EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32004R1009

Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1009/2004 της Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2004, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας

ΕΕ L 183 της 20.5.2004, p. 61–82 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 21/11/2004

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/1009/oj

20.5.2004   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 183/61


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΫ (ΕΚ) αριθ. 1009/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 19ης Μαΐου 2004

για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2004 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (2) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 7,

Μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   ΓΕΝΙΚΑ

(1)

Στις 21 Αυγούστου 2003, η Επιτροπή ανήγγειλε με ανακοίνωση («ανακοίνωση για την έναρξη») που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3) την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές στην Κοινότητα συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας.

(2)

Η διαδικασία κινήθηκε μετά από καταγγελία που υποβλήθηκε τον Ιούλιο 2003 από την European Carbon and Graphite Association (ECGA) εξ ονόματος των παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος, σ'αυτήν την περίπτωση πάνω από το 50 %, της συνολικής κοινοτικής παραγωγής συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία ως προς την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά το εν λόγω προϊόν και τη σημαντική ζημία που προέκυψε από την πρακτική αυτή, τα οποία θεωρήθηκαν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ.

(3)

Η έναρξη παράλληλης διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές στην Κοινότητα του ιδίου προϊόντος, καταγωγής Ινδίας, αναγγέλθηκε με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (4) την ίδια ημερομηνία.

(4)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τον καταγγέλλοντα και άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς, τους παραγωγούς-εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, τους χρήστες και τους προμηθευτές που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, καθώς και τους αντιπροσώπους της Ινδίας σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας. Στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη δόθηκε η δυνατότητα να εκθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας.

(5)

Οι δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας (ΔΑΙ), καθώς και οι παραγωγοί, οι χρήστες και οι εισαγωγείς-έμποροι της Κοινότητας, γνωστοποίησαν γραπτώς τις απόψεις τους. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα μέρη που το ζήτησαν εντός της καθορισθείσας προθεσμίας, τα οποία απέδειξαν ότι η ακρόασή τους επιβάλλεται ένεκα ειδικών λόγων.

2.   ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ

(6)

Λόγω του μεγάλου αριθμού μη συνδεδεμένων εισαγωγέων στην Κοινότητα, θεωρήθηκε σκόπιμο, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, να εξεταστεί το ενδεχόμενο εφαρμογής της μεθόδου δειγματοληψίας. Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον είναι αναγκαία, να επιλέξει ένα δείγμα, κλήθηκαν όλοι οι γνωστοί μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς, δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της διαδικασίας και να παρέχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ζητούνται στην ανακοίνωση για την έναρξη, για την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003. Μόνον δύο μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς συμφώνησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα και παρείχαν τα απαιτούμενα στοιχεία εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Συνεπώς η δειγματοληψία δεν θεωρήθηκε αναγκαία γι’ αυτήν τη διαδικασία.

3.   ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

(7)

Η Επιτροπή έστειλε επίσης ερωτηματολόγια σε όλα τα γνωστά ως ενδιαφερόμενα μέρη, στους δύο μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που αναφέρονται ανωτέρω και σε όλες τις άλλες εταιρείες που αναγγέλθηκαν εντός των προθεσμιών οι οποίες καθορίζονται στην ανακοίνωση για την έναρξη.

(8)

Λήφθηκαν απαντήσεις από δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς, από τους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, από οκτώ εταιρείες χρήστες και από τους δύο μη συνδεδεμένους εισαγωγείς που αναφέρονται ανωτέρω. Επιπλέον, μία εταιρεία χρήστρια υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις που περιείχαν ορισμένα ποσοτικά στοιχεία και δύο ενώσεις χρηστών υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις στην Επιτροπή.

(9)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προκαταρκτικό προσδιορισμό της πρακτικής ντάμπινγκ, της ζημίας που προέκυψε και του συμφέροντος της Κοινότητας. Πραγματοποιήθηκαν επίσης επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

 

Κοινοτικοί παραγωγοί:

SGL Carbon GmbH, Wiesbaden and Meitingen, Γερμανία·

SGL Carbon SA, La Coruña, Ισπανία·

UCAR SNC, Notre Dame de Briançon, Γαλλία (καθώς και η συνδεδεμένη εταιρεία της, UCAR SA, Etoy, Ελβετία)·

UCAR Electrodos Ibérica SL, Pamplona, Ισπανία·

Graftech SpA, Caserta, Ιταλία.

 

Μη συνδεδεμένοι κοινοτικοί εισαγωγείς:

Promidesa SA, Madrid, Ισπανία·

AGC-Matov allied graphite & carbon GmbH, Βερολίνο, Γερμανία.

 

Χρήστες:

ISPAT Hamburger Stahlwerke GmbH, Hamburg, Γερμανία·

ThyssenKrupp Nirosta GmbH, Krefeld, Γερμανία·

Lech-Stahlwerke, Meitingen, Γερμανία·

Ferriere Nord, Osoppo, Ιταλία.

 

Παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδία:

Graphite India Limited (GIL), Kolkatta and Nasik·

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited, Bhopal.

(10)

Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003 (εφεξής «η περίοδος της έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των τάσεων που απαιτήθηκε για την αξιολόγηση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από το 1999 έως το τέλος της ΠΕ («η εξεταζόμενη περίοδος»).

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   ΥΠO ΕΞEΤΑΣΗ ΠΡΟΪOΝ

(11)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι ηλεκτρόδια από γραφίτη ή/και θηλές που χρησιμοποιούνται για τέτοια ηλεκτρόδια, είτε εισάγονται μαζί ή χωριστά. Το ηλεκτρόδιο γραφίτη είναι μία στήλη από γραφίτη κατασκευασμένη με χύτευση σε κεραμικούς τύπους ή με διέλαση. Τα δύο άκρα αυτού του κυλίνδρου, λεπτύνονται και διαμορφώνονται ελικωτές υποδοχές έτσι ώστε να είναι δυνατό να συνδεθούν δύο ή περισσότερα ηλεκτρόδια σχηματίζοντας στήλη. Για την ένωση δύο υποδοχών χρησιμοποιείται ένας σύνδεσμος επίσης από γραφίτη ονομαζόμενος «θηλή». Το σύνολο ηλεκτροδίων και θηλής από γραφίτη διατίθεται στην αγορά ως προσυναρμογολογημένο «σύστημα ηλεκτροδίων γραφίτη».

(12)

Τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια παράγονται από πετρελαϊκό οπτάνθρακα (κοκ), ένα προϊόν της πετρελαιοβιομηχανίας, και από υπόλειμμα απόσταξης λιθανθρακόπισσας. Η κατασκευαστική διαδικασία έχει έξι στάδια, δηλαδή μορφοποίηση, όπτηση, εμποτισμός, ανόπτηση, μετατροπή σε γραφίτη και μηχανουργική κατεργασία. Για την μετατροπή σε γραφίτη, το προϊόν θερμαίνεται ηλεκτρικώς σε θερμοκρασία άνω των 3 000 °C. Ο γραφίτης, η κρυσταλλική μορφή του άνθρακα, είναι ένα μοναδικό υλικό με χαμηλή ηλεκτρική αλλά υψηλή θερμική αγωγιμότητα· έχει μεγάλη αντοχή και εξαιρετικές επιδόσεις σε υψηλή θερμοκρασία, και αυτό το καθιστά κατάλληλο για χρήση σε καμίνους ηλεκτρικού τόξου. Ο χρόνος κατεργασίας για ένα σύστημα ηλεκτροδίων γραφίτη είναι περίπου δύο μήνες. Δεν υπάρχουν υποκατάστατα προϊόντα για τα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη.

(13)

Τα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη χρησιμοποιούνται από τους παραγωγούς προϊόντων σιδήρου και χάλυβα σε κάμινους ηλεκτρικού τόξου· ονομάζονται επίσης «μίνι χαλυβουργεία»· ως αγωγοί ηλεκτρικού ρεύματος για την παραγωγή χάλυβα από ανακυκλωμένο παλαιοσίδηρο. Τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα συστήματα και που καλύπτονται από την παρούσα έρευνα είναι τα ηλεκτρόδια με φαινομένη πυκνότητα 1,65 g/cm3 ή μεγαλύτερη και με ηλεκτρική αντίσταση 6.0 μΩ.m ή μικρότερη. Τα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη που πληρούν αυτές τις τεχνικές προδιαγραφές απορροφούν πολύ υψηλή ισχύ.

(14)

Ένας Ινδός εξαγωγέας δήλωσε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρήγε το υπό εξέταση προϊόν χωρίς να χρησιμοποιεί ‘βελονοειδή οπτάνθρακα πρώτης ποιότητας’ που είναι εκλεκτής ποιότητας πετρελαϊκός οπτάνθρακας ο οποίος, σύμφωνα με αυτήν την εταιρεία, θεωρείται από τους καταγγέλλοντες απαραίτητος για την παραγωγή του προϊόντος με τις προδιαγραφές που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 11 έως 13 ανωτέρω. Αυτός ο εξαγωγέας επομένως ισχυρίστηκε ότι τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια και που κατασκευάζονται χωρίς «βελονοειδή οπτάνθρακα πρώτης ποιότητας», πρέπει να αποκλειστούν από το πεδίο της έρευνας. Όντως, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές ποιότητες πετρελαϊκού οπτάνθρακα για την παραγωγή συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Εντούτοις, τα βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος και οι τελικές του χρήσεις, ανεξάρτητα από τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται, καθορίζουν τον ορισμό του προϊόντος. Αν τα ηλεκτρόδια γραφίτη και οι θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια καταγωγής Ινδίας και που εισάγονται στην Κοινότητα, ανταποκρίνονται στα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά όπως περιγράφονται στον ορισμό του προϊόντος, τότε θεωρούνται υπό εξέταση προϊόν. Συνεπώς, το αίτημα αυτό απορρίφθηκε.

2.   ΟΜΟΕΙΔEΣ ΠΡΟΪOΝ

(15)

Διαπιστώθηκε ότι το προϊόν που εξαγόταν από την Ινδία στην Κοινότητα, το προϊόν που κατασκευάστηκε και πωλήθηκε στην εγχώρια αγορά της Ινδίας, καθώς και το προϊόν που κατασκευάστηκε και πωλήθηκε στην Κοινότητα από τους κοινοτικούς παραγωγούς, παρουσίαζαν τα ίδια βασικά φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και προορίζονταν για την ίδια χρήση, και επομένως, τα εν λόγω προϊόντα θεωρήθηκαν ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

1.   ΚΑΝΟΝΙΚH ΑΞIΑ

(16)

Όσον αφορά τον καθορισμό της κανονικής αξίας, η Επιτροπή προσδιόρισε κατ' αρχήν, για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα, κατά πόσον οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος ήταν αντιπροσωπευτικές σε σύγκριση με τις συνολικές εξαγωγικές πωλήσεις του στην Κοινότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, οι εγχώριες πωλήσεις θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικές στις περιπτώσεις που, για καθέναν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς, ο συνολικός όγκος των εγχωρίων πωλήσεων αντιστοιχούσε τουλάχιστον στο 5 % του συνολικού όγκου των εξαγωγικών πωλήσεων στην Κοινότητα.

(17)

Εν συνεχεία, η Επιτροπή προσδιόρισε τους τύπους ηλεκτροδίων γραφίτη που πωλήθηκαν στην εγχώρια αγορά από τις εταιρείες οι οποίες έχουν πραγματοποιήσει αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις οι οποίες ήταν παρόμοιες ή άμεσα συγκρίσιμες με τους τύπους του προϊόντος που πωλήθηκαν προς εξαγωγή στην Κοινότητα. Τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στον καθορισμό των τύπων ηλεκτροδίων γραφίτη ήταν i) αν αυτοί οι τύποι είχαν πωληθεί με θηλή ή όχι, ii) η διάμετρός τους και iii) το μήκος τους. Οι τύποι των θηλών που πωλήθηκαν μόνες καθορίστηκαν με βάση τη διάμετρο και το μήκος τους.

(18)

Εν συνεχεία εξετάστηκε αν οι εγχώριες πωλήσεις κάθε συνεργαζόμενου παραγωγού-εξαγωγέα ήταν αντιπροσωπευτικές για κάθε τύπο προϊόντος, δηλαδή αν οι πωλήσεις στην εγχώρια αγορά κάθε τύπου προϊόντος αντιστοιχούσαν σε τουλάχιστον 5 % του όγκου των πωλήσεων του ιδίου τύπου προϊόντος στην Κοινότητα. Γι’ αυτούς τους τύπους του προϊόντος, εξετάστηκε εν συνεχεία, για κάθε παραγωγό-εξαγωγέα, αν αυτές οι πωλήσεις είχαν πραγματοποιηθεί κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(19)

Επίσης, εξετάστηκε κατά πόσον θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις κάθε τύπου προϊόντος πραγματοποιήθηκαν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων, με τον προσδιορισμό της αναλογίας των επικερδών πωλήσεων του εν λόγω τύπου σε ανεξάρτητους πελάτες. Για τους δύο παραγωγούς-εξαγωγείς καθορίστηκε ότι, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες οι εγχώριες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου τύπου προϊόντος είχαν πραγματοποιηθεί σε επαρκείς ποσότητες, πάνω από το 80 % σε όγκο είχαν πωληθεί με κέρδος στην εγχώρια αγορά, και ότι οι μέσες σταθμισμένες τιμές πωλήσεων αυτού του τύπου ήταν υψηλότερες από το μέσο σταθμισμένο ανά μονάδα κόστος του. Γι’ αυτούς τους τύπους προϊόντος, επομένως, η κανονική αξία στηρίχτηκε στην πραγματική εγχώρια τιμή που υπολογίστηκε ως ο μέσος σταθμισμένος όρος των τιμών όλων των εγχωρίων πωλήσεων αυτού του τύπου προϊόντος που πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ.

(20)

Για τους υπόλοιπους τύπους προϊόντος για τους οποίους δεν ήταν αντιπροσωπευτικές οι εγχώριες πωλήσεις, η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Η κανονική αξία κατασκευάστηκε με την προσθήκη στο κόστος κατασκευής των εξαγομένων τύπων, προσαρμοσμένου όταν αυτό κρίθηκε αναγκαίο, ενός εύλογου ποσοστού για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα πωλήσεων και τα γενικά και διοικητικά έξοδα («ΓΔΕΠ») και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, με βάση τα πραγματικά στοιχεία που αφορούν την παραγωγή και τις πωλήσεις, κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, του ομοειδούς προϊόντος, από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας σύμφωνα με την πρώτη πρόταση του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

2.   ΤΙΜH ΕΞΑΓΩΓHΣ

(21)

Η έρευνα έδειξε ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις των δύο συνεργαζόμενων Ινδών παραγωγών-εξαγωγέων είχαν πραγματοποιηθεί αποκλειστικά και απευθείας σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Κοινότητα.

(22)

Συνεπώς, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε με βάση τις πράγματι πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού.

3.   ΣYΓΚΡΙΣΗ

(23)

Πραγματοποιήθηκε σύγκριση της κανονικής αξίας και των τιμών εξαγωγής στο στάδιο εκ του εργοστασίου. Για να εξασφαλισθεί δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού.

(24)

Κατά συνέπεια έγιναν προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στο κόστος μεταφοράς, θαλάσσιων ναύλων, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, στο κόστος πίστωσης, στις προμήθειες και στις εκπτώσεις όπου κρίθηκε απαραίτητο και αιτιολογημένο με επαληθευμένα αποδεικτικά στοιχεία.

(25)

Και οι δύο εταιρείες ζήτησαν να γίνει προσαρμογή της κανονικής αξίας για να ληφθεί υπόψη η επιστροφή των εισαγωγικών επιβαρύνσεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, με την αιτιολογία ότι οι εισαγωγικοί δασμοί επιβάρυναν, κατά τους ισχυρισμούς, το ομοειδές προϊόν όταν προοριζόταν αυτό για κατανάλωση στη χώρα εξαγωγής, αλλά επιστρέφονταν ή δεν καταβάλλονταν όταν το υπό εξέταση προϊόν πωλείτο προς εξαγωγή στην Κοινότητα. Οι εταιρείες χρησιμοποίησαν το «καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (DEPB)» μετά την εξαγωγή γι’ αυτόν τον λόγο. Σχετικά με αυτό, η έρευνα έδειξε ότι δεν μπορούσε να διαπιστωθεί άμεση σχέση μεταξύ των πιστώσεων που χορήγησαν οι ΔΑΙ σε παραγωγούς-εξαγωγείς στο πλαίσιο του καθεστώτος DEPB και των πρώτων υλών που είχαν αγοραστεί, επειδή οι πιστώσεις μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν έναντι των καταβλητέων δασμών για κάθε εμπόρευμα που επρόκειτο να εισαχθεί εκτός για κεφαλαιουχικά αγαθά και για εμπορεύματα που υπόκεινται σε περιορισμούς ή απαγορεύσεις. Επιπλέον, οι πιστώσεις μπορούσαν επίσης να πωληθούν στην εγχώρια αγορά ή να χρησιμοποιηθούν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και δεν υπήρχε κανένας περιορισμός για να χρησιμοποιηθούν για την εισαγωγή των πρώτων υλών που είναι ενσωματωμένες στο εξαγόμενο προϊόν. Για τους λόγους αυτούς, απορρίπτεται ο ισχυρισμός.

(26)

Εναλλακτικά, οι δύο εταιρείες ζήτησαν να γίνει η ίδια προσαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο κ). Ωστόσο, επειδή οι εταιρείες δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι το καθεστώς DEPB μετά την εξαγωγή θίγει τη δυνατότητα σύγκρισης των τιμών, και ιδίως ότι οι πελάτες καταβάλλουν συνεχώς διαφορετικές τιμές στην εγχώρια αγορά λόγω των πλεονεκτημάτων του προαναφερόμενου καθεστώτος, δεν μπόρεσε να γίνει αποδεκτό το αίτημα προσαρμογής.

(27)

Και οι δύο εταιρείες ζήτησαν να γίνει προσαρμογή για τις διαφορές στο επίπεδο εμπορίου. Επειδή και οι δύο εταιρείες πραγματοποιούσαν πωλήσεις αποκλειστικά σε τελικούς χρήστες στην εγχώρια αγορά, ενώ οι πωλήσεις τους στην Κοινότητα γίνονταν και σε τελικούς χρήστες και σε εμπόρους, ζήτησαν ειδική προσαρμογή δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 10 στοιχείο δ) περίπτωση ii) του βασικού κανονισμού. Μια εταιρεία στήριξε το αίτημά της στο γεγονός ότι οι κοινοτικές τιμές πωλήσεών της σε διανομείς ήταν χαμηλότερες από τις τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί χρήστες, πράγμα που μπορεί να αιτιολογήσει την ειδική προσαρμογή. Ως προς αυτό, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία δεν μπορούσε να αποδείξει ότι ασκούσε διαφορετικές λειτουργίας για διαφορετικές κατηγορίες πελατών. Επιπλέον, καθορίστηκε ότι οι τιμές που επιβάλλονταν στους διανομείς δεν ήταν συνεχώς χαμηλότερες από τις τιμές για τους τελικούς χρήστες. Επομένως, το αίτημα αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

(28)

Η άλλη εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η προσαύξηση των διανομέων της κατά την μεταπώληση του υπό εξέταση προϊόντος στους τελικούς χρήστες στην αγορά της Κοινότητας, δικαιολογούσε μια προσαρμογή για να ληφθεί υπόψη το επίπεδο εμπορίου. Σχετικά με αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι η τιμή εξαγωγής, όπως περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 21 και 22 ανωτέρω, καθορίστηκε με βάση τις πράγματι πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές. Επομένως δεν θεωρείται βάσιμο το επιχείρημα για τις τιμές μεταπώλησης των διανομέων στην Κοινότητα. Γι’ αυτόν τον λόγο, αυτό το επιχείρημα απορρίφθηκε.

4.   ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΝΤAΜΠΙΝΓΚ

(29)

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού, η προσαρμοσμένη σταθμισμένη μέση κανονική αξία ανά τύπο προϊόντος, συγκρίθηκε με την προσαρμοσμένη σταθμισμένη μέση τιμή εξαγωγής κάθε αντίστοιχου τύπου του υπό εξέταση προϊόντος.

(30)

Η σύγκριση αυτή έδειξε την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ. Τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα ως ποσοστό της τιμής cif στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή του δασμού, καθορίζονται ως εξής:

Graphite India Limited (GIL)

34,3 %

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited

24,0 %

(31)

Επειδή το επίπεδο συνεργασίας ήταν υψηλό (100 % των εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία στην Κοινότητα) το προσωρινό περιθώριο ντάμπινγκ για τις υπόλοιπες εταιρείες καθορίστηκε στο επίπεδο του υψηλότερου περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε για μια συνεργαζόμενη εταιρεία, δηλαδή για την εταιρεία Graphite India Limited, σε 34,3 %.

Δ.   ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   ΣΥΝΟΛΙΚH ΚΟΙΝΟΤΙΚH ΠΑΡΑΓΩΓH

(32)

Στο εσωτερικό της Κοινότητας, το ομοειδές προϊόν κατασκευάζεται από την εταιρεία SGL AG («SGL») και από πολλές θυγατρικές της UCAR SA («UCAR»), δηλαδή UCAR SNC, UCAR Electrodos Ibérica SL και Graftech SpA, εξ ονόματος των οποίων υποβλήθηκε η καταγγελία. Οι εγκαταστάσεις παραγωγής της SGL και UCAR βρίσκονται στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Ισπανία.

(33)

Εκτός από τους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, τις SGL και UCAR, το ομοειδές προϊόν κατασκευαζόταν στην Κοινότητα από δύο άλλους παραγωγούς κατά την περίοδο 1999-ΠΕ. Ένας από αυτούς τους δύο άλλους παραγωγούς κατέστη αφερέγγυος και ζήτησε δικαστική προστασία βάσει του γερμανικού νόμου περί πτωχεύσεων. Αυτή η τελευταία εταιρεία σταμάτησε την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος το Νοέμβριο 2002. Αυτές οι δύο εταιρείες εξέφρασαν την υποστήριξή τους όσον αφορά την καταγγελία αλλά δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της Επιτροπής να συνεργαστούν ενεργά στην έρευνα. Θεωρείται ότι και οι τέσσερις ανωτέρω παραγωγοί συνιστούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

2.   ΟΡΙΣΜOΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟY ΚΛAΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓHΣ

(34)

Οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί απάντησαν δεόντως στα ερωτηματολόγια και συνεργάστηκαν πλήρως στην έρευνα. Κατά τη διάρκεια της ΠΕ αντιπροσώπευαν πάνω από το 80 % της κοινοτικής παραγωγής.

(35)

Επομένως, θεωρείται ότι αποτελούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και καλούνται εφεξής «κοινοτικός κλάδος παραγωγής».

E.   ΖΗΜΙΑ

1.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚH ΠΑΡΑΤHΡΗΣΗ

(36)

Δεδομένου ότι υπάρχουν μόνον δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος, και δεδομένου ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής περιλαμβάνει επίσης μόνον δύο παραγωγούς, τα στοιχεία που αφορούν είτε τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα καταγωγής Ινδίας, ή τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής παρουσιάζονται υπό μορφή δεικτών για να διατηρηθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας δυνάμει του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού.

2.   ΚΟΙΝΟΤΙΚH ΚΑΤΑΝAΛΩΣΗ

(37)

Η κατανάλωση στην Κοινότητα καθορίστηκε με βάση τους όγκους των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας, τους όγκους των πωλήσεων των άλλων κοινοτικών παραγωγών στην αγορά την Κοινότητας υπολογιζόμενους με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, τους όγκους των πωλήσεων που πραγματοποίησαν στην αγορά της Κοινότητας οι δύο Ινδοί συνεργαζόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς, τους όγκους των πωλήσεων που εισήχθησαν από την Πολωνία όπως προέκυψαν από την συνεργασία της SGL, και τα στοιχεία της Eurostat για τις υπόλοιπες εισαγωγές στην Κοινότητα, δεόντως προσαρμοσμένες όπου κρίθηκε σκόπιμο.

(38)

Πάνω σ’ αυτή τη βάση, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η κατανάλωση στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος αυξήθηκε κατά 9 %. Πιο συγκεκριμένα, αυξήθηκε κατά 14 % μεταξύ του 1999 και του 2000, μειώθηκε κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, κατά περαιτέρω 1 ποσοστιαία μονάδα το 2002, και εν συνεχεία αυξήθηκε κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Επειδή το υπό εξέταση προϊόν χρησιμοποιείται κατ’ αρχήν στον βιομηχανικό κλάδο χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκαμίνους, η εξέλιξη της κατανάλωσης πρέπει να εξεταστεί με βάση τις οικονομικές τάσεις σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τομέα, που παρουσίασε απότομη ανάπτυξη το 2000 την οποία ακολούθησε καθοδική τάση από το 2001 και εξής.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Συνολική κατανάλωση στην ΕΕ (τόνοι)

119 802

136 418

128 438

126 623

130 615

Δείκτης (1999 = 100)

100

114

107

106

109

3.   ΕΙΣΑΓΩΓEΣ ΑΠO ΤΗΝ ΕΝ ΛOΓΩ ΧΩΡΑ

α)   Όγκος

(39)

Ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από την Ινδία στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά 76 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Λεπτομερώς οι εισαγωγές από την Ινδία αυξήθηκαν κατά 45 % μεταξύ του 1999 και του 2000, κατά περαιτέρω 31 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και παρέμεινε σχεδόν σταθερή σ’ αυτό το επίπεδο το 2002 και κατά την ΠΕ.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος των εισαγωγών με ντάμπινγκ (τόνοι)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

145

176

176

176

Μερίδιο αγοράς των εισαγωγών με ντάμπινγκ

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

127

164

166

161

β)   Μερίδιο αγοράς

(40)

Το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εξαγωγείς στην εν λόγω χώρα αυξήθηκε κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες (ή 61 %) κατά την υπό εξέταση περίοδο για να φθάσει σε επίπεδο 8 έως 10 % κατά την ΠΕ. Πρώτα αυξήθηκε κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ του 1999 και 2000, κατά περαιτέρω 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και παρέμεινε σχετικά σταθερό σ’ αυτό το επίπεδο καθόλη τη διάρκεια του 2002 και την ΠΕ. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το χρονικό διάστημα 1999-ΠΕ, η αύξηση των εισαγωγών και των μεριδίων αγοράς από την εν λόγω χώρα συνέπεσε με μείωση της κατανάλωσης κατά 9 %.

γ)   Τιμές

i)   Εξέλιξη των τιμών

(41)

(Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μέση τιμή των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας, αυξήθηκε κατά 2 % το 2000, κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και εν συνεχεία μειώθηκε κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και σταθεροποιήθηκε σ’αυτό το επίπεδο κατά την ΠΕ. Τη ΠΕ, η μέση τιμή εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας ήταν κατά 1 % υψηλότερη από ό,τι το 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Οι τιμές των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

102

110

101

101

ii)   Πραγματοποίηση πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

(42)

Πραγματοποιήθηκε σύγκριση για συγκρίσιμα μοντέλα του υπό εξέταση προϊόντος μεταξύ των μέσων τιμών πώλησης των παραγωγών-εξαγωγέων και του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην Κοινότητα. Γι’ αυτόν τον σκοπό, οι τιμές εκ του εργοστασίου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες, καθαρές χωρίς τις μειώσεις και τους φόρους, συγκρίθηκαν με τις τιμές CIF στα σύνορα της Κοινότητας των παραγωγών-εξαγωγέων της Ινδίας, δεόντως προσαρμοσμένες για να ληφθούν υπόψη τα έξοδα μετά την εισαγωγή. Η σύγκριση έδειξε ότι κατά την ΠΕ το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας πωλήθηκε στην Κοινότητα σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 6,5 % με 12,2 %.

(43)

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα περιθώρια χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές τιμές δεν προβάλλουν πλήρως τις επιπτώσεις των εισαγωγών με ντάμπινγκ στις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, δεδομένου ότι παρατηρήθηκε και συμπίεση και μείωση των τιμών, όπως αποδεικνύεται από την σχετικά χαμηλή αποδοτικότητα που είχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την ΠΕ, ενώ μπορούσε να περιμένει ένα ευλόγως υψηλότερο κέρδος αν δεν είχαν ασκηθεί οι πρακτικές ντάμπινγκ.

4.   ΚΑΤAΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟY ΚΛAΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓHΣ

(44)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5) του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε όλους τους σχετικούς οικονομικούς παράγοντες και δείκτες που έχουν επίπτωση στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

α)   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

(45)

Για να γίνει μια έγκυρη εκτίμηση των δεικτών της ζημίας, ήταν αναγκαίο να ενοποιηθούν κατάλληλα ορισμένα στοιχεία που αφορούν την UCAR μαζί με τα στοιχεία των θυγατρικών της εταιρειών παραγωγής στην Κοινότητα (βλ αιτιολογική σκέψη 32 ανωτέρω).

(46)

Η Επιτροπή έδωσε ιδιαίτερη προσοχή σε όλες τις πιθανές συνέπειες στους δείκτες της ζημίας που απορρέουν από την προηγούμενη αντιανταγωνιστική συμπεριφορά των δύο καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών. Η Επιτροπή προσπάθησε επίσης να εξασφαλίσει ιδίως το ότι το σημείο έναρξης για την εκτίμηση της ζημίας (1999) δεν επηρεαζόταν από οποιαδήποτε αντιανταγωνιστική συμπεριφορά (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 77, 78, 80 και 81 κατωτέρω). Επιπλέον, κατά τον καθορισμό του κόστους και της αποδοτικότητας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς και επαλήθευσε το ότι δεν συμπεριλαμβάνονται το άμεσο κόστος των πληρωμών ή οποιοδήποτε έμμεσο κόστος (καθώς και οι επιβαρύνσεις χρηματοδότησης), σε συνδυασμό με τις κυρώσεις που επέβαλαν οι αρχές ανταγωνισμού, ώστε να υπάρξει μια εικόνα για το κέρδος, την απόδοση των επενδύσεων και τις ταμειακές ροές που δεν θα περιλαμβάνει καμία από αυτές τις έκτακτες δαπάνες.

β)   Παραγωγή

(47)

Η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 14 % το 2000, μειώθηκε κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκε κατά περαιτέρω 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Η απότομη αύξηση που παρατηρήθηκε το 2000 οφειλόταν στο καλό οικονομικό κλίμα, το οποίο φάνηκε στην αύξηση της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας αυτό το έτος.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγή (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

114

98

94

99

γ)   Ικανότητα και συντελεστές χρησιμοποίησης της ικανότητας

(48)

Η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε το 2000 κατά περίπου 2 % και παρέμεινε σ’ αυτά τα επίπεδα το 2001. Το 2002 και την ΠΕ, η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε περαιτέρω κατά αντίστοιχα 5 ποσοστιαίες μονάδες και κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Την ΠΕ, η ικανότητα παραγωγής ήταν κατά 9 % χαμηλότερη από ό,τι το 1999, κυρίως ως το αποτέλεσμα της διακοπής λειτουργίας μιας εγκατάστασης κοινοτικού παραγωγού καθόλη τη διάρκεια της ΠΕ.

(49)

Η χρησιμοποίηση της ικανότητας άρχισε από ένα επίπεδο 70 % το 1999, και εν συνεχεία αυξήθηκε στο 81 % το 2000 λόγω της ισχυρής ζήτησης, ειδικότερα από τον βιομηχανικό κλάδο χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκαμίνους. Το 2001 και 2002, μειώθηκε σε επίπεδο 70 % και εν συνεχεία αυξήθηκε εκ νέου σε 76 % κατά την ΠΕ.

(50)

Η έρευνα διαπίστωσε ότι υπάρχουν πολλές αιτίες για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η προαναφερθείσα εγκατάσταση παραγωγής, μεταξύ των οποίων οι δύο κυριότερες είναι: i) υψηλό κόστος παραγωγής που συνδέεται με την τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη χώρα, και ii) ο ανταγωνισμός από τις εισαγωγές με ντάμπινγκ καταγωγής Ινδίας. Επειδή είναι δύσκολο να γίνει διαχωρισμός των αιτιών, η Επιτροπή εξέτασε τις ενδεχόμενες τάσεις της ικανότητας παραγωγής και της χρησιμοποίησης της ικανότητας το 2002 και την ΠΕ αν δεν είχε διακοπεί η λειτουργία αυτή της εγκατάστασης. Ο όγκος παραγωγής δεν μεταβλήθηκε σ’ αυτόν τον υπολογισμό δεδομένου ότι άλλες εγκαταστάσεις παραγωγής αυτού του κοινοτικού παραγωγού αναγκάστηκαν να αυξήσουν την παραγωγή τους για να καλύψουν το κενό. Όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα, αν δεν είχε διακοπεί η λειτουργία αυτής της εγκατάστασης, η ικανότητα παραγωγής και η χρησιμοποίηση της ικανότητας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής συνολικά θα είχαν φθάσει σε επίπεδα την ΠΕ σχεδόν όμοια με εκείνα του 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

98

98

93

91

Χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

70 %

81 %

70 %

70 %

76 %

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

99

100

108


 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους) χωρίς την διακοπή λειτουργίας

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

98

98

100

101

Χρησιμοποίηση της ικανότητας χωρίς την διακοπή λειτουργίας

70 %

81 %

70 %

65 %

69 %

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

99

93

98

δ)   Αποθέματα

(51)

Κατά την ΠΕ, τα αποθέματα τελικών προϊόντων αντιπροσώπευαν περίπου το 3 % του συνολικού όγκου παραγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Το επίπεδο των τελικών αποθεμάτων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε συνολικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο και ήταν περίπου πέντε φορές υψηλότερο κατά την ΠΕ σε σύγκριση με το 1999. Εντούτοις, η έρευνα έδειξε ότι η ανάπτυξη των αποθεμάτων δεν θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικός δείκτης της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, επειδή οι κοινοτικοί παραγωγοί παράγουν γενικά κατόπιν παραγγελίας και επομένως τα αποθέματα συνίστανται συνήθως σε προϊόντα που είναι έτοιμα να αποσταλούν σε πελάτες.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Τελικό απόθεμα (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

235

700

663

515

ε)   Όγκος πωλήσεων

(52)

Οι πωλήσεις που πραγματοποίησε από τη δική του παραγωγή ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της Κοινότητας μειώθηκαν κατά 1 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Ειδικότερα, αυξήθηκαν απότομα κατά 16 % το 2000, μειώθηκαν κατά 17 ποσοστιαίες μονάδες το 2001 και κατά περαιτέρω 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και εν συνεχεία αυξήθηκαν εκ νέου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Η αύξηση του όγκου των πωλήσεων αντανακλά καθαρά τις οικονομικές τάσεις του βιομηχανικού κλάδου χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκαμίνους, ο οποίος μετά την μεγάλη ανάπτυξη που γνώρισε το 2000, σημείωσε επιδείνωση της κατάστασής του το 2001 και 2002.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος παραγωγής της ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

116

99

94

99

στ)   Μερίδιο αγοράς

(53)

Μετά από μια μικρή αρχική ανάκτηση μιας ποσοστιαίας μονάδας το 2000, το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μειώθηκε σημαντικά μέχρι το 2002. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,5 ποσοστιαίες μονάδες του μεριδίου αγοράς του το 2001 και περαιτέρω 2,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2002, και εν συνεχεία ανέκτησε 1,9 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Σε σύγκριση με το 1999, το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την ΠΕ ήταν χαμηλότερο κατά 6,3 ποσοστιαίες μονάδες ή 9 % σε τιμές δείκτη.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

102

93

89

91

ζ)   Ανάπτυξη

(54)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, όταν η κοινοτική κατανάλωση μειώθηκε κατά 9 %, ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 1 % στην αγορά της Κοινότητας. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,3 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς, όπως φαίνεται ανωτέρω, ενώ οι επιδοτούμενες εισαγωγές κέρδισαν 3,4 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς κατά την ίδια περίοδο.

η)   Απασχόληση

(55)

Το επίπεδο της απασχόλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 17 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Το εργατικό δυναμικό μειώθηκε κατά 1 % το 2000 και κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2001. Το 2002, και κατά την ΠΕ, σημειώθηκε μείωση αντιστοίχως 9 ποσοστιαίων μονάδων και 3 ποσοστιαίων μονάδων, που οφείλεται κυρίως στη διακοπή λειτουργίας μιας εγκατάστασης παραγωγής ενός κοινοτικού παραγωγού, και στην ανακατανομή μέρους του εργατικού δυναμικού σε πιο αποδοτικούς επιχειρηματικούς τομείς.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Απασχόληση

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

99

95

86

83

θ)   Παραγωγικότητα

(56)

Η παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, υπολογιζόμενη ως παραγωγή ανά απασχολούμενο άτομο ανά έτος, κατ’ αρχήν αυξήθηκε σημαντικά κατά 15 % από το 1999 έως το 2000, μειώθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, αυξήθηκε εκ νέου κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 11 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, η παραγωγικότητα ήταν κατά 19 % υψηλότερη από εκείνη στην αρχή της περιόδου, πράγμα που αντανακλά τις προσπάθειες ορθολογικής οργάνωσης που κατέβαλε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής για να παραμείνει ανταγωνιστικός. Συγκριτικά, η μέση αύξηση της παραγωγικότητας εργασίας στην οικονομία της Κοινότητας γενικά (όλοι οι οικονομικοί τομείς) ήταν ακριβώς 1,5 % ετησίως κατά την ίδια περίοδο.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Παραγωγικότητα (τόνοι ανά απασχολούμενο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

115

103

108

119

ι)   Μισθοί

(57)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, ο μέσος μισθός ανά απασχολούμενο αυξήθηκε κατά 13 %. Αυτό το στοιχείο είναι ελαφρά χαμηλότερο από τον συντελεστή αύξησης της μέσης ονομαστικής αμοιβής ανά απασχολούμενο (14 %) που παρατηρήθηκε κατά την ίδια περίοδο στην οικονομία της Κοινότητας γενικά (όλοι οι τομείς).

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ετήσιο κόστος εργασίας ανά απασχολούμενο (000 EUR)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

104

105

111

113

κ)   Τιμές πωλήσεων

(58)

Οι ανά μονάδα τιμές για τις πωλήσεις που πραγματοποίησε σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην Κοινότητα ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής από τη δική του παραγωγή, μειώθηκαν κατά 6 % μεταξύ του 1999 και του 2000, αυξήθηκαν κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκαν κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και αυξήθηκαν κατά 1 ποσοστιαία μονάδα την ΠΕ. Συνολικά, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μείωση σε ανά μονάδα τιμές πωλήσεων ήταν 8 %. Αυτή η σχετικά άνιση εξέλιξη εξηγείται από τα ακόλουθα.

(59)

Οι τιμές κατευθύνονται από δύο κυρίως δυνάμεις: το κόστος παραγωγής και την κατάσταση προσφοράς και ζήτησης στην αγορά. Ενώ οι ανά μονάδα τιμές πωλήσεων μειώθηκαν κατά 8 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, το ανά μονάδα κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 %. Αυτή η σχετικά ομαλή εξέλιξη του κόστους καλύπτει την απότομη άνοδο 10 ποσοστιαίων μονάδων που παρατηρήθηκε το 2001, λόγω των συνεπειών της αύξησης το 2000 των τιμών των πρώτων υλών. Οι δύο κυριότερες πρώτες ύλες για την κατασκευή συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη, δηλαδή οπτάνθρακας (κοκ) από πετρέλαιο και πίσσα, αντιπροσωπεύουν το 34 % περίπου του συνολικού κόστους παραγωγής. Η ενέργεια η τιμή της οποίας επηρεάζεται επίσης σημαντικά από τις διακυμάνσεις της τιμής πετρελαίου, αντιστοιχεί σε περαιτέρω 13 % του συνολικού κόστους παραγωγής. Συνολικά, αυτά τα τρία βασικά στοιχεία κόστους ενώ η τιμή επηρεάζεται άμεσα από τις διακυμάνσεις της τιμής πετρελαίου, αντιστοιχούν σε περίπου 50 % του συνολικού κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος. Επειδή οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν μπορούσαν να καλύψουν τις αυξήσεις του κόστους παραγωγής λόγω της συμπίεσης των τιμών που οφείλεται στις εισαγωγές με ντάμπινγκ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωσε πτώση της αποδοτικότητας.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ανά μονάδα τιμή στην αγορά ΕΚ (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

94

103

91

92

Ανά μονάδα κόστος παραγωγής (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

101

111

101

102

λ)   Παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινοτικές τιμές

(60)

Η έρευνα έδειξε ότι οι τιμές των εισαγωγών με ντάμπινγκ ήταν χαμηλότερες από τις συμπιεσμένες μέσες τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά 6 έως 12 % κατά μέσον όρο την ΠΕ (βλ. αιτιολογική σκέψη 42 ανωτέρω). Ωστόσο, από μια ανάλυση των τιμών ανά τύπο προϊόντων προκύπτει ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι τιμές που εφάρμοσαν οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς ήταν αισθητά χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι χαμηλότερες από τις κοινοτικές τιμές που καθορίστηκαν για κάθε χωριστό τύπο προϊόντος σε συνδυασμό με την αύξηση του μεριδίου αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ επηρέασαν τις εγχώριες τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

μ)   Αποδοτικότητα και απόδοση των επενδύσεων

(61)

Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από τις πωλήσεις του ιδίας παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες, εκφραζόμενη σε απόδοση επί των καθαρών πωλήσεων πριν από τους φόρους, μειώθηκε κατά 50 % το 2000, κατά περαιτέρω 3 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, κατά περαιτέρω 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και τέλος ανέκτησε 4 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, η μείωση της αποδοτικότητας ανέρχεται σε 66 % δηλαδή κυμαινόταν από 12 % έως 15 % το 1999 σε 3 % έως 6 % την ΠΕ.

(62)

Η απόδοση των επενδύσεων, εκφραζόμενη σε % κέρδος επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων, ακολούθησε ευρέως την ανωτέρω τάση της αποδοτικότητας καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο. Μειώθηκε κατά 34 % το 2000, το 2001 κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες, κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε το 1999, η απόδοση των επενδύσεων μειώθηκε κατά περίπου 90 % την ΠΕ, δηλαδή μεταξύ 45 % με 55 % το 1999 σε 3 % με 10 % την ΠΕ.

(63)

Η Επιτροπή εξέτασε μεμονωμένα τις επιπτώσεις της προαναφερθείσας διακοπής της λειτουργίας (βλ. αιτιολογική σκέψη 50 ανωτέρω) στην συνολική αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την ΠΕ. Διαπιστώθηκε ότι η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα ήταν υψηλότερη κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ, και αυτές οι μονάδες δεν θα άλλαζαν σημαντικά την τάση της αποδοτικότητας από το 1999.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Αποδοτικότητα των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες ( % των καθαρών πωλήσεων)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

51

48

30

34

Απόδοση των επενδύσεων ( % κέρδους επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

66

43

17

9

Αποδοτικότητα των πωλήσεων ΕΚ σε μη συνδεδεμένους πελάτες ( % των καθαρών πωλήσεων) χωρίς τη διακοπή λειτουργίας

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

51

48

35

39

ν)   Ταμειακή ροή και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

(64)

Η καθαρή ταμειακή ροή από τις δραστηριότητες λειτουργίας μειώθηκε το 2000 κατά 40 %, ανέκτησε 24 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, μειώθηκε εκ νέου κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και μειώθηκε περαιτέρω κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Η ταμειακή ροή ήταν κατά 35 % χαμηλότερη την ΠΕ από ό,τι στην αρχή της εξεταζόμενης περιόδου.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Ταμειακές ροές (σε χιλιάδες EUR)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

60

84

72

65

(65)

Διάφορες εθνικές και περιφερειακές αρχές ανταγωνισμού παγκοσμίως επέβαλαν πρόστιμο στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς για αυθαίρετο καθορισμό τιμών και κατανομή των αγορών στη δεκαετία του 1990. Εκτός από αυτές τις κυρώσεις, επιβλήθηκαν περαιτέρω κυρώσεις στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς σε συνδυασμό, αφενός, με τις συλλογικές προσφυγές στη δικαιοσύνη με πελάτες και μετόχους στις ΗΠΑ και στον Καναδά, και, αφετέρου, τη χρηματοδότηση αυτών των έκτακτων δαπανών. Αυτό είχε ως συνέπεια να αυξηθεί δραματικά το χρέος των δύο ομίλων και να επιδεινωθεί η αξιολόγηση του πιστωτικού κινδύνου τους και η ικανότητά τους άντλησης κεφαλαίων. Η πρακτική συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι να μη μπορεί να γίνει χωριστή εκτίμηση, σε ό,τι αφορά την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων, που θα μπορούσε να περιοριστεί στο πεδίο του τομέα κατασκευής και πώλησης του ομοειδούς προϊόντος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αυτό το αντιμονοπωλιακό παρελθόν. Εντούτοις, τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν ανωτέρω σε ό,τι αφορά την αποδοτικότητα, την απόδοση των επενδύσεων και τις ταμειακές ροές και κατωτέρω όσον αφορά τις επενδύσεις, που είναι βάσιμα μόνον για το ομοειδές προϊόν για το οποίο δεν λήφθηκαν υπόψη οι επιπτώσεις αυτής της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς, μπορούν ασφαλώς να θεωρηθούν επιβαρυντικοί παράγοντες, εκτός από την ανωτέρω ήδη δυσχερή οικονομική κατάσταση.

ξ)   Επενδύσεις

(66)

Οι ετήσιες επενδύσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για το υπό εξέταση προϊόν μειώθηκαν κατά περίπου 50 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Ειδικότερα, μειώθηκαν κατά 27 % το 2000, αυξήθηκαν κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, εν συνεχεία μειώθηκαν εκ νέου κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 8 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Καθαρές επενδύσεις (000 ευρώ)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

73

77

59

51

ο)   Μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ

(67)

Όσον αφορά τον αντίκτυπο στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής του μεγέθους του πραγματικού περιθωρίου ντάμπινγκ, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και τις τιμές των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα, ο αντίκτυπος αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

π)   Ανάκαμψη μετά το προηγούμενο ντάμπινγκ ή τις προηγούμενες επιδοτήσεις

(68)

Επειδή δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ύπαρξη ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων πριν από την κατάσταση που εξετάζεται στην παρούσα διαδικασία, αυτό το θέμα δεν εξετάστηκε.

5.   ΣΥΜΠEΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΗΜIΑ

(69)

Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, καταγωγής Ινδίας, αυξήθηκε σημαντικά κατά 76 % και το μερίδιο της κοινοτικής αγοράς αυξήθηκε κατά 3,4 ποσοστιαίες μονάδες. Οι μέσες τιμές των εισαγωγών με ντάμπινγκ από την Ινδία ήταν διαρκώς χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Επίσης, κατά την περίοδο έρευνας, οι τιμές των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Σε μέση σταθμισμένη βάση, οι τιμές των εισαγωγών ήταν χαμηλότερες από τις κοινοτικές τιμές κατά 6 %-12 % περίπου κατά μέσον όρο, ενώ με βάση τους μεμονωμένους τύπους προϊόντος, η διαφορά αυτή των τιμών ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερη.

(70)

Σε σχέση με την υπό εξέταση περίοδο, διαπιστώθηκε επιδείνωση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, σχεδόν όλοι οι δείκτες της ζημίας σημείωσαν αρνητική τάση: ο όγκος παραγωγής μειώθηκε κατά 1 %, η ικανότητα παραγωγής μειώθηκε κατά 9 %, οι όγκοι των πωλήσεων στην Κοινότητα μειώθηκαν κατά 1 % και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 6,3 ποσοστιαίες μονάδες σε μερίδιο αγοράς. Η ανά μονάδα τιμή πωλήσεων μειώθηκε κατά 8 % ενώ το ανά μονάδα κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 %, η αποδοτικότητα μειώθηκε κατά 66 %, η απόδοση των επενδύσεων και οι ταμειακές ροές από τις δραστηριότητες λειτουργίας ακολούθησαν την ίδια αρνητική τάση. Η απασχόληση μειώθηκε κατά 17 %, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 50 %.

(71)

Ορισμένοι δείκτες παρουσίασαν φαινομενικά θετική εξέλιξη: κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 13 %, που μπορεί να θεωρηθεί ως ο κανονικός συντελεστής αύξησης, και η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 19 %. Μαζί με τη μείωση της απασχόλησης που αναφέρεται ανωτέρω, αυτή δείχνει τις προσπάθειες που κατέβαλε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής για να παραμείνει ανταγωνιστικός παρά τον ανταγωνισμό που ασκείτο από τις εισαγωγές με ντάμπινγκ από την Ινδία.

(72)

Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 3 του βασικού κανονισμού.

ΣΤ.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

1.   ΕΙΣΑΓΩΓH

(73)

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 6 και 7 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε αν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ προκάλεσαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ζημία σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί σημαντική. Εξετάστηκαν επίσης, άλλοι γνωστοί παράγοντες πλην των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν προξενήσει κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, ούτως ώστε η προκαλούμενη από τους εν λόγω λοιπούς παράγοντες ζημία να μην αποδοθεί στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

2.   ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(74)

Η σημαντική αύξηση κατά 76 % του όγκου των εισαγωγών με ντάμπινγκ μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, και του αντίστοιχου μεριδίου τους στην αγορά της Κοινότητας, δηλαδή κατά περίπου 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς οι χαμηλότερες τιμές αυτών των εισαγωγών από τις κοινοτικές τιμές (περίπου 6 %-12 % κατά μέσον όρο την ΠΕ) συνέπεσαν με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Κατά την ίδια περίοδο, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη μείωση του όγκου των πωλήσεών του (-1 %), του μεριδίου αγοράς που κατείχε (-6,3 ποσοστιαίες μονάδες) και επιδείνωση της αποδοτικότητας (-8,7 ποσοστιαίες μονάδες). Αυτή η εξέλιξη πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η κοινοτική αγορά παρουσίαζε ανάπτυξη κατά τα έτη 1999-ΠΕ. Επιπλέον, οι τιμές με ντάμπινγκ ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο και ασκούσαν πίεση σ’ αυτές. Η επακόλουθη πτώση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (κατά 8 %) σε μία περίοδο κατά την οποία το κόστος παραγωγής είχε αυξηθεί κατά περίπου 2 % προκάλεσε την παρατηρηθείσα μείωση της αποδοτικότητας. Θεωρείται επομένως προσωρινά ότι οι εισαγωγές με ντάμπινγκ είχαν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

3.   ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ Α)

α)   Μείωση της ζήτησης σε συνδυασμό με την κάμψη της αγοράς χάλυβα

(75)

Δύο ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι η ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής συνδεόταν με την κάμψη που σημειώθηκε το 2001 και στις αρχές του 2002 στους καταναλωτές του ομοειδούς προϊόντος, δηλαδή στη βιομηχανία χάλυβα.

(76)

Η κάμψη του 2001-2002 στη βιομηχανία χάλυβα είναι γνωστή και επιβεβαιώνεται από τις τάσεις της κατανάλωσης του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, η οποία ήταν μεγαλύτερη το 2000, και εν συνεχεία μειώθηκε το 2001 και 2002. Όντως, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε σταθερά τα έτη 2000 έως 2002. Εντούτοις, το επιχείρημα δεν είναι ακριβές για το έτος 2000, κατά τη διάρκεια του οποίου ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μπορούσε να επωφεληθεί από την μεγάλη ανάπτυξη της αγοράς χάλυβα, όπως φαίνεται από τις σημαντικές μειώσεις των τιμών πωλήσεων και της αποδοτικότητας που παρατηρήθηκαν αυτό το έτος. Το ίδιο έτος αντίθετα, οι όγκοι των εισαγωγών από την Ινδία αυξήθηκαν απότομα κατά 45 % και το μερίδιο αγοράς τους αυξήθηκε κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες. Σημειώνεται επίσης ότι η κατανάλωση ήταν από το 2000 μέχρι την ΠΕ σημαντικά υψηλότερη από τα επίπεδά της του 1999. Έτσι, η κάμψη στη βιομηχανία χάλυβα δεν οδήγησε σε μείωση της ζήτησης γενικά για το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν παρόλο που το εξαιρετικό επίπεδο του 2000 δεν επιτεύχθηκε τα επόμενα έτη. Συνάγεται επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι η μείωση της ζήτησης σε συνδυασμό με την κάμψη στην αγορά χάλυβα δεν αποτελούν ικανοποιητική εξήγηση για τη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, και συνέβαλαν μόνον στη ζημία που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής μόνον σε πολύ μικρό βαθμό, αν όχι καθόλου. Οι επιπτώσεις επομένως δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

β)   Επαναφορά κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά την διάλυση της σύμπραξης επιχειρήσεων (καρτέλ)

(77)

Πολλά ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι οι ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, οφειλόταν αποκλειστικά στην επαναφορά των κανονικών συνθηκών του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας συστημάτων ηλεκτροδίων γραφίτη. Πιο συγκεκριμένα τα εν λόγω μέρη αποδίδουν την πτώση των τιμών και της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 1999 και εξής στο γεγονός ότι το σημείο έναρξης ήταν τεχνητά υψηλό λόγω της ύπαρξης καρτέλ.

(78)

Στην απόφαση 2002/271/ΕΚ της 18ης Ιουλίου 2001 (5), η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί είχαν, από κοινού με άλλους παραγωγούς, δημιουργήσει καρτέλ μεταξύ Μαΐου 1992 και Μαρτίου 1998. Η ΠΕ που καθορίστηκε για την παρούσα διαδικασία αντιντάμπινγκ καλύπτει την περίοδο από την 1η Απριλίου 2002 έως τις 31 Μαρτίου 2003, ενώ η περίοδος για την εκτίμηση των τάσεων της ζημίας καλύπτει την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 1999 έως το τέλος της ΠΕ. Επομένως και η ΠΕ και η εξεταζόμενη περίοδο είναι ουσιαστικά προγενέστερες της λειτουργίας του καρτέλ. Η έρευνα έδειξε επίσης ότι, παρόλο που υπάρχουν διάφορες συμφωνίες και συμβάσεις, οι μεγαλύτεροι όγκοι των συναλλαγών καλύπτονται τυπικά από ετήσια σύμβαση ενώ ορισμένες παραδόσεις υπόκεινται σε εγγύηση στη διάρκεια του έτους για συγκεκριμένη τιμή. Οι διαπραγματεύσεις για ετήσιες συμβάσεις ουσιαστικά λαμβάνουν χώρα τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του έτους που προηγείται της ενάρξεως ισχύος της σύμβασης. Η έρευνα διαπίστωσε ότι κατά την περίοδο 1998-1999, οι ετήσιες συμβάσεις κάλυπταν το 40 % περίπου των συναλλαγών, οι εξαμηνιαίες συμβάσεις αφορούσαν το 35 % περίπου και οι τριμηνιαίες συμβάσεις ή οι απλές παραγγελίες κάλυπταν το 25 % περίπου. Οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις (π.χ. οι τριετείς συμβάσεις) άρχισαν να ανακτούν έδαφος σχετικά πρόσφατα, αλλά ήταν οριακές τα έτη 1997-98, αν όχι εντελώς ανύπαρκτες, όπως θα αναμενόταν λογικά σε μία αγορά η οποία χαρακτηριζόταν από υψηλές τιμές. Επομένως διαπιστώθηκε ότι όλες σχεδόν οι συναλλαγές που έχουν πράγματι τιμολογηθεί και πληρωθεί το 1999, και οι συνακόλουθες τιμές που εξετάζονται στις αιτιολογικές σκέψεις 58 και 59 ανωτέρω, απορρέουν από συμφωνίες μεταξύ πωλητών και αγοραστών που είχαν συναφθεί μετά την περίοδο για την οποία διαπιστώθηκαν αυθαίρετος καθορισμός τιμών και κατανομή των αγορών.

(79)

Ως αποδεικτικό στοιχείο για το επιχείρημα αυτό, τα ίδια ενδιαφερόμενα μέρη επέστησαν την προσοχή της Επιτροπής στην εξέλιξη των τιμών ηλεκτροδίων μεγάλης διαμέτρου (δηλ. με διάμετρο άνω των 700 mm), που είναι ένα τμήμα της αγοράς το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς, δεν εξυπηρετούν οι Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς. Η έρευνα έδειξε ότι, παρόλο που οι δύο Ινδοί παραγωγοί-εξαγωγείς δεν εξήγαν αυτό το φάσμα προϊόντος κατά την ΠΕ στην Κοινότητα, ανέπτυξαν την τεχνική ικανότητά τους για να παράγουν αυτό το φάσμα προϊόντος. Η έρευνα έδειξε περαιτέρω ότι οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής γι’αυτό το συγκεκριμένο προϊόν είχαν μειωθεί σχετικά περισσότερο μεταξύ του 1999 και της ΠΕ από ό,τι είχαν μειωθεί οι μέσες τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για το ομοειδές προϊόν συνολικά. Αυτό το φάσμα προϊόντος αντιστοιχεί σε μικρό μερίδιο, περίπου 8 %, του συνολικού όγκου των πωλήσεων που πραγματοποίησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας για το ομοειδές προϊόν. Αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς έχει δύο ακόμη χαρακτηριστικά. Πρώτον, είναι σχετικά πρόσφατα αναπτυσσόμενη αγορά, πράγμα που προϋποθέτει ότι αυτή η αγορά έγινε γρήγορα ανταγωνιστική τα έτη 1999 έως την ΠΕ. Δεύτερον, χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολύ μικρού αριθμού μεγάλων πελατών, οι οποίοι αγοράζουν επίσης ηλεκτρόδια μικρότερης διαμέτρου. Όπως θα ήταν λογικό να περιμένει κανείς, αυτοί οι μεγαλύτεροι από τον μέσο όρο πελάτες χρησιμοποιούν την αγοραστική τους δύναμη για να επιτύχουν μεγαλύτερες εκπτώσεις από ό,τι θα επετύγχαναν οι «κανονικοί» πελάτες. Η τάση των τιμών γι’ αυτό το συγκεκριμένο τμήμα της αγοράς στρεβλώνεται επομένως από την επικράτηση των προαναφερομένων μεγάλων πελατών. Τέλος, παρόλο που οι Ινδοί παραγωγοί δεν εξήγαν αυτό το φάσμα προϊόντος σε τακτική βάση κατά την ΠΕ, η έρευνα διαπίστωσε την ύπαρξη ινδικών προσφορών τιμών γι’ αυτό το φάσμα προϊόντος, τις οποίες χρησιμοποίησαν οι πελάτες της Κοινότητας ως ένα άλλο μέσο διαπραγμάτευσης τιμών με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(80)

Η Επιτροπή ζήτησε και επέτυχε μακροπρόθεσμες σειρές τιμών (από τα μέσα της δεκαετίας του 1980) από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, για αντιπροσωπευτικές πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της Κοινότητας. Αυτή η σειρά τιμών δείχνει ότι οι τιμές αυξήθηκαν σταδιακά κατά τη δεκαετία του 1990 και έφθασαν στο υψηλότερο σημείο τους το 1998. Μεταξύ του 1998 και του 1999, παρατηρήθηκε απότομη πτώση τιμών κατά 14 %, που αντανακλά καθαρά το τέλος της περιόδου αυθαίρετου καθορισμού τιμών και κατανομής των αγορών.

(81)

Επιπλέον, το επιχείρημα σχετικά με την επαναφορά των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά την διάλυση του καρτέλ δεν παρέχει επαρκή εξήγηση για την απώλεια του μεριδίου αγοράς που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής από το 1999 έως την ΠΕ, ως συμμετρικά αντίθετη με την αύξηση του μεριδίου αγοράς των εισαγωγών με ντάμπινγκ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η επαναφορά των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά τη διάλυση του καρτέλ μπορεί να εξηγήσει μόνον ένα περιορισμένο τμήμα των ζημιογόνων τάσεων που παρατηρήθηκαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, και ότι οι επιπτώσεις της δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το προσωρινό συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

γ)   Επιδόσεις άλλων κοινοτικών παραγωγών

(82)

Κανένας άλλος κοινοτικός παραγωγός που δεν ανήκει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, δεν συνεργάστηκε με την έρευνα. Εντούτοις πρέπει να σημειωθεί ότι ένας από τους δύο άλλους γνωστούς κοινοτικούς παραγωγούς έγινε αναξιόχρεος και σταμάτησε την παραγωγή του από το Νοέμβριο 2002 (βλ. αιτιολογική σκέψη 33). Με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, ο όγκος των πωλήσεων στην ΕΚ των δύο άλλων παραγωγών αυξήθηκε από περίπου 15 000 τόνους το 1999 σε περίπου 21 000 τόνους το 2002, και εν συνεχεία μειώθηκε σε περίπου 19 000 τόνους κατά την ΠΕ. Σε ό,τι αφορά το μερίδιο αγοράς τους, αυτό αυξήθηκε από 12,5 % το 1999 σε 16,6 % το 2002, και εν συνεχεία μειώθηκε σε 14,4 % κατά την ΠΕ. Αν η έρευνα είχε καλύψει το έτος 2003 συνολικά, το μερίδιο αγοράς του μοναδικού άλλου κοινοτικού παραγωγού θα ήταν 9,7 %. Ενώ αληθεύει το ότι οι δύο άλλοι κοινοτικοί παραγωγοί ανέκτησαν 1,9 ποσοστιαίες μονάδες μεριδίου αγοράς μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, το γεγονός ότι ένας παραγωγός έγινε αναξιόχρεος είναι ενδεικτικό της ζημιογόνου κατάστασης για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Συνάγεται επομένως προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι επιδόσεις άλλων κοινοτικών παραγωγών συνέβαλαν, ενδεχομένως, στη ζημία που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σε πολύ περιορισμένο βαθμό, αν όχι καθόλου, και ότι ως εκ τούτου οι επιπτώσεις τους δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το πόρισμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών με ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

δ)   Εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες

(83)

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, ο συνολικός όγκος εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος καταγωγής τρίτων χωρών, άλλων εκτός της Ινδίας, αυξήθηκε κατά 20 % από περίπου 13 000 τόνους το 1999 σε περίπου 15 000 τόνους την ΠΕ, και το μερίδιο αγοράς του αυξήθηκε από 10,7 % το 1999 σε 11,8 % κατά την ΠΕ. Όσον αφορά τις μέσες σταθμισμένες τιμές CIF των εν λόγω εισαγωγών, μειώθηκαν κατά 8 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, από 2 400 ευρώ/τόνο το 1999 σε 2 200 ευρώ/τόνο κατά την περίοδο έρευνας. Πρέπει να αναφερθεί ότι οι τιμές των εισαγωγών από τρίτες χώρες άλλες εκτός της Ινδίας παρέμειναν σε ουσιαστικά υψηλότερα επίπεδα από ό,τι οι τιμές των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα καθόλη την εξεταζόμενη περίοδο.

(84)

Διαπιστώθηκε επίσης ότι μόνον οι εισαγωγές καταγωγής των τριών χωρών εκτός της Ινδίας κατείχαν μερίδιο στην αγορά της Κοινότητας άνω του 1 % κατά την ΠΕ, δηλαδή η Ιαπωνία, η Πολωνία και οι ΗΠΑ. Διαπιστώθηκε ότι i) το μερίδιο αγοράς της Ιαπωνίας αυξήθηκε από 2,1 % το 1999 σε 2,6 % την ΠΕ, ii) το μερίδιο αγοράς της Πολωνίας αυξήθηκε από 3,3 % το 1999 σε 4,4 % την ΠΕ και iii) το μερίδιο αγοράς των ΗΠΑ μειώθηκε από 5,3 % το 1999 σε 4,7 % την ΠΕ. Από αυτές τις τρεις χώρες, οι τιμές εισαγωγής CIF της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ φαίνεται ότι ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ενώ οι τιμές των εισαγωγών καταγωγής Πολωνίας ήταν υψηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, οι τιμές εισαγωγής CIF αυτών των τριών χωρών ήταν πάντα υψηλότερες από τις τιμές της εν λόγω χώρας. Επίσης, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν ότι αυτές οι εισαγωγές πραγματοποιήθηκαν σε τιμές με ντάμπινγκ.

(85)

Η έρευνα καθόρισε ότι οι δύο εγκαταστάσεις παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος στην Πολωνία οι οποίες εξήγαν το προϊόν αυτό στην Κοινότητα είναι θυγατρικές ενός καταγγέλλοντος κοινοτικού παραγωγού. Επομένως, όλες οι ανωτέρω εισαγωγές από την Πολωνία πραγματοποιήθηκαν κατά την ΠΕ για λογαριασμό του προαναφερόμενου κοινοτικού παραγωγού. Η έρευνα καθόρισε επίσης ότι περίπου το 40 % των όγκων του ομοειδούς προϊόντος που εισήχθη από τις ΗΠΑ είχε εισαχθεί στην πραγματικότητα από τον άλλο καταγγέλοντα κοινοτικό παραγωγό προς τελική πώληση στην Κοινότητα. Δεν βρέθηκε καμία ένδειξη για το ότι οι αντίστοιχες μεταπωλήσεις ήταν ζημιογόνες στους άλλους κοινοτικούς παραγωγούς ή ότι αυτές οι εισαγωγές είχαν πραγματοποιηθεί σε βάρος της ίδιας παραγωγής στην Κοινότητα. Η έρευνα εντούτοις έδειξε ότι οι όγκοι εισαγωγής από τις εγκαταστάσεις παραγωγής των δύο καταγγελλόντων κοινοτικών παραγωγών που κατασκευάζουν το ομοειδές προϊόν σε άλλες τρίτες χώρες, ήταν ατομικά και συνολικά ελάχιστοι, δηλαδή κάτω του 1 % της κοινοτικής κατανάλωσης.

(86)

Οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί είναι μεγάλες εταιρείες που λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο τομέας δραστηριότητάς τους δεν περιορίζεται μόνον στην Κοινότητα. Αυτές οι εταιρείες όχι μόνον εισάγουν ορισμένες μικρές ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος για τελική πώληση στην Κοινότητα, αλλά επίσης εξάγουν ένα σημαντικό τμήμα της κοινοτικής παραγωγής τους εκτός Κοινότητας. Η προβληματική που βρίσκεται πίσω από αυτές τις παγκόσμιες αποστολές είναι η όλο και μεγαλύτερη τάση εξειδίκευσης των διαφόρων εγκαταστάσεων σε διαστάσεις και ποιότητες του ομοειδούς προϊόντος, πράγμα που έχει ως άμεση συνέπεια να καταφεύγουν και οι δύο κοινοτικοί παραγωγοί, για ορισμένες διαστάσεις και ποιότητες, σε εισαγωγές από εγκαταστάσεις εκτός ΕΚ για να συμπληρώσουν το φάσμα των προϊόντων που προσφέρουν στους πελάτες στην Κοινότητα.

(87)

Με βάση τις μέσες τιμές, τον μικρό όγκο αυτών των εισαγωγών, το μικρό μερίδιο της αγοράς και τις ανωτέρω παρατηρήσεις σε ό,τι αφορά το φάσμα του προϊόντος, δεν διαπιστώθηκε ότι αυτές οι εισαγωγές από τις τρίτες χώρες, είτε προέρχονταν από τις εγκαταστάσεις που ανήκουν στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς, είτε όχι, συνέβαλαν στη ζημιογόνο κατάσταση που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ιδίως από πλευράς μεριδίου αγοράς, όγκων πωλήσεων, απασχόλησης, επενδύσεων, αποδοτικότητας, απόδοσης των επενδύσεων και ταμειακών ροών.

(88)

Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι αυτή η διαδικασία εισήγαγε διακρίσεις επειδή δεν είχε λάβει υπόψη την ύπαρξη εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας («ΛΔΚ»), όπως φαίνεται από τις σχετικά μεγάλες ποσότητες των εισαγωγών από την ΛΔΚ που δηλώθηκαν στον κωδικό ΣΟ 8545 11 00. Πρέπει πρώτα να τονιστεί ότι ο κωδικός ΣΟ 8545 11 00 καλύπτει όχι μόνον το υπό εξέταση προϊόν και το ομοειδές προϊόν, αλλά και άλλα είδη. Δεν είναι επομένως σκόπιμο να συνάγονται συμπεράσματα με μόνη βάση τον ανωτέρω κωδικό ΣΟ. Δόθηκε εντούτοις ιδιαίτερη προσοχή σ’ αυτό το θέμα κατά τις επισκέψεις επαλήθευσης που πραγματοποιήθηκαν στις εγκαταστάσεις των χρηστών που συνεργάσθηκαν. Ενώ πολλοί χρήστες είχαν δηλώσει στις απαντήσεις τους στο ερωτηματολόγιο τους όγκους του ομοειδούς προϊόντος που είχαν εισαχθεί από την ΛΔΚ, η επιτόπια επαλήθευση απέδειξε ότι κανένα από αυτά τα κινεζικά ηλεκτρόδια δεν συμφωνούσε με τις προδιαγραφές που ορίζουν το υπό εξέταση προϊόν. Επιπλέον, μια από τις δύο ενώσεις χρηστών δήλωσε σαφώς σε γραπτή παρατήρηση ότι η ΛΔΚ δεν ήταν σε θέση να παράγει και να εξάγει το ομοειδές προϊόν στην Κοινότητα κατά την περίοδο 1999-ΠΕ. Άρα, το επιχείρημα απορρίπτεται.

ε)   Εξαγωγική επίδοση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

(89)

Τονίζοντας τη μεγάλη πτώση των τιμών εξαγωγής του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ένα ενδιαφερόμενο μέρος ισχυρίστηκε ότι i) αυτή ήταν ενδεικτική της απουσίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών με ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας και ii) αυτό μπορούσε να θεωρηθεί ζημία που προκάλεσε μόνος του ο κλάδος αυτός.

(90)

Όπως εξηγείται ανωτέρω, οι δύο καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί λειτουργούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έρευνα διαπίστωσε ότι ο κοινοτικός όγκος παραγωγής εξάγει περίπου 15 % περισσότερο όγκο από ό,τι πωλεί στην Κοινότητα. Από ένα επίπεδο περίπου 100 000 τόνων το 1999, ο όγκος των πωλήσεων που εξήγε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκε κατά 12 % το 2000, μειώθηκε κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες το 2001, αυξήθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2002 και κατά περαιτέρω 6 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Κατά την ΠΕ, ο όγκος των εξαγωγικών πωλήσεων βρισκόταν πολύ κοντά στα επίπεδα που παρατηρήθηκαν το 1999, και επομένως καμία απώλεια των οικονομιών κλίμακας δεν μπορεί να αποδοθεί στην εξαγωγική δραστηριότητα. Η έρευνα διαπίστωσε ότι οι τιμές των εξαγωγικών πωλήσεων μειώθηκαν κατά περίπου 14 % μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Εντούτοις, εξεταζόμενη χωριστά από άλλους παράγοντες που μπορούν να έχουν παίξει κάποιο ρόλο σε επίπεδο παγκόσμιας αγοράς, αυτή η παρατήρηση δεν έχει καμία σχέση με την παρούσα διαδικασία, που αφορά την κοινοτική αγορά και όχι την παγκόσμια αγορά. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η τάση της αποδοτικότητας που εξετάστηκε στο πλαίσιο εκτίμησης της ζημίας αναφέρεται αποκλειστικά στις πωλήσεις στην Κοινότητα της ίδιας παραγωγής του κοινοτικού κλάδου. Παρόλο που η αποδοτικότητα των εξαγωγικών πωλήσεων επιδεινώθηκε ελαφρά σε σχέση με την αποδοτικότητα των κοινοτικών πωλήσεων, αυτό το γεγονός θεωρείται επίσης άσχετο με την παρούσα διαδικασία. Θεωρείται επομένως ότι η εξαγωγική δραστηριότητα δεν μπορεί να έχει συμβάλει με κανέναν τρόπο στη ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

 

1999

2000

2001

2002

ΠΕ

Όγκος εξαγωγικών πωλήσεων (σε τόνους)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

112

91

93

99

Ανά μονάδα τιμή των εξαγωγικών πωλήσεων (ευρώ/τόνο)

δεν μπορεί να κοινοποιηθεί [βλ. (36) ανωτέρω)]

Δείκτης (1999 = 100)

100

96

102

88

86

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΙΩΔΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

(91)

Εν κατακλείδι, επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι η σημαντική ζημία που έχει προκληθεί στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και που χαρακτηρίζεται κυρίως με την μείωση, μεταξύ του 1999 και της ΠΕ, του μεριδίου αγοράς, της ανά μονάδα τιμής πώλησης (8 %) ενώ το ανά μονάδα κόστος παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 %, με την συνακόλουθη μείωση της αποδοτικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων και των ταμειακών ροών από τις δραστηριότητες λειτουργίας, και με την μείωση των επενδύσεων και της απασχόλησης, οφείλεται στις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

(92)

Όντως, οι επιπτώσεις της μείωσης της ζήτησης σε συνδυασμό με τη κάμψη στην αγορά χάλυβα, της επαναφοράς των κανονικών συνθηκών ανταγωνισμού μετά τη διάλυση του καρτέλ, των επιδόσεων των άλλων κοινοτικών παραγωγών, των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες, των εξαγωγικών επιδόσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ήταν ελάχιστες ή μόνον πολύ περιορισμένες και επομένως δεν ήταν τέτοιες ώστε να ανατρέψουν το προσωρινό συμπέρασμα κατά το οποίο υπάρχει γνήσια και ουσιαστική αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από την εν λόγω χώρα και της σημαντικής ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

(93)

Επομένως, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ καταγωγής Ινδίας προκάλεσαν σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

Ζ.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(94)

Η Επιτροπή εξέτασε αν, παρά τα συμπεράσματα περί ντάμπινγκ, ζημίας και αιτιώδους συνάφειας, υπήρχαν σοβαροί λόγοι που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η θέσπιση μέτρων στην προκειμένη περίπτωση δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της Κοινότητας. Για το σκοπό αυτό, και σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε την επίπτωση των μέτρων για όλα τα μέρη που αφορά αυτή η έρευνα.

1.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(95)

Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποτελείται από δύο ομίλους εταιρειών, που διαθέτουν συνολικά εννέα εγκαταστάσεις παραγωγής σε διάφορες κοινοτικές χώρες, και απασχολούν 1 800 άτομα που συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή, στις πωλήσεις και στη διαχείριση του ομοειδούς προϊόντος. Μετά την επιβολή των μέτρων, ο όγκος και οι τιμές των πωλήσεων που πραγματοποιεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην κοινοτική αγορά αναμένεται να αυξηθούν. Εντούτοις, οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής δεν θα αυξηθούν κατά πάσα πιθανότητα στο επίπεδο οποιουδήποτε δασμού αντιντάμπινγκ εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των κοινοτικών παραγωγών, των εισαγωγών καταγωγής της εν λόγω χώρας που πραγματοποιούνται σε τιμές χωρίς ντάμπινγκ και των εισαγωγών καταγωγής άλλων τρίτων χωρών. Συμπερασματικά, προβλέπεται ότι η αύξηση της παραγωγής και των πωλήσεων, αφενός, και η περαιτέρω μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος, αφετέρου, σε συνδυασμό με μια μέτρια αύξηση των τιμών, θα επιτρέψουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση.

(96)

Εξάλλου, εάν δεν επιβληθούν μέτρα αντιντάμπνγκ, είναι πιθανό ότι η αρνητική τάση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής θα συνεχιστεί. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα συνεχίσει πιθανόν να χάνει μερίδια αγοράς και να αντιμετωπίζει την επιδείνωση της αποδοτικότητάς του. Αυτό θα οδηγήσει ασφαλώς σε περικοπές της παραγωγής και των επενδύσεων, σε κλείσιμο ορισμένων εγκαταστάσεων παραγωγής και σε περαιτέρω μειώσεις θέσεων εργασίας στην Κοινότητα.

(97)

Εν κατακλείδι, η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα επιτρέψει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να ανακάμψει από τη ζημιογόνο πρακτική ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε.

2.   ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΜΗ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΕΩΝ/ΕΜΠΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

(98)

Κατά την ΠΕ, οι δύο συνεργαζόμενοι εισαγωγείς εισήγαγαν περίπου 20 % του συνολικού όγκου εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής εν λόγω χώρας. Από τη συνεργασία από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς φαίνεται ότι οι εισαγωγείς/έμποροι στην Κοινότητα (δηλαδή οι δύο ανωτέρω συνεργαζόμενοι εισαγωγείς, αφενός, και οι μη συνεργαζόμενοι εισαγωγείς/έμποροι αφετέρου) αντιπροσωπεύουν το 40 % περίπου του συνολικού όγκου εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας.

(99)

Εάν επιβληθούν μέτρα αντιντάμπινγκ, είναι πιθανό οι εισαγωγές καταγωγής της εν λόγω χώρας να μειωθούν. Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ να οδηγήσει σε μέτρια αύξηση των τιμών του υπό εξέταση προϊόντος στην Κοινότητα, επηρεάζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την οικονομική κατάσταση των εισαγωγέων/εμπόρων. Σε ό,τι αφορά τους δύο συνεργαζόμενους εισαγωγείς, η εμπορική δραστηριότητα για το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας αντιστοιχεί στο 40 % περίπου του συνολικού κύκλου εργασιών τους. Από πλευράς εργατικού δυναμικού τους, από ένα σύνολο 10 απασχολουμένων, οι 4 απασχολούνται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα για το υπό εξέταση προϊόν καταγωγής Ινδίας. Οι επιπτώσεις που θα έχει στους εισαγωγείς η αύξηση της τιμής εισαγωγής του υπό εξέταση προϊόντος θα εξαρτηθεί επίσης από την ικανότητά τους να τη μεταφέρουν στους πελάτες τους. Η χαμηλή αναλογία του υπό εξέταση προϊόντος στο συνολικό κόστος των χρηστών (βλ. αιτιολογική σκέψη 103 κατωτέρω) μπορεί επίσης να διευκολύνει τους εισαγωγείς να μεταφέρουν οποιαδήποτε αύξηση της τιμής στους χρήστες.

(100)

Βάσει των στοιχείων αυτών, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ δεν προβλέπεται να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην κατάσταση των εισαγωγέων της Κοινότητας.

3.   ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ

(101)

Η κυριότερη βιομηχανία χρήστης που αντιπροσωπεύει το 80 % περίπου της συνολικής κοινοτικής κατανάλωσης του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος, είναι ο βιομηχανικός κλάδος χαλυβοπαραγωγής με ηλεκτροκαμίνους. Κατά την ΠΕ, οι οκτώ συνεργαζόμενοι τελικοί χρήστες κατανάλωσαν το 27 % περίπου του συνολικού όγκου εισαγωγών στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος, καταγωγής εν λόγω χώρας, το οποίο εισήχθη είτε απευθείας από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς ή μέσω εισαγωγέων/εμπόρων. Από τη συνεργασία από τους δύο Ινδούς παραγωγούς-εξαγωγείς φαίνεται ότι οι τελικοί χρήστες στην Κοινότητα (δηλαδή οι οκτώ ανωτέρω συνεργαζόμενοι χρήστες, αφενός, και οι μη συνεργαζόμενοι χρήστες αφετέρου) αντιπροσωπεύουν το 56 % περίπου του συνολικού όγκου άμεσων εισαγωγών στην ΕΚ του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής Ινδίας. Το υπόλοιπο τμήμα (4 %) εισήχθη από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(102)

Οι συνεργαζόμενοι χρήστες ισχυρίζονται ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα επηρεάσει αρνητικά την οικονομική τους κατάσταση, άμεσα με την αύξηση της τιμής της κατανάλωσής τους που προμηθεύονται στην Ινδία, και έμμεσα με την ενδεχόμενη αύξηση της τιμής που εφαρμόζουν οι κοινοτικοί παραγωγοί για το μερίδιο της κατανάλωσής τους που προέρχεται από τους κοινοτικούς παραγωγούς.

(103)

Η έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 1 % του συνολικού κόστους παραγωγής των χρηστών που συνεργάσθηκαν. Η πιθανή επίπτωση του κόστους στους χρήστες θα είναι η ακόλουθη. Εάν εφαρμοστούν μέτρα αντιντάμπινγκ, το κόστος παραγωγής των χρηστών θα αυξηθεί μεταξύ 0,15 % (στο χειρότερο σενάριο βάσει του οποίου οι τιμές του υπό εξέταση προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος θα αυξηθούν με το ποσό του δασμού, ανεξάρτητα από την καταγωγή αυτών των προϊόντων) και 0,03 % (μόνον η κατανάλωση που προέρχεται από την Ινδία επηρεάζεται από την αύξηση της τιμής). Τελικά, υπολογίζεται ότι το πραγματικό αποτέλεσμα θα βρίσκεται ανάμεσα σ’αυτά τα δύο σενάρια για τους εξής λόγους. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ενδέχεται να αυξήσει τις τιμές του σε ορισμένο βαθμό, αλλά θα επωφεληθεί επίσης από την χαλάρωση της πίεσης επί των τιμών για να ανακτήσει το μερίδιο αγοράς που είχε χάσει από την ανταγωνιστικότητα ως προς τις ινδικές τιμές. Υπάρχει πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και η επαναφορά θεμιτών και πιο αποδοτικών συνθηκών αγοράς θα αυξήσει ασφαλώς την πιθανή προμήθεια από όλες τις χώρες καταγωγής και θα προσελκύσει νέες επενδύσεις. Επί πλέον, περίπου το 15 % της κοινοτικής κατανάλωσης καλύπτεται από εναλλακτικούς προμηθευτές (δηλαδή τον άλλο κοινοτικό παραγωγό και εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες εκτός της Ινδίας). Επομένως, δεν φαίνεται πιθανό να σημειωθεί γενική αύξηση των τιμών. Τέλος, από αυτές τις πολύ περιορισμένες επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής των χρηστών, είναι ενδεχομένως πιθανό να μεταφερθεί τουλάχιστον ένα τμήμα στους κατάντη πελάτες πράγμα που θα έχει τελικά ακόμη μικρότερη επίπτωση στα κέρδη των χρηστών.

(104)

Οι συνεργαζόμενοι χρήστες είναι ακόμη αντίθετοι με την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ με το επιχείρημα ότι αυτά τα μέτρα θα θέσουν φραγμούς σε μία ανταγωνιστική αγορά, και εκ των πραγμάτων θα συμβάλουν στην δημιουργία του καρτέλ που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή το 2001.

(105)

Η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο το 2001 στους δύο καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς οι οποίοι είχαν δημιουργήσει καρτέλ μεταξύ Μαΐου 1992 και Μαρτίου 1998. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι οι δύο παραγωγοί που αποτελούσαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής είχαν σταματήσει την προηγούμενη πρακτική τους αυθαίρετου καθορισμού των τιμών και κατανομής των αγορών, και έτσι αυτό το σημείο δεν συζητήθηκε από τα μέρη. Η κατάσταση που διακυβεύεται είναι να αποκατασταθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού που είχαν στρεβλωθεί από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των Ινδών εξαγωγέων. Στόχος των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν είναι να εμποδίσουν την πρόσβαση στην Κοινότητα των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα, αλλά να εξουδετερώσουν τις επιπτώσεις από τη στρέβλωση των όρων της αγοράς λόγω της παρουσίας των εισαγωγών με ντάμπινγκ. Η αποκατάσταση θεμιτών όρων στην αγορά δεν θα ωφελήσει μόνον τους κοινοτικούς παραγωγούς, αλλά και τις εναλλακτικές πηγές προμήθειας όπως, για παράδειγμα, τις εισαγωγές που δεν αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ. Το γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε δημιουργήσει καρτέλ τα έτη 1992-1998 δεν πρέπει να του στερεί το δικαίωμα προστασίας στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

(106)

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, μπορεί να συναχθεί προσωρινά το συμπέρασμα ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ i) δεν θα επηρεάσει σοβαρά την οικονομική κατάσταση των χρηστών· και ii) δεν θα έχει αρνητικές συνέπειες στη γενική κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά της Κοινότητας.

4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(107)

Η επιβολή μέτρων αναμένεται να δώσει στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής την ευκαιρία να ανακτήσει πωλήσεις και μερίδια αγοράς που είχε χάσει και να βελτιώσει την αποδοτικότητά του. Εξάλλου, ενόψει της επιδείνωσης της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, αν δεν ληφθούν μέτρα, υπάρχει κίνδυνος ορισμένοι κοινοτικοί παραγωγοί να κλείσουν τις εγκαταστάσεις τους και να απολύσουν ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού τους. Αν και προβλέπονται αρνητικές επιπτώσεις υπό μορφή μείωσης του όγκου εισαγωγών και μέτριας αύξησης των τιμών για τους εισαγωγείς/εμπόρους και για τους χρήστες, η έκταση των φαινομένων αυτών μπορεί να περιοριστεί με τη μεταφορά της αύξησης στους κατάντη πελάτες. Βάσει των ανωτέρω, συνάγεται προσωρινά το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν αποχρώντες λόγοι για τη μη επιβολή μέτρων στην προκειμένη περίπτωση και ότι η εφαρμογή μέτρων θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας.

Η.   ΠΡΟΤΑΣΗ ΛΗΨΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

(108)

Λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων για την πρακτική ντάμπινγκ, τη ζημία, την αιτιώδη συνάφεια και το συμφέρον της Κοινότητας, θεωρείται απαραίτητο να ληφθούν προσωρινά μέτρα ώστε να αποφευχθεί η πρόκληση περαιτέρω ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

1.   ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(109)

Το επίπεδο των προσωρινών μέτρων αντιντάμπινγκ πρέπει να αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, χωρίς να υπερβαίνει τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν. Κατά τον υπολογισμό του απαραίτητου ποσού του δασμού για την εξάλειψη των επιπτώσεων της ζημιογόνου πρακτικής ντάμπινγκ, θεωρήθηκε ότι τα μέτρα θα έπρεπε να επιτρέψουν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να πραγματοποιήσει συνολικό κέρδος πριν από το φόρο τέτοιο που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει εύλογα υπό κανονικούς όρους ανταγωνισμού, δηλαδή αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές με επιδοτήσεις.

(110)

Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, διαπιστώθηκε προκαταρκτικά ότι ένα περιθώριο κέρδους 9,4 % του κύκλου εργασιών θα μπορούσε να θεωρηθεί το κατάλληλο επίπεδο που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ελλείψει της ζημιογόνου πρακτικής ντάμπινγκ. Οι καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί παρατήρησαν ότι μπορούσαν να αναμένουν ευλόγως περιθώριο κέρδους 10 % με 15 % αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ. Η έρευνα διαπίστωσε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε επιτύχει κέρδος που κυμαινόταν μεταξύ 12 % και 15 % του κύκλου εργασιών το 1999 (βλ. αιτιολογική σκέψη 61 ανωτέρω), όταν το μερίδιο αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ ήταν το χαμηλότερο. Η Επιτροπή εξέτασε αν οι συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά το 1999 μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικές για τις κανονικές συνθήκες αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν. Η έρευνα καθόρισε ότι η επαναφορά των κανονικών όρων ανταγωνισμού μετά το τέλος της περιόδου αυθαίρετου καθορισμού τιμών και κατανομής των αγορών είχε κάποια επίπτωση στις τιμές και ότι η τιμή των βασικών πρώτων υλών είχε αυξηθεί σημαντικά μεταξύ του 1999 και της ΠΕ. Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρείται ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αποδοτικότητα 12 % με 15 % κατά την ΠΕ. Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε τα στατιστικά ισολογισμών εταιρείας ανά τομείς που συγκέντρωσαν οι Κεντρικές Τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Η Επιτροπή διατήρησε τη βάση δεδομένων που συγκεντρώνει αυτά τα στοιχεία. Αυτή η εξέταση έδειξε ότι οι εταιρείες που ανήκουν στον κοντινότερο διαθέσιμο τομέα στις ανωτέρω μεγάλες βιομηχανικές χώρες, επέτυχαν κατά μέσον όρο κέρδος, εκτός των τυχόν εκτάκτων αποτελεσμάτων, 9,4 % το 2002. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις και τα στοιχεία, η Επιτροπή θεωρεί ότι το 9,4 % είναι ένα εύλογο κέρδος που θα μπορούσε να επιτύχει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αν δεν υπήρχαν οι εισαγωγές με ντάμπινγκ.

(111)

Εν συνεχεία, καθορίστηκε η αναγκαία αύξηση της τιμής με βάση σύγκριση, συναλλαγή προς συναλλαγή, της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής, όπως καθορίστηκε για τον καθορισμό των χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές, και της μη ζημιογόνου τιμής του ομοειδούς προϊόντος που πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην κοινοτική αγορά. Η μη ζημιογόνος τιμή υπολογίστηκε με την πρόσθεση στις τιμές πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, του προαναφερθέντος περιθωρίου κέρδους. Οι τυχόν διαφορές που προέκυψαν από την εν λόγω σύγκριση εκφράστηκαν στη συνέχεια ως εκατοστιαίο ποσοστό της συνολικής αξίας εισαγωγής CIF.

(112)

Η ανωτέρω σύγκριση τιμών έδειξε τα ακόλουθα περιθώρια ζημίας:

Graphite India Limited (GIL)

20,3 %

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited

12,8 %

2.   ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

(113)

Με βάση τα ανωτέρω, θεωρείται ότι πρέπει να επιβληθεί προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στο επίπεδο του περιθωρίου ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε, αλλά δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο της ζημίας που υπολογίζεται ανωτέρω σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού.

(114)

Στην παράλληλη διαδικασία κατά των επιδοτήσεων, επιβλήθηκαν επίσης αντισταθμιστικοί δασμοί στα συστήματα ηλεκτροδίων γραφίτη καταγωγής Ινδίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου (6) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός κατά των επιδοτήσεων»). Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, κανένα προϊόν δεν πρέπει να υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και αντισταθμιστικούς δασμούς για να αντιμετωπιστεί η ίδια και μόνη κατάσταση που προκύπτει από το ντάμπινγκ ή τις εξαγωγικές επιδοτήσεις, θεωρείται αναγκαίο να καθοριστεί αν, και μέχρι ποίου βαθμού, τα ποσά των επιδοτήσεων και τα περιθώρια του ντάμπινγκ απορρέουν από την ίδια κατάσταση.

(115)

Τα καθεστώτα επιδοτήσεων που εξετάστηκαν και διαπιστώθηκαν ότι είναι αντισταθμίσιμα στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά των επιδοτήσεων, αποτελούσαν εξαγωγικές επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού κατά των επιδοτήσεων. Επομένως, τα προσωρινά περιθώρια ντάμπινγκ που καθορίστηκαν για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ινδία οφείλονται εν μέρει στην ύπαρξη των αντισταθμίσιμων εξαγωγικών επιδοτήσεων και έτσι ο προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να είναι μικρότερος από το περιθώριο ντάμπινγκ και το περιθώριο της ζημίας που διαπιστώθηκε στην παρούσα διαδικασία από τον οποίο αφαιρείται ο προσωρινός αντισταθμιστικός δασμός που επιβλήθηκε για να εξαλειφθούν οι επιπτώσεις των εξαγωγικών επιδοτήσεων.

(116)

Συνεπώς, οι προσωρινοί δασμοί αντιντάμπινγκ πρέπει να είναι οι ακόλουθοι:

Εταιρεία

Περιθώριο εξάλειψης της ζημίας

Περιθώριο ντάμπινγκ

Προσωρινός αντισταθμιστικός δασμός

Προτεινόμενος δασμός αντιντάμπινγκ

Graphite India Limited (GIL)

20,3 %

34,3 %

14,6 %

5,7 %

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited

12,8 %

24,0 %

12,8 %

0 %

Όλες οι άλλες εταιρείες

20,3 %

34,3 %

14,6 %

5,7 %

3.   ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

(117)

Για λόγους χρηστής διαχείρισης, πρέπει να ταχθεί προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη που αναγγέλθηκαν εντός της προθεσμίας που καθοριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, μπορούν να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι τα συμπεράσματα όσον αφορά την επιβολή των δασμών που θα συναχθούν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, είναι προσωρινά και μπορούν να επανεξεταστούν για την επιβολή οριστικού δασμού.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται προσωρινός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές στις εισαγωγές ηλεκτροδίων από γραφίτη του είδους που χρησιμοποιούνται για ηλεκτρικές κάμινους, με φαινόμενη πυκνότητα 1.65 g/cm3 ή μεγαλύτερη και με ηλεκτρική αντίσταση 6.0 μΩ.m ή μικρότερη, που υπάγονται κανονικά στον κωδικό ΣΟ ex 8545 11 00 (κωδικός TARIC 8545110010) και στις θηλές που χρησιμοποιούνται γι’ αυτά τα ηλεκτρόδια, που υπάγονται στον κωδικό ΣΟ ex 8545 90 90 (κωδικός TARIC 8545909010) είτε εισάγονται από κοινού ή χωριστά, καταγωγής Ινδίας.

2.   Ο συντελεστής του προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από το δασμό, για τα προϊόντα που παράγονται από τις ακόλουθες εταιρείες στην Ινδία, είναι ο ακόλουθος:

Εταιρεία

Προσωρινός δασμός

Πρόσθ. κωδικός TARIC

Graphite India Limited (GIL), 31 Chowringhee Road, Kolkatta — 700016, West Bengal

5,7 %

A530

Hindustan Electro Graphite (HEG) Limited, Bhilwara Towers, A-12, Sector-1, Noida — 201301, Uttar Pradesh

0 %

A531

Όλες οι άλλες εταιρείες

5,7 %

A999

3.   Εκτός εάν υπάρχει άλλη πρόβλεψη, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

4.   Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα του προϊόντος που αναφέρεται ανωτέρω εξαρτάται από την παροχή εγγυήσεως, ίσης με το ποσό που αντιστοιχεί στον προσωρινό δασμό.

Άρθρο 2

Με την επιφύλαξη του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, τα ενδιαφερόμενα μέρη δύνανται να ζητήσουν την κοινοποίηση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και του σκεπτικού, βάσει των οποίων θεσπίστηκε ο παρών κανονισμός, να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση από την Επιτροπή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.

Δυνάμει του άρθρου 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εντός ενός μηνός από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του.

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζεται για περίοδο έξι μηνών.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Μαΐου 2004.

Για την Επιτροπή

Pascal LAMY

Μέλος της Επιτροπής


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1.

(2)  ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12.

(3)  ΕΕ C 197 της 21.8.2003, σ. 2.

(4)  ΕΕ C 197 της 21.8.2003, σ. 5.

(5)  ΕΕ L 100 της 16.4.2002, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1.


Top