EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32002Q0404(01)

Πρακτικές οδηγίες στους διαδίκους

ΕΕ L 87 της 4.4.2002, p. 48–51 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 04/09/2007; καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 32007Q0904(02)

ELI: http://data.europa.eu/eli/proc_rules/2002/404/oj

32002Q0404(01)

Πρακτικές οδηγίες στους διαδίκους

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 087 της 04/04/2002 σ. 0048 - 0051


Πρακτικές οδηγίες στους διαδίκους

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔIΚΕIΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟIΝΟΤΗΤΩΝ,

βάσει του άρθρου 136α του Κανονισμού του Διαδικασίας,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Για την εύρυθμη εξέλιξη των διαδικασιών ενώπιον του Πρωτοδικείου και προκειμένου να διευκολυνθεί η διευθέτηση των διαφορών υπό τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις και το συντομοτέρο δυνατό, θα ήταν χρήσιμο να παρασχεθούν στους συνηγόρους και εκπροσώπους των διαδίκων πρακτικές οδηγίες σχετικά με τον τρόπο υποβολής των υπομνημάτων τους και των δικογράφων στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

(2) Οι οδηγίες αυτές επαναλαμβάνουν, επεξηγούν και συμπληρώνουν ορισμένες διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και αποσκοπούν στην εκ μέρους των συνηγόρων και εκπροσώπων των διαδίκων κατανόηση των δυσχερειών που αντιμετωπίζει το Πρωτοδικείο, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη μεταφράσεως και ηλεκτρονικής διαχειρίσεως των δικογράφων.

(3) Δυνάμει των οδηγιών του Πρωτοδικείου προς τον Γραμματέα του, της 3ης Μαρτίου 1994 (ΕΕ L 78 της 22ας Μαρτίου 1994, σ. 32), όπως τροποποιήθηκαν στις 29 Μαρτίου 2001 (ΕΕ L 119 της 27ης Απριλίου 2001, σ. 2), ο Γραμματέας οφείλει να μεριμνά ώστε κατά την κατάθεση των εγγράφων της διαδικασίας να τηρούνται οι διατάξεις των Οργανισμών του Δικαστηρίου, του Κανονισμού Διαδικασίας και των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους, καθώς και των εν λόγω οδηγιών προς τον Γραμματέα, ειδικότερα δε, οφείλει να ζητεί την τακτοποίηση υπομνημάτων και εγγράφων που δεν είναι σύμφωνα προς τα ανωτέρω, ελλείψει δε τακτοποιήσεως, ενδεχομένως, να αρνείται την παραλαβή τους αν δεν είναι σύμφωνα προς τις διατάξεις των Οργανισμών του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας.

(4) Τηρώντας αυτές τις πρακτικές οδηγίες, οι συνήγοροι και οι εκπρόσωποι των διαδίκων μπορούν να είναι βέβαιοι ότι τα υπομνήματα και τα έγγραφα που καταθέτουν θα ληφθούν δεόντως υπόψη από το Πρωτοδικείο χωρίς τον κίνδυνο εφαρμογής, επί των θιγομένων στις παρούσες οδηγίες ζητημάτων, του άρθρου 90 στοιχείο α) του Κανονισμού Διαδικασίας.

(5) Οι ανά χείρας πρακτικές οδηγίες καταρτίστηκαν κατόπιν διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των κρατών μελών και των οργάνων που παρεμβαίνουν στις ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίες, καθώς και με το Συμβούλιο των Δικηγορικών Συλλόγων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΣΔΣΕΕ) και αφού ελήφθησαν υπόψη οι παρατηρήσεις τους.

(6) Εξάλλου, ενθέρμως συνιστάται στους συνηγόρους και εκπροσώπους να ακολουθούν τις σημειώσεις του Γραμματέα που επέχουν θέση οδηγού για την έγγραφη και προφορική διαδικασία,

ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ:

I. ΕΠΙ ΤΗΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΩΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

1. Η διαβίβαση στη Γραμματεία, όπως προβλέπει το άρθρο 43 παράγραφος 6 του Κανονισμού Διαδικασίας, αντιγράφου του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου ενός διαδικαστικού εγγράφου μπορεί να γίνει:

- είτε με τηλεομοιοτυπία [αριθμός φαξ: (352) 4303-2100)],

- είτε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (ηλεκτρονική διεύθυνση: cfi.registry@curia.eu.int).

2. Σε περίπτωση διαβιβάσεως με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο γίνεται δεκτό μόνον ένα σαρωμένο αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου. Απλό ηλεκτρονικό αρχείο ή αρχείο που φέρει ηλεκτρονική υπογραφή ή προσομοίωση υπογραφής μέσω υπολογιστή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 43 παράγραφος 6 του Κανονισμού Διαδικασίας. Δεν λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε επιστολή αφορά υπόθεση η οποία έχει περιέλθει στο Πρωτοδικείο υπό μορφή απλού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η εισαγωγή των σαρωμένων εγγράφων στο σύστημα ηλεκτρονικών αρχείων του Πρωτοδικείου, θα ήταν επιθυμητό τα έγγραφα να έχουν σαρωθεί με μέτρο εξόδου (resolution) 300 DPI και να έχουν σχήμα PDF (εικόνες και κείμενο), μέσω λογισμικών Acrobat ή Readiris 7 Pro.

3. Η κατάθεση εγγράφου της διαδικασίας με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο λαμβάνεται υπόψη για την τήρηση μιας προθεσμίας μόνον εφόσον το υπογεγραμμένο πρωτότυπο περιέρχεται στη Γραμματεία, το αργότερο εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 43 παράγραφος 6 του Κανονισμού Διαδικασίας, δέκα ημέρες μετά την εν λόγω κατάθεση. Το υπογεγραμμένο πρωτότυπο πρέπει να αποσταλεί ευθύς μετά την αποστολή του αντιγράφου, χωρίς να υποστεί διορθώσεις ή τροποποιήσεις, έστω και ελάχιστες. Σε περίπτωση διαφορών μεταξύ του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου και του προηγουμένως κατατεθέντος αντιγράφου, λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικώς η ημερομηνία καταθέσεως του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου.

4. Η δήλωση διαδίκου ότι αποδέχεται, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 του Κανονισμού Διαδικασίας, να του επιδίδονται έγγραφα μέσω τηλεομοιοτυπίας ή οποιουδήποτε άλλου τεχνικού μέσου επικοινωνίας, πρέπει να περιλαμβάνει ένδειξη του αριθμού της συσκευής τηλεομοιοτυπίας ή/και την ηλεκτρονική διεύθυνση όπου η Γραμματεία μπορεί να πραγματοποιεί επιδόσεις προς αυτόν. Ο υπολογιστής του παραλήπτη πρέπει να διαθέτει το κατάλληλο λογισμικό (π.χ. Acrobat ή Readiris 7 Pro), ώστε να γίνονται ορατές στην οθόνη του οι εκ μέρους της Γραμματείας επιδόσεις σε σχήμα PDF.

II. ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ

1. Τα υπομνήματα και τα έγγραφα της δικογραφίας που καταθέτουν οι διάδικοι πρέπει να γίνονται υπό μορφή που να επιτρέπει την ηλεκτρονική διαχείριση των εγγράφων εκ μέρους του Πρωτοδικείου, και ιδίως τη σάρωση των εγγράφων και την αναγνώριση των στοιχείων τους.

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η χρησιμοποίηση αυτών των τεχνικών, πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες υποχρεώσεις:

1. το χαρτί πρέπει να είναι λευκό, χωρίς γραμμές, σχήματος Α4. Το κείμενο πρέπει να είναι γραμμένο στη μία πλευρά του φύλλου (στην εμπρόσθια πλευρά και όχι στην εμπρόσθια και την οπίσθια)·

2. τα φύλλα του υπομνήματος και, ενδεχομένως, των παραρτημάτων πρέπει να είναι συνδεδεμένα κατά τρόπο που να καθιστά εύκολη την αποσύνδεση (να μην είναι δεμένα ή σταθερά συνδεδεμένα με άλλα μέσα όπως κόλλα, συρραπτικό μηχάνημα κ.λπ.)·

3. το κείμενο πρέπει να είναι γραμμένο με συνήθη στοιχεία (όπως π.χ.: Times New Roman, Courier ή Arial) και τουλάχιστον 12 σημείων στο κείμενο και 10 τουλάχιστον σημείων στις υποσημειώσεις, με διάστημα μεταξύ των γραμμών 1,5 και περιθώρια άνω, κάτω, αριστερά και δεξιά τουλάχιστον 2,5 cm·

4. οι σελίδες του υπομνήματος αριθμούνται επάνω δεξιά κατά τρόπο συνεχή και κατ' αύξουσα έννοια. Η αρίθμηση αυτή καλύπτει επίσης, κατά τρόπο συνεχή, το σύνολο των σελίδων των επισυναπτομένων εγγράφων ώστε διά της αριθμήσεως των σελίδων, σε περίπτωση σαρώσεως των συνημμένων, να διασφαλίζεται ότι όλες οι σελίδες έχουν πράγματι διαβιβαστεί.

2. Η πρώτη σελίδα του υπομνήματος περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις:

1. την ονομασία του υπομνήματος (δικόγραφο προσφυγής, υπόμνημα αντικρούσεως, απάντηση, ανταπάντηση, αίτηση παρεμβάσεως, υπόμνημα παρεμβάσεως, ένσταση απαραδέκτου, παρατηρήσεις επί ..., απαντήσεις στα ερωτήματα, κ.λπ.)·

2. τον αριθμό της υποθέσεως (Τ-.../...), εφόσον τον έχει ήδη κοινοποιήσει η Γραμματεία·

3. τα ονόματα του προσφεύγοντος και του καθού·

4. το όνομα του διαδίκου για τον οποίο κατατίθεται το υπόμνημα.

3. Οι παράγραφοι του υπομνήματος είναι αριθμημένες.

4. Στο τέλος του υπομνήματος υπάρχει η υπογραφή του συνηγόρου ή του εκπροσώπου του οικείου διαδίκου.

III. ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΑΡΘΡΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΕΩΣ

1. Τα εισαγωγικά έγγραφα της δίκης πρέπει να έχουν το περιεχόμενο που προβλέπει το άρθρο 44 παράγραφοι 1 και 2 του Κανονισμού Διαδικασίας.

2. Στην αρχή όλων των δικογράφων προσφυγής σημειώνεται:

1. το ονοματεπώνυμο και η κατοικία του προσφεύγοντος·

2. το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του εκπροσώπου ή του συνηγόρου του προσφεύγοντος·

3. ο προσδιορισμός του καθού·

4. οι δηλώσεις που προβλέπει το άρθρο 44 παράγραφος 2 του Κανονισμού Διαδικασίας (προσδιορισμός τόπου επιδόσεων ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας).

3. Στην αρχή ή στο τέλος του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να αναγράφεται επακριβώς το αιτούμενο διατακτικό της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (αιτήματα της προσφυγής, όπως η ακύρωση μιας πράξεως, με επακριβή καθορισμό αυτής της πράξεως, ή η επιβολή υποχρεώσεως καταβολής ποσού... ως αποζημίωση).

4. Στις προσφυγές ακυρώσεως πρέπει να επισυνάπτεται το αντίγραφο της προσβαλλομένης πράξεως, η οποία πρέπει να σημειώνεται ως τέτοια.

5. Στο δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να επισυνάπτεται συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών και κυρίων επιχειρημάτων, προς διευκόλυνση της συντάξεως της ανακοινώσεως που προβλέπει το άρθρο 24 του Κανονισμού Διαδικασίας, η οποία μονογραφείται στη Γραμματεία. Η συνοπτική αυτή έκθεση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις δύο σελίδες.

6. Μαζί με το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να κατατίθενται, χωριστά από τα έγγραφα που επισυνάπτονται προς στήριξη της προσφυγής, τα έγγραφα που προβλέπει το άρθρο 44 παράγραφοι 3 και 5 στοιχεία α) και β) του Κανονισμού Διαδικασίας.

7. Μετά το εισαγωγικό μέρος του δικογράφου της προσφυγής πρέπει να ακολουθεί σύντομη περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς.

8. Τα νομικά επιχειρήματα πρέπει να παρουσιάζονται σε σχέση με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς. Θα ήταν γενικώς χρήσιμο να προηγείται σχηματική παρουσίαση των προβαλλομένων ισχυρισμών.

9. Τα προτεινόμενα αποδεικτικά μέσα πρέπει να εκτίθενται επακριβώς και ρητώς με σαφή προσδιορισμό των αποδεικτέων πραγματικών περιστατικών:

- Προτεινόμενη απόδειξη δι' εγγράφου πρέπει να αναφέρει τον αριθμό του συνημμένου ή, σε περίπτωση που ο προσφεύγων δεν έχει στην κατοχή του το έγγραφο, να εξηγεί πώς μπορεί να ευρεθεί το έγγραφο.

- Προτεινόμενη απόδειξη με μάρτυρες ή αίτηση πληροφοριών πρέπει επακριβώς να ορίζει το πρόσωπο για το οποίο πρόκειται.

10. Το υπόμνημα αντικρούσεως πρέπει να έχει το περιεχόμενο που προβλέπει το άρθρο 46 παράγραφος 1 του Κανονισμού Διαδικασίας.

11. Στην αρχή του υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει να αναγράφεται, εκτός από τον αριθμό της υποθέσεως και τον καθορισμό του προσφεύγοντος:

1. το ονοματεπώνυμο και η κατοικία του καθού·

2. το ονοματεπώνυμο και η ιδιότητα του συνηγόρου ή του εκπροσώπου του καθού·

3. οι δηλώσεις που προβλέπει το άρθρο 44 παράγραφος 2 του Κανονισμού Διαδικασίας (προσδιορισμός τόπου επιδόσεων ή αποδοχή επιδόσεων μέσω τεχνικών μέσων επικοινωνίας).

12. Στην αρχή και στο τέλος του υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει επακριβώς να αναγράφεται το αιτούμενο διατακτικό της αποφάσεως του Πρωτοδικείου (αιτήματα του καθού).

13. Τα σημεία 6, 8 και 9 έχουν εφαρμογή επί του υπομνήματος αντικρούσεως.

14. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση των πραγματικών περιστατικών που επικαλείται ο αντίδικος πρέπει να είναι ρητή και να αναφέρει επακριβώς τα σχετικά πραγματικά περιστατικά.

IV. ΕΠΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ

1. Στα υπομνήματα επισυνάπτονται μόνον τα έγγραφα που μνημονεύονται στο κείμενο του υπομνήματος και είναι αναγκαία για την απόδειξη του περιεχομένου τους.

2. Η κατάθεση παραρτημάτων δεν επιτρέπεται παρά μόνον εφόσον συνοδεύεται με πίνακα παραρτημάτων. Στον πίνακα πρέπει να αναγράφεται για κάθε επισυναπτόμενο έγγραφο:

1. ο αριθμός του παραρτήματος·

2. σύντομη περιγραφή του παραρτήματος με ένδειξη της φύσεώς του (π.χ. "επιστολή" με αναφορά της ημερομηνίας, του συντάκτη, του παραλήπτη και του αριθμού σελίδων του παραρτήματος)·

3. αναφορά της σελίδας του υπομνήματος και του αριθμού της παραγράφου στην οποία μνημονεύεται το έγγραφο και η οποία δικαιολογεί την κατάθεσή του.

Η αρίθμηση των παραρτημάτων πρέπει να αναφέρει το υπόμνημα στο οποίο προσαρτάται το έγγραφο (π.χ. παράρτημα A.1, A.2, ... για τα παραρτήματα του δικογράφου της προσφυγής· B.1, B.2, ... για το υπόμνημα αντικρούσεως· C.1, C.2, ... για την απάντηση· D.1, D.2, ... για την ανταπάντηση).

3. Αν σ' ένα υπόμνημα επισυνάπτονται περισσότερα από δέκα παραρτήματα, μετά τον πίνακα παραρτημάτων πρέπει να υπάρχει τεύχος αποσπασμάτων όπου προσδιορίζονται και αντιγράφονται τα κρίσιμα αποσπάσματα κάθε παραρτήματος επί των οποίων επιθυμεί να στηριχθεί ο διάδικος, εκτός των εγγράφων που δεν υπερβαίνουν τις τρεις σελίδες.

4. Μετά το τεύχος αποσπασμάτων πρέπει να επισυνάπτονται με τη σειρά και με την αρίθμηση του πίνακα τα πλήρη παραρτήματα.

5. Αν, προς διευκόλυνση του Πρωτοδικείου, κατατίθενται μαζί με το υπόμνημα αντίγραφα δικαστικών αποφάσεων, παραπομπές σε επιστημονικά συγγράμματα ή σε νομοθετικές πράξεις, τότε αυτά επισυνάπτονται χωριστά από τα υπόλοιπα συνημμένα έγγραφα και δεν περιλαμβάνονται στο τεύχος αποσπασμάτων.

6. Στην περίπτωση που τα ίδια τα παραρτήματα έχουν παραρτήματα, η αρίθμησή τους γίνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε πιθανότητα συγχύσεως, με τη χρησιμοποίηση, ενδεχομένως, διαχωριστικών φύλλων.

7. Οι παραπομπές σε κατατεθέν έγγραφο περιλαμβάνουν τον αριθμό του σχετικού παραρτήματος, όπως αναγράφεται στον πίνακα παραρτημάτων, περιλαμβανομένης της ενδείξεως του υπομνήματος μετά του οποίου κατατέθηκε το παράρτημα, υπό τη μορφή που αναφέρεται ανωτέρω στο σημείο IΝ.2.

V. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΚΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΩΝ

1. Προς το συμφέρον τόσο των διαδίκων όσο και της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, τα υπομνήματα πρέπει να επικεντρώνονται στην ουσία και να είναι όσο το δυνατό συντομότερα. Τα μακροσκελή υπομνήματα καθιστούν δυσχερή τη μελέτη της δικογραφίας και αποτελούν την κύρια αιτία καθυστερήσεως της εκδικάσεως των διαφορών.

2. Ο ανώτατος αριθμός σελίδων ενός υπομνήματος δεν πρέπει, καταρχήν, να υπερβαίνει, αναλόγως της υποθέσεως και των περιστατικών αυτής,

- τις 20 έως 50 σελίδες για το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα αντικρούσεως,

- τις 10 έως 25 σελίδες για την απάντηση και για την ανταπάντηση,

- τις 10 έως 20 σελίδες για υπόμνημα ενστάσεως απαραδέκτου και για παρατηρήσεις επ' αυτού,

- τις 10 έως 20 σελίδες για το υπόμνημα παρεμβάσεως.

Θα ήταν επιθυμητό να μην εξαντλούνται αυτά τα ανώτατα όρια. Υπέρβαση των ορίων αυτών μπορεί να γίνει μόνο σε ιδιαίτερα περίπλοκες από νομικής και πραγματικής απόψεως υποθέσεις.

VI. ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΕΚΔΙΚΑΣΕΩΣ ΜΙΑΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ ΜΕ ΤΑΧΕΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1. Ο διάδικος ο οποίος ζητεί, με χωριστό δικόγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 76α του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί το Πρωτοδικείο με ταχεία διαδικασία, πρέπει συνοπτικώς να αιτιολογήσει τον ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα της υποθέσεως.

2. Δεδομένου ότι η ταχεία διαδικασία είναι κυρίως προφορική, η ανωτέρω αίτηση δεν λαμβάνεται υπόψη παρά μόνον εφόσον το υπόμνημα (δικόγραφο προσφυγής ή υπόμνημα αντικρούσεως) του διαδίκου ο οποίος υποβάλλει την αίτηση περιορίζεται σε συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών και περιλαμβάνει μικρό μόνον αριθμό παραρτημάτων.

3. Ο αριθμός σελίδων δικογράφου προσφυγής αναφορικά με το οποίο ο προσφεύγων ζητεί από το Πρωτοδικείο ταχεία εκδίκαση δεν πρέπει να υπερβαίνει, καταρχήν, αναλόγως της φύσεως και των περιστατικών της υποθέσεως, τις 10 έως 25 σελίδες.

VII. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

1. Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο. Πρέπει να είναι αφ' εαυτής κατανοητή χωρίς να απαιτείται παραπομπή στο δικόγραφο της προσφυγής επί της ουσίας.

2. Η αίτηση αναστολής εκτελέσεως ή λήψεως άλλων προσωρινών μέτρων πρέπει να αναφέρει κατά τρόπο εξαιρετικά σύντομο και περιεκτικό το αντικείμενο της διαφοράς, τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς επί των οποίων στηρίζεται η επί της ουσίας προσφυγή και από τους οποίους προκύπτει, εκ πρώτης όψεως, το βάσιμο της αιτήσεως (fumus bοni juris) καθώς και τις περιστάσεις που δικαιολογούν το επείγον. Πρέπει επακριβώς να αναφέρει το ή τα αιτούμενα μέτρα. Έχουν σχετικώς εφαρμογή οι διατάξεις των ανωτέρω κεφαλαίων III και IΝ.

3. Δεδομένου ότι με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να καθίσταται δυνατή η εκτίμηση του fumus bοni juris στο πλαίσιο μιας συνοπτικής διαδικασίας, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει σ' αυτή να επαναλαμβάνεται ολόκληρο το κείμενο του δικογράφου της επί της ουσίας προσφυγής.

4. Προκειμένου να καταστεί δυνατή η επείγουσα εξέταση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ο ανώτατος αριθμός των σελίδων που δεν πρέπει να υπερβαίνει είναι, αναλόγως της φύσεως και των περιστατικών της υποθέσεως, οι 10 έως 25 σελίδες.

VIII. ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ

1. Η αίτηση διαδίκου με την οποία ζητείται, σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 2 του Κανονισμού Διαδικασίας, ορισμένα τμήματα ή ορισμένα στοιχεία της δικογραφίας να εξαιρεθούν από την ανακοίνωση στον παρεμβαίνοντα, λόγω του απορρήτου ή εμπιστευτικού τους χαρακτήρα, πρέπει να υποβάλλεται με χωριστό δικόγραφο.

2. Μια τέτοια αίτηση τηρήσεως του απορρήτου πρέπει να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφορά το σύνολο ενός υπομνήματος και, μόνον κατ' εξαίρεση, το σύνολο ενός παραρτήματος υπομνήματος. Πράγματι, η ανακοίνωση ενός μη εμπιστευτικού εγγράφου όπου έχουν απαλειφθεί ορισμένα σημεία, λέξεις ή αριθμοί, είναι δυνατή χωρίς να θίγονται τα εμπλεκόμενα συμφέροντα. Αίτηση η οποία δεν είναι επαρκώς ακριβής δεν λαμβάνεται υπόψη.

3. Η αίτηση τηρήσεως του απορρήτου πρέπει επακριβώς να αναφέρει τα σχετικά στοιχεία ή σημεία και να περιλαμβάνει σύντομη αιτιολόγηση του απορρήτου ή εμπιστευτικού χαρακτήρα ενός εκάστου των στοιχείων ή σημείων αυτών.

4. Στην αίτηση τηρήσεως του απορρήτου πρέπει να επισυνάπτεται το υπόμνημα ή το δικόγραφο υπό μη εμπιστευτική μορφή, στο οποίο να έχουν απαλειφθεί τα στοιχεία ή τα σημεία τα οποία αφορά η αίτηση.

5. Αίτηση τηρήσεως του απορρήτου η οποία, παρά την αίτηση τακτοποιήσεως που απηύθυνε στον οικείο διάδικο ο Γραμματέας, δεν συμμορφώθηκε με τις ανωτέρω οδηγίες, δεν μπορεί λυσιτελώς να εξεταστεί· επομένως, όλα τα έγγραφα της διαδικασίας θα ανακοινωθούν στον παρεμβαίνοντα στο σύνολό τους, σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 2 του Κανονισμού Διαδικασίας.

Λουξεμβούργο, 14 Μαρτίου 2002.

Ο Γραμματέας

H. Jung

Ο Πρόεδρος

B. Vesterdorf

Top