Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32011D0179

    2011/179/ΕΕ: Απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Δεκεμβρίου 2010 , σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 39/96 (πρώην NN 127/92) που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ του Coopérative d’exportation du livre français (CELF) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 8938] Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ΕΕ L 78 της 24.3.2011, p. 37–54 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2011/179/oj

    24.3.2011   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 78/37


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 14ης Δεκεμβρίου 2010

    σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 39/96 (πρώην NN 127/92) που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ του Coopérative d’exportation du livre français (CELF)

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2010) 8938]

    (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2011/179/ΕΕ)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο (1),

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο (2), και αφού έλαβε υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2008 (3) (εφεξής «η απόφαση του Πρωτοδικείου»), το Πρωτοδικείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακύρωσε την απόφαση 2005/262/ΕΚ της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2004 σχετικά με την ενίσχυση που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ του συνεταιρισμού εξαγωγής του γαλλικού βιβλίου (Coopérative d’exportation du livre français) (εφεξής «CELF») (4)  (5).

    (2)

    Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή πρέπει να εκδώσει μια νέα απόφαση.

    (3)

    Η προαναφερθείσα απόφαση αποτελεί το τέλος μιας διαδικασίας τα κύρια στάδια της οποίας αναφέρονται κατωτέρω.

    A.   Πρώτο στάδιο

    (4)

    Με επιστολή της 20ής Μαρτίου 1992, η Société internationale de diffusion et d’édition [Διεθνής Εταιρεία (εφεξής «SIDE»)] επέστησε την προσοχή της Επιτροπής στις ενισχύσεις για την προώθηση, τη μεταφορά και την εμπορία που χορήγησαν οι γαλλικές αρχές στον CELF, ενισχύσεις οι οποίες δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενης κοινοποίησης στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

    (5)

    Με επιστολή της 2ας Απριλίου 1992, η Επιτροπή, έχοντας υπενθυμίσει στις γαλλικές αρχές ότι ολόκληρο το σχέδιο που επιδιώκει να συστήσει ή να τροποποιήσει τις ενισχύσεις έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο προηγούμενης κοινοποίησης στις υπηρεσίες της, ζήτησε από τις προαναφερθείσες αρχές να την ενημερώσουν σχετικά με τον χαρακτήρα και το αντικείμενο των ενισχύσεων που ανέφερε η SIDE.

    (6)

    Οι γαλλικές αρχές, με επιστολή της 29ης Ιουνίου 1992, επιβεβαίωσαν στην Επιτροπή την ύπαρξη ενισχύσεων υπέρ του CELF. Αυτές διευκρίνισαν ότι αυτά τα μέτρα είχαν σκοπό να καταστήσουν γνωστή τη γαλλική γραμματεία και τη γαλλική γλώσσα στις μη γαλλόφωνες χώρες και ότι στον CELF είχε ανατεθεί η διαχείριση τριών συστημάτων ειδικών ενισχύσεων τα οποία είχαν επίσης στόχο να διευκολύνουν την πρόσβαση στα γαλλικά βιβλία από αναγνώστες σε απομακρυσμένες περιοχές.

    (7)

    Με επιστολή της 7ης Αυγούστου 1992, η Επιτροπή επιβεβαίωσε στη SIDE την ύπαρξη ενισχύσεων υπέρ του CELF, διευκρινίζοντας τον στόχο τους και ενημερώνοντάς την ότι τα επίμαχα μέτρα δεν είχαν κοινοποιηθεί. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι οι επίμαχες ενισχύσεις δεν ήταν ικανές να αλλοιώσουν τους όρους των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών. Υπό αυτές τις συνθήκες, η SIDE είχε κληθεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις της.

    (8)

    Με επιστολή της 7ης Σεπτεμβρίου 1992, η SIDE γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι είχε την πρόθεση να καταγγείλει ότι τα μέτρα συνιστούν διακριτική μεταχείριση και ότι είχαν επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, χωρίς να αμφισβητεί, ωστόσο, τον πολιτιστικό στόχο τον οποίο προωθούσε το Υπουργείο Πολιτισμού, ο οποίος ήταν η διάδοση της γαλλικής γλώσσας και της γαλλικής γραμματείας.

    (9)

    Με απόφαση της 18ης Μαΐου 1993 (6), η Επιτροπή έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης κατάστασης του ανταγωνισμού στον τομέα του βιβλίου και του πολιτιστικού στόχου των εν λόγω καθεστώτων ενισχύσεων, η παρέκκλιση του πρώην άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης εφαρμοζόταν σ’ αυτές.

    (10)

    Η SIDE, με δικόγραφο της 2ας Αυγούστου 1993, υπέβαλε προσφυγή ακυρώσεως της προαναφερθείσας απόφασης. Με απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1995 (7), το Πρωτοδικείο έκανε εν μέρει αποδεκτή την αίτηση της SIDE ακυρώνοντας την απόφαση της Επιτροπής της 18ης Μαΐου 1993, αποκλειστικά όμως για ό,τι αφορά ορισμένα μέτρα υπέρ του CELF σχετικά με τις μικρές παραγγελίες.

    (11)

    Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να εκδώσει ευνοϊκή απόφαση για τα κατωτέρω τρία καθεστώτα ενισχύσεων, που διαχειρίζεται ο CELF για λογαριασμό του κράτους:

    α)

    ενισχύσεις για την αεροπορική μεταφορά ή την αεροπορική ταχυδρομική αποστολή βιβλίων·

    β)

    πρόγραμμα «Page à Page» (8) (ενίσχυση που αποσκοπεί στη διάδοση βιβλίων στη γαλλική γλώσσα στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης)·

    γ)

    «Πρόγραμμα Plus» (διάθεση πανεπιστημιακών συγγραμμάτων στη γαλλική γλώσσα στους φοιτητές των πανεπιστημίων της Αφρικής νοτίως της Σαχάρας).

    (12)

    Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε λάβει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τα ανωτέρω τρία καθεστώτα που δικαιολογούσαν τη διαπίστωση ότι η επίπτωσή τους στον ανταγωνισμό ήταν αμελητέα. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο αναφέρει ότι «Όσον αφορά τον πολιτιστικό σκοπό των επιδίκων ενισχύσεων, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι ο επιδιωκόμενος από τη γαλλική κυβέρνηση σκοπός συνίσταται στη διάδοση της γαλλικής γλώσσας και γραμματείας». Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εκτίμηση του πολιτιστικού σκοπού των επιδίκων ενισχύσεων δεν δημιουργούσε στην Επιτροπή ιδιαίτερες δυσκολίες και ότι δεν ήταν απαραίτητο να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες προκειμένου να αναγνωρίσει τον πολιτιστικό χαρακτήρα του εν λόγω σκοπού.

    (13)

    Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο έκρινε, όσον αφορά τα μέτρα αντισταθμίσεως που χορηγήθηκαν αποκλειστικά στον CELF για τις μικρές παραγγελίες, ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει διεξοδικά τους όρους ανταγωνισμού στον εξεταζόμενο τομέα πριν να λάβει απόφαση σχετικά με το συμβιβάσιμο των μέτρων με την κοινή αγορά.

    (14)

    Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο συνήγαγε (σκέψη αριθ. 76 της απόφασης) ότι η Επιτροπή έπρεπε να κινήσει τη διαδικασία του πρώην άρθρου 93 παράγραφος 2 της ΕΚ (σήμερα άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ) και ότι έπρεπε συνεπώς να ακυρώσει την απόφασή της τής 18ης Μαΐου 1993, όσον αφορά την ενίσχυση που χορηγείται αποκλειστικά στον CELF για την αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους της εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών γαλλικών βιβλίων οι οποίες προέρχονται από βιβλιοπωλεία εγκατεστημένα στο εξωτερικό.

    B.   Δεύτερο στάδιο

    (15)

    Σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, η Επιτροπή αποφάσισε με απόφαση της 30ής Ιουλίου 1996 να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Τα ενδιαφερόμενα μέρη που κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή τις υπέβαλαν ιδίως μεταξύ Δεκεμβρίου 1996 και Ιανουαρίου 1997.

    (16)

    Περατώνοντας αυτή την αποδεικτική διαδικασία, η Επιτροπή εξέδωσε στις 10 Ιουνίου 1998 την απόφαση 1999/133/ΕΚ (9). Η ίδια επιβεβαίωσε τον πολιτιστικό σκοπό των ενισχύσεων σχετικά με τις μικρές παραγγελίες και έκρινε, βάσει του πρώην άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης, ότι ο χαρακτήρας των ανωτέρω ενισχύσεων δεν μπορούσε να αλλοιώσει τους όρους των συναλλαγών και του ανταγωνισμού στην Ένωση σε βαθμό που να βλάπτει το κοινό συμφέρον στην αγορά των εξαγωγών βιβλίων γαλλικής γλώσσας.

    (17)

    Με απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2002 (10), το Πρωτοδικείο αποφάσισε την ακύρωση της τελευταίας φράσης του άρθρου 1, της προαναφερθείσας απόφασης. Όντως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε πραγματοποιήσει τους απαραίτητους ελέγχους για να αποκτήσει τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να κάνει διάκριση μεταξύ της αγοράς των παραγγελιών και της αγοράς των εξαγωγών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα γενικά.

    (18)

    Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή, επειδή δεν πραγματοποίησε αυτόν τον έλεγχο, διέπραξε προφανές σφάλμα εκτιμήσεως επιλέγοντας την αγορά εξαγωγών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα γενικά ως την αγορά αναφοράς, ενώ είχε διαπιστωθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε ως αποκλειστικούς αποδέκτες τους παραγγελιοδόχους εξαγωγών.

    (19)

    Απεναντίας, στην απόφασή του της 22ας Ιουνίου 2000 (11), το Δικαστήριο απέρριψε, χωρίς να εξετάσει την ουσία της υπόθεσης, επί της προσφυγής των γαλλικών αρχών κατά της απόφασης της Επιτροπής της 10ης Ιουνίου 1998 και επιβεβαίωσε ότι, ακόμη και στην υπόθεση στην οποία μια ενίσχυση θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά, αυτό το γεγονός δεν επηρέαζε την υποχρέωση κοινοποίησης και ότι η απόφαση της προηγούμενης κοινοποίησης συνεπάγεται την υποχρέωση αναστολής της ενίσχυσης.

    Γ.   Τρίτο στάδιο

    (20)

    Μετά από τη μερική ακύρωση της απόφασης της 10ης Ιουνίου 1998, η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές και από την SIDE, με επιστολές της 14ης Ιουνίου 2002, να της διαβιβάσουν τις παρατηρήσεις τους για τους λόγους ακύρωσης της απόφασης, και ιδίως για τα στοιχεία σχετικά με την εν λόγω αγορά.

    (21)

    Οι γαλλικές αρχές κλήθηκαν ιδίως να σχολιάσουν τις ιδιαιτερότητες της προσφοράς του CELF σε σχέση με εκείνες των άλλων φορέων της αγοράς, όπως η SIDE. Η SIDE κλήθηκε να σχολιάσει ειδικότερα την έννοια των μικρών παραγγελιών και να αναφέρει ποια ήταν η ενδεχόμενη ιδιαιτερότητα της προσφοράς της σε σχέση με εκείνη του CELF και των άλλων φορέων της αγοράς.

    (22)

    Η SIDE απάντησε στην Επιτροπή με επιστολή της 12ης Αυγούστου 2002. Οι γαλλικές αρχές απάντησαν με επιστολή της 17ης Σεπτεμβρίου 2002.

    (23)

    Η Επιτροπή, αφού ζήτησε από τη SIDE, με επιστολή της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, να της αναφέρει εάν η απάντησή της περιείχε εμπιστευτικές πληροφορίες και έλαβε αρνητική απάντηση στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, με επιστολή της 17ης Οκτωβρίου 2002 διαβίβασε για σχολιασμό στις γαλλικές αρχές την απάντηση της SIDE συνοδευόμενη από τα παραρτήματά της. Με αυτή την ευκαιρία, έθεσε επίσης μια νέα σειρά συμπληρωματικών ερωτημάτων.

    (24)

    Με επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2002, η Επιτροπή έθεσε ομοίως στη SIDE μια σειρά συμπληρωματικών ερωτήσεων, η οποία απαντήθηκε με επιστολές της 31ης Οκτωβρίου 2002 και της 9ης Δεκεμβρίου 2002. Η SIDE γνωστοποίησε στην Επιτροπή, με επιστολή της 23ης Δεκεμβρίου 2002, μετά από το ερώτημα της Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2002, ότι οι απαντήσεις της δεν περιείχαν καμία εμπιστευτική πληροφορία και ότι μπορούσαν να διαβιβαστούν για σχολιασμό στις γαλλικές αρχές.

    (25)

    Επειδή οι γαλλικές αρχές δεν απάντησαν εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, η Επιτροπή υποχρεώθηκε να τους απευθύνει υπόμνηση με επιστολή της 27ης Νοεμβρίου 2002. Με επιστολή της 19ης Δεκεμβρίου 2002, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή παράταση της προθεσμίας.

    (26)

    Στις 9 Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή διαβίβασε για σχολιασμό από τις γαλλικές αρχές την απάντηση της SIDE της 23ης Δεκεμβρίου 2002. Με επιστολή της 17ης Ιανουαρίου 2003, οι γαλλικές αρχές απάντησαν στα ερωτήματα της Επιτροπής της 17ης Οκτωβρίου 2002.

    (27)

    Με επιστολή της 4ης Φεβρουαρίου 2003, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή νέα παράταση της προθεσμίας, σε ό,τι αφορά το ερώτημα των σχολίων στη δεύτερη απάντηση της SIDE της 23ης Δεκεμβρίου 2002. Η Επιτροπή χορήγησε μερική παράταση της προθεσμίας που ζητήθηκε με την επιστολή της 11ης Φεβρουαρίου 2003. Με επιστολή της 11ης Μαρτίου 2003, οι γαλλικές αρχές έστειλαν την απάντησή τους στην Επιτροπή.

    (28)

    Εξάλλου, η SIDE, με αίτησή της, έγινε δεκτή από τις υπηρεσίες της Επιτροπής και εξέθεσε την άποψή της για την υπόθεση εξαρχής, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης που έλαβε χώρα στις 4 Μαρτίου 2003.

    (29)

    Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2005/262/ΕΚ κρίνοντας την επίδικη ενίσχυση συμβατή σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης, αφού έκρινε ιδίως ότι οι ενισχύσεις δεν μπορούσαν να αντισταθμίσουν το κόστος της εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών.

    Δ.   Τέταρτο στάδιο

    (30)

    Με την απόφασή του της 15ης Απριλίου 2008, το Πρωτοδικείο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2004.

    (31)

    Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει, όσον αφορά το μέρος της ενίσχυσης που καταβλήθηκε στον CELF πριν από την 1η Νοεμβρίου 1993, ημερομηνία θέσης σε ισχύ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε νομική πλάνη εκτιμώντας ότι η επίδικος ενίσχυση ήταν συμβατή με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ), ενώ έπρεπε να είχε εφαρμόσει τους κανόνες του βασικού δικαίου που ίσχυαν πριν από την 1η Νοεμβρίου 1993. Το Πρωτοδικείο έλαβε ιδίως υπόψη το γεγονός ότι η συνθήκη ΕΕ δεν συνεπάγεται μεταβατικές διατάξεις όσον αφορά την εφαρμογή του πρώην άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) και ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπει, εκτός από εξαιρέσεις, τον καθορισμό της έναρξης της χρονικής εφαρμογής μιας κοινοτικής πράξης σε δηλαδή σε ημερομηνία προγενέστερη από εκείνη της δημοσίευσής της.

    (32)

    Επιπλέον, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε διαπράξει πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης κατά την εξέταση της επίδικης ενίσχυσης υπερεκτιμώντας το κόστος εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών που είχε επωμιστεί στην πραγματικότητα ο CELF. Όντως, στην απόφασή της της 20ής Απριλίου 2004, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις πραγματικές δαπάνες εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών, αλλά προέβη σε εκτίμηση αυτών των δαπανών βάσει των συνολικών δαπανών που πραγματοποίησε ο CELF (καταλογισμός στη εκτέλεση των μικρών παραγγελιών ενός μέρους των συνολικών δαπανών σε συνάρτηση με έναν συντελεστή κατανομής διαφορετικό για κάθε κατηγορία δαπανών). Για ορισμένες κατηγορίες δαπανών εφαρμόστηκαν συντελεστές πολλαπλασιασμού λαμβανομένων υπόψη των πρόσθετων δυσκολιών που συνεπάγεται η εκτέλεση των μικρών παραγγελιών σε σχέση με άλλες δραστηριότητες του CELF. Επίσης, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι αυτές οι δυσκολίες μπορούσαν να ξεπεραστούν χάρη στην τηλεδιαβίβαση που αφορούσε τα δύο τρίτα των μικρών παραγγελιών. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε σφάλμα εκτίμησης εφαρμόζοντας συντελεστές πολλαπλασιασμού σε ορισμένες δαπάνες (και, εν πάση περιπτώσει, στις τηλεδιαβιβασθείσες παραγγελίες) και συνήγαγε ότι χωρίς αυτούς τους συντελεστές, οι δαπάνες σχετικά με τη διαχείριση των μικρών παραγγελιών θα ήταν μειωμένες και το αποτέλεσμα εκμετάλλευσης της δραστηριότητας σχετικά με τις μικρές παραγγελίες θα ήταν θετικό (600 000 γαλλικά φράγκα, ήτοι 91 469 ευρώ). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, δεν απέδειξε την απουσία υπεραντιστάθμισης.

    E.   Πέμπτο στάδιο

    (33)

    Μετά την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008, η διαδικασία εξέτασης που κινήθηκε από την απόφαση της Επιτροπής της 30ής Ιουλίου 1996 παρέμεινε ανοικτή και η Επιτροπή πρέπει να εκδώσει νέα απόφαση.

    (34)

    Δεδομένου του σκεπτικού της απόφασης του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008 και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η απόφαση κίνησης της διαδικασίας φέρει ημερομηνία 30 Ιουλίου 1996, η Επιτροπή κάλεσε εκ νέου τις γαλλικές αρχές και τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

    (35)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση επέκτασης της διαδικασίας στις 8 Απριλίου 2009 (12) [απόφαση C(2009)2481, η «απόφαση επέκτασης της διαδικασίας»]. Αυτή η απόφαση για την επέκταση της διαδικασίας, προβλέποντας μια νέα προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεων, συμπλήρωνε την απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 30ής Ιουλίου 1996. Σε αυτήν αναφέρεται ότι οι δύο αποφάσεις πρέπει να θεωρηθεί ότι συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο, ότι θα αποτελέσουν αντικείμενο μιας και μόνης επίσημης διαδικασίας έρευνας, και ότι, στο μέτρο που η περιγραφή των γεγονότων και του δικαίου ή της προκαταρκτικής εξέτασης της Επιτροπής στην απόφαση επέκτασης της διαδικασίας θα παρέκκλιναν από την απόφαση κίνησης της διαδικασίας της 30ής Ιουλίου 1996, πρέπει να ληφθεί υπόψη αποκλειστικά η απόφαση επέκτασης της διαδικασίας.

    (36)

    Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω μέτρου.

    (37)

    Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις των γαλλικών αρχών στις 9 Ιουνίου 2009, καθώς και τις παρατηρήσεις της SIDE στις 23 Ιουλίου 2009. Διαβίβασε τις παρατηρήσεις της SIDE στις γαλλικές αρχές στις 24 Αυγούστου 2009 δίνοντάς τους τη δυνατότητα να τις σχολιάσουν και έλαβε τις παρατηρήσεις τους στις 24 Σεπτεμβρίου 2009.

    (38)

    Ωστόσο, οι γαλλικές αρχές δεν χορήγησαν τα λεπτομερή στοιχεία που τους είχαν ζητηθεί από την Επιτροπή στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας και περιορίστηκαν να παραπέμψουν, σε ό,τι αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης, στα στοιχεία που ήδη είχαν χορηγηθεί στις 17 Σεπτεμβρίου 2002, στις 17 Ιανουαρίου 2003 και στις 11 Μαρτίου 2003, τα οποία η Επιτροπή δεν μπορούσε να αξιοποιήσει ως είχαν λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008.

    (39)

    Με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2009, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υπενθύμισαν στις γαλλικές αρχές το αίτημά τους για υποβολή στοιχείων σχετικά με τα αναφερθέντα συγκεκριμένα σημεία, δηλώνοντας ταυτοχρόνως ότι εάν δεν ελάμβανε αυτές τις πληροφορίες εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών, θα ήταν υποχρεωμένη να λάβει οριστική απόφαση βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του διαδικαστικού κανονισμού αφού εκδώσει, κατά περίπτωση, διαταγή παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (13).

    (40)

    Με επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή ότι ο CELF είχε τεθεί υπό δικαστική εκκαθάριση με απόφαση του Εμποροδικείου του Παρισιού (Tribunal de commerce de Paris) της 9ης Σεπτεμβρίου 2009 και είχε παύσει τις δραστηριότητές του. Εξάλλου, όσον αφορά τα στοιχεία που ζήτησε με επιστολή η Επιτροπή στις 8 Οκτωβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν ότι δεν έχουν συμπληρωματικές πληροφορίες να προσθέσουν και παρέπεμψαν στις παρατηρήσεις τους που είχαν διαβιβαστεί στις 9 Ιουνίου 2009.

    (41)

    Με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2009 [απόφαση C(2009)9256, η «απόφαση διαταγής»], η Επιτροπή αποφάσισε, κατά συνέπεια, να διατάξει τη Γαλλία να υποβάλει τις πληροφορίες που της ζητήθηκαν, αφού παρά τα επαναλαμβανόμενα αιτήματα αυτές οι πληροφορίες δε είχαν χορηγηθεί.

    (42)

    Με επιστολή της 2ας Δεκεμβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν ότι δεν είχαν συμπληρωματικές πληροφορίες να παράσχουν στην Επιτροπή και ότι αυτές παρέπεμπαν στις παρατηρήσεις τους που διαβιβάστηκαν στις 9 Ιουνίου 2009.

    (43)

    Επισημαίνεται ότι στις 2 Δεκεμβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν παρομοίως επιστολή σχετικά με το καθεστώς ενίσχυσης που ονομάζεται «Programme de Livres Universitaires et Scientifiques» ή «Πρόγραμμα Plus». Αυτό το καθεστώς ενίσχυσης δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

    (44)

    Με επιστολή της 22ας Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή ζήτησε διευκρινίσεις από τις γαλλικές αρχές όσον αφορά την κατάσταση του CELF και τη διαδικασία εκκαθάρισης που εφαρμόζεται σε αυτόν. Οι γαλλικές αρχές απάντησαν στις 27 Ιανουαρίου 2010. Επίσης, χορηγήθηκαν διασαφηνίσεις στις 9 Μαρτίου 2010 και στις 26 Νοεμβρίου 2010.

    ΣΤ.   Διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και προδικαστικά ερωτήματα

    (45)

    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι είναι σε εξέλιξη στη Γαλλία διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων οι οποίες οδήγησαν σε προσφυγές στο Δικαστήριο βάσει του άρθρου 267 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 234 ΕΚ). Τα κυριότερα διαδικαστικά στάδια αναφέρονται εν συντομία κατωτέρω.

    (46)

    Η SIDE προσέφυγε στα γαλλικά δικαστήρια σύμφωνα με το άμεσο αποτέλεσμα του πρώην άρθρου 88 παράγραφος 3 της ΕΚ. Με απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, η οποία επιβεβαιώνει την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου του Παρισιού της 26ης Απριλίου 2001, το Διοικητικό Εφετείο του Παρισιού διέταξε το γαλλικό κράτος να προβεί στην ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στον CELF.

    (47)

    Το Συμβούλιο της Επικρατείας, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αναίρεση, επιβεβαίωσε, με απόφαση της 29ης Μαρτίου 2006, ορισμένες πλευρές της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου, ιδίως το γεγονός ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν είχαν χαρακτήρα καθαρά αντισταθμιστικό των υποχρεώσεων της δημόσιας υπηρεσίας (14), δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν από τον εθνικό δικαστή ως υφιστάμενες ενισχύσεις και ότι ο CELF δεν μπορούσε να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη.

    (48)

    Παρ’ όλα ταύτα, σε απόφασή του της 29ης Μαρτίου 2006, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε, επίσης, να αναστείλει την απόφαση για τις αναιρέσεις έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που του έθετε σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις του εθνικού δικαστή σχετικά με κρατική ενίσχυση μη κοινοποιηθείσα, αλλά δηλωθείσα με εκ των υστέρων απόφαση της Επιτροπής συμβατή με την κοινή αγορά.

    (49)

    Στην απόφασή του της 12ης Φεβρουαρίου 2008 (15), το Δικαστήριο έκρινε ότι:

    «Το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ έχει την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει να διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε κατά παράβαση της διατάξεως αυτής, όταν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει λάβει τελική απόφαση διαπιστώνουσα τη συμβατότητα της εν λόγω ενισχύσεως με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Κατ’ εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, οφείλει να υποχρεώσει τον δικαιούχο της ενισχύσεως να καταβάλει τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας. Εξάλλου, στο πλαίσιο του εθνικού του δικαίου, το εθνικό δικαστήριο δύναται, ενδεχομένως, να διατάξει την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως, με την επιφύλαξη του δικαιώματος του κράτους μέλους να τη χορηγήσει εκ νέου μεταγενέστερα. Μπορεί επίσης να δεχτεί αγωγές αποζημιώσεως λόγω του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως.

    Σε μια διαδικασία όπως αυτή της κύριας δίκης, η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 88, παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, ΕΚ, για την άρση των συνεπειών του παράνομου χαρακτήρα μιας ενισχύσεως εκτείνεται επίσης, κατά τον υπολογισμό των χρηματικών ποσών που πρέπει να επιστραφούν στον δικαιούχο, και πλην εξαιρετικών περιστάσεων, στη χρονική περίοδο μεταξύ της αποφάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την οποία διαπιστώνεται η συμβατότητα της ενισχύσεως αυτής με την κοινή αγορά και της ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως από τον κοινοτικό δικαστή».

    (50)

    Το Συμβούλιο της Επικρατείας, αφού έλαβε υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, καθώς και την προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008, στην απόφασή του της 19ης Δεκεμβρίου 2008, ακύρωσε τα άρθρα 2, 3 και 4 της προαναφερθείσας απόφασης της 5ης Οκτωβρίου 2004 του Διοικητικού Εφετείου του Παρισιού και απεφάνθη ως εξής.

    (51)

    Καταρχάς, διέταξε τον Υπουργό Πολιτισμού και Επικοινωνιών να προβεί στην ανάκτηση των τόκων όσον αφορά την κρατική ενίσχυση που κατεβλήθη στον CELF από το 1980 και μέχρι την ημερομηνία της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπολογισμένων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (16). Επίσης, διέταξε τον Υπουργό να προβεί στην περαιτέρω ανάκτηση των τόκων που θα οφείλονται μεταξύ της ημερομηνίας της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και της ημερομηνίας κατά την οποία, είτε θα έχει οριστικά διαπιστώσει τη συμβιβασιμότητα της ενίσχυσης με την κοινή αγορά, είτε θα έχει προβεί, οριστικά, στην επιστροφή της ενίσχυσης.

    (52)

    Επιπλέον, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε να αναστείλει την απόφαση έως ότου το Δικαστήριο αποφανθεί επί των ακόλουθων προδικαστικών ερωτημάτων:

    «1.

    Δύναται το εθνικό δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεως επί του ζητήματος της υποχρεώσεως επιστροφής κρατικής ενισχύσεως μέχρις ότου η Επιτροπή […] αποφανθεί με οριστική απόφαση επί του συμβατού της ενισχύσεως με τους κανόνες της κοινής αγοράς, σε περίπτωση κατά την οποία η αρχική απόφαση της Επιτροπής, με την οποία η ενίσχυση αυτή κρίθηκε συμβατή, ακυρώθηκε από το κοινοτικό δικαστήριο;

    2.

    Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή έκρινε τρις ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, προτού οι αποφάσεις αυτές ακυρωθούν από το Πρωτοδικείο, μπορεί μια τέτοια κατάσταση να συνιστά εξαιρετική περίσταση, λόγω της οποίας το εθνικό δικαστήριο δύναται να περιορίσει την έκταση της υποχρεώσεως ανακτήσεως της ενισχύσεως;»

    (53)

    Στις 11 Μαρτίου 2010 (17), το Δικαστήριο απεφάνθη σχετικά με τα προαναφερθέντα προδικαστικά ερωτήματα και έκρινε ότι:

    «1.

    Εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, αιτήματος επιστροφής παράνομης κρατικής ενισχύσεως δεν μπορεί να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεώς του επί του αιτήματος αυτού μέχρι να αποφανθεί η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αν η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, κατόπιν της ακυρώσεως προηγούμενης αποφάσεως με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε συμβατή.

    2.

    Η εκ μέρους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκδοση τριών διαδοχικών αποφάσεων με τις οποίες ενίσχυση κρίνεται συμβατή με την κοινή αγορά και οι οποίες ακυρώθηκαν ακολούθως από το κοινοτικό δικαστήριο δεν μπορεί αφεαυτής να αποτελεί εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει περιορισμό της εκτάσεως της υποχρεώσεως του δικαιούχου να επιστρέψει την ενίσχυση αυτή, σε περίπτωση κατά την οποία η ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.».

    2.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΝ ΛΟΓΩ ΜΕΤΡΟΥ

    (54)

    Οι γαλλικές αρχές ανέφεραν στην Επιτροπή ότι το Υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε το 1980, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις γενικής πολιτικής της γαλλικής κυβέρνησης όσον αφορά την προαγωγή του βιβλίου και της γραμματείας στη γαλλική γλώσσα, να χορηγήσει ενισχύσεις στους παραγγελιοδόχους εξαγωγών που θα αποδέχονταν παραγγελίες παντός τύπου, ανεξάρτητα από την αξία και την αποδοτικότητά τους. Τα μέτρα αυτά είχαν τεθεί σε εφαρμογή για να καλυφθούν οι ελλείψεις της αγοράς και για να προαχθεί μία δραστηριότητα σχετικά με τις μη αποδοτικές μικρές παραγγελίες στο εσωτερικό της αγοράς παραγγελιών εξαγωγών.

    (55)

    Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, διάφορα μικρά βιβλιοπωλεία, που είναι εγκατεστημένα κυρίως σε μη γαλλόφωνες περιοχές οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις είναι απομακρυσμένες ή/και με δύσκολη πρόσβαση, αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσκολίες εφοδιασμού, εφόσον οι παραγγελίες τους δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθούν από τα παραδοσιακά δίκτυα διανομής, όταν οι παραγγελθείσες ποσότητες βιβλίων ήταν ανεπαρκείς ή ακόμη και όταν η κατά μονάδα τιμή των παραγγελλόμενων βιβλίων δεν ήταν αρκετά υψηλή έτσι ώστε να είναι αποδοτική η ικανοποίησή της.

    (56)

    Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, οι επίμαχες ενισχύσεις είχαν, λοιπόν, ως στόχο να δοθεί στους παραγγελιοδόχους εξαγωγών η δυνατότητα να εξυπηρετούν το σύνολο των παραγγελιών που προέρχονται από βιβλιοπωλεία τα οποία είναι εγκατεστημένα στο εξωτερικό, ιδίως σε μη γαλλόφωνες περιοχές, ανεξαρτήτως της αξίας τους, της αποδοτικότητας και του προορισμού τους. Ο επιδιωκόμενος στόχος ήταν να διασφαλιστεί, στο πλαίσιο της γαλλικής πολιτικής για τη στήριξη της πολιτισμικής πολυμορφίας, η άριστη διανομή βιβλίων στη γαλλική γλώσσα και να ευνοηθεί, με τον τρόπο αυτό, η διάδοση της γαλλόφωνης γραμματείας σε ολόκληρο τον κόσμο.

    (57)

    Ο μηχανισμός ενισχύσεων που εφάρμοσαν οι γαλλικές αρχές, με την ονομασία «Πρόγραμμα μικρών παραγγελιών», συνίστατο σε μια επιχορήγηση για δαπάνες εκμετάλλευσης με στόχο την αντιστάθμιση του επιπλέον κόστους της διαχείρισης μικρών παραγγελιών χρηματικής αξίας κατώτερης ή ίσης των 500 γαλλικών φράγκων (FRF), δηλαδή περίπου 76 ευρώ.

    (58)

    Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η επιδοτούμενη επιχείρηση έπρεπε να δεσμευθεί ότι θα κοινοποιεί στη διεύθυνση βιβλίου και ανάγνωσης του Υπουργείου Πολιτισμού το σύνολο των στοιχείων που αφορούν τη γενική δραστηριότητα της εταιρείας (συνολικός κύκλος εργασιών, χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί, προσωρινοί προϋπολογισμοί, αντίγραφα των αποφάσεων επικύρωσης αυτών των δεδομένων και, ενδεχομένως, έκθεση του οικονομικού ελεγκτή και ανακεφαλαιωτική μισθολογική κατάσταση), καθώς και όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα σχετικά με την επιδοτούμενη δραστηριότητα, ιδίως κατάσταση σχετικά με το πως χρησιμοποιήθηκαν οι επιδοτήσεις, η οποία αιτιολογεί την εκτέλεση των υπηρεσιών που επιδοτήθηκαν κατά το προηγούμενο έτος.

    (59)

    Στην πράξη, μία μόνο επιχείρηση, ο CELF, ήταν αποδέκτης του «Προγράμματος μικρών παραγγελιών». Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η επιχείρηση όφειλε να δικαιολογεί κάθε έτος το πρόσθετο κόστος της ικανοποίησης «μικρών παραγγελιών» προκειμένου να υποστηρίξει την αίτηση επιχορήγησής της για το επόμενο έτος. Συγκεκριμένα, το ένα τέταρτο της ενίσχυσης που χορηγήθηκε κατά το προηγούμενο έτος έπρεπε να καταβληθεί στην αρχή του έτους, ενώ το υπόλοιπο έπρεπε να καταβληθεί το επόμενο φθινόπωρο, αφού πρώτα οι δημόσιες αρχές εξέταζαν τον προσωρινό προϋπολογισμό της επιδοτούμενης εταιρείας και τις διακυμάνσεις που σημειώθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του οικονομικού έτους. Συμφωνήθηκε ότι, εάν το ποσό της ενίσχυσης δεν χρησιμοποιούνταν στο σύνολό του, τα υπόλοιπα ποσά θα αφαιρούνταν από τις επιδοτήσεις που είχαν προβλεφθεί για το επόμενο έτος. Επιπλέον, το Υπουργείο Πολιτισμού παρίστατο ως παρατηρητής στις συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων και στις γενικές συνελεύσεις του CELF.

    (60)

    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εν λόγω ενίσχυση, μετά από σταθερή μείωση από το 1997, καταργήθηκε το 2002. Κατά συνέπεια, ο CELF έλαβε κάθε έτος αρχής γενομένης από το 1980 και μέχρι το τέλος του 2001 ενίσχυση προορισμένη, σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, να μειώσει το κόστος της εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών που προέρχονται από το εξωτερικό και που αφορούν βιβλία που έχουν συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα. Συνολικά, από το 1980 έως το τέλος 2001, ο CELF έλαβε περίπου 4,8 εκατ. ευρώ δυνάμει της υπό εξέταση ενίσχυσης.

    Πίνακας

    Ποσά ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στον CELF από το 1980 για την εξυπηρέτηση των «μικρών παραγγελιών»

    Στοιχεία που χορηγήθηκαν από τις γαλλικές αρχές

    (στρογγυλοποιημένα ποσά σε ευρώ)

    Έτος

    Ποσό της ενίσχυσης

    1980

    91 469,41

    1981

    91 469,41

    1982

    205 806,17

    1983

    164 644,94

    1984

    137 204,12

    1985

    141 777,59

    1986

    248 491,90

    1987

    214 953,11

    1988

    213 428,62

    1989

    259 163,33

    1990

    304 898,03

    1991

    373 500,09

    1992

    422 283,78

    1993

    382 647,03

    1994

    304 898,03

    1995

    304 898,03

    1996

    304 898,03

    1997

    243 918,43

    1998

    182 938,82

    1999

    121 959,21

    2000

    60 979,61

    2001

    38 112,25

    2002

    0

    3.   ΣΧΟΛΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ SIDE ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    (61)

    Στην απάντησή τους της 9ης Ιουνίου 2009 στην απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, οι γαλλικές αρχές διατύπωσαν, ιδίως, τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

    (62)

    Καταρχάς, δήλωσαν ότι συμμερίζονταν την ανάλυση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η ενίσχυση στον CELF συνιστούσε κρατική ενίσχυση και σύμφωνα με την οποία οι παρεκκλίσεις του άρθρου 107 παράγραφος 2 και παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) της ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζονταν.

    (63)

    Στο πλαίσιο της αξιολόγησης των ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ) της ΣΛΕΕ, οι γαλλικές αρχές δεν παρέσχον νέα στοιχεία όσον αφορά την αναλογικότητα των ενισχύσεων.

    (64)

    Οι γαλλικές αρχές δήλωσαν εξάλλου ότι θεωρούσαν ότι η αποστολή που ανετέθη στον CELF συνιστούσε υπηρεσία γενικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.

    (65)

    Τέλος και πάνω από όλα, οι γαλλικές αρχές υποστήριξαν την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων σύμφωνα με τις οποίες η Επιτροπή δεν πρέπει να ανακτήσει την ενίσχυση.

    (66)

    Έτσι, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι γαλλικές αρχές, δεν χορήγησαν τα λεπτομερή στοιχεία που τους ζήτησε η Επιτροπή στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας και περιορίστηκαν να παραπέμψουν, όσον αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης, σε στοιχεία που χορηγήθηκαν το 2002 και το 2003 τα οποία η Επιτροπή δεν μπορούσε να αξιοποιήσει ως είχαν λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2008. Μετά από επιστολή υπενθύμισης της 8ης Οκτωβρίου 2009, η Επιτροπή αποφάσισε στις 20 Νοεμβρίου 2009 να διατάξει τις γαλλικές αρχές να υποβάλουν τις πληροφορίες που τους ζητήθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Με επιστολή της 2ας Δεκεμβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές απάντησαν ότι δεν είχαν συμπληρωματικές πληροφορίες να διαβιβάσουν στην Επιτροπή.

    (67)

    Στις παρατηρήσεις της της 23ης Ιουλίου 2009, η SIDE διατύπωσε ιδίως τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

    (68)

    Η SIDE υπενθύμισε ότι ο CELF ήταν ο μόνος δικαιούχος της ενίσχυσης, παρόλο που δεν ήταν ο μόνος που ασκούσε την εν λόγω δραστηριότητα, αφού το γεγονός ότι εκτελούσε παραγγελίες κάθε μεγέθους, ακόμα και ελάχιστες, προερχόμενες από βιβλιοπωλεία διάσπαρτα γεωγραφικώς, και τις συγκέντρωνε ώστε να δώσει πιο μεγάλες παραγγελίες στους εκδότες, θα ήταν ιδίως, σύμφωνα με τη SIDE, ο ίδιος ο ορισμός της δραστηριότητας των παραγγελιών εξαγωγών. Επίσης, η SIDE δήλωσε ότι δεν της είχαν αρνηθεί την ενίσχυση λόγω υποτιθέμενης έλλειψης διαφάνειας, αλλά επειδή ήταν ιδιωτική επιχείρηση και όχι συνεταιρισμός εκδοτών.

    (69)

    Εξάλλου, η SIDE αμφισβήτησε με στοιχεία το γεγονός ότι οι ενισχύσεις δεν ήταν αναγκαίες. Σ’αυτό το πλαίσιο, η ίδια έκρινε ότι η έννοια των «μικρών παραγγελιών» ήταν αυθαίρετη και αντέκρουσε τα στοιχεία που παρουσίασαν οι γαλλικές αρχές.

    (70)

    Επιπλέον, η SIDE έκρινε ότι η ενίσχυση δεν μπορούσε να αιτιολογηθεί βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και βασίστηκε ιδίως στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων όσον αφορά τη δραστηριότητα του CELF.

    (71)

    Τέλος, η SIDE δήλωσε ότι έκρινε πως δεν υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση καμία εξαιρετική περίσταση που να περιόριζε την υποχρέωση ανάκτησης.

    4.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    (72)

    Πρέπει να προσδιοριστεί εάν το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση και αν μπορεί, κατά περίπτωση, να θεωρηθεί ως συμβατό με την εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο της αξιολόγησής της, η Επιτροπή πρέπει να λάβει ιδίως υπόψη την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008.

    A.   Αξιολόγηση του μέτρου με βάση το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ

    (73)

    Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι «Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως».

    (74)

    Καταρχάς, όπως ήδη αναφέρθηκε στην απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το συμπέρασμά της σύμφωνα με το οποίο το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια της συνθήκης δεν αμφισβητήθηκε ποτέ τόσο στα διάφορα στάδια της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, όσο και ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (18), ούτε εξάλλου και ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (19). Επίσης, στην απάντησή τους της 9ης Ιουνίου 2009 στην απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν ότι συμμερίζονταν την ανάλυση της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία η ενίσχυση στον CELF συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

    (75)

    Η Επιτροπή φρονεί ότι το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 87 παράγραφος 1, ΕΚ) για τους ακόλουθους λόγους.

    (76)

    Καταρχάς, το μέτρο παρέχει πλεονέκτημα στον CELF αφού του επιτρέπει να μειώσει το κόστος των μικρών παραγγελιών του. Το μέτρο είναι επιλεκτικό αφού στην ουσία ωφέλησε μόνο τον CELF.

    (77)

    Εξάλλου, το μέτρο χρηματοδοτήθηκε μέσω των δημοσιονομικών πόρων του γαλλικού κράτους, δηλαδή μέσω κρατικών πόρων. Η εφαρμογή του αποφασίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και το μέτρο είναι κατά συνέπεια καταλογιστέο στις γαλλικές αρχές.

    (78)

    Επιπλέον, το μέτρο ενδέχεται να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Πράγματι, η ενίσχυση χορηγείται στους γάλλους παραγγελιοδόχους (στην ουσία στον CELF) που εξάγουν βιβλία στη γαλλική γλώσσα κυρίως σε μη γαλλόφωνες χώρες. Οι προαναφερθέντες γάλλοι παραγγελιοδόχοι είναι λοιπόν σε ανταγωνισμό, τουλάχιστον δυνητικά, με άλλους παραγγελιοδόχους εξαγωγών γαλλικών βιβλίων που εδρεύουν σε άλλες γαλλόφωνες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βέλγιο και Λουξεμβούργο). Το γεγονός ότι η επίπτωση στις συναλλαγές και η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκαλείται από το μέτρο φαίνεται να είναι περιορισμένες δεν μεταβάλλει αυτό το συμπέρασμα. Πράγματι, σύμφωνα με την πάγια πρακτική του Δικαστηρίου, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποδείξει πραγματική επίπτωση της ενίσχυσης στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και ουσιαστική στρέβλωση του ανταγωνισμού· αρκεί η ενίσχυση να δύναται να επηρεάσει τις συναλλαγές και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

    (79)

    Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι οι όροι εφαρμογής της νομολογίας Altmark δεν πληρούνται. Στην απόφασή του της 24ης Ιουλίου 2003 (20), το Δικαστήριο διευκρίνισε τους όρους υπό τους οποίους μια ενίσχυση σε επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν συνιστά κρατική ενίσχυση: «πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενώ η υποχρέωση αυτή πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένη· δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια· τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους σε σχέση με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών· τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχείρησης στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντιστάθμισης πρέπει να καθορίζεται βάσει ανάλυσης των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών».

    (80)

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση και χωρίς να είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί καθένας από τους όρους αφού αυτοί είναι σωρευτικοί, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η επιλογή του CELF δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας σύναψης δημόσιας σύμβασης και ότι το επίπεδο της αντιστάθμισης δεν καθορίστηκε βάσει ανάλυσης των δαπανών που πραγματοποιούνται από μία μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη με παραγωγικά μέσα.

    (81)

    Υπό αυτές τις συνθήκες, η ενίσχυση που χορηγήθηκε στον CELF συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ αφού συνυπάρχουν όλα τα συστατικά στοιχεία της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης.

    (82)

    Εν προκειμένω, το εν λόγω μέτρο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή από τις γαλλικές αρχές. Συνεπώς, η ενίσχυση χορηγήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ η οποία προβλέπει ότι η Επιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως περί των σχεδίων που αποβλέπουν να θεσπίσουν ή να τροποποιήσουν τις ενισχύσεις, ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση χορηγήθηκε παρανόμως.

    (83)

    Δεδομένου ότι το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση πρέπει να αξιολογηθεί η συμβιβασιμότητά του με την εσωτερική αγορά.

    B.   Αξιολόγηση του μέτρου βάσει του άρθρου 107 παράγραφοι 2 και 3 της ΣΛΕΕ

    (84)

    Η Επιτροπή φρονεί ότι οι παρεκκλίσεις του άρθρου 107 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ δεν είναι εφαρμοστέες στην προκειμένη περίπτωση, διότι τα επίμαχα μέτρα δεν αποσκοπούσαν προδήλως στην επίτευξη των καθορισθέντων στόχων.

    (85)

    Επίσης, η ενίσχυση δεν πληροί τους όρους που ορίζονται στην παρέκκλιση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ, στο μέτρο που αυτή δεν είχε ως στόχο να ευνοήσει την ανάπτυξη περιοχών που μπορούν να υπαχθούν στην εν λόγω διάταξη. Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο β), όσον αφορά την προώθηση της υλοποίησης ενός σημαντικού σχεδίου κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, δεν εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το επίμαχο μέτρο δεν είχε στόχο να προωθήσει αυτόν τον τύπο σχεδίου. Εφόσον η ενίσχυση δεν αποσκοπούσε ούτε και στην άρση μιας σοβαρής διαταραχής της γαλλικής οικονομίας, δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση ούτε και η παρέκκλιση που προβλέπεται στη δεύτερη φράση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο β).

    (86)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει κατά πόσον εφαρμόζεται το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχεία γ) και δ) της ΣΛΕΕ [πρώην άρθρο 87-3 γ) και δ), ΕΚ].

    (87)

    Λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (1η Νοεμβρίου 1993), από εκείνες που χορηγήθηκαν πριν από αυτή τη θέση σε ισχύ και στις οποίες πρέπει να εφαρμοστούν οι βασικοί κανόνες που ίσχυαν κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου.

    (88)

    Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή επισημαίνει το γεγονός ότι ένα τέταρτο της χορηγηθείσας ενίσχυσης κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους είχε καταβληθεί στον CELF στις αρχές του έτους, ενώ το υπόλοιπο καταβλήθηκε το επόμενο φθινόπωρο, μετά από εξέταση από μέρους των δημοσίων αρχών του προσωρινού προϋπολογισμού της δικαιούχου επιχείρησης και των διακυμάνσεων που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου μέρους του οικονομικού έτους. Εάν το ποσό της ενίσχυσης δεν χρησιμοποιούνταν στο σύνολό του, τα υπόλοιπα ποσά θα αφαιρούνταν από τις επιδοτήσεις που είχαν προβλεφθεί για το επόμενο έτος. Η ενίσχυση που καταβλήθηκε για το έτος 1993 καταβλήθηκε κατά συνέπεια μερικώς στις αρχές του έτους 1993 και το υπόλοιπο χορηγήθηκε το φθινόπωρο 1993. Η απόφαση για τη χορήγηση της ενίσχυσης για το 1993 ελήφθη από τις γαλλικές αρχές στο τέλος του έτους 1992 ή στις αρχές του έτους 1993, και, εν πάση περιπτώσει, πριν τη θέση σε ισχύ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Επιτροπή εκτιμά κατά συνέπεια ότι πρέπει να αξιολογηθεί η ενίσχυση που καταβλήθηκε το έτος 1993 σε συνάρτηση με τους κανόνες δικαίου που ίσχυαν πριν από τη θέση σε ισχύ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

    α)   Αξιολόγηση των ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ

    (89)

    Το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 87-3-δ ΕΚ) ορίζει ότι «δύνανται να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά […] οι ενισχύσεις για την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Ένωση σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον».

    (90)

    Πρέπει λοιπόν να εξεταστεί εάν οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στον CELF μεταξύ του 1994 και του τέλους 2001 είχαν σαφώς πολιτιστικό στόχο και εάν αυτές αλλοίωναν ή όχι τους όρους συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον.

    i)   Πολιτιστικός στόχος

    (91)

    Καταρχάς, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο πολιτιστικός στόχος των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν στον CELF έγινε δεκτός από το Πρωτοδικείο στην προαναφερθείσα απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 1995. Έτσι, στο σημείο 62 της απόφασής του, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «Όσον αφορά τον πολιτιστικό σκοπό των επιδίκων ενισχύσεων, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι ο επιδιωκόμενος από τη γαλλική κυβέρνηση σκοπός συνίσταται στη διάδοση της γαλλικής γλώσσας και γραμματείας. Σχετικά, Επιπλέον, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τα στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή όταν έλαβε την απόφαση της 18ης Μαΐου 1993, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που περιέχονται στην από 7ης Σεπτεμβρίου 1992 επιστολή του Συμβούλου της SIDE, μπορούσαν να θεμελιώσουν την κρίση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή ως προς το υποστατό και το θεμιτό αυτού του σκοπού. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εκτίμηση του σκοπού των επιδίκων ενισχύσεων δεν δημιουργούσε στην Επιτροπή ιδιαίτερες δυσκολίες και ότι δεν ήταν απαραίτητο να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες προκειμένου να αναγνωρίσει τον πολιτιστικό χαρακτήρα του εν λόγω σκοπού».

    (92)

    Όντως, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν ότι οι επίμαχες ενισχύσεις είχαν πολιτιστικό στόχο που συνίστατο στην προώθηση στις μη γαλλόφωνες χώρες της διάδοσης βιβλίων στη γαλλική γλώσσα. Ως εκ τούτου, επρόκειτο για εθελοντική πολιτική που έτεινε να διατηρήσει και να ενθαρρύνει την πολιτιστική ποικιλομορφία σε διεθνές επίπεδο.

    (93)

    Όμως, η διατήρηση και η προώθηση της πολιτιστικής ποικιλομορφίας εμφανίζονται μεταξύ των ιδρυτικών αρχών του ευρωπαϊκού μοντέλου. Αναγράφονται στο άρθρο 167 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 151-1 ΕΚ): «Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη των πολιτισμών των κρατών μελών και σέβεται την εθνική και περιφερειακή πολυμορφία τους, ενώ ταυτόχρονα προβάλλει την κοινή πολιτιστική κληρονομιά», ή ακόμα στο άρθρο 167 παράγραφος 4 που ορίζει ότι «Η Ένωση όταν αναλαμβάνει δράσεις δυνάμει άλλων διατάξεων των συνθηκών, λαμβάνει υπόψη της τις πολιτιστικές πτυχές, αποβλέποντας ειδικότερα στο σεβασμό και στην προώθηση της πολυμορφίας των πολιτισμών της».

    (94)

    Η Επιτροπή θεωρεί ως εκ τούτου ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στον CELF από τις γαλλικές αρχές ενόψει της διασφάλισης της διάδοσης βιβλίων στη γαλλική γλώσσα είχαν σαφώς πολιτιστικό στόχο.

    ii)   Το κριτήριο της αλλοίωσης των όρων συναλλαγών και του ανταγωνισμού στην Ένωση σε βαθμό αντίθετο με το κοινό συμφέρον

    (95)

    Η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν τα επίμαχα μέτρα ήταν σαφώς αναγκαία και αναλογικά σε σχέση με τον στόχο της πολιτιστικής πολιτικής που επεδίωκαν οι γαλλικές αρχές.

    (96)

    Καταρχάς, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, τα επίμαχα μέτρα πρέπει να αξιολογηθούν στην αγορά των παραγγελιών εξαγωγών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα.

    (97)

    Καταρχάς, πρέπει να γίνει εκτίμηση της αναγκαιότητας της ενίσχυσης.

    (98)

    Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, τα μέτρα σχεδιάστηκαν το 1980 από το Υπουργείο Πολιτισμού, χρονικό διάστημα κατά το οποίο ορισμένοι φορείς του επαγγέλματος (ο όμιλος Hachette και les Messageries du livre) επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν την αγορά παραγγελιών εξαγωγών. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, ο επίμαχος μηχανισμός συστήθηκε κατά τρόπο που να ενθαρρύνει τους φορείς να παρέμβουν στην αγορά ούτως ώστε το σύνολο των παραγγελιών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα που προέρχονται από βιβλιοπωλεία που εδρεύουν σε μη γαλλόφωνες περιοχές να μπορεί να ικανοποιηθεί. Αυτό διασφάλιζε ότι τα γαλλόφωνα βιβλία μπορούν να διατεθούν σε όλα τα βιβλιοπωλεία, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μικρών σε μακρινές χώρες, ακόμη και όταν τα βιβλιοπωλεία δεν είχαν ανάγκη από ορισμένα βιβλία, τα οποία εξάλλου δημοσιεύονται συχνά από διαφορετικούς εκδότες.

    (99)

    Από την πλευρά της, η SIDE δήλωσε, ιδίως στο πλαίσιο των παρατηρήσεων που αυτή διαβίβασε μετά από την απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν ήταν αναγκαία. Έτσι, εάν αληθεύει ότι ορισμένοι φορείς είχαν εγκαταλείψει το 1980 τη δραστηριότητα του παραγγελιοδόχου, η SIDE υπενθυμίζει ότι ακριβώς εκείνη την περίοδο η ίδια συστάθηκε για να παρέμβει στην αγορά. Εξάλλου, η SIDE αμφισβητεί το γεγονός ότι ο CELF είχε ως συγκεκριμένη δραστηριότητα την εκτέλεση μικρών παραγγελιών. Η SIDE αμφισβητεί ιδίως τα στοιχεία που παρέσχον οι γαλλικές αρχές και θεωρεί ότι τα στοιχεία σχετικά με τον CELF και την SIDE όσον αφορά την αναλογία, στους αντίστοιχους κύκλους εργασιών καθεμίας από τις επιχειρήσεις, του αριθμού των τιμολογίων και του αριθμού των παραγγελιών είναι στην πραγματικότητα αρκετά όμοια. Εν γένει, η SIDE αμφισβητεί την έννοια των «μικρών παραγγελιών» όπως αυτή ορίζεται από τις γαλλικές αρχές. Σύμφωνα με τη SIDE, αυτή η έννοια είναι αυθαίρετη, αφού το κόστος εκτέλεσης μιας παραγγελίας δεν αποτελεί συνάρτηση του ποσού αυτής, αλλά του αριθμού σειρών.

    (100)

    Η Επιτροπή κρίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να εξαχθεί οριστικό συμπέρασμα όσον αφορά το ζήτημα της αναγκαιότητας της ενίσχυσης, αφού οι όροι αναγκαιότητας και αναλογικότητας είναι σωρευτικοί και στην αιτιολογική σκέψη 121 θα συναχθεί ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι ο όρος της αναλογικότητας πληρούται.

    (101)

    Δεύτερον, η Επιτροπή κρίνει ότι η επίπτωση των συναλλαγών στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκαλείται από το μέτρο είναι πολύ μικρές, λαμβανομένων υπόψη ιδίως των επίμαχων ποσών του μέτρου, της πολύ μικρής δυνατότητας υποκατάστασης μεταξύ των βιβλίων στη γαλλική γλώσσα και των βιβλίων σε άλλη γλώσσα, καθώς και της μεγάλης διαφοράς του όγκου των γαλλόφωνων βιβλίων που εξάγονται σε μη γαλλόφωνες χώρες από τη Γαλλία, αφενός, και από το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, αφετέρου.

    (102)

    Ακριβέστερα, όσον αφορά την αγορά παραγγελιών εξαγωγών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο CELF και η SIDE, στο πλαίσιο της δραστηριότητάς τους του παραγγελιοδόχου εξαγωγών, διανέμουν βιβλία σε μη γαλλόφωνες χώρες και περιοχές. Όντως, στις γαλλόφωνες χώρες, η τοπική αγορά καλύπτεται από τους μεγάλους εκδότες χάρη στις θυγατρικές τους ή στους αντιπροσώπους τους. Η παραγγελία εξαγωγών δεν παίζει συνεπώς παρά ένα περιθωριακό ρόλο στις γαλλόφωνες αγορές οι οποίες συνιστούν παρ’ όλα ταύτα τους βασικούς προορισμούς για τα βιβλία στη γαλλική γλώσσα.

    (103)

    Στην εθνική αγορά των παραγγελιών εξαγωγών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα, δραστηριοποιούνται παραγγελιοδόχοι γενικής φύσης όπως η SIDE και ο CELF, και σε μικρότερο βαθμό παραγγελιοδόχοι εξειδικευμένοι οι οποίοι πωλούν ομοίως, σε μικρό βαθμό, απευθείας στους τελικούς χρήστες και ανταγωνίζονται σε μικρό βαθμό τους δύο παραγγελιοδόχους γενικής φύσης, καθώς και ένα ορισμένο αριθμό βιβλιοπωλείων που εκτελούν, και ευκαιριακά, παραγγελίες προς ξένα βιβλιοπωλεία και βιβλιοπωλεία on line των οποίων η δραστηριότητα την εποχή θέσπισης των επίμαχων μέτρων ήταν ωστόσο περιορισμένη.

    (104)

    Στην εν λόγω αγορά, ο κύριος φορέας που ζημιώθηκε από τα επίμαχα μέτρα ήταν ο καταγγέλλων. Αφενός, οι γαλλικές αρχές επιβεβαιώνουν ότι το πρόγραμμα σχετικά με τις μικρές παραγγελίες ήταν καταρχήν προσβάσιμο σε όλες τις επιχειρήσεις που υπέβαλαν αίτηση, αμέσως μόλις αυτές αποδέχονταν τους όρους σχετικά με τη χορήγηση των ενισχύσεων. Αυτές δηλώνουν ότι η άρνηση που αντέταξε στη SIDE το Υπουργείο Πολιτισμού το 1991 ήταν αιτιολογημένη από την άρνηση της SIDE να αποδεχθεί την υποχρέωση διαφάνειας που απαιτείτο για να τύχει των ενισχύσεων. Αφετέρου, η SIDE δήλωσε ότι η άρνηση των γαλλικών αρχών εξαρτάτο από το γεγονός ότι η ίδια ήταν ιδιωτική επιχείρηση και όχι συνεταιρισμός εκδοτών. Εξάλλου, το 1996, μετά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής της 18ης Μαΐου 1993, το Υπουργείο Πολιτισμού, επιθυμώντας να τερματίσει τη διαδικασία, υπενθύμισε στη SIDE ότι το καθεστώς ενισχύσεων στις μικρές παραγγελίες δεν απευθυνόταν λόγω του χαρακτήρα του αποκλειστικά στον CELF. Της πρότεινε, με επιστολή της 3ης Σεπτεμβρίου 1996, ακρόαση για να εξετασθεί εάν ήταν σε θέση να παρέχει, υπό τους ιδίους όρους διαφάνειας, τις ίδιες υπηρεσίες με αυτές που παρείχε ο CELF. Σε συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1996, τα διευθυντικά στελέχη της SIDE δήλωσαν στο Υπουργείο Πολιτισμού ότι αρνούνταν να συμμετάσχουν σε ένα πρόγραμμα τη συμβατότητα του οποίου με το κοινοτικό δίκαιο θα μπορούσε να αμφισβητήσει η Επιτροπή.

    (105)

    Εν πάση περιπτώσει, τα προαναφερθέντα στοιχεία στις αιτιολογικές σκέψεις 101 και ακόλουθες φαίνεται να δείχνουν ότι η αλλοίωση των όρων συναλλαγών και ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τα επίμαχα μέτρα ήταν σχετικά περιορισμένη.

    (106)

    Τρίτον, για να καθορίσει, ωστόσο, εάν το μέτρο είναι σαφώς αναλογικό, η Επιτροπή οφείλει παρομοίως να συγκρίνει το ποσό των ενισχύσεων που ελήφθησαν με τις δαπάνες που πραγματοποίησε ο CELF για να επιτύχει τον επιδιωκόμενο στόχο των γαλλικών αρχών.

    (107)

    Γι’ αυτόν τον σκοπό, υπενθυμίζονται τα διάφορα στάδια της διαδικασίας εκτέλεσης των παραγγελιών, για τα οποία τα διάφορα μέρη συμφωνούν:

    α)

    η παραλαβή του δελτίου παραγγελίας του βιβλιοπώλη·

    β)

    η κωδικοποίηση της παραγγελίας·

    γ)

    η καταχώριση της παραγγελίας·

    δ)

    η αποστολή της παραγγελίας στον εκδότη·

    ε)

    η παραλαβή των βιβλίων·

    στ)

    η φύλαξη για κάθε πελάτη ενός φυσικού χώρου, «της θυρίδας», στον οποίο αποθηκεύονται τα παραγγελθέντα βιβλία·

    ζ)

    η συσκευασία.

    (108)

    Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, ο CELF επιβαρυνόταν με ορισμένες δαπάνες συνδεδεμένες με την εκτέλεση των «μικρών παραγγελιών». Πράγματι, οι γαλλικές αρχές εκτιμούν ότι στο πλαίσιο της αγοράς των παραγγελιών εξαγωγών, ορισμένες παραγγελίες συνεπάγονται πρόσθετο κόστος που καθιστά ασύμφορη την παροχή της υπηρεσίας. Οι γαλλικές αρχές δήλωσαν ότι είχαν προσδιορίσει το όριο των 500 FRF (76,22 ευρώ) για τη «μικρή παραγγελία» και ότι αυτό το όριο είχε προσδιοριστεί εμπειρικά. Οι γαλλικές αρχές διασαφήνισαν ότι ορισμένες παραγγελίες μικρότερες των 500 FRF μπορούσαν να είναι αποδοτικές, ενώ άλλες, μεγαλύτερες από αυτό ποσό, μπορούσαν να μην είναι αποδοτικές. Ο στόχος ήταν να βρεθεί μια μέθοδος οικονομικώς αποδεκτή ώστε ο CELF να είναι διατεθειμένος να αναλάβει μικρές παραγγελίες, μολονότι αυτές ήταν ανεπαρκώς αποδοτικές.

    (109)

    Όπως διευκρίνισε η Επιτροπή στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας, εναπόκειται στις γαλλικές αρχές, στο πλαίσιο της ανάλυσης της συμβατότητας, να καθορίσουν το ποσό και την ύπαρξη των δαπανών που πραγματοποίησε ο CELF.

    (110)

    Γι’ αυτόν τον σκοπό, στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε ζητήσει από τις γαλλικές αρχές να της παράσχουν ορισμένα στοιχεία ώστε να είναι σε θέση να εξάγει τα συμπεράσματα από την απόφαση του Πρωτοδικείου και να μπορέσει να αποφασίσει όσον αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης. Η Επιτροπή είχε ιδίως ζητήσει να της παράσχουν τα ακόλουθα στοιχεία:

    επαρκή αιτιολόγηση των λόγων για τους οποίους τα στοιχεία σχετικά με τις δαπάνες που σχετίζονται με τις μικρές παραγγελίες δεν ήταν διαθέσιμα κατά τη διάρκεια των διαφόρων σχετικών ετών και μία επαρκή απόδειξη των λόγων για τους οποίους μία εκτίμηση βάσει αποκλειστικά του έτους 1994 μπορούσε να είναι αποδεκτή,

    στοιχεία που επιτρέπουν να ληφθούν υπόψη οι πραγματικές δαπάνες (και όχι οι απλές εκτιμήσεις) της εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών το 1994 (τουλάχιστον για ορισμένες κατηγορίες δαπανών) και μία ενδεχόμενη επαρκή αιτιολόγηση των λόγων για τους οποίους μία εκτίμηση αυτών των δαπανών από τις συνολικές δαπάνες που πραγματοποίησε ο CELF θα μπορούσε να είναι αποδεκτή,

    πειστικές παραμέτρους κατανομής των δαπανών που να επιτρέπουν τον καταλογισμό ενός μέρους των συνολικών δαπανών στην εκτέλεση των μικρών παραγγελιών, και αυτές να μπορούν ιδίως να εφαρμοστούν σε όλες τις κατηγορίες δαπανών κατά τη διάρκεια ολόκληρης της σχετικής περιόδου,

    πληροφορίες για την εξέλιξη του ποσοστού των παραγγελιών που τηλεδιαβιβάστηκαν κατά τη διάρκεια των σχετικών ετών,

    δαπάνες σχετικά με τις μικρές παραγγελίες ελλείψει μη αιτιολογημένων·συντελεστών πολλαπλασιασμού,

    υπολογισμό των δαπανών που πραγματοποίησε ο CELF για την εκτέλεση των μικρών παραγγελιών χωρίς εφαρμογή συντελεστών πολλαπλασιασμού, καθώς και στην υπόθεση εφαρμογής των συντελεστών πολλαπλασιασμού αποκλειστικά στην περίπτωση παραγγελιών που δεν τηλεδιαβιβάστηκαν,

    θέση των γαλλικών αρχών όσον αφορά τον υπολογισμό του Πρωτοδικείου σύμφωνα με τον οποίο ελλείψει αυτών των συντελεστών, οι δαπάνες που συνδέονται με την εκτέλεση των μικρών παραγγελιών θα ήταν μικρότερες κατά πλέον των 635 000 FRF (96 805,13 ευρώ), ακόμα και χωρίς να ληφθούν υπόψη οι κατηγορίες δαπανών πέραν εκείνων στις οποίες εφαρμόστηκε συντελεστής «τρία». Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τον υπολογισμό του Πρωτοδικείου, το αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της δραστηριότητας εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών θα ήταν κατά συνέπεια θετικό άνω των 600 000 FRF (91 469,41 ευρώ),

    θέση των γαλλικών αρχών όσον αφορά τη δυνατότητα για τον CELF να παρουσιάζει ένα λογικό κέρδος.

    (111)

    Ιδίως, όπως το είχε ήδη δηλώσει στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας, ελλείψει συμπληρωματικής εξήγησης και ενημέρωσης των στοιχείων από τις γαλλικές αρχές, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αξιοποιήσει τις καταστάσεις χρησιμοποίησης του προγράμματος εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών που οι γαλλικές αρχές είχαν παράσχει όσον αφορά τα έτη 1994 έως 2001 στην επιστολή τους της 17ης Ιανουαρίου 2003, ούτε και τις εξηγήσεις σχετικά με την ανάλυση της αναλυτικής λογιστικής που χορηγήθηκαν με την επιστολή της 5ης Μαρτίου 1998.

    (112)

    Ωστόσο, οι γαλλικές αρχές δεν παρέσχον τα λεπτομερή στοιχεία που τους είχαν ζητηθεί από την Επιτροπή στην απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, και περιορίστηκαν να παραπέμψουν σε ό,τι αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης στα στοιχεία που ήδη είχαν παρασχεθεί στις 17 Σεπτεμβρίου 2002, στις 17 Ιανουαρίου 2003 και στις 11 Μαρτίου 2003, τα οποία η Επιτροπή δεν μπορούσε να αξιοποιήσει ως είχαν λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008.

    (113)

    Με επιστολή της 8ης Οκτωβρίου 2009, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υπενθύμισαν στις γαλλικές αρχές την αίτησή τους για υποβολή στοιχείων όσον αφορά τα αναφερθέντα ακριβή στοιχεία, δηλώνοντας ταυτοχρόνως ότι εάν δεν λάμβανε αυτές τις πληροφορίες εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών, η Επιτροπή έπρεπε να λάβει οριστική απόφαση βάσει των πληροφοριών που διέθετε, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 του διαδικαστικού κανονισμού αφού εκδώσει, κατά περίπτωση, διαταγή παροχής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

    (114)

    Με επιστολή της 21ης Οκτωβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν ότι δεν είχαν άλλες πληροφορίες να διαβιβάσουν και παρέπεμψαν στις παρατηρήσεις τους που διαβιβάστηκαν στις 9 Ιουνίου 2009.

    (115)

    Με απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2009 (η «απόφαση διαταγής»), η Επιτροπή αποφάσισε να διατάξει τη Γαλλία να υποβάλει τις ζητηθείσες πληροφορίες αφού παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις, αυτές οι πληροφορίες δεν είχαν χορηγηθεί.

    (116)

    Με επιστολή της 2ας Δεκεμβρίου 2009, οι γαλλικές αρχές δήλωσαν ότι δεν είχαν συμπληρωματικές πληροφορίες να στείλουν στην Επιτροπή και ότι παρέπεμπαν στις παρατηρήσεις τους που διαβιβάστηκαν στις 9 Ιουνίου 2009.

    (117)

    Όμως, το άρθρο 13 του διαδικαστικού κανονισμού προβλέπει ότι «Μετά την εξέταση της ενδεχόμενης ύπαρξης παράνομων ενισχύσεων, εκδίδεται απόφαση […]. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του κράτους μέλους με διαταγή παροχής πληροφοριών, η απόφαση αυτή λαμβάνεται με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες».

    (118)

    Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι γαλλικές αρχές δεν χορήγησαν στην Επιτροπή τα στοιχεία που αυτή τους είχε ζητήσει πολλάκις, για τελευταία δε φορά με την απόφαση διαταγής της 20ής Νοεμβρίου 2009.

    (119)

    Σύμφωνα με το άρθρο 13 τυ διαδικαστικού κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει, κατά συνέπεια, την απόφασή της βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, υπενθυμίζοντας, εν πάση περιπτώσει, ότι εναπόκειται στις γαλλικές αρχές να αποδείξουν τη συμβατότητα της εξετασθείσας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, και κατά συνέπεια την αναλογικότητα αυτής της ενίσχυσης.

    (120)

    Υπό το πρίσμα της απόφασης του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008 και των στοιχείων στη διάθεση της Επιτροπής, δεν φαινόταν βάσιμος ο υπολογισμός των κατ’ εκτίμηση δαπανών της εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών για το έτος 1994. Ιδίως, δεν φαινόταν δυνατν να χρησιμοποιηθούν συντελεστές κατανομής μη αιτιολογημένων δαπανών και η Επιτροπή ν βασιστεί στα στοιχεία για τα οποία εφαρμόστηκαν μη αιτιολογημένοι συντελεστές πολλαπλασιασμού, ιδίως στς τηλεδιαβιβασθείσες παραγγελίες. Υπό το πρίσμα του υπολογισμύ των δαπανών που συνδέονται με τη εκτέλεση των μκρών παραγγελιών που εμφανίζεται στην απόφαση του Πρωτοδικείου, και επειδή οι γαλλικές αρχές δεν χορήγησαν στην Επιτροπή τα στοιχεία που επιτρέπουν να διαλυθούν οι αμφιβολίες που αυτή είχε εγείρει, στην απόφασή της επέκτασης της διαδικασίας, όσον αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης, δεν μπόρεσε να προσδιοριστεί ο ελλειμματικός χαρακτήρας της δραστηριότητας εκτέλεσης των μικρών παραγγελιών.

    (121)

    Η Επιτροπή φρονεί, κατά συνέπεια, ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών από το 1994 έως το 2001 τηρούν το κριτήριο της αναλογικότητας.

    (122)

    Ως εκ τούτου, αυτές οι ενισχύσεις δεν είναι συμβατές σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ.

    β)   Αξιολόγηση των ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ

    (123)

    Το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 87-3-γ ΕΚ) ορίζει ότι «Δύνανται να θεωρηθούν ως συμβατές με την εσωτερική αγορά[…] οι ενισχύσεις για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικν περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προ το κοινό συμφέρον».

    (124)

    Σύμφωνα με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008, η παρέκκλιση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 87-3-δ ΕΚ) δεν εφαρμόζεται στις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στον CELF κατά τη διάρκεια των ετών 1980 έως 1993. Συνεπώς πρέπει να καθοριστεί εάν η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 87-3-γ ΕΚ) θα μπορούσε να εφαρμοστεί σ’ αυτές.

    (125)

    Το ίδιο πρέπει να γίνει και για τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν μεταξύ του 1994 και του τέλους 2001, για τις οποίες η Επιτροπή συνήγαγε ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 122 ότι η παρέκκλιση του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 87-3-δ ΕΚ) δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σ’ αυτές.

    (126)

    Για να καθοριστεί αν το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για τη συμβατότητα, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν οι επίμαχες ενισχύσεις επιδιώκουν σαφώς έναν σκοπό κοινού συμφέροντος και αν αυτές δεν νοθεύουν τις συναλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον.

    (127)

    Η Επιτροπή φρονεί ότι οι ενισχύσεις επιδιώκουν σαφώς έναν κοινό σκοπό όπως αυτός καθορίστηκε προηγουμένως. Για αυτόν τον σκοπό, υπενθυμίζεται ότι η εισαγωγή στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο πρώην άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΕΚ [σήμερα άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ] επιβεβαίωσε την πολιτική που ακολουθεί η Επιτροπή βάσει του πρώην άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ), πριν από τη θέση σε ισχύ της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, η Επιτροπή στο παρελθόν είχε εγκρίνει βάσει αυτού του άρθρου ενισχύσεις που είχαν πολιτιστικούς στόχους. Αυτή η πρακτική επιβεβαιώθηκε από τα δικαστήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, π.χ., στην προαναφερθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, στην οποία το Πρωτοδικείο έκρινε σαφώς ότι η Επιτροπή ήταν σε θέση να εκδώσει, βάσει του πρώην άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ), της ΕΚ, απόφαση ευνοϊκή έναντι των τριών καθεστώτων ενισχύσεων που διαχειρίζεται ο CELF (οι ενισχύσεις για την αεροπορική μεταφορά, το πρόγραμμα «Page à Page» και το «Πρόγραμμα Plus»).

    (128)

    Αντιθέτως, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν αποδείχτηκε ότι οι ενισχύσεις ήταν αναλογικές προς τον επιδιωκόμενο στόχο.

    (129)

    Στην απόφασή της για την επέκταση της διαδικασίας, καθώς και στη συνέχεια στην απόφαση διαταγής, η Επιτροπή είχε ζητήσει από τις γαλλικές αρχές να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την αναλογικότητα των ενισχύσεων σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

    (130)

    Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι γαλλικές αρχές δεν χορήγησαν στην Επιτροπή τα στοιχεία που επιτρέπουν να αποδειχθεί η αναλογικότητα των ενισχύσεων που καταβλήθηκαν από το 1980 και αυτή τους είχε ζητήσει ιδίως την τελευταία φορά την απόφαση διαταγής της 20ής Νοεμβρίου 2009.

    (131)

    Σύμφωνα με το άρθρο 13 του διαδικαστικού κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει, κατά συνέπεια, την απόφασή της βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, υπενθυμίζοντας, εν πάση περιπτώσει, ότι εναπόκειται στις γαλλικές αρχές να αποδείξουν τη συμβατότητα της εξετασθείσας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, και κατά συνέπεια την αναλογικότητα αυτής της ενίσχυσης.

    (132)

    Mutatis mutandis, ο συλλογισμός που εκτέθηκε προηγουμένως όσον αφορά την αναλογικότητα της ενίσχυσης στο πλαίσιο του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ δύναται να μεταφερθεί και στην παρούσα περίπτωση.

    (133)

    Η Επιτροπή φρονεί, κατ’ ακολουθία, ότι δεν έχει αποδειχθεί πως οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν τηρούν το κριτήριο της αναλογικότητας.

    (134)

    Εν κατακλείδι, η Επιτροπή φρονεί ότι το επίμαχο μέτρο δεν είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ.

    Γ.   Αξιολόγηση του μέτρου σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ

    (135)

    Οι γαλλικές αρχές υποστήριξαν επανειλημμένα ότι ο CELF ήταν επιφορτισμένος με αποστολή δημόσιας υπηρεσίας και ότι τα επίμαχα μέτρα θα έπρεπε να αξιολογηθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 86 παράγραφος 2 της ΕΚ).

    (136)

    Αυτό το άρθρο ορίζει ότι «Οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες της παρούσας συμφωνίας, ιδίως στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει, εκ του νόμου ή εκ των πραγμάτων, την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό που αντίκειται προς το συμφέρον της Ένωσης».

    (137)

    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ύπαρξη υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι με εξαίρεση τους τομείς στους οποίους αυτό το ζήτημα αποτέλεσε ήδη αντικείμενο ρύθμισης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτίμησης όσον αφορά τον χαρακτήρα των υπηρεσιών που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν γενικού οικονομικού συμφέροντος. Έκτοτε, καθήκον της Επιτροπής είναι να μεριμνά ώστε αυτό το περιθώριο εκτίμησης χρησιμοποιείται χωρίς πρόδηλο σφάλμα σε ό,τι αφορά τον ορισμό των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος.

    (138)

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι γαλλικές αρχές ανέφεραν επανειλημμένα ότι ο CELF ήταν επιφορτισμένος με συγκεκριμένη αποστολή δημόσιας υπηρεσίας πολιτιστικού τύπου που συνίσταται στην εκτέλεση όλων των παραγγελιών γαλλόφωνων βιβλίων που προέρχονται από βιβλιοπώλες εγκατεστημένους στο εξωτερικό, όποιος και αν είναι ο όγκος και ο χαρακτήρας της παραγγελίας. Η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτή η αποστολή θα μπορούσε όντως να συνιστά υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος.

    (139)

    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί εάν όντως ο CELF είχε επιφορτιστεί με αυτή την υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εν λόγω επιχειρήσεις πρέπει να έχουν επιφορτιστεί από το κράτος για την εκτέλεση της εξεταζόμενης υπηρεσίας μέσω μιας ή περισσοτέρων επισήμων πράξεων, των οποίων η μορφή μπορεί να καθορίζεται από το κάθε κράτος μέλος.

    (140)

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι γαλλικές αρχές παρουσίασαν διάφορες συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ του CELF και του Υπουργείου Πολιτισμού οι οποίες απεδείκνυαν, σύμφωνα με αυτές, ότι ο CELF όντως είχε επιφορτιστεί με την εκτέλεση της εν λόγω υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, η Διεύθυνση Βιβλίου και Ανάγνωσης συνήψε μέχρι το 2001 ετήσιες συμβάσεις με τον CELF.

    (141)

    Ωστόσο, παρά τα αιτήματα της Επιτροπής, που συμπεριλαμβάνονται και στην απόφαση διαταγής, οι γαλλικές αρχές δεν παρουσίασαν αντίγραφο των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας για όλα τα εν λόγω έτη.

    (142)

    Επιπλέον, στις συμβάσεις που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, ο ακριβής χαρακτήρας των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας δεν έχει ορισθεί (το ποσό από το οποίο οι παραγγελίες θεωρούνται ως «μικρές παραγγελίες» δεν αναφέρθηκε στη σύμβαση). Από αυτό προκύπτει ότι, ακόμη και για εκείνα τα έτη, δεν υπάρχει πράξη που να αναφέρει με επαρκή ακρίβεια τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που βαρύνουν τον CELF.

    (143)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν αποδείχτηκε ότι ο CELF είχε σαφώς επιφορτιστεί με επίσημη πράξη για κάθε ένα από τα υπό εξέταση έτη με τη διαχείριση της εν λόγω δημόσιας υπηρεσίας.

    (144)

    Τέλος, και δίχως αυτό να συνεπάγεται την εξαγωγή συμπεράσματος όσον αφορά τον όρο της αναγκαιότητας αφού οι όροι είναι σωρευτικοί, η Επιτροπή κρίνει ότι ο όρος της αναλογικότητας δεν πληρούται.

    (145)

    Πράγματι, στις συμβάσεις που είναι στη διάθεση της Επιτροπής δεν υπάρχει καμία εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκε το ποσό της ενίσχυσης. Εξάλλου, η υποχρέωση που επιβλήθηκε στον CELF να χορηγήσει τους λογαριασμούς χρήσης της ενίσχυσης δεν συνοδεύτηκε από ακριβή ορισμό των παραμέτρων υπολογισμού και ελέγχου του κόστους της δραστηριότητας δημόσιας υπηρεσίας που να επέτρεπε να επαληθευτεί ότι δεν υπήρχε υπεραντιστάθμιση. Επιπλέον, εάν οι συμβάσεις προέβλεπαν σαφώς τη μεταφορά από ένα έτος στο άλλο σε περίπτωση στην οποία ένα μέρος της ενίσχυσης δεν είχε χρησιμοποιηθεί, αυτές δεν περιέχουν καμία διευκρίνιση όσον αφορά τη λειτουργία αυτού του μηχανισμού, ο οποίος δεν φαίνεται άλλωστε να έχει εφαρμοστεί. Τέλος, όπως αναφέρεται στο πλαίσιο της ανάλυσης του κριτηρίου της αναλογικότητας σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, οι γαλλικές αρχές δεν χορήγησαν στοιχεία που να αποδεικνύουν την αναλογικότητα των ενισχύσεων στο πλαίσιο των διαφόρων σημείων της απόφασης του Πρωτοδικείου.

    (146)

    Έτσι, οι γαλλικές αρχές δεν χορήγησαν στην Επιτροπή τα στοιχεία που να επιτρέπουν να αποδειχθεί η αναλογικότητα των ενισχύσεων στο πλαίσιο του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ και ότι αυτή είχε ζητήσει από αυτές ιδίως την τελευταία φορά στην απόφαση διαταγής της 20ής Νοεμβρίου 2009.

    (147)

    Σύμφωνα με το άρθρο 13 του διαδικαστικού κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει, κατά συνέπεια, την απόφασή της βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, υπενθυμίζοντας, εν πάση περιπτώσει, ότι εναπόκειται στις γαλλικές αρχές να αποδείξουν τη συμβατότητα της εξετασθείσας ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, και κατά συνέπεια την αναλογικότητα αυτής της ενίσχυσης.

    (148)

    Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναφέρθηκαν στο πλαίσιο της ανάλυσης της αναλογικότητας της ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή κρίνει, κατά συνέπεια, ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν πληρούν το κριτήριο της αναλογικότητας.

    (149)

    Η Επιτροπή θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι οι όροι εφαρμογής του άρθρου 106 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ δεν πληρούνται.

    (150)

    Εν κατακλείδι, η Επιτροπή θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι ο μηχανισμός ενίσχυσης, που έχει ονομαστεί πρόγραμμα «μικρών παραγγελιών», που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ του CELF μεταξύ του 1980 και του τέλους 2001 συνιστά ενίσχυση μη συμβατή με την εσωτερική αγορά.

    5.   ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ, ΕΚΤΑΚΤΗ ΠΕΡΙΣΤΑΣΗ, ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ, ΑΡΧΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΑΡΧΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

    (151)

    Στην υπόθεση κρατικής ενίσχυσης παράνομης και μη συμβατής, η Επιτροπή πρέπει καταρχήν να διατάξει το οικείο κράτος μέλος να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο. Όντως, το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 ορίζει ότι «σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο».

    (152)

    Ωστόσο, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη της τα ακόλουθα στοιχεία.

    (153)

    Καταρχάς, το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 προβλέπει ότι οι εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να προσμετράται από την ημέρα κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση χορηγείται στον δικαιούχο είτε ως ατομική ενίσχυση είτε ως ενίσχυση βάσει ενός καθεστώτος ενισχύσεων. Κάθε ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση, διακόπτει την περίοδο παραγραφής.

    (154)

    Όπως το είχε εκθέσει στην απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, χωρίς να λάβει ιδιαίτερα σχόλια επί αυτού του σημείου από μέρους των ενδιαφερομένων μερών, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο κανόνας παραγραφής που αναφέρεται στην προηγούμενη αιτιολογική σκέψη εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Στην απόφασή του της 5ης Οκτωβρίου 2006 στην υπόθεση Transalpine  (21), το Δικαστήριο θεώρησε πράγματι ότι στο μέτρο στο οποίο ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 περιέχει κανόνες διαδικαστικού χαρακτήρα, αυτοί εφαρμόζονται σε όλες τις διοικητικές διαδικασίες όσον αφορά κρατικές ενισχύσεις που εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής τη στιγμή κατά την οποία ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 τέθηκε σε ισχύ, δηλαδή στις 16 Απριλίου 1999. Όμως, η παρούσα υπόθεση εγγράφεται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας που κινήθηκε στις 30 Ιουνίου 1996.

    (155)

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν για κάθε έτος από το 1980 και η Επιτροπή προέβη σε αίτημα ενημέρωσης στις γαλλικές αρχές τον Απρίλιο 1992, φαίνεται ότι οι ενισχύσεις που καταβλήθηκαν στον CELF το 1980 και το 1981 δεν μπορούν να ανακτηθούν δεδομένου ότι έχει λήξει η προθεσμία παραγραφής.

    (156)

    Δεύτερον, η Επιτροπή δεν απαιτεί την ανάκτηση της ενίσχυσης εάν, πράττοντας έτσι, αυτή αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή υποχρεούται να λάβει υπόψη τις εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες αιτιολογούν την από πίεση από μέρους της να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα αφού αυτή η ανάκτηση αντίκειται σε γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (157)

    Σε αυτό το πλαίσιο, στην απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε καλέσει τις γαλλικές αρχές, τον δικαιούχο της ενίσχυσης και όλα τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όσον αφορά την εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ή οιασδήποτε άλλης αρχής που θα μπορούσε να οδηγήσει την Επιτροπή να μην απαιτήσει την ανάκτηση της ενίσχυσης.

    (158)

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι γαλλικές αρχές, στις παρατηρήσεις τους, έκριναν ότι υφίσταντο οι εξαιρετικές περιστάσεις που επιτρέπουν τον περιορισμό της υποχρέωσης επιστροφής των ενισχύσεων. Αντιθέτως, η SIDE έκρινε ότι δεν ήταν παρούσες αυτές οι εξαιρετικές περιστάσεις.

    (159)

    Για αυτόν τον σκοπό, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων που τέθηκαν στο Δικαστήριο στην προαναφερθείσα υπόθεση CELF, το αιτούν δικαστήριο είχε ρωτήσει, στην ουσία, εάν η έκδοση από την Επιτροπή τριών διαδοχικών αποφάσεων με τις οποίες κηρύσσεται μία ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, και οι οποίες στη συνέχεια ακυρώθηκαν από τον κοινοτικό δικαστή, μπορούσε, αφ’εαυτού της, να αποτελέσει περίσταση ειδικού χαρακτήρα για να αιτιολογήσει ένα περιορισμό της υποχρέωσης του δικαιούχου να επιστρέψει αυτή την ενίσχυση.

    (160)

    Στην προαναφερθείσα απόφασή του της 11ης Μαρτίου 2010, το Δικαστήριο, καταρχάς παρέπεμψε στην απόφασή του της 12ης Φεβρουαρίου 2008, στην οποία είχε αναφέρει στα σημεία 65 και ακόλουθα ότι μετά την ακύρωση θετικής απόφασης της Επιτροπής, η δυνατότητα για τον δικαιούχο των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν παράνομα να επικαλεστεί εξαιρετικές περιστάσεις επί των οποίων βάσισε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του για τη νομιμότητα της ενίσχυσης και να αντιταχθεί κατά συνέπεια στην ανάκτησή της (22).

    (161)

    Εντούτοις, το Δικαστήριο επισήμανε ομοίως ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου της ενίσχυσης δεν μπορεί να δημιουργηθεί από θετική απόφαση της Επιτροπής δεχόμενου ότι η ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά, αφενός, σε περίπτωση κατά την οποία η απόφαση αυτή προσβλήθηκε εμπροθέσμως και ακυρώθηκε ακολούθως από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου, καθόσον δεν έχει εκπνεύσει η προθεσμία άσκησης προσφυγής ή, σε περίπτωση κατά την οποία ασκήθηκε προσφυγή, καθόσον δεν έχει αποφανθεί οριστικά το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (23).

    (162)

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην απόφασή του της 11ης Μαρτίου 2010, το Δικαστήριο δήλωσε ότι η ακύρωση της τρίτης θετικής απόφασης της Επιτροπής από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008 δεν έχει, αφ’εαυτού της, τέτοιο χαρακτήρα ώστε να δημιουργηθεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ούτε και να αποτελέσει εξαιρετική περίσταση (24).

    (163)

    Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η ελάχιστα συνηθισμένη διαδοχή τριών ακυρώσεων μαρτυρεί, εκ των προτέρων, τη δυσκολία της υπόθεσης και, χωρίς να οδηγεί σε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, φαινόταν μάλλον κατάλληλη να αυξήσει τις αμφιβολίες του δικαιούχου όσον αφορά τη συμβατότητα της επίμαχης ενίσχυσης. Το Δικαστήριο παραδέχεται ότι η διαδοχή τριών προσφυγών που καταλήγουν σε τρεις ακυρώσεις χαρακτηρίζει μια πολύ σπάνια κατάσταση, αλλά κρίνει ότι τέτοιες περιστάσεις εντάσσονται στην ομαλή λειτουργία του δικαστικού συστήματος, το οποίο προσφέρει στους διαδίκους που θεωρούν ότι υφίστανται τις συνέπειες της παράνομης ενίσχυσης τη δυνατότητα να ενεργήσουν για την ακύρωση των διαδοχικών αποφάσεων που αυτοί θεωρούν ότι αποτελούν την αιτία αυτής της κατάστασης.

    (164)

    Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη μιας εξαιρετικής περίστασης δεν μπορεί να γίνει δεκτή από την άποψη της αρχής της ασφάλειας δικαίου (25). Πράγματι, εφόσον η Επιτροπή δεν εξέδωσε απόφαση αποδοχής και η προθεσμία υποβολής προσφυγής κατά αυτής της απόφασης δεν έχει λήξει, ο δικαιούχος δεν είναι βέβαιος όσον αφορά τη νομιμότητα της ενίσχυσης, οπότε δεν μπορεί να γίνει επίκληση ούτε της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

    (165)

    Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2010 (26), η ύπαρξη εξαιρετικής περίστασης δεν μπορεί να γίνει δεκτή από την άποψη της αρχής της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η κατάργηση παράνομης ενίσχυσης μέσω της ανάκτησής της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα της, οπότε η ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής, με σκοπό την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της συνθήκης ΕΚ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

    (166)

    Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκδοση από την Επιτροπή τριών διαδοχικών αποφάσεων με τις οποίες δηλώνεται μία ενίσχυση συμβατή, οι οποίες στη συνέχεια ακυρώθηκαν από το κοινοτικό δικαστήριο δεν μπορεί αφεαυτής να αποτελεί εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δικαιολογήσει περιορισμό της εκτάσεως της υποχρεώσεως του δικαιούχου να επιστρέψει την ενίσχυση αυτή.

    (167)

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω και ελλείψει κάθε άλλου στοιχείου που μπορεί να αποτελέσει εξαιρετική περίσταση, η Επιτροπή κρίνει, κατά συνέπεια, ότι δεν υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση εξαιρετική περίσταση που μπορεί να περιορίσει την υποχρέωση του CELF να επιστρέψει τις εν λόγω ενισχύσεις (εκτός από τα ποσά που καταβλήθηκαν το 1980 και το 1981, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω).

    6.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ

    (168)

    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, οι γαλλικές αρχές υποχρεούνται, ως εκ τούτου, να ανακτήσουν από τον CELF το ποσό των ενισχύσεων που του καταβλήθηκαν δυνάμει του προγράμματος «μικρών παραγγελιών» κατά τη διάρκεια των ετών 1982 έως 2001.

    (169)

    Σύμφωνα με όσα προκύπτουν από τον πίνακα 1 (27), το συνολικό ποσό της ενίσχυσης προς ανάκτηση από τον CELF που χορηγήθηκε κατά τη διάρκεια των ετών 1982 έως 2001 ανέρχεται, ως εκ τούτου, σε 4 631 401 ευρώ, στο οποίο πρέπει να προστεθούν και οι τόκοι.

    (170)

    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, η προς ανάκτηση ενίσχυση πρέπει να περιλαμβάνει τους τόκους από ανατοκισμό που υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία η παράνομη ενίσχυση ετέθη στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής της.

    (171)

    Ωστόσο, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000 στην υπόθεση Magefesa  (28) προκύπτει ότι όταν μία επιχείρηση έχει πτωχεύσει και η εθνική νομοθεσία το προβλέπει, οι τόκοι που λήγουν μετά την κήρυξη πτώχευσης της επιχείρησης επί του ποσού των ενισχύσεων που κτήθηκαν παράνομα πριν από αυτή την κήρυξη δεν οφείλονται.

    (172)

    Για αυτόν τον σκοπό, πρέπει να επισημανθεί ότι, στο σημείωμά τους που διαβιβάστηκε στις 27 Ιανουαρίου 2010, οι γαλλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή σχετικά με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται τώρα ο CELF.

    (173)

    Λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής κατάστασης του CELF, ο CELF τέθηκε σε διαδικασία διασφάλισης στις 25 Φεβρουαρίου 2009 και ορίστηκε ένας κατ’ επάγγελμα σύνδικος.

    (174)

    Όσον αφορά την αντιδικία σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, το γαλλικό κράτος δήλωσε τις ακόλουθες απαιτήσεις: 11 885 785,02 ευρώ (για την πληρωμή των τόκων σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της 19ης Δεκεμβρίου 2008) και 4 814 339,9 ευρώ (για την ενδεχόμενη επιστροφή του κεφαλαίου της καταβληθείσας ενίσχυσης κατά τη διάρκεια των ετών 1980-2001).

    (175)

    Οι γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι από την κατάσταση των απαιτήσεων προέκυπτε ότι επί συνόλου δηλωθέντος παθητικού 21 254 232,29 ευρώ, οι επίμαχες απαιτήσεις ανέρχονται σε 17 045 039,50 ευρώ.

    (176)

    Διαπιστώνοντας ότι η ανάκαμψη ήταν προδήλως αδύνατη, ο κατ’ επάγγελμα σύνδικος ζήτησε τη μετατροπή της διασφάλισης σε δικαστική εκκαθάριση, ιδίως λόγω των απαιτήσεων που δηλώθηκαν από το κράτος.

    (177)

    Με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009 στην οποία διαπιστώνεται η ύπαρξη παθητικού το οποίο αποκλείει την προοπτική σχεδίου συνέχισης της λειτουργίας, το Εμποροδικείο του Παρισιού έθεσε τον CELF σε δικαστική εκκαθάριση και διόρισε σύνδικο. Το Εμποροδικείο όρισε σε δύο έτη την προθεσμία στο τέλος της οποίας η περάτωση της δικαστικής εκκαθάρισης θα πρέπει να έχει εξεταστεί. Οι γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι οι αντιδικίες σε εξέλιξη ή/και οι μελλοντικές αντιδικίες θα μπορούσαν ωστόσο να αιτιολογήσουν την καθυστέρηση της ημερομηνίας περάτωσης της δικαστικής εκκαθάρισης.

    (178)

    Οι γαλλικές αρχές ανέφεραν ότι το σύνολο του προσωπικού του CELF απελύθη και ότι η ομάδα εκκαθάρισης διαλύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2009. Οι μόνες πράξεις που είναι ακόμα σε εξέλιξη επιδιώκουν να ανακτήσουν τις οφειλόμενες απαιτήσεις από τους πελάτες.

    (179)

    Οι γαλλικές αρχές ανέφεραν σε ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Μαρτίου 2010 ότι η διαδικασία εκκαθάρισης που τέθηκε σε εφαρμογή για τον CELF είχε σαφώς τηρήσει τους συνήθεις διαδικαστικούς κανόνες εκκαθάρισης των επιχειρήσεων.

    (180)

    Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή από τις γαλλικές αρχές, ο CELF, κατά συνέπεια, δεν ασκεί πλέον σήμερα καμία οικονομική δραστηριότητα.

    (181)

    Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της διαδικασίας εκκαθάρισης σε εξέλιξη για τον CELF, οι γαλλικές αρχές οφείλουν να μεριμνήσουν, στο πλαίσιο της υποχρέωσής τους για ανάκτηση της μη συμβατής ενίσχυσης, για την τήρηση της νομολογίας που εφαρμόζεται σε περίπτωση εκκαθάρισης δικαιούχου επιχείρησης (29). Αυτό προϋποθέτει, ιδίως, ότι τα στοιχεία ενεργητικού του CELF θα πωληθούν σε τιμή αγοράς, ότι το κράτος εγγράφει τις απαιτήσεις του σχετικά με την ανάκτηση των παράνομων και ασυμβίβαστων ενισχύσεων στο παθητικό της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, και ότι ασκεί πλήρως τις απαιτήσεις του ως πιστωτού σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και μέχρι το τέλος της εκκαθάρισης.

    (182)

    Όσον αφορά τον υπολογισμό των τόκων, πρέπει να σημειωθεί ότι στο γαλλικό δίκαιο, το άρθρο L 622-28 του Εμπορικού Κώδικα προβλέπει ότι «η απόφαση έναρξης [της διαδικασίας διασφάλισης] ορίζει την αξία των νόμιμων και συμβατικών τόκων, καθώς και όλους τους τόκους υπερημερίας και προσαυξήσεων».

    (183)

    Κατά συνέπεια, στην παρούσα υπόθεση, τα ποσά που καταβλήθηκαν στον CELF παράγουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεσή του μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 2009, ημερομηνία της απόφασης του Εμποροδικείου του Παρισιού για την κίνηση της διαδικασίας διασφάλισης η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε δικαστική εκκαθάριση με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2009.

    7.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (184)

    Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία χορήγησε παράνομα ενίσχυση υπέρ του CELF κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.

    (185)

    Αυτή η ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και πρέπει να ανακτηθεί από τις γαλλικές αρχές, εκτός από τα ποσά που καταβλήθηκαν το 1980 και το 1981 τα οποία έχουν παραγραφεί.

    (186)

    Συνεπώς, οι γαλλικές αρχές οφείλουν να ανακτήσουν από τον CELF το ποσό των 4 631 401 ευρώ στο οποίο πρέπει να προστεθούν οι τόκοι για καθεμία από τις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν ετησίως αρχής γενομένης από το 1982. Τα προς ανάκτηση ποσά παράγουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία αυτά τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 2009, ημερομηνία απόφασης του Εμποροδικείου του Παρισιού για την κίνηση της διαδικασίας διασφάλισης,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε παράνομα η Γαλλία, κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέρ του Coopérative d’exportation du livre français (CELF) είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

    Άρθρο 2

    1.   Η Γαλλία υποχρεούται να ανακτήσει το ποσό των 4 631 401 ευρώ που αντιστοιχούν στα ποσά που έλαβε ο CELF κατά τη διάρκεια των ετών από 1982 έως 2001 για την ενίσχυση που αναφέρεται στο πρώτο άρθρο.

    2.   Τα προς ανάκτηση ποσά παράγουν τόκους αρχής γενομένης από την ημερομηνία κατά την οποία αυτά τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 2009, ημερομηνία της απόφασης του Εμποροδικείου του Παρισιού για την κίνηση της διαδικασίας διασφάλισης.

    3.   Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004.

    Άρθρο 3

    1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και πραγματική.

    2.   Η Γαλλία διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

    Άρθρο 4

    1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης η Γαλλία υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α)

    το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

    β)

    λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

    γ)

    έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

    2.   Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή για την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εφαρμογή της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση των ενισχύσεων που αναφέρονται άρθρο 2. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει προς συμμόρφωσή του με την παρούσα απόφαση. Παρέχει εξάλλου λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά το ποσό της ενίσχυσης και των τόκων που έχει ήδη ανακτήσει από τον δικαιούχο.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλία.

    Βρυξέλλες, 14 Δεκεμβρίου 2010.

    Για την Επιτροπή

    Joaquín ALMUNIA

    Αντιπρόεδρος


    (1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 86, 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ μετατρέπονται αντιστοίχως σε άρθρα 106, 107 και 108 της συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Και στις τρεις περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι ουσιαστικά ταυτόσημες. Όσον αφορά την παρούσα απόφαση, τα στοιχεία αναφοράς στα άρθρα 106, 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται, ότι αφορούν αντιστοίχως τα άρθρα 86, 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ.

    (2)  ΕΕ C 366 της 5.12.1996, σ. 7· ΕΕ C 142 της 23.6.2009, σ. 6.

    (3)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Απριλίου 2008, T-348/04, Société Internationale de diffusion et d’édition (SIDE) κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II-625.

    (4)  ΕΕ L 85 της 2.4.2005, σ. 27.

    (5)  Ο συνεταιρισμός εξαγωγής του γαλλικού βιβλίου δραστηριοποιείται υπό την εμπορική επωνυμία «Κέντρο εξαγωγής του γαλλικού βιβλίου» (CELF).

    (6)  Απόφαση NN 127/92 «Ενισχύσεις στους εξαγωγείς γαλλικών βιβλίων» (ΕΕ C 174 της 25.6.1993, σ. 6).

    (7)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T-49/93, Société internationale de diffusion et d’édition (SIDE) κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II–2501.

    (8)  Που κατέστη ακολούθως το πρόγραμμα «Ανατολικά της Ευρώπης».

    (9)  ΕΕ L 44 της 18.2.1999, σ. 37.

    (10)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Φεβρουαρίου 2002, T-155/98, Société Internationale de diffusion et d’édition (SIDE) κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. II-1179.

    (11)  Απόφαση του Δικαστηρίου, C-332/98, Γαλλία κατά Επιτροπής, Aide à la Coopérative d’exportation du livre français, Συλλογή σ. I-4833.

    (12)  ΕΕ C 142 της 23.6.2009, σ. 6.

    (13)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1.

    (14)  Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Διοικητικό Εφετείο μπόρεσε νομίμως να βασιστεί στο ότι δεν είχε καθοριστεί ότι το ποσό των ενισχύσεων δεν υπερέβαινε τις επιβαρύνσεις που προκύπτουν από τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στον CELF, και στο ότι δεν είχε προβεί σε προηγούμενο και διαφανή ορισμό των βάσεων της αντιστάθμισης.

    (15)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, C-199/06, Centre d’exportation du livre français (CELF), Ministre de la Culture et de la Communication κατά Société internationale de diffusion et d’édition (SIDE), Συλλογή I-469.

    (16)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, 1.

    (17)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2010, C-1/09, CELF, Ministre de la Culture κατά SIDE.

    (18)  Στην απόφασή του, της 15ης Απριλίου 2008, το Πρωτοδικείο δεν ακύρωσε την πρώτη και δεύτερη φράση του άρθρου 1 της απόφασης της Επιτροπής της 20ής Απριλίου 2004 σύμφωνα με τις οποίες «Η ενίσχυση υπέρ της Coopérative d’exportation du livre français (CELF) για την εκτέλεση των μικρών παραγγελιών βιβλίων στη γαλλική γλώσσα, την οποία εφάρμοσε η Γαλλία κατά την περίοδο 1980 έως 2001, συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Η ενίσχυση χορηγήθηκε παρανόμως καθότι η Γαλλία δεν την κοινοποίησε προηγουμένως στην Επιτροπή».

    (19)  Για παράδειγμα, στην απόφασή του, της 19ης Δεκεμβρίου 2008, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι «τα μέσα που αφορούν τον χαρακτηρισμό ως κρατικής ενίσχυσης των ποσών που καταβλήθηκαν στον CELF και η υποχρέωση κοινοποίησης αυτής πρέπει να απορριφθούν». Πράγματι, στην παρεπίμπτουσα απόφασή του, της 29ης Μαρτίου 2006, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε συγκεκριμένα αποφανθεί ότι «το Διοικητικό Εφετείο δεν παραποίησε τα στοιχεία του φακέλου ούτε και χαρακτήρισε ανακριβώς τα γεγονότα που ετέθησαν στην κρίση του αποφαινόμενο ότι οι επίδικες ενισχύσεις δεν είχαν καθαρά αντισταθμιστικό χαρακτήρα των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας και συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις που υπόκεινται σε υποχρέωση εκ των προτέρων κοινοποίησης στην Επιτροπή».

    (20)  Απόφαση του Δικαστηρίου C-280/00, Altmark Trans GmbH et Regierungspräsidium Magdeburg c/Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, Συλλογή σ. I-7747.

    (21)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 5ης Οκτωβρίου 2006, C-368/04, Transalpine Ölleitung in Österreich, Συλλογή I-9957, σημείο 34.

    (22)  Σημεία 42 και ακόλουθα.

    (23)  Σημεία 66-68.

    (24)  Σημεία 50 και ακόλουθα.

    (25)  Σημείο 53.

    (26)  Σημείο 54.

    (27)  Βλέπε τον πίνακα 1 που παρουσιάζεται στην αιτιολογική σκέψη 60 της παρούσας απόφασης.

    (28)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Οκτωβρίου 2000, C-480/98, Επιτροπή κατά Ισπανίας, «Magefesa», Συλλογή I-8717.

    (29)  Βλέπε τα σημεία 63 και ακόλουθα της ανακοίνωσης της Επιτροπής — Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά κρατικές ενισχύσεις (ΕΕ C 272 της 15.11.2007, σ. 4).


    Top