EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003H0091

Σύσταση της Επιτροπής, της 10ης Φεβρουαρίου 2003, για το συντονισμένο πρόγραμμα επιθεώρησης στον τομέα της διατροφής των ζώων για το έτος 2003 σύμφωνα με την οδηγία 95/53/EΚ του Συμβουλίου [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 450]

ΕΕ L 34 της 11.2.2003, p. 20–25 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2003/91/oj

32003H0091

Σύσταση της Επιτροπής, της 10ης Φεβρουαρίου 2003, για το συντονισμένο πρόγραμμα επιθεώρησης στον τομέα της διατροφής των ζώων για το έτος 2003 σύμφωνα με την οδηγία 95/53/EΚ του Συμβουλίου [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 450]

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 034 της 11/02/2003 σ. 0020 - 0025


Σύσταση της Επιτροπής

της 10ης Φεβρουαρίου 2003

για το συντονισμένο πρόγραμμα επιθεώρησης στον τομέα της διατροφής των ζώων για το έτος 2003 σύμφωνα με την οδηγία 95/53/EΚ του Συμβουλίου

[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 450]

(2003/91/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

την οδηγία 95/53/EΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1995, για τον καθορισμό των αρχών οργάνωσης των επίσημων ελέγχων στον τομέα της διατροφής των ζώων(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2001/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου(2), και ιδίως το άρθρο 22 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Η οδηγία 95/53/ΕΚ προβλέπει ότι η Επιτροπή υποβάλλει γενική συγκεφαλαιωτική έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα των επιθεωρήσεων που διενεργούνται σε κοινοτικό επίπεδο. Η γενική συγκεφαλαιωτική έκθεση για τις δραστηριότητες επιθεώρησης που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα της διατροφής των ζώων η οποία συντάχθηκε με βάση τις πληροφορίες που παρείχαν τα κράτη μέλη σχετικά με την εφαρμογή των προγραμμάτων επιθεώρησης για το έτος 2001 δεν επιτρέπει την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων.

(2) Προσδιορίστηκαν τρία κριτήρια προτεραιότητας, τα οποία αξίζει να αποτελέσουν το αντικείμενο συντονισμένου προγράμματος επιθεώρησης το έτος 2003, συγκεκριμένα ο έλεγχος της εφαρμογής των περιορισμών στη χρήση προϊόντων ζωικής προέλευσης στις ζωοτροφές, η παρουσία διοξινών στα παραπροϊόντα που χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες για την παρασκευή ζωοτροφών και η παρουσία αντιβιοτικών απαγορευμένων ως αυξητικών παραγόντων στις ζωοτροφές.

(3) Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι οι περιορισμοί στη χρήση προϊόντων ζωικής προέλευσης στις ζωοτροφές, όπως ορίζονται στη σχετική κοινοτική νομοθεσία, εφαρμόζονται αποτελεσματικά.

(4) Ορισμένα βιομηχανικά παραπροϊόντα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφές θα μπορούσαν ενδεχομένως να μολυνθούν με διοξίνες ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας τους.

(5) Είναι σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι δεν χρησιμοποιούνται απαγορευμένα αντιβιοτικά ως αυξητικοί παράγοντες στη διατροφή των ζώων.

(6) Τα μέτρα που προβλέπει η παρούσα σύσταση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων,

ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:

1. Συνιστάται στα κράτη μέλη να πραγματοποιήσουν κατά τη διάρκεια του έτους 2003 συντονισμένο πρόγραμμα παρακολούθησης με σκοπό τον έλεγχο:

α) της εφαρμογής των περιορισμών στην παραγωγή και χρήση προϊόντων ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο παράρτημα I·

β) της μόλυνσης ορισμένων βιομηχανικών παραπροϊόντων με διοξίνες ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας που αναφέρεται στο παράρτημα II·

γ) της παρουσίας απαγορευμένων αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται ως αυξητικοί παράγοντες όπως αναφέρεται στο παράρτημα III.

2. Συνιστάται στα κράτη μέλη να περιλάβουν τα αποτελέσματα του συντονισμένου προγράμματος παρακολούθησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ως ξεχωριστό κεφάλαιο στην έκθεση για τις ετήσιες δραστηριότητες ελέγχου που θα υποβληθεί έως την 1 Απριλίου 2004 σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας 95/53/EΚ.

Βρυξέλλες, 10 Φεβρουαρίου 2003.

Για την Επιτροπή

David Byrne

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ L 265 της 8.11.1995, σ. 17.

(2) ΕΕ L 234 της 1.9.2001, σ. 55.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

Με την επιφύλαξη των άρθρων 3 έως 13 και 15 της οδηγίας 95/53/EΚ, τα κράτη μέλη πρέπει να εφαρμόσουν συντονισμένο πρόγραμμα επιθεώρησης κατά τη διάρκεια του 2003 για να διαπιστώσουν εάν τηρήθηκαν οι περιορισμοί στην παραγωγή και χρήση πρώτων υλών ζωοτροφών ζωικής προέλευσης.

Συγκεκριμένα, για να εξασφαλιστεί ότι εφαρμόζεται αποτελεσματικά η απαγόρευση της χορήγησης μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών σε ορισμένα ζώα, όπως καθορίζει η απόφαση 2000/766/EΚ του Συμβουλίου(1) και η απόφαση 2001/9/EΚ της Επιτροπής(2), οι οποίες τροποποιήθηκαν τελευταία από την απόφαση 2002/248/EΚ της Επιτροπής(3), τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν ειδικό πρόγραμμα ελέγχου που βασίζεται σε στοχοθετημένους ελέγχους. Σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 95/53/EΚ, αυτό το πρόγραμμα ελέγχου πρέπει να βασίζεται σε μια στρατηγική βάσει του κινδύνου όπου περιλαμβάνονται όλα τα στάδια παραγωγής και όλα τα είδη εγκαταστάσεων όπου παράγονται, διακινούνται και χορηγούνται ζωοτροφές. Τα κράτη μέλη πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στον ορισμό των κριτηρίων που μπορεί να συνδέονται με κάποιο κίνδυνο. Η βαρύτητα που δίνεται σε κάθε κριτήριο πρέπει να είναι ανάλογη με τον κίνδυνο. Η συχνότητα των επιθεωρήσεων και ο αριθμός των δειγμάτων που αναλύονται στις εγκαταστάσεις πρέπει να είναι ανάλογη με το σύνολο της βαρύτητας που δίνεται στις εγκαταστάσεις αυτές.

Οι ακόλουθες ενδεικτικές εγκαταστάσεις και τα κριτήρια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την κατάρτιση προγράμματος ελέγχου:

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

Εναλλακτικά, τα κράτη μέλη μπορούν να διαβιβάζουν στην Επιτροπή την δική τους αξιολόγηση του κινδύνου πριν από τις 31 Μαρτίου 2003.

Οι δειγματοληψίες πρέπει να στοχεύουν παρτίδες ή γεγονότα όπου υπάρχει μεγάλη πιθανότητα διασταυρούμενης μόλυνσης με απαγορευμένες μεταποιημένες πρωτεΐνες (π.χ. η πρώτη παρτίδα ύστερα από τη μεταφορά ζωοτροφών που περιείχαν ζωικές πρωτεΐνες που είναι απαγορευμένες για τη συγκεκριμένη παρτίδα, τεχνικά προβλήματα ή αλλαγές στη γραμμή παραγωγής, αλλαγές στους χώρους αποθήκευσης ή στα σιλό για ασυσκεύαστο υλικό).

Ο ελάχιστος αριθμός επιθεωρήσεων ανά έτος σε ένα κράτος μέλος πρέπει να είναι 10 ανά 100000 τόνους παραγόμενων σύνθετων ζωοτροφών. Ο ελάχιστος αριθμός επίσημων δειγμάτων ανά έτος σε ένα κράτος μέλος πρέπει να είναι 20 ανά 100000 τόνους παραγόμενων σύνθετων ζωοτροφών. Εν αναμονή της έγκρισης εναλλακτικών μεθόδων για την ανάλυση των δειγμάτων πρέπει να χρησιμοποιείται μικροσκοπική ταυτοποίηση και κατ' εκτίμηση προσδιορισμός όπως καθορίζεται στην οδηγία 98/88/EΚ της Επιτροπής, της 13ης Νοεμβρίου 1998, για τον καθορισμό κατευθυντήριων γραμμών για τη μικροσκοπική ταυτοποίηση και τον κατ' εκτίμηση προσδιορισμό των συστατικών ζωικής προέλευσης για τον επίσημο έλεγχο των ζωοτροφών(4). Η παρουσία απαγορευμένων συστατικών ζωικής προέλευσης στις ζωοτροφές πρέπει να θεωρείται ως παράβαση της απαγόρευσης των ζωοτροφών.

Τα αποτελέσματα των προγραμμάτων επιθεώρησης πρέπει να ανακοινώνονται στην Επιτροπή με την εξής μορφή.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΣΙΤΙΣΗΣ ΜΕ ΖΩΟΤΡΟΦΕΣ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ (ΣΙΤΙΣΗ ΜΕ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΕΣ ΜΕΤΑΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΖΩΙΚΕΣ ΠΡΩΤΕΪΝΕΣ)

Α. Τεκμηριωμένες επιθεωρήσεις

>PIC FILE= "L_2003034EL.002201.TIF">

Β. Δειγματοληψία και έλεγχος πρώτων υλών ζωοτροφών και σύνθετων ζωοτροφών για μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες

>PIC FILE= "L_2003034EL.002301.TIF">

Γ. Περίληψη των μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που βρέθηκαν σε δείγματα ζωοτροφών που προορίζονταν για μηρυκαστικά

>PIC FILE= "L_2003034EL.002302.TIF">

(1) ΕΕ L 306 της 7.12.2000, σ. 32.

(2) ΕΕ L 2 της 5.1.2001, σ. 32.

(3) ΕΕ L 84 της 28.3.2002, σ. 71.

(4) ΕΕ L 318 της 27.11.1998, σ. 45.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΜΟΛΥΝΣΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΠΑΡΑΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΜΕ ΔΙΟΞΙΝΕΣ ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΞΗΡΑΝΣΗΣ Ή ΑΛΛΩΝ ΕΙΔΩΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ

Πολλά παραπροϊόντα της μεταποίησης τροφίμων χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες ζωοτροφών. Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην πιθανή μόλυνση των παραπροϊόντων αυτών, η οποία μπορεί να συμβεί σε ορισμένα στάδια της διαδικασίας παραγωγής τους ιδίως όταν εισάγονται χημικές ουσίες όπως καταλύτες, διαλύτες, βοηθητικά σύμπηξης, τροποποιητές του pH, ή παράγοντες διήθησης.

Επιπλέον, οι διαδικασίες έκθλιψης π.χ. για την εξαγωγή ελαίου από σπόρους και από πυρήνες ή από άλλα προϊόντα κοκοφοίνικα μερικές φορές συνεπάγονται τη χρήση οργανικών διαλυτών. Η παρουσία διοξινών ως ρύπων στους διαλύτες αλλά και η ενδεχόμενη δημιουργία των ενώσεων αυτών από χημικές αντιδράσεις ανάμεσα στο διαλύτη και τις πρώτες ύλες ζωοτροφών μπορεί να συμβάλουν στη μόλυνση των παραπροϊόντων (πίτες από ελαιόσπορους) της ελαιοβιομηχανίας που χρησιμοποιούνται ως πρώτες ύλες ζωοτροφών.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται επίσης στη διαδικασία ξήρανσης που χρησιμοποιείται για τα παραπροϊόντα. Η ξήρανση αυτών των παραπροϊόντων/πρώτων υλών ζωοτροφών όπως χλωρά κτηνοτροφικά φυτά, πολτός ζαχαρότευτλων ή πολτός εσπεριδοειδών μπορεί να συνεπάγεται τη ροή ατμοσφαιρικού αέρα ή θερμού αέρα που παράγεται από πηγή που δεν μολύνει, π.χ. ηλεκτρική θέρμανση ή ανταλλαγή θερμότητας. Κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν αναμένεται μόλυνση από διοξίνες. Ωστόσο, άλλες τεχνικές ξήρανσης που συνεπάγονται άμεση επαφή ανάμεσα στις πρώτες ύλες ζωοτροφών και τον αέρα που θερμαίνεται με διαδικασία άμεσης καύσης και ο οποίος μεταφέρει προϊόντα της καύσης (αέρια, καπνός) μπορεί να αποτελέσουν σημαντική πηγή μόλυνσης που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση του καυσίμου που χρησιμοποιείται. Ενώ το φυσικό αέριο θεωρείται ως πηγή καθαρής ενέργειας, άλλες πηγές (όπως το πετρέλαιο και τα παράγωγά του που περιλαμβάνουν πρόσθετες ουσίες, γαιάνθρακα, ξύλα) μπορεί να παράγουν διοξίνες κατά τη διαδικασία καύσης, ιδίως εάν η καύση είναι ατελής. Αναφέρθηκαν υψηλά επίπεδα διοξινών σε αποξηραμένα κτηνοτροφικά φυτά, που προκλήθηκαν από άμεση διαδικασία ξήρανσης όπου χημικώς επεξεργασμένα (με βαφή, με πενταχλωροφαινόλη) απορρίμματα ξύλου χρησιμοποιήθηκαν ως καύσιμη ύλη.

Ενδείκνυται η αύξηση των ελέγχων αυτών των πρώτων υλών ζωοτροφών που "διατρέχουν κίνδυνο". Για να μπορεί να προσδιορίζεται επακριβώς η πηγή της μόλυνσης, όταν βρεθεί αυξημένο επίπεδο απαιτείται συμπληρωματική έρευνα [βλέπε τη σύσταση 2002/201/EΚ της Επιτροπής, της 4ης Mαρτίου 2002, για τη μείωση της παρουσίας διοξινών, φουρανίων και πολυχλωριωμένων διφαινυλίων στις ζωοτροφές και τα τρόφιμα(1)].

A. Περίληψη της μόλυνσης παραπροϊόντων με διοξίνες

>PIC FILE= "L_2003034EL.002402.TIF">

(1) ΕΕ L 67 της 9.3.2002, σ. 69.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΒΙΟΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΩΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Τα αντιβιοτικά μπορεί να είναι νομίμως παρόντα σε ζωοτροφές εάν υποδείχθηκαν από κτηνίατρο για την πρόληψη και θεραπεία ασθενειών. Η οδηγία 90/167/ΕΟΚ του Συμβουλίου καθορίζει τους όρους παρασκευής, διάθεσης στην αγορά και χρήσης των φαρμακούχων ζωοτροφών στην Κοινότητα(1).

Τα αντιβιοτικά μπορεί να είναι επίσης νομίμως παρόντα εάν επιτρέπονται σύμφωνα με την οδηγία 70/524/EΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1970, περί των πρόσθετων υλών στη διατροφή των ζώων(2), για την πρόληψη της κοκκιδίωσης ή για λόγους επιτάχυνσης της ανάπτυξης. Στην τελευταία κατηγορία επί του παρόντος επιτρέπονται μόνον η νατριούχος μονενσίνη, η νατριούχος σαλινομυκίνη, η φλαβοφωσφολιπόλη και η αβιλαμυκίνη.

Οποιαδήποτε άλλη χρήση αντιβιοτικών στις ζωοτροφές δεν επιτρέπεται.

Κατά τη διάρκεια του 2001 ορισμένα κράτη μέλη βρήκαν σημαντικό αριθμό δειγμάτων ζωοτροφών όπου εντοπίστηκε η παρουσία μη επιτρεπόμενων αντιβιοτικών.

Επομένως, ενδείκνυνται αυξημένοι έλεγχοι των ζωοτροφών. Προκειμένου να αναπτυχθούν οι κατάλληλες στρατηγικές ελέγχου, πρέπει να διεξάγονται περαιτέρω έλεγχοι όταν εντοπίζονται μη επιτρεπόμενα αντιβιοτικά για να προσδιορίζεται η αιτία της παρουσίας τους στις ζωοτροφές.

A. Περίληψη των απαγορευμένων αντιβιοτικών που χρησιμοποιούνται ως αυξητικοί παράγοντες τα οποία βρέθηκαν σε δείγματα ζωοτροφών

>PIC FILE= "L_2003034EL.002502.TIF">

(1) ΕΕ L 92 της 7.4.1990, σ. 42.

(2) ΕΕ L 270 της 14.12.1970, σ. 1.

Top