με τον επίσημο δικτυακό τόπο της πολιτείας του Delaware (διεύθυνση http://www.corp.delaware.gov/aboutagency.shtml), «Η πολιτεία του Delaware αποτελεί βασικό τόπο εγκατάστασης για εταιρείες των ΗΠΑ και για διεθνείς εταιρείες. Περισσότερες από 850 000 επιχειρήσεις έχουν ως νόμιμη έδρα τους το Delaware. Ποσοστό άνω του 50 % όλων των εισηγμένων επιχειρήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένου ποσοστού 63 % από τον κατάλογο Fortune 500, επέλεξαν το Delaware ως νόμιμη έδρα τους».

    (65)  Διατίθεται στη διεύθυνση http://www.agenciatributaria.es/wps/portal/Listado?channel = de40217740119010VgnVCM10000050f01e0a____&ver = L&site = 56d8237c0bc1ff00VgnVCM100000d7005a80____&idioma = es_ES&menu = 1&img = 8

    (66)  Βλέπε μεταξύ άλλων το άρθρο 14 β) του φορολογικού κώδικα του ομόσπονδου κράτους του Μεξικού στη διεύθυνση: http://info4.juridicas.unam.mx/ijure/fed/7/18.htm?s=

    (67)  Βλέπε σελίδα 29 της δεύτερης έκθεσης. Το 2004, η Labatt Brewing Canada Holding Ltd, εταιρεία ποτών με έδρα τις Μπαχάμες και η Beverage Associates Holding Lts, επίσης με έδρα τις Μπαχάμες, συνενώθηκαν και αποτέλεσαν την Brazilian Companhia de Bebidas das Américas, με έδρα το São Paulo.

    (68)  Βλέπε μεταξύ άλλων: νόμος 10 460/02, νόμος 9 249/95, νόμος 6 404/76, και νόμος 9 249/95.

    (69)  Βλέπε μεταξύ άλλων νομοθετικό διάταγμα 2 627/40, νόμος 10 406/02, νόμος 4 132/62, νόμος 5 709/1, νόμος 6 634/79 και ομοσπονδιακό νομοθετικό διάταγμα 74 965/74 στη διεύθυνση http://www.jusbrasil.com.br/.

    (70)  Βλέπε μεταξύ άλλων: Νόμος 9 472/97 και διάταγμα 2 617/98, στη διεύθυνση http://www.jusbrasil.com.br/

    (71)  Διατίθεται στη διεύθυνση http://www.agenciatributaria.es/wps/portal/Listado?channel = de40217740119010VgnVCM10000050f01e0a____&ver = L&site = 56d8237c0bc1ff00VgnVCM100000d7005a80____&idioma = es_ES&menu = 1&img = 8

    (72)  Βλέπε μεταξύ άλλων το νόμο για τις εμπορικές επιχειρήσεις αριθ. 19 550, και το νόμο αριθ. 25 156, στη διεύθυνση http://infoleg.mecon.gov.ar/

    (73)  Βλέπε μεταξύ άλλων το διάταγμα 649/97 (Νόμος για τη φορολογία των κερδών) και το διάταγμα 1344/98, στη διεύθυνση http://infoleg.mecon.gov.ar/

    (74)  Βλέπε γνώμη της AFIP αριθ. 37/1997 της 8ης Ιουλίου 1997, αριθ. 6/1998 της 30ής Ιανουαρίου 1998 στη διεύθυνση http://biblioteca.afip.gob.ar/

    (75)  Διατίθεται στη διεύθυνση http://www.agenciatributaria.es/wps/portal/Listado?channel = de40217740119010VgnVCM10000050f01e0a____&ver = L&site = 56d8237c0bc1ff00VgnVCM100000d7005a80____&idioma = es_ES&menu = 1&img = 8

    (76)  Βλέπε μεταξύ άλλων τον εταιρικό νόμο του Ισημερινού, τον οργανικό νόμο για το φορολογικό σύστημα και τον φορολογικό κώδικα στη διεύθυνση http://www.supercias.gov.ec/

    (77)  Βλέπε τα συμπεράσματα στο παράρτημα για τη νομοθεσία του Ισημερινού που εκπόνησε η Garrigues.

    (78)  Βλέπε, μεταξύ άλλων, τον αστικό κώδικα, τον γενικό νόμο περί εταιρειών και το νόμο περί φορολογίας εισοδήματος στη διεύθυνση http://www.supercias.gov.ec/

    (79)  Βλέπε υποσημείωση 3 του παραρτήματος για το Περού στην έκθεση Garrigues.

    (80)  Βλέπε σελίδα 8 του παραρτήματος για το Περού στην έκθεση Garrigues.

    (81)  Ο θεσμός αυτός περιγράφεται ως τεχνικός οργανισμός μέσω του οποίου ο πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κολομβίας ασκεί την εποπτεία και τον έλεγχο των εμπορικών εταιρειών (βλέπε διεύθυνση http://www.supersociedades.gov.co/ss/drvisapi.dll?MIval = sec&dir = 280).

    (82)  Βλέπε, για παράδειγμα τις απαντήσεις της Superintendencia de Sociedades στις ερωτήσεις αριθ. 220-16478 και αριθ. 220-62883 στη διεύθυνση http://www.supersociedades.gov.co/ss/drvisapi.dll?MIval = sec&dir = 45&id = 18036.

    (83)  Βλέπε τον φορολογικό νόμο στη διεύθυνση: http://www.secretariasenado.gov.co/senado/basedoc/codigo/estatuto_tributario.html#14-1.

    (84)  Βλέπε το συμπέρασμα στο παράρτημα για τη νομοθεσία της Κολομβίας που υποβλήθηκε από την Garrigues.

    (85)  Βλέπε απόφαση του Πρωτοδικείου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 Diputación Foral de Álava και λοιποί κατά Επιτροπής, που αναφέρεται ανωτέρω, αιτιολογικές σκέψεις 381 και εξής.

    (86)  Βάσει εφαρμογής του άρθρου 42 του Εμπορικού Κώδικα του 1885.

    (87)  Βλέπε το άρθρο 42.1 του Εμπορικού Κώδικα του 1885.

    (88)  Εταιρείες που έχουν εκδώσει χρηματοπιστωτικούς τίτλους, οι οποίοι έγιναν δεκτοί ως αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην οργανωμένη αγορά κάποιου κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 13 της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, βάσει εφαρμογής του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας.

    (89)  Άρθρο 194 του Βασιλικού Διατάγματος 1564/1989, της 22ας Δεκεμβρίου του 1989, με το οποίο εγκρίνεται το τροποποιημένο κείμενο του Νόμου περί Ανωνύμων Εταιρειών.

    (90)  ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1.

    (91)  Βάσει εφαρμογής του άρθρου 89.3 του TRLIS.

    (92)  Βάσει εφαρμογής του άρθρου 11.4 του TRLIS.

    (93)  Σύμφωνα με τις διατάξεις του TRLIS, όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 35/2006, ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό ήταν 35 % από το 2002 έως το 2006, 32,5 % το 2007 και 30 % έκτοτε.

    (94)  Όγδοη συμπληρωματική διάταξη, νόμος 35/2006 της 28ης Νοεμβρίου για τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και μερική τροποποίηση των νόμων περί φορολογίας των εταιρειών καθώς και τον φόρο εισοδήματος των μη μόνιμων κατοίκων και τον φόρο επί καθαρών περιουσιακών στοιχείων, Επίσημη Εφημερίδα της κυβερνήσεως αριθ. 285, 29.11.2006.

    (95)  Βλέπε την προαναφερόμενη υπόθεση C-88/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, αιτιολογική σκέψη 81, βλέπε την υποσημείωση 49 της παρούσας απόφασης, βλέπε επίσης την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2009 στην υπόθεση T 227/01 Diputación Foral de Álava και λοιποί κατά της Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-1, σκέψη 179 και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Σεπτεμβρίου 2006 στην υπόθεση Τ-230/01, Diputación Foral de Álava και λοιποί, Συλλογή 2009, σ. II-139, σκέψη 190.

    (96)  Δυνάμει του άρθρου 89.3.α).1 TRLIS.

    (97)  Βλέπε τα άρθρα 89, 21 και 22 TRLIS.

    (98)  Όπως ορίζει σαφώς το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 12.5, «η φορολογική απαλλαγή της εν λόγω διαφοράς (δηλαδή, το άρθρο 12.5 του TRLIS) θα είναι συμβατή με τις απώλειες εξαιτίας της υποβάθμισης στην οποία αναφέρεται το σημείο 3 του παρόντος άρθρου.»

    (99)  Βλέπε τα σχόλια που ελήφθησαν από την Telefonica στις 20 Σεπτεμβρίου 2010, σελίδα 2.

    (100)  Βλέπε το άρθρο 96.2 του TRLIS.

    (101)  Βλέπε ιδίως την αιτιολογική σκέψη 60.

    (102)  Νόμος 43/1995 περί φόρου εταιρειών, ο οποίος ανακλήθηκε από το Βασιλικό Νομοθετικό Διάταγμα 4/2004.

    (103)  Προσδιορίστηκε από τις ισπανικές αρχές στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 43/1995 ότι «Η αρχή της ανταγωνιστικότητας απαιτεί η φορολογία επί των εταιρειών να συνεισφέρει και να είναι συμβατή με το σύνολο των μέτρων της οικονομικής πολιτικής που στοχεύουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. […], καθώς και τα κίνητρα για τη διεθνοποίηση των εταιρειών στο μέτρο που από την ίδια προκύπτει αύξηση των εξαγωγών, να συμμορφώνονται με την εν λόγω αρχή.»

    (104)  Βλέπε, μεταξύ άλλων, την απόφαση της Επιτροπής της 22.3.2006 σχετικά με άμεσα φορολογικά κίνητρα υπέρ δραστηριοτήτων σχετικών με την εξαγωγή (ΕΕ C 302 της 14.12.2007, σ. 3), αιτιολογική σκέψη 51.

    (105)  Βλέπε τη σκέψη 127 της απόφασης που αναφέρεται στην υποσημείωση 36.

    (106)  Βλέπε την ηλεκτρονική επιστολή των ισπανικών αρχών της 16ης Ιουνίου 2009 που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 13.

    (107)  Βλέπε συγκεκριμένα την επιστολή των ισπανικών αρχών της 22ας Απριλίου του 2009 (Α-9531), σελίδα 6, που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 9.

    (108)  Βλέπε την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιανουαρίου 2006 στην υπόθεση C-222/04, Cassa di Risparmio di Firenze και άλλοι, Συλλογή 2006, σ. I-289.

    (109)  Βλέπε την υποσημείωση 21. Βλέπε, ιδιαιτέρως, τα σημεία 9 και 10 της ανακοίνωσης της Επιτροπής.

    (110)  Βλέπε την υποσημείωση 42, αιτιολογικές σκέψεις 139 έως 143.

    (111)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 1998 στην υπόθεση T-214/95, Vlaams Gewest κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-717

    (112)  Βλέπε την απόφαση στην υπόθεση C-222/04, η οποία αναφέρεται στην υποσημείωση 108.

    (113)  Βλέπε την αιτιολογική σκέψη 12.

    (114)  ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36.

    (115)  Βλέπε την υποσημείωση 36.

    (116)  Βλέπε ιδίως τις αιτιολογικές σκέψεις 43 και 56.

    (117)  Βλέπε την υπόθεση C-501/00 και ιδίως τη σκέψη 120 της απόφασης.

    (118)  Βλέπε την υπόθεση C-501/00, την υποσημείωση 36 και την αιτιολογική σκέψη 124 της απόφασης.

    (119)  Βλέπε την υποσημείωση 25 και την αιτιολογική σκέψη 56.

    (120)  Βλέπε την απόφαση της Επιτροπής της 14.2.2008, υπόθεση N 480/07, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 25.

    (121)  SEC(2006) 1515, COM/2006/0728 τελικό, ενότητα 1.2.

    (122)  Βλέπε την αιτιολογική σκέψη 59.

    (123)  Βλέπε τη σκέψη 123 της απόφασης στην υπόθεση C-501/00, η οποία αναφέρεται στην υποσημείωση 36.

    (124)  Βλέπε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-80/94, Wielockx, Συλλογή 1995, σ. I-2493, σκέψη 16, C-264/96, ICI/Colmer (HMIT), Συλλογή 1998, σ. I-4695, σκέψη 19, και C-311/97, Royal Bank of Scotland, Συλλογή 1999, σ. I-2651, σκέψη 19.

    (125)  Βλέπε, για παράδειγμα, την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-279/93, Schumacker, Συλλογή 1995, σ. I-225.

    (126)  Βλέπε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-204/90, Bachmann κατά Βελγίου, Συλλογή 1992, σ. I-249, και στην υπόθεση C-300/90, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1992, σ. I-305.

    (127)  Βλέπε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-120/95 Decker/Caisse de Maladie des Employés Privés, Συλλογή 1998, σ. I-1831, σκέψη 39, C-158/96 Kohll κατά Union des Caisses de Maladie, Συλλογή 1998, σ. I-1931, σκέψη 41 και C-35/98, Verkooijen, παράγραφος 48, Συλλογή 2000, σ. I-4071.

    (128)  Βλέπε, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-315/02, Lenz, Συλλογή 2004, σ. I-7063 και C-319/02, Manninen, Συλλογή 2004, σ. I-7477.

    (129)  Βλέπε την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-35/98, Verkooijen, παράγραφος 44, αναφερθείσα παραπάνω.

    (130)  Βλέπε την απόφαση του Πρωτοδικείου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01 Diputación Foral de Álava and Others κατά Επιτροπής, που προαναφέρεται, παράγραφοι 381 και εξής.

    (131)  Βλέπε τις αιτιολογικές σκέψεις 69 και εξής.

    (132)  Βλέπε, μεταξύ άλλων παραδειγμάτων πρακτικής της Επιτροπής, την απόφαση 2004/76/ΕΚ, της 13ης Μαΐου 2003, σχετικά με το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που προτίθεται να εφαρμόσει η Γαλλία υπέρ των κεντρικών γραφείων και των κέντρων υλικοτεχνικής στήριξης (ΕΕ L 23 της 28.1.2004, σ. 1), αιτιολογική σκέψη 73. Βλέπε, επίσης, για παρόμοια αιτιολόγηση, την απόφαση 2003/515/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσαν σε εφαρμογή οι Κάτω Χώρες υπέρ των διεθνών χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 180 της 18.7.2003, σ. 52), αιτιολογική σκέψη 105, και την απόφαση 2004/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2003, όσον αφορά το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόζεται από το Βέλγιο με τη μορφή φορολογικού καθεστώτος ruling στις US Foreign Sales Corporations (αμερικανικές εταιρείες πωλήσεων) (ΕΕ L 23 της 28.1.2004, σ. 14), αιτιολογική σκέψη 70.

    (133)  Βλέπε την υποσημείωση 31.

    (134)  Βλέπε τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-211/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. ΙΙ-2777 σκέψη 173 και στην υπόθεση T-459/00, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1675, σκέψη 48.

    (135)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

    (136)  Βλέπε, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις 2003/515/ΕΚ, 2004/76/ΕΚ και 2004/77/ΕΚ.

    (137)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03, Forum 187 ASBL, Συλλογή 2006, σ. I-5479, παράγραφος 147. Βλέπε επίσης τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-506/03, Γερμανία κατά Επιτροπής, της οποίας η δημοσίευση εκκρεμεί, παράγραφος 58 και C-265/85, Van den Bergh en Jurgens BV κατά Επιτροπής, Συλλογή 1987, σ. 1155, παράγραφος 44.

    (138)  Απόφαση της Επιτροπής SG(84) D/6421 της 16.5.1984.

    (139)  Γραπτή ερώτηση E-4431/05.

    (140)  Γραπτή ερώτηση E-4772/05.

    (141)  Σχετικά με την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, βλέπε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στην προαναφερόμενη υποθέση Van den Bergh en Jurgens BV κατά Επιτροπής, και στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/187 και C-217/03, Forum 187 ASBL κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I-5479, παράγραφος 147, καθώς και την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-290/97, Mehibas Dordtselaan κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-15, παράγραφος 59.

    (142)  Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-10505, σκέψεις 111 έως 114, 185 και 186, και απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-98/00, Linde κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3961, σκέψη 33.

    (143)  Δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί ότι ο πολίτης ή η εταιρεία συμμετείχε σε δραστηριότητες τις οποίες διαφορετικά δεν θα είχε πραγματοποιήσει, βασιζόμενος στην εν λόγω εγγύηση.

    (144)  Βλέπε κατ’ αναλογία την απόφαση της Επιτροπής της 17.2.2003 σχετικά με τα κέντρα συντονισμού που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο (2003/757/ΕΚ) και την απόφαση της Επιτροπής της 20.12.2006, AIE fiscales (C46/2004).

    (145)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (146)  Βλέπε την απόφαση 2003/755/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Φεβρουαρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης που εφαρμόζει το Βέλγιο υπέρ των κέντρων συντονισμού που είναι εγκατεστημένα στο Βέλγιο (ΕΕ L 282 της 30.10.2003, σ. 25), και απόφαση του Δικαστηρίου στις προαναφερόμενες συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03 Forum 187, σκέψεις 162 και 163.

    (147)  Βλέπε την απόφαση στην υπόθεση Forum 187, που αναφέρεται ανωτέρω, αιτιολογική σκέψη 149, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-74/74 CNTA κατά Επιτροπής Συλλογή 1975, σ. 533, σκέψη 44.

    (148)  ΕΕ L 142 της 14.5.1998, σ. 1. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει ότι η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει, εκδίδοντας κανονισμό, ότι ορισμένες ενισχύσεις δεν ανταποκρίνονται σε όλα τα κριτήρια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (ενίσχυση de minimis).

    (149)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.

    (150)  ΕΕ L 82 της 25.3.2008, σ. 1.

    (151)  Υπόθεση C-148/04, Unicredito Italiano Spa κατά Agenzia delle Entrate, Συλλογή 2005, σ. I-11137, σκέψεις 117 έως 119.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

    ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ ΠΟΥ ΥΠΕΒΑΛΑΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΖΗΤΗΣΑΝ ΝΑ ΤΗΡΗΘΕΙ Η ΑΝΩΝΥΜΙΑ ΤΟΥΣ

     

    Abertis Infraestructuras SA

     

    Acerinox SA

     

    Aeropuerto de Belfast SA

     

    Altadis SA, Fomento de Construcciones y Contratas SA

     

    Amey UK Ltd

     

    Applus Servicios Tecnológicos SL

     

    Asociación Española de Banca (AEB)

     

    Asociación Española de la Industria Eléctrica (UNESA)

     

    Asociación de Empresas Constructoras de Ámbito Nacional (SEOPAN)

     

    Asociación de Marcas Renombradas Españolas

     

    Asociación Española de Asesores Fiscales

     

    Amadeus IT Group SA

     

    Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (BBVA)

     

    Banco Santander

     

    Club de Exportadores e Inversores Españoles

     

    Compañía de distribución integral Logista SA

     

    Confederacion Española de Organizaciones Empresariales

     

    Confederacion Española de la Pequeña y Mediana Empresa (CEPYME)

     

    Ebro Puleva SA

     

    Ferrovial Servicios SA

     

    Hewlett-Packard Española SL

     

    La Caixa, Iberdrola

     

    Norvarem SA

     

    Prosegur Compañía de Seguridad SA

     

    Sociedad General de Aguas de Barcelona SA (Grupo AGBAR)

     

    Telefónica SA


    ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ II

    ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΗΣ KPMG ΠΟΥ ΥΠΕΒΑΛΑΝ ΟΙ ΙΣΠΑΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

    Συνοπτικός πίνακας

    Χώρα

    Εταιρικό δίκαιο που διέπει τις συγχωνεύσεις

    Απαγορεύονται από το εταιρικό δίκαιο και την επακόλουθη νομοθεσία οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις;

    (Ναι/Όχι/Δεν γίνεται ειδική μνεία)

    Υπάρχει στη νομολογία ή στη θεωρία αναφορά στην αδυναμία πραγματοποίησης διασυνοριακών συγχωνεύσεων;

    (Ναι/Όχι/Δεν ευρέθη)

    Εντοπίστηκαν σημαντικοί de facto φραγμοί που εμποδίζουν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις;

    (Ναι/Όχι)

    Εντοπίστηκαν φορολογικοί κανόνες που επιβάλλουν επιπλέον φορολογικές δαπάνες στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις;

    (Ναι/Όχι/Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση)

    Υπάρχει προηγούμενο διασυνοριακών συγχωνεύσεων στο δικαιοδοτικό σας σύστημα;

    (Ναι/Όχι/Δεν ευρέθη)

    Σύνοψη

    Αργεντινή

    Νόμος 19550

    Άρθρα 82-87 και 118

    Δεν γίνεται ειδική μνεία ούτε στο εταιρικό δίκαιο ούτε στην κύρια νομοθεσία για το εμπορικό μητρώο

    Ναι

    Η σχετική θεωρία αναφέρει ότι οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν είναι δυνατές στην Αργεντινή

    Ναι

    Προβλήματα εγγραφής στο σχετικό εμπορικό μητρώο

    Ναι. Φορολογία της εταιρείας-στόχος και των μετόχων της, εφόσον θεωρηθεί ότι δεν πρέπει να εφαρμοσθεί το πρωτόκολλο της συμφωνίας που υπεγράφη από την Αργεντινή και την Ισπανία. Εξάλλου, η σχετική θεωρία και οι φορολογικές αρχές της Αργεντινής επισημαίνουν ότι το καθεστώς φορολογικής απαλλαγής δύναται να εφαρμοστεί μόνο σε εγχώριες συγχωνεύσεις

    Όχι

    Σύμφωνα με τη θεωρία δεν είναι δυνατή η διασυνοριακή συγχώνευση.

    Φορολόγηση της εταιρείας-στόχος και των μετόχων της

    Αυστραλία

    Νόμος περί εταιρειών του 2001 (κύρια άρθρα 606, 413 και 611)

    Η έννοια της διασυνοριακής συγχώνευσης δεν αναγνωρίζεται στο εταιρικό δίκαιο της Αυστραλίας

    Ο νόμος περί εταιρειών του 2001 προβλέπει τρεις μόνο ειδικές διαδικασίες για τις συγχωνεύσεις, εκ των οποίων καμία δεν αναφέρεται στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις

    Δεν ευρέθη

    Ναι

    Οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν είναι δυνατές στην Αυστραλία

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση.

    Μόνο στις εγχώριες συγχωνεύσεις εφαρμόζεται καθεστώς φορολογικής απαλλαγής για αναδιάρθρωση

    Δεν ευρέθη

    Ο νόμος περί εταιρειών του 2001 δεν αναφέρει τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις ως μια επιτρεπόμενη συναλλαγή, και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατές.

    Βραζιλία

    Αστικός κώδικας της Βραζιλίας (νόμος 10 406/02) και νόμος 6 404/1976

    Δεν γίνεται ειδική μνεία

    Δεν ευρέθη

    Έγκριση από το Συμβούλιο της Επικρατείας

    Η έγκριση εγγραφής στο SISBACEN είναι αβέβαιη

    Οι περιορισμοί σε ορισμένους οικονομικούς τομείς δεν επιτρέπουν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση

    Οι βραζιλιάνοι και οι αλλοδαποί φορολογούμενοι (δηλαδή οι μέτοχοι της βραζιλιάνικης επιχείρησης) που συμμετέχουν σε μια συγχώνευση σε τιμές αγοράς θα υφίσταντο αρνητικές φορολογικές συνέπειες.

    Όχι.

    Εντοπίστηκε μια μόνο συναλλαγή αλλά αφορά αντίστροφη συγχώνευση στην οποία ορισμένες αλλοδαπές εταιρείες απορροφήθηκαν από βραζιλιάνικη οντότητα

    Υπάρχουν σημαντικοί φραγμοί οι οποίοι εμποδίζουν στην πράξη τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις.

    Καναδάς

    Καναδικός νόμος για τις εμπορικές επιχειρήσεις και νόμοι περί εταιρειών που εφαρμόζονται στις επαρχίες του Καναδά

    Ναι

    Οι δύο οντότητες που συγχωνεύονται πρέπει να εφαρμόζουν την καναδική νομοθεσία

    Μόνο ορισμένα είδη συγχωνεύσεων (π.χ. συγχωνεύσεις διά απορροφήσεως) επιτρέπονται θεωρητικά στην British Columbia, αλλά δεν υπάρχει προηγούμενο

    Δεν ευρέθη

    Ναι

    Ναι/αβέβαιη φορολογική μεταχείριση

    Σε περίπτωση λύσης θυγατρικής κατά ποσοστό 100 %, η λυθείσα εταιρεία και ο μέτοχός της οφείλουν να καταβάλλουν φόρο

    Δεν ευρέθη

    Κατά κανόνα, οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν είναι δυνατές (μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις στην British Columbia) εκτός από την περίπτωση της λύσης μιας 100 % καναδικής θυγατρικής

    Φορολόγηση της λυθείσας εταιρείας και των μετόχων της

    Χιλή

    Νόμος 18 046

    Άρθρο 99

    Δεν γίνεται ειδική μνεία

    Δεν ευρέθη

    Ναι

    Απαίτηση πιστοποιητικού εκδιδόμενου από τις φορολογικές αρχές σχετικά με την αναστολή της επιχειρηματικής δραστηριότητας το οποίο μπορεί να καθυστερήσει σημαντικά τη διαδικασία συγχώνευσης. Υφίστανται και άλλοι φραγμοί που συνδέονται με τους κανόνες της Κεντρικής Τράπεζας της Χιλής που απαιτούν ειδική αίτηση για την υλοποίηση συγχώνευσης, τους κανόνες για τις ξένες επενδύσεις του νομοθετικού διατάγματος 600, και το γεγονός ότι σε ορισμένους τομείς της οικονομίας δεν είναι δυνατές οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση

    Δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το καθεστώς της φορολογικής απαλλαγής για την αναδιάρθρωση μπορεί να εφαρμοστεί σε διασυνοριακή συγχώνευση τόσο στους μετόχους όσο και στην απορροφηθείσα εταιρεία.

    Μια διασυνοριακή συγχώνευση δεν συνεπάγεται περαιτέρω φορολογικές υποχρεώσεις από την οφειλόμενη φορολογία της εταιρείας-στόχος για τα κέρδη των προηγουμένων ετών μέχρι την ημερομηνία της συγχώνευσης.

    Η εκκαθάριση Χιλιανής οντότητας στην άμεση θυγατρική της δεν θεωρείται διαδικασία παρόμοια με συγχώνευση για φορολογικούς σκοπούς στη Χιλή. Ως εκ τούτου, οι μέτοχοι υπόκεινται στον Χιλιανό φόρο επί των εταιρειών όταν τα μεταφερόμενα περιουσιακά στοιχεία αυξάνονται.

    Ναι

    Μόνο ένα προηγούμενο το οποίο όμως αφορά εταιρεία χωρίς επιχειρηματικές δραστηριότητες ή περιουσιακά στοιχεία στη Χιλή. Υπάρχουν σημαντικοί φραγμοί που μπορούν να εμποδίσουν την υλοποίηση μιας διασυνοριακής συγχώνευσης

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση για τους μετόχους και την απορροφηθείσα οντότητα

    Κίνα

    α)

    Νόμος του 2005 περί εταιρειών της ΔΛΚ για συγχωνεύσεις στις οποίες συμμετέχουν μόνο εταιρείες περιορισμένης ευθύνης ή ανώνυμες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης συσταθείσες στην Κίνα,

    β)

    Διατάξεις για τη συγχώνευση και τη διάσπαση επιχειρήσεων ξένων επενδύσεων (εκδοθείσες το 2001) οι οποίες διέπουν τις συγχωνεύσεις που αφορούν ξένες επενδύσεις στην Κίνα

    Διατάξεις για συγχώνευση αλλοδαπής εταιρείας εκδοθείσες το 2009

    Οι υφιστάμενοι κανόνες αναφέρονται μόνο στις εγχώριες συγχωνεύσεις

    Στις 22 Ιουνίου 2009, το Υπουργείο Εμπορίου εξέδωσε νέα σειρά διατάξεων για τις συγχωνεύσεις και εξαγορές εγχώριων εταιρειών από ξένους επενδυτές

    Δεν είναι δυνατή διασυνοριακή συγχώνευση κατά την έννοια του παρόντος εγγράφου

    Δεν ευρέθη

    Ναι

    Δεν επιτρέπεται η διασυνοριακή συγχώνευση

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση

    Η ανακοίνωση 59 (η οποία περιλαμβάνει τις διατάξεις για την αναδιοργάνωση του φόρου επί των εταιρειών) δεν εφαρμόζεται στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει φορολογική ουδετερότητα, παρόλο που δεν επιτρέπονται οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις στην Κίνα

    Δεν ευρέθη

    Το 2009 εκδόθηκε νέος νόμος για τις εταιρείες που εφαρμόζεται στις συγχωνεύσεις που πραγματοποιούνται από αλλοδαπούς επενδυτές. Ωστόσο, δεν επιτρέπονται οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις (κατά την έννοια του παρόντος εγγράφου)

    Κολομβία

    Άρθρα 172 και εξής του εμπορικού κώδικα

    Δεν γίνεται ειδική μνεία. Ωστόσο, οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις γίνονται αποδεκτές στην πράξη δεδομένου ότι η εποπτική αρχή των επιχειρήσεων έχει εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές. Η θυγατρική στην Κολομβία θα έπρεπε να αναπτύξει την οικονομική δραστηριότητα της αλλοδαπής οντότητας σε σημαντικό αριθμό οικονομικών τομέων, γεγονός που εμποδίζει στην πράξη την ολοκλήρωση μιας διασυνοριακής συγχώνευσης

    Όχι

    Ναι

    Κανόνες για τις ξένες επενδύσεις και κυρίως η αδυναμία κολομβιανής θυγατρικής να αναπτύξει ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες

    Ναι

    Φορολόγηση των μετόχων

    Ναι, αλλά όχι με ισπανικές εταιρείες

    Υπάρχουν σημαντικοί φραγμοί που μπορούν να καθυστερήσουν ή να εμποδίσουν μια διασυνοριακή συγχώνευση

    Φορολόγηση των μετόχων

    Ισημερινός

    Νόμος περί εταιρειών (R.O. 312 της 5.11.1999)

    και

    άρθρα 337 έως 344 του νόμου που τροποποιεί το νόμο περί εταιρειών (R.O. 519 της 15.5.2009)

    Δεν γίνεται ειδική μνεία

    Στον Ισημερινό δεν είναι δυνατές οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις καθόσον θα έπρεπε να εκκαθαριστεί η ισημερινή οντότητα

    Δεν ευρέθη

    Ναι

    Δεν είναι δυνατή η διασυνοριακή συγχώνευση στον Ισημερινό

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση

    Καθεστώς φορολογικής απαλλαγής υφίσταται μόνο για αναδιαρθρώσεις εγχώριων εταιρειών

    Όχι

    Οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν είναι δυνατές στον Ισημερινό

    Ινδία

    Άρθρα 391 έως 394 του νόμου περί εταιρειών του 1965

    Το άρθρο 394.4.β) του νόμου περί εταιρειών απαγορεύει τις συγχωνεύσεις προηγούμενου σταδίου

    Δεν ευρέθη

    Ναι

    Οι συγχωνεύσεις προηγούμενου σταδίου δεν είναι δυνατές

    Ναι

    Όσον αφορά τις συγχωνεύσεις προηγούμενου σταδίου, θα προέκυπταν φορολογικές δαπάνες για την εταιρεία-στόχος και τους μετόχους της παρόλο που οι συνοριακές συγχωνεύσεις δεν επιτρέπονται στην Ινδία

    Όχι

    Το μόνο προηγούμενο αφορά αντίστροφες συγχωνεύσεις (δεν υπάρχει προηγούμενο για συγχώνευση προηγούμενου σταδίου)

    Οι συγχωνεύσεις προηγούμενου σταδίου δεν επιτρέπονται

    Ιαπωνία

    Νόμος περί εταιρειών αριθ. 86 της 26ης Ιουλίου 2005

    Δεν γίνεται ειδική μνεία

    Ωστόσο, σύμφωνα με το κριτήριο που τέθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατά την έκδοση του νόμου περί εταιρειών το 2006, οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν θα έπρεπε να επιτρέπονται

    Ναι

    Σύμφωνα με τη σχετική θεωρία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν είναι δυνατές στην Ιαπωνία

    Το γραφείο νομικών υποθέσεων στην Ιαπωνία δεν επιτρέπει την εγγραφή διασυνοριακών συγχωνεύσεων

    Θεωρητικά, δεδομένου ότι στο νόμο περί εταιρειών δεν γίνεται αναφορά σε διασυνοριακές συγχωνεύσεις, η φορολογική μεταχείριση είναι βέβαιη

    Όχι

    Το γραφείο νομικών υποθέσεων στην Ιαπωνία δεν επιτρέπει την εγγραφή διασυνοριακής συγχώνευσης

    Μεξικό

    Γενικός Νόμος για τις εμπορικές εταιρείες

    Δεν γίνεται ειδική μνεία

    Δεν ευρέθη

    Ναι

    Οι περιορισμοί σε ορισμένους οικονομικούς τομείς δεν θα επέτρεπαν μια διασυνοριακή συγχώνευση

    Ναι

    Όσον αφορά τις συγχωνεύσεις προηγούμενου σταδίου, υπάρχουν φορολογικές δαπάνες για την εταιρεία-στόχος και τους μετόχους

    Ναι, αλλά όχι με ισπανικές εταιρείες

    Φορολόγηση της εταιρείας-στόχος και των μετόχων της

    Μαρόκο

    Νόμος 17-95 για τις ανώνυμες εταιρείες (ωστόσο, όλες οι αρχές εφαρμόζονται στο νόμο για τις εταιρείες περιορισμένης ευθύνης)

    Δεν γίνεται ειδική μνεία

    Δεν ευρέθη στο Μαρόκο

    Ναι

    Οι κανονιστικές διατάξεις περί πράξεων σε συνάλλαγμα δύνανται να εμποδίσουν την απορρόφηση μιας μαροκινής εταιρείας από μια ισπανική

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση

    Οι κανόνες περί φορολογικής ουδετερότητας εφαρμόζονται μόνο σε συγχωνεύσεις μεταξύ εγχώριων οντοτήτων

    Δεν ευρέθη

    Δεν υπάρχουν ειδικές νομικές διατάξεις. Οι σημαντικοί νομικοί, φορολογικοί και de facto φραγμοί θα εμπόδιζαν μια διασυνοριακή συγχώνευση

    Περού

    Γενικός νόμος 268.87 περί εταιρειών

    Δεν γίνεται ειδική μνεία

    Στο Περού δεν είναι δυνατή η διασυνοριακή συγχώνευση καθόσον η περουβιανή οντότητα θα έπρεπε να εκκαθαριστεί

    Ναι

    Ναι

    Η διασυνοριακή συγχώνευση δεν είναι δυνατή στο Περού

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση

    Υπάρχει καθεστώς φορολογικής απαλλαγής μόνο για αναδιάρθρωση εγχώριων εταιρειών

    Δεν ευρέθη

    Οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν είναι δυνατές στο Περού

    Ηνωμένες Πολιτείες

    Νόμοι περί εταιρειών που εφαρμόζονται στις ΗΠΑ

    Οι νόμοι των ΗΠΑ δεν απαγορεύουν και δεν αντιμετωπίζουν τις συγχωνεύσεις διαφορετικά από τις λοιπές συνενώσεις επιχειρήσεων με αλλοδαπές οντότητες.

    Ωστόσο, ορισμένες πολιτείες (για παράδειγμα το Delaware) δεν επιτρέπουν τέτοιες συγχωνεύσεις σε περίπτωση που η νομοθεσία του άλλου δικαιοδοτικού συστήματος δεν επιτρέπει μια διασυνοριακή συγχώνευση

    Όχι

    Ναι

    Αυστηροί περιορισμοί σε ορισμένους τομείς δυνάμει νόμων για την εθνική ασφάλεια

    Αυστηροί κανόνες για εξασφάλιση έγκρισης της διαδικασίας διασυνοριακής συγχώνευσης

    Όχι

    Ωστόσο, η μη συμμόρφωση με τους κανόνες απαλλαγής από τη φορολογία θα είχε αρνητικές φορολογικές συνέπειες

    Στην πράξη, οι μέτοχοι σε εταιρείες των ΗΠΑ συχνά αντιτίθενται σε διασυνοριακές συγχωνεύσεις λόγω των φορολογικών επιβαρύνσεων που θα προέκυπταν για τους ίδιους

    Δεν ευρέθη, αλλά τέτοιες συγχωνεύσεις ενδέχεται να έχουν γίνει στο Delaware

    Είναι δυνατή μια διασυνοριακή συγχώνευση μόνο σε ορισμένες πολιτείες εφόσον πληρούνται διάφορες προϋποθέσεις

    Βενεζουέλα

    Εμπορικός κώδικας της 26ης Ιουλίου 1955 και άρθρο 340 του εμπορικού κώδικα

    Δεν γίνεται ειδική μνεία

    Στη Βενεζουέλα δεν είναι δυνατή η διασυνοριακή συγχώνευση καθώς θα έπρεπε να εκκαθαριστεί η επιχείρηση της εν λόγω χώρας

    Όχι

    Ναι

    Η διασυνοριακή συγχώνευση δεν είναι δυνατή στη Βενεζουέλα

    Αβέβαιη φορολογική μεταχείριση

    Καθεστώς φορολογικής απαλλαγής υφίσταται μόνο για αναδιαρθρώσεις εγχώριων εταιρειών

    Δεν ευρέθη

    Οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις δεν είναι εφικτές στη Βενεζουέλα


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

    ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΗΣ GARRIGUES ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΙΣ ΙΣΠΑΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

    Νομικές και κανονιστικές πτυχές

    Στις ακόλουθες χώρες δεν είναι δυνατή μια διασυνοριακή συγχώνευση με βάση το εμπορικό δίκαιο:

    Ινδία, βάσει συνδυασμού των άρθρων 3 και 391-394 της σχετικής νομοθεσίας της Ινδίας (Νόμος περί εταιρειών του 1965).

    Αυστραλία, καθώς ούτε ο νόμος περί εταιρειών του 2001 ούτε ο νόμος περί αλλοδαπών αγορών και απορροφήσεων του 1975 αναγνωρίζουν τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις, οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατές δυνάμει της νομοθεσίας της Αυστραλίας.

    Ιαπωνία, δεδομένου ότι, όπως επιβεβαίωσε το γραφείο νομικών υποθέσεων του Τόκιο (τμήμα του ιαπωνικού Υπουργείου Δικαιοσύνης που τηρεί το μητρώο συγχωνεύσεων που πραγματοποιούνται στην Ιαπωνία), η ερμηνεία των άρθρων 2 και 748 του νόμου περί εταιρειών αποκλείει τη δυνατότητα υλοποίησης διασυνοριακής συγχώνευσης.

    Καναδάς, καθώς στην καναδική νομοθεσία δεν αναγνωρίζονται οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις και η μοναδική παρόμοια πράξη που αναγνωρίζεται είναι η συγχώνευση τύπου «amalgamation», η οποία απαιτεί αμφότερες οι εταιρείες να διέπονται από την ίδια καναδική νομοθεσία (άρθρα 2 και 181 του ομοσπονδιακού νόμου του Καναδά για τις εμπορικές επιχειρήσεις) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ο ορισθείς τύπος διασυνοριακής συγχώνευσης.

    Ισημερινός, καθώς σύμφωνα με τα άρθρα 342 και 415 του νόμου περί εταιρειών της χώρας αυτής, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 312 της 5ης Νοεμβρίου 1999, για να υλοποιηθεί μια συγχώνευση, η αγοράστρια εταιρεία πρέπει να είναι εγκατεστημένη στον Ισημερινό ή να έχει προηγουμένως ιδρύσει νέα εταιρεία στον Ισημερινό, γεγονός που αποκλείει διασυνοριακές συγχωνεύσεις όπως η εξεταζόμενη. Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε και από την Superintendencia de Sociedades (Διοικητικός Τεχνικός Οργανισμός που επιθεωρεί και ελέγχει τις εταιρείες του Ισημερινού) που είναι αρμόδια για την έγκριση των συγχωνεύσεων εταιρειών και για άλλες πράξεις στον Ισημερινό.

    Κίνα, όπως αντικατοπτρίζεται στις κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν την εξαγορά εγχώριων εταιρειών από αλλοδαπούς (ιδίως, τα άρθρα 2 και 55 των διατάξεων για τις εξαγορές εγχώριων επιχειρήσεων από ξένους επενδυτές, που εξέδωσε το Υπουργείο Εμπορίου της Κίνας στις 22 Ιουνίου 2009).

    Υπάρχουν άλλες χώρες στις οποίες δεν προβλέπεται ειδική ρύθμιση για τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις αλλά υφίστανται νομικοί φραγμοί που τις περιπλέκουν σε τέτοιο βαθμό που, σύμφωνα με τα δικηγορικά γραφεία των οποίων ζητήθηκε η γνώμη ή/και τις σχετικές διοικητικές ή ακαδημαϊκές θεωρίες, οι συγχωνεύσεις αυτές είναι στην πράξη αδύνατες, ιδίως στις ακόλουθες χώρες:

    Αργεντινή, όπου ο αριθμός των νομικών και πρακτικών εμποδίων (περιγράφονται αναλυτικά στην επισυναπτόμενη έκθεση για την Αργεντινή) εμποδίζουν την υλοποίηση διασυνοριακών συγχωνεύσεων. Το ίδιο αυτό συμπέρασμα συνάγεται και από τα περισσότερα θεωρητικά κείμενα της Αργεντινής που αναφέρονται στην έκθεση, καθώς και από τις διοικητικές δικαστικές αρχές της Αργεντινής οι οποίες, μέσω του τμήματος προκαταρκτικής ταξινόμησης της γενικής δικαστικής επιθεώρησης (όργανο ελέγχου των νομικών προσώπων στην αυτόνομη πόλη του Μπουένος Άιρες), περιγράφει τις εν λόγω συγχωνεύσεις ως «πιλοτικές υποθέσεις» για τις οποίες δεν υπάρχει προηγούμενο.

    Βραζιλία, όπου, σύμφωνα με το δικηγορικό γραφείο του οποίου ζητήθηκε η γνώμη, οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις είναι σχεδόν αδύνατες, τόσο λόγω της ασυμβατότητας της βραζιλιάνικης νομοθεσίας όσον αφορά την εγγραφή της συγχώνευσης στη Βραζιλία, όσο και της υποχρέωσης ίδρυσης θυγατρικής με την οποία θα συγχωνευόταν η βραζιλιάνικη εταιρεία, γεγονός που απαιτεί τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού εγκρίσεων από πολιτικούς και οικονομικούς φορείς που είναι σχεδόν αδύνατο να εξασφαλιστούν (ιδίως το ειδικό προεδρικό διάταγμα που αναφέρεται στην έκθεση για τη Βραζιλία).

    Περού, διότι σύμφωνα με τις πληροφορίες τοπικού δικηγορικού γραφείου, μέχρι σήμερα έχουν απορριφθεί από τα δημόσια μητρώα του Περού οι αιτήσεις εγγραφής διασυνοριακών συγχωνεύσεων οι οποίες περιγράφονται ως πράξεις αναδιοργάνωσης που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ισχύοντος νόμου («Ley no 26887 General de Sociedades»).

    Κολομβία, στο δικαιοδοτικό σύστημα της οποίας i) η έλλειψη ειδικής διαδικασίας για διασυνοριακές συγχωνεύσεις, ii) η υποχρέωση ίδρυσης θυγατρικής στην Κολομβία, ακολουθώντας ειδικές διαδικασίες έγκρισης, και iii) οι νομικοί και οι κανονιστικοί περιορισμοί σε ορισμένες δραστηριότητες σε διάφορους τομείς της οικονομίας, καθιστούν αδύνατη την υλοποίηση διασυνοριακών συγχωνεύσεων στους εν λόγω τομείς, σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην έκθεση γνώμη του δικηγορικού γραφείου.

    Επιπλέον, όπως εξηγείται στην έκθεση για την Κολομβία, σε ορισμένες από τις εξετασθείσες χώρες, οι νομικοί περιορισμοί των ξένων επενδύσεων σε ορισμένους τομείς της οικονομίας εμποδίζουν την πραγματοποίηση διασυνοριακών συγχωνεύσεων δεδομένου ότι, εάν πραγματοποιούνταν τέτοιες συγχωνεύσεις, οι δραστηριότητες θα ασκούνταν άμεσα σε κάθε χώρα από μη μόνιμους κατοίκους, γεγονός που θα δημιουργούσε μη συμβατές καταστάσεις που θα ήταν είτε εντελώς απαγορευμένες είτε αυστηρά περιορισμένες στις εν λόγω χώρες. Μεταξύ των χωρών που εξετάστηκαν, τούτο ισχύει για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ιδίως την Κολομβία, η οποία απαγορεύει κάθε επένδυση από αλλοδαπές οντότητες σε πολλούς τομείς της οικονομίας· τη Βραζιλία, με παρόμοιες συνολικές απαγορεύσεις· τη Χιλή, με σημαντικές απαγορεύσεις και περιορισμούς που επηρεάζουν μεταξύ άλλων τους τομείς των τηλεπικοινωνιών, των επιχειρήσεων-αναδόχων, της ηλεκτρικής ενέργειας, της υγειονομικής περίθαλψης και της ενέργειας· τον Ισημερινό, με σημαντικούς περιορισμούς στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στον τομέα των ασφαλειών· τη Βενεζουέλα, ιδίως στον τομέα των τηλεπικοινωνιών· το Μεξικό, ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, με ορισμένους περιορισμούς που συνδέονται με την εθνική ασφάλεια και τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

    Φορολογικές πτυχές

    Από την άλλη πλευρά, στις περισσότερες χώρες που εξετάστηκαν, υπάρχουν σημαντικοί φορολογικοί φραγμοί στην υλοποίηση διασυνοριακών συγχωνεύσεων. Κατά την έννοια αυτή, εάν ήταν δυνατό (πράγμα που δεν είναι) να υλοποιηθεί μια διασυνοριακή συγχώνευση, στην πλειοψηφία των χωρών που εξετάστηκαν τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη κεφαλαίου θα φορολογούνταν άμεσα στο επίπεδο της εταιρείας-στόχος ή/και του μετόχου και θα επιβάλλονταν επίσης έμμεσοι φόροι όπως σε οιαδήποτε ολοκληρωθείσα μεταβίβαση. Οι επισυναπτόμενες εκθέσεις αντικατοπτρίζουν αναλυτικά την εν λόγω κατάσταση στις ακόλουθες χώρες:

    Στην Αργεντινή, ο νόμος για τον φόρο εισοδήματος δεν επιτρέπει να αντιμετωπίζεται μια διασυνοριακή συγχώνευση ως «αναδιοργάνωση απαλλασσόμενη φόρου», όπως επιβεβαίωσε συγκεκριμένα η AFIP (εθνική φορολογική αρχή της Αργεντινής) σε μια σειρά από αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες η εταιρεία-στόχος (και οι μέτοχοι της, ανεξαρτήτως των διατάξεων της συμφωνίας Ισπανίας-Αργεντινής για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης, όπως θα αναφερθεί αναλυτικότερα κατωτέρω) θα υπόκειτο σε φόρο εισοδήματος επί των μη πραγματοποιηθέντων κερδών κεφαλαίου, καθώς και σε έμμεσους φόρους που επιβάλλονται στην Αργεντινή επί των συναλλαγών: Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, φόρος ακαθάριστου εισοδήματος, τέλη χαρτοσήμου κ.λπ.

    Στην Αυστραλία, όλες οι συναλλαγές συγχώνευσης τύπου «amalgamation» υπόκεινται σε αυστραλιανούς φόρους που βαρύνουν τόσο την επιχείρηση που μεταβιβάζει τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της (η λυθείσα εταιρεία) όσο και τους μετόχους της.

    Στη Βραζιλία, οι εν λόγω συναλλαγές θα υπόκειντο στο γενικό φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις μεταφορές κεφαλαίων, σε ό,τι αφορά όλους τους βραζιλιάνικους φόρους που βαρύνουν τόσο την εταιρεία-στόχος όσο και τους μετόχους της. Το ειδικό καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 21 του νόμου 9249/95 εφαρμόζεται μόνο σε συγχωνεύσεις μεταξύ βραζιλιάνικων εταιρειών.

    Στον Καναδά, οι μοναδικές πράξεις που προσομοιάζουν με διασυνοριακές συγχωνεύσεις προϋποθέτουν την εκκαθάριση της εταιρείας-στόχος και ως εκ τούτου υπόκεινται σε όλους τους φόρους που επιβάλλονται στον Καναδά.

    Στη Χιλή, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες φορολόγησης των συγχωνεύσεων, οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις θα φορολογούνταν. Δυνάμει του νόμου για τον φόρο εισοδήματος, όλα τα κέρδη της εταιρείας που λύεται φορολογούνται με ποσοστό 35 % και οι μέτοχοι της καταβάλλουν φόρο 17 % ή 35 % επί του πραγματοποιηθέντος κέρδους, εφόσον εξασφάλισαν αύξηση αξίας για φορολογικούς σκοπούς. Η λύση της εταιρείας-στόχος θα πρέπει προηγουμένως να ελεγχθεί από τις φορολογικές αρχές της Χιλής, γεγονός που συνιστά πρόσθετο εμπόδιο που αποθαρρύνει και ενδέχεται να καθυστερήσει σημαντικά την ολοκλήρωση των εν λόγω συναλλαγών.

    Στην Κολομβία, σε καμιά συγχώνευση δεν επιβάλλεται στην εταιρεία που λύεται φόρος εισοδήματος (άρθρο 14.1 του Estatuto Tributario) ή φόρος προστιθέμενης αξίας (άρθρο 428.2 του Estatuto Tributario). Ωστόσο, λόγω της απουσίας νομικών διατάξεων που διέπουν τη φορολογική μεταχείριση των μετόχων, η Διεύθυνση Εθνικών Φόρων και Τελωνείων αποφάνθηκε (αριθ. απόφασης 053516, της 6ης Ιουλίου 2009) ότι οι μέτοχοι λαμβάνουν φορολογητέο κεφαλαιακό κέρδος εάν η αγοραία αξία των μετοχών, των ρευστών διαθέσιμων ή των λοιπών στοιχείων του ενεργητικού που αποκτήθηκαν είναι υψηλότερη από το κόστος απόκτησης των μετοχών που ελήφθησαν ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης.

    Στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν ορισμένες αρνητικές υλικές συνέπειες για μια εταιρεία των ΗΠΑ («USCo») και τους μετόχους της από τις ΗΠΑ από τον ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος των ΗΠΑ που, όπως παρουσιάζεται αναλυτικά στην έκθεση για τις ΗΠΑ, θα μπορούσαν να προκύψουν από τη συγχώνευση μιας USCo με μια αλλοδαπή εταιρεία («ForCo») στην οποία υπερισχύει η ForCo. Λόγω της ανησυχίας των φορολογικών αρχών των ΗΠΑ για μετακίνηση στο εξωτερικό εταιρειών των ΗΠΑ προκειμένου να καταβάλλουν χαμηλότερο ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος στις ΗΠΑ, οι κανόνες βάσει των οποίων απαλλάσσεται από φόρους η συγχώνευση δύο USCos συχνά δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση συγχώνευσης μιας USCo σε ForCo. Ακόμη κι αν υπάρχουν ισχυροί λόγοι για την πραγματοποίηση μιας διασυνοριακής συγχώνευσης, οι μέτοχοι εταιρειών των ΗΠΑ συχνά αντιτίθενται στις συγχωνεύσεις αυτές λόγω των επιβαρυντικών φορολογικών καθεστώτων που μπορούν να προκύψουν από τη συγχώνευση.

    Στο Μαρόκο, σε μια διασυνοριακή συγχώνευση επιβάλλονται στη λυθείσα εταιρεία και στους εταίρους της όλοι οι ισχύοντες μαροκινοί φόροι, καθώς το ειδικό καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 162 του γενικού φορολογικού κώδικα (Code Général des Impôts) εφαρμόζεται μόνο στις μαροκινές εταιρείες που υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος, όπως ορίζει ο εν λόγω κώδικας. Επιπλέον, όπως και στην περίπτωση της Χιλής, πριν από τη λύση μιας μαροκινής εταιρείας πρέπει να γίνει λογιστικός έλεγχος, γεγονός που αποτελεί πρόσθετο εμπόδιο σε τέτοιες συγχωνεύσεις το οποίο μπορεί επίσης να καθυστερήσει σημαντικά την υλοποίησή τους.

    Στο Μεξικό, σε περίπτωση συγχώνευση μεξικάνικης εταιρείας με αλλοδαπή επιβάλλεται ο μεξικάνικος φόρος εισοδήματος στη συγχωνευθείσα εταιρεία (για τους σκοπούς αυτούς λαμβάνονται επίσης υπόψη οι όροι της σύμβασης μεταξύ Ισπανίας και Μεξικού για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης, όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω) καθώς και οι λοιποί φόροι που επιβάλλονται σε όλες τις μεταφορές αγαθών ή δικαιωμάτων: ο κατ’ αποκοπήν εταιρικός φόρος (Impuesto Empresarial a Tasa Única - IETU), ο φόρος προστιθέμενης αξίας (IVA), ο φόρος μεταβίβασης περιουσίας (ISAI) κ.λπ. Το άρθρο 14-β του ομοσπονδιακού φορολογικού κώδικα επιτρέπει να εφαρμοστεί καθεστώς φορολογικής ουδετερότητας μόνο σε συγχωνεύσεις μεταξύ εταιρειών που εδρεύουν στο Μεξικό.

    Όσον αφορά τους μετόχους της εταιρείας-στόχος, τα άρθρα 1 και 179 του νόμου για τον φόρο εισοδήματος ορίζουν ότι οι μη μόνιμοι κάτοικοι υποχρεούνται επίσης να καταβάλλουν τον εν λόγω φόρο επί των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από τη συγχωνευθείσα εταιρεία συνεπεία της συγχώνευσης.

    Στο Περού, σε περίπτωση υλοποίησης μιας διασυνοριακής συγχώνευσης, η φορολογική μεταχείριση θα ήταν αυτή που εφαρμόζεται στις πωλήσεις, ενώ κάθε κέρδος θα φορολογείτο με συντελεστή 30 % στη λυθείσα επιχείρηση. Οι μέτοχοι θα όφειλαν να καταβάλουν φόρο επί των κερδών από την εκκαθάριση για το τμήμα εκείνο που υπερβαίνει την ονομαστική αξία των μετοχών συν το πρόσθετο πριμ κεφαλαίου. Η συγχώνευση θα υπόκειται επίσης σε έμμεσους φόρους [κυρίως τον γενικό φόρο επί των πωλήσεων (IGV)] με συντελεστή 19 % επί της αξίας μεταβίβασης. Το καθεστώς αυτό έχει επιβεβαιωθεί ρητά από τις φορολογικές αρχές του Περού, με τη δεσμευτική έκθεση που εξέδωσαν: 229-2005-SUNAT/2B0000 (28 Σεπτεμβρίου 2005).

    Τέλος, στη Βενεζουέλα, σε περίπτωση υλοποίησης από εμπορικής άποψης της συγχώνευσης, θα επιβάλλονταν οι ισχύοντες φόροι στη Βενεζουέλα τόσο επί της εταιρείας-στόχος όσο και επί των μετόχων της, όπως επισημαίνει στην έκθεσή του το δικηγορικό γραφείο της Βενεζουέλας.

    Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι καμία από τις συμφωνίες περί αποφυγής της διπλής φορολόγησης που υπέγραψε η Ισπανία δεν προβλέπει πρόσθετα ειδικά πλεονεκτήματα για διασυνοριακές συγχωνεύσεις, σε σύγκριση με αντίστοιχες συμφωνίες περί διπλής φορολόγησης με άλλες χώρες που βασίζονται στο υπόδειγμα σύμβασης του ΟΟΣΑ.

    Ωστόσο, πέραν των πρόσθετων εξηγήσεων που παρέχονται κατωτέρω όσον αφορά τις συμφωνίες περί αποφυγής της διπλής φορολόγησης Ισπανίας-Αργεντινής, και Ισπανίας-Μεξικού, ορισμένες συμφωνίες προβλέπουν δυνατότητα να επιβληθεί ο φόρος στο κράτος προέλευσης της μεταβίβασης (συμπεριλαμβανομένης, για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, της μεταβίβασης που αποτελεί συνέπεια της απόσβεσης των μετοχών σε μια συγχώνευση) σημαντικού μετοχικού κεφαλαίου σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες στο εν λόγω κράτος.

    Από τη σκοπιά αυτή, η Ισπανία αποκλίνει από τη γενική προσέγγιση του ΟΟΣΑ όσον αφορά τη φορολογία της υπεραξίας από την πώληση, εκ μέρους κατοίκου ενός εκ των συμβαλλομένων κρατών, μετοχών και τίτλων σε εταιρείες του άλλου συμβαλλόμενου κράτους (ανεξαρτήτως του εάν η πώληση λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο συγχώνευσης). Η γενική προσέγγιση του ΟΟΣΑ είναι να ανατίθεται η φορολογική αυτή αρμοδιότητα αποκλειστικά στο κράτος διαμονής του πωλητή (στη συγκεκριμένη περίπτωση η Ισπανία). Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατυπωθείσες από την Ισπανία επιφυλάξεις που περιλαμβάνονται στο σχόλιο για το άρθρο 13 του πρότυπου σύμβασης του ΟΟΣΑ (σημείο 45), και σύμφωνα με τις συναφθείσες διμερείς συμφωνίες, συνήθως οι συμφωνίες προβλέπουν επιμερισμό της φορολόγησης στην Ισπανία και στο κράτος εγκατάστασης της εταιρείας της οποίας οι μετοχές πωλούνται (στην υπόθεση αυτή, συνεπεία της απόσβεσης μετοχών σε συγχώνευση) σε περιπτώσεις «σημαντικής» συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο (από τα εξετασθέντα στο κείμενο αυτό κράτη, τούτο ισχύει για τις συμφωνίες με την Αργεντινή, την Αυστραλία, τη Χιλή, την Ινδία, την Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Μαρόκο).

    Εξάλλου, στα αντίστοιχα πρωτόκολλα των συμφωνιών με δύο από τις εν λόγω χώρες (συγκεκριμένα, στα πρωτόκολλα των συνθηκών που υπεγράφησαν με το Μεξικό και την Αργεντινή) μπορεί να δοθεί η ερμηνεία ότι (1), όταν η μεταβίβαση αποτελεί μέρος διασυνοριακής συγχώνευσης μεταξύ εταιρειών του ίδιου ομίλου, επιτρέπεται η εφαρμογή καθεστώτος φορολογικής αναβολής επί των κερδών κεφαλαίου στο κράτος καταγωγής.

    Στην περίπτωση της ειδικής ρήτρας του πρωτοκόλλου της συμφωνίας περί αποφυγής της διπλής φορολόγησης που υπεγράφη μεταξύ Ισπανίας και Αργεντινής, η ερμηνεία που δίδεται από το δικηγορικό γραφείο της εν λόγω χώρας, σύμφωνα με την ισχύουσα θεωρία, είναι ότι η ρήτρα αυτή δεν επιτρέπει την εφαρμογή του καθεστώτος φορολογικής αναβολής της Αργεντινής σε διασυνοριακή συγχώνευση μιας ισπανικής και μιας αργεντινής εταιρείας.

    Στην περίπτωση της ρήτρας που περιλαμβάνεται στο πρωτόκολλο της συμφωνίας περί αποφυγής της διπλής φορολόγησης μεταξύ Ισπανίας και Μεξικού, το δικηγορικό γραφείο της εν λόγω χώρας θεωρεί επίσης ιδιαίτερα αμφίβολη την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η εν λόγω ρήτρα μπορεί να εφαρμοστεί σε διασυνοριακή συγχώνευση μιας ισπανικής με μια μεξικάνικη εταιρεία, αλλά εάν η συγχώνευση γινόταν αποδεκτή (πράγμα το οποίο φαίνεται απίθανο) θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγήσει σε φορολογική δαπάνη μεγαλύτερη από τη δαπάνη που πρόκειται να αναβληθεί, καθώς ο «αναβαλλόμενος» φόρος θα αντιστάθμιζε τους φόρους που θα «πάγωναν» ανεξαρτήτως της ύπαρξης πραγματικού οικονομικού εισοδήματος (ακόμη και αν η μεταβίβαση κατέληγε σε οριστική απώλεια).

    Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι τα προαναφερόμενα πρωτόκολλα στις συμφωνίες περί αποφυγής της διπλής φορολόγησης δεν επηρεάζουν τους έμμεσους φόρους που επιβάλλει κάθε δικαιοδοτικό σύστημα στις εν λόγω συναλλαγές.

    Τέλος, ως απόδειξη του ότι τα προαναφερόμενα φορολογικά, νομικά και de facto εμπόδια είναι πραγματικά, πρέπει να επισημανθεί ότι, σε γενικές γραμμές, όπως αναφέρεται στις διάφορες εκθέσεις των χωρών που εξετάστηκαν, δεν πραγματοποιήθηκε καμία διασυνοριακή συγχώνευση στα δικαιοδοτικά τους συστήματα.


    (1)  Η ερμηνεία αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί καθώς οι εν λόγω ρήτρες αφορούν κυρίως συγχωνεύσεις εταιρειών που εδρεύουν σε ένα συμβαλλόμενο κράτος και κατέχουν περιουσιακά στοιχεία στο άλλο συμβαλλόμενο κράτος, και οι οποίες, εάν οι ρήτρες αυτές δεν υπήρχαν, θα φορολογούνταν στο κράτος αυτό, ενώ αντίθετα οι φόροι στο κράτος εγκατάστασης θα αναβάλλονταν δυνάμει ενός καθεστώτος φορολογικής αναβολής.


    Top