EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32006D0940

2006/940/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2006 , σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 3/2006 που έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο για τη φοροαπαλλαγή εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 και εταιρειών με καθεστώς δισεκατομμυριούχου χόλντινγκ [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 2956] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΕΕ L 366 της 21.12.2006, p. 47–61 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2006/940/oj

21.12.2006   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 366/47


ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Ιουλίου 2006

σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων C 3/2006 που έθεσε σε εφαρμογή το Λουξεμβούργο για τη φοροαπαλλαγή εταιρειών χόλντινγκ βάσει του «νόμου του 1929» και εταιρειών με καθεστώς «δισεκατομμυριούχου χόλντινγκ»

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 2956]

(Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(2006/940/ΕΚ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα προαναφερθέντα άρθρα (1),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)

Το Συμβούλιο ενέκρινε το 1997 κώδικα δεοντολογίας σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση του επιζήμιου φορολογικού ανταγωνισμού (2). Η Επιτροπή, κατόπιν των δεσμεύσεων που ανέλαβε στο πλαίσιο του κώδικα, δημοσίευσε, το 1998, ανακοίνωση σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία των επιχειρήσεων (3), στο πλαίσιο της οποίας υπογράμμισε την πρόθεσή της να εφαρμόσει αυστηρά τους κανόνες και να τηρήσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η παρούσα διαδικασία εντάσσεται στο πλαίσιο της ανωτέρω ανακοίνωσης.

I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

(2)

Με την επιστολή D/50716 της 12ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή ζήτησε από το Λουξεμβούργο να της διαβιβάσει προκαταρκτικά πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τις «εταιρείες που απαλλάσσονται από τη φορολογία βάσει του νόμου του 1929». Με την επιστολή A/32604, της 26ης Μαρτίου 1999, οι αρχές του Λουξεμβούργου διαβίβασαν περιγραφή του καθεστώτος του 1929 για τη φοροαπαλλαγή χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών (εταιρείες χόλντινγκ) (στο εξής «οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ»), όπως τροποποιήθηκε με το «νόμο της 29ης Νοεμβρίου 1971» και με το «νόμο της 30ής Νοεμβρίου 1978».

(3)

Με την επιστολή D/53671, της 5ης Ιουλίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε από το Λουξεμβούργο συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 και, ιδίως, όσον αφορά το «νόμο της 17ης Δεκεμβρίου 1938, ο οποίος διέπει το καθεστώς των δισεκατομμυριούχων χόλντινγκ» (στο εξής «καθεστώς φοροαπαλλαγής δισεκατομμυριούχων χόλντινγκ»). Με την επιστολή A/36150 της 20ής Ιουλίου 2000, οι αρχές του Λουξεμβούργου διαβίβασαν τις ζητηθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες.

(4)

Με την επιστολή D/51279, της 26ης Μαρτίου 2001, η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες και συγκεκριμένα το κείμενο των νόμων βάσει των οποίων θεσπίζονται τα καθεστώτα φοροαπαλλαγής των εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 και των δισεκατομμυριούχων εταιρείων χόλντινγκ. Με την επιστολή A/33928, της 11ης Μαΐου 2001, οι αρχές του Λουξεμβούργου διαβίβασαν τις ζητηθείσες πληροφορίες.

(5)

Με την επιστολή D/50571 της 11ης Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή ενημέρωσε τις αρχές του Λουξεμβούργου ότι, προκαταρκτικά, θεωρούσε το εν λόγω μέτρο ενίσχυση και τις κάλεσε να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με τη διαδικασία συνεργασίας σε σχέση με τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων που θεσπίζεται με το άρθρο 17, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 [νυν άρθρο 88] της συνθήκης ΕΚ (4). Κατόπιν συνάντησης που πραγματοποιήθηκε στις 19 Απριλίου 2002 μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών του Λουξεμβούργου, οι τελευταίες διαβίβασαν τις ζητηθείσες πληροφορίες με την επιστολή A/33288 της 2ας Μαΐου 2002. Στις 17 Οκτωβρίου 2002, πραγματοποιήθηκε δεύτερη συνάντηση μεταξύ των αρχών του Λουξεμβούργου και της Επιτροπής.

(6)

Με την επιστολή A/51743 της 9ης Μαρτίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από το Λουξεμβούργο να επικαιροποιήσει τις πληροφορίες σχετικά με το επίμαχο καθεστώς και να της κοινοποιήσει όλες τις νέες διατάξεις, υπό έγκριση ή ήδη εγκεκριμένες, σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ ώστε να περατωθεί η προκαταρκτική εξέταση του καθεστώτος σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999. Με επιστολή της 6ης Μαΐου 2004, το Λουξεμβούργο κοινοποίησε στην Επιτροπή τις ζητηθείσες πληροφορίες.

(7)

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2004, πραγματοποιήθηκε τρίτη συνάντηση μεταξύ των αρχών του Λουξεμβούργου και της Επιτροπής, κατά την οποία η Επιτροπή ενημερώθηκε για ορισμένα στοιχεία σχετικά με το νομοσχέδιο αριθ. 5231, το οποίο προτείνει ορισμένες τροποποιήσεις στο νόμο της 31ης Ιουλίου 1929 σχετικά με το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929.

(8)

Με την επιστολή D/53536 της 4ης Μαΐου 2005, η Επιτροπή ζήτησε να της διαβιβαστεί κάθε πληροφορία σχετική με την έγκριση, στις 19 Απριλίου 2005, του νομοσχεδίου αριθ. 5231, ώστε να ολοκληρώσει την προκαταρκτική αξιολόγηση του επίμαχου καθεστώτος. Με επιστολές της 1ης Ιουνίου 2005 (A/34536) και της 23ης Ιουνίου 2005 (A/35047), οι αρχές του Λουξεμβούργου διαβίβασαν στην Επιτροπή τις ζητηθείσες πληροφορίες.

(9)

Με επιστολή της 11ης Ιουλίου 2005 (D/55311), η Επιτροπή ενημέρωσε το Λουξεμβούργο ότι, στην προκαταρκτική της αξιολόγηση, εκτίμησε ότι το επίμαχο καθεστώς (μετά την τροποποίησή του με την έγκριση, εκ μέρους του Κοινοβουλίου, στις 19 Απριλίου 2005, του νομοσχεδίου αριθ. 5231 και μετέπειτα νόμου της 21ης Ιουνίου 2005, ο οποίος τροποποιεί το άρθρο 1 του νόμου της 31ης Ιουλίου 1929 σχετικά με το καθεστώς φοροαπαλλαγής χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών) συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

(10)

Στις 25 Ιουλίου 2005, πραγματοποιήθηκε τέταρτη συνάντηση μεταξύ των αρχών του Λουξεμβούργου και της Επιτροπής, κατά την οποία εξετάστηκε ο φάκελος υπό το φως των τροποποιήσεων που είχαν επέλθει στο καθεστώς με το νόμο της 21ης Ιουνίου 2005.

(11)

Με επιστολή της 28ης Ιουλίου 2005 (D/55780), η Επιτροπή ενημέρωσε το Λουξεμβούργο σχετικά με την προκαταρκτική της εκτίμηση βάσει της οποίας ο νόμος της 31ης Ιουλίου 1929, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο της 31ης Ιουνίου 2005, συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, και το κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του κατ' εφαρμογή του άρθρου 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999.

(12)

Με επιστολές της 5ης Σεπτεμβρίου 2005 (D/56729) και της 19ης Σεπτεμβρίου 2005 (D/57172), η Επιτροπή ζήτησε από τις αρχές Λουξεμβούργου να της διαβιβάσουν τα ζητηθέντα στοιχεία.

(13)

Δεδομένου ότι εντός της ταχθείσας προθεσμίας δεν είχε λάβει καμία απάντηση, η Επιτροπή πρότεινε στο Λουξεμβούργο, με επιστολή της 25ης Νοεμβρίου 2005 (5), τα ακόλουθα κατάλληλα μέτρα, κατ' εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 1 της Συνθήκης:

(α)

να αρνηθούν το ευεργέτημα του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 σε κάθε νέο αιτούντα, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αποδοχής των παρόντων κατάλληλων μέτρων·

(β)

να λάβουν όλα τα αναγκαία νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα είτε για την κατάργηση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 ή για την απάλειψη κάθε στοιχείου ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ·

(γ)

να κοινοποιήσουν στην Επιτροπή κάθε τροποποίηση που σκοπεύουν να επιφέρουν στο καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929, στο πλαίσιο του στοιχείου α) ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999·

(δ)

να προβούν, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την ημερομηνία αποδοχής των παρόντων κατάλληλων μέτρων, σε δημόσια δήλωση σχετικά με τη θέσπιση των αναγκαίων τροποποιήσεων στη φορολογική νομοθεσία.

(14)

Στην ίδια επιστολή, η Επιτροπή κάλεσε επίσης τις αρχές του Λουξεμβούργου να της αναφέρουν εγγράφως, εντός μηνός από την ημερομηνία αποδοχής της πρότασης, εάν το Λουξεμβούργο, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999, αποδέχεται ρητά και ανεπιφύλακτα το σύνολο των μέτρων, αναφέροντας την οριστική ημερομηνία κατάργησης του καθεστώτος. Η Επιτροπή ανέφερε ότι, στην αντίθετη περίπτωση, θα προέβαινε ενδεχομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 2 του ανωτέρω κανονισμού, στην κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 4 παράγραφος 4.

(15)

Με επιστολή της 9ης Δεκεμβρίου 2005 (A/40451), το Λουξεμβούργο ενημέρωσε την Επιτροπή ότι αρνείται τα προταθέντα κατάλληλα μέτρα. Λόγω της άρνησης του Λουξεμβούργου και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που διατύπωσαν στην επιστολή τους οι αρχές της χώρας, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης.

(16)

Με επιστολές της 9ης Φεβρουαρίου 2006 (SG D/200621) και της 28ης Μαρτίου 2006 (SG D/201345), η Επιτροπή κοινοποίησε στο Λουξεμβούργο την απόφασή της για την κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης, καθώς και διορθωτικό της απόφασης αυτής.

(17)

Η απόφαση της Επιτροπής (στη διορθωμένη της έκδοση) δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (6). Η Επιτροπή, στην απόφασή της, κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, αλλά δεν έλαβε καμία σχετική παρατήρηση.

(18)

Με επιστολή της 13ης Απριλίου 2006 (A/32917), το Λουξεμβούργο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του.

(19)

Στις 6 Ιουλίου 2006, πραγματοποιήθηκε συμπληρωματική συνάντηση μεταξύ των αρχών του Λουξεμβούργου και της Επιτροπής, κατά την οποία οι αρχές του Λουξεμβούργου διαβίβασαν συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες χρηματοδότησης εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 και την ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους ότι στη διάρκεια μεταβατικής περιοδου θα συνεχίσουν να επωφελούνται από το καθεστώς φοροαπαλλαγής.

II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

(20)

Ο οργανικός νόμος της 31ης Ιουλίου 1929 σχετικά με τις απαλλασσόμενες εταιρείες χόλντινγκ θέσπισε ένα φορολογικό μέσο για την ενθάρρυνση της διανομής των συνολικών κερδών των εταιρειών εκμετάλλευσης οι οποίες μετέχουν σε πολυεθνικούς ομίλους και την αποφυγή της πολλαπλής φορολογίας των κερδών που λαμβάνουν οι δικαιούχοι εταιρείες χόλντινγκ και διανέμουν εν συνεχεία στους μετόχους τους. Το 1937, κατόπιν των τροποποιήσεων που επήλθαν στο νόμο της 31ης Ιουλίου 1929, το Λουξεμβούργο θέσπισε ένα επικουρικό καθεστώς για τις δισεκατομμυριούχους εταιρείες χόλντινγκ που συστήνονταν με αρχική εισφορά καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου ύψους τουλάχιστον ενός δισεκατομμυρίου φράγκων Λουξεμβούργου (LUF). Το Λουξεμβούργο έχει, εξάλλου, θεσπίσει καθεστώς φοροαπαλλαγής των συμμετοχών βάσει του οποίου δεν φορολογούνται τα μερίσματα, τα δικαιώματα, τα κεφαλαιουχικά κέρδη και τα προϊόντα εκκαθάρισης τα προερχόμενα από την πώληση μετοχών εταιρειών στις οποίες κατέχει συμμετοχές η εταιρεία χόλντινγκ, με την επιφύλαξη της τήρησης ορισμένων όρων. Ως εκ τούτου, το Λουξεμβούργο, πέραν του γενικού καθεστώτος φοροαπαλλαγής των συμμετοχών, το οποίο εντάσσεται σε ένα κανονιστικό πλαίσιο κοινού δικαίου (άρθρο 166 του νόμου για τη φορολογία εισοδήματος), μέσω της μεταφοράς των οδηγιών σχετικά με «μητρικές — θυγατρικές εταιρείες» και «τόκους — δικαιώματα» (7), διαθέτει σήμερα ένα ειδικό καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ που διέπονται από το νόμο του 1929 και εταιρειών με καθεστώς δισεκατομμυριούχου χόλντινγκ.

(21)

Σύμφωνα με το νόμο της 31ης Ιουλίου 1929, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ δεν υπόκεινται σε καμία άμεση φορολογία στο Λουξεμβούργο, όπως, παραδείγματος χάρη, ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων ή ο εμπορικός δημοτικός φόρος (8) και ο φόρος ιδίων κεφαλαίων (9). Οι εταιρείες αυτές υπόκεινται, ωστόσο, σε φόρο επί του εισφερόμενου κεφαλαίου, όπως ο φόρος ακίνητης περιουσίας (10) και ο ετήσιος φόρος εγγραφής (11). Τα μερίσματα, οι τόκοι, τα δικαιώματα και τα κέρδη που πραγματοποιεί μια απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ δεν είναι συνεπώς φορολογητέα στο Λουξεμβούργο. Οι καταβολές μερισμάτων, δικαιωμάτων (12) και τόκων που πραγματοποιούν οι εταιρείες αυτές δεν υποβάλλονται σε καμία παρακράτηση στην πηγή (13). Τέλος, δεν υφίσταται καμία παρακράτηση στην πηγή επί των τόκων που καταβάλλουν στο εξωτερικό, όπως ισχύει με κάθε άλλη εταιρεία του Λουξεμβούργου, ενώ, αντιθέτως, είναι φορολογητέοι οι τόκοι που εισπράττονται από τις μη απαλλασσόμενες εταιρείες με έδρα το Λουξεμβούργο.

(22)

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι τόκοι που καταβάλλουν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ (όπως και κάθε άλλη εταιρεία του Λουξεμβούργου) σε φυσικά πρόσωπα (πραγματικούς δικαιούχους κατά την έννοια της οδηγίας 203/48/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τη φορολόγηση των υπό μορφή τόκων εισοδημάτων από αποταμιεύσεις (14) που διαμένουν σε κράτος μέλος υποβάλλονται σε παρακράτηση στην πηγή, όπως προβλέπει η ανωτέρω οδηγία στο Λουξεμβούργο. Υπάρχει επίσης μια παρόμοια παρακράτηση με εξοφλητικό χαρακτήρα που ανέρχεται στο 10 % των τόκων που καταβάλλονται στα φυσικά πρόσωπα που είναι μόνιμοι κάτοικοι, η οποία θεσπίστηκε στο Λουξεμβούργο μετά την 1η Ιανουαρίου 2006· στην παρακράτηση αυτή δεν υπόκεινται οι τόκοι που καταβάλλουν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ.

(23)

Οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ αποκλείονται κατά κανόνα από τις διμερείς συμφωνίες που συνάπτει το Λουξεμβούργο για την πρόληψη της διπλής φορολογίας και της φορολογικής απάτης.

(24)

Όσον αφορά τη φορολογία του κεφαλαίου, οι εταιρείες αυτές υπόκεινται σε φόρο εισφοράς ίσο με το 1 % των εισφορών σε ρευστό ή των εισφορών στοιχείων ενεργητικού (15). Εξάλλου, υποβάλλονται σε ετήσιο φόρο εγγραφής ίσο με το 0,2 % του καταβεβλημένου εταιρικού κεφαλαίου και της αξίας της διαφοράς από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, όπως ορίστηκε κατά το κλείσιμο της προηγούμενης οικονομικής χρήσης (16). Μια απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ μπορεί να δανειστεί κεφάλαια από τους μετόχους της, από τράπεζες ή από άλλα πιστωτικά ιδρύματα και μπορεί να εκδώσει ομόλογα. Εάν η χρηματοδότηση, κυρίως μέσω της δανειακής επιβάρυνσης και όχι μέσω της έκδοσης μετοχών, υπερβαίνει ορισμένους χρηματοοικονομικούς συντελεστές εφαρμόζονται κανόνες σχετικά με τη χαμηλή κεφαλαιοποίηση ώστε να αποτραπεί η μη καταβολή του φόρου εγγραφής, Τέλος, οι αμοιβές που καταβάλλονται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, μόνιμους κατοίκους ή μη, στους διευθυντές ή στους οικονομικούς ελεγκτές μιας απαλλασσόμενης βάσει του νόμου του 1929 εταιρείας χόλντινγκ υπόκεινται σε παρακράτηση στην πηγή της τάξης του 20 %.

(25)

Μόνο οι εταιρείες (17) που έχουν συσταθεί στο Λουξεμβούργο μπορούν να ευεργετούνται από το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929, σε αντίθεση με τις μονοπρόσωπες επιχειρήσεις, τις συμβατικές κοινές επιχειρήσεις που δεν έχουν τη μορφή εταιρειών, τις μόνιμες εγκαταστάσεις και τα υποκαταστήματα ή τοπικά γραφεία ξένων εταιρειών. Το ύψος του εγγεγραμμένου κεφαλαίου μιας απαλλασσόμενης βάσει του νόμου του 1929 εταιρείας χόλντινγκ εξαρτάται από την επιλεγείσα μορφή εταιρείας. Βάσει διατάγματος του Μεγάλου Δουκάτου, της 29ης Ιουλίου 1977, μια απαλλασσόμενη εταιρεία χόλντινγκ πρέπει να διαθέτει πλήρως καταβεβλημένο εταιρικό κεφάλαιο ύψους τουλάχιστον 24 000 ευρώ.

(26)

Οι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο εταιρείες μπορούν να καταχωρισθούν ως απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ με την προϋπόθεση ότι ασκούν μόνο δραστηριότητες εξαγοράς, κατοχής και αξιοποίησης οποιασδήποτε μορφής συμμετοχής σε άλλες εταιρείες του Λουξεμβούργου ή του εξωτερικού, μέσω της χορήγησης δανείων, της κατοχής διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και της χορήγησης αδειών δικαιωμάτων δημιουργού ή μέσω της παροχής τεχνογνωσίας στις εταιρείες στις οποίες κατέχουν συμμετοχή. Μια απαλλασσόμενη εταιρεία δεν μπορεί να ασκεί βιομηχανική δραστηριότητα για δικό της λογαριασμό ούτε να εκμεταλλεύεται εμπορική εγκατάσταση ανοικτή στο κοινό. Εάν επεκτείνει τις δραστηριότητές της πέραν του καθορισμένου πεδίου, χάνει το καθεστώς φοροαπαλλαγής και αντιμετωπίζεται ως πλήρως φορολογητέα εμπορική εταιρεία.

(27)

Οι δραστηριότητες που επιτρέπονται σε μια απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ βάσει της χορηγούμενης άδειας περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:

α)

την εξαγορά, την κατοχή, τη διαχείριση και την πώληση συμμετοχών του μετοχικού κεφαλαίου οποιασδήποτε εταιρείας περιορισμένης ευθύνης του Λουξεμβούργου ή του εξωτερικού·

β)

την εξαγορά, την κατοχή, τη διαχείριση και την πώληση ομολόγων, πιστοποιητικών καταθέσεων και ομολογιών χρέους του Λουξεμβούργου ή του εξωτερικού·

γ)

την εξαγορά, την κατοχή, τη διαχείριση και την πώληση χρηματοοικονομικών συμμετοχών σε εταιρείες του Λουξεμβούργου ή του εξωτερικού·

δ)

τη χορήγηση δανείων, προκαταβολών ή εγγυήσεων, υπό οποιαδήποτε μορφή, σε εταιρείες στο κεφάλαιο των οποίων κατέχουν άμεση συμμετοχή. Ως εγγύηση των δανείων απαιτείται ελάχιστη συμμετοχή ίση με το 25 % του κεφαλαίου των εταιρειών αυτών·

ε)

την κατοχή χρυσού ή γραμματίων του δημοσίου εκφρασμένων σε χρυσό·

στ)

την έκδοση ομολόγων ή πιστοποιητικών καταθέσεων (εισηγμένων στο χρηματιστήριο ή ιδιωτικού χαρακτήρα)·

ζ)

την εξαγορά και την κατοχή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, την εκμετάλλευσή τους μέσω της χορήγησης αδειών στις θυγατρικές τους εταιρείες και την είσπραξη δικαιωμάτων ως αποζημίωση έναντι των αδειών (άδειες μπορούν επίσης να προταθούν σε τρίτους, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα διαπραγμάτευσης)·

η)

την κατοχή εμπορικών σημάτων και αδειών συμπληρωματικών της κατοχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας και την εκμετάλλευσή τους μέσω της είσπραξης δικαιωμάτων από τις θυγατρικές εταιρείες, αλλά μόνο επικουρικά·

θ)

την κατοχή συμμετοχών σε προσωπικές εταιρείες, υπό τον όρο ότι η απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ κατέχει μέρος του καταβεβλημένου κεφαλαίου ύψους τουλάχιστον 1 240 000 ευρώ και ότι η χρηματοδοτική της ευθύνη περιορίζεται στην εισφορά της.

(28)

Απαγορεύονται κυρίως οι ακόλουθες δραστηριότητες:

α)

η άσκηση οποιασδήποτε βιομηχανικής ή εμπορικής δραστηριότητας, ή η παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας·

β)

η εκμετάλλευση εμπορικής εγκατάστασης ανοικτής στο κοινό·

γ)

η ιδιοκτησία ακινήτων πέραν εκείνων που χρησιμοποιούνται για ιδίους χώρους της εταιρείας·

δ)

η επ’αμοιβή άσκηση δραστηριοτήτων υποκαταστήματος, τράπεζας ή διαχείρισης για οποιαδήποτε εταιρεία, εκτός εάν πρόκειται για θυγατρική·

ε)

η έκδοση βραχυπρόθεσμων ή μεσοπρόθεσμων γραμματίων του δημοσίου·

στ)

η χορήγηση δανείων, προκαταβολών ή εγγυήσεων, υπό οποιαδήποτε μορφή, σε οποιαδήποτε οντότητα πέραν των θυγατρικών της·

ζ)

η εξαγορά δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας που δεν επιτρέπεται να κατοχυρωθούν με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας·

η)

η άμεση συμμετοχή στις υποθέσεις των θυγατρικών τους.

(29)

Οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ βρίσκονται υπό την εποπτεία της λουξεμβουργιανής administration de l'enregistrement et des domaines, η οποία έχει την άδεια να εξετάζει τα βιβλία τους, αλλά μόνο για να διασφαλίζει ότι οι δραστηριότητες που ασκούν οι εταιρείες δεν υπερβαίνουν τα όρια που προβλέπει η νομοθεσία του 1929.

(30)

Μεταξύ των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ υπάρχει μια ειδική μορφή εταιρειών χόλντινγκ, οι απαλλασσόμενες δισεκατομμυριούχοι χόλντινγκ. Οι εταιρείες αυτές μπορούν να συσταθούν είτε με την εισφορά μετοχών ξένων εταιρειών, είτε εάν το καταβεβλημένο εταιρικό κεφάλαιο και τα αποθέματα ανέρχονται τουλάχιστον σε 24 εκατ. ευρώ (1 δισεκατ. LUF). Οι απαλλασσόμενες δισεκατομμυριούχοι χόλντινγκ μπορούν να επιλέξουν ένα φορολογικό καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου ο φόρος εγγραφής αντικαθίσταται από ειδικό «φόρο εισοδήματος». Σύμφωνα με το διάταγμα του Μεγάλου Δουκάτου του 1937 σχετικά με τις απαλλασσόμενες δισεκατομμυριούχους χόλντινγκ, ο φόρος εισοδήματος επιβάλλεται επί των τόκων που καταβάλλονται στους δικαιούχους ομολόγων και χρεογράφων, επί των μερισμάτων που καταβάλλονται στους μετόχους και επί των αμοιβών που καταβάλλονται στους διευθυντές, τους ελεγκτές και τους εκκαθαριστές των εταιρειών αυτών.

(31)

Όταν το συνολικό ύψος των τόκων που καταβάλλονται στους δικαιούχους ομολόγων και χρεογράφων για την εκάστοτε οικονομική χρήση ανέρχεται τουλάχιστον σε 2,4 εκατ. ευρώ, ο φόρος υπολογίζεται βάσει συντελεστή που περιλαμβάνει 3 % των καταβληθέντων τόκων, 1,8 % των μερισμάτων, αμοιβών και αποδοχών μέχρι ανώτατου συνολικού διανεμηθέντος ποσού ύψους 1,2 εκατ. ευρώ και 0,1 % επί των μερισμάτων, αμοιβών και αποδοχών που υπερβαίνουν το όριο αυτό. Όταν το συνολικό ποσό των τόκων που καταβάλλονται στους δικαιούχους ομολόγων ή χρεογράφων για την οικονομική χρήση υπολείπεται του ποσού των 2,4 εκατ. ευρώ, ο φόρος υπολογίζεται βάσει διαφορετικού συντελεστή που περιλαμβάνει 3 % των καταβαλλόμενων τόκων, 3 % των μερισμάτων, αμοιβών και αποδοχών μέχρι ανώτατου ποσού ίσου με τη διαφορά μεταξύ των 2,4 εκατ. ευρώ και του συνολικού ποσού των καταβληθέντων τόκων, 1,8 % του τμήματος των μερισμάτων που υπερβαίνουν αυτό το όριο, μέχρι ανώτατου ποσού 1,2 εκατ. ευρώ, και 0,1 % του ποσού των υπόλοιπων μερισμάτων, αμοιβών και αποδοχών που υπερβαίνουν το όριο. Οι απαλλασσόμενες δισεκατομμυριούχοι χόλντινγκ δεν υπόκεινται συνεπώς, όσον αφορά την υποκεφαλαιοποίηση, στους συνήθεις κανόνες που εφαρμόζονται στο φόρο εγγραφής, ενώ καμία παρακράτηση στην πηγή δεν επιβάλλεται στις αμοιβές και τις αποδοχές.

(32)

Οι επιτρεπόμενες δραστηριότητες μιας απαλλασσόμενης δισεκατομμυριούχου χόλντινγκ περιλαμβάνουν:

α)

την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής σε κάθε εταιρεία στην οποία ασκεί, άμεσα ή έμμεσα, αποτελεσματικό έλεγχο·

β)

την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής σε κάθε εταιρεία στην οποία οι εταιρείες που ελέγχει κατέχουν συμμετοχή ίση τουλάχιστον με το 25 % και με την οποία διατηρεί μόνιμους οικονομικούς δεσμούς·

γ)

την παροχή χρηματοδοτικής συνδρομής στις θυγατρικές οι οποίες ελέγχονται πραγματικά από τις εταιρείες στις οποίες κατέχει συμμετοχή της τάξης του 25 %.

(33)

Η ανωτέρω φοροαπαλλαγή επεκτάθηκε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις «απαλλασσόμενες χρηματοδοτικές χόλντινγκ» οι οποίες αποτελούν υποδιαίρεση των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ. Ρόλος τους είναι η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων των θυγατρικών ενός ομίλου εταιρειών ή μεμονωμένων εταιρειών. Μια εταιρεία θεωρείται ότι αποτελεί μέρος ενός ομίλου εάν χρησιμοποιεί κοινή επωνυμία, η οποία αποτελεί το σύμβολο αμοιβαίας εξάρτησης, ή εάν οι εταιρείες του ιδίου ομίλου κατέχουν σημαντική συμμετοχή (τουλάχιστον 25 %) στο εταιρικό της κεφάλαιο και διατηρούν μόνιμους οικονομικούς δεσμούς μεταξύ τους.

(34)

Όπως ισχύει για τις απαλλασσόμενες δισεκατομμυριούχους χόλντινγκ, μια απαλλασσόμενη χρηματοδοτική εταιρεία χόλντινγκ μπορεί να ασκήσει περισσότερες δραστηριότητες από μια απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ, όσον αφορά τη χρηματοδότηση εντός του ομίλου. Ενώ οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ μπορούν να χρηματοδοτήσουν μόνο εταιρείες στις οποίες κατέχουν άμεση συμμετοχή, οι απαλλασσόμενες χρηματοδοτικές χόλντινγκ μπορούν να χορηγήσουν δάνεια σε οποιαδήποτε εταιρεία είναι μέλος του ομίλου τους. Στις επιτρεπόμενες δραστηριότητες μιας απαλλασσόμενης χρηματοδοτικής εταιρείας χόλντινγκ περιλαμβάνεται:

α)

η χρηματοδότηση άλλων μελών του ομίλου μέσω της χορήγησης δανείων σε εταιρείες στις οποίες δεν κατέχει άμεση συμμετοχή, καθώς και σε εταιρείες στις οποίες κατέχει άμεση συμμετοχή·

β)

η έκδοση ομολόγων το προϊόν των οποίων χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων οποιουδήποτε άλλου μέλους του ομίλου·

γ)

η εξόφληση λογαριασμών ως εταιρεία πρακτόρευσης (facturing) εντός του ομίλου·

δ)

η είσπραξη καταθέσεων μετρητών εκ μέρους εταιρειών του ομίλου με σκοπό τη χορήγηση προκαταβολών σε άλλες εταιρείες.

(35)

Στις 6 Νοεμβρίου 2003, η κυβέρνηση του Λουξεμβούργου κατέθεσε στο Κοινοβούλιο το νομοσχέδιο αριθ. 5231 το οποίο τροποποιεί το νόμο της 31ης Ιουλίου 1929 σχετικά με το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929. Το Κοινοβούλιο του Λουξεμβούργου, κατά τη σύνοδο της 19ης Απριλίου 2003, ενέκρινε το νομοσχέδιο με ορισμένες τροποποιήσεις. Ο νέος νόμος επικυρώθηκε στις 21 Ιουνίου 2005 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου στις 22 Ιουνίου 2005. Ο νόμος της 21ης Ιουνίου 2005 τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2005.

(36)

Βάσει του νόμου αυτού, οι εταιρείες χόλντινγκ που λαμβάνουν τουλάχιστον το 5 % του συνόλου των μερισμάτων που διανέμονται στη διάρκεια της οικονομικής χρήσης από τις εταιρείες που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος και δεν δεν υποβάλλονται σε φόρο εισοδήματος ανάλογο με το φόρο εισοδήματος του Λουξεμβούργου χάνουν το καθεστώς απαλλασσόμενης βάσει του νόμου του 1929 εταιρείας χόλντινγκ και υποβάλλονται στο ισχύον φορολογικό καθεστώς. Τα κοινοβουλευτικά έγγραφα που συνοδεύουν το νομοσχέδιο επεξηγούν ότι προκειμένου ο φόρος εισοδήματος να θεωρηθεί ανάλογος με το φόρο εισοδήματος του Λουξεμβούργου πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε 11 % (ήτοι 50 % του εταιρικού φόρου του Λουξεμβούργου) και ότι η βάση υπολογισμού του πρέπει να είναι παρόμοια με εκείνη που εφαρμόζεται στο Λουξεμβούργο.

(37)

Από τις παρατηρήσεις που επισυνάπτονται στο νόμο αυτό προκύπτει ότι οι τροποποιήσεις αυτές εγκρίθηκαν με στόχο την εναρμόνιση του φορολογικού καθεστώτος εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 με τις συστάσεις που παρουσίασε το Συμβούλιο στις αρχές του Λουξεμβούργου, στις 3 Ιουνίου 2003, στο πλαίσιο της διενεργηθείσας αξιολόγησης δυνάμει του κώδικα δεοντολογίας στον τομέα της φορολογίας των επιχειρήσεων. Ο νέος νόμος θεσπίζει ένα μεταβατικό καθεστώς που διαφυλάσσει τα υφιστάμενα πλεονεκτήματα για τις εταιρείες με καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρείας χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 ή για τις δισεκατομμυριούχους χόλντινγκ, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ως την 1η Ιανουαρίου 2011.

III.   ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ

(38)

Στην απόφασή της της 9ης Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή κατ’ ουσίαν διαπίστωσε ότι το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Πράγματι, η Επιτροπή έκρινε ότι το καθεστώς αυτό προσέφερε αποκλειστικά στις εξεταζόμενες εταιρείες χόλντινγκ ορισμένα οικονομικά πλεονεκτήματα που συνίσταντο σε κατ’εξαίρεση φοροαπαλλαγή από εταιρικό φόρο, φόρο παρακράτησης στην πηγή, φόρο επί των ιδίων κεφαλαίων και φόρο ακίνητης περιουσίας. Τα ανωτέρω πλεονεκτήματα εκφράζονται με μείωση των φορολογικών υποχρεώσεων των εταιρειών χόλντινγκ και των οικονομικών ομίλων στους οποίους ανήκουν έναντι του Υπουργείου Οικονομικών του Λουξεμβούργου.

(39)

Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα πλεονεκτήματα αυτά συνεπάγονται τη χρήση κρατικών πόρων με τη μορφή απώλειας φορολογικών εσόδων για το Υπουργείο Οικονομικών του Λουξεμβούργου. Το καθεστώς εμφανίζεται επιλεκτικό δεδομένου ότι αφορά μόνο εταιρείες χόλντινγκ που εκτελούν ορισμένα είδη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όπως χρηματοοικονομικές δραστηριότητες, δραστηριότητες διαχείρισης, αδειοδότησης και ρευστοποίησης. Εκτιμάται επίσης ότι το καθεστώς περιορίζεται σε δραστηριότητες εντός ομίλου, δεδομένου ότι για να ωφεληθούν από αυτό οι δικαιούχοι πρέπει να δραστηριοποιούνται στους κόλπους ενός ομίλου. Δεν είναι συνεπώς ανοικτό σε όλες τις επιχειρήσεις, αλλά μόνο σε εκείνες που δραστηριοποιούνται με τη μορφή ομίλου, με τη σύσταση μιας εταιρείας συμμετοχής στο Λουξεμβούργο αφιερωμένης αποκλειστικά στην άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων, όπως η χρηματοδότηση, η διαχείριση συμμετοχών, ο συντονισμός και η χορήγηση αδειών και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

(40)

Στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή έκρινε ότι το πλεονέκτημα αυτό νοθεύει τον ανταγωνισμό και θίγει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών δεδομένου ότι οι χρηματοπιστωτικές και διαχειριστικές δραστηριότητες που κατά κανόνα ασκούν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ πραγματοποιούνται εν γένει σε διεθνείς αγορές που εμφανίζουν έντονο ανταγωνισμό. Προς τούτο παρατηρείται νόθευση του ανταγωνισμού διότι οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σχέση με τους ανεξάρτητους παρόχους υπηρεσιών και τους ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως οι διεθνείς τράπεζες και οι εταιρείες συμβούλων. Το εμπόριο θίγεται διότι τα παρεχόμενα από το καθεστώς πλεονεκτήματα ευεργετούν μόνο εταιρείες χόλντινγκ που ασκούν ορισμένες κατ’ουσίαν διασυνοριακές χρηματοπιστωτικές λειτουργίες.

(41)

Δεν είναι εφαρμοστέα καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης, δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά ενίσχυση λειτουργίας που δεν συνδέεται με την εκτέλεση συγκεκριμένων σχεδίων και απλώς μειώνει τις τρέχουσες δαπάνες των δικαιούχων χωρίς να συμβάλλει στην επίτευξη κοινοτικών στόχων.

(42)

Η Επιτροπή κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) περίπτωση i), του κανονισμού (EΚ) αριθ. 659/1999. Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος του 2005, ο οποίος τροποποιεί το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 δεν μετέβαλε τον υφιστάμενο χαρακτήρα της επίμαχης ενίσχυσης δεδομένου ότι παρέμειναν αμετάβλητα τα πλεονεκτήματα που χορηγεί το καθεστώς, ενώ ταυτόχρονα περιορίζεται προσωρινά ο αριθμός των δικαιούχων σε όσους δεν λαμβάνουν ορισμένα μερίσματα που υπόκεινται σε μειωμένη φορολόγηση εκτός Λουξεμβούργου.

(43)

Κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή κάλεσε τις αρχές του Λουξεμβούργου να διαβιβάσουν κάθε χρήσιμη πληροφορία με σκοπό την αξιολόγηση των επιπτώσεων του επίμαχου καθεστώτος επί των συναλλαγών, ιδίως στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Κάλεσε επίσης το Λουξεμβούργο και τους τρίτους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους των δικαιούχων που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την έγκριση μεταβατικών μέτρων, εφόσον ζητηθεί η κατάργηση του καθεστώτος.

IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΡΙΤΩΝ ΜΕΡΩΝ

(44)

Κανένας τρίτος ενδιαφερόμενος δεν υπέβαλε επισήμως παρατηρήσεις μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (18) της απόφασης της Επιτροπής της 9ης Φεβρουαρίου 2006. Παρά ταύτα, διάφοροι εκπρόσωποι απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ ήλθαν ανεπίσημα σε επαφή με την Επιτροπή με σκοπό, μεταξύ άλλων, να ενημερωθούν για τις νομικές επιπτώσεις που θα είχε για τους ιδιώτες η επίσημη διαδικασία εξέτασης που κίνησε η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης, καθώς και για τη νομιμότητα των απαλλαγών που είχαν λάβει.

(45)

Οι αρχές του Λουξεμβούργου υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 13ης Απριλίου 2006. Διαφώνησαν με τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 ως ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Το Λουξεμβούργο δεν υπέβαλε παρατηρήσεις σχετικά με το συμβιβάσιμο του επίμαχου καθεστώτος με την κοινή αγορά.

(46)

Με την επιστολή του της 13ης Απριλίου 2006, το Λουξεμβούργο αρνήθηκε επίσης να διαβιβάσει κάθε σχετική πληροφορία με σκοπό την αξιολόγηση του επίμαχου μέτρου και των επιπτώσεών του επί του ανταγωνισμού και των συναλλαγών, κυρίως στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των δραστηριοτήτων εντός ομίλου και της διαχείρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Δεν διαβιβάστηκε καμία πληροφορία σχετικά με τις επενδύσεις που διαχειρίζονται οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, ούτε και κατάλογος των εταιρειών αυτών. Οι αρχές ισχυρίστηκαν ότι ήταν αδύνατο να συνταχθεί παρόμοιος κατάλογος δεδομένου ότι οι απαλλασσόμενες εταιρείες δεν υπόκεινται σε διοικητική έγκριση.

(47)

Τέλος, όσον αφορά την ύπαρξη ενδεχόμενης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εκ μέρους των δικαιούχων του καθεστώτος φοροαπαλλαγής, η οποία να δικαιολογεί την έγκριση μεταβατικών μέτρων σε περίπτωση αρνητικής τελικής απόφασης, οι αρχές του Λουξεμβούργου παρατήρησαν ότι οι επιπτώσεις που θα είχε στο φορολογικό καθεστώς του Λουξεμβούργου ενδεχόμενη κατάργηση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 θα ήταν τέτοιες που θα έπρεπε να προστατευθεί η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο πλαίσιο του καθεστώτος. Οι τελευταίες δεν θα περίμεναν σε καμία περίπτωση την πλήρη κατάργηση ενός νομικού καθεστώτος «εν μια νυκτί».

(48)

Στην επιστολή τους της 13ης Απριλίου 2006, οι αρχές του Λουξεμβούργου αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό της ενίσχυσης για το συγκεκριμένο φορολογικό καθεστώς.

(49)

Πρώτον, υποστηρίζουν ότι το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 δεν χορηγεί πλεονεκτήματα σε σύγκριση με το κλασικό καθεστώς φορολόγησης των εταιρειών χόλντινγκ. Αποκλειστικός σκοπός του είναι να αποτρέπει τον πολλαπλασιασμό των φορολογικών επιβαρύνσεων που συνδέονται με τα κέρδη που διανέμουν οι εταιρείες εκμετάλλευσης. Ελλείψει του επίμαχου καθεστώτος φοροαπαλλαγής, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ στην πραγματικότητα θα τιμωρούνταν από φορολογική άποψη, δεδομένου ότι τα κέρδη μιας εταιρείας εκμετάλλευσης θα φορολογούνταν μια φορά ως κέρδη της εταιρείας, μια δεύτερη φορά κατά τη διανομή τους ως έσοδα συμμετοχής της εταιρείας χόλντινγκ και, τέλος — σε περίπτωση μεταγενέστερης διανομής, ως μερίσματα των μετόχων της εταιρείας χόλντινγκ.

(50)

Δεύτερον, σύμφωνα με τις αρχές του Λουξεμβούργου, το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 δεν είναι επιλεκτικό και επομένως δεν νοθεύει τον ανταγωνισμό ούτε επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Δυνητικά μπορούν να ευεργετηθούν από το καθεστώς όλες οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, όσον αφορά την απόκτηση συμμετοχής, τη διαχείριση, τη χρηματοδότηση και τη μεγιστοποίηση της αξίας των συμμετοχών που κατέχουν σε ελεγχόμενες εταιρείες.

(51)

Τέλος, το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 δεν είναι ικανό να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο εντός της Κοινότητας διότι οι δικαιούχοι εταιρείες χόλντινγκ είναι αποκλειστικά παθητικοί αποδέκτες εσόδων και δεν βρίσκονται σε συνθήκες ανάλογες με εκείνες άλλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται ως ανεξάρτητοι πάροχοι υπηρεσιών. Σε κάθε περίπτωση, οι αρχές υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει ότι το επίμαχο καθεστώς έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ σε σχέση με εταιρείες χόλντινγκ άλλης μορφής.

V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ

(52)

Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές».

(53)

Η Επιτροπή εξέτασε προσεκτικά το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 υπό το φως των παρατηρήσεων που υπέβαλαν οι αρχές του Λουξεμβούργου. Οι πολυάριθμες αιτιάσεις που διατυπώθηκαν δεν την οδήγησαν σε τροποποίηση της προκαταρκτικής της εκτίμησης, ότι δηλαδή τα φορολογικά πλεονεκτήματα που χορηγεί το καθεστώς στις εταιρείες αυτού του είδους συνιστούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(54)

Υπενθυμίζεται ότι για να χαρακτηριστεί ένα εθνικό μέτρο κρατική ενίσχυση θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες σωρευτικές προϋποθέσεις: 1) το μέτρο παρέχει πλεονέκτημα, 2) το πλεονέκτημα παρέχεται μέσω κρατικών πόρων, 3) το πλεονέκτημα είναι επιλεκτικό και 4) το επίμαχο μέτρο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και είναι ικανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (19).

(55)

Στην παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή εκτιμά ότι ο νόμος του 1929 χορηγεί φορολογικά πλεονεκτήματα που δεν περιορίζονται στην εξάλειψη της διπλής φορολόγησης των εσόδων άλλων εταιρειών χόλντινγκ στο Λουξεμβούργο, δηλαδή εκείνων που είναι καταρχήν φορολογητέες αλλά λαμβάνουν ελαφρύνσεις που συνδέονται με ήδη καταβληθέντες φόρους στο Λουξεμβούργο ή στο εξωτερικό.

(56)

Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς χορηγεί πολλά φορολογικά πλεονεκτήματα που παρεκκλίνουν του κοινού δικαίου και ότι τα πλεονεκτήματα αυτά ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις που ασκούν περιορισμένο αριθμό δραστηριοτήτων στο Λουξεμβούργο, οι οποίες εν γένει αφορούν το χρηματοπιστωτικό τομέα. Κατά συνέπεια, το καθεστώς έχει επιλεκτικό χαρακτήρα. Λόγω της σοβαρότητας των αιτιάσεων που ήγειρε το Λουξεμβούργο, η Επιτροπή κρίνει αναγκαίο να εκθέσει τους ακριβείς λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το επίμαχο καθεστώς, το οποίο περιγράφεται ανωτέρω, πληροί όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη (53).

(57)

Στις παρατηρήσεις του της 13ης Απριλίου 2006, το Λουξεμβούργο ανέφερε ότι το καθεστώς φορολογίας των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ συνιστά γενικό φορολογικό καθεστώς εφαρμοστέο στις εταιρείες που κερδίζουν αποκλειστικά παθητικά έσοδα που έχουν ήδη φορολογηθεί κατά το χρόνο παραγωγής τους, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, του τομέα δραστηριότητας και της νομικής μορφής τους. Ανέφερε επίσης ότι το καθεστώς δικαιολογείται από τη συνολική δομή του φορολογικού συστήματος της χώρας, το οποίο αποβλέπει στην αποφυγή της διπλής φορολόγησης, και ότι οι πλήρως φορολογητέες εταιρείες έχουν πρόσβαση σε άλλες συγκρίσιμες μορφές πρόληψης της διπλής φορολόγησης. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη του Λουξεμβούργου, το καθεστώς δεν παρέχει πλεονεκτήματα για δύο βασικούς λόγους.

(58)

Πρώτον, το σύστημα φορολογίας των εταιρειών στο Λουξεμβούργο προβλέπει διάφορα καθεστώτα εναλλακτικά εφαρμοστέα σε ανάλογες περιστάσεις και προσβάσιμα σε όλες ανεξαιρέτως τις επιχειρήσεις. Όπως αναγνώρισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην υπόθεση Banks, ένα παρόμοιο σύστημα δεν θα μπορούσε συνεπώς να συνεπάγεται πλεονεκτήματα κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης (20). Στην απόφασή του, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι δεν υφίσταται ενίσχυση όταν όλες ανεξαιρέτως οι επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση σε διάφορες μορφές φορολογίας, οι οποίες συνεπάγονται δυνητικά πλεονεκτήματα βάσει των επιλογών στις οποίες προβαίνουν οι οικονομικοί οργανισμοί.

(59)

Δεύτερον, σύμφωνα με τις αρχές του Λουξεμβούργου, η εκτίμηση της φορολογικής επιβάρυνσης στην οποία υποβάλλονται οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ θα πρέπει να πραγματοποιείται αφού ληφθούν υπόψη όλες οι πτυχές του καθεστώτος, ευνοϊκές και μη. Κατά την άποψή τους, ωστόσο, η Επιτροπή σαφώς δεν ακολούθησε αυτή την προσέγγιση. Οι αρχές του Λουξεμβούργου ισχυρίζονται ότι, στην επιστολή τους της 13ης Απριλίου 2006, υπέβαλαν τρία παραδείγματα απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ οι οποίες είχαν βρεθεί σε μειονεκτική θέση λόγω της εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος σε σχέση με τις φορολογούμενες εταιρείες χόλντινγκ.

(60)

Η Επιτροπή δεν συμμερίζεται τα συμπεράσματα των αρχών του Λουξεμβούργου. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς τους, το επίμαχο καθεστώς χαρακτηρίζεται από διάφορες φοροαπαλλαγές, όσον αφορά το φόρο εισοδήματος, τον εμπορικό δημοτικό φόρο και το φόρο επί των ιδίων κεφαλαίων. Οι απαλλαγές αυτές παρεκκλίνουν από τον κανόνα φορολογίας των εξεταζόμενων εταιρειών. Επιπλέον, οι παρεκκλίσεις αυτές δεν αποσκοπούν απλώς στην αποφυγή της πολλαπλής φορολόγησης των εσόδων, αλλά έχουν σκοπό να ανακουφίσουν από την καταβολή συγκεκριμένων φόρων ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες που εμπίπτουν στο νόμο της 31ης Ιουλίου 1929, τις οποίες ασκούν οι απαλλασσόμενες εταιρείες χόλντινγκ.

(61)

Παρότι αληθεύει ότι το καθεστώς φοροαπαλλαγής βάσει του νόμου 1929 δεν καλύπτει όλους τους φόρους στους οποίους κατά κανόνα υπόκεινται οι εταιρείες του Λουξεμβούργου (21), η παρούσα διαδικασία περιορίζεται στις διαπιστωθείσες φορολογικές παρεκκλίσεις και αφορά διάφορους προσωπικούς φόρους για τους οποίους χορηγείται φοροαπαλλαγή (22). Όσον αφορά τους άμεσους φόρους, ιδίως το φόρο εισοδήματος, τον εμπορικό δημοτικό φόρο και το φόρο επί των ιδίων κεφαλαίων (φόρος περιουσίας), οι εταιρείες χόλντινγκ που διέπονται από το νόμο του 1929 τυγχάνουν πλήρους φοροαπαλλαγής.

(62)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι, όσον αφορά το φόρο ακίνητης περιουσίας, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ υπόκεινται σε αυτόν σύμφωνα με το νόμο της 1ης Δεκεμβρίου 1936 και ότι οι εταιρείες αυτές δεν απολαύουν κανενός σχετικού πλεονεκτήματος, σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στην απόφαση της Επιτροπής της 9ης Φεβρουαρίου 2006.

(63)

Όσον αφορά την απαλλαγή του φόρου εισοδήματος και του εμπορικού δημοτικού φόρου, το πεδίο εφαρμογής της φοροαπαλλαγής που χορηγείται στις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ για τα έσοδα συμμετοχής (μερίσματα και κεφαλαιουχικά κέρδη) υπερβαίνει κατά πολύ την απαλλαγή των συμμετοχών που χορηγείται για τα μερίσματα και τα κεφαλαιουχικά κέρδη που πραγματοποιούν οι μη απαλλασσόμενες εταιρείες χόλντινγκ ώστε να αποφεύγεται η διπλή φορολόγησή τους. Συγκεκριμένα, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ απαλλάσσονται από τους φόρους αυτούς, ανεξαρτήτως εάν πληρούν ή όχι τους όρους υπαγωγής στο κοινό καθεστώς φοροαπαλλαγής με σκοπό την αποφυγή της διπλής φορολόγησης (23). Λαμβάνουν συνεπώς αυτομάτως τις απαλλαγές αυτές σε αντίθεση με τις φορολογητέες εταιρείες. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή εκτιμά ότι η επίμαχη φοροαπαλλαγή παρέχει στις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ πλεονέκτημα ελαφρύνοντάς τες από τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού τους (24).

(64)

Επίσης όσον αφορά το φόρο εισοδήματος και τον εμπορικό δημοτικό φόρο, η Επιτροπή προσθέτει ότι οι τόκοι και τα δικαιώματα που λαμβάνουν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ απαλλάσσονται εντελώς, σε αντίθεση με τη συνήθη φορολογία που εφαρμόζεται στις άλλες εταιρείες χόλντινγκ του Λουξεμβούργου. Εντούτοις, η απαλλαγή αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με τη βούληση αποτροπής της διπλής φορολόγησης των εσόδων αυτών, στο μέτρο που οι σχετικές επιβαρύνσεις αφαιρούνται κατά το προηγούμενο στάδιο από εκείνους που τις υφίστανται. Η απαλλαγή των εσόδων αυτών, βάσει του νόμου της 31ης Ιουλίου 1929, συνιστά συνεπώς παρέκκλιση και αντιβαίνει στην αρχή βάσει της οποίας οι πληρωμές τόκων και δικαιωμάτων υποβάλλονται, τουλάχιστον μια φορά, σε φόρο εισοδήματος. Λόγω της παρέκκλισης που συνεπάγεται η απαλλαγή αυτή, η Επιτροπή επομένως εκτιμά ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ απολαύουν επίσης ελάφρυνσης από τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού τους.

(65)

Όσον αφορά τις παρακρατήσεις στην πηγή επί των διανεμόμενων εσόδων, των μερισμάτων και των δικαιωμάτων που καταβάλλουν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι εταιρείες αυτές δεν υπόκεινται στην παρακράτηση στην πηγή που κατά κανόνα εφαρμόζει το Λουξεμβούργο στις πληρωμές υπέρ δικαιούχων που έχουν έδρα σε άλλο κράτος περιλαμβανομένης, όσον αφορά τις δισεκατομμυριούχους χόλντινγκ, της παρακράτησης που επιβάλλεται στις αμοιβές των διευθυντών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ απολαύουν επίσης, στην περίπτωση αυτή, ελάφρυνσης από τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού τους.

(66)

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απαλλαγή από τον παρακρατούμενο στην πηγή φόρο ευνοεί άμεσα τους αποδέκτες των εσόδων και, μόνο έμμεσα, τις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, η Επιτροπή εκτιμά ότι, παρά ταύτα, έχει ως αποτέλεσμα να ελαφρύνει τις εταιρείες αυτές από τις συνήθεις επιβαρύνσεις των φορολογούμενων στο Λουξεμβούργο εταιρειών διανομής. Η αξιολόγηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, όταν εφαρμόζεται παρακράτηση στην πηγή, ο φορολογικός συντελεστής είναι υψηλότερος εάν το κόστος το αναλάβει ο διανομέας και ότι, στην περίπτωση αυτή, ο τελευταίος δεν έχει τη νομική υποχρέωση να μετακυλίσει το φόρο στο δικαιούχο των εσόδων. Επιπλέον, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ απολαύουν έμμεσου πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι έχουν πιο άνετη πρόσβαση στα επιχειρηματικά κεφάλαια/δανειακό κεφάλαιο λόγω των υψηλότερων αποδόσεων των κεφαλαίων αυτών για τους επενδυτές συνεπεία της φοροαπαλλαγής.

(67)

Τέλος, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ δεν υπόκεινται στο φόρο επί των ιδίων κεφαλαίων που εφαρμόζεται στις φορολογητέες εταιρείες στο Λουξεμβούργο. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής αυτής είναι από οικονομική άποψη περιορισμένο, παρά ταύτα ελαφρύνει τις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ από τη συνήθη επιβάρυνση των εταιρειών στο Λουξεμβούργο.

(68)

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, τα επίμαχα πλεονεκτήματα συνιστούν παρεκκλίσεις ικανές να ευνοήσουν ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες, οι οποίες, όσον αφορά τον επιδιωκόμενο από το εξεταζόμενο καθεστώς στόχο, δηλαδή την πρόληψη της πολλαπλής φορολόγησης, βρίσκονται σε κατάσταση συγκρίσιμη από πραγματική και νομική άποψη. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή εκτιμά ότι η αναφορά των αρχών του Λουξεμβούργου στην απόφαση Banks δεν έχει συνάφεια με την υπόθεση. Στην υπόθεση εκείνη, μεταξύ των διαφόρων πιθανών μεθόδων επιβολής ορισμένων φορολογικών επιβαρύνσεων, καμία δεν εμφάνιζε εκ των προτέρων περισσότερα πλεονεκτήματα. Στην παρούσα υπόθεση, ωστόσο, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι μια φοροαπαλλαγή έχει, καταρχήν, περισσότερα πλεονεκτήματα από τη φορολογία του εισοδήματος. Εξ αυτού η Επιτροπή συνάγει το συμπέρασμα ότι οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ απολαύουν πραγματικής και όχι δυνητικής ελάφρυνσης των συνήθων επιβαρύνσεων του προϋπολογισμού τους.

(69)

Τα τρία παραδείγματα που επικαλούνται οι αρχές του Λουξεμβούργου στην επιστολή τους της 13ης Απριλίου 2006 δεν είναι ικανά να αμφισβητήσουν το συμπέρασμα ότι το επίμαχο καθεστώς παρέχει, κατά παρέκκλιση του κοινού φορολογικού δικαίου, πλεονεκτήματα, τα οποία δεν δικαιολογούνται από το χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος του Λουξεμβούργου. Αφενός, αφορούν περιστατικά μη αντιπροσωπευτικά της πραγματικής χρήσης του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929. Αφετέρου, αφορούν αποκλειστικά περιστάσεις κατά τις οποίες το καθεστώς κοινού δικαίου χορηγεί ήδη πλήρη απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος. Αντιθέτως, το Λουξεμβούργο αγνοεί περιστάσεις κατά τις οποίες δεν χορηγείται συνήθως απαλλαγή, παρά το γεγονός ότι, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως, μόνο στις περιστάσεις αυτές το καθεστώς επιτρέπει στους δικαιούχους του να διατηρούν συγκεκριμένο πλεονέκτημα έναντι του καθεστώτος κοινού δικαίου.

(70)

Η Επιτροπή, συνεπώς, εκτιμά ότι δεν είναι αναγκαίο να λάβει υπόψη όλους τους ισχύοντες άμεσους και έμμεσους φόρους προκειμένου να αποφανθεί για την ύπαρξη πραγματικού φορολογικού πλεονεκτήματος το οποίο χορηγείται στις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, δεδομένου ότι η ύπαρξη του πλεονεκτήματος αυτού έχει ήδη αρκούντως καταδειχθεί. Εξάλλου, διαπιστώνει ότι θα ήταν αδύνατη η διενέργεια μιας τέτοιας ανάλυσης λόγω του απροσδιόριστου αριθμού των περιπτώσεων που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη.

(71)

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο καθεστώς συνιστά πλεονέκτημα για τις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ.

(72)

Πρέπει να σημειωθεί ότι η ιδιαιτερότητα ενός κρατικού μέτρου, συγκεκριμένα ο επιλεκτικός του χαρακτήρας, συνιστά ένα από τα αναγκαία στοιχεία της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης. Προς τούτο πρέπει να διακριβωθεί εάν το επίμαχο φορολογικό καθεστώς συνεπάγεται πλεονεκτήματα προς αποκλειστικό όφελος ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων τομέων δραστηριότητας (25). Στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με τις αρχές του Λουξεμβούργου, το καθεστώς απαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 δεν είναι επιλεκτικό διότι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από αυτό όλες οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε ανάλογες συνθήκες, δηλαδή εκείνες που ασκούν αποκλειστικά τις δραστηριότητες διαχείρισης και μεγιστοποίησης της αξίας συμμετοχών που κατέχουν σε ελεγχόμενες εταιρείες και που λαμβάνουν εισοδήματα προερχόμενα από τις δραστηριότητες αυτές.

(73)

Η Επιτροπή συμμερίζεται την άποψη των αρχών του Λουξεμβούργου ότι η επιλεκτικότητα ενός μέτρου όπως η απαλλαγή για τις δραστηριότητες εταιρειών χόλντινγκ πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με ανάλογες συνθήκες (26). Εκτιμά ωστόσο ότι αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για σύγκριση στην παρούσα περίπτωση είναι οι εταιρείες που λαμβάνουν εισόδημα ανάλογο με εκείνο των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ. Ωστόσο, παρατηρεί ότι, μεταξύ των εταιρειών του Λουξεμβούργου, μόνο οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ απαλλάσσονται πλήρως από το φόρο επί του συνόλου των εισπραττόμενων εσόδων, και τούτο ανεξάρτητα από οποιοδήποτε φόρο ενδεχομένως επιβάλλεται ήδη σε προηγούμενο στάδιο επί των εσόδων τους από εταιρείες στις οποίες κατέχουν συμμετοχή.

(74)

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορεί απλώς να συναγάγει το συμπέρασμα ότι ένα τέτοιο καθεστώς φοροαπαλλαγής είναι επιλεκτικό αφού ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις που ασκούν κατ’ αποκλειστικότητα ορισμένες δραστηριότητες, μεταξύ των διαφόρων επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων που υπόκεινται στον κίνδυνο πολλαπλής φορολόγησης.

(75)

Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται, εξάλλου, από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις αρχές του Λουξεμβούργου, ο νόμος της 31ης Ιουλίου 1929 έχει στόχο την παρεμπόδιση της υπερβολικής επέκτασης αυτού του ευνοϊκού καθεστώτος σε εταιρείες πέραν των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ ώστε να μην επιβαρύνει υπερβολικά τον κρατικό προϋπολογισμό. Η Επιτροπή σημειώνει σχετικά ότι μια αιτιολόγηση που βασίζεται στο χαρακτήρα ή την οικονομία του φορολογικού συστήματος πρέπει να εκφράζει τη συνεκτικότητα ενός συγκεκριμένου φορολογικού μέτρου με την εσωτερική λογική του φορολογικού συστήματος εν γένει (27). Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση αφού το Λουξεμβούργο δεν έχει αιτιολογήσει, με αναφορά στον χαρακτήρα ή την οικονομία του εθνικού φορολογικού καθεστώτος, το καθεστώς παρέκκλισης το οποίο αφορά μόνο τις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ.

(76)

Εξάλλου, η Επιτροπή δήλωσε ότι το ευεργέτημα της απαλλαγής δυνάμει του νόμου της 31ης Ιουλίου 1929 εξαρτάται από την εκπλήρωση ορισμένων προϋποθέσεων που συνδέονται ουσιαστικά με την ύπαρξη ενός συστήματος καταχώρισης το οποίο εποπτεύουν οι διοικητικές αρχές και από την ύπαρξη ορισμένων νομικών προϋποθέσεων που σχετίζονται με την ελάχιστη καθαρή αξία, καθώς και από την πραγματική και αποκλειστική άσκηση ορισμένων αυστηρά προσδιοριζόμενων δραστηριοτήτων. Κατά την άποψη, ωστόσο, της Επιτροπής, η ύπαρξη αυτών των αυστηρών κριτηρίων ενισχύει τον επιλεκτικό χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος.

(77)

Η Επιτροπή επισημαίνει σχετικά ότι οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ πρέπει να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους στην απόκτηση συμμετοχών, υπό οιανδήποτε μορφή, σε άλλες επιχειρήσεις, καθώς και στη διαχείριση και τη μεγιστοποίηση της αξίας των συμμετοχών αυτών. Ο συνοπτικός ορισμός της μεγιστοποίησης της αξίας των συμμετοχών σύμφωναμε το νόμο της 31ης Ιουλίου 1929 αποσαφηνίστηκε από τη λουξεμβουργιανή αρχή (administration de l’enregistrement et des domaines), η οποία ερμηνεύοντας ευρέως τον ορισμό έκρινε ότι πρέπει να περιλαμβάνει διάφορες οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη μεγιστοποίηση της αξίας των συμμετοχών, και λαμβάνουν κυρίως τη μορφή χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Με τον τρόπο αυτό, επιτρέπεται στις εταιρείες χόλντινγκ να χορηγούν μακροχρόνιες ή βραχυχρόνιες προκαταβολές κεφαλαίων και δάνεια στις εταιρείες στις οποίες κατέχουν άμεσα συμμετοχή (28).

(78)

Βάσει του νόμου της 31ης Ιουλίου 1929, η σύσταση εμπραγμάτων ασφαλειών υπέρ πιστωτών εταιρειών στις οποίες κατέχουν συμμετοχή οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, καθώς και η εγγύηση των αυξήσεων κεφαλαίου των εταιρειών αυτών εμπίπτουν επίσης στην έννοια της μεγιστοποίησης της αξίας των συμμετοχών. Εξάλλου, πέραν του μετοχικού κεφαλαίου, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ μπορούν να κατέχουν κρατικά ή ιδιωτικά ομόλογα, εισηγμένα ή όχι, σε αγορές ρυθμιζόμενες ή όχι, και ανεξαρτήτως εάν έχουν ή όχι εκδοθεί από το δημόσιο. Οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ μπορούν επίσης να κατέχουν μόνον ομόλογα, ανεξάρτητα ή σε συνδυασμό με τις δραστηριότητες διαχείρισης συμμετοχών. Με τον τρόπο αυτό, παρέχεται η δυνατότητα στις χρηματοδοτικές χόλντινγκ να διευρύνουν τον κύκλο των δυνητικών δικαιούχων χρηματοδότησης και να χορηγούν έτσι δάνεια σε όλες τις εταιρείες που ανήκουν στον όμιλο και ως εκ τούτου σε όλες τις εταιρείες με κοινή επωνυμία οι οποίες αποτελούν τουλάχιστον κατά 25 % ιδιοκτησία μιας κοινής μητρικής εταιρείας.

(79)

Επίσης, ορισμένες δραστηριότητες τεκμαίρονται ως ισοδύναμες με την απόκτηση συμμετοχής, έστω και αν η συγκεκριμένη απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ δεν κατέχει καμία μετοχή. Έτσι μια εταιρεία χόλντινγκ μπορεί να κατέχει διπλώματα ευρεσιτεχνίας και, παρότι δεν μπορεί να τα εκμεταλλευθεί ή να τα διαπραγματευθεί, μπορεί να χορηγήσει άδειες εκμετάλλευσης σε άλλες εταιρείες εντός ή εκτός του ομίλου στον οποίο ανήκει και, ως εκ τούτου, να συγκεντρώνει δικαιώματα χωρίς να χάνει το ευεργέτημα της φοροαπαλλαγής.

(80)

Μεταξύ των δραστηριοτήτων τις οποίες επιτρέπεται να ασκούν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ περιλαμβάνεται και η παροχή συμβουλών σχετικά με τη διαχείριση και την τοποθέτηση επενδυτικών κεφαλαίων. Η δραστηριότητα αυτή έχει στόχο την παροχή συμβουλών σε συλλογικούς επενδυτικούς φορείς όσον αφορά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου το οποίο τους έχει ανατεθεί. Η δραστηριότητα αυτή ασκείται κατά κανόνα από εταιρείες παροχής συμβουλών οι οποίες είναι καταρχήν φορολογητέες βάσει του κοινού φορολογικού δικαίου. Εφόσον όμως πληρούνται ορισμένες φορολογικές προϋποθέσεις, είναι δυνατό μια εταιρεία παροχής συμβουλών να επιλέξει το καθεστώς απαλλασσόμενης βάσει του νόμου του 1929 εταιρείας χόλντινγκ (29).

(81)

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι δραστηριότητες που μπορεί να ασκεί μια απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ περιορίζονται αυστηρά από το νόμο της 31ης Ιουλίου 1929, αφού η άσκηση άλλων δραστηριοτήτων τιμωρείται με την αφαίρεση του καθεστώτος απαλλαγής. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι περιορισμοί αυτοί επιβεβαιώνουν τον επιλεκτικό χαρακτήρα του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929. Εξάλλου, όπως ανέφερε στην απόφασή της της 9ης Φεβρουαρίου 2006, αρκεί να σημειωθεί ότι πολλοί οικονομικοί τομείς δεν μπορούν να τύχουν των πλεονεκτημάτων που προσφέρει το συγκεκριμένο καθεστώς. Αποκλείονται έτσι από το ευεργέτημα του καθεστώτος οι επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν δραστηριότητες διαφορετικές από τις επιτρεπόμενες όσον αφορά τη μεγιστοποίηση της αξίας των συμμετοχών, καθώς και δραστηριότητες που αφορούν διάφορους τομείς, όπως η μεταποίηση, η γεωργία ή το εμπόριο.

(82)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι καμία αντικειμενική ερμηνεία δεν μπορεί να αιτιολογήσει παρόμοια φορολογική μεταχείριση με εκείνη που επιφυλάσσεται ειδικά στις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, η οποία αποσκοπεί, περιορίζοντας την εφαρμογή της σε ορισμένες επιχειρήσεις, να τις ευνοήσει σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους.

(83)

Εξάλλου, το γεγονός ότι η πρόσβαση στο επίμαχο καθεστώς είναι δυνατή μόνο για τις εταιρείες του Λουξεμβούργου που ασκούν περιορισμένο αριθμό δραστηριοτήτων ενισχύει την εκτίμηση αυτή. Πράγματι, για να ωφεληθεί από το επίμαχο καθεστώς φοροαπαλλαγής, κάθε επιχείρηση που επιθυμεί να μεγιστοποιήσει την αξία των επενδύσεων της πρέπει να δημιουργήσει μια χωριστή οντότητα στο Λουξεμβούργο, η οποία θα ασκεί αποκλειστικά τις δραστηριότητες που επιτρέπει η νομοθεσία του 1929. Η δημιουργία μιας τέτοιας δομής συνεπάγεται επομένως επενδύσεις μεγαλύτερες από το φυσιολογικό κόστος μιας επενδυτικής δραστηριότητας. Συνεπώς, είναι σε θέση να ωφεληθούν από το καθεστώς μόνο επιχειρήσεις που διαθέτουν δομή ομίλου και οικονομικούς πόρους σημαντικούς (30) και επαρκείς για την ίδρυση στο Λουξεμβούργο μιας δομής αφιερωμένης στις δραστηριότητες διαχείρισης και χρηματοδότησης συμμετοχών. Πρόκειται, παραδείγματος χάρη, για την περίπτωση των απαλλασσόμενων δισεκατομμυριούχων χόλντινγκ.

(84)

Όσον αφορά την κρατική προέλευση των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από την εφαρμογή του επίμαχου καθεστώτος, πρέπει να σημειωθεί ότι η έννοια της ενίσχυσης είναι γενικότερη από εκείνη της επιδότησης, διότι δεν περιλαμβάνει μόνο θετικά ευεργετήματα, όπως οι ίδιες οι επιδοτήσεις, αλλά και μέτρα τα οποία, υπό διάφορες μορφές, ελαφρύνουν μια επιχείρηση από τις συνήθεις επιβαρύνσεις του προϋπολογισμού της και τα οποία συνεπώς, χωρίς να είναι επιδοτήσεις με την αυστηρή έννοια της λέξης, έχουν τον ίδιο χαρακτήρα και το ίδιο αποτέλεσμα (31). Συνάγεται ότι ένα καθεστώς, όπως το εξεταζόμενο, μέσω του οποίου οι δημόσιες αρχές χορηγούν σε ορισμένες επιχειρήσεις απαλλαγή από τον φυσιολογικά οφειλόμενο φόρο, το οποίο παρότι δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων τοποθετεί τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη χρηματοοικονομική θέση σε σχέση με τους άλλους φορολογούμενους, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης (32). Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση, παρά το γεγονός ότι οι απαλλαγές που απορρέουν από την εφαρμογή του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 δεν συνιστούν μεταβίβαση κρατικών πόρων, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι συνεπάγονται απώλεια φορολογικών εσόδων και επομένως συνιστούν κρατική χρηματοδότηση.

(85)

Σύμφωνα με τις αρχές του Λουξεμβούργου, το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 δεν είναι σε θέση να νοθεύσει τον ανταγωνισμό και το εμπόριο εντός της Κοινότητας δεδομένου ότι οι δικαιούχοι εταιρείες χόλντινγκ είναι αποκλειστικά παθητικοί αποδέκτες εισοδήματος και δεν βρίσκονται σε κατάσταση ανάλογη με εκείνη άλλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται ως ανεξάρτητοι πάροχοι υπηρεσιών. Σύμφωνα με το Λουξεμβούργο, άλλωστε, η Επιτροπή δεν έχει αποδείξει ότι το καθεστώς έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών σε σχέση με άλλες εταιρείες χόλντινγκ.

(86)

Η Επιτροπή παρατηρεί, αφενός, ότι βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για να νοθεύει ένα μέτρο τον ανταγωνισμό αρκεί ο δικαιούχος της ενίσχυσης να ασκεί ανταγωνισμό με άλλες επιχειρήσεις σε αγορές ανοικτές στον ανταγωνισμό (33), και, αφετέρου, ότι όταν η ενίσχυση που χορηγείται από ένα κράτος μέλος ενισχύει τη θέση μιας επιχείρηση σε σχέση προς άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές θίγονται από την εν λόγω ενίσχυση (34).

(87)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ δραστηριοποιούνται στο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου επιτελούν ειδικές δραστηριότητες όπως η χορήγηση δανείων σε άλλα μέλη του ομίλου, η έκδοση ομολόγων, η προεξόφληση λογαριασμών και η διαχείριση καταθέσεων σε μετρητά εξ ονόματος των εταιρειών που ελέγχουν άμεσα και έμμεσα καθώς και άλλων εταιρειών του ομίλου στον οποίο ανήκει η απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ, ή η παροχή συμβουλών όσον αφορά τη διαχείριση επενδυτικών κεφαλαίων. Όπως προαναφέρθηκε, οι απαλλασσόμενες χρηματοδοτικές εταιρείες χόλντινγκ, καθώς και οι απαλλασσόμενες δισεκατομμυριούχοι χόλντινγκ απολαύουν, βάσει της νομοθεσίας του 1929, μεγαλύτερης λειτουργικής ευελιξίας κατά την άσκηση ανάλογων χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων. Οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ δραστηριοποιούνται επίσης στον τομέα της αγοράς και διαχείρισης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, καθώς και της χορήγησης αδειών για λογαριασμό θυγατρικών τις οποίες κατέχουν άμεσα και έμμεσα ή για λογαριασμό άλλων εταιρειών του ομίλου.

(88)

Σύμφωνα με τη διαδικασία απορρύθμισης που χαρακτήρισε την κοινοτική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ο ανταγωνισμός στον τομέα αυτόν, βασίζεται κυρίως στην εξάλειψη κάθε θεσμικού περιορισμού κατά την άσκηση χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων στην κοινή αγορά, καθώς και στη διαφάνεια και την ισότητα των όρων κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών εφόσον είναι συγκρίσιμες. Το επίμαχο καθεστώς νοθεύει επομένως τον ανταγωνισμό εφόσον οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ απολαύουν πλήρους απαλλαγής από τους άμεσους φόρους οι οποίοι επιβάλλονται φυσιολογικά στο Λουξεμβούργο επί των εσόδων που προκύπτουν από ανάλογες δραστηριότητες, παρά το γεγονός ότι οι δραστηριότητες αυτές είναι φορολογητέες όταν εκτελούνται από ανεξάρτητους παρόχους υπηρεσιών ή παρόχους που δεν έχουν ειδική μορφή απαλλασσόμενης βάσει του νόμου του 1929 εταιρείας χόλντινγκ.

(89)

Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η νομική μορφή μιας απαλλασσόμενης βάσει του νόμου του 1929 εταιρείας χόλντινγκ επιλέγεται συχνά από ομίλους διεθνούς εμβέλειας οι δραστηριότητες των οποίων καλύπτουν διάφορους τομείς, όπως παραδείγματος χάρη το εμπόριο, το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών θίγεται λόγω των φορολογικών πλεονεκτημάτων που χορηγούνται σε εμπορικές πολυεθνικές που κάνουν χρήση των υπηρεσιών των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ. Επιπλέον, οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου 1929 εταιρείες χόλντινγκ παρέχουν υπηρεσίες εντός ομίλου και μπορούν, με ορισμένους περιορισμούς, να συμμετέχουν στη βιομηχανική και εμπορική δραστηριότητα των εταιρειών στις οποίες κατέχουν συμμετοχή, πράγμα που συνιστά πλήρη οικονομική δραστηριότητα όπως απεφάνθη το Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Fondazione Cassa di Risparmio di Firenze  (35). Για όλους αυτούς του λόγους, και λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων τις οποίες ασκούν οι όμιλοι στους οποίους ανήκουν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, και στο επίπεδο των ομίλων αυτών επηρεάζεται το εμπόριο και νοθεύεται ο ανταγωνισμός.

(90)

Τα συμπεράσματα αυτά ενισχύονται από τη διαπίστωση της σημαντικής επίπτωσης που των φοροαπαλλαγών στην επιλογή του Λουξεμβούργου ως προνομιούχου χρηματοπιστωτικού κέντρου. Στο σημείο αυτό, η Επιτροπή κρίνει πρόσφορο να παραπέμψει σε άρθρα που εμφανίστηκαν στον τύπο (36) σύμφωνα με τα οποία το χρηματοπιστωτικό σύστημα του Λουξεμβούργου στηρίζεται στο καθεστώς φοροαπαλλαγής των εταιρειών χόλντινγκ. Τούτο αποδεικνύει ότι οι χρηματοπιστωτικές πολυεθνικές χρησιμοποιούν τις δομές των εταιρειών χόλντινγκ του Λουξεμβούργου, μεταξύ των οποίων και των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ, για να ελαχιστοποιήσουν τις φορολογικές τους επιβαρύνσεις. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα αυτά, σε 15 000 ανέρχονται περίπου οι εγγεγραμμένες στο Λουξεμβούργο απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ.

(91)

Παρά το γεγονός ότι οι αρχές του Λουξεμβούργου δεν διαβίβασαν στοιχεία που να επιτρέπουν τον προσδιορισμό του συνολικού κύκλου εργασιών που πραγματοποίησαν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, η Επιτροπή εκτιμά ότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη σημασία του καθεστώτος για το χρηματοοικονομικό τομέα του Λουξεμβούργου ή τη σημασία των νοθεύσεων του ανταγωνισμού και του εμπορίου που απορρέουν από αυτό.

(92)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι η κρατική ενίσχυση την οποία λαμβάνουν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ δεν μπορεί να κριθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά. Προς τούτο πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρχές του Λουξεμβούργου δεν πρόβαλαν κανένα επιχείρημα που να αποδεικνύει ότι είναι εφαρμοστέα στην παρούσα υπόθεση κάποια από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης.

(93)

Οι παρεκκλίσεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 της Συνθήκης, οι οποίες αφορούν τις ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα προς μεμονωμένους καταναλωτές ή ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα και ενισχύσεις προς την οικονομία ορισμένων περιοχών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση.

(94)

Το ίδιο ισχύει και για την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της Συνθήκης βάσει της οποίας δύνανται να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών, στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Ομοίως, το καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί σχέδιο κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε μέτρο για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του Λουξεμβούργου, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της Συνθήκης. Ούτε έχει ως στόχο την προώθηση του πολιτισμού και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της Συνθήκης.

(95)

Όσον αφορά, τέλος, το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της Συνθήκης, το οποίο επιτρέπει τις ενισχύσεις για την προώθηση της αναπτύξεως ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα χορηγούμενα στις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ φορολογικά πλεονεκτήματα δεν συνδέονται με επενδύσεις, με δημιουργία θέσεων απασχόλησης ή με συγκεκριμένα σχέδια. Συνίστανται απλώς σε μείωση των επιβαρύνσεων που θα έπρεπε να υφίστανται κανονικά οι συγκεκριμένες εταιρείες κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους και, κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις λειτουργίας. Σύμφωνα με την πάγια πρακτική της Επιτροπής, οι ενισχύσεις αυτού του είδους δεν μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά εάν δεν διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων ή ορισμένων οικονομικών τομέων και εάν δεν είναι χρονικά περιορισμένες, προοδευτικά φθίνουσες ή ανάλογες με ό, τι απαιτείται για την επανόρθωση ειδικών οικονομικών προβλημάτων.

(96)

Η Επιτροπή σημειώνει ότι και μόνο το γεγονός ότι τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα προορίζονται αποκλειστικά για εταιρείες εγγεγραμμένες στο Λουξεμβούργο ως απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ αντίκειται στην ελευθερία εγκατάστασης οικονομικών οντοτήτων εγκατεστημένων στο Λουξεμβούργο καθώς και εκείνων που έχουν συσταθεί σε άλλα κράτη μέλη (37).

(97)

Η Επιτροπή παρατηρεί σχετικά ότι μόνο οι επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες υπό μορφή εταιρείας στο Λουξεμβούργο μπορούν να τύχουν των πλεονεκτημάτων που παρέχει το φορολογικό σύστημα του Λουξεμβούργου στις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ και ότι η συνθήκη αυτή δεν μπορεί να αιτιολογηθεί βάσει του χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος. Μια αλλοδαπή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητες ανάλογες με εκείνες των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ, παραδείγματος χάρη μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης, ενός γραφείου ή υποκαταστήματος αλλοδαπής εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 43 της Συνθήκης, δεν μπορεί να τύχει των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί τη δέσμευση των αρχών του Λουξεμβούργου να μην αντιτεθούν στην επέκταση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής βάσει του νόμου της 31ης Ιουλίου 1929 ώστε να περιλάβει μόνιμες εγκαταστάσεις στο Λουξεμβούργο αλλοδαπών εταιρειών που τηρούν τους όρους που προβλέπει ο νόμος της 31ης Ιουλίου 1929. Το άρθρο 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης δεν προβαίνει σε διάκριση ανάλογα με τις αιτίες ή τους στόχους των κρατικών ενισχύσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τις επιπτώσεις τους (38). Η Επιτροπή επιβεβαιώνει συνεπώς την προκαταρκτική της εκτίμηση βάσει της οποίας το επίμαχο καθεστώς θέτει σε μειονεκτική θέση, πρώτα από όλα, τις αλλοδαπές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Λουξεμβούργο οι οποίες δεν έχουν τη μορφή εταιρείας βάσει της νομοθεσίας της χώρας, σε σχέση με τις εταιρείες χόλντινγκ που έχουν συσταθεί με τη μορφή εταιρείας εγκατεστημένης στο Λουξεμβούργο. Η διάκριση αυτή μπορεί συνεπώς να συνιστά φραγμό στην ελευθερία εγκατάστασης ξένων εταιρειών στο Λουξεμβούργο που αντίκειται στη Συνθήκη και επομένως δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά.

(98)

Η Επιτροπή υπογραμμίζει σχετικά ότι η διαδικασία του άρθρου 88 της Συνθήκης δεν πρέπει ποτέ να παράγει αποτέλεσμα αντίθετο με άλλες ειδικές διατάξεις της Συνθήκης. Οι κρατικές ενισχύσεις ορισμένοι όροι των οποίων είναι αντίθετοι με άλλες διατάξεις της Συνθήκης δεν μπορούν να κηρυχθούν από την Επιτροπή συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά (39). Στην παρούσα υπόθεση, όπως έχει ήδη καταδειχθεί, το επίμαχο καθεστώς δεν θα παρείχε οφέλη σε μια αλλοδαπή εταιρεία που δραστηριοποιείται στο Λουξεμβούργο μέσω δευτερεύουσας εγκατάστασης η οποία λαμβάνει τη μορφή μόνιμης εγκατάστασης, μέσω αντιπροσωπείας ή υποκαταστήματος, φορολογητέων στο Λουξεμβούργο, κατά την έννοια του άρθρου 43 της Συνθήκης. Εάν ένα κράτος μέλος χορηγήσει, έστω και έμμεσα, φορολογικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στο έδαφός του αρνούμενο το ευεργέτημα του ίδιου πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος, αλλά διαθέτουν δευτερεύουσα εγκατάσταση στο Λουξεμβούργο, η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών δικαιούχων απαγορεύεται καταρχήν από τη Συνθήκη υπό την προϋπόθεση ότι η κατάστασή τους δεν εμφανίζει καμία αντικειμενική διαφορά.

(99)

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, η Επιτροπή εκτιμά ότι το επίμαχο καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά.

VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(100)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το ισχύον στο Λουξεμβούργο καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 αποτελεί κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης και ότι δεν είναι εφαρμοστέα καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφοι 2 και 3. Διαπιστώνει επίσης ότι, παρά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 μέσω νόμου της 21ης Ιουνίου 2005, το καθεστώς εξακολουθεί να παρέχει όλα τα επίμαχα φορολογικά πλεονεκτήματα και τούτο παρά το γεγονός ότι ο κύκλος των δικαιούχων του καθεστώτος περιορίζεται σε εταιρείες χόλντινγκ που λαμβάνουν κάτω από το 5 % των μερισμάτων τους από ξένες εταιρείες που υπόκεινται σε εταιρικό φόρο ίσο τουλάχιστον με 11 % ή από εταιρείες του Λουξεμβούργου. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού ότι το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο της 21ης Ιουνίου 2005, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης και ότι δεν εφαρμόζεται καμία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 και 3 της Συνθήκης.

(101)

Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το χορηγούμενο βάσει της νομοθεσίας του 1929 καθεστώς φοροαπαλλαγής δεν τροποποιήθηκε εκ βάθρων μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης. Εκτιμά συνεπώς, ότι το εν λόγω καθεστώς συνιστά υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο β) περίπτωση i), του κανονισμού (EΚ) αριθ. 659/1999. Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι τροποποιήσεις του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 τις οποίες προβλέπει ο νόμος της 21ης Ιουνίου 2005 δεν εισάγουν νέα στοιχεία ενίσχυσης και δεν αυξάνουν τον αριθμό των δικαιούχων· ως εκ τούτου, το μέτρο διατηρεί τον χαρακτήρα υφιστάμενης ενίσχυσης.

(102)

Οι αρχές του Λουξεμβούργου υποστήριξαν ότι η Επιτροπή ενέκρινε τις τροποποιήσεις που επήλθαν μέσω του νόμου της 21ης Ιουνίου 2005 στο πλαίσιο της ομάδας «κώδικας δεοντολογίας» του Συμβουλίου, η οποία ασχολείται με την εξέταση των επιζήμιων φορολογικών μέτρων βάσει του κώδικα δεοντολογίας σχετικά με τη φορολογία επιχειρήσεων (40) και ότι, συνεπώς, το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 συνάδει με τη Συνθήκη. Απαντώντας η Επιτροπή διαπιστώνει αρχικά ότι το άρθρο 87 δεν αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής του φορολογικά μέτρα οποιουδήποτε είδους. Εν συνεχεία διαπιστώνει ότι ούτε ο νόμος της 31ης Ιουλίου 1929 ούτε καμία από τις τροποποιήσεις του, μεταξύ των οποίων και εκείνες που εισήγαγε ο νόμος της 21ης Ιουνίου 2005, δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 παράγραφος 32 της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, δεν δόθηκε στην Επιτροπή η ευκαιρία να αποφανθεί σχετικά με το συμβιβάσιμο του επίμαχου καθεστώτος με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

(103)

Συνεπώς δεν είναι δυνατό να συναχθούν συμπεράσματα από τη συμμετοχή της Επιτροπής στις εργασίες της ομάδας «κώδικας δεοντολογίας» στόχος των οποίων ήταν η εξέταση του επιζήμιου χαρακτήρα του επίμαχου φορολογικού μέτρου. Αρκεί να σημειωθεί ότι η διαδικασία εξέτασης φορολογικών καθεστώτων από την άποψη των κρατικών ενισχύσεων είναι νομικά ανεξάρτητη από τις εργασίες της ομάδας «κώδικας δεοντολογίας». Εξάλλου, το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 το οποίο εξέτασε η ομάδα «κώδικας δεοντολογίας» είχε πιο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με το καθεστώς που εξετάζει η παρούσα απόφαση, στο μέτρο που η ομάδα εστιάστηκε αποκλειστικά στην απαλλαγή των μερισμάτων που λαμβάνουν οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ.

(104)

Συνάγεται επομένως ότι η εξέταση της ομάδας δεν μπορεί να εμποδίσει την Επιτροπή να προβεί στην παρούσα αξιολόγηση ούτε να θέσει σε αμφισβήτηση το συμπέρασμα της Επιτροπής βάσει του οποίου το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929, το οποίο διέπεται από το νόμο της 31ης Ιουλίου 1929, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο της 21ης Ιουνίου 2005, συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της Συνθήκης.

(105)

Η Επιτροπή εκτιμά ότι είναι ανάγκη να τεθεί τέλος στη χορήγηση των διαφόρων πλεονεκτημάτων που προβλέπει το καθεστώς φοροαπαλλαγής που εφαρμόζεται στις εταιρείες χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929, είτε μέσω της κατάργησης είτε μέσω της τροποποίησής τους ώστε να καταστούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά. Από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, τα πλεονεκτήματα τα οποία προβλέπει το καθεστώς ή τα συστατικά του μέρη δεν θα μπορούν πλέον να χορηγούνται σε νέες δικαιούχους εταιρείες εγγεγραμμένες με τη μορφή απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ. Προς τούτο οι αρχές του Λουξεμβούργου θα πρέπει να τροποποιήσουν τη νομοθεσία τους το αργότερο ως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

(106)

’Όσον αφορά τις υφιστάμενες απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ οι οποίες ευεργετούνται σήμερα από το καθεστώς απαλλαγής που περιγράφεται στην παρούσα απόφαση, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι ο χαρακτήρας υφιστάμενης ενίσχυσης του καθεστώτος εμποδίζει την ανάκτηση οποιασδήποτε ενίσχυσης χορηγήθηκε πριν από την ημερομηνία της παρούσας απόφασης.

(107)

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις ή άλλα σχετικά πληροφοριακά στοιχεία ώστε να προσδιοριστεί εάν υπάρχει, για τους δικαιούχους του επίμαχου καθεστώτος, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη η οποία να αιτιολογεί τη λήψη επιμέρους μεταβατικών μέτρων πριν από την κατάργηση του καθεστώτος ενισχύσεων. Εξάλλου, η Επιτροπή εξέτασε τα στοιχεία που υπέβαλαν οι αρχές του Λουξεμβούργου σχετικά με τις δραστηριότητες χρηματοδότησης των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ, καθώς και τα άλλα επιχειρήματα που υπέβαλαν οι αρχές αυτές σχετικά με τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των υφιστάμενων δικαιούχων. Το ζητούμενο είναι να δοθεί στους δικαιούχους η δυνατότητα να διατηρήσουν τα πλεονεκτήματα του καθεστώτος επί μια μεταβατική περίοδο πριν από την οριστική του κατάργηση.

(108)

Η Επιτροπή εκτιμά σχετικά ότι πρώτον, λαμβανομένης υπόψη της απόφασης του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006 (41), ούτε το Λουξεμβούργο, ούτε οι δικαιούχοι του καθεστώτος δεν μπορούν να επικαλεσθούν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη κατά τη διατήρηση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 κατά την ορισθείσα από το Συμβούλιο μεταβατική περίοδο (στο πλαίσιο των εργασιών της ομάδας «κώδικας δεοντολογίας») για την απάλειψη των στοιχείων του καθεστώτος που κρίνονται επιζήμια. Το καθεστώς κρατικών ενισχύσεων που βασίστηκε στα άρθρα 87 έως 89 της Συνθήκης και αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι διαφορετικό από τις δραστηριότητες του Συμβουλίου στο πλαίσιο των ανωτέρω εργασιών.

(109)

Δεύτερον, η Επιτροπή εκτιμά, ότι παρά το μόνιμο χαρακτήρα του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929, οι δικαιούχοι δεν μπορούν καταρχήν να αξιώνουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για τη συνέχιση του καθεστώτος πέραν του φορολογικού έτους κατά το οποίο ισχύει η απαλλαγή. Ειδικότερα, η Επιτροπή εκτιμά ότι το καθεστώς δεν εξαρτάται από την πραγματοποίηση ειδικών επενδύσεων εκ μέρους των δικαιούχων, αλλά περιορίζεται στην φοροαπαλλαγή του εισοδήματος που έχουν λάβει οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ κατά την εξεταζόμενη φορολογική περίοδο.

(110)

Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 εξακολουθεί να διέπεται από το νόμο της 31ης Ιουλίου 1929, ο οποίος μετά τη δημοσίευσή του δεν υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις. Παρά το γεγονός ότι η μακροβιότητα αυτή (76 έτη) δεν αποτελεί εγγύηση για τη μονιμότητα του καθεστώτος ούτε για τη συμμόρφωσή του με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, έχει ενδεχομένως επιτρέψει στους δικαιούχους να σχηματίσουν την εντύπωση ότι δεν πρόκειται να δοθεί αιφνιδίως τέλος στο φορολογικό καθεστώς που συνδέεται στενά με τις δραστηριότητές τους και ότι μπορούν ευλόγως να αναμένουν τη συνέχιση των δραστηριοτήτων αυτών. Η δραστηριότητα των απαλλασσόμενων βάσει του νόμου του 1929 εταιρειών χόλντινγκ συνίσταται εξάλλου στη χορήγηση μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων χρηματοδοτήσεων. Η δραστηριότητα αυτή διαφέρει από τις βραχυπρόθεσμες χρηματοοικονομικές εμπορικές δραστηριότητες και δεν μπορεί να ασκηθεί ελλείψει χρονικής σταθερότητας.

(111)

Είναι εξάλλου αληθές ότι οι υφιστάμενες εταιρείες χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 έχουν πραγματοποιήσει τεράστιες επενδύσεις στους πολυεθνικούς ομίλους στους οποίους ανήκουν. Οι επενδύσεις αυτές αποσκοπούν, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία και την ανάπτυξη των υποδομών των πολυεθνικών ομίλων με στόχο τον συντονισμό και την προώθηση της ανάπτυξης των εμπορικών τους δραστηριοτήτων. Τυχόν αμφισβήτηση του καθεστώτος θα οδηγήσει συνεπώς σε ευαίσθητα και περίπλοκα εγχειρήματα αναδιοργάνωσης η ολοκλήρωση των οποίων θα απαιτήσει σημαντικό χρονικό διάστημα.

(112)

Ομοίως έχουν αναληφθεί μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις έναντι του προσωπικού και των εξωτερικών παρόχων υπηρεσιών ώστε να δοθεί στις εταιρείες χόλντινγκ η ευκαιρία να επιτελέσουν δραστηριότητές που αφορούν τους πολυεθνικούς ομίλους στους οποίους ανήκουν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις αρχές του Λουξεμβούργου, σήμερα δραστηριοποιούνται στη χώρα περίπου 13 000 απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ· οι εταιρείες αυτές έχουν καταστήσει ελκυστικό διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο μια χώρα ο ενεργός πληθυσμός της οποίας δεν υπερβαίνει τους 110 000 εργαζόμενους. Η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να επιστήσει την προσοχή της στις σχετικά σοβαρές συνέπειες που ενδέχεται να προκαλέσει στην απασχόληση και την οικονομική ανάπτυξη του Λουξεμβούργου η απόφαση για την άμεση κατάργηση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929.

(113)

Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί εύλογο να χορηγήσει μια μεταβατική περίοδο χάριτος στις υφιστάμενες κατά την ημερομηνία της απόφασης απαλλασσόμενες εταιρείες χόλντινγκ, η οποία θα λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 2010. Ωστόσο, οι εταιρείες οι οποίες θα συνεχίσουν να ευεργετούνται από το καθεστώς μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 δεν θα μπορούν να προβούν σε ολική ή μερική εκχώρηση του κεφαλαίου τους καθ’όλη τη διάρκεια του μεταβατικού καθεστώτος, διότι, λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα τους ως εταιρειών συμμετοχής (χόλντινγκ), εφόσον κάποια τμήματά τους μεταβιβαστούν, δεν θα διαθέτουν πλέον τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη για συνέχιση του καθεστώτος φοροαπαλλαγής. Συνεπώς, για τις απαλλαγές εισοδήματος μετά την 1η Ιανουαρίου 2011, η εφαρμογή του καθεστώτος φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου του 1929 θα είναι παράνομη και ενδέχεται να οδηγήσει σε ανάκτηση κάθε χορηγηθέντος πλεονεκτήματος.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ

Άρθρο 1

Το ισχύον στο Λουξεμβούργο φορολογικό καθεστώς φοροαπαλλαγής εταιρειών χόλντινγκ βάσει του νόμου της 31ης Ιουλίου 1929 («απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ») αποτελεί καθεστώς κρατικών ενισχύσεων ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

Το Λουξεμβούργο υποχρεούται να καταργήσει ή να τροποποιήσει, το αργότερο ως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, το καθεστώς ενισχύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 1, ώστε να καταστεί συμβατό με την κοινή αγορά

Από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, δεν μπορούν πλέον να χορηγούνται σε νέους δικαιούχους τα πλεονεκτήματα του καθεστώτος αυτού ή των συστατικών μερών του.

Όσον αφορά τις απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ, οι οποίες, κατά την ημερομηνία της παρούσας απόφασης, διέπονται από το καθεστώς που αναφέρεται στο άρθρο 1, τα αποτελέσματα του καθεστώτος μπορούν να παραταθούν το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010. Εντούτοις, οι εταιρείες οι οποίες θα εξακολουθήσουν να ευεργετούνται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010 από το καθεστώς το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 1 δεν θα μπορούν να προβούν σε ολική ή μερική εκχώρηση του κεφαλαίου τους καθ’όλη τη διάρκεια του μεταβατικού καθεστώτος απαλλαγής.

Άρθρο 3

Το Λουξεμβούργο ενημερώνει την Επιτροπή, σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

Βρυξέλλες, 19 Ιουλίου 2006.

Για την Επιτροπή

Neelie KROES

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ C 78 της 31.3.2006, σ. 2.

(2)  ΕΕ C 2 της 6.1.1998, σ. 1.

(3)  ΕΕ C 384, της 10.12.1998, σ. 3.

(4)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1. κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης 2003.

(5)  SG(2005) D/205866

(6)  Βλ. υποσημείωση της σελίδας 1.

(7)  Οδηγία 90/435/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 6), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2003/123/EΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2003· και οδηγία 2003/49/EΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για την καθιέρωση κοινού συστήματος φορολόγησης των τόκων και των δικαιωμάτων που καταβάλλονται μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών διαφορετικών κρατών μελών (ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 49).

(8)  Οι εταιρείες που εδρεύουν στο Λουξεμβούργο και οι μόνιμες εγκαταστάσεις ξένων εταιρειών υποβάλλονται σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, που ορίζεται στο μέγιστο επιτόκιο που ισούται με 22 %, και σε δημοτικό εμπορικό φόρο, με επιτόκιο κυμαινόμενο ανάλογα με το δήμο, ο οποίος όμως κατά μέσο όρο ανέρχεται σε 7,5 %, και ο οποίος πλήττει το εισόδημα που αντιστοιχεί στο ακαθάριστο εισόδημα μείον τις δαπάνες, πλην των δαπανών εκείνων που δεν εκπίπτουν, όπως οι άμεσοι φόροι, οι συγκεκαλυμμένες πληρωμές μερισμάτων και οι αμοιβές διευθυντικών στελεχών.

(9)  Το Λουξεμβούργο εφαρμόζει στις εταιρείες που εδρεύουν στη χώρα και στις μόνιμες εγκαταστάσεις ξένων εταιρειών φόρο ιδίων κεφαλαίων ίσο με 0,5 %, ο οποίος επιβάλλεται επί των καθαρών στοιχείων του ενεργητικού την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, δηλ. επί της διαφοράς μεταξύ των στοιχείων του ενεργητικού εκτιμώμενων στην κανονική αξία αγοράς και των οφειλών έναντι τρίτων.

(10)  Δημοτικός φόρος ο οποίος ορίζεται επί της αξίας των ακινήτων που κατέχουν οι επιχειρήσεις.

(11)  Φόρος ίσος με το 0,2 % της αξίας του καταβληθέντος εταιρικού κεφαλαίου και της διαφοράς από έκδοση μετοχών και ομολογιών υπέρ το άρτιο.

(12)  Το Λουξεμβούργο έχει, εξάλλου, καταργήσει γενικά την παρακράτηση φόρου επί των δικαιωμάτων με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2004 (πλην των πληρωμών προς το εξωτερικό).

(13)  Τα μερίσματα που διανέμει μη απαλλασσόμενη εταιρεία υπόκεινται σε παρακράτηση στην πηγή ίση με το 20 % του ακαθάριστου καταβαλλόμενου ποσού (25 % εάν το κόστος της παρακράτησης το αναλαμβάνει ο φορέας διανομής), πλην των περιπτώσεων εφαρμογής της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ ή εφόσον πρόκειται για συμμετοχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 147 LIR. Η παρακράτηση στην πηγή είναι δυνατό να μειωθεί ανάλογα με τις διατάξεις των συμβάσεων. Σε γενικές γραμμές, τα επιτόκια δεν υπόκεινται σε παρακράτηση στην πηγή, εκτός εάν χαρακτηριστούν συγκεκαλυμμένα μερίσματα. Το μεγαλύτερο μέρος των δικαιωμάτων που καταβάλλονται στους δικαιούχους που δεν έχουν την έδρα τους στη χώρα αποτελούν αντικείμενο παρακράτησης στην πηγή ίσης με 10 % (11,11 % εάν το κόστος της παρακράτησης το αναλαμβάνει ο διανομέας). Το Λουξεμβούργο ενέκρινε πρόσφατα στη φορολογική του νομοθεσία την προβλεπόμενη από την οδηγία 2003/49/ΕΚ απαλλαγή. Αυτή η παρακράτηση στην πηγή μπορεί να μειωθεί ή να απαλειφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των συμβάσεων.

(14)  ΕΕ L 157 της 26.6.2003, σ. 1. Oδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2004/66/EK (EE L 168 της 1.5.2004, σ. 35).

(15)  Κάθε εισφορά σε ρευστό ή σε είδος προς εταιρεία του Λουξεμβούργου συνεπάγεται φόρο εισφοράς της τάξης του 1 %.

(16)  Εφόσον μια απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ διανέμει μερίσματα που υπερβαίνουν το 10 % του καταβεβλημένου κεφαλαίου κατά την ημερομηνία κλεισίματος της οικονομικής χρήσης της διανομής, ο φόρος εγγραφής της επόμενης οικονομικής χρήσης ορίζεται επί φορολογητέας βάσης δέκα φορές μεγαλύτερης από το επίμαχο μέρισμα.

(17)  Πρόκειται για ανώνυμες εταιρείες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, ομόρρυθμες εταιρείες απεριόριστης ευθύνης και συνεταιρισμούς.

(18)  Βλ. υποσημείωση 1.

(19)  Βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 10ης Ιανουαρίου 2006, στην υπόθεση C-222/04, Ministero dell’Economia e delle Finanze/Cassa di Risparmio di Firenze, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 129.

(20)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, στην υπόθεση C-390/98, H.J. Banks/The Coal Authority, Συλλ. [2001], σ. I-6117, σκέψεις 49 και 50.

(21)  Οι απαλλασσόμενες βάσει του νόμου του 1929 εταιρείες χόλντινγκ δεν απαλλάσσονται επομένως από την καταβολή έμμεσων φόρων, όπως ο φόρος εισφοράς, ο φόρος εγγραφής και ο ΦΠΑ.

(22)  Την παρούσα διαδικασία δεν αφορούν, παραδείγματος χάρη, οι πραγματικοί φόροι που βασίζονται στη φύση των πραγματοποιούμενων συναλλαγών.

(23)  Αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 54 της απόφασης της Επιτροπής της 9ης Φεβρουαρίου 2006.

(24)  Βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994 στην υπόθεση C-387/92, Banco Exterior de España, Συλ. 1994, σ. I-877, σκέψη 14.

(25)  Βλ. την απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 στην υπόθεση C-241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλ. [1996], σ. I-4551, σκέψη 24 και της 1ης Δεκεμβρίου 1998 στην υπόθεση C-200/97, Ecotrade, Συλλ. [1998], σ. I-7907 σκέψεις 40 και 41. Βλ. επίσης την απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Σεπτεμβρίου 2000, στην υπόθεση Τ-55/99, CETM κατά Επιτροπής, Συλλ. [2000], σ. II-3207, σκέψη 39.

(26)  Βλ. σχετικά την απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Νοεμβρίου 2001 στην υπόθεση C143/99, Adria-Wien Pipeline/Finanzlandesdirektion, Συλλ. [2001], σ. I-8365, σκέψη 41.

(27)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2003 στην υπόθεση C-409/00, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλ. [2003], σ. I-1487, σκέψη 52, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-92/00 και Τ-103/00, Diputación Foral de Álava κ.α./Επιτροπής, Συλλ. [2002], σ. II-1385, σκέψη 60 και την παρατιθέμενη νομολογία.

(28)  Η χορήγηση δανείων εμπίπτει στην έννοια της μεγιστοποίησης της αξίας των συμμετοχών και είναι συμβατή με το καθεστώς εταιρείας αμιγώς χόλντινγκ, αλλά πρέπει να αφορά δραστηριότητα παρεπόμενη της απόκτησης συμμετοχής. Ο συμπληρωματικός χαρακτήρας δεν εκτιμάται σε σχέση με το ύψος του δανείου ούτε σε σχέση με την τιμή αγοράς ή την αξία των συμμετοχών. Οι αρχές απαιτούν κυρίως από την απαλλασσόμενη βάσει του νόμου του 1929 εταιρεία χόλντινγκ να κατέχει σημαντική συμμετοχή στη χρηματοδοτούμενη εταιρεία. Μια συμμετοχή κρίνεται σημαντική όταν αντιστοιχεί στο 25 % του κεφαλαίου της χρηματοδοτούμενης εταιρείας. Ωστόσο, για τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες, το χαμηλότερο επίπεδο συμμετοχής δεν αποκλείει τη χορήγηση πιστώσεων εάν σημαντικό μέρος των τίτλων διατίθεται στην αγορά (κυμαινόμενο/μεταβλητό flottant). Πρέπει να σημειωθεί ότι όλες οι χρηματοδοτήσεις πρέπει να ολοκληρώνονται πριν ή ταυτόχρονα με την εκχώρηση της συμμετοχής.

(29)  Για να ευεργγετηθεί από το καθεστώς απαλλαγής βάσει του νόμου του 1929, η εταιρεία παροχής συμβουλών πρέπει να τηρεί μια σειρά προδιαγραφών που ορίζουν οι φορολογικές αρχές στην απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών αριθ. 12.061 της 17ης Οκτωβρίου 1968. Συγκεκριμένα, η εταιρεία πρέπει να έχει ως αντικείμενο την εποπτεία και την παροχή συμβουλών σε μια μόνο εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων (SICAV) ή σε εταιρία επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου (SICAF) και πρέπει να επενδύσει τουλάχιστον το 5 % του κεφαλαίου της στην εταιρεία η οποία επωφελείται από τις γνωμοδοτήσεις της, με ελάχιστο όριο τα 50 000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο μπορεί να επενδυθεί σε άλλες κινητές αξίες τρίτων εταιρειών. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας συμβούλων πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε 76 000 ευρώ.

(30)  Βλ. απόφαση Diputación Foral de Álava e.a./Commission du Tribunal, που προαναφέρθηκε στην υποσημείωση 27, σκέψεις 38 έως 40.

(31)  Βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Νοεμβρίου 2001, στις υποθέσεις C-143/99 Adria-Wien Pipeline et Wietersdorfer & Peggauer Zementwerke, Συλλ. [2002], σ. I-8365, σκέψη 38· της 15ης Ιουλίου 2004, C-501/00, Ισπανία/Επιτροπής, Συλλ. [2004], σ. I-6717, σκέψη 90, και την παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, στην υπόθεση C-66/02 Ιταλία/Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 77 και στην υπόθεση C-222/04, Ministero dell’Economia e delle Finanze/Cassa di Risparmio di Firenze, η οποία αναφέρεται στην υποσημείωση 19, σκέψη 131, καθώς και την παρατιθέμενη νομολογία.

(32)  Βλ., παραδείγματος χάρη, την απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 1994 στην υπόθεση C-387/92 Banco Exterior de España, Συλλ. [1994], σ. I-877, σκέψη 14.

(33)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ης Απριλίου 1998, στην υπόθεση Τ-214/95 Vlaamse Gewest/Επιτροπής, Συλλ. [1998], σ. II-717.

(34)  Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, στην υπόθεση 730/79, Philip Morris/Επιτροπής, Συλλ. [1980], σ. 2671, σκέψη 11.

(35)  Απόφαση C-222/04, Ministero dell’Economia e delle Finanze/Cassa di Risparmio di Firenze, η οποία αναφέρεται στην υποσημείωση 19 και δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 112.

(36)  Βλ. συνέντευξη του Carlo Thelen, μέλους του εμπορικού επιμελητηρίου του Λουξεμβούργου, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα International Herald Tribune της 9ης Φεβρουαρίου 2006.

(37)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, στην υπόθεση C-307/97 Saint-Gobain, Συλλ. [1999], σ. I-6161.

(38)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, στην υπόθεση C-159/01, Κάτω Χώρες/Επιτροπής, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, σκέψη 51 και παρατιθέμενη νομολογία.

(39)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000 στην υπόθεση C-156/98, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλ. [2000], σ. I-6857.

(40)  Βλ. υποσημείωση 2.

(41)  Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-182/03 και C-217/03 Βασίλειο του Βελγίου και Forum 187 Asbl/Επιτροπής, οι οποίες δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί, σκέψεις 150 έως 154.


Top