Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003D0674

    2003/674/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2002, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση C.37.519 — Μεθειονίνη) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.)[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 2276]

    ΕΕ L 255 της 8.10.2003, p. 1–32 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2003/674/oj

    32003D0674

    2003/674/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2002, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση C.37.519 — Μεθειονίνη) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.)[κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 2276]

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 255 της 08/10/2003 σ. 0001 - 0032


    Απόφαση της Επιτροπής

    της 2ας Ιουλίου 2002

    σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ

    (Υπόθεση C.37.519 - Μεθειονίνη)

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2002) 2276]

    (Τα κείμενα στην αγγλική και τη γερμανική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2003/674/EK)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο,

    τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003(2), και ιδίως τα άρθρα 3 και 15,

    τις αποφάσεις της Επιτροπής με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 2001 και 17 Δεκεμβρίου 2001 να κινήσει τη διαδικασία στην παρούσα υπόθεση,

    Αφού κάλεσε τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να εκφράσουν τις απόψεις τους επί των αιτιάσεων της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ' εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ(3),

    Κατόπιν διαβούλευσης με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων,

    Έχοντας υπόψη την έκθεση του συμβούλου ακροάσεων στην παρούσα υπόθεση(4),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    ΜΕΡΟΣ Ι - ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

    Α. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ

    (1) Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις ακόλουθες επιχειρήσεις:

    - Aventis SA,

    - Aventis Animal Nutrition SA,

    - Nippon Soda Company Ltd,

    - Degussa AG.

    (2) Η παράβαση συνίσταται στη συμμετοχή των προαναφερθέντων παραγωγών μεθειονίνης σε διαρκή συμφωνία ή/και εναρμονισμένη δράση κατά παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ που κάλυπταν ολόκληρο τον ΕΟΧ, μέσω των οποίων τα μέρη καθόριζαν τιμές στόχους για το προϊόν, συμφώνησαν και εφάρμοσαν μηχανισμό εφαρμογής αυξήσεων των τιμών, αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων και τα μερίδια αγοράς και, τέλος, παρακολουθούσαν και επέβαλλαν τις συμφωνίες τους.

    (3) Οι επιχειρήσεις συμμετείχαν στην παράβαση από το Φεβρουάριο του 1986 έως το Φεβρουάριο του 1999.

    Β. Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΜΕΘΕΙΟΝΙΝΗΣ

    1. ΤΟ ΠΡΟΪΟΝ

    (4) Η μεθειονίνη είναι ένα από τα σημαντικότερα αμινοξέα. Τα αμινοξέα είναι οργανικά μόρια που αποτελούν δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών, ενός από τα βασικά συστατικά των τροφίμων και των ζωοτροφών. Υπάρχουν περισσότερα από 20 αμινοξέα που συμμετέχουν στη σύνθεση των πρωτεϊνών. Τα αμινοξέα που δεν μπορεί να συνθέσει ο οργανισμός προστίθενται στις ζωοτροφές και είναι γνωστά ως "απαραίτητα αμινοξέα". Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και η μεθειονίνη, ένα θειούχο αμινοξύ. Όταν δεν προσλαμβάνονται όλα τα απαραίτητα αμινοξέα μέσω της διατροφής, η σύνθεση πρωτεϊνών από τον οργανισμό σταματά. Το πρώτο αμινοξύ, του οποίου η έλλειψη διακόπτει τη σύνθεση πρωτεϊνών από τα άλλα αμινοξέα, λέγεται "πρώτο περιοριστικό αμινοξύ". Η μεθειονίνη είναι το πρώτο περιοριστικό αμινοξύ για τα πουλερικά. Όταν το φυσικό περιεχόμενο σε μεθειονίνη των ζωοτροφών για τα πουλερικά είναι χαμηλό, πρέπει να αυξάνεται μέσω συμπληρωμάτων.

    (5) Η μεθειονίνη προστίθεται στις σύνθετες ζωοτροφές και στα προμείγματα για όλα τα ζωικά είδη. Χρησιμοποιείται κυρίως στις τροφές των πουλερικών, αλλά ολοένα και συχνότερα προστίθεται στις τροφές για χοίρους και σε ειδικές ζωοτροφές.

    (6) Η μεθειονίνη διατίθεται σε δύο κυρίως μορφές: την DL-μεθειονίνη (DLM) και το υδροξυλιωμένο ανάλογο μεθειονίνης (MHA).

    (7) Η DL-μεθειονίνη έχει λευκή κρυσταλλική μορφή με σχεδόν 100 % ενεργό περιεχόμενο.

    (8) Το υδροξυλιωμένο ανάλογο μεθειονίνης παράγεται σε υγρή μορφή από τη Νονus (διάδοχο της αμερικανικής εταιρείας Monsanto) με ονομαστικό ενεργό περιεχόμενο 88 %. Η υγρή μεθειονίνη διατέθηκε για πρώτη φορά στο εμπόριο από τη Monsanto κατά τη δεκαετία του 1980, και σήμερα καλύπτει το 50 % της παγκόσμιας κατανάλωσης μεθειονίνης.

    (9) Η σχετική βιολογική αποτελεσματικότητα των δύο αντίπαλων μορφών αποτελεί επί μακρόν αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των παραγωγών. Μολονότι και οι δύο μορφές χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό και προέρχονται από τις ίδιες πρώτες ύλες, παράγονται με διαφορετικό τρόπο.

    2. ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

    RHÔNE-POULENC (ΠΛΕΟΝ ΑVENTIS SA)

    (10) Η Rhône-Poulenc, που είχε την εταιρική έδρα της στο Courbevoie της Γαλλίας, ήταν καθ' όλη τη διάρκεια της σχετικής περιόδου μια διεθνής εταιρεία δραστηριοποιούμενη στην έρευνα, ανάπτυξη, παραγωγή και εμπορία οργανικών και ανόργανων ενδιάμεσων χημικών προϊόντων, ειδικών χημικών προϊόντων, ινών, πλαστικών, φαρμακευτικών προϊόντων και γεωργικών χημικών προϊόντων.

    (11) Τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα φυτοπροστατευτικά και κτηνιατρικά προϊόντα και τα ειδικά χημικά προϊόντα αποτελούσαν τις κύριες δραστηριότητές της.

    (12) Το 1998 ο συνολικός κύκλος εργασιών του ομίλου Rhône-Poulenc ανήλθε σε 86,8 δισεκατομμύρια γαλλικά φράγκα (FRF) (13,15 δισεκατομμύρια ΕCU).

    (13) Την 1η Δεκεμβρίου 1998 η Rhône-Poulenc και η Ηοechst AG ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να συγχωνεύσουν τις δραστηριότητές τους στον τομέα των βιολογικών επιστημών δημιουργώντας μια νέα επιχείρηση με την επωνυμία "Aventis" (στην οποία οι δύο μητρικές εταιρείες θα κατείχαν μερίδιο 50 % εκάστη) και να εγκαταλείψουν τις δραστηριότητές τους στον τομέα των χημικών προϊόντων εντός μιας τριετίας. Το επόμενο βήμα θα ήταν η πλήρης συγχώνευση των δύο μητρικών εταιρειών.

    (14) Το Μάιο του 1999 ανακοινώθηκε η επίσπευση της σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης, εφόσον χορηγούνταν οι απαιτούμενες κανονιστικές και άλλες εγκρίσεις.

    (15) Στις 9 Αυγούστου η Επιτροπή αποφάσισε βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων(5), να μη διατυπώσει αντιρρήσεις για τη συγκέντρωση και να την κηρύξει συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά(6).

    (16) Στις 15 Δεκεμβρίου 1999 ανακοινώθηκε η ολοκλήρωση της συγκέντρωσης. Η Ανentis διοικείται από τετραμελές διαχειριστικό συμβούλιο και από εκτελεστική επιτροπή που περιλαμβάνει τα τέσσερα μέλη του συμβουλίου και άλλα πέντε ανώτατα διοικητικά στελέχη. Ο νέος όμιλος περιλαμβάνει δύο επιχειρηματικούς τομείς που καλύπτονται από την Ανentis Pharma και την Ανentis Agriculture. Η Ανentis Agriculture ασκεί δραστηριότητες στους τομείς της επιστήμης φυτοπαραγωγής και φυτοπροστασίας, της βιοτεχνολογίας των φυτών, των ζωοτροφών και της κτηνιατρικής. Ο πρόεδρος-διευθύνων σύμβουλος της Ανentis Agriculture, που ήταν προηγουμένως πρόεδρος του τομέα φυτοπροστασίας και κτηνιατρικής της Rhône-Poulenc, είναι επίσης μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Ανentis. Η Ανentis έχει την εταιρική έδρα της στο Στρασβούργο.

    (17) Οι προσωρινές πωλήσεις του νέου ομίλου για το 2000 ανήλθαν σε 22,3 δισεκατομμύρια ευρώ.

    (18) Η εταιρεία του ομίλου Rhône-Poulenc που ήταν υπεύθυνη για τη μεθειονίνη κατά τη σχετική περίοδο ήταν η Rhône-Poulenc Animal Nutrition ("RPAN"). Η RPAN ήταν πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική της Rhône-Poulenc (100 %) που παρήγε και εμπορευόταν πρόσθετα ζωοτροφών, συμπεριλαμβανομένων των βιταμινών και των αμινοξέων, για πουλερικά, χοίρους και μηρυκαστικά. Σήμερα είναι γνωστή ως Ανentis Animal Nutrition SA ("AAN"). Η RPAN υπαγόταν άμεσα στο τμήμα φυτοπροστασίας και κτηνιατρικής της Rhône-Poulenc SA, το οποίο είχε την ευθύνη της (100 %). Τόσο η Ανentis SA όσο και η ΑΑΝ είναι αποδέκτες της παρούσας απόφασης.

    (19) Η διεθνής έδρα της ΑΑΝ/RPAN βρίσκεται στο Αntony, κοντά στο Παρίσι. Η εταιρεία διαθέτει επίσης περιφερειακά γραφεία πωλήσεων για την Αφρική (που βρίσκονται στη Γαλλία), για τη Βόρεια Αμερική, τη Νότια Αμερική και την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.

    (20) Λειτουργικά, η RPAN ανήκε στο τμήμα φυτοπροστασίας και κτηνιατρικής της Rhône-Poulenc.

    (21) Τα βασικά πρόσθετα ζωοτροφών που παράγει η ΑΑΝ/RPAN είναι οι βιταμίνες Α και Ε (που χρησιμοποιούνται κυρίως στις ζωοτροφές πουλερικών και χοίρων) και η μεθειονίνη.

    (22) Η Rhône-Poulenc παράγει τόσο DL-μεθειονίνη όσο και MHA, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της είναι μεθειονίνη σε μορφή σκόνης. Παράγει ξηρή DL-μεθειονίνη σε δύο εργοστάσια στη Γαλλία και σε ένα τρίτο στη Βραζιλία, ενώ η μεθειονίνη σε υγρή μορφή παράγεται στις εγκαταστάσεις της στην Ισπανία και στις ΗΠΑ.

    (23) Το 1998 οι παγκόσμιες πωλήσεις προσθέτων ζωοτροφών της Rhône-Poulenc ανήλθαν σε [ ](7) εκατομμύρια ECU περίπου, παρέχοντάς της μερίδιο [ ]* στην παγκόσμια αγορά. Στην Κοινότητα, οι πωλήσεις της ύψους [ ]* εκατομμυρίων ECU περίπου αντιστοιχούσαν σε μερίδιο αγοράς [ ]*.

    (24) Το 1998 η Rhône-Poulenc ανακοίνωσε ότι η αξία των πωλήσεων μεθειονίνης που πραγματοποίησε σε παγκόσμιο επίπεδο ανήλθε σε [ ]* εκατομμύρια ECU περίπου, σημειώνοντας πτώση σε σχέση με τις πωλήσεις της ύψους 311 εκατομμυρίων ΕCU το προηγούμενο έτος.

    DEGUSSA AG

    (25) Η Degussa AG με έδρα το Ντύσελντορφ δημιουργήθηκε το 2000, όταν συγχωνεύθηκαν η SKW Trostberg και η Degussa-Hüls κατόπιν της συγχώνευσης των αντίστοιχων μητρικών εταιρειών τους, VIAG και VEBA, στη νέα εταιρεία Ε.ON. Η ίδια η Degussa-Hüls συστάθηκε το 1998 με τη συγχώνευση δύο ηγετικών γερμανικών εταιρειών χημικών προϊόντων, της Degussa AG με έδρα τη Φρανκφούρτη και της Ηüls AG με έδρα το Marl.

    (26) Οι προσωρινές πωλήσεις των δύο επιχειρήσεων που συγχωνεύθηκαν ανήλθαν το 2000 σε [ ]* ευρώ περίπου.

    (27) Ο νέος όμιλος περιλαμβάνει έξι τμήματα που αντιστοιχούν στις δραστηριότητες της νέας Degussa στα ειδικά χημικά προϊόντα: υγεία και διατροφή, χημικά προϊόντα για τον τομέα των κατασκευών, χημικές ουσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας και βιομηχανικά χημικά προϊόντα, υλικά επικάλυψης και προηγμένα υλικά πληρώσεως, ειδικά πολυμερή και χημικά προϊόντα υψηλής ποιότητας.

    (28) Πριν από τη συγκέντρωση, η Degussa-Hüls ασκούσε τις δραστηριότητες στον τομέα των ζωοτροφών. Πριν από τη συγχώνευσή της με τη Ηüls AG (με έδρα το Marl) το 1998, η Degussa AG με έδρα τη Φρανκφούρτη ασκούσε άμεσα τις δραστηριότητες στον τομέα των ζωοτροφών.

    (29) Η Degussa είναι ο μοναδικός προμηθευτής που παράγει και τα τρία σημαντικότερα απαραίτητα αμινοξέα, τη μεθειονίνη, τη λυσίνη και τη θρεονίνη.

    (30) Η Degussa παράγει μόνο (ξηρή) DL-μεθειονίνη.

    NIPPON SODA COMPANY LIMITED

    (31) Η Νippon Soda με έδρα το Τόκιο είναι μια μεγάλη επιχείρηση που δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα στην παραγωγή φυτοφαρμάκων, χημικών προϊόντων για τη γεωργία, προσθέτων για ζωοτροφές, φαρμακευτικών ενώσεων και ενώσεων νατρίου και καλίου.

    (32) Μαζί με τη Mitsui κατέχει τη Νονus International, αμερικανική εταιρεία που παράγει MHA (η Νippon Soda είναι [ ]*).

    (33) Ο κύκλος εργασιών της Νippon Soda Company κατά το οικονομικό έτος που έληξε το Μάρτιο του 2000 ανήλθε συνολικά σε [ ]*.

    (34) Η Νippon Soda δεν παράγει μεθειονίνη στην Ευρώπη. Παράγει μεθειονίνη σε σκόνη (DLM) στην Ιαπωνία. [ ]* της παραγωγής της πωλείται στην Ασία και [ ]* στον ΕΟΧ (μέσω της Mitsui).

    (35) Η DLM που παράγεται από τη Νippon Soda στην Ιαπωνία με σκοπό να πωληθεί στον ΕΟΧ -αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο- πωλείται πρώτα στην Ιαπωνία στη Mitsui, η οποία δεν παράγει η ίδια το προϊόν. Η Mitsui είναι υπεύθυνη για τη διανομή και το μάρκετινγκ στην Ευρώπη και διαθέτει το προϊόν στην αγορά μέσω της ευρωπαϊκής θυγατρικής της.

    ΑΛΛΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΟΙ

    1. Sumitomo

    (36) Η Sumitomo Chemical Company Ltd με έδρα την Οσάκα και το Τόκιο είναι μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής χημικών προϊόντων της Ιαπωνίας. Η εταιρεία παράγει ευρύ φάσμα χημικών προϊόντων, όπως βασικά χημικά προϊόντα, πετροχημικά, χημικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, γεωργικά χημικά προϊόντα και φαρμακευτικά προϊόντα.

    (37) Οι συνολικές πωλήσεις του ομίλου κατά το οικονομικό έτος που έληξε στις 31 Μαρτίου 2001 ανήλθαν σε [ ]*.

    2. Novus

    (38) Η Νονus International Inc (St Louis Μισούρι) ανήκε παλαιότερα στη Monsanto Company, αποτελώντας το τμήμα της παραγωγής προσθέτων για ζωοτροφές. Συστάθηκε ως νέα εταιρεία το 1991 με αντικείμενό της τα πρόσθετα ζωοτροφών, όταν η Mitsui & Co Ltd και η Νippon Soda Co Ltd εξαγόρασαν από τη Monsanto τις εν λόγω δραστηριότητες. [ ]* του μετοχικού κεφαλαίου ανήκει στη Mitsui & Co (Τόκιο), [ ]* στη Mitsui & Co (USA) Inc (Νέα Υόρκη, πολιτεία Νέας Υόρκης) και το υπόλοιπο [ ]* ανήκει στη Νippon Soda.

    (39) Η Νονus παράγει ανάλογο μεθειονίνης σε υγρή μορφή υπό την εμπορική επωνυμία Αlimet. Το εργοστάσιό της στο Chocolate Bayou (Τέξας) έχει παραγωγική ικανότητα [ ]* μετά την επέκτασή του το 1999.

    (40) Το 2000 ο συνολικός κύκλος εργασιών της Νονus ανήλθε σε [ ]*.

    3. Η ΑΓΟΡΑ ΜΕΘΕΙΟΝΙΝΗΣ

    ΠΡΟΣΦΟΡΑ

    (41) Η παραγωγή συνθετικής μεθειονίνης είναι πολύπλοκη διαδικασία που περιλαμβάνει την υδρόλυση κοινών πρωτεϊνών. Οι τρεις σημαντικότερες πρώτες ύλες για την παραγωγή μεθειονίνης είναι η ακρολεΐνη, η μεθυλική μερκαπτάνη και το υδροκυανικό οξύ.

    (42) Οι παραγωγοί μεθειονίνης είναι κυρίως μεγάλες εταιρείες χημικών προϊόντων που ασκούν δραστηριότητες σε παγκόσμια κλίμακα. Η μεθειονίνη παράγεται κυρίως από τα τμήματα ζωοτροφών των εταιρειών αυτών.

    (43) Οι τρεις μεγαλύτεροι παραγωγοί στον κόσμο είναι η Rhône-Poulenc, η Degussa και η Νονus.

    (44) Η Rhône-Poulenc κατέχει περίπου το [ ]* της παγκόσμιας αγοράς, η Degussa το [ ]* και η Νονus των ΗΠΑ κατέχει το [ ]*. Η ιαπωνική Νippon Soda [ ]* και η Sumitomo [ ]* επίσης δραστηριοποιούνται σε παγκόσμια κλίμακα.

    (45) Προκειμένου να αξιολογηθεί το μέγεθος της αγοράς μεθειονίνης κατά τη σχετική περίοδο, η Επιτροπή έλαβε υπόψη διάφορες εκτιμήσεις, και ιδίως τις εκτιμήσεις που ανάφεραν οι βασικοί παραγωγοί μεθειονίνης στις απαντήσεις τους προς τα αιτήματα παροχής πληροφοριών που εστάλησαν στις 27 Ιουλίου 1999 και στις 7 Δεκεμβρίου 1999.

    (46) [ ]*. Ο κύκλος εργασιών στην αγορά της Κοινότητας ανήλθε σε 260 εκατομμύρια ευρώ περίπου.

    ΖΗΤΗΣΗ

    (47) Βασικοί αγοραστές μεθειονίνης είναι οι παραγωγοί ζωοτροφών (παραγωγοί σύνθετων ζωοτροφών) και οι παραγωγοί προμειγμάτων. Οι ζωοτροφές για πουλερικά απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, ακολουθούμενες από τις ζωοτροφές χοίρων.

    (48) Οι παραγωγοί προμείγματος δημιουργούν ένα παρασκεύασμα συμπυκνωμένων βιταμινών-μετάλλων που περιλαμβάνει επίσης ιχνοστοιχεία, αμινοξέα και φάρμακα. Το παρασκεύασμα αυτό προστίθεται στις ζωοτροφές. H παραγωγή σύνθετων ζωοτροφών αποτελεί το επόμενο στάδιο της διαδικασίας παραγωγής ζωοτροφών, αλλά πολλοί παραγωγοί αγοράζουν μεθειονίνη απευθείας από τους παραγωγούς, αντί να προμηθεύονται το αντίστοιχο συμπύκνωμα από τους παραγωγούς προμείγματος.

    (49) Λόγω της αύξησης της ζήτησης για τρόφιμα, οι παραγωγοί ζώων κτηνοτροφίας ενσωματώνονται ολοένα και συχνότερα σε μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα που παράγουν ζωοτροφές, εκτρέφουν και σφάζουν ζώα κτηνοτροφίας και παράγουν έτοιμα ή κατεργασμένα τρόφιμα (οι επιχειρήσεις αυτές είναι γνωστές ως "ενοποιημένοι παραγωγοί").

    ΕΝΔΟΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ

    (50) Η μεθειονίνη παράγεται σε τρία κράτη μέλη (Γερμανία, Γαλλία και Ισπανία) και διατίθεται στην αγορά ολόκληρης της Κοινότητας. Όλοι οι αποδέκτες της παρούσας απόφασης εκτός από έναν είχαν παραγωγικές εγκαταστάσεις στην Κοινότητα (σε ορισμένες περιπτώσεις μέσω θυγατρικών). Στην Κοινότητα πωλείτο επίσης μεθειονίνη προερχόμενη από τρίτες χώρες (όπως η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ).

    (51) Η μεθειονίνη που παράγει η Ανentis SA/AAN στη Γαλλία και στην Ισπανία και η Degussa στη Γερμανία πωλείται σε ολόκληρη την Κοινότητα, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντικό εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, οι πωλήσεις μεθειονίνης της Νippon Soda μέσω των θυγατρικών της Mitsui που είναι εγκατεστημένες σε ορισμένα κράτη μέλη δημιουργούν εμπορικές ροές προς άλλα κράτη μέλη.

    Γ. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (52) Στις 26 Μαΐου 1999 η Rhône-Poulenc υπέβαλε δήλωση στην Επιτροπή αποδεχόμενη τη συμμετοχή της σε [ ]* σύμπραξη καθορισμού των τιμών και κατανομής ποσοστώσεων για τη μεθειονίνη και επικαλέστηκε την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων ("ανακοίνωση περί επιείκειας").

    (53) Η Rhône-Poulenc δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία για την παράβαση· δήλωσε ότι οι υπάλληλοι της RPAN είτε δεν συνέτασσαν έγγραφα είτε δεν τήρησαν αρχείο των σχετικών εγγράφων.

    (54) Στις 16 Ιουνίου 1999 υπάλληλοι της Επιτροπής και της γερμανικής υπηρεσίας ανταγωνισμού (Bundeskartellamt), ενεργώντας κατόπιν απόφασης της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 3 του κανονισμού αριθ. 17, διεξήγαγαν έρευνα στις εγκαταστάσεις της Degussa-Hüls στη Φρανκφούρτη.

    (55) Μετά τον επιτόπιο έλεγχο στις 27 Ιουλίου 1999, η Επιτροπή απηύθυνε αίτημα παροχής πληροφοριών στην Degussa-Hüls βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού αριθ. 17 σχετικά με τα έγγραφα που είχε λάβει από την εν λόγω επιχείρηση. Η Degussa-Hüls απάντησε στο αίτημα στις 9 Σεπτεμβρίου 1999.

    (56) Η Επιτροπή απηύθυνε αιτήματα παροχής πληροφοριών στη Νippon Soda, στη Νονus και στη Sumitomo Chemical στις 7 Δεκεμβρίου 1999 και στη Mitsui στις 10 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Οι απαντήσεις τους ελήφθησαν το Φεβρουάριο του 2000. Η Νippon Soda υπέβαλε πρόσθετη δήλωση στις 16 Μαΐου 2000.

    (57) Την 1η Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία στην παρούσα υπόθεση και εξέδωσε κοινοποίηση αιτιάσεων κατά πέντε παραγωγών μεθειονίνης. Στις 17 Δεκεμβρίου 2001, η Επιτροπή απέστειλε την ίδια κοινοποίηση αιτιάσεων στην Ανentis Animal Nutrition SA (AAN), πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική της Ανentis SA. Όλα τα μέρη υπέβαλαν έγγραφες παρατηρήσεις απαντώντας στις αιτιάσεις της Επιτροπής. Την 21η Δεκεμβρίου 2001 ο νομικός σύμβουλος της Ανentis SA και της Ανentis Animal Nutrition SA γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι θα υπέβαλλε μία μόνο απάντηση στην κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής εκ μέρους και των δύο εταιρειών.

    (58) Οι απαντήσεις στις κοινοποιήσεις αιτιάσεων ελήφθησαν μεταξύ της 10ης και της 18ης Ιανουαρίου 2002. Η Ανentis SA/AAN και η Νippon Soda παραδέχθηκαν την παράβαση και δεν αμφισβήτησαν ουσιωδώς τα πραγματικά περιστατικά. Η Degussa επίσης παραδέχθηκε την παράβαση, αλλά μόνο για την περίοδο 1992-1997. Στις 25 Ιανουαρίου 2002 πραγματοποιήθηκε προφορική ακρόαση, κατά την οποία όλα τα μέρη είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους.

    (59) Λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία, αποφασίστηκε να μην συνεχιστεί η διαδικασία κατά δύο άλλων μερών.

    Δ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

    1. ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗ

    (60) Η διάρθρωση, η οργάνωση και η λειτουργία της σύμπραξης βασίστηκε σε κοινή τους εκτίμηση της αγοράς.

    (61) Οι συνήθεις εκπρόσωποι των εταιρειών στις συσκέψεις ήταν:

    - για τη Rhône-Poulenc (Aventis SA/AAN): [ ]*,

    - για την Degussa: [ ]*,

    - για τη Νippon Soda: [ ]*.

    (62) Πραγματοποιούνταν συσκέψεις της σύμπραξης σε διαφορετικά επίπεδα:

    - ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της σύμπραξης, πραγματοποιούνταν περιοδικές συσκέψεις ανώτατου επιπέδου ή "συσκέψεις κορυφής" μεταξύ προέδρων, διευθυνόντων συμβούλων, γενικών διευθυντών κ.λπ.,

    - αργότερα, από το 1989 και εξής, πραγματοποιούνταν περισσότερο συσκέψεις τεχνικού χαρακτήρα σε επίπεδο "διευθυντικό" ή "επιτελικό" παρά συσκέψεις ανώτατου επιπέδου (στοιχεία που υπέβαλε η Νippon Soda με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 2000, σ. 5),

    - πραγματοποιούνταν επίσης διμερείς επαφές μεταξύ εταιρειών.

    2. ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ

    α) ΣΤΟΧΟΙ

    (63) Βάσει των δηλώσεων των συμμετεχόντων και των εγγράφων του φακέλου της Επιτροπής, η Επιτροπή μπόρεσε να καθορίσει ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σύμπραξης που συμφωνήθηκαν και εφαρμόστηκαν από τα μέλη της καθ' όλη τη διάρκεια ύπαρξής της, καθώς και να δημιουργήσει σαφή εικόνα για τον τρόπο λειτουργίας της σύμπραξης.

    (64) Οι τρεις βασικοί στόχοι της σύμπραξης ήταν ο καθορισμός τιμών-στόχων, η συμφωνία για τη συντονισμένη αύξηση των τιμών και η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων και τα μερίδια αγοράς.

    1. Τιμές στόχοι και ελάχιστες τιμές

    (65) Τα μέλη της σύμπραξης συμφωνούσαν τις τιμές στόχους που επρόκειτο να εφαρμοστούν. Συμφωνούσαν ένα φάσμα τιμών και συζητούσαν την "ανακοίνωση" νέων τιμοκαταλόγων από τα μέλη της σύμπραξης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 82-88, 136, 106, 112, 131, 136, 143-145, 152 και 153, 156 και 157, 167, 176, 182 και 183).

    (66) Οι συμμετέχοντες συμφωνούσαν ότι έπρεπε να αυξήσουν τις τιμές τους. Συζητούσαν ποια αύξηση θα γινόταν δεκτή από την αγορά και συμφωνούσαν να προβούν σε αύξηση τιμών βάσει των συμπερασμάτων αυτών των συζητήσεων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 98, 103, 106, 112, 128, 136, 137).

    (67) Εν γένει, οι τιμές στόχοι καθορίζονταν σε [ ]*. Ωστόσο, καθορίζονταν ταυτόχρονα τιμές στόχοι για κάθε εθνική αγορά (στα εθνικά νομίσματα και σε γερμανικά μάρκα). Εξετάζονταν οι τιμές που επικρατούσαν σε κάθε εθνική αγορά, για να διαπιστωθεί εάν είχαν επιτευχθεί οι τιμές στόχοι, μερικές φορές σε σχέση με μεμονωμένους πελάτες (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 128, 132, 144, 152, 155, 156-159, 161).

    (68) Εκτός από τις τιμές στόχους, οι συμμετέχοντες καθόριζαν επίσης από κοινού τις ελάχιστες τιμές για κάθε εθνική αγορά (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 152-155).

    2. Συντονισμένες αυξήσεις τιμών

    (69) Οι αυξήσεις των τιμών οργανώνονταν σε διάφορες "εκστρατείες" και η εφαρμογή τους ελεγχόταν στις επόμενες συσκέψεις της σύμπραξης. Διάφορες εκστρατείες αύξησης των τιμών είχαν εξατομικευτεί (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 106, 116-118).

    3. Ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα μερίδια αγοράς/τον όγκο των πωλήσεων

    (70) Οι συμμετέχοντες αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων και την παραγωγική ικανότητα, και συνέκριναν τις εκτιμήσεις εκάστου σχετικά με το συνολικό όγκο της [ ]* αγοράς (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 82, 134, 149, 169-171 και 183).

    (71) Η Νippon Soda, περιγράφοντας τον τρόπο λειτουργίας των τριμερών συσκέψεων, δηλώνει (μεταξύ άλλων) ότι ανταλλάσσονταν πληροφορίες σχετικά με τις προμήθειες των βασικών πρώτων υλών της μεθειονίνης, την παραγωγική ικανότητα, τους ρυθμούς λειτουργίας των εργοστασίων και τη ζήτηση του προϊόντος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 170).

    (72) Τα πρώτα χρόνια της σύμπραξης μάλιστα, εξέφραζαν τη γνώμη τους σχετικά με τη μελλοντική οριακή ανάπτυξη της αγοράς και τους τρόπους κατανομής ποσοστώσεων μεταξύ παραγωγών κατ' αναλογία προς την παραγωγική τους ικανότητα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 82).

    (73) Μολονότι τα κατωτέρω δεν συνέβαιναν κατ' ανάγκη καθ' όλη τη διάρκεια ύπαρξης της σύμπραξης, η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι συμμετέχοντες σε ορισμένες περιπτώσεις συμφωνούσαν να περιορίσουν τις εισαγωγές από χώρες εκτός του ΕΟΧ για να παραμείνουν οι τιμές στο ίδιο επίπεδο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 82) ή για να στηρίξουν αυξήσεις των τιμών (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 141 και 145).

    β) ΕΦΑΡΜΟΓΗ

    1. Παρακολούθηση των πωλήσεων

    (74) Προκειμένου να εφαρμοστούν επιτυχώς οι συμφωνίες της σύμπραξης, οι συμμετέχοντες αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με τον όγκο των πωλήσεών τους. Τα στοιχεία που ανταλλάσσονταν συγκεντρώνονταν και σχολιάζονταν σε τακτικές συσκέψεις. Οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν αυτές τις πληροφορίες ως βάση των συζητήσεών τους με στόχο τον καθορισμό τιμών στόχων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 88, 128, 130, 139, 150 και 154).

    (75) Σε κάποιο σημείο της συνεργασίας τους, η Degussa πρότεινε μάλιστα να δημιουργηθεί ένα σύστημα παρακολούθησης του πραγματικού όγκου των πωλήσεων σε συνδυασμό με ένα σύστημα αντιστάθμισης, αλλά η Degussa υποστηρίζει ότι ποτέ δεν εφαρμόστηκε ένα τέτοιο σύστημα (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 134, 148, 149, 164-168). Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις περί του αντιθέτου, η Επιτροπή δέχεται ότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ ένα τέτοιο σύστημα ελέγχου του όγκου των πωλήσεων.

    2. Τακτικές πολυμερείς συσκέψεις

    (76) Η πραγματοποίηση τακτικών πολυμερών και διμερών συσκέψεων αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό της οργάνωσης της σύμπραξης. Από το 1986 έως το 1999, είναι γνωστό ότι πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από 25 πολυμερείς συσκέψεις.

    (77) Πραγματοποιούνταν περιοδικές συσκέψεις ανώτατου επιπέδου ή συσκέψεις "κορυφής", καθώς και συσκέψεις πιο τεχνικού χαρακτήρα σε επίπεδο "διευθυντικό" ή "επιτελικό". Συχνά πραγματοποιούνταν διμερείς συσκέψεις πριν ή μετά τις πολυμερείς συσκέψεις, κατά τις οποίες συζητούνταν ειδικά θέματα και ανταλλάσσονταν πληροφορίες σχετικά με την εφαρμογή των συμφωνιών της σύμπραξης.

    (78) Οι αρχικές συσκέψεις ανώτατου επιπέδου οργανώνονταν μία ή δύο φορές το χρόνο. Οι λειτουργικές συσκέψεις, μολονότι υπέστησαν τροποποιήσεις κατά την περίοδο ύπαρξης της σύμπραξης, εν γένει πραγματοποιούνταν τρεις έως τέσσερις φορές το χρόνο και οργανώνονταν εκ περιτροπής από τους συμμετέχοντες (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 82 και 120).

    3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ

    (79) Μπορούν να διακριθούν τρεις περίοδοι στην ιστορία της σύμπραξης. Η πρώτη περίοδος εκτείνεται από το Φεβρουάριο του 1986 έως το 1989. Κατά την περίοδο αυτή, οι συμμετέχοντες κάλυπταν το σύνολο σχεδόν της παραγωγής μεθειονίνης και η συμφωνία εφαρμοζόταν αρκετά απρόσκοπτα, ενώ οι τιμές είχαν αυξητική πορεία.

    (80) Τα γεγονότα που σήμαναν το τέλος της πρώτης περιόδου ήταν η αποχώρηση της Sumitomo από τις διευθετήσεις και η είσοδος της Monsanto στην αγορά με ένα υγρό ανάλογο της μεθειονίνης. Κατόπιν τούτων, οι τιμές άρχισαν να μειώνονται ραγδαία (Rhône-Poulenc -Δήλωση, σ. 4- αναφέρεται μάλιστα σε μείωση ύψους 30 % έως το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1989). Φαίνεται ότι αρχικά οι εναπομένοντες συμμετέχοντες (Degussa, Rhône-Poulenc και Νippon Soda) είχαν αμφιβολίες ως προς την καλύτερη δυνατή αντίδραση στη νέα κατάσταση: δεν ήταν βέβαιοι εάν έπρεπε να προσπαθήσουν να ανακτήσουν το μερίδιο αγοράς τους ή αν θα ήταν αποτελεσματικότερο να επικεντρώσουν την προσοχή τους στις τιμές. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της Επιτροπής, ύστερα από διάφορες συσκέψεις το 1989 και το 1990, τα μέλη της σύμπραξης συμφώνησαν ομόφωνα (τουλάχιστον το Νοέμβριο του 1990) να εστιάσουν τις προσπάθειές τους στην αύξηση των τιμών. Για λόγους σαφήνειας, η Επιτροπή θα θεωρήσει τη "μεταβατική περίοδο" 1989-90 ως δεύτερη περίοδο.

    (81) Η τρίτη περίοδος της σύμπραξης διήρκεσε από το 1991 έως το τέλος της σύμπραξης, το Φεβρουάριο του 1999. Κατά την περίοδο αυτή, οι συμμετέχουσες εταιρείες αναγκάστηκαν να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στη διατήρηση των τιμών στα ίδια επίπεδα λόγω της κατακόρυφης αύξησης των πωλήσεων του υγρού προϊόντος της Monsanto (Novus από το 1991).

    1986-1989

    (82) Η σύμπραξη ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στις αρχές του 1986 η Rhône-Poulenc και η Degussa ήλθαν σε επαφή με τη Νippon Soda και τη Sumitomo, διότι πίστευαν ότι οι ιάπωνες παραγωγοί "καταπατούσαν" τις εγχώριες αγορές τους [στοιχεία που υπέβαλε η Νippon Soda με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 2000, σ. 4(8) και συνημμένα(9)].

    (83) Ειδικότερα, σύμφωνα με τη Νippon Soda, η Rhône-Poulenc, η Degussa, η Νippon Soda και η Sumitomo πραγματοποίησαν σύσκεψη σε επίπεδο τμήματος το Φεβρουάριο του 1986 και συμφώνησαν μέτρα για τον περιορισμό των ιαπωνικών εισαγωγών. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω σύσκεψης [ ]*, διευθυντής τμήματος στη Νippon Soda, συμφώνησε να περιορίσει τις πωλήσεις της εταιρείας του στα επίπεδα του προηγούμενου έτους (1985), συγκεκριμένα σε 14500 τόνους ή στο 21,3 % των παγκόσμιων αγορών πλην των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Την ίδια περίοδο υπήρχε παρόμοια συμφωνία με τη Sumitomo, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι πωλήσεις "ιαπωνικής" μεθειονίνης στην αγορά του ΕΟΧ. Συμφωνήθηκαν επίσης κλίμακες τιμών.

    (84) Στα συμπληρωματικά στοιχεία που υπέβαλε με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 2000 (στις σελίδες 3, 15 και 16), η Rhône-Poulenc επιβεβαιώνει ότι συνήψε συμφωνία με τη Sumitomo, βάσει της οποίας η Sumitomo θα περιόριζε τις πωλήσεις της στην αγορά του ΕΟΧ. Τούτο επιβεβαιώνει την εξιστόρηση των γεγονότων από τη Νippon Soda. Μολονότι δεν μπορεί να προσδιορίσει την ακριβή ημερομηνία, η Rhône-Poulenc την τοποθετεί "σε κάποια χρονική στιγμή κατά τη δεκαετία του 1980". Παραδέχεται επίσης ότι υπήρχαν επαφές μεταξύ των παραγωγών από το 1985 έως το 1988.

    (85) Η Sumitomo επιβεβαιώνει επίσης ότι πραγματοποιούνταν συσκέψεις μεταξύ των προαναφερθέντων παραγωγών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Αναφέρει ότι συμμετείχε σε σύσκεψη με τη Νippon Soda, τη Rhône-Poulenc και την Degussa το 1987 και το 1988, αλλά δηλώνει ότι οι εκπρόσωποί της αποκόμισαν την εντύπωση ότι οι υπόλοιποι γνωρίζονταν ήδη μεταξύ τους(10).

    (86) Ενώ και οι τρεις επιχειρήσεις επιβεβαιώνουν ότι η Degussa, η Rhône-Poulenc και η Νippon Soda ήλθαν για πρώτη φορά σε επαφή μεταξύ τους στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι δηλώσεις της Νippon Soda και τα έγγραφα που υπέβαλε η τελευταία είναι τα πιο λεπτομερή ως προς τις ημερομηνίες και το περιεχόμενό τους. Έτσι, η σύμπραξη θεωρείται ότι δημιουργήθηκε το Φεβρουάριο του 1986 (μολονότι η Rhône-Poulenc ανέφερε ότι οι πρώτες επαφές έγιναν το 1985, η δε Sumitomo υποστηρίζει ότι έγιναν το 1987).

    (87) Όσον αφορά το αντικείμενο αυτών των συσκέψεων, η Νippon Soda υποστηρίζει (σ. 4 των στοιχείων που υπέβαλε με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 2000) ότι, κατά τη σύσκεψη του Φεβρουαρίου του 1986, οι παραγωγοί μεθειονίνης συζήτησαν και συμφώνησαν κλίμακες τιμών και περιορισμούς των ιαπωνικών εισαγωγών στον ΕΟΧ. Η συνεργασία επρόκειτο να συνεχιστεί, και οι συμμετέχοντες συμφώνησαν να πραγματοποιούν υψηλού επιπέδου "συσκέψεις κορυφής" μία ή δύο φορές το χρόνο, και άλλες συχνότερες συσκέψεις σε "επιτελικό" επίπεδο, προκειμένου να συνεχίσουν τη συνεργασία τους σχετικά με τις τιμές. Οι εν λόγω συμφωνίες κάλυπταν όλη την παγκόσμια αγορά, εξαιρουμένων των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, αλλά συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    (88) Μολονότι η Sumitomo δηλώνει ότι δέχθηκε την πρόσκληση μόνο από περιέργεια, επιβεβαιώνει ότι, κατά τη διάρκεια σύσκεψης στη Φρανκφούρτη το φθινόπωρο του 1987(11), η Νippon Soda, η Rhône-Poulenc, η Degussa (που προήδρευσε της σύσκεψης) και η Sumitomo αντάλλαξαν και συνέκριναν τις εκτιμήσεις τους για το συνολικό όγκο της παγκόσμιας αγοράς, εξέφρασαν τις απόψεις τους ως προς τη μελλοντική οριακή ανάπτυξη της αγοράς και τον τρόπο κατανομής ποσοστώσεων μεταξύ των παραγωγών (συζητήθηκε να γίνει η κατανομή κατ' αναλογία προς την παραγωγική ικανότητα), αποκάλυψαν τον όγκο των πωλήσεών τους και την παραγωγική τους ικανότητα κατά το προηγούμενο έτος και συζήτησαν σχετικά με την "ανακοίνωση" νέων τιμών [απάντηση της Sumitomo βάσει του άρθρου 11, σ. 8(12)].

    (89) Η Sumitomo δηλώνει επίσης ότι κατά τη διάρκεια σύσκεψης στις εγκαταστάσεις του τμήματος κτηνιατρικής της Rhône-Poulenc στη Γαλλία το φθινόπωρο του 1988, οι ίδιοι συμμετέχοντες συζήτησαν τις εκτιμήσεις τους και την κατανομή ποσοστώσεων με βάση τη μελλοντική ανάπτυξη της αγοράς.

    (90) Ωστόσο, η Rhône-Poulenc δηλώνει ότι οι συσκέψεις της σύμπραξης κατά την περίοδο 1985-1988 δεν αποτελούσαν "οργανωμένη προσπάθεια" επίτευξης συμφωνιών για τον καθορισμό τιμών ή για τη νόθευση της αγοράς.

    (91) Εντούτοις, βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων που υπέβαλαν η Νippon Soda και η Sumitomo, η Επιτροπή πρέπει να απορρίψει αυτή την εκδοχή των συμβάντων. Επιπλέον, η Rhône-Poulenc παραδέχεται στα πρόσθετα στοιχεία που υπέβαλε με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 2000 ότι "κάποια στιγμή κατά τη δεκαετία του 1980" συνήψε "συμφωνία κυρίων" με τη Sumitomo, βάσει της οποίας η Sumitomo δεν θα πωλούσε μεθειονίνη στην Ευρώπη και η Rhône-Poulenc θα παρέμενε έξω από την Ιαπωνία(13). Συνεπώς, οι επαφές μεταξύ ανταγωνιστών κατά τη δεκαετία του 1980 δεν ήταν τόσο αθώες όσο ισχυριζόταν αρχικά η Rhône-Poulenc.

    (92) Η Ανentis ανέφερε σχετικά στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής ότι η έμφαση που έδωσε στις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως προσπάθεια απόκρυψης των επαφών που έγιναν στη δεκαετία του 1980: όπως είναι φυσικό, οι συμμετέχοντες θυμούνται περισσότερα για τις συσκέψεις της δεκαετίας του 1990 και τα σχετικά αρχεία είναι πληρέστερα.

    (93) Τέλος, η Sumitomo ισχυρίζεται ότι έλαβε μέρος στη σύσκεψη που έγινε το φθινόπωρο του 1998 στις εγκαταστάσεις του τμήματος κτηνιατρικής της Rhône-Poulenc στη Γαλλία με μοναδικό σκοπό να ανακοινώσει στους υπολοίπους την πρόθεσή της να μη συμμετάσχει σε άλλες συσκέψεις(14).

    (94) Τούτο επιβεβαιώνεται από τα υπόλοιπα μέλη της σύμπραξης. Στα πρόσθετα στοιχεία που υπέβαλε με ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου 2000 (σ. 3, 15 και 16), η Rhône-Poulenc δήλωσε ότι η Sumitomo διέκοψε τις επαφές της το 1988 "επειδή πίστευε ότι ήταν πολύ επικίνδυνες". Η Νippon Soda έχει δηλώσει(15) ότι οι συσκέψεις κορυφής στην αρχική τους μορφή διεκόπησαν στο τέλος ή περίπου στο τέλος του 1988, όταν η Sumitomo ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποχωρήσει από τη συνεργασία, διότι η αγορά είχε επεκταθεί και δεν ήταν πλέον διατεθειμένη να δέχεται περιορισμούς των πωλήσεών της.

    ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1989-90

    (95) Η Rhône-Poulenc δήλωσε ότι οι αρχικές διευθετήσεις έληξαν το 1988 και είναι εντελώς διαφορετικές από τις διευθετήσεις του 1990. Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Degussa επισημαίνει ότι οι αρχικές διευθετήσεις της σύμπραξης έληξαν το 1989. Η Degussa υποστηρίζει επίσης ότι τα στοιχεία του φακέλου της Επιτροπής δεν στηρίζουν τους τυχόν ισχυρισμούς ότι η "σύμπραξη του 1986" συνεχίστηκε το 1989 και το 1990.

    (96) Ωστόσο, η Επιτροπή πρέπει να απορρίψει αυτά τα επιχειρήματα. Μολονότι οι συμμετέχοντες (συμπεριλαμβανομένης της Rhône-Poulenc) υπέβαλαν στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι η Sumitomo διέκοψε τη συνεργασία της στο τέλος του 1988, δεν υποβλήθηκε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό ότι τα άλλα μέλη της σύμπραξης ανακοίνωσαν στα υπόλοιπα ότι είχαν την πρόθεση να περατώσουν τις διευθετήσεις ή τις μεταξύ τους επαφές. Αντίθετα, η Επιτροπή έχει στοιχεία ότι οι δραστηριότητες της σύμπραξης συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια του 1989 και του 1990:

    - η Νippon Soda καθιστά σαφές ότι δεν υπήρξε ουδεμία διακοπή της συνέχειας: μπορεί να είχαν σταματήσει οι υψηλού επιπέδου ετήσιες συσκέψεις "κορυφής", αλλά οι τακτικές συσκέψεις σε επιτελικό επίπεδο συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή το 1989 και το 1990(16),

    - τον Αύγουστο του 1989 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ της Νippon Soda, της Degussa και της Rhône-Poulenc (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 98 και 99),

    - το Μάιο του 1990 ή περίπου την εποχή αυτή τα μέλη της σύσκεψης ήλθαν σε επαφή μεταξύ τους με θέμα την αύξηση των τιμών της μεθειονίνης από τον Ιούλιο του 1990 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 100-106),

    - η Rhône-Poulenc παραδέχεται ότι συμμετείχε σε σύσκεψη με την Degussa στις 10 Ιουνίου 1990 με θέμα συζήτησης την πτώση των τιμών (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 107 και 108),

    - το Νοέμβριο του 1990 οι συμμετέχοντες συσκέφθηκαν ξανά και συμφώνησαν να αυξήσουν τις τιμές τους (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 112, 115-120).

    (97) Έτσι, τα υπόλοιπα μέλη της σύμπραξης όχι μόνο δεν εξέφρασαν ποτέ την πρόθεσή τους να περατώσουν τις διευθετήσεις, αλλά -σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Degussa και της Ανentis- η λειτουργία της σύμπραξης συνεχίστηκε αμείωτη.

    (98) Εις επίρρωση της δήλωσής της ότι οι τακτικές συσκέψεις συνεχίστηκαν το 1989 και το 1990, η Νippon Soda υπέβαλε προπαρασκευαστικό έγγραφο με ημερομηνία 5 Μαΐου 1990(17) που είχε συντάξει η Νippon Soda προετοιμάζοντας τις συνομιλίες της με την Degussa, από το οποίο προκύπτει ότι πράγματι οργανώθηκε σύσκεψη μεταξύ της Νippon Soda, της Degussa και της Rhône-Poulenc τον Αύγουστο του 1989. Επιπλέον, το σημείωμα δείχνει ότι τα μέλη της σύμπραξης συζήτησαν αυξήσεις των τιμών το 1990 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 100-106).

    (99) Κατά την ανωτέρω σύσκεψη η Νippon Soda και η Rhône-Poulenc προσπάθησαν να πείσουν την Degussa να μην ακολουθήσει την πολιτική χαμηλών τιμών της Monsanto και της Sumitomo. [ ]* (της Degussa) επισκέφθηκε την Ιαπωνία το φθινόπωρο του 1989· συζητώντας με τη Νippon Soda σχετικά με τις τιμές, δικαιολόγησε τις πωλήσεις "με έκπτωση" της Degussa λέγοντας ότι είναι απαραίτητες για να διατηρηθεί ο όγκος των πωλήσεων και έτσι να μειωθούν τα πάγια έξοδα.

    (100) Το σημείωμα της 5ης Μαΐου 1990 επιβεβαιώνει επίσης ότι η σύμπραξη εξακολουθούσε να λειτουργεί, έστω και αν οι συμμετέχοντες δεν ήταν βέβαιοι για το πώς έπρεπε να αντιδράσουν στη νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε στην αγορά μετά την είσοδο της Monsanto το 1988-89.

    (101) Ειδικότερα, στο σημείωμα αναφέρεται ότι η πολιτική της Degussa στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν να ξανακερδίσει τους πελάτες της που είχαν στραφεί στη Monsanto προσφέροντας χαμηλές τιμές ακόμη και σε μικρούς πελάτες, και κατ' αυτόν τον τρόπο η Νippon Soda θεωρούσε ότι "δεν λάμβανε υπόψη τις συνέπειες της συμπεριφοράς τους σε ολόκληρη την αγορά μεθειονίνης".

    (102) Προκαλώντας την αγανάκτηση της Νippon Soda, η Degussa ([ ]*) έδωσε τη σαφή εντύπωση ότι πίστευε πως οι τιμές ήταν ασταθείς διότι υπήρχαν πάρα πολλοί ανταγωνιστές και ότι οι Ιάπωνες έπρεπε να φύγουν από την αγορά.

    (103) Παρά τις προφανείς δυσκολίες συντονισμού των ενεργειών τους, το σημείωμα δείχνει ότι οι συμμετέχοντες συνέχισαν να συσκέπτονται και συμμερίζονταν την άποψη ότι η πτώση των τιμών έπρεπε να αντιστραφεί. Η Νippon Soda σημείωσε ότι η Degussa, αφού εξασφάλισε τον επιθυμητό όγκο πωλήσεων και φόρτο εργασίας του εργοστασίου μέσω της προσφοράς εκπτώσεων, προσπαθούσε να αυξήσει την κερδοφορία της προτείνοντας αύξηση τιμών. Η Monsanto είχε ανακοινώσει ότι θα προέβαινε σε αύξηση εκείνο το μήνα. "Θεωρώντας προφανώς τον Ιούλιο ως κατάλληλη εποχή για να ανακοινώσει αύξηση των τιμών της, η Degussa προσπαθούσε να βολιδοσκοπήσει τη Νisso και τη Rhône-Poulenc σχετικά με τη δυνατότητα πραγματοποίησης μίας ακόμη τριμερούς σύσκεψης στο εγγύς μέλλον".

    (104) Η Rhône-Poulenc είχε διαφορετικές επιδιώξεις από την Degussa στο θέμα των τιμών και αποσκοπούσε στη διατήρηση των τιμών στο ίδιο επίπεδο: "Η Rhône-Poulenc δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται πολύ για την προταθείσα κοινή προσπάθεια αύξησης των τιμών. Η Rhône-Poulenc φάνηκε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μία ακόμη ενδεχόμενη μείωση των τιμών, παρά για την πρόταση περί συντονισμένης δράσης για την αύξηση των τιμών".

    (105) Το κρίσιμο ερώτημα για τη Νippon Soda το Μάιο του 1990 ήταν πώς να πείσει τη Rhône-Poulenc να στηρίξει τη σχεδιαζόμενη πρωτοβουλία σχετικά με τις τιμές: "οι κοινές προσπάθειες αύξησης των τιμών δεν θα είχαν επιτυχία χωρίς τη συμμετοχή της Rhône-Poulenc". Με την πρόσφατη αλλαγή προσωπικού στη RPAN και την αντικατάσταση του [ ]* από τον [ ]*, η Νippon Soda πίστευε ότι έπρεπε να συνεχίσει τις προσπάθειές της για να διατηρήσει τις επαφές της με τους ανωτέρους του στη Rhône-Poulenc.

    (106) Ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονταν και τη στάση που τήρησαν οι διάφοροι συμμετέχοντες σχετικά με τη νέα κατάσταση της αγοράς (μετά την είσοδο της Monsanto), η Degussa, η Rhône-Poulenc και η Νippon Soda πραγματοποίησαν αρκετές συσκέψεις κατά τη διάρκεια του 1989 και του 1990 για να συζητήσουν τις τιμές και τα δεδομένα της αγοράς, καθώς και για να σχεδιάσουν την κοινή τους αντίδραση στη νέα κατάσταση της αγοράς. Έτσι, έως τα μέσα του 1990 είχαν συμφωνήσει πλήρως το σύστημα βάσει του οποίου θα οργάνωναν την αγορά εστιάζοντας στις τιμές. Το σημείωμα (που συντάχθηκε το Μάιο του 1990) δείχνει σαφώς ότι τα μέρη είχαν συζητήσει την αύξηση των τιμών τους από τον Ιούλιο του 1990. Από το ίδιο σημείωμα δεν προκύπτει όμως ότι τα μέρη πράγματι εφάρμοσαν την αύξηση των τιμών που είχαν συζητήσει. Ωστόσο, από τα πρακτικά σύσκεψης της σύμπραξης με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1990 συνάγεται ότι η "πρώτη" εκστρατεία αύξησης των τιμών έγινε πριν από το 1991 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 116-118). Σε κάθε περίπτωση, αποδεικνύεται τουλάχιστον ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Ανentis και της Degussa, τα μέρη διατηρούσαν επαφές μεταξύ τους, αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές και τις πωλήσεις, και συζητούσαν σχετικά με τις αυξήσεις των τιμών κατά τη διάρκεια του 1989 και του 1990.

    (107) Η Rhône-Poulenc δήλωσε(18) ότι πραγματοποίησε εκ νέου σύσκεψη με εκπροσώπους της Degussa στις 10 Ιουνίου 1990 στα γραφεία της τελευταίας στη Φρανκφούρτη με θέμα συζήτησης την πτώση των τιμών.

    (108) Στη σύσκεψη συμμετείχαν ο [ ]* και ο [ ]* από την πλευρά της Rhône-Poulenc και ο [ ]*, ο [ ]* και ο [ ]* από την πλευρά της Degussa. (Στα συμπληρωματικά στοιχεία που υπέβαλε, η Rhône-Poulenc διορθώνει την αρχική της δήλωση ότι στην εν λόγω σύσκεψη συμμετείχε και η Νippon Soda.) Ο [ ]* ήταν διευθύνων σύμβουλος του τμήματος βιομηχανικών χημικών προϊόντων και χημικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ ο [ ]* ήταν [ ]* του τμήματος ζωοτροφών της Rhône-Poulenc με την επωνυμία RPAN.

    (109) Η Rhône-Poulenc προσθέτει στα συμπληρωματικά στοιχεία που υπέβαλε (σ. 3)(19) ότι όταν ο [ ]* προσλήφθηκε στην εταιρεία τον Απρίλιο του 1990, "παροτρύνθηκε" από τον [ ]* και τον [ ]* (προκάτοχό του) να επικοινωνήσει με τον [ ]* στην Degussa με σκοπό να "ξεκινήσουν ξανά" οι τακτικές επαφές.

    (110) Η Rhône-Poulenc δήλωσε ότι στη σύσκεψη της 10ης Ιουνίου 1990 η Rhône-Poulenc και η Degussa αποφάσισαν να έλθουν σε επαφή με τη Νippon Soda με σκοπό να την εντάξουν στο σχέδιό τους. [Στην πραγματικότητα, όπως καταδεικνύεται ανωτέρω και όπως ομολογεί η Νippon Soda(20), η σύμπραξη του 1986 δεν είχε παύσει να υφίσταται και η Νippon Soda συμμετείχε ήδη στις διευθετήσεις]. [ ]* οργάνωσε σύσκεψη με τη Νippon Soda, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Χονγκ Κονγκ στις ή περίπου στις 19 Νοεμβρίου 1990. Η Νippon Soda υπέβαλε [συνημμένο β) των στοιχείων που υπέβαλε με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 2000(21)] πρακτικά σύσκεψης διευθυντών που πραγματοποιήθηκε στη Σεούλ στις 7 Νοεμβρίου 1990 (πολύ πιθανόν να πρόκειται για την ίδια σύσκεψη που η Rhône-Poulenc λεει ότι έγινε στο Χονγκ Κονγκ).

    (111) Πριν από την τριμερή σύσκεψη οι [ ]* και [ ]* είχαν συσκεφθεί ξανά στις Βερσαλλίες (προκειμένου να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικά με την αγορά, όπως λεει η Rhône-Poulenc), αλλά πιθανώς και για να προετοιμάσουν τη θέση τους έναντι της Νippon Soda). [ ]* χορήγησε [ ]* στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις της Rhône-Poulenc, και οι δύο μαζί προσπάθησαν να προσδιορίσουν το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς.

    (112) Η Rhône-Poulenc δήλωσε ότι κατά τη σύσκεψη του Νοεμβρίου οι τρεις εταιρείες συμφώνησαν ότι έπρεπε να αυξήσουν τις τιμές τους. Αφού συζήτησαν ποιες αυξήσεις θα γίνονταν ανεκτές από την αγορά, συμφώνησαν να αυξήσουν τις τιμές τους από 2,50 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD)/kg σε 2,80 USD/kg.

    (113) Η Rhône-Poulenc εκπροσωπήθηκε από τον [ ]* και τον [ ]*, η Degussa από τον [ ]* και η Νippon Soda από τον [ ]*.

    (114) Οι συμμετέχοντες συμφώνησαν να συνεχίσουν τις τακτικές συσκέψεις τους σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και της Ασίας, όπως η Ταϊπέι, η Σιγκαπούρη, η Μπανγκόκ, το Τόκιο, το Παρίσι, η Βιέννη, το Λονδίνο, η Νίκαια, οι Βρυξέλλες, η Ρώμη, η Κοπεγχάγη, το Ντύσελντορφ, το Αμβούργο και το Στρασβούργο.

    (115) Το σημείωμα της Νippon Soda(22) σχετικά με τη σύσκεψη της Σεούλ (εάν πρόκειται πράγματι για την ίδια σύσκεψη που η Rhône-Poulenc λέει ότι έγινε στο Χονγκ Κονγκ) στις 7 Νοεμβρίου 1990 παρέχει μια κάπως πληρέστερη εικόνα των συζητήσεων.

    (116) Μολονότι η Rhône-Poulenc και η Degussa λέγεται ότι ήταν "ανήσυχες σχετικά με την προταθείσα δεύτερη αύξηση των τιμών" λόγω του αδύναμου δολαρίου και της μη αντίδρασης της Monsanto στη σχεδιαζόμενη αύξηση, είναι σαφές από τα συμφραζόμενα του σημειώματος ότι τα τρία μέρη συμφώνησαν να γίνει μια "δεύτερη αύξηση τιμών" (η δεύτερη αυτή "εκστρατεία" είναι δυνατό να έγινε σε δύο στάδια, με μία αύξηση την 1η Ιανουαρίου και μία δεύτερη την 1η Απριλίου 1991).

    (117) Εκτός του ότι αποτελούν σαφή απόδειξη της συμφωνίας μεταξύ των μελών της σύσκεψης να εφαρμόσουν αύξηση τιμών κατά τη διάρκεια του 1991, τα πρακτικά της Νippon Soda για τη σύσκεψη της 7ης Νοεμβρίου 1990 δείχνουν επίσης ότι υπήρξε μια προηγούμενη, "πρώτη" αύξηση τιμών. Κατά πάσα πιθανότητα αυτή ήταν η αύξηση τιμών που είχε συζητηθεί για τον Ιούλιο του 1990, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι, σε αντίθεση με την εντύπωση που προσπάθησε να δημιουργήσει η Rhône-Poulenc ότι η σύμπραξη συγκροτήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 1990, η αύξηση τιμών που έγινε τον Ιούλιο του 1990 είχε ήδη συμφωνηθεί σε μια "πρώτη εκστρατεία" (βλέπε αιτιολογική σκέψη 106).

    (118) Οι τιμές σε δολάρια που αναφέρονται στο εν λόγω σημείωμα είναι υψηλότερες από αυτές που αναφέρονται στη δήλωση της Rhône-Poulenc (σε 2,80 USD/kg): με την πρώτη αύξηση του Ιανουαρίου οι τιμές σε δολάρια επρόκειτο να φθάσουν τα 3,30-3,50 USD/kg, ενώ με τη δεύτερη αύξηση του Απριλίου θα έφθαναν τα 3,60-3,70 USD/kg. Οι τιμές αυτές δείχνουν ότι με την αύξηση που έγινε τον Ιούλιο του 1990 οι τιμές, μετά την πτώση τους κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, επανήλθαν στο επίπεδο των αρχών του έτους έως την τριμερή σύσκεψη στην Άπω Ανατολή το Νοέμβριο του 1990.

    (119) Ειδικότερα, όσον αφορά τις τιμές στην Ευρώπη, το υπόμνημα είναι σαφές:

    "Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, τα τρία μέρη συμφώνησαν (...) στην περιοχή του γερμανικού μάρκου (DEM), όπου η τιμή κυμαινόταν γύρω στα 5,10 DEM/kg, ισοδυναμώντας με 3,40-3,50 USD/kg, θα ήταν πρακτικώς δύσκολο να αυξηθεί περισσότερο η τιμή. Συνεπώς, οι τρέχουσες τιμές θα πρέπει να διατηρηθούν στο ίδιο επίπεδο κατά το πρώτο τρίμηνο του 1991. Για λόγους άμυνας όμως, θα πρέπει να ανακοινωθεί αύξηση της τάξεως του 10 % με έναρξη ισχύος από τον Απρίλιο του 1991.

    Η Rhône-Poulenc και η Degussa θα πρέπει να έλθουν σε επαφή μεμονωμένα με τη Monsanto και να προσπαθήσουν να την πείσουν να συμμετάσχει στη δεύτερη εκστρατεία αύξησης των τιμών. Για να ετοιμαστούμε για τη σχεδιαζόμενη αύξηση τιμών κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1991 και μετά, πρέπει να γίνουν συσκέψεις με τη Monsanto εντός του Νοεμβρίου του 1998 [sic](23)(24).

    (...)

    Ακόμη μία σύσκεψη θα πρέπει να πραγματοποιηθεί στο τέλος Φεβρουαρίου (στις 26 Φεβρουαρίου) 1991 στην Ευρώπη για να συζητηθούν οι τιμές των προϊόντων από τον Απρίλιο 1991 και εξής".

    (120) Όπως συμφωνήθηκε στη σύσκεψη της Άπω Ανατολής το Νοέμβριο του 1990, από το 1991 και μετά οι εκπρόσωποι της Degussa, της Rhône-Poulenc και της Νippon Soda πραγματοποιούσαν τρεις έως τέσσερις συσκέψεις το χρόνο σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και της Ασίας, οι οποίες οργανώνονταν εκ περιτροπής από τους συμμετέχοντες [πρόσθετα στοιχεία που υπέβαλε η Rhône-Poulenc, σ. 4· απάντηση της Νippon Soda, σ. 9(25)].

    (121) Στις εγκαταστάσεις της Degussa βρέθηκαν έγγραφα που σχετίζονται με διάφορες τέτοιες συσκέψεις υπό το γενικό χαρακτηρισμό "συσκέψεις κορυφής", ενώ η Νippon Soda χαρακτηρίζει τις εν λόγω συσκέψεις από το 1989 ως συσκέψεις σε "διευθυντικό" ή "επιτελικό" επίπεδο και όχι σε επίπεδο κορυφής [απάντηση της Νippon Soda, σ. 5(26)].

    (122) Η Νippon Soda παρέσχε [στοιχεία που υπέβαλε με ημερομηνία 23.2.2000, σ. 9-10(27)] κατάλογο εννέα τριμερών συσκέψεων για τις οποίες υπήρχαν λεπτομερή στοιχεία, αλλά όπως επεσήμανε, πραγματοποιούνταν συσκέψεις τρεις φορές το χρόνο (τέσσερις κατά τη Rhône-Poulenc). Άλλες συσκέψεις, για τις οποίες η Νippon Soda διέθετε ελλιπή στοιχεία, αναφέρονται στη σελίδα 10 των στοιχείων που υπέβαλε με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 2000(28).

    (123) Η Rhône-Poulenc υπέβαλε πληρέστερο κατάλογο των συσκέψεων από το 1990 και εξής, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι οι ημερομηνίες αναφέρονται κατά προσέγγιση και δεν είναι απαραίτητα ακριβείς [παράρτημα στα πρόσθετα υποβληθέντα στοιχεία(29)].

    (124) Η Degussa υπέβαλε κατάλογο των τακτικών συσκέψεων [βλέπε σ. 5 της απάντησής της βάσει του άρθρου 11 με ημερομηνία 9 Σεπτεμβρίου 1999(30)], αρχής γενομένης από τη σύσκεψη της Λισαβόνας το Μάρτιο του 1992.

    (125) Ομολογεί δύο μόνο προηγούμενες συσκέψεις (λέγοντας ότι έγιναν το 1991) με τη Rhône-Poulenc (στο Παρίσι και στη Φρανκφούρτη), αλλά ισχυρίζεται ότι δεν σχετίζονταν με τις συσκέψεις "κορυφής"· οι δύο παραγωγοί (όπως ισχυρίζεται) αντάλλαξαν απόψεις σχετικά με τις εξελίξεις της αγοράς και την ικανότητα παραγωγής μεθειονίνης. Οι συσκέψεις αυτές ενδέχεται να είναι οι τρεις συσκέψεις που η Rhône-Poulenc ανέφερε ότι πραγματοποιήθηκαν στη Φρανκφούρτη τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1990 και στο Παρίσι στο τέλος του 1990, πριν από τη σύσκεψη της Άπω Ανατολής με τη Νippon Soda. Από την εξιστόρηση της Rhône-Poulenc καθίσταται επίσης σαφές ότι οι εν λόγω συσκέψεις δεν ήταν τόσο αθώες όσο ισχυρίζεται η Degussa. Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής, η Degussa δηλώνει ότι δεν θυμάται να έχει οργανωθεί καμία σύσκεψη πριν από τις δύο συσκέψεις του 1991, δεδομένου ότι κανένας από τους σημερινούς υπαλλήλους της Degussa δεν θυμάται να υπήρχαν διευθετήσεις πριν από το 1992. Δήλωσε επίσης ότι η Επιτροπή δεν έχει ακριβείς ημερομηνίες των συσκέψεων του 1990 ή του 1991. Ωστόσο, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις προηγούμενες παραγράφους, η Επιτροπή μπορεί να απορρίψει το εν λόγω επιχείρημα.

    1991-1998

    (126) Κατά την έρευνα στις εγκαταστάσεις της Degussa, η Επιτροπή ανακάλυψε εκτενείς χειρόγραφες σημειώσεις που τηρήθηκαν από [ ]* σε σειρά τακτικών συσκέψεων ([ ]* ήταν επικεφαλής μάρκετινγκ του τομέα προσθέτων ζωοτροφών της Degussa από τον Οκτώβριο του 1991 έως το τέλος του 1994).

    (127) Οι πρώτες από αυτές τις σημειώσεις αφορούν σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Λισαβόνα στις 15-17 Μαρτίου 1992(31). Οι συντομογραφίες που χρησιμοποιεί [ ]* για τους διάφορους ομιλητές δείχνουν ότι μεταξύ των συμμετεχόντων περιλαμβάνονταν ο [ ]*, ο [ ]* και ο [ ]* της Rhône-Poulenc, ο [ ]* και ο [ ]* της Degussa και ο [ ]* και ο [ ]* της Νippon Soda. [Ένα άλλο έγγραφο(32) φαίνεται ότι αφορά διμερή σύσκεψη μεταξύ της Degussa και της Rhône-Poulenc λίγο πριν από την εν λόγω σύσκεψη.]

    (128) Μετά την ανταλλαγή προβλέψεων σχετικά με το επίπεδο των τιμών κατά το τρέχον έτος, στη σύσκεψη έγινε επισκόπηση για κάθε περιοχή και χώρα του τρέχοντος επιπέδου τιμών, των προοπτικών αύξησης των τιμών και των αγορών κάθε μεμονωμένου πελάτη.

    (129) Για την Ευρώπη, οι παρατηρήσεις ξεκινούν ως εξής(33):

    "Γιατί όχι 6,20;

    1. Ρωσικά υλικά (400-500 τόνοι Οκτώβριος-Φεβρουάριος)

    2. Συνέπειες αποθεματοποίησης

    3. Σταδιακή αύξηση τιμών από τη Νονus

    4. - 1500 τόνοι Deg./- 1500 τόνοι RP + MHA (5 μήνες).".

    (130) Η σαφής σημασία των ανωτέρω είναι ότι οι συμμετέχοντες ήλπιζαν να ορίσουν την τιμή στόχο σε 6,20 DEM [σύμφωνα με την Degussa, απάντηση βάσει του άρθρου 11, σ. 14(34)], υπήρχε "γενική απογοήτευση" μεταξύ των παραγωγών, διότι η τιμή της μεθειονίνης δεν είχε σταθεροποιηθεί σε ένα επίπεδο άνω των 6,00 DΕM).

    (131) Εσωτερικός τιμοκατάλογος που βρέθηκε στις εγκαταστάσεις της Degussa(35) υποδηλώνει ότι στο τέλος Φεβρουαρίου του 1992 η τιμή "στόχος" για το πρώτο τρίμηνο του 1992 ήταν 5,90 DEM και η ελάχιστη τιμή ήταν 5,80 DEM. Δεδομένου ότι οι τακτικές τριμηνιαίες συσκέψεις εστιάζονταν στις τιμές, και ότι για αρκετές από τις συσκέψεις που κατέγραψε ο [ ]* επισυνάπτεται στις σημειώσεις του κατάλογος αυτής της μορφής, είναι εύλογο να θεωρηθεί ότι υπήρχε στενή σχέση μεταξύ του εσωτερικού "καταλόγου" της Degussa και των συσκέψεων.

    (132) Ακολουθεί ανασκόπηση όλων των εθνικών ευρωπαϊκών αγορών. Η Degussa επρόκειτο να ανακοινώσει νέα τιμή στη Γερμανία, ύψους 6,05 DΕM. Αναφέρθηκε ότι ένας πελάτης (η Bela-Mühle) είχε λάβει προσφορές ύψους 5,90-5,95 DEM για το δεύτερο τρίμηνο το 1992. Η Rhône-Poulenc είχε αυξήσει τις τιμές της σε 6,00-6,05 DEM. (Η συζήτηση συνεχίστηκε με το ίδιο θέμα για το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, τις Κάτω Χώρες, την Ιταλία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία, την Αυστρία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελβετία.)

    (133) Η επόμενη σύσκεψη κορυφής που καταγράφηκε από τον [ ]* έγινε στην Ταϊπέι τον Ιούλιο του 1992(36).

    (134) Ύστερα από συζητήσεις για τον τρόπο αντιμετώπισης των εισαγωγών από τη Ρωσία μέσω εμπόρων, οι συμμετέχοντες εξέτασαν τον όγκο των πωλήσεων στην Ευρώπη. Η Degussa, η οποία "έχασε" 2500 τόνους τους πρώτους έξι μήνες, θεωρήθηκε ότι είχε τις μεγαλύτερες απώλειες. Μικρή μείωση διαπιστώθηκε επίσης για τη Rhône-Poulenc και τη Νippon Soda. Οι μεγάλοι κερδισμένοι ήταν η Νονus και οι ρωσικές εταιρείες. Καταρτίστηκε ισολογισμός που έδειξε έλλειμμα 700 τόνων, το οποίο θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από λιγότερες εξαγωγές και από επανεισαγωγές.

    (135) Στη σύσκεψη του Τόκιο στις 22-23 Νοεμβρίου 1992(37) τέθηκε ξανά το θέμα των εισαγωγών από τη Ρωσία. Κατόπιν εξέτασης της παγκόσμιας αγοράς σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, διαπιστώθηκε ότι είχε σημειωθεί αύξηση της ζήτησης ύψους 4-5 %.

    (136) Σημείωμα που συντάχθηκε από [ ]*(38) (η ταυτότητα του συντάκτη δεν αμφισβητείται) στο τέλος του 1992/στις αρχές του 1993 παρέχει πρόσθετα χρήσιμα στοιχεία. Δεν είναι βέβαιο αν αφορά τη σύσκεψη του Νοεμβρίου 1992 ή τη σύσκεψη που έγινε στη Σιγκαπούρη στις 2 Φεβρουαρίου 1993. Φαίνεται ότι περίπου την περίοδο αυτή οι τιμές είχαν αρχίσει να μειώνονται ξανά. Το σημείωμα ξεκινά ως εξής: "Ευρωπαϊκές τιμές: 4ο τρίμηνο/92 = μέσος όρος 5,60 1ο τρίμηνο 93 = μέσος όρος 5,20".

    Οι παραγωγοί συζήτησαν την αύξηση των τιμών που ανακοίνωσε η Rhône-Poulenc, προφανώς μόνο για την MHA. Στο σημείωμα αναφέρονται τα ακόλουθα:

    "Ανακοίνωση αύξησης τιμών της RP μόνο για το προϊόν ΝP 99. Αύξηση 15 % [rarr ] 6,40 DEM (= 21,80 FRF) δημοσιοποιήθηκε στη Γ την προηγούμενη εβδομάδα (τελευταία εβδομάδα Ιανουαρίου)".

    (137) Πράγματι, σε τιμοκατάλογο της Degussa(39) της ίδιας μορφής με το εσωτερικό σημείωμα που βρέθηκε στις εγκαταστάσεις της Degussa(40) (και το οποίο συντάχθηκε χρησιμοποιώντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες της 26ης Φεβρουαρίου 1993 αναφέρεται η τιμή στόχος ("Ziel") για το δεύτερο τρίμηνο του 1993 ύψους 6,40 DEM και η ελάχιστη τιμή ύψους 6,20 DEM, αν και χειρόγραφη σημείωση δείχνει ότι το μικρότερο ποσό υιοθετήθηκε αργότερα ως τιμή στόχος.

    (138) Ο [ ]* τήρησε σημειώσεις από τη σύσκεψη της Νίκαιας με ημερομηνία 1 (ή 2) Ιουνίου 1993(41). Οι συμμετέχοντες συζήτησαν την κατάσταση σχετικά με τις πρώτες ύλες. Εξετάστηκε επίσης αρκετά λεπτομερώς το πρόβλημα των ρωσικών εταιρειών, πριν από την ανασκόπηση μεμονωμένων εθνικών αγορών και περιφερειών. Αναφέρθηκε ότι η Νονus πωλούσε το προϊόν Αlimet στη Γερμανία στην τιμή των 4,50 DEM (που ισοδυναμούσε με 5,62 DEM για την κρυσταλλική μορφή).

    (139) Η Νippon Soda υπέβαλε στην Επιτροπή σημείωμα που αφορούσε διμερή σύσκεψη με [ ]* της Degussa λίγες εβδομάδες νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της οποίας προετοιμάστηκε η σύσκεψη της "λέσχης" στη Νίκαια(42). Ειδικότερα, τα θέματα "κοινού ενδιαφέροντος" που συζητήθηκαν με την Degussa αφορούσαν την Κίνα, την Ταϊβάν, τις Φιλιππίνες και την Αυστραλία. Μια άλλη προπαρασκευαστική σύσκεψη μεταξύ της Νippon Soda και της Rhône-Poulenc έγινε την παραμονή της σύσκεψης της "Λέσχης" στη Νίκαια και αφορούσε επίσης την ευρωπαϊκή αγορά. Τα θέματα που καλύφθηκαν ήταν η πραγματοποίηση αύξησης των τιμών (η οποία είχε καθυστερήσει λόγω του ότι υπήρχε ακόμη προσφορά προϊόντος στις παλαιές τιμές, αλλά είχε αρχίσει να γίνεται δεκτή κατά τη διάρκεια του Μαΐου), οι δραστηριότητες "ταραξιών" (δηλαδή πελατών που μεταπωλούσαν το προϊόν σε χαμηλές τιμές) στις Κάτω Χώρες και αλλού, και οι προτάσεις της Νippon Soda προς την BP σχετικά με τις τιμές στο Ηνωμένο Βασίλειο(43).

    (140) Η Νippon Soda υπέβαλε επίσης τις δικές της λεπτομερείς σημειώσεις σχετικά με τη "σύσκεψη της λέσχης" τον Ιούνιο του 1993 στη Νίκαια(44).

    (141) Παρουσιάζεται η συμφωνία μεταξύ της Rhône-Poulenc και των ρωσικών εταιρειών: οι ρωσικές εξαγωγές έπρεπε να περιοριστούν σε 6000 τόνους που θα διετίθεντο στη Rhône-Poulenc και σε άλλους 1000 τόνους που θα πωλούνταν στη Welding, μια γερμανική εμπορική εταιρεία. Η Rhône-Poulenc επρόκειτο να επικοινωνήσει με την Welding ζητώντας της να "αναστείλει τις πωλήσεις της ενόσω θα προσπαθούσαμε να αυξήσουμε την τιμή αγοράς της μεθειονίνης" (σ. 3).

    (142) Το σημείωμα της Νippon Soda σχετικά με τη σύσκεψη της λέσχης τον Ιούνιο του 1993 είναι πολύ λεπτομερέστερο σχετικά με την ευρωπαϊκή αγορά από ό,τι το σημείωμα της Degussa.

    (143) Το δεύτερο ήμισυ της σύσκεψης αναλώθηκε "συζητώντας τις πρόσφατες εξελίξεις στις περιφερειακές αγορές και καθορίζοντας την τιμή-στόχο για το τρίτο ημερολογιακό τρίμηνο".

    (144) Έγινε μακρά συζήτηση σχετικά με την τιμή στόχο για την Ευρώπη που είχε συμφωνηθεί προηγουμένως σε 6,20 DEM/kg - 6,40 DEM/kg (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 136 και 137). Ανώτερα στελέχη της Νippon Soda κατά τη διάρκεια ταξιδιών τους στην Ευρώπη το Μάιο είχαν παρατηρήσει ότι η συνήθης τιμή αγοράς ήταν 6,00 ολλανδικά φιορίνια (NLG) στις Κάτω Χώρες, 2,30 λίρες στερλίνες (GBP) στο Ηνωμένο Βασίλειο και 125 βελγικά φράγκα (BEF) στο Βέλγιο. Η αγορά θεωρήθηκε πολύ υποτονική. Η Rhône-Poulenc είχε ζημιωθεί από το γεγονός ότι η Degussa πωλούσε το προϊόν φθηνότερα από την τιμή-στόχο σε [ ]*, με αποτέλεσμα να επιστρέφει το προϊόν στην Ευρώπη και να μεταπωλείται μόλις προς 5,32-5,33 DΕM/kg. Παρά τα προβλήματα με τις τιμές στην Ευρώπη "συμφωνήθηκε κατά βάση ότι η τρέχουσα τιμή-στόχος ύψους 6,20 DΕM/kg θα παρέμενε αμετάβλητη κατά το τρίτο ημερολογιακό τρίμηνο, με τη διαφορά ότι θα καθορίζονταν αργότερα οι τιμές-στόχοι για την Πορτογαλία και την Ισπανία, των οποίων τα νομίσματα είχαν υποτιμηθεί πάλι κατά 6 %, καθώς και για το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου, όπως είχαμε συμφωνήσει όλοι προηγουμένως, οι τιμές επρόκειτο να αυξηθούν σε δύο στάδια."(45).

    (145) Το χάσμα μεταξύ της ευρωπαϊκής τιμής στόχου ύψους 6,20 DΕM/kg (3,80 USD) και της τιμής στόχου για την Άπω Ανατολή, που ήταν μόλις 3,30-3,40 USD (= 5,25-5,40 DΕM), αποτελούσε πηγή ανησυχίας. Εάν διατηρείτο η διαφορά τιμών, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να επιστρέφουν στην Ευρώπη τα εξαγόμενα προϊόντα αποσταθεροποιώντας τις τιμές.

    (146) Η επόμενη σύσκεψη των μελών της σύμπραξης έγινε στο Αμβούργο στις 6 Σεπτεμβρίου 1993 [[ ]* σημειώσεις(46)]. Αντικείμενο αυτής της σύσκεψης ήταν η σχεδιαζόμενη απόκτηση συμμετοχής 25 % από την ΑDM (Archer Daniels Midland) στη μονάδα της Rhône-Poulenc στο Ιnstitute, Βιρτζίνια. Εξετάστηκε επίσης προσεκτικά η κερδοφορία της Νονus, η θέση της στην αγορά και οι στόχοι της. Οι συμμετέχοντες διατύπωσαν εικασίες για το τι θα μπορούσε να επιτύχει η Νονus αυξάνοντας τις τιμές της, ενώ διατυπώθηκε επίσης το υπαινικτικό ερώτημα εάν "χρειάζονται ακόμη ένα μάθημα").

    (147) Η πρόταση της Degussa ήταν να αφήσουν τον [ ]* (ευρωπαίο διευθυντή της Νονus) να αποδείξει το θάρρος του αυξάνοντας τις τιμές της Νονus κατά 15 % με αντάλλαγμα την εγγύηση των ποσοτήτων και των πελατών(47)(48).

    (148) Όπως διαπιστώνεται από τα συμπεράσματα που διατυπώνονται στα πρακτικά [ ]*, τέθηκε προς συζήτηση το θέμα της κατανομής του όγκου των πωλήσεων: "Παρουσιάζει 8 περιφέρειες (όχι χώρες/πελάτες) μόνο μία φορά λαμβάνει μέρος η Νονus· μόνον όταν είναι γνωστοί οι στόχοι για τα μερίδια αγοράς".

    (149) Οι πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τρία τελευταία χρόνια (1990-1992) θα αποτελούσαν τη βάση του σχεδίου που θα περιλάμβανε και μηχανισμό αντιστάθμισης. Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Degussa ανέφερε ότι η ανωτέρω δήλωση σημαίνει ότι ο [ ]* πίστευε ότι δεν θα ήταν δυνατό να εφαρμοστεί ένα σύστημα κατανομής του όγκου των πωλήσεων χωρίς τη συνεργασία της Νονus. Η Degussa δήλωσε στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων ότι η τακτική ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων (βλέπε πίνακα στη σ. 198 του φακέλου) αποτέλεσε τη βάση για τον από κοινού καθορισμό των τιμών στόχων και δεν είχε ποτέ ως αποτέλεσμα την κατανομή του όγκου των πωλήσεων ή των πελατών μεταξύ των συμμετεχόντων.

    (150) Κατά την επόμενη σύσκεψη στο Τόκιο στις 2 Δεκεμβρίου 1993 (η χειρόγραφη ημερομηνία "2.12.92" είναι λανθασμένη), εξετάστηκαν τα συνήθη θέματα, δηλαδή ο έλεγχος των πωλήσεων των ρωσικών εταιρειών και της Νονus(49). Είναι σαφές ότι οι συμμετέχοντες ανησυχούσαν για την πορεία της Νονus, η οποία αποκτούσε σταδιακά το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά μεθειονίνης με το υγρό ανάλογό της. Είχε αυξήσει τις πωλήσεις στην Ευρώπη κατά 500 τόνους, ενώ η Rhône-Poulenc, η Degussa και η Νippon Soda είχαν υποστεί μείωση των μεριδίων αγοράς τους (βλέπε πίνακα στο τέλος της σελίδας 3 του σημειώματος).

    (151) Συζητήθηκε επίσης η σχετική βιολογική αποτελεσματικότητα της DLM και της MHA ανά μονάδα όγκου. Όπως διευκρίνισε η Degussa στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, τούτο έγινε κατόπιν πρότασης της Degussa να οριστεί η τιμή στόχος για την MHA στο 80 % της τιμής στόχου για την DLM (για την Ευρώπη).

    (152) Οι διαρκείς προσπάθειες των παραγωγών να διατηρήσουν το επίπεδο των τιμών (που χαρακτηρίστηκαν από τη Rhône-Poulenc ως βασική τους μέριμνα, δήλωση σ. 5) γίνεται επίσης φανερή από τον κατάλογο που επισυνάπτεται στο σημείωμα του [ ]* με την ίδια ημερομηνία. Είναι σαφές ότι η καθοδική πίεση στις τιμές που σχολιάστηκε στη σύσκεψη της Νίκαιας είχε οδηγήσει τους συμμετέχοντες να χαμηλώσουν τους στόχους τους. Ο στόχος των 6,20 DEM/kg δεν θεωρείτο πλέον ρεαλιστικός. Για κάθε εθνική αγορά ([ ]* όλα τα τότε κράτη μέλη) αναφέρεται στο σημείωμα: i) η "τιμή στόχος" (Ziel Q3/93) στο εθνικό νόμισμα και σε γερμανικά μάρκα ή σε ισοδύναμο νόμισμα· ii) η "ελάχιστη" τιμή στα ίδια νομίσματα για την ίδια περίοδο· iii) ορισμένες "πραγματικές" τιμές (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Κάτω Χώρες, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία) και η αντίστοιχη τιμή του προϊόντος Αlimet και του προϊόντος σε υγρή μορφή της Rhône-Poulenc (AT 88).

    (153) Η τιμή "στόχος" (που είχε οριστεί στην αρχή του έτους σε 6,20 DEM) μετατράπηκε σε 5,65 DEM, και η "ελάχιστη" τιμή σε 5,50 DEM. Ωστόσο, φαίνεται ότι οι τιμές αυτές μειώθηκαν ακόμη περισσότερο αργότερα, σε 5,40 και 5,20 DEM αντίστοιχα(50).

    (154) Η επόμενη τακτική σύσκεψη, για την οποία ο [ ]* τήρησε τις συνήθεις λεπτομερείς σημειώσεις του(51), πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο από 1 έως 3 Μαρτίου 1994. Η τιμή είχε εξακολουθήσει να υποχωρεί και προτάθηκε να γίνει αύξηση το Μάιο/Ιούνιο. Εξετάστηκαν οι τιμές στις διάφορες ευρωπαϊκές εθνικές αγορές, κάνοντας μνεία σε μεμονωμένους πελάτες, στις νέες τιμές και στις ελάχιστες τιμές.

    (155) Σε σχέση με την εν λόγω σύσκεψη καταρτίστηκε διάγραμμα τιμών (της ίδιας μορφής με αυτά που επισυνάπτονται σε προγενέστερες εκθέσεις), που επικαιροποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1994, όπου η τιμή στόχος ορίζεται σε 5,40 DΕM και στο ισοδύναμο αυτών σε άλλα νομίσματα, αλλά ορίζονται νέες "ελάχιστες" τιμές σε κάθε εθνική αγορά· στην τελευταία στήλη που επιγράφεται "παρατηρήσεις" ("Bemerkungen") υπάρχουν ορισμένες χειρόγραφες ελάχιστες τιμές με το σχόλιο "έως τις 15.5. η Degussa θα ανακοινώσει 5,50"(52).

    (156) Άλλη μία τριμηνιαία σύσκεψη έγινε στο Königstein στις ή περίπου στις 7 Ιουνίου 1994(53) (οι σημειώσεις του [ ]* περιλαμβάνουν σχόλια για τις τιμές στη Δανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και στο Βέλγιο). Για τη Δανία, γίνεται το σύντομο σχόλιο "Alle informiert, mündlich" ("ενημερώθηκαν όλοι, προφορικά") που πιθανώς σημαίνει ότι οι πελάτες ειδοποιήθηκαν για την επικείμενη αύξηση των τιμών.

    (157) Η Degussa ανακοίνωσε πανευρωπαϊκή αύξηση τιμών σε 5,50 DEM στον εμπορικό τύπο ("Ernährungsdienst") στις 4 Ιουνίου 1994. Σε δημοσιεύματα του Τύπου ("Les Marchés" της 16ης Ιουνίου 1994) αναφέρθηκε επίσης ότι η Rhône-Poulenc αύξησε τις τιμές της μεθειονίνης της σε μορφή σκόνης και σε υγρή μορφή (Rhodimet AT 88) κατά 10 %(54).

    (158) Ο [ ]* συνέταξε και πάλι εκτενείς σημειώσεις προετοιμαζόμενος για την τριμερή σύσκεψη του Νοεμβρίου του 1994(55). Συνοψίζεται η κατάσταση των τιμών σε κάθε χώρα με σχόλια για μεμονωμένους πελάτες.

    (159) Στη Γερμανία (για παράδειγμα) οι τιμές αγοράς κυμαίνονταν από 5,05 έως 5,15 DEM. Για έναν πελάτη (Bela) η τιμή ήταν χαμηλότερη και από τα 5,00 DEM· υπήρχε η υπόνοια ότι η Rhône-Poulenc πωλούσε στον εν λόγω πελάτη ρωσικό υλικό. Οι τιμές στη Γαλλία θεωρήθηκαν ικανοποιητικές, αλλά οι πωλούμενες ποσότητες χαρακτηρίστηκαν ως "καταστροφή".

    (160) Ο [ ]* αναφέρθηκε σε αύξηση τιμών (πιθανώς στην αύξηση που έγινε το καλοκαίρι του 1994) και επεσήμανε ότι δεν είχε επιτευχθεί ο "στόχος": η τιμή του χύδην προϊόντος ήταν χαμηλότερη από 5,0 DEM/kg. Έγινε το σύντομο σχόλιο "επικαιροποίηση τιμοκαταλόγου".

    (161) Συνάγεται επίσης ότι η [ ]* συσκέφθηκε ή ήλθε σε επαφή με τη Νippon Soda στις 24 Νοεμβρίου 1994, λίγο πριν από τη βασική σύσκεψη, και συζήτησαν τις τιμές στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στις Κάτω Χώρες και στο Ηνωμένο Βασίλειο(56).

    (162) Κατά την τελευταία σύσκεψη για την οποία τήρησε σημειώσεις ο [ ]*(57) -πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Juan Carlos I στη Βαρκελώνη στις 27-29 Νοεμβρίου 1994- μετά τις συνήθεις συζητήσεις για τη Ρωσία, την Κίνα και τη Νονus, οι συμμετέχοντες ανέπτυξαν τον προβληματισμό τους για την αδυναμία τους στο παρελθόν να χαράξουν μια στρατηγική για την εξέλιξη της αγοράς.

    (163) Είχε σημειωθεί "σταθερή βελτίωση" της κερδοφορίας της μεθειονίνης από το 1991 έως το 1993, αλλά το 1994 τα περιθώρια κέρδους συρρικνώθηκαν.

    (164) Οι παρατηρήσεις [ ]* -και η θέση των υπόλοιπων- καταγράφονται ως εξής:

    "Στο παρελθόν: αποζημίωση μετά την επίλυση ενός προβλήματος·;;

    Δεν ενεργούμε βάσει στρατηγικής, παρά μόνο με τακτικές κινήσεις σε μεμονωμένες περιπτώσεις·

    Το προσωπικό πωλήσεων καθορίζει την επιχειρηματική δραστηριότητα.

    'Είμαι διατεθειμένος να αποζημιώσω τους υπόλοιπους για πωλήσεις που έχασαν': [ ]*

    Πρόταση: Να χορηγείται πάντα αποζημίωση για απώλεια πωλήσεων το 1995, καλή κατάσταση καθότι τα αποθέματα της Νονus είναι μικρά.".

    (165) Κατά τη διάρκεια της εν λόγω σύσκεψης εξετάστηκε ξανά το σχέδιο ελέγχου του όγκου των πωλήσεων:

    "'Στόχοι 1995'

    Πρόταση [ ]*: Αναπροσαρμογή με βάση τον όγκο των πωλήσεων το 1994 (= 100 %).

    Μετά το πρώτο τρίμηνο να συγκρίνουμε μαζί τα στοιχεία μετά το δεύτερο τρίμηνο ...".

    (166) Οι παραγωγοί εξέτασαν επίσης τις τιμές σε κάθε αγορά, ενδεχομένως σε άλλη συνεδρίαση(58). Ο [ ]* κατέγραψε και πάλι αρκετά λεπτομερώς τις συζητήσεις. Ο [ ]* της Rhône-Poulenc αναλογίστηκε με νοσταλγία τα προηγούμενα χρόνια:

    "Δεν αποτελούσε ποτέ πρόβλημα μεταξύ του [ ]*(59) και εμού· πολλά πράγματα ρυθμίζονταν μετά".

    (167) Στην Ευρώπη η τρέχουσα τιμή είχε μειωθεί στα 5,20 DEM. Ορίστηκε νέα τιμή στόχος ύψους 5,80 DEM με έναρξη ισχύος από την 1η Ιανουαρίου 1995, όπως θα ανακοινωνόταν μέσω των εμπορικών εντύπων. (Στην Ιταλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο οι στόχοι και οι ελάχιστες τιμές θα εφαρμόζονταν "άμεσα, χωρίς καμία εξαίρεση!").

    (168) Οι αντιδράσεις των συμμετεχόντων στην πρόταση της Degussa σχετικά με τις ποσοστώσεις δεν έχουν καταγραφεί. Στην απάντησή της με ημερομηνία 9 Σεπτεμβρίου 1999 προς το αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής (σ. 21), η Degussa ισχυρίζεται ότι η πρόταση του [ ]* δεν έγινε δεκτή. Υποστηρίζει ότι μια τέτοια προσπάθεια δεν θα απέφερε αποτέλεσμα: δεδομένου ότι οι τρεις συμμετέχοντες μαζί κατείχαν μόλις το 65 % της αγοράς, εάν αντάλλασσαν μεταξύ τους στοιχεία για τις πωλήσεις τους δεν θα διαμορφωνόταν μια ακριβής εικόνα της αγοράς. Η Degussa επαναβεβαίωσε τη θέση της στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής.

    (169) Μολονότι οι συμμετέχοντες μπορεί να μην εφάρμοσαν ποτέ σύστημα κατανομής του όγκου των πωλήσεων, αντάλλασσαν τακτικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις. Ειδικότερα, η Rhône-Poulenc αναφέρει στη δήλωσή της (σ. 5) ότι κατά τη διάρκεια των συσκέψεων οι τρεις ανταγωνιστές "αντάλλασσαν συχνά στοιχεία για τις πωλήσεις υπολογιζόμενα με βάση περιφέρειες ή χώρες". Στη συνέχεια ανακάλεσε τη δήλωση αυτή στα πρόσθετα στοιχεία που υπέβαλε, (σ. 5).

    (170) Ωστόσο, η Νippon Soda επιβεβαιώνει ότι κατά τις τριμερείς συσκέψεις, μεταξύ άλλων, συνήθως ανταλλάσσονταν πληροφορίες σχετικά με τις βασικές πρώτες ύλες για την παραγωγή μεθειονίνης, την παραγωγική ικανότητα, το ρυθμό λειτουργίας των μονάδων και τη ζήτηση για το προϊόν (πρόσθετα υποβληθέντα στοιχεία, σ. 12).

    (171) Στις εγκαταστάσεις της Degussa(60) βρέθηκε επίσης χειρόγραφος πίνακας, όπου συγκρίνονται τα ποσοστιαία μερίδια αγοράς της Νονus, της Rhône-Poulenc, της Degussa, της Νippon Soda και της Sumitomo σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο ([ ]*) για τα έτη 1993, 1994 και 1995.

    (172) Ο πίνακας, ο οποίος καταρτίστηκε από την Degussa με βάση μια ηλεκτρονική βάση δεδομένων και επικαιροποιούνταν τακτικά, παρουσιάζει τις ποσότητες που πωλούσε κάθε παραγωγός σε κάθε εθνική αγορά. Παρόλο που η Degussa ισχυρίζεται ότι είχε αποκτήσει τα στοιχεία για τους ανταγωνιστές της από δικές της, "εσωτερικές" πηγές, η ακρίβεια πολλών από τα στοιχεία αυτά διαψεύδει τον ισχυρισμό αυτό, όπως επίσης και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των συσκέψεων ανταλλάσσονταν τακτικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις. Εντός της Degussa, οι πίνακες αυτοί διανέμονταν από τον [ ]* στον [ ]*, στον [ ]* και στον [ ]*, όλοι εκ των οποίων συμμετείχαν τακτικά στις συσκέψεις της σύμπραξης.

    (173) Σύμφωνα με τη Rhône-Poulenc (δήλωση, σ. 5), οι τριμηνιαίες συσκέψεις της σύμπραξης συνεχίστηκαν έως τον Ιούλιο του 1998.

    (174) Ο [ ]* έπαυσε να είναι επικεφαλής του μάρκετινγκ στον τομέα των προσθέτων για ζωοτροφές τον Οκτώβριο του 1994 (όταν έγινε υπεύθυνος επιχειρηματικής ανάπτυξης) και προφανώς δεν συμμετείχε πλέον στις συσκέψεις. Έτσι, δεν έχουν βρεθεί λεπτομερείς σημειώσεις για την περίοδο μετά τη σύσκεψη της Βαρκελώνης.

    (175) Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν άλλα λεπτομερή πρακτικά των συσκέψεων, είναι εύλογο να υποτεθεί ότι οι συσκέψεις εξακολούθησαν να έχουν σε γενικές γραμμές τον ίδιο σκοπό και το ίδιο αντικείμενο με προηγουμένως. [Η Νippon Soda ισχυρίζεται στη σελίδα 13 της απάντησής της δυνάμει του άρθρου 11 με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 2000(61) ότι οι συσκέψεις άρχισαν να γίνονται "ολοένα και περισσότερο εθιμοτυπικές" και ότι οι διευθετήσεις σχετικά με τις τιμές λειτουργούσαν περισσότερο μέσω της αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών παρά μέσω του καθορισμού σταθερών τιμών, αλλά τούτο δεν επιβεβαιώνεται από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.]

    (176) Η Rhône-Poulenc από την πλευρά της υπέβαλε [πρόσθετα υποβληθέντα στοιχεία, σ. 18 και συνημμένο(62)] οδηγίες της διοίκησης σχετικά με τις τιμές για το 1997 που υποστηρίζει ότι αντικατοπτρίζουν τις τιμές στόχους για μεμονωμένες περιοχές "οι οποίες κυμαίνονταν εντός του φάσματος τιμών στόχων που είχαν συμφωνηθεί στις περιγραφείσες συσκέψεις". Ακόμη και αν οι συσκέψεις είχαν γίνει "φιλικές συναντήσεις", η εθιμοτυπία περιλάμβανε τον καθορισμό στόχων, όπως προηγουμένως.

    (177) Η τελευταία σύσκεψη που ανέφερε η Degussa ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε στις 13-14 Οκτωβρίου 1997 στην Κοπεγχάγη. Η Νippon Soda αναφέρθηκε σε μία ακόμη σύσκεψη στο Ντύσσελντορφ στις 13 Μαΐου 1998 [σ. 10 της απάντησής της(63)].

    (178) Ωστόσο, η Rhône-Poulenc περιέγραψε [πρόσθετα υποβληθέντα στοιχεία, σ. 8-9(64)] τρεις ακόμη συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το τελευταίο έτος λειτουργίας της σύμπραξης, από τη σύσκεψη της Κοπεγχάγης τον Οκτώβριο του 1997 έως την τελευταία σύσκεψη στο Νancy στις 4 Φεβρουαρίου 1999.

    (179) Το Μάιο του 1998 η Rhône-Poulenc [ ]* η Degussa [ ]* και η Νippon Soda [ ]* συσκέφθηκαν στη Φρανκφούρτη (κατά τη Νippon Soda η σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στο Ντύσσελντορφ στις 13 Μαΐου). Οι δύο ευρωπαϊκές εταιρείες εξήγησαν στα νέα στελέχη της Νippon Soda πώς διεξάγονταν οι συσκέψεις στο παρελθόν και τους δήλωσαν ότι οι τιμές έπρεπε να αυξηθούν· η Νippon Soda συμφώνησε να ακολουθήσει οποιαδήποτε πρωτοβουλία σχετικά με τις τιμές [πρόσθετα στοιχεία που υπέβαλε η Rhône-Poulenc, σ. 8(65)].

    5. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ

    (180) Μετά την αποχώρηση του [ ]* από τη Rhône-Poulenc το φθινόπωρο του 1997, ο αντικαταστάτης του στη θέση του [ ]* ([ ]*) έδωσε εντολή στη διοίκηση (κατά τη Rhône-Poulenc) να σταματήσει κάθε επαφή με ανταγωνιστές. Ο [ ]* κάλεσε τον [ ]* (Degussa), τον [ ]* (Novus), τον [ ]* (Nippon Soda) και τον [ ]* (Sumitomo) για να τους γνωστοποιήσει αυτή την εντολή [πρόσθετη δήλωση, σ. 9(66)].

    (181) Η σταδιοδρομία του [ ]* στη RPAN ήταν βραχύβια. Αναλαμβάνοντας τη θέση του [ ]* το Μάρτιο του 1998, ο [ ]* επέτρεψε στα ανώτερα στελέχη της εταιρείας να επαναλάβουν/συνεχίσουν την επικοινωνία με τους ανταγωνιστές· ωστόσο, οι τριμηνιαίες συσκέψεις έπρεπε να διακοπούν, λόγω των δημόσιων εμφανίσεων και του συνακόλουθου κινδύνου αποκάλυψης (την εποχή αυτή είχαν ήδη προχωρήσει οι έρευνες των αμερικανικών αρχών ανταγωνισμού στον τομέα των βιταμινών).

    (182) Η επόμενη σύσκεψη στην οποία αναφέρθηκε η Rhône-Poulenc πραγματοποιήθηκε στη Χαϊδελβέργη στο τέλος καλοκαιριού/αρχές φθινοπώρου 1998, μετά την έναρξη της καθοδικής πορείας των τιμών στα μέσα του 1998. Ο [ ]* και ο [ ]* συμμετείχαν από την πλευρά της Rhône-Poulenc· ο [ ]* και ο [ ]* εκπροσώπησαν την Degussa. Συμφώνησαν να αυξήσουν τις τιμές. Η Νippon Soda δεν συμμετείχε στις συσκέψεις αυτές.

    (183) Στην τελευταία γνωστή σύσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Mercure στο Νancy στις 4 Φεβρουαρίου 1999, έλαβαν μέρος και πάλι μόνον η Degussa [ ]* και η Rhône-Poulenc [ ]*. Ωστόσο -κατά τη Νippon Soda- ο [ ]* και ο [ ]* συζήτησαν σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά σε δείπνο εργασίας στο Παρίσι το ίδιο απόγευμα [απάντηση δυνάμει άρθρου 11, σ. 12(67)]. Σύμφωνα με τη Rhône-Poulenc, οι συμμετέχοντες στη σύσκεψη του Νancy εκτίμησαν το συνολικό μέγεθος της [ ]* αγοράς και τις αντίστοιχες θέσεις των ανταγωνιστών· σύμφωνα με τη Rhône-Poulenc, οι πληροφορίες της Degussa για την αγορά ήταν "πολύ καλές". Συμφωνήθηκε τιμή στόχος ύψους 3,20 USD/5,30 DΕM.

    (184) Πιθανώς κατά τη σύσκεψη του Μαΐου του 1998 συμφωνήθηκε να διακοπούν οι συσκέψεις της "λέσχης" και να διατηρηθούν διμερείς επαφές. Εκτός από τις δύο συσκέψεις στη Χαϊδελβέργη και στην Κοπεγχάγη μεταξύ της Degussa και της Rhône-Poulenc, ο [ ]* και ο [ ]* της Rhône-Poulenc συνέχισαν τις τηλεφωνικές επαφές τους με τους ομολόγους τους στη Νippon Soda.

    (185) Οι επαφές αυτές έληξαν μόλις το Φεβρουάριο του 1999, όταν ανώτερα διοικητικά στελέχη της Rhone-Poulenc έδωσαν ξανά την εντολή να διακοπεί αυτή η πρακτική. [πρόσθετα στοιχεία που υπέβαλε η Rhone-Poulenc, σ. 10(68)].

    ΜΕΡΟΣ ΙΙ - ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

    A. ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

    (186) Οι διευθετήσεις που εκτίθενται ανωτέρω εφαρμόζονταν σε όλους τους αγοραστές μεθειονίνης που ήταν εγκατεστημένοι σε χώρες του ΕΟΧ.

    (187) Η συμφωνία για τον ΕΟΧ, της οποίας οι διατάξεις στον τομέα του ανταγωνισμού έχουν ως πρότυπο τη συνθήκη ΕΚ, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994. Συνεπώς, η παρούσα απόφαση περιλαμβάνει την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (ιδίως του άρθρου 53 παράγραφος 1) από την ανωτέρω ημερομηνία στις διευθετήσεις για τις οποίες διατυπώθηκαν αιτιάσεις(69).

    (188) Κατά το μέτρο που οι διευθετήσεις επηρέασαν τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά και το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας, έχει εφαρμογή το άρθρο 81 της συνθήκης. Κατά το μέτρο που οι δραστηριότητες της σύμπραξης είχαν επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ της ΕΚ και των χωρών της ΕΖΕΣ ή μεταξύ των χωρών της ΕΖΕΣ που ήταν μέρη της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, έχει εφαρμογή το άρθρο 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (189) Όταν μια συμφωνία ή πρακτική επηρεάζει μόνο το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας, η Επιτροπή έχει αρμοδιότητα και εφαρμόζει το άρθρο 81 της συνθήκης. Από την άλλη πλευρά, όταν μια συμφωνία επηρεάζει μόνο το εμπόριο μεταξύ των κρατών της ΕΖΕΣ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ είναι η μόνη αρμόδια και εφαρμόζει του κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ βάσει του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ(70).

    (190) Στην προκειμένη περίπτωση, βάσει του άρθρου 56 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ η Επιτροπή είναι αρμόδια να εφαρμόσει τόσο το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης όσο και το άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, επειδή η σύμπραξη είχε σημαντικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας(71).

    B. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 81 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 53 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

    1. ΑΡΘΡΟ 81 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 53 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

    (191) Το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ απαγορεύει ως ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά όλες τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες τις αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής και της διάθεσης ή στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού.

    (192) Το άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (που έχει ως πρότυπο το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ) προβλέπει παρόμοια απαγόρευση. Ωστόσο, η αναφορά του άρθρου 81 παράγραφος 1 στο εμπόριο "μεταξύ κρατών μελών" έχει αντικατασταθεί από αναφορά στο εμπόριο "μεταξύ συμβαλλόμενων μερών" και η αναφορά στον ανταγωνισμό "εντός της κοινής αγοράς" έχει αντικατασταθεί από αναφορά στον ανταγωνισμό "εντός του εδάφους που καλύπτει ... η συμφωνία (ΕΟΧ)".

    2. ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

    (193) Το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ απαγορεύουν τις συμφωνίες, τις αποφάσεις ενώσεων και τις εναρμονισμένες πρακτικές.

    (194) Μια συμφωνία υφίσταται όταν τα μέρη προσχωρούν σε κοινό σχέδιο που περιορίζει ή είναι πιθανό να περιορίσει την ατομική εμπορική τους συμπεριφορά μέσω του καθορισμού μιας γραμμής αμοιβαίας δράσης ή αποχής από τη δράση στην αγορά. Η συμφωνία δεν απαιτείται να έχει αποτυπωθεί εγγράφως. Δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη διατυπώσεων, συμβατικών κυρώσεων ή μέτρων εφαρμογής. Η ύπαρξη συμφωνίας μπορεί να είναι ρητή ή να συνάγεται από τη συμπεριφορά των μερών.

    (195) Στην απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-305/94 κ.λπ.: Limburgse Vinyl Maatschappij NV και λοιποί κατά Επιτροπής (PVC II)(72), το Πρωτοδικείο έχει αποφανθεί ότι "κατά πάγια νομολογία, για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου [81 παράγραφος 1] της συνθήκης, αρκεί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο".

    (196) Το άρθρο 81 της συνθήκης(73) διαχωρίζει την έννοια των "εναρμονισμένων πρακτικών" από τις έννοιες των "συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων" ή των "αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων". Στόχος είναι να περιληφθεί στην απαγόρευση αυτού του άρθρου μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που, χωρίς να φθάνει έως τη σύναψη κατά κυριολεξίαν συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών(74).

    (197) Τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας που ορίζονται στη νομολογία του Δικαστηρίου, όχι μόνο δεν προϋποθέτουν την κατάρτιση ενός πραγματικού σχεδίου, αλλά πρέπει να νοούνται υπό το πρίσμα της αντίληψης που είναι συνυφασμένη με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την εμπορική πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Και ναι μεν αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει το δικαίωμα των επιχειρήσεων να προσαρμόζονται επιτηδείως στην ήδη εκδηλωθείσα ή στην προβλεπόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, αποκλείει όμως αυστηρώς κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ τους, της οποίας το αντικείμενο ή το αποτέλεσμα είναι είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υπάρχοντος ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που οι ίδιες έχουν αποφασίσει ή έχουν κατά νουν να ακολουθήσουν στην αγορά(75).

    (198) Έτσι μια συμπεριφορά δύναται να υπάγεται στο άρθρο 81 παράγραφος 1 ως "εναρμονισμένη πρακτική", ακόμη και αν τα μέρη δεν δηλώνουν ρητά τη συγκατάθεσή τους επί κοινού σχεδίου καθορίζοντος τη δράση τους στην αγορά, όμως εν γνώσει τους δέχονται ή προσχωρούν σε μηχανισμούς συμπαιγνίας που διευκολύνουν το συντονισμό της εμπορικής συμπεριφοράς τους(76).

    (199) Μολονότι βάσει του άρθρου 81 παράγραφος 1 η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής δεν εμπεριέχει μόνο το στοιχείο της εναρμόνισης, αλλά και το στοιχείο συμπεριφοράς στην αγορά απορρέουσας από την εναρμόνιση και έχουσας αιτιώδη σχέση με αυτή, τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου, ότι οι επιχειρήσεις που μετείχαν στην εναρμόνιση και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη δική τους συμπεριφορά στην αγορά, κατά μείζονα δε λόγο όταν η εναρμόνιση γίνεται σε τακτά διαστήματα και επί μακρό χρονικό διάστημα(77).

    (200) Ιδίως σε περιπτώσεις σύνθετων παραβάσεων μεγάλης διάρκειας, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να τις υπαγάγει αποκλειστικά στη μία από τις δύο αυτές μορφές παράνομης συμπεριφοράς. Οι έννοιες της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής είναι ρευστές και δύνανται να αλληλεπικαλύπτονται. Πράγματι, ο διαχωρισμός των δύο εννοιών μπορεί να μην είναι καν εφικτός, καθότι μια παράβαση μπορεί να παρουσιάζει ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά και των δύο μορφών απαγορευμένης συμπεριφοράς, ενώ ορισμένες εκδηλώσεις της θεωρούμενες αυτοτελώς μπορούν να περιγραφούν ακριβέστερα μόνο από μία από τις δύο. Ωστόσο, θα ήταν τεχνητή η απόπειρα να υποδιαιρεθεί ένα σαφώς διαρκές κοινό εγχείρημα, που χαρακτηριζόταν από έναν και τον αυτό σκοπό, αναλυόμενο σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις. Συνεπώς, μια σύμπραξη δύναται να αποτελεί ταυτόχρονα συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική. Το άρθρο 81 δεν προβλέπει ιδιαίτερη κατηγορία για μια τέτοια σύνθετη παράβαση(78).

    (201) Στην απόφασή του στην υπόθεση PVC II, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι "στο πλαίσιο μιας σύνθετης παραβάσεως, στην οποία ενεπλάκησαν πλείονες παραγωγοί επί σειράν ετών και η οποία αποσκοπούσε στην από κοινού ρύθμιση της αγοράς, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει επακριβώς την παράβαση, ως προς κάθε επιχείρηση ξεχωριστά και σε κάθε δεδομένο χρονικό σημείο, ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική, εφόσον, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο [81] της συνθήκης αφορά αμφότερες τις μορφές παραβάσεως"(79).

    (202) Μια "συμφωνία" κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 δεν απαιτεί την ίδια βεβαιότητα που θα ήταν απαραίτητη για την εκτέλεση μιας εμπορικής σύμβασης βάσει του αστικού δικαίου. Επιπλέον, στην περίπτωση μιας σύνθετης σύμπραξης μεγάλης διάρκειας, ο όρος "συμφωνία" μπορεί προσηκόντως να εφαρμοστεί όχι μόνο σε τυχόν γενικό σχέδιο ή στους ρητώς συμφωνηθέντες όρους, αλλά και στην υλοποίηση των συμφωνηθέντων βάσει των ίδιων μηχανισμών και κατά την επιδίωξη του ίδιου κοινού σκοπού.

    (203) Παρόλο που μια σύμπραξη αποτελεί κοινό εγχείρημα, κάθε συμμετέχων στη συμφωνία μπορεί να διαδραματίζει το δικό του ιδιαίτερο ρόλο. Ένας ή περισσότεροι συμμετέχοντες μπορούν να ασκούν κυριαρχικό ρόλο κατέχοντας ηγετική θέση. Είναι δυνατό να προκύψουν εσωτερικές συγκρούσεις και ανταγωνισμοί, ακόμη και εξαπάτηση, που όμως δεν αναιρούν το γεγονός ότι η διευθέτηση αποτελεί συμφωνία/εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, όταν υπάρχει ένας ενιαίος, κοινός και διαρκής στόχος. Μια σύνθετη σύμπραξη μπορεί προσηκόντως να θεωρηθεί ως ενιαία διαρκής παράβαση για το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο υφίστατο. Η συμφωνία μπορεί κάλλιστα να διαφοροποιηθεί με την πάροδο του χρόνου ή οι μηχανισμοί της να προσαρμοστούν ή να ενισχυθούν λαμβάνοντας υπόψη τις νέες εξελίξεις.

    (204) Ειδικότερα, σε μια σύνθετη σύμπραξη μεγάλης διάρκειας, όπου οι διάφορες ακολουθούμενες εναρμονισμένες πρακτικές και οι διάφορες συναπτόμενες συμφωνίες εντάσσονται σε σειρά προσπαθειών των επιχειρήσεων με κοινό στόχο την παρεμπόδιση ή τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, η Επιτροπή δικαιούται να αποφανθεί ότι αποτελούν ενιαία διαρκή παράβαση. Όπως παρατήρησε σχετικά το Πρωτοδικείο στην υπόθεση T-7/89 Hercules κατά Επιτροπής(80), θα ήταν επομένως, τεχνητή η απόπειρα να υποδιαιρεθεί αυτή η συνεχής συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται από ένα και τον αυτό σκοπό, αναλυόμενη σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις: "Συγκεκριμένα, [οι επιχειρήσεις] έλαβαν μέρος -επί σειρά ετών- σε ολοκληρωμένο σύνολο συστημάτων, τα οποία συνιστούν ενιαία παράβαση, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε προοδευτικά τόσο με συμφωνίες όσο και με αθέμιτες εναρμονισμένες πρακτικές".

    (205) Το γεγονός και μόνο ότι κάθε συμμετέχων σε μια σύμπραξη δύναται να διαδραματίζει το ρόλο που προσιδιάζει στις ιδιαίτερες συνθήκες του δεν αίρει την ευθύνη του για την παράβαση στο σύνολό της, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων που έχουν μεν γίνει από άλλους συμμετέχοντες, οι οποίες όμως εξυπηρετούν τον ίδιο παράνομο σκοπό και έχουν το ίδιο επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα. Μια επιχείρηση που συμμετέχει σε μια κοινή παράνομη πράξη με ενέργειες που συμβάλλουν στην υλοποίηση του κοινού στόχου είναι συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στο κοινό σχέδιο, των ενεργειών των λοιπών συμμετεχόντων στο πλαίσιο της ίδιας παραβάσεως. Τούτο ισχύει ασφαλώς όταν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω επιχείρηση γνώριζε την παράνομη συμπεριφορά των λοιπών συμμετεχόντων ή ότι μπορούσε ευλόγως να την προβλέψει ή να τη γνωρίζει και ότι αποδεχόταν το σχετικό κίνδυνο(81).

    3. ΕΝΙΑΙΑ, ΔΙΑΡΚΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗ

    (206) Υπάρχουν άφθονα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι από το Φεβρουάριο του 1986 έως το Φεβρουάριο του 1999 υπήρχε ενιαία και διαρκής αθέμιτη σύμπραξη στην αγορά μεθειονίνης του ΕΟΧ μεταξύ της Ανentis, της Νippon Soda και της Degussa, οι οποίες μαζί κατείχαν το 60 % περίπου της αγοράς αυτής. Ειδικότερα, τα μέρη εξέφρασαν αμοιβαία την κοινή τους βούληση να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά συγκεκριμένο τρόπο και προσχώρησαν σε κοινό σχέδιο περιορισμού της ατομικής εμπορικής συμπεριφοράς τους. Ως εκ τούτου, η συμφωνία τους να προσχωρήσουν στο εν λόγω σχέδιο με στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού μπορεί να αναχθεί τουλάχιστον στο Φεβρουάριο του 1986. Η εν λόγω αθέμιτη σύμπραξη αποσκοπούσε στην επίτευξη ενός και του αυτού επιζήμιου για τον ανταγωνισμό οικονομικού σκοπού: την παρεμπόδιση του ανταγωνισμού τιμών μέσω συμφωνιών καθορισμού τιμών στόχων και αυξήσεων των τιμών.

    (207) Το εν λόγω σχέδιο, που έγινε αποδεκτό από τη Rhône-Poulenc, τη Νippon Soda και την Degussa, αναπτύχθηκε και εφαρμόστηκε για περίοδο σχεδόν 13 ετών μέσω ενός συμπλέγματος αθέμιτων διευθετήσεων, ειδικών συμφωνιών ή/και εναρμονισμένων πρακτικών, κατά την επιδίωξη του ίδιου κοινού σκοπού, δηλαδή της εξάλειψης του ανταγωνισμού μεταξύ τους. Οι συμμετέχοντες στις παράνομες αυτές συμπεριφορές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι αποτελούσαν μέρος ενός γενικότερου σχεδίου που αποσκοπούσε στον ανωτέρω παράνομο κοινό στόχο(82).

    (208) Λόγω του κοινού σχεδίου και του κοινού στόχου που επεδίωκαν σταθερά οι παραγωγοί, δηλαδή την εξάλειψη του ανταγωνισμού στη βιομηχανία μεθειονίνης, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εν λόγω συμπεριφορά αποτέλεσε ενιαία διαρκή παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Οι διευθετήσεις αυτές περιγράφονται λεπτομερώς στο μέρος της παρούσας απόφασης που πραγματεύεται τα πραγματικά περιστατικά. Η περιγραφή αυτή στηρίζεται από εκτενή και σαφή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αναφέρονται συστηματικά σε όλο το κείμενο. Συνεπώς, η εν λόγω συμπεριφορά αποτέλεσε ενιαία διαρκή παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (209) Μολονότι θα ήταν ορθό να θεωρηθεί ότι οι διευθετήσεις μεταξύ των παραγωγών παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας πλήρους "συμφωνίας", ορισμένα πραγματικά στοιχεία της παράνομης συμπεριφοράς θα μπορούσαν προσηκόντως να χαρακτηριστούν ως εναρμονισμένη πρακτική, εάν τούτο ήταν σκόπιμο.

    (210) Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Degussa αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι, παρά τη διακοπή των συσκέψεων "κορυφής" (δηλαδή των συσκέψεων ανώτερου επιπέδου μεταξύ διευθυντών τομέων) το 1988, η παράβαση ήταν διαρκής από το 1986, διότι οι συχνότερες συσκέψεις σε "επιτελικό" επίπεδο δεν είχαν διακοπεί και συνεχίστηκαν. Η Degussa ισχυρίζεται ότι είναι αδύνατο να ελήφθησαν αποφάσεις και να συνήφθησαν συμφωνίες σε "επιτελικό" επίπεδο μετά τη διακοπή των συσκέψεων ανώτερου επιπέδου. Επιπλέον, η Degussa διατείνεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη συνέχειας μεταξύ των δύο κατηγοριών συσκέψεων ούτε την ταυτότητα όσων συμμετείχαν στις προβαλλόμενες συσκέψεις "επιτελικού" επιπέδου.

    (211) Σύμφωνα με την Degussa, οι συσκέψεις σταμάτησαν στο τέλος του 1988 και η Degussa συμμετείχε για πρώτη φορά στην παράβαση κατά τη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στα μέσα 1992(83).

    (212) Έχοντας υπόψη τις αιτιολογικές σκέψεις 95 έως 125, το επιχείρημα κατά το οποίο το παράνομο σχέδιο δεν συνεχίστηκε μεταξύ των ετών 1988 και 1992, πρέπει να απορριφθεί. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 97, όχι μόνο οι συμμετέχοντες δεν εκδήλωσαν ποτέ οποιαδήποτε πρόθεση περάτωσης των διευθετήσεων, αλλά η λειτουργία της σύμπραξης δεν διεκόπη ποτέ. Ειδικότερα, στις αιτιολογικές σκέψεις 95 έως 125 αποδεικνύεται ότι οι συμμετέχοντες εξακολούθησαν να λαμβάνουν μέρος στις συσκέψεις καθ' όλη τη διάρκεια των ετών 1989, 1990 και 1991, χωρίς να αποστασιοποιούνται δημοσίως από το περιεχόμενό τους. Έχοντας υπόψη τον προδήλως επιζήμιο για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα των προηγούμενων συσκέψεων, η έλλειψη αποδείξεων ότι η συμμετοχή στις συσκέψεις γινόταν χωρίς πρόθεση επιζήμια για τον ανταγωνισμό αποδεικνύει ότι το παράνομο σχέδιο στην πραγματικότητα συνεχίστηκε(84). Το ερώτημα κατά πόσον εφαρμόστηκαν πράγματι οι συμφωνίες ή/και εναρμονισμένες πρακτικές εξετάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 278-281.

    4. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

    (213) Το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ αναφέρουν ρητά ότι περιορίζουν τον ανταγωνισμό οι συμφωνίες οι οποίες συνίστανται:

    - στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής,

    - στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής,

    - στην κατανομή των αγορών ή των τιμών εφοδιασμού.

    (214) Στο πλέγμα συμφωνιών και διευθετήσεων που εξετάζονται στην παρούσα υπόθεση, τα ακόλουθα στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν ότι τεκμηριώνουν την παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ:

    - η συμφωνία για τις τιμές-στόχους και τις ελάχιστες τιμές,

    - η συμφωνία για τις συντονισμένες αυξήσεις των τιμών,

    - η συντονισμένη εφαρμογή των αυξήσεων των τιμών στις διάφορες αγορές,

    - η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα στοιχεία για τις πωλήσεις, με στόχο την παρακολούθηση των επιτυγχανόμενων μεριδίων αγοράς,

    - η συντονισμένη τιμολόγηση προς μεμονωμένους πελάτες,

    - οι συντονισμένες ενέργειες περιορισμού, παρεμπόδισης ή "συγκράτησης" των εισαγωγών από χώρες εκτός της Κοινότητας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιτυχία των αυξήσεων των τιμών,

    - η συμμετοχή σε τακτικές συσκέψεις και άλλες επαφές, προκειμένου να συμφωνηθούν οι ανωτέρω περιορισμοί και να εφαρμοστούν ή/και να τροποποιηθούν, ανάλογα με την περίσταση.

    (215) Οι διευθετήσεις αυτού του είδους έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης για τον ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Δεδομένου ότι η τιμή αποτελεί το κύριο μέσο ανταγωνισμού, οι διάφορες αθέμιτες διευθετήσεις και μηχανισμοί που εφάρμοσαν οι παραγωγοί είχαν ως τελικό στόχο την αύξηση των τιμών προς όφελός τους σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που θα επιτυγχάνονταν υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.

    (216) Προκειμένου να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 53 παράγραφος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, δεν απαιτείται να εξεταστούν οι πραγματικές συνέπειες μιας συμφωνίας στον ανταγωνισμό, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η συμφωνία είχε ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού(85).

    (217) Ωστόσο, η σύμπραξη περιόριζε επίσης τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, οι τιμές-στόχοι και οι αυξήσεις τιμών που αποτελούσαν πρωταρχικό στόχο της σύμπραξης, συμφωνούνταν, ανακοινώνονταν και εφαρμόζονταν σε ολόκληρο τον ΕΟΧ.

    (218) Στις απαντήσεις τους προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Degussa και η Νippon Soda ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι πράγματι προέκυψε περιορισμός του ανταγωνισμού. Οι συνέπειες των διευθετήσεων που περιόριζαν τον ανταγωνισμό αποδεικνύονται πιο εμπεριστατωμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 271-291 στη συνέχεια.

    5. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΧ

    (219) Η διαρκής συμφωνία μεταξύ των παραγωγών είχε σημαντικές επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (220) Το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ αφορά συμφωνίες που θα μπορούσαν να βλάψουν την επίτευξη μιας ενιαίας αγοράς μεταξύ των κρατών μελών, είτε μέσω της κατάτμησης εθνικών αγορών είτε μέσω της επίδρασης στη δομή του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Ομοίως, το άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ αφορά συμφωνίες που υπονομεύουν την υλοποίηση ενός ομοιογενούς Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.

    (221) Όπως προαναφέρεται στην ενότητα με τίτλο "Ενδοκοινοτικό εμπόριο" (αιτιολογική σκέψη 50), η αγορά μεθειονίνης χαρακτηρίζεται από σημαντικό όγκο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών. Υπήρχε επίσης σημαντικός όγκος συναλλαγών μεταξύ της Κοινότητας και των κρατών της ΕΖΕΣ που ήταν μέλη του ΕΟΧ. Η Νορβηγία καλύπτει το 100 % των αναγκών της σε μεθειονίνη από εισαγωγές, κυρίως από την Κοινότητα, όπως συνέβαινε και με την Αυστρία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία πριν από την προσχώρησή τους στην Κοινότητα.

    (222) Ωστόσο, η εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ σε μια σύμπραξη δεν περιορίζεται στο μέρος των πωλήσεων των μελών που πράγματι συνεπάγονται μεταφορά προϊόντων από ένα κράτος σε άλλο. Για να έχουν εφαρμογή οι εν λόγω διατάξεις δεν απαιτείται ούτε να αποδειχθεί ότι η ατομική συμπεριφορά κάθε συμμετέχοντος, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά της σύμπραξης στο σύνολό της, επηρέασε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών(86).

    (223) Στην παρούσα υπόθεση, οι συμφωνίες σύμπραξης κάλυπταν περισσότερα από τα δύο τρίτα των συνολικών συναλλαγών σε ολόκληρη την ΕΚ και τον ΕΟΧ στο σημαντικό αυτό βιομηχανικό τομέα. Η ύπαρξη καθορισμού των τιμών και μηχανισμού ποσοστώσεων πρέπει να είχε ως αποτέλεσμα, ή ήταν πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα, την αυτόματη παρέκκλιση των εμπορικών ροών από την πορεία που θα είχαν ακολουθήσει διαφορετικά(87).

    6. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΙΑ, ΤΗ ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ, ΤΗ ΝΟΡΒΗΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ

    (224) Η συμφωνία για τον ΕΟΧ τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994. Για την περίοδο λειτουργίας της σύμπραξης πριν από την ημερομηνία αυτή, η μοναδική διάταξη που έχει εφαρμογή στην παρούσα διαδικασία είναι το άρθρο 81 της συνθήκης ΕΚ. Το άρθρο 81 δεν καλύπτει οποιονδήποτε περιορισμό του ανταγωνισμού από τα μέλη της σύμπραξης στην Αυστρία, τη Φινλανδία, την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν, τη Νορβηγία και τη Σουηδία (τότε κράτη μέλη της ΕΖΕΣ) πριν από την 1η Ιανουαρίου 1994.

    (225) Κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994, οι διατάξεις της συμφωνίας για τον ΕΟΧ είχαν εφαρμογή στα έξι κράτη μέλη της ΕΖΕΣ. Συνεπώς, η σύμπραξη παρέβη τόσο το άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ όσο και το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, και η Επιτροπή είναι αρμόδια να εφαρμόσει και τις δύο διατάξεις. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού στα έξι αυτά κράτη της ΕΖΕΣ κατά τη διάρκεια αυτής της μονοετούς περιόδου εμπίπτει στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (226) Μετά την προσχώρηση της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας στην Κοινότητα την 1η Ιανουαρίου 1995, το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ κατέστη εφαρμοστέο στη σύμπραξη, κατά το μέτρο που επηρέαζε τον ανταγωνισμό στις αγορές αυτές. Η λειτουργία της σύμπραξης στη Νορβηγία εξακολουθεί να αποτελεί παράβαση του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (227) Στην πράξη το αποτέλεσμα είναι ότι η λειτουργία της σύμπραξης στην Αυστρία, στη Φινλανδία, στη Νορβηγία και στη Σουηδία εμπίπτει στους κανόνες ανταγωνισμού του ΕΟΧ ή/και της Κοινότητας από την 1η Ιανουαρίου 1994.

    Γ. ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ

    1. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΕΣ ΑΡΧΕΣ

    (228) Για να προσδιοριστούν οι αποδέκτες της παρούσας απόφασης, πρέπει να καθοριστούν τα νομικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παράβαση.

    (229) Αντικείμενο των κανόνων ανταγωνισμού της Κοινότητας και του ΕΟΧ είναι η "επιχείρηση", έννοια που δεν ταυτίζεται με την εταιρική νομική προσωπικότητα βάσει του εθνικού εταιρικού ή φορολογικού δικαίου. Η έννοια της "επιχείρησης" δεν ορίζεται στη συνθήκη. Ωστόσο, μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε οντότητα που ασκεί εμπορική δραστηριότητα.

    (230) Ανάλογα με τις περιστάσεις, είναι δυνατό να θεωρηθεί ως σχετική "επιχείρηση" κατά την έννοια του άρθρου 81 της συνθήκης και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ ολόκληρος ο όμιλος ή μεμονωμένοι υποόμιλοι ή θυγατρικές εταιρείες. Από την άποψη αυτή, για να καθοριστεί εάν μια μητρική εταιρεία πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράνομη συμπεριφορά μιας θυγατρικής της πρέπει να αποδειχθεί ότι η θυγατρική "δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρείας"(88). Στις υποθέσεις ΑΕG-Telefunken(89) και BPB Industries(90), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι όταν μια θυγατρική είναι πλήρως ελεγχόμενη, κατ' ανάγκη ακολουθεί κατ' αρχήν την πολιτική που καθορίζει η μητρική της εταιρεία.

    (231) Στην υπόθεση Stora Kopparbergs Bergslags AB(91), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την κρίση του Πρωτοδικείου ότι μια μητρική εταιρεία ήταν υπεύθυνη για τη συμπεριφορά μιας θυγατρικής της, αναφέροντας ότι "εφόσον η μητρική εταιρία κατείχε όλο το κεφάλαιό της [θυγατρικής], το Πρωτοδικείο μπορούσε ευλόγως να υποθέσει (...) ότι επηρέαζε όντως αποφασιστικά τη συμπεριφορά της θυγατρικής της, εφόσον μάλιστα είχε διαπιστώσει (...) ότι [η μητρική εταιρεία] είχε εμφανιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία ως η μοναδική συνομιλήτρια της Επιτροπής (...) όσον αφορά την επίδικη παράβαση". Έτσι επιβεβαιώνεται το τεκμήριο ότι η μητρική εταιρεία μιας πλήρως ελεγχόμενης θυγατρικής ασκεί αποφασιστική επίδραση στη συμπεριφορά της θυγατρικής της. Στην ανωτέρω υπόθεση, η ισχύς του τεκμηρίου επιβεβαιώθηκε από μια πρόσθετη ένδειξη, δηλαδή τη συμπεριφορά της μητρικής εταιρείας.

    (232) Όταν διαπιστώνεται ότι μια παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ή/και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ έχει διαπραχθεί επί ορισμένο διάστημα, είναι απαραίτητο να οριστεί το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για τη λειτουργία της επιχείρησης την περίοδο κατά την οποία διεπράχθη η παράβαση.

    (233) Όταν μια επιχείρηση διαπράττει παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ή/και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ και στη συνέχεια πωλεί τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση της παράβασης και κατ' αυτόν τον τρόπο αποχωρεί από την οικεία αγορά, η εν λόγω επιχείρηση εξακολουθεί να θεωρείται υπεύθυνη για την παράβαση κατά την οικεία περίοδο, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται(92).

    2. ΑΠΟΔΕΚΤΕΣ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

    (234) Στην παρούσα υπόθεση, η Rhône-Poulenc άλλαξε νομική μορφή μετά το πέρας ή το τεκμαιρόμενο πέρας της συμμετοχής της στην παράβαση.

    (235) Ωστόσο, η αλλαγή της νομικής μορφής ή της εταιρικής ταυτότητας δεν απαλλάσσει μια επιχείρηση από την ευθύνη της για την καταβολή προστίμου λόγω συμπεριφοράς επιζήμιας για τον ανταγωνισμό. Έτσι, η ευθύνη καταβολής προστίμου μπορεί να μετακυλιστεί στο διάδοχο, όταν η εταιρική ταυτότητα που διέπραξε την παράβαση παύει να υφίσταται κατά νόμο.

    (236) Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι αντικείμενο των κανόνων ανταγωνισμού της συνθήκης ΕΚ (και της συμφωνίας για τον ΕΟΧ) είναι η επιχείρηση, έννοια που δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκη με την εταιρική νομική προσωπικότητα βάσει του εθνικού εταιρικού ή φορολογικού δικαίου.

    (237) Η "επιχείρηση" δεν ορίζεται στη συνθήκη ΕΚ. Μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε οντότητα που ασκεί εμπορική δραστηριότητα. Στην περίπτωση μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας, οι μυριάδες θυγατρικές, το περίπλοκο δίκτυο κυριότητας και συμμετοχών στο κεφάλαιο, και η οργάνωση των δραστηριοτήτων του ομίλου για διοικητικούς λόγους σε χωριστά επιχειρησιακά ή λειτουργικά τμήματα ή/και σε γεωγραφικές περιοχές που δεν αντιστοιχούν απαραίτητα στην εταιρική της δομή, όλα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα. Το Πρωτοδικείο έχει αποφανθεί ότι "το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης απευθύνεται σε οικονομικές μονάδες, εκάστη των οποίων περικλείει ενιαία οργάνωση προσωπικών, υλικών και άυλων στοιχείων, τα οποία έχουν ταχθεί στη διαρκή επιδίωξη ορισμένου οικονομικού σκοπού, η οποία οργάνωση δύναται να συντελέσει στη διάπραξη παραβάσεως προβλεπομένης από τη διάταξη αυτήν"(93).

    (238) Επιπλέον, ενώ αντικείμενο των κανόνων ανταγωνισμού είναι οι επιχειρήσεις, για την εφαρμογή των κανόνων και την επιβολή και είσπραξη προστίμων απαιτείται να οριστεί το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο που ευθύνεται για τη συμπεριφορά της επιχείρησης, προς το οποίο μπορεί να απευθυνθεί η διαδικασία.

    (239) Όπως παρατήρησε το Πρωτοδικείο στην υπόθεση T-6/89 Enichem Anic κατά Επιτροπής(94), όταν μεταξύ του χρόνου διαπράξεως της παραβάσεως και του χρόνου κατά τον οποίο η εταιρεία που τη διέπραξε καλείται να υποστεί τις συνέπειες αυτής της διαπράξεως, το πρόσωπο που ευθυνόταν για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως έχει παύσει να υφίσταται νομικά, πρέπει, πρώτα απ' όλα, να εντοπιστεί το σύνολο των υλικών και των ανθρώπινων στοιχείων που συνέτρεξαν στη διάπραξη της παραβάσεως, για να εντοπιστεί, στη συνέχεια, το πρόσωπο που είναι τώρα υπεύθυνο της εκμεταλλεύσεως αυτού του συνόλου.

    (240) Συνεπώς, το νομικό ή εταιρικό πρόσωπο στο οποίο επιβάλλεται το πρόστιμο μπορεί να είναι άλλο από αυτό που υπήρχε κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης.

    (241) Στην περίπτωση της Rhône-Poulenc, όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 10-17, η πλήρης συγχώνευσή της με τη Ηοechst από την οποία προέκυψε η Ανentis σημαίνει ότι η ευθύνη μεταβιβάζεται στη νέα οντότητα. Υπάρχει φανερή συνέχεια μεταξύ της Rhône-Poulenc και της νέας οντότητας στην οποία υπήχθη. Η Rhône-Poulenc έπαυσε να υφίσταται κατά νόμο και η φυσική της προσωπικότητα, καθώς και όλα τα υλικά και ανθρώπινα στοιχεία μεταβιβάστηκαν στην Ανentis SA.

    (242) Εκτός από τη μεταβίβαση της ευθύνης από τη Rhône-Poulenc στην Ανentis (που συζητείται ανωτέρω), πρέπει επίσης να διερευνηθεί το θέμα του καταλογισμού ευθύνης στη θυγατρική ή στη μητρική της εταιρεία. Η Επιτροπή απηύθυνε την κοινοποίηση αιτιάσεων τόσο στην Ανentis SA όσο και στην ΑΑΝ.

    (243) Σχετικά με το εν λόγω θέμα η Ανentis SA εκτιμά ότι η οριστική απόφαση πρέπει να απευθύνεται αποκλειστικά στη θυγατρική της ΑΑΝ, πρώην RPAN. Προς επίρρωση του ισχυρισμού της η Ανentis υποστηρίζει(95) ότι η ΑΑΝ και οι θυγατρικές της συναπαρτίζουν αυτοτελή υποόμιλο του ομίλου Rhône-Poulenc (νυν Ανentis), στον οποία η συμμετοχή της τελικής μητρικής εταιρείας Ανentis SA περιορίζεται στην άσκηση των εποπτικών λειτουργιών που κατέχουν συνήθως οι πλειοψηφικοί μέτοχοι· προσθέτει ότι με το να απευθυνθεί η απόφαση στην ΑΑΝ θα αποφευχθεί ένα άσκοπο πλήγμα στη φήμη της Ηοechst AG (με την οποία συγχωνεύθηκε η Rhône-Poulenc το Δεκέμβριο του 1999) και της Ανentis SA (τελική μητρική εταιρεία της επιχείρησης που προέκυψε από τη συγκέντρωση)· υποστηρίζει ότι, όταν στο πλαίσιο ενός ομίλου εταιρειών η επιχειρηματική ευθύνη για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ανατίθεται σαφέστατα σε συγκεκριμένο υποόμιλο, ο οποίος και μεριμνά γι' αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει δυνατότητα επιλογής μεταξύ της μητρικής εταιρείας και των υπεύθυνων συνδεδεμένων εταιρειών του ομίλου για να αποφασιστεί ποια θα είναι η αποδέκτρια της απόφασης της Επιτροπής· τέλος, υποστηρίζει ότι η Ανentis SA γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι αποδέκτρια θα έπρεπε να είναι η ΑΑΝ λίγο μετά τη λήψη της κοινοποίησης αιτιάσεων, και έτσι η Ανentis SA ισχυρίζεται ότι δεν παρουσιάστηκε ως η ορθή αποδέκτρια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

    (244) Η RPAN (νυν ΑΑΝ) ήταν η οντότητα εντός της Rhône-Poulenc που ήταν υπεύθυνη για τις δραστηριότητες στον τομέα της μεθειονίνης καθ' όλη τη διάρκεια της παράβασης. Η άμεση συμμετοχή της στη σύμπραξη αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά και δεν αμφισβητείται. Ωστόσο, η Επιτροπή θεωρεί ότι τόσο η RPAN (νυν ΑΑΝ) όσο και η Rhône-Poulenc (νυν Ανentis) μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για τη συμπεριφορά καθ' όλη τη διάρκεια της παράβασης. Εκτός του ότι ήταν ο μοναδικός μέτοχος της RPAN καθ' όλη τη διάρκεια της παράβασης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 230 και 231), η Rhône-Poulenc SA (και αργότερα η Ανentis SA) ήταν ο μοναδικός συνομιλητής της Επιτροπής κατά τη διοικητική διαδικασία (υποβάλλοντας δύο δηλώσεις!), αφού προσέγγισε αυθόρμητα την Επιτροπή σε οικειοθελή βάση προτού λάβει την κοινοποίηση αιτιάσεων. Η επιχείρηση ουδέποτε αρνήθηκε ότι γνώριζε τις συμπράξεις στις οποίες ήταν άμεσα αναμεμειγμένη η RPAN, και ουδέποτε πριν από τη λήψη της κοινοποίησης αιτιάσεων αμφισβήτησε τον καταλογισμό της παράβασης.

    (245) Επιπλέον, οι νομικοί εκπρόσωποι της Ανentis εκπροσωπούσαν τόσο την Ανentis SA όσο και την ΑΑΝ καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Ειδικότερα, την 21η Δεκεμβρίου 2001 ο νομικός σύμβουλος της Ανentis SA και της Ανentis Animal Nutrition SA γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι θα υπέβαλλε ενιαία απάντηση στην κοινοποίηση αιτιάσεων εκ μέρους και των δύο εταιρειών.

    (246) Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η RPAN υπαγόταν άμεσα στο τμήμα φυτοπροστασίας και κτηνιατρικής της Rhône-Poulenc (νυν Ανentis Agriculture), πλήρως ελεγχόμενη θυγατρική, στο οποίο και υπέβαλλε αναφορές. Το ίδιο το τμήμα φυτοπροστασίας και κτηνιατρικής της Rhône-Poulenc ακολουθούσε τις οδηγίες της Rhône-Poulenc, τελικής μητρικής εταιρείας υπεύθυνης για τη διοίκηση του ομίλου: ο [ ]*, [ ]* της (που αργότερα μετακινήθηκε στην Ανentis Agriculture) είναι επίσης μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της Rhône-Poulenc (νυν Ανentis).

    (247) Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Ανentis SA (πρώην Rhône-Poulenc) μπορεί επίσης να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της καθ' όλη τη διάρκεια της παράβασης. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, κρίνεται σκόπιμο να απευθυνθεί η απόφαση τόσο στην ΑΑΝ όσο και στην Ανentis SA. Πρέπει να θεωρηθούν αλληλεγγύως υπεύθυνες για το τυχόν πρόστιμο.

    (248) Στην περίπτωση της Degussa, το μόνο θέμα που τίθεται είναι ο καταλογισμός της ευθύνης. Έως τη συγχώνευσή της με τη Ηüls AG το 1998 για τη σύσταση της Degussa-Hüls AG, η εταιρεία που συμμετείχε άμεσα στις συμφωνίες της σύμπραξης ήταν η Degussa AG (Frankfurt am Main). Κατόπιν της πλήρους συγχώνευσής της με τη Ηüls, η Degussa AG (Frankfurt am Main) έπαυσε να υφίσταται κατά νόμο και οι ευθύνες και δραστηριότητές της μεταβιβάστηκαν στη νέα οντότητα Degussa-Hüls AG. Η ακόλουθη συγκέντρωση μεταξύ της Degussa-Hüls και SKW Trostberg AG από την οποία προήλθε η Degussa AG (Düsseldorf) το 2001 είχε ως αποτέλεσμα τη μετακύλιση της ευθύνης στη νέα οντότητα στην οποία υπήχθη. Ως εκ τούτου, η απόφαση θα απευθυνθεί στην Degussa AG.

    (249) Στο πλαίσιο αυτό η Degussa υποστηρίζει ότι κατά τον υπολογισμό του προστίμου η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη μόνο το οικονομικό μέγεθος της "παλαιάς" Degussa AG (Frankfurt am Main), δεδομένου ότι οι συγχωνεύσεις που ακολούθησαν δεν άλλαξαν τη θέση της στην αγορά μεθειονίνης. Ο πραγματικός αντίκτυπος των οικείων επιχειρήσεων στη σχετική αγορά λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό τους μέγεθος εξετάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 297 και επόμενες.

    (250) Έχει αποδειχθεί ότι η Νippon Soda συμμετείχε άμεσα και αυτόνομα στη σύμπραξη. Συνεπώς, ο όμιλος στο σύνολό του φέρει ευθύνη για την παράβαση και, ως εκ τούτου, είναι αποδέκτης της παρούσας απόφασης.

    Δ. ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ

    (251) Μολονότι διμερείς επαφές μεταξύ παραγωγών μεθειονίνης πραγματοποιήθηκαν και πριν από την αρχική πολυμερή σύσκεψη, στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή θα περιορίσει την εκτίμησή της βάσει του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, καθώς και την επιβολή τυχόν προστίμων στην περίοδο από το Φεβρουάριο του 1986 και εξής, όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη γνωστή πολυμερής σύσκεψη της σύμπραξης. (Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 82-85.)

    (252) Όπως δείχνουν τα έγγραφα και οι πληροφορίες που παρέσχε η Νippon Soda, σε αυτή την πρώτη πολυμερή σύσκεψη της σύμπραξης οι συμμετέχοντες αποφάσισαν σε επίπεδο τμημάτων να καθορίσουν ποσοστώσεις και τιμές και να πραγματοποιούν τακτικές συσκέψεις σε επίπεδο "κορυφής" και σε "επιτελικό" επίπεδο.

    (253) Η Rhône-Poulenc, η Degussa και η Νippon Soda συμμετείχαν στην ανωτέρω συμφωνία. Η Rhône-Poulenc επιβεβαιώνει, με μικρότερη όμως ακρίβεια από τη Νippon Soda, ότι η σύμπραξη πρέπει να δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '80 (η Rhône-Poulenc αναφέρεται στο 1985). Με βάση τη λεπτομερή δήλωση και τα έγγραφα που τήρησε κατά τη διάρκεια των συσκέψεων και υπέβαλε η Νippon Soda σχετικά με τη λειτουργία της σύμπραξης κατά τη δεκαετία του 1980, η Επιτροπή μπορεί να τοποθετήσει τη δημιουργία της σύμπραξης στο Φεβρουάριο του 1986 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 82-85). Η Degussa ισχυρίζεται ότι δεν συμμετείχε στην παράβαση έως τα μέσα του 1992. Παραδέχεται ότι έγιναν δύο συσκέψεις πριν από την ημερομηνία αυτή και ισχυρίζεται ότι δεν είχαν σχέση με τις συσκέψεις "κορυφής" (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 124-125). Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί αυτή την εκδοχή των γεγονότων. Στο μέρος της παρούσας απόφασης όπου εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά έχει αποδειχθεί σαφώς ότι η Degussa συμμετείχε ενεργά στην παράβαση από τις αρχές του 1986 (βλέπε μεταξύ άλλων αιτιολογικές σκέψεις 82-89, 96-121).

    (254) Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά το μέτρο που επηρέασε την Αυστρία, τη Φινλανδία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία, η σύμπραξη δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας για τον ΕΟΧ την 1η Ιανουαρίου 1994.

    (255) Μολονότι οι αρχικές συσκέψεις της σύμπραξης (συσκέψεις "κορυφής" που πραγματοποιούνταν μία ή δύο φορές το χρόνο) είχαν παύσει να υφίστανται με την αρχική μορφή τους από το τέλος του 1988 (μετά την ανακοίνωση ενός μέλους ότι αποχωρεί από τις διευθετήσεις), τα στοιχεία του φακέλου της Επιτροπής αποδεικνύουν ότι όχι μόνο τα υπόλοιπα μέρη ποτέ δεν εκδήλωσαν οποιαδήποτε πρόθεση περάτωσης των διευθετήσεων, αλλά η λειτουργία της σύμπραξης συνεχίστηκε αμείωτη έως το Φεβρουάριο του 1999, σε αντίθεση με όσα δήλωσαν η Degussa και η Ανentis.

    (256) Όπως αποδεικνύεται στο μέρος της παρούσας απόφασης που πραγματεύεται τα πραγματικά περιστατικά, η μεταβολή συνθηκών που προκλήθηκε από την αποχώρηση ενός μέλους από τις διευθετήσεις και από την έλευση της Monsanto στην αγορά με το ανάλογο μεθειονίνης σε υγρή μορφή, μπορεί να ανάγκασαν τα υπόλοιπα μέρη να προσαρμόσουν την αθέμιτη σύμπραξή τους, αλλά η βασική δομή του συστήματος συνεχίστηκε και μάλιστα μετεξελίχθηκε για να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Τούτο δεν αποτελεί δημιουργία νέας σύμπραξης, αλλά απλώς αντικατοπτρίζει την οργανική εξέλιξη μιας περίπλοκης σύμπραξης.

    (257) Η σύμπραξη συνεχίστηκε έως το Φεβρουάριο του 1999. Μολονότι οι τριμερείς συσκέψεις μεταξύ της Degussa, της Rhône-Poulenc και της Νippon Soda μπορεί να έληξαν στα μέσα του 1998, οι επαφές σταμάτησαν (αν υποτεθεί ότι σταμάτησαν) μόλις το Φεβρουάριο του 1999 (σύσκεψη της 4ης Φεβρουαρίου 1999 στο Νancy).

    (258) Η Degussa υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πρέπει να θεωρήσει τη σύσκεψη της Κοπεγχάγης το 1997 ως ημερομηνία λήξης της παράβασης σε ό,τι αφορά την Degussa. Επιπλέον, στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Degussa ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε το χρονικό διάστημα κατά το οποίο συμμετείχε η Degussa στη σύμπραξη. Η ίδια συμπεραίνει ότι η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Degussa συμμετείχε έως τα μέσα του 1998.

    (259) Η Επιτροπή πρέπει να απορρίψει τα ανωτέρω επιχειρήματα. Πρώτον, η Επιτροπή ανέφερε σαφώς στα σημεία 61 και 99 της κοινοποίησης αιτιάσεων (κείμενο στη γερμανική) ότι θεωρεί πως η Degussa συμμετείχε στη σύμπραξη έως το Φεβρουάριο του 1999. Συνεπώς, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι θα θίγονταν τα δικαιώματα αμύνης της εάν η Επιτροπή θεωρούσε ότι η Degussa συμμετείχε στη σύμπραξη και μετά τα μέσα του 1998. Δεύτερον, η Επιτροπή έχει αποδείξει επαρκώς ότι η Degussa συνέχισε πράγματι να συμμετέχει έως το τεκμαιρόμενο τέλος της σύμπραξης το Φεβρουάριο του 1999 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 182-185).

    Ε. ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

    1. ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ αριθ. 17

    (260) Αν η Επιτροπή διαπιστώσει παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ή του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, δύναται να υποχρεώσει τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να παύσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 17(96).

    (261) Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Επιτροπή ανέφερε στην κοινοποίηση αιτιάσεων ότι δεν μπορούσε να αποφανθεί με απόλυτη βεβαιότητα για τον τερματισμό της παράβασης.

    (262) Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Ανentis υπογραμμίζει ότι είναι πεπεισμένη για την περάτωση κάθε ανάμειξης της ΑΑΝ σε παράνομες συμφωνίες στον τομέα της μεθειονίνης από την αρχή του Φεβρουαρίου του 1999, λίγους μήνες προτού προσεγγίσει την Επιτροπή για να της αποκαλύψει τη σύμπραξη στον τομέα της μεθειονίνης. Η Νippon Soda επεσήμανε ότι περάτωσε τη συμμετοχή της το Φεβρουάριο του 1999. Η Degussa ισχυρίζεται ότι περάτωσε τη συμμετοχή της το 1997.

    (263) Ανεξαρτήτως των ανωτέρω ισχυρισμών και προς αποφυγή κάθε αμφιβολίας, η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από τις επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στην αγορά μεθειονίνης και στις οποίες απευθύνεται η παρούσα απόφαση να παύσουν την παράβαση, εάν δεν το έχουν ήδη πράξει, και στο εξής να απέχουν από κάθε συμφωνία, εναρμονισμένη πρακτική ή απόφαση ένωσης που μπορεί να έχει το ίδιο η παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

    2. ΑΡΘΡΟ 15 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ αριθ. 17

    ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    (264) Βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις πρόστιμο ύψους χιλίων έως ενός εκατομμυρίου ευρώ, ή και μεγαλύτερο ποσό έως ποσοστού 10 % του κύκλου εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από καθεμία εκ των επιχειρήσεων οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση, όταν εκ προθέσεως ή εξ αμελείας διαπράττουν παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ ή/και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (265) Κατά τον καθορισμό του ύψους κάθε προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις και ιδίως τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, δηλαδή τα δύο κριτήρια που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17.

    (266) Ο ρόλος που διαδραμάτισε κάθε επιχείρηση η οποία συμμετείχε στην παράβαση θα εκτιμηθεί σε ατομική βάση. Ειδικότερα, η Επιτροπή θα καθορίσει το πρόστιμο που θα επιβληθεί ανάλογα με τις τυχόν επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις και θα εφαρμόσει ανάλογα την ανακοίνωση σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων(97).

    (267) Η Επιτροπή θα εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παράβασης λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της, τον πραγματικό της αντίκτυπο στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, και το μέγεθος της σχετικής αγοράς. Ο ρόλος που διαδραμάτισε κάθε επιχείρηση η οποία συμμετείχε στην παράβαση θα εκτιμηθεί σε ατομική βάση.

    ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΟΥ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ

    (268) Η σύμπραξη αποτέλεσε σκόπιμη παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ: τελώντας πλήρως εν γνώσει ότι οι πράξεις τους περιορίζουν τον ανταγωνισμό, και επιπλέον ότι είναι παράνομες, οι κορυφαίοι παραγωγοί μεθειονίνης συνενώθηκαν για να συστήσουν μυστική σύμπραξη και ένα οργανωμένο σύστημα αποσκοπώντας στον περιορισμό του ανταγωνισμού σε ένα σημαντικό βιομηχανικό τομέα.

    1. Βασικό ποσό του προστίμου

    (269) Το βασικό ποσό καθορίζεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.

    Σοβαρότητα

    (270) Η Επιτροπή εκτιμά τη σοβαρότητα της παράβασης λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της, τον πραγματικό της αντίκτυπο στην αγορά, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, και το μέγεθος της σχετικής γεωγραφικής αγοράς.

    Φύση της παράβασης

    (271) Από τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι η παρούσα παράβαση συνίστατο σε πρακτικές κατανομής των αγορών και καθορισμού των τιμών, στοιχεία που εκ φύσεως αποτελούν τις σοβαρότερες παραβάσεις του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (272) Οι διευθετήσεις της σύμπραξης έγιναν από σημαντικές επιχειρήσεις του ΕΟΧ και σχεδιάστηκαν, κατευθύνονταν και ενθαρρύνονταν από υψηλά ιστάμενα στελέχη κάθε συμμετέχουσας επιχείρησης(98). Λόγω της φύσης της, η εφαρμογή μιας συμφωνίας σύμπραξης όπως αυτή που περιγράφεται ανωτέρω προκαλεί αναπόφευκτα σημαντική στρέβλωση του ανταγωνισμού, η οποία ωφελεί αποκλειστικά τους παραγωγούς που συμμετέχουν στη σύμπραξη και είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για τους πελάτες και, εν τέλει, για το ευρύ κοινό.

    (273) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι η παρούσα παράβαση αποτέλεσε λόγω της φύσης της πολύ σοβαρή παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    (274) Η Νippon Soda υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς την πραγματική σοβαρότητα της παράβασης κατά την εκτίμηση της φύσης της παράβασης (και στο πλαίσιο του υπολογισμού του τυχόν προστίμου), μολονότι δεν αμφισβητεί ότι αποδείχθηκε η παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Στο πλαίσιο αυτό, η Νippon Soda αναφέρει ότι όχι μόνο η σύμπραξη δεν είχε την ικανότητα (και ειδικότερα την αποδεδειγμένη ικανότητα) να ασκήσει οποιαδήποτε σημαντική επίδραση στην ευρωπαϊκή αγορά, αλλά ήταν εξόχως αναποτελεσματική. Κατά την άποψη της Νippon Soda, τα έγγραφα της Επιτροπής δείχνουν ότι οι συμμετέχοντες στις συσκέψεις είχαν σε περιορισμένο ή σε μηδενικό βαθμό την ικανότητα να ελέγχουν την αγορά έτσι όπως θα ήταν αναμενόμενο από μια αποτελεσματική σύμπραξη.

    (275) Η Επιτροπή απορρίπτει την ανωτέρω άποψη. Πρώτον, αποδείχθηκε (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 276-291) ότι η παράβαση είχε αντίκτυπο στην αγορά μεθειονίνης του ΕΟΧ. Δεύτερον, το γεγονός ότι η σύμπραξη δεν επέτυχε όλα τα επιθυμητά για τα μέλη της αποτελέσματα ουδόλως αποδεικνύει ότι η σύμπραξη δεν είχε επίδραση στην αγορά. Είναι σαφές ότι οι συμπράξεις καθορισμού των τιμών και κατανομής των αγορών εκ φύσεως θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς. Εκείνο που προέχει είναι ότι η κανονική δομή του ανταγωνισμού που θα επικρατούσε στην ενιαία αγορά μεθειονίνης αντικαταστάθηκε από σύστημα αθέμιτης σύμπραξης που αφορούσε την τιμή του προϊόντος, δηλαδή τη βασική συνιστώσα του ανταγωνισμού. Συνεπώς, η παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ θεωρείται πολύ σοβαρή.

    Ο πραγματικός αντίκτυπος της παράβασης στην αγορά μεθειονίνης του ΕΟΧ

    (276) Η παράβαση διεπράχθη από επιχειρήσεις οι οποίες κατά τη σχετική περίοδο κατείχαν τη μερίδα του λέοντος(99) στην παγκόσμια και στην ευρωπαϊκή αγορά μεθειονίνης. Επιπλέον, οι διευθετήσεις αποσκοπούσαν ειδικά στην αύξηση των τιμών σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά που θα επιτυγχάνονταν διαφορετικά και στον περιορισμό των πωλούμενων ποσοτήτων. Δεδομένου ότι οι εν λόγω διευθετήσεις εφαρμόστηκαν, είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην αγορά.

    (277) Δεν απαιτείται να προσδιοριστεί λεπτομερώς η διαφορά με τις τιμές που θα διαμορφώνονταν απουσία των διευθετήσεων. Ειδικότερα, η διαφορά αυτή δεν μπορεί πάντα να εκτιμηθεί κατά τρόπο αξιόπιστο, καθότι ορισμένοι εξωτερικοί παράγοντες μπορεί να έχουν επηρεάσει ταυτόχρονα την εξέλιξη της τιμής τους προϊόντος, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξαγωγή συμπερασμάτων όσον αφορά τη σχετική σημασία όλων των πιθανών αιτιακών παραγόντων.

    (278) Ωστόσο, οι συμφωνίες σύμπραξης εφαρμόστηκαν. Σύμφωνα με τα στοιχεία, καθ' όλη τη διάρκεια της σύμπραξης τα μέρη αντάλλασσαν πληροφορίες για τις πωλήσεις τους και, βάσει των πληροφοριών αυτών, όπως επιβεβαιώνει η Degussa στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής, τα μέρη συμφωνούσαν νέες τιμές στόχους (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 88, 128, 130, 139, 150 και 154). Η ανταλλαγή αυτών των στοιχείων σχετικά με τις πωλήσεις και τα μερίδια αγοράς συνετέλεσε στη συντηρούμενη πίεση επί των τιμών και έτσι αποτέλεσε καίριο στοιχείο της σύμπραξης. Στην πράξη, οι νέες τιμές στόχοι ανακοινώνονταν ουσιαστικά στους πελάτες, συνήθως μέσω των εξειδικευμένων εντύπων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 88, 136, 157 και 167). Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα μέρη παρακολουθούσαν στενά την εφαρμογή των συμφωνιών τους, οργανώνοντας τακτικές διμερείς συσκέψεις μεταξύ τους. Στις συσκέψεις αυτές τα μέρη αντάλλασσαν στοιχεία για τις πωλήσεις τους, συζητούσαν τις τιμές αγοράς (ελέγχοντας έτσι εάν είχαν επιτευχθεί οι συμφωνηθείσες τιμές στόχοι) και, εν ανάγκη, συμφωνούσαν να προσαρμόσουν τις τιμές στόχους (βλέπε για παράδειγμα αιτιολογικές σκέψεις 88, 128, 130, 139, 150 και 154).

    (279) Ενώ κατά τα πρώιμα χρόνια της σύμπραξης τα μέρη (που ήλεγχαν όλη σχεδόν την παραγωγή μεθειονίνης) ήταν σε θέση να εστιάζουν τις προσπάθειές τους στην αύξηση των τιμών μεθειονίνης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 98, 103, 106, 112, 128, 136 και 137), τούτο άρχισε να γίνεται ολοένα και δυσκολότερο όταν εισήλθε στην αγορά η Monsanto (Novus). Όταν οι τιμές άρχισαν να μειώνονται σημαντικά υπό τη συνδυαστική επίδραση της εισόδου της Monsanto στην αγορά μεθειονίνης και της γενικής πτώσης της ζήτησης (η Rhône-Poulenc αναφέρεται σε μείωση 30 % έως το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1989), τα μέρη της σύμπραξης κατόρθωσαν να αντιστρέψουν την καθοδική τάση μέσω των συνδυασμένων προσπαθειών τους: οι τιμές αυξήθηκαν επιτυχώς μεταξύ Ιουλίου 1990 και 1992-93. Στη συνέχεια, οι προσπάθειές τους επικεντρώθηκαν στη διατήρηση των υφιστάμενων τιμών (βλέπε για παράδειγμα αιτιολογικές σκέψεις 137, 152-153 και 160).

    (280) Τούτο επιβεβαιώνεται από σημείωμα που υπέβαλε η Νippon Soda σχετικά με σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 17 Μαΐου 1993(100), στο οποίο φαίνεται ότι οι τιμές στην αγορά μεθειονίνης παρουσίαζαν άνοδο. Η Degussa κατόρθωσε να πωλήσει μεθειονίνη στην τιμή των 6,80 DEM/kg σε έναν από τους μεγαλύτερους πελάτες της, τη Cebeco. Πριν από τη σύσκεψη της 7ης Νοεμβρίου 1990, παρέμεναν στο επίπεδο των 2,50 USD/kg [4,03 DEM/kg(101)]. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 112, τα μέλη της σύμπραξης συμφώνησαν κατά τη σύσκεψή τους το Νοέμβριο του 1990 να αυξήσουν τις τιμές από 2,50 USD/kg σε 2,80 USD/kg [4,51 DEM/kg(102)]. Η Νippon Soda αναφέρει υψηλότερες τιμές σε δολάρια: με την πρώτη αύξηση τον Ιανουάριο (1991) η τιμή σε δολάρια θα έφθανε τα 3,30-3,50 USD/kg [ίση με 5,10 DEM/kg, σύμφωνα με τα στοιχεία της Νippon Soda· 5,31-5,64 DEM/kg βάσει των στοιχείων της Εurostat(103)], ενώ με τη δεύτερη αύξηση θα έφθανε τα 3,60/3,70 USD/kg [5,80-5,92 DEM/kg(104)].

    (281) Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και τις προσπάθειες που κατέβαλαν όλοι οι συμμετέχοντες στην περίπλοκη οργάνωση της σύμπραξης, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιζήμια για τον ανταγωνισμό συμφωνία εφαρμόστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της συναφούς για την παράβαση περιόδου. Η διαρκής εφαρμογή της συμφωνίας για περίοδο μεγαλύτερη των δέκα ετών πρέπει να είχε αντίκτυπο στην αγορά. Στις αιτιολογικές σκέψεις 279 και 280 αποδεικνύεται ότι τούτο πράγματι συνέβη.

    (282) Η Νippon Soda υποστηρίζει ότι η ικανότητά της να προκαλέσει σημαντική βλάβη σε άλλες επιχειρήσεις ή στους καταναλωτές σε οποιαδήποτε αγορά που υπάγεται στην αρμοδιότητα της Επιτροπής είναι μηδενική, διότι δεν πραγματοποιεί πωλήσεις στον ΕΟΧ και διαδραμάτισε μόνο παθητικό ρόλο στη σύμπραξη. Η Νippon Soda πωλεί τη μεθειονίνη της στη Mitsui στην Ιαπωνία, η οποία πωλεί στη συνέχεια το προϊόν στον ΕΟΧ, όπου το μερίδιό αγοράς της εκτιμάται μόλις σε [ ]*. Επιπλέον, η Νippon Soda υποστηρίζει ότι η ίδια η σύμπραξη ήταν εξόχως αναποτελεσματική (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 274-275). Σύμφωνα με τη Νippon Soda, τα στοιχεία του φακέλου της Επιτροπής αποδεικνύουν ότι οι συμμετέχοντες μπορούσαν σε περιορισμένο βαθμό να επηρεάσουν την αγορά. Ειδικότερα, η Νippon Soda υποστηρίζει ότι στην πράξη οι παραγωγοί δεν είχαν ούτε την ικανότητα ούτε τη βούληση να καθορίσουν πράγματι τις τιμές αγοράς, ανεξάρτητα από τις συζητήσεις κατά τις συσκέψεις τους. Προς επίρρωση των επιχειρημάτων της, η Νippon Soda επικαλείται τα στοιχεία της ίδιας της Επιτροπής για την περίοδο 1992-93, τα οποία δείχνουν ότι οι τιμές ήταν σταθερά χαμηλότερες από την τιμή στόχο των 6,20 DEM/kg.

    (283) Επιπλέον, τα μέλη της προβαλλόμενης σύμπραξης φαίνεται ότι "εξαπατούσαν" αλλήλους σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι συσκέψεις σταδιακά έχασαν το λόγο ύπαρξής τους, εκφυλιζόμενες σε κοινωνικές συναθροίσεις έως ότου διεκόπησαν εντελώς. Μολονότι η Νippon Soda συμφωνεί ότι κανένας από τους παράγοντες αυτούς δεν θα αναιρούσε κατ' ανάγκη τη διαπίστωση ότι μια εταιρεία παρέβη το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, καθένας από αυτούς είναι πρόσφορος, και κατά την εκτίμηση της Νippon Soda, καθοριστικός όσον αφορά τις όποιες αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη "σοβαρότητα" της παράβασης εκ μέρους της Νippon Soda.

    (284) Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Degussa καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η παράβαση περιορίστηκε στον καθορισμό τιμών στόχων. Σύμφωνα με την Degussa, δεν υπήρξε ποτέ συμφωνία σχετικά με μηχανισμό εφαρμογής των αυξήσεων των τιμών ή κατανομής ποσοστώσεων, όγκου πωλήσεων ή πελατών. Δεν υπήρξε επίσης μηχανισμός ελέγχου με σύστημα αντιστάθμισης για την παρακολούθηση της εφαρμογής της συμφωνίας.

    (285) Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την Degussa, τα στοιχεία δείχνουν ότι, παρά τις συσκέψεις μεταξύ της Rhône-Poulenc, της Νippon Soda και της Degussa, οι τιμές μειώνονταν συνεχώς (5 DEM/kg έως το καλοκαίρι του 1994).

    (286) Η Degussa υποστηρίζει ότι η σύμπραξη ήταν επίσης αναποτελεσματική επειδή η Νονus (με μερίδιο αγοράς στον ΕΟΧ [ ]*) δεν συμμετείχε στις συμφωνίες. Για τον ίδιο λόγο, οι συμμετέχοντες δεν θα μπορούσαν ποτέ να εφαρμόσουν τις αυξήσεις τιμών ή ένα σύστημα κατανομής του όγκου των πωλήσεων. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την Degussa, ο αντίκτυπος της παράβασης στην αγορά του ΕΟΧ ήταν "ασήμαντος".

    (287) Κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλαν τα μέρη για να υποβαθμίσουν το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η σύμπραξη είχε πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά δεν είναι πειστικό. Οι λόγοι που επικαλούνται για να εξηγήσουν την αδυναμία τους να επιτύχουν τις τιμές στόχους (ιδίως από το 1992-93), έχουν ενδεχομένως κάποια ισχύ, αλλά δεν αποδεικνύουν κατά τρόπο πειστικό ότι η εφαρμογή της συμφωνίας σύμπραξης δεν μπορεί να διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση και τη διακύμανση των τιμών στην αγορά μεθειονίνης. Ειδικότερα, δεδομένου ότι τα μέρη είχαν αντικαταστήσει την αβεβαιότητα του ελεύθερου ανταγωνισμού με τη διαρκή αθέμιτη σύμπραξη, οι τιμές κατ' ανάγκη διαμορφώνονταν σε επίπεδο διαφορετικό από αυτό που θα επικρατούσε σε μια ανταγωνιστική αγορά.

    (288) Το γεγονός που υπογραμμίζουν η Νippon Soda και η Degussa, ότι δηλαδή παρά τις προσπάθειες της σύμπραξης οι τιμές της μεθειονίνης μειώθηκαν με την πάροδο του χρόνου, είναι ενδεικτικό ασφαλώς των προβλημάτων που αντιμετώπισαν τα μέρη στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τις τιμές υπό δυσχερείς περιστάσεις στην αγορά. Ωστόσο, δεν αποδεικνύει ότι η παράνομη πρακτική δεν είχε επίδραση στην αγορά ούτε ότι οι τιμές δεν τηρούνταν σε επίπεδο υψηλότερο από αυτό που θα διαμορφωνόταν υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.

    (289) Αντίθετα, εξετάζοντας τις συνδυασμένες προσπάθειες των μελών της σύμπραξης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 278 και επόμενες), είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι καθ' όλη τη διάρκεια της σύμπραξης, ακόμη και μετά την περίοδο 1992-93, τα μέλη της σύμπραξης κατόρθωσαν να διατηρήσουν τις τιμές σε επίπεδο υψηλότερο από αυτό που θα επιτυγχανόταν χωρίς τις παράνομες διευθετήσεις.

    (290) Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 275, το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκαν πλήρως τα αποτελέσματα που επεδίωκαν οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη ουδόλως αποδεικνύει ότι η σύμπραξη δεν επηρέασε την αγορά. Επιπλέον, θα ήταν αδιανόητο να συμφωνούν τα μέρη επανειλημμένα να συναντώνται σε διάφορα μέρη του κόσμου για να καθορίσουν τιμές-στόχους κατά τη διάρκεια της σύμπραξης, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που διέτρεχαν, εάν θεωρούσαν ότι η σύμπραξη είτε δεν θα είχε κανέναν αντίκτυπο στην αγορά μεθειονίνης είτε ότι θα είχε περιορισμένο αντίκτυπο.

    (291) Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Degussa υποστηρίζει ότι τα ίδια τα στοιχεία της Επιτροπής στηρίζουν τον ισχυρισμό της ότι η Degussa και η Rhône-Poulenc ενεργούσαν εντελώς αυτόνομα στην αγορά μεταξύ 1989 και 1990 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 101 και 102). Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό είναι ακατανόητο. Όχι μόνο η Επιτροπή διαθέτει άφθονα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η Rhône-Poulenc και η Degussa εξακολούθησαν να συμμετέχουν στην παράβαση μεταξύ 1989 και 1991 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 95-125), αλλά το γεγονός ότι η Rhône-Poulenc και η Degussa είχαν "κρυφές επιδιώξεις" που τις έκαναν να αγνοούν εν μέρει τις δεσμεύσεις τους προς τους άλλους συμμετέχοντες της σύμπραξης δεν σημαίνει ότι δεν εφάρμοσαν τη συμφωνία σύμπραξης. Όπως έχει αποφανθεί το Πρωτοδικείο στην υπόθεση Cascades, "μια επιχείρηση που, παρά τη διαβούλευση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια λίγο ως πολύ ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της"(105).

    Το μέγεθος της σχετικής γεωγραφικής αγοράς

    (292) Η σύμπραξη κάλυπτε ολόκληρη την κοινή αγορά και, μετά τη δημιουργία του, ολόκληρο τον ΕΟΧ. Η κοινή αγορά και ο ΕΟΧ βρίσκονταν σε όλη τους την έκταση υπό την επίδραση της αθέμιτης σύμπραξης. Συνεπώς, όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας, η Επιτροπή θεωρεί ότι ολόκληρη η κοινή αγορά και, μετά τη δημιουργία του, ολόκληρος ο ΕΟΧ επηρεάστηκαν από τη σύμπραξη.

    Συμπέρασμα της Επιτροπής ως προς τη σοβαρότητα της παράβασης

    (293) Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της εξεταζόμενης συμπεριφοράς, τον πραγματικό της αντίκτυπο στην αγορά μεθειονίνης και το γεγονός ότι κάλυπτε το σύνολο της κοινής αγοράς και το σύνολο του ΕΟΧ, μετά την ίδρυσή του, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθύνεται η παρούσα απόφαση διέπραξαν πολύ σοβαρή παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

    Κατάταξη των συμμετεχόντων στη σύμπραξη

    (294) Στην κατηγορία των πολύ σοβαρών παραβάσεων, η κλίμακα των προβλεπόμενων ποσών των προστίμου παρέχει τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί η μεταχείριση των επιχειρήσεων, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η πραγματική οικονομική δυνατότητα των αυτουργών της παράβασης να προξενήσουν σημαντική ζημία στον ανταγωνισμό, καθώς και να οριστεί το πρόστιμο σε τέτοιο επίπεδο ώστε να έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα. Τούτο είναι απαραίτητο ιδίως σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, στις οποίες υπάρχει σημαντική διαφορά μεγέθους μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετέχουν στην παράβαση.

    (295) Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, στην οποία εμπλέκονται αρκετές επιχειρήσεις, κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού των προστίμων είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος κάθε επιχείρησης και, κατ' επέκταση, ο πραγματικός αντίκτυπος της παράνομης συμπεριφοράς της στον ανταγωνισμό.

    (296) Προς τούτο, οι επιχειρήσεις μπορούν να χωριστούν σε διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα με τη σχετική σημασία τους στην οικεία αγορά, με την επιφύλαξη προσαρμογής, όπου κρίνεται σκόπιμο, για να ληφθούν υπόψη άλλοι παράγοντες και ιδίως για να εξασφαλιστεί η ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα.

    (297) Στην παρούσα υπόθεση η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μερίδια που κατέχουν οι επιχειρήσεις στην παγκόσμια αγορά του προϊόντος αποτελούν την ενδεδειγμένη βάση σύγκρισης της σχετικής σημασίας των επιχειρήσεων στην οικεία αγορά. Λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα της αγοράς, τα στοιχεία αυτά παρέχουν την καταλληλότερη εικόνα της ικανότητας των συμμετεχουσών επιχειρήσεων να προξενήσουν σημαντική ζημία σε άλλες επιχειρήσεις στην κοινή αγορά ή/και στον ΕΟΧ. Επιπλέον, το παγκόσμιο μερίδιο αγοράς οποιουδήποτε μέλους της σύμπραξης είναι επίσης ενδεικτικό για τη συνεισφορά του στην αποτελεσματικότητα της σύμπραξης στο σύνολό της ή, αντίστροφα, για την αστάθεια που θα έπληττε τη σύμπραξη αν δεν συμμετείχε. Η σύγκριση βασίζεται στα μερίδια στην παγκόσμια αγορά του προϊόντος κατά το τελευταίο πλήρες ημερολογιακό έτος ύπαρξης της σύμπραξης (1998).

    (298) Η Rhône-Poulenc και η Degussa περιλαμβάνονταν μεταξύ των τριών μεγαλύτερων παραγωγών μεθειονίνης στη σχετική γεωγραφική αγορά. Το 1998 τα εκτιμώμενα μερίδιά τους στην παγκόσμια αγορά ήταν [ ]* και [ ]* αντίστοιχα.

    (299) Η Νippon Soda ήταν μια μικρότερη επιχείρηση στην παγκόσμια αγορά μεθειονίνης. Το 1998 το εκτιμώμενο μερίδιο αγοράς ήταν [ ]*, σχεδόν τέσσερις φορές μικρότερο από το μερίδιο αγοράς της Rhône-Poulenc, της αμέσως πλησιέστερης προς αυτήν επιχείρησης από άποψη μεγέθους.

    (300) Όσον αφορά τον ΕΟΧ, το μερίδιο αγοράς της Rhône-Poulenc το 1998 ήταν περίπου [ ]* και της Degussa περίπου [ ]*. Ωστόσο, η Νippon Soda κάλυπτε μόλις το [ ]* περίπου της αγοράς μεθειονίνης του ΕΟΧ (στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής, η Νippon Soda εκτιμά το μερίδιό της στον ΕΟΧ σε [ ]*).

    (301) Συνεπώς, η Rhône-Poulenc και η Degussa υπάγονται στην πρώτη κατηγορία. Η Νippon Soda υπάγεται στη δεύτερη κατηγορία.

    (302) Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή ορίζει τα βασικά ποσά των προστίμων με βάση τη σοβαρότητα της παράβασης ως εξής:

    - Aventis SA/AAN και Degussa: 35 εκατομμύρια ευρώ,

    - Nippon Soda: 8 εκατομμύρια ευρώ.

    Ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα

    (303) Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα του προστίμου και να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους διαθέτουν τις γνώσεις και τα νομικοοικονομικά μέσα που χρειάζονται για να μπορούν να αξιολογήσουν καλύτερα τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους και τις συνέπειές της από την άποψη της νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, η Επιτροπή θα εκτιμήσει επίσης αν χρειάζεται περαιτέρω προσαρμογή του αρχικού ποσού για κάποια επιχείρηση.

    (304) Με παγκόσμιο κύκλο εργασιών [ ]* και [ ]* το 2000 αντίστοιχα, η Ανentis και η Degussa είναι πολύ μεγαλύτερες επιχειρήσεις από τη Νippon Soda [παγκόσμιος κύκλος εργασιών [ ]* (2000)]. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να προσαρμοστεί ανοδικά το αρχικό ποσό του προστίμου που προκύπτει από το κριτήριο της σχετικής σημασίας στη σχετική αγορά, προκειμένου να ληφθούν υπόψη το μέγεθος και οι συνολικοί πόροι της Ανentis και της Degussa αντίστοιχα.

    (305) Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι για να εξασφαλιστεί η αποτρεπτική χρησιμότητα το αρχικό ποσό του προστίμου τους που ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 302) πρέπει να αυξηθεί κατά 100 % (× 2), φθάνοντας τα 70 εκατομμύρια ευρώ για την Degussa και την Ανentis SA.

    Διάρκεια της παράβασης

    (306) Η Επιτροπή θεωρεί ότι η Ανentis, η Degussa και η Νippon Soda παρέβησαν το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης από το Φεβρουάριο του 1986 έως το Φεβρουάριο του 1999 και το άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ από την 1η Ιανουαρίου 1994 έως το Φεβρουάριο του 1999.

    (307) Παρόλο που η Νippon Soda δεν αμφισβητεί την ίδια τη διάρκεια της παράβασης, διατείνεται ότι η περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να καθοριστεί το πρόστιμο δεν μπορεί να είναι δεκατρία χρόνια. Προς επίρρωση του επιχειρήματός της, υποστηρίζει ότι ο χαρακτήρας των συσκέψεων και η σύνθεση των παρισταμένων άλλαξαν με την πάροδο του χρόνο και σταδιακά οι συσκέψεις καταργήθηκαν, ότι η Επιτροπή προσκόμισε λιγοστά αποδεικτικά στοιχεία ή δεν προσκόμισε καν στοιχεία για ορισμένες χρονικές περιόδους και ότι η Επιτροπή συγκέντρωσε και αναγνώρισε στοιχεία που δείχνουν ότι ορισμένες δραστηριότητες διεκόπησαν πολύ νωρίς κατά τη διάρκεια αυτών των δεκατριών ετών.

    (308) Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Νippon Soda υποστηρίζει ότι, παρόλο που η ανακοίνωση σχετικά με τα πρόστιμα αναφέρει ότι στην περίπτωση των παραβάσεων "μεγάλης διάρκειας" η προσαύξηση για κάθε χρόνο μπορεί να φθάσει το 10 %, τούτο δεν σημαίνει ότι για κάθε παράβαση πρέπει να επιβάλλεται αυτή η προσαύξηση "για κάθε χρόνο". Δεύτερον, ο λόγος για τον οποίο η διάρκεια εξετάζεται χωριστά είναι ότι πρέπει να επιβληθούν κυρώσεις σε περιορισμούς "οι οποίοι παρήγαγαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα τις επιβλαβείς τους συνέπειες έναντι των καταναλωτών". Όπως αναφέρεται προηγουμένως σχετικά με τη "σοβαρότητα", η Νippon Soda ισχυρίζεται ότι δεν αποδείχθηκε ο πραγματικός αντίκτυπος στους καταναλωτές. Τρίτον, η Νippon Soda υποστηρίζει ότι θα ήταν λάθος, σε ό,τι αφορά τα πρόστιμα, να θεωρηθεί ως διάρκεια της παράβασης η περίοδος από το πρώτο έως το τελευταίο στοιχείο μιας σύνθετης παράβασης, χωρίς να ληφθεί υπόψη τι μεσολάβησε.

    (309) Από την πλευρά της, η Ανentis δεν αμφισβητεί κατ' ουσίαν τη διάρκεια της παράβασης στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής, παρόλο που αμφισβητεί κατά κάποιον τρόπο την αξιοπιστία των πληροφοριακών στοιχείων της Νippon Soda σχετικά με την ημερομηνία έναρξης της παράβασης, ιδίως όσον αφορά τη σύσκεψη του Φεβρουαρίου του 1986. Όπως προαναφέρεται, υποστηρίζει σχετικά ότι το γεγονός ότι δεν υπέβαλε λεπτομερέστερα στοιχεία σχετικά με τις επαφές κατά τη δεκαετία του 1980 δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως προσπάθεια απόκρυψης των επαφών αυτών, αλλά πρέπει να αποδοθεί στο ότι, όπως είναι φυσικό, οι συμμετέχοντες θυμούνται περισσότερα για τις συσκέψεις της δεκαετίας του 1990 και τα σχετικά αρχεία είναι πληρέστερα. Η έναρξη και η διάρκεια των διευθετήσεων της σύμπραξης αποδείχθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 82-86 και 251-259. Τέλος, η Degussa αμφισβητεί σθεναρά τη διάρκεια της παράβασης, παραδεχόμενη μόνο τη συμμετοχή μεταξύ του 1992 και του 1997. Η διάρκεια της συμμετοχής της Degussa στη σύμπραξη εξετάζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 251-259).

    (310) Η Επιτροπή πρέπει να απορρίψει τα επιχειρήματα της Νippon Soda. Αφού απέδειξε την ύπαρξη και τη διάρκεια της παράβασης του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη, κατά τον καθορισμό του προστίμου, ολόκληρη τη διάρκεια της παράβασης. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο (επικυρώνοντας την απόφαση του Πρωτοδικείου) στην υπόθεση C-49/92P Επιτροπή κατά Αnic Partecipazioni SpA, μια σύνθετη σύμπραξη μπορεί προσηκόντως να θεωρηθεί ως ενιαία διαρκής παράβαση για το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο υφίστατο, παρόλο που η συμφωνία μπορεί κάλλιστα να διαφοροποιηθεί με την πάροδο του χρόνου ή οι μηχανισμοί της να προσαρμοστούν ή να ενισχυθούν λαμβάνοντας υπόψη τις νέες εξελίξεις. Η ισχύς αυτής της εκτίμησης δεν επηρεάζεται από το ενδεχόμενο ένα ή περισσότερα στοιχεία μιας σειράς ενεργειών ή μιας διαρκούς συμπεριφοράς να αποτελούν μεμονωμένα και καθεαυτά παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Συνεπώς, ορθώς μπορεί να θεωρηθεί ότι η παράβαση διήρκεσε από το Φεβρουάριο του 1986 έως το Φεβρουάριο του 1999.

    (311) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι η Ανentis, η Degussa και η Νippon Soda διέπραξαν την παράβαση επί δώδεκα χρόνια και δέκα μήνες. Τα αρχικά ποσά των προστίμων που καθορίστηκαν με βάση τη σοβαρότητα της παράβασης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 302 και 311) αυξάνονται, συνεπώς, κατά 10 % για κάθε χρόνο (και κατά 5 % για κάθε έξι μήνες), δηλαδή κατά 125 %.

    Συμπέρασμα ως προς τα βασικά ποσά

    (312) Συνεπώς, η Επιτροπή ορίζει τα βασικά ποσά των προστίμων ως εξής:

    - Aventis SA/AAN: 157,5 εκατομμύρια ευρώ,

    - Degussa AG: 157,5 εκατομμύρια ευρώ,

    - Nippon Soda Company Ltd: 18 εκατομμύρια ευρώ.

    2. Επιβαρυντικές περιστάσεις

    Επιχείρηση που έχει πρωτοστατήσει στην παράβαση

    (313) Η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της στοιχεία που δείχνουν ότι ορισμένοι από τους αποδέκτες της παρούσας απόφασης ανέλαβαν πρωτοβουλίες για την έναρξη της σύμπραξης.

    (314) Όπως προαναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 82-84, η Rhône-Poulenc και η Degussa ήλθαν πρώτες σε επαφή με τις ιαπωνικές εταιρείες του κλάδου τους με σκοπό να συγκροτήσουν επιζήμιες για τον ανταγωνισμό διευθετήσεις στην αγορά μεθειονίνης και να περιορίσουν τις ιαπωνικές εισαγωγές στον ΕΟΧ. Η Rhône-Poulenc θυμάται ότι κατά τις συσκέψεις του 1990 αποφάσισε μαζί με την Degussa να "εντάξουν τη Νippon Soda στο σχέδιο" (βλέπε ανωτέρω, αιτιολογική σκέψη 110).

    (315) Από την άλλη πλευρά, συνεκτιμώντας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που υπάρχουν για την παρούσα υπόθεση, όπως περιγράφονται στο τμήμα της παρούσας απόφασης που αφορά τα πραγματικά περιστατικά, προβάλλει η εικόνα μιας σύμπραξης που αποτέλεσε συλλογική πρωτοβουλία. Διαπιστώθηκε ότι όλα τα μέλη της σύμπραξης συμμετείχαν στις περισσότερες συσκέψεις της σύμπραξης, τις οποίες και οργάνωναν εκ περιτροπής. Όλα τα μέλη συμμετείχαν ενεργά και άμεσα στην παράβαση, ανταλλάσσοντας στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις τους και εξετάζοντας και συζητώντας τις τιμές στόχους.

    (316) Η Ανentis ανέφερε επίσης ότι η RPAN ούτε ανάγκασε άλλη επιχείρηση να συμμετάσχει στη σύμπραξη ούτε πρωτοστάτησε στην παράβαση ή προέτρεψε άλλες επιχειρήσεις να τη διαπράξουν. Υποστήριξε ότι η Νippon Soda διαδραμάτισε πολύ ενεργό ρόλο στη σύμπραξη και ότι η ίδια η Degussa συχνά πρωτοστατούσε στη σύμπραξη(106).

    (317) Η Degussa υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι διαδραμάτισε ενεργότερο ρόλο στη σύμπραξη από ό,τι η Rhône-Poulenc ή η Νippon Soda. Ως προς το σημείο της κοινοποίησης αιτιάσεων που αναφέρει ότι η Degussa προήδρευσε στη σύσκεψη του 1987 στη Φρανκφούρτη, η Degussa ανέφερε ότι ο ρόλος της περιορίστηκε στο ότι εξασφάλισε μια αίθουσα συσκέψεων και σύστησε τους παρισταμένους. Ως προς τη δήλωση της Rhône-Poulenc ότι [ ]* της Degussa οργάνωσε σύσκεψη με τη Νippon Soda στο Χονγκ Κονγκ, σημειώνει ότι ήλθε σε επαφή με τη Νippon Soda μόνο ύστερα από κοινή απόφαση της Degussa και της Rhône-Poulenc, που κατέληξε εν τέλει στη διοργάνωση σύσκεψης στο Χονγκ Κονγκ. Τέλος, η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι δραστηριότητές της κατά το 1991 και 1994 προβάλλονται ιδιαίτερα διότι οι περισσότερες πληροφορίες για την περίοδο αυτή βασίζονται στις σημειώσεις του [ ]* της Degussa.

    (318) Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορεί να οριστεί συγκεκριμένο ηγετικό μέλος της σύμπραξης.

    3. Ελαφρυντικές περιστάσεις

    Αποκλειστικά παθητικός ρόλος στην παράβαση

    (319) Η Νippon Soda ανέφερε στην απάντησή της ότι, κατά το μέτρο που οι συζητήσεις αφορούσαν τον ΕΟΧ, διαδραμάτιζε πάντα παθητικό ρόλο στην παράβαση. Ισχυρίζεται ότι το μικρό της μερίδιο στην παγκόσμια αγορά μεθειονίνης και στην αγορά μεθειονίνης του ΕΟΧ (στον οποίο, επιπλέον, η παρουσία της εξασφαλίζεται μέσω της Mitsui) είχε ως φυσικό αποτέλεσμα ότι οι ευρωπαίοι παραγωγοί πρωτοστατούσαν στα θέματα που αφορούσαν τις ευρωπαϊκές αγορές [ ]*.

    (320) Η πραγματική οικονομική δυνατότητα των επιχειρήσεων να επηρεάσουν την αγορά του ΕΟΧ βάσει του οικονομικού τους μεγέθους ελήφθη υπόψη κατά τον υπολογισμό του βασικού προστίμου (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 294-302).

    (321) Η Επιτροπή δεν έχει κανένα λόγο να θεωρήσει ότι η Νippon Soda διαδραμάτισε αποκλειστικά παθητικό ρόλο στη διάπραξη της παράβασης ή μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων. Η Νippon Soda συμμετείχε στη συντριπτική πλειονότητα των γνωστών συσκέψεων της σύμπραξης και έλαβε μέρος στην παράβαση άμεσα και ενεργά. Ειδικότερα, η Νippon Soda λάμβανε μέρος στις συσκέψεις και αντάλλασσε πληροφορίες καθ' όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της. Ως εκ τούτου, η Νippon Soda δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι διαδραμάτισε αποκλειστικά "παθητικό ρόλο"(107).

    (322) Για παράδειγμα, το προπαρασκευαστικό έγγραφο της ίδιας της Νippon Soda της 5ης Μαΐου του 1990(108), αναφέρει σαφώς ότι το 1989, "η Νippon Soda και η Rhône-Poulenc προσπάθησαν να πείσουν την Degussa να μην ακολουθήσει την πολιτική χαμηλών τιμών που εφάρμοζαν τότε η Monsanto και η Sumitomo", παρεμβαίνοντας έτσι ενεργά για να δώσει οδηγίες σχετικά με τις δραστηριότητες της σύμπραξης.

    (323) Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Νippon Soda δεν δικαιούται να επωφεληθεί από μείωση του προστίμου της επικαλούμενη ότι διαδραμάτισε αποκλειστικά παθητικό ρόλο στη σύμπραξη.

    (324) Τέλος, το γεγονός ότι η Νippon ήταν μικρή επιχείρηση στην αγορά μεθειονίνης δεν την απαλλάσσει από την εταιρική της ευθύνη. Ειδικότερα, η Νippon Soda θα μπορούσε να είχε αναφέρει τη σύμπραξη στην Επιτροπή.

    Μη εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών στην πράξη

    (325) Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 278-281 η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό συμφωνίες εφαρμόστηκαν προσεκτικά. Συνεπώς, η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση δεν έχει εφαρμογή σε κανέναν αποδέκτη της παρούσας απόφασης.

    Άλλες ελαφρυντικές περιστάσεις

    (326) Όπως προαναφέρεται (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 282-287), η Νippon Soda και η Degussa υποστήριξαν ότι η Επιτροπή πρέπει να θεωρήσει "ασήμαντο" τον αντίκτυπο που είχαν οι διευθετήσεις στην αγορά του ΕΟΧ. Τόσο η Νippon Soda όσο και η Degussa επισημαίνουν ότι παρά τις διευθετήσεις της σύμπραξης, οι τιμές μειώνονταν συνεχώς σε επίπεδα χαμηλότερα από τις τιμές στόχους. Τόσο η Degussa όσο και η Νippon Soda υποστήριξαν επίσης ότι οι συμμετέχοντες δεν ήταν πάντα πρόθυμοι να εφαρμόσουν τις συμφωνίες.

    (327) H Επιτροπή θεωρεί ότι η παράβαση είχε σημαντικό αντίκτυπο στην αγορά του ΕΟΧ, όπως αναφέρεται εκτενώς στις αιτιολογικές σκέψεις 276-291. Η Επιτροπή επισημαίνει κατ' αρχάς ότι η εφαρμογή των συμφωνιών για τις τιμές στόχους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι εφαρμόζονταν αυτές ακριβώς οι τιμές. Η συστηματική αδυναμία εφαρμογής των τιμών στόχων που είχαν συμφωνηθεί δεν αποτελεί απαραίτητα ελαφρυντική περίσταση. Οι συμφωνίες μπορούν να θεωρηθούν ότι εφαρμόζονται όταν τα μέρη καθορίζουν τις τιμές τους με σκοπό να τις οδηγήσουν προς την κατεύθυνση του στόχου που έχει συμφωνηθεί. Τούτο συνέβη στην περίπτωση της σύμπραξης στην αγορά μεθειονίνης.

    (328) Δεύτερον, παρόλο που έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη 291, η Επιτροπή υπογραμμίζει για άλλη μια φορά το γεγονός ότι, όταν μια επιχείρηση, η οποία έχει αποδεδειγμένα συμμετάσχει σε αθέμιτη σύμπραξη με τους ανταγωνιστές της σχετικά με τις τιμές, δεν συμπεριφέρεται πάντα στην αγορά κατά τον τρόπο που έχει συμφωνηθεί με τους ανταγωνιστές της, τούτο δεν αποτελεί απαραίτητα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση κατά τον καθορισμό του επιβαλλόμενου προστίμου. Όπως προαναφέρθηκε, μια επιχείρηση που, παρά τη διαβούλευση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί μια λίγο ως πολύ ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της(109).

    (329) Ως προς τον ισχυρισμό της Νippon Soda (βλέπε ανωτέρω, αιτιολογική σκέψη 282) ότι η συμμετοχή της στις διευθετήσεις της σύμπραξης δεν μπορεί να προκάλεσε παρά ασήμαντο αντίκτυπο σε οποιαδήποτε αγορά υπαγόμενη στην αρμοδιότητα της Επιτροπής, δεδομένου ότι η ίδια δεν πωλεί μεθειονίνη στον ΕΟΧ, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το γεγονός ότι η Νippon Soda πραγματοποιεί πωλήσεις στον ΕΟΧ μέσω ανεξάρτητου διανομέα δεν είναι δυνατό να αποτελεί καθαυτό ελαφρυντική περίσταση. Όσον αφορά τη Νippon Soda, αποδείχθηκε ότι όχι μόνο συμμετείχε στις διευθετήσεις της σύμπραξης καθ' όλη τη διάρκεια της σύμπραξης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 319-324), αλλά και ότι η παράβαση είχε πραγματικό αντίκτυπο στην αγορά (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 276-291). Όπως προαναφέρεται, η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη το γεγονός ότι, λόγω του οικονομικού μεγέθους της Νippon Soda σε σύγκριση με τα άλλα μέλη της σύμπραξης, η πραγματική οικονομική της δυνατότητα να επηρεάσει την αγορά του ΕΟΧ ήταν μικρότερη (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 294-302).

    (330) Η Degussa επισημαίνει επίσης ότι έλαβε μέτρα για να παρεμποδίσει τυχόν μελλοντική παράβαση των κανόνων προστασίας του ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο αυτό, εφάρμοσε πρόγραμμα συμμόρφωσης με το δίκαιο ανταγωνισμού. Η Επιτροπή θεωρεί θετικό το γεγονός ότι η Degussa αποφάσισε να ακολουθήσει πολιτικές συμμόρφωσης με το δίκαιο ανταγωνισμού. Εντούτοις, θεωρεί ότι η πρωτοβουλία αυτή αναλήφθηκε πολύ αργά και δεν μπορεί, ως προληπτικό μέσο, να απαλλάξει την Επιτροπή από το καθήκον της να επιβάλει κυρώσεις για την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού που διέπραξε η Degussa στο παρελθόν. Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή δεν θα θεωρήσει την εφαρμογή προγράμματος συμμόρφωσης με το δίκαιο ανταγωνισμού από την Degussa ως ελαφρυντική περίσταση που θα δικαιολογούσε τη μείωση του προστίμου της.

    (331) Συνεπώς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ελαφρυντικές περιστάσεις για τους συμμετέχοντες στην παρούσα παράβαση που επηρέασε την αγορά μεθειονίνης.

    4. Εφαρμογή της ανακοίνωσης της Επιτροπής περί επιείκειας

    (332) Οι αποδέκτες της παρούσας υπόθεσης συνεργάστηκαν με την Επιτροπή, σε διάφορα στάδια της έρευνας επί της παράβασης, ώστε να τύχουν της ευνοϊκής μεταχείρισης που προβλέπεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής περί επιείκειας. Προκειμένου να ικανοποιηθούν οι θεμιτές προσδοκίες των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων ως προς τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων βάσει της συνεργασίας τους, η Επιτροπή εξετάζει στο τμήμα που ακολουθεί το κατά πόσον τα μέρη πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση περί επιείκειας.

    Μη επιβολή προστίμου ή πολύ σημαντική μείωση του ύψους του ("Μέρος B")

    (333) Η Ανentis υποστηρίζει ότι πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής περί επιείκειας για να μειωθεί το πρόστιμό της κατά 75 % ή ακόμη και για να τύχει απαλλαγής από το πρόστιμο που θα της επιβαλλόταν διαφορετικά.

    (334) Η Ανentis (AAN) επισημαίνει ότι ήταν ο πρώτος παραγωγός που ανέλαβε την πρωτοβουλία να γνωστοποιήσει στην Επιτροπή την ύπαρξη σύμπραξης στον τομέα της μεθειονίνης και τη συμμετοχή της σε αυτήν, καθώς και ότι ήταν ο πρώτος παραγωγός που προσκόμισε στοιχεία καθοριστικής σημασίας, χωρίς τα οποία, κατά την Ανentis, η σύμπραξη μπορεί να μην είχε αποκαλυφθεί. Επιπλέον, η Ανentis υποστηρίζει ότι η RPAN είχε ήδη παύσει να συμμετέχει στη σύμπραξη όταν γνωστοποίησε στην Επιτροπή την ύπαρξη της σύμπραξης το Μάιο του 1999.

    (335) Η Ανentis υποστηρίζει επίσης ότι συνεργάστηκε σταθερά με την Επιτροπή και υπέβαλε όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της. Επιπλέον, η Ανentis ανέφερε ότι ούτε ανάγκασε άλλη επιχείρηση να συμμετάσχει στη σύμπραξη ούτε πρωτοστάτησε στην παράβαση ή προέτρεψε άλλες επιχειρήσεις να τη διαπράξουν, σε αντίθεση με τις δηλώσεις της Νippon Soda.

    (336) Επιπλέον, η Ανentis (διάδοχος της Rhône-Poulenc)(110) αμφισβητεί κάθε ρητή αναφορά και κάθε υπαινιγμό της κοινοποίησης αιτιάσεων ότι η Rhône-Poulenc προσπάθησε να συγκαλύψει ή να υποβαθμίσει τις επαφές μεταξύ των παραγωγών κατά τη δεκαετία του 1980. Αντίθετα, η Ανentis υποστηρίζει ότι η έναρξη και το πέρας των επαφών μεταξύ των παραγωγών μεθειονίνης δεν θα είχαν αποκαλυφθεί χωρίς τη Rhône-Poulenc, η οποία ήταν η μόνη που περιέγραψε τις τρεις τελευταίες συσκέψεις από το Μάιο του 1998 έως το Φεβρουάριο του 1999. Η Ανentis ισχυρίζεται ότι γνώριζε, όταν κατήγγειλε τη σύμπραξη, ότι η σύμπραξη θα θεωρείτο ως παράβαση μεγάλης διάρκειας, δηλαδή άνω των πέντε ετών, και ότι ο παράγοντας αυτός θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του προστίμου. Τέλος, σύμφωνα με την Ανentis, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η ΑΑΝ δεν συμμετείχε σε καμία προηγούμενη παράβαση ιδίου είδους.

    (337) Η Ανentis επισημαίνει επίσης ότι σε συμπράξεις όπως η σύμπραξη της μεθειονίνης, η εφαρμογή της ανακοίνωσης περί επιείκειας είναι προσφορότερη από ό,τι σε κάθε άλλη περίπτωση: αν η Επιτροπή δεν χορηγήσει απαλλαγή από το πρόστιμο στην επιχείρηση που την ενημέρωσε πρώτη για τις παράνομες πρακτικές σε μια σύμπραξη όπως η σύμπραξη της μεθειονίνης, η πολιτική επιείκειας της Επιτροπής δεν θα έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, να προτρέπει δηλαδή τις εταιρείες να καταγγέλλουν τις συμπράξεις.

    (338) Η Επιτροπή δέχεται ότι η Ανentis ήταν η πρώτη επιχείρηση που υπέβαλε στοιχεία καθοριστικά για την απόδειξη της ύπαρξης διεθνούς σύμπραξης που επηρέαζε τη βιομηχανία μεθειονίνης του ΕΟΧ. Η πληροφορία αυτή περιεχόταν σε δήλωση που υπέβαλε η Rhône-Poulenc στις 26 Μαΐου 1999, μετά την οποία η Επιτροπή διενήργησε έρευνα στις εγκαταστάσεις της Degussa-Hüls. Ως εκ τούτου, η Ανentis πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο μέρος Β της ανακοίνωσης περί επιείκειας.

    (339) Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Rhône-Poulenc δεν ήταν σε θέση να υποβάλει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την παράβαση, λόγω του ότι οι υπάλληλοι της RPAN είτε δεν συνέτασσαν είτε δεν διατήρησαν τέτοια έγγραφα. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η δήλωση δεν περιείχε πλήρεις πληροφορίες για τη λειτουργία της σύμπραξης κατά τη δεκαετία του 1980. Αρχικά, βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της, η Ανentis θεώρησε μάλιστα ότι οι διευθετήσεις "δεν αποτελούσαν οργανωμένη προσπάθεια να επιτευχθούν συμφωνίες καθορισμού των τιμών ή νόθευσης της αγοράς και ότι διεκόπησαν το 1987 ή το 1988". Ωστόσο, η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι τούτο μπορεί να οφείλεται σε κενά μνήμης, όπως υποστήριξε η Ανentis/AAN. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ανentis δεν αμφισβήτησε ουσιωδώς τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής. Η Επιτροπή θα λάβει υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία κατά τον καθορισμό του ποσού μείωσης του προστίμου.

    (340) Κατά συνέπεια, η Επιτροπή χορηγεί στην Ανentis μείωση κατά 100 % του προστίμου που θα της επιβαλλόταν διαφορετικά, αν δεν είχε συνεργαστεί με την Επιτροπή.

    (341) Η Νippon Soda υποστηρίζει ότι χάρη στις πληροφορίες που παρέσχε σχετικά με την παράβαση πριν από το 1990, η Νippon Soda πρέπει να θεωρηθεί ότι πληροί όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις κατηγορίες Β ή Γ της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Η Νippon Soda ισχυρίζεται ότι, αν η Επιτροπή θεωρήσει ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Νippon Soda σχετικά με τις παραβάσεις πριν από το 1990 δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του μέρους Β ή του μέρους Γ της ανακοίνωσης περί επιείκειας, δεν θα αναγνωρίσει στο δέοντα βαθμό τη συνεισφορά της για την εν λόγω περίοδο. Η Νippon Soda ζητά από την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει τη διακριτική της ευχέρεια για να αναγνωρίσει και να ανταμείψει τη συνεισφορά της Νippon Soda σχετικά με την προ του 1990 περίοδο, παρέχοντάς της μείωση υψηλότερη από αυτή που προβλέπεται στην ανακοίνωση περί επιείκειας.

    (342) Ούτε η Νippon Soda ούτε η Degussa ήταν οι πρώτες που χορήγησαν στην Επιτροπή πληροφορίες καθοριστικής σημασίας για τη σύμπραξη της μεθειονίνης, όπως προβλέπεται στο στοιχείο β) του μέρους Β της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Επίσης, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο στοιχείο α) του μέρους Β.

    Σημαντική μείωση προστίμου ("Μέρος Γ")

    (343) Ούτε η Νippon Soda ούτε η Degussa ήταν οι πρώτες που χορήγησαν στην Επιτροπή πληροφορίες καθοριστικής σημασίας για τη σύμπραξη της μεθειονίνης, όπως προβλέπεται στο στοιχείο α) του μέρους Γ της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Συνεπώς, καμία από τις ανωτέρω επιχειρήσεις δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο μέρος Γ.

    Αξιόλογη μείωση προστίμου

    (344) Όσον αφορά την περίοδο μετά το 1990, η Νippon Soda υποστηρίζει ότι πληροί και υπερβαίνει όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην κατηγορία Δ της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Ως εκ τούτου, πρέπει να της χορηγηθεί το ανώτερο επίπεδο επιείκειας που προβλέπεται στο μέρος Δ της ανακοίνωσης περί επιείκειας για την περίοδο μετά το 1990, δηλαδή 50 %. Ωστόσο, η Νippon Soda ισχυρίζεται ότι η συνεργασία της στην παρούσα υπόθεση επέτρεψε στην Επιτροπή να παρουσιάσει την υπόθεση σχετικά με την περίοδο μετά το 1990 κατά τρόπο πολύ λογικότερο και καλά τεκμηριωμένο. Έτσι, η Νippon Soda εκτιμά ότι η Επιτροπή πρέπει να χρησιμοποιήσει τη διακριτική της ευχέρεια προκειμένου να την μεταχειριστεί με μεγαλύτερη επιείκεια για την εν λόγω περίοδο. Τέλος, η Νippon Soda υποστηρίζει επίσης ότι πρέπει να μειωθεί το πρόστιμό της επειδή δεν αμφισβήτησε κανένα από τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην κοινοποίηση αιτιάσεων.

    (345) Η Επιτροπή δέχεται ότι η Νippon Soda υπέβαλε πληροφορίες που συνέβαλαν ουσιωδώς στην απόδειξη των πραγματικών περιστατικών σχετικά με την ύπαρξη των διευθετήσεων της σύμπραξης πριν από το 1990. Ωστόσο, όπως προαναφέρεται, η Νippon Soda δεν μπορεί να επωφεληθεί ούτε από την κατηγορία Β ούτε από την κατηγορία Γ της ανακοίνωσης περί επιείκειας, διότι δεν ήταν η πρώτη που προσκόμισε στοιχεία καθοριστικής σημασίας, όπως προβλέπεται στο στοιχείο β) του μέρους Β και στο στοιχείο α) του μέρους Γ(111).

    (346) Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Νippon Soda πληροί τις προϋποθέσεις της πρώτης και της δεύτερης περίπτωσης του μέρους Δ σημείο 2 της ανακοίνωσης περί επιείκειας.

    (347) Οι πληροφορίες που υπέβαλε η Νippon Soda ήταν λεπτομερείς και έτσι χρησιμοποιήθηκαν ευρέως από την Επιτροπή κατά τη συνέχιση της έρευνας. Η Νippon Soda υπέβαλε πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν, την προέλευση και τη λειτουργία της σύμπραξης. Όπως προναφέρεται, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι πληροφορίες που χορήγησε η Νippon Soda σχετικά με την προ του 1990 περίοδο συνέβαλαν ουσιωδώς στο να αποδειχθεί η ύπαρξη των διευθετήσεων της σύμπραξης μεταξύ των ετών 1986 και 1990. Η Επιτροπή αναγνωρίζει επίσης το γεγονός ότι η Νippon Soda δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην κοινοποίηση αιτιάσεων. Προκειμένου να συνεκτιμηθεί πλήρως η αξία των πληροφοριών που χορήγησε σχετικά με τις διευθετήσεις της σύμπραξης πριν από το 1990 και άλλων πτυχών της συνεισφοράς της Νippon Soda στην έρευνα (συμπεριλαμβανομένου του ότι δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά περιστατικά), η Επιτροπή θα χορηγήσει μείωση 50 % του προστίμου που θα της επιβαλλόταν διαφορετικά, αν δεν είχε συνεργαστεί με την Επιτροπή.

    (348) Από την πλευρά της, η Degussa υποστηρίζει ότι συνεργάστηκε εκτενώς με την Επιτροπή κατά τη διάρκεια της έρευνας, παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για τη λειτουργία της σύμπραξης μεταξύ των ετών 1992-1997, υπερβαίνοντας έτσι κατά πολύ τη νόμιμη υποχρέωσή της να απαντήσει στο αίτημα παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Η Degussa ισχυρίζεται ότι βοήθησε την Επιτροπή να αποσαφηνίσει, να ταξινομήσει και να τοποθετήσει τα έγγραφα στο σωστό τους πλαίσιο, επιτρέποντας έτσι στην Επιτροπή να αποδείξει τη λειτουργία της σύμπραξης μεταξύ των ετών 1992-1997. Κατά συνέπεια, η Degussa ισχυρίζεται ότι πληροί τις προϋποθέσεις για να της χορηγηθεί αξιόλογη μείωση προστίμου.

    (349) Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι πληροφορίες που υπέβαλε η Degussa είτε είχαν ήδη βρεθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας που έγινε στις εγκαταστάσεις της Degussa-Hüls στις 16 Ιουνίου 1999 είτε υποβλήθηκαν από την Degussa στο πλαίσιο της απάντησής της προς το αίτημα παροχής πληροφοριών της 28ης Ιουλίου 1999.

    (350) Στο πλαίσιο αυτό, η Degussa υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στην κοινοποίηση αιτιάσεων εσφαλμένα αρνήθηκε να δεχθεί τον οικειοθελή χαρακτήρα της συνεργασίας της Degussa. Η Degussa ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Πρωτοδικείου(112), δεν ήταν υποχρεωμένη να απαντήσει στα ερωτήματα που διατύπωσε η Επιτροπή στην επιστολή της βάσει του άρθρου 11, διότι "σαφώς υπερέβαιναν τα αμιγώς πραγματικά περιστατικά".

    (351) Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί το ανωτέρω επιχείρημα και επαναλαμβάνει την άποψή της ότι η συνεργασία της Degussa κατά το πλείστον δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως "οικειοθελής". Ειδικότερα, τα περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία που υπέβαλε η Degussa απαντώντας στο αίτημα βάσει του άρθρου 11 υπάγονται εξ ολοκλήρου στη σφαίρα του καθήκοντος μιας επιχείρησης βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού αριθ. 17 να απαντήσει πλήρως σε ένα τέτοιο αίτημα. Κανένα από τα ερωτήματα στην επιστολή της Επιτροπής βάσει του άρθρου 11 στα οποία αναφέρεται η Degussa για να στηρίξει τον ισχυρισμό της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπονομεύει τα δικαιώματα άμυνας της Degussa. Όπως έχει αποφανθεί το Δικαστήριο στην υπόθεση Orkem(113), ο κανονισμός αριθ. 17 δεν παρέχει στην επιχείρηση, για την οποία διεξάγεται έρευνα, το δικαίωμα να αποφύγει τη διεξαγωγή της με την αιτιολογία ότι η έρευνα αυτή θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη παραβάσεως εκ μέρους της των κανόνων του ανταγωνισμού. Της επιβάλλει, αντιθέτως, την υποχρέωση να συνεργαστεί ενεργώς, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι οφείλει να θέσει στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα ζητούμενα με την έρευνα πληροφοριακά στοιχεία.

    (352) Στο αίτημά της για παροχή πληροφοριών, η Επιτροπή ζήτησε κυρίως διευκρινίσεις ως προς πραγματικά περιστατικά που αναφέρονταν σε έγγραφα (και διευκρινίσεις ορισμένων παραθεμάτων αυτών των εγγράφων) τα οποία βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Degussa κατά την έρευνα που διεξήχθη στις 16 Ιουνίου 1999, καθώς και την υποβολή προϋπαρχόντων εγγράφων. Κατά την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων(114) η Επιτροπή δικαιούται να ζητήσει τέτοιες διευκρινίσεις επί πραγματικών περιστατικών. Στο πλαίσιο αυτό το Πρωτοδικείο έχει αποφανθεί(115) ότι "Το γεγονός ότι ο αποδέκτης της αιτήσεως παροχής πληροφοριών οφείλει να απαντήσει στα ερωτήματα της Επιτροπής σχετικά με αμιγώς πραγματικά γεγονότα [...] δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας ή του δικαιώματος για μια δίκαιη δίκη. Συγκεκριμένα, ο αποδέκτης έχει κάθε δικαίωμα να αποδείξει αργότερα, στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, ασκώντας τα δικαιώματά του άμυνας, ότι τα γεγονότα που εξέθεσε στις απαντήσεις του ή τα έγγραφα που κοινοποίησε έχουν διαφορετικό νόημα από αυτό που δέχθηκε η Επιτροπή.".

    (353) Ωστόσο, η Επιτροπή δέχεται ότι η Degussa δεν ήταν αναγκασμένη να παράσχει όλες τις πληροφορίες που παρέσχε και ότι οι πληροφορίες που παρέσχε η Degussa επιβεβαίωσαν τις περισσότερες συσκέψεις μεταξύ του 1992 και του 1997, καθώς και ορισμένα άλλα πραγματικά περιστατικά. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη την όλη συνεργασία της Degussa στο πλαίσιο της έρευνας, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Degussa πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην πρώτη περίπτωση του μέρους Δ σημείο 2 της ανακοίνωσης περί επιείκειας και χορηγεί στην Degussa μείωση κατά 25 % του προστίμου που θα της επιβαλλόταν αν δεν είχε συνεργαστεί με την Επιτροπή.

    (354) Ωστόσο, η Degussa αμφισβητεί τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στην κοινοποίηση αιτιάσεων, κατά το μέτρο που αφορούν τη διάρκεια της σύμπραξης. Η Degussa ισχυρίζεται ότι "τα πραγματικά περιστατικά, όπως περιγράφονται στην κοινοποίηση αιτιάσεων, είναι ορθά μόνο κατά το μέτρο που αναφέρουν ότι η Degussa συμμετείχε στην παράνομη διευθέτηση από τα μέσα 1992 έως το 1997 (σύσκεψη της Κοπεγχάγης)". Η Επιτροπή απέδειξε στο μέρος της παρούσας απόφασης που πραγματεύεται τα πραγματικά περιστατικά ότι η Degussa στην πραγματικότητα συμμετείχε στις διευθετήσεις της σύμπραξης καθ' όλη τη διάρκεια των παραβάσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Degussa δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη δεύτερη περίπτωση του μέρους Δ σημείο 2 της ανακοίνωσης περί επιείκειας. Συνεπώς, η Degussa δεν δικαιούται μείωση του προστίμου δυνάμει της δεύτερης περίπτωσης του μέρους Δ σημείο 2 της ανακοίνωσης περί επιείκειας της Επιτροπής.

    Συμπέρασμα ως προς την εφαρμογή της ανακοίνωσης περί επιείκειας

    (355) Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της συνεργασίας τους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση περί επιείκειας, η Επιτροπή χορηγεί στους αποδέκτες της παρούσας απόφασης τις ακόλουθες μειώσεις των προστίμων τους:

    - Aventis SA/AAN: μείωση 100 %,

    - Degussa AG: μείωση 25 %,

    - Nippon Soda Company Ltd: μείωση 50 %.

    5. Τελικά ποσά των προστίμων που επιβάλλονται στην παρούσα διαδικασία

    (356) Συμπερασματικά, τα πρόστιμα που επιβάλλονται, δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού αριθ. 17, έχουν ως εξής:

    - Aventis SA/AAN: 0 ευρώ,

    - Degussa AG: 118125000 ευρώ,

    - Nippon Soda Company Ltd. 9000000 ευρώ,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η Ανentis SA και η Ανentis Animal Nutrition SA, αλληλεγγύως υπεύθυνες, η Degussa AG και η Νippon Soda Company Ltd παρέβησαν το άρθρο 81 παράγραφος 1 της συνθήκης και το άρθρο 53 παράγραφος 1 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ διά της συμμετοχής τους, κατά τον τρόπο και στο βαθμό που εκτίθεται στο σκεπτικό, σε πλέγμα συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα της μεθειονίνης.

    Η διάρκεια της παράβασης έχει ως εξής:

    - από το Φεβρουάριο του 1986 έως το Φεβρουάριο του 1999.

    Άρθρο 2

    Οι επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παύουν πάραυτα την προαναφερθείσα παράβαση, εφόσον δεν το έχουν ήδη πράξει. Όσον αφορά τις τις δραστηριότητές τους στον τομέα της μεθειονίνης, στο εξής απέχουν από κάθε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική που μπορεί να έχει το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα με την παράβαση.

    Άρθρο 3

    Τα ακόλουθα πρόστιμα επιβάλλονται στις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σχετικά με την παράβαση που διαπιστώνεται στο ίδιο άρθρο:

    - Degussa AG, πρόστιμο ύψους 118125000 ευρώ,

    - Nippon Soda Company Ltd, πρόστιμο ύψους 9000000 ευρώ.

    Άρθρο 4

    Το πρόστιμο καταβάλλεται εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης στον ακόλουθο λογαριασμό:

    Αριθμός λογαριασμού 642-0029000-95 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην:

    Banco Bilbao Vizcaya Argentaria (BBVA) SA Avenue des Arts/Kunstlaan, 43 B - 1040 Bruxelles/Brussel

    Κωδικός SWIFT: BBVABEBB

    Κωδικός ΙBAN: BE76 6420 0290 0095

    Μετά τη λήξη αυτής της περιόδου, οφείλεται αυτοδικαίως τόκος με το επιτόκιο που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις της αναχρηματοδότησης την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η παρούσα απόφαση, προσαυξημένο κατά 3,5 εκατοστιαίες μονάδες.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στις:

    Aventis SA 1, Avenue de l'Europe F - 67300 Strasbourg

    Aventis Animal Nutrition SA 42, Avenue Aristide Briand F - 92150 Antony

    Degussa AG Bennigsenplatz 1 D - 40474 Düsseldorf

    Nippon Soda Company Ltd

    Shinotemachi Building

    2-2-1 Otemachi/Chiyoda-Ku Tokyo 100-8165 ( Ιαπωνία )

    Η παρούσα απόφαση είναι τίτλος εκτελεστός δυνάμει του άρθρου 256 της συνθήκης.

    Βρυξέλλες, 2 Ιουλίου 2002.

    Για την Επιτροπή

    Mario Monti

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ 13 της 21.2.1962, σ. 204/62.

    (2) ΕΕ L 148 της 4.1.2003, σ. 1.

    (3) ΕΕ L 354 της 30.12.1998, σ. 18.

    (4) ΕΕ C 241 της 8.10.2003.

    (5) ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 1.

    (6) Υπόθεση ΙV/M.1378· ΕΕ C 254 της 7.9.1999, σ. 5.

    (7) Τμήματα του κειμένου αυτού έχουν διαγραφεί έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η μη δημοσιοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών· τα τμήματα αυτά είναι εντός αγκυλών και σημειώνονται με αστερίσκο.

    (8) [1767].

    (9) [1800-1801, 1802-1805, 1806-1809, 1810-1813, 1814-1820].

    (10) Απάντηση της Sumitomo βάσει του άρθρου 11, σ. 6 κ.ε.

    (11) [1767].

    (12) [1614-1615].

    (13) [1732].

    (14) [1616].

    (15) [1767].

    (16) Ο διαχωρισμός μπορεί να μην ήταν τόσο προφανής για τους άλλους συμμετέχοντες όσο ήταν για τη Nippon Soda: η Degussa συνέχισε να χρησιμοποιεί τον όρο "σύσκεψη κορυφής" καθ' όλη τη διάρκεια. Ωστόσο, φαίνεται ότι η κατεύθυνση και το επίκεντρο των συσκέψεων άλλαξε με την έλευση της Monsanto (της οποίας οι δραστηριότητες στον τομέα της μεθειονίνης αργότερα αποσπάστηκαν και αποτέλεσαν αντικείμενο εταιρείας που συστάθηκε με την επωνυμία Novus) στην ευρωπαϊκή αγορά την περίοδο 1988-89.

    (17) [1802-1805].

    (18) [1712-1713, 1719].

    (19) [1719-1720].

    (20) Στοιχεία που υπέβαλε η Νippon Soda με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου 2000, σ. 4 και 5 [1767-1768].

    (21) [1800-1801].

    (22) [1800-1801].

    (23) Πρόκειται προφανώς για λάθος δακτυλογράφησης και εννοείται 1990.

    (24) Το σημείωμα δείχνει επίσης ότι τα μέλη της σύσκεψης ανησυχούσαν βασικά για την είσοδο της Monsanto στην αγορά (έγγραφα που βρέθηκαν στην Degussa με λεπτομερή στοιχεία για τις πωλήσεις της Monsanto το 1990 σε τόνους και για τους σημαντικούς πελάτες της δείχνουν ότι η Monsanto αποτελούσε πηγή ανησυχίας για τη σύμπραξη, βλέπε σ. [49] και [50-51]. Σε διάφορες χρονικές στιγμές καθ' όλη τη διάρκεια της σύμπραξης, προσπάθησαν να κερδίσουν τη συνεργασία της Monsanto.

    (25) [1712].

    (26) [1768].

    (27) [1772-1773].

    (28) [1773].

    (29) [1782-1799].

    (30) [558].

    (31) [134-137].

    (32) [195].

    (33) [136].

    (34) [567].

    (35) [192-193].

    (36) [198].

    (37) [190-191].

    (38) [187].

    (39) [173].

    (40) [192-193].

    (41) [175-180].

    (42) [1806-1809].

    (43) [1810-1813].

    (44) [1814-1820].

    (45) [1914-1820] (σ. 5).

    (46) [167-172].

    (47) [167-172] (σ. 4).

    (48) Αρκετές φορές στο πλαίσιο των διευθετήσεων, διατυπώθηκε η πρόταση να προσπαθήσουν οι συμμετέχοντες να πείσουν τη Νονus να προσχωρήσει στις διευθετήσεις. in Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν απέφερε κανένα αποτέλεσμα.

    (49) [154-158].

    (50) [154-158] (τελευταία σελίδα).

    (51) [118-121].

    (52) [122].

    (53) [125-133].

    (54) [59].

    (55) [105-115].

    (56) [105-115] (σ. 11).

    (57) [80-83].

    (58) [97].

    (59) [ ]* της Degussa, που συμμετείχε έως το 1991.

    (60) [294].

    (61) [1776].

    (62) [1773, 1745-1754].

    (63) [1773].

    (64) [1724-1725].

    (65) [1724].

    (66) [1725].

    (67) [1775].

    (68) [1726].

    (69) Βλέπε τελική πράξη της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΕ L 1 της 3.1.1994, σ. 3).

    (70) Σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 1 στοιχείο β) της συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και χωρίς να θίγεται η αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όταν επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών της ΕΚ, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ είναι επίσης αρμόδια σε περίπτωση που ο κύκλος εργασιών των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων στο έδαφος των κρατών της ΕΖΕΣ ισούται με το 33 % ή περισσότερο του κύκλου εργασιών τους στο έδαφος του ΕΟΧ.

    (71) Βλέπε κατωτέρω, στο κεφάλαιο 5 το σημείο με επικεφαλίδα "Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας και των συμβαλόμενων μερών του ΕΟΚ".

    (72) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-305/94 κ.λπ., Limburgse Vinyl Maatschappij NV και λοιποί κατά Επιτροπής (PVC II), Συλλογή 1999, σ. II-931, παράγραφος 715.

    (73) Η νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου που εκτίθεται στη συνέχεια σχετικά με τις έννοιες των "συμφωνιών" και των "εναρμονισμένων πρακτικών" του άρθρου 81 της συνθήκης ΕΚ· εκφράζει αρχές παγιωμένες πριν από την υπογραφή της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Ως εκ τούτου, έχει επίσης εφαρμογή στις έννοιες αυτές κατά το μέτρο που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Συνεπώς, οι αναφορές στο άρθρο 81 έχουν επίσης εφαρμογή στο άρθρο 53.

    (74) Υπόθεση 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 1972, σ. 619, παράγραφος 64.

    (75) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 40-48/73, κ.λπ., Suiker Unie και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 1975, σ. 1663.

    (76) Βλέπε επίσης απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-7/89 Hercules κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-1711, παράγραφος 256.

    (77) Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-199/92, P Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. I-4287, παράγραφοι 158-166.

    (78) Απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-7/89, Hercules κατά Επιτροπής, παράγραφος 264.

    (79) Παράγραφος 696.

    (80) Απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-7/89, Hercules κατά Επιτροπής, παράγραφοι 262-263.

    (81) Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-49/92, Επιτροπή κατά Αnic, Συλλογή 1999, σ. I-4125, παράγραφος 83.

    (82) Βλέπε απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-25/95, Cimenteries CBR και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-491, παράγραφος 2430. Cement Cases (T-25/95 and al.), 15 March 2000, paragraph 2430.

    (83) Σύμφωνα με την απάντηση της Degussa στην επιστολή της Επιτροπής βάσει του άρθρου 11, η σύσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε στη Λισαβόνα στις 15.3-17.3.1992. Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Degussa την αποκαλεί σύσκεψη της "Βαρκελώνης" του 1992, αλλά είναι φανερό ότι εννοείται "Λισαβόνα" αντί της "Βαρκελώνης".

    (84) Βλέπε για παράδειγμα την απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-25/95, Cimenteries SBR κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-491· απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-21/99, Dansk Rorindustrie A/S κατά Επιτροπής, παράγραφοι 41-49 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα)· απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-12/89, Solvay & Cie SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. (1992), II-907, παράγραφοι 98-99· απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-141/89, Tréfileurope κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. (1995), II-791, παράγραφοι 85-86.

    (85) Απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-25/95, Cimenteries SBR κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-491 Ciment, ECR (2000), II-491, παράγραφος 3927. Βλέπε επίσης απόφαση του Πρωτοδικείου στις υποθέσεις T-374/94, T-375/94, T-384/94 και T-388/94, European Night Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-3196, παράγραφος 136, όπου το Πρωτοδικείο έχει αναφέρει τα ανωτέρω ειδικά σε σχέση με τις συμφωνίες καθορισμού των τιμών.

    (86) Απόφαση του Πρωτοδικείου στην υπόθεση T-13/89, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-1021, παράγραφος 304.

    (87) Απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 209 έως 215 και 218/78, Van Landewyck και λοιποί κατά Επιτροπής, Συλλογή 1980, σ. 3125, παράγραφος 170.

    (88) Υπόθεση 48/69, Imperial Chemical Industries, Συλλογή 1972, σ. 619, παράγραφοι 132-133.

    (89) Υπόθεση 107/82, AEG-Telefunken, Συλλογή 1983, σ. 3151, παράγραφος 50.

    (90) Υπόθεση T-65/89, BPB Industries, Συλλογή 1993, σ. II-0389, παράγραφος 149. (Η προσφυγή απορρίφθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-310/93, Συλλογή 1995, σ. I-0865).

    (91) Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-286/98 Stora Kopparbergs Bergslags AB, Συλλογή 2000, σ. I-9925, παράγραφος 29.

    (92) Αποφάσεις της Επιτροπής στην υπόθεση Πολυπροπυλένιο (ΕΕ L 230 της 18.8.1986, σ. 1, παράγραφος 96· στην υπόθεση PVC, ΕΕ L 74 της 17.3.1989, σ. 1, παράγραφος 43· και στην υπόθεση Χαρτόνι, ΕΕ L 243 της 19.9.1994, σ. 1, παράγραφος 156. Βλέπε επίσης T-6/89 Enichem Anic SpA κατά Επιτροπής (Πολυπροπυλένιο), Συλλογή 1991, σ. II-1623. Απόφαση που επικυρώθηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-49/92 P Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni SpA, Συλλογή 1999, σ. I-4125. Επίσης, υπόθεση T-327/94, SCA Holdings Ltd. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1373. Απόφαση που επικυρώθηκε από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-297/98 P, SCA Holdings Ltd, Συλλογή 2000, σ. I-10101.

    (93) Υπόθεση T-352/94, Mo Och Domsjö AB κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1989, παράγραφος 87.

    (94) Βλέπε επίσης απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Stora Kopparbergs Bergslags AB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I-9925, παράγραφοι 37 και 38.

    (95) Στην απάντησή της προς την κοινοποίηση αιτιάσεων, η Ανentis αναφέρεται στην επιστολή της με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 2002 προς την Επιτροπή, όπου αναφέρει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ΑΑΝ θα έπρεπε να είναι αποδέκτρια της απόφασης αντί της Ανentis SA.

    (96) Βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2894/94 του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 1994, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, "εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι κοινοτικοί κανόνες που δίνουν ισχύ στις αρχές που διακηρύσσονται στα άρθρα 85 και 86 [πλέον άρθρα 81 και 82]" (EE L 305 της 30.11.1994, σ. 6).

    (97) ΕΕ C 207 της 18.7.1996, σ. 4.

    (98) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 61.

    (99) Τα μέλη της σύμπραξης κάλυπταν σχεδόν όλη την αγορά κατά τα πρώιμα χρόνια της σύμπραξης. Μετά την είσοδο της Monsanto (Novus από το 1991) στην αγορά, τα μέλη της σύμπραξης έχασαν σταδιακά μερίδια αγοράς. Ωστόσο, προς το τέλος της παράβασης οι συμμετέχοντες εξακολουθούσαν να κατέχουν περισσότερο από το 60 % της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής αγοράς μεθειονίνης.

    (100) [1806-1809].

    (101) 1 USD = 1,61147 DΕM το 1990 (επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία σύμφωνα με τη Εurostat).

    (102) 1 USD = 1,61147 DΕM το 1990 (επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία σύμφωνα με τη Εurostat).

    (103) 1 USD = 1,61147 DΕM το 1990 (επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία σύμφωνα με τη Εurostat).

    (104) 1USD = 1,61147 DΕM το 1990 (επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία σύμφωνα με τη Εurostat).

    (105) Υπόθεση T-308/94, Συλλογή 1998, σ. II-925, παράγραφος 230.

    (106) Απάντηση της Ανentis στην κοινοποίηση αιτιάσεων της Επιτροπής, σ. 14.

    (107) Βλέπε για παράδειγμα την αιτιολογική σκέψη 365 της απόφασης της Επιτροπής στην υπόθεση COMP/36.545/F3, Αμινοξέα (ΕΕ L 152 της 7.6.2001, σ. 24).

    (108) Βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 98 κ.ε.

    (109) Υπόθεση T-308/94, Cascades SA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-925, παράγραφος 230.

    (110) Όπως προαναφέρεται, βλέπε σημείο "Αποδέκτες".

    (111) Η Νippon Soda δεν πληροί επίσης τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο στοιχείο α) του μέρους Β.

    (112) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2001 στην υπόθεση T-112/98, Mannesmann Röhren-Werke AG κατά Επιτροπής, και απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, παράγραφος 35.

    (113) Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, παράγραφος 27.

    (114) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2001 στην υπόθεση T-112/98, Mannesmann Röhren-Werke AG κατά Επιτροπής, παράγραφοι 70, 77-78· απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 374/87, Orkem κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3283, παράγραφοι 37-38, 40. Βλέπε επίσης απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση C-227/92 P, Hoechst AG κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2859 και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mischo που αναπτύχθηκαν στις 20 Σεπτεμβρίου 2001 στην υπόθεση C-94/2000, Roquette Frères SA κατά Επιτροπής σχετικά με τις εξουσίες που παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 14 του κανονισμού αριθ. 17, προκειμένου να μπορεί να εκτελεί το καθήκον που υπέχει βάσει της συνθήκης ΕΚ να αποκαλύπτει κάθε παράβαση των άρθρων 81 ή 82 της συνθήκης ΕΚ.

    (115) Ό.π. παράγραφος 78.

    Top