Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005D0239

    2005/239/: Απόφαση της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2004, σχετικά με ορισμένα μέτρα ενισχύσεων που η Γαλλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ των υδατοκαλλιεργητών και των αλιέων [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 2588]Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ΕΕ L 74 της 19.3.2005, p. 49–61 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2005/239/oj

    19.3.2005   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 74/49


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 14ης Ιουλίου 2004

    σχετικά με ορισμένα μέτρα ενισχύσεων που η Γαλλία έθεσε σε εφαρμογή υπέρ των υδατοκαλλιεργητών και των αλιέων

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2004) 2588]

    (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2005/239/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Με επιστολή της 21ης Ιουνίου 2000, η Γαλλία, ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που είχε εγκρίνει για την αποζημίωση των αλιέων και των υδατοκαλλιεργητών που είχαν υποστεί ζημίες, αφενός, μετά από τη σημειωθείσα ρύπανση από υδρογονάνθρακες, που προκλήθηκε από το ναυάγιο του πλοίου Erika στον κόλπο της Γασκόνης στις 12 Δεκεμβρίου 1999, και, αφετέρου, μετά την ασυνήθως ισχυρή θύελλα της 27ης και 28ης Δεκεμβρίου 1999. Μετά από αίτημα της Επιτροπής, της κοινοποιήθηκαν συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολές της 28ης Νοεμβρίου 2000, 6ης Απριλίου και 13ης Αυγούστου 2001. Δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά ετέθησαν σε εφαρμογή πριν είναι σε θέση η Επιτροπή να αποφανθεί επί του συμβιβάσιμού τους με την κοινή αγορά, ο σχετικός φάκελος καταχωρήθηκε ως μη κοινοποιηθέν καθεστώς ενισχύσεων, με αριθμό NN 80/2000.

    (2)

    Με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλία σχετικά με την απόφασή της, αφενός, να θεωρήσει ως συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά ορισμένα από τα προβλεπόμενα μέτρα και, αφετέρου, να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης έναντι των λοιπών μέτρων. Η Γαλλία γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της, απαντώντας με επιστολή της 5ης Μαρτίου 2002.

    (3)

    Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (1). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των εν λόγω μέτρων. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις.

    II   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

    (4)

    Τα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης, και για τα οποία κινήθηκε η επίσημη διαδικασία εξέτασης, είναι τα ακόλουθα:

    1)

    μέτρα υπέρ των υδατοκαλλιεργητών των διοικητικών διαμερισμάτων Finistère, Morbihan, Loire-Atlantique, Vendée, Charente-Maritime και Gironde (στο εξής αναφερόμενα ως «τα διαμερίσματα της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde»):

    απαλλαγή από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για το πρώτο τρίμηνο του 2000 (ή ένα μέσο τρίμηνο),

    ελάφρυνση ορισμένων χρηματοπιστωτικών βαρών·

    2)

    συμπληρωματικά μέτρα υπέρ των υδατοκαλλιεργητών και των αλιέων του συνόλου της Γαλλίας:

    συμπληρωματικό μέτρο ελάφρυνσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για το σύνολο των υδατοκαλλιεργητών (περίοδος από 15 Απριλίου έως 15 Ιουλίου 2000) και των αλιέων της μητροπολιτικής Γαλλίας και των υπερπόντιων διαμερισμάτων (περίοδος από 15 Απριλίου έως 15 Οκτωβρίου 2000),

    απαλλαγή του συνόλου των υδατοκαλλιεργητών από την καταβολή ανταποδοτικών τελών για χρήση κτήματος του δημοσίου για το έτος 2000· η Επιτροπή είχε θεωρήσει, στο πλαίσιο της αποφάσεως για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, ότι η απαλλαγή αυτή αφορούσε αποκλειστικά τις επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας, τις εγκατεστημένες στα διαμερίσματα της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde, απεδείχθη όμως στη συνέχεια ότι το μέτρο αυτό ήταν ένα γενικής φύσεως συμπληρωματικό μέτρο που εφαρμόστηκε στο σύνολο των παραγωγών της μητροπολιτικής Γαλλίας και των υπερπόντιων διαμερισμάτων.

    (5)

    Η Επιτροπή επισημαίνει, προς υπόμνηση, ότι τα μέτρα που είχαν θεωρηθεί ως συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά και για τα οποία η Γαλλία είχε τηρηθεί ενήμερη με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2001, αφορούσαν τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στα διαμερίσματα της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde και ήταν τα ακόλουθα:

    μέτρα υπέρ των υδατοκαλλιεργητών: θέση σε εφαρμογή του καθεστώτος για τις θεομηνίες που πλήττουν το γεωργικό τομέα, ενίσχυση για την αποκατάσταση του εξοπλισμού και των αποθεμάτων, προκαταβολές για τις αποζημιώσεις που πρόκειται να καταβληθούν από το Διεθνές Ταμείο Αποζημίωσης για Πετρελαϊκή Ρύπανση (IOPC) (FIPOL — Fonds international d’indemnisation pour les dommages dus à la pollution par les hydrocarbures),

    μέτρα υπέρ των αλιέων: ενίσχυση για την αποκατάσταση των απολεσθέντων αλιευτικών σκαφών και αλιευτικού υλικού ή των ζημιών σε αυτά λόγω της θύελλας, προκαταβολές για τις αποζημιώσεις του IOPC, κατ’ αποκοπή ενίσχυση για τις εισοδηματικές απώλειες που απορρέουν από τις ζημιές λόγω της θύελλας.

    A.   Μέτρα υπέρ των υδατοκαλλιεργητών των διαμερισμάτων της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde

    1.   Απαλλαγή από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης για το πρώτο τρίμηνο του 2000 (ή ένα μέσο τρίμηνο)

    (6)

    Το μέτρο αυτό απευθύνεται σε δύο κατηγορίες υδατοκαλλιεργητών: αυτούς που υπέστησαν ζημίες στα αποθέματα και στο υλικό εκμετάλλευσης μετά τη θύελλα του Δεκεμβρίου 1999 και στους οποίους χορηγήθηκε ενίσχυση για την αποκατάσταση των αποθεμάτων, αφενός, και αυτούς που υπέστησαν ζημίες που προκλήθηκαν από υδρογονάνθρακες προερχόμενους από το πλοίο Erika και στους οποίους χορηγήθηκε προκαταβολή έναντι των αποζημιώσεων που θα κατέβαλε το IOPC, αφετέρου.

    (7)

    Επρόκειτο συνεπώς για ένα στοχοθετημένο μέτρο το οποίο ετέθη σε εφαρμογή ενόψει της κατάστασης των επιχειρήσεων. Αφορούσε διάστημα ενός, δύο ή τριών μηνών, ανάλογα με τη σπουδαιότητα της ζημίας που υπέστη η επιχείρηση. Η απαλλαγή από τις κοινωνικές εισφορές ήταν πλήρης, για όλη τη σχετική διάρκεια.

    (8)

    Οι αιτήσεις εξετάστηκαν από τις επιτροπές διαμερίσματος για την αποζημίωση, που συστάθηκαν σε καθένα από τα ανωτέρω διαμερίσματα, υπό την εποπτεία του νομάρχη, και με τη συμμετοχή των αρμοδίων διοικήσεων, των επαγγελματικών οργανώσεων, των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών. Ο πίνακας των δικαιούχων καταρτίστηκε από τη Διεύθυνση Θαλάσσιας Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας κατόπιν προτάσεως των προϊσταμένων των διαμερισμάτων. Ο πίνακας περιελάμβανε 1 476 επιχειρήσεις. Το ποσό των απαλλαγών ανήλθε σε 0,87 εκατ. ευρώ.

    2.   Ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών

    (9)

    Το μέτρο αυτό απευθυνόταν στις ίδιες επιχειρήσεις με αυτές των ανωτέρω αιτιολογικών σκέψεων 6 έως 8. Συνίστατο στην ανάληψη του βάρους, στο πλαίσιο εξατομικευμένων σχεδίων ρύθμισης των οφειλών, ενός μέρους των δεδουλευμένων ή προς καταβολή τόκων, τα έτη 2000, 2001 και 2002, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δανείων, όπως και δανείων στήριξης της εκμετάλλευσης. Σκοπός των μέτρων αυτών ήταν, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε η Γαλλία στην επιστολή της 13ης Αυγούστου 2001, η ελάφρυνση των ταμειακών επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων που επλήγησαν από τα περιστατικά (θύελλα και πετρελαιοκηλίδα).

    (10)

    Οι σχετικοί φάκελοι θα έπρεπε να έχουν κατατεθεί το αργότερο την 1η Απριλίου 2000. Οι διευθύνσεις θαλάσσιων υποθέσεων των διαμερισμάτων ανέλαβαν την επεξεργασία τους και τις υπέβαλαν στις επιτροπές αποζημίωσης. Το ποσό της ενίσχυσης διαμορφώθηκε κατάλληλα, βάσει κριτηρίων που προσδιορίστηκαν σε τοπικό επίπεδο. Οι επιτροπές αποζημίωσης έπρεπε ιδίως να λάβουν υπόψη τους το μέγεθος των απωλειών δραστηριότητας που πράγματι διαπιστώθηκαν στη διάρκεια του χειμώνα 1999-2000, την κατάσταση χρέους και το ευάλωτο των επιχειρήσεων, το ποσό των εσόδων εκμετάλλευσης των δύο τελευταίων οικονομικών ετών, τα ενδεχόμενα εισοδήματα από εξωτερικές πηγές που είχαν οι ενδιαφερόμενοι στη διάρκεια της ιδίας περιόδου, καθώς και τη βιωσιμότητα της εξεταζόμενης επιχείρησης. Ζητήθηκε από τους δανειστές των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων (τράπεζες και προμηθευτές) να καταβάλουν κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια. Το ποσό της ενίσχυσης δε μπορούσε να υπερβαίνει τις 48 000 γαλλικά φράγκα (FRF) (ήτοι 7 317 ευρώ), εκτός ιδιαίτερα κρίσιμης περιπτώσεως, κατά την κρίση της επιτροπής αποζημίωσης, που να δικαιολογεί άνοδο του ανωτάτου αυτού ορίου στα 62 000 FRF (9 451 ευρώ).

    (11)

    Τα εξατομικευμένα σχέδια ρύθμισης των χρεών, που καταρτίστηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, οδήγησαν στην κατάρτιση συμβάσεως, εγκρινόμενης από το σύνολο των ενδιαφερομένων μερών, βάσει της οποίας μπορεί να προσδιοριστεί η συμβολή καθενός από αυτά στην υλοποίησή του. Την απόφαση χορήγησης της ενίσχυσης ελάμβανε ο προϊστάμενος του διοικητικού διαμερίσματος (νομάρχης - préfet de département). Το συνολικό ποσό της ενίσχυσης ανήλθε σε 8 εκατ. FRF περίπου (1,2 εκατ. ευρώ) και αφορούσε 1 083 επιχειρήσεις.

    B.   Συμπληρωματικά μέτρα

    (12)

    Συμπληρωματικά προς τα ανωτέρω περιγραφόμενα μέτρα, είτε πρόκειται για τα μέτρα για τα οποία έχει ήδη κινηθεί η επίσημη διαδικασία εξέτασης είτε για αυτά ως προς τα οποία η Επιτροπή έχει ήδη αποφανθεί θετικά, και με σκοπό, σύμφωνα με τη Γαλλία, να αντιμετωπισθούν οι δυσχέρειες του τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, ο οποίος βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δυσκολίες που συσσώρευσαν η θύελλα και η πετρελαιοκηλίδα, όπως και να ληφθεί υπόψη η ζημία που υπέστησαν οι επιχειρήσεις του τομέα αυτού εξαιτίας της επιδείνωσης των συνθηκών στην αγορά, ο υπουργός γεωργίας και αλιείας αποφάσισε να λάβει υπέρ των επιχειρήσεων αυτών ορισμένα συμπληρωματικά μέτρα.

    1.   Απαλλαγή όλων των υδατοκαλλιεργητών από τα ανταποδοτικά τέλη του έτους 2000

    (13)

    Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπέβαλε η Γαλλία, με την επιστολή της 21ης Ιουνίου 2000, ήτοι πριν από την απόφαση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, είχε χορηγηθεί, για το έτος 2000, απαλλαγή από την καταβολή του ανταποδοτικού τέλους για τις παραχωρήσεις θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας στις θαλάσσιες εκτάσεις του δημοσίου και για τις άδειες υδροληψίας για την τροφοδοσία των τεμαχίων των ευρισκομένων σε ιδιωτικές εκτάσεις.

    (14)

    Η Γαλλία, στην επιστολή της 5ης Μαρτίου 2002, με την οποία γνωστοποίησε τις παρατηρήσεις της για την κίνηση της διαδικασίας, αναφέρει ότι το μέτρο αυτό αποτελούσε μέρος των συμπληρωματικών μέτρων ελάφρυνσης των βαρών όλων των υδατοκαλλιεργητών της μητροπολιτικής Γαλλίας και των υπερπόντιων διαμερισμάτων.

    (15)

    Μετά από σχετικό αίτημα της Επιτροπής, η Γαλλία επιβεβαίωσε, με επιστολή της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, ότι η εφαρμογή της απαλλαγής αυτής είχε, με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2000, επεκταθεί στο σύνολο των εκμεταλλεύσεων θαλάσσιων υδατοκαλλιεργειών.

    (16)

    Το ποσό της απαλλαγής αυτής ανήλθε στα 3,81 εκατ. ευρώ.

    2.   Ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών υπέρ των υδατοκαλλιεργητών και των αλιέων

    (17)

    Ο υπουργός Γεωργίας και Αλιείας αποφάσισε, με δύο εγκυκλίους, από ημερομηνία 15 Απριλίου 2000 η μια και 13 Ιουλίου 2000 η άλλη, να χορηγήσει στο σύνολο των επιχειρήσεων του τομέα το ευεργέτημα της ελάφρυνσης κατά 50 % των κοινωνικών εισφορών, και τούτο για το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Ιουλίου 2000 για τους υδατοκαλλιεργητές και από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Οκτωβρίου 2000 για τους αλιείς.

    (18)

    Η ελάφρυνση αυτή αφορούσε τις εισφορές εργοδοτών και μισθωτών και εφαρμόστηκε στο σύνολο των αλιέων και των υδατοκαλλιεργητών της μητροπολιτικής Γαλλίας και των υπερπόντιων διαμερισμάτων της.

    (19)

    Οι λεπτομέρειες της μείωσης ήταν διαφορετικές, ανάλογα εάν επρόκειτο για τις εισφορές υπέρ του ΕΝΙΜ ( (Etablissement National des Invalides de la Marine – Εθνικό Ίδρυμα Αναπήρων Ναυτικών) ή για εισφορές υπέρ του MSA (Mutualité Sociale Agricole – Γεωργικό Ταμείο Αλληλοβοήθειας).

    (20)

    Όσον αφορά τις καταβαλλόμενες στο ΕΝΙΜ εισφορές, το ποσοστό μείωσης ανερχόταν στο 50 %, τόσο για τις εισφορές μισθωτών όσο και για τις εργοδοτικές εισφορές. Ωστόσο, στην ιδιαίτερη περίπτωση των πλοίων στα οποία δεν εφαρμόζεται η μέθοδος αμοιβής με βάση το κατεχόμενο μερίδιο, η μείωση της εργοδοτικής εισφοράς ανερχόταν στο 75 %. Αυτή η διαφορά ποσοστού εξηγείται, σύμφωνα με τη Γαλλία, από το γεγονός ότι, στην περίπτωση της αμοιβής με βάση το κατεχόμενο μερίδιο, υπάρχει στενή σχέση οικονομικής αλληλεγγύης μεταξύ του εφοπλιστικού φορέα και του πληρώματος απέναντι στις δυσχέρειες που απαντώνται κατά την άσκηση της αλιευτικής δραστηριότητας, ειδικότερα όσον αφορά τις πτώσεις του κύκλου εργασιών, ενώ, στις βιομηχανικής φύσεως αλιευτικές δραστηριότητες, στις οποίες δεν υφίσταται αυτή η μέθοδος αμοιβής, ο εφοπλιστικός φορέας αναλαμβάνει εκ των πραγμάτων το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών δυσχερειών.

    (21)

    Όσον αφορά τις οφειλόμενες στο MSA εισφορές, για τους υδατοκαλλιεργητές που καλύπτονται από το καθεστώς αυτό, οι λεπτομέρειες ελάφρυνσης των βαρών προσδιορίστηκαν από εγκύκλιο του Υπουργείου Γεωργίας και Αλιείας, της 25ης Απριλίου 2000. Η ελάφρυνση αυτή αντιστοιχούσε στην ανάληψη του βάρους, σε ποσοστό 50 % των προσωπικών εισφορών των οφειλομένων από τους ιδιοκτήτες εκμεταλλεύσεων και τους επιχειρηματίες, για τα τρία δωδέκατα των απαιτητών για το έτος 1999 εισφορών, καθώς και των εισφορών που όφειλαν να καταβάλουν για λογαριασμό των μισθωτών τους, για τους μισθούς των τριών τελευταίων μηνών του έτους 1999.

    (22)

    Οι απαλλαγές αυτές ανήλθαν σε ποσό 119 εκατ. FRF (18,2 εκατ. ευρώ).

    Γ.   Λόγοι κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξέτασης

    (23)

    Τα μέτρα που περιγράφονται στα τμήματα Α και Β ανωτέρω ελήφθησαν μετά τη ρύπανση που προκλήθηκε από το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Erika στις 12 Δεκεμβρίου 1999 και μετά από την ισχυρή θύελλα της 26ης και 27ης Δεκεμβρίου 1999.

    (24)

    Η ανάλυση των μέτρων αυτών έγινε με βάση το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης, που αναφέρει ότι είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά «οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα». Πράγματι, η ρύπανση που ακολούθησε το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Erika μπορεί να χαρακτηρισθεί ως έκτακτο γεγονός κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου. Αφετέρου, λόγω της ασυνήθους και ακραίας εντάσεώς της, η θύελλα της 26ης και 27ης Δεκεμβρίου 1999 μπορεί να χαρακτηρισθεί ως θεομηνία.

    (25)

    Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος της Επιτροπής είναι να ελέγξει κατά πόσον υπήρξε υπεραντιστάθμιση των ζημιών που προκλήθηκαν από τα γεγονότα αυτά.

    1.   Μέτρα υπέρ των υδατοκαλλιεργητών των διαμερισμάτων της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère, μέχρι τη Gironde

    (26)

    Τα μέτρα για τα οποία κινήθηκε η επίσημη διαδικασία εξέτασης είναι η απαλλαγή από τις κοινωνικές εισφορές για το πρώτο τρίμηνο του 2000 (ή ένα μέσο τρίμηνο), η ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών και η απαλλαγή από την καταβολή ανταποδοτικού τέλους για χρήση δημοσίου κτήματος.

    (27)

    Το μέτρο της απαλλαγής από κοινωνικές εισφορές ετέθη σε εφαρμογή μετά από εξέταση της κατάστασης των δυνητικά δικαιούχων επιχειρήσεων, από την επιτροπή αποζημίωσης. Η διάρκεια της απαλλαγής αυτής διαμορφώθηκε, από έναν έως τρεις μήνες, σε συνάρτηση με την προκληθείσα ζημία. Αυτό το απαλλακτικό μέτρο ήλθε να συμπληρώσει ορισμένα άλλα εγκριθέντα μέτρα (θέση σε εφαρμογή του καθεστώτος για τις φυσικές καταστροφές στη γεωργία, ενισχύσεις για την αποκατάσταση του εξοπλισμού και των αποθεμάτων και προκαταβολές για τις αποζημιώσεις που θα καταβληθούν από το IOPC). Η Επιτροπή, βασιζόμενη στις υποβληθείσες πληροφορίες, είχε κρίνει ότι δεν ήταν σε θέση να ελέγξει ότι, πράγματι, με αυτό το μέτρο απαλλαγής από τις κοινωνικές εισφορές, δεν υπήρξε, γενικότερα, αντιστάθμιση που να υπερβαίνει τις προσκληθείσες ζημίες.

    (28)

    Το μέτρο ελάφρυνσης των χρηματοπιστωτικών βαρών ήταν επίσης συμπληρωματικό των λοιπών εγκριθέντων μέτρων. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να βεβαιωθεί ότι, γενικότερα, με αυτή την ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών, δεν υπήρξε αντιστάθμιση πέραν των προκληθεισών ζημιών.

    (29)

    Το μέτρο απαλλαγής από τα ανταποδοτικά τέλη ήταν επίσης συμπληρωματικό των άλλων μέτρων. Επιπλέον, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διέθετε η Επιτροπή, όλοι οι υδατοκαλλιεργητές των εν λόγω διοικητικών διαμερισμάτων φαίνεται να επωφελήθηκαν από το μέτρο αυτό. Η Γαλλία δεν ανέφερε τους λόγους για τους οποίους αυτό το μέτρο απαλλαγής επεκτάθηκε στο σύνολο των επαγγελματιών των διαμερισμάτων αυτών. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση, ούτε εδώ, να επαληθεύσει ότι με την απαλλαγή από την καταβολή των ανταποδοτικών τελών δεν υπήρξε, γενικότερα, αντιστάθμιση που να υπερβαίνει τις προκληθείσες ζημίες.

    (30)

    Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσει ότι δεν υπήρξε υπεραντιστάθμιση, πέραν των προκληθεισών ζημιών, τα διάφορα αυτά μέτρα δεν ήταν δυνατόν να κηρυχθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά, βάσει του άρθρου 97 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης.

    (31)

    Καθώς επρόκειτο για μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις, τα μέτρα αυτά εξετάστηκαν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων στον τομέα της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (2), που εγκρίθηκαν το 1997 και ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία των γεγονότων (εφεξής «κατευθυντήριες γραμμές του 1997»). Δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές προσλαμβάνουν χαρακτήρα ενίσχυσης στη λειτουργία, η Επιτροπή εφάρμοσε το σημείο 1.2 τέταρτο εδάφιο τρίτη περίπτωση των κατευθυντήριων γραμμών του 1997, στο οποίο διατυπώνεται η γενική αρχή ασυμβίβαστου των ενισχύσεων στη λειτουργία με την κοινή αγορά. Θεώρησε, ενόψει των πληροφοριών που διέθετε, ότι παρέμεναν ορισμένες αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο των εν λόγω μέτρων με την κοινή αγορά.

    2.   Συμπληρωματικά μέτρα ελάφρυνσης των κοινωνικών βαρών υπέρ όλων των υδατοκαλλιεργητών και αλιέων

    (32)

    Σύμφωνα με τη Γαλλία, τα συμπληρωματικά μέτρα ελάφρυνσης υπέρ του συνόλου των υδατοκαλλιεργητών και αλιέων της μητροπολιτικής Γαλλίας και των υπερπόντιων διαμερισμάτων, εγκρίθηκαν με σκοπό την αντιστάθμιση της οικονομικής ζημίας που υπέστησαν οι επιχειρήσεις του τομέα λόγω της σημειωθείσας κάμψης της αγοράς, που προκλήθηκε από την κακή εικόνα που παρουσίαζαν τα θαλασσινά μετά τη ρύπανση από το Erika.

    (33)

    Η ελάφρυνση των κοινωνικών βαρών αφορούσε το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Ιουλίου 2000.

    (34)

    Σύμφωνα με τη Γαλλία, η επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά είχε ως συνέπεια πτώση των πωλήσεων λιανικής, για το πρώτο εξάμηνο του 2000, όσον αφορά τα οστρακοειδή, κατά 9 % σε όγκο και κατά 5 % σε αξία. Επιπλέον, η θύελλα είχε ορισμένες αρνητικές συνέπειες στην οικονομική κατάσταση του συνόλου του κλάδου οστρακοκαλλιέργειας, καθώς το διαμέρισμα Charente-Maritime διαδραματίζει κεντρικής σημασίας ρόλο στην εμπορία οστράκων στη Γαλλία.

    (35)

    Ωστόσο, η Γαλλία δεν υπέβαλε κανένα πληροφοριακό στοιχείο ως προς το σύνδεσμο μεταξύ του ποσού της οικονομικής ζημίας που φέρονται να υπέστησαν όλοι οι παραγωγοί οστρακοειδών από την πετρελαιοκηλίδα και του ποσού που αντιπροσωπεύει η απαλλαγή από τις κοινωνικές εισφορές στη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να ελέγξει κατά πόσον το απαλλακτικό αυτό μέτρο αντιστοιχούσε προς την αξία της προκληθείσας ζημίας, χωρίς να υπάρξει υπεραντιστάθμισή της.

    (36)

    Δεδομένου ότι το μέτρο αυτό προσλάμβανε χαρακτήρα ενίσχυσης στη λειτουργία, η Επιτροπή θεώρησε, βασιζόμενη στο σημείο 1.2 τέταρτο εδάφιο τρίτη περίπτωση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1997, ότι, ενόψει των στοιχείων που διέθετε, παρέμεναν ορισμένες αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο του μέτρου αυτού με την κοινή αγορά.

    (37)

    Η ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών αφορούσε το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Οκτωβρίου 2000.

    (38)

    Σύμφωνα με τη Γαλλία, διαπιστώθηκε μια γενικευμένη κάμψη της αγοράς θαλασσινών προϊόντων, συνοδευόμενη από διαρκή μείωση της ζήτησης, λόγω της ανησυχίας των καταναλωτών για τις υγειονομικές επιπτώσεις της πετρελαιοκηλίδας.

    (39)

    Η Γαλλία είχε υποβάλει διάφορα πληροφοριακά στοιχεία, στατιστικής φύσεως, για τις λιανικές πωλήσεις των προϊόντων της αλιείας, στοιχεία που δικαιολογούσαν τη θέση σε εφαρμογή αυτού του μέτρου ελάφρυνσης. Η Επιτροπή είχε λάβει υπό σημείωση τις πληροφορίες αυτές. Ωστόσο, στην επιστολή της προς τη Γαλλία, με την οποία την ειδοποιούσε για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η Επιτροπή παρατηρούσε ιδίως ότι, σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2000, η αξία των πωλήσεων με το σύστημα του πλειστηριασμού σημείωσε αύξηση 3 % σε σχέση με το προηγούμενο έτος και η απόσυρση προϊόντων παρέμεινε κατώτερη από το 1,5 % των ποσοτήτων που εκφορτώθηκαν, όσον αφορά το σύνολο των κυριοτέρων ειδών αλιευμάτων, ήτοι ποσοστό ισοδύναμο προς αυτό που σημειώθηκε το 1999 κατά την ίδια περίοδο. Επιπλέον, αυτό το απαλλακτικό μέτρο εφαρμόστηκε στο σύνολο των γαλλικών επιχειρήσεων αλιείας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που είναι εγκατεστημένες στα υπερπόντια διαμερίσματα.

    (40)

    Επιπλέον, η Επιτροπή είχε λάβει γνώση ορισμένων πληροφοριών που δημοσίευσε το Πρακτορείο France-Presse, όπως και ο γραπτός Τύπος, σύμφωνα με τις οποίες οι ελαφρύνσεις αυτές των κοινωνικών εισφορών είχαν στην πραγματικότητα ως στόχο να αντισταθμίσουν την άνοδο της τιμής των καυσίμων που είχε σημειωθεί ήδη από αρκετούς μήνες.

    (41)

    Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Γαλλία δεν είχε προσκομίσει τα στοιχεία εκείνα που θα επέτρεπαν να αποδειχθεί ότι η προβαλλόμενη κατάσταση αντιστοιχούσε προς την επανόρθωση οικονομικής ζημίας που υπέστησαν οι επιχειρήσεις λόγω της κάμψης της αγοράς θαλασσινών προϊόντων. Δεδομένου ότι το μέτρο αυτό προσλαμβάνει το χαρακτήρα ενίσχυσης στη λειτουργία, η Επιτροπή θεώρησε, με βάση το σημείο 1.2 τέταρτο εδάφιο τρίτη περίπτωση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1997, ότι ενόψει των πληροφοριών που διέθετε, υπήρχαν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο του μέτρου αυτού με την κοινή αγορά.

    III   ΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ

    A.   Μέτρα υπέρ των υδατοκαλλιεργητών των διαμερισμάτων της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde

    (42)

    Η Γαλλία αναφέρει ότι οι ελαφρύνσεις των χρηματοπιστωτικών βαρών που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των σχεδίων ρύθμισης των χρεών, είχαν ως στόχο την ενίσχυση των πλέον ευάλωτων επιχειρήσεων ώστε να ανταπεξέλθουν σε μια έκτακτη κατάσταση, συνδεόμενη με τις επελθούσες καταστροφές, και όχι για την αντιστάθμιση των απωλειών. Επιλέξιμες για το μέτρο αυτό ήταν μόνον οι πλέον ευάλωτες επιχειρήσεις.

    (43)

    Όσον αφορά την πιθανότητα υπεραντιστάθμισης της επελθούσας ζημίας, η Γαλλία αναφέρει ότι η διαδικασία που καθιερώθηκε για τις ελαφρύνσεις των κοινωνικών εισφορών και τις χρηματοπιστωτικές ελαφρύνσεις λειτουργούσε ακριβώς προς αποφυγή της πιθανότητας αυτής. Οι νομαρχιακές επιτροπές αποζημίωσης που συστάθηκαν στα πληγέντα διοικητικά διαμερίσματα προέβησαν σε εκτίμηση της συνολικής οικονομικής κατάστασης καθεμιάς από τις επιχειρήσεις και επικύρωσαν τα χορηγηθέντα ποσά, λαμβάνοντας υπόψη την προκληθείσα ζημία.

    B.   Συμπληρωματικά μέτρα υπέρ όλων των υδατοκαλλιεργητών και αλιέων

    1.   Μέτρα υπέρ των υδατοκαλλιεργητών

    (44)

    Η Γαλλία διαπίστωσε ότι ο περιορισμός του ευεργετήματος της ελάφρυνσης στους υδατοκαλλιεργητές, και μόνον εκείνους, που επλήγησαν από τη θύελλα και την πετρελαιοκηλίδα, φάνηκε να είναι ανεπαρκής. Η γενικότερη κατάσταση του κλάδου φάνηκε να είναι αρκετά ανησυχητική ώστε να δικαιολογείται μια συνολική παρέμβαση. Η επίπτωση στην κοινή γνώμη από την προβολή στα ΜΜΕ της πετρελαιοκηλίδας, είχε ως συνέπεια την υποβάθμιση της εικόνας των θαλασσινών προϊόντων στα μάτια των καταναλωτών, και ιδίως των οστρακοειδών υδατοκαλλιέργειας, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους. Σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό του εθνικού διεπαγγελματικού οργανισμού προϊόντων της θάλασσας και της υδατοκαλλιέργειας (OFIMER), η πτώση του κύκλου εργασιών στον κλάδο καλλιέργειας οστρακοειδών εκτιμάται σε 51 εκατ. FRF (7,77 εκατ. ευρώ) σε διάστημα τεσσάρων μηνών, από τις 17 Δεκεμβρίου 1999 έως τις 16 Απριλίου 2000.

    (45)

    Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτή αποφασίστηκε η εφαρμογή γενικής φύσεως μέτρων. Μια γενική ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών και μια απαλλαγή από την καταβολή ανταποδοτικών τελών. Η ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών ανήλθε σε ποσό ενίσχυσης ύψους 3,55 εκατ. ευρώ. Η απαλλαγή από την καταβολή ανταποδοτικών τελών ανήλθε σε ποσό 3,81 εκατ. ευρώ. Το συνολικό ποσό παρέμεινε, συνεπώς, κάτω από τα 7,77 εκατ. ευρώ της εκτιμώμενης μείωσης του κύκλου εργασιών, σύμφωνα με τη μελέτη που έγινε για λογαριασμό του OFIMER.

    2.   Μέτρα υπέρ των αλιέων

    (46)

    Η Γαλλία αμφισβητεί τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή για να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης. Αναφέρει ότι εξαιτίας της αίσθησης που προκάλεσε η πετρελαιοκηλίδα και των διαστάσεων που προσέλαβαν στα ΜΜΕ τόσο οι πραγματικές όσο και οι αναμενόμενες συνέπειές της, προκλήθηκε μια σοβαρή υποβάθμιση της εικόνας των θαλάσσιών προϊόντων. Κανένας τομέας και καμία γεωγραφική ζώνη δεν έμειναν στο απυρόβλητο.

    (47)

    Αναφέρει επίσης ότι η επιλεγείσα περίοδος ελάφρυνσης των βαρών (από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Οκτωβρίου 2000) αντιστοιχεί πρακτικά στη δραστηριότητα των πλοίων για τους έξι πρώτους μήνες του έτους, επειδή η πληρωμή των κοινωνικών εισφορών αφορά στην πραγματικότητα τη δραστηριότητα των επιχειρήσεων στη διάρκεια των προηγούμενων τριών μηνών. Με τον ετεροχρονισμό αυτό κατέστη δυνατό να ληφθεί υπόψη επακριβώς η δραστηριότητα των αλιέων στο διάστημα κατά το οποίο αντιμετώπισαν τις μεγαλύτερες δυσκολίες, δηλαδή στη διάρκεια των έξι μηνών που ακολούθησαν τις δύο καταστροφές του Δεκεμβρίου 1999. Για τους λόγους αυτούς, η Γαλλία θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να αναφερθεί στο πλαίσιο της ανάλυσής της, στο δελτίο συγκυρίας Flash Eco της 16ης Φεβρουαρίου 2001 του OFIMER.

    (48)

    Η Γαλλία θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν θα έπρεπε επίσης να αναφερθεί στο δελτίο συγκυρίας του Ιανουαρίου-Απριλίου του OFIMER, επειδή αυτό βασιζόταν σε εκτιμήσεις, καθώς τα στοιχεία τα σχετικά με τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο αποτελούν σε μεγάλο βαθμό εκτιμήσεις. Οι διαφορές τις οποίες επεσήμανε η Επιτροπή οφείλοντο όχι σε διαφορά εκτιμήσεως αλλά σε συνήθη στατιστική απόκλιση μεταξύ των μη επεξεργασμένων στιγμιαίων δεδομένων και της οριστικής επικύρωσής τους. Είναι συνεπώς σκόπιμο να βασιστεί κανείς στα στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν με το δελτίο της 6ης Απριλίου 2001, που διαβίβασε η Γαλλία στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της εξέτασης του φακέλου αυτού· τα στοιχεία αυτά είναι και τα οριστικά δεδομένα που αφορούν την εξεταζόμενη περίοδο.

    (49)

    Εξάλλου, η Γαλλία αναφέρει ότι, με βάση τις μηνιαίες συνοπτικές εκθέσεις του OFIMER, οι ποσότητες που εκφορτώθηκαν στη διάρκεια των έξι πρώτων μηνών ήταν σταθερές σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 1999, ακόμη και αν μερικές φορές σημειώθηκαν σημαντικές βραχυχρόνιες μειώσεις, οι οποίες αντιστοιχούν προφανώς στις πλέον έντονες περιόδους κινητοποίησης των ΜΜΕ. Εντούτοις, στη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι αποσύρσεις σημείωσαν αύξηση κατά 28 % σε σχέση με το 1999, ιδίως στη διάρκεια των πρώτων μηνών του έτους (Ιανουάριος: + 92 %, Φεβρουάριος: + 66 %, Μάρτιος: + 35 %). Όσον αφορά ορισμένα είδη, το επίπεδο των αποσύρσεων ήταν εξαιρετικά υψηλό (καραβίδες: + 175 %, πεσκαντρίτσα: + 161 %, καβουρομάνα: x 5), πράγμα που μαρτυρά τον ψυχολογικό αντίκτυπο της πετρελαιοκηλίδας στη συμπεριφορά του καταναλωτή.

    (50)

    Στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2000, δεδομένου ότι οι εκφορτωθείσες ποσότητες ήταν σχετικά σταθερές αλλά επίσης ότι σημειώθηκε ιδιαίτερα αισθητή άνοδος των ποσοτήτων που αποσύρθηκαν, οι πωληθείσες ποσότητες σημείωσαν πτώση. Η κατανάλωση νωπών προϊόντων της θάλασσας στα καταστήματα μειώθηκε κατά 7 % (6 % για τα ψάρια, 9 % για τα οστρακοειδή και 6,5 % για τα μαλακόστρακα, και ιδίως τις γαρίδες).

    (51)

    Όσον αφορά τις τιμές, αυτές μειώθηκαν κατά 6 % σε σχέση με τις τιμές του Ιανουαρίου 1999 και η πτώση αυτή συνεχίστηκε όσον αφορά τα είδη που είναι καθοριστικά για την ισορροπία των επιχειρήσεων. Επί 49 σημαντικών ειδών προϊόντων, που αποτέλεσαν το αντικείμενο παρακολούθησης από τον OFIMER, διαπιστώθηκε πτώση των τιμών σε 34 από αυτά τον Ιανουάριο του 2000, σε 26 τo Φεβρουάριο του 2000 και σε 21 τον Μάρτιο του 2000. Κατά τον ίδιο τρόπο, σημειώθηκε μια σταθερή στροφή των τιμών σε ολόκληρη τη διάρκεια της περιόδου, όσον αφορά τα κυριότερα αλιευόμενα είδη.

    (52)

    Η Γαλλία προσθέτει το επιχείρημα ότι ο καταναλωτής δεν είχε τη δυνατότητα να διακρίνει εύκολα μεταξύ των διαφόρων θαλασσινών ανάλογα με την καταγωγή τους και ότι η έλλειψη προτίμησης απέναντι στα θαλασσινά εκφράστηκε ανεξάρτητα από τη ζώνη παραγωγής. Ως εκ τούτου, οι υποψίες που δημιουργήθηκαν λόγω των συνεπειών της πετρελαιοκηλίδας εκφράστηκαν αδιακρίτως ως προς τα προϊόντα, τόσο αυτά της μητροπολιτικής Γαλλίας όσο και τα προϊόντα των υπερπόντιων διαμερισμάτων. Σύμφωνα με τη Γαλλία, για τα διαμερίσματα αυτά, τα τελωνειακά δεδομένα εμφανίζουν ένα φαινόμενο φθίνουσας απόδοσης, ως συνέπεια της πετρελαιοκηλίδας, και δεν υπήρχε κανένας λόγος να αποκλείονται οι αλιείς των διαμερισμάτων αυτών από το μηχανισμό παροχής στήριξης που είχε θέσει σε λειτουργία η κυβέρνηση.

    (53)

    Τέλος, η Γαλλία παρατηρεί ότι η Επιτροπή θεώρησε ολίγο αξιόπιστα τα δημοσιευθέντα στον τύπο άρθρα που της διαβιβάστηκαν για διευκρινιστικούς λόγους, αλλά ότι, αντίθετα, απέδωσε μεγάλη σημασία στα σχόλια ορισμένων δημοσιογράφων που διατυπώθηκαν στους διαδρόμους των επαγγελματικών κύκλων. Επισυνάπτει στις διαβιβαζόμενες παρατηρήσεις της διάφορα συμπληρωματικά άρθρα και τεκμήρια που αποδεικνύουν τη δημοσιότητα με την οποία περιβλήθηκε το γεγονός αυτό και πιστοποιούν το κλίμα υποψιών στο οποίο οφείλεται η απουσία προτίμησης του καταναλωτή για τα θαλασσινά προϊόντα. Επίσης, απορρίπτει την υπόθεση που διατύπωσε η Επιτροπή στην επιστολή της με την οποία την ενημερώνει για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, υπόθεση σύμφωνα με την οποία η ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών είχε στην πραγματικότητα ως στόχο την αντιστάθμιση της αύξησης του κόστους των καυσίμων, αύξηση η οποία είχε διαπιστωθεί ήδη από περισσότερους μήνες.

    IV   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

    A.   Ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων

    (54)

    Δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, «ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό δια της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν η παρούσα συνθήκη ορίζει άλλως.»

    (55)

    Τα διάφορα μέτρα που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας απόφασης (ελαφρύνσεις των κοινωνικών εισφορών και χρηματοπιστωτικών βαρών, απαλλαγή από το ανταποδοτικό τέλος), αποτελούν μέτρα τα οποία παρέχουν ορισμένο πλεονέκτημα σε επιχειρήσεις που ασκούν συγκεκριμένη δραστηριότητα, στις επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας και αλιείας. Πράγματι, οι επιχειρήσεις αυτές απαλλάσσονται από ορισμένα οικονομικά βάρη τα οποία κανονικά θα όφειλαν να φέρουν.

    (56)

    Τα μέτρα αυτά συνεπάγονται απώλεια πόρων για το Δημόσιο, είτε άμεσα (ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών και απαλλαγή από ανταποδοτικά τέλη), είτε έμμεσα, στο μέτρο που το κράτος οφείλει να καλύψει τις απώλειες του οργανισμού είσπραξης των κοινωνικών εισφορών. Υφίστανται συνεπώς κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης.

    (57)

    Επιπλέον, δεδομένου ότι τα προϊόντα των δικαιούχων επιχειρήσεων πωλούνται στην κοινοτική αγορά, τα μέτρα που υιοθέτησε η Γαλλία ενισχύουν τη θέση των επιχειρήσεων αυτών, τόσο στη γαλλική αγορά σε σχέση με τις επιχειρήσεις των λοιπών κρατών μελών που επιθυμούν να εισαγάγουν στην αγορά αυτή τα δικά τους προϊόντα (προϊόντα υδατοκαλλιέργειας και αλιείας ή άλλα ανταγωνιστικά είδη διατροφής) όσο και στις αγορές των άλλων κρατών μελών σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις αγορές αυτές (όσον αφορά τα ίδια προϊόντα). Κατά συνέπεια, τα εν λόγω μέτρα νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και δύνανται να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

    (58)

    Μέτρα αυτού του είδους καταρχήν απαγορεύονται δυνάμει της ίδιας διατάξεως του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης. Μπορούν να θεωρηθούν ως συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά μόνον εφόσον τους χορηγηθεί μια από τις προβλεπόμενες από τη συνθήκη παρεκκλίσεις. Καθώς πρόκειται για ενισχύσεις υπέρ των επιχειρήσεων υδατοκαλλιέργειας και αλιείας, αυτές πρέπει να αναλυθούν, όπως έχει ήδη γίνει στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξέτασης, λαμβανομένων υπόψη των κατευθυντηρίων γραμμών του 1997.

    B.   Μέτρα υπέρ των υδατοκαλλιεργητών των διαμερισμάτων της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde

    (59)

    Η Επιτροπή είχε κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης όσον αφορά ορισμένα μέτρα που εκδόθηκαν υπέρ των υδατοκαλλιεργητών μετά τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 1999, επειδή της ήταν αδύνατο να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρξε, γενικότερα, μέσω της σώρευσης των διαφόρων ενισχύσεων, μεταξύ των οποίων και οι ενισχύσεις τις οποίες η Επιτροπή έχει ήδη αξιολογήσει θετικά, αντιστάθμιση των ζημιών πέραν αυτών που σημειώθηκαν.

    (60)

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η επίσημη διαδικασία εξέτασης αφορούσε τα ακόλουθα μέτρα ενισχύσεως:

    απαλλαγή από την καταβολή των κοινωνικών εισφορών το πρώτο τρίμηνο του 2000 (αναφερόμενη σε έναν, δύο ή τρεις μήνες, ανάλογα με τη ζημία),

    ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών για τους άμεσα πληγέντες από τη θύελλα ή την πετρελαιοκηλίδα υδατοκαλλιεργητές,

    απαλλαγή από τα ανταποδοτικά τέλη του έτους 2000 για τη χρήση δημοσίων κτημάτων σε έξι πληγέντα από τα γεγονότα αυτά διοικητικά διαμερίσματα (διαμερίσματα της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde).

    (61)

    Όσον αφορά την απαλλαγή από τις κοινωνικές εισφορές και την ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών, σύμφωνα με τις παρασχεθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες, η διαδικασία που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία με την ίδρυση σε κάθε διαμέρισμα μιας νομαρχιακής επιτροπής αποζημίωσης, στην οποία εκπροσωπούνται οι διάφορες ενδιαφερόμενες κρατικές υπηρεσίες, τα τραπεζικά ιδρύματα και οι επαγγελματικοί κύκλοι, είχε ακριβώς ως στόχο την αποφυγή των κινδύνων υπεραντιστάθμισης. Η Γαλλία υπενθυμίζει ότι αυτές οι νομαρχιακές επιτροπές αποζημίωσης εξέτασαν τους φακέλους κάθε περίπτωσης χωριστά και ότι χάρη στην εξέταση αυτή έγινε διαμόρφωση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν, ανάλογα με την κατάσταση των επιχειρήσεων, και επίσης αποφεύχθηκαν οι υπεραποζημιώσεις.

    (62)

    Ενόψει των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία έθεσε σε εφαρμογή μια κατάλληλη διαδικασία που επιτρέπει να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση των ζημιών που σημειώθηκαν. Κατά συνέπεια, θεωρεί ότι οι ενισχύσεις αυτές είχαν πράγματι ως αποκλειστικό στόχο την αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστησαν οι ενδιαφερόμενοι από τα δύο εξαιρετικά γεγονότα που ήταν η θύελλα του Δεκεμβρίου 1999 και το ναυάγιο του Erika.

    (63)

    Η απαλλαγή από τις κοινωνικές εισφορές και η ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών πρέπει συνεπώς να κηρυχθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης.

    (64)

    Όσον αφορά την απαλλαγή από τα ανταποδοτικά τέλη, αυτή θα εξεταστεί αναλυτικά παρακάτω, στο τμήμα Γ σημείο 1, δεδομένου ότι με το μέτρο αυτό ευεργετήθηκε το σύνολο των υδατοκαλλιεργητών της Γαλλίας, αντίθετα προς τις πληροφορίες που είχαν γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή πριν κινηθεί η επίσημη διαδικασία εξέτασης. Πράγματι, η Γαλλία είχε ενημερώσει την Επιτροπή, με την επιστολή της 21ης Ιουνίου 2000, ότι οι παραχωρήσεις θαλάσσιας υδατοκαλλιέργειας και οι άδειες υδροληψίας στα σχετικά διοικητικά διαμερίσματα (νομούς) είχαν τύχει απαλλαγής από την πληρωμή του ανταποδοτικού τέλους για το έτος 2000. Καθώς η Γαλλία δεν ανέφερε πλέον την απαλλαγή αυτή στη μεταγενέστερη αλληλογραφία της με την Επιτροπή, όπου περιέγραψε αναλυτικά το περιεχόμενο των μέτρων που είχαν τεθεί σε εφαρμογή, η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλία, με επιστολή της 21ης Ιουνίου 2001, να της γνωστοποιήσει κατά πόσον η απαλλαγή αυτή είχε πράγματι εφαρμοστεί και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, να της κοινοποιηθούν τα αντίστοιχα πληροφοριακά στοιχεία. Η Γαλλία, στην απάντησή της, της 13ης Αυγούστου 2001, ανέφερε ότι «οι υδατοκαλλιεργητές των διαμερισμάτων Finistère, Morbihan, Loire-Atlantique, Vendée, Charente-Maritime και Gironde είχαν όντως τύχει απαλλαγής από το πληρωτέο για το 2000 ανταποδοτικό τέλος χρήσης δημοσίου κτήματος», χωρίς να αναφέρει ότι το πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής αυτής είχε επεκταθεί και πέραν των εν λόγω έξι διαμερισμάτων και μόνον. Στην απάντησή της στην κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης και μόνον, η Γαλλία ανέφερε ότι το μέτρο αυτό ήταν μέτρο γενικής εφαρμογής, που αφορούσε έτσι το σύνολο των υδατοκαλλιεργητών της Γαλλίας, όπως και το μέτρο της ελάφρυνσης των κοινωνικών εισφορών.

    Γ.   Γενικά συμπληρωματικά μέτρα υπέρ όλων των υδατοκαλλιεργητών και όλων των αλιέων

    1.   Υδατοκαλλιεργητές

    (65)

    Η απαλλαγή από τα ανταποδοτικά τέλη για το έτος 2000 και η ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών, για το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Ιουλίου 2000, χορηγήθηκαν σε όλους τους υδατοκαλλιεργητές της μητροπολιτικής Γαλλίας και των υπερπόντιων διαμερισμάτων.

    (66)

    Σύμφωνα με τη Γαλλία, τα μέτρα αυτά θεσπίστηκαν για να αντισταθμιστεί η απώλεια κύκλου εργασιών που υπέστη το σύνολο του επαγγελματικού κλάδου σε όλη την επικράτεια, μετά από την υποβάθμιση της εικόνας των οστρακοειδών υδατοκαλλιέργειας στα μάτια των καταναλωτών, μετά το ναυάγιο του Erika. Σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του OFIMER, η μείωση του κύκλου εργασιών μετά το γεγονός αυτό ανήλθε σε 7,7 εκατ. ευρώ, σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

    (67)

    Η απαλλαγή από τα ανταποδοτικά τέλη, ποσού ύψους 3,81 εκατ. ευρώ, και η ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών, ποσού ύψους 3,35 εκατ. ευρώ, θα επέτρεπαν, λοιπόν, τη μερική αντιστάθμιση αυτών των απωλειών εισοδήματος. Η συνολική ενίσχυση για όλη τη Γαλλία αντιπροσωπεύει συνεπώς 7,16 εκατ. ευρώ, ήτοι ποσό κατώτερο από την εκτιμηθείσα ζημία (7,7 εκατ. ευρώ).

    (68)

    Η Επιτροπή, σε συνάρτηση με τις υποβληθείσες πληροφορίες, δεν αμφισβητεί ότι υπήρξε παροδική επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς οστρακοειδών υδατοκαλλιέργειας. Ωστόσο, όπως είχε ήδη σημειώσει στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, η υποβάθμιση αυτή της αγοράς πρέπει να σχετικοποιηθεί· δε σημειώθηκε καμία αιφνίδια και δραστική απόρριψη του προϊόντος από την πελατεία.

    (69)

    Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η ετήσια αξία των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας (οστρακοειδή και ψάρια) ανήλθε το 1999, για ολόκληρη τη Γαλλία, στα 502 εκατ. ευρώ (έκθεση του OFIMER για το 2000). Στον πίνακα όπου αναγράφεται η τιμή αυτή δεν εξειδικεύεται το μερίδιο των οστρακοειδών. Αν όμως αναφερθούμε σε άλλη πηγή [ιστοσελίδα «Υδατοκαλλιέργεια» του Υπουργείου Γεωργίας (3)], το μερίδιο αυτό (ιχθυοτροφεία θάλασσας και γλυκού νερού) ανέρχεται σε 221 εκατ. ευρώ. Μπορούμε, συνεπώς, να υπολογίσουμε την αξία της παραγωγής οστρακοειδών σε 281 εκατ. ευρώ.

    (70)

    Η απώλεια κύκλου εργασιών μετά από την υποβάθμιση της εικόνας των οστρακοειδών μπορεί συνεπώς να εκτιμηθεί σε εκατοστιαίο ποσοστό, σε 7,7/281, ήτοι 2,7 % της αξίας της παραγωγής του προηγούμενου έτους. Οι αποζημιώσεις που χορηγήθηκαν προς αντιστάθμιση, ποσού ύψους 7,16 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύουν συνεπώς 7,16/281, ήτοι 2,5 % του κύκλου εργασιών.

    (71)

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι μικρής εμβέλειας ζημίες πρέπει να υπάγονται στην κατηγορία των στοιχείων κόστους που οι επιχειρήσεις οφείλουν να αναλαμβάνουν στο πλαίσιο της κανονικής διεξαγωγής των δραστηριοτήτων τους. Πράγματι, κάθε οικονομική δραστηριότητα συνεπάγεται την ανάληψη διαφόρων κινδύνων, μικρών ή μεγάλων διαστάσεων (διακύμανση της τιμής των συντελεστών παραγωγής, διακύμανση της τιμής πώλησης της παραγωγής, ενδεχόμενη αύξηση ορισμένων επιβαρύνσεων κ.λπ.) μετά από πάσης φύσεως απρόβλεπτα γεγονότα. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι κίνδυνοι αυτοί, όταν συνεπάγονται ζημίες μικρής σπουδαιότητας, δεν μπορούν να θεμελιώνουν δικαίωμα αντιστάθμισης, επειδή τούτο θα σήμαινε, εκ του αντιθέτου, ότι πρέπει να θεωρούμε πως οι οικονομικοί παράγοντες θα μπορούσαν να διεκδικούν την καταβολή τέτοιας αντιστάθμισης από τη στιγμή που θα υφίσταντο τις συνέπειες οποιουδήποτε απρόβλεπτου γεγονότος. Για παράδειγμα, σύμφωνα με αυτή τη γενική κατεύθυνση, η Επιτροπή θεωρεί, στον τομέα της γεωργίας, ότι απαιτείται ένα όριο 30 % απωλειών (20 % στις μειονεκτικές περιοχές) για να μπορεί μια ενίσχυση να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης.

    (72)

    Κατά συνέπεια, τα μέτρα ελάφρυνσης των κοινωνικών εισφορών και απαλλαγής από τα ανταποδοτικά τέλη, μέτρα που αποσκοπούν στην αντιστάθμιση απώλειας κύκλου εργασιών ύψους μόνον 2,7 %, δεν μπορούν, καταρχήν, να θεωρηθούν ως συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης. Εξάλλου, αυτά τα μέτρα ενισχύσεως δεν αντιστοιχούν προς καμία από τις προβλεπόμενες στις κατευθυντήριες γραμμές του 1997 παρεκκλίσεις. Πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθούν ως ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά.

    (73)

    Εντούτοις, όσον αφορά τα μέτρα που εφαρμόζονται στους υδατοκαλλιεργητές των διαμερισμάτων της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère έως τη Gironde, η Επιτροπή σημειώνει ότι σκοπός τους ήταν η αντιστάθμιση μιας ζημίας άμεσα συνδεόμενης με ένα από τα δύο γεγονότα του Δεκεμβρίου 1999, ήτοι το ναυάγιο του Erika. Αυτά τα μέτρα ενισχύσεως μπορούν, συνεπώς, να αξιολογηθούν γενικότερα μαζί με τις άλλες ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μετά από τα γεγονότα αυτά. Πρόκειται για τις ενισχύσεις για τις οποίες η Επιτροπή έχει ήδη αποφανθεί θετικά ως προς το συμβιβάσιμό τους με την κοινή αγορά στην επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2001 (θέση σε εφαρμογή του καθεστώτος για τις θεομηνίες που πλήττουν το γεωργικό τομέα, ενίσχυση για την αποκατάσταση του εξοπλισμού και των αποθεμάτων, προκαταβολές έναντι των αποζημιώσεων του IOPC) ή και για τις ενισχύσεις, για τις οποίες η Επιτροπή αποφαίνεται θετικά στην παρούσα απόφασή της (ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών για το πρώτο τρίμηνο του 2000 και ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών - βλέπε τμήμα Β).

    (74)

    Δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές έχουν ήδη κηρυχθεί ή κηρύσσονται με την παρούσα συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β), ένα συμπληρωματικό ποσό αποζημίωσης ύψους 2,5 % του κύκλου εργασιών πρέπει να ενσωματωθεί στη συνολική ενίσχυση που εισέπραξαν οι υδατοκαλλιεργητές (αυτό το ποσοστό 2,5 %, ίσο προς 7,16 εκατ. ευρώ/281 εκατ. ευρώ υπολογίστηκε σε εθνικό επίπεδο· το ίδιο ποσοστό μπορεί να υπολογισθεί, ως μέσος όρος, για κάθε εκμετάλλευση). Λαμβάνοντας εξάλλου υπόψη αυτή τη χαμηλή σχετική τιμή, όπως και το γεγονός ότι οι άλλες ενισχύσεις δεν αντιστάθμιζαν στο ακέραιο τις προκληθείσες ζημίες, ο κίνδυνος υπεραντιστάθμισης αποφεύγεται.

    (75)

    Η εκτίμηση των απωλειών και η χορήγηση των ενισχύσεων που αποσκοπούσαν στην αντιστάθμισή τους, θα έπρεπε να είχαν γίνει στο επίπεδο κάθε μεμονωμένης εκμετάλλευσης, ώστε να εξακριβώνεται κατά πόσον το σύνολο των ζημιών που υπέστη καθεμία από τις επιχειρήσεις, αφού προηγουμένως προστεθεί η απώλεια κύκλου εργασιών που συνδέεται με την υποβάθμιση της εικόνας των οστρακοειδών, που υπολογίστηκε στο 2,7 %, αντιπροσώπευε πράγματι ένα σημαντικό ύψος ζημιών. Η μέθοδος την οποία επέλεξε η Γαλλία δεν αντιστοιχεί προς αυτή τη συλλογιστική, καθώς εφαρμόζεται σε όλους τους παραγωγούς της εν λόγω ζώνης (διαμερίσματα της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde). Όμως, η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει, στην παρούσα περίπτωση, ότι η μέθοδος αυτή είναι αποδεκτή και ότι εύλογα χρησιμοποιήθηκε προς διευκόλυνση της διοικητικής διαχείρισης εξαιτίας της εκτάσεως της ζώνης στην οποία τα γεγονότα αυτά παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους, καθώς και του σημαντικού αριθμού των πληγεισών επιχειρήσεων.

    (76)

    Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι ότι αυτά τα μέτρα απαλλαγής από το ανταποδοτικό τέλος και ελάφρυνσης των κοινωνικών εισφορών δε δύνανται να θεωρηθούν ως συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης στις περιπτώσεις που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας που είναι εγκατεστημένες εκτός των διαμερισμάτων που επλήγησαν από τα εν λόγω γεγονότα. Αντίθετα, τα ίδια αυτά μέτρα μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά στις περιπτώσεις που χορηγήθηκαν σε επιχειρήσεις των διαμερισμάτων της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι τη Gironde.

    2.   Αλιείς

    (77)

    Η γενικευμένη ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών που θεσπίστηκε υπέρ των αλιέων ολόκληρης της Γαλλίας είχε ως αντικείμενο, σύμφωνα με τη Γαλλία, να αντισταθμίσει το μαρασμό της αγοράς των αλιευτικών προϊόντων. Η ελάφρυνση αυτή αναφέρεται στο διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Οκτωβρίου 2000.

    (78)

    Η Επιτροπή δεν είχε πεισθεί για τα δεδομένα που της υπέβαλε η Γαλλία, λαμβανομένων ιδίως υπόψη ορισμένων άλλων πληροφοριών από τον OFIMER [πληροφορίες διαθέσιμες στο δικτυακό τόπο του δημόσιου αυτού οργανισμού (4)], και είχε αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξέτασης.

    (79)

    Σε σημείωμά της, της 5ης Μαρτίου 2002, η Γαλλία, απαντώντας στην κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξέτασης, αναφέρει ότι οι πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν με το σημείωμα της 5ης Απριλίου 2001 αποτελούν και τα οριστικά δεδομένα για την υπό εξέταση περίοδο· σύμφωνα με τη Γαλλία, η Επιτροπή δεν όφειλε να βασιστεί στα στοιχεία που αναζήτησε στο δικτυακό τόπο του OFIMER.

    (80)

    Η Επιτροπή απορρίπτει το επιχείρημα αυτό. Πράγματι, ο OFIMER είναι δημόσιος οργανισμός που τελεί υπό την ευθύνη του Υπουργείου Γεωργίας και Αλιείας, και του οποίου μια από τις λειτουργίες, όπως αναφέρεται στο κείμενο παρουσίασής του της δικής του ιστοσελίδας, είναι να παρακολουθεί σε καθημερινό επίπεδο τις εξελίξεις στην αγορά των θαλασσινών και των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας. Για το σκοπό αυτό, διαθέτει και ένα οικονομικό παρατηρητήριο. Στο πλαίσιο του δικτύου σύνδεσης των αγορών συλλέγονται τα δεδομένα πωλήσεων όλων των γαλλικών αγορών χονδρικής που λειτουργούν με το σύστημα του πλειστηριασμού, με τρόπο που να παρουσιάζονται κατά τρόπο συνθετικό, προς ενημέρωση των παραγόντων του κλάδου. Η Επιτροπή ενδιαφέρθηκε για αυτά ακριβώς τα συνθετικά δεδομένα αυτού του τύπου, επειδή της επέτρεπαν να επανατοποθετήσει στο γενικό πλαίσιό τους τα μερικής φύσεως δεδομένα που της υπέβαλε η Γαλλία προς ανάλυση του εξεταζόμενου καθεστώτος ενισχύσεων.

    (81)

    Η Επιτροπή δεν μπορεί να παραδεχθεί ότι τα δεδομένα του OFIMER περιέχουν αξιοσημείωτες διαφορές σε σχέση με τα οριστικά στατιστικά δεδομένα που καταρτίστηκαν λίγο αργότερα. Η μεθοδολογία την οποία ακολουθεί το οικονομικό παρατηρητήριο του OFIMER για τη συλλογή των πληροφοριών αυτών περιγράφεται στις ετήσιες εκθέσεις του οργανισμού αυτού (5). Έτσι, χάρη στο δίκτυο σύνδεσης των αγορών, ο OFIMER απευθύνει στους τοπικούς παράγοντες (αγορές πλειστηριασμού, οργανώσεις παραγωγών, χονδρέμποροι θαλασσινών) ένα ημερήσιο και ένα εβδομαδιαίο σημείωμα στο οποίο δημοσιεύονται στοιχεία για τις ποσότητες και τις τιμές στις κυριότερες αγορές χονδρικής και για τα πλέον αντιπροσωπευτικά προσφερόμενα είδη στη Γαλλία. Επίσης, στις αρχές κάθε μήνα, σε ένα «λεπτομερειακό» σημείωμα παρουσιάζονται τα σωρευτικά δεδομένα των πωλήσεων από την αρχή του έτους στις πλέον αντιπροσωπευτικές αγορές χονδρικής και για τα περισσότερα είδη θαλασσινών και, στην αρχή κάθε τριμήνου, συντάσσεται και δημοσιεύεται στο δικτυακό τόπο του οργανισμού ένα σημείωμα συνθετικής παρουσίασης των πωλήσεων. Ο τρόπος συλλογής αυτών των πληροφοριακών στοιχείων αποδεικνύει ότι τα δεδομένα του OFIMER είναι αξιόπιστα. Από κανένα συγκεκριμένο στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να είναι παραπλανητικά. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν βρήκε, στα άλλα κείμενα που συμβουλεύθηκε στην ιστοθέση αυτή, δεδομένα που να διορθώνουν ή να αντιφάσκουν προς αυτά που χρησιμοποίησε· εάν είχε συμβεί αυτό, ασφαλώς θα το είχε λάβει υπόψη της. Επιπλέον, το γεγονός ότι το κοινό έχει πρόσβαση στα δεδομένα αυτά μέσω του δικτυακού τόπου του OFIMER, που είναι δημόσιος οργανισμός, τους προσδίδει ένα επίσημο χαρακτήρα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τίθεται σε αμφισβήτηση η αξιοπιστία τους.

    (82)

    Οι λίγες πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν επισήμως από τη Γαλλία, είτε πριν την κίνηση της διαδικασίας, είτε στο σημείωμά της, της 5ης Μαρτίου 2002, απαντώντας σε αυτήν την κίνηση της διαδικασίας, παρέμειναν ιδιαίτερα αποσπασματικές και ατελείς ώστε να είναι η Επιτροπή σε θέση να εκτιμήσει ορθά την κατάσταση στην αγορά των θαλασσινών κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Χρειάστηκε, συνεπώς, να αναζητήσει άλλες πληροφορίες, ώστε να προχωρήσει στην αξιολόγηση αυτή. Η Επιτροπή λυπάται για το ότι η Γαλλία δεν της κοινοποίησε απευθείας τα δεδομένα αυτά ή άλλα επίσημα δεδομένα του ίδιου τύπου.

    (83)

    Κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να γίνει ανάλυση των διαφόρων γνωστών δεδομένων, ώστε να προσδιοριστεί ποια ήταν η ακριβής κατάσταση της αγοράς στον τομέα των προϊόντων αλιείας κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του έτους 2000.

    (84)

    Το σημείωμα της Γαλλίας, της 6ης Απριλίου 2001, δεν περιείχε αριθμητικά στοιχεία σχετικά με την τροφοδοσία των αγορών. Ανέφερε μόνον ότι «οι πράγματι πωλούμενες ποσότητες και η αξία τους είναι στην πραγματικότητα μικρότερες από τα δεδομένα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή και κατώτερες από αυτές του 1999». Την ημερομηνία εκείνη, η Επιτροπή είχε ήδη λάβει γνώση των δεδομένων που περιελάμβανε το δελτίο συγκυρίας του Ιανουαρίου-Απριλίου 2000, και το οποίο εξέτασε το διοικητικό συμβούλιο του OFIMER κατά τη συνεδρίασή του της 24ης Μαΐου 2000, πράγμα στο οποίο είχε ήδη αναφερθεί, στην αίτηση της παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών, που είχε απευθύνει στη Γαλλία στις 15 Ιανουαρίου 2001 (είχε αναφερθεί σε απόσπασμα του δελτίου σύμφωνα με το οποίο «οι εκφορτωθείσες στη διάρκεια των τεσσάρων πρώτων μηνών του έτους 2000 ποσότητες είναι σταθερές σε σχέση με την ίδια περίοδο του 1999 και η αξία των πωλήσεων χονδρικής με πλειστηριασμό σημείωσε αύξηση κατά 3 % σε σχέση με το περασμένο έτος»).

    (85)

    Αντίθετα, στο σημείωμα της Γαλλίας της 5ης Μαρτίου 2002, αναφέρεται ότι «στις κυριότερες γαλλικές αγορές χονδρικής συνολικά […] οι εκφορτωθείσες ποσότητες στη διάρκεια των έξι πρώτων μηνών του 2000 ήταν σταθερές σε σχέση με την ίδια περίοδο του 1999, ακόμη και αν σημειώνονται ορισμένες σημαντικές μειώσεις, σε βραχέα διαστήματα που αντιστοιχούν προφανώς στις περιόδους ισχυρότερης κινητοποίησης των ΜΜΕ». Αυτό αντιστοιχεί προς τα αναγραφόμενα στο προαναφερόμενο δελτίο συγκυρίας καθώς και στο Flash Eco του OFIMER με ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 2001, έγγραφο στο οποίο αναφέρθηκε η Επιτροπή στην απόφαση για κίνηση της διαδικασίας (έγγραφο που παρουσιάζει συγκριτικά στοιχεία μεταξύ της παραγωγής του έτους 2000 και της παραγωγής του έτους 1999 και το οποίο αναφέρει ότι «τα αποτελέσματα του έτους 2000 εμφανίζουν σταθερότητα του όγκου των πωλήσεων σε σχέση με το έτος 1999»).

    (86)

    Η Επιτροπή διαπιστώνει, συνεπώς, ότι η τροφοδοσία των αγορών παρέμεινε σταθερή στη διάρκεια του έτους 2000, ιδίως κατά το πρώτο εξάμηνο. Κανένα πληροφοριακό στοιχείο δεν μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι σημειώθηκε πτώση στην τροφοδοσία των αγορών την εποχή που ο αντίκτυπος από τη δημοσιότητα στα ΜΜΕ ήταν ο υψηλότερος. Εξάλλου, οι μειώσεις στην τροφοδοσία των αγορών σημειώθηκαν μάλλον ως αποτέλεσμα άλλων αιτιών, κυρίως της κακοκαιρίας. Δεν σπανίζει το φαινόμενο, ένα μεγάλο μέρος των αλιευτικών πλοίων να μη μπορεί να βγει στη θάλασσα επί αρκετά μακρό χρονικό διάστημα (μία έως δύο εβδομάδες ίσως και περισσότερο) σε περίπτωση παρατεινόμενης κακοκαιρίας. Ένας αντίκτυπος από τη δημοσιότητα στα ΜΜΕ, όπως ο εδώ προβαλλόμενος, δεν έχει άμεσες επιπτώσεις στην τροφοδοσία των αγορών· δεν είναι αυτό που θα εμποδίσει τα αλιευτικά πλοία να βγουν στη θάλασσα. Οι επιπτώσεις του γίνονται αισθητές στο επόμενο στάδιο της αλυσίδας, στις τιμές και στις αποσυρόμενες από την αγορά ποσότητες.

    (87)

    Σύμφωνα με το σημείωμα της Γαλλίας της 6ης Απριλίου 2001, «το ποσοστό απόσυρσης ήταν σημαντικά υψηλότερο τους πρώτους μήνες του έτους 2000 απ’ ό,τι στη διάρκεια των ίδιων μηνών του 1999· η αύξηση έφθασε στο 25 % μεταξύ Ιανουαρίου-Απριλίου 1999 και Ιανουαρίου-Απριλίου 2000, στο 35 % μεταξύ Ιανουαρίου-Μαρτίου 1999 και Ιανουαρίου-Μαρτίου 2000, στο 92 % μεταξύ Ιανουαρίου 1999 και Ιανουαρίου 2000 και στο 57ω% μεταξύ Φεβρουαρίου 1999 και Φεβρουαρίου 2000». Στο σημείωμα της 5ης Μαρτίου 2002 επαναλαμβάνονται τα αριθμητικά αυτά στοιχεία και αναφέρεται επίσης ότι, για την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου η αύξηση των αποσύρσεων ανήλθε στο 32 % και για την περίοδο Ιανουαρίου–Ιουνίου στο 28 %. Επίσης, στο σημείωμα αυτό διευκρινίζεται ότι «όσον αφορά το επίπεδο των αποσύρσεων, σημειώθηκαν μάλιστα εξαιρετικά απότομες μεταβολές, για ορισμένα είδη όπως οι καραβίδες (+ 175 %), η πεσκαντρίτσα (+ 161 %) και η καβουρομάνα (x 5) είδη των οποίων η ευαισθησία απέναντι στα υπολείμματα υδρογονανθράκων (6) ήταν και η εντονότερα δημοσιοποιηθείσα».

    (88)

    Τα δεδομένα αυτά είναι μερικής φύσεως και δεν μας παρέχουν συγκεκριμένη εικόνα των αποσύρσεων που πραγματοποιήθηκαν. Πράγματι, οι ποσότητες που αποσύρθηκαν πραγματικά δεν αναφέρονται· μια αύξηση στο διπλάσιο ή στο τριπλάσιο μπορεί να μην έχει καμία σημασία, εάν η ποσότητα αναφοράς, δηλαδή η ποσότητα που αποσύρθηκε τον πρώτο χρόνο, ήταν ιδιαίτερα χαμηλή. Επιπλέον, δε διευκρινίζεται το τι αντιπροσωπεύουν, σε εκατοστιαίο ποσοστό των ποσοτήτων που εκφορτώθηκαν, οι ποσότητες που αποσύρθηκαν από την αγορά. Δεν αναφέρεται επίσης ούτε κατά πόσον η αύξηση των αποσύρσεων του μηνός Ιανουαρίου αφορούσε τα είδη των οποίων η ευαισθησία στους υδρογονάνθρακες ήταν και η περισσότερο δημοσιοποιημένη. Η Επιτροπή θα προβεί σε ανάλυση της περιπτώσεως των τριών ειδών που αναφέρονται από τη Γαλλία: καραβίδες, πεσκαντρίτσα, καβουρομάνα.

    (89)

    Στην περίπτωση της καραβίδας, αν αναφερθούμε σε μια μελέτη του OFIMER για το μαλακόστρακο αυτό (7), η υψηλότερη εποχή αναπαραγωγής του μαλακόστρακου αυτού εκτείνεται από τα μέσα Απριλίου μέχρι τον Αύγουστο. Συγκυριακά, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται ορισμένες σημαντικές αποσύρσεις. Η μελέτη αυτή αναφέρει την περίπτωση ασυνήθως υψηλών αποσύρσεων που πραγματοποιήθηκαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2001 μετά από σημαντικές εισφορές ζωντανών καραβίδων στην αγορά, σε μια περίοδο μάλλον ακατάλληλη για τη διάθεση του προϊόντος αυτού. Επίσης, σύμφωνα με τα δεδομένα που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής των κανόνων που διέπουν την κοινή οργάνωση των αγορών προϊόντων της αλιείας [κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3759/1992 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των αλιευομένων προϊόντων και των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας και εκτελεστικοί κανονισμοί (8), εφαρμοστέοι κατά το χρόνο των γεγονότων], οι αποσύρσεις αυτές ανήλθαν, για τους έξι πρώτους μήνες του έτους 2000, σε 21 χιλιόγραμμα τον Ιανουάριο, 5 χιλιόγραμμα τον Φεβρουάριο, 2 χιλιόγραμμα τον Μάρτιο, 103 χιλιόγραμμα τον Απρίλιο, 1 364 χιλιόγραμμα τον Μάιο, 2 007 χιλιόγραμμα τον Ιούνιο. Δεν υπάρχει λοιπόν, για το μαλακόστρακο αυτό, κανένα σαφές και ακριβές στοιχείο που να επιτρέπει το συμπέρασμα ότι ο αντίκτυπος της δημοσιοποίησης στα ΜΜΕ που προκάλεσε η πετρελαιοκηλίδα και για τον οποίο υποθέτουμε ότι ήταν ο εντονότερος τις εβδομάδες που ακολούθησαν το γεγονός αυτό, είχε ως συνέπεια αξιοσημείωτη αύξηση της αποσυρθείσας από την αγορά ποσότητας καραβίδων.

    (90)

    Στην περίπτωση της πεσκαντρίτσας, σύμφωνα με τα δεδομένα που περιήλθαν στην Επιτροπή, 454 χιλιόγραμμα αποσύρθηκαν από την πώληση τον Ιανουάριο του 2000 έναντι 84 χιλιογράμμων τον Ιανουάριο του 1999, πράγμα που υποδηλώνει συνεπώς σημαντική αύξηση. Ωστόσο, οι αποσύρσεις τον Φεβρουάριο του 2000 ανήλθαν μόνο σε 59 χιλιόγραμμα, ενώ είχαν ανέλθει σε 221 χιλιόγραμμα τον Φεβρουάριο του 1999 και σε 39 χιλιόγραμμα τον Μάρτιο του 2000, έναντι των 148 χιλιογράμμων του Μαρτίου 1999· οι αποσυρθείσες ποσότητες στη διάρκεια των επομένων τριών μηνών είναι ακόμη μεγαλύτερες το 1999 (278 χιλιόγραμμα) από ό,τι ήταν το 2000 (241 χιλιόγραμμα). Υπάρχει λοιπόν μια κατάσταση έντονων διακυμάνσεων, από την οποία η Επιτροπή δε δύναται να εξάγει το συμπέρασμα ότι σημειώθηκε αύξηση των αποσύρσεων λόγω του αντικτύπου της πετρελαιοκηλίδας.

    (91)

    Όσον αφορά την καβουρομάνα, που είναι το τρίτο αλιευόμενο είδος στο οποίο αναφέρεται η Γαλλία, η Επιτροπή δε διαθέτει στοιχεία σχετικά με τις αποσυρθείσες ποσότητες (9). Είναι ωστόσο δυνατό να αναφερθούμε στις ποσότητες που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή όσον αφορά τους κάβουρες (του Ατλαντικού) των οποίων τα χαρακτηριστικά εμπορίας και αγοράς είναι παραπλήσια. Οι αποσυρθείσες ποσότητες αυξήθηκαν στη διάρκεια των πρώτων μηνών του έτους 2000 σε σχέση με το 1999 αλλά, σε απόλυτες τιμές, οι ποσότητες αυτές παρέμειναν χαμηλές· διαμορφώθηκαν από 19 σε 47 χιλιόγραμμα τον Ιανουάριο, από 3 σε 35 χιλιόγραμμα τον Φεβρουάριο, από 7 σε 31 kg τον Μάρτιο, ήταν μηδενικές τον Απρίλιο, ανήλθαν από 31 σε 164 χιλιόγραμμα τον Μάιο και από 501 σε 521 χιλιόγραμμα τον Ιούνιο. Συνεπώς, ο καταναλωτής δεν έπαυσε να ενδιαφέρεται για τον κάβουρα, ιδίως στη διάρκεια των πρώτων μηνών του έτους 2000, και από κανένα στοιχείο δε διαφαίνεται να συνέβη κάτι τέτοιο στην ίδια περίοδο όσον αφορά την καβουρομάνα.

    (92)

    Κατά συνέπεια, εάν σημειώθηκε αύξηση ύψους 92 % στις αποσύρσεις τον Ιανουάριο του 2000 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 1999 και ύψους 28 % τους έξι πρώτους μήνες του έτους, οι αποσύρσεις αυτές παρέμειναν, σε απόλυτες τιμές, μικρού ύψους. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορούμε να συνδέσουμε την αύξηση αυτή με τον αντίκτυπο από τη δημοσιότητα που δόθηκε από τα ΜΜΕ στην πετρελαιοκηλίδα. Επιπλέον, αναφερόμενοι ακόμα στα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή, παρατηρούμε ότι οι σημαντικές αποσύρσεις που διαπιστώθηκαν κατά τον Ιανουάριο του 2000 αφορούσαν είδη όπως τα σκυλάκια (από 11 423 σε 16 362 χιλιόγραμμα), ο μαύρος μπακαλιάρος (από 120 σε 3 727 χιλιόγραμμα) ή η ευρωπαϊκή χωματίδα (καλκάνι) (από 51 σε 1 789 χιλιόγραμμα), είδη για τα οποία, δεδομένων των χαρακτηριστικών της αγοράς τους, ο σύνδεσμος μεταξύ της αύξησης των αποσύρσεων και του αντικτύπου της δημοσιότητας από τα ΜΜΕ της πετρελαιοκηλίδας είναι χαλαρός, αν όχι ανύπαρκτος. Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το δελτίο συγκυρίας Ιανουαρίου-Απριλίου 2000 του OFIMER, οι αποσύρσεις παρέμειναν κατώτερες από το 1,5 % των εκφορτωθεισών ποσοτήτων των κυριοτέρων ειδών, ενώ σημειώθηκαν μεμονωμένες αποσύρσεις όσον αφορά το λαβράκι, το γαύρο και την καβουρομάνα.

    (93)

    Συμπερασματικά, σχετικά με αυτό το ζήτημα των αποσύρσεων, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να επιτρέπει να συνδέσουμε την όποια αύξηση των αποσύρσεων με τον αντίκτυπο από τη δημοσιότητα που έδωσαν τα ΜΜΕ στην πετρελαιοκηλίδα.

    (94)

    Στο σημείωμά της, της 6ης Απριλίου 2001, η Γαλλία αναφέρει ότι ο όγκος των πωλήσεων λιανικής των προϊόντων της αλιείας σημείωσε πτώση 2 % στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ιδίως όσον αφορά τα νωπά προϊόντα, όπου σημειώθηκε πτώση 7 % σε όγκο και 1 % σε αξία, εκ των οποίων πτώση 6 % σε όγκο για τα μαλακόστρακα και 6 % για τα ψάρια (5 % για τα ψάρια σε τεμάχια και 7 % για τα πλήρη ψάρια). Το σημείωμα της 5ης Μαρτίου 2002 επαναλαμβάνει αυτά τα αριθμητικά στοιχεία (με ελαφρά διόρθωση όσον αφορά τα μαλακόστρακα, για τα οποία αναφέρει πτώση 6,5 %) και αναφέρει ότι τα δεδομένα αυτά υποδηλώνουν μια αυθεντική αποστροφή του καταναλωτή για τα θαλασσινά. Στο σημείωμα αυτό αναφέρεται επίσης ότι, όσον αφορά τα 49 σημαντικά είδη που παρακολουθούνται από τον OFIMER, διαπιστωνόταν, σε σχέση με το προηγούμενο έτος, πτώση της μέσης τιμής σε 34 από τα είδη αυτά τον Ιανουάριο, σε 26 είδη κατά την περίοδο Ιανουαρίου–Φεβρουαρίου, σε 21 την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου, σε 19 την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου, σε 21 την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου και σε 18 την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου. Μεταξύ των ειδών αυτών οι μειώσεις των μέσων τιμών που σημειώθηκαν ήταν οι ακόλουθες: γλώσσες (– 5 %), λαβράκια (– 6 %), μπακαλιάρος (– 6 %), γαύρος (– 6 %), καλαμάρια (– 11 %), μαύρος μπακαλιάρος (– 8 %), σαρδέλα (– 6 %), χριστόψαρο (– 11 %), σκουμπρί (– 18 %), καλκάνι (– 28 %), μαύρο σπαθόψαρο (– 20 %), σκαθάρι (– 11 %), καπόνι (– 4 %), χταπόδια (– 23 %), καβουρομάνα (– 16 %), γαρίδες (– 20 %). Σύμφωνα με τη Γαλλία, «όλα τα στοιχεία αυτά εμφανίζουν, κατά τρόπο ποσοτικό, την κάμψη που σημειώθηκε στην αρχική αγορά κατά τους μήνες Ιανουάριο έως Ιούνιο 2000 και απεικονίζουν, χωρίς πάντως αυτό να χρειάζεται, την αντίδραση συμπεριφοράς που είχε ο γάλλος καταναλωτής ως συνέπεια του ναυαγίου του Erika».

    (95)

    Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα στοιχεία αυτά δε διαφωτίζουν πραγματικά και ποσοτικοποιημένα αυτό που έγινε. Για να έχουμε πραγματική και πλήρη εικόνα της κατάστασης, θα έπρεπε η Γαλλία να είχε διαβιβάσει ταυτόχρονα στην Επιτροπή τις ποσότητες καθενός από τα εν λόγω αλιευόμενα είδη που διατέθηκαν στο εμπόριο, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.

    (96)

    Αντίθετα, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, σύμφωνα με το δελτίο συγκυρίας Ιανουαρίου–Απριλίου 2000 του OFIMER, η εξέλιξη των τιμών περιείχε μεγάλες αντιθέσεις. Ορισμένες τιμές σημείωσαν πτώση λόγω αφθονίας στην προσφορά: λαβράκια (– 11 %), μαύρος μπακαλιάρος (– 8 %), μπακαλιάρος (– 9 %). Αντίθετα, η μειωμένη προσφορά οδήγησε σε αύξηση των τιμών ορισμένων άλλων ειδών: κουτσομούρες (+ 31 %), μπακαλιάρος (+ 27 %), πεσκαντρίτσα (+ 13 %). Αυτό το δελτίο συγκυρίας αναφέρει επίσης ότι, λόγω μεταβολής της δομής της προσφοράς, το μερίδιο των ακριβών ειδών (μπακαλιάρος, πεσκαντρίτσα, γλώσσα, λαβράκι, κουτσομούρα, καραβίδες) αυξήθηκε εις βάρος των φθηνών ειδών (σκουμπρί, μαύρος μπακαλιάρος, νταούκι του Ατλαντικού, σουπιά, γαύρος) αποτέλεσμα του οποίου ήταν να σημειωθεί αύξηση κατά 3 % σε σχέση με το προηγούμενο έτος, στην αξία των πωλήσεων χονδρικής με πλειστηριασμό.

    (97)

    Η αξία των ανωτέρω πωλήσεων αντιστοιχεί, αφού αφαιρεθούν τα έξοδα τα συναφή με την πώληση, προς τον κύκλο εργασιών των πλοίων. Η Επιτροπή διαπιστώνει, συνεπώς, ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων αλιείας σημείωσε ελαφρά αύξηση. Κατά συνέπεια, αν και υπήρξε κάποια πτώση των τιμών όσον αφορά σημαντικό αριθμό ειδών, η πτώση αυτή δεν αντιστοιχεί προς μια γενικότερη πτώση των τιμών αλλά προς τη διαπιστωθείσα από τον OFIMER στο δελτίο συγκυρίας κατάσταση έντονων αντιθέσεων. Η πετρελαιοκηλίδα ίσως να είχε κάποιον αντίκτυπο στην αγορά των θαλασσινών, παραδείγματος χάρη σε μερικά συγκεκριμένα είδη, αλλά τα ανωτέρω διάφορα στοιχεία οδηγούν στη σκέψη ότι ο αντίκτυπος αυτός παρέμεινε ιδιαίτερα οριακός. Εξάλλου, εάν ήταν σημαντικός, ο OFIMER ασφαλώς και θα το είχε επισημάνει στα διάφορα κείμενα που συνέταξε υπόψη του ευρύτερου κοινού.

    (98)

    Η Επιτροπή, σε συνάρτηση με τα διάφορα αυτά στοιχεία, εκτιμά ότι η γενική ελάφρυνση των κοινωνικών εισφορών υπέρ των αλιέων, κατά το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Οκτωβρίου, δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά, βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης.

    (99)

    Ως ενίσχυση στη λειτουργία, που έχει χορηγηθεί για το σύνολο των επιχειρήσεων αλιείας χωρίς να απαιτείται εκ μέρους τους η οποιαδήποτε υποχρέωση, αυτό το μέτρο ενισχύσεως είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά δυνάμει του σημείου 1.2 τέταρτο εδάφιο τρίτη περίπτωση των κατευθυντηρίων γραμμών του 1997.

    V   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

    (100)

    Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Γαλλία έθεσε παράνομα σε εφαρμογή, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης, τα διάφορα μέτρα ενισχύσεως που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας απόφασης.

    (101)

    Με βάση την εκτιθέμενη στο μέρος IV τμήμα B και τμήμα Γ σημείο 1 της παρούσας απόφασης ανάλυση, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα ενισχύσεως που τέθηκαν σε εφαρμογή προς όφελος των υδατοκαλλιεργητών των διαμερισμάτων της ακτής του Ατλαντικού από το Finistère μέχρι την Gironde (ελαφρύνσεις των κοινωνικών εισφορών, ελάφρυνση των χρηματοπιστωτικών βαρών, απαλλαγή από τα ανταποδοτικά τέλη) είναι συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης.

    (102)

    Με βάση την εκτιθέμενη στο μέρος IV τμήμα Γ σημείο 1 της παρούσας απόφασης ανάλυση, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ελαφρύνσεις των κοινωνικών εισφορών για το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Ιουλίου 2000 και η απαλλαγή από το ανταποδοτικό τέλος για το έτος 2000, που παραχωρήθηκαν στους υδατοκαλλιεργητές των λοιπών διαμερισμάτων, δε μπορούν να τύχουν της παρεκκλίσεως που προβλέπεται από το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης.

    (103)

    Με βάση την εκτιθέμενη στο μέρος IV τμήμα Γ σημείο 2 της παρούσας απόφασης ανάλυση, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ελαφρύνσεις των κοινωνικών εισφορών που χορηγήθηκαν στους αλιείς για το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Οκτωβρίου 2000, δε μπορούν να τύχουν της παρεκκλίσεως που προβλέπεται από το άρθρο 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Οι ελαφρύνσεις των κοινωνικών εισφορών, οι ελαφρύνσεις των χρηματοπιστωτικών βαρών και η απαλλαγή από τα ανταποδοτικά τέλη για τη χρήση δημοσίου κτήματος, που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ των υδατοκαλλιεργητών των διοικητικών διαμερισμάτων Finistère, Morbihan, Loire-Atlantique, Vendée, Charente-Maritime και Gironde είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά.

    Άρθρο 2

    Τα μέτρα ενισχύσεως που τέθηκαν σε εφαρμογή από τη Γαλλία υπέρ των υδατοκαλλιεργητών των λοιπών διαμερισμάτων πλην των Finistère, Morbihan, Loire-Atlantique, Vendée, Charente-Maritime και Gironde, υπό τη μορφή ελάφρυνσης των κοινωνικών εισφορών για το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Ιουλίου 2000 και υπό τη μορφή απαλλαγής από την καταβολή ανταποδοτικών τελών για το έτος 2000, είναι ασυμβίβαστα με την κοινή αγορά.

    Άρθρο 3

    Το μέτρο ενισχύσεως που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ των αλιέων, υπό τη μορφή ελάφρυνσης των κοινωνικών εισφορών για το διάστημα από τις 15 Απριλίου έως τις 15 Οκτωβρίου 2000 είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

    Άρθρο 4

    1.   Η Γαλλία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 και έχουν ήδη παράνομα τεθεί στη διάθεσή τους.

    2.   Η ανάκτηση γίνεται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, εφόσον επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Οι ενισχύσεις που θα ανακτηθούν συμπεριλαμβάνουν τους τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων, μέχρι την ημερομηνία της ανάκτησης. Το επιτόκιο που θα ληφθεί υπόψη υπολογίζεται και εφαρμόζεται σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού αριθ. (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής (10).

    Άρθρο 5

    Η Γαλλία ενημερώνει την Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με αυτήν.

    Άρθρο 6

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.

    Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2004.

    Για την Επιτροπή

    Franz FISCHLER

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  ΕΕ C 39 της 13.2.2002, σ. 6.

    (2)  ΕΕ C 100 της 27.3.1997, σ. 12.

    (3)  www.agriculture.gouv.fr/pech/aqua/

    (4)  www.ofimer.fr.

    (5)  Ετήσια έκθεση 2000, σ. 39 · ετήσια έκθεση 2001, σ. 42.

    (6)  Επί του θέματος αυτού, οι γαλλικές αρχές διαβίβασαν 14 αντίγραφα αποτελεσμάτων αναλύσεων, οι οποίες είχαν ως αντικείμενο τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης υδρογονανθράκων στα αναλυθέντα προϊόντα (διάφορα ψάρια). Η Επιτροπή εκπλήσσεται από το ότι αυτά τα αποτελέσματα αναλύσεων αντιστοιχούν σε ψάρια που ελήφθησαν, στην περίπτωση τριών από τις αναλύσεις αυτές, στις 22 Φεβρουαρίου 2000 και εισήχθησαν στο εργαστήριο στις 23 Φεβρουαρίου 2000, ενώ σε δύο άλλες περιπτώσεις ελήφθησαν στις 7 Μαρτίου 2000 και εισήχθησαν στο εργαστήριο στις 10 Μαρτίου και, σε εννέα άλλες περιπτώσεις, ελήφθησαν και έγινε ανάλυσή τους τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2000. Οι αναλύσεις αυτές, που αναφέρουν την παρουσία υδρογονανθράκων στους ιστούς δεν επιτρέπουν, κατά κανένα τρόπο, την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι αυτό προκλήθηκε από το ναυάγιο του Erika, δεδομένου του χρόνου που διέρρευσε μετά το ναυάγιο. Για να μπορεί να υπάρξει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πετρελαίου του Erika και μιας μόλυνσης από υδρογονάνθρακες, θα χρειαζόταν σειρά αναλύσεων σε χρονικό διάστημα επαρκώς εγγύς της ημερομηνίας του ναυαγίου. Η απουσία τέτοιων αναλύσεων φαίνεται μάλλον να υποδεικνύει ότι δεν υπήρξε πραγματική οργανοληπτική μόλυνση των ψαριών αμέσως μετά το γεγονός αυτό. Η παρουσία υδρογονανθράκων, τρεις ή εννέα μήνες αργότερα, προκλήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις, παραδείγματος χάριν σε αυτές του Φεβρουαρίου ή του Μαρτίου, από πετρέλαιο του Erika, αλλά μπορεί εξίσου να έχει προκληθεί από υπολείμματα καθαρισμού των δεξαμενών που συχνά πραγματοποιούν τα πλοία στην ανοικτή θάλασσα, αψηφώντας την κείμενη νομοθεσία. Η δεύτερη αυτή υπόθεση είναι ακόμη πιθανότερη όσον αφορά τις αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο.

    (7)  Η αγορά στον τομέα της καραβίδας, μελέτη υπόψη του διοικητικού συμβουλίου του OFIMER, 6 Μαρτίου 2002.

    (8)  ΕΕ L 388 της 31.12.1992, σ. 1. Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2210/93 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1993, περί των ανακοινώσεων που αφορούν την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα των αλιευομένων προϊόντων και των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας (ΕΕ L 197 της 6.8.1993, σ. 8), τα κράτη μέλη όφειλαν να κοινοποιούν εξαμηνιαίως στην Επιτροπή τις αποσυρθείσες ή απώλητες ποσότητες αλιευομένων προϊόντων που αναγράφονται στο παράρτημα Ι, σημεία Α, Δ και Ε του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3759/92. Η καραβίδα και η πεσκαντρίτσα περιλαμβάνονται στον πίνακα αυτόν.

    (9)  Η καβουρομάνα συγκαταλέγεται μεταξύ των ειδών στα οποία αναφέρεται το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3759/92 αλλά δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι, σημεία Α, Δ, η Ε, του εν λόγω κανονισμού. Για τα είδη αυτά, των οποίων την τιμή απόσυρσης καθορίζουν οι οργανώσεις παραγωγών, δεν υπάρχει υποχρέωση κοινοποίησης στην Επιτροπή των δεδομένων απόσυρσης.

    (10)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


    Top