Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32000D0128

    2000/128/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 1999, σχετικά με τα καθεστώτα ενίσχυσης τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία σχετικά με μέτρα υπέρ της απασχόλησης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 1364] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.) (Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    ΕΕ L 42 της 15.2.2000, p. 1–18 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2000/128/oj

    32000D0128

    2000/128/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 11ης Μαΐου 1999, σχετικά με τα καθεστώτα ενίσχυσης τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία σχετικά με μέτρα υπέρ της απασχόλησης [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 1364] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.) (Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 042 της 15/02/2000 σ. 0001 - 0018


    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    της 11ης Μαΐου 1999

    σχετικά με τα καθεστώτα ενίσχυσης τα οποία έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλία σχετικά με μέτρα υπέρ της απασχόλησης

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(1999) 1364]

    (Το κείμενο στην ιταλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2000/128/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 62 παράγραφος 1 στοιχείο α),

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα(1) και έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1) Με την επιστολή της μόνιμης αντιπροσωπείας τους, αριθ. 3081 της 7ης Μαΐου 1997, οι ιταλικές αρχές γνωστοποίησαν, βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ (πρώην άρθρο 93 παράγραφος 3), σχέδιο νόμου που ψηφίστηκε στη συνέχεια από το Κοινοβούλιο (νόμος της 24ης Ιουνίου 1997 αριθ. 196) για τη θέσπιση "κανόνων σχετικών με την προώθηση της απασχόλησης"(2). Εφόσον επρόκειτο για σχέδιο για τη θέσπιση ενισχύσεων, καταχωρίστηκε στο μητρώο κοινοποιηθεισών ενισχύσεων με αριθμό Ν 338/97. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες με την επιστολή αριθ. 52270 της 4ης Ιουνίου 1997, στην οποία οι ιταλικές αρχές απάντησαν με επιστολή του προέδρου του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 1997, και επιστολή της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ιταλίας, με αριθμό 7224 της 28ης Οκτωβρίου 1997. Κατόπιν των πληροφοριών αυτών, η εξέταση της υπόθεσης επεκτάθηκε σε άλλα καθεστώτα ενισχύσεων που συνδέονται με το φάκελο αυτό. Πρόκειται για τους νόμους αριθ. 863/84, αριθ. 407/90, αριθ. 169/91 και αριθ. 451/94 που διέπουν τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας. Δεδομένου ότι οι ενισχύσεις αυτές έχουν ήδη χορηγηθεί, καταχωρίστηκαν στο μητρώο των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων με αριθμό ΝΝ 164/97.

    (2) Η εξέταση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε με μεταγενέστερες ανταλλαγές επιστολών και συνεδριάσεις. Από την πλευρά της Επιτροπής: επιστολές αριθ. 55050 της 6ης Νοεμβρίου 1997 και αριθ. 51980 της 11ης Μαΐου 1998. Οι ιταλικές αρχές απέστειλαν τις επιστολές αριθ. 2476 της 10ης Απριλίου 1998 και αριθ. 3656 της 5ης Ιουνίου 1998. Οι συνεδριάσεις πραγματοποιήθηκαν στη Ρώμη στις 27 Νοεμβρίου και στις 3 Μαρτίου 1997 και στις 8 Απριλίου 1998.

    (3) Με επιστολή της 17ης Αυγούστου 1998, η Επιτροπή ενημέρωσε τις ιταλικές αρχές για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ (πρώην άρθρο 93 παράγραφος 2) έναντι των ενισχύσεων στην πρόσληψη μέσω συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας ορισμένου χρόνου που προβλέπονται στους νόμους αριθ. 863/84, αριθ. 407/90, αριθ. 169/91 και αριθ. 451/94, οι οποίες χορηγούνται από τον Νοέμβριο του 1995. Με την ίδια επιστολή, ενημέρωσε την ιταλική κυβέρνηση για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ έναντι των ενισχύσεων για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του νόμου αριθ. 196/97.

    (4) Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(3). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση.

    (5) Η ιταλική κυβέρνηση υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 4ης Νοεμβρίου 1998. Με επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή ζήτησε διευκρινίσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες. Η ιταλική κυβέρνηση απάντησε με επιστολή της 5ης Μαρτίου 1999.

    (6) Με ειστολή της 11ης Ιανουαρίου 1999, η γενική συνομοσπονδία της ιταλικής βιομηχανίας (Confidustria) υπέβαλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της, τις οποίες διαβίβασε η τελευταία στην ιταλική κυβέρνηση με επιστολή της 21ης Ιανουαρίου 1999, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να τις σχολιάσει.

    (7) Με επιστολή της 1ης Φεβρουαρίου 1999, η Επιτροπή κάλεσε επίσης την Confindustria να της υποβάλει διευκρινίσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες, οι οποίες διαβιβάστηκαν με επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 1999. Με επιστολή της 31ης Μαρτίου 1999, η Confindustria υπέβαλε τις τελευταίες παρατηρήσεις(4).

    II. ΙΤΑΛΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΠΟΥ ΘΕΣΠΙΖΕΙ ΤΟ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ

    II.1. Οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας

    (8) Οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας (στο εξής "CFL") θεσπίστηκαν το 1984 με το νόμο αριθ. 863/84. Επρόκειτο για συμβάσεις ορισμένου χρόνου, όπου περιλαμβανόταν μια περίοδος επαγγελματικής εκπαίδευσης, για την απορρόφηση ανέργων ηλικίας κάτω των 29 ετών. Οι εργοδότες απαλλάσσονταν από την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών για διάστημα δύο ετών όσον αφορά τα άτομα που προσλαμβάνονταν βάσει αυτού του είδους της σύμβασης. Η μείωση αυτή εφαρμοζόταν κατά τρόπο γενικευμένο, αυτόματο, χωρίς διακρίσεις και ενιαίο σε όλη την εθνική επικράτεια.

    (9) Οι λεπτομέρειες εφαρμογής αυτού του είδους της σύμβασης τροποποιήθηκαν το 1990 από το νόμο αριθ. 407/90, που θέσπισε μια περιφερειακή τροποποίηση της ενίσχυσης, από το νόμο αριθ. 169/91, που αύξησε το ανώτατο όριο ηλικίας των εργαζομένων προς πρόσληψη στα 32 έτη και από το νόμο αριθ. 451/94, που εισήγαγε τη σύμβαση CFL για περίοδο ενός έτους και καθόρισε το ελάχιστο όριο των ωρών της παρεχόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης.

    (10) Κατ' εφαρμογή των νόμων αυτών, η σύμβαση CFL αποτελεί σύμβαση ορισμένου χρόνου για την πρόσληψη νέων ηλικίας μεταξύ 16 και 32 ετών. Το όριο ηλικίας μπορεί να ανέλθει σύμφωνα με τη διακριτική ευχέρεια των περιφερειακών αρχών. Προβλέπονται δύο κατηγορίες συμβάσεων CFL:

    - μια πρώτη κατηγορία που αφορά δραστηριότητες οι οποίες απαιτούν υψηλό επίπεδο επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η σύμβαση αυτή έχει μέγιστη διάρκεια 24 μηνών και πρέπει να προβλέπει τουλάχιστον 80 έως 130 ώρες επαγγελματικής εκπαίδευσης στον τόπο παροχής εργασίας κατά τη διάρκεια της σύμβασης,

    - μια δεύτερη κατηγορία συμβάσεων που δεν μπορούν να υπερβούν τους 12 μήνες και περιλαμβάνουν επαγγελματική εκπαίδευση διάρκειας 20 ωρών.

    (11) Το βασικό χαρακτηριστικό της σύμβασης CFL είναι η πρόβλεψη ενός προγράμματος επαγγελματικής εκπαίδευσης του εργαζομένου που στοχεύει να του προσφέρει μια ειδική κατάρτιση. Τα προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης εκπονούνται κατά κανόνα από κοινοπραξίες επιχειρήσεων ή ενώσεις επιχειρήσεων και εγκρίνονται από το γραφείο ευρέσεως εργασίας, που αναλαμβάνει να ελέγξει κατά πόσον στο τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου ο εργαζόμενος έχει αποκτήσει τη ζητούμενη επαγγελματική εκπαίδευση.

    (12) Οι εργοδότες που προσλαμβάνουν προσωπικό μέσω των συμβάσεων CFL επωφελούνται μειώσεων των εργοδοτικών εισφορών. Οι μειώσεις που εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της σύμβασης είναι οι ακόλουθες:

    - 25 % των κανονικά οφειλόμενων εισφορών, για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε περιοχές πλην του Mezzogiorno,

    - 40 % για τις επιχειρήσεις του εμπορικού και τουριστικού τομέα που απασχολούν λιγότερους από 15 εργαζόμενους και είναι εγκατεστημένες σε περιοχές πλην του Mezzogiorno,

    - για τις βιοτεχνικές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε περιοχές που παρουσιάζουν ποσοστό ανεργίας που υπερβαίνει τον εθνικό μέσο όρο προβλέπεται πλήρης απαλλαγή.

    (13) Για να επωφεληθούν αυτών των μειώσεων των εργοδοτικών εισφορών, οι εργοδότες οφείλουν να μην έχουν μειώσει το προσωπικό κατά τη διάρκεια των 12 προηγούμενων μηνών, εκτός εάν η πρόσληψη αφορά εργαζόμενους που κατέχουν διαφορετικά επαγγελματικά προσόντα. Εξάλλου, η δυνατότητα υπαγωγής στο ευεργετικό αυτό καθεστώς υπόκειται στην προϋπόθεση της διατήρησης στην υπηρεσία (με σύμβαση αορίστου χρόνου) τουλάχιστον του 60 % των εργαζομένων των οποίων η σύμβαση CFL έληξε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 24 μηνών.

    (14) Για τη σύμβαση CFL της δεύτερης κατηγορίας (διάρκειας ενός έτους) η εκχώρηση των εν λόγω μειώσεων υπόκειται στην προϋπόθεση της μετατροπής της σχέσης εργασίας σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Οι μειώσεις εφαρμόζονται μόνο μετά τη μετατροπή και για διάρκεια που ισούται με εκείνη της σύμβασης CFL.

    (15) Οι ιταλικές αρχές υποστηρίζουν ότι πρόκειται για καθεστώς ενισχύσεων υπέρ της απασχόλησης των νέων. Κατά την άποψή τους, η ιταλική αγορά παρουσιάζει ειδικά χαρακτηριστικά που καθιστούν απαραίτητη την αύξηση του ορίου ηλικίας που κατά κανόνα εφαρμόζεται στην κατηγορία αυτή -ήτοι τα 25 έτη- στην ηλικία των 32 ετών.

    (16) Στην απόφαση κίνησης της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης έναντι των υπό εξέταση μέτρων, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις για την πρόσληψη μέσω των CFL παρουσιάζουν, εκ πρώτης όψεως, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

    - δεν αφορούν υποχρεωτικά την πρόσληψη εργαζομένων που δεν έχουν αποκτήσει ακόμη μια θέση εργασίας ή έχουν χάσει την προηγούμενη θέση εργασίας τους, καθότι ο όρος αυτός δεν προβλέπεται στην ιταλική νομοθεσία,

    - δεν προορίζονται για την καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας σύμφωνα με το πλαίσιο κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση(5), καθότι δεν προβλέπεται η υποχρέωση αύξησης του προσωπικού της επιχείρησης, έστω και αν απαγορεύεται η απόλυση προσωπικού κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγείται,

    - δεν προορίζονται για την πρόσληψη συγκεκριμένων κατηγοριών εργαζομένων που συναντούν δυσχέρειες ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του εξαιρετικά υψηλού προβλεπόμενου ορίου ηλικίας (32 έτη) - το οποίο μπορεί να αυξηθεί ακόμη περισσότερο από τις περιφερειακές αρχές - δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόκειται για την "κατηγορία νέων", όπως υποστηρίζουν οι ιταλικές αρχές.

    II.2. Η μετατροπή των συμβάσεων CFL σε συμβάσεις αορίστου χρόνου

    (17) Το άρθρο 15 του νόμου αριθ. 196/97 προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις των περιοχών του στόχου 1 οι οποίες μετά τη λήξη της προθεσμίας θα μετατρέψουν τις συμβάσεις CFL της πρώτης κατηγορίας (διετής διάρκεια) σε συμβάσεις αορίστου χρόνου θα τύχουν απαλλαγής των εργοδοτικών εισφορών για συμπληρωματική περίοδο ενός έτους. Προβλέπεται η υποχρέωση να επιστραφούν οι εισπραχθείσες ενισχύσεις στην περίπτωση απόλυσης του εργαζομένου κατά τη διάρκεια των 12 μηνών που έπονται του τέλους της ενισχυομένης περιόδου.

    (18) Η Επιτροπή παρατήρησε σχετικά, κατά την κίνηση της διαδικασίας, ότι οι εν λόγω ενισχύσεις δεν φαίνεται να τηρούν όλες τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να θεωρήσει τις ενισχύσεις ως ενισχύσεις για τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Όπως διευκρινίζεται στο εν λόγω πλαίσιο κανόνων, οι ενισχύσεις αυτές αποτελούν ενισχύσεις λειτουργίας.

    III. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

    (19) Οι ενδιαφερόμενοι που υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της διαδικασίας εκπροσωπούνται από τη γενική συνομοσπονδία της ιταλικής βιομηχανίας (Confindustria).

    III.1. Συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας

    (20) Η Confindustria παρατήρησε ότι το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων δεν υπέστη ουσιώδεις τροποποιήσεις κατόπιν των διαδοχικών νομοθετικών διατάξεων και ότι η εφαρμογή του εξακολουθεί να είναι γενικευμένη. Υποστήριξε επίσης ότι πρόκειται απλώς για προσαρμογές στη σοβαρότητα των αντιμετωπιζόμενων προβλημάτων και ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν με τους νόμους αριθ. 169/91 και αριθ. 451/94 δεν άλλαξαν το "γενικευμένο και ενιαίο" χαρακτήρα του καθεστώτος, καθότι τα μέτρα έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως τομέα και γεωγραφικής περιοχής. Οι τροποποιήσεις δεν επέφεραν καμία αλλαγή στην "αυτόματη" και "χωρίς διακρίσεις" εφαρμογή των υπό εξέταση μέτρων, καθότι τα μέτρα αυτά είναι αντικειμενικά και δεν εισάγουν διακρίσεις ως προς την επιλεξιμότητα κάθε δικαιούχου στις προβλεπόμενες ενισχύσεις.

    (21) Το μόνο μέτρο που θα μπορούσε να τροποποιήσει το γενικευμένο χαρακτήρα της παρέμβασης είναι ο νόμος αριθ. 407/90, βάσει του οποίου χορηγούνται υψηλότερες μειώσεις σε ορισμένες επιχειρήσεις, ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασής τους. Οι συνέπειες της τροποποίησης αυτής περιορίζονται στην απώλεια του ενιαίου χαρακτήρα της παρέμβασης, δεδομένου ότι οι υπόλοιποι παράγοντες παραμένουν αμετάβλητοι.

    Σύμφωνα με την Confindustria, είναι βέβαιο ότι η εξάλειψη της περιφερειακής τροποποίησης, η οποία θα καθιστούσε ατελέσφορη την παρέμβαση λόγω της άνισης κατανομής της ανεργίας στις διάφορες ιταλικές περιφέρειες, θα οδηγούσε στη θέση της υπόθεσης στο αρχείο λόγω μη εφαρμογής του άρθρου 87 της συνθήκης. Συνεπώς, η εξέταση της Επιτροπής πρέπει να αφορά κυρίως αυτή την πτυχή των νέων διατάξεων που διέπουν τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας.

    Συνεπώς, η Confindustria συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι οι ενισχύσεις περιλαμβάνουν ένα στοιχείο διαφοροποίησης της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών - σε σχέση με τη γενικευμένη μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 25 % που ισχύει σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια - υπέρ των επιχειρήσεων που ασκούν τις δραστηριότητές τους σε ορισμένες περιοχές της ιταλικής επικράτειας.

    (22) Ο διαφορετικός βαθμός της παρέμβασης σε συνάρτηση με το μέγεθος της επιχείρησης οφείλεται στις πιο περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες ορισμένων επιχειρήσεων σε σχέση με άλλες και στο γεγονός ότι η συνεισφορά των επιχειρήσεων αυτών στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι αναλογικά μεγαλύτερη. Οι παράμετροι αυτοί δεν αρκούν, κατά την Confindustria, για να προσδώσουν στην παρέμβαση επιλεκτικό τομεακό χαρακτήρα συνεπεία των διαδοχικών νομοθετικών διατάξεων, δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, κατά το μέτρο που όλοι οι τομείς της παραγωγικής δραστηριότητας τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης. Τα μεγαλύτερα οφέλη υπέρ των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών χορηγούνται σε συνάρτηση με το σκοπό της απασχόλησης και δεν παρέχουν περισσότερα πλεονεκτήματα για ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους.

    (23) Σύμφωνα με την Confindustria, ο διαφορετικός βαθμός παρέμβασης σε συνάρτηση με το μέγεθος της επιχείρησης είναι εξάλλου συμβιβάσιμος, σε όλες τις περιπτώσεις, με τις εντάσεις που προβλέπονται στο κοινοτικό πλαίσιο κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ μικρομεσαίων επιχειρήσεων(6).

    (24) Δεν θα ήταν δυνατό να διαχωριστούν τα τρία στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 12.1 και 12.3 της επιστολής της Επιτροπής, της 17ης Αυγούστου 1998(7), διότι τα διάφορα χαρακτηριστικά κατ' ανάγκη αλληλεπικαλύπτονται σε κάποιο βαθμό. Στην πράξη δεν θα ήταν εύκολο να διαπιστωθεί πότε υπάρχει πρόσληψη ανέργου, αλλά ούτε και να διαχωριστεί η προϋπόθεση αυτή από την προϋπόθεση της καθαρής δημιουργίας θέσεων εργασίας.

    (25) Κατά την Confindustria, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας δεν προορίζονται για την καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας, επειδή ο νόμος δεν προβλέπει την υποχρέωση να αυξηθεί ο αριθμός του προσωπικού της επιχείρησης. Ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί, σύμφωνα με την Confindustria, να μειώσει τη σημασία της αντικειμενικής παρατήρησης της ιταλικής αγοράς εργασίας, όπου οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας αποτελούν εργαλείο βασικής σημασίας.

    (26) Ως προς το όριο ηλικίας της "κατηγορίας των νέων", η Confindustria παρατήρησε ότι το όριο αυτό δεν μπορεί να είναι ενιαίο για όλες τις χώρες. Τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat σχετικά με την απασχόληση στην Ευρώπη το 1995, αποδεικνύουν όχι μόνον ότι η άποψη αυτή είναι βάσιμη, αλλά και ότι, σε σχέση με την κατηγορία ηλικιών που αμφισβητεί η Επιτροπή, η Ιταλία παρουσιάζει υψηλότερο ποσοστό ανεργίας σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εξάλλου, στην κατηγορία ηλικιών 29 έως 32 ετών παρατηρείται ο ίδιος αριθμός των ανέργων με την κατηγορία ηλικιών 25 έως 29 ετών: τούτο δικαιολογεί την παρέμβαση για τη στήριξη της απασχόλησης σε όλο το φάσμα της κατηγορίας ηλικιών 25 έως 32 ετών.

    Πίνακας 1

    Ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη κατά κατηγορία ηλικιών - έτος 1995

    (απόσπασμα από τα στοιχεία που παρέσχε η Confindustria)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (27) Η Confindustria συγκρίνει επίσης τις κατηγορίες ηλικιών 15 έως 29 ετών και 25 έως 34 ετών: κατ' αυτήν, ο ανωτέρω πίνακας δείχνει ότι ενώ στις περιφέρειες της βόρειας Ιταλίας υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του ποσοστού ανεργίας ύψους 49,7 % για την κατηγορία 15 έως 24 ετών και του ποσοστού ύψους 40,4 % για την κατηγορία 25 έως 34 ετών, η διαφορά αυτή είναι πολύ μικρότερη στη Νότια Ιταλία, όπου το ποσοστό ανεργίας είναι 45 % για την κατηγορία 15 έως 24 ετών και 45,5 % για την κατηγορία 25 έως 34 ετών. Τούτο δείχνει ότι στη Νότια Ιταλία η ανεργία παραμένει πολύ υψηλή, ακόμη και μετά την ηλικία των 25 ετών.

    Πίνακας 2

    Άτομα σε αναζήτηση εργασίας από 15 έως 39 ετών - ποσοστά ανά κατηγορία ηλικιών και γεωγραφική κατανομή

    (Απρίλιος 1995)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (28) Όσον αφορά τους νέους με πανεπιστημιακό πτυχίο (κατηγορία ηλικιών 25 έως 34 ετών), η διαφορά μεταξύ του ποσοστού των ανέργων στην Ιταλία και του ευρωπαϊκού μέσου όρου είναι ακόμη υψηλότερη: ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 8,9 %, το ποσοστό ανεργίας των νέων με πανεπιστημιακό πτυχίο στην Ιταλία είναι 20,4 %.

    Πίνακας 3

    Ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη για την κατηγορία ηλικιών 25 έως 34 ετών ανάλογα με το επίπεδο σπουδών - έτος 1995

    (απόσπασμα από τα στοιχεία που παρέσχε η Confindustria)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (29) Η Confindustria καταδεικνύει στις παρατηρήσεις της ότι η ανεργία των νέων αφορά μια πολύ εκτεταμένη κατηγορία ηλικιών που πλήττει κυρίως όσους δυσκολεύονται να ενταχθούν σταθερά στην αγορά εργασίας, ακόμη και εάν έχουν πτυχίο πανεπιστημίου. Πρόκειται για μια κατάσταση που αφορά κυρίως το Mezzogiorno και για την οποία το όριο ηλικίας των 25 ετών είναι πολύ περιοριστικό.

    (30) Οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας αποσκοπούν να παράσχουν τεχνικές και θεωρητικές γνώσεις για να προωθήσουν την ένταξη των εργαζομένων στην αγορά εργασίας. Η απουσία ευελιξίας στην εφαρμογή του πλαισίου κανόνων σε ό,τι αφορά τον ορισμό της "κατηγορίας των νέων" φαίνεται ανεξήγητη. Η Confindustria αμφισβητεί τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε η Επιτροπή, η οποία θεωρεί ως ενίσχυση λειτουργίας το καθεστώς των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας. Υπογραμμίζει την απουσία συσχετισμού μεταξύ του (ενδεχόμενου) αποκλεισμού ενός μέρους των δικαιούχων (όσων είναι μεγαλύτεροι από 25 ετών) από την "κατηγορία των νέων" και του γεγονότος ότι οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας δεν έχουν τον απαιτούμενο προορισμό και συνεπώς είναι ενισχύσεις λειτουργίας.

    (31) Η Confindustria επισημαίνει επίσης ότι ορισμένες κοινωνιολογικές έρευνες δείχνουν ότι οι νέοι ηλικίας 29 έως 32 ετών αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα ένταξης στην αγορά εργασίας, διότι οι εργοδότες κατά κανόνα προτιμούν να προσλαμβάνουν νεότερους υποψηφίους, όταν έχουν τα ίδια επαγγελματικά προσόντα. Πρόκειται, τόσο για τους μεν, όσο και για τους δε, για την αναζήτηση της πρώτης θέσης εργασίας: οι νέοι που έχουν πτυχίο πανεπιστημίου, δηλαδή αυτοί που, αφού τελειώσουν τις σπουδές τους, θέλουν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, στην Ιταλία είναι συχνά μεγαλύτεροι από 25 ετών. Η περίοδος των πανεπιστημιακών σπουδών ολοκληρώνεται, κατά μέσον όρο, μεταξύ των 23 και των 25 ετών και οι άνδρες πρέπει επιπλέον να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Τα στατιστικά στοιχεία που υπέβαλε η Confindustria δείχνουν ότι το 75 % των ιταλών φοιτητών αποκτούν το πτυχίο τους μετά την ηλικία των 25 ετών και το 50 % αυτών δεν αποκτούν το δίπλωμά τους πριν από την ηλικία των 26,8 ετών.

    (32) Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το μέσο χρόνο αναζήτησης εργασίας δείχνουν ότι το φαινόμενο της ανεργίας των νέων δεν περιορίζεται σε όσους έχουν ηλικία μικρότερη των 25 ετών, καθότι ο αριθμός των ανέργων ηλικίας 25 έως 32 ετών είναι αντίστοιχος με τον αριθμό των ανέργων ηλικίας κάτω των 25 ετών.

    Πίνακας 4

    Κατανομή κατά ηλικία των πτυχιούχων πανεπιστημίου ("Laureati" στην Ιταλία) (1995)

    (απόσπασμα από τα στοιχεία που παρέσχε η Confindustria)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (33) Η Confindustria διευκρίνισε επίσης ότι ο μέσος χρόνος αναζήτησης εργασίας αυξάνεται με την ηλικία. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα για τους πτυχιούχους πανεπιστημίου, οι οποίοι παραμένουν στην ανεργία επί δεκατέσσερις μήνες, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία ηλικιών 15 έως 24 ετών, 20 μήνες, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία ηλικιών 25 έως 29 ετών, και 37 μήνες, όταν εμπίπτουν στην κατηγορία ηλικιών 30 έως 39 ετών. Όσον αφορά το σύνολο των ατόμων που αναζητούν εργασία, η διάρκεια της ανεργίας είναι 24 μήνες μεταξύ των 15 και των 24 ετών. Πέραν της ηλικίας αυτής, η διάρκεια της ανεργίας αυξάνεται σε 36 μήνες μεταξύ των 25 και των 29 ετών και σε 37 μήνες μεταξύ των 30 και των 39 ετών.

    Πίνακας 5

    Άτομα σε αναζήτηση εργασίας κατά κατηγορία ηλικιών και διάρκεια της αναζήτησης - μέσος όρος για το 1997

    (απόσπασμα των στοιχείων που παρέσχε η Confindustria)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    Πίνακας 6

    Μέσος αριθμός μηνών αναζήτησης εργασίας κατ' άτομο (1997)

    (απόσπασμα των στοιχείων που παρέσχε η Confindustria)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (34) Τα στατιστικά στοιχεία που παρέσχε η Confindustria σχετικά με τους κατόχους πανεπιστημιακού πτυχίου το 1992, δείχνουν ότι τρία χρόνια μετά την απόκτηση του διπλώματος άνω του 50 % των πτυχιούχων πανεπιστημίου δεν είχαν αποκτήσει ακόμη σταθερή εργασία, ενώ το 23 % αναζητούσε ακόμη εργασία. Τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι το 93 % των νέων κάτω των 24 ετών και το 45,7 % των νέων από 25 έως 34 ετών ζουν ακόμη στο πατρικό τους σπίτι. Κατά την Confindustria, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η μη ανεύρεση εργασίας αποτελεί εμπόδιο για την αυτονομία των νέων που έχουν υπερβεί την ηλικία των 25 ετών.

    (35) Ως προς την επιλεκτικότητα των εν λόγω μέτρων, η Confindustria εκτιμά ότι η αιτιολόγηση της αδυναμίας εφαρμογής των περιφερειακών παρεκκλίσεων από την Επιτροπή περιέχει αντιφάσεις. Εάν η Επιτροπή θεωρεί ότι η ενίσχυση συνίσταται στο πρόσθετο πλεονέκτημα που παρέχεται για τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας που συνάπτουν οι επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε μειονεκτούσες περιφέρειες, δεν θα μπορούσε να απορρίψει την εφαρμογή της περιφερειακής παρέκκλισης στο εν λόγω μέτρο λόγω του γενικευμένου χαρακτήρα του. Δεδομένου ότι η ενίσχυση αντιπροσωπεύεται από το υπερβάλλον τμήμα της ενίσχυσης με περιφερειακό χαρακτήρα σε σχέση με το γενικό μέτρο, ο ισχυρισμός της Επιτροπής(8) ότι οι ενισχύσεις δεν περιορίζονται στις περιοχές που είναι επιλέξιμες για την παρέκκλιση, καθότι εφαρμόζονται σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια, δεν έχει λογική συνάφεια. Συνεπώς, η εξέταση των παρεκκλίσεων που προβλέπει η συνθήκη θα έπρεπε να αφορά το συγκεκριμένο στοιχείο του οφέλους.

    (36) Η Confindustria επισημαίνει επίσης ότι δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένοι οι ισχυρισμοί που προβάλλει η Επιτροπή, κατά τους οποίους τα μέτρα δεν αρκούν για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών μειονεκτημάτων των λιγότερο ανεπτυγμένων περιφερειών. Εάν θεωρηθεί ότι τα παρεχόμενα οφέλη πρέπει να εξεταστούν βάσει της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 και όχι βάσει του πλαισίου κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση, η Confindustria θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος να μην εφαρμοστεί η παρέκκλιση στην ενίσχυση που χορηγείται εφόσον πραγματοποιείται ένα πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαίδευσης πολύ δαπανηρό και του οποίου η ένταση διαμορφώνεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα των προς αντιμετώπιση διαρθρωτικών προβλημάτων.

    (37) Η δέσμευση του εργοδότη να υλοποιήσει δραστηριότητα επαγγελματικής εκπαίδευσης αποτελεί αντιστάθμιση της χορηγούμενης ενίσχυσης(9). Πρόκειται για συνεισφορά που δεν σχετίζεται με την αρχική επένδυση, αλλά συγκεκριμενοποιείται στη διάθεση χρηματικών πόρων και στην παροχή οργανωτικής υποδομής για την πραγματοποίηση των μαθημάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης. Το πλαίσιο κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση προβλέπει ότι η χορήγηση ενίσχυσης συνοδεύεται από δραστηριότητα επαγγελματικής εκπαίδευσης ή επανεξειδίκευσης του προσλαμβανόμενου εργαζόμενου.

    (38) Σύμφωνα με την Confindustria, δεν δικαιολογούνται επαρκώς οι αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή, κατά την οποία "οι ενισχύσεις δεν μπορούν να επωφεληθούν από τις περιφερειακές παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ), καθότι δεν πρόκειται για επενδυτικές ενισχύσεις". Δεδομένου ότι τούτο αναφέρεται ως νομική βάση στο σημείο 20 του πλαισίου κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση, η Confindustria δεν κατανοεί τους λόγους για τους οποίους τα υπό εξέταση μέτρα δεν θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την παρέκκλιση βάσει της διάταξης αυτής, μόνον επειδή δεν αποτελούν επενδυτικές ενισχύσεις. Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση η αρχική επένδυση έχει αντικατασταθεί από τη δέσμευση του εργοδότη να παράσχει χρηματικούς πόρους και οργανωτική υποδομή.

    III.2. Ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου

    (39) Όσον αφορά τις ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, η Confindustria αμφισβητεί το γεγονός ότι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις λειτουργίας. Ως προς την επιχειρηματολογία της, παραπέμπει στις ίδιες παρατηρήσεις που υπέβαλε σχετικά με τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 20-38).

    IV. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

    IV.1. Συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας

    (40) Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα μέσα πρόσβασης στην αγορά εργασίας, ένα ουσιώδες στοιχείο της στρατηγικής της κυβέρνησης για την καταπολέμηση της ανεργίας και την προώθηση της πρόσληψης ατόμων ηλικίας 16 έως 32 ετών. Εξάλλου, το μέσο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις περιοχές της νότιας Ιταλίας που χαρακτηρίζονται από σοβαρά προβλήματα ανεργίας.

    Οι ιταλικές αρχές διευκρινίζουν ότι οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας έχουν ως στόχο την προώθηση της ένταξης ή της επανένταξης στην αγορά εργασίας ατόμων τα οποία, λόγω της ηλικίας τους ή άλλων ιδιαίτερων συνθηκών, αντιμετωπίζουν προβλήματα ένταξης.

    (41) Όσον αφορά την κατηγορία ηλικιών 16 έως 25 ετών, οι ιταλικές αρχές εκτιμούν ότι δεν υπάρχουν προβλήματα ασυμβίβαστου του εν λόγω μέτρου με τη συνθήκη, διότι η εν λόγω κατηγορία πρέπει να θεωρηθεί ως μειονεκτούσα. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να πληρούται ο όρος της καθαρής δημιουργίας θέσεων εργασίας σε σχέση με μια περίοδο αναφοράς.

    (42) Οι ιταλικές αρχές δικαιολογούν επίσης την εφαρμογή των υπό εξέταση μέτρων στην κατηγορία ηλικιών 26 έως 32 ετών, ανάγοντάς την σε κατηγορίες που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα: τα άτομα που ανήκουν στην εν λόγω κατηγορία ηλικιών είναι είτε μακροχρόνια άνεργοι είτε μπορούν να εξομοιωθούν με τους νέους κάτω των 26 ετών, λόγω της κατάστασης της απασχόλησης που επικρατεί στην Ιταλία.

    (43) Για να υποστηρίξουν το επιχείρημα αυτό οι ιταλικές αρχές υπογραμμίζουν ότι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία για τα έτη 1994-1996, η κατηγορία ηλικιών 25 έως 32 ετών εμφανίζει σε εθνικό επίπεδο ποσοστό ατόμων εγγεγραμμένων στους καταλόγους για την απασχόληση (liste di collocamento) ύψους 34,3 % το 1994, 33,1 % το 1995 και 32,8 % το 1996. Ως προς το Mezzogiorno, η αναλογία αυτή είναι υψηλότερη και τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται σε 39, 37 και 36,4 %. Σύμφωνα με αυτά τα στατιστικά στοιχεία, τα ποσοστά των ατόμων που είναι εγγεγραμμένα στους καταλόγους για την απασχόληση (liste di collocamento) για την κατηγορία ηλικιών 19 έως 24 ετών είναι χαμηλότερα από ό,τι για την κατηγορία 25 έως 32 ετών και ανέρχονται σε 31,7, 31,1 και 30,8 % για τα ίδια έτη. Με επιστολή της 5ης Μαρτίου 1999, οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν τα στοιχεία αυτά σχετικά με την κατηγορία ηλικιών 25 έως 32 ετώς (πίνακας 7).

    Πίνακας 7

    Ποσοστό εγγεγραμμένων στους καταλόγους για την απασχόληση (liste di collocamento) - κατηγορία ηλικιών 25-32 ετών

    (στοιχεία που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (44) Οι ιταλικές αρχές περιέγραψαν επίσης την κατάσταση των νέων που έχουν πανεπιστημιακό πτυχίο, για τους οποίους η μέση ηλικία πρόσβασης στην εργασία είναι υψηλή (27 έτη) και παρουσιάζει συσσώρευση στην κατηγορία ηλικιών 30 έως 34 ετών. Με επιστολή της 5ης Μαρτίου 1999, οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν ότι ηλικία πρόσβασης στην εργασία είναι η ηλικία κατά την πρώτη πρόσληψη (ο χρόνος πρόσβασης στην εργασία είναι η περίοδος που μεσολαβεί από την απόκτηση του πανεπιστημιακού πτυχίου μέχρι την πρώτη πρόσληψη). Οι ιταλικές αρχές υπογραμμίζουν επίσης ότι το πανεπιστημιακό πτυχίο δεν παρέχει τη δυνατότητα άσκησης των επαγγελμάτων για τα οποία απαιτούνται κρατικές εξετάσεις. Το 42,3 % των πτυχιούχων πανεπιστημίου είναι ηλικίας 27 έως 34 ετών, το 4,4 % είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 35 ετών και το 15,8 % είναι ηλικίας 23 έως 24 ετών. Κατά το χρόνο πραγματοποίησης της έρευνας, το 33,3 % των πτυχιούχων δεν εργάζονταν. Στο Mezzogiorno το ποσοστό αυτό είναι 46,6 %.

    Πίνακας 8

    Ηλικία απόκτησης του πανεπιστημιακού πτυχίου μακρού κύκλου σπουδών (laurea) - 1995

    (απόσπασμα των στοιχείων που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (45) Πάντοτε σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, στην κατηγορία 25 έως 39 ετών το ποσοστό ανεργίας των πτυχιούχων πανεπιστημίου είναι 12,4 %, δηλαδή μεγαλύτερο από το ποσοστό ενεργίας των ατόμων της ίδιας ηλικίας που έχουν μόνον απολυτήριο γυμνασίου (10,9 %) ή λυκείου (10,8 %), τα οποία εξάλλου έχουν περισσότερο χρόνο για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της πρώτης ένταξης στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τις ιταλικές αρχές, το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας για τους πτυχιούχους πανεπιστημίου οφείλεται κυρίως στα αρχικά προβλήματα ένταξης στην αγορά εργασίας. Στις περιφέρειες του Νότου τα προβλήματα αυτά επιδεινώνονται από τις περιορισμένες επαγγελματικές προοπτικές και τη δυσκολότερη μετάβαση από το σχολείο στην εργασία. Στις περιφέρειες αυτές το ποσοστό ανεργίας των αποφοίτων πανεπιστημίου είναι ωστόσο χαμηλότερο απ' ό,τι των αποφοίτων λυκείου (17,4 % έναντι 20,7 %).

    Πίνακας 9

    Ποσοστό ανεργίας στην κατηγορία 25-39 ετών ανάλογα με τον τίτλο σπουδών

    (απόσπασμα των στοιχείων που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (46) Οι ιταλικές αρχές επισημαίνουν ότι η περίοδος αναζήτησης εργασίας είναι ιδιαίτερα μεγάλη για τα άτομα ηλικίας 25 έως 39 ετών και ότι τα στοιχεία αυτά δείχνουν ανοδική τάση κατά την περίοδο 1995-1997.

    Πίνακας 10

    Μέσος αριθμός μηνών αναζήτησης εργασίας κατ' άτομο (1997)

    (απόσπασμα των στοιχείων που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (47) Από άλλα στατιστικά στοιχεία που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές προκύπτει ότι στη νότια Ιταλία ο απαραίτητος χρόνος αναζήτησης εργασίας για τους πτυχιούχους πανεπιστημίου αυξήθηκε από 36,3 μήνες το 1995 σε 39 μήνες το 1996 και σε 44,3 μήνες το 1997. Σε εθνικό επίπεδο, ο χρόνος αυτός ήταν 26,8 μήνες το 1995, 27,9 μήνες το 1996 και 28,3 μήνες το 1997.

    (48) Η "Secondo rapporto sulla condizione giovanile" ("Δεύτερη έκθεση σχετικά με την κατάσταση των νέων") για το έτος 1997, η οποία δημοσιεύθηκε από το Istituto Nazionale di Statistica (Istat), δείχνει ότι στην κατηγορία 15 έως 24 ετών το 65 % των ανέργων δηλώνει ότι ο απαραίτητος χρόνος αναζήτησης εργασίας είναι μεγαλύτερος του ενός έτους (μακροχρόνια ανεργία), ενώ το 14 και το 19 % δηλώνει ότι αναζήτησε εργασία επί έξι έως έντεκα μήνες ή λιγότερο από έξι μήνες. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, η μακροχρόνια ανεργία πλήττει το 46 % του συνόλου των ανέργων που έχασαν την εργασία τους και το 74 % των ατόμων που αναζητούν για πρώτη φορά εργασία. Για την κατηγορία 24 έως 34 ετών, το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας είναι 78 %, ενώ το 15 % των ανέργων δηλώνει ότι η αναζήτηση εργασίας διήρκεσε λιγότερο από έξι μήνες και το 11 % από έξι έως έντεκα μήνες. Στην περίπτωση αυτή η μακροχρόνια ανεργία πλήττει το 55 % του συνόλου των ανέργων που έχουν χάσει την εργασία τους και το 86 % των ατόμων που αναζητούν για πρώτη φορά εργασία.

    (49) Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν επίσης στατιστικά στοιχεία σχετικά με τους άγαμους, για να αποδείξουν την παραμονή των νέων στο πατρικό τους σπίτι και για να ενισχύσουν την άποψή τους ότι τα όρια ηλικίας της "κατηγορίας των νέων" πρέπει να ανεβούν. Τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των στατιστικών στοιχείων δείχνουν ότι για την κατηγορία 15 έως 24 ετών οι άγαμοι είναι το 29,2 % του πληθυσμού κατά τα έτη 1995, 1996 και 1997. Εάν διευρυνθεί η "κατηγορία των νέων" μέχρι τα 34 έτη, τα ποσοστά αυτά γίνονται αντίστοιχα 36,6 % /1995), 37,1 % (1996) και 37,4 % (1997).

    (50) Σύμφωνα με έρευνα του Censis (32η έκθεση σχετικά με την κοινωνική κατάσταση της χώρας 1998), η σημασία της οικογένειας είναι ουσιώδης για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των μελών της σε ό,τι αφορά το διαθέσιμο εισόδημα και την απασχόληση. Το 1995, το 87 % των νέων ηλικίας 20 έως 24 ετών ζούσε ακόμη με τους γονείς του, όπως και το 56 % των νέων ηλικίας 25 έως 29 ετών.

    Πίνακας 11

    Ποσοστό αγάμων επί του συνολικού πληθυσμού

    (απόσπασμα από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (51) Οι ιταλικές αρχές επισημαίνουν ότι το ποσοστό ανεργίας κατά το 1995 είναι πολύ υψηλό στο Νότο και στα νησιά. Για την κατηγορία 25 έως 39 ετών, το ποσοστό ανεργίας υπερβαίνει το 50 % και για τις ακόλουθες κατηγορίες είναι πολύ υψηλότερο απ' ό,τι στο Βορρά και στο Κέντρο.

    Πίνακας 12

    Ποσοστό ανεργίας κατά κατηγορία ηλικίας και περιφέρεια (Βορράς, Κέντρο, Mezzogiorno και νησιά) (1995)

    (απόσπασμα από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (52) Κατά τα έτη 1996 και 1997 η κατάσταση ήταν ανάλογη, με υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στη Νότια Ιταλία. Ακόμη και η εξέλιξη στο χρόνο είναι διαφορετική μεταξύ του Βορρά, του Κέντρου και του Νότου. Στις περιφέρειες του Βορρά παρατηρείται σταθερή μείωση της ανεργίας στις κατηγορίες 15 έως 19 ετών (24,2 % το 1995 και 22,7 % το 1997) και 20 έως 24 ετών (18,1 % το 1995 και 17,3 % το 1997). Η Κεντρική Ιταλία χαρακτηρίζεται από αύξηση της ανεργίας στην κατηγορία 25 έως 29 ετών, ενώ για τις περιφέρειες της Νότιας Ιταλίας το ποσοστό μειώνεται μόνο στην κατηγορία 15 έως 19 ετών. Το ποσοστό ανεργίας στην κατηγορία 24 έως 29 ετών, για παράδειγμα, αυξήθηκε από 34 % το 1995 σε 36,5 % το 1997.

    (53) Οι ιταλικές αρχές διευκρίνισαν επίσης ότι οι έρευνες που δημοσιεύθηκαν στη "Secondo rapporto sulla condizione giovanile" δείχνουν ότι επί συνόλου 2805000 ατόμων που αναζητούσαν εργασία το 1997, το 37 % ανήκει στην κατηγορία 15 έως 24 ετών και το 38 % στην κατηγορία 25 έως 34 ετών. Συνολικά, το 75 % των ατόμων που αναζητούν εργασία ανήκουν στην κατηγορία 15 έως 34 ετών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 54 % των ανέργων ηλικίας 15 έως 34 ετών αναζητούν την πρώτη τους εργασία.

    (54) Οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν επίσης στοιχεία σχετικά με την κατανομή των ποσοστών ανεργίας κατά κατηγορία ηλικίας, επίπεδο σπουδών και περιφέρεια. Διευκρίνισαν ότι στις περιφέρειες του Βορρά και του Κέντρου το ποσοστό ανεργίας δεν παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το επίπεδο σπουδών, ενώ στις περιφέρειες του Νότου παρατηρούνται πιο αισθητές διαφορές: το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 12,5 % για όσους κατέχουν διδακτορικό δίπλωμα ή εξειδίκευση έναντι 34 % για τους αποφοίτους λυκείου με ή χωρίς δικαίωμα πρόσβασης στο πανεπιστήμιο.

    Πίνακας 13

    Κατανομή ποσοστού ανεργίας κατά κατηγορία ηλικίας και επίπεδο σπουδών στη Νότια Ιταλία (1995)

    (στοιχεία που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (55) Οι ιταλικές αρχές υπογραμμίζουν ότι η εξέλιξη των ποσοστών ανεργίας στο χρόνο υπήρξε ανοδική κατά τα έτη 1995, 1996 και 1997, με εντονότερες ανοδικές τάσεις στο Κέντρο και στο Νότο. Επιπλέον, στο Νότο τα ποσοστά ανεργίας διαφοροποιούνται περισσότερο ανάλογα με το επίπεδο σπουδών.

    (56) Οι ιταλικές αρχές παρατηρούν επίσης ότι η δραστηριότητα επαγγελματικής εκπαίδευσης, που είναι υποχρεωτική στο πλαίσιο των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας, πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση που απαιτείται από τις επιχειρήσεις. Η δραστηριότητα αυτή δεν περιορίζεται στον ελάχιστο αριθμό ωρών που προβλέπει ο νόμος, αλλά επεκτείνεται και στη μαθητεία στη θέση εργασίας. Οι ιταλικές αρχές παρατηρούν επίσης ότι σε πολλές περιπτώσεις οι ενισχύσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης ή επανεξειδίκευσης δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1, τυγχάνουν ευνοϊκής αξιολόγησης από την Επιτροπή.

    (57) Στο πλαίσιο αυτό, οι ιταλικές αρχές υπέβαλαν στοιχεία σχετικά με τον υπολογισμό του κόστους της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της επίπτωσής του στα οφέλη προς τους εργαζομένους: επί ανώτατου οφέλους (υπολογιζόμενου βάσει της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών κατά 100 %) ετησίως ανά εργαζόμενο ύψους 11282256 ιταλικών λιρών (5826,80 ευρώ), το κατ' εκτίμηση κόστος της επαγγελματικής εκπαίδευσης ανέρχεται σε 1575000 ιταλικές λίρες (813,42 ευρώ). Στο ποσό αυτό πρέπει επίσης να προστεθεί το κόστος της επαγγελματικής εκπαίδευσης που παρέχεται κατά την εργασία.

    (58) Όσον αφορά την επέκταση του ορίου ηλικίας πέραν των 32 ετών από τις περιφερειακές αρχές, οι ιταλικές αρχές αναφέρουν ότι η κατάσταση έχει ως εξής: 35 έτη στην περιφέρεια Λάτσιο, 38 στην Καλαβρία, 40 στην Καμπανία, στο Αμπρούτσι και στη Σαρδηνία, 45 στη Μπαζιλικάτα, στο Μολίζε, στην Πούλια και στη Σικελία.

    (59) Τέλος, οι ιταλικές αρχές υπογραμμίζουν τον προσωρινό χαρακτήρα της ενίσχυσης, που μπορεί να διαρκέσει μέχρι δύο χρόνια κατ' ανώτατο όριο.

    IV.2 Ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης σε συμβάσεις αορίστου χρόνου

    (60) Οι ιταλικές αρχές παρατηρούν ότι το καθεστώς ενισχύσεων συνάδει με την ευνοϊκή κοινοτική στάση έναντι της διατήρησης των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας. Η σταθεροποίηση των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας ισοδυναμεί με την καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας κατά το μέτρο που η εν λόγω μετατροπή καθιστά σταθερές τις επισφαλείς θέσεις εργασίας. Οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται μέσω σύμβασης επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας δεν πρέπει να υπολογίζονται στο προσωπικό της επιχείρησης για να εξακριβωθεί η πραγματική δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Επιπλέον, οι ιταλικές αρχές παρατηρούν ότι εάν δεν υπήρχαν αυτά τα μέτρα, οι εργοδότες θα κατέφευγαν σε άλλες μορφές συμβάσεων ορισμένου χρόνου.

    (61) Οι ιταλικές αρχές παρατηρούν εξάλλου ότι η ερμηνεία αυτή έχει επικυρωθεί από την Επιτροπή κατά την έγκριση του καθεστώτος ενισχύσεων που θεσπίζει ο περιφερειακός νόμος (Σικελία) αριθ. 30 της 7ης Αυγούστου 1997(10).

    V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

    V.1 Συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας

    V.1.α) Αξιολόγηση του χαρακτήρα ενίσχυσης των μέτρων που προβλέπονται στις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας

    (62) Οι συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας, όπως διέπονταν από το νόμο αριθ. 863/84, δεν αποτελούσαν ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, αλλά γενικό μέτρο. Ειδικότερα, τα προβλεπόμενα οφέλη εφαρμόζονταν κατά τρόπο ενιαίο, αυτόματο, χωρίς διακρίσεις και βάσει αντικειμενικών κριτηρίων σε όλες τις επιχειρήσεις.

    (63) Οι τροποποιήσεις που επέφερε στο καθεστώς αυτό το 1990 ο νόμος αριθ. 407/90 άλλαξαν το χαρακτήρα των μέτρων. Οι νέες διατάξεις εισήγαγαν διαφοροποιήσεις των χορηγούμενων μειώσεων, ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασης της αποδέκτριας επιχείρησης και τον τομέα στον οποίο ανήκει η τελευταία. Ως εκ τούτου, ορισμένες επιχειρήσεις λαμβάνουν μεγαλύτερες μειώσεις από αυτές που χορηγούνται σε άλλες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.

    (64) Οι επιλεκτικές μειώσεις που ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες στο ίδιο κράτος μέλος, ανεξαρτήτως εάν η επιλεκτικότητα αυτή εφαρμόζεται σε ατομικό, περιφερειακό ή τομεακό επίπεδο, αποτελούν, σε ό,τι αφορά το υπερβάλλον τμήμα της ενίσχυσης, κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, που στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών.

    Πράγματι, το εν λόγω υπερβάλλον τμήμα ωφελεί τις επιχειρήσεις που λειτουργούν σε ορισμένες περιοχές της ιταλικής επικράτειας. Ευνοεί τις εν λόγω επιχειρήσεις κατά το μέτρο που δεν χορηγείται στις επιχειρήσεις εκτός των περιοχών αυτών.

    (65) Η εν λόγω ενίσχυση στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ενισχύει την οικονομική θέση και τις δυνατότητες δράσης των αποδεκτριών επιχειρήσεων σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους που δεν λαμβάνουν την ενίσχυση. Κατά το μέτρο που το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, οι τελευταίες επηρεάζονται επίσης από την ενίσχυση.

    (66) Ειδικότερα, οι εν λόγω ενισχύσεις στρεβλώνουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, κατά το μέτρο που οι αποδέκτριες επιχειρήσεις εξάγουν ένα μέρος της παραγωγής τους σε άλλα κράτη μέλη. Ομοίως, κατά το μέτρο που οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν πραγματοποιούν εξαγωγές, η εθνική παραγωγή ευνοείται διότι περιορίζονται οι δυνατότητες των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη να εξάγουν τα προϊόντα τους στην ιταλική αγορά(11).

    (67) Για τους ανωτέρω λόγους, τα υπό εξέταση μέτρα καταρχήν απαγορεύονται από το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης και από το άρθρο 62 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ και μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμα με την κοινή αγορά, μόνον εφόσον μπορούν να επωφεληθούν από την εφαρμογή μιας εκ των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις εν λόγω συνθήκες.

    (68) Όσον αφορά τις τυπικές υποχρεώσεις, το εν λόγω καθεστώς έπρεπε να είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή από το στάδιο του σχεδίου, όπως προβλέπει το άρθρο 88 παράγραφος 3 της συνθήκης. Δεδομένου ότι οι ιταλικές αρχές δεν το κοινοποίησαν κατά τα ανωτέρω, οι εν λόγω ενισχύσεις είναι παράνομες βάσει του κοινοτικού δικαίου, καθότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης και μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, μόνον εφόσον μπορούν να επωφεληθούν από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στις εν λόγω συνθήκες.

    V.1.β) Αξιολόγηση του συμβιβάσιμου των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας

    (69) Αφού εξακριβώθηκε ο χαρακτήρας κρατικής ενίσχυσης των υπό εξέταση μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης.

    (70) Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής των παρεκκλίσεων που προβλέπονται από τη συνθήκη, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις δεν μπορούν να επωφεληθούν των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 2 της συνθήκης, εφόσον δεν πρόκειται για ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο α), ούτε για ενισχύσεις που προορίζονται για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β), ούτε για τις ενισχύσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο γ). Επιπλέον, δεν μπορούν να επωφεληθούν των περιφερειακών παρεκκλίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχεία α) και γ), εφόσον δεν πρόκειται για ενισχύσεις υπέρ επενδύσεων. Για προφανείς λόγους δεν τυγχάνουν επίσης εφαρμογής οι παρεκκλίσεις του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ).

    (71) Το πλαίσιο κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις στην απασχόληση(12) προβλέπει ότι η Επιτροπή διάκειται ευνοϊκά έναντι ενισχύσεων:

    - σχετικά με ανέργους

    και

    - που αποσκοπούν στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (καθαρή δημιουργία) στις ΜΜΕ και στις περιφέρειες που δικαιούνται ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα

    ή

    - που αποσκοπούν στην ενθάρρυνση της πρόσληψης ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων οι οποίοι αντιμετωπίζουν προβλήματα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας σε ολόκληρη την επικράτεια· στην περίπτωση αυτή, αρκεί η προς πλήρωση θέση εργασίας να είναι κενή μετά από φυσική αποχώρηση και όχι εξαιτίας απόλυσης.

    (72) Το εν λόγω πλαίσιο κανόνων προβλέπει επίσης ότι η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίσει ότι "το επίπεδο της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το ποσό που είναι απαραίτητο για να αποτελέσει κίνητρο για τη δημιουργία απασχόλησης" και ότι αποτελεί εγγύηση για τη σταθερότητα της θέσης εργασίας.

    (73) Το ίδιο πλαίσιο κανόνων ορίζει επίσης ότι η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ενισχύσεις για τη διατήρηση θέσεων εργασίας, υπό τον όρο οι ενισχύσεις αυτές περιορίζονται στις περιοχές που μπορούν να επωφεληθούν από την παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) και ότι τηρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τις ενισχύσεις λειτουργίας. Το πλαίσιο κανόνων ορίζει ότι οι ενισχύσεις αυτού του είδους πρέπει να περιορίζονται χρονικά, να μειώνονται προοδευτικά, να αποσκοπούν στην άρση των διαρθρωτικών μειονεκτημάτων και στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς και να τηρούν τους κανόνες που εφαρμόζονται στους ευαίσθητους τομείς.

    (74) Βάσει των πληροφοριών που ελέγχθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις για την πρόσληψη μέσω συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

    - δεν αφορούν αποκλειστικά την πρόσληψη εργαζομένων που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει μια θέση εργασίας ή που έχουν χάσει την προηγούμενη θέση εργασίας τους, καθότι η προϋπόθεση αυτή δεν προβλέπεται στην ιταλική νομοθεσία,

    - δεν προορίζονται για την καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας κατά την έννοια του πλαισίου κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση(13), έστω και αν απαγορεύεται η απόλυση κατά την προηγούμενη περίοδο,

    - αποσκοπούν στην πρόσληψη ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων που αντιμετωπίζουν προβλήματα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας. Λαμβανομένου υπόψη του πολύ υψηλού ορίου ηλικίας (32 έτη), πρέπει να εξακριβωθεί εάν οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι σχετικά με τον ορισμό των "μειονεκτουσών κατηγοριών" μπορούν να συσχετισθούν με τις διατάξεις του πλαισίου κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις στην απασχόληση. Εξάλλου, η οριοθέτηση της κατηγορίας "νέοι" είναι απαραίτητο στοιχείο σε ό,τι αφορά το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης με την κοινή αγορά.

    (75) Το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων παρεμβαίνει υπέρ των εργαζομένων που ανήκουν στην κατηγορία ηλικιών 16 έως 32 ετών, η οποία, κατά τις ιταλικές αρχές, πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει μειονεκτούσες κατηγορίες που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας είτε γιατί εμπίπτουν στην "κατηγορία των νέων" είτε γιατί είναι μακροχρόνια άνεργοι.

    (76) Η Επιτροπή σημειώνει ότι στο πλαίσιο κανόνων δεν υπάρχει όριο ηλικίας για τον καθορισμό της "κατηγορίας των νέων". Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε ήδη κατά την κίνηση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 2 της συνθήκης σχετικά με τα εν λόγω μέτρα(14), η Επιτροπή παρατηρεί ότι τόσο οι δράσεις που έχουν εφαρμοστεί σε κοινοτικό επίπεδο υπέρ των νέων, όσο και οι δράσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη εν γένει αφορούν άτομα ηλικίας κάτω των 25 ετών(15). Το όριο αυτό έχει επίσης επικυρωθεί από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, το οποίο στην έκθεσή του σχετικά με την απασχόληση των νέων ορίζει τη νεολαία ως "την ηλικιακή ομάδα από 15 έως και 24 ετών"(16). Στην έκθεση διευκρινίζεται ότι ο λειτουργικός ορισμός της νεολαίας διαφοροποιείται κατά πολύ από τη μια χώρα στην άλλη, σε συνάρτηση με πολιτιστικούς και θεσμικούς παράγοντες. Στις βιομηχανικές χώρες και στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης των οποίων οι οικονομίες διέρχονται μεταβατικό στάδιο, το κατώτερο όριο αντιστοιχεί εν γένει στο τέλος της υποχρεωτικής φοίτησης στο σχολείο. Αντίθετα, το ανώτατο όριο παρουσιάζει μεγαλύτερες διαφοροποίησεις(17).

    (77) Τα στατιστικά στοιχεία που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές και η Confindustria δείχνουν ότι η ιταλική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από υψηλά ποσοστά ανεργίας ακόμη και πέραν των ηλικιών 20 έως 24 ετών.

    (78) Μολονότι στη Νότια Ιταλία το πρόβλημα της ανεργίας είναι σοβαρότερο, δεν είναι βέβαιο ότι το ποσοστό ατόμων που αναζητούν εργασία είναι υψηλότερο στην κατηγορία ηλικιών 25 έως 34 ετών σε σχέση με την κατηγορία ηλικιών 15 έως 24 ετών. Στο σημείο αυτό η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι τα ποσοστά που αναφέρει η Confindustria για τις δύο αυτές κατηγορίες ηλικιών δεν ανταποκρίνονται με τα στοιχεία που υπέβαλε (πίνακας 2). Αντίθετα, από τον πίνακα 2, αλλά και από τον πίνακα 12, προκύπτει ότι το ποσοστό των ατόμων που αναζητούν εργασία παρουσιάζει σημαντική πτώση στην κατηγορία ηλικιών 25 έως 29 ετών σε σχέση με την κατηγορία 20 έως 24 ετών. Πρόκειται για γενικευμένο φαινόμενο σε ολόκληρη την ιταλική επικράτεια, το οποίο επιβεβαιώνεται και από άλλα στατιστικά στοιχεία (πίνακας 1), που συγκρίνουν τα ποσοστά ανεργίας στην Ιταλία με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

    (79) Τα στοιχεία που διαβίβασαν οι ιταλικές αρχές (πίνακας 7) δείχνουν ότι το ποσοστό των εγγεγραμμένων στους καταλόγους αναζήτησης εργασίας (liste di collocamento) είναι υψηλότερο στην κατηγορία ηλικιών 25 έως 32 ετών απ' ό,τι στην κατηγορία 19 έως 24 ετών. Εξάλλου, σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, τα ποσοστά των εγγεγραμμένων είναι υψηλότερα από τα ποσοστά των ανέργων, όπως υπολογίζονται από τη Eurostat (πίνακας 1). Η διαφορά αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι τα στατιστικά στοιχεία της Eurostat βασίζονται στον ορισμό της ανεργίας από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, που λαμβάνει υπόψη τρία κριτήρια: άνεργος θεωρείται αυτός που δεν έχει εργασία, αναζητά ενεργητικά εργασία και είναι διατεθειμένος να ξεκινήσει την εργασία του εντός δύο εβδομάδων. Τα κριτήρια αυτά όμως δεν χρησιμοποιούνται για την εγγραφή στους καταλόγους αυτών που αναζητούν εργασία (liste di collocamento), στους οποίους συχνά εμφανίζονται πρόσωπα τα οποία δεν αναζητούν ενεργητικά εργασία (για παράδειγμα, φοιτητές που δεν έχουν τελειώσει ακόμη τις σπουδές τους).

    (80) Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα στοιχεία σχετικά με τα ποσοστά ανεργίας, ακόμη και σε ό,τι αφορά την εξέλιξή τους στο χρόνο, πρέπει να συσχετιστούν και με άλλα στοιχεία, δηλαδή με το μέσο χρόνο αναζήτησης εργασίας από τους ανέργους και με τη μέση ηλικία απόκτησης του πανεπιστημιακού διπλώματος ("laurea").

    (81) Ως προς το πρώτο στοιχείο, δηλαδή το μέσο χρόνο αναζήτησης εργασίας, πρέπει να σημειωθεί ότι ο χρόνος αυτός αυξάνεται με την ηλικία, ανερχόμενος στους 37 μήνες στην κατηγορία ηλικιών 30 έως 39 ετών (πίνακας 6). Τα στοιχεία αυτά εξηγούν εν μέρει τον διαρθρωτικό χαρακτήρα της ανεργίας. Οι ιταλικές αρχές υπογράμμισαν αυτό το χαρακτηριστικό της εθνικής αγοράς εργασίας, που είναι εξάλλου εντονότερο στο Νότο, όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι υψηλότερα (πίνακας 11). Όσον αφορά τις διάφορες κατηγορίες ηλικιών, οι ιταλικές αρχές προέβαλαν τα πορίσματα της "Secondo Rapporto sulla condizione giovanile" για το έτος 1997 του Istat (βλέπε αιτιολογική σκέψη 48). Από την έκθεση αυτή προκύπτει ιδίως ότι στην κατηγορία 15 έως 24 ετών, το 65 % των ανέργων δηλώνουν ότι αναζητούν εργασία επίπλέον του ενός έτους (μακροχρόνια ανεργία). Το ποσοστό αυτό είναι 68 % για την κατηγορία 25 έως 34 ετών. Βάσει των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή εκτιμά ότι το εν λόγω φαινόμενο πρέπει να εξεταστεί ως διαρθρωτική ανεργία και όχι ως μέσο παράτασης του ορίου ηλικίας για τον ορισμό της "κατηγορίας των νέων".

    (82) Η μακροχρόνια ανεργία (πλέον του ενός έτους) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της διαρθρωτικής ανεργίας και ελήφθη υπόψη από το πλαίσιο κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις στην απασχόληση. Πράγματι, οι μακροχρόνια άνεργοι αποτελούν, μαζί με τους νέους, μια από τις μειονεκτούσες κατηγορίες που αναφέρονται στο πλαίσιο κανόνων. Η αφθονία εργατικού δυναμικού νεαρής ηλικίας και ενίοτε με υψηλό μορφωτικό επίπεδο (πτυχιούχοι πανεπιστημίου) καθιστά ακόμη δυσκολότερη την κατάσταση των μακροχρόνια ανέργων. Πράγματι, ο μακροχρόνια άνεργος συχνά έχει λιγότερα προσόντα ή κατέχει απαρχαιωμένες ικανότητες, με αποτέλεσμα να ανταγωνίζεται με άνισους όρους τους νέους που αναζητούν εργασία, οι οποίοι πολλές φορές έχουν περισσότερα προσόντα.

    (83) Ως προς τους νέους πτυχιούχους πανεπιστημίου, τα στοιχεία και τα δεδομένα που υπέβαλαν οι ιταλικές αρχές και η Confindustria δείχνουν ότι αποκτούν το πτυχίο τους σε σχετικά μεγάλη ηλικία. Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την ηλικία απόκτησης των πανεπιστημιακών πτυχίων μακρού κύκλου σπουδών (laurea) δείχνουν ότι το ποσοστό των ατόμων που αποκτούν πτυχίο πανεπιστημίου ακολουθεί ανοδική πορεία μέχρι την ηλικία των 25 ετών και καθοδική πορεία μετά τα 26 έτη (πίνακας 8). Οι περισσότεροι αποκτούν το πτυχίο τους σε ηλικία 24 ετών (11,8 %), 25 ετών (18,8 %), 26 ετών (18,7 %) ή 27 ετών (14,3 %). Η σχετικά υψηλή ηλικία απόκτησης του πτυχίου συνεπάγεται την καθυστερημένη ένταξη του πτυχιούχου πανεπιστημίου στην αγορά εργασίας. Εάν συγκριθεί η κατάσταση που επικρατεί στην Ιταλία με την κατάσταση σε άλλα κράτη μέλη, παρατηρείται ότι η διάμεση ηλικία είναι τα 26,8 έτη στην Ιταλία, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου των 25,7 ετών.

    (84) Εάν θεωρηθεί ότι το όριο ηλικίας για την "κατηγορία των νέων" είναι τα 24 έτη, είναι βέβαιο ότι ένα μεγάλο μέρος των πτυχιούχων πανεπιστημίου δεν μπορούν να επωφεληθούν από τα μέτρα ένταξης στην αγορά εργασίας που αποσκοπούν στην κατηγορία αυτή. Μόνον όσοι αποκτούν το πανεπιστημιακό πτυχίο μακρού κύκλου σπουδών (laurea) σε ηλικία μέχρι 23 ετών, δηλαδή το 4 %, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τα μέτρα που προορίζονται για τους νέους μέχρι 24 ετών. Όσοι αποκτούν το πανεπιστημιακό πτυχίο μακρού κύκλου σπουδών (laurea) σε ηλικία 24 ετών, δηλαδή ποσοστό 11,8 %, θα έχουν αντίθετα πολύ λίγο χρόνο για να μπορέσουν να επωφεληθούν από τα μέτρα. Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να υπομνησθούν οι παρατηρήσεις των ιταλικών αρχών σχετικά με το γεγονός ότι, για τα άτομα που κατέχουν πανεπιστημιακό πτυχίο μακρού κύκλου σπουδών, η μέση ηλικία πρόσβασης στην εργασία είναι τα 27 έτη. Πρόκειται για την ηλικία που σηματοδοτεί την πρώτη πρόσληψη, ο δε χρόνος πρόσβασης στην εργασία είναι η περίοδος από την απόκτηση του πανεπιστημιακού πτυχίου μέχρι την απόκτηση της πρώτης θέσης εργασίας. Πρόκειται λοιπόν για μια περίοδο αναζήτησης εργασίας μεγαλύτερη του ενός έτους για όσους αποκτούν το πτυχίο τους σε ηλικία μικρότερη των 23, 24, 25 και 26 ετών. Το φαινόμενο αυτό έχει σχετικά σοβαρές συνέπειες για την επαγγελματική ζωή του νέου πτυχιούχου διότι, όπως έχει υπογραμμίσει το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, μια παρατεταμένη περίοδος ανεργίας στην έναρξη της επαγγελματικής ζωής μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τις επαγγελματικές προοπτικές. Η αξιολόγηση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας αφορά την ένταξη στην αγορά εργασίας των "νέων" μέχρι 24 ετών και βασίζεται στο γεγονός ότι η ανεργία που παρατηρείται στην έναρξη της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ενός ατόμου μπορεί να επιφέρει μόνιμες βλάβες στο παραγωγικό δυναμικό(18). Λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας απόκτησης του πτυχίου, η κρίσιμη αυτή ηλικία μπορεί να θεωρηθεί ότι μετατίθεται χρονικά για όσους έχουν αποκτήσει πτυχίο πανεπιστημίου και δεν αντιστοιχεί στην κατηγορία ηλικιών 20 έως 24 ετών.

    (85) Βάσει των ανωτέρω και μόνο για τους πτυχιούχους πανεπιστημίου, η Επιτροπή εκτιμά ότι τα στατιστικά δεδομένα και τα θεσμικά στοιχεία που σχετίζονται με τη διάρκεια των σπουδών δικαιολογούν την επέκταση της κατηγορίας των νέων στην κατηγορία ατόμων ηλικίας 25 έως 29 ετών.

    (86) Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι ενισχύσεις για την πρόσληψη μέσω συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας περιλαμβάνουν δύο θετικά στοιχεία για την ιταλική αγορά εργασίας, η οποία χαρακτηρίζεται από το σοβαρό πρόβλημα της διαρθρωτικής ανεργίας και από τη δυσκολία ένταξης στην αγορά αυτή που επηρεάζει την "κατηγορία των νέων". Το πρώτο θετικό στοιχείο είναι η δραστηριότητα επαγγελματικής εκπαίδευσης που προβλέπεται στις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας. Το δεύτερο στοιχείο είναι η προϋπόθεση που προβλέπει το καθεστώς ότι η πρόσληψη μέσω σύμβασης επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας δεν επιτρέπεται όταν η επιχείρηση δεν έχει διατηρήσει στην υπηρεσία τουλάχιστον το 50 % των εργαζομένων των οποίων η σύμβαση επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας έληξε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 24 μηνών. Η προϊπόθεση αυτή είναι ένα τελευταίο κίνητρο για να διατηρήσουν οι επιχειρήσεις τις θέσεις εργασίας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

    (87) Ως προς το αντιστάθμισμα που εξασφαλίζεται από τη δραστηριότητα επαγγελματικής εκπαίδευσης που παρέχει ο εργοδότης, πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση της έντασης της ενίσχυσης που χορηγείται προς τον εργοδότη. Ειδικότερα, πρόκειται για τη διάθεση χρηματικών πόρων και την παροχή οργανωτικής υποδομής, που δεν πρέπει ωστόσο να συγχέεται με την αρχική επένδυση. Εξάλλου, η τελευταία ορίζεται στο πλαίσιο κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα ως "μια επένδυση παγίου κεφαλαίου η οποία αφορά τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, την επέκταση υφιστάμενων εγκαταστάσεων ή την εκκίνηση δραστηριότητας η οποία συνεπάγεται θεμελιώδη αλλαγή στο προϊόν ή τη μέθοδο παραγωγής μιας υφιστάμενης εγκατάστασης"(19). Η ενίσχυση για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που σχετίζονται με την υλοποίηση μιας αρχικής επένδυσης αποτελεί μια από τις μορφές χορήγησης επενδυτικών ενισχύσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.

    (88) Επιπλέον, η προϋπόθεση που τίθεται στο πλαίσιο κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις στην απασχόληση, συγκεκριμένα ότι "η συγκεκριμένη θέση εργασίας είναι κενή μετά από φυσική αποχώρηση και όχι εξαιτίας απόλυσης"(20), τηρείται κατά το μέτρο που η υπό εξέταση ιταλική νομοθεσία προβλέπει ρητά την προϋπόθεση να μην έχουν πραγματοποιηθεί απολύσεις. Ως εκ τούτου, όπως διευκρινίζεται στο εν λόγω πλαίσιο κανόνων, για τις μειονεκτούσες κατηγορίες δεν απαιτείται να υπάρχει καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας.

    (89) Όσον αφορά τον επιλεκτικό χαρακτήρα της ενίσχυσης, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το υπερβάλλον τμήμα των ενισχύσεων που υπερβαίνουν τη μείωση κατά 25 % των οφειλόμενων εργοδοτικών εισφορών χορηγείται από τις ιταλικές αρχές μόνο σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις αυτές διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες ανάλογα με τον τομέα στον οποίο ανήκουν και το μέγεθός τους. Επιπλέον, η ένταση της ενίσχυσης διαφοροποιείται επίσης ανάλογα με την περιοχή της εθνικής επικράτειας. Ειδικότερα, οι ενισχύσεις χορηγούνται, με διαφορετική ένταση ανάλογα με την περιοχή της εθνικής επικράτειας, σε επιχειρήσεις του εμπορικού και του τουριστικού τομέα που απασχολούν λιγότερους από 15 εργαζομένους, στις βιοτεχνικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες σε περιοχές με ποσοστό ανεργίας που υπερβαίναι τον εθνικό μέσο όρο. Συνεπώς, τα εν λόγω μέτρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν γενικά μέτρα, δεδομένου ότι δεν εφαρμόζονται ομοιόμορφα στο σύνολο της οικονομίας και ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις και ορισμένους τομείς(21).

    (90) Τέλος, το συνολικό ύψος της ενίσχυσης ανά επιχείρηση εξαρτάται άμεσα από τον αριθμό των εργαζομένων που προσλαμβάνονται. Στο πλαίσιο αυτό, οι ιταλικές αρχές εκτιμούν ότι το ανώτατο ποσό της ενίσχυσης (μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 100 %, δηλαδή: 25 % ως γενικό μέτρο και 75 % ως μεταγενέστερη μείωση) ετησίως ανά προσλαμβανόμενο εργαζόμενο, χωρίς το κόστος της επαγγελματικής εκπαίδευσης, ανέρχεται σε 9707256 ιταλικές λίρες (5013,38 ευρώ). Το ποσό αυτό ανέρχεται σε 7280442 ιταλικές λίρες (3760,03 ευρώ)για τις επιχειρήσεις που λαμβάνουν τη μεταγενέστερη μείωση ύψους 75 % και σε 2426814 ιταλικές λίρες (1253,34 ευρώ) για τις επιχειρήσεις που λαμβάνουν μεταγενέστερη μείωση ύψους 15 %, και συνεπώς συνολικά σε 40 % (βλέπε αιτιολογική σκέψη 12).

    (91) Μόνο για τις ενισχύσεις υπέρ της πρόσληψης μέσω συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας, που αφορούν την πρόσληψη εργαζομένων οι οποίοι αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας, δηλαδή νέων μικρότερων των 25 ετών, νέων μέχρι 29 ετών με πτυχίο πανεπιστημίου και μακροχρόνια ανέργων (ανέργων για περισσότερο από ένα χρόνο) ή οι οποίες προορίζονται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η Επιτροπή εκτιμά ότι το ύψος της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το ποσό που είναι απαραίτητο για να αποτελέσει κίνητρο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, λαμβανομένης υπόψη της δραστηριότητας επαγγελματικής εκπαίδευσης που είναι υποχρεωτική για τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας και της ιδιαίτερα σοβαρής ανεργίας στην Ιταλία. Τα στοιχεία που επιτρέπουν στην Επιτροπή να διασφαλίσει ότι το ύψος της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το ποσό που είναι απαραίτητο για να αποτελέσει κίνητρο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας είναι επίσης η αναλογικότητα μεταξύ των εργοδοτικών εισφορών που αποτελούν αντικείμενο της μείωσης και των αποδοχών των εργαζομένων, καθώς και η διαφοροποίηση του μέτρου ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της οικείας περιοχής.

    (92) Βάσει της ανωτέρω εξέτασης, η Επιτροπή εκτιμά ότι μόνον οι περιπτώσεις ενισχύσεων για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και όσες αναφέρονται στο προηγούμενο σημείο είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του εν λόγω πλαισίου κανόνων και, συνεπώς, μπορούν να επωφεληθούν από την παρέκκλιση που προβλέπεται για αυτό το είδος ενισχύσεων.

    (93) Αντίθετα, η Επιτροπή θεωρεί ως ενισχύσεις για τη διατήρηση των θέσεων απασχόλησης τις ενισχύσεις για την πρόσληψη μέσω συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας, όταν δεν αφορούν την πρόσληψη εργαζομένων που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας, δηλαδή νέων μικρότερων των 25 ετών, νέων μέχρι 29 ετών με πτυχίο πανεπιστημίου και μακροχρόνια ανέργων (ανέργων για περισσότερο από ένα χρόνο) ή δεν προορίζονται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

    (94) Δεδομένου ότι, βάσει του πλαισίου κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση, ενίσχυση για τη διατήρηση της απασχόλησης είναι "η ενίσχυση που χορηγείται σε μια επιχείρηση για να την παρακινήσει να μην απολύσει τους εργαζομένους που απασχολεί"(22), στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για ενισχύσεις που χορηγούνται στις επιχειρήσεις για να τις παρακινήσουν να μην απολύσουν τους εργαζομένους που απασχολούν, καθότι χορηγούνται για την πρόσληψη μέσω μιας σύμβασης επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας. Δεδομένου ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά, αντίθετα, το καθεστώς προβλέπει ρητά την προϋπόθεση να μην έχουν πραγματοποιηθεί απολύσεις, οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν να παρακινήσουν τις επιχειρήσεις να αντικαταστήσουν τους εργαζομένους κατόπιν φυσικής αποχώρησης. Συνεπώς, ευνοούν τη διατήρηση του αριθμού του προσωπικού, χωρίς ωστόσο να οδηγούν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Υπό την έννοια αυτή, οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούν να θεωρηθούν ως ενισχύσεις για τη διατήρησης της απασχόλησης, οι οποίες, βάσει του πλαισίου κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση, είναι παρόμοιες με τις ενισχύσεις λειτουργίας.

    (95) Οι ανωτέρω ενισχύσεις μπορούν να εγκριθούν μόνον εφόσον, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 87 παράγραφος 2 στοιχείο β) της συνθήκης, αποσκοπούν στην επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οι ενισχύσεις για τη διατήρηση της απασχόλησης μπορούν επίσης να επιτραπούν στις περιοχές που εμπίπτουν στην παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση.

    (96) Η Επιτροπή παρατηρεί καταρχάς ότι οι εν λόγω ενισχύσεις για τη διατήρηση της απασχόλησης δεν περιορίζονται στις περιοχές που είναι επιλέξιμες για την παρέκκλιση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης, καθότι ισχύουν σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια. Επιπλέον, ούτε μειώνονται προοδευτικά ούτε περιορίζονται χρονικά. Ως προς τη δυνατότητά τους να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να υπερβούν τα διαρθρωτικά μειονεκτήματα και να προωθήσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη, η Επιτροπή έχει ήδη επανειλημμένα προειδοποιήσει την ιταλική κυβέρνηση για τους κινδύνους που εμπεριέχουν τόσο γενικευμένα μέτρα. Η αρνητική αυτή στάση βασίζεται στην πεποίθηση ότι τα μέτρα αυτού του είδους έχουν πολύ βλαβερές συνέπειες στον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές, χωρίς να απορρέει πραγματικό αντιστάθμισμα για το κοινοτικό συμφέρον, σε ό,τι αφορά τη βιώσιμη ανάπτυξη και την υπέρβαση των διαρθρωτικών μειονεκτημάτων.

    V.2. Ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου

    V.2.α) Αξιολόγηση του χαρακτήρα ενίσχυσης των προβλεπόμενων μέτρων για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου

    (97) Δεδομένου ότι πρόκειται για παράταση κατά ένα έτος των ίδιων ενισχύσεων που προβλέπονται για τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας και ότι οι ενισχύσεις αυτές έχουν ακόμη πιο επιλεκτικό χαρακτήρα, καθότι περιορίζονται μόνο στις περιοχές του στόχου 1, η αξιολόγηση του χαρακτήρα ενίσχυσης που αναπτύσσεται στο σημείο V.1.α) ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις εν λόγω παρεμβάσεις.

    (98) Συνεπώς, από τα προηγούμενα στοιχεία προκύπτει ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούν να επηρεάσουν τις συναλλαγές στην Κοινότητα. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων ενίσχυσης που περιέχουν τα μέτρα αυτά, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω παρεμβάσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 62 παράγραφος 1 της συμφωνίας ΕΟΧ, εφόσον αποτελούν ενισχύσεις που νοθεύουν τον ανταγωνισμό σε βαθμό που μπορεί να επηρεάσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά μόνον εφόσον μπορούν να τύχουν της εφαρμογής μιας από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στις εν λόγω συνθήκες.

    V.2.β) Συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά

    (99) Αφού διαπιστώθηκε ο χαρακτήρας ενίσχυσης των υπό εξέταση μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει εάν μπορούν να θεωρηθούν συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά δυνάμει του άρθρου 87 παράγραφοι 2 και 3 της συνθήκης.

    (100) Όσον αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στη συνθήκη, οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται στο σημείο V.1.β) της παρούσας απόφασης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 69 έως 96) ισχύουν και για τις εν λόγω ενισχύσεις, εφόσον πρόκειται για παρέμβαση του ίδιου είδους.

    (101) Το πλαίσιο κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις στην απασχόληση προβλέπει ότι οι ενισχύσεις για τη δημιουργία θέσεων εργασίας "έχει ως αποτέλεσμα τη χορήγηση θέσεων εργασίας σε πρόσωπα που δεν είχαν ακόμη εργασία ή είχαν χάσει την προηγούμενη απασχόλησή τους" και ότι ως δημιουργία θέσεων εργασίας νοείται "η καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας, δηλαδή επιπλέον θέσεις εργασίας σε σχέση με το προσωπικό (μέσος όρος για μια ορισμένη περίοδο) της εξεταζόμενης επιχείρησης".

    (102) Στο ίδιο πλαίσιο κανόνων αναφέρεται επίσης ότι η Επιτροπή θα δώσει ιδιαίτερη προσοχή στους όρους της σύμβασης απασχόλησης, όπως, ιδιαίτερα, "στην υποχρέωση να πραγματοποιηθεί η πρόσληψη στο πλαίσιο σύμβασης αορίστου χρόνου ή αρκετά μακράς διάρκειας".

    (103) Η μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν δημιουργεί πρόσθετες θέσεις εργασίας, εφόσον οι θέσεις εργασίας έχουν ήδη δημιουργηθεί. Ωστόσο, οι εν λόγω θέσεις εργασίας δεν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα.

    (104) Όπως έχει ήδη επισημάνει η Επιτροπή(23), τα μέτρα σχετικά με τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν μπορούν να ενταχθούν ούτε στην κατηγορία της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας ούτε στην κατηγορία της διατήρησης θέσεων εργασίας. Πράγματι, παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αφορούν τη σταθεροποίηση επισφαλών θέσεων εργασίας. Συνεπώς, η προστιθέμενη αξία συνίσταται στην "καθαρή δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας", οι οποίες δεν υπήρχαν στο παρελθόν.

    (105) Η Επιτροπή θεωρεί ότι το πλαίσιο κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις στην απασχόληση δεν προβλέπει μεν αυτό το είδος παρέμβασης, αλλά αναφέρεται θετικά στην έννοια της σταθερότητας των θέσεων εργασίας. Συνεπώς, η Επιτροπή αξιολογεί τους όρους της σύμβασης εργασίας και αποφαίνεται ευνοϊκά μόνον όταν οι όροι αυτοί μπορούν να εγγυηθούν μια σχετική σταθερότητα της θέσης εργασίας.

    (106) Σε ορισμένες περιπτώσεις η Επιτροπή διάκειται ευνοϊκά έναντι ορισμένων ενισχύσεων για τη μετατροπή θέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ωστόσο, όπως ορίζεται στο πλαίσιο κανόνων, η ευνοϊκή αυτή αντιμετώπιση υπόκειται στις ακόλουθες προϋποθέσεις:

    - υποχρέωση να μην έχουν πραγματοποιηθεί απολύσεις εντός περιόδου 12 μήνων πριν από τη μετατροπή,

    - υποχρέωση αύξησης των θέσεων εργασίας σε σχέση με τον αριθμό των θέσεων εργασίας που υπήρχαν στην επιχείρηση έξι μήνες πριν από τη μετατροπή, χωρίς να συνυπολογίζονται οι θέσεις εργασίας που προκύπτουν από τη μετατροπή.

    (107) Τούτο επιτρέπει στην Επιτροπή να διασφαλίσει ότι η ενίσχυση, πέραν του ότι επιτρέπει τη σταθεροποίηση επισφαλών θέσεων εργασίας, έχει προστιθέμενη αξία χάρη στην καθαρή δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας που δεν υπήρχαν προηγουμένως και, συνεπώς, να επαληθεύσει ότι δεν πρόκειται απλώς για αντικατάσταση ενός εργαζομένου που απολύθηκε ή συνταξιοδοτήθηκε.

    (108) Βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή θεωρεί ότι στην υπό εξέταση υπόθεση η υποχρέωση της καθαρής δημιουργίας θέσεων εργασίας τηρείται μόνον εφόσον ο αριθμός των εργαζομένων υπολογιστεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται μέσω των συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή των συμβάσεων που δεν εγγυώνται μια σχετική σταθερότητα των θέσεων εργασίας.

    (109) Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι μόνον οι ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου που τηρούν την υποχρέωση αύξησης των θέσεων εργασίας σε σχέση με τις θέσεις που υπήρχαν στην επιχείρηση (μέσος όρος για ένα διάστημα πριν από τη μετατροπή) είναι σύμφωνες με το πλαίσιο κανόνων σχετικά με τις ενισχύσεις στην απασχόληση και μπορούν συνεπώς να επωφεληθούν από την παρέκκλιση που προβλέπεται υπέρ των ενισχύσεων αυτού του είδους. Ο αριθμός των εργαζομένων πρέπει να υπολογίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν μέσω συμβάσεων αορίστου χρόνου ή συμβάσεων που δεν εγγυώνται μια σχετική σταθερότητα των θέσεων εργασίας.

    (110) Ως προς την ένταση της ενίσχυσης, η Επιτροπή εκτιμά ότι αυτή πρέπει να υπολογίζεται λαμβάνοντας υπόψη τη χορήγηση ενίσχυσης κατά την περίοδο πριν από τη μετατροπή. Πράγματι, κατά την περίοδο αυτή οι εργοδότες έλαβαν ενίσχυση για τον ίδιο εργαζόμενο, του οποίου η σύμβαση εργασίας μετατράπηκε στη συνέχεια. Συνεπώς, για κάθε δημιουργούμενη θέση εργασίας η περίοδος κατά την οποία χορηγήθηκε ενίσχυση ανέρχεται συνολικά σε τρία χρόνια. Η Επιτροπή εκτιμά ότι μόνο στις προαναφερόμενες περιπτώσεις η ένταση της ενίσχυσης είναι ανάλογη του επιδιωκόμενου στόχου, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι οι δημιουργούμενες θέσεις εργασίας είναι αορίστου χρόνου και ότι το πρόβλημα της ανεργίας είναι ιδιαίτερα σοβαρό στις οικείες περιοχές. Για τους λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί σχετικά με τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι το ύψος της ενίσχυσης δεν υπερβαίνει το ποσό που είναι απαραίτητο για να αποτελέσει κίνητρο για τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

    (111) Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ως ενισχύσεις για τη διατήρηση θέσεων απασχόλησης τις υπόλοιπες περιπτώσεις ενισχύσεων για τη μετατροπή συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, οι οποίες δεν τηρούν την υποχρέωση αύξησης των θέσεων εργασίας σε σχέση με τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας στην επιχείρηση. Όπως ορίζεται στο πλαίσιο κανόνων για την απασχόληση, οι ενισχύσεις αυτές αποτελούν ενισχύσεις λειτουργίας. Για τους λόγους που αναφέρονται ήδη σχετικά με τις ενισχύσεις για τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν τηρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση ενισχύσεων λειτουργίας.

    VI. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

    (112) Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ιταλικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3, τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις για την πρόσληψη μέσω συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας που προβλέπονται από τους νόμους αριθ. 863/84, αριθ. 407/90, αριθ. 169/91 και αριθ. 451/94, οι οποίες χορηγούνται από τον Νοέμβριο του 1995.

    (113) Βάσει της εξέτασης που αναπτύσσεται στα σημεία V.1.α) και V.1.β) της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά μόνον οι ενισχύσεις που χορηγούνται για την πρόσληψη εργαζομένων, οι οποίοι, κατά το χρόνο της πρόσληψης, δεν είχαν ακόμη αποκτήσει θέση εργασίας, ή είχαν χάσει την εργασία τους και οι οποίες, μέσω της πρόσληψης αυτών των εργαζομένων, συνέβαλαν στην καθαρή δημιουργία θέσεων εργασίας στις οικείες επιχειρήσεις.

    (114) Οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε εργαζομένους οι οποίοι αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας, δηλαδή όταν δεν έχουν εργασία, είναι επίσης συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά. Πρόκειται για άτομα τα οποία, λόγω των χαρακτηριστικών τους, βρίσκονται σε κατάσταση αδυναμίας έναντι του συστήματος επιλογής που επιβάλλει η αγορά εργασίας. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα για τους νέους κάτω των 25 ετών, για τους κατόχους πανεπιστημιακού πτυχίου μακρού κύκλου σπουδών (laurea) ηλικίας μέχρι και 29 ετών και γις τους μακροχρόνια ανέργους (ανεργία άνω του ενός έτους). Ωστόσο, για να μπορούν να επωφεληθούν από τις διευκολύνσεις, οι εργοδότες δεν πρέπει να έχουν μειώσει το προσωπικό κατά τους προηγούμενους 12 μήνες και, επιπλέον, πρέπει να διατηρήσουν σε υπηρεσία (με σύμβαση αορίστου χρόνου) τουλάχιστον το 60 % των εργαζομένων των οποίων η σύμβαση επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας έληξε κατά τους προηγούμενους 24 μήνες.

    (115) Τα μέτρα που τηρούν τον κανόνα de minimis(24) δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, Κατ' εφαρμογή του κανόνα αυτού, το συνολικό ύψος όλων των παρεμβάσεων που εφαρμόζονται βάσει του εν λόγω κανόνα υπέρ των επιχειρήσεων που έχουν προσλάβει εργαζομένους μέσω σύμβασης επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το όριο των 100000 ευρώ για περίοδο τριών ετών. Όπως ορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις di minimis, ο κανόνας αυτός δεν έχει εφαρμογή στους τομείς που καλύπτει η συνθήκη ΕΚΑΧ, στη ναυπηγική βιομηχανία, στον τομέα των μεταφορών και στις ενισχύσεις που χορηγούνται για έξοδα σχετικά με τις δραστηριότητες της γεωργίας ή της αλιείας.

    (116) Όλες οι ενισχύσεις για την πρόσληψη μέσω συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας που δεν τηρούν τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 115 είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και συνεπώς πρέπει να ανακτηθούν.

    (117) Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι ιταλικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή, κατά παράβαση του άρθρου 88 παράγραφος 3, τις ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του νόμου αριθ. 196/97.

    (118) Βάσει της εξέτασης που αναπτύσσεται στα σημεία V.2.α) και V.2.β), αιτιολογικές σκέψεις 97 έως 111 της παρούσας απόφασης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά μόνον οι ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου που τηρούν την υποχρέωση αύξησης των θέσεων εργασίας σε σχέση με τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας στην επιχείρηση κατά την περίοδο πριν από τη μετατροπή. Ο αριθμός του προσωπικού πρέπει να υπολογίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται μέσω συμβάσεων αορίστου χρόνου ή συμβάσεων που δεν εγγυώνται μια σχετική σταθερότητα της θέσης εργασίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 106).

    (119) Τα μέτρα που τηρούν τον κανόνα de minimis(25) δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87. Για τα μέτρα αυτά ισχύουν οι ίδιες παρατηρήσεις που διατυπώνονται σχετικά με τις συμβάσεις επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 115).

    (120) Όλες οι ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου οι οποίες δεν τηρούν τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και συνεπώς πρέπει να ανακτηθούν.

    (121) Όταν έχουν χορηγηθεί παράνομα ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, η Επιτροπή απαιτεί από το οικείο κράτος μέλος να ζητήσει την ανάκτησή τους από τους αποδέκτες(26), για να αποκατασταθεί η προτεραία κατάσταση. Τούτο ισχύει για τις ενισχύσεις που κρίθηκαν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά στην παρούσα απόφαση, οι οποίες πρέπει να ανακτηθούν από τους αποδέκτες.

    (122) Η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας. Επί των ανακτωμένων ποσών οφείλονται τόκοι από το χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την πραγματική τους ανάκτηση. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    1. Οι ενισχύσεις που έθεσε παρανόμως σε εφαρμογή η Ιταλία από τον Νοέμβριο του 1995 για την πρόσληψη μέσω των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας που προβλέπονται στους νόμους αριθ. 863/84, αριθ. 407/90, αριθ. 169/91 και αριθ. 451/94 είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά και τη συμφωνία ΕΟΧ, εφόσον αφορούν:

    - τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από την αποδέκτρια επιχείρηση υπέρ των εργαζομένων που δεν έχουν αποκτήσει ακόμη εργασία ή έχουν χάσει την προηγούμενη εργασία τους, σύμφωνα με το πλαίσιο κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση,

    - την πρόσληψη εργαζομένων που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ως εργαζόμενοι που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα ένταξης ή επανένταξης στην αγορά εργασίας νοούνται οι νέοι κάτω των 25 ετών, οι κάτοχοι πανεπιστημιακού πτυχίου μακρού κύκλου σπουδών (laurea) ηλικίας μέχρι και 29 ετών και οι μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή όσοι είναι άνεργοι επί ένα έτος τουλάχιστον.

    2. Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν μέσω συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας και δεν πληρούν τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

    Άρθρο 2

    1. Οι ενισχύσεις που χορήγησε η Ιταλία δυνάμει του άρθρου 15 του νόμου αριθ. 196/97 για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά και τη συμφωνία ΕΟΧ εφόσον τηρούν την προϋπόθεση της καθαρής δημιουργίας θέσεων εργασίας, όπως ορίζεται στο πλαίσιο κανόνων για τις ενισχύσεις στην απασχόληση.

    Ο αριθμός των εργαζομένων της επιχείρησης υπολογίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι θέσεις εργασίας που προκύπτουν από τη μετατροπή και οι θέσεις εργασίας που έχουν δημιουργηθεί μέσω συμβάσεων ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων που δεν εγγυώνται μια σχετική σταθερότητα της θέσης εργασίας.

    2. Οι ενισχύσεις για τη μετατροπή των συμβάσεων επαγγελματικής εκπαίδευσης και εργασίας σε συμβάσεις αορίστου χρόνου που δεν τηρούν την προαναφερόμενη προϋπόθεση είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά.

    Άρθρο 3

    Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτηθούν από τους αποδέκτες οι ενισχύσεις που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 1 και 2 και οι οποίες τους χορηγήθηκαν παράνομα.

    Η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας. Επί των ανακτωμένων ποσών οφείλονται τόκοι από το χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την πραγματική τους ανάκτηση. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων.

    Άρθρο 4

    Η Ιταλία ενημερώνει την Επιτροπη εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα που έλαβε για την εφαρμογή της.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ιταλική Δημοκρατία.

    Βρυξέλλες, 11 Μαΐου 1999.

    Για την Επιτροπή

    Karel VAN MIERT

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ C 384 της 10.12.1998, σ. 11.

    (2) Επίσημη Εφημερίδα της Ιταλικής Δημοκρατίας αριθ. 154 της 4.7.1997.

    (3) Βλέπε υποσημείωση 1.

    (4) Οι πληροφορίες αυτές συνίστανται αποκλειστικά σε επίσημα στατιστικά στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί από το Εθνικό Ίδρυμα Στατιστικής (ISTAT forze di lavoro media 1997 και Formazione universitaria e mercato de lavoro) και από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) (Uno sguardo sull'educazione, edizione 1997). Οι παρατηρήσεις της Confidustria αφορούν αποκλειστικά τις γραφικές παραστάσεις των στοιχείων αυτών.

    (5) ΕΕ C 334 της 12.12.1995, σ. 4.

    (6) ΕΕ C 213 της 23.7.1996, σ. 4.

    (7) Βλέπε υποσημείωση 1.

    (8) Σημείο 12.6 της επιστολής της Επιτροπής, της 17ης Αυγούστου 1998 (βλέπε υποσημείωση 1).

    (9) Για να στηρίξει τη θέση αυτή η Confindustria αναφέρει την απόφαση του Δικαστηρίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris κατά Επιτροπής, υπόθεση 730/79, Συλλογή 1980, σ. 2671.

    (10) Κρατική ενίσχυση Ν 692/97.

    (11) Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1988 στην υπόθεση 102/87 (SEB), Συλλογή 1988, σ. 4067.

    (12) Βλέπε υποσημείωση 5.

    (13) Βλέπε υποσημείωση 5.

    (14) Βλέπε υποσημείωση 1.

    (15) Σημείο 12.3 της επιστολής της Επιτροπής, της 17ης Αυγούστου 1998, (βλέπε υποσημείωση 1).

    (16) Διεθνές Γραφείο Εργασίας, "Απασχόληση των νέων", έκθεση που εκπόνησε το Διεθνές Γραφείο Εργασίας για τη διάσκεψη των υπουργών νεολαίας, 8-12 Αυγούστου 1998, Λισσαβώνα, σημείο 1.1.

    (17) ό.π.

    (18) Βλέπε Διεθνές Γραφείο Εργασίας, "Απασχόληση των νέων", έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για τη διάσκεψη των υπουργών νεολαίας, 8-12 Αυγούστου 1998, Λισσαβώνα, σημείο 1.5.

    (19) ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

    (20) Βλέπε υποσημείωση 5.

    (21) Σύμφωνα με την πρώτη έκθεση για τις κρατικές ενισχύσεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1988), γενικά μέτρα είναι "όλες οι κρατικές παρεμβάσεις που εφαρμόζονται ομοιόμορφα στο σύνολο της οικονομίας και δεν ευνοούν ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους τομείς" COM (88) 945.

    (22) Βλέπε υποσημείωση 5.

    (23) Βλέπε κρατική ενίσχυση Ν 692/97.

    (24) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις ενισχύσεις de minimis (ΕΕ C 68 της 6.3.1996).

    (25) Βλέπε υποσημείωση 24.

    (26) Ανακοίνωση της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 1983 (ΕΕ C 318 της 24.11.1983, σ. 3). Βλέπε επίσης τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1973, Επιτροπή κατά Γερμανίας, υπόθεση 70-72, Συλλογή 1973, σ. 813 και της 24ης Φεβρουαρίου 1987, Deufil κατά Επιτροπής, υπόθεση 310/85, Συλλογή 1987, σ. 901.

    Top