Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000S0284

    Απόφαση αριθ. 284/2000/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2000, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένων, περιελιγμένων, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση, καταγωγής Ινδίας και Ταϊβάν, για την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων που πρότειναν ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά εισαγωγές καταγωγής Νοτίου Αφρικής

    ΕΕ L 31 της 5.2.2000, p. 44–78 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 05/02/2005: This act has been changed. Current consolidated version: 16/06/2002

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2000/284(1)/oj

    32000S0284

    Απόφαση αριθ. 284/2000/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2000, για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένων, περιελιγμένων, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση, καταγωγής Ινδίας και Ταϊβάν, για την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων που πρότειναν ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά εισαγωγές καταγωγής Νοτίου Αφρικής

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 031 της 05/02/2000 σ. 0044 - 0078


    ΑΠΟΦΑΣΗ αριθ. 284/2000/ΕΚΑΧ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    της 4ης Φεβρουαρίου 2000

    για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένων, περιελιγμένων, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση, καταγωγής Ινδίας και Ταϊβάν, για την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων που πρότειναν ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά εισαγωγές καταγωγής Νοτίου Αφρικής

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα,

    την απόφαση αριθ. 1889/98/ΕΚΑΧ της Επιτροπής, της 3ης Σεπτεμβρίου 1998, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα(1), και ιδίως τα άρθρα 13, 14 και 15,

    κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    1. Έναρξη διαδικασίας

    (1) Στις 8 Ιανουαρίου 1999, η Επιτροπή ανήγγειλε με ανακοίνωση (εφεξής καλούμενη "ανακοίνωση για την έναρξη") που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(2) την έναρξη διαδικασίας κατά επιδοτήσεων όσον αφορά εισαγωγές στην Κοινότητα ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένων, περιελιγμένων, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση, καταγωγής Ινδίας, Νοτίου Αφρικής και Ταϊβάν.

    (2) Η διαδικασία κινήθηκε κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε από την Eurofer εξ ονόματος κοινοτικών παραγωγών που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο τμήμα της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του εν λόγω προϊόντος, κατά την έννοια των άρθρων 9 παράγραφος 1 και 10 παράγραφος 7 της απόφασης αριθ. 1889/98/ΕΚΑΧ της Επιτροπής (εφεξής καλούμενης "η βασική απόφαση"). Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την επιδότηση του εν λόγω προϊόντος και τη συνακόλουθη σημαντική ζημία, τα οποία θεωρήθηκαν επαρκή, ώστε να δικαιολογείται η έναρξη διαδικασίας.

    2. Έρευνα

    (3) Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους παραγωγούς-εξαγωγείς στις χώρες εξαγωγής (εφεξής καλούμενους "οι παραγωγοί-εξαγωγείς") και τους εισαγωγείς, καθώς και τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται, τους αντιπροσώπους των χωρών εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας. Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγιο σε όλα τα μέρη και στα μέρη τα οποία εμφανίσθηκαν εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5 της βασικής απόφασης, η Επιτροπή παρείχε επίσης στα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

    (4) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς, καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί και εισαγωγείς υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους γραπτώς.

    Έγιναν δεκτά σε ακρόαση όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που το ζήτησαν εντός της καθορισθείσας προθεσμίας και τα οποία απέδειξαν ότι ενδέχεται να θιγούν από το αποτέλεσμα της διαδικασίας και ότι είχαν ιδιαίτερους λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

    (5) Όλα τα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό, βάσει των οποίων η Επιτροπή προτίθετο να προτείνει:

    i) την επιβολή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές από την Ινδία και την Ταϊβάν,

    ii) την αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που πρότειναν παραγωγοί-εξαγωγείς από την Ινδία, και

    iii) τον τερματισμό της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές από τη Νότιο Αφρική.

    Στα μέρη παραχωρήθηκε επίσης προθεσμία, εντός της οποίας δύνανται να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με την παρούσα κοινοποίηση.

    (6) Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη ελήφθησαν υπόψη και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, τα οριστικά συμπεράσματα τροποποιήθηκαν ανάλογα.

    (7) Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον οριστικό προσδιορισμό.

    Πραγματοποιήθηκαν επίσης επιτόπιοι έλεγχοι στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

    - Kαταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί:

    - Aceralia Corporacion Sid., Μαδρίτη, Ισπανία

    - British Steel Plc, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο

    - Cockerill Sambre SA, Βρυξέλλες, Βέλγιο

    - Hoogovens Steel BV, Ijmuiden, Κάτω Χώρες

    - ILVA Spa, Γένοβα, Ιταλία

    - Sidmar NV, Γάνδη, Βέλγιο

    - Salzgitter AG, Salzgitter, Γερμανία

    - Stahlwerke Bremen GmbH, Βρέμη, Γερμανία

    - SOLLAC, Παρίσι, Γαλλία

    - Thγssen Krupp Stahl AG, Duisburg, Γερμανία

    - Παραγωγοί-εξαγωγείς:

    α) Ινδία

    Essar Steel Ltd, Hazira

    Tata Iron & Steel Company Ltd, Καλκούτα

    Steel Authority of India Ltd, Νέο Δελχί

    β) Νότιος Αφρική

    Iscor Ltd, Πρετόρια

    Highveld Steel & Vanadium Corp Ltd, Witbank

    γ) Ταϊβάν

    China Steel Corp, Kaohsiung

    Yieh Loong Enterprise Co., Ltd, Kaoshiung

    - Μη συνδεόμενοι εισαγωγείς - χρήστριες εταιρείες στην Κοινότητα

    Marcegaglia Spa, Gazoldo degli Ippoliti, Ιταλία

    - Εισαγωγείς συνδεόμενοι με τους παραγωγούς-εξαγωγείς:

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (8) Η έρευνα για επιδοτήσεις κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998 (καλούμενη εφεξής "η περίοδος έρευνας"). Η εξέταση της ζημίας κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως το τέλος της περιόδου έρευνας για επιδοτήσεις (καλούμενη εφεξής "η υπό εξέταση περίοδος").

    Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

    1. Υπό εξέταση προϊόν

    (9) Το υπό εξέταση προϊόν είναι ορισμένα πλατέα προϊόντα έλασης από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένα με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένα, περιελιγμένα, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση (εφεξής "ρόλοι θερμής έλασης"). Το προϊόν αυτό κατατάσσεται προς το παρόν στους κωδικούς ΣΟ 72081000, 7208 25 00, 7208 26 00, 7208 27 00, 7208 36 00, 72083710, 7208 37 90(3), 72083810, 7208 38 90, 7208 39 10, 7208 39 90.

    (10) Οι ρόλοι θερμής έλασης παράγονται γενικά σε χαλυβουργεία με τη θερμή έλαση ημικατεργασμένων προϊόντων χάλυβα μετά την τελική διέλευση από τα έλαστρα ή μετά από αποξείδωση ή συνεχή ανόπτηση. Οι ρόλοι θερμής έλασης περιελίσσονται σε ρόλους συνήθους μορφής.

    Για τα χαλυβουργεία, που παράγουν ευρύ φάσμα πλατέων προϊόντων χάλυβα, οι ρόλοι θερμής έλασης χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη για την κατασκευή άλλων προϊόντων χάλυβα (ταινίες μεγάλου και μικρού πλάτους, προϊόντα εξ ολοκλήρου ψυχρής έλασης, σωλήνες κ.λπ.). Οι ρόλοι θερμής έλασης μπορούν να έχουν διάφορες ποιότητες και διαστάσεις. Οι περισσότερες εισαγωγές από τις τρίτες χώρες στην Κοινότητα συνίστανται σε "χάλυβες δομικών κατασκευών" (όπως οι S235 και S275 που βασίζονται στο ευρωπαϊκό πρότυπο ΕΝ 10025) και σε "μαλακούς χάλυβες" (όπως οι DD11, DD12, DD13 που βασίζονται στα πρότυπα ΕΝ 10011 και DIN 1614/1). Οι ρόλοι έχουν συνήθως πάχος μεταξύ 1,5 και 15 mm και πλάτος από 600 έως 2050 mm. Καθένας από τους προαναφερόμενους κωδικούς ΣΟ αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο τύπο προϊόντος, ο οποίος διακρίνεται ως προς το πλάτος και το πάχος στο πλαίσιο του παραπάνω φάσματος προϊόντων.

    (11) Το υπό εξέταση προϊόν κατατάσσεται επίσης σε δύο χωριστές κατηγορίες ανάλογα με την τελική επεξεργασία του, και συγκεκριμένα σε ρόλους θερμής έλασης χωρίς επικάλυψη (εφεξής "ρόλοι χωρίς επικάλυψη"), που αποτελούν το βασικό προϊόν, και σε αποξειδωμένους ρόλους θερμής έλασης (εφεξής "αποξειδωμένοι ρόλοι") οι οποίοι, μετά τη θερμή έλαση, υποβάλλονται σε περαιτέρω κατεργασία της επιφάνειας, που καλείται αποξείδωση. Η διάκριση μεταξύ ρόλων χωρίς επικάλυψη και αποξειδωμένων ρόλων αντανακλάται επιπλέον στη δομή της συνδυασμένης ονοματολογίας, δεδομένου ότι οι ρόλοι που ανήκουν στις δύο αυτές κατηγορίες κατατάσσονται σε συγκεκριμένους και χωριστούς κωδικούς ΣΟ.

    (12) Παρότι οι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες αποτελούνται κυρίως από ρόλους χωρίς επικάλυψη, από την έρευνα προέκυψε ότι οι εισαγωγές καλύπτουν όλους τους κωδικούς ΣΟ και, επομένως, όλους τους προαναφερόμενους διαφορετικούς τύπους του προϊόντος. Αν και καθένας από τους κωδικούς ΣΟ αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο τύπο ρόλου θερμής έλασης, διαπιστώθηκε ότι όλα αυτά τα προϊόντα παρουσιάζουν πανομοιότυπα ή ομοειδή φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, χρήσεις και εφαρμογές. Επομένως, όλοι οι τύποι ρόλων θερμής έλασης αποτελούν ενιαίο προϊόν, το οποίο υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη (9) ανωτέρω.

    2. Ομοειδές προϊόν

    (13) Από την έρευνα προέκυψε ότι οι ρόλοι θερμής έλασης που εισάγονται από τις ενδιαφερόμενες χώρες είναι πανομοιότυποι ή συγκρίσιμοι προς τα προϊόντα που κατασκευάζονται στην Κοινότητα, ιδίως όσον αφορά τις ποιότητες και το φάσμα των διαθέσιμων διαστάσεων.

    (14) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστηρίζουν ότι το υπό εξέταση προϊόν που παράγουν και πωλούν δεν είναι, από μόνο του, εναλλάξιμο ούτε συγκρίσιμο με το προϊόν που παράγεται στην Κοινότητα. Υποστηρίζουν ότι η κοινοτική διαδικασία παραγωγής που χρησιμοποιούν οι κοινοτικοί παραγωγοί είναι περισσότερο προηγμένη και ότι βασίζεται ακόμη και σε διαφορετική τεχνολογία, με αποτέλεσμα το παραγόμενο προϊόν να είναι υψηλότερης ποιότητας. Όπως ανέφεραν, οι χρήστες αναγκάζονται ορισμένες φορές να υποβάλουν εκ νέου τα εισαγόμενα προϊόντα σε διαδικασία έλασης προτού μπορέσουν να τα μεταποιήσουν. Επομένως, υποστηρίζουν ότι το προϊόν τους δεν είναι ομοειδές με εκείνο που παράγουν οι καταγγέλλοντες κοινοτικοί παραγωγοί.

    (15) Προφανώς, οποιαδήποτε διαφορά στη διαδικασία παραγωγής που προκαλεί επιφανειακά ή χημικά ελαττώματα μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της αγοραίας αξίας του προϊόντος. Ωστόσο, η έρευνα κατέδειξε ότι, σε γενικές γραμμές, τόσο το προϊόν που παράγεται στην Κοινότητα όσο και το εισαγόμενο προϊόν παρουσιάζουν πάντα τα ίδια βασικά φυσικά χαρακτηριστικά και τις ίδιες χρήσεις, παρότι δεν πρόκειται για πανομοιότυπα προϊόντα, ιδίως ως προς την ποιότητα, καθώς και σε σχέση με το σύνολο των προμηθευτών και των αποστολών ενός συγκεκριμένου προμηθευτή. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι ρόλοι θερμής έλασης που εισάγονται από τις ενδιαφερόμενες χώρες δεν είναι προϊόντα ομοειδή προς τους ρόλους που παράγονται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και πωλούνται στην Κοινότητα.

    (16) Η έρευνα κατέδειξε επίσης ότι οι ποιότητες και οι διαστάσεις του υπό εξέταση προϊόντος που εισάγεται από τις ενδιαφερόμενες χώρες είναι πανομοιότυπες ή συγκρίσιμες με εκείνες των προϊόντων που πωλούνται στην εγχώρια αγορά των ενδιαφερόμενων χωρών.

    (17) Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι ρόλοι θερμής έλασης που παράγονται στις εν λόγω χώρες, οι ρόλοι θερμής έλασης που εξάγονται στην Κοινότητα από αυτές τις χώρες και οι ρόλοι θερμής έλασης που παράγονται και πωλούνται από τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς στην κοινοτική αγορά είναι ομοειδή προϊόντα, κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5 της βασικής απόφασης.

    Γ. ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ

    1. ΙΝΔΙΑ

    α) Εισαγωγή

    (18) Με βάση τις πληροφορίες που περιέχει η καταγγελία και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η Επιτροπή εξέτασε τα ακόλουθα πέντε καθεστώτα τα οποία, που κατά τους ισχυρισμούς, προϋποθέτουν τη χορήγηση επιδοτήσεων εξαγωγών:

    - Καθεστώς βιβλιαρίου πιστώσεων (Passbook Scheme),

    - Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών,

    - Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά,

    - Ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών/μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού,

    - Σύστημα απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος.

    (19) Τα τέσσερα πρώτα καθεστώτα βασίζονται στο νόμο του 1992 περί αναπτύξεως και ρυθμίσεως του εξωτερικού εμπορίου (που άρχισε να ισχύει στις 7 Αυγούστου 1992), με τον οποίο καταργήθηκε ο νόμος του 1947 περί ελέγχου των εισαγωγών και εξαγωγών. Ο νόμος περί εξωτερικού εμπορίου εξουσιοδοτεί τις ινδικές δημόσιες αρχές να δημοσιεύουν δηλώσεις που αφορούν την πολιτική στον τομέα των εισαγωγών και εξαγωγών. Οι δηλώσεις αυτές συνοψίζονται στα έγγραφα με τίτλο "Πολιτική εισαγωγών και εξαγωγών" που δημοσιεύονται ανά πενταετία και αναπροσαρμόζονται στην τρέχουσα κατάσταση ετησίως. Η περίοδος έρευνας καλύπτεται από δύο έγγραφα για την πολιτική εισαγωγών και εξαγωγών και συγκεκριμένα από τα πενταετή προγράμματα που αφορούν τα έτη 1992 έως 1997 και 1997 έως 2002.

    (20) Το τελευταίο καθεστώς, που αφορά την απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος, βασίζεται στο νόμο του 1961 περί φόρου εισοδήματος, ο οποίος τροποποιείται ετησίως από το νόμο περί οικονομικών.

    β) Καθεστώς βιβλιαρίου πιστώσεων (PBS)

    (21) Ένα από τα μέσα της πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών που συνίσταται στην παροχή συνδρομής κατά τις εξαγωγές είναι το καθεστώς του βιβλιαρίου πιστώσεων (Passbook Scheme-PBS) που άρχισε να ισχύει στις 30 Μαΐου 1995.

    Επιλεξιμότητα

    (22) Το καθεστώς βιβλιαρίου πιστώσεων είναι διαθέσιμο σε ορισμένες κατηγορίες εξαγωγέων και συγκεκριμένα στους εξαγωγείς που παράγουν στην Ινδία και εν συνεχεία εξάγουν (παραγωγούς-εξαγωγείς) και στους εξαγωγείς, είτε αυτοί είναι παραγωγοί είτε μόνο έμποροι και έχουν στην κατοχή τους πιστοποιητικό "Εχροrt House/Trading House/Star Trading House/SuperStar Trading House". Οι εξαγωγείς της τελευταίας αυτής κατηγορίας, που ορίζεται στο έγγραφο της πολιτικής εξαγωγών και εισαγωγών, οφείλουν ιδίως να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία προηγούμενης εξαγωγικής επίδοσης.

    Πρακτική εφαρμογή

    (23) Κανένας παραγωγός/εξαγωγέας του εν λόγω προϊόντος δεν υπέβαλε αίτηση παροχής ή χρησιμοποίησε το βιβλιάριο πιστώσεων. Επομένως δεν χρειάζεται η Επιτροπή να εξετάσει αυτό το μέρος του καθεστώτος στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας.

    γ) Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (DΕΡΒ)

    (24) Ένα άλλο μέσο της πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών, που συνίσταται στην παροχή συνδρομής κατά τις εξαγωγές, είναι το καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (DEPB), το οποίο άρχισε να ισχύει στις 7 Απριλίου 1997. Το καθεστώς DEPB διαδέχεται το καθεστώς του βιβλιαρίου πιστώσεων, το οποίο έληξε στις 31 Μαρτίου 1997. Το καθεστώς DEPB παρουσιάζεται με δύο μορφές:

    - Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται πριν την εξαγωγή

    - Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται μετά την εξαγωγή

    i) Πιστώσεις εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται πριν από την εξαγωγή

    Επιλεξιμότητα

    (25) Μπορούν να επωφεληθούν από το καθεστώς αυτό οι κατασκευαστές-εξαγωγείς (δηλαδή κάθε κατασκευαστής στην Ινδία που πραγματοποιεί εξαγωγές) ή οι έμποροι-εξαγωγείς (δηλαδή οι εμπορικοί φορείς) που συνδέονται με τους κατασκευαστές. Για να είναι επιλέξιμη στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, η εταιρεία πρέπει να έχει πραγματοποιήσει εξαγωγές επί μία τριετία πριν υποβάλει αίτηση χορήγησης αδείας.

    Πρακτική εφαρμογή

    (26) Οποιοσδήποτε επιλέξιμος εξαγωγέας δύναται να ζητήσει άδεια χορήγησης πιστωτικού ποσού. Με τις άδειες, που εκδίδονται αυτομάτως, χορηγείται πιστωτικό ποσό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιστάθμιση των δασμών που είναι καταβλητέοι επί μελλοντικών εισαγωγών εμπορευμάτων. Η αξία της αδείας υπολογίζεται με βάση το 5 % της μέσης ετήσιας αξίας όλων των εξαγωγών που έχει πραγματοποιήσει ο αιτών κατά την προηγούμενη τριετία.

    (27) Η άδεια, η οποία δεν είναι μεταβιβάσιμη, ισχύει για περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία έκδοσής της. Μόλις εξαντληθεί η πίστωση της αδείας, η εταιρεία οφείλει να καταβάλει τέλος στις αρμόδιες αρχές. Εν συνεχεία η εταιρεία μπορεί να ζητήσει νέο πιστωτικό ποσό, το οποίο υπολογίζεται εκ νέου με βάση το 5 % της μέσης αξίας των εξαγωγών που έχει πραγματοποιήσει την προηγούμενη τριετία.

    (28) Το καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται πριν από την εξαγωγή, επιτρέπει την εισαγωγή με δασμολογική ατέλεια των συντελεστών παραγωγής που απαιτούνται για την παραγωγή των προϊόντων στις εγκαταστάσεις της εν λόγω εταιρείας. Ο καθορισμός των προϊόντων που μπορούν να εισαχθούν ατελώς, πραγματοποιείται σύμφωνα με τον κανόνα "Standard Input-Output Νοrm" (SION)(4) και εξαρτάται από το προϊόν που πρόκειται να κατασκευαστεί. Αυτοί οι συντελεστές παραγωγής που εισάγονται με δασμολογική ατέλεια, δεν μπορούν εν συνεχεία να μεταβιβασθούν, να μισθωθούν, να πωληθούν, να εκχωρηθούν ή να διατεθούν σε καμιά περίπτωση για σκοπό άλλο πέραν της παραγωγής του τελικού προϊόντος.

    (29) Η υπαγωγή στο καθεστώς αυτό συνεπάγεται επίσης υποχρέωση εξαγωγής. Μόλις λήξει η χρησιμοποίηση της άδειας για τις εισαγωγές με δασμολογική ατέλεια, ο κάτοχος αναλαμβάνει να χρησιμοποιήσει τα προϊόντα ως συντελεστές παραγωγής για τα τελικά προϊόντα που προορίζονται προς εξαγωγή. Η εξαγωγή θα αποφέρει όφελος ανάλογα με τον τύπο και την ποσότητα του τελικού προϊόντος. Το όφελος υπολογίζεται σε συνάρτηση με τον κανόνα "Standard Input-Output Νοrm" (SION). Όταν ο κάτοχος της αδείας πραγματοποιήσει εξαγωγές αξίας τέτοιας που του επιτρέπει να ζητήσει πίστωση ισοδύναμη με εκείνη που έχει ήδη χορηγηθεί στο πλαίσιο του καθεστώτος DEPB πριν από την εξαγωγή, η υποχρέωσή του έχει εκπληρωθεί.

    Συμπέρασμα σχετικά με τις πιστώσεις εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται πριν την εξαγωγή

    (30) Οι δημόσιες αρχές της Ινδίας επιβεβαιώνουν ότι αυτό το καθεστώς δεν είναι επιτρεπόμενο καθεστώς διαγραφής/επιστροφής ή καθεστώς επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος Ι (σημείο i) της βασικής απόφασης, και ως τέτοιο δεν είναι αντισταθμίσιμο. Το παράρτημα ΙΙ και ΙΙΙ της βασικής απόφασης καθορίζει τις γενικές κατευθύνσεις για τον καθορισμό του κατά πόσον αυτά τα καθεστώτα αποτελούν εξαγωγικές επιδοτήσεις.

    (31) Αυτό το καθεστώς των πιστώσεων εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται πριν από την εξαγωγή, είναι ένα καθεστώς που στηρίζεται στην αξία. Το πρόγραμμα SION καθορίζει την εθνική κοστολόγηση με βάση την εκτιμώμενη αξία των συντελεστών παραγωγής που πρέπει να εισαχθούν για την κατασκευή ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Μόλις καθορισθεί η τιμή του SION για συγκεκριμένο τελικό προϊόν, οι συντελεστές παραγωγής μπορούν να εισαχθούν με δασμολογική ατέλεια βάσει αδείας χορήγησης πιστώσεως εισαγωγικών δασμών πριν από την εξαγωγή. Δεν είναι αναγκαίο να εισαχθούν όλοι οι συντελεστές παραγωγής που αναφέρονται στον κατάλογο του SION. Οι μόνοι περιορισμοί στις ποσότητες ενός συγκεκριμένου συντελεστή παραγωγής που μπορεί να εισαχθεί στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, είναι η αξία της άδειας που χορηγείται και η αντίστοιχη δέσμευση να εξαχθεί το τελικό προϊόν.

    (32) Μία εταιρεία η οποία μπορεί να αποκτήσει τους συντελεστές παραγωγής της σε χαμηλότερη τιμή από εκείνη που καθορίζεται στο πρόγραμμα SION, ή η οποία μπορεί να αποκτήσει ορισμένους από τους συντελεστές παραγωγής στην εγχώρια αγορά, θα είναι σε θέση να εισαγάγει επιπλέον συντελεστές παραγωγής με δασμολογική ατέλεια οι οποίοι θα χρησιμοποιηθούν στην εγχώρια παραγωγή της. Φαίνεται ότι δεν υπάρχει κάποια διάταξη στο πρόγραμμα SION που να εμποδίζει αυτή την κατάσταση. Ούτε διαπιστώθηκε κάποιο άλλο καθεστώς ή διαδικασία που να εφαρμόζεται προσδιορίζοντας είτε ποιοι είναι οι συντελεστές παραγωγής που εισάγονται με δασμολογική ατέλεια και καταναλώνονται πραγματικά κατά τη διαδικασία παραγωγής του εξαγόμενου τελικού προϊόντος, είτε σε ποιες ποσότητες.

    (33) Το παράρτημα ΙΙ παράγραφος (ΙΙ) (5) και το παράρτημα ΙΙΙ παράγραφος (ΙΙ) (3) της βασικής απόφασης προβλέπουν ότι, στην περίπτωση που θα διαπιστωθεί ότι οι δημόσιες αρχές της χώρας εξαγωγής δεν εφαρμόζει κάποιο σύστημα επαλήθευσης, η χώρα εξαγωγής πρέπει να προβεί κανονικά σε περαιτέρω εξέταση των πραγματικών συντελεστών παραγωγής ή των πραγματικών συναλλαγών, αντιστοίχως. Οι δημόσιες αρχές της Ινδίας δεν πραγματοποίησαν αυτή την εξέταση.

    (34) Παρά ταύτα, ο μόνος Ινδός εξαγωγέας κατά την παρούσα έρευνα που χρησιμοποίησε αυτό το καθεστώς παρείχε στην Επιτροπή αποδείξεις ότι δεν άντλησε υπερβολικά οφέλη από αυτό. Η εν λόγω εταιρεία ήταν σε θέση να καταδείξει ότι όλα τα οφέλη που άντλησε κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας στο πλαίσιο του καθεστώτος πιστώσεων εισαγωγικών δασμών πριν από την εξαγωγή υπερκαλύφθηκαν από τον δασμό που καταβάλλεται συνήθως μόνον επί των συντελεστών παραγωγής που αναλώνονται στο τελικό εξαγόμενο προϊόν. Ως εκ τούτου, η εν λόγω εταιρεία δεν προσπορίστηκε επιδότηση.

    ii) Καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών μετά την εξαγωγή

    Επιλεξιμότητα

    (35) Μπορούν να επωφεληθούν από το καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται μετά την εξαγωγή, οι κατασκευαστές εξαγωγείς (δηλαδή κάθε κατασκευαστής στην Ινδία που πραγματοποιεί εξαγωγές) ή οι έμποροι εξαγωγείς (δηλαδή οι εμπορικοί φορείς).

    Πρακτική εφαρμογή του καθεστώτος πιστώσεων εισαγωγικών δασμών μετά την εξαγωγή

    (36) Στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, οποιοσδήποτε επιλέξιμος εξαγωγέας μπορεί να ζητήσει άδεια χορήγησης πιστωτικού ποσού το οποίο υπολογίζεται ως ποσοστό της αξίας των εξαγομένων τελικών προϊόντων. Τα ποσοστά αυτά έχουν καθοριστεί από τις ινδικές δημόσιες αρχές για το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των εξεταζόμενων προϊόντων, με βάση τα καθιερωμένα πρότυπα εισόδου/εξόδου (SION). Η άδεια που αναφέρει το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης εκδίδεται αυτομάτως.

    (37) Οι πιστώσεις εισαγωγικών δασμών μετά την εξαγωγή επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση αυτών των πιστώσεων για κάθε επόμενη εισαγωγή προϊόντων (π.χ. πρώτων υλών ή κεφαλαιουχικών αγαθών) που δεν συμπεριλαμβάνονται στον περιοριστικό κατάλογο εισαγωγών. Τα εισαγόμενα αυτά αγαθά μπορούν να πωληθούν στην εγχώρια αγορά (υποκείμενα σε φόρο πωλήσεων) ή να χρησιμοποιηθούν κατά διαφορετικό τρόπο.

    (38) Οι άδειες του εν λόγω καθεστώτος είναι μεταβιβάσιμες. Η άδεια των πιστώσεων εισαγωγικών δασμών ισχύει για περίοδο 12 μηνών από την ημερομηνία χορήγησής της.

    (39) Όταν μία εταιρεία χρησιμοποιήσει όλες τις πιστώσεις, οφείλει να καταβάλει ειδικό τέλος στις αρμόδιες αρχές.

    Συμπέρασμα σχετικά με τις πιστώσεις εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται μετά την εξαγωγή

    (40) Το καθεστώς αυτό εξαρτάται σαφώς από τις εξαγωγικές επιδόσεις. Η πίστωση υπολογίζεται αυτομάτως σύμφωνα με μια μέθοδο που χρησιμοποιεί τους συντελεστές SION, ανεξάρτητα από το αν εισήχθησαν συντελεστές παραγωγής, αν έχει καταβληθεί επ' αυτών εισαγωγικός δασμός ή αν οι συντελεστές παραγωγής χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά για την παραγωγή προϊόντων που προορίζονται για τις εξαγωγές και σε ποιες ποσότητες. Έτσι μία εταιρεία μπορεί να ζητήσει άδεια χορήγησης πιστώσεων ανεξάρτητα από το αν πραγματοποιεί εισαγωγές ή αν αγοράζει τα εισαγόμενα προϊόντα από άλλες πηγές. Επομένως, το συγκεκριμένο καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθεστώς επιστροφής ή υποκατάστασης, δεδομένου ότι διαγραφή εισαγωγικών δασμών δεν περιορίζεται σε αυτούς που καταβλήθηκαν για αγαθά τα οποία καταναλώθηκαν κατά την παραγωγική διαδικασία, άρα δεν πρόκειται για επιστροφή υπερβάλλοντος δασμού, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)(ii). Επομένως, πρόκειται για αντιστάθμιση, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) της βασικής απόφασης, καθόσον αφορά διαφυγόντα έσοδα και εξαρτάται από την προϋπόθεση επίτευξης εξαγωγικής επίδοσης.

    Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης για το καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται μετά την εξαγωγή

    (41) Το όφελος για τους εξαγωγείς υπολογίστηκε με δύο διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τον τρόπο που χρησιμοποίησε η εταιρεία τις άδειες του καθεστώτος DEPB.

    (42) Στην περίπτωση που η εταιρεία χρησιμοποίησε τις άδειες για να πραγματοποιήσει εισαγωγές με δασμολογική ατέλεια, το όφελος υπολογίστηκε με βάση το ποσό του κανονικά απαιτητού δασμού επί των εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας, οι οποίοι όμως δεν καταβλήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος DEPB.

    (43) Στην περίπτωση πώλησης των αδειών από την εταιρεία, το όφελος υπολογίστηκε με βάση το ποσό της πίστωσης που χορηγήθηκε στην άδεια ανεξάρτητα από την τιμή πώλησης της άδειας. Οι τρεις παραγωγοί-εξαγωγείς και η Κυβέρνηση της Ινδίας ισχυρίστηκαν ότι το όφελος έπρεπε να περιοριστεί στην πραγματική τιμή πώλησης της άδειας, η οποία συνήθως είναι χαμηλότερη από την ονομαστική αξία των πιστώσεων της άδειας. Ωστόσο, αυτό το αίτημα απορρίφθηκε, δεδομένου ότι η πώληση άδειας σε τιμή χαμηλότερη από την ονομαστική αξία, αποτελεί καθαρή εμπορική απόφαση που δεν μεταβάλλει το ποσό του οφέλους που εξασφαλίζεται από το καθεστώς.

    (44) Προκειμένου να καθοριστεί η συνολική αξία του οφέλους που προσπορίζεται ο δικαιούχος στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, το ποσό αυτό προσαρμόστηκε με την πρόσθεση σε αυτό του τόκου που αντιστοιχεί στην περίοδο έρευνας. Είναι συνήθης πρακτική το όφελος που προσπορίζεται ο δικαιούχος να εκφράζεται με εφάπαξ επιχορηγήσεις με την πρόσθεση του ετησίου εμπορικού επιτοκίου στο ονομαστικό ποσό της επιχορήγησης, υπό την προϋπόθεση ότι η επιχορήγηση καταβλήθηκε την πρώτη ημέρα της περιόδου έρευνας. Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, είναι προφανές ότι μπορούν να χορηγηθούν ατομικές επιχορηγήσεις ανά πάσα στιγμή μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας ημέρας της περιόδου έρευνας. Επομένως, αντί να προστεθεί το εμπορικό επιτόκιο στο συνολικό ποσό, κρίνεται σκόπιμο να υποτεθεί ότι ελήφθη μέση επιχορήγηση στα μέσα της περιόδου έρευνας· έτσι, το επιτόκιο πρέπει να καλύψει περίοδο έξι μηνών και, επομένως, να θεωρηθεί ίσο με το ήμισυ του εμπορικού επιτοκίου που ίσχυε στην Ινδία κατά την περίοδο έρευνας, ήτοι 7 %. Αυτό το ποσό κατανεμήθηκε στις συνολικές εξαγωγές κατά την περίοδο έρευνας.

    (45) Η Κυβέρνηση της Ινδίας και τρεις εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση του εν λόγω καθεστώτος, όσον αφορά την έκταση της επιδότησης και το ποσό του αντισταθμιστικού οφέλους. Ειδικότερα, προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η εκ μέρους της Επιτροπής αξιολόγηση των οφελών που απορρέουν από αυτά τα καθεστώτα ήταν εσφαλμένη, διότι ως επιδότηση, κατά την έννοια του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού, μπορεί να θεωρηθεί μόνον η καθ' υπέρβαση επιστροφή δασμού.

    (46) Το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)(ii) προβλέπει ότι εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, καθεστώτα επιστροφής ή επιστροφής λόγω υποκατάστασης, τα οποία είναι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες που θεσπίζονται στο παράρτημα Ι στοιχείο θ), καθώς και στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης).

    (47) Αφού η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή κατέδειξε ότι το καθεστώς πιστώσεων εισαγωγικών δασμών που χορηγούνται μετά την εξαγωγή δεν αποτελεί καθαυτό καθεστώς επιστροφής ή επιστροφής σε περίπτωση υποκατάστασης, δεν τίθεται ζήτημα καθ' υπέρβαση επιστροφής δασμού και το όλο όφελος είναι αντισταθμίσιμο. Όπως επεξηγείται στο αιτιολογικό σημείο (40), η καθ' υπέρβαση επιστροφή εισαγωγικών δασμών αποτελεί μέρος του καθεστώτος.

    (48) Τρεις εταιρείες επωφελήθηκαν από αυτό το καθεστώς κατά την περίοδο έρευνας και έλαβαν επιδοτήσεις μεταξύ 4,1 % και 12,3 %.

    δ) Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά

    (49) Ένα άλλο μέσο της πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών που συνίσταται στην παροχή συνδρομής κατά τις εξαγωγές, είναι το καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά (EPCGS), το οποίο θεσπίστηκε την 1η Απριλίου 1990 και τροποποιήθηκε στις 5 Ιουνίου 1995.

    Επιλεξιμότητα

    (50) Μπορούν να επωφεληθούν από το καθεστώς αυτό οι κατασκευαστές εξαγωγείς (δηλαδή κάθε κατασκευαστής στην Ινδία που πραγματοποιεί εξαγωγές) ή οι έμποροι εξαγωγείς (δηλαδή εμπορικοί φορείς). Από την 1η Απριλίου 1997, οι παραγωγοί που συνδέονται με εμπόρους εξαγωγείς μπορούν επίσης να επωφεληθούν από το καθεστώς αυτό.

    Πρακτική εφαρμογή

    (51) Για να μπορέσει να επωφεληθεί από το καθεστώς αυτό, μία εταιρεία πρέπει να παράσχει στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με τον τύπο και την αξία των κεφαλαιουχικών αγαθών που πρόκειται να εισαχθούν. Ανάλογα με τις εξαγωγικές δεσμεύσεις που προτίθεται να αναλάβει, η εταιρεία μπορεί να εισάγει τα κεφαλαιουχικά αγαθά με μηδενικό ή μειωμένο δασμό. Εκδίδεται αυτόματα άδεια που επιτρέπει την εισαγωγή με προτιμησιακό δασμό.

    (52) Προκειμένου να εκπληρωθεί η εξαγωγική υποχρέωση, τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά πρέπει να έχουν χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή των εξαγομένων προϊόντων.

    (53) Για τη λήψη της άδειας καταβάλλεται τέλος για την υποβολή της σχετικής αίτησης.

    Συμπέρασμα σχετικά με το καθεστώς προώθησης των εξαγωγών που αφορούν κεφαλαιουχικά αγαθά (EPCGS)

    (54) Το καθεστώς αυτό είναι αντισταθμίσιμη επιδότηση, εφόσον η καταβολή από τον εξαγωγέα μηδενικού ή μειωμένου δασμού αποτελεί χρηματοδοτική συνεισφορά των ινδικών δημοσίων αρχών, η δημόσια διοίκηση παραιτείται από την απαίτηση εσόδων και ο δικαιούχος προσπορίζεται όφελος δεδομένου ότι καταβάλλει χαμηλότερους δασμούς ή απαλλάσσεται από την καταβολή εισαγωγικών δασμών.

    (55) Πρόκειται για επιδότηση που εξαρτάται δια νόμου από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) της βασικής απόφασης, δεδομένου ότι μπορεί να ληφθεί μόνο εφόσον αναληφθεί δέσμευση εξαγωγής προϊόντων, και επομένως θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα.

    Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

    (56) Το όφελος που προσπορίστηκαν οι εξαγωγείς, υπολογίστηκε με βάση το ποσό του μη καταβληθέντος απαιτητού δασμού επί των εισαγομένων κεφαλαιουχικών αγαθών, το οποίο κατανεμήθηκε σε περίοδο που αντιστοιχεί στην κανονική διάρκεια απόσβεσης των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών στον κλάδο των εν λόγω προϊόντων. Η περίοδος αυτή καθορίστηκε με τον υπολογισμό του μέσου σταθμισμένου όρου (με βάση τον όγκο παραγωγής των υπό εξέταση προϊόντων) των περιόδων απόσβεσης των κεφαλαιουχικών αγαθών που εισήγαγε πράγματι κάθε εταιρεία στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, πράγμα που οδήγησε σε κανονική περίοδο απόσβεσης 15,5 ετών. Το ποσό που υπολογίστηκε κατά τον τρόπο αυτό, το οποίο αποδίδεται στην περίοδο έρευνας, προσαρμόστηκε με την προσθήκη του τόκου που αντιστοιχεί στην περίοδο έρευνας κατά τρόπο ώστε να καθοριστεί η συνολική αξία του οφέλους που προσπορίστηκε ο δικαιούχος δυνάμει του καθεστώτος αυτού. Λόγω του χαρακτήρα της επιδότησης αυτής, που αντιστοιχεί σε εφάπαξ επιχορήγηση, κρίθηκε κατάλληλο το εμπορικό επιτόκιο που ίσχυε στην Ινδία κατά την περίοδο έρευνας, δηλαδή 14 %. Το ποσό αυτό κατανεμήθηκε στη συνέχεια επί του συνόλου των εξαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας.

    (57) Η κυβέρνηση της Ινδίας και τρεις εξαγωγείς προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι το όφελος θα έπρεπε να κατανεμηθεί επί του συνολικού κύκλου εργασιών της εταιρείας, με το επιχείρημα ότι τα μηχανήματα που εισήχθησαν στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν τόσο για την εξαγωγική παραγωγή όσο και για την εγχώρια. Επιπλέον προβάλλεται το επιχείρημα ότι στην πραγματικότητα στόχος του συγκεκριμένου καθεστώτος είναι η ενίσχυση των ινδικών εταιρειών στην προσπάθειά τους να εκσυγχρονιστούν τεχνολογικά και να καταστούν περισσότερο ανταγωνιστικές στη διεθνή αγορά (όπως και η αποτροπή της διαρροής ξένου συναλλάγματος) καθώς και ότι αυτό το καθεστώς δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως εξαγωγική επιδότηση. Εντούτοις, αυτό το επιχείρημα απορρίπτεται. Όπως αναφέρθηκε συνοπτικά ανωτέρω, για να γίνει χρήση του καθεστώτος πρέπει να αναληφθεί υποχρέωση εξαγωγής. Επομένως, θεωρείται ότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγή και, σύμφωνα με την παράγραφο ΣΤ(β)(Ι) των Κατευθύνσεων Υπολογισμού(5), ότι το όφελος κατανεμήθηκε εν συνεχεία επί του κύκλου εργασιών των εξαγωγών για την περίοδο έρευνας.

    (58) Δύο εταιρείες επωφελήθηκαν από το καθεστώς αυτό κατά την περίοδο έρευνας και έλαβαν επιδοτήσεις μεταξύ 0,0 % και 0,8 %.

    ε) Ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών (ΕΡΖ)/Μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού (EOU)

    (59) Ένα άλλο μέσο που εντάσσεται στην πολιτική εισαγωγών και εξαγωγών και για το οποίο ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι περιλαμβάνει την παροχή εξαγωγικής ενίσχυσης, είναι το καθεστώς ελεύθερων βιομηχανικών ζωνών εξαγωγών (ΕΡΖ)/μονάδων με εξαγωγικό προσανατολισμό (EUO), το οποίο θεσπίστηκε στις 22 Ιουνίου 1994.

    (60) Η Επιτροπή έκρινε ότι κανένας παραγωγός του εν λόγω προϊόντος δεν ήταν εγκατεστημένος σε τέτοια ζώνη ή δεν ήταν μονάδα με εξαγωγικό προσανατολισμό. Επομένως δεν είναι αναγκαίο να αξιολογήσει η Επιτροπή αυτό το καθεστώς στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας.

    στ) Σύστημα απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος (ITES)

    (61) Το καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος βασίζεται στο νόμο του 1961 περί φόρου εισοδήματος. Ο νόμος αυτός, που τροποποιείται κάθε χρόνο από το νόμο περί οικονομικών, ορίζει τους όρους είσπραξης των φόρων καθώς και τις διάφορες απαλλαγές/μειώσεις που μπορούν να ζητηθούν. Μεταξύ των απαλλαγών που μπορούν να ζητηθούν από τις εταιρείες, περιλαμβάνονται εκείνες που καλύπτονται από τα άρθρα 10Α, 10Β και 80HHC του νόμου.

    (62) Η Επιτροπή έκρινε ότι κανένας παραγωγός του εν λόγω προϊόντος δεν υπέβαλε αίτηση στο πλαίσιο του καθεστώτος απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος κατά την περίοδο έρευνας. Επομένως δεν είναι αναγκαίο να αξιολογήσει η Επιτροπή αυτό το καθεστώς στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας.

    ι) ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων

    (63) Με βάση τα ανωτέρω το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων για καθέναν από τους εξεταζόμενους εξαγωγείς, είναι το ακόλουθο:

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    2. ΝΟΤΙΟΣ ΑΦΡΙΚΗ

    α) Εισαγωγή

    (64) Με βάση τις πληροφορίες που περιέχονται στην καταγγελία και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η Επιτροπή εξέτασε τα ακόλουθα καθεστώτα επιδοτήσεων:

    - Φορολογική απαλλαγή για επενδύσεις στον κατασκευαστικό τομέα

    - Δάνεια με προτιμησιακά επιτόκια

    - Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς

    - Συνδρομή για την εμπορία των εξαγωγών

    - Προτιμησιακά τιμολόγια μεταφορών και ηλεκτρικής ενέργειας

    - Εκπτώσεις τιμών για τα εξαγόμενα δευτερογενή προϊόντα χάλυβα.

    (65) Τρία προγράμματα, ήτοι το περιφερειακό βιομηχανικό πρόγραμμα ανάπτυξης, το απλοποιημένο περιφερειακό βιομηχανικό πρόγραμμα ανάπτυξης και το γενικό καθεστώς παροχής κινήτρων για τις εξαγωγές, δεν εξετάστηκαν. Κατά την έναρξη της διαδικασίας, η κυβέρνηση της Νοτίου Αφρικής είχε ήδη υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία τα ως άνω προγράμματα είχαν διακοπεί μεταξύ του Νοεμβρίου 1996 και του Ιουλίου 1997. Επομένως η Επιτροπή αποδέχθηκε τον ισχυρισμό ότι οι ενδιαφερόμενοι εξαγωγείς δεν έχουν επωφεληθεί από αυτά τα προγράμματα κατά την περίοδο έρευνας.

    β) Περάτωση της έρευνας

    (66) Όσον αφορά τα καθεστώτα, για τα οποία διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποιούνται από τις υπό εξέταση εταιρείες, καθορίστηκε ότι το σωρευτικό ύψος του οφέλους ποίκιλλε από 0,10 % έως 0,48 %. Καθώς αυτό το ποσοστό αποτελούσε ένα ελάχιστο επίπεδο επιδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5 της βασικής απόφασης, η Επιτροπή δεν χρειάστηκε να αναλύσει περαιτέρω τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα κάθε επιμέρους καθεστώτος. Αντιθέτως μάλιστα, η Επιτροπή αποφάσισε ότι αυτή η διαδικασία πρέπει να τερματιστεί όσον αφορά τη Νότιο Αφρική χωρίς την επιβολή δασμών.

    3. ΤΑΪΒΑΝ

    α) Εισαγωγή

    (67) Με βάση τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην καταγγελία και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ερεύνησαν τα ακόλουθα καθεστώτα επιδοτήσεων:

    - Εκπτώσεις φόρου και απαλλαγές

    - Ταχύτερη Απόσβεση

    - Απαλλαγή από το Δασμό Εισαγωγής

    - Συγχρηματοδοτήσεις

    - Εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε περιοχές με ελάχιστους φυσικούς πόρους

    - Δάνεια με προτιμησιακά επιτόκια

    - Επιδοτήσεις για εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε βιομηχανικά πάρκα και σε ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών.

    (68) Περισσότερες λεπτομέρειες γι' αυτά τα καθεστώτα παρατίθενται κατωτέρω.

    (69) Τα πρώτα έξι καθεστώτα βασίζονται στον νόμο περί αναβαθμίσεως της βιομηχανίας. Το τελευταίο καθεστώς στηρίζεται στον νόμο για τη δημιουργία και τη διαχείριση δύο επιστημονικών πάρκων και στον νόμο για τη δημιουργία και τη διαχείριση βιομηχανικών ζωνών εξαγωγών.

    β) Εκπτώσεις φόρου για την αγορά εξοπλισμού αυτοματοποίησης και ελέγχου της ρύπανσης

    Νομική βάση

    (70) Το βασικό μέσο για την οικονομική ανάπτυξη της βιομηχανίας της Ταϊβάν είναι ο νόμος περί αναβαθμίσεως της βιομηχανίας που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1991 και τροποποιήθηκε τελευταία στις 27 Ιανουαρίου 1995. Ο νόμος συμπληρώνεται από τους κανόνες εφαρμογής του, όπως τροποποιήθηκε τελευταία στις 27 Ιανουαρίου 1995. Οι εκπτώσεις φόρου καλύπτονται από το άρθρο 6 του ίδιου νόμου. Επιπλέον, η πρακτική εφαρμογή του καθεστώτος ρυθμίζεται από τα μέτρα που διέπουν την εφαρμογή των φορολογικών μειώσεων, τα οποία θεσπίστηκαν στις 15 Απριλίου 1991 από το Executive Yuan και τροποποιήθηκαν τελευταία στις 27 Φεβρουαρίου 1995.

    Επιλεξιμότητα

    (71) Οι εκπτώσεις φόρου είναι διαθέσιμες για όλες τις κατασκευαστικές εταιρείες. Δεν υπάρχει ειδική απαίτηση για την πραγματοποίηση εξαγωγών, και η χορήγησή τους δεν εξαρτάται από ορισμένους τύπους προϊόντων ή από ελάχιστη ποσότητα παραγωγής ή κύκλου εργασιών.

    (72) Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 6 του νόμου, οι φορολογικές απαλλαγές χορηγούνται μόνο για τις ακόλουθες επενδύσεις:

    - Επενδύσεις σε εξοπλισμό αυτοματοποίησης της παραγωγής

    - Επενδύσεις σε εξοπλισμό ελέγχου της ρύπανσης.

    (73) Ο νόμος αναφέρει ότι οι επενδύσεις σε εξοπλισμό πρέπει να υπερβαίνουν τα 6000 νέα δολάρια Ταϊβάν (ΝΤ$). Οι εκπτώσεις φόρου για τους διάφορους τύπους επενδύσεων μπορούν να υπολογιστούν σωρευτικά. Το ποσό της έκπτωσης φόρου περιορίζεται στο 50 % του συνολικού ποσού του καταβλητέου φόρου σε οποιοδήποτε τρέχον έτος.

    Ποσό της έκπτωσης φόρου

    (74) Κάθε επιλέξιμη εταιρεία που πραγματοποιεί επενδύσεις στους προαναφερθέντες τύπους εξοπλισμού, μπορεί να πιστώσει το δέκα έως είκοσι τοις εκατό του ποσού αγοράς, στο φόρο καθαρών κερδών της εταιρείας που είναι καταβλητέος για το τρέχον έτος. Στην περίπτωση που ο καταβλητέος φόρος εισοδήματος είναι μικρότερος από το ποσό που πρέπει να αφαιρεθεί, το όφελος μπορεί να μεταφερθεί στα επόμενα τέσσερα έτη.

    (75) Το ποσό της έκπτωσης φόρου καθορίζεται ως εξής:

    Για την αγορά εξοπλισμού αυτοματοποίησης ή ελέγχου της ρύπανσης που κατασκευάζεται στην εγχώρια αγορά, ο συντελεστής της έκπτωσης είναι 20 %. Για την αγορά εξοπλισμού αυτοματοποίησης ή ελέγχου της ρύπανσης από την αλλοδαπή, ο συντελεστής της έκπτωσης είναι 10 %. Για την αγορά τεχνολογίας για την παραγωγή αυτοματοποίησης, η επιτρεπόμενη έκπτωση είναι 10 %.

    Πρακτική εφαρμογή

    (76) Για να επιτύχει εκπτώσεις φόρου, η εταιρεία υποβάλλει αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού μείωσης του φόρου στην υπηρεσία βιομηχανικής ανάπτυξης του Υπουργείου Οικονομικών εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παράδοσης του εξοπλισμού ή από την ημερομηνία περάτωσης του έργου. Πριν από την έκδοση του πιστοποιητικού έκπτωσης του φόρου, οι τοπικές φορολογικές αρχές επαληθεύουν κατά πόσον ο εξοπλισμός πληροί τα κριτήρια του άρθρου 6 του νόμου και ότι έχει όντως τοποθετηθεί. Μετά την έκδοση του πιστοποιητικού, η έκπτωση φόρου αφαιρείται στην φορολογική δήλωση για το τρέχον έτος (σημείο 95 της φορολογικής δήλωσης).

    Αντισταθμισιμότητα

    (77) Οι εκπτώσεις φόρου βάσει του άρθρου 6 του νόμου αποτελούν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο β) της βασικής απόφασης. Οι εκπτώσεις φόρου αποτελούν επιδοτήσεις οι οποίες εξαρτώνται από τη χρήση εγχωρίων και όχι εισαγομένων εμπορευμάτων. Παρόλο που το πρόγραμμα προβλέπει έκπτωση φόρου για εισαγόμενο καθώς και για τον εγχωρίως παραγόμενο εξοπλισμό, η επιδότηση διπλασιάζεται για την αγορά εγχωρίου εξοπλισμού και επομένως παρέχει άμεσα ένα κίνητρο για την αγορά εξοπλισμού που κατασκευάζεται στην Ταϊβάν. Η επαλήθευση έδειξε ότι οι αρχές της Ταϊβάν ευνοούν την αγορά εξοπλισμού που κατασκευάζεται εγχωρίως, έναντι των εισαγομένων μηχανημάτων, παρέχοντας διαφορετικό επίπεδο οφέλους (20 % για τον εγχώριο εξοπλισμό έναντι 10 % για τον εισαγόμενο εξοπλισμό).

    (78) Το καθεστώς αποτελεί επιδότηση, εφόσον η χρηματοδοτική συνεισφορά των δημοσίων αρχών της Ταϊβάν υπό μορφή εκπτώσεων φόρου αποφέρει όφελος στους εξαγωγείς. Είναι επιδότηση που εξαρτάται δια νόμου από τη χρήση εγχωρίων και όχι εισαγομένων εμπορευμάτων, και επομένως θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο β) της βασικής απόφασης.

    (79) Για τους προαναφερόμενους λόγους, θεωρείται ότι οι εκπτώσεις φόρου αποτελούν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις.

    Υπολογισμός του οφέλους

    (80) Το ποσό της επιδότησης πρέπει να υπολογιστεί με βάση το ποσό του μη καταβληθέντος φόρου κατά την περίοδο έρευνας (η περίοδος έρευνας σε αυτή τη διαδικασία αντιστοιχεί σε ένα φορολογικό έτος στην Ταϊβάν, δηλαδή από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως 31 Δεκεμβρίου 1998). Το συνολικό ποσό της επιδότησης πρέπει να κατανεμηθεί στις συνολικές πωλήσεις εφόσον αυτή η επιδότηση ωφελεί και τις εγχώριες και τις εξαγωγικές πωλήσεις.

    (81) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και μια εταιρεία ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή όφειλε να έχει υπολογίσει το όφελος από την επιδότηση ως τη διαφορά μεταξύ των δύο συντελεστών, ήτοι μεταξύ του συντελεστή έκπτωσης 20 % για τον εγχώριο εξοπλισμό και του συντελεστή έκπτωσης 10 % για τον εισαγόμενο εξοπλισμό. Η Επιτροπή αντιστάθμισε το συνολικό ποσό των εκπτώσεων φόρου, καθόσον ο συντελεστής έκπτωσης 20 % για τον εγχώριο εξοπλισμό δεν μπορεί να θεωρηθεί παρέκκλιση από τον συνήθη συντελεστή έκπτωσης 10 %. Οι δύο συντελεστές έκπτωσης φόρου πρέπει να θεωρηθούν χωριστά προγράμματα, τα οποία αφορούν συγκεκριμένα τον εγχώριο και τον εισαγόμενο εξοπλισμό αντιστοίχως. Αν δεν υφίστατο ο συντελεστής έκπτωσης φόρου 20 % για τον εγχώριο εξοπλισμό, οι ενδιαφερόμενες εταιρείες δεν θα είχαν επιτύχει καμία έκπτωση φόρου, καθόσον ο συντελεστής 10 % ισχύει αποκλειστικά για τον εισαγόμένο εξοπλισμό δεν πρόκειται για γενικότερα ισχύοντα συντελεστή. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσόν της επιδότησης ισούται προς το σύνολο των διαφυγόντων εσόδων της κυβέρνησης της Ταϊβάν.

    (82) Μία εταιρεία επωφελήθηκε από αυτό το καθεστώς και αποκόμισε όφελος 2,19 %.

    γ) Εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις

    Επιλεξιμότητα

    (83) Δυνάμει του άρθρου 8 του νόμου, η έκπτωση φόρου είναι διαθέσιμη σε κάθε επενδυτή που αγοράζει ονομαστικές μετοχές οι οποίες εκδίδονται από μεγάλες επιχειρήσεις τεχνολογικής βάσης ή από σημαντική εταιρεία για την οποία προορίζονται οι επενδύσεις και που ορίζει η κυβέρνηση. Η επενδύουσα εταιρεία πρέπει να κατέχει τις ονομαστικές μετοχές για περίοδο τουλάχιστον δύο ετών. Δεν υπάρχει ακριβής ορισμός για μία σημαντική επιχείρηση τεχνολογικής βάσης. Μία σημαντική εταιρεία για την οποία προορίζονται οι επενδύσεις, μπορεί να είναι οποιαδήποτε επιχείρηση που έχει κεφάλαιο 2 δις ΝΤ$ υπό τον όρο ότι έχει οριστεί ως τέτοια από τις δημόσιες αρχές της Ταϊβάν.

    Ποσό της έκπτωσης φόρου

    (84) Οποιαδήποτε επιλέξιμη εταιρεία που επένδυσε στις προαναφερόμενες επιχειρήσεις, μπορεί να πιστώσει το 20 % της καταβληθείσας τιμής για την απόκτηση αυτών των μετοχών, έναντι του καταβλητέου εταιρικού φόρου καθαρών κερδών.

    Πρακτική εφαρμογή

    (85) Προκειμένου να επιτύχει τις εκπτώσεις φόρου, η εταιρεία στην οποία πραγματοποιούνται οι επενδύσεις υποβάλλει αίτηση για την έκδοση πιστοποιητικού μείωσης του φόρου στην IDB. Πριν από την έκδοση του φορολογικού πιστοποιητικού, η IDB επαληθεύει αν η εταιρεία μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιχείρηση τεχνολογικής βάσης ή αν η επιχείρηση για την οποία προορίζονται οι επενδύσεις έχει οριστεί από τις δημόσιες αρχές ως σημαντική εταιρεία για την οποία προορίζονται επενδύσεις. Μετά την έκδοση του πιστοποιητικού στην εταιρεία για την οποία προορίζονται οι επενδύσεις, ο επενδυτής μπορεί να ζητήσει τη φορολογική πίστωση, η οποία αφαιρείται στη φορολογική δήλωση για το τρέχον έτος (σημείο 95 της φορολογικής δήλωσης).

    Αντισταθμισιμότητα

    (86) Οι εκπτώσεις φόρου βάσει του άρθρου 8 του νόμου αποτελούν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) της βασικής απόφασης. Οι δημόσιες αρχές της Ταϊβάν περιόρισαν την πρόσβαση στις επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες κάνουν ειδικές επενδύσεις. Από την επαλήθευση προέκυψε ότι οι αρχές της Ταϊβάν όντως ευνοούν τις επενδύσεις σε ορισμένους τομείς και επιχειρήσεις.

    (87) Το καθεστώς αποτελεί επιδότηση επειδή η χρηματοδοτική συνεισφορά των αρχών της Ταϊβάν υπό μορφή εκπτώσεων φόρου, αποφέρει όφελος στους εξαγωγείς. Είναι επιδότηση που έχει ατομικό χαρακτήρα σε ορισμένες επιχειρήσεις στην Ταϊβάν, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) της βασικής απόφασης.

    (88) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν προβάλλει το επιχείρημα ότι αυτό το πρόγραμμα δεν αποτελεί επιδότηση, καθώς δεν υφίσταται χρηματοδοτική συμβολή προς τις εταιρείες στις οποίες πραγματοποιούνται επενδύσεις. Αυτό το επιχείρημα είναι αναληθές. Όπως επεξηγείται ανωτέρω, μια εταιρεία η οποία επενδύει σε ορισμένες επιχειρήσεις επιτυγχάνει έκπτωση φόρου για το 20 % του επενδυόμενου ποσού. Μια έκπτωση φόρου σαφώς και αποτελεί χρηματοδοτική συμβολή εκ μέρους της κυβέρνησης της Ταϊβάν με τη μορφή διαφυγόντων εσόδων, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) περίπτωση i) της βασικής απόφασης, το δε κέρδος προσπορίζεται η επενδύουσα εταιρεία.

    (89) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν και μια εταιρεία προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι το εν λόγω πρόγραμμα είναι στη διάθεση όλων και δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, καθώς είναι ανοικτό σε όλες τις εταιρείες που πραγματοποιούν επενδύσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις. Παρά ταύτα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η πρόσβαση σε αυτό το πρόγραμμα περιορίζεται ρητώς στις εταιρείες, οι οποίες επενδύουν σε ορισμένες επιχειρήσεις, εφόσον επιλέξιμες για την παραχώρηση έκπτωσης φόρου δεν είναι όλες οι επενδύσεις σε μετοχικό κεφάλαιο. Επιλέξιμες για έκπτωση φόρου είναι μόνον επενδύσεις σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, όπως π.χ. σε σημαντικές τεχνολογικά ή επενδυτικά επιχειρήσεις. Η Επιτροπή συμφωνεί με την κυβέρνηση της Ταϊβάν ότι ο καθορισμός των επιλέξιμων επιχειρήσεων είναι σαφής και αντικειμενικός. Εντούτοις, αυτός ο καθορισμός δεν είναι ουδέτερου ή οριζόντιου χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο β) της βασικής απόφασης, καθώς περιορίζει τον αριθμό επενδύσεων που είναι δυνατόν να λάβουν έκπτωση φόρου, με βάση τη δραστηριότητα των ενδιαφερόμενων εταιρειών. Εάν η επενδύουσα επιχείρηση επιθυμεί να λάβει την επιδότηση, η ελευθερία επιλογής της περιορίζεται σε ορισμένους τομείς. Το άρθρο 2 των κριτηρίων για τον καθορισμό των κυριότερων τεχνολογικών επιχειρήσεων σε σχέση με τον κατασκευαστικό κλάδο και τον κλάδο των τεχνικών υπηρεσιών περιορίζει τις εκπτώσεις φόρου σε 11 συγκεκριμένες μορφές επενδύσεων. Κατά συνέπεια, η πρόσβαση στο εν λόγω πρόγραμμα εξαρτάται από την πραγματοποίηση επενδύσεων σε ορισμένες επιχειρήσεις το πρόγραμμα δεν είναι στη διάθεση όλων και, ως εκ τούτου, είναι αντισταθμίσιμο, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) της βασικής απόφασης.

    (90) Για τους προαναφερόμενους λόγους, θεωρείται ότι οι εκπτώσεις φόρου αποτελούν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις.

    Υπολογισμός του οφέλους

    (91) Το όφελος που προσπορίστηκαν οι εξαγωγείς, πρέπει να υπολογιστεί με βάση την έκπτωση του φόρου που χορηγήθηκε πραγματικά στους εξαγωγείς κατά την περίοδο έρευνας. Το ποσό του οφέλους πρέπει να κατανεμηθεί επί του συνολικού κύκλου εργασιών της εταιρείας κατά την περίοδο έρευνας.

    (92) Μία εταιρεία επωφελήθηκε από αυτό το καθεστώς και αποκόμισε όφελος 1,34 %.

    δ) Εκπτώσεις φόρου για έρευνα και ανάπτυξη και για την κατάρτιση του προσωπικού

    Νομική βάση

    (93) Οι εκπτώσεις φόρου για την Ε& Α και την κατάρτιση του προσωπικού καλύπτονται από το άρθρο 6 του νόμου περί αναβαθμίσεως της βιομηχανίας. Επιπλέον, η πρακτική εφαρμογή του καθεστώτος ρυθμίζεται από τα μέτρα που διέπουν την εφαρμογή των μειώσεων φόρου για επενδύσεις της εταιρείας σε έρευνα και ανάπτύξη, σε κατάρτιση προσωπικού και για την προώθηση του εμπορικού σήματος της εταιρείας παγκοσμίως (καλούμενα εφεξής "τα μέτρα"), που θεσπίστηκαν στις 15 Απριλίου 1991 από το Executive Yuan, όπως τροποποιήθηκε τελευταία στις 28 Μαΐου 1997.

    Επιλεξιμότητα

    (94) Οι εκπτώσεις φόρου είναι διαθέσιμες σε όλες τις κατασκευαστικές βιομηχανίες καθώς και στη γεωργία και στις υπηρεσίες. Δεν υπάρχει ειδική απαίτηση για την πραγματοποίηση εξαγωγών και η χορήγηση αυτών των εκπτώσεων φόρου δεν εξαρτάται από ορισμένους τύπους προϊόντος ή από ελάχιστη ποσότητα παραγωγής ή από τον κύκλο εργασιών.

    Ποσό της έκπτωσης φόρου

    (95) Όσον αφορά τις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, αν η συνολική δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη φθάνει 2000000 ΝΤ$ ή το 2 % των τελευταίων επιχειρησιακών εσόδων στο ίδιο φορολογικό έτος, το 15 % αυτής της δαπάνης μπορεί να αφαιρεθεί από τον καταβλητέο φόρο καθαρών κερδών της εταιρείας γι' αυτό το έτος. Αν η συνολική δαπάνη φθάνει τα 2000000 ΝΤ$ και υπερβεί το 3 % των καθαρών επιχειρησιακών εσόδων, το 20 % του επιπλέον ποσού μπορεί να αφαιρεθεί από τον φόρο καθαρών κερδών της εταιρίας.

    (96) Δυνάμει του άρθρου 6 των μέτρων, αν η συνολική δαπάνη της επένδυσης μιας εταιρείας σε κατάρτιση προσωπικού φθάσει τις 600000 ΝΤ$ εντός του φορολογικού έτους, το 15 % της επένδυσης μπορεί να αφαιρεθεί από τον καταβλητέο φόρο καθαρών κερδών της εταιρείας.

    (97) Για τους δύο τύπους των εκπτώσεων φόρου, αν το ποσό του φόρου εισοδήματος της εταιρείας για το τρέχον έτος είναι μικρότερο από το ποσό που μπορεί να αφαιρεθεί, το όφελος μπορεί να μεταφερθεί στα επόμενα τέσσερα έτη.

    Πρακτική εφαρμογή

    (98) Για να επιτύχει μειώσεις φόρου, μία εταιρεία επισυνάπτει ειδική αίτηση στη φορολογική δήλωση εισοδήματος. Οι τοπικές φορολογικές αρχές επαληθεύουν αν οι δαπάνες πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 6 του νόμου και τα άρθρα 2 και 3 των μέτρων και καθορίζει το ποσό που μπορεί να αφαιρεθεί. Μόλις οι τοπικές φορολογικές αρχές εγκρίνουν το ποσό, η έκπτωση φόρου μπορεί να αφαιρεθεί στη φορολογική δήλωση για το τρέχον φορολογικό έτος.

    Αντισταθμισιμότητα

    (99) Οι εκπτώσεις φόρου για Ε& Α και κατάρτιση προσωπικού βάσει του άρθρου 6 του νόμου δεν αποτελούν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις. Οι εκπτώσεις φόρου είναι γενικά διαθέσιμες για όλες τις κατασκευαστικές, γεωργικές βιομηχανίες και τις βιομηχανίες παροχής υπηρεσιών που επενδύουν σε έρευνα και ανάπτυξη και σε κατάρτιση προσωπικού. Επιπλέον, οι επιλέξιμες δαπάνες περιγράφονται λεπτομερώς στο άρθρο 2 (Ε& Α) και στο άρθρο 3 (κατάρτιση προσωπικού) των μέτρων, και οι επιλέξιμες δραστηριότητες είναι εκείνες που μπορούν να αναλάβουν οι εταιρείες σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας. Οι φορολογικές αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν ποιες δαπάνες είναι επιλέξιμες και ποιες όχι. Τέλος, η επαλήθευση έδειξε ότι οι εκπτώσεις φόρου χρησιμοποιήθηκαν όντως σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας.

    ε) Άλλες εκπτώσεις φόρου

    (100) Υπάρχουν οι ακόλουθες εκπτώσεις φόρου και απαλλαγές οι οποίες ωστόσο δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους παραγωγούς εξαγωγείς για το εν λόγω προϊόν:

    - Έκπτωση φόρου για την καθιέρωση διεθνώς αναγνωρισμένων σημάτων

    - Πενταετής φορολογική απαλλαγή για ορισμένες επιχειρήσεις βάσει του άρθρου 8 του ως άνω νόμου

    - Πενταετής απαλλαγή επί του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων βάσει των άρθρων 15 και 17 του νόμου για τη δημιουργία και τη διαχείριση πάρκου επιστημονικής βάσης.

    (101) Εφόσον διαπιστώθηκε ότι αυτά τα προγράμματα δεν χρησιμοποιήθηκαν, δεν εξετάστηκε η δυνατότητα αντιστάθμισης αυτών των πιστώσεων.

    στ) Ταχύτερη απόσβεση

    Επιλεξιμότητα

    (102) Το άρθρο 5 του ως άνω νόμου προβλέπει την ταχύτερη απόσβεση στην περίπτωση που μία κατασκευαστική εταιρεία επενδύει σε ορισμένους τύπους πάγιων στοιχείων ενεργητικού. Τα επιλέξιμα πάγια στοιχεία ενεργητικού είναι ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται σε Ε& Α, σε έλεγχο πρότυπων προϊόντων, σε εξοικονόμηση ενέργειας ή για σκοπούς εναλλακτικής ενέργειας.

    Πρακτική εφαρμογή

    (103) Εταιρεία η οποία έχει επενδύσει σε επιλέξιμο εξοπλισμό, πρέπει να υποβάλει αίτηση στην IDB ή στην ενεργειακή επιτροπή που να περιλαμβάνει περιγραφή των μηχανημάτων και αντίγραφο καταλόγου των μηχανημάτων. Η IDB ή η ενεργειακή επιτροπή επαληθεύει κατά πόσον τα μηχανήματα είναι επιλέξιμα και εκδίδει πιστοποιητικό. Όταν η δήλωση φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων υποβάλλεται στις φορολογικές αρχές, η εταιρεία υποβάλλει τα πιστοποιητικά και κατάλογο όλων των εγγράφων που έχουν εγκριθεί για ταχύτερη απόσβεση. Οι τοπικές φορολογικές αρχές επαληθεύουν εκ νέου αν τα μηχανήματα ανταποκρίνονται στα κριτήρια του άρθρου 5 του νόμου και αν η ταχύτερη απόσβεση έχει γίνει ορθά.

    Ποσό της επιδότησης

    (104) Δυνάμει του άρθρου 51 του φορολογικού κώδικα, μία εταιρεία μπορεί να εφαρμόσει τρεις μεθόδους για την απόσβεση των στοιχείων ενεργητικού της: η μέθοδος σταθερής απόσβεσης, η μέθοδος σταθερού ποσοστού επί της εναπομένουσας αξίας του παγίου στοιχείου ή η μέθοδος με βάση τις ώρες εργασίας. Η επαλήθευση έδειξε ότι όλοι οι παραγωγοί εξαγωγείς των εν λόγω προϊόντων χρησιμοποίησαν τη μέθοδο σταθερής απόσβεσης η οποία προβλέπει την απόσβεση σταθερού ποσού κατά το χρόνο λειτουργίας του εξοπλισμού. Σύμφωνα με τον πίνακα των χρόνων λειτουργίας των παγίων στοιχείων ενεργητικού, κάθε τύπος μηχανήματος έχει σταθερή περίοδο λειτουργίας μεταξύ 2 και 50 ετών. Για τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία χάλυβα, η περίοδος απόσβεσης είναι 7 χρόνια κατά μέσον όρο.

    (105) Το όφελος που προσπορίστηκαν οι δικαιούχοι με βάση τις διατάξεις της ταχύτερης απόσβεσης, συνίσταται σε μειωμένη περίοδο απόσβεσης δύο ετών αντί της κανονικής περιόδου απόσβεσης (δηλαδή 7 χρόνια κατά μέσον όρο στη βιομηχανία χάλυβα) που καθορίζεται στον πίνακα χρόνων λειτουργίας των παγίων στοιχείων ενεργητικού.

    Αντισταθμισιμότητα

    (106) Η ταχύτερη απόσβεση που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 5 του ως άνω νόμου αποτελούν αντισταθμίσιμη επιδότηση. Από την επαλήθευση προέκυψε ότι, παρά τα αντικειμενικά κριτήρια του άρθρου 5 του νόμου, μία εταιρεία χρησιμοποίησε τις διατάξεις περί ταχύτερης αποσβέσεως, προκειμένου να αποσβέσει όλα τα μηχανήματα και τον εξοπλισμό της σε νέα γραμμή παραγωγής καθώς και σε κτίρια. Αυτά τα μηχανήματα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προϊόντων χάλυβα και δεν έχουν άμεσες επιπτώσεις στην Ε& Α, στα πρότυπα σχέδια ή στην εξοικονόμηση ενέργειας. Η ενεργειακή επιτροπή και οι τοπικές φορολογικές αρχές ενέκριναν αυτή την αίτηση. Φαίνεται ότι οι συγκεκριμένες επενδύσεις δεν πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 5 του νόμου, ήτοι δεν πρόκειται για εξοπλισμό που χρησιμοποιείται για την εξοικονόμηση ενεργείας, για πρότυπα προϊόντα ή για επενδύσεις στην Ε& Α. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αρχή που χορηγεί αυτή τη δυνατότητα έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει τη χορήγηση του οφέλους της ταχύτερης απόσβεσης και μπορεί να ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων.

    (107) Μετά την κοινοποίηση, η κυβέρνηση της Ταϊβάν ισχυρίστηκε ότι τα πιστοποιητικά ταχύτερης απόσβεσης χορηγήθηκαν από την ενεργειακή επιτροπή και όχι από την IDB. Μετά από επαλήθευση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής συμφωνούν με την κυβέρνηση της Ταϊβάν ότι το πιστοποιητικό χορηγήθηκε από την ενεργειακή επιτροπή για την υποτιθέμενη αγορά εξοπλισμού εξοικονόμησης ενέργειας, Παρά ταύτα, η Επιτροπή δεν έχει ακόμη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συνακόλουθη επιδότηση είναι αντισταθμίσιμη, κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) της βασικής απόφασης, καθώς φαίνεται ότι η εκδίδουσα αρχή δεν τηρεί τα κριτήρια σε όλες τις περιπτώσεις και, κατά συνέπεια, η πρόσβαση στην επιδότηση περιορίζεται στην πραγματικότητα, λόγω της διακριτικής ευχέρειας των αρχών, σε ορισμένες επιχειρήσεις. Η εταιρεία που έκανε χρήση αυτού του προγράμματος επιτάχυνε την απόσβεση μεγάλου αριθμού ειδών, όπως για παράδειγμα κτιρίων, τα οποία σαφώς και δεν μπορεί να θεωρηθούν εξοπλισμός εξοικονόμησης ενέργειας. Επομένως, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω πρόγραμμα αποφέρει όφελος στο υπό εξέταση προϊόν και είναι αντισταθμίσιμο.

    (108) Μια εταιρεία επικαλείται το επιχείρημα ότι, αν και χρησιμοποίησε την ταχύτερη απόσβεση, δεν επωφελήθηκε από το πρόγραμμα, διότι το συνολικό ποσό της απόσβεσης που επέτυχε με την ταχύτερη απόσβεση ήταν χαμηλότερο κατά την περίοδο έρευνας από ό,τι θα ήταν στο πλαίσιο της συνήθους μεθόδου απόσβεσης. Η Επιτροπή, στην προσπάθειά της να διαπιστώσει κατά πόσον η εν λόγω εταιρεία προσπορίστηκε οφέλη, έλαβε υπόψη, σύμφωνα με τη συνήθως ακολουθούμενη μέθοδο, μόνον την εξοικονόμηση φόρων που επιτεύχθηκε σε σχέση με όλα τα είδη για τα οποία εξακολουθούσε να πραγματοποιείται απόσβεση κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας και αυτό συγκρίνοντας τα ποσά απόσβεσης με τη συνήθη και με την ταχεία διαδικασία. Όλα τα είδη, τα οποία σύμφωνα με τα λογιστικά στοιχεία της εταιρείας έχουν ήδη πλήρως αποσβεσθεί και δεν έχουν πλέον αξία κατά τις συνήθεις αρχές της λογιστικής, αποκλείστηκαν από τον υπολογισμό του οφέλους. Άρα, το επιχείρημα της εταιρείας δεν είναι βάσιμο.

    (109) Θεωρείται επομένως ότι το όφελος της ταχύτερης απόσβεσης έχει ατομικό χαρακτήρα και, ως εκ τούτου, ότι αποτελεί αντισταθμίσιμη επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) της βασικής απόφασης.

    Υπολογισμός του οφέλους

    (110) Όπως επεξηγείται ανωτέρω, το όφελος που προσπορίστηκαν οι εξαγωγείς πρέπει να υπολογιστεί ως η διαφορά μεταξύ του ποσού του φόρου που έπρεπε να καταβληθεί κατά την περίοδο έρευνας, αν είχε χρησιμοποιηθεί ο συνήθης συντελεστής απόσβεσης, και του ποσού του φόρου που όντως καταβλήθηκε στο πλαίσιο της ταχύτερης απόσβεσης. Ο υπολογισμός αυτής της διαφοράς έγινε με βάση όλα τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού (κτίρια και μηχανήματα) τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο απόσβεσης κατά την περίοδο έρευνας. Το ποσό του οφέλους πρέπει να κατανεμηθεί στο συνολικό κύκλο εργασιών της εταιρείας.

    (111) Μία εταιρεία επωφελήθηκε από αυτό το πρόγραμμα και επέτυχε όφελος 0,60 %.

    ζ) Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς

    Νομική βάση

    (112) Κεφάλαια 84, 85 και 90 του Δασμολογίου και του "Classification of Import & Εχροrt Commodities" της Δημοκρατίας της Κίνας (εφεξής "τελωνειακός κώδικας").

    Επιλεξιμότητα

    (113) Με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις του τελωνειακού κώδικα, απαλλάσσεται από τους εισαγωγικούς δασμούς η κατασκευαστική εταιρεία που εισάγει μηχανήματα για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, την αναβάθμιση της ποιότητας, την αύξηση της παραγωγής, την εξοικονόμηση ενέργειας, την προώθηση της ανακύκλωσης ή τη βελτίωση των τεχνικών παραγωγής, τα οποία δεν κατασκευάζονται ακόμα στην τοπική αγορά.

    Πρακτική εφαρμογή

    (114) Η εταιρεία η οποία προτίθεται να εισαγάγει μηχανήματα ή εξοπλισμό υποβάλλει αίτηση στην IDB πριν από την εισαγωγή των μηχανημάτων. Αν η IDB διαπιστώσει ότι τα μηχανήματα δεν παράγονται στην Ταϊβάν, εκδίδει πιστοποιητικό το οποίο αποστέλλεται στον αιτούντα και στην τελωνειακή υπηρεσία. Οι τελωνειακές υπηρεσίες επαληθεύουν κατά πόσον τα εισαγόμενα μηχανήματα ανταποκρίνονται στα μηχανήματα που περιγράφονται στο πιστοποιητικό της IDB. Αυτή η επαλήθευση γίνεται δειγματοληπτικά.

    Ποσό της απαλλαγής του δασμού

    (115) Το ποσό της επιδότησης είναι το ποσό των εισαγωγικών δασμών οι οποίοι ήταν κανονικά καταβλητέοι χωρίς το όφελος της απαλλαγής. Ο συνήθης δασμολογικός συντελεστής για τα μηχανήματα κυμαίνεται μεταξύ 2 % και 20 %.

    Συμπέρασμα

    (116) Η απαλλαγή από τον εισαγωγικό δασμό δυνάμει του τελωνειακού κώδικα, αποτελεί αντισταθμίσιμη επιδότηση. Λόγω του χαρακτήρα αυτής της επιδότησης, το πρόγραμμα όπως έχει καθοριστεί, θα εφαρμόζεται αυτομάτως από ορισμένους βιομηχανικούς τομείς κατά δυσανάλογο τρόπο. Οι βιομηχανικοί τομείς των οποίων τα μηχανήματα παράγονται στην Ταϊβάν, δεν θα είναι επιλέξιμοι γι' αυτό το πρόγραμμα. Συνεπώς, η επιλεξιμότητα για την απαλλαγή από τον εισαγωγικό δασμό περιορίζεται σε βιομηχανίες οι οποίες είναι υποχρεωμένες να εισάγουν μηχανήματα εφόσον τα μηχανήματα αυτά δεν είναι διαθέσιμα στην τοπική αγορά. Οι βιομηχανίες που εισάγουν μηχανήματα τα οποία παράγονται επίσης στην Ταϊβάν, δεν μπορούν να επωφεληθούν από αυτό το καθεστώς.

    (117) Η κυβέρνηση της Ταϊβάν ισχυρίζεται ότι η απαλλαγή από τον εισαγωγικό δασμό για εισαγόμενο μηχανολογικό εξοπλισμό δεν αποτελεί επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της βασικής απόφασης. Παρά ταύτα, κατά την Επιτροπή είναι σαφές ότι η απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς συνεπάγεται διαφυγόντα έσοδα για την κυβέρνηση της Ταϊβάν, ενώ ο εισαγωγέας των μηχανημάτων προσπορίζεται όφελος. Αυτό το γεγονός συνιστά επιδότηση, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) περίπτωση (ii) της βασικής απόφασης. Η κυβέρνηση της Ταϊβάν ισχυρίζεται επιπλέον ότι, και αν ακόμη το εν λόγω πρόγραμμα αποτελούσε επιδότηση, αυτή δεν θα ήταν αντισταθμίσιμη κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) της βασικής απόφασης. Η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι η απαλλαγή από εισαγωγικό δασμό για συγκεκριμένα εισαγόμενα μηχανήματα που δεν παράγονται εγχώρια παρέχει εξ ορισμού όφελος σε ορισμένες εταιρείες, οι οποίες ασκούν δραστηριότητα σε κάποιον κλάδο, του οποίου ο μηχανολογικός εξοπλισμός δεν κατασκευάζεται στην Ταϊβάν. Εάν η κυβέρνηση της Ταϊβάν αποφάσιζε να καταργήσει τον εισαγωγικό δασμό επί αυτών των μηχανημάτων, θα επρόκειτο για άλλο πράγμα. Εντούτοις, εφόσον ο δασμός παραμένει "κατά τα λοιπά απαιτητός" και απλώς ορισμένες επιχειρήσεις απαλλάσσονται από την καταβολή του, αυτό συνιστά επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) περίπτωση (ii).

    (118) Μία εταιρεία προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το εν λόγω πρόγραμμα δεν εμπίπτει στο πεδίο της έρευνας, διότι στην καταγγελία, η οποία είχε ως συνέπεια την έναρξη της έρευνας, δεν γινόταν ρητή αναφορά σε αυτό. Η Επιτροπή σημειώνει ότι ο καταγγέλλων ανέφερε στην καταγγελία την απαλλαγή από εισαγωγικό δασμό για μηχανήματα και άλλο εξοπλισμό (σελίδα 9, τμήμα Β.2.2.2). Αν και ο καταγγέλλων ανέφερε ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι στη διάθεση εταιρειών που είναι εγκατεστημένες σε απαλλαγμένες φόρων περιοχές, σε βιομηχανικά πάρκα επιστημονικού χαρακτήρα ή σε ελεγχόμενα εργοστάσια, η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτή η πληροφορία αποτελεί επαρκή ένδειξη για την κίνηση διαδικασίας όσον αφορά την απαλλαγή του μηχανολογικού εξοπλισμού από τους εισαγωγικούς δασμούς. Επιπλέον, ο ρόλος της ερευνούσας αρχής είναι ακριβώς να διαπιστώνει την ορθή νομική βάση και πρακτική εφαρμογή όλων των προγραμμάτων που αναφέρονται στην καταγγελία. Γι' αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή συμπεριέλαβε το εν λόγω πρόγραμμα στην έρευνα και ο ισχυρισμός του εξαγωγέα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

    (119) Επομένως, θεωρείται ότι η απαλλαγή από τον εισαγωγικό δασμό επί των μηχανημάτων αποτελείται αντισταθμίσιμη επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) της βασικής απόφασης.

    Υπολογισμός του οφέλους

    (120) Το όφελος που προσπορίζονται οι εξαγωγείς, πρέπει να υπολογιστεί ως το ποσό των εισαγωγικών δασμών που πρέπει να καταβληθούν αν δεν υπάρχει το όφελος της απαλλαγής στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος. Αυτό το ποσό πρέπει να κατανεμηθεί στη συνήθη περίοδο λειτουργίας των μηχανημάτων σε αυτή τη βιομηχανία, δηλαδή 7 έτη.

    (121) Δύο εταιρείες επωφελήθηκαν από αυτό το πρόγραμμα και επέτυχαν οφέλη 0,27 % και 0,32 %.

    η) Άλλα είδη επιδοτήσεων

    (122) Ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι οι παραγωγοί εξαγωγείς του εν λόγω προϊόντος ωφελήθηκαν από ορισμένα προγράμματα άλλων επιδοτήσεων. Οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο και οι επισκέψεις επαλήθευσης στις δημόσιες αρχές της Ταϊβάν καθώς και στις εγκαταστάσεις των εξαγωγέων, έδειξαν ότι τα προγράμματα που απαριθμούνται κατωτέρω δεν χρησιμοποιήθηκαν από τους παραγωγούς εξαγωγείς.

    (123) Δάνεια με προτιμησιακά επιτόκια - Κατά τις επισκέψεις επαλήθευσης, διαπιστώθηκε ότι η Chiao Tung Βαnk και η Medium Business Βαnk της Ταϊβάν χορηγούσαν δάνεια σε έναν εξαγωγέα, αλλά με τους συνήθεις εμπορικούς όρους.

    (124) Οφέλη για εταιρείες σε βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών (ΕΡΖ) και σε βιομυχανικά πάκα - Καμία από τις εταιρείες που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας (ούτε οι συνδεόμενες με αυτές εταιρείες) δεν ήταν εγκατεστημένη σε τέτοιες ζώνες ή βιομηχανικά πάρκα.

    (125) Οφέλη για εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε περιοχές με 3 βραδεία ανάπτυξη ή με ελάχιστους φυσικούς πόρους - Η επαλήθευση έδειξε ότι καμία από τις εταιρείες δεν ήταν εγκατεστημένη σε περιοχή με βραδεία ανάπτυξη ή με ελάχιστους φυσικούς πόρους.

    (126) Δεν χορηγήθηκαν συγχρηματοδοτήσεις στις εν λόγω εταιρείες.

    Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς για τις πρώτες ύλες - Διαπιστώθηκε ότι κανένας από τους ενδιαφερόμενους εξαγωγείς δεν επωφελήθηκε από το εν λόγω πρόγραμμα.

    θ) Συνολικό ποσό της επιδότησης

    (127) Το ποσό της επιδότησης υπολογίστηκε με βάση τη μέθοδο που καθορίζεται ανωτέρω. Επιπλέον, για να υπολογιστεί το πλήρες όφελος που προσπορίστηκαν οι εν λόγω εταιρείες, προστέθηκε ο τόκος με το μέσο εμπορικό επιτόκιο που ίσχυε στην Ταϊβάν κατά την περίοδο έρευνας, δηλαδή 8 %.

    (128) Ένας εξαγωγέας ισχυρίζεται ότι η προσαύξηση κατά τους τόκους έχει ως συνέπεια την υπερβολική διόγκωση του ποσού της επιδότησης. Απαντώντας στον ισχυρισμό αυτό, το στοιχείο του τόκου προστίθεται για να απεικονισθεί το όφελος που έχει ο δικαιούχος χωρίς να αποσύρει ένα ισοδύναμο ποσό χρημάτων από εμπορικές πηγές. Πράγματι, το άρθρο 6 της βασικής απόφασης καθιστά σαφές ότι το σημείο αναφοράς για τον υπολογισμό της επιδότησης είναι το ισοδύναμο κόστος των κεφαλαίων στην εμπορική αγορά. Επίσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ASCM δεν αποκλείει την προσθήκη ενός ποσού για τόκους στο πλαίσιο του υπολογισμού του συνολικού ποσού του οφέλους που προσπορίζεται κάποιος δικαιούχος στο πλαίσιο ενός καθεστώτος επιδότησης. Κατά συνέπεια, πάγια πρακτική της Κοινότητας σε αυτόν τον τομέα στο πλαίσιο της αναθεωρημένης νομοθεσίας που θεσπίστηκε μετά την ολοκλήρωση του Γύρου της Ουρουγουάης είναι, κατά τον υπολογισμό του συνολικού οφέλους, να προστίθεται σε αυτές τις περιπτώσεις ένα ποσόν για τόκους. Άρα, ο ως άνω ισχυρισμός απορρίπτεται.

    (129) Για τις συνεργαζόμενες εταιρείες καθορίστηκαν οι ακόλουθοι συντελεστές επιδοτήσεων:

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (130) Ενημερωτικά, πρέπει να αναφερθεί ότι το μέσο σταθμισμένο περιθώριο της επιδότησης για το σύνολο της χώρας και για τους δύο παραγωγούς εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας και αντιπροσωπεύουν το ήμισυ των εξαγωγών στην Κοινότητα, καταγωγής Ταϊβάν, εκφρασμένο ως ποσοστό της τιμής CIF στα σύνορα της Κοινότητας, είναι 2,77 % που είναι σημαντικά υψηλότερο από το ελάχιστο κατώτατο όριο για την Ταϊβάν (δηλαδή 1 %). Επιπλέον, δεν μπορεί να αποκλειστεί το γεγονός ότι το περιθώριο χώρας θα ήταν υψηλότερο λαμβανομένου υπόψη του οφέλους που θα απεκόμιζαν πιθανώς οι εταιρείες που δεν συνεργάστηκαν.

    Δ. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

    1. Καθορισμός της αντίστοιχης κοινοτικής αγοράς

    (131) Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη ζημία και, σε αυτό το πλαίσιο, να καθοριστεί η κατανάλωση και οι διάφοροι οικονομικοί δείκτες που συνδέονται με την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, χρειαζόταν να εξεταστεί κατά πόσον η παραγωγή του εν λόγω κλάδου που προοριζόταν για τη δεσμευμένη αγορά θα έπρεπε να εξαιρεθεί από την συγκεκριμένη ανάλυση ή κατά πόσον η ζημία και η κατανάλωση θα έπρεπε να υπολογιστούν σε συνάρτηση με το σύνολο της παραγωγής του ενδιαφερόμενου κοινοτικού κλάδου.

    (132) Στην Κοινότητα υπάρχουν δεκαέξι παραγωγοί ρόλων θερμής έλασης. Περίπου το 70 % των ρόλων θερμής έλασης που κατασκευάζονται από αυτούς τους παραγωγούς χρησιμοποιούνται στη δεσμευμένη αγορά, δηλαδή οι ίδιοι παραγωγοί υποβάλλουν τα προϊόντα σε περαιτέρω μεταποίηση στο πλαίσιο ολοκληρωμένης διαδικασίας (παραγωγή καλούμενη εφεξής "δεσμευμένη αγορά"). Αυτοί οι ρόλοι θερμής έλασης ακολουθούν μια εσωτερική διαδικασία μεταφοράς σε εργασίες μεταποίησης των επόμενων σταδίων παραγωγής, για τα οποία δεν εκδίδονται τιμολόγια εφόσον οι μεταφορές αυτές λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της ίδιας νομικής οντότητας. Η υπόλοιπη παραγωγή (καλούμενη εφεξής "ελεύθερη αγορά") πωλείται σε συνδεόμενα και μη συνδεόμενα μέρη.

    (133) Ως προς αυτό, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ των δύο χωριστών αγορών. Πρόβαλε το επιχείρημα ότι οι ρόλοι θερμής έλασης που προορίζονταν για δεσμευμένη αγορά δεν ήταν άμεσα ανταγωνιστικοί των επιδοτούμενων εισαγόμενων προϊόντων. Συνεπώς, οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας δεν μπορούν να επηρεάσουν αυτήν την αγορά. Παράλληλα, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι η υπόλοιπη παραγωγή πωλήθηκε στην ελεύθερη αγοράς, όπου λαμβάνει χώρα ο ανταγωνισμός με τις επιδοτούμενες εισαγωγές. Οι κυριότεροι αγοραστές στην ελεύθερη αγορά είναι ανεξάρτητες εγκαταστάσεις ψυχρής έλασης, όπως κατασκευαστές σωλήνων, κέντρα υπηρεσιών χάλυβα (καλούμενα εφεξής "κέντρα υπηρεσιών"), έμποροι προϊόντων χάλυβα και επιχειρήσεις αποθεματοποίησης. Η καταγγελία αφορά μόνον τους ρόλους θερμής έλασης που πωλούνται στην ελεύθερη αγορά.

    (134) Οι παραγωγοί-εξαγωγείς και οι εισαγωγείς ρόλων θερμής έλασης στην κοινοτική αγορά ισχυρίστηκαν ότι ο ορισμός του εν λόγω προϊόντος και του ομοειδούς προϊόντος κάλυπτε όλους τους ρόλους θερμής έλασης. Ειδικότερα, πρόβαλαν το επιχείρημα ότι δεν υφίστατο σαφής διαχωρισμός μεταξύ της δεσμευμένης και της ελεύθερης αγοράς και ότι ο ορισμός της ελεύθερης αγοράς από τον καταγγέλλοντα ήταν αυθαίρετος. Ζήτησαν επομένως να συμπεριλάβει η εξέταση αυτής της κοινοτικής αγοράς τη δεσμευμένη αγορά και την ελεύθερη αγορά από κοινού.

    (135) Εις επίρρωση αυτού του ισχυρισμού, έγινε αναφορά στην απόφαση Gimelec(6) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ανέφεραν ότι στην προαναφερθείσα απόφαση, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα ακόλουθα επιχειρήματα για να αποκλείσει την ύπαρξη δύο χωριστών αγορών:

    - το εν λόγω προϊόν είχε πωληθεί στην ίδια αγορά και χρησιμοποιηθεί για τους ίδιους σκοπούς·

    - οι κοινοτικοί παραγωγοί πωλούσαν το εν λόγω προϊόν τόσο σε συνδεόμενους όσο και σε μη συνδεόμενους πελάτες και επέβαλαν ως επί το πλείστον την ίδια τιμή·

    - οι εταιρείες των επόμενων σταδίων παραγωγής συνήθιζαν να αγοράζουν το εν λόγω προϊόν όχι μόνο από συνδεόμενους κοινοτικούς προμηθευτές, αλλά επίσης από εισαγωγείς ή άλλους μη συνδεόμενους παραγωγούς.

    (136) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι, υπό το πρίσμα της ανωτέρω απόφασης, οι νομικές προϋποθέσεις για τον διαχωρισμό των αγορών δεν επληρούντο στην παρούσα υπόθεση. Οι ανωτέρω θεωρούν ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί θα μπορούσαν να επιλέξουν, αναλόγως των συνθηκών της αγοράς, να πωλήσουν εναλλακτικά είτε στην ελεύθερη είτε στη δεσμευμένη αγορά, καθόσον η κοινοτική παραγωγή των δύο κατηγοριών ρόλων θερμής έλασης είναι ομοειδής. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι οι υποτιθέμενες μεταφορές μεταξύ των δύο τμημάτων της αγοράς δεν επιτρέπουν νομικά τον αποκλεισμό μέρους της κοινοτικής παραγωγής από την εξέταση της ζημίας και, ειδικότερα, από την κοινοτική κατανάλωση.

    (137) Ως προς αυτό το σημείο, η Επιτροπή προέβη στις ακόλουθες διαπιστώσεις:

    α) Με δεδομένο τον υψηλό βαθμό ολοκλήρωσης που υπάρχει στη βιομηχανία χάλυβα γενικά και στην παραγωγή του εν λόγω προϊόντος ειδικότερα, οι κοινοτικοί παραγωγοί του εν λόγω προϊόντος απλώς μεταφέρουν, χωρίς να εκδίδουν τιμολόγια, ρόλους θερμής έλασης που προορίζονται για τη δεσμευμένη αγορά. Εμπορικά τιμολόγια δεν εκδίδονται, εφόσον τα ενεχόμενα μέρη δεν αποτελούν χωριστές νομικές οντότητες. Κατά συνέπεια, για τις μεταφορές εντός της δεσμευμένης αγοράς δεν υπάρχουν τιμές που να συγκρίνονται με τις τιμές της ελεύθερης αγοράς.

    β) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν παρήγε ρόλους θερμής έλασης για αποθεματοποίηση, οι οποίοι στη συνέχεια θα μπορούσαν να διατεθούν είτε για δεσμευμένη χρήση είτε να πωληθούν στην ελεύθερη αγορά. Αυτό συμβαίνει γιατί όλοι οι χρήστες ρόλων θερμής έλασης, μεταξύ των οποίων και οι ολοκληρωμένες διαδικασίες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, συναντούν τεχνικούς περιορισμούς όσον αφορά την παραγωγή προϊόντων κατάντη. Ως εκ τούτου, οι μεταφορές ρόλων θερμής έλασης μεταξύ των δύο αγορών, εφόσον υπάρχουν, είναι ασήμαντες.

    γ) Από την έρευνα προέκυψε ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν αγοράζουν το υπό εξέταση προϊόν για τη δεσμευμένη αγορά από ανεξάρτητα μέρη εντός ή εκτός της Κοινότητας. Επομένως, οι ρόλοι θερμής έλασης που προορίζονται για τη δεσμευμένη αγορά δεν είναι σε ανταγωνισμό με άλλους ρόλους θερμής έλασης που είναι διαθέσιμοι στην Κοινότητα. Συνεπώς, η δεσμευμένη αγορά μπορεί σαφώς να διακριθεί από την ελεύθερη αγορά.

    (138) Σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ της ελεύθερης και της δεσμευμένης αγοράς εναρμονίζεται πλήρως με τις απαιτήσεις της βασικής απόφασης και με την προγενέστερη πρακτική των κοινοτικών οργάνων.

    (139) Προκειμένου να καθορίσει τους κατάλληλους οικονομικούς δείκτες για την ανάλυση της ζημίας, όπως η εξέλιξη των πωλήσεων, η αποδοτικότητα κ.λπ., η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον θα ήταν σκόπιμο γενικά να συμπεριληφθούν στον ορισμό της ελεύθερης αγοράς οι πωλήσεις που πραγματοποίησαν κοινοτικοί παραγωγοί σε συνδεόμενα μέρη που διαθέτουν χωριστή νομική οντότητα. Διαπιστώθηκε ότι τέτοιες πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν στις ίδιες, σε γενικές γραμμές, τιμές με αυτές που χρεώνονταν σε ανεξάρτητα μέρη. Επιπλέον, από την έρευνα επιβεβαιώθηκε, όπως ισχυρίζονταν και ορισμένοι εξαγωγείς-παραγωγοί, ότι αυτά τα συνδεόμενα μέρη είναι ελεύθερα να πραγματοποιούν τον εφοδιασμό τους είτε από συνδεόμενους είτε από μη συνδεόμενους προμηθευτές εντός ή εκτός της Κοινότητας. Συνεπώς, συνήχθη το συμπέρασμα ότι οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών σε συνδεόμενα μέρη με χωριστή νομική οντότητα ανταγωνίζονταν τις πωλήσεις ανεξάρτητων προμηθευτών, όπως αυτών που είναι εγκατεστημένοι στις ενδιαφερόμενες χώρες, και ότι αυτές οι πωλήσεις θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να συμπεριληφθούν στον προσδιορισμό των πωλήσεων στην ελεύθερη αγορά.

    (140) Ένας κοινοτικός παραγωγός ισχυρίστηκε ωστόσο ότι οι πωλήσεις του σε συνδεόμενα μέρη έπρεπε να θεωρηθούν ότι ανήκουν στη δεσμευμένη αγορά. Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι οι τιμές που τιμολογούνται στα συνδεόμενα μέρη, δεν ήταν οι τιμές της αγοράς και ήταν σημαντικά διαφορετικές από τις τιμές που εφαρμόζονται σε ανεξάρτητους πελάτες. Ο παραγωγός προσέθεσε ότι η μητρική εταιρεία δεν επέτρεπε στα συνδεόμενα μέρη να αγοράζουν ρόλους θερμής έλασης από ανεξάρτητα μέρη στην ελεύθερη αγορά. Συνεπώς, οι ρόλοι θερμής έλασης που πωλήθηκαν σε συνδεόμενα μέρη, δεν είχαν επηρεαστεί από άμεσο ανταγωνισμό από άλλους ρόλους θερμής έλασης. Επομένως, έπρεπε να αποκλεισθούν από τον προσδιορισμό της ελεύθερης αγοράς.

    (141) Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι η πολιτική αυτού του ομίλου δεν επέτρεπε στα συνδεόμενα μέρη του να αγοράζουν ρόλους θερμής έλασης στην ελεύθερη αγορά. Επιπλέον, η ανάλυση των τιμών πωλήσεων έδειξε ότι οι τιμές των τιμολογίων που εκδίδονταν για τα συνδεόμενα μέρη ήταν, σε πολλές περιπτώσεις, σημαντικά διαφορετικές από τις τιμές της αγοράς που χρεώνονταν σε ανεξάρτητα μέρη. Ακόμη, όλες οι πωλήσεις πραγματοποιήθηκαν σε συνδεόμενους χρήστες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα προϊόντα στο πλαίσιο της δεσμευμένης αγοράς, χωρίς να τα μεταπωλούν περαιτέρω, ως τέτοια. Επομένως, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι οι πωλήσεις των συγκεκριμένων ρόλων θερμής έλασης δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πραγματοποιήθηκαν στην ελεύθερη αγορά και, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να μην συμπεριληφθούν στον προσδιορισμό της ελεύθερης αγοράς.

    (142) Εν κατακλείδι, οι ρόλοι θερμής έλασης που χρησιμοποίησαν οι κοινοτικοί παραγωγοί ως πρώτη ύλη για περαιτέρω μεταποίηση στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας εντός μιας ενιαίας νομικής οντότητας, θεωρήθηκαν ως μέρη της δεσμευμένης αγοράς. Το ίδιο ισχύει για τις πωλήσεις που πραγματοποίησε ο προαναφερόμενος κοινοτικός παραγωγός, ο οποίος μπόρεσε να αποδείξει ότι οι πωλήσεις του σε συνδεόμενο πελάτη όντως ανήκαν στη δεσμευμένη αγορά. Όλες οι άλλες πωλήσεις των παραγωγών στην Κοινότητα θεωρήθηκαν μέρος της ελεύθερης αγοράς. Κατόπιν αυτού, η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσον αφορά την εξέλιξη των διαφόρων οικονομικών δεικτών, όπως η παραγωγή, οι πωλήσεις, το μερίδιο αγοράς και η αποδοτικότητα, εξετάστηκε σε συνάρτηση με την ελεύθερη αγορά.

    (143) Πρέπει να αναφερθεί ότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις όσον αφορά το διαχωρισμό και τον ορισμό των ανωτέρω αγορών, αντανακλώνται στα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της συνθήκης ΕΚΑΧ, ειδικότερα για την παρακολούθηση των αγορών χάλυβα. Έτσι, αυτά τα στοιχεία διαφοροποιούν τη χρήση των ρόλων θερμής έλασης με βάση ουσιαστικά τις ίδιες κατευθυντήριες γραμμές.

    2. Καθορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    α) Συνολική παραγωγή στην Κοινότητα

    (144) Αρκετοί παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι ορισμένοι παραγωγοί στην Κοινότητα έπρεπε να εξαιρεθούν από τον προσδιορισμό της κοινοτικής παραγωγής, δεδομένου ότι είχαν εισαγάγει ρόλους θερμής έλασης από τις συγκεκριμένες χώρες.

    (145) Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι κανείς από τους ερευνηθέντες παραγωγούς δεν είχε εισαγάγει ρόλους θερμής έλασης από τις συγκεκριμένες χώρες κατά την υπό εξέταση περίοδο. Ωστόσο, ορισμένα κέντρα υπηρεσιών και παραγωγοί σωλήνων που συνδέονται με αυτούς τους κοινοτικούς παραγωγούς είχαν πραγματοποιήσει τέτοιες εισαγωγές κατά την εν λόγω περίοδο.

    (146) Εντούτοις, σύμφωνα με τα συμπεράσματα σχετικά με τον καθορισμό των αντίστοιχων κοινοτικών αγορών που παρατίθενται στα αιτιολογικά σημεία 131) έως 143), η έρευνα επιβεβαίωσε ότι τα ως άνω συνδεόμενα μέρη είχαν ενεργήσει, κατά τις συναλλαγές τους στην ελεύθερη αγορά, ανεξάρτητα από τους παραγωγούς που συνδέονται με αυτά. Συνεπώς, αυτές οι αγορές δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσουν την ιδιότητα των εν λόγω εταιρειών ως κοινοτικών παραγωγών του υπό εξέταση προϊόντος.

    (147) Ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχαν λόγοι αποκλεισμού οποιουδήποτε παραγωγού ρόλων θερμής έλασης από τον ορισμό της κοινοτικής παραγωγής. Σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 της βασικής απόφασης, οι δεκαέξι παραγωγοί που ασκούν δραστηριότητα στην κοινοτική αγορά αντιπροσωπεύουν το σύνολο της κοινοτικής παραγωγής.

    β) Κοινοτικός κλάδος παραγωγής

    (148) Η καταγγελία υποβλήθηκε εξ ονόματος ένδεκα από τους δεκαέξι κοινοτικούς παραγωγούς ρόλων θερμής έλασης ενώ οι υπόλοιποι πέντε υποστήριξαν την καταγγελία.

    (149) Η Επιτροπή έλαβε δέκα απαντήσεις στα ερωτηματολόγια από τους καταγγέλλοντες κοινοτικούς παραγωγούς. Ένας μικρός παραγωγός αποφάσισε να μην αποστείλει απάντηση στην Επιτροπή.

    (150) Δύο από τους δέκα κοινοτικούς παραγωγούς που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής δεν ήταν σε θέση να παράσχουν όλα τα στοιχεία που τους ζητήθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας υπό μορφή που να επιτρέπει την ενσωμάτωσή τους στα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί για τους άλλους κοινοτικούς παραγωγούς.

    (151) Μερικοί παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι τουλάχιστον ένας κοινοτικός παραγωγός που περιλαμβανόταν στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως πραγματοποιήθηκε ανωτέρω, είχε τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης όσον αφορά τις απαιτήσεις που επιβάλλονται στα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια των ερευνών κατά επιδοτήσεων. Ειδικότερα, προέβαλαν το επιχείρημα ότι ο εν λόγω κοινοτικός παραγωγός δεν είχε αποστείλει στην Επιτροπή απάντηση στο ερωτηματολόγιό της εντός των δεσμευτικών προθεσμιών που προβλέπονται για την επιβολή προσωρινών δασμών. Οι ως άνω παραγωγοί-εξαγωγείς θεώρησαν ότι αυτό συνιστά διακριτική μεταχείριση και παραβιάζει το άρθρο 11 παράγραφος 2 της βασικής απόφασης.

    (152) Σημειωτέον, ότι όλοι οι κοινοτικοί παραγωγοί που περιλαμβάνονται στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής απάντησαν στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής εντός των προθεσμιών που τάσσονται στη βασική απόφαση, άρα και εντός της προθεσμίας για την επιβολή προσωρινών μέτρων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της παρούσας διαδικασίας που ευρίσκονται σε παρόμοια θέση έτυχαν ίσης μεταχείρισης. Επομένως, κάθε ισχυρισμός περί παράβασης του άρθρου 11 παράγραφος 2 της βασικής απόφασης και περί διακριτικής μεταχείρισης εκ μέρους της Επιτροπής είναι αβάσιμος.

    (153) Εν κατακλείδι, για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απαρτίζεται από τους οκτώ κοινοτικούς παραγωγούς που συνεργάστηκαν πλήρως κατά την έρευνα. Αυτοί οι παραγωγοί πληρούν την απαίτηση του άρθρου 10 παράγραφος 7 της βασικής απόφασης, εφόσον κατά την περίοδο έρευνας αντιπροσώπευαν το 65 % περίπου της συνολικής κοινοτικής παραγωγής του υπό εξέταση προϊόντος.

    (154) Κατά συνέπεια, αυτοί οι παραγωγοί θεωρούνται κοινοτικός κλάδος παραγωγής και εφεξής αναφέρονται ως τέτοιος, καθώς αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής, κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 της βασικής απόφασης.

    Ε. ΖΗΜΙΑ

    1. Φαινομένη κατανάλωση

    (155) Η φαινομένη κατανάλωση ρόλων θερμής έλασης στην Κοινότητα καθορίστηκε με βάση τις συνολικές πωλήσεις που πραγματοποίησαν οι 16 κοινοτικοί παραγωγοί στην ελεύθερη αγορά και τις συνολικές εισαγωγές του εν λόγω προϊόντος στην Κοινότητα, όπως αναφέρονται στα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για τις εισαγωγές και στις απαντήσεις των παραγωγών-εξαγωγέων στα ερωτηματολόγια.

    (156) Από το 1995 μέχρι την περίοδο έρευνας, η φαινομένη κατανάλωση στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά 9 %, δηλαδή από 18,4 εκατ. τόνους σε 20,1 εκατ. τόνους. Το 1995, η ελεύθερη αγορά χαρακτηριζόταν από εξαιρετικά υψηλές τιμές πωλήσεων και από καλό επίπεδο της ζήτησης, ιδιαίτερα για τους ρόλους θερμής έλασης που παράγονται στην Κοινότητα. Το επόμενο έτος, ωστόσο, ο όγκος της αγοράς μειώθηκε κατά 11 %.

    (157) Μεταξύ του 1996 και της περιόδου έρευνας, η φαινομένη κατανάλωση αυξανόταν σταθερά. Η κυριότερη αύξηση σημειώθηκε μεταξύ του 1996 και του 1997 όταν η αγορά αυξήθηκε κατά 22 %. Μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας, αυξήθηκε μόνο κατά 0,4 %.

    2. Εισαγωγές από τις συγκεκριμένες χώρες

    α) Αμελητέες εισαγωγές

    (158) Με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 10 της βασικής απόφασης, ο υπολογισμός του κατά πόσον οι εισαγωγές είναι αμελητέες ή όχι πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τη φαινομένη κατανάλωση του εν λόγω προϊόντος στην κοινοτική αγορά.

    (159) Με βάση τις στατιστικές της Eurostat, οι εισαγωγές από την Ινδία υπερέβαιναν ελαφρώς το κατώτατο όριο του 1 % που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 10 της βασικής απόφασης. Παραγωγοί-εξαγωγείς της Ινδίας ισχυρίστηκαν ότι οι εισαγωγές τους ήταν αμελητέες και ότι έπρεπε να αποκλειστούν από το πεδίο της έρευνας. Καθώς η Ινδία αποτελεί αναπτυσσόμενη χώρα, η Επιτροπή εξέτασε επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4 της βασικής απόφασης, κατά πόσον οι εισαγωγές από την Ινδία αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 4 % του συνόλου των εισαγωγών, ήτοι το ελάχιστο κατώτατο όριο για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Στην πραγματικότητα, οι εισαγωγές από την Ινδία αντιπροσωπεύουν το 5,4 % των συνολικών εισαγωγών.

    (160) Ως προς αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία που υπέβαλαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Ινδίας δεν παρείχαν επαρκείς λόγους για να θεωρηθούν οι εισαγωγές τους στην Κοινότητα αμελητέες, ιδίως δε σε συνάρτηση με τη μέθοδο που ακολουθείται για τον καθορισμό της αντίστοιχης κοινοτικής αγοράς, όπως παρατίθεται στα ανωτέρω αιτιολογικά σημεία 131) έως 143). Πράγματι, τα σχετικά στοιχεία της Eurostat και οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής δεν έδειξαν ότι οι εισαγωγές είναι κάτω του ελάχιστου κατώτατου ορίου. Κατά συνέπεια, οι εισαγωγές από την Ινδία θεωρήθηκε ότι υπερβαίνουν το ελάχιστο κατώτατο όριο που θεσπίζουν το άρθρο 10 παράγραφος 10 και 14 παράγραφος 4 της βασικής απόφασης.

    β) Σωρευτική αξιολόγηση των εισαγωγών

    (161) Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι εισαγωγές ρόλων θερμής έλασης καταγωγής Ινδίας και Ταϊβάν έπρεπε να εξεταστούν σωρευτικά, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 4 της βασικής απόφασης.

    (162) Συνεπώς, εξετάστηκε αν πληρούνταν όλα τα κριτήρια για να γίνει σωρευτικός υπολογισμός των εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Τα αποτελέσματα της εξέτασης έδειξαν ότι:

    - το περιθώριο επιδότησης όσον αφορά κάθε χώρα, όπως αναφέρεται ανωτέρω, βρισκόταν πάνω από το ελάχιστο όριο·

    - ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν ήταν αμελητέος σε σύγκριση με την κοινοτική κατανάλωση·

    - από την ανάλυση των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων ρόλων θερμής έλασης και των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των τελευταίων και του κοινοτικού ομοειδούς προϊόντος προέκυπτε επίσης ότι οι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες έπρεπε να υπολογιστούν σωρευτικά. Όντως, οι εν λόγω χώρες εξαγωγής πωλούσαν κυρίως ρόλους θερμής έλασης στην ελεύθερη κοινοτική αγορά απευθείας σε μη συνδεόμενους πελάτες, όπως σε εγκαταστάσεις ψυχρής έλασης, σε κατασκευαστές σωλήνων, σε κέντρα υπηρεσιών και σε εμπόρους προϊόντων χάλυβα. Οι ρόλοι θερμής έλασης εισάγονταν επίσης μέσω συνδεόμενων εταιρειών πωλήσεων, οι οποίες εν συνεχεία πωλούσαν το υπό εξέταση προϊόν στις ίδιες κατηγορίες πελατών που αναφέρονται ανωτέρω. Η έρευνα έδειξε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής πωλούσε το ομοειδές προϊόν μέσω των ιδίων κυκλωμάτων πωλήσεων και στις ίδιες κατηγορίες πελατών. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι εφαρμοζόταν ανάλογη πολιτική τιμολόγησης για όλες αυτές τις πωλήσεις.

    (163) Επομένως, αντίθετα απ' ό,τι είχαν αφήσει να εννοηθεί ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να γίνει η σώρευση των εισαγωγών από τις προαναφερόμενες χώρες.

    γ) Όγκος των υπό εξέταση εισαγωγών

    (164) Με βάση τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για τις εισαγωγές, μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας, ο όγκος των εισαγωγών στην Κοινότητα από τις ενδιαφερόμενες χώρες αυξήθηκε από 8 χιλιάδες σε 844 χιλιάδες τόνους. Η πιο αισθητή αύξηση σημειώθηκε μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας (+797 χιλιάδες τόνοι).

    (165) Η ανάλυση των εξελίξεων κατά την περίοδο έρευνας κατέδειξε ότι οι εισαγωγές από όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες πραγματοποιήθηκαν κυρίως κατά το πρώτο ήμισυ της εν λόγω περιόδου (551 χιλιάδες τόνοι) εν συνεχεία, μειώθηκαν κατά 47 % κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου έρευνας, αλλά εξακολούθησαν να είναι σημαντικά υψηλότερες απ' ό,τι κατά το δεύτερο ήμισυ του 1997.

    (166) Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη 11 ανωτέρω, οι διάφοροι τύποι ρόλων θερμής έλασης κατατάσσονται συνήθως σε δύο διαφορετικές κατηγορίες: στους ρόλους χωρίς επικάλυψη και στους αποξειδωμένους ρόλους. Από την έρευνα προέκυψε ότι οι ρόλοι χωρίς επικάλυψη αντιπροσώπευαν το 90 % περίπου όλών των ρόλων θερμής έλασης που εισήχθησαν από τις ενδιαφερόμενες χώρες.

    δ) Μερίδιο αγοράς των εισαγωγών

    (167) Το μερίδιο αγοράς των παραγωγών-εξαγωγέων αυξήθηκε από 0,01 % σε 4,2 % μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας. Οι πραγματικές αυξήσεις του όγκου των εισαγωγών επέτρεψαν έτσι τις εν λόγω χώρες να ανακτήσουν 4,2 ποσοστιαίες μονάδες του μεριδίου που κατείχαν στην κοινοτική αγορά.

    (168) Η κυριότερη αύξηση του μεριδίου αγοράς σημειώθηκε μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας, όταν το μερίδιο αγοράς των ενδιαφερομένων χωρών αυξήθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες.

    ε) Τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές

    (169) Για να υπολογιστεί το περιθώριο κατά το οποίο ενδεχομένως οι τιμές των εισαγωγών ήταν χαμηλότερες από τις κοινοτικές, συγκρίθηκαν οι τιμές συγκρίσιμων τύπων ρόλων θερμής έλασης με ανάλογους όρους πωλήσεων στην κοινοτική αγορά, στο ίδιο κράτος μέλος και προς τους ίδιους πελάτες. Οι τιμές του παραγωγού-εξαγωγέα για το προϊόν ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας συγκρίθηκαν με τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε επίπεδο εκ του εργοστασίου. Όταν κρίθηκε αναγκαίο, οι τιμές πώλησης των χωρών εξαγωγής προσαρμόστηκαν σε επίπεδο ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, μετά την καταβολή του δασμού και συμπεριλαμβανομένου του αντίστοιχου κόστους των εισαγωγών. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι τιμές αυτές προσαρμόστηκαν ώστε να καταστεί δυνατή η σύγκριση με εκείνο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στο ίδιο στάδιο εμπορίας. Όλες οι προσαρμογές βασίστηκαν στα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και επαληθεύθηκαν από την Επιτροπή κατά την περίοδο έρευνας.

    (170) Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη (14), ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι οι ρόλοι θερμικής έλασης που παράγουν και πωλούν στην κοινοτική αγορά δεν είναι ποιοτικώς συγκρίσιμοι με εκείνους του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    (171) Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, σε γενικές γραμμές, η προσαρμογή των τιμών λόγω ποιοτικών διαφορών δεν είναι δικαιολογημένη, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι οι διαφορές αυτές όχι μόνον δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τους χρήστες, αλλά και επειδή, όπως προέκυψε από την έρευνα, κάθε υποτιθέμενη ποιοτική διαφορά δεν επηρεάζει, κατ' ανάγκη, τη χρήση του υπό εξέταση προϊόντος.

    (172) Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα της σύγκρισης των τιμών εκφρασμένα ως ποσοστά των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, είναι τα ακόλουθα:

    - Ινδία: 6,7 %

    - ES SAR: 6,1 %

    - Tata: 6,1 %

    - SAIL: 19,1 %

    - Ταϊβάν: 4,3 %

    - Yieh Long: 3,9 %

    - CSC: 7,5 %

    3. Η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας

    α) Παραγωγή

    (173) Η έρευνα κατέδειξε ότι η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σημείωσε μέγιστη αύξηση το 1997 με 12,5 εκατ. τόνους. Για το υπόλοιπο διάστημα της υπό εξέταση περιόδου, η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παρέμεινε σταθερή, γύρω στους 11,4 εκατ. τόνους, παρά τη μείωση της κατανάλωσης που παρατηρήθηκε το 1996. Πρέπει να σημειωθεί ότι η παραγωγή αυτή είτε επωλήθη στην ελεύθερη αγορά είτε εξήχθη προς τις τρίτες χώρες.

    (174) Δεδομένου ότι η παραγωγική ικανότητα του κοινοτικού κλάδου χρησιμοποιείται για την παραγωγή ρόλων θερμής έλασης που προορίζονται τόσο για την ελεύθερη αγορά όσο και για τη δεσμευμένη αγορά, θεωρήθηκε επίσης αναγκαίο να εξεταστούν τα στοιχεία τα σχετικά με τη δεσμευμένη αυτή παραγωγή, ώστε να εξακριβωθεί ότι η τυχόν μείωση της παραγωγής που προορίζεται για την ελεύθερη αγορά δεν οφείλεται στην αύξηση των αναγκών της δεσμευμένης αγοράς.

    (175) Διαπιστώθηκε ότι μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας, η δεσμευμένη παραγωγή αυξήθηκε κατά 2 %, δηλαδή κατά 0,6 εκατ. τόνους περίπου. Τούτο φανερώνει σχετική σταθερότητα της δεσμευμένης παραγωγής. Όσον αφορά τις τάσεις της παραγωγής αυτής, μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας, σημειώθηκαν εξελίξεις ανάλογες προς εκείνες που παρατηρήθηκαν για την παραγωγή που προορίζεται για την ελεύθερη αγορά.

    (176) Συνεπώς, η μείωση της παραγωγής που προορίζεται για την ελεύθερη αγορά δεν οφείλεται στην ανάγκη να αφιερωθεί μεγαλύτερη ικανότητα για τη δεσμευμένη παραγωγή.

    β) Ικανότητα και χρησιμοποίηση της ικανότητας

    (177) Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής μπορούν να χρησιμοποιηθούν για προϊόντα που προορίζονται τόσο για την ελεύθερη όσο και για τη δεσμευμένη αγορά, καθώς και για άλλα προϊόντα που δεν αφορά η παρούσα διαδικασία, όπως άλλες ποιότητες χάλυβα και άλλα προϊόντα χάλυβα. Επομένως, η παραγωγική ικανότητα που χρησιμοποιήθηκε για το υπό εξέταση προϊόν υπολογίστηκε με βάση την ικανότητα που είχε δηλωθεί επισήμως στην Επιτροπή στο πλαίσιο της συνθήκης ΕΚΑΧ. Η ικανότητα αυτή καθορίζεται σύμφωνα με ειδικές παραμέτρους και δεν πρέπει να συγχέεται με την ακαθάριστη ή ονομαστική ικανότητα. Πράγματι, η τελευταία αυτή ικανότητα αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη δυνατή παραγωγική ικανότητα που μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να λαμβάνονται υπόψη παράγοντες όπως είναι το διαθέσιμο προσωπικό, οι περίοδοι των διακοπών, ο χρόνος πριν από την έναρξη της παραγωγής, η συντήρηση, κ.λπ..

    (178) Ο συντελεστής χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν 87 % μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας, με εξαίρεση το 1997, όταν η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής έφθασε στο υψηλότερο σημείο και ο συντελεστής ανήλθε σε 93 %. Εκείνη την περίοδο, επιπλέον, η κατανάλωση των ρόλων θερμής έλασης ήταν υψηλή είτε προορίζονταν αυτοί για την ελεύθερη αγορά είτε για τη δεσμευμένη αγορά.

    (179) Οι υψηλοί αυτοί συντελεστές χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας θεωρήθηκαν κανονικοί, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στη βαριά βιομηχανία, και ιδίως στη βιομηχανία χάλυβα, απαιτείται υψηλός δείκτης χρησιμοποίησης της ικανότητας ώστε να μειωθεί το υψηλό πάγιο κόστος παραγωγής.

    γ) Παραγγελίες που ελήφθησαν και όγκος των πωλήσεων

    i) Παραγγελίες που ελήφθησαν

    (180) Για να συμπληρωθεί η ανάλυση των πωλήσεων, εξετάστηκε η εξέλιξη των παραγγελιών που ελήφθησαν από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Προς το σκοπό αυτό, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κοινοποίησε στοιχεία τα οποία είναι επίσης διαθέσιμα στο πλαίσιο της επιτήρησης της κοινοτικής αγοράς χάλυβα δυνάμει της συνθήκης ΕΚΑΧ. Παρότι τα στοιχεία αυτά δεν εκφράζουν με ακρίβεια την κατάσταση του υπό εξέταση προϊόντος, εφόσον καλύπτουν ελαφρώς ευρύτερη κατηγορία προϊόντων, διαπιστώθηκε ότι τα ενοποιημένα αυτά στοιχεία θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά για το υπό εξέταση προϊόν. Τα στοιχεία αυτά φανερώνουν ότι το επίπεδο των παραγγελιών ήταν υψηλότερο το 1997 απ' ό,τι κατά την περίοδο έρευνας. Αντίθετα με την εξέλιξη της φαινομένης κατανάλωσης που ήταν σταθερή μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας, οι παραγγελίες που ελήφθησαν από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής μειώθηκαν κατά 17 % μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας.

    (181) Τα προαναφερόμενα συμπεράσματα αφήνουν να εννοηθεί ότι η οικονομική δραστηριότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν πιο κανονική και καλύτερα κατανεμημένη καθ' όλο το 1997, όταν ο όγκος των παραγγελιών που είχαν ληφθεί πλησίαζε περισσότερο τον όγκο των πωλήσεων. Επιπλέον, δεδομένης της χρονικής καθυστέρησης που μεσολαβεί μεταξύ των παραγγελιών και των παραδόσεων, η μείωση των παραγγελιών που είχαν ληφθεί φανέρωνε μείωση του επιπέδου της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα εξεταστεί κατωτέρω.

    ii) Πωλήσεις

    (182) Κατά την υπό εξέταση περίοδο, ο όγκος των πωλήσεων σημείωσε ελαφρά αύξηση, από 9,6 σε 9,7 εκατ. τόνους, δηλαδή αύξηση 1 %.

    (183) Κατά την ίδια περίοδο, η τάση του όγκου των πωλήσεων αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη της κατανάλωσης. Ωστόσο, μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά 12 % ενώ η κατανάλωση αυξανόταν ελαφρά.

    (184) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής παρατήρησε ότι ο δείκτης ζημίας σχετικά με τις πωλήσεις που αναφέρεται ανωτέρω, καθορίστηκε με βάση τις συναλλαγές που αποτέλεσαν αντικείμενο παράδοσης και τιμολόγησης κατά τις συγκεκριμένες περιόδους. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής οργάνωσε τη δική του διαδικασία παραγωγής κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα προϊόντα που παραγγέλνουν οι χρήστες σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία να παραδίδονται και να τιμολογούνται, και επομένως να πωλούνται, με χρονική καθυστέρηση τουλάχιστον τριών μηνών. Επομένως, για να σχηματιστεί κάποια συγκεκριμένη ιδέα για την εξέλιξη που σημειώθηκε σε μια δεδομένη περίοδο, πρέπει να αναλυθούν τόσο οι πραγματικές πωλήσεις, όσο και οι παραγγελίες που ελήφθησαν κατά την ίδια περίοδο. Θεωρείται ότι όλες οι εξελίξεις που παρατηρούνται σχετικά με τις παραγγελίες αυτές αντανακλώνται αναπόφευκτα στη συνέχεια, με κάποια καθυστέρηση, στις αντίστοιχες εξελίξεις των πωλήσεων.

    iii) Διαφοροποίηση του τύπου των πωλήσεων

    (185) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι, για να αξιολογήσει την πραγματική ζημία που υπέστη, πρέπει να αναλύσει χωριστά την εξέλιξη των πωλήσεων για τους διάφορους τύπους ρόλων θερμής έλασης που καλύπτονται από την έρευνα, δηλαδή των ρόλων χωρίς επικάλυψη και των αποξειδωμένων ρόλων. Όπως ισχυρίστηκε, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού ποσοστού επιδοτούμενων εισαγωγών ρόλων χωρίς επικάλυψη επί του συνόλου των εισαγωγών, η εξέλιξη του όγκου και των τιμών πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για αυτόν τον τύπο του προϊόντος θα μπορούσε να οδηγήσει σε ιδιαίτερα ζημιογόνο κατάσταση.

    (186) Από την έρευνα του συγκεκριμένου αυτού θέματος προέκυψε ότι, από το 1995 έως την περίοδο έρευνας (1998), ο όγκος των ρόλων χωρίς επικάλυψη που πωλήθηκαν από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής στην ελεύθερη αγορά μειώθηκε κατά 13 %, ενώ ο όγκος των πωλήσεων των αποξειδωμένων ρόλων αυξανόταν κατά 34 %. Σε απόλυτες τιμές, τούτο ισοδυναμεί με μείωση ενός περίπου εκατομμυρίου τόνων για τις πωλήσεις ρόλων χωρίς επικάλυψη και σε αύξηση 0,5 περίπου εκατομμυρίων τόνων για τις πωλήσεις αποξειδωμένων ρόλων.

    (187) Επιπλέον, επιβεβαιώθηκε ότι οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατανέμονταν πιο ισόρροπα μεταξύ ρόλων χωρίς επικάλυψη και αποξειδωμένων ρόλων απ' ό,τι οι πωλήσεις των παραγωγών-εξαγωγέων. Από το 1995 έως το 1997, οι ρόλοι χωρίς επικάλυψη αντιπροσώπευαν το 70 % του όγκου των πωλήσεων έναντι 30 % για τους αποξειδωμένους ρόλους. Κατά την περίοδο έρευνας, οι αριθμοί αυτοί αυξήθηκαν αντιστοίχως σε 60 % και σε 40 % για τους ρόλους χωρίς επικάλυψη και τους αποξειδωμένους ρόλους. Η εξέλιξη αυτή των συνολικών πωλήσεων φανερώνει με σαφήνεια τον αναπροσανατολισμό που σημειώθηκε κατά την περίοδο έρευνας, από τους ρόλους χωρίς επικάλυψη στους αποξειδωμένους ρόλους, δηλαδή από μία κατηγορία προϊόντων όπου σημειώνονταν σημαντικές εισαγωγές σε μία άλλη κατηγορία όσου οι εισαγωγές ήταν λιγότερο σημαντικές.

    δ) Εξέλιξη των τιμών

    (188) Κατά την υπό εξέταση περίοδο, η μέση σταθμισμένη τιμή πώληση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 10 %. Το 1995, οι τιμές πώλησης είχαν ανέλθει στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Οι τιμές αυτές εξακολούθησαν στη συνέχεια να ακολουθούν πτωτική τάση έως το 1997 (- 17 % και - 3 % σε σύγκριση με το 1995 και το 1996 αντιστοίχως) αλλά αυξήθηκαν εκ νέου, από το 1997 έως το τέλος της περιόδου έρευνας (+ 9 %).

    ε) Μερίδιο αγοράς

    (189) Από το 1995 έως την περίοδο έρευνας, το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή από 52,0 % το 1995 σε 48,3 % κατά την περίοδο έρευνας.

    (190) Μεταξύ του 1995 και του 1996, όπως και μεταξύ του 1996 και του 1997, το μερίδιο αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αυξήθηκε κατά 1,1 και 1,8 ποσοστιαίες μονάδες αντιστοίχως.

    (191) Μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας, ωστόσο, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε το συνολικό μερίδιο που είχε αποκτήσει προηγουμένως, το οποίο έπεσε σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο του 1995. Οι απώλειες ανέρχονταν σε 6,6 ποσοστιαίες μονάδες. Από μια πιο διεξοδική ανάλυση της κατάστασης αυτής έγινε φανερό ότι η απώλεια του μεριδίου αγοράς οφειλόταν σε μείωση των πωλήσεων που είχαν πραγματοποιηθεί τόσο στους συνδεόμενους όσο και στους μη συνδεόμενους πελάτες στην κοινοτική ελεύθερη αγορά.

    στ) Αποδοτικότητα

    (192) Από το 1995 έως την περίοδο έρευνας, η μέση απόδοση επί των πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος που πραγματοποίησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μειώθηκε κατά 39 %. Τα υψηλά κέρδη (20,7 %) που είχαν επιτευχθεί το 1995 οφείλονταν στις υψηλές τιμές που επικρατούσαν στην αγορά την περίοδο εκείνη. Το 1996, παρά την πτωτική τάση της αγοράς και τη μείωση των τιμών πώλησης (15 %), ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής παρέμεινε αποδοτικός. Ωστόσο, η ανάκαμψη του όγκου των πωλήσεων το 1997 δεν επέτρεψε στον κλάδο αυτό να αυξήσει το περιθώριο κέρδους του, δεδομένου ότι οι τιμές πώλησής του μειώθηκαν εκ νέου κατά 3 %.

    (193) Κατά τη περίοδο έρευνας, η αποδοτικότητα σημείωσε ελαφρά ανάκαμψη σε σχέση με το επίπεδο του 1997. Η αύξηση των τιμών πωλήσεως κατά την περίοδο έρευνας (9 % σε σχέση με το 1997) παρείχε τη δυνατότητα στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να επιτύχει περιθώριο κέρδους 12,9 %. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θεώρησε ότι αυτό το επίπεδο κέρδους ήταν εύλογο.

    (194) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς υποστήριξαν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής επέτυχε κατά την περίοδο έρευνας ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο αποδοτικότητας και ότι η εξέλιξη του δείκτη αυτού και μόνο θα έπρεπε να είχε δικαιολογήσει την άμεση περάτωση της διαδικασίας. Όπως υποστηρίζουν, το κέρδος αυτό ήταν αισθητά υψηλότερο από εκείνο που είχε θεωρηθεί εύλογο από την Επιτροπή σε προηγούμενες υποθέσεις σχετικές με προϊόντα χάλυβα.

    (195) Ως προς αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο οι διατάξεις της βασικής απόφασης όσο και της συμφωνίας του ΠΟΕ ορίζουν ότι ο προσδιορισμός της ύπαρξης ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία:

    α) του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και της επίδρασής τους στις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην αγορά της Κοινότητας· και

    β) των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Οι διατάξεις αυτές διευκρινίζουν επιπλέον ότι εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών, είτε σε απόλυτα μεγέθη είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Επιπροσθέτως, διευκρινίζεται ακόμη ότι εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά χαμηλότερες από τις κοινοτικές ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν τη συμπίεση των τιμών σε σημαντικό βαθμό ή την παρακώλυση σε σημαντικό βαθμό της αύξησης των τιμών. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία. Τέλος, οι διατάξεις αυτές διευκρινίζουν ότι η εξέταση των επιπτώσεων των επιδοτούμενων εισαγωγών στην εγχώρια βιομηχανία περιέχει αξιολόγηση όλων των οικονομικών παραγόντων και δεικτών που επηρεάζουν την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων του μεγέθους του πραγματικού περιθωρίου επιδότησης, της πραγματικής και δυνητικής μείωσης των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής; του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας, των παραγόντων που επηρεάζουν τις τιμές, κ.λπ. Η βασική απόφαση αναφέρει ότι η απαρίθμηση αυτή δεν είναι εξαντλητική και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν έχουν κατ' ανάγκη αποφασιστική σημασία.

    (196) Στην παρούσα υπόθεση, η έρευνα κατέδειξε ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές είχαν αυξηθεί σημαντικά τόσο σε απόλυτες όσο και σε σχετικές τιμές. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές σε χαμηλές τιμές πωλούντο επίσης σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές από αυτές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, διαπιστώθηκαν σημαντικά περιθώρια επιδότησης για τους περισσότερους ενδιαφερόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς. Δεδομένου ότι είχαν συγκεντρωθεί όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η Επιτροπή αξιολόγησε στην έρευνά της τις πραγματικές και δυνητικές εξελίξεις ορισμένων σημαντικών οικονομικών παραγόντων πριν καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα. Επομένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι ο ισχυρισμός ορισμένων παραγωγών-εξαγωγέων, σύμφωνα με τον οποίο το υψηλό επίπεδο αποδοτικότητας και μόνο θα έπρεπε να είχε δικαιολογήσει την περάτωση της διαδικασίας, αντιβαίνει σαφώς προς τις διατάξεις της βασικής απόφασης.

    (197) Επιπλέον, η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας, ιδίως όσον αφορά τις τιμές και την αποδοτικότητα, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη δομή της αγοράς των ρόλων θερμής έλασης και τις εξελίξεις που σημειώθηκαν στην κατάσταση αυτή κατά την περίοδο έρευνας, όπως καθορίζεται στο σημείο 4 κατωτέρω.

    (198) Τέλος, θεωρείται ότι η σύγκριση ενός συγκεκριμένου οικονομικού δείκτη για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής με τον ίδιο δείκτη σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι κατάλληλη στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά επιδοτήσεων.

    ζ) Επενδύσεις και απασχόληση

    (199) Η έρευνα κατέδειξε ότι οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν, αφορούσαν κυρίως την αντικατάσταση μηχανημάτων και εξοπλισμού. Κατά την περίοδο έρευνας, το επίπεδο των επενδύσεων ήταν παρόμοιο με εκείνο του 1995. Το 1997, λόγω της υψηλής ζήτησης, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 32 % σε σχέση με το 1995.

    (200) Όσον αφορά την απασχόληση, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατασκευάζει διάφορα προϊόντα στις ίδιες εγκαταστάσεις και με τα ίδια μηχανήματα, ιδίως ρόλους θερμής έλασης. Η έρευνα κατέδειξε ότι, κατά την υπό εξέταση περίοδο, το προσωπικό που αφιερώθηκε για την παραγωγή του υπό εξέταση προϊόντος μειώθηκε κατά 4 %.

    η) Συνοπτική παρουσίαση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας

    (201) Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι η ζημία κατά την περίοδο έρευνας δεν μπορούσε να προσδιοριστεί με βάση σύγκριση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά το 1995 και το 1997. Ειδικότερα, υποστήριξαν ότι τα επίπεδα των τιμών και της αποδοτικότητας το 1995, καθώς και τα επίπεδα της παραγωγής, της χρησιμοποίησης της ικανότητας, του όγκου των πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς το 1997 δεν ήταν αντιπροσωπευτικά των επιπέδων που θα έπρεπε να είχαν επιτύχει αυτοί υπό συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού. Επομένως, υποστήριξαν ότι, με βάση τα άλλα συμπεράσματα που προέκυψαν καθ' όλη την υπό εξέταση περίοδο, δεν θα μπορούσε να συναχθεί ευλόγως το συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε υποστεί σημαντική ζημία.

    (202) Όσον αφορά τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, πρέπει να σημειωθεί ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν διευκρίνισαν τον λόγο για τον οποίο ορισμένοι οικονομικοί δείκτες που είχαν διαπιστωθεί για το 1995 και το 1997 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικοί. Ειδικότερα, περιορίστηκαν στο να υποστηρίξουν ότι τα επίπεδα των τιμών και των κερδών το 1995, καθώς και τα επίπεδα της παραγωγής, της χρησιμοποίησης της ικανότητας, του όγκου των πωλήσεων και του μεριδίου αγοράς δεν ήταν αντιπροσωπευτικά. Με άλλα λόγια, οι εν λόγω παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίζονται ότι σημαντικό μέρος των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά την περίοδο έρευνας που διεξήγαγε η Επιτροπή, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την παρούσα διαδικασία, χωρίς ωστόσο να υποβάλουν αποδεικτικά στοιχεία ή να παράσχουν εξηγήσεις για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό ότι το 1995 και το 1997 δεν επικρατούσαν συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού. Δεδομένου ότι, κατά την έρευνά της, η Επιτροπή δεν συγκέντρωσε αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο, κατά τα έτη 1995 και 1997, δεν επικρατούσαν συνθήκες συνήθους ανταγωνισμού στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, θεωρεί ότι δεν υπάρχουν λόγοι για τους οποίους δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη τα προαναφερόμενα στοιχεία.

    (203) Έτσι, η Επιτροπή εξέτασε σε ετήσια βάση τις εξελίξεις της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο, καθώς και τη γενική οικονομική κατάστασή του μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας.

    (204) Ειδικότερα, η έρευνα κατέδειξε ότι, αν και μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε τις τιμές πώλησής του κατά 9 %, μετά από ελαφρά αύξηση της φαινομένης κατανάλωσης, ο κλάδος αυτός δεν κατόρθωσε να διατηρήσει τον όγκο των πωλήσεών του, ο οποίος μειώθηκε κατά 12 %. Συνεπώς, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απώλεσε 6,6 ποσοστιαίες μονάδες, δηλαδή 14 % του μεριδίου αγοράς. Επιπλέον, η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου μειώθηκε κατά 9 % περίπου, με αποτέλεσμα να μειωθεί επίσης η χρησιμοποίηση της ικανότητας. Παρά τις αρνητικές αυτές εξελίξεις, η αποδοτικότητα αυξήθηκε από 6,3 % σε 12,9 %.

    (205) Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι, μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας, οι εισαγωγές από τις ενδιαφερόμενες χώρες αυξήθηκαν σημαντικά όσον αφορά τον όγκο (+ 797 χιλιάδες τόνοι), με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί το μερίδιο που κατέχουν στην αγορά (+ 4 εκατοστιαίες μονάδες). Παρότι οι τιμές πώλησης των ενδιαφερόμενων χωρών αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 10 %, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές αυτές ήταν ακόμη χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής περίπου κατά 6 % κατά μέσον όρο καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

    4. Ανάλυση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας

    α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    (206) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι οι τιμές και, κατά συνέπεια, τα κέρδη παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας, δεδομένου ότι η φαινομένη κατανάλωση και, συνεπώς, η ζήτηση, ήταν εξαιρετικά υψηλές, παρότι αυτό δεν ίσχυε για την πραγματική κατανάλωση. Τούτο οδήγησε, κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας, σε δημιουργία υπερβολικών αποθεμάτων, τα οποία οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό, στις εν λόγω εισαγωγές, ενώ κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου έρευνας, σε σημαντική μείωση των αποθεμάτων.

    (207) Επιπλέον, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπογράμμισε ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να φανεί πλήρως το μέγεθος της ζημίας, απαιτείται πιο λεπτομερής ανάλυση των πωλήσεων για τους τύπους του προϊόντος και τα κυκλώματα πώλησης για τα οποία υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ του ίδιου του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των εν λόγω εισαγωγών. Τούτο συνεπάγεται διαφοροποιημένη ανάλυση για τις πωλήσεις ρόλων χωρίς επικάλυψη σε σχέση με τους αποξειδωμένους ρόλους, όπως και για τα κυκλώματα πώλησης που χαρακτηρίζονται από μακροπρόθεσμες συμβάσεις σε σχέση με τις λοιπές πωλήσεις.

    (208) Τέλος, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι απαιτείτο πιο λεπτομερής ανάλυση για τα τέσσερα τρίμηνα της περιόδου έρευνας, λόγω της καθυστέρησης που μεσολαβεί μεταξύ των παραγγελιών και των παραδόσεων. Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι αυτό το χρονικό διάστημα στην πραγματικότητα καθυστέρησε τις αρνητικές συνέπειες των υπό εξέταση εισαγωγών. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ισχυρίζεται ότι, ως εκ τούτου, ήταν απαραίτητο να διερευνηθεί περαιτέρω η εξέλιξη των παραγγελιών που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

    (209) Όλοι οι επιχειρηματίες στην αγορά χάλυβα συμφωνούν στο γεγονός ότι οι συναλλαγές πραγματοποιούνται κυρίως σε τριμηνιαία βάση. Η παραγωγή οργανώνεται στην πράξη με βάση τριμηνιαία σχέδια και τιμές. Επομένως, τόσο οι παραγγελίες όσο και οι παραδόσεις υπόκεινται σε ανάλογες διαπραγματεύσεις. Για τον λόγο αυτό, ο ισχυρισμός ορισμένων παραγωγών-εξαγωγέων, σύμφωνα με τον οποίο η κατανομή της περιόδου έρευνας σε τρίμηνα, δεν θα επέτρεπε να αξιολογηθεί αντικειμενικά η ενδεχόμενη ζημία που είχε υποστεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, ήταν αβάσιμος. Επομένως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής διερευνήθηκαν και αναλύθηκαν όπως περιγράφεται στη συνέχεια.

    (210) Για να σχηματιστεί μια γενική εικόνα του κυκλικού χαρακτήρα της δραστηριότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, καθώς και της τριμηνιαίας εξέλιξης της οικονομικής του κατάστασης, η Επιτροπή συγκέντρωσε επίσης τριμηνιαία στοιχεία από το 1996 έως και το δεύτερο τρίμηνο του 1999.

    β) Κυκλικός χαρακτήρας της βιομηχανίας χάλυβα

    (211) Ο καταγγέλλων υποστηρίζει ότι στην αγορά χάλυβα σημειώνονται εποχιακές διακυμάνσεις, δεδομένου ότι τα δύο πρώτα τρίμηνα κάθε ημερολογιακού έτους είναι συνήθως πιο αποδοτικά σε σχέση με τα δύο τελευταία. Οι εποχιακές αυτές διακυμάνσεις μπορούν να παρατηρηθούν κυρίως στις πωλήσεις: κατά κανόνα, οι πωλήσεις αυτές μειώνονται το τρίτο τρίμηνο του έτους, λόγω της περιόδου διακοπών στις χρήστριες βιομηχανίες, για να σημειώσουν εν συνεχεία ανάκαμψη το τελευταίο τρίμηνο. Δεδομένου ότι ορισμένοι από τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς που προέβαλε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απαιτούν ανάλυση σε τριμηνιαία βάση, ήταν απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι οι τυχόν εξελίξεις που παρατηρήθηκαν δεν περιορίζονταν απλώς στο να εκφράσουν τις συνήθεις τριμηνιαίες διακυμάνσεις. Η ανάλυση αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι ο καταγγέλλων υποστήριζε ότι οι τάσεις που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας ήταν πιο έντονες από τις τάσεις ενός συνήθους κύκλου.

    (212) Για την αξιολόγηση του κυκλικού χαρακτήρα της βιομηχανίας ρόλων θερμής έλασης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εξέλιξη της παραγωγής και των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 1996 έως την περίοδο έρευνας ήταν η ακόλουθη:

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (213) Όσον αφορά την παραγωγή, διαπιστώθηκε ότι το τρίτο τρίμηνο δεν παρουσίαζε κατ' ανάγκη το χαμηλότερο επίπεδο δραστηριότητας. Κατά τα έτη 1996 και 1997, η εξέλιξη της παραγωγής ήταν γραμμική και η μεγαλύτερη διαφορά ανερχόταν σε 7 % μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου τριμήνου του 1996. Ωστόσο, κατά την περίοδο έρευνας, το επίπεδο παραγωγής κατά το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο ήταν σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με το πρώτο, γεγονός που φανερώνει ότι οι διακυμάνσεις που είχαν παρατηρηθεί κατά την περίοδο αυτή ήταν πολύ πιο αισθητές από τις συνήθεις εποχιακές διακυμάνσεις.

    (214) Όσον αφορά τον όγκο των πωλήσεων, η πτωτική τάση που παρατηρήθηκε κατά το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο ήταν ακόμη πιο αισθητή κατά την περίοδο έρευνας. Οι πωλήσεις, κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου έρευνας, ήταν εξαιρετικά χαμηλές και απείχαν σε μεγάλο βαθμό από τις συνήθεις εποχικές διακυμάνσεις.

    (215) Η προαναφερόμενη τριμηνιαία ανάλυση που καλύπτει τα έτη 1996 και 1997 καθώς και την περίοδο έρευνας, φανερώνει ότι οι εξελίξεις που σημειώθηκαν κατά την περίοδο αυτή απέχουν σημαντικά από τις συνήθεις εποχιακές διακυμάνσεις που συνδέονται με τον κυκλικό χαρακτήρα της αγοράς των ρόλων θερμής έλασης.

    γ) Φαινομένη κατανάλωση και συσσώρευση υπερβολικών αποθεμάτων

    (216) Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην αιτιολογική σκέψη (155) ανωτέρω, η εξέλιξη της φαινομένης κατανάλωσης σε ετήσια βάση παρέμεινε μάλλον σταθερή, ιδίως μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εξ ορισμού, η φαινομένη κατανάλωση δεν εκφράζει την πραγματική χρήση, δηλαδή την πραγματική κατανάλωση του υπό εξέταση προϊόντος από τους χρήστες. Η διαφορά μεταξύ φαινομένης και πραγματικής κατανάλωσης αντιστοιχεί στην ποσότητα των αποθεμάτων που δημιουργούνται σε διάφορα επίπεδα της αλυσίδας διανομής, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τους εισαγωγείς, τους εμπόρους, τους μεταπωλητές, τα κέντρα υπηρεσιών χάλυβα και τους χρήστες.

    (217) Από την εξέταση του συγκεκριμένου αυτού θέματος προκύπτει ότι η φαινομένη κατανάλωση ήταν σαφώς υψηλότερη κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα της περιόδου έρευνας σε σχέση με τα δύο τελευταία. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια του 1997, η εξέλιξη της φαινομένης κατανάλωσης ήταν σχετικά σταθερή, πράγμα που δεν παρατηρήθηκε κατά την περίοδο έρευνας. Η διαφορά αυτή των τάσεων ήταν ιδιαίτερα αισθητή κατά τη σύγκριση του τέλους του 1997 και της αρχής της περιόδου έρευνας, δεδομένου ότι μεταξύ των δύο αυτών περιόδων σημειώθηκε σημαντική αύξηση της φαινομένης κατανάλωσης. Τούτο υποδηλώνει αύξηση των αποθεμάτων, ενώ παρατηρείται ακριβώς το αντίθετο κατά τη σύγκριση μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 1997 και του τέταρτου τριμήνου της περιόδου έρευνας, πράγμα που φανερώνει σημαντική μείωση των αποθεμάτων κατά τα τελευταία δύο τρίμηνα της περιόδου έρευνας.

    (218) Δεδομένου ότι υποστηρίχθηκε ότι τα αποθέματα αυτά επηρέασαν ιδιαίτερα την εξέλιξη της αγοράς κατά την περίοδο έρευνας, η Επιτροπή θεώρησε αναγκαίο να καθορίσει την φαινομένη κατανάλωση σε τριμηνιαία βάση τόσο για την περίοδο έρευνας όσο και για το 1997.

    (219) Για την επιβεβαίωση των συμπερασμάτων αυτών, θα ήταν απαραίτητο να καθοριστεί και η εξέλιξη της πραγματικής κατανάλωσης. Ωστόσο, ο υπολογισμός αυτός δεν ήταν δυνατός λόγω της ανεπαρκούς συνεργασίας των διαφόρων μερών στο επίπεδο της αλυσίδας διανομής και των χρηστών. Εντούτοις, η Επιτροπή κατόρθωσε να καθορίσει τα αποθέματα στο επίπεδο των εμπόρων με βάση τα στοιχεία της Eurostat που συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο της συνθήκης ΕΚΑΧ.

    (220) Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα συμπεράσματα για τη φαινομένη κατανάλωση, τα στοιχεία αυτά φανερώνουν ότι σημειώθηκε αισθητή αύξηση των αποθεμάτων στο επίπεδο των εμπόρων μεταξύ του τέλους του 1997 και της περιόδου έρευνας. Μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 1997 και του πρώτου τριμήνου της περιόδου έρευνας σημειώθηκε αύξηση 29 %, καθώς και περαιτέρω αύξηση 11 % μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου τριμήνου της περιόδου έρευνας.

    (221) Τα στοιχεία αυτά επιβεβαίωσαν επίσης το γεγονός ότι τα αποθέματα μειώθηκαν σημαντικά προς το τέλος της περιόδου έρευνας (- 22 %). Η χρησιμοποίηση των αποθεμάτων προκύπτει σαφώς από τη σύγκριση μεταξύ του επιπέδου τους στο τέλος του πρώτου και του δεύτερου εξαμήνου της περιόδου έρευνας. Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται επίσης από τη σύγκριση μεταξύ της τριμηνιαίας εξέλιξης των αποθεμάτων το 1997 και της τριμηνιαίας εξέλιξης κατά την περίοδο έρευνας.

    (222) Η εν λόγω τάση συσσώρευσης υπερβολικών αποθεμάτων κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα της περιόδου έρευνας επιβεβαιώθηκε από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε στην Επιτροπή ένας παραγωγός-εξαγωγέας, ο οποίος αποτελούσε αντικείμενο της έρευνας, καθώς και από τα στοιχεία που παρέσχε ένας από τους κυριότερους χρήστες του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά. Τα αποθέματα του εν λόγω χρήστη κατά τα μέσα της περιόδου έρευνας είχαν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με την έναρξη της ίδιας περιόδου, παρότι δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη για σημαντικές διαφορές στην αντίστοιχη δραστηριότητα του χρήστη μεταξύ της αρχής και του τέλους της περιόδου έρευνας.

    (223) Έτσι, η έρευνα επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σύμφωνα με τον οποίο είχαν δημιουργηθεί υπερβολικά αποθέματα στην αρχή της περιόδου έρευνας. Κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα της περιόδου έρευνας, η φαινομένη κατανάλωση ήταν σημαντικά υψηλότερη από την πραγματική κατανάλωση, ενώ κατά το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου, συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.

    (224) Σε απόλυτες τιμές, διαπιστώθηκε ότι η φαινομένη κατανάλωση κατά το πρώτο εξάμηνο της περιόδου έρευνας ήταν κατά 1,5 εκατ. τόνους μεγαλύτερη από τη φαινομένη κατανάλωση που σημειώθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 1997.

    (225) Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη υποστήριξαν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα έπρεπε να είχε συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία υπερβολικών αποθεμάτων που παρατηρήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί, όπως αποδεικνύεται κατωτέρω, ότι οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής άρχισαν να μειώνονται ήδη από τις αρχές της περιόδου έρευνας. Τούτο αφήνει να εννοηθεί ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν συνέβαλε καν στην τροφοδότηση των υπερβολικών αυτών αποθεμάτων.

    δ) Παραγωγή και χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας:

    (226) Σε τριμηνιαία βάση, η παραγωγή μειώθηκε κατά 23 % το τρίτο τρίμηνο και κατά 30 % το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου.

    (227) Παράλληλα με τη μείωση της παραγωγής, ο συντελεστής χρησιμοποίησης της ικανότητας μειώθηκε επίσης κατά 12 % το τρίτο τρίμηνο και κατά 17 % το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου.

    (228) Κατά τον ίδιο τρόπο, διαπιστώθηκε ότι η παραγωγή και η χρησιμοποίηση της ικανότητας μειώθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 1997. Κατά το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, η παραγωγή μειώθηκε κατά 20 % και 11 % αντιστοίχως, ενώ η χρησιμοποίηση της ικανότητας κατά 12 % και 18 %, αντιστοίχως, σε σχέση με το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 1997.

    ε) Όγκος πωλήσεων, τιμές πώλησης και αποδοτικότητα:

    i) Όγκος πωλήσεων:

    (229) Ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 32 % το τρίτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας και κατά 39 % το τέταρτο τρίμηνο σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου.

    (230) Επιπλέον, όπως έχει ήδη αναφερθεί στην ετήσια ανάλυση, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι απαιτείται πιο λεπτομερής και διαφοροποιημένη ανάλυση των διαφόρων τύπων πωλήσεων και κυκλωμάτων πώλησης, δεδομένου ότι τούτο θα αποδείκνυε ότι οι πωλήσεις για τις οποίες υπάρχει άμεσος ανταγωνισμός με τις υπό εξέταση εισαγωγές θίγονται περισσότερο από τους άλλους τύπους πωλήσεων. Πέρα από τη διαφοροποίηση μεταξύ των πωλήσεων ρόλων χωρίς επικάλυψη και αποξειδωμένων ρόλων, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ένα ποσοστό των πωλήσεων είχε προκύψει από τις μακροπρόθεσμες παραδόσεις και συμβάσεις πώλησης που είχαν συναφθεί, για παράδειγμα, με την αυτοκινητοβιομηχανία. Αυτός ο τύπος συμβάσεων καλύπτει συνήθως περίοδο έως ένα έτος, κατά την οποία οι ποσότητες που πρέπει να παραδοθούν και οι τιμές των προϊόντων έχουν ήδη καθοριστεί. Οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς δεν συνάπτουν γενικά τέτοιες συμβάσεις με τους πελάτες τους.

    (231) Για τη διεξαγωγή λεπτομερούς ανάλυσης, οι προαναφερόμενοι τύποι πωλήσεων συγκεντρώθηκαν σε "μακροπρόθεσμες πωλήσεις" σε αντιδιαστολή προς τις "λοιπές πωλήσεις". Κατά τον ίδιο τρόπο, εξετάστηκε επίσης η εξέλιξη των πωλήσεων, των τιμών πώλησης και της αποδοτικότητας των ρόλων χωρίς επικάλυψη και των αποξειδωμένων ρόλων κατά την περίοδο έρευνας.

    (232) Ο όγκος των μακροπρόθεσμων πωλήσεων διατηρήθηκε σε πιο σταθερό επίπεδο καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου έρευνας σε σχέση με τις υπόλοιπες πωλήσεις. Πράγματι, οι μακροπρόθεσμες πωλήσεις μειώθηκαν κατά 20 % το τρίτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας και κατά 22 % το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου. Οι λοιπές πωλήσεις σημείωσαν πολύ πιο αισθητή μείωση, δηλαδή 35 % το τρίτο τρίμηνο και 43 % το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου.

    (233) Τα ίδια αποτελέσματα προέκυψαν από την ανάλυση του όγκου των πωλήσεων των ρόλων χωρίς επικάλυψη και των αποξειδωμένων ρόλων. Κατά την περίοδο έρευνας, ο όγκος των πωλήσεων αποξειδωμένων ρόλων ακολούθησε πιο ομαλή εξέλιξη σε σχέση με τους ρόλους χωρίς επικάλυψη. Πράγματι, ο όγκος των πωλήσεων των ρόλων χωρίς επικάλυψη είχε μειωθεί κατά 39 % το τρίτο τρίμηνο και κατά 44 % το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου, ενώ η μείωση των πωλήσεων των αποξειδωμένων ρόλων είχε περιοριστεί αντιστοίχως στο 21 % και 29 % αντιστοίχως.

    ii) Τιμές πώλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής:

    (234) Κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα της περιόδου έρευνας, οι τιμές πώλησης των ρόλων θερμής έλασης παρέμειναν σχετικά σταθερές, δηλαδή 306 και 308 ECU ανά τόνο, αντιστοίχως. Εν συνεχεία, μειώθηκαν σε 286 ECU ανά τόνο το τρίτο τρίμηνο και σε 254 ECU ανά τόνο το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, ποσοστό που ισοδυναμεί συνολικά σε μείωση 17 % κατά την περίοδο έρευνας.

    (235) Από την ανάλυση των τιμών ανά τύπο πωλήσεων αποδεικνύεται ότι οι τιμές των μακροπρόθεσμων πωλήσεων παρέμειναν στην ουσία σταθερές κατά τα πρώτα τρία τρίμηνα της περιόδου έρευνας, περνώντας από 320 σε 312 ECU ανά τόνο, πράγμα που ισοδυναμεί με μείωση μόλις 2 %: Η μείωση περιορίστηκε στο 10 % κατά τη σύγκριση μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου τριμήνου της περιόδου έρευνας. Αντίθετα, οι τιμές των λοιπών πωλήσεων είχαν ήδη μειωθεί κατά 10 % μεταξύ του πρώτου και του τρίτου τριμήνου της περιόδου έρευνας και κατά 21 % μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου τριμήνου της περιόδου έρευνας.

    (236) Από τη σύγκριση μεταξύ της εξέλιξης των τιμών των ρόλων χωρίς επικάλυψη και των αποξειδωμένων ρόλων προέκυψε ότι οι τιμές των ρόλων χωρίς επικάλυψη είχαν μειωθεί πολύ περισσότερο από τις τιμές των αποξειδωμένων ρόλων. Το αποτέλεσμα των διαφόρων αυτών τάσεων ήταν ότι οι τιμές των διαφόρων κατηγοριών του προϊόντος διέφεραν σημαντικά στο τέλος μάλλον παρά στην αρχή της περιόδου έρευνας. Πράγματι, οι τιμές των αποξειδωμένων ρόλων είχαν μειωθεί μόνο από 328 σε 316 ECU ανά τόνο, δηλαδή κατά 4 %. Η μείωση περιορίστηκε στο 12 % κατά τη σύγκριση μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου τριμήνου της περιόδου έρευνας. Αντίθετα, οι τιμές των ρόλων χωρίς επικάλυψη είχαν ήδη μειωθεί κατά 10 % μεταξύ του πρώτου και του τρίτου τριμήνου της περιόδου έρευνας και κατά 22 % μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου τριμήνου της ίδιας περιόδου.

    iii) Αποδοτικότητα:

    (237) Σε τριμηνιαία βάση, διαπιστώθηκε ότι η αποδοτικότητα ήταν πολύ υψηλή κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας. Ωστόσο, λόγω της συνεχούς μείωσης των τιμών καθ' όλη τη διάρκεια των επόμενων τριμήνων, η αποδοτικότητα εξακολούθησε να μειώνεται, περνώντας από 16,8 % κατά το πρώτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας σε - 2,6 % το τέταρτο τρίμηνο.

    (238) Η διαφοροποίηση των πωλήσεων κατέδειξε σημαντική μείωση της αποδοτικότητας από τις αρχές ήδη της περιόδου έρευνας όσον αφορά τις πωλήσεις ρόλων χωρίς επικάλυψη και τις διάφορες άλλες πωλήσεις εκτός των μακροπρόθεσμων πωλήσεων.

    (239) Από την έρευνα έγινε φανερό ότι η αποδοτικότητα των μακροπρόθεσμων πωλήσεων ήταν πολύ υψηλή κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας (περίπου 21 %) και ότι παρέμεινε θετική καθ' όλη την περίοδο, δηλαδή 8 % κατά το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι λοιπές πωλήσεις παρουσίαζαν αποδοτικότητα 16 % περίπου κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας. Παράλληλα με την εξέλιξη της ζήτησης των ρόλων θερμής έλασης, η αποδοτικότητα μειώθηκε επομένως κατά το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας για να καταστεί αρνητική (- 7 %) στο τέταρτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου.

    (240) Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν όσον αφορά την αποδοτικότητα των πωλήσεων ρόλων χωρίς επικάλυψη, αφενός, και οξειδωμένων ρόλων, αφετέρου κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας, η αποδοτικότητα ήταν υψηλή και για τους δύο τύπους του προϊόντος. Εν συνεχεία, η αποδοτικότητα των αποξειδωμένων ρόλων παρέμεινε θετική καθ' όλη την περίοδο έρευνας (4,5 % το τέταρτο τρίμηνο), ενώ η αποδοτικότητα των πωλήσεων των ρόλων χωρίς επικάλυψη μειώθηκε σημαντικά το τρίτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας και παρουσίασε απώλειες της τάξης του - 16,5 % το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας.

    (241) Εν κατακλείδι, οι πωλήσεις, οι τιμές και η αποδοτικότητα στο σύνολό τους μειώθηκαν κατά την περίοδο έρευνας. Η τάση αυτή ήταν λιγότερο αισθητή για τις πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν στα τμήματα της αγοράς που θίγονται λιγότερο από τις επιδοτούμενες εισαγωγές. Όσον αφορά τις τιμές και την επακόλουθη αποδοτικότητα, η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παρέμεινε σχετικά σταθερή ενώ η φαινομένη κατανάλωση σημείωνε ταχύτατη αύξηση. Επιπλέον, η έρευνα κατέδειξε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν αύξησε τον όγκο των πωλήσεών του παράλληλα με την αύξηση της φαινομένης κατανάλωσης. Αντίθετα, τα επίπεδα των τιμών και η αποδοτικότητα διατηρήθηκαν υψηλά σε περίοδο έντονης και αυξανόμενης ζήτησης.

    (242) Η έρευνα κατέδειξε επίσης ότι οι τιμές αγοράς των κυριότερων συντελεστών του κόστους που υπεισέρχονται στο κόστος παραγωγής μειώθηκαν κατά την περίοδο έρευνας. Ειδικότερα, η τιμή του σιδηρομεταλλεύματος μειώθηκε κατά 12 %, των θραυσμάτων κατά 40 % και η τιμή του πετρελαίου επανήλθε στο επίπεδο του 1970. Συνεπώς, το κόστος των πρώτων υλών μειώθηκε, πράγμα που περιόρισε το επίπεδο των απωλειών που είχαν προκύψει ιδίως κατά την περίοδο έρευνας.

    (243) Για να συμπληρωθεί η προαναφερόμενη ανάλυση σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων, τις τιμές πώλησης και την αποδοτικότητα, διαπιστώθηκε ότι οι οικονομικοί αυτοί δείκτες σημείωσαν μείωση σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 1997. Το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, ο όγκος των πωλήσεων μειώθηκε αντιστοίχως κατά 24 % και 27 % σε σχέση με το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 1997, ενώ οι τιμές πώλησης είχαν μειωθεί κατά 6 % και 19 %. Όσον αφορά την αποδοτικότητα, διαπιστώθηκε ότι, κατά το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, ήταν χαμηλότερη κατά 15 % σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 1997.

    (244) Όπως αποδεικνύεται στο ακόλουθο κεφάλαιο, κατά την αξιολόγηση της εξέλιξης του όγκου των πωλήσεων, των τιμών πώλησης και της αποδοτικότητας, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη η χρονική καθυστέρηση που μεσολαβεί μεταξύ της διαπραγμάτευσης των τιμών με τους πελάτες και της τιμολόγησης και παράδοσης από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Έτσι, ιδίως όταν εξετάζεται η εξέλιξη των λοιπών πωλήσεων, οι τιμές που εφαρμόστηκαν το πρώτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας είχαν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεων κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1997 και ούτω καθεξής.

    στ) Χρονική απόσταση μεταξύ της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και των εξελίξεων της αγοράς

    (245) Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην προαναφερθείσα ετήσια ανάλυση, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υποστήριξε ότι, κατά την αξιολόγηση της εξέλιξης των τιμών του και της αποδοτικότητάς του, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η χρονική καθυστέρηση που μεσολαβεί μεταξύ της διαπραγμάτευσης των τιμών με τους πελάτες και της πώλησης των προϊόντων. Στην πράξη, υποστηρίχθηκε ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν πριν από τις πωλήσεις κατά ένα τουλάχιστον τρίμηνο.

    (246) Από την έρευνα προέκυψε ότι ο σχεδιασμός της παραγωγής για την αποτελεσματική χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας είχε ως συνέπεια να μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα μεταξύ της παραγγελίας και της πώλησης. Αυτό το χρονικό διάστημα διαπιστώθηκε ότι ήταν τουλάχιστον ένα τρίμηνο. Με άλλα λόγια, οι πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας ήταν το αποτέλεσμα παραγγελιών των οποίων η διαπραγμάτευση και η σύναψη είχε γίνει κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1997.

    (247) Λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αυτής καθυστέρησης, η τριμηνιαία εξέλιξη που είχε καθοριστεί για τις παραγγελίες που είχε λάβει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής φανερώνει σημαντική μείωση κατά την περίοδο έρευνας. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η αρνητική αυτή τάση είναι ολοφάνερη από το πρώτο ήδη τρίμηνο της περιόδου έρευνας αν συγκριθεί με την τάση που είχε καθοριστεί για την παραγωγή και τον όγκο των πωλήσεων. Κατά το δεύτερο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, ο όγκος των παραγγελιών που έλαβε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν μειωμένος κατά 17 % σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι ορισμένες παραγγελίες που είχαν γίνει κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1997, οι οποίες αντιστοιχούν στις παραδόσεις/πωλήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το πρώτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, ήταν σχετικά υψηλές.

    (248) Επομένως, τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, σύμφωνα με τον οποίο η σχετικά θετική οικονομική κατάσταση που παρατηρήθηκε κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας αντανακλούσε απλώς το ικανοποιητικό επίπεδο παραγγελιών που είχαν γίνει κατά το τελευταίο τρίμηνο του 1997 και το πρώτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, δηλαδή όταν η ζήτηση ήταν ακόμη μεγάλη.

    ζ) Συμπέρασμα σχετικά με την κατάσταση τον κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας

    (249) Η τριμηνιαία ανάλυση φανερώνει ότι η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την περίοδο έρευνας, ιδίως κατά το δεύτερο εξάμηνο. Η επιδείνωση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις εποχιακές διακυμάνσεις που παρατηρήθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη σε τριμηνιαία βάση.

    (250) Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι, κατά το τρίτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, όλοι οι δείκτες της ζημίας ακολούθησαν αρνητική τάση σε σχέση με τη μέση δραστηριότητα κατά την περίοδο αυτή: η παραγωγή μειώθηκε κατά 10 %, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας κατά 6 %, ο όγκος των πωλήσεων κατά 14 %, οι τιμές των πωλήσεων κατά 2,4 % και η αποδοτικότητα κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες.

    (251) Επιπλέον, οι εξελίξεις που παρατηρήθηκαν κατά το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας φανερώνουν ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε περαιτέρω σε σύγκριση με τη μέση δραστηριότητα κατά την περίοδο έρευνας, η παραγωγή μειώθηκε κατά 18 %, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας κατά 10 %, ο όγκος των πωλήσεων κατά 22 %, οι τιμές κατά 13 %, και η αποδοτικότητα έγινε αρνητική (- 2,6 % επί του καθαρού κύκλου εργασιών), δηλαδή σημειώθηκε μείωση κατά 15,5 ποσοστιαίες μονάδες.

    5. Εξελίξεις μετά την περίοδο έρευνας

    (252) Όπως αναφέρεται ανωτέρω, τα πλεονασματικά αποθέματα που είχαν δημιουργηθεί κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας οδήγησαν σε σχετικά θετική κατάσταση της αγοράς, η οποία εκφράζεται με το ικανοποιητικό επίπεδο των τιμών της κοινοτικής αγοράς κατά την περίοδο αυτή. Επομένως, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής εξακολουθούσε να είναι ικανοποιητική. Ωστόσο, δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή δεν συνέπιπτε με καμία θετική εξέλιξη της αγοράς των χρηστών και θα οδηγούσε πιθανώς σε επιδείνωση της κατάστασης μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, κρίθηκε αναγκαίο να επιβεβαιωθεί το σενάριο αυτό με την ανάλυση των εξελίξεων μετά το τέλος της περιόδου έρευνας.

    (253) Όπως υπογράμμισαν ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς, η παραγωγή και οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ανέκαμψαν εν μέρει στις αρχές του 1999. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι το επίπεδο της παραγωγής και των πωλήσεων ήταν σαφώς χαμηλότερο από το αντίστοιχο επίπεδο στις αρχές της περιόδου έρευνας και του 1997. Εν προκειμένω, η έρευνα κατέδειξε ότι η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής εξακολούθησε να επιδεινώνεται μετά την περίοδο έρευνας, ιδίως όσον αφορά την πτώση των τιμών πώλησης και της αποδοτικότητας κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα του 1999.

    (254) Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την αρνητική επίπτωση των μαζικών πλεονασματικών αποθεμάτων που δημιουργήθηκαν στις αρχές της περιόδου έρευνας και της μείωσης των αποθεμάτων που άρχισε κατά το τρίτο τρίμηνο της εν λόγω περιόδου και συνεχίστηκε, παρά τη μείωση των πραγματικών εισαγωγών, καθ' όλο το πρώτο εξάμηνο του 1999. Πέρα από τις επιπτώσεις της συσσώρευσης υπερβολικών αποθεμάτων, η απόκλιση που διαπιστώθηκε στην αρνητική εξέλιξη της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής οφείλεται επίσης στη χρονική καθυστέρηση που μεσολαβεί μεταξύ των παραγγελιών και των παραδόσεων. Τούτο προκύπτει τόσο από την εξέλιξη των δεικτών ζημίας, όπως της παραγωγής, των πωλήσεων, των τιμών και της αποδοτικότητας, όσο και από την εξέλιξη των παραγγελιών που έλαβε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

    (255) Ορισμένα μέρη προέβαλαν το επιχείρημα ότι δεν είναι απαραίτητο να επιβληθούν αντισταθμιστικά μέτρα στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεδομένου ότι οι υπό εξέταση εισαγωγές έπαψαν μετά την περίοδο έρευνας.

    (256) Η έρευνα κατέδειξε ότι, σύμφωνα με τα εν γένει διαθέσιμα ή μη επαληθευμένα στοιχεία, οι εισαγωγές, ιδίως εκείνες που προέρχονται από τις χώρες τις οποίες αφορά η παρούσα διαδικασία, μειώθηκαν από την έναρξη της περιόδου έρευνας και μετά. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό δεν είναι ασύνηθες κατά τις έρευνες αντιντάμπινγκ και κατά επιδοτήσεων, δεδομένου ότι οι παράγοντες της αγοράς, ιδίως οι εισαγωγείς, λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι οι έρευνες απαιτούν προσεκτική εξέταση της αγοράς, στο βαθμό που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων και μέτρων αντιντάμπινγκ. Η αντίδραση των παραγόντων αυτών μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο έντονη. Εν πάση περιπτώσει, αν ληφθεί υπόψη η μείωση των εισαγωγών, η οποία μπορεί να περιοριστεί χρονικά, ώστε να δικαιολογηθεί η μη επιβολή μέτρων, οι παραγωγοί-εξαγωγείς μπορούν να υιοθετήσουν εναλλακτική πολιτική περιστολής και αύξησης των εξαγωγών τους ("stop-and-go policy"). Θεωρείται ότι μια τέτοια πολιτική θα διατάρασσε ιδιαίτερα την αγορά της Κοινότητας, ανεξαρτήτως του προϊόντος και, υπό τις συνθήκες αυτές, η μείωση των εισαγωγών δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως δικαιολογία για τη μη επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων.

    (257) Τέλος, προβλήθηκε το επιχείρημα ότι το φαινόμενο της συγκέντρωσης υψηλών εισαγωγών κατά την περίοδο έρευνας ήταν βραχύβιο. Εν τω μεταξύ, οι τιμές της κοινοτικής αγοράς έχουν φτάσει σε επίπεδα που διασφαλίζουν την ταχεία ανάκαμψη της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    (258) Πρέπει να σημειωθεί ότι η λεπτομερής ανάλυση αποδεικνύει ότι οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής εξακολούθησαν να επιδεινώνονται και έπεσαν σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα του 1999. Μετά τη μείωση αυτή των τιμών, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη επί μακρόν τεράστιες οικονομικές απώλειες.

    6. Συμπέρασμα σχετικά με τη ζημία

    (259) Από τη μια πλευρά, η ετήσια ανάλυση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής από το 1995 έως την περίοδο έρευνας κατέδειξε ορισμένες αρνητικές εξελίξεις. Επιπλέον, η τριμηνιαία ανάλυση φανερώνει ότι η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε σημαντικά καθ' όλη την περίοδο έρευνας. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς ορισμένων παραγωγών-εξαγωγέων και λαμβανομένων υπόψη των ειδικών χαρακτηριστικών της κοινοτικής αγοράς ως προς την υπερπροσφορά και τη χρονική καθυστέρηση μεταξύ των παραγγελιών και της παράδοσης, οι εξελίξεις αυτές είναι αντιπροσωπευτικές της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής καθ' όλη την περίοδο έρευνας.

    (260) Η έρευνα κατέδειξε επίσης ότι οι αρνητικές αυτές εξελίξεις συνεχίστηκαν και μάλιστα επιδεινώθηκαν μετά το τέλος της περιόδου έρευνας, στοιχείο ιδιαίτερα ενδεικτικό της λειτουργίας και της κατάστασης της κοινοτικής αγοράς. Όπως διαπιστώθηκε, η επιδείνωση αυτή ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις εποχιακές διακυμάνσεις που παρατηρήθηκαν κατά τα προηγούμενα έτη σε τριμηνιαία βάση.

    (261) Συνοψίζοντας, διαπιστώθηκε ότι, κατά το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, όλοι οι δείκτες της ζημίας ακολούθησαν αρνητική τάση σε σχέση με τη μέση δραστηριότητα κατά την περίοδο αυτή: η παραγωγή μειώθηκε κατά 10 % και 18 % αντιστοίχως, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας κατά 6 % και 10 %, ο όγκος των πωλήσεων κατά 14 % και 22 %, οι τιμές πώλησης ήταν χαμηλότερες κατά 2,4 % και 13 % αντιστοίχως από τη μέση τιμή της περιόδου έρευνας, και η αποδοτικότητα υποχώρησε κατά 2,1 και 15,5 ποσοστιαίες μονάδες, αντιστοίχως.

    (262) Κατά τον ίδιο τρόπο, διαπιστώθηκε ότι οι οικονομικοί αυτοί δείκτες σημείωσαν επίσης υποχώρηση σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 1997. Κατά το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας σε σχέση με τα αντίστοιχα τρίμηνα του 1997, η παραγωγή μειώθηκε κατά 20 % και 11 % αντιστοίχως, η χρησιμοποίηση της ικανότητας κατά 12 % και 18 % και οι τιμές πώλησης κατά 6 % και 19 %· η αποδοτικότητα παρέμεινε θετική το 1997 και κατά την περίοδο έρευνας, αλλά έχασε 15 μονάδες μεταξύ του τέταρτου τριμήνου του 1997 και του τέταρτου τριμήνου της περιόδου έρευνας. Ωστόσο, όλες αυτές οι τάσεις επιβεβαιώθηκαν κατά τα δύο τρίμηνα που ακολούθησαν την περίοδο έρευνας.

    (263) Εν συνεχεία, η έρευνα κατέδειξε ότι οι τάσεις αυτές ήταν ακόμη πιο αρνητικές όταν δεν πραγματοποιούνταν συγκεκριμένες πωλήσεις, όπως οι μακροπρόθεσμες συμβάσεις ή οι πωλήσεις αποξειδωμένων ρόλων, οι οποίοι θίγονται λιγότερο από τις εν λόγω εισαγωγές. Οι παραγγελίες που ελήφθησαν από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής με σκοπό την παράδοση κατά το τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας ήταν χαμηλότερες κατά 31 % από τις παραγγελίες που έπρεπε να παραδοθούν κατά το πρώτο τρίμηνο της ίδιας περιόδου.

    (264) Από την άλλη πλευρά, η ετήσια ανάλυση κατέδειξε ότι το μέσο κέρδος αυξήθηκε μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας για να ανέλθει σε 12,9 %. Τα κέρδη και οι τιμές πώλησης παρέμειναν σταθερά κατά τα πρώτα τρίμηνα της περιόδου έρευνας.

    (265) Όσον αφορά τα συμπεράσματα αυτά, τα οποία, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι είναι αντίθετα προς την ύπαρξη ζημίας, η έρευνα κατέδειξε ότι ήταν σύμφωνα με το υψηλό επίπεδο της φαινομένης κατανάλωσης κατά το πρώτο εξάμηνο της περιόδου έρευνας, το οποίο όμως δεν αντιστοιχούσε, όπως επιβεβαιώθηκε από την ίδια την έρευνα, στην εξίσου σημαντική πραγματική κατανάλωση. Κατά συνέπεια, οι τιμές και τα κέρδη του κοινοτικού κλάδου παραγωγής (του οποίου οι πωλήσεις δεν ακολούθησαν ανάλογη πορεία με τη δημιουργία υπερβολικών αποθεμάτων) παρέμειναν σταθερά, αλλά εν συνεχεία επιδεινώθηκαν κατ' ανάγκη, επειδή η υψηλή φαινομένη κατανάλωση δεν αντιστοιχούσε στην εξίσου σημαντική πραγματική κατανάλωση. Πράγματι, κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου έρευνας, η φαινομένη κατανάλωση ανατράπηκε επειδή τα μαζικά αποθέματα που είχαν συσσωρευθεί δεν χρησιμοποιήθηκαν, γεγονός που, με τη σειρά του, προκάλεσε τη μείωση των τιμών και των κερδών.

    (266) Η μεταγενέστερη ανάλυση της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα του 1999 επιβεβαίωσε ότι οι αρνητικές αυτές τάσεις δεν είχαν περιοριστεί στην περίοδο έρευνας και ότι αποτελούσαν άμεση απόρροια των εξελίξεων που παρατηρήθηκαν κατά την περίοδο έρευνας. Ενώ η παραγωγή και ο όγκος των πωλήσεων βελτιώθηκαν κατά κάποιο τρόπο σε σχέση με το δεύτερο ήμισυ της περιόδου έρευνας, οι τιμές πώλησης και η αποδοτικότητα εξακολούθησαν να μειώνονται. Πρέπει να σημειωθεί ότι η βασική απόφαση επιτρέπει, όπως επιβεβαιώνει η νομολογία του Δικαστηρίου, να λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία που αφορούν το χρονικό διάστημα που ακολουθεί μετά την περίοδο έρευνας, ιδίως για να διαπιστωθεί κατά πόσον συνεχίζονται οι τάσεις που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

    (267) Με βάση τις εξελίξεις της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας και, ειδικότερα, κατά την περίοδο έρευνας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη ζημία κατά την περίοδο έρευνας. Αντίθετα προς τους ισχυρισμούς σύμφωνα με τους οποίους οι οικονομικοί δείκτες που φανερώνουν την ύπαρξη ζημίας αντισταθμίζονται κατά μέγα μέρος από άλλους δείκτες που δηλώνουν την ανυπαρξία ζημίας, η προαναφερόμενη λεπτομερής έρευνα κατέδειξε ότι όλοι οι οικονομικοί δείκτες εξελίχθηκαν αρνητικά, ιδίως όσον αφορά τα κέρδη και τις τιμές πώλησης με χρονική απόκλιση μερικών μηνών. Το μέγεθος της ζημίας που προκλήθηκε είναι τέτοιο ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως αισθητή ζημία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος 6 της βασικής απόφασης.

    ΣΤ. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

    1. Εισαγωγή

    (268) Στην παρούσα ανάλυση, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το υπό εξέταση προϊόν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις διακυμάνσεις των τιμών. Επιπλέον, όπως διευκρινίζεται ανωτέρω, η αγορά του υπό εξέταση προϊόντος παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής συνάπτει μακροπρόθεσμες συμβάσεις με ορισμένους χρήστες η παραγωγή οργανώνεται και προγραμματίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε μεσολαβεί χρονική καθυστέρηση μεταξύ της παραγγελίας και της παράδοσης και ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αναπτύσσει περισσότερες δραστηριότητες σε ορισμένα τμήματα της αγοράς απ' ό,τι οι ενδιαφερόμενοι παραγωγοί-εξαγωγείς. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι τα προϊόντα που παράγονται και πωλούνται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και εκείνα που εισάγονται από τις ενδιαφερόμενες χώρες είναι προϊόντα ομοειδή. Απλώς δηλώνουν ότι ο ανταγωνισμός με τις υπό εξέταση εισαγωγές είναι εντονότερος σε ορισμένα κυκλώματα πώλησης και για ορισμένους τύπους προϊόντων.

    (269) Για να συναγάγει τα συμπεράσματά της σχετικά με την αιτία της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, η Επιτροπή εξέτασε τις επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών από τις ενδιαφερόμενες χώρες. Συγχρόνως, εξέτασε επίσης τον αντίκτυπο διαφόρων άλλων γνωστών παραγόντων και τις ενδεχόμενες επιπτώσεις τους στην κατάσταση του κλάδου αυτού. Η ανάλυση αυτή επιτρέπει να διαπιστωθεί κάθε ζημία που προκαλείται από άλλους παράγοντες πέραν των επιδοτούμενων εισαγωγών και να μην αποδοθεί στις εισαγωγές αυτές.

    (270) Οι άλλοι παράγοντες που εξετάστηκαν ήταν οι ακόλουθοι: η εξέλιξη της κατανάλωσης, η υπερπροσφορά στην κοινοτική αγορά, οι επιπτώσεις των ρόλων θερμής έλασης που εισάγονται στην Κοινότητα από άλλες τρίτες χώρες, η συμπεριφορά άλλων κοινοτικών παραγωγών που δεν συμπεριελήφθησαν στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, οι εξαγωγικές επιδόσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και η παγκόσμια κατάσταση της βιομηχανίας χάλυβα.

    2. Επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών

    α) Επιπτώσεις του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και της συσσώρευσης αποθεμάτων

    (271) Από την έρευνα προέκυψε ότι οι υπό εξέταση εισαγωγές αυξήθηκαν σημαντικά, ιδίως μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας. Ενώ το 1995 εισήχθησαν στην κοινοτική αγορά από τις συγκεκριμένες χώρες μόνον 8 χιλιάδες τόνοι ρόλων θερμής έλασης, η αντίστοιχη ποσότητα το 1997 ανήλθε στις 47 χιλιάδες τόνους.

    (272) Από την έρευνα προέκυψε επίσης ότι η μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών σημειώθηκε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας (+ 797 χιλιάδες τόνοι) και ιδίως κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα της περιόδου έρευνας. Κατά την ως άνω περίοδο παραδόθηκαν στην κοινοτική αγορά περισσότεροι από 550 χιλιάδες τόνους. Αυτή η ποσότητα είναι περισσότερο από δέκα φορές μεγαλύτερη από τον όγκο των εισαγωγών του δεύτερου εξαμήνου του 1997. Μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας το μερίδιο αγοράς των υπό εξέταση χωρών αυξήθηκε κατά 4 εκατοστιαίες μονάδες.

    (273) Από το 1995 έως την περίοδο έρευνας, ενώ η κοινοτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 9 %, ο όγκος των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε μόλις κατά 1 % και, κατά συνέπεια, απώλεσε ως μερίδιο αγοράς 3,7 εκατοστιαίες μονάδες.

    (274) Σε ό,τι αφορά την περίοδο κατά την οποία σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες εισαγωγές (από το 1997 μέχρι την περίοδο έρευνας), αυτή συνέπεσε με την επιδείνωση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η παραγωγή μειώθηκε κατά 9 % και ο όγκος των πωλήσεων κατά 12 %. Το μερίδιο αγοράς απώλεσε 6,6 εκατοστιαίες μονάδες και ανέρχεται πλέον σε 17 %.

    (275) Επιπλέον, η εξέλιξη του όγκου των εισαγωγών, σε συνδυασμό με την εξέλιξη της φαινομένης κατανάλωσης όπως παρατέθηκε ανωτέρω, καταδεικνύει ότι οι υπό εξέταση επιδοτούμενες εισαγωγές κατά κύριο λόγο τροφοδότησαν την αύξηση των αποθεμάτων και, κατά συνέπεια, την αύξηση της φαινομένης κατανάλωσης κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα της περιόδου έρευνας, ενώ οι πωλήσεις του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν ήδη από την αρχή της περιόδου έρευνας.

    (276) Από την έρευνα προέκυψε ότι, σε αντίθεση με τους υπό εξέταση παραγωγούς-εξαγωγείς, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν έχει ιδιαίτερη παρουσία στα εμπορικά κυκλώματα πωλήσεων. Κατά το τρίτο και τέταρτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας, ορισμένοι σημαντικοί επιχειρηματικοί φορείς αποδείχθηκε ότι είτε παρήγγειλαν σε μικρές ποσότητες είτε δεν παρήγγειλαν καθόλου ρόλους θερμής έλασης στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Αυτό το γεγονός είχε ως συνέπεια να σημειωθεί σημαντική πτώση των πωλήσεων κατά το τρίτο (- 28 %) και κατά το τέταρτο (- 12 %) τρίμηνο της περιόδου έρευνας. Αυτό με τη σειρά του είχε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις επί των τιμών και της αποδοτικότητας του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά τα τελευταία δυο τρίμηνα της περιόδου έρευνας.

    (277) Προκειμένου να σχηματίσει κανείς πλήρη εικόνα αυτής της εξέλιξης, θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής εξελίχθηκε κατά τρόπο ιδιαίτερα αρνητικό, αισθητό και άμεσο στα κυκλώματα πωλήσεων και στους τύπους προϊόντων, που αποτελούν κυρίως το αντικείμενο δραστηριότητας των παραγωγών-εξαγωγέων. Πράγματι, οι εν λόγω παραγωγοί δεν επιδεικνύουν ιδιαίτερη δραστηριότητα σε κυκλώματα πωλήσεων, στα οποία συνάπτονται μακροπρόθεσμες συμβάσεις. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής σημείωσε σχετικά καλύτερες επιδόσεις σε αυτά τα κυκλώματα πωλήσεων παρά σε άλλα, στα οποία ο ανταγωνισμός των εισαγωγών είναι περισσότερο αισθητός. Καταδείχθηκε επίσης ανωτέρω ότι οι πωλήσεις ρόλων χωρίς επικάλυψη του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ήτοι ενός προϊόντος που καλύπτει περίπου το 90 % των υπό εξέταση εισαγωγών, εξελίχθηκαν πολύ αρνητικά καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

    β) Επιπτώσεις του ύψους των τιμών εισαγωγής και της λειτουργίας της αγοράς του χάλυβα

    (278) Από την έρευνα προέκυψε ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παρέμεινε σταθερή όσον αφορά τις τιμές και, κατά συνέπεια, την εν γένει αποδοτικότητα κατά τα πρώτα δύο τρίμηνα της περιόδους έρευνας, παρά το γεγονός ότι οι τιμές εισαγωγής από τις εν λόγω χώρες μειώνονταν σταθερά καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Ως προς αυτό το σημείο, από την έρευνα προέκυψε ότι η εξέλιξη των τιμών και των κερδών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής οφειλόταν, αφενός, στην εν γένει διάρθρωση και λειτουργία της αγοράς όσον αφορά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ των παραγγελιών και των παραδόσεων στους πελάτες και, αφετέρου, στην εξέλιξη των αποθεμάτων και, κατά συνέπεια, της φαινομένης κατανάλωσης κατά την περίοδο έρευνας.

    (279) Όσον αφορά την εν γένει λειτουργία της αγοράς, διαπιστώθηκε ότι, δεδομένου του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ παραγγελιών και παραδόσεων (τουλάχιστον ένα τρίμηνο), η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά το πρώτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας αντανακλά ουσιαστικά την κατάσταση των παραγγελιών που είχαν υποβληθεί κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1997, όταν άρχισαν να αυξάνονται οι εισαγωγές.

    (280) Όσον αφορά την εξέλιξη της φαινομένης κατανάλωσης, διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση της κοινοτικής αγοράς εν γένει και του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ειδικότερα κατά το πρώτο τρίμηνο της περιόδου έρευνας αντιστοιχούσε σε χρονικό διάστημα εντυπωσιακής αύξησης των αποθεμάτων, άρα και της φαινομένης κατανάλωσης. Με αυτόν τον τρόπο, κατέστη δυνατόν να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο οι τιμές και τα κέρδη, παρά την αύξηση των εισαγωγών που σημειώθηκε εκείνη την εποχή. Επομένως, οι επιδοτούμενες εισαγωγές είχαν τη μεγαλύτερη επίπτωση στην οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όταν κατέστη σαφές ότι η αύξηση των αποθεμάτων, άρα και της φαινομένης κατανάλωσης δεν αντιστοιχούσε σε αύξηση της πραγματικής κατανάλωσης. Πράγματι, με δεδομένη τη σημαντική πτώση της ζήτησης για ρόλους θερμής έλασης στα τέλη της περιόδου έρευνας, οι τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκαν κατά 17 % και η αποδοτικότητα κατέστη αρνητική.

    (281) Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ισχυρίστηκε ότι καθ' όλη την περίοδο έρευνας, οι παραγωγοί-εξαγωγείς εφήρμοσαν πολιτική συστηματικής μείωσης των τιμών και επέβαλλαν συνεχώς τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Αυτό επιτάχυνε και επιδείνωσε την πτώση των τιμών πωλήσεων στην κοινοτική αγορά κατά την περίοδο αυτή.

    (282) Η έρευνα έδειξε ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς όντως μείωσαν σημαντικά στις τις τιμές τους κατά τη περίοδο έρευνας, ενώ ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής επεχείρησε να διατηρήσει το επίπεδο των τιμών του μέχρι τον Ιούνιο του 1998. Τον Ιούλιο 1998, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής μείωσε τις τιμές πωλήσεών του. Οι τιμές πωλήσεών του, που υπερέβαιναν τα 300 ECU/τόνο τον Ιανουάριο 1998, μειώθηκαν σε περίπου 250 ECU/τόνο τον Δεκέμβριο 1998.

    (283) Αυτή η δραματική μείωση των τιμών εξηγείται από το γεγονός ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς εξακολούθησαν να εφαρμόζουν χαμηλότερες τιμές από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ήδη χαμηλό επίπεδο τιμών σε σχέση με τις κοινοτικές στις αρχές της περιόδου έρευνας, κατέστη ακόμη χαμηλότερο καθ' όλη τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής χρειάστηκε να μειώσει τις τιμές του, προκειμένου να εξακολουθήσει να μετέχει στην αγορά, ιδίως από τα μέσα της περιόδου έρευνας και εντεύθεν.

    (284) Ως προς αυτό το σημείο, πρέπει να σημειωθεί ότι ο χάλυβας αποτελεί σημαντική πρώτη ύλη και ότι η ενδεικτική βασική τιμή των ρόλων θερμής έλασης, δημοσιεύεται καθημερινά σε ειδικευμένες εφημερίδες και είναι γνωστή σε όλους τους φορείς που είναι παρόντες στην αγορά. Τα προϊόντα που παράγει και πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής και εκείνα που εισάγονται από τις εν λόγω χώρες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις διακυμάνσεις των τιμών, οι οποίες μεταφέρονται αμέσως στην αγορά.

    Σύμφωνα με τα ανωτέρω, από τα γενικά συμπεράσματα της έρευνας προκύπτει ότι οι υπό εξέταση εισαγωγές προκάλεσαν την αρνητική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    γ) Συμπέρασμα για τις επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών

    (285) Θεωρείται ότι οι όγκοι επιδοτούμενων εισαγωγών, που συσσωρεύτηκαν στην κοινοτική αγορά μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, συμπίεσαν τις τιμές και οδήγησαν σε μείωση του μεριδίου αγοράς που κατείχε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Αυτοί οι όγκοι εισαγωγών παρείχαν τη δυνατότητα σε εμπόρους και σε ορισμένους σημαντικούς χρήστες που ήταν εγκατεστημένοι στην Κοινότητα να συσσωρεύσουν αποθέματα, γεγονός που είχε αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα διαπραγμάτευσης των τιμών με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ήδη από το δεύτερο τρίμηνο της περιόδου έρευνας και καθ' όλη την περίοδο, κατά την οποία αυτές οι εισαγωγές συμπίεζαν τις τιμές. Επιπλέον, λόγω της γενικής διαφάνειας της αγοράς, οι χρήστες και οι αγοραστές στην κοινοτική αγορά διαπίστωσαν γρήγορα την πολιτική χαμηλής τιμολόγησης που εφήρμοζαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς. Αυτό επιτάχυνε και επιδείνωσε την πτώση των τιμών πωλήσεων σε μια αγορά με αρνητικές συνέπειες για το μερίδιο της αγοράς και την αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    (286) Κατά συνέπεια, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η παρουσία επιδοτούμενων εισαγωγών σε χαμηλές τιμές διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, άρα και στην αισθητή ζημία που υπέστη αυτός ο κλάδος κατά την περίοδο έρευνας.

    3. Επιπτώσεις άλλων παραγόντων

    α) Εξέλιξη της κατανάλωσης

    (287) Κατά την υπό εξέταση περίοδο η φαινομένη κατανάλωση στην κοινοτική αγορά αυξήθηκε σταθερά κατά 9 %. Κατά την περίοδο μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας, η φαινομένη κατανάλωση αυξήθηκε κατά 0,4 %.

    (288) Επομένως, λόγω της σταθερά θετικής εξέλιξης του όγκου της κατανάλωσης μετά το 1996, θεωρείται ότι η κατανάλωση δεν μπορεί να συνδεθεί με τη ζημιογόνο κατάσταση που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας.

    β) Υπερπροσφορά στην κοινοτική αγορά

    (289) Διερευνήθηκε επίσης ο ισχυρισμός περί υπερπροσφοράς στην κοινοτική αγορά στις αρχές της περιόδου έρευνας. Ορισμένα μέρη προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής προέβη σε συνεχείς αυξήσεις των ποσοτήτων που παρέδιδε στην αγορά, αποτελώντας με αυτόν τον τρόπο τον κυριότερο παράγοντα υπερπροσφοράς. Κατά συνέπεια, ισχυρίστηκαν ότι ο υψηλός συντελεστής χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητας εκ μέρους των κοινοτικών παραγωγών, που απορρέει από την παράδοση μεγάλων ποσοτήτων, αποκλείει το ενδεχόμενο να έχει προκληθεί ζημία που να μπορεί να αποδοθεί στις εισαγωγές από τις συγκεκριμένες χώρες.

    (290) Από λεπτομερή ανάλυση της εξέλιξης που σημείωσε η φαινομένη κατανάλωση το 1997 σε σύγκριση με την περίοδο έρευνας προέκυψε ότι, κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα της περιόδου έρευνας, η φαινομένη κατανάλωση ήταν κατά 1,4 εκατ. τόνους υψηλότερη από ό,τι κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα το 1997. Αυτή η σύγκριση θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι κατά τα δύο πρώτα τρίμηνα της περιόδου έρευνας εισήχθησαν από τις συγκεκριμένες χώρες 551 χιλιάδες τόνοι επιδοτούμενων ρόλων θερμής έλασης, ενώ η αντίστοιχη ποσότητα που εισήχθη κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το 1997 ήταν σχεδόν 4 χιλιάδες τόνοι. Πρόκειται για αύξηση άνω του 0,5 εκατ. τόνων κατά το πρώτο ήμισυ της περίόδου έρευνας.

    (291) Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι οι έμποροι αύξησαν σημαντικά τα αποθέματά τους κατά το πρώτο ήμισυ της περιόδου έρευνας, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην υπερπροσφορά στην κοινοτική αγορά. Από την έρευνα προέκυψε ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν δραστηριοποιείται ιδιαίτερα στα εμπορικά κυκλώματα πωλήσεων, ενώ οι παραγωγοί-εξαγωγείς διαθέτουν σημαντικές ποσότητες μέσω εμπόρων. Κατά συνέπεια, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν τροφοδότησε τη συσσώρευση αποθεμάτων από τους εμπόρους κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας.

    (292) Εν κατακλείδι, από την έρευνα προέκυψε ότι η αύξηση των επιδοτούμενων εισαγωγών ήταν σημαντική κατά την περίοδο έρευνας, ενώ ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε πωλήσεις και υπέστη μείωση της παραγωγής, με αποτέλεσμα να μειωθεί και το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς που κατείχε. Κατά συνέπεια, η αύξηση των επιδοτούμενων εισαγωγών σε χαμηλές τιμές συνέβαλε ευρέως στην υπερπροσφορά.

    γ) Εισαγωγές ρόλων θερμής έλασης από άλλες τρίτες χώρες

    (293) Εκτός από τις χώρες που αφορά η παρούσα διαδικασία κατά επιδοτήσεων, υπάρχουν και άλλες χώρες εξαγωγής, ήτοι η Βουλγαρία, το Ιράν και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, για τις οποίες έχει κινηθεί έρευνα αντιντάμπινγκ.

    (294) Επίσης και άλλες χώρες εξήγαν ρόλους θερμής έλασης στην κοινοτική αγορά. Κατά την περίοδο έρευνας, οι κυριότεροι εξαγωγείς ήταν η Ρωσία, η Σλοβακία, η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Νότιος Κορέα και η Ινδονησία.

    (295) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε αθέμιτη διάκριση εις βάρος τους σε σχέση με κάποιες άλλες τρίτες χώρες που αναφέρονται ανωτέρω και οι οποίες είχαν εξαιρεθεί από το πεδίο της έρευνας.

    (296) Ως προς αυτό το σημείο, πρέπει να αναφερθεί ότι δεν έχει υποβληθεί καταγγελία κατά των ως άνω τρίτων χωρών και επομένως δεν έχουν διαβιβαστεί ενδείξεις για την ύπαρξη, εκ πρώτης όψεως, επιδοτήσεων και συνακόλουθης ζημίας που να δικαιολογούν την κίνηση διαδικασίας. Επιπλέον, καθώς από την έρευνα δεν ανέκυψε κανένα στοιχείο για την ύπαρξη πρακτικών επιζήμιας επιδότησης εξαγωγών εκ μέρους αυτών των τρίτων χωρών, ο ισχυρισμός περί διακρίσεων είναι αβάσιμος.

    (297) Κατά την υπό εξέταση περίοδο, το μερίδιο άλλων τρίτων χωρών που δεν υπόκεινται σε καμία διαδικασία επί του συνόλου των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά, αν και παρέμεινε σημαντικό, έδειξε πτωτική τάση. Ο όγκος των εισαγωγών μειώθηκε από 3 εκατ. τόνους το 1995 σε 2,4 εκατ. τόνους κατά την περίοδο έρευνας, ήτοι σημειώθηκε μείωση 20 % σε ό,τι αφορά τον όγκο. Το μερίδιο αυτών των εισαγωγών αντιστοιχούσε σε 99 % του συνολικού όγκου των εισαγωγών το 1995, αλλά μόνο στο 74 % κατά την περίοδο έρευνας. Συνεπώς, καθ' όλη την υπό εξέταση περίοδο, το μερίδιο της κοινοτικής αγοράς που κατείχαν άλλες τρίτες χώρες, μειώθηκε κατά 20 %.

    (298) Οι τιμές εισαγωγής από αυτές τις τρίτες χώρες ακολούθησε τη γενική πτωτική τάση που παρατηρήθηκε στην κοινοτική αγορά και μειώθηκε κατά 9 %.

    (299) Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και παρατηρήσεις, διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες που δεν υπόκεινται σε καμία διαδικασία παρέμειναν σημαντικές και είχαν συνεχή παρουσία στην κοινοτική αγορά κατά την υπό εξέταση περίοδο. Εντούτοις, προέκυψε ακόμη ότι, αν και η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε, ιδιαίτερα μετά το 1997 και μέχρι την περίοδο έρευνας, δηλαδή όταν οι επιδοτούμενες εισαγωγές αυξήθηκαν μαζικά, η αύξηση των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες ήταν πολύ περιορισμένη.

    (300) Επομένως, ο ισχυρισμός ορισμένων παραγωγών-εξαγωγέων ότι οι εισαγωγές ρόλων θερμής έλασης από άλλες τρίτες χώρες που δεν υπόκεινται σε καμία διαδικασία αποτελούν την αιτία της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.

    δ) Άλλοι παραγωγοί στην Κοινότητα

    (301) Κατά την περίοδο έρευνας, οι παραγωγοί στην Κοινότητα που δεν συμπεριελήφθησαν στον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αντιπροσώπευαν σχεδόν το 35 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής.

    (302) Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, κατά την υπό εξέταση περίοδο, η οικονομική κατάσταση των άλλων παραγωγών ρόλων θερμής έλασης στην Κοινότητα ήταν παρόμοια με την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Κατά την περίοδο έρευνας, ο όγκος των πωλήσεών τους αυξήθηκε κατά 5 %, ήτοι σημείωσε αύξηση χαμηλότερη από την αύξηση της κατανάλωσης. Κατά συνέπεια, το μερίδιο της αγοράς σε ό,τι αφορά τον όγκο μειώθηκε κατά 4 %. Επιπλέον, αυτοί οι παραγωγοί επλήγησαν επίσης από τη συμπίεση των τιμών όπως φαίνεται από τη μείωση της αξίας των πωλήσεων κατά 6 % και οι τιμές πωλήσεών τους ήταν σύμφωνες με εκείνες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    (303) Συνεπώς, ήταν περιορισμένες οι επιπτώσεις που είχαν οι δραστηριότητες άλλων παραγωγών στην Κοινότητα στην επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

    ε) Εξαγωγική δραστηριότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    (304) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε λόγω της μείωσης της εξαγωγικής δραστηριότητάς του κατά την υπό εξέταση περίοδο.

    (305) Από την έρευνα προέκυψε ότι ο όγκος των πωλήσεων που προορίζονταν για εξαγωγές σε τρίτες χώρες μειώθηκε κατά περίπου 536000 τόνους μεταξύ του 1995 και της περιόδου έρευνας και κατά 299000 τόνους μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας. Αυτό αντιστοιχεί σε μείωση 4,8 % και 2,9 % αντιστοίχως των συνολικών πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Πάνω σε αυτή τη βάση, η Επιτροπή δεν αποκλείει το γεγονός ότι αυτή η μείωση των εξαγωγικών πωλήσεων επηρέασε τη γενική οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι η παρούσα έρευνα κάλυψε αποκλειστικά την οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής όσον αφορά την ελεύθερη αγορά της Κοινότητας. Συνεπώς, οι τιμές και τα έσοδα από τις εξαγωγικές πωλήσεις αποκλείστηκαν από την ανάλυση της ζημίας.

    στ) Η προτίμηση το κοινοτικού κλάδου παραγωγής να εφοδιάζει τη δεσμευμένη αγορά

    (306) Ορισμένοι χρήστες του εν λόγω προϊόντος στην κοινοτική αγορά ανέφεραν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε προσπαθήσει να ενοποιήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις δραστηριότητές του κατά την υπό εξέταση περίοδο. Υποτίθεται ότι, στα τέλη του 1997, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είχε αποδώσει προτεραιότητα στη διάθεση των προϊόντων του σε συνδεόμενα μέρη στη δεσμευμένη αγορά, πριν εφοδιάσει ανεξάρτητα μέρη στην ελεύθερη αγορά, με συνέπεια να αναγκαστούν οι χρήστες να εφοδιάζονται από πηγές εκτός Κοινότητας. Κατά συνέπεια, η ζημία δεν θα μπορούσε να έχει προκληθεί από την εξέλιξη των εισαγωγών.

    (307) Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μεταξύ του 1997 και της περιόδου έρευνας, η εξέλιξη του όγκου των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν τόσο σε συνδεόμενους όσο και σε μη συνδεόμενους πελάτες παρουσίασαν πτωτικές στάσεις. Το γεγονός ότι ο εφοδιασμός στη δεσμευμένη αγορά ακολούθησε παρόμοια τάση, δείχνει ότι υπήρχε διαθέσιμο παραγωγικό δυναμικό. Αυτή η μείωση του όγκου των πωλήσεων δείχνει ότι δεν υπήρχε κίνδυνος έλλειψης του υπό εξέταση προϊόντος, η οποία θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε μείωση του όγκου των πωλήσεων προς μη συνδεόμενα μέρη.

    ζ) Η κατάσταση του τομέα του χάλυβα παγκοσμίως

    (308) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς ισχυρίστηκαν ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ειδικότερα κατά το δεύτερο ήμισυ της περιόδου έρευνας, οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην επιδείνωση της κατάστασης του τομέα του χάλυβα παγκοσμίως.

    (309) Με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες, φαίνεται ότι είχε σημειωθεί παγκοσμίως επιδείνωση κατά την περίοδο έρευνας. Οι τιμές πωλήσεως σημείωσαν πτώση στις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα. Εντούτοις, διαπιστώθηκε ότι οι τιμές πωλήσεως σε αυτές τις χώρες ήταν κατά 15 %, 24 % και 7 %, αντιστοίχως, υψηλότερες από τις κοινοτικές στα τέλη της περιόδου έρευνας.

    (310) Συνεπώς, η παγκόσμια κατάσταση της βιομηχανίας χάλυβα και ειδικότερα η κατάσταση στη Νοτιοανατολική Ασία, δεν μπορούν να ερμηνεύσουν την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο.

    4. Συμπέρασμα για την αιτιώδη συνάφεια

    (311) Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι άλλοι παράγοντες, εκτός από τις επιδοτούμενες εισαγωγές από τις συγκεκριμένες χώρες μπορεί να έχουν συμβάλει στη δυσχερή θέση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας. Εντούτοις, από την έρευνα προέκυψε ότι η ξαφνική αύξηση των εισαγωγών, η συμπίεση των τιμών και οι χαμηλότερες τιμές από τις κοινοτικές που εφήρμοζαν οι παραγωγοί-εξαγωγείς είχαν σημαντικές αρνητικές συνέπειες στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές, εξεταζόμενες χωριστά, έχουν προκαλέσει σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

    Ζ. ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

    1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    (312) Στόχος των αντισταθμιστικών μέτρων είναι να εξουδετερώσουν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που έχουν ζημιογόνες επιπτώσεις στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και να αποκαταστήσουν τον γνήσιο ανταγωνισμό στην αγορά της Κοινότητας. Εκτός από τις επιδοτήσεις, τη ζημία και τα αίτια αυτής της ζημίας, η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον υπήρχαν επιτακτικοί λόγοι που θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να επιβληθούν μέτρα. Για το σκοπό αυτό και σύμφωνα με το άρθρο 31 παράγραφος 1 της βασικής απόφασης, εξετάστηκαν οι επιπτώσεις των πιθανών μέτρων σε όλα τα μέρη που αφορά η παρούσα διαδικασία και οι συνέπειες που θα έχει η λήψη ή η μη λήψη μέτρων, βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που ήταν διαθέσιμα.

    2. Συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής

    (313) Στην περίπτωση των πρακτικών ζημιογόνων επιδοτήσεων, που προκλήθηκαν από επιδοτούμενες εισαγωγές σε χαμηλές τιμές, το συμφέρον του κοινοτικού κλάδου παραγωγής συνίστανται στην αποκατάσταση των όρων του γνήσιου ανταγωνισμού.

    (314) Η έρευνα έδειξε ότι η κοινοτική αγορά ρόλους θερμής έλασης χαρακτηριζόταν από την παρουσία προϊόντων καταγωγής των εν λόγω χωρών τα οποία πωλήθηκαν σε τιμές που ήταν χαμηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Η ζημιογόνος κατάσταση που προέκυψε, μπορούσε να ελέγχεται στο βαθμό που ήταν περιορισμένος ο εισαγόμενος όγκος. Ωστόσο, ο μεγάλος όγκος των επιδοτούμενων εισαγωγών, που συνέρευσε ξαφνικά στην κοινοτική αγορά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κατά την περίοδο έρευνας, προκάλεσε συμπίεση των τιμών, η οποία είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Αυτή η κατάσταση αφήνει τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής σε μια σοβαρά εξασθενημένη θέση και αυτή η βιομηχανία έχει συμφέρον στο να διορθωθεί αυτή η κατάσταση.

    (315) Κατά την υπό εξέταση περίοδο, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, καθώς και άλλοι παραγωγοί που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα εφήρμοσαν σημαντικά σχέδια ορθολογικής διαχείρισης και αναδιάρθρωσης τα οποία συνεχίζονται ακόμη επί του παρόντος. Η υλοποίηση αυτών των σχεδίων είναι σημαντική λόγω της παγκοσμιοποίησης της αγοράς χάλυβα. Αυτή η δραστηριότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο αποδεικνύει την ικανότητα προσαρμογής, την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητά του.

    (316) Με την επιβολή μέτρων, η απασχόληση που αυξήθηκε κατά την υπό εξέταση περίοδο, μπορεί να διατηρηθεί και πιθανώς να αυξηθεί, σε συνάρτηση με την εξέλιξη της κατανάλωσης. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής απώλεσε σημαντικούς όγκους πωλήσεων και αναγκάστηκε να μειώσει τις τιμές του, ειδικότερα προς τα τέλη της περιόδου έρευνας. Οι προτεινόμενοι αντισταθμιστικοί δασμοί, που όσον αφορά τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς ανέρχονται περίπου στο 6 % σε μέσο σταθμισμένο επίπεδο, θα παράσχουν τη δυνατότητα στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να ανακάμψει από τη ζημιογόνο κατάσταση αυξάνοντας τις τιμές του ή/και τις ποσότητες των πωλήσεων.

    (317) Λόγω της ανεπαρκούς αποδοτικότητας που σημειώθηκε το 1996 και 1997 και της σημαντικής ζημίας που προκλήθηκε κατά την περίοδο έρευνας, είναι πολύ πιθανόν, εάν δεν ληφθούν μέτρα που θα διορθώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις των επιδοτούμενων εισαγωγών, να επιδεινωθεί περαιτέρω η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε περικοπές της παραγωγής ή σε κλείσιμο ορισμένων εγκαταστάσεων και επομένως να απειλήσει την απασχόληση στην Κοινότητα.

    3. Συμφέρον των χρηστών και των συνδεόμενων δραστηριοτήτων στην Κοινότητα

    (318) Για να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις που θα έχει η λήψη ή η μη λήψη μέτρων στους χρήστες, η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια στους γνωστούς χρήστες στην αγορά της Κοινότητας. Επιτόπια έρευνα πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις ενός σημαντικού χρήστη, για να επαληθευθούν οι πληροφορίες που είχε αποστείλει. Τα ακόλουθα συμπεράσματα βασίζονται στις απαντήσεις που απέστειλαν χρήστες.

    (319) Διαπιστώθηκε ότι οι χρήστες είχαν πραγματοποιήσει οι ίδιοι το 40 % των συνολικών εισαγωγών ρόλων θερμής έλασης από τις εν λόγω χώρες. Οι χρήστες στην Κοινότητα απασχολούν 4000 άτομα.

    (320) Οι χρήστες ισχυρίστηκαν ότι, σε περίπτωση επιβολής μέτρων, δεν θα έχουν πλέον την επιλογή της πηγής εφοδιασμού και φοβούνται ότι θα εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από την καλή θέληση των κοινοτικών παραγωγών. Ειδικότερα, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι αυτοί οι παραγωγοί όφειλαν να εφοδιάζουν μία ευρέως δεσμευμένη αγορά και ήδη κατείχαν μερίδιο 75 % της κοινοτικής ελεύθερης αγοράς. Υπενθύμισαν ότι οι πωλήσεις αυτών των παραγωγών στη δεσμευμένη αγορά καθώς και μεγάλο μέρος των πωλήσεών τους στην ελεύθερη αγορά προορίζονταν για συνδεόμενες εταιρείες, των οποίων τα προϊόντα κατάντη βρίσκονταν σε άμεσο ανταγωνισμό με τα δικά τους προϊόντα. Οι εν λόγω χρήστες ανέφεραν επίσης ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εφοδίαζε τους ανεξάρτητους χρήστες μόνο υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνταν οι απαιτήσεις των συνδεόμενων εταιρειών τους. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι χρήστριες συνδεόμενες εταιρείες ήδη αγόραζαν το εν λόγω προϊόν σε τιμές χαμηλότερες από την τιμή αγοράς. Υπ' αυτές τις συνθήκες, οι χρήστες ήταν της γνώμης ότι η επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων θα παρείχε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής αποφασιστικό και αδικαιολόγητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις αγορές κατάντη, γεγονός που δεν θα ήταν προς το συμφέρον της Κοινότητας.

    (321) Τέλος, οι ως άνω χρήστες ισχυρίστηκαν ότι η επιβολή αντισταθμιστικών δασμών θα προκαλούσε ενδεχομένως ελλιπή εφοδιασμό των ανεξάρτητων αγοραστών, όπως είχε συμβεί στην κοινοτική αγορά στα τέλη του 1997. Αυτή η κατάσταση θα αποτελούσε σαφή παραβίαση της συνθήκης ΕΚΑΧ.

    (322) Πρέπει να σημειωθεί ότι ο σκοπός της επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων δεν είναι να αποτρέψει τους χρήστες από την εισαγωγή ρόλων θερμής έλασης από τις συγκεκριμένες χώρες, αλλά να διασφαλίσει την πραγματοποίηση αυτών των εισαγωγών σε μη ζημιογόνες τιμές. Ακόμα και με την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων, αυτά τα προϊόντα θα είναι πάντοτε παρόντα στην αγορά της Κοινότητας και θα διατηρηθεί η δυνατότητα επιλογής που έχουν οι χρήστριες εταιρείες όσον αφορά τον εφοδιασμό τους σε προϊόντα.

    (323) Η Επιτροπή έκρινε ότι ένας μέσος σταθμισμένος αντισταθμιστικός δασμός 6 % επί των ρόλων θερμής έλασης που εισάγονται από τις εν λόγω χώρες μπορεί να προκαλέσει μέγιστη αύξηση περίπου 1,2 % στο συνολικό κόστος της πρώτης ύλης για τις χρήστριες εταιρείες. Αυτό το επιπλέον κόστος υπολογίζεται ότι θα προκαλέσει αύξηση του πλήρους κόστους παραγωγής της τάξεως του 0,8 % περίπου, λόγω της σύνθεσης των διαφόρων πηγών αγορών και της μέσης προστιθέμενης αξίας στα προϊόντα κατάντη.

    (324) Αυτό το υπολογιζόμενο επιπλέον κόστος παραγωγής που προκύπτει για τις χρήστριες εταιρείες και, είτε επιβαρύνει είτε όχι τους επόμενους αγοραστές, δεν είναι τέτοιο ώστε να απειλήσει την αποδοτικότητα των χρηστριών βιομηχανιών. Επιπλέον, αυτό το κόστος πρέπει να εξεταστεί με βάση τις αναμενόμενες θετικές εξελίξεις στις αγορές των ρόλων θερμής έλασης, όταν αυτές θα διέπονται από πραγματικές εμπορικές συνθήκες.

    (325) Όσον αφορά το επίπεδο των τιμών πωλήσεων στην ελεύθερη αγορά, υπενθυμίζεται ότι δεν διαπιστώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τιμών που εφαρμόζει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στους συνδεόμενους και μη συνδεόμενους πελάτες. Επιπλέον, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν εφοδίαζε ή είχε καθορίσει προτεραιότητες για τον εφοδιασμό σε ρόλους θερμής έλασης αναλόγως της σχέσης που διατηρούσε με τον αγοραστή κατά την υπό εξέταση περίοδο, επειδή δεν υποβλήθηκαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς αυτό. Αντιθέτως μάλιστα, διαπιστώθηκε ότι ορισμένες συμβάσεις πωλήσεων που είχαν συναφθεί με τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής είχαν ακυρωθεί.

    (326) Με βάση τα ανωτέρω, θεωρείται ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στους χρήστες, που θα απορρέουν ενδεχομένως από τη λήψη μέτρων κατά των επιδοτούμενων εισαγωγών από τις εν λόγω χώρες, δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τις θετικές επιπτώσεις από τις οποίες θα ωφεληθούν όλοι οι άλλοι φορείς που ασκούν δραστηριότητα στην κοινοτική αγορά.

    4. Συνέπειες για τον ανταγωνισμό στην κοινοτική αγορά

    (327) Ορισμένα μέρη ισχυρίστηκαν ότι τα αντισταθμιστικά μέτρα θα περιορίσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά της Κοινότητας, εφόσον θα ενθαρρύνουν τη δημιουργία μεγάλων ομίλων στον τομέα του χάλυβα. Προέβαλαν το επιχείρημα ότι, κατά το πρόσφατο παρελθόν, μεγάλες εταιρείες χάλυβα, όπως η British Steel και η Sollac, αύξησαν το μέγεθός τους με τη συγχώνευση ή με την εξαγορά άλλων εταιρειών χάλυβα. Αυτοί οι όμιλοι βρίσκονται επίσης σε ανταγωνισμό, όσον αφορά τα προϊόντα κατάντη, με ανεξάρτητους χρήστες, οι οποίοι αποτελούνται κυρίως από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Συνέπεια αυτής της συγκέντρωσης μπορεί να είναι η εξαφάνιση πολλών τέτοιων ανεξάρτητων χρηστών, με αποτέλεσμα τη μείωση της απασχόλησης στην Κοινότητα.

    (328) Όσον αφορά τον περιορισμό του ανταγωνισμού, υπενθυμίζεται ότι υπάρχει αριθμός εναλλακτικών πηγών εφοδιασμού όπως είναι η Ρωσία, η Ινδονησία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Νότια Κορέα, η Σλοβακία, η Βραζιλία, κ.λπ., που εξάγουν ρόλους θερμής έλασης στην Κοινότητα. Υπάρχουν επίσης πολλές εκατοντάδες κέντρα υπηρεσιών, επιχειρήσεις αποθεματοποίησης και έμποροι που πωλούν το εν λόγω προϊόν κυρίως σε μικρούς και μεσαίους χρήστες. Τέλος, υπάρχουν πολλοί κοινοτικοί παραγωγοί χάλυβα, εκτός από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, που είναι εγκατεστημένοι στη Φινλανδία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Ελλάδα.

    (329) Επιπλέον, δεδομένου ότι το ύψος των προτεινόμενων μέτρων δεν είναι τέτοιο, από οικονομικής απόψεως, ώστε να αποκλείσει την κοινοτική αγορά για τις συγκεκριμένες χώρες, δεν φαίνεται να υπάρχει κίνδυνος περιορισμού του ανταγωνισμού στην κοινοτική αγορά.

    5. Ελλιπής εφοδιασμός της κοινοτικής αγοράς

    (330) Ορισμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς από τις ενδιαφερόμενες χώρες και χρήστες στην Κοινότητα ισχυρίστηκαν ότι η επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων θα προκαλέσει ελλιπή εφοδιασμό, ιδιαίτερα για των ανεξάρτητων χρηστριών βιομηχανιών. Αυτός ο ισχυρισμός στηρίζεται στο γεγονός ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν είναι από μόνος του σε θέση να εφοδιάσει το σύνολο της κοινοτικής ελεύθερης αγοράς, δεδομένης μάλιστα της τρέχουσας υψηλής χρησιμοποίησης της παραγωγικής ικανότητάς του.

    (331) Άλλα ενδιαφερόμενα μέρη ισχυρίστηκαν ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής δεν έχει τη δυνατότητα να εφοδιάσει τις συνδεόμενες με τον ίδιο εταιρείες στην ελεύθερη αγορά και ότι, ως εκ τούτου, δεν είναι έτσι σε θέση να αντιμετωπίσει τη τυχόν μείωση των εισαγωγών που θα προκληθεί από την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων.

    (332) Ως προς αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, καθώς οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν μπορούν να εφοδιάσουν το σύνολο της ελεύθερης αγοράς, θα εξακολουθήσουν να απαιτούνται εισαγωγές από τρίτες χώρες και η κοινοτική αγορά θα παραμένει πάντοτε ανοικτή σε τέτοιες εισαγωγές, υπό την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιούνται με σεβασμό των διατάξεων της βασικής απόφασης.

    (333) Σε κάθε περίπτωση, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, οι άλλοι παραγωγοί στην Κοινότητα και οι παραγωγοί-εξαγωγείς σε άλλες τρίτες χώρες θα έχουν τη δυνατότητα να εξακολουθήσουν να εφοδιάζουν την κοινοτική αγορά. Οι παραγωγοί-εξαγωγείς στις υπό εξέταση χώρες θα εξακολουθήσουν επίσης να εφοδιάζουν την κοινοτική αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν θα είναι τέτοια ώστε να κλείσουν την αγορά γι' αυτούς.

    (334) Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και τις παρατηρήσεις, ο ισχυρισμός ότι η επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ θα προκαλέσει ελλιπή εφοδιασμό θεωρείται αβάσιμος.

    6. Συμπέρασμα σχετικά με το συμφέρον της Κοινότητας

    (335) Η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιβολή αντισταθμιστικών δασμών είναι αναγκαία για να αποτρέψει την πραγματοποίηση περαιτέρω επιδοτούμενων εισαγωγών σε χαμηλές τιμές, καθώς και την περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, η επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων στην παρούσα υπόθεση θα αποκαταστήσει τις πραγματικές συνθήκες ανταγωνισμού για όλους τους φορείς στην Κοινότητα. Επιπλέον, αφού εξετάστηκαν τα διάφορα εμπλεκόμενα στην παρούσα διαδικασία συμφέροντα, δεν διαπιστώθηκαν επιτακτικοί λόγοι κατά της επιβολής των οριστικών αντισταθμιστικών μέτρων. Επομένως, η επιβολή οριστικών αντισταθμιστικών μέτρων δεν είναι αντίθετη προς το συμφέρον της Κοινότητας.

    Η. ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

    (336) Αφού διαπιστώθηκε ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές καταγωγής Ινδίας και Ταϊβάν έχουν προκαλέσει σημαντική ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και ότι δεν υφίστανται επιτακτικοί λόγοι για να μην αναληφθεί δράση, πρέπει να θεσπιστούν οριστικά αντισταθμιστικά μέτρα.

    1. Επίπεδο εξάλειψης της ζημίας

    (337) Για τον καθορισμό του επιπέδου του δασμού, λήφθηκαν υπόψη τα περιθώρια επιδοτήσεων που διαπιστώθηκαν και το ποσό του δασμού που είναι αναγκαίο για να εξουδετερωθεί η ζημία που έχουν προκαλέσει οι επιδοτούμενες εισαγωγές στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής. Καθορίστηκε η αναγκαία αύξηση της τιμής με βάση τη σύγκριση της μέσης σταθμισμένης τιμής εισαγωγής, όπως καθορίστηκε για τον υπολογισμό των περιθωρίων των χαμηλότερων τιμών από τις κοινοτικές, και της μη ζημιογόνου τιμής για τους διάφορους τύπους ρόλων θερμής έλασης που πωλεί ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας.

    (338) Θεωρήθηκε ότι το ποσό του δασμού που είναι αναγκαίο για να εξουδετερωθούν οι επιπτώσεις της ζημιογόνου πρακτικής επιδοτήσεων θα παράσχει τη δυνατότητα στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να καλύψει το κόστος παραγωγής του και να επιτύχει εύλογο κέρδος επί των πωλήσεών του. Ως προς αυτό, θεωρήθηκε ότι το περιθώριο κέρδους πριν τη φορολόγηση 12,9 % επί του κύκλου εργασιών που ζήτησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής ήταν η κατάλληλη βάση, αφού ελήφθη υπόψη η ανάγκη να πραγματοποιηθούν μακροπρόθεσμες επενδύσεις και ένας συντελεστής απόδοσης, που ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα περίμενε ευλόγως αν δεν ασκείτο ζημιογόνος πρακτική επιδοτήσεων.

    (339) Συνεπώς και με βάση τον συντελεστή κέρδους που υλοποίησε ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής κατά την περίοδο έρευνας, καθορίστηκαν τα επίπεδα εξουδετέρωσης της ζημίας για κάθε τύπο χωριστά, ως η διαφορά μεταξύ της πραγματικής καθαρής τιμής πωλήσεως του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και της πραγματικής καθαρής τιμής πωλήσεως των συγκρίσιμων εισαγόμενων τύπων προϊόντος. Η διαφορά εν συνεχεία εκφράστηκε ως ποσοστό της τιμής εισαγωγής CIF στα σύνορα της Κοινότητας πριν την καταβολή των δασμών.

    2. Επίπεδο οριστικών δασμών

    (340) Με βάση τα ανωτέρω, θεωρείται ότι πρέπει να επιβληθεί οριστικός αντισταθμιστικός δασμός στο ύψος του περιθωρίου επιδότησης που διαπιστώθηκε, ο οποίος όμως δεν πρέπει να είναι υψηλότερος από το περιθώριο ζημίας που καθορίζεται ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 της βασικής απόφασης.

    (341) Οι συντελεστές των αντισταθμιστικών δασμών που εφαρμόζονται στην τιμή ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας, πριν από την καταβολή του δασμού, είναι:

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (342) Οι μεμονωμένοι εταιρικοί συντελεστές αντισταθμιστικού δασμού που παρατίθενται στην παρούσα απόφαση καθορίστηκαν με βάση τα συμπεράσματα της παρούσας έρευνας. Επομένως, αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της παρούσας έρευνας όσον αφορά τις ανωτέρω εταιρείες. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω δασμολογικοί συντελεστές (σε αντιδιαστολή προς τους δασμούς χώρας, που ισχύουν για "όλες τις άλλες εταιρείες") εφαρμόζονται αποκλειστικά στις εισαγωγές προϊόντων καταγωγής της ενδιαφερόμενης χώρας, τα οποία έχουν παραχθεί από τις συγκεκριμένες εταιρείες, άρα και από τις συγκεκριμένες νομικές οντότητες που αναφέρονται. Εισαγόμενα προϊόντα που παράγονται από κάθε άλλη εταιρεία, η οποία δεν αναφέρεται ρητώς στο διατακτικό μέρος της παρούσας απόφασης με την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που συνδέονται με εκείνες που αναφέρονται ρητώς, δεν μπορούν να επωφεληθούν από αυτούς τους συντελεστές και υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για "όλες τις άλλες εταιρείες".

    (343) Κάθε αίτηση για την εφαρμογή των ως άνω μεμονωμένων εταιρικών συντελεστών αντισταθμιστικού δασμού (π.χ. λόγω αλλαγής επωνυμίας της οντότητας ή μετά τη συγκρότηση νέων οντοτήτων παραγωγής ή πωλήσεων) υποβάλλεται αμέσως στην Επιτροπή(7) μαζί με όλα τα σχετικά στοιχεία, ιδίως δε κάθε μεταβολή στις δραστηριότητες της εταιρείας που αφορούν την παραγωγή και τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις, η οποία συνδέεται π.χ. με την αλλαγή επωνυμίας ή τη μεταβολή των οντοτήτων παραγωγής και πωλήσεων. Η Επιτροπή, εφόσον το κρίνει σκόπιμο και κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, θα τροποποιήσει αντιστοίχως την απόφαση, ενημερώνοντας τον πίνακα των εταιρειών που χαίρουν μεμονωμένων δασμολογικών συντελεστών.

    (344) Στην περίπτωση της Ινδίας και προκειμένου να αποφευχθεί η επιβράβευση της αποφυγής συνεργασίας, κρίθηκε σκόπιμο ο δασμολογικός συντελεστής για τις μη συνεργαζόμενες εταιρείες να καθοριστεί ως το υψηλότερο ποσοστό επιδότησης που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο των σχετικών προγραμμάτων για τις συνεργαζόμενες εταιρείες, ήτοι 13,1 %.

    (345) Η περιορισμένη συνεργασία των εξαγωγέων της Ταϊβάν ίσως δικαιολογούσε τον καθορισμό υψηλότερου υπολοίπου δασμού. Παρά ταύτα, καθώς το υπόλοιπο περιθωρίου ντάμπινγκ στην παράλληλη υπόθεση αντιντάμπινγκ κατά της Ταϊβάν υπερβαίνει το κατώτατο όριο ζημίας, δεν είναι απαραίτητο να γίνει τέτοιος υπολογισμός.

    3. Αναλήψεις υποχρεώσεων

    (346) Παραγωγοί-εξαγωγείς της Ινδίας πρότειναν αναλήψεις υποχρεώσεων ως προς τις τιμές, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) της βασικής απόφασης.

    (347) Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αναλήψεις υποχρεώσεων που πρότειναν οι παραγωγοί-εξαγωγείς της Ινδίας μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές πρέπει να υπόκειται στον όρο της υποβολής στις τελωνειακές υπηρεσίες των κρατών μελών έγκυρου τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης, στο οποίο θα προσδιορίζεται σαφώς ο παραγωγός και το οποίο θα περιλαμβάνει τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα. Εάν δεν υποβληθεί αυτό το τιμολόγιο, θα πρέπει να καταβληθεί ο κατάλληλος συντελεστής αντισταθμιστικού δασμού.

    (348) Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση παραβίασης ή απόσυρσης της ανάληψης υποχρέωσης, μπορεί να επιβληθεί αντισταθμιστικός δασμός, δυνάμει του άρθρου 13 παράγραφος 9 και του άρθρου 13 παράγραφος 10 της βασικής απόφασης.

    Θ. ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    (349) Μετά τις διαπιστώσεις για το επίπεδο των εισαγωγών καταγωγής Νοτίου Αφρικής, η διαδικασία όσον αφορά την εν λόγω χώρα περατώνεται,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    1. Επιβάλλεται οριστικός αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένων, περιελιγμένων, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση, καταγωγής Ινδίας ή Ταϊβάν, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 72081000, 7208 25 00, 7208 26 00, 7208 27 00, 7208 36 00, 72083710, 7208 37 90, 7208 38 10, 7208 38 90, 7208 39 10, 72083990.

    2. Οι δασμολογικοί συντελεστές, που επιβάλλονται στην τιμή ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα πριν από τον εκτελωνισμό, για τις εισαγωγές προϊόντων που κατασκευάζουν οι ακόλουθες εταιρείες έχουν ως εξής:

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    3. Ανεξάρτητα από την παράγραφο 1, ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός δεν εφαρμόζεται στις εισαγωγές που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.

    4. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις σχετικά με τους τελωνειακούς δασμούς.

    Άρθρο 2

    1. Γίνονται αποδεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων που προτείνουν σε σχέση με την παρούσα διαδικασία κατά επιδοτήσεων οι εξής:

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    2. Οι εισαγωγές που υπόκεινται στις ως άνω αναλήψεις υποχρεώσεων απαλλάσσονται, κατά τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, από την καταβολή του αντισταθμιστικού δασμού που επιβάλλεται με το άρθρο 1 παράγραφος 2, εφόσον έχουν κατασκευαστεί και εξάγονται και τιμολογούνται απευθείας σε εταιρεία εισαγωγής στην Κοινότητα από μία εκ των εταιρειών που αναφέρονται στον πίνακα της παραγράφου 1 και διασαφίζονται στο πλαίσιο του κατάλληλου πρόσθεταυ κωδικού Taric.

    Η απαλλαγή από τον δασμό εξαρτάται από την υποβολή στις αρμόδιες τελωνειακές υπηρεσίες των κρατών μελών έγκυρου τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης, που έχει εκδοθεί από την εταιρεία εξαγωγής και περιλαμβάνει τα βασικά στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα.

    Άρθρο 3

    Σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 6 της απόφασης (ΕΚ) αριθ. 1889/98/ΕΚΑΧ, οι εκθέσεις των κρατών μελών προς την Επιτροπή πρέπει να περιλαμβάνουν για κάθε θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, το έτος και μήνα της εισαγωγής, τους κωδικούς ΣΟ και TARIC, τον πρόσθετο κωδικό TARIC, το είδος του μέτρου, τη χώρα καταγωγής, την ποσότητα, την αξία, τον αντισταθμιστικό δασμό, το κράτος μέλος εισαγωγής και, κατά περίπτωση, τον αύξοντα αριθμό του πιστοποιητικού παραγωγής.

    Άρθρο 4

    Περατώνεται η διαδικασία κατά επιδοτήσεων σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων πλατέων προϊόντων έλασης από σίδηρο ή από όχι σε κράμα χάλυβες, με πλάτος 600 mm ή περισσότερο, μη επιστρωμένων με άλλο μέταλλο ούτε επενδυμένων, περιελιγμένων, που έχουν υποβληθεί απλώς σε θερμή έλαση, καταγωγής Νοτίου Αφρικής.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Η παρούσα απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 4 Φεβρουαρίου 2000.

    Για την Επιτροπή

    Pascal LAMY

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ L 245 της 4.9.1998, σ. 3.

    (2) ΕΕ C 5 της 8.1.1999, σ. 2.

    (3) Βλέπε διορθωτικό που δημοσιεύθηκε στην ΕΕ C 107 της 16.04.1999, σ. 6.

    (4) Για μία εξήγηση του προγράμματος SION βλέπε τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1556/98 της Επιτροπής (ΕΕ L 202 της 18.07.98, σ. 40).

    (5) Βλέπε ΕΕ C 394 της 17.12.98, σ. 6.

    (6) Υπόθεση αριθ. C-315-90 της 27.11.1991.

    (7) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική Διεύθυνση Εμπορίου, Διεύθυνση C, DM 24-8/38 Rue de la Loi/Wetstraat 200 B-1049 Βρυξέλλες.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Στοιχεία που πρέπει να αναφέρονται στο τιμολόγιο ανάληψης υποχρέωσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2

    1. Κωδικός αναφοράς προϊόντος (PRC) (όπως καθορίζεται στις αναλήψεις υποχρεώσεων που πρότεινε ο συγκεκριμένος παραγωγός-εξαγωγέας), συμπεριλαμβανομένου του τύπου και του κωδικού ΣΟ.

    2. Ακριβής περιγραφή των προϊόντων συμπεριλαμβανομένων των εξής:

    - του αριθμού τιμολογίου,

    - της ημερομηνίας τιμολογίου,

    - του "εταιρικού κωδικού προϊόντος" (CPC),

    - του πρόσθετου κωδικού Taric, βάσει του οποίου γίνεται ο εκτελωνισμός των εμπορευμάτων του τιμολογίου στα σύνορα της Κοινότητας (όπως καθορίζεται στην απόφαση),

    - της ποσότητας (σε χιλιόγραμμα),

    - της ελάχιστης εφαρμόσιμης τιμής.

    3. Περιγραφή των όρων πώλησης, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

    - της τιμής ανά χιλιόγραμμο,

    - των όρων πληρωμής,

    - των όρων παράδοσης,

    - των συνολικών εκπτώσεων και μειώσεων.

    4. Το ονοματεπώνυμο του εισαγωγέα για τον οποίο εκδίδεται το τιμολόγιο απευθείας από την εταιρεία.

    5. Το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου της εταιρείας που εξέδωσε το τιμολόγιο ανάληψης υποχρέωσης και η ακόλουθη δήλωση υπογεγραμμένη:

    6.

    "Ο υπογράφων, πιστοποιώ ότι η πώληση για άμεση εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα των αγαθών που καλύπτονται από το παρόν τιμολόγιο, πραγματοποιείται στο πλαίσιο και με τους όρους της ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε από ... [επωνυμία εταιρείας] και έγινε αποδεκτή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την απόφαση (ΕΚ) αριθ. 284/2000/ΕΚΑΧ. Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ακριβή."

    Top