Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005D0406

    2005/406/EK: Απόφαση της Επιτροπής, της 15ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με μέτρα ad hoc που εφάρμοσε η Πορτογαλία υπέρ της RTP [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 3526] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΕΕ L 142 της 6.6.2005, p. 1–25 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2005/406/oj

    6.6.2005   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 142/1


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 15ης Οκτωβρίου 2003

    σχετικά με μέτρα ad hoc που εφάρμοσε η Πορτογαλία υπέρ της RTP

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 3526]

    (Το κείμενο στην πορτογαλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2005/406/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο στοιχείο,

    τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    Ι.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Η ιδιωτική τηλεοπτική επιχείρηση SIC υπέβαλε στην Επιτροπή τρεις καταγγελίες (το 1993, το 1996 και το 1997), σύμφωνα με τις οποίες η Πορτογαλία είχε εφαρμόσει μια σειρά μέτρα ad hoc καθώς και ετήσια αντισταθμιστικά μέτρα υπέρ της δημόσιας τηλεοπτικής επιχείρησης RTP.

    (2)

    Με επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις πορτογαλικές αρχές την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με ένα σύνολο μέτρων ad hoc υπέρ της RTP.

    (3)

    Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.

    (4)

    Οι πορτογαλικές αρχές έστειλαν τις παρατηρήσεις τους στην Επιτροπή με επιστολές της 28ης και 31ης Ιανουαρίου 2002. Στη συνέχεια η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από ενδιαφερόμενους τρίτους.

    (5)

    Η καταγγέλουσα εταιρεία (SIC), διαβίβασε τις παρατηρήσεις της με επιστολές της 8ης Φεβρουαρίου και της 9ης Μαΐου 2002, η ιδιωτική τηλεοπτική επιχείρηση TVI με επιστολή της 8ης Μαΐου 2002, η Ευρωπαϊκή Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Φορέων (ACT) με επιστολή της 9ης Μαΐου 2002, η ιδιωτική τηλεοπτική επιχείρηση Mediaset με επιστολή της 12ης Ιουνίου 2002. Στις 16 Μαΐου και στις 4 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή έλαβε νέες επιστολές εκ μέρους της SIC σχετικά με το θέμα αυτό.

    (6)

    Η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις που έλαβε στις πορτογαλικές αρχές, οι οποίες απάντησαν με επιστολή στις 25 Μαρτίου 2003. Με επιστολή της 29ης Ιουλίου 2003, οι πορτογαλικές αρχές απάντησαν στις συμπληρωματικές ερωτήσεις της Επιτροπής.

    (7)

    Η παρούσα απόφαση εξετάζει αποκλειστικά τα μέτρα ad hoc τα οποία συνιστούν αντικείμενο της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η παρούσα απόφαση επικεντρώνεται στην χρηματοπιστωτική σχέση μεταξύ της RTP και του πορτογαλικού κράτους για τη χρονική περίοδο μεταξύ 1992 και 1998.

    (8)

    Όπως και η απόφαση για κίνηση της διαδικασίας, η παρούσα απόφαση δεν εξετάζει θέματα σχετικά με το νομικό χαρακτήρα των ετήσιων «αντισταθμιστικών μέτρων» υπέρ της RTP και το συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων με τη συνθήκη. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά έχουν σε προκαταρκτική εξέταση θεωρηθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση, εξετάζονται σε χωριστή διαδικασία, βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου (3).

    (9)

    Ωστόσο, η Επιτροπή, προκειμένου να σχηματίσει μια συνολική εικόνα των χρηματοπιστωτικών σχέσεων μεταξύ του πορτογαλικού κράτους και της RTP για την περίοδο που καλύπτει η παρούσα εξέταση, πρέπει να συνυπολογίσει όχι μόνο τα μέτρα ad hoc αλλά και την οικονομική ενίσχυση που έλαβε η RTP μέσω ετήσιων «αντισταθμιστικών μέτρων». Ως εκ τούτου, στην παρούσα απόφαση η Επιτροπή θα αναφερθεί στα ετήσια «αντισταθμιστικά μέτρα», μόνο εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο προκειμένου να διευκρινίσει τη θέση της σχετικά με τα μέτρα ad hoc.

    ΙΙ.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΜΕΤΡΩΝ

    (10)

    Τα ετήσια «αντισταθμιστικά μέτρα» συνιστούν το βασικό μηχανισμό αντιστάθμισης υπέρ της RTP. Στη χρονική περίοδο μεταξύ 1992 και 1998, η RTP έλαβε 66 495 εκατομμύρια εσκούδος προκειμένου να καλύψει δαπάνες προερχόμενες από τις υποχρεώσεις της ως δημόσιας υπηρεσίας. Η νομική βάση της εν λόγω αντισταθμιστικής χρηματοδότησης απαντάται στο άρθρο 5 του νόμου 21/92 (4).

    (11)

    Ο πίνακας 1 παρουσιάζει την κατανομή των ετήσιων «αντισταθμιστικών αποζημιώσεων» που έλαβε η RTP κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1992 και 1998.

    Πίνακας 1

    Ύψος των ετήσιων αντισταθμιστικών αποζημιώσεων 1992-1998

    (σε εκατ. εσκούδος)

    1992

    1993

    1994

    1995

    1996

    1997

    1998

    6 200

    7 100

    7 145

    7 200

    14 500

    10 350

    14 000

    Πηγή: Αποφάσεις του υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 18/92, 21/93, 19/94, 25-A/95, 97/96, 83/97 και 1/99

    (12)

    Κατά την μετατροπή της σε ανώνυμη εταιρεία, η RTP έτυχε απαλλαγής από την πληρωμή των τελών καταχώρισης και άλλων επιβαρύνσεων σχετικά με τη σύσταση εταιρείας, ύψους 33 εκατομμυρίων εσκούδος. Κατά κανόνα, σύμφωνα με την πορτογαλική νομοθεσία, η σύσταση εταιρείας, η μεταβολή του καταστατικού της ή οι αλλαγές εντός της ίδιας της εταιρείας υπόκεινται σε πληρωμή τελών και άλλων επιβαρύνσεων.

    (13)

    Το άρθρο 11 παράγραφος 1 του νόμου 21/92 αποτελεί τη νομοθετική βάση της προαναφερόμενης απαλλαγής και ορίζει τα κάτωθι:

    «Εγκρίνεται το καταστατικό της RTP SA (…), για το οποίο δεν απαιτείται συμβολαιογραφική πράξη, δεδομένου ότι η καταχώριση έγινε επισήμως, δίχως να υπόκειται σε τέλη ή άλλες επιβαρύνσεις, επειδή δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της κυβέρνησης»

    (14)

    Το διατακτικό του άρθρου 11, παράγραφος 1, απορρέει από το νόμο 84/88. Το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου ορίζει ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις, ακόμη κι αν έχουν κρατικοποιηθεί, μπορούν, μέσω νομοθετικού διατάγματος, να μετατραπούν σε ανώνυμες εταιρείες. Το νομοθετικό διάταγμα συνιστά την πράξη που ενέκρινε το καταστατικό της ανώνυμης εταιρείας, και καλύπτει όλες τις απαιτήσεις σχετικά με την καταχώριση (5).

    (15)

    Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 21/92, όλες οι πράξεις που συνδέονται άμεσα με την μετατροπή του νομικού καθεστώτος εταιρείας απαλλάσσονται από οιαδήποτε άλλα τέλη καταχώρισης.

    (16)

    Tο διατακτικό του άρθρου 11 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 21/92 απορρέει από την εφαρμογή του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 404/90 (6). Δυνάμει του άρθρου 1 του εν λόγω νομοθετήματος, οι επιχειρήσεις οι οποίες προβαίνουν σε πράξεις συνεργασίας ή συγκέντρωσης έως τις 31 Δεκεμβρίου 1993 απαλλάσσονται από τους φόρους σχετικά με τη μεταβίβαση των ακινήτων που είναι απαραίτητα για τη συγκέντρωση ή τη συνεργασία καθώς και από τα τέλη και τις άλλες νόμιμες επιβαρύνσεις που απαιτούνται για την υπογραφή σχετικών πράξεων.

    (17)

    Όταν άνοιξε η πορτογαλική αγορά τηλεόρασης, αποφασίστηκε ο διαχωρισμός των περιουσιακών στοιχείων της RTP από το δίκτυο για τη μεταφορά και μετάδοση του τηλεοπτικού σήματος προκειμένου να δημιουργηθεί ένας νέος φορέας η «Teledifusora de Portugal» (ΤDΡ) με εταιρικό κεφάλαιο 5 400 εκατομμυρίων εσκούδος (7). Η αξία του νέου φορέα είχε οριστεί από δυο ανεξάρτητους οργανισμούς: Banco Nacional Ultramarino (BNU) και Banco Portugues de Investimento (BPI) (8).

    (18)

    Το 1993, το κράτος κατέβαλε στην RTP για την αγορά του δικτύου ΤDΡ ποσό ύψους 5 400 εκατομμυρίων εσκούδος (αξία που προέκυψε από ανεξάρτητη εκτίμηση) που αντιστοιχούσε στην αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν (9).

    (19)

    Ακολούθως θα παρουσιαστεί το συνολικό πλαίσιο στο οποίο συνήφθησαν οι συμφωνίες. Θα αναλυθεί η εξέλιξη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Portugal Telecom, καθώς και τα τέλη που καταβλήθηκαν και οι συμφωνίες που πραγματοποιήθηκαν με την RTP.

    (20)

    Μεταξύ 1991 και 1994 το πορτογαλικό δίκτυο τηλεοπτικής μετάδοσης υπήρξε ιδιοκτησία της δημόσιας επιχείρησης ΤDΡ SΑ. Από το 1994, το δίκτυο είναι ιδιοκτησία της Portugal Telecom, επιχείρηση που προέκυψε από τη συνένωση της Telecom Portugal SA, της Telefones de Lisboa e Porto SA και της TDP SA. Μετά από τη σύσταση της Portugal Telecom, το κράτος μείωσε προοδευτικά τη συμμετοχή του στην εταιρεία. Το 1995 πωλήθηκε το 26,3 % μέσω δημόσιας προσφοράς. Ένα δεύτερο μέρος πωλήθηκε σε πλειοδοτικό διαγωνισμό, τον Ιούνιο του 1996, περιορίζοντας τη συμμετοχή του κράτους στο 51 %. Στα μέσα του 1997 η συμμετοχή του κράτους μειώθηκε στο 25 % και στα μέσα του 1999 στο 10,5 %. Σήμερα η επιχείρηση έχει ιδιωτικοποιηθεί (10).

    (21)

    Ο νόμος. 58/90 ορίζει ρητά ότι μπορεί να αφαιρεθεί η άδεια από τους ιδιωτικούς φορείς σε περίπτωση μη έγκαιρης πληρωμής του τέλους του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης (11).

    (22)

    Δεν υπήρξε καμιά διαφορά στα τέλη που εφήρμοσε ο ιδιοκτήτης του δικτύου στην RTP και τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς φορείς. Πράγματι, απαγορεύεται βάσει του νόμου να ισχύουν διαφορετικά τέλη μεταξύ του δημόσιου φορέα RTP και των ιδιωτικών φορέων που χρησιμοποιούν το δίκτυο (12). Μέχρι το 1997, το ύψος των τελών που εφαρμόστηκαν από τον ιδιοκτήτη του δικτύου βασιζόταν στις παραμέτρους που ορίζει ο νόμος (13). Το 1997 συνήφθη συμφωνία μεταξύ του Ινστιτούτου για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, της Γενικής Διεύθυνσης Εμπορίου και Ανταγωνισμού και της Portugal Telecom με την οποία ορίστηκαν οι ανώτατες τιμές που θα μπορούσε να εφαρμόσει η Portugal Telecom σχετικά με τη διανομή του τηλεοπτικού σήματος.

    (23)

    Η RTP όφειλε να καταβάλει ένα ετήσιο τέλος στον ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης για τη χρήση του (14). Η RTP ανέκαθεν διαφωνούσε με το ύψος των καταβαλλόμενων τελών, διότι κατά τη χρονική στιγμή της μεταβίβασής του το ετήσιο τέλος υπερέβαινε το ήμισυ της αξίας του δικτύου. Παρότι η RTP είχε συμπεριλάβει στο παθητικό της το σύνολο του κόστους του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης, συμπεριλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας, δεν κατέβαλε εγκαίρως τα οφειλόμενα τέλη.

    (24)

    Το δίκτυο είναι απαραίτητο στην RTP για τη μετάδοση των προγραμμάτων της. Επιπλέον, η RTP είναι ένας από τους βασικούς χρήστες του δικτύου (αν εξαιρέσουμε έναν ιδιωτικό φορέα την SIC)

    (25)

    Κατά τη χρονική περίοδο 1992-1998, ο ιδιοκτήτης του δικτύου δέχτηκε την καθυστερημένη καταβολή των οφειλομένων τελών από την RTP, μετά από συμφωνίες μεταξύ της RTP και της Portugal Telecom σχετικά με την αναδιάταξη του χρέους (15). Ακόμη και μετά το 1998 συνήφθησαν μεταξύ των δυο επιχειρήσεων συμφωνίες για την αναδιάταξη του χρέους. Στη συμφωνία της 31ης Μαΐου 2001 παγιώθηκε το συσσωρευμένο χρέος της RTP προς την Portugal Telecom, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των τόκων υπερημερίας που οφείλονταν στην καθυστέρηση των πληρωμών. Στη συγκυρία αυτή, οι δυο επιχειρήσεις συνήψαν συμφωνία δυνάμει της οποίας το συνολικό χρέος θα καταβαλλόταν σε δέκα εξαμηνιαίες δόσεις, πληρωτέες στις 30 Ιουνίου και 30 Δεκεμβρίου του κάθε έτους.

    (26)

    Τον Ιούνιο του 2003 η ΑΝΑCOM, εταιρεία που είναι επιφορτισμένη για την τήρηση των κανόνων σχετικά με τον καθορισμό των τιμών του δικτύου μετάδοσης του τηλεοπτικού σήματος, αποφάσισε ότι η Portugal Telecom έπρεπε να μειώσει τις τιμές του 2002, από τον Ιανουάριο του 2003 κατά ένα ποσοστό της τάξεως του 14 % συν ένα επιπρόσθετο ποσοστό της τάξεως του 1,2 %.

    (27)

    Στο πλαίσιο της ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας τηλεπικοινωνιών, η Portugal Telecom υποχρεούται να παρέχει την υπηρεσία διανομής και μετάδοσης σημάτων τηλεπικοινωνιών. Η υποχρέωση καθολικής υπηρεσίας της Portugal Telecom, της οποίας το αρνητικό περιθώριο κέρδους μπορεί να αντισταθμιστεί από το κράτος, δεν συμπεριλαμβάνει την υποχρέωση παροχής της υπηρεσίας διανομής του τηλεοπτικού σήματος στην RTP (16).

    (28)

    Η RTP είχε ένα χρέος προς την κοινωνική ασφάλιση ύψους 2 189 εκατομμυρίων εσκούδος, για την περίοδο 1983-1989, το οποίο προερχόταν από τη μη καταβολή των εισφορών της στον εν λόγω οργανισμό. Το χρέος οφείλεται σε διαφωνία ως προς την ερμηνεία μεταξύ της RTP και της κοινωνικής ασφάλισης όσον αφορά τις εισφορές της RTP προς την κοινωνική ασφάλιση σχετικά με τις υπερωρίες των υπαλλήλων της και τις αμοιβές των καλλιτεχνών.

    (29)

    Η ερμηνεία της κοινωνικής ασφάλισης βασιζόταν στο άρθρο 2 στοιχείο ε) του κανονιστικού διατάγματος αριθ. 12/83 της 12ης Φεβρουαρίου. Προς αποφυγήν προσφυγής στη δικαιοσύνη, οι δυο ενδιαφερόμενοι συνήψαν συμφωνία, βάσει της οποίας η κοινωνική ασφάλιση παραιτείτο από τους τόκους υπερημερίας και δεχόταν την αναδιάταξη του χρέους. Μετά από τη διευθέτηση της διαφοράς, το κανονιστικό διάταγμα ουδέποτε ανεκλήθη.

    (30)

    Στις 6 Μαΐου 1993, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού κοινωνικής ασφάλισης χορηγήθηκε άδεια για αναδιάταξη του χρέους σε 120 μηνιαίες δόσεις και διαγράφηκαν πρόστιμα και τόκοι υπερημερίας που αναλογούσαν σε 1 206 εκατομμύρια εσκούδος.

    (31)

    Οι ρυθμίσεις που επιτρέπουν την πληρωμή με ειδικούς όρους του χρέους προς την κοινωνική ασφάλιση περιλαμβάνονται στο νομοθετικό διάταγμα 411/91. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, η άδεια είναι υποχρεωτική προκειμένου να διασφαλισθεί η βιωσιμότητας της οφειλέτριας επιχείρησης. Οι προαναφερόμενοι ειδικοί όροι μπορούν να εφαρμοστούν στην περίπτωση που, όπως προβλέπεται στο στοιχείο δ) μεταξύ άλλων, η οφειλέτρια επιχείρηση «υπήρξε αντικείμενο κατάληψης, αυτοδιαχείρισης ή κρατικής παρέμβασης».

    (32)

    Το 1994, η RTP εξέδωσε ομόλογα συνολικής αξίας 5 000 εκατομμυρίων εσκούδος. Ωστόσο, σύμφωνα με το τεχνικό δελτίο της έκδοσης ομολογιακού δανείου, ήταν η ίδια η RTP αυτή που εγγυούταν την εξυπηρέτηση του δανείου μέσω των εσόδων της.

    (33)

    Στις 18 Σεπτεμβρίου 1996, συνήφθη μεταξύ της RTP και του Υπουργείου Πολιτισμού πρωτόκολλο για κινηματογραφική στήριξη που διευκρίνιζε τις υποχρεώσεις της RTP σε θέματα στήριξης της κινηματογραφικής παραγωγής. Οι διατάξεις του πρωτοκόλλου δεν προέβλεπαν καμιά ειδική ad hoc χρηματοδότηση προς την RTP σχετικά με την υποχρέωσή της για στήριξη τον κινηματογραφικού τομέα.

    (34)

    Η RTP πραγματοποίησε μελέτη σχετικά με τις δυνατότητες αναδιάρθρωσης της επιχείρησης κατά την περίοδο 1996-2000 που δεν κατέληξε σε καμιά χρηματοοικονομική δέσμευση εκ μέρους του κράτους.

    (35)

    Μεταξύ 1994 και 1997, το κράτος προέβη σε ετήσιες αυξήσεις του κεφαλαίου της RTP. Ο κάτωθι πίνακας παρουσιάζει μια συνολική εικόνα των αυξήσεων του κεφαλαίου που ανέρχονται σε 46 800 εκατομμύρια εσκούδος.

    Πίνακας 2

    Αυξήσεις κεφαλαίου κατά τη χρονική περίοδο 1994-1997

    (σε εκατ. εσκούδος)

    Έτος

    1994

    1995

    1996

    1997

    Αύξηση κεφαλαίου

    10 000

    12 800

    10 000

    14 000

    Κεφάλαιο στις 31 Δεκεμβρίου

    22 708

    35 508

    45 508

    59 508

    Πηγή: Ισολογισμοί της RTP.

    (36)

    Οι συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας που συνήφθησαν μεταξύ του πορτογαλικού κράτους και της RTP προέβλεπαν τη συμμετοχή του κράτους στις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν από την RTP, κατά προτίμηση υπό μορφή αύξησης κεφαλαίου (17).

    (37)

    Τον Δεκέμβριο του 1998 συνήφθη σύμβαση δανείου «μειωμένης εξασφάλισης» μεταξύ του Ταμείου Ρύθμισης του Δημόσιου Χρέους και της RTP. Η σύμβαση καθόριζε τους όρους χορήγησης του δανείου από το Ταμείο προς την RTP αξίας 20 000 εκατομμυρίων εσκούδος, με σκοπό την αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης.

    (38)

    Το Ταμείο Ρύθμισης του Δημόσιου Χρέους εποπτεύεται από τον Οργανισμό Διαχείρισης της Δημόσιας Πίστης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση του χρέους του πορτογαλικού κράτους και την εκτέλεση του προγράμματος δανείων, σύμφωνα με το νόμο που ρυθμίζει το καθεστώς του δημόσιου χρέους του κράτους (18) και τις κατευθυντήριες γραμμές που έχει ορίσει η κυβέρνηση. Ο Οργανισμός Διαχείρισης της Δημόσιας Πίστης εποπτεύεται από το Υπουργείο Οικονομικών (19).

    (39)

    Από την ημερομηνία που το κεφάλαιο τέθηκε στη διάθεση της RTP, το δάνειο υπόκειτο στην πληρωμή ετήσιων τόκων βάσει του επιτοκίου Lisbor σε 12 μήνες, που υπολογιζόταν στην αρχή της κάθε περιόδου, προσαυξημένο κατά 20 βασικές μονάδες (20).

    (40)

    Σύμφωνα με τη σύμβαση, το δάνειο πρέπει να αποπληρωθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 και μπορεί να παραταθεί κατόπιν κοινής συμφωνίας για ένα ή δυο έτη. Η RTP δεν κατέβαλε τόκους για το δάνειο, δεδομένου ότι η σύμβαση ορίζει ότι οι οφειλόμενοι τόκοι των πρώτων τεσσάρων ετήσιων δόσεων πρέπει να κεφαλαιοποιούνται (21).

    (41)

    Η σύμβαση που συνήφθη μεταξύ του Ταμείου Ρύθμισης του Δημόσιου Χρέους και της RTP καταρτίστηκε σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίστηκαν σε κοινή απόφαση των υφυπουργών Μέσων Ενημέρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών της 17ης Δεκεμβρίου 1998.

    (42)

    Η δημόσια τηλεοπτική επιχείρηση RTP δημιουργήθηκε με συμβολαιογραφική πράξη στις 15 Δεκεμβρίου 1955, ύστερα από κυβερνητική απόφαση για τη δημιουργία δημόσιας επιχείρησης στην οποία θα παρεχωρείτο η άδεια για παροχή δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης (22).

    (43)

    Μέχρι την δεκαετία του 80 η RTP κατείχε το μονοπώλιο στην τηλεοπτική αγορά. Στη δεκαετία του 90 άρχισε να αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό των ιδιωτικών τηλεοπτικών επιχειρήσεων SIC και TVI στις οποίες το κράτος έδωσε άδειες εκμετάλλευσης, τον Φεβρουάριο του 1992, για τη δημιουργία αντιστοίχως τρίτου και τέταρτου διαύλου (23).

    (44)

    Τα καταστατικά της RTP του 1992 όπως ορίζονται στο νόμο 21/92 (στη συνέχεια νόμος 21/92) μετέτρεψαν αυτή την επιχείρηση σε ανώνυμη εταιρεία (24).

    (45)

    Η RTP αναπτύσσει ταυτόχρονα εμπορικές δραστηριότητες και δραστηριότητες δημόσιας τηλεόρασης. Η εταιρεία δύναται να αναπτύσσει βάσει του νόμου, εμπορικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες, που συνδέονται με την τηλεοπτική δραστηριότητα (25).

    (46)

    Οι εμπορικές δραστηριότητες της RTP αναπτύσσονται μέσω της οικονομικής συμμετοχής της σε άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες είναι νομικά ανεξάρτητες από την RTP και διαθέτουν δική τους δομή και δικό τους λογιστικό σύστημα.

    (47)

    Όπως διαπιστώνεται από τον ακόλουθο πίνακα, η RTP κατέγραψε απώλειες κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Το 1996, η οικονομική της κατάσταση επιδεινώθηκε σε σημείο που η καθαρή της θέση παρουσίασε έλλειμμα.

    Πίνακας 3

    Οικονομικά και χρηματοοικονομικά δεδομένα της RTP για την περίοδο 1993-1998

    (σε εκατομμύρια εσκούδος)

     

    1993

    1994

    1995

    1996

    1997

    1998

    Καθαρά κέρδη (απώλειες)

    (7 883)

    (19 558)

    (26 581)

    (18 512)

    (32 223)

    (25 039)

    Ίδια κεφάλαια

    1 557

    8 071

    4 269

    (4 274)

    (20 586)

    (50 827)

    Ενεργητικό

    39 418

    42 262

    56 078

    67 654

    62 340

    83 843

    Οικονομικά χρέη (26)

    22 402

    26 855

    30 258

    44 922

    44 885

    92 775

    Πηγή: Λογαριασμοί της RTP.

    (48)

    Η RTP οφείλει να διασφαλίζει την παροχή δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης. Ο ορισμός, η εντολή και η χρηματοδότηση αυτής της υπηρεσίας διέπεται από διάφορες νομοθετικές πράξεις.

    (49)

    Ο νόμος αριθ. 58/90, που ρυθμίζει την άσκηση της τηλεοπτικής δραστηριότητας, καθορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται στους ιδιωτικούς φορείς, και ταυτόχρονα ορίζει την υποχρέωση του κράτους για τη διασφάλιση δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης (27). Ο νόμος αριθ. 21/90 για τα καταστατικά της RTP, καθορίζει τις βασικές υποχρεώσεις της δημόσιας υπηρεσίας και την χρηματοδότησή της.

    (50)

    Οι δημόσιες υπηρεσίες και η χρηματοδότησή τους περιγράφονται με περισσότερες λεπτομέρειες σε δυο συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας που έχουν υπογραφεί μεταξύ της RTP και του πορτογαλικού κράτους (28).

    (51)

    Το άρθρο 4 του νόμου αριθ. 21/92 θεσπίζει την υποχρέωση σύναψης σύμβασης παραχώρησης μεταξύ του κράτους και της RTP και καθορίζει τις βασικές υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που πρέπει να εκπληρωθούν στο πλαίσιο αυτής της σύμβασης. Το άρθρο 4 παράγραφος 2 θεσπίζει τις βασικές αρχές που πρέπει να τηρήσει η RTP κατά την άσκηση της δραστηριότητάς της ως αποδέκτρια της παραχώρησης (29). Το άρθρο 4 παράγραφος 3 περιγράφει τις υποχρεώσεις της δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης (30).

    (52)

    Οι συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας επιβεβαιώνουν τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας της RTP. Κατά πρώτον η RTP υπόκειται σε γενικές υποχρεώσεις και σε υποχρεώσεις σχετικά με το περιεχόμενο των προγραμμάτων (31). Η RTP οφείλει να παρέχει δημόσια υπηρεσία τηλεόρασης, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να εκπέμπει σε δυο διαύλους και να παρέχει στον πληθυσμό της ηπειρωτικής Πορτογαλίας προγράμματα γενικού χαρακτήρα. Ο ένας δίαυλος είναι γενικότερου χαρακτήρα και πρέπει να προτείνει πιο γενικής φύσεως προγράμματα. Ο δεύτερος πρέπει να απευθύνεται κυρίως σε κατηγορίες κοινού με πιο ειδικά ενδιαφέροντα και να παρουσιάζει προγράμματα πολιτιστικού, εκπαιδευτικού και επιστημονικού περιεχομένου. Ένας από τους δυο διαύλους πρέπει να καλύπτει τις Αυτόνομες Περιφέρειες των Αζορών και της Μαδέρας.

    (53)

    Κατά δεύτερον, οι συμβάσεις επιβάλλουν στην RTP ειδικές υποχρεώσεις όσον αφορά τα προγράμματα (32). Έχουν θεσπιστεί κανόνες σχετικά με την ποιότητα των προγραμμάτων (πλουραλισμός, αντικειμενικότητα της ενημέρωσης, κλπ.) και το περιεχόμενό τους (πρωτότυπα έργα, αθλητισμός, παιδικά προγράμματα, πορτογαλική παραγωγή και κουλτούρα, εθνικές ειδήσεις και ψυχαγωγικά προγράμματα). Η RTP πρέπει να παραχωρεί χρόνο εκπομπής σε συγκεκριμένους φορείς, να στηρίζει τον κινηματογράφο και τις λοιπές μορφές οπτικοακουστικής παραγωγής και έκφρασης, να προωθεί την παραγωγή εκπαιδευτικών ή μορφωτικών προγραμμάτων, να διασφαλίζει την ανταλλαγή προγραμμάτων με τις Αυτόνομες Περιφέρειες και να προωθεί τη συνεργασία με άλλους οργανισμούς οι οποίοι προσφέρουν δημόσια υπηρεσία τηλεόρασης στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, η RTP πρέπει να καλύπτει ειδικές υποχρεώσεις όσον αφορά στη διεθνή συνεργασία σε θέματα προγραμμάτων. Παραδείγματος χάρη, η RTP πρέπει να παράγει και να εκπέμπει προγράμματα για τις πορτογαλικές κοινότητες του εξωτερικού, για τις αφρικανικές χώρες που έχουν την πορτογαλική ως επίσημη γλώσσα και για το Μακάο. Η RTP οφείλει να διασφαλίζει τη λειτουργία της RTP Madeira και RTP Açores, καθώς επίσης και να διατηρεί τα κέντρα παραγωγής της και τις αντιπροσωπείες της στο εξωτερικό.

    (54)

    Κατά τρίτο, οι συμβάσεις επιβάλουν ειδικές υποχρεώσεις στην RTP. Παραδείγματος χάρη, η RTP πρέπει να διατηρεί οπτικοακουστικά αρχεία, να εισαγάγει τεχνικές καινοτομίες στους εξοπλισμούς της και στις δραστηριότητές της, να στηρίζει το Ίδρυμα του Εθνικού Θεάτρου S. Carlos και να παρέχει άλλες υπηρεσίες οι οποίες θα ορίζονται ad hoc.

    (55)

    Το άρθρο 55 του νόμου 58/90 χορηγεί στην RTP την παραχώρηση της δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης για μια περίοδο 15 ετών, που δύναται να ανανεωθεί για μια νέα περίοδο 15 ετών, η οποία καλύπτει τις συχνότητες που αντιστοιχούν στον πρώτο και το δεύτερο δίαυλο. Το άρθρο 4 του νόμου 21/92 επισημαίνει ότι η RTP είναι η κάτοχος παραχώρησης της δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης. Η πρώτη ρήτρα των Συμβάσεων Δημόσιας Υπηρεσίας επιβεβαιώνει ότι η RTP είναι η πάροχος της δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης (33).

    (56)

    Οι συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας προβλέπουν τη σύσταση Γνωμοδοτικού Οργάνου (34) αποτελούμενου από εκπροσώπους των διαφόρων τομέων της κοινής γνώμης, το οποίο μπορεί να παρέμβει προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον η RTP τηρεί τις γενικές και ειδικές υποχρεώσεις της ως δημόσια υπηρεσία τηλεόρασης.

    (57)

    Η RTP οφείλει να παρουσιάζει ετησίως στον Υπουργό Οικονομικών πρόγραμμα δραστηριοτήτων και προϋπολογισμό σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία για το επόμενο έτος, συνοδευόμενα από τις γνωμοδοτήσεις της Υπηρεσίας Λογιστικού Ελέγχου και του Γνωμοδοτικού Οργάνου της επιχείρησης. Επιπλέον, πρέπει να παρουσιάζει έκθεση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας του παρελθόντος έτους, συνοδευόμενη από γνωμοδότηση της Υπηρεσίας Λογιστικού Ελέγχου (35).

    (58)

    Ο Υπουργός Οικονομικών και το μέλος της κυβέρνησης που είναι αρμόδιο για τα Μέσα Ενημέρωσης πρέπει να ελέγχουν την τήρηση των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας. Η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου πρέπει να ελέγχει το οικονομικό πρόγραμμα. Επιπλέον, πρέπει να ασκείται ετήσιος εξωτερικός έλεγχος από εξειδικευμένη εταιρεία (36).

    (59)

    Η νέα σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας προβλέπει επίσης κυρώσεις από το κράτος στην περίπτωση μη τήρησης της σύμβασης. Οι κυρώσεις μπορεί να είναι πρόστιμα, κατασχέσεις, αποζημίωση και ακύρωση της σύμβασης.

    (60)

    Το άρθρο 5 του νόμου αριθ. 21/92 δίνει στην RTP το δικαίωμα να δέχεται αντισταθμιστική αποζημίωση εκ μέρους του κράτους για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό το δικαίωμα επιβεβαιώνεται από τη σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας.

    (61)

    Πέραν των ετήσιων αντισταθμιστικών αποζημιώσεων, οι συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας προβλέπουν επίσης:

    την πληρωμή για ειδικές υπηρεσίες που προβλέπονται σε συμφωνίες παροχής υπηρεσιών που έχουν υπογραφεί ή πρόκειται να υπογραφούν από τη δημόσια διοίκηση και την RTP (37),

    τη συμμετοχή του κράτους σε όλες τις επενδύσεις που πρόκειται να πραγματοποιήσει η RTP, ιδίως όσες αφορούν στις απαραίτητες υποδομές για τη λειτουργία των κέντρων παραγωγής και εκπομπής στις Αυτόνομες Περιφέρειες των Αζορών και της Μαδέρας, στα αρχεία οπτικοακουστικού υλικού, στις διεθνείς εκπομπές της RTP και άλλες επενδύσεις τις οποίες η κάτοχος της παραχώρησης είναι υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει για τεχνολογικούς λόγους (38).

    (62)

    Ο καθορισμός του κόστους και των εσόδων που συνδέονται με τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας για τα οποία δύναται η RTP να δεχτεί αντισταθμιστικές αποζημιώσεις γίνεται βάσει ενός συστήματος αναλυτικής λογιστικής του κόστους. Οι συμβάσεις διευκρινίζουν τα κριτήρια για τον υπολογισμό του κόστους που μπορεί να θεωρηθεί ότι σχετίζεται με την παροχή κάθε υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας (39).

    (63)

    Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος αναλυτικής λογιστικής του κόστους, η RTP κατανέμει το κόστος και τα έσοδα (παραδείγματος χάρη, κόστος προσωπικού και υλικού) μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων (διαχείριση των προγραμμάτων, άμεσο και έμμεσο κόστος των προγραμμάτων, κόστος μετάδοσης, κόστος εκπομπής, κόστος εμπορίας και γενικό κόστος).

    (64)

    Το άμεσο κόστος των διαφόρων δραστηριοτήτων κατανέμεται μεταξύ των διαφόρων αντικειμένων κόστους (παραδείγματος χάρη RTP 1, RTP 2, RTPi και RTP Africa). Το έμμεσο κόστος κατανέμεται μεταξύ των αντικειμένων κόστους βάσει συγκεκριμένων αναλυτικών κριτηρίων (παραδείγματος χάρη ο αριθμός των ωρών εκπομπής) (40).

    (65)

    Το σύστημα κατανομής του κόστους έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

    Στο πλαίσιο των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας, μπορεί να υπάρξει αντιστάθμιση μόνο για το καθαρό κόστος εκμετάλλευσης σύμφωνα με τη μέθοδο που αναφέρεται στις συμβάσεις. Τα οικονομικά βάρη, οι έκτακτες δαπάνες και οι προμήθειες που δεν έχουν άμεση σχέση με μια δραστηριότητα εξαιρούνται από την αντιστάθμιση (41).

    Για τον υπολογισμό του καθαρού κόστους εκμετάλλευσης που δίνει δικαίωμα σε επιστροφές, η RTP πρέπει να αφαιρέσει από το κόστος εκμετάλλευσης τα έσοδα εκμετάλλευσης που συνδέονται με κάθε υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας.

    Στο πλαίσιο της παλαιάς σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας, η γενική υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας για εκμετάλλευση της RTP 1 και της RTP 2 και κάλυψη των Αυτόνομων Περιφερειών με έναν από τους δυο διαύλους δεν έδινε δικαίωμα σε καμία αντιστάθμιση (42).

    Στο πλαίσιο της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας, το κόστος εκμετάλλευσης της RTP 1 και της RTP 2 μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αντισταθμιστικών αποζημιώσεων, ενώ δεν είναι δυνατή καμιά πρόσθετη αντιστάθμιση στην περίπτωση που το πραγματικό καθαρό κόστος εκμετάλλευσης της RTP 1 και της RTP 2 αποδειχτεί ανώτερο του προβλεπομένου (43).

    (66)

    Η RTP παρουσίασε το καθαρό κόστος παροχής δημόσιας υπηρεσίας στις ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού του κόστους που αναφέρθηκε προηγουμένως. Ο κάτωθι πίνακας παρουσιάζει μια συνολική εικόνα του κόστους ανά δραστηριότητα δημόσιας υπηρεσίας που μπορεί να λάβει αντισταθμιστική αποζημίωση.

    Πίνακας 4

    Καθαρό δηλωμένο κόστος για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που μπορεί να επιστραφεί

    (σε εκατομμύρια εσκούδος)

     

    1992

    1993

    1994

    1995

    1996

    1997

    1998

    Τηλεκείμενο

     

     

     

     

     

    112,9

    86,8

    Εκμετάλλευση της RTP Internacional

    882,3

    1 517,4

    1 826,9

    1 890,8

    2 059,6

    3 999,1

    3 712,9

    RTP África

     

    654,7

    1 332,0

    Απευθείας εκπομπή της RTP 1 Madeira και Açores

    76,8

    295,4

    Οπτικοακουστικά αρχεία

    509,1

    241,6

    402,7

    492,7

    184,9

    909,4

    672,1

    Συνεργασία με τις αφρικανικές χώρες με επίσημη γλώσσα την πορτογαλική

    186,9

    128,4

    172,2

    148,6

    144,9

    202,4

    200,3

    Διαφορά κόστους

    406,7

    1 312,8

    1 314,2

    1 050,3

    1 050,0

    622,6

    208,6

    Αντιπροσωπείες/ανταποκριτές

    797,8

    658,2

    681,1

    642,7

    583,2

    457,2

    211,0

    Ίδρυμα του Εθνικού θεάτρου S. Carlos

     

    50,0

    55,0

    60,0

    60,0

    60,0

    60,0

    Κινηματογραφική στήριξη

     

    215,0

    95,0

    27,5

    156,5

    391,1

    352,8

    Λειτουργία αυτόνομων περιφερειακών κέντρων

    3 453,4

    3 486,0

    3 685,9

    3 696,1

    3 846,6

    3 459,2

    2 855,2

    Eκπομπή για συγκεκριμένους φορείς

    482,0

    350,6

    151,1

    94,6

    80,8

     

     

    Sport TV (44)

     

     

     

     

     

     

    – 440,0

    Καθαρό κόστος εκμετάλλευσης της RTP1

     

     

     

     

     

    16 946,1

    11 916,6

    Καθαρό κόστος εκμετάλλευσης της RTP2

     

     

     

     

    9 050,6

    10 080,6

    8 637,6

    Συνολικο καθαρο κοστος εκμεταλλευσης

    6 718,2

    7 960,0

    8 384,1

    8 103,3

    17 217,1

    37 972,1

    30 101,3

    Πηγή: ανακοίνωση των πορτογαλικών αρχών και εκθέσεις για τη δημόσια υπηρεσία.

    (67)

    Ο κάτωθι πίνακας παρουσιάζει μια συνολική εικόνα των επενδύσεων της RTP σε εξοπλισμό για τις δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας. Παρουσιάζει ταυτόχρονα τις πραγματικές επενδύσεις σε δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας, όπως περιέχονται στους ετήσιους χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς καθώς και τις επενδύσεις που δηλώθηκαν στις εκθέσεις για τη δημόσια υπηρεσία. Όπως διαπιστώνεται οι πραγματικές επενδύσεις σε δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας υπήρξαν ανώτερες των επενδύσεων που αναφέρονται στις συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας

    Πίνακας 5

    Επενδύσεις σε δραστηριότητες δημόσιας υπηρεσίας

    (σε εκατομμύρια εσκούδος)

     

    1992

    1993

    1994

    1995

    1996

    1997

    1998

    Σύνολο

    Λογαριασμοί

    2 632,6

    2 102,0

    2 763,9

    992,7

    1 480,4

    4 037,4

    6 054,2

    20 063,2

    Εκθέσεις για τη δημόσια υπηρεσία

    2 327,3

    98,0

    1 975,1

    154,4

    28,1

    4 037,4

    6 127,8

    14 748,1

    Διαφορά

    305,3

    2 004,0

    788,8

    838,3

    1 452,3

    0

    – 73,6

    5 315,1

    Πηγή: Χρηματοπιστωτικοί λογαριασμοί της RTP και εκθέσεις για τη δημόσια υπηρεσία.

    (68)

    Ο στόχος των μέτρων ήταν η αντισταθμιστική αποζημίωση της RTP για τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που της επιβλήθηκαν και η χρηματοδότηση των επενδύσεών της.

    (69)

    Στην Πορτογαλία, ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας δεν επελέγη κατόπιν διαδικασίας στην οποία όλες οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν το ύψος της αντισταθμιστικής αποζημίωσης που θα τους ήταν απαραίτητη προκειμένου να αναλάβουν την παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης. Η κυβέρνηση ήταν αυτή που υπέδειξε την RTP για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης.

    (70)

    Από το 1992 δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς δραστηριοποιούνται στην πορτογαλική αγορά τηλεόρασης. Πέραν της RTP, οι ιδιωτικοί φορείς SIC και TVI έχουν άδειες εκμετάλλευσης τηλεοπτικών διαύλων. Η SIC υπήρξε ο πρώτος ιδιωτικός φορέας που ξεκίνησε δραστηριότητες ραδιοτηλεόρασης στις 6 Οκτωβρίου 1992. Τα μέτρα υπέρ της RTP μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού στην πορτογαλική αγορά τηλεόρασης.

    (71)

    Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία κατόπιν απόφασης του Πρωτοδικείου το 2000 (45). Η απόφαση αυτή ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής του 1996 (46).

    (72)

    Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τον απαραίτητο χρόνο για μια πρώτη εκτίμηση και τις αμφιβολίες σχετικά με την αναλογικότητα της χρηματοδότησης του κόστους που δίνει δικαίωμα σε αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας από την RTP, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία βάσει των καταγγελιών που κατέθεσε η SIC το 1996 και το 1997. Τα εν λόγω μέτρα αφορούν την πληρωμή από το κράτος για τη μεταβίβαση του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης, την έκδοση ομολογιακού δανείου, την κινηματογραφική στήριξη, το σχέδιο αναδιάρθρωσης για την περίοδο 1996-2000, τις εισφορές κεφαλαίου κατά την περίοδο 1994-1997 και τη χορήγηση δανείου.

    (73)

    Κατά την κίνηση της διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή δήλωσε τις αμφιβολίες της, λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό κόστος που δίνει δικαίωμα σε αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας από την RTP κατά την περίοδο 1992-1998 και το κατά πόσον το πορτογαλικό κράτος υπερέβη το ύψος των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων σε σχέση με το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας.

    ΙΙΙ.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

    (74)

    Κατόπιν της κίνησης της διαδικασίας, πολλοί ενδιαφερόμενοι παρουσίασαν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τα μέτρα. Ακολουθεί μια συνολική παράθεση των παρατηρήσεων των εν λόγω ενδιαφερομένων, ταξινομημένων ανά περίπτωση.

    (75)

    Η SIC και η TVI υποστήριξαν ότι η απαλλαγή από τα τέλη καταχώρισης και άλλες επιβαρύνσεις συνιστά εξαίρεση από τους κανόνες που εφαρμόζονται σε οιαδήποτε τροποποίηση των καταστατικών μιας εταιρείας. Η SIC παρατήρησε ότι το πεδίο εφαρμογής του μέτρου δεν περιορίζεται στη σύσταση της RTP. Δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 2 των καταστατικών της, η RTP δικαιούται γενικής απαλλαγής των τελών για οποιαδήποτε καταχώριση.

    (76)

    Η TVI ανέφερε ότι η RTP εξαιρείται επίσης από την πληρωμή των εξόδων που σχετίζονται με τη δημοσίευση συμβολαιογραφικής πράξης.

    (77)

    Όσον αφορά τις διευκολύνσεις πληρωμής του τέλους χρήσης του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης, οι ενδιαφερόμενοι δήλωσαν ότι πρέπει να διευκρινιστεί αν υπολογίστηκαν τόκοι και με τι επιτόκιο, και αν έγιναν πληρωμές υπέρ της Portugal Telecom. Επιπλέον, θα πρέπει επίσης να δοθούν διευκρινίσεις σχετικά με το υφιστάμενο χρέος της RTP προς την Portugal Telecom.

    (78)

    Η SIC και η TVI παρουσίασαν παρατηρήσεις σχετικά με την αναδιάταξη του χρέους προς την κοινωνική ασφάλιση. Επιβεβαίωσαν ότι η RTP είχε το δικαίωμα να αποπληρώσει το χρέος της έναντι της κοινωνικής ασφάλισης υπό διαφορετικούς όρους από αυτούς που ίσχυαν για άλλες επιχειρήσεις δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 411/91. Η ACT επισήμανε τον καθοριστικό ρόλο του κράτους στην εν λόγω συμφωνία.

    (79)

    Σε σχέση με την πώληση του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης, η ACT και η TVI παρατήρησαν ότι πρέπει να γίνει οικονομική και λογιστική ανάλυση των περιουσιακών στοιχείων της νέας εταιρείας που συστάθηκε, της TDP, προκειμένου να καθοριστεί αν υπήρξε υπέρβαση στις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις. Σχετικά με το ζήτημα αυτό η Mediaset και η ACT δήλωσαν ότι το τηλεοπτικό δίκτυο μετάδοσης δημιουργήθηκε από κρατική χρηματοδότηση και όχι από τον ίδιο το φορέα. Ως εκ τούτου, διερωτώνται κατά πόσο δικαιολογείται αντισταθμιστική αποζημίωση προς την RTP για το συγκεκριμένο δημόσιο περιουσιακό στοιχείο.

    (80)

    'Όσον αφορά την έκδοση ομολογιακού δανείου, η SIC επισήμανε ότι αν ληφθεί υπόψη η χρηματοοικονομική κατάσταση της RTP, η έκδοση ομολογιακού δανείου έγινε δεκτή από την αγορά μόνο και μόνο γιατί το κράτος κατείχε το 100 % των μετοχών. Επιπλέον η Mediaset παρατήρησε ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει την ουσία της εγγύησης και όχι τον τύπο.

    (81)

    Όσον αφορά το πρωτόκολλο για κινηματογραφική στήριξη, η SIC παρατήρησε ότι το κράτος δεσμεύτηκε για ετήσια αντιστάθμιση του κόστους σχετικά με την υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας που περιλαμβάνει την προώθηση του κινηματογράφου, χρηματοδοτώντας κατ’ αυτό τον τρόπο διπλά την RTP για τον ίδιο λόγο. Η TVI ανέφερε ότι είχαν υπογραφεί παρόμοια πρωτόκολλα με τους ιδιωτικούς φορείς αλλά ότι μόνο η RTP έλαβε κρατική ενίσχυση. Επιπλέον, η TVΙ προέβαλε το επιχείρημα ότι το πρωτόκολλο για κινηματογραφική στήριξη του 1996 αντικαταστάθηκε το 2000, και ορίζει ότι η RTP πρέπει να συγχρηματοδοτήσει, με την ιδιότητα του συμπαραγωγού, όλα τα σχέδια ταινιών που δικαιούνται οικονομικής στήριξης μέσω του IRCAM (Ινστιτούτο για τον Κινηματογράφο, τον Οπτικοακουστικό Τομέα και τα Πολυμέσα). Σχετικά με το θέμα αυτό, η Mediaset παρατήρησε ότι στο βαθμό που οι προϋποθέσεις χρηματοδότησης απαιτούν τη συμμετοχή του δημόσιου φορέα σε συμπαραγωγές με ανεξάρτητους παραγωγούς, πρέπει να διασφαλισθεί ότι η συμμετοχή του δεν συνεπάγεται έμμεσο πλεονέκτημα για το δημόσιο φορέα στις σχέσεις του με τους εν λόγω κινηματογραφικούς παραγωγούς.

    (82)

    Όσον αφορά τις αυξήσεις κεφαλαίου κατά την περίοδο 1994-1997, η SIC, η ACT, η Mediaset και η TVΙ επισήμαναν ότι κανένας συνετός μέτοχος δεν θα συνεισέφερε στην αύξηση του κεφαλαίου μιας εταιρείας με τα δεδομένα της RTP. Οι εν λόγω αυξήσεις κεφαλαίου πραγματοποιήθηκαν σε μια επιχείρηση που παρουσίαζε σοβαρό έλλειμμα, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης που να προσβλέπει στην ανάκτηση της βιωσιμότητάς της.

    (83)

    Η SIC επίσης ανέφερε ότι κανένας πιστωτικός οργανισμός δεν θα ενέκρινε δάνειο προς την RTP, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση οικονομοτεχνικής πτώχευσης στην οποία βρισκόταν το 1996.

    (84)

    Η Mediaset και η ACT ζήτησαν να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή, κατά την έρευνα, στον ανεξάρτητο έλεγχο της παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Οι ιδιωτικές τηλεοπτικές επιχειρήσεις SIC και TVΙ δήλωσαν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αποτελούσαν ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις, αν ληφθεί υπόψη ότι οι δημόσιοι πόροι που δόθηκαν στην RTP είναι δυσανάλογοι.

    IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

    (85)

    Όσον αφορά την απαλλαγή από τα τέλη καταχώρισης και άλλες επιβαρύνσεις, οι πορτογαλικές αρχές επισήμαναν ότι στο βαθμό που δεν ήταν υποχρεωτική η δημοσίευση μιας συμβολαιογραφικής πράξης για την επισημοποίηση της πράξης μετατροπής της δημόσιας επιχείρησης σε ανώνυμη εταιρεία, δεν υπήρχε βάση για την απαίτηση των εν λόγω τελών.

    (86)

    Όσον αφορά τις παρατηρήσεις της SIC σχετικά με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 21/92, οι πορτογαλικές αρχές επισήμαναν ότι η πορτογαλική νομοθεσία δεν παρέχει στις δημόσιες επιχειρήσεις ειδικές φορολογικές απαλλαγές στην περίπτωση μετατροπής ή αναδιάρθρωσής τους. Η απαλλαγή βασίστηκε στο νομοθετικό διάταγμα αριθ. 404/90.

    (87)

    Όσον αφορά στις καθυστερήσεις στις πληρωμές για τη χρήση του δικτύου, οι πορτογαλικές αρχές διαβεβαιώνουν ότι η αναδιάταξη του χρέους από την Portugal Τelecom συνιστά συνήθη τακτική στο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων μεταξύ πιστωτή και οφειλέτη και δεν οφειλόταν στην παρέμβαση του κράτους.

    (88)

    Οι πορτογαλικές αρχές διαβεβαιώνουν ότι η αρχική συμφωνία μεταξύ της κοινωνικής ασφάλισης και της RTP σχετικά με την αναδιάταξη του χρέους και την μη καταβολή τόκων και προστίμων οφείλεται σε διαφωνία σχετικά με το συνταγματικό χαρακτήρα του κανονιστικού διατάγματος αριθ. 12/83, που ρυθμίζει τις εισφορές προς την κοινωνική ασφάλιση για την αμοιβή των υπερωριών. Η συμφωνία για τη διευθέτηση του χρέους αναγνώρισε την ερμηνεία της RTP που υποστήριζε ότι οι αμοιβές των υπερωριών δεν υπέκειντο σε εισφορές προς την κοινωνική ασφάλιση. Την εν λόγω ερμηνεία επιβεβαίωσε φορολογικός εμπειρογνώμων.

    (89)

    Κατά δεύτερον, οι πορτογαλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η επίσημη έγκριση αυτής της συμφωνίας από την κυβέρνηση δεν συνεπαγόταν συγκεκριμένο οικονομικό πλεονέκτημα για την RTP σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις σε παρόμοιες συνθήκες βάσει του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 411/91. Οι πορτογαλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η παρέκκλιση από το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ) ισχύει για την RTP, δεδομένου ότι η επιχείρηση δέχτηκε κρατική παρέμβαση και γνώρισε διάφορες περιπέτειες κατά τη διάρκεια της διαχείρισής της από Διοικητική Επιτροπή που διόρισε η κυβέρνηση το 1977 (47). Σύμφωνα με τις πορτογαλικές αρχές, ο γενικός χαρακτήρας του μέτρου υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι, δυνάμει του ίδιου νόμου, θεσπίστηκε συμφωνία με έναν από τους ενδιαφερομένους.

    (90)

    Όσον αφορά την πληρωμή για τη μεταβίβαση του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης το 1993, οι πορτογαλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η χρηματοδότηση ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη διαδικασία διαχωρισμού και πώλησης του δικτύου μεταφοράς και μετάδοσης τηλεοπτικών σημάτων. Το κράτος αγόρασε την TDP από την RTP. Η πληρωμή της πραγματοποιήθηκε μέσω αύξησης κεφαλαίου της RTP η οποία ήταν ακριβώς ίση με την αξία των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάστηκαν, και συνεπώς δεν πρόκειται για κρατική ενίσχυση.

    (91)

    Όσον αφορά την έκδοση ομολογιακού δανείου που συνοδευόταν από κρατική εγγύηση, οι πορτογαλικές αρχές υποστηρίζουν ότι αυτό το δάνειο του μετόχου δεν περιλάμβανε καμιά κρατική εγγύηση, όπως αποδεικνύεται από τα σχετικά τεχνικά έγγραφα

    (92)

    Σχετικά με το πρωτόκολλο για κινηματογραφική στήριξη, οι πορτογαλικές αρχές υποστηρίζουν ότι το πρωτόκολλο του 1996 διευκρινίζει και ορίζει τις λεπτομέρειες σχετικά με την υποχρέωση της RTP ως δημόσιας υπηρεσίας για την στήριξη και προώθηση της κινηματογραφικής παραγωγής. Δυνάμει του πρωτοκόλλου, η RTP όφειλε να συγχρηματοδοτήσει «σχέδια που δικαιούνταν οικονομικής στήριξης» τα οποία είχαν προεπιλεγεί από την αρμόδια κρατική υπηρεσία. Σύμφωνα με τις πορτογαλικές αρχές, οι όροι του πρωτοκόλλου που συνήφθη με την RTP δεν ήταν συγκρίσιμοι με εκείνους που αφορούσαν την SIC και την TVΙ, δεδομένου ότι η RTP ήταν υποχρεωμένη να συγχρηματοδοτεί κινηματογραφικά έργα που το τηλεοπτικό ενδιαφέρον τους μπορεί να ήταν πολύ μικρό ή και ανύπαρκτο. Εν πάση περιπτώσει, το ύψος της ενίσχυσης εκ μέρους της RTP ήταν, κατά γενικό κανόνα, πολύ ανώτερο της μέσης αξίας των δικαιωμάτων μετάδοσης έργων προσαρμοσμένων για την τηλεόραση.

    (93)

    Όσον αφορά το σχέδιο αναδιάρθρωσης για την περίοδο 1996-2000, οι πορτογαλικές αρχές δηλώνουν ότι το σχέδιο ουδέποτε ξεπέρασε το στάδιο της προκαταρκτικής μελέτης και, κατά συνέπεια, δεν αποτέλεσε βάση για οιαδήποτε μορφή οικονομικής παρέμβασης του κράτους υπέρ της RTP.

    (94)

    Όσον αφορά το δάνειο, οι πορτογαλικές αρχές δηλώνουν ότι οι τεχνικοί όροι του δανείου όριζαν ότι η οικονομική αυτή συναλλαγή υπόκειτο σε τόκους υπολογισμένους σύμφωνα με τα κριτήρια της αγοράς.

    (95)

    Επιπλέον, οι πορτογαλικές αρχές υποστηρίζουν ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου κατά την χρονική περίοδο 1994-1998 αποτέλεσαν μαζί με την καταβολή αντισταθμιστικών αποζημιώσεων μέσο για τη χρηματοδότηση του κόστους που συνδέεται με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης.

    (96)

    Κατά τις πορτογαλικές αρχές, το πρότυπο χρηματοδότησης που επελέγη προκειμένου να αποζημιωθεί η RTP για το κόστος παροχής δημόσιας υπηρεσίας αποδείχτηκε ακατάλληλο και προκάλεσε εμπορικά ελλείμματα. Κατά πρώτον, ο υπολογισμός του ύψους των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων υπήρξε πάντοτε κατώτερος των πραγματικών αναγκών χρηματοδότησης της δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης. Κατά δεύτερον, το πορτογαλικό κράτος κατέβαλε συστηματικά με καθυστέρηση τις εν λόγω αποζημιώσεις. Για το λόγο αυτό, η RTP ήταν υποχρεωμένη να προσφεύγει στην τραπεζική χρηματοδότηση για να αντιμετωπίσει τις δαπάνες λειτουργίας της και δεν μπορούσε να συμπεριλάβει τους τόκους και τις αποσβέσεις στον υπολογισμό του κόστους παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Κατά τρίτον, η RTP έπρεπε να αποδώσει ΦΠΑ στο κράτος για τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις, πράγμα το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση του καθαρού ποσού των εν λόγω αποζημιώσεων.

    (97)

    Οι πορτογαλικές αρχές υποστηρίζουν ότι η απαλλαγή από τα τέλη καταχώρισης και τα συμβολαιογραφικά έξοδα i), οι διευκολύνσεις πληρωμής του τέλους χρήσης του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης ii), η αναδιάταξη του χρέους προς την κοινωνική ασφάλιση iii), η πληρωμή του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης iv), το πρωτόκολλο για την κινηματογραφική στήριξη v), και το δάνειο που έλαβε η RTP το 1998 vi), δεν ανταποκρίνονται στον ορισμό της κρατικής ενίσχυσης. Όσον αφορά το συμβιβάσιμο των άλλων μέτρων, οι πορτογαλικές αρχές υποστηρίζουν ότι πρέπει να θεωρηθούν ως αντισταθμιστική αποζημίωση για το κόστος της δημόσιας υπηρεσίας και, κατά συνέπεια, δεν πρέπει να θεωρηθούν ως κρατική ενίσχυση (48) ή, διαφορετικά, το συμβιβάσιμο με την κοινοτική νομοθεσία πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

    (98)

    Όσον αφορά τον υπολογισμό της υπεραντιστάθμισης, οι πορτογαλικές αρχές δήλωσαν τα κάτωθι:

    Η συμπερίληψη, το 1996, του κόστους λειτουργίας της RTP2 ως κόστος δημόσιας υπηρεσίας που δικαιούτο αντιστάθμισης βασιζόταν στη σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας του 1996, σύμφωνα με την οποία η αντισταθμιστική αποζημίωση σχετικά με το κόστος λειτουργίας της RTP2, άρχισε να ισχύει, κατ’ εφαρμογή της σύμβασης, από 1ης Ιανουαρίου 1996 (49).

    Το δάνειο ύψους 20 000 εκατομμυρίων εσκούδος δεν πρέπει να θεωρείται ως αντισταθμιστική αποζημίωση, δεδομένου ότι χορηγήθηκε σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς.

    Οι αυξήσεις κεφαλαίου είχαν επίσης ως στόχο τη χρηματοδότηση επενδύσεων και όχι μόνο τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις για δαπάνες δημόσιας υπηρεσίας που δικαιούντο αντιστάθμισης. Η υποχρέωση του κράτους ως μετόχου να συμμετέχει στη χρηματοδότηση επενδύσεων που κρίνονται απαραίτητες περιλαμβάνεται στις Συμβάσεις Δημόσιας Υπηρεσίας του 1993 και του 1996 (50).

    Οι αντισταθμιστικές αποζημιώσεις υπόκειντο στην πληρωμή του ΦΠΑ, και ως εκ τούτου το καθαρό ποσό που έλαβε η RTP ήταν κατώτερο.

    Σύμφωνα με τη σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας του 1996, το κόστος δημόσιας υπηρεσίας δικαιούτο αντιστάθμισης μόνο μέχρι του προβλεπόμενου από τον προϋπολογισμό ποσού.

    (99)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, οι πορτογαλικές αρχές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αντισταθμιστική αποζημίωση υπέρ της RTP για την υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν πρέπει να θεωρηθεί υπερβολική ή άστοχη.

    V.   ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ/ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    (100)

    Προκειμένου να καθορισθεί κατά πόσον τα μέτρα συνιστούν ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει κατά πόσον τα μέτρα υπέρ της RTP:

    χορηγήθηκαν από το κράτος ή προέρχονται από κρατικούς πόρους,

    ενδέχεται να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό,

    ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις ή την παραγωγή ορισμένων αγαθών,

    επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών-μελών.

    (101)

    Στην απαλλαγή των τελών καταχώρισης και άλλων επιβαρύνσεων εμπλέκονται δημόσιοι πόροι, δεδομένου ότι απώλεια φορολογικών εσόδων ισοδυναμεί με κατανάλωση κρατικών πόρων υπό τη μορφή φορολογικών δαπανών (51).

    (102)

    Η Επιτροπή επισημαίνει τα ακόλουθα σχετικά με την εμπλοκή δημόσιων πόρων στο πλαίσιο της αποδοχής από τον φορέα του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης των καθυστερημένων πληρωμών της RTP για τη χρήση του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης. Αποδεχόμενος την μη καταβολή του τέλους χρήσης του δικτύου και τους αναλογούντες τόκους, πράγμα το οποίο προκάλεσε συσσώρευση χρεών κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο ιδιοκτήτης του δικτύου παραιτήθηκε όντως από έσοδα και ενδεχομένως αναγκάστηκε να συνάψει δάνεια στην αγορά προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές του.

    (103)

    Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Portugal Telecom ιδιωτικοποιήθηκε προοδευτικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η Επιτροπή πρέπει να διακρίνει την περίοδο κατά την οποία το κράτος είχε την πλειοψηφία των μετοχών της Portugal Telecom από την περίοδο κατά την οποία το κράτος είχε τη μειοψηφία.

    (104)

    Όσον αφορά την περίοδο πριν από τα μέσα του 1997, η Επιτροπή εκτιμά ότι οιαδήποτε απώλεια εσόδων της Portugal Telecom δεν μπορεί να θεωρηθεί «δημόσιοι πόροι», δεδομένου ότι η κρατική συμμετοχή στην Portugal Telecom περιοριζόταν στο 25 %, και μειώθηκε περαιτέρω κατά τα επόμενα έτη, και διότι άλλοι βασικοί μέτοχοι συμμετείχαν στην επιχείρηση (52). Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 27, η Portugal Telecom δεν μπορούσε να δεχτεί κρατική ενίσχυση για ενδεχόμενες απώλειες που απέρρεαν από την είσπραξη καθυστερημένων πληρωμών εκ μέρους της RTP. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μετά από τα μέσα του 1997, δεν υπάρχει ζήτημα εμπλοκής κρατικών πόρων.

    (105)

    Όσον αφορά την περίοδο πριν από τα μέσα του 1997: κατά την περίοδο αυτή, το κράτος ήλεγχε την Portugal Telecom, δεδομένου ότι είχε πλειοψηφική συμμετοχή στην επιχείρηση. Συνεπώς, οιαδήποτε απώλεια εσόδων προερχόμενη από την είσπραξη καθυστερημένων πληρωμών που αφορούσαν την περίοδο πριν από τα μέσα του 1997 πρέπει να θεωρείται «δημόσιοι πόροι» (53).

    (106)

    Κατά πρώτον, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει κατά πόσον η συμπεριφορά του ιδιοκτήτη του δικτύου πριν από τα μέσα του 1997 οδήγησε σε απώλεια κρατικών πόρων. Πράγματι, παραχωρώντας προς την RTP διευκολύνσεις πληρωμής, ο ιδιοκτήτης του δικτύου συμπεριφέρθηκε απέναντί της ως δημόσιος πιστωτής. Ως εκ τούτου, η συμπεριφορά του πρέπει να συγκριθεί με τη συμπεριφορά ενός δημόσιου ή ιδιωτικού πιστωτικού οργανισμού που επιδιώκει να εισπράξει τα ποσά που του οφείλονται και που συνάπτει για το σκοπό αυτό συμφωνίες με τον χρεώστη, δυνάμει των οποίων γίνεται αναδιάταξη ή κατάτμηση των συσσωρευμένων χρεών προκειμένου να διευκολυνθεί η πληρωμή τους (54). Οι τόκοι που εφαρμόζονται συνήθως σε αυτό το είδος πιστώσεων, οι τόκοι υπερημερίας, έχουν ως στόχο να επανορθώσουν τη ζημία που έχει υποστεί ο πιστωτής λόγω της καθυστερημένης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας που εφαρμόζεται από τον δημόσιο πιστωτικό οργανισμό πρέπει να είναι ανάλογο με το επιτόκιο που ένας ιδιωτικός πιστωτικός θα εφάρμοζε σε ανάλογες συνθήκες (55).

    (107)

    Μετά από την κίνηση της διαδικασίας και τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τρίτους, οι πορτογαλικές αρχές δεν παρείχαν επαρκείς πληροφορίες όσον αφορά το επιτόκιο του τόκου υπερημερίας που εφάρμοσε ο ιδιοκτήτης του δικτύου, ούτε σχετικά με το επιτόκιο αναφοράς της αγοράς. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ότι τα επιτόκια που εφαρμόστηκαν από την Portugal Telecom πριν από τα μέσα του 1997 οδήγησαν σε απώλεια κρατικών πόρων.

    (108)

    Κατά δεύτερον, η Επιτροπή οφείλει όχι μόνο να εκτιμήσει κατά πόσον το μέτρο συνεπάγεται εμπλοκή κρατικών πόρων, αλλά επίσης να καθορίσει κατά πόσον οι δημόσιες αρχές ενεπλάκησαν πράγματι στη θέσπιση του μέτρου (56).

    (109)

    Δεν αμφισβητήθηκε ότι το κράτος πριν από τα μέσα του 1997, μπορούσε να ελέγχει την Portugal Telecom και να επηρεάζει σημαντικά τις δραστηριότητές της, δεδομένου ότι κατείχε πάνω από το 50 % των μετοχών της επιχείρησης.

    (110)

    Κατά την έρευνα, η Επιτροπή δεν εντόπισε ενδείξεις που να δηλώνουν όντως την εμπλοκή των πορτογαλικών αρχών στη σύναψη συμφωνιών σχετικά με την είσπραξη της καθυστερημένης επιστροφής του χρέους εκ μέρους του ιδιοκτήτη του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης (57).

    (111)

    Όπως προκύπτει από το σημείο 22, το κράτος ρύθμισε τις τιμές και την υπηρεσία μετάδοσης του τηλεοπτικού σήματος που ο ιδιοκτήτης του δικτύου όφειλε να παρέχει σύμφωνα με τη σύμβαση παραχώρησης που είχε υπογράψει με το κράτος. Ωστόσο, οι διατάξεις δεν έκαναν διάκριση μεταξύ των υπηρεσιών και των τιμών που ο ιδιοκτήτης του δικτύου όφειλε να προσφέρει στην RTP ως δημόσια υπηρεσία τηλεόρασης και στους ιδιωτικούς φορείς τηλεόρασης. Επίσης, ο ιδιοκτήτης του δικτύου δεν όφειλε να προσφέρει υποχρεωτική καθολική υπηρεσία στην RTP στο πλαίσιο της υπηρεσίας τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης.

    (112)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τους ενδιαφερομένους που υποστηρίζουν ότι έγιναν διακρίσεις εις βάρος τους, δεδομένου ότι ο νόμος για την Τηλεόραση προέβλεπε την απώλεια της άδειας ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης στην περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του τέλους χρήσης του δικτύου μόνο για ιδιωτικούς φορείς. Παρότι ο νόμος προέβλεπε τις συνέπειες για τη μη ενδεχόμενη καταβολή μόνο στην περίπτωση ιδιωτικών φορέων, η Portugal Telecom δεν ήταν υποχρεωμένη να παρέχει τις υπηρεσίες της στην RTP, ανεξαρτήτως του αν η RTP κατέβαλε ή όχι τα τέλη.

    (113)

    Επιπλέον, ο φορέας του δικτύου δεν ήταν ενταγμένος στη δομή της δημόσιας διοίκησης, δεδομένου ότι είχε συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία σύμφωνα με το εταιρικό δίκαιο.

    (114)

    Οι πορτογαλικές αρχές διαβεβαίωσαν ρητά ότι οι δημόσιες αρχές δεν παρενέβησαν, αμέσως ή εμμέσως, στην είσπραξη της καθυστερημένης πληρωμής εκ μέρους της Portugal Telecom. Επίσης δεν παρουσιάστηκαν ενδείξεις από τρίτους που να αποδεικνύουν την εμπλοκή του κράτους στο εν λόγω μέτρο.

    (115)

    Τέλος, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 25, η συμπεριφορά του ιδιοκτήτη του δικτύου πριν και μετά από τα μέσα του 1997 δεν μεταβλήθηκε. Μετά από τα μέσα του 1997 ο ιδιοκτήτης του δικτύου εξακολούθησε να συνάπτει συμβάσεις με την RTP σχετικά με την πληρωμή των τελών. Στην πραγματικότητα, ο κύριος λόγος αυτών των συμφωνιών φαίνεται ότι ήταν μια διαφωνία ως προς το επίπεδο του ετήσιου τέλους σε συνδυασμό με την αλληλεξάρτηση των δυο επιχειρήσεων. Το γεγονός αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από την απόφαση της ANACOM του 2003, σύμφωνα με την οποία η Portugal Telecom αναγκάστηκε να μειώσει σημαντικά τις τιμές της.

    (116)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που αναφέρθηκαν στα ανωτέρω σημεία, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως ο φορέας του δικτύου αναγκάστηκε να δεχτεί τις καθυστερημένες πληρωμές κατόπιν υπόδειξης των δημόσιων αρχών. Δεν υπάρχουν επίσης άλλες ενδείξεις που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι δημόσιες αρχές είχαν εμπλακεί στη θέσπιση του εν λόγω μέτρου (58). Επιπλέον, παρόμοιες συμβάσεις συνήφθησαν και μετά από την ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης. Συνεπώς, το μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε παρέμβαση του κράτους και ως εκ τούτου δεν προκάλεσε απώλεια κρατικών πόρων.

    (117)

    Όσον αφορά στην αναδιάταξη του χρέους προς την κοινωνική ασφάλιση, όπως και στην παραίτηση από τους τόκους σχετικά με τις καθυστερημένες πληρωμές, η Επιτροπή εκτιμά ότι η κοινωνική ασφάλιση δεν μπορεί να θεωρηθεί επιχείρηση. Δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα, δεδομένου ότι είναι καταρχήν ένας δημόσιος οργανισμός που ως αποστολή έχει τη διαχείριση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης (59). Επιπλέον, η άδεια για την αναδιάταξη του χρέους δεν δόθηκε από την ίδια την κοινωνική ασφάλιση αλλά δυνάμει κοινού διατάγματος των υπουργών Οικονομικών και κοινωνικής ασφάλισης και του υφυπουργού Προεδρίας. Με αυτή την άδεια, το κράτος παραιτήθηκε από την είσπραξη των εσόδων, δεδομένου ότι φυσιολογικά θα είχε εισπράξει από το υφιστάμενο χρέος τόκους ύψους 1 206 εκατομμυρίων εσκούδος. Συνεπώς, είναι εμφανές ότι υπάρχει εμπλοκή κρατικών πόρων και ότι το μέτρο οφείλεται σε παρέμβαση του κράτος.

    (118)

    Οι αυξήσεις κεφαλαίου που δόθηκαν στην RTP και οι πληρωμές για το τηλεοπτικό δίκτυο μετάδοσης χορηγήθηκαν απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Συνεπώς, είναι προφανές ότι αυτά τα κεφάλαια συνιστούν κρατικούς πόρους, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1 της συνθήκης.

    (119)

    Η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με τις πορτογαλικές αρχές ότι δεν υπάρχει εμπλοκή κρατικών πόρων στο δάνειο. Υπενθυμίζεται ότι η έννοια των κρατικών πόρων συμπεριλαμβάνει επίσης πλεονεκτήματα που έχουν χορηγηθεί από οργανισμούς που τους έχει ορίσει ή δημιουργήσει το κράτος γι’ αυτό το σκοπό (60). Η σύμβαση του δανείου συνήφθη μεταξύ της RTP και του Ταμείου Ρύθμισης του Δημόσιου Χρέους. Το εν λόγω ίδρυμα εποπτεύει του Ινστιτούτο Διαχείρισης της Δημόσιας Πίστης. Με νομοθετική πράξη την εποπτεία του Ινστιτούτου έχει ο υπουργός Οικονομικών (61). Ως εκ τούτου, συμπεραίνεται ότι τα κεφάλαια που χορηγήθηκαν από το Ταμείο Ρύθμισης του Δημόσιου Χρέους πρέπει να θεωρηθούν κρατικοί πόροι.

    (120)

    Επιπλέον, το μέτρο μπορεί να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε παρέμβαση του πορτογαλικού κράτους, δεδομένου ότι οι όροι της Σύμβασης ορίστηκαν με κοινή απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998 των υπουργών Μέσων Ενημέρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών.

    (121)

    Δεν υπήρξαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η έκδοση ομολογιακού δανείου εκ μέρους της RTP συνοδευόταν από κρατική εγγύηση. Σύμφωνα με το τεχνικό δελτίο έκδοσης ομολογιακού δανείου, η RTP εγγυούταν την εξυπηρέτηση του χρέους. Τη χρονική στιγμή της έκδοσης, η RTP δεν διέθετε νομικό καθεστώς που να συνεπάγεται έμμεση εγγύηση του κράτους. Το 1992 η επιχείρηση μετατράπηκε δυνάμει του νόμου αριθ. 21/92 από δημόσια επιχείρηση σε ανώνυμο εταιρεία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εκτιμά ότι η έκδοση ομολογιακού δανείου πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες της αγοράς και ότι το κράτος δεν παραιτήθηκε από τα έσοδα. Συνεπώς δεν υπάρχει εμπλοκή κρατικών πόρων. Αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν οι τρίτοι, η Επιτροπή εκτιμά ότι το γεγονός ότι η RTP ήταν ιδιοκτησία του κράτους δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα, δεδομένου ότι η συνθήκη ΕΚ δεν αναφέρεται στο δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος (62).

    (122)

    Όσον αφορά το πρωτόκολλο για την κινηματογραφική στήριξη του Σεπτεμβρίου 1996, η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με τις παρατηρήσεις των τρίτων ότι η RTP έλαβε πρόσθετη χρηματοδότηση βάσει του πρωτοκόλλου. Το εν λόγω πρωτόκολλο ανέφερε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η RTP έπρεπε να διασφαλίσει την υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας για τη στήριξη της κινηματογραφικής παραγωγής, και δεν προέβλεπε πρόσθετη αντισταθμιστική χρηματοδότηση προς την RTP. Η αντισταθμιστική χρηματοδότηση σχετικά με τις υποχρεώσεις της RTP στον τομέα της κινηματογραφικής παραγωγής (63) ήταν ήδη δυνατή στο γενικό πλαίσιο των αντισταθμιστικών αποζημιώσεων, σύμφωνα με το νόμο 21/92 (64). Συνεπώς, το πρωτόκολλο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως διαφορετικό μέτρο από την ad hoc χρηματοδότηση. Ως εκ τούτου, το πρωτόκολλο αυτό καθ’ εαυτό δεν οδηγεί σε απώλεια κρατικών πόρων, δεδομένου ότι το κράτος δεν χορήγησε πρόσθετους χρηματοοικονομικούς πόρους στην RTP βάσει του προαναφερόμενου πρωτοκόλλου.

    (123)

    Το σχέδιο αναδιάρθρωσης του 1996-2000 αποτελεί προφανώς μόνο μια προκαταρκτική μελέτη που πραγματοποίησε η RTP χωρίς καμιά οικονομική δέσμευση εκ μέρους του πορτογαλικού κράτους. Συνεπώς η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν υπάρχει εμπλοκή κρατικών πόρων. Σχετικά με το εν λόγω θέμα δεν παρουσιάστηκαν από τρίτους νέα στοιχεία.

    (124)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι το πρωτόκολλο για κινηματογραφική στήριξη, το σχέδιο αναδιάρθρωσης του 1996-2000, οι καθυστερήσεις πληρωμών για τη χρήση του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης καθώς και η έκδοση ομολογιακού δανείου δεν συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, δεδομένου ότι δεν υπήρξε εμπλοκή κρατικών πόρων.

    (125)

    Σχετικά με την απαλλαγή από την πληρωμή των τελών καταχώρισης και άλλων επιβαρύνσεων, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει κατά πόσο το μέτρο παρείχε στην RTP γενική φορολογική απαλλαγή και αφορούσε αποκλειστικά την RTP (ή έστω μόνο δημόσιους οργανισμούς) και όχι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Χρειάζεται επίσης να εκτιμήσει εάν η RTP απέκτησε επιπρόσθετο όφελος από την απαλλαγή της καταβολής των εξόδων δημοσίευσης της συμβολαιογραφικής πράξης και αν η απαλλαγή ίσχυσε και για τα τέλη καταχώρισης όλων των άλλων περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 21/92.

    (126)

    Καταρχήν, η Επιτροπή κρίνει ότι σκοπός του άρθρου 11 ήταν η απαλλαγή της RTP από την καταβολή των τελών καταχώρισης και άλλων συναφών εξόδων που προέκυψαν από τη τροποποίηση του καταστατικού της. Ενώ η παράγραφος 1 αναφέρεται στην βασική υποχρέωση της καταχώρισης του καταστατικού στο εθνικό εμπορικό μητρώο, η παράγραφος 2 αναφέρεται στη καταχώριση των πράξεων που αφορούν στην τροποποίηση του νομικού καθεστώτος του οργανισμού (δηλαδή μητρώο ενσώματων ή άυλων αγαθών κ.λπ.). Από τις πληροφορίες που έδωσαν οι πορτογαλικές αρχές, προκύπτει ότι η RTP δεν έτυχε γενικής απαλλαγής από τα τέλη καταχώρισης δεδομένου ότι επανειλημμένα κατέβαλε τέλη καταχώρισης και συμβολαιογραφικά έξοδα που αντιστοιχούσαν στις μεταβολές που έγιναν στην επιχείρηση μετά από την μετατροπή της σε ανώνυμο εταιρεία (65). Ως εκ τούτου η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων ότι η RTP έτυχε γενικής απαλλαγής από την καταβολή των τελών καταχώρισης και των συμβολαιογραφικών εξόδων.

    (127)

    Κατά δεύτερο λόγο, η Επιτροπή συμφωνεί με τις πορτογαλικές αρχές ότι το άρθρο 11 παράγραφος 1 του νόμου αριθ. 21/92, δυνάμει του οποίου η RTP απηλλάγη της καταβολής των τελών καταχώρισης και των συμβολαιογραφικών εξόδων δεν συνιστά συγκεκριμένο πλεονέκτημα. Με την εφαρμογή του νόμου αριθ. 84/88 στη συγκεκριμένη περίπτωση της RTP επιβεβαιώνεται ότι οι δημόσιοι οργανισμοί μπορούν να μετατραπούν σε ανώνυμες εταιρείες με νομοθετικό διάταγμα το οποίο αποτελεί εγκριτική πράξη του καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας και ταυτόχρονα πληροί όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την καταχώριση.

    (128)

    Η διαφορετική μεταχείριση των δημόσιων οργανισμών των οποίων το νομικό καθεστώς τροποποιείται και μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες, προκύπτει από την εγγενή λογική του συστήματος και δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές συγκεκριμένο πλεονέκτημα δεδομένου ότι δεν υφίστανται οι παράγοντες που προκαλούν τις εν λόγω επιβαρύνσεις. Συμβολαιογραφικές πράξεις απαιτούνται για την επικύρωση εγγράφων που ιδρύουν ή τροποποιούν μια εταιρεία προκειμένου να της προσδώσουν νομική ισχύ. Παρόμοιες πράξεις είναι περιττές για κρατικούς οργανισμούς των οποίων το νομικό καθεστώς τροποποιήθηκε με νομοθετική πράξη και μετατράπηκαν σε ανώνυμο εταιρεία δεδομένου ότι η πράξη αυτή διαθέτει την απαραίτητη νομική ισχύ.

    (129)

    Ο ανωτέρω συλλογισμός που ισχύει για τα τέλη καταχώρισης ισχύει και για τα έξοδα δημοσίευσης. Στο πλαίσιο των υποχρεώσεών του ως δημόσια αρχή το κράτος οφείλει να δημοσιεύει τις τροποποιήσεις της νομοθεσίας στην επίσημη εφημερίδα της κυβερνήσεως. Δεδομένου ότι ο νόμος αριθ. 21/92 που εγκρίνει το νέο καταστατικό της RTP έχει ήδη δημοσιευθεί από το κράτος, θα ήταν περιττό να επιβληθούν στην RTP περαιτέρω υποχρεώσεις δημοσίευσης στις οποίες πάντως υπόκεινται οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η επίσημη εφημερίδα της κυβερνήσεως περιέχει το σύνολο των καταστατικών της RTP κατά συνέπεια έχει την ίδια ισχύ με το μητρώο και παράγει το ίδιο αποτέλεσμα σε ότι αφορά στην ενημέρωση των τρίτων.

    (130)

    Κατά τρίτον, η Επιτροπή συμφωνεί με την άποψη των πορτογαλικών αρχών σύμφωνα με την οποία το άρθρο 11 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 21/92 που απαλλάσσει την RTP από την πληρωμή άλλων τελών καταχώρισης σχετικών με την τροποποίηση του νομικού καθεστώτος της επιχείρησης, δεν προκαλεί κανένα συγκεκριμένο πλεονέκτημα στην RTP. Το άρθρο 11 παράγραφος 2 του νόμου αριθ. 21/92 επιβεβαιώνει απλώς την εφαρμογή του άρθρου 1 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 404/90, σύμφωνα με το οποίο δύναται να χορηγηθεί απαλλαγή φόρων για μεταβίβαση ακινήτων απαραίτητη σε περίπτωση συγκέντρωσης ή συνεργασίας, καθώς και δασμών ή άλλων νομικών εξόδων που θα προέκυπταν. Το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 404/90 ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις που θα πραγματοποιούσαν συνεργασίες ή συγκεντρώσεις πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1993. Η απαλλαγή από την καταβολή άλλων τελών καταχώρισης που χορηγήθηκε στην RTP δεν της απέφερε κάποιο συγκεκριμένο πλεονέκτημα, δεδομένου ότι ίσχυε για όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονταν στην ίδια θέση.

    (131)

    Η Επιτροπή αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων και των πορτογαλικών αρχών, κατέληξε στο συμπέρασμα πως η αρχική συμφωνία ανάμεσα στην κοινωνική ασφάλιση και την RTP δεν αντιστοιχούσε σε συμπεριφορά ενός ιδιώτη επιχειρηματία. Η αντιδικία αφορούσε το κατά πόσο η ερμηνεία συγκεκριμένων διατάξεων της κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτές ορίζονται από το κανονιστικό διάταγμα αριθ. 12/83 ήταν νομικά ορθή. Η συμφωνία επιβεβαίωνε την ερμηνεία της RTP στηριζόμενη και σε γνωμοδότηση φορολογικού εμπειρογνώμονα που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το κανονιστικό διάταγμα ήταν αντισυνταγματικό. Παρά ταύτα η συμφωνία δεν ακυρώθηκε. Κατά συνέπεια μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η συμφωνία εφαρμόστηκε επιλεκτικά στην RTP δίχως τροποποίηση της εφαρμογής των κανόνων κοινωνικής ασφάλισης στις άλλες επιχειρήσεις.

    (132)

    Η Επιτροπή πάντως δεν μπορεί να συμφωνήσει με την άποψη των πορτογαλικών αρχών σύμφωνα με την οποία η εξουσιοδότηση για αναδιάταξη του χρέους και παραίτηση από πρόστιμα και τόκους χορηγήθηκε στο πλαίσιο ενός γενικού συστήματος που ίσχυε για όλες τις επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε παρόμοια θέση, δυνάμει του νομοθετικού διατάγματος 411/91 και ως εκ τούτου δεν απέφερε συγκεκριμένο πλεονέκτημα στην RTP.

    (133)

    Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι να καθορίσει αν η εφαρμογή των μέτρων στην περίπτωση της RTP έγινε με τρόπο επιλεκτικό, δίχως να προδικάσει τον επιλεκτικό ή γενικό χαρακτήρα των μέτρων.

    (134)

    Προκειμένου να αποδειχθεί ότι η αναδιάταξη είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησης, το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 411/91 επιβάλει την εκπόνηση χρηματοοικονομικής μελέτης. Η RTP ποτέ δεν εκπόνησε παρόμοια μελέτη βιωσιμότητας σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 411/91.

    (135)

    Εξάλλου, η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο δ), προϋπόθεση δεν μπορούσε να ισχύσει στην περίπτωση της RTP στο βαθμό που η ρύθμιση του χρέους δεν έγινε με κρατική παρέμβαση. Η επιτροπή δεν συμφωνεί με τον ισχυρισμό των πορτογαλικών αρχών ότι το ιστορικό των κρατικών παρεμβάσεων είχε επηρεάσει τη λειτουργία της οφειλέτριας επιχείρησης και ότι η RTP κατά την περίοδο της κρατικής παρέμβασης βρισκόταν υπό ειδικό καθεστώς. Μολονότι το 1977 (66) η RTP υπόκειτο σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, το καθεστώς αυτό έπαψε να ισχύει μετά την έγκριση των καταστατικών της RTP το 1980, ενώ το χρέος προς την κοινωνική ασφάλιση συσσωρεύτηκε κατά τη περίοδο 1983-1989. Η Επιτροπή κρίνει ότι η άδεια ρύθμισης του χρέους που χορηγήθηκε στην RTP δεν μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο του γενικού καθεστώτος που προβλέπεται από το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 411/91, δεδομένου ότι η RTP δεν πληρούσε τα κριτήρια που ορίζει ο νόμος για ρύθμιση των χρεών. Κατά συνέπεια, το μέτρο εφαρμόστηκε με επιλεκτικό τρόπο.

    (136)

    Εξάλλου, επιτρέποντας την αναδιάταξη του χρέους, το κράτος όφειλε να ενεργήσει ως δημόσιος ή ιδιωτικός πιστωτικός οργανισμός που μεριμνά για την είσπραξη των οφειλομένων ποσών και για το λόγο αυτό συνάπτει συμφωνίες αναδιάταξης του χρέους προκειμένου να διευκολύνει την αποπληρωμή του (67). Το επιτόκιο των τόκων υπερημερίας που όρισε το κράτος έπρεπε να ισούται με το επιτόκιο που θα όριζε ιδιωτικός πιστωτικός οργανισμός σε ανάλογες περιστάσεις. Η Επιτροπή κρίνει ότι ένας ιδιωτικός πιστωτικός οργανισμός που θα αναλάμβανε δικαστική δράση προκειμένου να εισπράξει τα οφειλόμενα ποσά, θα εξασφάλιζε τουλάχιστον το ισχύον νόμιμο επιτόκιο. Κατά συνέπεια, οι πορτογαλικές αρχές, παραιτούμενες από την είσπραξη των τόκων, παραβλέποντας τους υφιστάμενους εκτελεστικούς μηχανισμούς, δεν ενήργησαν όπως θα άρμοζε σε ιδιωτικό πιστωτικό οργανισμό προκειμένου να μεγιστοποιήσει το επιτόκιο. Επιπλέον, το χρέος προς την κοινωνική ασφάλιση συσσωρεύτηκε κατά την περίοδο 1983-1989 ενώ η αναδιάταξη αποφασίστηκε το 1993. Σε παρόμοιες συνθήκες ένας ιδιωτικός πιστωτικός οργανισμός δεν θα δεχόταν μακροπρόθεσμη συσσώρευση του χρέους δίχως να κινήσει διαδικασία είσπραξης της οφειλής. Κατά συνέπεια το μέτρο συνιστά συγκεκριμένο πλεονέκτημα υπέρ της RTP.

    (137)

    Σχετικά με τις πληρωμές λόγω πώλησης του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων που αμφισβητούν τον υπολογισμό της αξίας του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης. Η Επιτροπή, στην απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 1996 σχετικά με τη χρηματοδότηση της RTP, είχε ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το καταβληθέν από το κράτος προς την RTP τίμημα για το δίκτυο ανταποκρινόταν στην τιμή της αγοράς και δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση (68). Το συμπέρασμα αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τη SIC ενώπιον του Πρωτοδικείου (69).

    (138)

    Η Επιτροπή εξάλλου, δεν συμφωνεί με τους ισχυρισμούς ότι η αντιστάθμιση δεν είναι δικαιολογημένη διότι η δημιουργία του τηλεοπτικού δικτύου είχε χρηματοδοτηθεί από το κράτος. Η Επιτροπή κρίνει ότι η αποστολή του κράτους ως επενδυτή δε θα πρέπει να συγχέεται με την αποστολή του ως δημόσιας αρχής. Μολονότι το κράτος είχε στην κατοχή του το 100 % της RTP και απέκτησε το 100 % της TDP, οι δύο επιχειρήσεις για λόγους διαφάνειας παρέμειναν νομικά και οικονομικά ανεξάρτητες. Το δίκτυο αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο της RTP. Συνεπώς η χορηγηθείσα από το κράτος αντιστάθμιση στην δημόσια επιχείρηση RTP, ύψους ίσου με την τιμή της αγοράς του δικτύου που είχε αποφασιστεί να αφαιρεθεί από τα περιουσιακά στοιχεία της RTP, δεν απέφερε κανένα οικονομικό όφελος στην RTP, δεδομένου ότι η αντιστάθμιση αντιστοιχούσε στην πραγματική αξία του περιουσιακού στοιχείου. Ως εκ τούτου το μέτρο δεν παρείχε κανένα πλεονέκτημα στην RTP και δεν συνιστά κρατική ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

    (139)

    Η Επιτροπή αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων και των πορτογαλικών αρχών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αυξήσεις κεφαλαίου που χορηγήθηκαν στην περίοδο 1994-1997, προξένησαν οικονομικό όφελος στην RTP. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 3, δεδομένης της οικονομικής αδυναμίας της RTP στη περίοδο κατά την οποία χορηγήθηκαν οι αυξήσεις του κεφαλαίου, κανένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα επένδυε στην RTP διότι δεν θα μπορούσε να υπολογίζει σε λογική απόδοση της επένδυσης σε εύλογο χρονικό διάστημα. Πράγματι, παρά τις εισφορές κεφαλαίων, η οικονομική κατάσταση της RTP επιδεινώθηκε. Ούτε η πορτογαλικές αρχές ούτε οι ενδιαφερόμενοι ισχυρίστηκαν ότι το πορτογαλικό κράτος ενήργησε ως ιδιώτης επενδυτής χορηγώντας κεφάλαια στην επιχείρηση.

    (140)

    Η Επιτροπή δεν συμφωνεί με τις πορτογαλικές αρχές ότι το δάνειο του 1998 χορηγήθηκε σύμφωνα με τους όρους της αγοράς. Προκειμένου το δάνειο να μη συνιστά κρατική ενίσχυση, οι προβλεπόμενοι όροι (απαιτούμενες εγγυήσεις και επιτόκιο) πρέπει να καλύπτουν τον κίνδυνο που ενέχει η χορήγηση δανείου σε μια επιχείρηση (70). Ο κίνδυνος και κατά συνέπεια το επιτόκιο είναι υψηλότερα όταν η χρηματοοικονομική ευρωστία της επιχείρησης είναι χαμηλότερη της απαιτούμενης για χορήγηση δανείου από πιστωτικό οργανισμό.

    (141)

    Σύμφωνα με τον πίνακα 3, όταν χορηγήθηκε το δάνειο η RTP αντιμετώπιζε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, τα χρέη της υπερέβαιναν την αξία των περιουσιακών της στοιχείων και η καθαρή της θέση ήταν ελλειμματική. Η επιχείρηση από οικονομοτεχνική άποψη βρισκόταν υπό πτώχευση.

    (142)

    Καταρχήν, πρέπει να τονισθεί ότι το δάνειο που χορηγήθηκε ήταν δάνειο «μειωμένης εξασφάλισης», δηλαδή δεν υπήρχε εγγύηση επί των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης και σε περίπτωση πτώχευσης, θα εξοφλείτο μετά από ικανοποίηση των απαιτήσεων του συνόλου των πιστωτών αλλά πριν από αυτές των μετόχων. Η έλλειψη κατάλληλων εγγυήσεων επί των περιουσιακών στοιχείων αποτελεί σαφή ένδειξη ότι το δάνειο δεν χορηγήθηκε σύμφωνα με τους όρους που ίσχυαν στην αγορά και κατά συνέπεια υπήρξε ενίσχυση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι όταν της χορηγήθηκε το δάνειο, η RTP από οικονομοτεχνική άποψη βρισκόταν υπό πτώχευση, κανένας πιστωτικός οργανισμός δεν θα χορηγούσε δάνειο «μειωμένης εξασφάλισης» στην επιχείρηση, διότι οι πιθανότητες αποπληρωμής του ήταν ελάχιστες. Πράγματι το δάνειο δεν χορηγήθηκε από ιδιωτικό πιστωτικό οργανισμό αλλά από το Ταμείο Ρύθμισης του Δημόσιου Χρέους.

    (143)

    Κατά δεύτερον, μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι το εφαρμοσθέν επιτόκιο δεν αντιπροσωπεύει τον κίνδυνο που ενέχει το δάνειο. Δεν είναι μόνο χαμηλότερο του επιτοκίου αναφοράς που η Επιτροπή χρησιμοποιεί για να υπολογίσει αν υπάρχει ενίσχυση σε περιπτώσεις επιδότησης επιτοκίων (71) αλλά ένας φυσιολογικός ιδιώτης επενδυτής θα απαιτούσε εκτός από ασφαλείς εγγυήσεις και επιτόκιο ανάλογο για τη κάλυψη ενός τόσο υψηλού βαθμού κινδύνου μη αποπληρωμής του δανείου.

    (144)

    Δεδομένου ότι η οικονομική κατάσταση της RTP ήταν τέτοια ώστε να μη δύναται να λάβει δάνειο «μειωμένης εξασφάλισης» υπό κανονικούς όρους, το δάνειο πράγματι ισοδυναμεί με χορήγηση επιδότησης και παρέχει πλεονέκτημα στην RTP.

    (145)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι η αναδιάταξη του χρέους προς τη κοινωνική ασφάλιση, οι αυξήσεις κεφαλαίου κατά τη περίοδο 1994-1997 και το δάνειο που χορηγήθηκε το 1998 προκάλεσαν χρηματοοικονομικό όφελος στην επιχείρηση σε σχέση με τους ανταγωνιστές της που δεν έλαβαν ανάλογα ποσά.

    (146)

    Η πορτογαλική αγορά τηλεόρασης άνοιξε στον ανταγωνισμό το αργότερο το 1992. Κατά συνέπεια την περίοδο κατά την οποία η RTP ήταν αποδέκτρια ευεργετικών μέτρων, στην αγορά υπήρχαν ήδη ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Τον Φεβρουάριο του 1992, είχαν χορηγηθεί άδειες ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης στους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς φορείς SIC και TVI και, τον Οκτώβριο του 1992, ο SIC ξεκίνησε την μετάδοση εκπομπών στην Πορτογαλία.

    (147)

    Η Eπιτροπή δεν μπορεί να δεχτεί την άποψη των πορτογαλικών αρχών σύμφωνα με την οποία η ρύθμιση των οφειλών προς την κοινωνική ασφάλιση δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, στο μέτρο που οι οφειλές αφορούσαν στην περίοδο πριν από το άνοιγμα της πορτογαλικής αγοράς ραδιοτηλεόρασης στον ανταγωνισμό. Το χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα χορηγήθηκε στην RTP τον Μάιο του 1993, μετά το άνοιγμα της αγοράς ραδιοτηλεόρασης στον ανταγωνισμό και κατά συνέπεια προκάλεσε χρηματοοικονομικό όφελος στην RTP.

    (148)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Eπιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα πως η φύση των εν λόγω μέτρων ήταν τέτοια ώστε να συνιστούν χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα προς την RTP απέναντι στους ανταγωνιστές της οι οποίοι δεν έτυχαν παρόμοιας χρηματοοικονομικής συνδρομής και κατά συνέπεια νόθευσαν τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 1.

    (149)

    Οι κρατικές ενισχύσεις εμπίπτουν στο πλαίσιο του άρθρου 87, παράγραφος 1, στο βαθμό που επηρεάζουν τις συναλλαγές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Πρόκειται για την περίπτωση κατά την οποία οι εν λόγω δραστηριότητες αποτελούν αντικείμενο ενδοκοινοτικού εμπορίου. Εν προκειμένω η ευεργετούμενη επιχείρηση, RTP, δραστηριοποιείται στις διεθνείς αγορές. Πράγματι, μέσω της UER (Ευρωπαϊκή Ένωση Κρατικών Τηλεοράσεων) συμμετέχει σε ανταλλαγές προγραμμάτων και στο σύστημα Eurovision (72). H RTP εξάλλου ανταγωνίζεται άμεσα ιδιωτικές επιχειρήσεις ραδιοτηλεόρασης που δραστηριοποιούνται στη διεθνή αγορά ραδιοτηλεόρασης και των οποίων το ιδιοκτησιακό καθεστώς είναι διεθνές (73).

    (150)

    Κατά συνέπεια, συμπεραίνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1, οι χορηγηθείσες ενισχύσεις επηρέασαν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ κρατών.

    (151)

    Σύμφωνα με τα ανωτέρω, συμπεραίνεται ότι παρά τις ενδεχόμενες επιβληθείσες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στην RTP, τα παρακάτω μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ συνιστούν κρατικές ενισχύσεις: αναδιάταξη του χρέους προς την κοινωνική ασφάλιση, αυξήσεις κεφαλαίων την περίοδο 1994-1997 και χορήγηση δανείου το 1998.

    (152)

    Πάντως, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, στην RTP ανατέθηκε η υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην απόφασή του για την υπόθεση Altmark, έκρινε πως οι κρατικές αντισταθμιστικές ενισχύσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δεν αποτελούν ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης EK, εφόσον πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις (74).

    Η αποδέκτρια επιχείρηση ανέλαβε υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας και οι εν λόγω υπηρεσίες έχουν σαφώς οριστεί.

    Οι παράμετροι βάσει των οποίων αποτιμήθηκε η αντιστάθμιση είχαν καθοριστεί εκ των προτέρων με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο.

    Η αντιστάθμιση δεν υπερβαίνει το σύνολο ή τμήμα των εξόδων που απαιτούνται για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας, συνυπολογιζομένων των σχετικών με αυτήν εσόδων και ενός λογικού κέρδους.

    Σε περίπτωση που η επιλογή της αναδόχου επιχείρησης δεν πραγματοποιηθεί με δημόσιο διαγωνισμό, το ύψος της αντιστάθμισης θα πρέπει να οριστεί με βάση την ανάλυση του κόστους που θα προέκυπτε από την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας για μια μεσαία επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη.

    (153)

    Μη λαμβάνοντας υπόψη την πρώτη και την τρίτη προϋπόθεση, τα μέτρα ad hoc που αναφέρονται στην παράγραφο 151 δεν φαίνεται να πληρούν την δεύτερη και την τέταρτη προϋπόθεση που αναφέρει η υπόθεση Altmark για τους λόγους που εκτίθενται παρακάτω.

    (154)

    Είναι προφανές πως η χρηματοδότηση που προέκυψε από τη συμφωνία με την κοινωνική ασφάλιση και τη χορήγηση δανείου δεν εντασσόταν στο πλαίσιο ενός συστήματος αντιστάθμισης του οποίου οι παράμετροι είχαν συμφωνηθεί εκ των προτέρων με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο (δεύτερη προϋπόθεση). Τουναντίον χορηγήθηκε μετά από αποφάσεις ad hoc με ευθύνη του κράτους.

    (155)

    Εξάλλου, όπως αναφέρεται στο σημείο 61, η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας προέβλεπε τη δυνατότητα ειδικής χρηματοδότησης για επενδύσεις σε εξοπλισμό μέσω εισφορών κεφαλαίων. Οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας δεν ορίζουν σαφώς τις προϋποθέσεις και τα όρια της κρατικής συμμετοχής. Προβλέπουν μόνο τη δυνατότητα συμμετοχής του κράτους στις επενδύσεις της RTP ως μετόχου. Η Eπιτροπή κατά συνέπεια κρίνει πως ούτε οι εισφορές κεφαλαίου μπορούν να θεωρηθούν ότι εντάσσονται σε ένα αντισταθμιστικό σύστημα του οποίου οι παράμετροι είχαν καθοριστεί εκ των προτέρων με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο.

    (156)

    Εξάλλου, έχει καταστεί σαφές πως η επιλογή της RTP δεν έγινε με τη διαδικασία δημόσιου διαγωνισμού που εγγυάται τη χαμηλότερη τιμή. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το ύψος των ad hoc πληρωμών ορίστηκε με βάση το κόστος που θα προέκυπτε για μια μεσαία επιχείρηση (τέταρτη προϋπόθεση).

    (157)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, καθίσταται σαφές, ότι η περίπτωση που μας απασχολεί, δεν πληροί όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην υπόθεση Altmark. Ως εκ τούτου τα μέτρα που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 151 πρέπει να θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

    (158)

    Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο συστηματικά έκρινε ότι το άρθρο 86 επέτρεπε την εξαίρεση από την απαγόρευση χορήγησης κρατικών ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις στις οποίες ανετίθετο η παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (SIEG). Η απόφαση Altmark εμμέσως επιβεβαιώνει ότι οι κρατικές ενισχύσεις οι οποίες αντισταθμίζουν το κόστος που αναλαμβάνει μια επιχείρηση για την παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (SIEG) δύνανται να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά εφόσον πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις από το άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ (75).

    (159)

    Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι προκειμένου ένα μέτρο να τύχει εξαίρεσης απαιτείται να πληρούνται αθροιστικά οι αρχές του ορισμού, της εντολής και της αναλογικότητας. Η Επιτροπή κρίνει πως εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, οι εμπορικές συναλλαγές δεν επηρεάζονται κατά τρόπο που να αντίκειται προς το κοινοτικό συμφέρον.

    (160)

    Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης (76), ορίζει τον τρόπο εφαρμογής των προϋποθέσεων αυτών στο τομέα της ραδιοτηλεόρασης. Σύμφωνα με την ανακοίνωση, η Επιτροπή πρέπει να εκτιμήσει το κατά πόσον (77):

    οι δραστηριότητες της RTP αποτελούν υποχρέωση παροχής δημόσιας υπηρεσίας σαφώς καθορισμένες από το κράτος μέλος (ορισμός),

    ανατέθηκε επισήμως από τις πορτογαλικές αρχές στην RTP η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας (εντολή),

    η χρηματοδότηση είναι ανάλογη προς το καθαρό κόστος παροχής της δημόσιας υπηρεσίας.

    (161)

    Όπως αναφέρεται στο πρωτόκολλο του Άμστερνταμ (78) και στην ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση (79), τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να ορίσουν τις υποχρεώσεις του φορέα της ραδιοτηλεόρασης που παρέχει δημόσια υπηρεσία. Στο τομέα της ραδιοτηλεόρασης ο ρόλος της Επιτροπής περιορίζεται στον έλεγχο ύπαρξης ενδεχόμενου πρόδηλου σφάλματος στον ορισμό της δημόσιας υπηρεσίας. Παρόμοιο σφάλμα θα συνιστούσε κατάχρηση του ορισμού της δημόσιας υπηρεσίας.

    (162)

    Δεδομένου του ιδιάζοντος χαρακτήρα του κλάδου της ραδιοτηλεόρασης, η Επιτροπή κρίνει θεμιτό έναν ορισμό που αναθέτει σε συγκεκριμένο οργανισμό ραδιοτηλεόρασης την παροχή ποικίλου και ισόρροπου προγράμματος, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του πρωτοκόλλου (80). Ο ορισμός αυτός ανταποκρίνεται στις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες μιας δεδομένης κοινωνίας.

    (163)

    Όπως περιγράφεται στα σημεία 51 και 52, δυνάμει του νόμου 21/92 και των συμβάσεων δημοσίων υπηρεσιών, η RTP είναι υποχρεωμένη, ως δημόσια υπηρεσία, να διασφαλίζει τη λειτουργία δύο διαύλων γενικού χαρακτήρα. Σε περίπτωση που ο ένας δίαυλος προσφέρει προγράμματα ποικίλου χαρακτήρα τότε ο δεύτερος οφείλει να στοχεύει πιο επιλεκτικό κοινό. Εξάλλου όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 53 και 54, ο νόμος αριθ. 21/92 και οι συμβάσεις δημοσίων υπηρεσιών ορίζουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις της RTP αναφορικά με το περιεχόμενο των προγραμμάτων, τη διεθνή συνεργασία καθώς και ορισμένες άλλες ειδικές υποχρεώσεις.

    (164)

    Μολονότι ο ορισμός της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης της Πορτογαλίας είναι ποιοτικού χαρακτήρα και ιδιαίτερα ευρύς, η Επιτροπή εκτιμά, με βάση τις ερμηνευτικές διατάξεις του πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ, «το εύρος» (81) του εν λόγω ορισμού ως θεμιτό. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή θεωρεί θεμιτό τον γενικό ορισμό της δημόσιας υπηρεσίας που επιβάλει στην RTP την υποχρέωση λειτουργίας δύο διαύλων εθνικής κάλυψης, όπου ο ένας δίαυλος μεταδίδει προγράμματα γενικού ενδιαφέροντος και ο άλλος απευθύνεται σε κατηγορίες κοινού με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Ο συγκεκριμένος ορισμός δύναται να θεωρηθεί πως ανταποκρίνεται στις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της πορτογαλικής κοινωνίας.

    (165)

    Εξάλλου η Επιτροπή θεωρεί επίσης θεμιτές τις υποχρεώσεις που καθορίζουν λεπτομερώς τον τρόπο εκτέλεσης του έργου της RTP ως δημόσιου φορέα ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης. Πράγματι μπορούμε να θεωρήσουμε πως οι εν λόγω υποχρεώσεις, σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Άμστερνταμ, ανταποκρίνονται στις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες της πορτογαλικής κοινωνίας.

    (166)

    Μολονότι η Επιτροπή θεωρεί θεμιτή την εντολή της δημόσιας υπηρεσίας που ανατέθηκε στην RTP, ωστόσο χρειάζεται να εξετάσει κατά πόσο ο ορισμός δεν περιέχει πρόδηλα σφάλματα.

    (167)

    Λαμβάνοντας υπόψη την αιτιολογική σκέψη 45 της οδηγίας τηλεόραση χωρίς σύνορα, η Επιτροπή μπορεί να δεχθεί πως ο ορισμός της δημόσιας υπηρεσίας που διέπει τους δημόσιους φορείς ραδιοτηλεόρασης δύναται να περιλαμβάνει την υποχρέωση ουσιαστικής χρηματοδότησης των επενδύσεων στον ευρωπαϊκό οπτικοακουστικό τομέα, στο μέτρο που τα σχετικά κινηματογραφικά δικαιώματα είναι συμβατά με τη μετάδοσή τους από τη δημόσια τηλεόραση (82).

    (168)

    Η Επιτροπή κρίνει πως η επιβληθείσα υποχρέωση στην RTP για στήριξη του κινηματογράφου εγγράφεται στο πλαίσιο της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης δεδομένου ότι η RTP μεταδίδει στη δημόσια τηλεόραση ταινίες των οποίων έχει αποκτήσει τα δικαιώματα διανομής.

    (169)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων σύμφωνα με τις οποίες οι υποχρεώσεις που ανέλαβε η RTP αναφορικά με τον κινηματογράφο καθώς και η χρηματοδότησή τους αποτελούν διάκριση. Οι ενδιαφερόμενοι ισχυρίστηκαν πως και ιδιωτικές επιχειρήσεις είχαν συνάψει πρωτόκολλα στήριξης του κινηματογράφου με τις πορτογαλικές αρχές στα οποία όμως δεν προβλέπεται καμία αντισταθμιστική αποζημίωση. Η Επιτροπή κρίνει ότι χρειάζεται να γίνει διάκριση ανάμεσα στις προαιρετικώς συναφθείσες συμφωνίες μεταξύ κράτους και ιδιωτικών επιχειρήσεων για στήριξη του κινηματογράφου αφενός και της υποχρέωσης που επιβλήθηκε στην RTP ως δημόσιας υπηρεσίας για την προβολή κινηματογραφικών παραγωγών και χρηματοδότησής τους αφετέρου. Είναι προφανές ότι στην RTP ανετέθη ρητά η υποχρέωση στήριξης ως δημόσια υπηρεσία ορισμένων κινηματογραφικών παραγωγών τις οποίες και θα μεταδίδει από τους διαύλους της δημόσιας τηλεόρασης. Σε ότι αφορά τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ραδιοτηλεόρασης ουδεμία παρόμοια υποχρέωση δημόσιας υπηρεσίας ανατέθηκε. Ουσιαστικά η RTP μετατρέπεται από το κράτος σε μέσο στήριξης του κινηματογράφου. Ενδεχόμενα πλεονεκτήματα που θα προκύψουν για τον κινηματογράφο θα μπορούσαν να αποτελέσουν κρατικές ενισχύσεις και ως εκ τούτου θα πρέπει να εκτιμηθούν δεόντως. Η παρούσα απόφαση δεν προδικάζει την αξιολόγηση οικονομικών πλεονεκτημάτων που ενδεχομένως χορηγήθηκαν στους παραγωγούς ταινιών.

    (170)

    Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγχρηματοδότηση πορτογαλικών κινηματογραφικών παραγωγών από την RTP που μεταδίδονται από τους διαύλους της δημόσιας επιχείρησης, μπορεί να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη θεμιτή υποχρέωση, απαραίτητη προκειμένου η RTP να ανταποκριθεί στις γενικές υποχρεώσεις της δημόσιας υπηρεσίας ραδιοτηλεόρασης. Κατά συνέπεια, η εν λόγω υποχρέωση δεν συνιστά πρόδηλο σφάλμα.

    (171)

    Η Επιτροπή πάντως κρίνει ότι η νομική υποχρέωση που επιβλήθηκε στην RTP για παροχή «άλλων υπηρεσιών που μένει να διευκρινιστούν ad hoc» (83) είναι ασαφής και δεν της επιτρέπει να εκτιμήσει εκ των προτέρων και με επαρκή νομική βεβαιότητα το κατά πόσον οι εν λόγω υπηρεσίες δύνανται να θεωρηθούν ως δημόσια υπηρεσία. Μολονότι η Επιτροπή κρίνει πως οι άλλες υπηρεσίες που μένει να διευκρινιστούν δεν ορίζονται σαφώς, διαπιστώνει ότι ουδεμία πληρωμή πραγματοποιήθηκε δυνάμει αυτής της διάταξης κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου (84).

    (172)

    Σύμφωνα με τα παραπάνω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι δραστηριότητες της RTP, σύμφωνα με το νόμο αριθ. 21/92 και τις συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας, είναι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας σαφώς καθορισμένες. Μολονότι η υποχρέωση παροχής «άλλων υπηρεσιών που μένει να διευκρινιστούν ad hoc» δεν είναι αρκετά ασαφής ώστε η Επιτροπή να καταλήξει εκ των προτέρων στο συμπέρασμα πως όλες οι παρεχόμενες υπηρεσίες που εμπίπτουν στο εν λόγω πλαίσιο δύνανται να θεωρηθούν δημόσιες υπηρεσίες, διαπιστώνει ότι κατά τη περίοδο 1992-1998 ουδεμία πληρωμή πραγματοποιήθηκε δυνάμει αυτής της διάταξης.

    (173)

    Η Επιτροπή στη συνέχεια πρέπει να εκτιμήσει κατά πόσον οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ανατέθηκαν στον αποδέκτη της χρηματοδότησης.

    (174)

    Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει κατά πόσον η εκπλήρωση της εντολής ανατέθηκε στην RTP με επίσημη πράξη (85).

    (175)

    Όπως προκύπτει από το σημείο 55, η εντολή της δημόσιας υπηρεσίας ανατέθηκε στην RTP δυνάμει διαφόρων νόμων και συμβάσεων: άρθρο 5 του νόμου αριθ. 58/90 άρθρο 4 παράγραφος 1 άρθρο 5 του νόμου αριθ. 21/92 και ρήτρα υπ’ αριθμόν 1 των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας.

    (176)

    Η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση από τους ενδιαφερόμενους ούτε από την πορτογαλική κυβέρνηση σχετικά με το ότι η ανάθεση της δημόσιας υπηρεσίας στην RTP δεν έγινε με επίσημη πράξη. Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση, τους νόμους και τις συμβάσεις που προαναφέρθηκαν, η Επιτροπή συμπεραίνει πως η RTP αδιαμφισβήτητα ήταν υποχρεωμένη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης και κατά συνέπεια η εντολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας της ανατέθηκε επισήμως.

    (177)

    Δεν αρκεί η εντολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας να έχει ανατεθεί στην RTP με επίσημη πράξη, χρειάζεται επίσης να διασφαλιστεί πως η δημόσια υπηρεσία παρέχεται κατά τα προβλεπόμενα. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 56 έως 59 προβλέπονται διάφοροι μηχανισμοί ελέγχου της εκτέλεσης των υποχρεώσεων που ανέλαβε η RTP για την εκπλήρωση της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    (178)

    Κατά πρώτον, η RTP υποχρεούται να υποβάλει εκθέσεις σχετικά με την εκπλήρωση της δημόσιας υπηρεσίας και προγράμματα συνοδευόμενα από γνωμοδότηση της Υπηρεσίας Λογιστικού Ελέγχου. Πράγματι, η RTP για την περίοδο 1992-1998 εκπόνησε εκθέσεις σχετικά με τον τρόπο εκπλήρωσης των υποχρεώσεών της ως δημόσιας υπηρεσίας και το κόστος παροχής για κάθε μια από τις υποχρεώσεις της με βάση ένα σύστημα αναλυτικής λογιστικής.

    (179)

    Κατά δεύτερον, ο υπουργός Οικονομικών και το μέλος της κυβέρνησης αρμόδιο για τα μέσα ενημέρωσης έλεγξαν την εκπλήρωση της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας και η Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου προέβη σε λογιστικό έλεγχο του χρηματοοικονομικού προγράμματος.

    (180)

    Κατά τρίτον, κάθε χρόνο έπρεπε να διεξάγεται εξωτερικός έλεγχος. Η Επιτροπή δεν μπορεί να συμφωνήσει με την άποψη της SIC σύμφωνα με την οποία το κόστος της δημόσιας υπηρεσίας όπως παρουσιάζεται από τις πορτογαλικές αρχές και τα στοιχεία της RTP αναφορικά με τις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας και τους ετήσιους λογαριασμούς δεν είναι αξιόπιστα και ως εκ τούτου δεν μπόρεσαν να ελεγχθούν επαρκώς. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ορκωτός λογιστής προέβη σε ετήσιους ελέγχους των λογαριασμών της RTP για την περίοδο 1992-1998. Μολονότι οι ετήσιες εκθέσεις αναφορικά με τις υποχρεώσεις της δημόσιας υπηρεσίας δεν συνοδεύονταν συστηματικά από έκθεση ορκωτού λογιστή, οι αυστηροί κανόνες του λογιστικού συστήματος διασφάλιζαν ότι το κόστος κάθε υποχρέωσης δημόσιας υπηρεσίας που συνεπαγόταν αντισταθμίσεις ήταν δυνατό να αναγνωριστεί και να ελεγχθεί.

    (181)

    Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν προκύπτει ότι οι έλεγχοι διεξήχθησαν σε τρία επίπεδα: εσωτερικός έλεγχος από την Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου, από τα αρμόδια κρατικά όργανα και από εξωτερικό οργανισμό. Μολονότι διαφαίνεται ότι η άσκηση εξωτερικού ελέγχου των εκθέσεων για τη δημόσια υπηρεσία δεν ήταν συστηματική, το περιγραφέν σύστημα διασφάλιζε ότι η δημόσια υπηρεσία παρείχετο κατά τα προβλεπόμενα. Ως εκ τούτου η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για την περίοδο 1992-1998 υπήρχε ο απαραίτητος μηχανισμός που διασφάλιζε τον έλεγχο της τήρησης των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας από την RTP.

    (182)

    Το τρίτο κριτήριο που πρέπει να εξετάσει η Επιτροπή, είναι το κατά πόσον η χρηματοδότηση αναλογεί στο καθαρό κόστος παροχής δημόσιας υπηρεσίας.

    (183)

    Στην ανακοίνωση της Επιτροπής για τη ραδιοτηλεόραση περιγράφονται τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία αξιολογείται ο αναλογικός χαρακτήρας της κρατικής χρηματοδότησης. Η κρατική χρηματοδότηση δεν μπορεί να υπερβαίνει το καθαρό κόστος της παροχής δημόσιας υπηρεσίας και δεν πρέπει να προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά που δεν είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της δημόσιας υπηρεσίας (86).

    (184)

    Καταρχήν για να προσδιοριστεί το κόστος δραστηριοτήτων της δημόσιας υπηρεσίας, η ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση επιβάλει το διαχωρισμό του κόστους και των εσόδων ανάμεσα στη δημόσια υπηρεσία και τις εμπορικές δραστηριότητες.

    (185)

    Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 62 έως 64 οι συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας καθορίζουν την μέθοδο κατανομής του κόστους και των εσόδων που η RTP οφείλει να εφαρμόσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το έργο της Επιτροπής διευκολύνθηκε διότι η RTP εφάρμοσε ένα σύστημα αναλυτικής λογιστικής που επιτρέπει τον υπολογισμό της δαπάνης που αναλαμβάνει η επιχείρηση προκειμένου να εκπληρώσει κάθε μια από τις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που συνεπάγονται αντισταθμιστικές αποζημιώσεις.

    (186)

    Σύμφωνα με το σύστημα αυτό κάθε δαπάνη αντιστοιχεί σε μια δραστηριότητα και κατά συνέπεια κατανέμεται στις ποικίλες δραστηριότητες που συνεπάγονται αντισταθμίσεις για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας από την RTP βάσει αντικειμενικών λογιστικών αρχών.

    (187)

    Δεδομένου ότι τα έσοδα που προέρχονται από την παροχή κάθε δημόσιας υπηρεσίας που συνεπάγεται αντισταθμιστική αποζημίωση εκπίπτουν από το κόστος εκμετάλλευσης, το σύστημα ορίζει πως οι ετήσιες αντισταθμιστικές αποζημιώσεις περιορίζονται στο καθαρό κόστος κάθε μιας των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 65).

    (188)

    Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παράμετροι για τον υπολογισμό του κόστους έχουν, καταρχήν, οριστεί με τρόπο αντικειμενικό και διαφανή.

    (189)

    Η Επιτροπή, πάντως, επισημαίνει πως οι κανόνες αντιστάθμισης του κόστους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποεκτίμηση του πραγματικού καθαρού κόστους της παροχής δημόσιας υπηρεσίας από την RTP και κατά συνέπεια να προκαλέσουν διαρθρωτική υποχρηματοδότηση των πραγματικών αναγκών.

    (190)

    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 65, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού του κόστους όπως αυτή ορίζεται από τις συμβάσεις, ορισμένες δαπάνες της δημόσιας υπηρεσίας εξαιρούνται από την καταβολή ετησίων αντισταθμίσεων (87). Εξάλλου, η πορτογαλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή πως μολονότι η RTP υποχρεούτο να αποδώσει τον ΦΠΑ επί των εισπραχθέντων ετησίων αντισταθμίσεων, το αναλογούν κόστος δεν μπόρεσε να υπολογιστεί με βάση τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες (αιτιολογική σκέψη 96). Τέλος, στις εκθέσεις της σχετικά με τη δημόσια υπηρεσία, η RTP δεν συμπεριέλαβε το σύνολο των πραγματοποιηθεισών επενδύσεων σε εξοπλισμό που ήταν απαραίτητος για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας μολονότι είχε εγγραφεί στους χρηματοπιστωτικούς λογαριασμούς της (βλέπε αιτιολογική σκέψη 67).

    (191)

    Σύμφωνα με τις διατάξεις του πρωτοκόλλου του Άμστερνταμ τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για το καθεστώς χρηματοδότησης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι πορτογαλικές αρχές αποφάσισαν να μην επιστρέψουν τμήμα των δαπανών που κατέβαλλε ο πάροχος της υπηρεσίας για την εκπλήρωση της αποστολής του.

    (192)

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν χορήγησε μόνο ετήσιες αντισταθμίσεις προς την RTP, αλλά επιπλέον της παρείχε και συμπληρωματική χρηματοδότηση με τη μορφή αυξήσεων κεφαλαίου, χορήγησης δανείου και συμφωνία με τη κοινωνική ασφάλιση.

    (193)

    Μολονότι οι συμβάσεις δημόσιας υπηρεσίας προέβλεπαν κρατική χρηματοδότηση του κόστους εκμετάλλευσης, με τη μορφή ετήσιων αντισταθμιστικών αποζημιώσεων, καθώς και τη δυνατότητα αυξήσεων κεφαλαίου για επενδύσεις που πραγματοποίησε η RTP κατά την εκπλήρωση της δημόσιας υπηρεσίας, οι διατάξεις δεν προέβλεπαν καμία χρηματοδότηση μέσω χορήγησης δανείου ή διαγραφής των εισφορών προς την κοινωνική ασφάλιση. Πάντως σύμφωνα με το σημείο 57 της ανακοίνωσης για τη ραδιοτηλεόραση, η Επιτροπή οφείλει να εκτιμήσει αν όλα τα μέτρα ανταποκρίνονται στην αρχή της αναλογικότητας, διαφορετικά η χρηματοδότηση της RTP θα είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

    (194)

    Η Επιτροπή κρίνει πως οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας που επιβλήθηκαν στην RTP και που δεν συνεπάγονταν αντισταθμίσεις δυνάμει των συμβάσεων δημόσιας υπηρεσίας, μπορούν να θεωρηθούν ως νόμιμες υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας σαφώς καθορισμένες και οι οποίες έχουν τυπικά επιβληθεί από το κράτος στον πάροχο δημόσιας υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία το πορτογαλικό κράτος δύναται να χρηματοδοτήσει το σύνολο του καθαρού κόστους παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχει αναλάβει η RTP.

    (195)

    Σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, δεν απαιτείται εκ νέου υπολογισμός του συνόλου του πραγματικού καθαρού κόστους που προέκυψε για την RTP στο πλαίσιο παροχής των υποχρεώσεών της ως δημόσιας υπηρεσίας. Αρκεί να καταδειχθεί ότι η συνολική κρατική χρηματοδότηση που έλαβε η RTP κατά την περίοδο 1992-1998, δεν υπερέβη το πρόσθετο καθαρό κόστος που προέκυψε για την επιχείρηση κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

    (196)

    Στον πίνακα 6, αναφέρεται το κόστος που ανέλαβε η RTP προκειμένου να διασφαλίσει την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (κόστος επενδύσεων και καθαρό κόστος εκμετάλλευσης) όπως υπολογίστηκε σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες και οι εισπραχθείσες αντισταθμίσεις που αντιστοιχούν στο κόστος των επενδύσεων και της εκμετάλλευσης.

    (197)

    Παρουσιάζεται το κόστος των επενδύσεων σε εξοπλισμό απαραίτητο για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (βλέπε πίνακα 5) καθώς και η προβλεπόμενη αντιστάθμιση για χρηματοδότηση των επενδύσεων (βλέπε πίνακα 2). Ακολουθεί το καθαρό κόστος εκμετάλλευσης της RTP (βλέπε πίνακα 4) και οι προβλεπόμενες αντισταθμιστικές αποζημιώσεις (βλέπε πίνακα 1). Τέλος, ο πίνακας παρουσιάζει το όφελος που προέκυψε για την επιχείρηση από τις ενισχύσεις ad hoc που προέκυψαν από τη συμφωνία με την κοινωνική ασφάλιση και τη χορήγηση δανείου.

    Πίνακας 6

    Σύνοψη των αναγκών χρηματοδότησης και αντιστάθμισης του καθαρού κόστους εκμετάλλευσης της δημόσιας υπηρεσίας, σύμφωνα με τους λογιστικούς κανόνες

    (σε εκατομμύρια εσκούδος)

     

    1992

    1993

    1994

    1995

    1996

    1997

    1998

    Σύνολο

    Κόστος επενδύσεων

    2 632,6

    2 102,0

    2 763,9

    992,7

    1 480,4

    4 037,4

    6 054,2

    20 063,2

    Εισφορές κεφαλαίου

    – 0

    – 0

    – 10 000,0

    – 12 800,0

    – 10 000,0

    – 14 000,0

    – 0

    – 46 800,0

    Διαφορά ανάμεσα στο κόστος επενδύσεων και την αντιστάθμιση

    2 632,6

    2 102,0

    – 7 236,1

    – 11 807,3

    – 8 519,6

    – 9 962,6

    6 054,2

    – 26 736,8

    Κόστος εκμετάλλευσης της δημόσιας υπηρεσίας

    6 718,2

    7 960,0

    8 384,1

    8 103,3

    17 217,1

    37 972,1

    30 101,3

    116 456,1

    Αντισταθμιστικές αποζημιώσεις

    – 6 200,0

    – 7 100,0

    – 7 145,0

    – 7 200,0

    – 14 500,0

    – 10 350,0

    – 14 000,0

    – 66 495,0

    Κοινωνική Ασφάλιση

    – 1 206,0

    – 1 206,0

    Δάνεια

     

     

     

     

     

     

    – 20 000,0

    – 20 000,0

    Διαφορά ανάμεσα στο κόστος εκμετάλλευσης και την αντιστάθμιση

    518,2

    – 346

    1 239,1

    903,3

    2 717,1

    27 622,1

    – 3 898,7

    28 755,1

    Πηγή: Χρηματοοικονομική έκθεση και εκθέσεις της δημόσιας υπηρεσίας.

    (198)

    Όπως έχει ήδη αναφερθεί το σύστημα των ετήσιων αντισταθμιστικών αποζημιώσεων που επέλεξαν οι πορτογαλικές αρχές οδήγησε σε υποεκτίμηση του πραγματικού κόστους της παροχής δημόσιας υπηρεσίας από την RTP και προκάλεσε συσσώρευση χρέους. Προκειμένου να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική ισορροπία της RTP, οι αρχές αποφάσισαν τη λήψη μέτρων ad hoc για την χρηματοδότηση του κόστους που προέκυψε για την RTP από την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

    (199)

    Σύμφωνα με τον πίνακα 6, η εισφορά κεφαλαίων υπερκάλυψε το κόστος των επενδύσεων που πραγματοποίησε η RTP για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας κατά 26 736,8 εκατομμύρια εσκούδος, ενώ το κόστος εκμετάλλευσης δεν καλύφθηκε στο σύνολό του από τις αντισταθμιστικές αποζημιώσεις και από τα άλλα ad hoc μέτρα και παρουσίασε έλλειμμα ύψους 28 755,1 εκατομμυρίων εσκούδος. Ως εκ τούτου, οι εισφορές κεφαλαίων που αρχικά προορίζονταν για χρηματοδότηση των επενδύσεων σε εξοπλισμό διατέθηκαν και για την αποπληρωμή των συσσωρευθέντων χρεών.

    (200)

    Όπως προκύπτει από τον πίνακα 6, η συνολική αντιστάθμιση υπολειπόταν κατά 2 018,3 εκατομμύρια εσκούδος του καθαρού κόστους παροχής της δημόσιας υπηρεσίας (28 755,1 μείον 26 736,8 εκατ. εσκούδος). Ως εκ τούτου η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, υπάρχει το στοιχείο της αναλογικότητας ανάμεσα στη συνολική κρατική χρηματοδότηση και το καθαρό κόστος εκμετάλλευσης που ανέλαβε η RTP για την παροχή της δημόσιας υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

    (201)

    Η Επιτροπή κρίνει πως τα εισπραχθέντα ποσά ήταν πιθανόν κατώτερα του συνολικού πραγματικού κόστους που προέκυψε για την RTP κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της ως δημόσιας τηλεόρασης, δεδομένου ότι ο πίνακας 6 δεν περιλαμβάνει το σύνολο των εξόδων της RTP για την περίοδο 1992-1998.

    (202)

    Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση, η Επιτροπή οφείλει να διασφαλίσει ότι η κρατική χρηματοδότηση είναι ανάλογη προς το καθαρό κόστος παροχής δημόσιας υπηρεσίας αλλά και ότι δεν προκαλείται στρέβλωση της αγοράς από τις εμπορικές δραστηριότητες της δημόσιας υπηρεσίας για τις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα ακριβούς κατανομής του κόστους ανάλογα με τη δραστηριότητα και οι οποίες δεν είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής της ως δημόσιας υπηρεσίας. Στρέβλωση θα μπορούσε να προκύψει στην περίπτωση που η RTP θα μείωνε τις τιμές διαφήμισης στην αγορά ώστε να μειωθούν τα έσοδα των ανταγωνιστών της (88). Στην περίπτωση αυτή η RTP δεν θα μεγιστοποιούσε τα εμπορικά της έσοδα ενώ παράλληλα θα διόγκωνε αδικαιολόγητα τις ανάγκες της σε κρατική χρηματοδότηση. Σύμφωνα με την ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση, παρόμοια συμπεριφορά, αν αποδειχθεί, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέει από την εντολή δημόσιας υπηρεσίας που έχει ανατεθεί στον οργανισμό ραδιοτηλεόρασης (89).

    (203)

    Η Επιτροπή, στην απόφασή της για κίνηση της διαδικασίας έρευνας, δήλωσε ότι αν αποδειχθεί παρόμοια συμπεριφορά, θα λάβει υπόψη τις στρεβλώσεις και την ενδεχόμενη ανάγκη για μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσο υπήρξε υπεραντιστάθμιση. Σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας η Επιτροπή επεσήμανε ότι «με βάση τα στοιχεία που μέχρι τώρα έχει στη διάθεσή της, δεν είναι σε θέση να καθορίσει κατά πόσο η RTP επέδειξε παρόμοια συμπεριφορά» (90).

    (204)

    Στο αίτημα της Επιτροπής για υποβολή παρατηρήσεων μετά την κίνηση της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν έλαβε καμία παρατήρηση από τους ανταγωνιστές της RTP που να υποδεικνύει ή να αποδεικνύει ότι η RTP εφάρμοσε πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού στην αγορά, συμπεριφορά η οποία θα οδηγούσε σε αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης ασυμβίβαστη με την συνθήκη (91).

    (205)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει πως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η RTP συμπεριφέρθηκε τοιουτοτρόπως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η RTP δεν εφάρμοσε αθέμιτες πρακτικές στην αγορά, γεγονός που θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση και ότι δεν υπήρξε υπεραντιστάθμιση ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της.

    (206)

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η συμφωνία με την κοινωνική ασφάλιση, οι εισφορές κεφαλαίου και το «μειωμένης εξασφάλισης» χορηγηθέν δάνειο πρέπει να θεωρηθούν ως κρατικές ενισχύσεις σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 1, της συνθήκης ΕΚ. Πάντως, η χρηματοδότηση της RTP μέσω ad hoc ενισχύσεων είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ. Η συνολική χρηματοδότηση είναι ανάλογη προς το καθαρό κόστος που αντιστοιχεί στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας όπως σαφώς έχουν οριστεί και ανατεθεί. Κατά συνέπεια η κρατική χρηματοδότηση δεν επηρέασε τις συναλλαγές και τον ανταγωνισμό στην κοινότητα σε βαθμό που να αντίκειται προς το κοινοτικό συμφέρον, σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 2, της συνθήκης ΕΚ (92).

    VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (207)

    Η Επιτροπή κρίνει ότι η Πορτογαλία χορήγησε παράνομα τις ad hoc ενισχύσεις, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει πως η συμφωνία του 1993 με την κοινωνική ασφάλιση, οι αυξήσεις κεφαλαίων κατά την περίοδο 1994-1997 και το δάνειο που χορηγήθηκε το 1998, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Τα ανωτέρω μέτρα χορηγήθηκαν με κρατικούς πόρους, δύνανται να προκαλέσουν νόθευση του ανταγωνισμού ευνοώντας την RTP και επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές. Όπως εξάλλου αναφέρεται ανωτέρω, τα μέτρα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που διατυπώνονται στην απόφαση Altmark, διότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν σε ένα σύστημα αντισταθμίσεων του οποίου οι παράμετροι είχαν εκ των προτέρων ορισθεί με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο. Επίσης, είναι προφανές ότι η RTP δεν επελέγη με δημόσιο διαγωνισμό που εγγυάται το χαμηλότερο δυνατό κόστος και δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το ύψος των ad hoc πληρωμών υπολογίστηκε με βάση την ανάλυση του κόστους που θα προέκυπτε για μια ανάλογη επιχείρηση.

    (208)

    Η προβλεπόμενη από το άρθρο 86, παράγραφος 2, εξαίρεση, ισχύει για τα ad hoc μέτρα. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, τα μέτρα αυτά αντιστάθμισαν τις υποχρεώσεις της δημόσιας υπηρεσίας όπως αυτές είχαν ανατεθεί στην RTP. Τα ad hoc μέτρα είναι ανάλογα προς το καθαρό κόστος της παροχής δημόσιας υπηρεσίας από την RTP. Δεν προκαλούν νόθευση του ανταγωνισμού κατά τρόπο που να αντίκειται στο κοινοτικό συμφέρον, δεδομένου ότι είναι ανάλογα προς το καθαρό κόστος παροχής της δημόσιας υπηρεσίας από την RTP και η επιχείρηση δεν χρησιμοποίησε αθέμιτες πρακτικές στην αγορά.

    Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω συμπεράσματα, η Επιτροπή,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Οι κρατικές ενισχύσεις ύψους 68 006 εκ. εσκούδος που η Πορτογαλία χορήγησε στην RTP, υπό την μορφή συμφωνίας με την κοινωνική ασφάλιση το 1993, αυξήσεων κεφαλαίου κατά τη περίοδο 1994-1997 και το δάνειο του 1998 είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης, δεδομένου ότι δεν οδήγησαν σε υπεραντιστάθμιση του καθαρού κόστους που προέκυψε για την RTP κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της.

    Άρθρο 2

    Δεν αποτελούν κρατικές ενισχύσεις τα κάτωθι μέτρα: απαλλαγή από τα τέλη καταχώρισης και άλλες επιβαρύνσεις, πληρωμές πραγματοποιηθείσες λόγω της μεταβίβασης του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης, διευκολύνσεις για την καταβολή του ετήσιου τέλους για τη χρήση του τηλεοπτικού δικτύου μετάδοσης, πρωτόκολλο για κινηματογραφική στήριξη, έκδοση ομολογιακού δανείου και σχέδιο αναδιάρθρωσης 1996-2000.

    Άρθρο 3

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Πορτογαλία.

    Βρυξέλλες 15 Οκτωβρίου 2003.

    Για την Επιτροπή

    Mario MONTI

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  EE C 85 της 9.4.2002, σ. 9.

    (2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 (νυν άρθρο 88) (ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

    (4)  Σύμφωνα με το άρθρο 5: «η εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που ανατέθηκαν στην RTP SA (…) χορηγεί στην εν λόγω εταιρεία το δικαίωμα αντισταθμιστικής αποζημίωσης, της οποίας το ακριβές ύψος πρέπει να ανταποκρίνεται στο πραγματικό κόστος της παροχής της δημόσιας υπηρεσίας, το οποίο θα υπολογιστεί με βάση αντικειμενικά κριτήρια και σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικής διαχείρισης».

    (5)  Παράγραφοι 2 και 3 του νόμου αριθ. 84/88, της 20ης Ιουλίου 1988.

    (6)  Νομοθετικό διάταγμα αριθ. 404/90 της 21ης Δεκεμβρίου 1990.

    (7)  Νομοθετικό διάταγμα αριθ. 138/91 της 8ης Απριλίου 1991.

    (8)  Σχετικά με την ανάλυση της αξίας του δικτύου, βλέπε την απόφαση της Επιτροπής του Νοεμβρίου 1996, στην οποία αποφασίστηκε ότι εκείνη η αξία ήταν σύμφωνη με την αξία που ίσχυε στην αγορά.

    (9)  Το 1991, η RTP μεταβίβασε αυτά τα περιουσιακά στοιχεία στην TDP και απέκτησε συμμετοχή στην εν λόγω επιχείρηση αντίστοιχη της αξίας των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Εν συνεχεία, το κράτος έγινε ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης της TDP. Ωστόσο, φαίνεται ότι το κράτος δεν κατέβαλε στην RTP το τίμημα αυτής της πράξης, αλλά παρέμεινε οφειλέτης προς την επιχείρηση αυτή για το ποσό των 5,4 δισεκατ. εσκούδος. Προφανώς η RTP αντιστάθμισε αυτή την οφειλή με προηγούμενα χρέη. Επιπλέον, η RTP έχοντας απολέσει τμήμα των περιουσιακών της στοιχείων, το κράτος αποφάσισε το 1993 να της χορηγήσει πόρους, συνεισφέροντας στο εταιρικό κεφάλαιο. Η πράξη αυτή πραγματοποιήθηκε με την εισφορά κεφαλαίου ίσου με την αξία των περιουσιακών στοιχείων που είχαν μεταβιβαστεί από την RTP.

    (10)  Οι κύριοι μέτοχοι είναι ο όμιλος Banco Espirito Santo (9,3 %), Brandes Investments Partners (5,5 %), Telefonica (4,8 %), ο όμιλος Caixa Geral de Depositos (4,7 %), και ο όμιλος BPI (2,9 %).

    (11)  Άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του νόμου αριθ. 58/90, της 7ης Σεπτεμβρίου 1990, που ρυθμίζει την άσκηση της τηλεοπτικής δραστηριότητας.

    (12)  Άρθρο 5 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 401/90 της 20ής Δεκεμβρίου 1990, που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 40/95 της 15ης Φεβρουαρίου 1995.

    (13)  Άρθρο 4 παράγραφος 2 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 401/90.

    (14)  Τα ποσά που καταβλήθηκαν είναι τα ακόλουθα: το 1992, 3 650 εκατομμύρια εσκούδος, το 1993, 3 680 εκατομμύρια εσκούδος, το 1994, 3 101 εκατομμύρια εσκούδος, το 1995, 2 866 εκατομμύρια εσκούδος και το 1996, 2 876 εκατομμύρια εσκούδος.

    (15)  Τον Μάρτιο του 1996 και τον Δεκέμβριο του 1997.

    (16)  Νομοθετικό διάταγμα αριθ. 40/95 που τροποποιήθηκε από το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 458/99 της 5ης Δεκεμβρίου 1999.

    (17)  Ρήτρα αριθ. 14 της παλαιάς σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα αριθ. 21 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας.

    (18)  Νόμος αριθ. 7/98.

    (19)  Άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 160/96.

    (20)  Το 1999 εφαρμόστηκε επιτόκιο 3,54 %, το 2000, επιτόκιο 4,14 %, το 2001, επιτόκιο 5,05 %, το 2002, επιτόκιο 3,62 % και το 2003, επιτόκιο 2,95 %.

    (21)  Άρθρο 5 της τροποποιημένης σύμβασης δανείου.

    (22)  Νομοθετικό διάταγμα αριθ. 40 341, της 18ης Οκτωβρίου 1955, σύμφωνα με το οποίο το πορτογαλικό κράτος προωθεί «τη σύσταση μιας ανώνυμης εταιρείας (…) με την οποία θα συνάψει σύμβαση ανάθεσης της δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης στην πορτογαλική επικράτεια».

    (23)  Σημεία 11.4 και 11.5 του ψηφίσματος του Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 49/90, της 31ης Δεκεμβρίου 1990 και σημείο 3 του ψηφίσματος του Υπουργικού Συμβουλίου αριθ. 6/92, της 22ης Φεβρουαρίου 1992.

    (24)  Νόμος αριθ. 21/92 της 14ης Αυγούστου 1992.

    (25)  Το παράρτημα του νόμου αριθ. 21/92 σχετικά με το καταστατικό της RTP ορίζει στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και 3, ότι η εταιρεία μπορεί να ασκεί τις ακόλουθες δραστηριότητες: i) τηλεοπτική διαφήμιση, ii) εμπορία προϊόντων, συγκεκριμένα προγράμματα και δημοσιεύσεις σχετικά με τις δραστηριότητές της, iii) παροχή τεχνικών συμβουλών και επαγγελματικής κατάρτισης και συνεργασία με άλλους οργανισμούς της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, iv) εμπορία και μίσθωση τηλεoπτικού εξοπλισμού, ταινιών, μαγνητικών ταινιών, βιντεοκασετών και συναφών προϊόντων, v) συμμετοχή σε άλλους ομίλους επιχειρήσεων και ομίλους ευρωπαϊκών οικονομικών συμφερόντων, και συμμετοχή στο εταιρικό κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων με οιαδήποτε μορφή που προβλέπεται από την εμπορική νομοθεσία.

    (26)  Χρέη βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα με πιστωτικούς οργανισμούς και υποχρεώσεις.

    Πηγή: Λογαριασμοί της RTP.

    (27)  Νόμος αριθ. 58/90, της 7ης Σεπτεμβρίου που ρυθμίζει την άσκηση τηλεοπτικής δραστηριότητας.

    (28)  Στις 17 Μαρτίου 1993 υπογράφηκε σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (παλαιά σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας) μεταξύ του πορτογαλικού κράτους και της RTP. Στις 31 Δεκεμβρίου 1996 η σύμβαση αυτή αντικαταστάθηκε από τη νέα σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας.

    (29)  Η RTP οφείλει α) να τηρήσει τις αρχές της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, της μη διάκρισης και της μη συγκέντρωσης, β) να διαφυλάττει την ανεξαρτησία της από την πολιτική εξουσία, να οργανώνει τα προγράμματά της ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις του κοινού για ποιότητα και ποικιλομορφία

    (30)  Η RTP οφείλει (α, γ) να συμβάλει στη διαφώτιση, πληροφόρηση και εκπαίδευση του κοινού γενικώς., β) να εγγυάται την ειδησεογραφική κάλυψη, (δ-η) να παραχωρεί τηλεοπτικό χρόνο για μηνύματα, ανακοινώσεις και επίσημα διαγγέλματα, για τις διάφορες θρησκευτικές ομολογίες, τα πολιτικά κόμματα, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τη δημόσια διοίκηση και την κυβέρνηση, θ) να εκπέμπει δυο προγράμματα γενικού χαρακτήρα, ένα εκ των οποίων, τουλάχιστον, οφείλει να καλύπτει τις Αυτόνομες Περιφέρειες των Αζόρων και της Μαδέρας, (ι, ιγ) να εκπέμπει προγράμματα εκπαιδευτικού, αθλητικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, ι) να στηρίζει και να προωθεί τον κινηματογράφο, ιδ) να διατηρεί οπτικοακουστικά αρχεία, ιε) να διασφαλίζει τα απαραίτητα μέσα για την ανταλλαγή προγραμμάτων και πληροφόρησης με τις Αυτόνομες Περιφέρειες των Αζόρων και της Μαδέρας, ιστ) να παράγει και να εκπέμπει προγράμματα για τις πορτογαλικές κοινότητες του εξωτερικού, ιζ) να συνεργάζεται με τις χώρες που μιλούν την πορτογαλική γλώσσα, ιη) να διασφαλίζει την απευθείας κάλυψη των κυριότερων γεγονότων που λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό, ιθ) να διατηρεί επαφές με επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια υπηρεσία τηλεόρασης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, κ) να διασφαλίζει ότι η άσκηση της τηλεοπτικής της δραστηριότητας είναι σύμφωνη με τους προσανατολισμούς που ορίζονται από τους διεθνείς αρμόδιους οργανισμούς.

    (31)  Ρήτρα αριθ. 4 της παλαιά σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα αριθ. 4 και 5 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας.

    (32)  Ρήτρα αριθ. 5 και 8 της παλαιά σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα αριθ. 6 και 13 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας

    (33)  Το άρθρο 1 της παλαιάς σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας όριζε ότι ο σκοπός της σύμβασης ήταν να ορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η RTP θα παρείχε τη δημόσια υπηρεσία τηλεόρασης. Στο άρθρο 1, η νέα σύμβαση ορίζει ότι η RTP είναι η μοναδική πάροχος της δημόσιας υπηρεσίας τηλεόρασης, δυνάμει του άρθρου 5 του νόμου αριθ. 58/90 της 7ης Σεπτεμβρίου και του άρθρου 4 του νόμου αριθ. 21/92.

    (34)  Ρήτρα αριθ. 9 της παλαιά σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα αριθ. 23 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας.

    (35)  Ρήτρα αριθ. 15, 16 και 18 της παλαιά σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα αριθ. 18 και 25 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας.

    (36)  Ρήτρα αριθ. 19 της παλαιά σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα αριθ. 25 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας και άρθρο 47 παράγραφος 2 του νόμου 31-Α/98.

    (37)  Ρήτρα αριθ. 13 της παλαιάς σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα αριθ. 20 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας.

    (38)  Ρήτρα αριθ. 14 της παλαιάς σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα αριθ. 21 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας.

    (39)  Η ρήτρα αριθ. 12 της παλαιάς σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας ορίζει λεπτομερώς το προς αντιστάθμιση κόστος και τη μέθοδο υπολογισμού του: η διαφορά κάλυψης (η διαφορά μεταξύ του λειτουργικού κόστους της RTP1 και του αντίστοιχου κόστους του μεγαλύτερου ιδιωτικού τηλεοπτικού φορέα), το έλλειμμα εκμετάλλευσης στις Αυτόνομες Περιφέρειες, το έλλειμμα εκμετάλλευσης του οπτικοακουστικού αρχείου, δαπάνες λειτουργίας της RTP-International, κόστος λειτουργίας της δομής για τη συνεργασία με τις Πορτογαλόφωνες Αφρικανικές Χώρες (PALOP), δαπάνες από τη διάθεση τηλεοπτικού χρόνου σε διάφορους φορείς, δαπάνες αντιπροσωπειών και ανταποκριτών και δαπάνες για το ίδρυμα του Εθνικού Θεάτρου του São Carlos. Η ρήτρα αριθ. 15 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας αναφέρει λεπτομερώς τις δαπάνες που συνεπάγονται αντιστάθμιση και τη μέθοδο υπολογισμού τους. Οι θέσεις που πρέπει να καλυφθούν είναι: το κόστος εκμετάλλευσης της RTP-1 και της RTP-2, οι υποχρεώσεις παροχής ειδικών υπηρεσιών που αναφέρονται στη ρήτρα αριθ. 7 στοιχεία α) έως ιγ), και η διαφορά κόστους.

    (40)  Πληροφορίες που έδωσαν οι πορτογαλικές αρχές με επιστολή της 31ης Μαρτίου 1999.

    (41)  Ρήτρα αριθ. 14 παράγραφος 2 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας.

    (42)  Εκτός από τις δαπάνες που συνδέονται με τη διαφορά κόστους

    (43)  Ρήτρα αριθ. 19 παράγραφος 1 και 3 της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας. Η νέα σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας όριζε ότι το κόστος λειτουργίας της RTP 2 θα μπορούσε να αντισταθμιστεί αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 1996.

    (44)  Αν και η Sport TV δεν είναι μια δραστηριότητα δημόσιας υπηρεσίας που δύναται να λάβει αντισταθμίσεις, η RTP αφαίρεσε τα κέρδη της Sport TV από το κόστος της δημόσιας υπηρεσίας. Η βάση γι’ αυτό είναι το άρθρο 47 παράγραφος 3 του νόμου αριθ. 32-A/98, της 14ης Ιουλίου 1998, που ορίζει ότι τα κέρδη που πραγματοποιεί η RTP από την εκμετάλλευση άλλων διαύλων ή τη συμμετοχή της σε αυτούς προορίζονται για τη χρηματοδότηση πρωτοβουλιών της δημόσιας υπηρεσίας.

    Πηγή: ανακοίνωση των πορτογαλικών αρχών και εκθέσεις για τη δημόσια υπηρεσία.

    (45)  Απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2000 στην υπόθεση Τ-46/97 SIC κατά Επιτροπής, Συλλογή [2000] ΙΙ-2125

    (46)  ΝΝ 141/95, Χρηματοδότηση της Πορτογαλικής Ραδιοτηλεόρασης (ΕΕ C 67 της 4.3.1997, σ. 10).

    (47)  Το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 91/Α/77 ανακάλεσε τα καταστατικά της RTP του 1976 και θέσπισε ότι η RTP θα τελούσε υπό τη διαχείριση διοικητικής επιτροπής.

    (48)  Αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2001 στην υπόθεση C-53/00, Ferring SA κατά ACOSS, Συλλογή 2001, σ. Ι-9067.

    (49)  Ρήτρα αριθ. 3 και 4 της σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας της 31ης Δεκεμβρίου 1996.

    (50)  Σύμφωνα με τη ρήτρα αριθ. 14 της σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας του 1993 και με τη ρήτρα αριθ. 21 παράγραφος 3 της σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας του 1996, «η συμμετοχή στις εν λόγω επενδύσεις θα λάβει, κατά προτίμηση, από τον πρώτο συμβαλλόμενο και μέτοχο, τη μορφή της αύξησης κεφαλαίου».

    (51)  Σημείο 10 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στα μέτρα που σχετίζονται με την άμεση φορολογία επιχειρήσεων (ΕΕ C 384 της 10.12. 1998, σ. 3).

    (52)  Βλέπε σχετικά, τον ορισμό δημόσιας επιχείρησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2000/52/ΕΚ της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2000, για τροποποίηση της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ περί της διαφάνειας των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημόσιων επιχειρήσεων (ΕΕ L 193 της 29.7.2000, σ. 75).

    (53)  Βλέπε απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1996 στην υπόθεση Τ-358/94, Compagnie Nationale Air France κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1996], σ. ΙΙ-2109.

    (54)  Yπόθεση C-342/96 Iσπανία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1999], σ. Ι-0000, σημείο 46.

    (55)  Όπως ανωτέρω, σημείο 48.

    (56)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002 στην υπόθεση C-482/99 Γαλλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [2002], σ. Ι-4397.

    (57)  Η Επιτροπή ζήτησε ρητά, με επιστολή της 16ης Ιουνίου 2003, πληροφορίες σχετικά με τους δείκτες που αναφέρονται από το Δικαστήριο στην υπόθεση C-482/99.

    (58)  Βλέπε υπόθεση 70/85 — απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 67,68 και 70/85 Kwekerij Gebroeders van der Kooy BV και άλλοι κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1985], σ. 219, σημείο 37.

    (59)  Aπόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 1993 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/91 και C-160/91 Christian Poucet κατά Assurances générales de France και Caisse mutuelle régionale du Languedoc-Roussillon, Συλλογή [1993], σ. Ι-637.

    (60)  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 1999 στην υπόθεση C-295/97 Industrie Aeronautiche e Meccaniche Rinaldo Piaggio SpA κατά International Factors Italia SpA (Italia), Dornier Luftfahrt GmbH και Ministero della Difesa, Συλλογή [1999] I-3735, σημείο 35.

    (61)  Άρθρο 1 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 160/96.

    (62)  Βλέπε σημείο 1.2 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14).

    (63)  Όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 παράγραφος 3 σημείο 1 του νόμου αριθ. 21/92, από τη ρήτρα αριθ. 5 παράγραφος 1 στοιχείο η) της σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας του 1993 και από τη ρήτρα αριθ. 7 παράγραφος 1 στοιχείο ιη) της σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας του 1996.

    (64)  Άρθρο 5 του νόμου αριθ. 21/92.

    (65)  Επιστολή των πορτογαλικών αρχών στις 14 Δεκεμβρίου 1995.

    (66)  Ο νόμος 91-Α/77 όριζε ότι τη διοίκηση της RTP ασκούσε διοικητική επιτροπή, λόγω των διαρθρωτικών προβλημάτων.

    (67)  Υπόθεση C-342/96, σημείο 46.

    (68)  ΝΝ 141/95 — Χρηματοδότηση της δημόσιας πορτογαλικής τηλεόρασης (ΕΕ C 67 της 4.3.1997, σ. 10).

    (69)  Υπόθεση Τ-46/97, σημείο 50.

    (70)  Ανακοίνωση της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 5 της οδηγίας 80/723/ΕΟΚ της Επιτροπής για τις δημόσιες επιχειρήσεις μεταποίησης (ΕΕ C 307 της 13.11.1993, σ. 3).

    (71)  Το επιτόκιο αναφοράς βασίζεται στο διατραπεζικό επιτόκιο swap πέντε ετών προσαυξημένο κατά ένα ποσοστό (JO C 273 du 9.9.1997, p. 3). Τα επιτόκια αναφοράς για την Πορτογαλία που ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 1997 βρίσκονται στην ιστοσελίδα: internet http://europa.eu.int/comm/competition/state aid/others/reference rates.html

    (72)  Βλέπε απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2002 στις κοινές υποθέσεις Τ-185/00, Τ-216/00, Τ-299/00 και Τ-300/00, Metropole Télévision SA (Μ6) (Τ-185/00), Antena 3 de Televisión SA (Τ-216/00) Gestevisión Telecinco SA (Τ-299/00) και SIC - Sociedade Independente de Comunicação SA (Τ-300/00) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [2002], σ. ΙΙ-3805.

    (73)  Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, όταν η ενίσχυση ισχυροποιεί τη θέση της επιχείρησης απέναντι στους ανταγωνιστές της στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, οι επιχειρήσεις αυτές θα πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζονται από τις ενισχύσεις. Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 στις υποθέσεις 730/79 Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Συλλογή [1980], σ. 2671, σημείο 11, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991 στην υπόθεση C 303/88, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [1991], Ι-1433, σημείο 17, απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000 στην υπόθεση C-156/98, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή [2000], σ. Ι-6857, σημείο 33.

    (74)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003 στην υπόθεση C-280/00, Altmark Trans GmbH και Regierungspräsidium Magdeburg κατά Nahverkehrsgesellschaft Altmark GmbH, που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή.

    (75)  Βλέπε απόφαση στην υποσημείωση 72 σημεία 101 έως 109. Στα σημεία αυτά το Δικαστήριο εξετάζει το κατά πόσο ορισμένες κρατικές πληρωμές σε εταιρείες μεταφορών που κρίθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις, μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 77 της συνθήκης ως πληρωμές για την εκτέλεση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας. Το δικαστήριο δεν απέκλεισε αυτή τη περίπτωση, με την επιφύλαξη να τηρούνται οι δεσμευτικοί όροι που προβλέπει το παράγωγο δίκαιο στο τομέα των μεταφορών. Ο συλλογισμός αυτός πρέπει να εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, στις επιχειρήσεις στις οποίες έχει ανατεθεί η παροχή υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος (SIEG) εκτός του τομέα των μεταφορών και σε συνδυασμό με το άρθρο 86 παράγραφος 2.

    (76)  ΕΕ C 320 της 15.11.2001, σ. 5.

    (77)  Βλέπε σημείο 29 της ανακοίνωσης.

    (78)  Το πρωτόκολλο κρίνει ότι το σύστημα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στα κράτη μέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις δημοκρατικές, κοινωνικές και πολιτιστικές ανάγκες κάθε κοινωνίας, καθώς και με την ανάγκη διασφάλισης της πολυφωνίας στα μέσα ενημέρωσης. Συγκεκριμένα τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να μεριμνούν για τη χρηματοδότηση της δημόσιας ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας εφόσον η χρηματοδότηση αυτή παρέχεται σε ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς για την εκπλήρωση του στόχου της δημόσιας υπηρεσίας, έτσι όπως την έχει θεσμοθετήσει, οριοθετήσει και οργανώσει κάθε κράτος μέλος και εφόσον η χρηματοδότηση αυτή δεν νοθεύει τις συνθήκες του εμπορίου και του ανταγωνισμού εντός της κοινότητας σε βαθμό αντιβαίνοντα στο κοινό συμφέρον, ενώ λαμβάνεται υπόψη η πραγματοποίηση του στόχου που εξυπηρετεί αυτή η δημόσια υπηρεσία.

    (79)  Βλέπε σημείο 33 της ανακοίνωσης.

    (80)  Βλέπε ανωτέρω υποσημείωση 77.

    (81)  Βλέπε ανωτέρω υποσημείωση 77.

    (82)  Οδηγία 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298 της 17.10.1989, σ. 23). Σύμφωνα με το άρθρο 5, «τα κράτη μέλη μεριμνούν (…) ώστε οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί να αφιερώνουν τουλάχιστον 10 % του χρόνου εκπομπής τους (…) ή εναλλακτικά (…) το 10 % τουλάχιστον του προϋπολογισμού των προγραμμάτων τους σε ευρωπαϊκά έργα παραγωγών ανεξαρτήτων από ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς».

    Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 45 της οδηγίας 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 202 της 30.7.1997, σ. 60), «ο στόχος της υποστήριξης της οπτικοακουστικής παραγωγής στην Ευρώπη μπορεί να επιδιωχθεί στα κράτη μέλη (…) μέσω του καθορισμού της αποστολής κοινής ωφέλειας (που να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον) για ορισμένους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης και της υποχρέωσης για ουσιαστική συνεισφορά σε επενδύσεις στην ευρωπαϊκή παραγωγή».

    (83)  Ρήτρα 13 της παλαιά σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας και ρήτρα 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) της νέας σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας.

    (84)  Επιστολή των πορτογαλικών αρχών της 30ής Ιουνίου 1999.

    (85)  Ανακοίνωση για την ραδιοτηλεόραση, σημείο 40.

    (86)  Ανακοίνωση για την ραδιοτηλεόραση, σημεία 57 και 58.

    (87)  Το κόστος εκμετάλλευσης του πρώτου και του δεύτερου διαύλου, σύμφωνα με την παλαιά σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας, αντιστοιχεί στο κόστος χρηματοδότησης και στο κόστος ανταπόκρισης στις περιπτώσεις όπου υπήρχαν και άλλοι φορείς.

    (88)  Ανακοίνωση για την ραδιοτηλεόραση, σημείο 58.

    (89)  Βλέπε υποσημείωση 86.

    (90)  Παράγραφος 91 της απόφασης για κίνηση της διαδικασίας.

    (91)  Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το 1993 η καταγγέλουσα SIC, ισχυρίσθηκε και παράβαση του άρθρου 86 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ (πρώην άρθρο 90) σχετικά με τη νομική οντότητα που ίδρυσε το πορτογαλικό κράτος στο πλαίσιο της αγοράς διαφήμισης και την πολιτική αγοράς προγραμμάτων της RTP [βλέπε επίσης απόφαση 89/536/ΕΟΚ της Επιτροπής, (ΕΕ 284 της 3.10.1989, σ. 36)]. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή εξέταση τους ισχυρισμούς αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 1.

    (92)  Ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση, σημείο 58.


    Top