This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 32001D0097
2001/97/EC: Commission Decision of 23 January 2001 terminating the examination procedure concerning measures affecting the trade of cognac in Brazil (notified under document number C(2001) 129)
2001/97/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2001, για την περάτωση της διαδικασίας εξέτασης σχετικά με μέτρα που θίγουν το εμπόριο του Gognac στη Βραζιλία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 129]
2001/97/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2001, για την περάτωση της διαδικασίας εξέτασης σχετικά με μέτρα που θίγουν το εμπόριο του Gognac στη Βραζιλία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 129]
ΕΕ L 35 της 6.2.2001, p. 53–55
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)
No longer in force, Date of end of validity: 23/01/2001
2001/97/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 23ης Ιανουαρίου 2001, για την περάτωση της διαδικασίας εξέτασης σχετικά με μέτρα που θίγουν το εμπόριο του Gognac στη Βραζιλία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 129]
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 035 της 06/02/2001 σ. 0053 - 0055
Απόφαση της Επιτροπής της 23ης Ιανουαρίου 2001 για την περάτωση της διαδικασίας εξέτασης σχετικά με μέτρα που θίγουν το εμπόριο του Gognac στη Βραζιλία [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2001) 129] (2001/97/ΕΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλισθεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 356/95(2), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 1, Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, Εκτιμώντας τα ακόλουθα: Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ (1) Στις 17 Φεβρουαρίου 1997, το Bureau National Interprofessionnel du Cognac (εφεξής καλούμενο "BNIC" υπέβαλε καταγγελία δυνάμει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου (εφεξής καλούμενος "ο κανονισμός") εξ ονόματος των μελών του που πραγματοποιούν ή επιθυμούν να πραγματοποιήσουν εξαγωγές στη Βραζιλία. (2) Ο καταγγέλων υποστήριξε ότι οι κοινοτικές πωλήσεις Cognac στη Βραζιλία προσκρούουν σε τρία εμπόδια κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού, ήτοι "πρακτικές επιβολής ή διατήρησης εκ μέρους τρίτης χώρας εμποδίων στο εμπόριο, ως προς τα οποία οι κανόνες του διεθνούς εμπορίου αναγνωρίζουν δικαίωμα δράσης". Κατά τον ισχυρισμό, τα εμπόδια στις συναλλαγές είναι: i) Έλλειψη προστασίας της ονομασίας προέλευσης Cognac (ΟΠ) και διάκριση σε σχέση με άλλες ξένες και τοπικές γεωγραφικές ενδείξεις: ο καταγγέλλων υποστήριξε ότι, σύμφωνα με την νομοθεσία της Βραζιλίας, επιτρέπεται να αποκαλούνται "Cognac" ή "conhaque" το μπράντυ της Βραζιλίας και άλλοι τύποι οινοπνευματωδών ποτών, και οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται επίσημα στο εμπόριο για τον προσδιορισμό αυτών των οινοπνευματωδών ποτών, ανεξαρτήτως της γεωγραφικής τους προέλευσης. Κατά τον ισχυρισμό, η εν λόγω πρακτική παραβαίνει πολλές διατάξεις της συμφωνίας του ΠΟΕ σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν θέματα συναφή με το εμπόριο (TRIP), της σύμβασης των Παρισίων για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (σύμβαση Παρισίων), της συμφωνίας της Μαδρίτης για την καταστολή των ψευδών ή παραπλανητικών ενδείξεων προέλευσης των εμπορευμάτων (συμφωνία Μαδρίτης), καθώς και της συμφωνίας πλαίσιο του 1992 για τη συνεργασία μεταξύ της Κοινότητας και της Βραζιλίας (συμφωνία πλαίσιο)· ii) υπερβολικές διοικητικές απαιτήσεις για την εισαγωγή: ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι οι απαιτήσεις για την εμπορία Cognac στη Βραζιλία, όπως η δυσκίνητη διαδικασία καταχώρησης και η υποχρεωτική επίσκεψη γεωπόνου της Βραζιλίας στον τόπο παραγωγής στη Γαλλία με έξοδα του εξαγωγέα, είναι εξαιρετικά υπερβολικές και μοναδικές, και αποτελούν κεκαλυμμένο περιορισμό στις συναλλαγές. Κατά τον ισχυρισμό, τα εν λόγω μέτρα παραβαίνουν τα άρθρα ΙΙΙ και VΙΙΙ της συμφωνίας ΓΣΔΕ 1994 και τα άρθρα 1 και 2 της συμφωνίας ΠΟΕ για την εφαρμογή των υγειονομικών και φυτοϋγειονομικών μέτρων (ΥΦΜ)· iii) φορολογία που εισάγει διακρίσεις: το BNIC κατήγγειλε ότι ο συντελεστής φόρου που επιβάλλεται στα βιομηχανικά προϊόντα εισάγει διάκριση εις βάρος του Cognac έναντι των τοπικά παραγόμενων οινοπνευματωδών ποτών. Υποστήριξε ότι το Cognac κατατάσσεται ex officio στην κατηγορία με τον υψηλότερο φόρο, ενώ αυτό ουδέποτε ισχύει για τα εγχώρια παραγόμενα οινοπνευματώδη ποτά. Σύμφωνα με τον καταγγέλλοντα, τούτο συνιστά παράβαση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου ΙΙΙ της συμφωνίας ΓΣΔΕ 1994. (3) Επίσης, ο καταγγέλων υποστήριξε ότι οι πρακτικές αυτές έχουν δυσμενείς για τις συναλλαγές συνέπειες, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 4 του κανονισμού και ότι υπάρχει κίνδυνος οι συνέπειες αυτές να καταστούν δυσμενέστερες στο προσεχές μέλλον, δεδομένου ότι παρεμποδίζεται η πρόσβαση του Cognac στην αγορά της Βραζιλίας, η οποία αποτελεί σημαντική εξαγωγική αγορά για έναν κλάδο της βιομηχανίας κατά βάση εξαγωγικό. (4) Συνεπώς, η Επιτροπή αποφάσισε, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή που συνιστάται βάσει του κανονισμού, ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη διαδικασίας εξέτασης, με σκοπό να εξεταστούν τα σχετικά νομικά και πραγματικά περιστατικά. Κατά συνέπεια, κινήθηκε διαδικασία εξέτασης στις 2 Απριλίου 1997(3). Β. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ (5) Όσον αφορά την έλλειψη προστασίας του Cognac AOC, η έρευνα επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του καταγγέλλοντα, σύμφωνα με τον οποίο το Cognac AOC δεν τυγχάνει προστασίας και ότι χρησιμοποιείται ο όρος conhaque για τον προσδιορισμό τοπικά παραγόμενων οινοπνευματωδών ποτών. Σύμφωνα με την νομοθεσία της Βραζιλίας που ρυθμίζει την αγορά αλκοολούχων ποτών(4), με τον όρο αυτόν προσδιορίζονται δύο είδη οινοπνευματωδών ποτών, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους: απόσταγμα οίνου ή μπράντυ (καλούμενο "conhaque " ή "conhaque fino", ανάλογα με τη διάρκεια της διαδικασίας παλαίωσης) και οινοπνευματώδη ποτά διαφόρων γεύσεων με βάση το ζαχαροκάλαμο ("conhaque de ...", ανάλογα με τη γεύση που προσδίδεται). (6) Κατά συνέπεια, επιβεβαιώνονται οι παραβιάσεις κατά τους ισχυρισμούς, της συμφωνίας πλαίσιο, καθώς και της συμφωνίας της Μαδρίτης και της σύμβασης των Παρισίων. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το διάστημα διεξαγωγής της έρευνας, η Βραζιλία είχε το δικαίωμα, ως αναπτυσσόμενη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 της TRIP, να καθυστερήσει την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των άρθρων 22 έως 24 της TRIP μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2000. Κατά συνέπεια, στο στάδιο αυτό, δεν εξετάστηκε κατά πόσον τα υπό εξέταση μέτρα συμφωνούσαν με τις διατάξεις αυτές. (7) Επίσης, επιβεβαιώθηκε ότι με την έλλειψη προστασίας παραπλανούνται οι καταναλωτές και αυτό είναι επιζήμιο για την εμπορική ταυτότητα του Cognac. Συνεπώς, η έλλειψη προστασίας έχει δυσμενείς συνέπειες για το εμπόριο του Cognac, ενώ ευνοεί τους παραγωγούς οινοπνευματωδών ποτών της Βραζιλίας που χρησιμοποιούν την ίδια ονομασία, "Cognac" ή "conhaque". (8) Οι υπερβολικές διοικητικές απαιτήσεις και οι φορολόγηση που εισάγει διακρίσεις επιβεβαιώθηκαν με την έρευνα, ωστόσο δεν διαπιστώθηκε ότι αυτές έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο εμπόριο του Cognac. Κατά συνέπεια, αποφασίστηκε να μην δοθεί συνέχεια όσον αφορά τα ζητήματα αυτά. Γ. ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ (9) Ενόψει της έναρξης ισχύος της υποχρέωσης βάσει της TRIP, την 1η Ιανουαρίου 2000, η Βραζιλία εξέδωσε τον νόμο αριθ. 9279 της 14ης Μαΐου 1996, γνωστό ως Lei da Propriedade Industrial ή LPI, ο οποίος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ένα μητρώο γεωγραφικών ενδείξεων. (10) Δυνάμει του LPI και κατόπιν διμερών επαφών μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών της Βραζιλίας, το BNIC ζήτησε την καταχώρηση της γεωγραφικής ένδειξης του Cognac. Η αίτηση έγινε δεκτή και η γεωγραφική ένδειξη Cognac καταχωρήθηκε στις 11 Απριλίου 2000, με κάποια καθυστέρηση λόγω της αντίδρασης της ένωσης παραγωγών της Βραζιλίας. Με την καταχώρηση, οι γάλλοι παραγωγοί απέκτησαν αποκλειστικά δικαιώματα για τη χρήση της ονομασίας Cognac. Δεν επιτρέπεται η καταχώρηση εμπορικών σημάτων που περιέχουν τη λέξη Cognac, ενώ τα εμπορικά σήματα που έχουν ήδη καταχωρηθεί και περιέχουν τη λέξη Cognac, παύουν να ισχύουν 5 (πέντε) χρόνια μετά την καταχώρηση. Επιπλέον, ο όρος Cognac δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αναγνωριστική ονομασία. (11) Όσον αφορά τον όρο conhaque, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Βραζιλίας για τα αλκοολούχα ποτά, εξακολουθεί να αποτελεί αναγνωριστική ονομασία, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της έρευνας, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο με τον τρόπο αυτόν, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τον LPI, μια αναγνωριστική ονομασία δεν μπορεί να καταχωρηθεί ως εμπορικό σήμα. Συνεπώς, η γεωγραφική ένδειξη Cognac πρέπει να συνυπάρχει με τη χρήση του αναγνωριστικού όρου conhaque. (12) Από την 1η Ιανουαρίου 2000, η TRIP πρέπει να τυγχάνει πλήρους εφαρμογής από την Βραζιλία. Συνεπώς, οι υπηρεσίες της Επιτροπής εξέτασαν αναλυτικά κατά πόσον το παρόν επίπεδο προστασίας του Cognac AOC συμφωνεί με την TRIP. (13) Με την αναλυτική αυτή εξέταση διαπιστώθηκε ότι, εφόσον πρόκειται για γεωγραφική ένδειξη που αφορά προϊόν της αμπέλου, το Cognac AOC καλύπτεται από το άρθρο 23 παράγραφος 1 της TRIP και για το λόγο αυτό πρέπει να τυγχάνει προστασίας. Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 10, με την καταχώρηση της γεωγραφικής ένδειξης Cognac παρέχεται στο AOC πλήρης προστασία στη Βραζιλία, και, κατά συνέπεια, η καταχώρηση αυτή είναι σύμφωνη με το άρθρο 23 παράγραφος 1. (14) Πρέπει να σημειωθεί ότι η προστασία του άρθρου 23 παράγραφος 1 διευρύνεται και καλύπτει μεταφράσεις της πρωτότυπης γεωγραφικής ένδειξης. Κατά συνέπεια, καλύπτει και την πορτογαλική απόδοση της λέξης (conhaque). Ωστόσο, η χρήση του όρου "conhaque" είναι πιθανόν να υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 24 παράγραφος 4 και 6 της TRIP. Συνεπώς, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το παρόν επίπεδο προστασίας που παρέχεται στο Cognac AOC είναι σύμφωνο με τις σχετικές διατάξεις της TRIP. (15) Η συνύπαρξη της προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης με την αναγνωριστική χρήση της προτογαλικής μετάφρασης μπορεί να συνεχίσει να δημιουργεί προβλήματα στους γάλλους εξαγωγείς. Ωστόσο, το ισχύον νομικό πλαίσιο της Βραζιλίας είναι πιθανόν ότι, με την πάροδο του χρόνου, θα έχει ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να είναι σε θέση να διακρίνουν σαφώς μεταξύ τους Cognac AOC και του τοπικά παραγόμενου conhaque. Επομένως, θα περιορισθεί σημαντικά η σύγχυση στους καταναλωτές και έτσι θα αποκατασταθεί ο δίκαιος ανταγωνισμός στην αγορά της Βραζιλίας, συγχρόνως δε θα καταργηθούν οι δυσμενείς για το εμπόριο συνέπειες, που οφείλονται στην έλλειψη προστασίας. (16) Όπως εξηγείται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 6, στο πλαίσιο της έρευνας διαπιστώθηκαν παραβάσεις της σύμβασης των Παρισίων και της συμφωνίας της Μαδρίτης. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν θα συνεχισθεί, επειδή αναμένεται ότι το σύστημα της καταχώρησης θα οδηγήσει στην κατάργηση του αθέμιτου ανταγωνισμού και των δυσμενών για τις συναλλαγές συνεπειών. Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ (17) Υπό το φως της ανωτέρω ανάλυσης, θεωρείται ότι η διαδικασία εξέτασης οδήγησε στη διαμόρφωση ικανοποιητικής κατάστασης σε ότι αφορά τα εμπόδια στο εμπόριο του Cognac στη Βραζιλία, όπως υποστηρίχθηκε στη καταγγελία που υπέβαλε το BNIC. Συνεπώς, πρέπει να περατωθεί η διαδικασία εξέτασης. (18) Εφόσον χρειασθεί, μπορεί να συνεχισθεί περαιτέρω, κατόπιν διαπραγματεύσεων ιδίως δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 1 της TRIP, η προστασία της γεωγραφικής ένδειξης "Cognac" έναντι της αναγνωριστικής ονομασίας "conhaque", ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ: Άρθρο μόνο Περατώνεται η διαδικασία εξέτασης, που κινήθηκε στις 2 Απριλίου 1997, σχετικά με μέτρα που επέβαλε η Βραζιλία και τα οποία θίγουν το εμπόριο του Cognac. Βρυξέλλες, 23 Ιανουαρίου 2001. Για την Επιτροπή Pascal Lamy Μέλος της Επιτροπής (1) ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 71. (2) ΕΕ L 41 της 23.2.1995, σ. 3. (3) ΕΕ C 103 της 2.4.1997, σ. 3. (4) Νόμοι αριθ. 7678/88 και αριθ. 8918/94.