EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31997D0624

97/624/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 14ης Μαΐου 1997 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της συνθήκης ΕΚ (IV/34.621, 35.059/F-3 - Irish Sugar plc)

ΕΕ L 258 της 22.9.1997, p. 1–34 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1997/624/oj

31997D0624

97/624/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 14ης Μαΐου 1997 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της συνθήκης ΕΚ (IV/34.621, 35.059/F-3 - Irish Sugar plc)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 258 της 22/09/1997 σ. 0001 - 0034


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 14ης Μαΐου 1997 σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της συνθήκης ΕΚ (IV/34.621, 35.059/F-3 - Irish Sugar plc) (97/624/ΕΚ)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, και ιδίως το άρθρο 3, το άρθρο 15 παράγραφος 2 και το άρθρο 16 παράγραφος 1,

την απόφαση που έλαβε η Επιτροπή στις 22 Απριλίου 1993 να κινήσει τη διαδικασία στην προκειμένη περίπτωση,

Αφού έδωσε στην ενδιαφερόμενη εταιρεία την ευκαιρία να γνωστοποιήσει τις απόψεις της επί του αντικειμένου των αιτιάσεων της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 99/63 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 1963, περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου (2),

Αφού πραγματοποίησε διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων,

Εκτιμώντας:

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Α. Το αντικείμενο της διαδικασίας

(1) Η διαδικασία αφορά ορισμένες πρακτικές της Irish Sugar plc (στο εξής αναφερομένη ως Irish Sugar) που σχετίζονται με την εμπορία της ζάχαρης στην Ιρλανδία από το 1985 και εξής.

(2) Η διαδικασία κινήθηκε με την έκδοση ανακοίνωσης αιτιάσεων κατά της Irish Sugar και ορισμένων άλλων μερών τον Απρίλιο του 1993. Βάσει της επιχειρηματολογίας των μερών και των νέων καταγγελιών των ανταγωνιστών της Irish Sugar στην Ιρλανδία, η Επιτροπή αποφάσισε να διερευνήσει περαιτέρω το θέμα και εξέδωσε αναθεωρημένη ανακοίνωση αιτιάσεων κατά της Irish Sugar τον Μάρτιο του 1996.

Β. Το προϊόν

(3) Στην προκειμένη περίπτωση είναι η ζάχαρη. Η ζάχαρη παράγεται από τεύτλα ή ζαχαροκάλαμα. Με εξαίρεση τμήμα της νότιας Ισπανίας και τα γαλλικά υπερπόντια διαμερίσματα, τα ζαχαροκάλαμα καλλιεργούνται κυρίως σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές εκτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Οι χώρες ΑΚΕ έχουν το δικαίωμα να εξάγουν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ορισμένη ποσόστωση ζάχαρης από ζαχαροκάλαμα, χωρίς εισαγωγικό δασμό.

(4) Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, διακρίνονται τρία διαφορετικά είδη ζάχαρης: η λευκή κρυσταλλική ζάχαρη, η υγρή ζάχαρη και η ζάχαρη για ειδικές χρήσεις.

(5) Η λευκή κρυσταλλική ζάχαρη είναι το τελικό προϊόν που λαμβάνεται μετά την επεξεργασία του τεύτλου και τον εξευγενισμό του ζαχαροκάλαμου. Στους Κοινοτικούς κανονισμούς (3) προσδιορίζονται διάφορες ποιότητες. Η συνήθης ποιότητα είναι η ζάχαρη ΕΚ II. Η λευκή κρυσταλλική ζάχαρη αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της κοινοτικής παραγωγής και κατανάλωσης και πωλείται στη βιομηχανία και το λιανικό εμπόριο. Η βιομηχανία χρησιμοποιεί τη λευκή κρυσταλλική ζάχαρη ως συστατικό στοιχείο. Οι βιομηχανικοί χρήστες προμηθεύονται τη ζάχαρη κυρίως χύδην ή σε σάκκους. Οι έμποροι λιανικής πώλησης μεταπωλούν την εν λόγω λευκή ζάχαρη στον τελικό καταναλωτή χρησιμοποιώντας κατά κανόνα πακέτα ενός κιλού.

(6) Η υγρή ζάχαρη χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία τροφίμων. Η ανώτατη ποιότητα επιτυγχάνεται με διάλυση της λευκής κρυσταλλικής ζάχαρης. Τα προϊόντα κατώτερης ποιότητας λαμβάνονται μόνο από ζαχαροκάλαμα, αναμειγνύοντας τα υγρά που παράγονται στα διάφορα στάδια της διαδικασίας εξευγενισμού της ζάχαρης από ζαχαροκάλαμα.

(7) Όλες οι ζάχαρες για ειδικές χρήσεις είναι σε ξηρή μορφή, με εξαίρεση τη λευκή κρυσταλλική. Στην εν λόγω κατηγορία εντάσσεται η ακατέργαστη ζάχαρη ΑΚΕ για άμεση κατανάλωση, η σκούρα ζάχαρη, η ζάχαρη σε σκόνη, το γλάσο ζάχαρης και άλλοι ζαχαροπολτοί, καθώς και τα σιρόπια και οι μελάσσες (4).

(8) Η ζάχαρη αποτελεί γλυκαντική ουσία. Άλλες ομάδες γλυκαντικών ουσιών είναι τα άμυλα και οι συνθετικές γλυκαντικές ουσίες. Στις εν λόγω ομάδες περιλαμβάνεται ένα ευρύ φάσμα προϊόντων, από την ισογλυκόζη έως τη σορβιτόλη, τη ζαχαρίνη, τα κυκλαμικά άλατα ή την ασπαρτάμη. Κάθε ένα από τα εν λόγω προϊόντα έχει συγκεκριμένες ιδιότητες και μπορεί να αντικαταστήσει τη ζάχαρη σε διάφορες βιομηχανικές διαδικασίες. Για σειρά λόγων που ποικίλλουν ανάλογα με το προϊόν, παραδείγματος χάρη κοινοτικές ποσοστώσεις, χαμηλή ποιότητα της παραγωγής χύδην ή υψηλότερες τιμές, τα εν λόγω προϊόντα έχουν περιορισμένες μόνο επιπτώσεις στις συνολικές πωλήσεις της φυσικής ζάχαρης που παρασκευάζεται από τεύτλα και ζαχαροκάλαμα.

Γ. Το καθεστώς ζάχαρης της κοινής γεωργικής πολιτικής

(9) Η κοινή οργάνωση των αγορών στον τομέα της ζάχαρης (5) έχει σχεδιασθεί με σκοπό να στηρίξει την παραγωγή ζάχαρης στην Κοινότητα. Η τελευταία αναθεώρηση του καθεστώτος ζάχαρης πραγματοποιήθηκε το Μάιο του 1995, όταν το Συμβούλιο αποφάσισε (6) να παρατείνει το καθεστώς για άλλα έξι χρόνια (συμπεριλαμβανομένου του 2000/2001). Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει δύο ποσοστώσεις: μία ποσόστωση «Α» και μία ποσόστωση «Β». Η συνολική ποσόστωση Α προορίζεται καταρχήν για να καλύψει την ετήσια κατανάλωση της Κοινότητας. Η ποσόστωση Β προορίζεται για τη δημιουργία πλεονάσματος, ώστε σε περίπτωση ανεπάρκειας της σοδειάς σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές να είναι δυνατό να ικανοποιηθεί η ζήτηση.

(10) Το σύστημα στήριξης των τιμών που υφίσταται αφορά μόνο τη ζάχαρη ποσόστωσης Α/Β. Η ζάχαρη που παράγεται από τις κοινοτικές επιχειρήσεις επιπλέον της ποσόστωσής τους Α/Β αναφέρεται ως ζάχαρη «Γ» και πωλείται στην παγκόσμια αγορά χωρίς στήριξη, ή αποθεματοποιείται και χρησιμοποιείται ως μέρος της ζάχαρης Α/Β της επόμενης χρονιάς.

(11) Το μερίδιο της συνολικής ποσόστωσης Α/Β που αναλογεί σε κάθε κράτος μέλος αποφασίζεται από το Συμβούλιο. Στη συνέχεια, η ποσόστωση που λαμβάνει κάθε κράτος μέλος κατανέμεται μεταξύ των εθνικών παραγωγών ζάχαρης από την εθνική κυβέρνηση.

(12) Κάθε χρόνο, το Συμβούλιο των Υπουργών καθορίζει μία σειρά τιμών σε σχέση με την αγορά, την επεξεργασία και την πώληση των τεύτλων, η σημαντικότερη από τις οποίες είναι η τιμή παρέμβασης, δηλαδή η τιμή στην οποία οι παραγωγοί μπορούν να πωλούν ζάχαρη Α/Β στους εθνικούς οργανισμούς παρέμβασης. Η τιμή παρέμβασης ισχύει για τις εταιρείες που πωλούν επεξεργασμένη ζάχαρη στην παρέμβαση. Ένα από τα μέτρα για να εξασφαλισθεί η αυτοχρηματοδότηση του καθεστώτος ζάχαρης είναι η επιβάρυνση, δηλαδή η εισφορά στην παραγωγή, που εφαρμόζεται στη ζάχαρη Α/Β. Η τιμή παρέμβασης συν την εισφορά αποθεματοποίησης αποτελεί την εγγυημένη ελάχιστη τιμή για τη ζάχαρη Α/Β και είναι γνωστή ως η πραγματική τιμή στήριξης. Το καθεστώς αποθεματοποίησης είναι επίσης αυτοχρηματοδοτούμενο.

(13) Στο πλαίσιο του Γύρου της Ουρουγουάης, το προηγούμενο καθεστώς εισαγωγής με τιμή κατωφλίου και μεταβλητές εισφορές αντικαταστάθηκε από καθορισμένους δασμούς, που θα μειωθούν κατά 20 % στη διάρκεια της επόμενης εξαετίας.

(14) Το Συμβούλιο καθορίζει επίσης τις ελάχιστες τιμές που οι ζαχαροβιομηχανίες πρέπει να καταβάλουν στους καλλιεργητές τεύτλων.

(15) Οι επιχειρήσεις επεξεργασίας ζάχαρης από τεύτλα έχουν το δικαίωμα να πωλούν ζάχαρη Α/Β σε όλη την Κοινότητα. Εάν δεν είναι σε θέση να πωλήσουν όλη τη ζάχαρή τους κατ' αυτό τον τρόπο, μπορούν είτε να την πωλήσουν στην παρέμβαση είτε να την εξαγάγουν στη διεθνή αγορά. Εφόσον επιλέξουν τη δεύτερη λύση, λαμβάνουν μία επιστροφή κατά την εξαγωγή, η οποία υπολογίζεται βάσει ενός συστήματος υποβολής προσφορών.

(16) Εκτός από τη ζάχαρη Α/Β, η Κοινότητα παρέχει στήριξη τιμών για περιορισμένη ποσότητα ζάχαρης που εισάγεται σύμφωνα με τη σύμβαση του Λομέ (7).

Δ. Η αγορά ζάχαρης στην Ιρλανδία

(17) Η Irish Sugar είναι η μόνη επιχείρηση επεξεργασίας τεύτλων στην Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία.

(18) Η Irish Sugar δημιουργήθηκε το 1993 από την ιρλανδική κυβέρνηση με την επωνυμία Comhlucht Siuicre Eireann Tero. Το πρώτο μισό της δεκαετίας του '80, η εν λόγω εταιρεία παρουσίασε σοβαρές ζημίες και έλαβε σημαντική κυβερνητική χρηματοδότηση. Στο δεύτερο μισό της ίδιας δεκαετίας εφαρμόστηκε ένα πρόγραμμα εξορθολογισμού του ομίλου, με αποτέλεσμα η Irish Sugar να καταστεί σταδιακά κερδοφόρα. Τον Απρίλιο του 1991 η Irish Sugar ιδιωτικοποιήθηκε. Ο μηχανισμός για τη μείωση της κρατικής συμμετοχής στην Irish Sugar προέβλεπε τη σύσταση νέας εταιρείας χαρτοφυλακίου, ήτοι της Greencore plc (στο εξής αναφερόμενη ως Greencore), η οποία απέκτησε την Irish Sugar. Στο τέλος του λογιστικού έτους, που έληγε στις 27 Σεπτεμβρίου 1996, η Irish Sugar είχε κύκλο εργασιών 134,7 εκατομμύρια ιρλανδικές λίρες και κέρδος εκμετάλλευσης 27,2 εκατομμύρια ιρλανδικές λίρες, ενώ ο συνολικός κύκλος εργασιών της Greencore ήταν 459 εκατομμύρια ιρλανδικές λίρες και το κέρδος εκμετάλλευσης 49,1 εκατομμύρια ιρλανδικές λίρες.

(19) Όταν η Ιρλανδία προσχώρησε στην Κοινότητα, η Irish Sugar έλαβε το σύνολο της ποσόστωσης ζάχαρης Α/Β για την Ιρλανδία, την οποία συνεχίζει να έχει και η οποία ανέρχεται σε 200 200 τόνους ετησίως. Η εν λόγω ποσόστωση υπερβαίνει την εγχώρια κατανάλωση.

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(20) Η κατά κεφαλή κατανάλωση ζάχαρης στην Ιρλανδία είναι υψηλότερη από τον κοινοτικό μέσο όρο (8), γεγονός που αντανακλά το ρόλο της ως συστατικού στοιχείου στη σχετικά σημαντική βιομηχανία τροφίμων και ποτών της χώρας [η οποία, σε συνδυασμό με άλλες βιομηχανίες που σχετίζονται με το γεωργικό τομέα, απασχολούσε το 16 % του συνόλου των εργαζόμενων το 1995 (9)], καθώς και στην αγορά λιανικής πώλησης.

(21) Η Irish Sugar είναι ο κύριος προμηθευτής ζάχαρης στην Ιρλανδία, με συνολικό μερίδιο αγοράς πάνω από 90 % κατά την περίοδο 1985-1995. Οι εισαγωγές ζάχαρης στην Ιρλανδία προέρχονται από τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο (κυρίως τη Βόρεια Ιρλανδία) και, σε περιορισμένο βαθμό, από τη Γερμανία και το Βέλγιο. Οι εισαγωγές από το Ηνωμένο Βασίλειο είναι κυρίως εισαγωγές ζάχαρης της Irish Sugar. Το 1993/1994 οι εισαγωγές ζάχαρης που δεν είναι της Irish Sugar αντιστοιχούσαν στο [. . .] (10) περίπου της αγοράς.

(22) Στο βιομηχανικό τομέα, μετά το 1985 οι περισσότερες εισαγωγές ζάχαρης ήταν γαλλικής προέλευσης και πραγματοποιήθηκαν μέσω της ASI International Trading Ltd και της διαδόχου της ASI International Foods («ASI»). Η εν λόγω ζάχαρη πωλείται στη βιομηχανία σε σάκκους 50 κιλών. Η εισαγωγή ζάχαρης χύδην από τη Γαλλία στην Ιρλανδία κοστίζει περισσότερο από τη μεταφορά ζάχαρης σε σάκκους, ιδίως εάν το δεξαμενόπλοιο πρέπει να επιστρέψει άδειο (11). Στο εταιρικό σχέδιο της Greencore Group του Ιουνίου 1994 σημειώνεται ότι «η συντριπτική πλειονότητα των εισαγωγών πραγματοποιείται σε σάκκους των 50 κιλών, δεδομένου ότι η μεταφορά ζάχαρης χύδην είναι σχετικά δαπανηρή, διότι απαιτεί ειδικά εμπορευματοκιβώτια». Με την πάροδο του χρόνου, οι βιομηχανικοί χρήστες χρησιμοποιούν όλο και συχνότερα τα σιλό για να αποθηκεύουν ζάχαρη, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζεται συνεχώς η αγορά για τη ζάχαρη σε σάκκους (12).

(23) Στη λιανική αγορά ζάχαρης, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 25 % της συνολικής αγοράς ζάχαρης, η Irish Sugar έχει μερίδιο πάνω από 85 % από το 1985, και το κύριο εμπορικό σήμα της «Siucra» είναι ιδιαίτερα γνωστό στο καταναλωτικό κοινό (13). Οι κύριοι ανταγωνιστές της είναι οι μικρές εγχώριες εταιρείες. Ανάλογα με τις σχετικές διαφορές τιμών, έχει εισαχθεί κατά καιρούς ζάχαρη λιανικής πώλησης από τη Βόρεια Ιρλανδία, μολονότι η εν λόγω εισαγόμενη ζάχαρη είναι κατά κανόνα της Irish Sugar. Στα εσωτερικά έγγραφα της Irish Sugar σημειώνεται ότι οι πελάτες της όσον αφορά τη ζάχαρη λιανικής πώλησης είναι παραδοσιακά κατά 50 % χονδρέμποροι και κατά 50 % όμιλοι λιανικής πώλησης («πολυκαταστήματα»), αλλά ότι πρόσφατα τα πολυκαταστήματα απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία. Ορισμένα από τα εν λόγω πολυκαταστήματα πωλούν ζάχαρη με δικό τους εμπορικό σήμα. Ωστόσο, «σήμερα, κάθε ζάχαρη που διατίθεται με σήμα καταστήματος προέρχεται από την Irish Sugar, δεδομένου ότι η ιρλανδική πηγή θεωρείται σημαντική για τον καταναλωτή» (14).

(24) Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, οι κύριοι ανταγωνιστές της Irish Sugar στην εγχώρια αγορά ζάχαρης λιανικής πώλησης ήταν η Round Tower Foods Ltd και η ASI, η οποία εισήγαγε τη ζάχαρη «Eurolux» της Compagnie Franηaise de Sucrerie (CFS) μέχρι το τέλος του 1988. Κατά την περίοδο 1984/1985 έως 1986/1987 οι προμήθειες της Round Tower σε ζάχαρη συνίσταντο κυρίως σε ζάχαρη εισαγωγής. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η εν λόγω εταιρεία ανέπτυξε δραστηριότητες ως παράλληλος εισαγωγέας ζάχαρης της Irish Sugar από τη Βόρεια Ιρλανδία στην Ιρλανδία. Επίσης εισήγαγε ζάχαρη απευθείας από ορισμένους προορισμούς και αγόραζε από την ASI ζάχαρη που είχε εισαχθεί από τη Γαλλία. Από το 1987/1988 και εξής αγοράζει τη ζάχαρή της κυρίως από την Irish Sugar.

(25) Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90 η Round Tower ήταν ο μόνος εγχώριος ανταγωνιστής της Irish Sugar στην αγορά λιανικής πώλησης για λευκή κρυσταλλική ζάχαρη, με μερίδιο αγοράς [. . .].

(26) Το 1993 τέσσερις ιρλανδοί συσκευαστές τροφίμων άρχισαν να διαθέτουν στην αγορά λευκή κρυσταλλική ζάχαρη σε συσκευασία ενός κιλού, συγκεκριμένα οι εταιρείες Gem Pack Ltd («Gem Pack»), Burcom Ltd («Burcom»), Tara Foods Ltd και P. J. Lumley Ltd. Οι εν λόγω εταιρείες πέτυχαν συνολικό μερίδιο αγοράς περίπου 7,5 % μέχρι τα μέσα του 1994. Από αυτές η Gem Pack ήταν η πλέον επιτυχημένη (περίπου 5 % της συνολικής αγοράς). Η Burcom σταμάτησε την εμπορία στα μέσα του Δεκεμβρίου 1994. Το 1993 η ASI άρχισε επίσης να διαθέτει στην αγορά τη δική της συσκευασία λιανικής πώλησης, χρησιμοποιώντας εισαγόμενη γαλλική ζάχαρη, αλλά αποσύρθηκε από την αγορά λιανικής πώλησης για δεύτερη φορά στα μέσα του 1994.

(27) Αρχικά, η Burcom συσκεύαζε τόσο ζάχαρη της Irish Sugar όσο και εισαγόμενη ζάχαρη που προμηθευόταν από την ASI, ενώ οι άλλοι συσκευαστές προμηθεύονταν τη βιομηχανική τους ζάχαρη από την Irish Sugar. Μετά την παύση των δραστηριοτήτων της Burcom και την απόσυρση της ASI από την αγορά, η Irish Sugar προμηθεύει στους εγχώριους ανταγωνιστές της «σχεδόν όλη» (15) τη λευκή κρυσταλλική ζάχαρη που αυτοί συσκευάζουν για την αγορά λιανικής πώλησης.

(28) Το Σεπτέμβριο του 1994 η Irish Sugar κυκλοφόρησε τη ζάχαρη «Castle» σε λιανική συσκευασία ενός κιλού με τιμή χονδρικής πώλησης χαμηλότερη της Siucra.

(29) Η ζάχαρη Irish Sugar διανέμεται στην Ιρλανδία από την εταιρεία Sugar Distributors Limited (στο εξής αναφερόμενη ως SDL). Μέχρι το Φεβρουάριο του 1990 η Irish Sugar είχε το 51 % του εταιρικού κεφαλαίου (με τη μορφή «μετοχών Β») της μητρικής εταιρείας της SDL, συγκεκριμένα της Sugar Distributors (Holdings) Ltd («SDH»). Το υπόλοιπο 49 % (με τη μορφή «μετοχών Α») είχαν μέχρι το 1988 οι εταιρείες Musgraves και Punch και οι κύριοι Garavan και Keleghan, και από το 1988 τέσσερις διοικητικοί υπάλληλοι της SDH, συγκεκριμένα οι κύριοι Lyons, Keleghan, Tully και Garavan. Την εποχή εκείνη υπήρχε ίσος αριθμός διευθυντών για τους μετόχους Α και Β και ένας ανεξάρτητος πρόεδρος. Ο γενικός διευθυντής της Irish Sugar και ορισμένοι άλλοι διευθυντές της Irish Sugar συμμετείχαν στο διοικητικό συμβούλιο της SDH και της SDL. Μία άλλη εταιρεία, συγκεκριμένα η JC Cole Ltd («JCC»), ήταν υπεύθυνη για τη διανομή ζάχαρης στην Western District of Ireland μέχρι την εκκαθάρισή της το Μάρτιο του 1988 και την ενσωμάτωσή της στην SDL.

(30) Η Irish Sugar τόνισε ότι κατά την περίοδο πριν τον Φεβρουάριο του 1990 είχε το νομικό έλεγχο της SDH, αλλά όχι τον διαχειριστικό έλεγχο (16). Από τον Ιούλιο του 1982 (17) η ευθύνη για τις τεχνικές υπηρεσίες και την εμπορία των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης, αλλά όχι μόνο, της στρατηγικής εμπορίας, τις προσφορές και τις εκπτώσεις για τους καταναλωτές, ανατέθηκε στην Irish Sugar, ενώ η SDL ανέλαβε την ευθύνη για τη χρηματοδότηση των πωλήσεων, τις εμπορικές προσφορές, την προώθηση και τη διανομή των προϊόντων της Irish Sugar στις νότιες και τις βόρειες αγορές. Οι εν λόγω ευθύνες κατανεμήθηκαν στις καθορισθείσες περιοχές μεταξύ της SDL, της JCC και της William McKinney (1975) Ltd («McKinney»), ενώ η SDL επιφορτίσθηκε με τη λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων καθορισμού των τιμών, και για τις τρεις εταιρείες. Ωστόσο, οι εν λόγω αποφάσεις έπρεπε «να λαμβάνονται σύμφωνα με την πολιτική που καθορίζεται από τον προϊστάμενο του τμήματος ζάχαρης» της Irish Sugar, η οποία, όπως αναφέρθηκε, χρηματοδοτούσε τις εκπτώσεις για τους πελάτες. Η SDL, ανάλογα με τις διαθέσιμες προμήθειες, ανέλαβε τη δέσμευση να καλύπτει τις ανάγκες της σε ζάχαρη αγοράζοντας μόνο από την Irish Sugar και δεν είχε το δικαίωμα να πωλεί, να μεταπωλεί ή να προωθεί κανένα προϊόν «ίδιου ή παρόμοιου είδους» με τα προϊόντα της Irish Sugar. Οι κοινές ευθύνες της SDL και της Irish Sugar περιελάμβαναν «την παροχή συμβουλών και την αναθεώρηση των πολιτικών καθορισμού των τιμών και προώθησης των προϊόντων», καθώς και «την ανταλλαγή των απαραίτητων πληροφοριών για όλα τα θέματα που αφορούν την εμπορία, τις πωλήσεις, τις συναλλαγές και τη διαφήμιση της ζάχαρης, τις προσφορές στους καταναλωτές, καθώς και οικονομικά ζητήματα». Για να εξασφαλισθεί «η πραγματική επικοινωνία» μεταξύ της Irish Sugar και της SDL όσον αφορά «όλα τα θέματα σχετικά με τις συναλλαγές ζάχαρης», καθώς και η επαρκής κάλυψη των τομέων για τους οποίους ήταν από κοινού υπεύθυνες, καθιερώθηκε να πραγματοποιείται μία συνεδρίαση μεταξύ του τμήματος ζάχαρης της Irish Sugar και αυτού της SDL. Οι εν λόγω συνεδριάσεις διεξάγονταν υπό την προεδρία του προϊσταμένου του τμήματος ζάχαρης της Irish Sugar.

(31) Το Φεβρουάριο του 1990 η Irish Sugar απέκτησε όλες τις υπόλοιπες μετοχές στην SDH, η οποία κατ' αυτόν τον τρόπο περιήλθε στην πλήρη ιδιοκτησία της.

(32) Εκτός από κύριο προμηθευτή ζάχαρης στην Ιρλανδία, η Irish Sugar εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό προμηθευτή ζάχαρης στη Βόρεια Ιρλανδία μέσω της McKinney. Όταν δημιουργήθηκε η εν λόγω εταιρεία το 1976, ανήκε κατά 51 % στην SDL. Το 1980 η SDL αύξησε τη συμμετοχή της σε 60 %. Η SDL και η μητρική της εταιρεία SDH είχαν σαφώς την πλειοψηφία στο διοικητικό συμβούλιο της McKinney κατά την περίοδο 1985-1989, συγκεκριμένα επτά από τους δέκα διευθυντές (18). Δύο από τους υπόλοιπους τέσσερις μετόχους με μειοψηφική συμμετοχή στην McKinney είχαν από έναν εκπρόσωπο στο διοικητικό συμβούλιο. Ωστόσο, στις συνεδριάσεις της επιτροπής διαχείρισης της McKinney, κατά τις οποίες λαμβάνονταν αποφάσεις όσον αφορά την εμπορική πολιτική της εταιρείας, συμμετείχαν συνήθως μόνο οι κύριοι Lyons, Hogan και Kelegham της SDH/SDL και ο κ. Wood της McKinney (19). Το 1989 η SDL αύξησε περαιτέρω τη συμμετοχή της στη McKinney σε 70 %.

(33) Η κατανάλωση της κρυσταλλικής ζάχαρης στη Βόρεια Ιρλανδία κυμάνθηκε μεταξύ των 35 000 και 39 000 τόνων από το 1984 και εξής, με κύριους προμηθευτές τις εταιρείες Irish Sugar, British Sugar plc και Tate & Lyle plc. Κατά την περίοδο 1984-1994 το μερίδιο αγοράς της Irish Sugar ήταν [. . .] στη Βόρεια Ιρλανδία, της British Sugar περίπου [. . .] και της Tate & Lyle [. . .] Το 1994 στο εταιρικό σχέδιο της Greencore Group σημειώνεται ότι «αυτή τη στιγμή διαθέτουμε περίπου το [. . .] της λιανικής αγοράς προϊόντων αναγνωρισμένου σήματος και περίπου το [. . .] της βιομηχανικής αγοράς» στη Βόρεια Ιρλανδία.

Τιμές βιομηχανικής ζάχαρης

(34) Σύμφωνα με την Irish Sugar, κατά την περίοδο 1985-1994 οι τιμές βιομηχανικής ζάχαρης στην Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία παρουσίασαν την ακόλουθη εικόνα.

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(35) Σύμφωνα με την Caobisco/Επιτροπή Χρηστών Βιομηχανικής Ζάχαρης, ο μέσος όρος των ενδεικτικών τιμών πώλησης σε ιρλανδικές λίρες για τη βιομηχανική ζάχαρη χύδην απευθείας από το εργοστάσιο στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια των ακόλουθων μηνών την περίοδο 1986-1994 ήταν:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(36) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα αριθμητικά στοιχεία της Caobisco αφορούν συγκεκριμένους μήνες, ενώ της Irish Sugar αποτελούν ετήσιους μέσους όρους.

(37) Η Irish Sugar πωλεί επίσης [. . .] έως [. . .] τόνους βιομηχανικής ζάχαρης στη Μεγάλη Βρετανία. Κατά την περίοδο 1985-1994 οι τιμές βιομηχανικής ζάχαρης στο Ηνωμένο Βασίλειο (συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Ιρλανδίας) παρουσίασαν την ακόλουθη εικόνα:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(38) Μολονότι αυτό δεν προκύπτει από τα αριθμητικά στοιχεία του πίνακα 2 ανωτέρω, η Irish Sugar δήλωσε (20) ότι, από το 1984 έως το 1993, «οι τιμές στη Βόρεια Ιρλανδία και τη Μεγάλη Βρετανία ήταν κατά κανόνα χαμηλότερες των τιμών στην Ιρλανδία και, ειδικά όσον αφορά τη ζάχαρη, σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν 18 % χαμηλότερες στη Βόρεια Ιρλανδία». Η Irish Sugar δικαιολογεί τη διαφορά μεταξύ των αριθμητικών στοιχείων της και της τάσης των τιμών που αποκάλυψε εμπιστευτική έκθεση συνταχθείσα κατά παραγγελία της εταιρείας, δηλώνοντας ότι «καθόλη τη διάρκεια της περιόδου οι βιομηχανικοί πελάτες της Irish Sugar ήταν αρκετά ισχυροί ώστε να αντιστρέψουν τη γενική τάση των τιμών». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μέση τιμή για τη βιομηχανική ζάχαρη στην Ιρλανδία διαμορφώνεται λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι δύο κύριοι πελάτες (21) της Irish Sugar, που αντιπροσωπεύουν περίπου το [. . .] των πωλήσεών της σε βιομηχανική ζάχαρη, καταβάλουν σημαντικά χαμηλότερη τιμή από το μέσο όρο. Όπως καταδεικνύει ο πίνακας 6 κατωτέρω, κανένας άλλος βιομηχανικός πελάτης δεν πλήρωσε καθαρή τιμή χαμηλότερη των [. . .] ιρλανδικών λιρών στα μέσα του 1994, που, όπως ανέφερε η Irish Sugar, ήταν η μέση τιμή για το 1993/1994. Επιπλέον, το σύστημα «επιστροφών κατά την εξαγωγή ζάχαρης» που εφάρμοζε η Irish Sugar σημαίνει ότι οι βιομηχανικοί πελάτες που πωλούν το τελικό προϊόν τους εκτός της Ιρλανδίας έχουν έκπτωση [. . .] έως [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο, γεγονός που αντανακλάται στη μέση τιμή πώλησης (22). Οι εν λόγω εκπτώσεις δεν χορηγούνται στους καθαρά «εγχώριους» πελάτες.

(39) Στο «εταιρικό σχέδιο της Greencore Group 1993/1994-1997/1998» του Ιουνίου 1994 σημειώνεται, υπό τον τίτλο «Επιπτώσεις στον όγκο/τιμή», ότι:

«Η μετακίνηση από την εγχώρια βιομηχανική αγορά σε αυτή της Βόρειας Ιρλανδίας ή τις εξαγωγές στο Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει ως αποτέλεσμα μία απώλεια όσον αφορά το περιθώριο:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

»

Τιμές λιανικής ζάχαρης

(40) Σύμφωνα με την Irish Sugar, κατά την περίοδο 1985-1994 οι τιμές λιανικής ζάχαρης στην Ιρλανδία και τη Βόρεια Ιρλανδία παρουσίασαν την εξής εικόνα:

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(41) Σε χειρόγραφο σημείωμα σχετικά με διαφάνεια του «σχεδίου για τη ζάχαρη» που αντέγραψε η Επιτροπή στα γραφεία της Greencore μαζί με το εταιρικό σχέδιο της Greencore του Ιουνίου 1994, αναφέρεται η «προσαύξηση εγχώριας αγοράς» στην τιμή ζάχαρης. Σε ένα άλλο χειρόγραφο σημείωμα, με τίτλο «σχέδιο για τη ζάχαρη», σημειώνεται επίσης ότι, για διάφορες υποθέσεις όσον αφορά τις τιμές πώλησης, «λαμβάνεται υπόψη η προσαύξηση εγχώριας αγοράς» (23).

Ε. Πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το υπόβαθρο της παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού

I. Μέτρα για την προστασία της εγχώριας αγοράς από τον ανταγωνισμό εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη

i) Εισαγωγές από τη Γαλλία

(42) Όπως προαναφέρθηκε, σημαντικό ποσοστό των εισαγωγών ζάχαρης στην Ιρλανδία μετά το 1985 προέρχεται από τη Γαλλία.

Περιορισμός των μεταφορών

(43) Όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου, στα μέσα της δεκαετίας του '80 η Irish Sugar έλαβε μέτρα για να περιορίσει τις δυνατότητες μεταφοράς των ανταγωνιστών της. Από την άποψη αυτή μπορούν να αναφερθούν τα πρακτικά της συνεδρίασης της επιτροπής Irish Sugar/SDL/JCC που πραγματοποιήθηκε στις 28 Ιουνίου 1985:

«Η παρούσα κατάσταση στην εγχώρια αγορά λιανικής πώλησης . . . Όσον αφορά τη ζάχαρη σε πακέτα που παράγει η Round Tower, σημειώθηκε χάσμα περίπου [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο μεταξύ της μέσης τιμής πώλησής της και της τιμής του προϊόντος "Siucra" [Irish Sugar]. Για το πρόβλημα αυτό αποφασίστηκε η CSET [Irish Sugar] να λάβει μέτρα ώστε η Round Tower να μην έχει προνομιακές σχέσεις με τον προμηθευτή ή τον μεταφορέα της . . .» (24).

(44) Ιδίως στα μέσα του 1985 η Irish Sugar επιχείρησε να σταματήσει τις εισαγωγές ζάχαρης της ASI από τη Γαλλία, απειλώντας την κρατική ναυτιλιακή εταιρεία British and Irish shipping line («B& I») ότι η Irish Sugar θα σταματούσε να είναι πελάτης της εάν η εν λόγω εταιρεία συνέχιζε να μεταφέρει γαλλική ζάχαρη, από τη γαλλική εταιρεία επεξεργασίας «CFS», για την ASI. Η B& I υποχώρησε στις πιέσεις της Irish Sugar και συμφώνησε να μην μεταφέρει πλέον ζάχαρη για την ASI. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η ASI να κινήσει δικαστική διαδικασία κατά της B& I και της Irish Sugar. Η τακτική που ακολούθησε η Irish Sugar στο θέμα αυτό αναφέρεται σε σειρά χειρόγραφων σημειώσεων στο επαγγελματικό ημερολόγιο του κ. Keleghan:

«17 Ιουλίου 1985 - Chris Comerford (γενικός διευθυντής της Irish Sugar) - Brendan Byrd (εκπρόσωπος της B& I) - η B& I θα σταματήσει να μεταφέρει γαλλική ζάχαρη από τη Δευτέρα 22 Ιουλίου. Τονάζ τελευταίων ετών 228 Χ 20 = 4 560 - Τρέχον έτος 91 Χ 20 = 1 820 - 1 420 μέχρι τον Απρίλιο . . . Ο Charles Lyons υποσχέθηκε στον Brendan Byrd ότι η Tanktrans (θυγατρική της Irish Sugar) θα έχει μεγαλύτερη επαγγελματική συνεργασία με την B& I . . .»

«1η Αυγούστου 1985 - η B& I ενημέρωσε τον PC (Peter Cunningham της ASI) ότι η CDET (Irish Sugar) άσκησε πιέσεις να σταματήσουν παραδόσεις σε PC - Απροσχημάτιστη και δόλια προσπάθεια να ασκηθούν πιέσεις στον PC πριν τις συζητήσεις. Συνάντηση PC με Alex Spain (διευθυντή της B& I)». (25)

Η απαίτηση της B& I ρυθμίστηκε εξωδίκως. Αποφασίστηκε η Irish Sugar να καταβάλει στην CFS κάποια αποζημίωση. Η Irish Sugar παραδέχτηκε ότι «εισηγήθηκε» στην B& I να σταματήσει να μεταφέρει ζάχαρη CFS από τη Γαλλία στην Ιρλανδία προκειμένου να παραμείνει πελάτης της.

Επιλεκτικός καθορισμός τιμών

(45) Σε σημείωμα της 8ης Μαρτίου 1988 προς τα διευθυντικά στελέχη της CSET (Irish Sugar)/SDL/JCC όσον αφορά τις εισαγωγές γαλλικής ζάχαρης, ο κ. Keleghan (τότε διευθυντής πωλήσεων της SDL) σημείωνε τα ακόλουθα:

«. . . Διαπιστώσαμε ότι η εφαρμογή για όλους τους πελάτες ανώτατης τιμής [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο θα κόστιζε περίπου [. . .] ιρλανδικές λίρες. (. . .) Δεν σχεδιάζω μείωση των τιμών για όλους τους πελάτες, γεγονός που θα συνεπαγόταν τη σοβαρή δαπάνη που προανέφερα, ωστόσο, όταν εμφανισθούν νέες χαμηλές τιμές πρέπει να αντιδράσουμε προσεκτικά και να εξασφαλίσουμε ότι θα κρατήσουμε τους πελάτες σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και το πιο χαμηλό. Γνωρίζω ότι αυτό είναι ένα ελαφρά επικίνδυνο μέτρο, δεδομένου ότι για ορισμένους πολύ μικρούς χρήστες ισχύουν ενδεχομένως ίσοι ή ακόμη και καλύτεροι όροι απ' ό,τι για ορισμένους μεγαλύτερους. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι θα πρέπει να το αποτολμήσουμε. Εν τω μεταξύ έχουμε αυξήσει την επαγρύπνησή μας σε επίπεδο βιομηχανικών πελατών με σκοπό να διαπιστώσουμε το βαθμό στον οποίο θα αυξηθεί, ενδεχομένως, η δραστηριότητα της ASI.» (26)

Ανταλλαγή προϊόντος και έκπτωση τακτικού πελάτη

(46) Αναφέρθηκε ανωτέρω ότι, παραδοσιακά, οι λιανικές πωλήσεις λευκής ζάχαρης της ASI γίνονταν μέσω της Round Rower Foods (27). Ωστόσο, από το 1987/1988 και εξής η Round Tower προμηθευόταν σχεδόν όλη τη ζάχαρή της από την SDL. Δεδομένου ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της ASI υπέστησαν σοβαρή πίεση στο βιομηχανικό τομέα, η ASI αποφάσισε το 1988 να κυκλοφορήσει ζάχαρη CFS σε πακέτα 1 kg με το εμπορικό σήμα «Eurolux» (που ανήκει στην CFS) στην αγορά της Ιρλανδίας.

(47) Στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της SDH της 28ης Ιουνίου 1988 το θέμα αυτό συζητήθηκε και τα πρακτικά αναφέρουν ότι:

«. . . Όσον αφορά την αγορά λιανικής πώλησης, ο κ. Keleghan πληροφόρησε το διοικητικό συμβούλιο ότι, όπως είχε προβλέψει στη συνεδρίαση του Μαρτίου, η ASI κυκλοφόρησε όντως στην αγορά μία συσκευασία λιανικής πώλησης. Μολονότι η προσπάθεια υπήρξε μέχρι στιγμής ανεπιτυχής, πιστεύει ότι η εν λόγω εταιρεία θα επιτύχει να διαθέσει ορισμένες μικρές ποσότητες ζάχαρης σε ορισμένα ανεξάρτητα καταστήματα λιανικής πώλησης . . .

Ο κ. Comerford (γενικός διευθυντής της Irish Sugar) δήλωσε ότι η ζαχαροβιομηχανία δεν αντιμετώπισε ποτέ στο παρελθόν μία πρόκληση ανάλογη με τη σημερινή. Εάν αποτύχουμε να ανταποκριθούμε στην εν λόγω πρόκληση, το μέλον της ζαχαροβιομηχανίας στην Ιρλανδία θα είναι πραγματικά ζοφερό. Ο κ. Comerford εξέφρασε την ικανοποίησή του για τη μέχρι στιγμής ανταπόκριση, αλλά ήταν επιφυλακτικός όσον αφορά το κόστος τόσο για την Irish Sugar όσο και για την SDL το οποίο θα είναι πολύ υψηλό . . .» (28).

(48) Μετά την παρουσίαση και την εισαγωγή της ζάχαρης «Eurolux» από την ASI, η SDL προέβη σε ορισμένες ενέργειες, τις οποίες, μετά από καταγγελία της ASI, προσέβαλε ο διευθυντής καταναλωτικών υποθέσεων και δίκαιων όρων εμπορίου με προσφυγή στο δικαστήριο βάσει της ιρλανδικής νομοθεσίας. Οι εν λόγω ενέργειες περιγράφονται στην ένορκη κατάθεση του κ. Anthony Brennan, εξουσιοδοτημένου εκπροσώπου του εν λόγω διευθυντή ενώπιον του ιρλανδικού ανώτατου δικαστηρίου.

(49) Η ASI συνήψε συμφωνία με τον ιρλανδικό όμιλο χονδρικής πώλησης Allied Distribution Merchants «ADM» για την προμήθεια κρυσταλλικής ζάχαρης σε συσκευασία ενός κιλού το Φεβρουάριο του 1988. Η ADM συμφώνησε να αγοράσει 1 500 τόνους ζάχαρης Eurolux σε συσκευασία ενός κιλού και το πρώτο φορτίο 24 τόνων παραδόθηκε περί τα μέσα του Απριλίου στην αποθήκη της ADM για διανομή στα καταστήματα λιανικής πώλησης της αλυσίδας Londis. Η ADM εξέδωσε στις 15 Απριλίου 1988 δελτίο με το οποίο ενημέρωνε όλα τα μέλη της, δηλαδή τα καταστήματα λιανικής πώλησης της αλυσίδας Londis, για την ύπαρξη της διαθέσιμης ζάχαρης. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του κ. Brennan, μετά την έκδοση του εν λόγω δελτίου, ο κ. Keleghan της SDL συναντήθηκε με τον κ. Lane (γενικό διευθυντή της ADM). Στην ένορκη κατάθεση αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Κατά την εν λόγω συνάντηση, ο κ. Keleghan ενημέρωσε τον κ. Lane ότι, εάν η ποσότητα ζάχαρης που η εταιρεία αγόραζε από τον εναγόμενο (περίπου [. . .] τόνοι ετησίως) μειωνόταν, τότε ο εναγόμενος [SDL] θα προσέφερε τη ζάχαρή του με έκπτωση. Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε ότι η ADM δεν μπορούσε να πωλήσει ούτε να ασκήσει ανταγωνισμό και έχασε την έκπτωσή της από τον εναγόμενο. Ο κ. Lane πληροφόρησε τον κ. Keleghan ότι στην αποθήκη του υπήρχαν μεγάλες ποσότητες από την πρώτη παράδοση της κρυσταλλικής ζάχαρης Eurolux, οι οποίες δεν είχαν πωληθεί. Ο κ. Keleghan προσφέρθηκε να αγοράσει την εν λόγω ζάχαρη για να την πωλήσει στη μεταποιητική βιομηχανία και συμφώνησε το ποσό που έλαβε γι' αυτή να πιστωθεί στο λογαριασμό της ADM. (. . .) Η ποσότητα ζάχαρης Eurolux που αγόρασε ο εναγόμενος ήταν 21,01 μετρικοί τόνοι.» (29)

Ο κ. Brennan παρατηρεί επίσης στην ένορκη κατάθεσή του:

«Απαντώντας στην ερώτησή μου γιατί δεν παραγγέλθηκε περισσότερη ζάχαρη, ο κ. Lane δήλωσε ότι κατά την άποψή του η αγορά δεν ήταν έτοιμη προς το παρόν για τη ζάχαρη Eurolux. Πρόσθεσε ότι η ADM είχε συνάψει συμφωνία με την SDL, σύμφωνα με την οποία η ADM αγοράζει κανονικά [Χ] τόνους ζάχαρης στην τιμή που ισχύει για τους [3Χ], η οποία είναι περισσότερο συμφέρουσα. Εάν η ADM μείωνε την ποσότητα της ζάχαρης που αγόραζε, η εν λόγω συμφωνία δεν θα ίσχυε πλέον και δεν θα μπορούσε να αγοράσει τη ζάχαρη από τον εναγόμενο [SDL] στην τιμή που ισχύει για τους [3Χ] τόνους.» (30)

Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η ADM παρέλαβε τους 21 τόνους ζάχαρης Eurolux στις 22 Απριλίου 1988.

(50) Ανάλογες ενέργειες έγιναν όσον αφορά το κατάστημα λιανικής πώλησης Kelly's Spar Supermarket. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση του κ. Brennan, το εν λόγω κατάστημα αγόρασε μισό τόνο ζάχαρης Eurolux από τον πράκτορα της ASI περί τα μέσα του Μαΐου 1988. Η ζάχαρη Eurolux τοποθετήθηκε στα ράφια του καταστήματος και στην αρχή οι πωλήσεις της ήταν καλές. Ο κ. Brennan ανέφερε ότι περίπου τέσσερις εβδομάδες αργότερα, η SDL επικοινώνησε με το κατάστημα ζητώντας πληροφορίες για το ρυθμό πώλησης της Eurolux. Ο κ. Kelly πληροφόρησε την SDL ότι εάν μπορούσε να διαθέσει σε καλύτερη τιμή τη ζάχαρη της Irish Sugar δεν θα πωλούσε τη ζάχαρη Eurolux. Ο κ. Kelly ανέφερε ότι το πρόσωπο που εκπροσωπούσε τον εναγόμενο [SDL] τον πληροφόρησε ότι:

«εάν δεν ήταν σε θέση ν' αλλάξει το προϊόν θα μπορούσαν να το κάνουν αυτοί στη θέση του.» (31)

Ο κ. Brennan συνεχίζει στην ένορκη κατάθεσή του ότι δύο ώρες αργότερα η Irish Sugar παρέλαβε τη ζάχαρη Eurolux και την αντάλλαξε με ίση ποσότητα δικής της ζάχαρης.

(51) Απαντώντας ο κ. Keleghan της SDL στην ένορκη κατάθεσή του ανέφερε ότι ουσιαστικά τόσο η ADM όσο και το κατάστημα Kelly ανησυχούσαν για το αν θα μπορούσαν να διαθέσουν όλη τη ζάχαρη Eurolux που τους είχε παραδοθεί. Και οι δύο ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να γνώριζαν ότι η ιρλανδική αγορά δεν ήταν έτοιμη για τη ζάχαρη Eurolux. Στην περίπτωση του καταστήματος Kelly, η SDL ανέφερε ότι ο ίδιος ο κ. Kelly ζήτησε την ανταλλαγή της ζάχαρης Eurolux με τη ζάχαρη Siucra.

(52) Από τα έγγραφα του φακέλου αποδεικνύεται ότι, μολονότι οι ενέργειες για την ανταλλαγή του προϊόντος ήταν πρωτοβουλία της SDL, η Irish Sugar ενημερώθηκε δεόντως από την ASI όσον αφορά τις δυσκολίες που αυτή αντιμετώπιζε. Σε επιστολή της 18ης Ιουλίου 1988 που ο κ. Loane της ASI απέστειλε στον κ. Comerford Γενικό Διευθυντή της Irish Sugar στη διεύθυνσή της στο Δουβλίνο, αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Αγαπητέ κ. Comerford

Σας γράφω για να επιστήσω την προσοχή σας στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζει είτε άμεσα η εταιρεία σας είτε η Sugar Distribution Limited που ελέγχεται από σας, σε σχέση με τις προσπάθειές μας να διαθέσουμε στη λιανική αγορά της Ιρλανδίας τη ζάχαρη Eurolux 1 kg. Έχουμε ζητήσει από το διευθυντή των καταναλωτικών υποθέσεων και δίκαιων όρων εμπορίου να ερευνήσει συγκεκριμένες δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε.

Η παρούσα επιστολή έχει ειδικά ως στόχο να σας ενημερώσει ότι είμαστε κάθετα αντίθετοι στην αντικατάσταση του προϊόντος μας από τις εταιρείες σας στο κατάστημα λιανικής πώλησης Kelly's Spar του Boyle. Με ή χωρίς την έγκριση του ιδιοκτήτη, η εν λόγω ενέργεια παραβαίνει την ισχύουσα νομοθεσία και με κάθε εκτίμηση ζητούμε να αποκαταστήσετε το προϊόν μας στην περίπτωση αυτή και σε οποιαδήποτε άλλη εφαρμόστηκε η εν λόγω πρακτική.

Είμαστε αντίθετοι ειδικά στη χρήση καταπιεστικών τακτικών σε βάρος άλλων μεμονωμένων λιανικών πωλητών που απολαμβάνουν και θα συνέχιζαν να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα της Eurolux εάν δεν είχαν υποστεί απειλές.

Επιθυμούμε να μας διαβεβαιώσετε ότι δεν θα χρησιμοποιήσετε περιοριστικές πρακτικές και αθέμιτες εμπορικές μεθόδους και αναμένουμε δικαιωματικά ότι θα μας ανταγωνιστείτε επί ίσοις όροις, σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.» (32)

(53) Ο διευθυντής των καταναλωτικών υποθέσεων και δίκαιων όρων εμπορίου ζήτησε από το High Court να απαγορεύσει στην SDL να αγοράσει τη ζάχαρη Eurolux 1 kg από τα καταστήματα χονδρικής ή λιανικής πώλησης. Ωστόσο, δεν εξεδόθη σχετική απόφαση με την αιτιολογία ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικύουν «ότι συνεχιζόταν η παράβαση των σχετικών κανόνων ή ότι ήταν πιθανό να υπάρξουν περαιτέρω παραβάσεις».

ii) Εισαγωγές από τη Βόρεια Ιρλανδία

(54) Κατά την περίοδο 1985-1990, και ιδίως κατά τη διάρκεια ενός πολέμου τιμών μεταξύ των παραγωγών ζάχαρης του Ηνωμένου Βασιλείου British Sugar plc και Tate & Lyle plc, η Irish Sugar αντιμετώπισε το πρόβλημα των διασυνοριακών εισαγωγών από τη Βόρεια Ιρλανδία στην Ιρλανδία. Καταρχήν, όλα τα είδη ζάχαρης στη Βόρεια Ιρλανδία, ανεξαρτήτως προέλευσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις εν λόγω εισαγωγές. Στις εισαγωγές αυτές συγκαταλέγονταν ζάχαρες από ανταγωνιστές παραγωγούς, όπως η Silver Spoon της British Sugar και η ζάχαρη της ίδιας της Irish Sugar, η οποία επανεισαγόταν είτε χύδην είτε σε πακέτα λιανικής πώλησης (με το εμπορικό σήμα McKinney). Το θέμα αυτό συζητήθηκε σε διάφορες συνεδριάσεις με αποτέλεσμα να ληφθούν ειδικά μέτρα ως άμυνα κατά των εν λόγω εισαγωγών.

Περιορισμός της προμήθειας

(55) Σε εσωτερική συνεδρίαση της 23ης Ιανουαρίου 1985 μεταξύ της Irish Sugar και της SDL όσον αφορά τη ζάχαρη σε πακέτο ειπώθηκαν τα εξής:

«Ποσότητα διασυνοριακά εισαγόμενης ζάχαρης το Νοέμβριο/Δεκέμβριο υπολογιζόμενη σε 700 τόνους, με αύξηση τον Ιανουάριο.

Πωλήσεις στους εμπόρους χονδρικής πώλησης στη συνοριακή περιοχή ως εξής: (. . .)

Ο κ. A. J. Hogan (γενικός διευθυντής μάρκετιγκ της Irish Sugar) συνέστησε να καταργήσουμε τις εκπτώσεις των [. . .] λιρών στερλινών ανά τόνο που χορηγούνται στη Βόρεια Ιρλανδία. Αυτό θα έχει το διπλό πλεονέκτημα της αύξησης των βόρειων τιμών συν τη μείωση της έκπτωσης που απαιτείται στο Νότο. Αυτό πρέπει να γίνει ταυτόχρονα με την προσπάθεια να πεισθούν οι B.S.C. [British Sugar] και Tate & Lyle να ακολουθήσουν, αλλά σε κάθε πεοίπτωση η τιμή μας θα αυξηθεί.

Ο κ. Keleghan (διευθυντής πωλήσεων της SDL) ήταν της άποψης ότι υπάρχουν μόνο δύο εναλλακτικές λύσεις:

α) εθνικές εκπτώσεις στο νότο. Πρότεινε [. . .] λίρες στερλίνες ανά τόνο σε εθνική βάση με [. . .] λίρες στερλίνες ανά τόνο στις συνοριακές περιοχές για το Φεβρουάριο/Μάρτιο. Υπολογιζόμενο κόστος: [. . .] λίρες στερλίνες 7

β) να καταργηθεί η έκπτωση των [. . .] λιρών στερλινών που ισχύει στις συνοριακές περιοχές, δεδομένου ότι ήταν αδύνατο να διατηρηθεί σε επιλεκτική βάση, και να περιορισθούν οι προμήθειες ζάχαρης McKinney στους χονδρεμπόρους της Βόρειας Ιρλανδίας που προμηθεύουν τις νότιες επιχειρήσεις. Μετά από συζήτηση αποφασίσθηκε να εφαρμοσθεί η δεύτερη εναλλακτική λύση. Εντωμεταξύ θα συνεχισθούν οι προσπάθειες για να πεισθούν οι B.S.C. και Tate & Lyle να αυξήσουν τις τιμές» (33).

(56) Στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της McKinney της 6ης Φεβρουαρίου 1985, ο κ. P. Wood (διευθυντής της McKinney) ανέφερε ότι:

«Η Tate & Lyle αύξησαν εν μέρει τις πωλήσεις τους λόγω των περιορισμένων προμηθειών ζάχαρης McKinney στη συνοριακή περιοχή.» (34)

Επιλεκτικές εκπτώσεις (διακρίσεις κατά τον καθορισμό των τιμών), συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών εκπτώσεων

(57) Σε σημείωμα με τίτλο «Έκθεση της SDL σχετικά με τα τρέχοντα (Απρίλιος 1986) προβλήματα ανταγωνισμού όσον αφορά τις εγχώριες ζάχαρες και συστάσεις για τη στρατηγική τιμών/προώθησης» αναφέρεται ότι:

«Μετά την τελευταία αύξηση της τιμής της ζάχαρης σε πακέτα τον Οκτώβριο του 1984 (. . .) υπάρχει μία σημαντική διαφορά μεταξύ των τιμών της εγχώριας αγοράς και της τιμής του ανταγωνιστικού εισαγόμενου προϊόντος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η επανεισαγόμενη ζάχαρη McKinney σε πακέτα και σάκκους. (. . .) Οι δραστηριότητες της Round Tower Foods Limited που συσκευάζει και πωλεί περίπου 40 τόνους ζάχαρης σε πακέτα την εβδομάδα (. . .) εξακολουθούν να αποτελούν πηγή ανησυχίας και, στην παρούσα φάση, αποτελούν ένα μόνο στοιχείο της τρέχουσας/δυνητικής εικόνας του ανταγωνισμού, το οποίο απειλεί την τιμή και τη δεσπόζουσα θέση της ζάχαρης σε πακέτα "Siucra" στην αγορά της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας» (35).

Στο ίδιο σημείωμα παρατίθενται ορισμένες στρατηγικές εναλλακτικές λύσεις:

«i) να μην ληφθεί κανένα μέτρο 7 ii) να μειωθούν οι τιμές πώλησης για όλους τους πελάτες κατά [. . .] ιρλανδικές λίρες ανά τόνο, εξισώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο τις τιμές πώλησης Βορρά και Νότου 7 το μέτρο αυτό θα πρέπει να εξαλείψει πλήρως όλα τα προβλήματα εισαγωγής/ανταγωνισμού, αλλά θα ήταν όχι μόνο περιττό αλλά και αδύνατο από οικονομική άποψη 7 iii) να μειωθούν οι τιμές πώλησης κατά [. . .] ιρλανδικές λίρες, μέτρο το οποίο θα επαρκούσε για να περιοριστούν οι διασυνοριακές εισαγωγές στις περιοχές των συνόρων και να παραμείνει το επίπεδο συσκευασίας από την Round Tower Foods Limited στο παρόν επίπεδο ή ακόμη και να μειωθεί, αλλά δεν θα ανταποκρινόταν στο αίτημα των πολυκαταστημάτων κ.λπ. για ενιαίο καθορισμό τιμών σε Βορρά και Νότο 7 iv) να εφαρμοσθεί ένα επιλεκτικό συντονισμένο πρόγραμμα, ώστε να ληφθούν υπόψη οι πλέον ευπαθείς περιοχές, με στόχο να παραμείνουν οι τιμές καταστημάτων στο παρόν επίπεδο. Αυτή είναι η προτεινόμενη στρατηγική και η SDL πιστεύει ότι, δεδομένων των εξαιρετικών σχέσεων που υπάρχουν στην αγορά σε συνδυασμό με το αναγνωρισμένο πλεονέκτημα των προϊόντων Siucra λόγω του εμπορικού τους σήματος, αυτή η στρατηγική θα πρέπει να εφαρμοσθεί για το υπόλοιπο του 1985/1986 και για το 1986/1987. Η SDL θεωρεί ότι αυτή είναι η προτιμότερη και λιγότερο δαπανηρή εναλλακτική λύση, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει την αδυναμία της να εγγυηθεί ότι θα αντέξει στις αυξανόμενες πιέσεις από την Round Tower Foods Limited και τους εισαγωγείς. Εάν παρουσιασθεί η τελευταία αυτή κατάσταση, θα πρέπει να εξετασθούν σοβαρά οι άλλες, δαπανηρότερες εναλλακτικές λύσεις που προαναφέρθηκαν.» (36)

Στη συνέχεια, η προτεινόμενη στρατηγική αναπτύσσεται λεπτομερώς.

«i) να συνεχισθεί η προσφορά [. . .] ανά πακέτο [15 Χ σάκκο 1 kg] στην περιοχή του Donegal και να επεκταθεί η εν λόγω προσφορά στην περιοχή Monaghan Dundalk [συνοριακή περιοχή] 7 (. . .) iv) έχουν προκύψει ιδιαίτερα προβλήματα με την ADM, λόγω της φύσης του εν λόγω ομίλου. Το κόστος του προσωρινού συστήματος εκπτώσεων που ισχύει για την ADM παρατίθεται στο προσάρτημα Ε4, και αναμένεται ότι θα προκύψουν πρόσθετες δαπάνες ετήσιου ύψους [. . .] ιρλανδικών λιρών σε σχέση με τον εν λόγω πελάτη» (37).

(58) Η ανταγωνίστρια εταιρεία συσκευασίας ζάχαρης, Round Tower Foods, ανέπτυξε κατά την εν λόγω περίοδο δραστηριότητες παράλληλου εισαγωγέα ζάχαρης από τη Βόρεια Ιρλανδία, την οποία πωλούσε με την εμπορική επωνυμία Gold Seal. Σε χειρόγραφο σημείωμα, χωρίς ημερομηνία, το οποίο βρέθηκε στο γραφείο του κ. Keleghan αναφέρονται τα εξής:

«Συστάσεις και επιπλοκές όσον αφορά τη ζάχαρη Gold Seal: IR η κατάσταση παραμένει ως έχει, δηλαδή χορηγούμε εκπτώσεις ανάλογα με την περίσταση. Επί του παρόντος εκπτώσεις λαμβάνουν [. . .]. Μέσω της [. . .] χορηγούμε εκπτώσεις σε πολλά ανεξάρτητα καταστήματα, εκ των οποίων τα μεγαλύτερα είναι τα [. . .] Imp. [συνέπεια]. Η εν λόγω μέθοδος είναι εξαιρετικά επικίνδυνη τόσο από νομική όσο και από εμπορική άποψη. Νομικά, βάση του επιλεκτικού καθορισμού τιμών. Εμπορικά για τον ίδιο λόγο, με εξαίρεση ότι η εν λόγω επιλεκτικότητα ευνοεί τους μικρότερους πελάτες μας, δηλαδή [. . .]. . . πρώην διαχειριστής της περιοχής [. . .] χρησιμοποιεί λιγότερους από [. . .] τόνους ετησίως και έχει καθαρή τιμή . . . ενώ οι [. . .] αγοράζουν από [. . .] έως [. . .] τόνους ετησίως ή περισσότερους από [. . .] τόνους συλλογικά . . .» (38).

(59) Στα πρακτικά της κοινής συνεδρίασης μεταξύ Irish Sugar και SDL της 5ης Ιουνίου 1986 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Ο κ. Lyons (γενικός διευθυντής της SDL) ανέφερε ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές της Βόρειας Ιρλανδίας, θέμα που έχει ήδη συζητηθεί, είναι ουσιαστικής σημασίας να διατηρηθεί η έκπτωση της [. . .] ανά πακέτο [15 Χ σάκκοι 1 kg] στη συνοριακή περιοχή. Αποφασίστηκε να συνεχιστεί η εν λόγω προσφορά για το λόγο που αναφέρθηκε.» (39)

(60) Σε σημείωμα προς τον κ. Keleghan της 26ης Ιουνίου 1986, ο κ. Lyon σημείωνε τα ακόλουθα:

«I. [. . .].

Μίλησα χθές με τον Joe Lane, ο οποίος μου τηλεφώνησε όσον αφορά την κατάσταση σχετικά με τη [. . .] ανά πακέτο για τον Ιούλιο. (. . .) Τον συμβούλευσα να παρατείνει την ίδια κατάσταση και τον Ιούλιο. Στη συνέχεια απαρίθμησε τους πελάτες που είχε ξανακερδίσει και οι οποίοι ανέρχονταν σε [. . .] από τους [. . .] στους οποίους συνολικά είχε χορηγήχσει την έκπτωση. Οι υπόλοιποι [. . .] ήταν πελάτες που παρέμεναν πάντα πιστοί, αλλά οι οποίοι δέχονταν πιέσεις στις εν λόγω περιοχές.» (40)

(61) Σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της McKinney στις 19 Δεκεμβρίου 1986, αναφέρθηκε ότι:

«Μολονότι η πτώση των πωλήσεων της ζάχαρης σε πακέτα ήταν ανησυχητική, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι, όσον αφορά περίπου [. . .] τόνους, η εν λόγω μείωση οφείλεται στις μειωμένες διασυνοριακές πωλήσεις της ζάχαρης McKinney.» (41)

(62) Σε σημείωμα με τίτλο «Θέματα συζήτησης» (42), τα προβλήματα όσον αφορά τις διασυνοριακές πωλήσεις περιγράφονται ως εξής:

«2. BSC και η Tate & Lyle μείωσαν τις τιμές τους (δεν ακολουθήσαμε) κατά 12/13 λίρες στερλίνες στα μικρά συνοριακά καταστήματα Cash & Carry (κανένα από τα οποία δεν φτάνει τους 300 τόνους ζάχαρης το χρόνο) που με μεγάλη ικανοποίηση αποθεματοποίησαν το προϊόν τους, δεδομένου ότι στο προϊόν McKinney αναγράφεται η τιμή του και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διασυνοριακό εμπόριο.

Για το λόγο αυτό, το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι οι τιμές στα εν λόγω Cash & Carry είναι πολύ χαμηλές και οι διασυνοριακοί έμποροι αγοράζουν και ασκούν ντάμπινγκ στο Νότο, με αποτέλεσμα η C.S.E.T. (Irish Sugar) να επιβαρύνεται τώρα με [. . .] περίπου ιρλανδικές λίρες το χρόνο για να παρέχει εκπτώσεις στη συνοριακή περιοχή στο Νότο, καθώς και να χάνει το [. . .] του μεριδίου αγοράς της όσον αφορά τα πακέτα λιανικής πώλησης στη Βόρειο Ιρλανδία. Το πρόβλημα μπορεί να αποδειχθεί πολύ σοβαρότερο, δεδομένου ότι το ποσό της έκπτωσης αυξάνεται και θα μπορούσε να προκαλέσει μια εθνική έκπτωση που θα κόστιζε μέχρι [. . .] εκατομμύρια ιρλανδικές λίρες . . .» (43).

(63) Στα πρακτικά της συνεδρίασης της επιτροπής SE (Irish Sugar)/SDL/JCC της 7ης Ιανουαρίου 1987 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Ο κ. Keleghan ανέφερε ότι η επιστροφή της [. . .] ανά πακέτο μειώθηκε σε 75 πένες ανά πακέτο σε όλες τις περιοχές, με εξαίρεση το Donegal. Αποφασίστηκε η επιστροφή στο Donegal να μειωθεί σε [. . .] από την 1η Δεκεμβρίου 1986.» (44)

(64) Στα πρακτικά κοινής συνεδρίασης μεταξύ Irish Sugar και SDL της 12ης Ιανουαρίου 1987 αναφέρονται τα ακόλουθα όσον αφορά τις διασυνοριακές πωλήσεις:

«Ο κ. C. M. Lyons ανέφερε ότι η μείωση της διασυνοριακής επιστροφής από [. . .] σε [. . .] ανά πακέτο λειτούργησε ικανοποιητικά χωρίς να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα και η μείωση δεν είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι μικρές ποσότητες εισαγόμενης ζάχαρης B.S.C. και T& L. Ο κ. Leyden επιβεβαίωσε την ύπαρξη ανάλογης αντίδρασης στη δυτική περιοχή.» (45)

(65) Σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της McKinney της 21ης Ιανουαρίου 1987, ο κ. Keleghan επεσήμανε ότι η σημαντική πτώση των πωλήσεων στη James Finlay Ltd:

«αντανακλά τόσο τη μείωση των διασυνοριακών πωλήσεων όσο και την απώλεια σημαντικού συμβολαίου του Ηνωμένου Βασιλείου από τον εν λόγω πελάτη.» (46)

(66) Τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της SDH της 18ης Νοεμβρίου 1987 αναφέρουν ότι:

«οι συνοριακές εκπτώσεις καταργήθηκαν τον Ιούλιο του 1987, αλλά ενδέχεται να επανεισαχθούν στις αρχές του 1988. Εκ πρώτης όψεως, η Round Tower υιοθέτησε πρόσφατα μία αρθολογικότερη πολιτική . . .» (47)

(67) Στα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της SDH της 29ης Μαρτίου 1988 σημειώνεται ότι:

«η πρόσφατη αύξηση των 20 ιρλανδικών λιρών στις τιμές της ζάχαρης σε πακέτο στη Βόρεια Ιρλανδία, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της στερλίνας σε σχέση με την ιρλανδική λίρα, μείωσαν σημαντικά τις διασυνοριακές εισαγωγές . . .» (48)

(68) Τα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της SDH της 28ης Ιουνίου 1988 αναφέρουν ότι:

«οι αυξήσεις στην τιμή της ζάχαρης BSC και Tate & Lyle συνέβαλαν στη σταθεροποίηση της εν λόγω αγοράς και τη μείωση των ποσοτήτων ζάχαρης που εισάγονται.» (49)

(69) Στα πρακτικά διοικητικής συνεδρίασης της Irish Sugar/SDL που πραγματοποιήθηκε στις 27 Ιουνίου 1990 αναφέρεται ότι:

«Ο κ. T. G. Keleghan είπε ότι οι διασυνοριακές εισαγωγές από το Βορρά ενδέχεται να απειλήσουν την εγχώρια αγορά. Επίσης, ανέφερε ότι, εάν η εν λόγω απειλή υλοποιηθεί, είναι σημαντικό να αντιδράσουμε αστραπιαία λαμβάνοντας τα κατάλληλα αντίμετρα, όπως μεταξύ άλλων αναγραφή της τιμής στη ζάχαρη McKinney και κατάλληλες διαφημιστικές ενέργειες στην εγχώρια αγορά . . .» (50).

II. Πρακτική καθορισμού τιμών η οποία εισάγει διακρίσεις σε βάρος ορισμένων κατηγοριών πελατών

i) Επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης

(70) Οι τιμές της Irish Sugar για τη βιομηχανική ζάχαρη ποικίλλουν βάσει των συνήθων εμπορικών κριτηρίων, όπως η αγορασθείσα ποσότητα και οι πιστωτικοί όροι, και, επιπλέον, βάσει σειράς άλλων παραγόντων. Από αυτούς, ο σημαντικότερος και μεγαλύτερος σε αξία είναι η επιστροφή κατά την εξαγωγή ζάχαρης, η οποία δίνεται σε πελάτες που εξάγουν το τελικό προϊόν τους, όπως τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής ή τα αναψυκτικά. Οι εν λόγω επιστροφές, τις οποίες η Irish Sugar αναφέρει και ως «εκπτώσεις περιφερειακού παράγοντα» («Peripheral Factor Allowances» ή «PFA»), καταβάλλονται ανάλογα με την ποσότητα της ζάχαρης που τελικά εξάγεται, και υπάρχουν στοιχεία (51) που αποδεικνύουν ότι ορισμένοι πελάτες δηλώνουν τον όγκο των εξαγωγών τους εκπρόθεσμα, προκειμένου να ζητήσουν μία επιστροφή 7 για παράδειγμα, η εταιρεία παρασκευής μαρμελάδας Chivers ζήτησε [. . .] ιρλανδικές λίρες για την περίοδο από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 1994, εκ των οποίων [. . .] ιρλανδικές λίρες αφορούσαν εξαγωγές στη «Βρετανία και την Ευρώπη». Η Irish Sugar αναφέρει ότι ορισμένοι πελάτες, όπως οι κατασκευαστές προϊόντων ζαχαροπλαστικής [. . .] και [. . .] (οι σημαντικότεροι πελάτες της Irish Sugar) έχουν ενσωματώσει την επιστροφή στην καθαρή τιμή τους για όλες τις αγορές ζάχαρης, μολονότι η θυγατρική της [. . .] συγκαταλέγεται μεταξύ των εταιρειών που υποβάλλουν στην Irish Sugar περιοδικές εκθέσεις όσον αφορά τη χρησιμοποιηθείσα ποσότητα «ζάχαρης εξαγωγής». Μολονότι το σύστημα επιστροφής κατά την εξαγωγή είναι ανάλογο με αυτό που προβλέπεται στο πλαίσιο του κοινού καθεστώτος ζάχαρης για τις εξαγωγές εκτός της Κοινότητας, οι περισσότερες εξαγωγές για τις οποίες χορηγούνται επιστροφές αφορούν άλλα κράτη μέλη. Η Irish Sugar ισχυρίζεται ότι το σύστημα επιστροφής είναι το αποτέλεσμα της κυβερνητικής προσπάθειας να στηρίξει τους εξαγωγείς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70. Για το λόγο αυτό, το σύστημα εφαρμόζεται ήδη για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης εξετάστηκαν σε συνεδριάσεις μεταξύ εκπροσώπων της Irish Sugar και της SDL πριν τον Φεβρουάριο του 1990 (52).

(71) Σε επιστολή της 24ης Φεβρουαρίου του 1994 προς την υπηρεσία καταναλωτικών υποθέσεων, ο κ. Heaphy της Irish Sugar εξήγησε ότι η επιστροφή κατά την εξαγωγή «ήταν της τάξης των [. . .] έως [. . .] ιρλανδικών λιρών για κάθε τόνο ζάχαρης που χρησιμοποιείτο στην κατασκευή του εξαγόμενου προϊόντος» (53). Σε επιστολή της προς την Επιτροπή η Irish Sugar ανέφερε ότι οι μέσοι όροι των αριθμητικών στοιχείων που αφορούν την επιστροφή κατά την εξαγωγή υπάρχουν μόνο από το 1987 στα αρχεία της εταιρείας και παρέθεσε υπολογισμούς της συνολικής αξίας των επιστροφών στο σύνολο των τόνων, που δίνουν μέση επιστροφή περίπου [. . .] ιρλανδικές λίρες ανά τόνο από το 1987 έως το 1995, μολονότι δεν είναι σαφές με ποιο τρόπο ο εν λόγω μέσος όρος σχετίζεται με τους επιμέρους πελάτες (54). Στην πραγματικότητα, υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή μπορούν να υπερβούν τις [. . .] ιρλανδικές λίρες ανά τόνο, ότι οι πελάτες που εξάγουν τις ίδιες ποσότητες λαμβάνουν διαφορετικές επιστροφές ανά τόνο και ότι το μέγεθος της επιστροφής κυμαίνεται ανάλογα με τη χρονική στιγμή, χωρίς να κυμαίνονται αντίστοιχα οι ποσότητες αγοράς ή εξαγωγής ή χωρίς να σχετίζεται με αλλαγές όσον αφορά τις τιμές συναλλάγματος. Η Irish Sugar ανέφερε ότι:

«. . . στις περιπτώσεις που έχουν χορηγηθεί PFA σε μία εταιρεία για ορισμένο χρονικό διάστημα, η PFA ενσωματώνεται ουσιαστικά στην τιμή αγοράς της εταιρείας και, κατά συνέπεια, η εταιρεία θα ζητήσει να λάβει το ίδιο επίπεδο επιστροφής» (55).

(72) Οι επιστροφές ποικίλλουν επίσης ανάλογα με το κράτος μέλος προς το οποίο γίνονται οι εξαγωγές, για παράδειγμα ο κατασκευαστής ειδών ζαχαροπλαστικής McKinney λαμβάνει επιστροφή [. . .] ιρλανδικών λιρών για τη ζάχαρη που τελικά προορίζεται για το Ηνωμένο Βασίλειο και επιστροφή [. . .] ιρλανδικών λιρών για εξαγωγές σε άλλες χώρες. Στη συνέχεια, από αυτές υπολογίζεται ο μέσος όρος με τις αγορές που προορίζονται για την «εγχώρια αγορά» και κατ' αυτόν τον τρόπο διαμορφώνεται συνολική επιστροφή [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο για όλη τη ζάχαρη που αγοράζει ο εν λόγω πελάτης. Ο ποτοπαραγωγός Clintock, αντίθετα, λαμβάνει επιστροφή [. . .] ιρλανδικών λιρών για όλες τις αγορές διότι «εξάγεται ένα πολύ υψηλό ποσοστό», αν και δεν αναφέρονται αριθμητικά στοιχεία προκειμένου να διαπιστωθεί ακριβώς ποιο ποσοστό και σε ποιες χώρες. Η Irish Sugar εξήγησε σε συναντήσεις με την Επιτροπή ότι οι επιστροφές χορηγούνται σε βάση ad hoc με τους επιμέρους πελάτες και ότι κοινοποιούνται στην εταιρεία που τις λαμβάνει. Για παράδειγμα, σε επιστολή της 7ης Οκτωβρίου 1993 στον όμιλο BSN, ο κ. Heaphy της SDL προτείνει μείωση [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο στην τιμή της ζάχαρης που προμηθεύει στη θυγατρική της BSN, Irish Biscuits (στο πλαίσιο των ετήσιων διαπραγματεύσεων για τις τιμές με την BSN), στη συνέχεια προσθέτει ότι «εφαρμόζουμε ένα σύστημα επιστροφής κατά τις εξαγωγές με την Irish Biscuits και με την επιφύλαξη περαιτέρω συζητήσεων με την Irish Biscuits προτείνουμε επιστροφή [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο» (56). Δεν υπάρχουν καθορισμένοι συντελεστές ή όρια για τις επιστροφές κατά την εξαγωγή και το σύστημα δεν δημοσιοποιείται γενικότερα.

ii) Διακρίσεις σε βάρος ανταγωνιστών στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης

(73) Στις αρχές της δεκαετίας του '90, η ASI σταμάτησε να προμηθεύει τη λιανική αγορά ζάχαρης, και το ποσοστό των προϊόντων που δεν ανήκαν στην Irish Sugar ήταν μικρό και ουσιαστικά στατικό (η Round Tower είχε σταθερό μερίδιο [. . .] της αγοράς, χρησιμοποιώντας κυρίως ζάχαρη Irish Sugar). Ωστόσο, στα μέσα του 1993 τέσσερις εταιρείες συσκευασίας, εκ των οποίων οι σημαντικότερες ήταν η Gem Pack και η Burcom, κυκλοφόρησαν στην αγορά πακέτα 1 kg, επωφελούμενες των μεγάλων διαφορών τιμής μεταξύ της βιομηχανικής ζάχαρης και της ζάχαρης λιανικής πώλησης. Η Gem Pack αγόραζε ζάχαρη μόνο από την Irish Sugar. Η Burcom χρησιμοποιούσε τόσο εισαγόμενη ζάχαρη (από την ASI) όσο και ζάχαρη Irish Sugar. Η ASI αποφάσισε επίσης να κυκλοφορήσει το δικό της πακέτο λιανικής πώλησης το 1993 χρησιμοποιώντας εισαγόμενη γαλλική ζάχαρη.

Τιμή για τη βιομηχανική ζάχαρη

(74) Εκτός από τις επιστροφές κατά την εξαγωγή, η Irish Sugar χορηγεί επίσης ποικίλες εκπτώσεις μικρότερης αξίας (μεταξύ [. . .] και [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο) που δεν σχετίζονται με την ποσότητα. Οι εν λόγω εκπτώσεις έχουν γενικά ως στόχο τους «εγχώριους» πελάτες, μολονότι τέσσερις εταιρείες τις λαμβάνουν ταυτόχρονα με τις επιστροφές κατά την εξαγωγή. Οι εν λόγω εκπτώσεις αφορούς τις νέες εταιρείες, εταιρείες που είναι εγκατεστημένες μακριά από την αγορά τους και εταιρείες που αναμένεται, ή αναμενόταν, να αναπτυχθούν με γρήγορους ρυθμούς. Πράγματι, όπως προκύπτει από τον κατάλογο τιμών βιομηχανικής ζάχαρης χύδην της Irish Sugar, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στις 30 Ιουνίου 1994, ουσιαστικά όλοι οι πελάτες λαμβάνουν κάποιου είδους έκπτωση με εξαίρεση τους ανταγωνιστές της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης.

>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

(75) Έγγραφα της Irish Sugar αποδεικνύουν ότι το 1990 η Gem Pack έλαβε PFA, ή επιστροφή κατά την εξαγωγή ύψους [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο. Η Irish Sugar δεν εξήγησε για ποιο λόγο συνέβη αυτό, αλλά ισχυρίσθηκε ότι η Gem Pack έλαβε την εν λόγω έκπτωση ως βοήθεια προκειμένου να ανταγωνισθεί τις εισαγωγές ζάχαρης σε σακουλάκια κατά την περίοδο μέχρι το 1993, όταν δεν ανταγωνιζόταν ακόμη την Irish Sugar στον τομέα λιανικής πώλησης ζάχαρης ενός κιλού. Η εν λόγω έκπτωση για τα σακουλάκια ζάχαρης σταμάτησε να χορηγείται όταν η Gem Pack άρχισε να ανταγωνίζεται την Irish Sugar στα πακέτα ενός κιλού. Η Irish Sugar ανέφερε (57) ότι, στη συνέχεια, προσφέρθηκε στην Gem Pack έκπτωση ύψους [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο τον Οκτώβριο του 1995, που ετεροχρονίσθηκε στο 1994. Η Irish Sugar ισχυρίσθηκε (58) επίσης ότι η εταιρεία συσκευασίας ζάχαρης Burcom έλαβε επίσης έκπτωση στην τιμή της για ζάχαρη το 1994, μολονότι αυτό δεν αναφέρθηκε στην απάντηση του Αυγούστου 1994, διότι με την τιμή των [. . .] ιρλανδικών λιρών, «η εν λόγω εταιρεία χρεώθηκε όπως εάν είχε αγοράσει [. . .] τόνους» (59), ενώ «το πρώτο έτος εργασιών της (Μάιος 1993-1994) η Burcom αγόρασε [. . .] τόνους» (60). Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Burcom στις 30 Ιουνίου 1994 συνέχιζε να χρεώνεται με [. . .] ιρλανδικές λίρες, μετά το τέλος του εν λόγω πρώτου έτους εργασιών, παρά τη γρήγορη ανάπτυξή της. Κατά το έτος που έληγε το Δεκέμβριο του 1994, η Burcom αγόρασε περίπου [. . .] τόνους ζάχαρης. Επιπλέον, ο κατασκευαστής τσιχλόφουσκας Topps Ireland Ltd, που αγόρασε μόνο [. . .] τόνους ζάχαρης το 1994, κατέβαλε για κάθε τόνο ακαθάριστη τιμή κατά [. . .] μόνο ιρλανδική λίρα υψηλότερη απ' ό,τι η Burcom.

(76) Όπως οι επιστροφές κατά την εξαγωγή, έτσι και οι άλλες εκπτώσεις ρυθμίζονται αποκλειστικά σε βάση ad hoc και κοινοποιούνται προφορικά. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι εταιρείες που βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση ενδέχεται να λάβουν εντελώς διαφορετικές εκπτώσεις. Για παράδειγμα, η εταιρεία αναψυκτικών Gleeson λαμβάνει έκπτωση ύψους [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο, λόγω της απόστασής της από την αγορά του Δουβλίνου, παρά το γεγονός ότι είναι εγκατεστημένη πιο κοντά στο Δουβλίνο απ' ό,τι άλλοι πελάτες. Η εταιρεία Batchelor's έλαβε το 1994 έκπτωση ύψους [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο, παρά το γεγονός ότι ο όγκος των αγορών της είχε «μειωθεί σημαντικά», σύμφωνα με την Irish Sugar. Ακόμη και η Topps έλαβε έκπτωση [. . .] ιρλανδικών λιρών πέραν της χαμηλής ακαθάριστης τιμής της, διότι, όταν η εταιρεία δημιουργήθηκε λίγα χρόνια πριν, οι πωλήσεις «αναμενόταν ότι θα είναι σημαντικές». Εκ πρώτης όψεως, υπάρχει μία σαφής αναντιστοιχία μεταξύ της απόδοσης των πωλήσεων και της προσαρμογής των εκπτώσεων, και οι εκπτώσεις για «νεοσυσταθείες» και «γρήγορα αναπτυσσόμενες» εταιρείες περιορίζονται σε αυτές που δεν ανήκουν στον τομέα της ζάχαρης.

(77) Όπως συμβαίνει και με τις επιστροφές κατά την εξαγωγή, όχι μόνο κυμαίνονται τα ποσά ανά τόνο για τις εν λόγω «εγχώριες» εκπτώσεις, αλλά και η μέθοδος με την οποία χορηγούνται, δηλαδή εντός ή εκτός τιμολογίου, για όλες τις αγορές ή αναδρομικά (ως ποσό εφάπαξ) για συγκεκριμένο όγκο αγορών, επίσης ποικίλλει από πελάτη σε πελάτη.

Επιστροφές βάσει στόχου και επιλεκτικός καθορισμός τιμών

(78) Την άνοιξη του 1994 (Μάρτιος-Μάιος), εκτός από μία προσφορά στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Κυπέλλου, που περιελάμβανε εκπτώσεις για τις συνήθεις ποσότητες, η Irish Sugar προσέφερε επίσης στους σημαντικούς εμπόρους τροφίμων χονδρικής πώλησης στην Ιρλανδία εκπτώσεις βάσει στόχου για τη ζάχαρή της με το εμπορικό σήμα Siucra σε συσκευασία ενός κιλού.

(79) Η Irish Sugar ανέφερε ότι στους εμπόρους χονδρικής πώλησης προσφέρθηκε επιπλέον έκπτωση [. . .] για όλες τις αγορές εάν κατόρθωναν να αυξήσουν κατά [. . .] το μέσο όρο των εβδομαδιαίων αγορών τους. Η περίοδος αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για να υπολογισθεί η αύξηση ήταν οι 26 εβδομάδες από τον Απρίλιο έως το Σεπτέμβριο του 1993. Τα έγγραφα που συγκεντρώθηκαν στα γραφεία της εταιρείας αποκαλύπτουν ότι διάφοροι όμιλοι χονδρικής πώλησης έλαβαν μεγαλύτερη έκπτωση βάσει στόχου, γεγονός που επιβεβαίωσαν δύο πελάτες σε απάντησή τους σε αιτήσεις της Επιτροπής για πληροφορίες. Η National Wholesalers Grocers Alliance Ltd («NWGA»), η οποία έχει περίπου το [. . .] της αγοράς χονδρικής πώλησης, έλαβε έκπτωση στόχου της τάξης του 4 %, ενώ ο όμιλος Musgraves έλαβε [. . .]. Η Irish Sugar ισχυρίσθηκε (61) ότι οι εν λόγω εταιρείες έδωσαν ανακριβείς πληροφορίες στην Επιτροπή όσον αφορά το ποσοστό που έλαβαν ως έκπτωση στόχου. Ωστόσο, τα ίδια τα αρχεία της Irish Sugar (62) δείχνουν σαφώς για τη Musgraves ένα «στόχο [. . .]», γεγονός που συμφωνεί με τη δήλωση της ίδιας της Musgraves όσον αφορά την έκπτωση στόχου που έλαβε. Η Irish Sugar δεν αρνείται ότι σε όλους τους εμπλεκόμενους εμπόρους χονδρικής πώλησης προσφέρθηκε κάποιου είδους έκπτωση στόχου.

(80) Σε εσωτερική χειρόγραφη «Έκθεση επιχειρήσεων» σημειώνεται, όσον αφορά τη λιανική ζάχαρη, ότι «οι δραστηριότητες προώθησης των προϊόντων τον Απρίλιο και τον Μάιο συνέβαλαν στη διόγκωση των αποθεμάτων και, για το λόγο αυτό, στη μείωση των επιπέδων πωλήσεων τον Ιούνιο και ενδεχομένως και τον Ιούλιο» (63).

(81) Η Irish Sugar χορήγησε μία νέα σειρά εκπτώσεων στόχου για τα προϊόντα Siucra για 15 ημέρες τον Οκτώβριο, σε σχέση πάλι με τους εβδομαδιαίους μέσους όρους κατά τη διάρκεια της περιόδου από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο 1993. Οι όμιλοι χονδρικής πώλησης θα ελάμβαναν έκπτωση [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο (περίπου 3 % της μέσης τιμής χονδρικής πώλησης) εάν κατόρθωναν να αυξήσουν κατά 8 % τις πωλήσεις σε σχέση με τον εν λόγω εβδομαδιαίο μέσο όρο. Τα τιμολόγια για τις πωλήσεις της Siucra 1 kg κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου δείχνουν ότι πολλοί πελάτες πραγματοποίησαν αγορές που υπερέβαιναν σημαντικά το στόχο.

(82) Οι επιστροφές στόχου προσφέρθηκαν επίσης σε επιλεκτική βάση. Το Δεκέμβριο του 1994 η Irish Sugar προσέφερε στη μεγάλη αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πώλησης [. . .] έκπτωση στόχου για το 1995. Από εσωτερικό σημείωμα της 15ης Δεκεμβρίου 1994 με τίτλο «Καταστήματα [. . .] - Πρόταση 1995» αποδεικνύεται η χορήγηση έκπτωσης [. . .] για τις αγορές ζάχαρης το 1994 ως «κινήτρου ανάπτυξης», υπό τον όρο «να αυξηθούν κατά [. . .] τόνους οι αγορές των προϊόντων Siucra». Δεδομένου ότι η ζάχαρη Siucra 1 kg αντιστοιχούσε περίπου στο [. . .] των συνολικών πωλήσεων προϊόντων με το εμπορικό σήμα Siucra κατά το 1994/1995 στην [. . .] (64), μία αύξηση στις αγορές Siucra θα αφορούσε τις αγορές της Siucra 1 kg. Την εποχή εκείνη η Irish Sugar ανταγωνιζόταν την Burcom για τις πωλήσεις της ζάχαρης 1 kg με το δικό της εμπορικό σήμα «[. . .]» στην [. . .]. Τον Ιούνιο του 1994 στο εταιρικό σχέδιο της Greencore σημειώνεται ότι, τον Απρίλιο του 1994, η [. . .] επανέφερε στην αγορά τη ζάχαρη [. . .], «την οποία προμηθευόταν κατά [. . .] % από την Burcom και κατά [. . .] από εμάς», και ότι «η [. . .] ήταν αποφασισμένη να καθιερώσει την [. . .] . . . δίνοντας ίσο χώρο στη [. . .] και στη Siucra στα ράφια των καταστημάτων της». Κάθε αύξηση των ποσοτήτων Siucra που θα αγόραζε η [. . .] ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει σε μείωση των αγορών της ζάχαρης [. . .] 1 kg, που ήταν το προϊόν για το οποίο η Burcom ασκούσε ανταγωνισμό ως προμηθευτής.

(83) Η Irish Sugar υποστήριξε ότι η Burcom σταμάτησε να λειτουργεί στις 14 Δεκεμβρίου 1994 και ότι, για το λόγο αυτό, το εσωτερικό σημείωμα μεταχρονολογεί το κλείσιμο της Burcom και ότι «την εποχή εκείνη η Burcom δεν αποτελούσε ανταγωνιστή στην αγορά γενικά ή για λογαριασμό της [. . .] ειδικότερα» (65). Ωστόσο, η έκπτωση στόχου για την [. . .] αναφέρεται επίσης στο απόσπασμα από το μητρώο συμπληρωματικών όρων της Irish Sugar, το οποίο, όπως τόνισε η Irish Sugar, αποτελεί πλήρη καταγραφή των όρων της κατ' εφαρμογή των ιρλανδικών νομοθετικών διατάξεων που ισχύουν για τα καταστήματα ειδών διατροφής (66). Το απόσπασμα (67) δείχνει σαφώς ότι το «κίνητρο του εμπορικού σήματος Siucra [. . .] για αύξηση της Siucra [. . .]» καταχωρήθηκε στο αρχείο στις 8 Δεκεμβρίου 1994 και, κατά συνέπεια, είχε αποφασισθεί τη συγκεκριμένη ημερομηνία ή πριν από αυτή. Επιπλέον, οι εσωτερικές προβλέψεις της ίδιας της Irish Sugar όσον αφορά τα κέρδη και τις ζημίες μετά την κυκλοφορία του προϊόντος με το εμπορικό σήμα Castle στο τέλος του 1994, υπολόγιζαν ότι οι αγορές ζάχαρης χύδην της Burcom θα διπλασιαζόταν από [. . .] τόνους το 1993/1994 σε [. . .] το 1994/1995 (68).

(84) Η Irish Sugar ανέφερε ότι, το Φεβρουάριο του 1995, προσέφερε στον όμιλο λιανικής πώλησης [. . .] Foods Ltd («[. . .]») μία έκπτωση στόχου και μία έκπτωση ανεξαρτήτως στόχου για αγορές προϊόντων της Irish Sugar κατά την περίοδο από το Μάρτιο του 1995 μέχρι το Φεβρουάριο του 1996. Τον προηγούμενο χρόνο η [. . .] αγόρασε προϊόντα της Irish Sugar αξίας περίπου [. . .] εκατομμυρίων ιρλανδικών λιρών. Οι όροι που ανέφερε η Irish Sugar και οι οποίοι επιβεβαιώθηκαν από την [. . .], ήταν έκπτωση άνευ όρων της τάξης του [. . .] στην αξία των αγορών και περαιτέρω έκπτωση [. . .] υπό την προϋπόθεση να αυξηθούν κατά [. . .] οι αγορές στη διάρκεια του έτους.

ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ

ΑΡΘΡΟ 86

(85) Σύμφωνα με το άρθρο 86, θεωρείται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δέσπουζας θέσης τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.

Α. Η σχετική αγορά

Η σχετική αγορά προϊόντος

(86) Όπως το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δήλωσε στην υπόθεση Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (69), «Η έννοια της οικείας αγοράς (relevant market) προϋποθέτει πράγματι τη δυνατότητα αποτελεσματικού ανταγωνισμού μεταξύ των προϊόντων που την αποτελούν, πράγμα που απαιτεί επαρκή βαθμό δυνατότητας αντικαταστάσεως μεταξύ όλων των προϊόντων που αποτελούν την ίδια αγορά ενόψει της ίδιας χρησιμοποιήσεως.»

(87) Στην απόφασή της Napier Brown-British Sugar (70), όσον αφορά ορισμένες περιοριστικές πρακτικές που σχετίζονται με την πώληση της κρυσταλλικής ζάχαρης, η Επιτροπή θεώρησε ότι η σχετική αγορά προϊόντος αφορούσε τη λευκή κρυσταλλική ζάχαρη.

(88) Οι ζάχαρες ειδικής χρήσης, οι ρευστές ζάχαρες και τα σιρόπια, επειδή χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς σκοπούς απ' ό,τι οι κρυσταλλικές ζάχαρες, δεν ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες και γι αυτό το λόγο δεν αποτελούν μέρος της σχετικής αγοράς προϊόντος, δεδομένου ότι δεν υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασής τους από άποψη κατανάλωσης.

(89) Υποκατάστατα ζάχαρης που παράγονται βιομηχανικά, όπως η ισογλυκόζη, η ζαχαρίνη, οι κυκλαμίνες ή η ασπαρτάμη, ανταγωνίζονται τη φυσική ζάχαρη σε περιορισμένες χρήσεις, όπως τα προϊόντα «διαίτης», και για το λόγο αυτό δεν αποτελούν μέρος της ίδιας σχετικής αγοράς προϊόντος με την κρυσταλλική ζάχαρη.

(90) Ωστόσο, η Επιτροπή δέχεται, όπως υποστηρίζει η Irish Sugar (71), ότι η αγορά λευκής κρυσταλλικής ζάχαρης υποδιαιρείται σε δύο αγορές, την αγορά ζάχαρης για βιομηχανική χρήση και την αγορά ζάχαρης λιανικού εμπορίου. Οι δύο αγορές έχουν κοινά χαρακτηριστικά: και οι δύο αφορούν το ίδιο βασικό προϊόν, δηλαδή την κρυσταλλική ζάχαρη, και η συνολική προμήθεια και των δύο περιορίζεται από το κοινό καθεστώς ζάχαρης. Ωστόσο, ενώ υπάρχει σε κάποιο βαθμό δυνατότητα υποκατάστασης στον τομέα της προμήθειας, όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των προϊόντων, τον όγκο των πωλήσεων και τα είδη των πελατών, οι εν λόγω αγορές διαφοροποιούνται. Η ζάχαρη βιομηχανικής χρήσης πωλείται χύδην ή σε μεγάλους σάκκους (π.χ. 50 κιλών) και είτε υφίσταται επεξεργασία ως συστατικό των τροφίμων και ποτών είτε συσκευάζεται για να διατεθεί στο λιανικό εμπόριο. Για το λόγο αυτό, οι πελάτες της ζάχαρης βιομηχανικής χρήσης είναι συνήθως εταιρείες συσκευασίας και παραγωγής ειδών διατροφής και ποτών. Ορισμένοι έμποροι ζάχαρης ή μεσάζοντες συμμετέχουν επίσης στη βιομηχανική αγορά κάποιων κρατών μελών. Η ζάχαρη λιανικού εμπορίου πωλείται σε μικρότερες ποσότητες, όπως τα πακέτα ενός κιλού και τα σακκουλάκια, και προορίζεται κυρίως για οικιακή χρήση ή το εμπόριο τροφοδοσίας. Οι πελάτες για την εν λόγω ζάχαρη, όσον αφορά την εταιρεία επεξεργασίας, ανήκουν στον τομέα του λιανικού και χονδρικού εμπορίου. Οι εν λόγω διαφορές στη συσκευασία, τη διανομή και τον τύπο των πελατών για τη ζάχαρη βιομηχανικής χρήσης και τη ζάχαρη λιανικού εμπορίου έχουν σαν αποτέλεσμα τη διαφορετική διάρθρωση των τιμών στις δύο αγορές σε όλη την Κοινότητα.

Η σχετική γεωγραφική αγορά

(91) Η σχετική γεωγραφική αγορά ορίζεται από το Δικαστήριο ως (72):

«Συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη εντός της οποίας διατίθεται το (εξεταζόμενο) προϊόν και όπου οι όροι ανταγωνισμού είναι αρκετά ομοιογενείς ώστε να μπορεί να εκτιμηθεί η οικονομική ισχύς της ενδιαφερόμενης επιχείρησης.»

(92) Η σχετική γεωγραφική αγορά στην οποία πρέπει να εκτιμηθεί η οικονομική ισχύς της Irish Sugar είναι η Ιρλανδία. Αυτό προκύπτει από τα ακόλουθα στοιχεία.

(93) Όπως προαναφέρθηκε, ένα κύριο στοιχείο της κοινής οργάνωσης της αγοράς ζάχαρης είναι ότι, στην Κοινότητα, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει μια βασική ποσότητα ζάχαρης από τεύτλα, την οποία το κράτος μέλος διαιρεί σε ποσοστώσεις και κατανέμει μεταξύ των εταιρειών επεξεργασίας τεύτλων («ζάχαρη Α/Β»). Η Irish Sugar, όντας η μόνη εταιρεία επεξεργασίας ζαχαρότευτλων στην Ιρλανδία, λαμβάνει τη συνολική ποσόστωση ζάχαρης Α/Β για την εν λόγω χώρα. Η ποσόστωση αυτή, η οποία ανέρχεται σε 200 200 τόνους το χρόνο, υπερβαίνει κατά πολύ την εγχώρια κατανάλωση. Η παραγωγή της Irish Sugar επαρκεί μέχρι στιγμής για να καλυφθεί η συνολική κατανάλωση ζάχαρης στην Ιρλανδία. Στην υπόθεση Suiker Unie και άλλοι κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η κοινή οργάνωση της αγοράς ζάχαρης επηρεάζει καθοριστικά την παραγωγή και τις πωλήσεις ζάχαρης στην Κοινότητα (73):

«Είναι δεδομένο ότι το προαναφερθέν σύστημα εθνικών ποσοστώσεων, αφού εμπόδισε την προοδευτική μετακίνηση της παραγωγής σε περιοχές ιδιαίτερα κατάλληλες για την καλλιέργεια ζαχαροτεύτλων και, επιπλέον τη σοβαρή αύξηση της παραγωγής, περιόρισε τις ποσότητες που οι παραγωγοί μπορούν να διαθέσουν στην κοινή αγορά.

Αυτός ο περιορισμός, μαζί με το σχετικά υψηλό κόστος μεταφοράς, είναι ικανός να έχει μια όχι αμελητέα επίπτωση επί ενός ουσιώδους στοιχείου του ανταγωνισμού, δηλαδή της προσφοράς και κατά συνέπεια επί του όγκου και της δομής του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών».

Ωστόσο:

«Ασχέτως των επικρίσεων που μπορούν να διατυπωθούν κατά συστήματος που τείνει να καθιερώσει κατανομή των εθνικών αγορών, κυρίως μέσω εθνικών ποσοστώσεων, τα αποτελέσματα των οποίων θα εξεταστούν πιο κάτω, είναι γεγονός ότι παραμένει ένα μικρό, αλλά πραγματικό πεδίο εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού.»

(94) Η Irish Sugar είναι ο μόνος παραγωγός ζάχαρης με εδραιωμένο σύστημα διανομής, μέσω του οποίου προμηθεύει τους πελάτες της σε όλη τη χώρα. Η συντριπτική πλεινότητα των πελατών βιομηχανικής και λιανικής ζάχαρης στην Ιρλανδία εξασφαλίζουν τις προμήθειές τους, αγοράζοντας ζάχαρη είτε από την Irish Sugar είτε από εισαγωγείς, αλλά οι ίδιοι δεν πραγματοποιούν άμεσες εισαγωγές.

(95) Η Irish Sugar ισχυρίστηκε ότι στην υπόθεση Suiker Unie το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τόνισε ότι το κοινοτικό σύστημα περιέχει επίσης στοιχεία τα οποία είτε προωθούν την ανάπτυξη του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό, είτε ενδέχεται να μετριάσουν, τουλάχιστον, τις αρνητικές επιπτώσεις του κοινοτικού καθεστώτος. Η Irish Sugar ανέφερε κυρίως το γεγονός ότι η ενδοκοινοτική κυκλοφορία εξευγενισμένης ζάχαρης έχει ενταχθεί στο κοινοτικό σύστημα με τη δημιουργία πλεονασματικών και ελλειμματικών περιοχών (74). Μολονότι η ιρλανδική ποσόστωση ζάχαρης Α/Β υπερβαίνει κατά πολύ την εγχώρια κατανάλωση, η Ιρλανδία αντιμετωπίζεται ως ελλειμματική ζώνη από το καθεστώς ζάχαρης. Στις ελλειμματικές ζώνες, όπως η Ιρλανδία, η τιμή παρέμβασης ζάχαρης είναι υψηλότερη, προκειμένου να ενισχυθούν οι εισαγωγές από τις πλεονασματικές στις ελλειμματικές ζώνες. Επιπλέον, η Irish Sugar ισχυρίζεται ότι υπάρχουν τεράστια πλεονάσματα ζάχαρης στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Δανία, το Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες, τα οποία καταρχήν θα μπορούσαν να πωληθούν στην Ιρλανδία. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές ζάχαρης στην Ιρλανδία μέχρι στιγμής καλύπτουν μικρό μόνο μέρος της συνολικής κατανάλωσης κρυσταλλικής ζάχαρης στην Ιρλανδία (75). Ένα σημαντικό εμπόδιο στην εισαγωγή ζάχαρης από την ηπειρωτική Ευρώπη είναι το κόστος μεταφοράς, ιδίως, διότι δεν υπάρχει κυκλοφορία προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η Irish Sugar ισχυρίσθηκε (76) ότι, παρά την προαναφερθείσα δήλωση στο εταιρικό σχέδιο της Greencore του Ιουνίου 1994 σχετικά με τη χρήση ειδικευμένων εμπορευματοκιβωτίων, «η έλλειψη φορτίων επιστροφής δεν αποτελεί πλέον θέμα», διότι τα εμπορευματοκιβώτια που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζάχαρης μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν για τη μεταφορά φορτίων προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την τρέχουσα κατάσταση, η δήλωση της ίδιας της Irish Sugar δείχνει ότι το κόστος μεταφοράς συνιστούσε εμπόδιο για τις εισαγωγές ακατέργαστης ζάχαρης καθόλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου. Επιπλέον, οι εισαγωγές ζάχαρης σε σάκκους προσκρούουν στο διαρθρωτικό πρόβλημα των βιομηχανικών πελατών που με την πάροδο του χρόνου κατέληξαν στη χρησιμοποίηση σιλό για την αποθήκευση της ζάχαρής τους. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή υποβάθμιση της αγοράς ζάχαρης σε σάκκους, η οποία αυτή τη στιγμή είναι κάτω των 7 000 τόνων.

(96) Η Βόρεια Ιρλανδία δεν αποτελεί μέρος της ίδιας γεωγραφικής αγοράς με την Ιρλανδία. Μολονότι η Irish Sugar έχει ένα σχετικά υψηλό [. . .] μερίδιο της αγοράς στην επαρχία, το κλίμα του ανταγωνισμού διαφέρει σαφώς από αυτό της Ιρλανδίας. Η Βόρεια Ιρλανδία δεν παράγει καθόλου ζάχαρη. Οι εισαγωγές της Irish Sugar πραγματοποιούνται μέσω της θυγατρικής της McKinney και η ζάχαρη λιανικού εμπορίου πωλείται με το εμπορικό σήμα της McKinney. Επιπλέον, οι δύο παραγωγοί του Ηνωμένου Βασιλείου, η British Sugar plc και η Tate & Lyle plc, που δεν συμμετέχουν στην αγορά της Ιρλανδίας, ασκούν ανταγωνισμό στην αγορά της Βόρειας Ιρλανδίας και έχουν το υπόλοιπο μερίδιο αγοράς [. . .]. Επίσης, υπάρχει μια σημαντική διαφορά από πλευράς ζήτησης, δεδομένου ότι πολλοί πελάτες ανήκουν σε όμιλους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα μέρη του Ηνωμένου Βασιλείου και για το λόγο αυτό είναι πιθανότερο να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ζάχαρη από τους παραγωγούς του Ηνωμένου Βασιλείου. Επιπλέον, υπάρχουν σημαντικές διαφορές τιμής μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδίας. Συγκεκριμένα, η ζάχαρη λιανικής πώλησης ήταν πάντα σημαντικά φθηνότερη στη Βόρεια Ιρλανδία απ' ό,τι στην Ιρλανδία, και στα εσωτερικά έγγραφα της Greencore που αντέγραψε η Επιτροπή, υπάρχουν αναφορές στην «προσαύξηση οικείας αγοράς» στη ζάχαρη. Για όσο χρονικό διάστημα υπήρχε μία σημαντική διαφορά τιμής μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδίας στην αγορά ζάχαρης λιανικής πώλησης προκειμένου να ενισχυθούν οι εισαγωγές από τη Βόρεια Ιρλανδία, η Irish Sugar κατάφερε να αντισταθεί στις επιθέσεις κατά της θέσης της στην «οικεία αγορά» της Ιρλανδίας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου τιμών στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Irish Sugar κατόρθωσε να διατηρήσει μία σημαντική διαφορά τιμής κυρίως για τη ζάχαρη λιανικής πώλησης στην Ιρλανδία. Όσον αφορά τη βιομηχανική ζάχαρη, η Irish Sugar κατόρθωσε επίσης να διατηρήσει σημαντικά υψηλότερες τιμές για τους πελάτες που είχαν δραστηριότητες μόνο στην οικεία αγορά.

(97) Κατά συνέπεια, η σχετική γεωγραφική αγορά είναι ένα ολόκληρο κράτος μέλος και συγκεκριμένα η Ιρλανδία, η οποία αποτελεί σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς. Η συνολική κατανάλωση ζάχαρης στην Ιρλανδία κατά το 1993/1994 ανήλθε σε 173 000 τόνους. Όπως προαναφέρθηκε, η κατά κεφαλή κατανάλωση ζάχαρης στην Ιρλανδία είναι υψηλότερη από το μέσο κοινοτικό όρο, γεγονός που αντανακλά το ρόλο της στην οικονομικά σημαντική βιομηχανία τροφίμων και ποτών της χώρας, καθώς και στη λιανική αγορά.

(98) Βάσει των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές αγορές είναι αυτές της κρυσταλλικής ζάχαρης λιανικής πώλησης και βιομηχανικής χρήσης στην Ιρλανδία. Επίσης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς κατά την έννοια του άρθρου 86, βάσει του μεγέθους της παραγωγής και της κατανάλωσης ζάχαρης.

Β. Δεσπόζουσα θέση

(99) Η Irish Sugar κατέχει δεσπόζουσα θέση στις αγορές κρυσταλλικής ζάχαρης λιανικής πώλησης και βιομηχανικής χρήσης στην Ιρλανδία.

(100) Στην υπόθεση Hoffman-La-Roche κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο όρισε την έννοια της δεσπόζουσας θέσης ως εξής (77):

«Η δεσπόζουσα θέση που αναφέρεται κατ' αυτό τον τρόπο [στο άρθρο 86] αφορά την κατάσταση οικονομικής ισχύος μίας επιχειρήσεως, που της δίνει την εξουσία να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται σε σημαντική έκταση ανεξάρτητα έναντι των ανταγωνιστών, των πελατών της και, τελικά, των καταναλωτών. (. . .) Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μπορεί να προκύπτει από πολλούς παράγοντες οι οποίοι, εξεταζόμενοι μεμονωμένα, δεν είναι αναγκαία καθοριστικοί, μεταξύ των οποίων όμως η ύπαρξη ευρυτάτων μεριδίων αγοράς έχει μεγάλη σημασία.»

(101) Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για να αποφασισθεί εάν η Irish Sugar κατέχει δεσπόζουσα θέση στις αγορές για την κρυσταλλική ζάχαρη βιομηχανικής και λιανικής πώλησης στην Ιρλανδία είναι οι εξής:

(102) Κατά την περίοδο 1985-1995 η Irish Sugar είχε πάνω από 90 % της συνολικής αγοράς κρυσταλλικής ζάχαρης. Κατά συνέπεια, οι ανταγωνιστές της Irish Sugar και στις δύο αγορές είχαν περιθωριακά μόνο μερίδια αγοράς. Η ASI, ο κύριος εισαγωγέας βιομηχανικής και, σε ορισμένες περιόδους, λιανικής ζάχαρης στην Ιρλανδία, είχε μερίδιο αγοράς περίπου [. . .] ή χαμηλότερο στο χρονικό διάστημα 1985-1995. Η Round Tower είχε μερίδιο [. . .] της μικρότερης αγοράς λιανικής πώλησης επί σειράς ετών, αλλά από το 1988 αγοράζει τη βιομηχανική ζάχαρη της κυρίως από την Irish Sugar. Η Gem Pack είχε μερίδιο [. . .] της αγοράς λιανικής ζάχαρης το 1993/1994, αλλά επίσης αγοράζει τη βιομηχανική ζάχαρη της από την Irish Sugar.

(103) Το σχετικά μικρό μέγεθος της Irish Sugar όσον αφορά την παραγωγή ζάχαρης σε σύγκριση με παραγωγούς άλλων κρατών μελών, ορισμένοι από τους οποίους έχουν σημαντικά πλεονάσματα ζάχαρης μετά την προμήθεια της οικείας αγοράς τους, δεν έχει σημασία για τον καθορισμό της θέσης που κατέχει η Irish Sugar στην ιρλανδική αγορά. Το γεγονός ότι η Irish Sugar παρουσίασε ζημία στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '80, δεν είναι ασυμβίβαστο με την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης (78).

(104) Το καθεστώς ζάχαρης ΕΚ περιορίζει τις πωλήσεις της κοινοτικής ζάχαρης στην Κοινότητα στο σύνολο των εθνικών ποσοστώσεων παραγωγής. Η Irish Sugar ως μόνος παραγωγός ζάχαρης στην Ιρλανδία έχει λάβει τη συνολική ετήσια ποσόστωση ζάχαρης. Η εν λόγω ποσόστωση επαρκεί για την κάλυψη της συνολικής κατανάλωσης κρυσταλλικής ζάχαρης στην Ιρλανδία. Η Irish Sugar διαθέτει ένα καλά οργανωμένο σύστημα διανομής μέσω του οποίου προμηθεύει τους βιομηχανικούς της πελάτες καθώς και τους τομείς χονδρικής και λιανικής πώλησης σε όλη τη χώρα.

(105) Παρά τον ανταγωνισμό της εισαγόμενης ζάχαρης, μετά το 1985, η Irish Sugar διατήρησε τα υψηλά μερίδια αγοράς της, καθώς και τη δεσπόζουσα θέση της κατά την έννοια του άρθρου 86. Οι εισαγωγές ζάχαρης στην Ιρλανδία αντιπροσωπεύουν μικρό μόνο μέρος της συνολικής κατανάλωσης κρυσταλλικής ζάχαρης στην Ιρλανδία και επηρεάζουν ελάχιστα, ιδίως οι εισαγωγές ζάχαρης από τη Βόρεια Ιρλανδία και τη Γαλλία, τη θέση της Irish Sugar στον ανταγωνισμό.

(106) Η Irish Sugar ισχυρίστηκε (79) ότι δεν κυριαρχεί στην αγορά βιομηχανικής ζάχαρης στην Ιρλανδία λόγω της «ισχυρής θέσης έναντι της Irish Sugar» των κύριων βιομηχανικών πελατών της, και ιδίως των δύο σημαντικότερων πελατών της [. . .] και [. . .] που από κοινού αντιπροσωπεύουν περίπου το [. . .] των βιομηχανικών πωλήσεών της και οι οποίοι «θα σταματούσαν εντελώς την παραγωγή στην Ιρλανδία εφόσον το κόστος των συντελεστών της παραγωγής αυξανόταν υπερβολικά. Στην περίπτωση αυτή οι εν λόγω εταιρείες θα μετέφεραν, κατά πάσα πιθανότητα, αλλού την παραγωγή τους και για το λόγο αυτό η Irish Sugar θα τους έχανε για πάντα από πελάτες.»

(107) Ωστόσο, οι εν λόγω πελάτες, ακόμη και αν δεχθεί κανείς ότι διαθέτουν μία συγκεκριμένη αγοραστική ισχύ, εξαρτώνται εξίσου από την Irish Sugar για τις προμήθειές τους σε ζάχαρη χύμα. Όπως προαναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 94, σκοπός του καθεστώτος ζάχαρης είναι να μειωθεί ο όγκος των εναλλακτικών προμηθειών. Επιπλέον, το κόστος της υπερπόντιας μεταφοράς ζάχαρης συνιστά σημαντικό φραγμό στην εισαγωγή ζάχαρης στην Ιρλανδία. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, το τμήμα της αγοράς για την εισαγόμενη βιομηχανική ζάχαρη, ιδίως της ζάχαρης σε σάκκους, μειώνεται σταθερά κατά την τελευταία δεκαετία, ως αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης σιλό εκ μέρους των βιομηχανικών χρηστών για την αποθήκευση της ζάχαρής τους. Επιπλέον, το μικρό μέγεθος της ιρλανδικής αγοράς αποτελεί πρόσθετη δυσκολία για τους παραγωγούς ζάχαρης στη Benelux, τη Γαλλία, τη Γερμανία, ή τη Δανία οι οποίοι θέλουν να εξασφαλίσουν μία ικανοποιητική απόδοση των επενδύσεών τους στις πωλήσεις στην ιρλανδική αγορά. Το γεγονός ότι υπάρχει μακροπρόθεσμα το ενδεχόμενο οι εταιρείες να αποφασίσουν τη μετεγκατάστασή τους δεν αποκλείει την τρέχουσα εξάρτησή τους από συγκεκριμένο προμηθευτή.

(108) Όπως υποστήριξε η Επιτροπή στην απόφαση συγχώνευσης Nestlι/Perrier (80), η συγκέντρωση των αγοραστών πρέπει να συγκριθεί με τη συγκέντρωση στην πλευρά της προμήθειας. Στην περίπτωση της ιρλανδικής αγοράς βιομηχανικής ζάχαρης, την οποία η Irish Sugar προμήθευσε σε ποσοστό 90-98 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο (και άνω του 95 % στο μεγαλύτερο μέρος της εν λόγω περιόδου), είναι σαφέστατο ότι, παρά την παρουσία δύο μεγάλων πελατών, η πλευρά της ζήτησης αποτελείται από σειρά αγοραστών οι οποίοι δεν είναι εξίσου ισχυροί και δεν μπορούν να συγκεντρωθούν ώστε να περιορίσουν την ισχύ ενός προμηθευτή με μερίδιο αγοράς άνω του 90 %. Το μερίδιο πωλήσεων των δύο σημαντικότερων πελατών δεν αντισταθμίζει τη δεσπόζουσα θέση της Irish Sugar. Επιπλέον, όπως υποστηρίζεται στην υπόθεση Nestlι/Perrier, κατά την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού η Επιτροπή πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη της την προστασία των ασθενέστερων αγοραστών. Όπως περιγράφεται στη συνέχεια, η Irish Sugar ευνόησε ορισμένες κατηγορίες πελατών. Επιπλέον, οι μέσες τιμές εργοστασίου για την κρυσταλλική ζάχαρη χύμα στην Ιρλανδία συγκαταλέγονταν μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΚ. Για παράδειγμα, ήταν σταθερά υψηλότερες από τις μέσες τιμές στο Ηνωμένο Βασίλειο, που αποτελεί το πλησιέστερο κράτος μέλος στο οποίο παράγεται επίσης ζάχαρη.

(109) Μολονότι η Irish Sugar διέθετε ένα σχετικά χαμηλότερο μερίδιο της αγοράς λιανικής ζάχαρης κατά την εξεταζόμενη περίοδο (πάνω από 85 %) κατέχει δεσπόζουσα θέση και στην εν λόγω αγορά. Το γεγονός ότι οι μεγάλες αλυσίδες πολυκαταστημάτων λιανικής πώλησης, όπως τα Dunnes Stores και άλλα, έχουν αυξήσει το μερίδιο αγοράς τους τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τους ομίλους λιανικής πώλησης, δεν αποκλείει την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης. Όπως υποστήριξε η Επιτροπή στις αποφάσεις συγχώνευσης Nestlι/Perrier και Procter & Gamble/VP Schickedanz II (81), ο βαθμός εμπιστοσύνης των καταναλωτών στο εμπορικό σήμα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να καθοριστεί η σχετική διαπραγματευτική ισχύς των λιανοπωλητών σε σχέση με τους κατασκευαστές. Η ίδια η Irish Sugar παραδέχτηκε το «αναγνωρισμένο πλεονέκτημα λόγω εμπορικού σήματος» των προϊόντων της Siucra. Ακόμη και οι λιανοπωλητές που προσφέρουν ζάχαρη με δικό τους εμπορικό σήμα την αγοράζουν από την Irish Sugar, λόγω της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στα ιρλανδικά εμπορικά σήματα. Επιπλέον, μολονότι παρουσιάστηκαν διάφοροι εγχώριοι ανταγωνιστές στην αγορά λιανικής πώλησης κατά την τελευταία δεκαετία, οι εν λόγω εταιρείες έχουν πολύ μικρά μερίδια αγοράς και εξαρτώνται από την Irish Sugar για το σύνολο σχεδόν των προμηθειών τους σε βιομηχανική ζάχαρη.

(110) Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου η Irish Sugar ήταν σε θέση να συμπεριφέρεται σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της και στις δύο αγορές, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών στην Ιρλανδία που συσκευάζουν ζάχαρη για λιανική πώληση στην ιρλανδική αγορά και των παραγωγών ζάχαρης που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη.

(111) Πριν το 1990 η Irish Sugar κατείχε το 51 % της SDH (τη μητρική εταιρεία της SDL) και όριζε το ήμισυ των μελών του διοικητικού συμβουλίου της SDH. Ωστόσο, η Irish Sugar τόνισε ότι δεν είχε το διαχειριστικό έλεγχο της SDH κατά την εν λόγω περίοδο. Ο γενικός διευθυντής, καθώς και ορισμένοι άλλοι διευθυντές της Irish Sugar συμμετείχαν στο διοικητικό συμβούλιο της SDH και της SDL, και από τα μέσα του 1982 υπήρχε κατανομή ευθυνών μεταξύ της Irish Sugar και της SDL. Η SDL ήταν υπεύθυνη για τις αποφάσεις που αφορούσαν τις πωλήσεις και τις τιμές. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα προαναφερθέντα, η Irish Sugar συζητούσε ανοικτά σε κοινές μηνιαίες συνεδριάσεις με εκπροσώπους των θυγατρικών της, την εμπορική πολιτική της, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν τόσο η Irish Sugar όσο και η SDL/SDH ως αποτέλεσμα των εισαγωγών, καθώς και τα αμυντικά μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Στις εν λόγω συνεδριάσεις μεταξύ εκπροσώπων της SDL/SDH και της Irish Sugar εξετάζονταν επίσης διεξοδικά οι τιμές για τους επιμέρους πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των επιστροφών κατά την εξαγωγή ζάχαρης.

(112) Εκτός από το εταιρικό κεφάλαιο της Irish Sugar στην SDH, την εκπρόσωπησή της στα διοικητικά συμβούλια της SDH και της SDL, τον τρόπο λήψης αποφάσεων για την πολιτική των εταιρειών και τη διαδικασία επικοινωνίας για το σκοπό αυτό, υπήρχαν άμεσοι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ των εταιρειών. Η SDL ήταν υποχρεωμένη να αγοράζει όλη τη ζάχαρή της από την Irish Sugar. Η Irish Sugar πλήρωνε για όλες τις εκπτώσεις που πρόσφερε η SDL σε μεμονωμένους πελάτες. Οι εν λόγω οικονομικοί δεσμοί δημιούργησαν ένα σαφή παραλληλισμό συμφερόντων των δύο εταιρειών έναντι τρίτων μερών. Στην απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση της ιταλικής επιπέδου υάλου (82) δηλώνεται ότι όταν δύο ανεξάρτητες οικονομικές ενότητες σε μία συγκεκριμένη αγορά συνδέονται με ανάλογους οικονομικούς δεσμούς και, για το λόγο αυτό, κατέχουν από κοινού δεσπόζουσα θέση έναντι των άλλων επιχειρήσεων στην εν λόγω αγορά, τότε θεωρείται ότι υφίσταται κοινή δεσπόζουσα θέση.

(113) Συνάγεται ως εκ τούτου ότι καθόλο το κρίσιμο χρονικό διάστημα, η Irish Sugar κατείχε ατομική ή - τουλάχιστον πριν τον Φεβρουάριο του 1990 - κοινή δεσπόζουσα θέση στην αγορά κρυσταλλικής ζάχαρης λιανικής και βιομηχανικής πώλησης στην Ιρλανδία.

Γ. Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης

(114) Από τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν, βάσει εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου, προκύπτει ότι από το 1985 και εξής η εμπορική πολιτικής της Irish Sugar συνίστατο κυρίως στην προστασία της οικείας αγοράς στην Ιρλανδία, αφενός, έναντι των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη και, αφετέρου, έναντι των ανταγωνιστών της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης στην Ιρλανδία. Επιπλέον, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον των δέκα τελευταίων χρόνων, ένα από τα στοιχεία της εμπορικής πολιτικής της Irish Sugar ήταν η επιβολή διακρίσεων όσον αφορά τις τιμές εντός της οικείας αγοράς. Στο πλαίσιο των εν λόγω πρακτικών η Irish Sugar χρησιμοποίησε μεθόδους διαφορετικές από αυτές που διέπουν ένα φυσιολογικό ανταγωνισμό των προϊόντων ή υπηρεσιών βάσει των παροχών των επιχειρηματιών, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η διατήρηση του ανταγωνισμού που υπάρχει ακόμη στην αγορά ή η ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού. Κατά συνέπεια, η Irish Sugar καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά ζάχαρης στην Ιρλανδία (83).

(115) Η διαπίστωση της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης δεν συνεπάγεται αυτή καθεαυτή καμία μομφή προς την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, αλλά σημαίνει μόνο ότι η τελευταία υπέχει, ανεξάρτητα από τους λόγους μίας τέτοιας θέσης, ιδιαίτερη ευθύνη να μη θίγει με τη συμπεριφορά της την άσκηση πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά (84). Το γεγονός ότι η Irish Sugar, μέσω της ποσόστωσής της όσον αφορά την παραγωγή, έχει αναλάβει ορισμένες ευθύνες βάσει της κοινής οργάνωσης των αγορών ζάχαρης, και ότι, εν μέρει ως αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού, η Irish Sugar κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά της Ιρλανδίας, δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να μην ενεργεί καταχρηστικώς. Το άρθρο 1 του κανονισμού αριθ. 26/62 του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 1962, περί εφαρμογής ορισμένων κανόνων του ανταγωνισμού στην παραγωγή και την εμπορία γεωργικών προϊόντων (85), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό αριθ. 49/62 (86), ορίζει ότι τα άρθρα 85 έως 90 της συνθήκης εφαρμόζονται σε όλες τις συμφωνίες, αποφάσεις και πρακτικές που αναφέρονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1 και στο άρθρο 86 της συνθήκης, σχετικά με την παραγωγή ή την εμπορία των προϊόντων τα οποία απαριθμούνται στο παράρτημα II της συνθήκης. Ενώ για την εφαρμογή του άρθρου 85 ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει ορισμένες εξαιρέσεις, το άρθρο 86 εφαρμόζεται χωρίς καμία εξαίρεση στο γεωργικό τομέα.

(116) Για να προστατεύσει την αγορά της η Irish Sugar προσέφυγε σε διάφορες καταχρηστικές πρακτικές, τις οποίες χρησιμοποίησε είτε εναλλακτικά είτε σε συνδυασμό, στις περιπτώσεις που αυτό κρίθηκε απαραίτητο καθόλη τη διάρκεια της περιόδου από το 1985 και εξής.

(117) Τα μέτρα που ελήφθησαν από την Irish Sugar πριν το 1990 όσον αφορά τον περιορισμό των μεταφορών, από τις δύο εταιρείες αναφορικά με τις συνοριακές εκπτώσεις, τις επιστροφές κατά την εξαγωγή και την έκπτωση τακτικού πελάτη, και από την SDL όσον αφορά την ανταλλαγή του προϊόντος και την επιλεκτική τιμολόγηση, αποφασίστηκαν από μία θέση κοινής υπεροχής.

(118) Από τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Irish Sugar ή/και η SDL χρησιμοποίησαν τις ακόλουθες παράνομες πρακτικές, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, αποτελούσαν μέρος μίας μόνιμης και ολοκληρωμένης πολιτικής για την προστασία των οικείων αγορών της Irish Sugar όσον αφορά τόσο τη βιομηχανική όσο και τη λιανική ζάχαρη.

I. Μέτρα για την προστασία της οικείας αγοράς έναντι του ανταγωνισμού των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη

i) Εισαγωγές από τη Γαλλία

(119) Από το 1985 η Irish Sugar και η SDL έλαβαν μέτρα για να παρεμποδίσουν τον ανταγωνισμό της εισαγόμενης βιομηχανικής και λιανικής ζάχαρης από τη Γαλλία. Τα μέτρα αυτά συνίσταντο στον περιορισμό των μεταφορών γαλλικής ζάχαρης στην Ιρλανδία, την επιλεκτική τιμολόγηση, συμπεριλαμβανομένης της έκπτωσης τακτικού πελάτη, και την ανταλλαγή προϊόντος.

Περιορισμός των μεταφορών

(120) Το 1985 η Irish Sugar έλαβε μέτρα για να αποτρέψει τη μεταφορά της γαλλικής ζάχαρης της ASI στην Ιρλανδία από την κρατική ναυτιλιακή εταιρεία B& I. Η Irish Sugar άσκησε πιέσεις στον εν λόγω μεταφορέα που χρησιμοποιούσε η ASI και ο μεταφορέας υπέκυψε στις εν λόγω πιέσεις. Μολονότι την εποχή εκείνη η B& I δεν ήταν η μόνη ναυτιλιακή εταιρεία που εξυπηρετούσε τις θαλάσσιες διαδρομές μεταξύ Γαλλίας και Ιρλανδίας, η ASI συνήψε συμφωνία μαζί της ως αξιόπιστου μεταφορέα για τη ζάχαρή της. Η πράξη της Irish Sugar περιόρισε αναπόφευκτα τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της ASI όσον αφορά την εισαγωγή γαλλικής ζάχαρης με αποτέλεσμα η ASI να κινήσει δικαστική διαδικασία κατά της B& I και της Irish Sugar.

(121) Η Irish Sugar παραδέχτκε ενώπιον της Επιτροπής ότι πρότεινε στην B& I να σταματήσει να μεταφέρει ζάχαρη CFS από τη Γαλλία στην Ιρλανδία, για να συνεχίσει να είναι πελάτης της. Ωστόσο, η Irish Sugar ισχυρίζεται ότι αισθάνθηκε απειλούμενη από την CFS, η οποία είναι ένας κατά πολύ μεγαλύτερος παραγωγός ζάχαρης. Επίσης θεώρησε ότι η παροχή υπηρεσιών μεταφοράς από την B& I στην CFS ήταν ασυμβίβαστη με τις υποχρεώσεις της B& I στον κοινό μέτοχό τους, συγκεκριμένα το ιρλανδικό κράτος.

(122) Η Επιτροπή δεν θεωρεί ότι το επιχείρημα αυτό ευσταθεί. Η άσκηση πιέσεων για να σταματήσει ένας μεταφορέας τη μεταφορά ανταγωνιστικών προϊόντων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνήθης επιχειρηματική πρακτική. Ο στόχος και το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής ήταν η προστασία της θέσης της Irish Sugar στην Ιρλανδία και κατ' αυτόν τον τρόπο ο περιορισμός του ανταγωνισμού στην εν λόγω αγορά σε βάρος των καταναλωτών. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Irish Sugar, πιέζοντας τη ναυτιλιακή εταιρεία B& I να σταματήσει τις μεταφορές γαλλικής ζάχαρης για την ASI, παραβίασε το άρθρο 86.

Επιλεκτικός καθορισμός τιμών

(123) Σε σημείωμα της 8ης Μαρτίου 1988 προς τα μέλη του εκτελεστικού της Irish Sugar/SDL/JCC όσον αφορά τις εισαγωγές γαλλικής ζάχαρης, ο κ. Keleghan (τότε διευθυντής πωλήσεων της SDL) περιγράφει μία πολιτική επιλεκτικά χαμηλών τιμών προς τους δυνητικούς πελάτες της ASI. Οι εν λόγω χαμηλές τιμές δεν θα ίσχυαν γενικά, ούτε για τους σημαντικότερους πελάτες. Η πολιτική αυτή παραβαίνει την αρχή που αναφέρεται στην απόφαση Michelin κατά Επιτροπής (87) ότι μία εταιρεία με δεσπόζουσα θέση υπέχει ιδιαίτερη ευθύνη να μην μειώνει περαιτέρω τον ανταγωνισμό στην υπόλοιπη αγορά.

Ανταλλαγή προϊόντος

(124) Όταν το 1988 η ASI κυκλοφόρησε στο λιανικό εμπόριο τη ζάχαρη «Eurolux» της CFS σε συσκευασία ενός κιλού, η Επιτροπή έχει αποδείξεις ότι η SDL συμφώνησε με έναν έμπορο χονδρικής και έναν λιανικής πώλησης να ανταλλάξει τη ζάχαρή της με τη ζάχαρη Eurolux. Αυτό το παραδέχτηκε και η Irish Sugar ενώπιον της Επιτροπής. Ωστόσο, σύμφωνα με την Irish Sugar, σε αντίθεση με ότι αναφέρεται στην ένορκη κατάθεση του κ. Brennan, εξουσιουδοτημένου υπαλλήλου εκπροσώπου του διευθυντή καταναλωτικών υποθέσεων και δίκαιων όρων εμπορίου ενώπιον του ιρλανδικού High Court, δεν υπήρξε καμία απειλή χρηματοοικονομικών κυρώσεων. Για την Irish Sugar, η ανταλλαγή ήταν αντίδραση στην ανεπαρκή ζήτηση για το γαλλικό προϊόν. Για το λόγο αυτό, η ανταλλαγή προϊόντος δεν είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδίσει την εδραίωση της CFS στην ιρλανδική αγορά.

(125) Η Επιτροπή δυσκολεύεται να δεχθεί την εκδοχή της Irish Sugar όσον αφορά τις περιστάσεις ανταλλαγής του προϊόντος. Όσον αφορά την ADM, η ανταλλαγή πραγματοποιήθηκε λίγο μετά τις 15 Απριλίου 1988 όταν η ADM εξέδωσε δελτίο προς όλα τα μέλη της (δηλαδή τα καταστήματα λιανικής πώλησης της αλυσίδας Londis) γνωστοποιώντας τη διαθεσιμότητα της ζάχαρης Eurolux. Κατά συνέπεια, τα μέρη δεν έδωσαν στο νέο προϊόν τον απαραίτητο χρόνο για να κυκλοφορήσει στο εμπόριο. Όσον αφορά τα καταστήματα Kelly's, προκύπτει από την ένορκη κατάθεση του κ. Brennan ότι στην αρχή οι πωλήσεις του προϊόντος ήταν καλές. Δεν υπάρχει καμία εξήγηση για την ξαφνική απόφαση των καταστημάτων Kelly's να ανταλλάξουν τη ζάχαρη Eurolux με ισοδύναμη ποσότητα του αντίστοιχου προϊόντος της Irish Sugar. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στις δύο περιπτώσεις ανταλλαγής προϊόντος, ο εμφανής στόχος της Irish Sugar ήταν να αποτρέψει την παρουσία της Eurolux στην αγορά της Ιρλανδίας και κατ' αυτό τον τρόπο να εξασφαλίσει την απαραίτητη πελατεία. Η ίδια η ανταλλαγή είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδίσει την είσοδο ενός νέου προϊόντος στην ιρλανδική αγορά, το οποίο θα ασκούσε ανταγωνισμό στη ζάχαρη Siucra της Irish Sugar. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η παρέμβαση του κ. Comerford (γενικού διευθυντή της Irish Sugar) στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της SDL, της 28ης Ιουνίου 1988, αποδεικνύει ότι η Irish Sugar δεν θεωρούσε την εποχή εκείνη τον ανταγωνισμό της Eurolux ως θέμα ήσσονος σημασίας. Η Irish Sugar είχε ενημερωθεί από την ASI για την ενέργεια της SDL.

(126) Η ανταλλαγή προϊόντος από μία επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση σύμφωνα με το άρθρο 86, εφόσον αυτή έχει ως αντικείμενο ή αποτελέσμα τον περιορισμό ή την εξάλειψη του ανταγωνισμού εκ μέρους μιας νέας επιχείρησης στην αγορά (88). Αυτό συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση. Πράγματι, η ανταλλαγή προϊόντος είχε ως αποτέλεσμα την εδραίωση της κοινής θέσης της Irish Sugar και της SDL που κατ' αυτόν τον τρόπο απέκτησαν σχεδόν το μονοπώλιο της προμήθειας ζάχαρης στην αγορά.

Έκπτωση τακτικού πελάτη

(127) Η συμφωνία μεταξύ της SDL και της ADM, βάσει της οποίας η ADM θα εξασφάλιζε προνομιακή τιμή εφόσον επιτύγχανε ένα ορισμένο επίπεδο αγορών (συγκεκριμένα την τιμή των [xxx] τόνων εάν αγόραζε [x] τόνους) σαφώς δεν αποτελούσε μία συνήθη έκπτωση βάσει της ποσότητας αλλά μία έκπτωση στόχου ή τακτικού πελάτη, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δεσμού εξάρτησης των πελατών από τον κυρίαρχο προμηθευτή. Κατά συνέπεια η εν λόγω συμφωνία, την οποία συνήψε η SDL και χρηματοδότησε η Irish Sugar, αποτελούσε παράβαση του άρθρου 86.

ii) Εισαγωγές από τη Βόρεια Ιρλανδία

Επιλεκτικές εκπτώσεις (διακρίσεις κατά τον καθορισμό τιμών) συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών εκπτώσεων

(128) Η Irish Sugar και η SDL έλαβαν μέτρα για να περιορίσουν τις εισαγωγές από τη Βόρεια Ιρλανδία, ιδίως κατά την περίοδο 1985-1988, εφαρμόζοντας μία πολιτική επιλεκτικού ή άνισου καθορισμού τιμών στην αγορά ζάχαρης της Ιρλανδίας. Η εν λόγω πολιτική συμπεριελάμβανε τη χορήγηση ειδικών ατελειών σε επιλεγμένους πελάτες. Συγκεκριμένα, μία ειδική έκπτωση χορηγήθηκε σε ορισμένους πελάτες που ήταν εγκατεστημένοι στη συνοριακή περιοχή με τη Βόρεια Ιρλανδία («συνοριακή έκπτωση»). Η εν λόγω έκπτωση συζητήθηκε ανοικτά μεταξύ της Irish Sugar και της SDL και χρηματοδοτήθηκε από την Irish Sugar. Ο σκοπός της εν λόγω έκπτωσης ήταν να μειωθούν οι εισαγωγές φθηνότερων πακέτων ζάχαρης λιανικής πώλησης από τη Βόρεια Ιρλανδία στην Ιρλανδία. Η συνοριακή έκπτωση δεν αποφασιζόταν συναρτήσει αντικειμενικών οικονομικών παραγόντων όπως ο όγκος των πωλήσεων των πελατών και εφαρμοζόταν, μετά τις απαραίτητες προσαρμογές, κάθε φορά που εθεωρείτο ότι υπήρχε το ενδεχόμενο οι διαφορές τιμών μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Ιρλανδίας να προκαλέσουν αύξηση των διασυνοριακών πωλήσεων.

(129) Η εφαρμογή των συνοριακών εκπτώσεων αποτελεί καταχρηστική εκμετάλλευση της κοινής δεσπόζουσας θέσης της Irish Sugar και της SDL βάσει του άρθρου 86. Πράγματι, αυτό σημαίνει ότι οι Irish Sugar/SDL εφάρμοζαν άνισους όρους για ισοδύναμες παροχές έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων με αποτέλεσμα να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό όσοι δεν συγκέντρωναν τα προσόντα για τη χορήγηση της έκπτωσης. Επιπλέον, η Irish Sugar χορηγώντας την εν λόγω έκπτωση είχε ως στόχο και επέτυχε να αποτρέψει τις εισαγωγές ζάχαρης από τη Βόρεια Ιρλανδία, είτε επρόκειτο για εισαγωγές ζάχαρης των ανταγωνιστών της Irish Sugar είτε για επανεισαγωγές της δικής της ζάχαρης, περιορίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τις αγορές προς ζημία των καταναλωτών. Για το λόγο αυτό, η συνοριακή έκπτωση αποτελεί μέρος μίας πολιτικής καταμερισμού των αγορών και αποκλεισμού των ανταγωνιστών. Η έκπτωση εχορηγείτο χωρίς να υφίσταται αντικειμενικός οικονομικός λόγος, όπως ο όγκος αγορών του πελάτη, οι δαπάνες εμπορίας και μεταφοράς ή οποιεσδήποτε υπηρεσίες προώθησης, αποθήκευσης ή άλλου είδους που ο σχετικός πελάτης ενδεχομένως να παρείχε. Η εν λόγω έκπτωση εχορηγείτο αποκλειστικά και μόνο βάσει του τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του λιανοπωλητή, ιδίως ανάλογα με το εάν ο σχετικός πελάτης ήταν εγκατεστημένος στη συνοριακή περιοχή με τη Βόρεια Ιρλανδία. Η πρακτική αυτή του επιλεκτικού ή άνισου καθορισμού των τιμών έχει καταδικαστεί από την Επιτροπή και από το Δικαστήριο σε παλαιότερες υποθέσεις (89).

(130) Γενικά η Irish Sugar δεν αρνείται ότι, από κοινού με την SDL, έλαβαν μέτρα για να ανταγωνιστούν τις φθηνές εισαγωγές από τη Βόρεια Ιρλανδία στην Ιρλανδία. Ωστόσο, η Irish Sugar ισχυρίσθηκε ότι η Επιτροπή θα πρέπει να εκτιμήσει τη σχετική συμπεριφορά σε σχέση με τα οικονομικά και πραγματικά περιστατικά. Η Irish Sugar ανέφερε ιδίως το γεγονός ότι οι εξεταζόμενες πρακτικές εφαρμόστηκαν ιδίως από το 1984 μέχρι το 1986, την εποχή του πολέμου των τιμών μεταξύ της British Sugar και της Tate & Lyle, ο οποίος μαινόταν επίσης και στη Βόρεια Ιρλανδία. Η Irish Sugar ισχυρίζεται ότι, δεδομένων των σοβαρών ζημιών της την εποχή εκείνη, δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει στις εν λόγω φθηνές εισαγωγές μειώνοντας τις τιμές της στο επίπεδο των ανταγωνιστών της.

(131) Επιπλέον, η Irish Sugar ισχυρίστηκε στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ότι αυτή η πολιτική επιλεκτικού καθορισμού των τιμών, όσον αφορά τις εισαγωγές τόσο από τη Γαλλία όσο και από τη Βόρεια Ιρλανδία, ήταν ένα αμυντικό μέτρο. Η Irish Sugar αναφέρθηκε στην απόφαση της Επιτροπής για προσωρινά μέτρα στην υπόθεση ECS/AKZO (90) υποστηρίζοντας ότι «ένας προμηθευτής δεν εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση του όταν ευθυγραμμίζει τις τιμές του προς τις προσφορές που οι ανταγωνιστές του υποβάλλουν στους υπάρχοντες πελάτες του» (91). Η Irish Sugar υποστήριξε ουσιαστικά ότι εφαρμόζοντας τις εν λόγω πρακτικές προσπάθησε να διατηρήσει τη βιωσιμότητά της ως προμηθευτή ζάχαρης. Η Irish Sugar ισχυρίζεται ότι στόχος των εν λόγω πρακτικών ήταν να εξασφαλιστεί η δυνατότητά της να εκτελεί τα καθήκοντά της βάσει της ΚΑΠ, μειώνοντας το εμπόριο των δικών της προϊόντων που διόγκωνε τις ζημίες της και απειλούσε τη βιωσιμότητά της, και το οποίο ήταν δυνατό μόνο λόγω των διαφορών τιμής που δεν ήταν δημιούργημα της εξεταζόμενης επιχείρησης και διευρύνονταν από την επεκτακτική στρατηγική τιμών των μεγάλων εταιρειών κατεργασίας ζάχαρης σε άλλα κράτη μέλη.

(132) Η Irish Sugar ανέφερε επίσης την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση BPB Industries plc (92), στην οποία οι εκπτώσεις που προσέφεραν οι BPB Industries στους πελάτες τους σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή όπου η εν λόγω εταιρεία αντιμετώπιζε τον ανταγωνισμό της Lafarge UK Ltd, δεν θεωρούνται καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης δεδομένου ότι ανέρχονταν σε χαμηλό ποσοστό (4-5,5 %) και δεν αποτελούσαν από τη φύση τους επιθετική διεκδίκηση πελατών ούτε εντάσσονταν σε κάποιο καθεστώς συστηματικής εναρμόνισης.

(133) Θα πρέπει να σημειωθεί, πρώτον, ότι η τακτική επιλεκτικού καθορισμού των τιμών που ακολουθούσαν η Irish Sugar και η SDL υπερβαίνει σημαντικά τις αναφερθείσες πρακτικές. Συγκεκριμένα, οι συνοριακές εκπτώσεις, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, προσφέρθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα πελατών σε διάφορες συνοριακές επαρχίες σε διάφορες περιόδους και ανέρχονταν σε ποσοστό τουλάχιστον [. . .] % (93). Επιπλέον, η επιβολή επιλεκτικών τιμών και στις δύο περιπτώσεις αποτελούσε μέρος μιας συστηματικής πολιτικής για να αποτραπεί η είσοδος των εισαγόμενων προϊόντων στην αγορά στην οποία κατείχαν κοινή δεσπόζουσα θέση, και για να περιοριστεί κατ' αυτόν τον τρόπο ο ήδη περιορισμένος ανταγωνισμός. Με τις προσφορές προς τους δυνητικούς πελάτες της ASI έγινε προσπάθεια να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη μίας μικρής εταιρείας η οποία εισήγαγε βιομηχανική λιανική ζάχαρη στην ιρλανδική αγορά.

(134) Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μία εταιρεία με δεσπόζουσα θέση έχει το δικαίωμα να προστατεύσει την εν λόγω θέση ανταγωνιζόμενη άλλες εταιρείες στην αγορά της. Ωστόσο, η εταιρεία με τη δεσπόζουσα θέση δεν πρέπει να προσπαθεί σκόπιμα και να πετυχαίνει τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών της. Η εν λόγω εταιρεία υπέχει ιδιαίτερη ευθύνη να μην μειώνει περαιτέρω τον ήδη περιορισμένο ανταγωνισμό στην αγορά (94). Εταιρείες με ισχυρή ή ακόμη και δεσπόζουσα θέση σε μία γεωγραφική αγορά ενδέχεται να κατέχουν διαφορετική θέση σε άλλες γεωγραφικές αγορές στις οποίες έρχονται αντιμέτωπες με μία τοπική δεσπόζουσα επιχείρηση. Ωστόσο, για να διατηρηθεί ένα σύστημα αποτελεσματικού ανταγωνισμού απαιτείται ο ανταγωνισμός που ασκούν οι επιχειρήσεις μικρής σημασίας στη γεωγραφική αγορά όπου επικρατεί μία άλλη επιχείρηση - ανεξάρτητα από τη θέση τους σε γεωγραφικές αγορές που θεωρούνται ξεχωριστές για το σκοπό της εκτίμησης μίας δεσπόζουσας θέσης - να προστατεύεται από τη συμπεριφορά της επιχείρησης με τη δεσπόζουσα θέση η οποία σκοπεύει στον αποκλεισμό τους από την αγορά όχι με μέσο τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ή την ανώτερη αποδοτικότητα αλλά την καταχρηστική εκμετάλλευση της ισχύος στην αγορά. Στην τελική απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση ECS/AKZO (95) θεωρήθηκε ότι, μία εταιρεία με μερίδιο αγοράς τουλάχιστον 50 % προβαίνει σε καταχρηστική εκμετάλλευση όταν προσφέρει επιλεκτικά χαμηλές τιμές σε πελάτες μικρού ανταγωνιστή ενώ διατηρεί σημαντικά υψηλότερες τιμές για τους δικούς της πελάτες. Η αρχή αυτή επικυρώθηκε από το Δικαστήριο. Την εποχή που η Irish Sugar προσπάθησε να περιορίσει τις εισαγωγές κατείχε πάνω από το 90 % των ιρλανδικών αγορών βιομηχανικής και λιανικής ζάχαρης.

(135) Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλες οι προαναφερθείσες πρακτικές, δηλαδή οι συνοριακές εκπτώσεις, ο περιορισμός των μεταφορών, η ανταλλαγή προϊόντος και η έκπτωση τακτικού πελάτη, είχαν κοινό στόχο, συγκεκριμένα την προστασία της θέσης της Irish Sugar στην αγορά την Ιρλανδίας. Το σωρευτικό αποτέλεσμα των εν λόγω πρακτικών συνέβαλε στον αποκλεισμό των ανταγωνιστών της από την εν λόγω αγορά. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των εν λόγω πρακτικών από την Irish Sugar και την SDL αποτελούσε καταχρηστική εκμετάλλευση της κοινής δεσπόζουσας θέσης τους.

II. Τιμές που δημιουργούν διακρίσεις σε βάρος ειδικών κατηγοριών πελατών

i) Επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης

(136) Χορηγώντας επιστροφές σε ορισμένους πελάτες, ανάλογα με τον τελικό προορισμό της ζάχαρης, η Irish Sugar εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της εισάγοντας διακρίσεις όσον αφορά την τιμή, δηλαδή, εφαρμόζοντας άνισους όρους επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, κατά την έννοια του άρθρου 86 στοιχείο γ), με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό.

(137) Καταρχήν, υφίσταται διακριτική μεταχείριση στο πλαίσιο του συστήματος επιστροφών κατά την εξαγωγή, δεδομένου ότι υπάρχουν «εξαγωγείς» οι οποίοι δεν ευνοούνται στον ίδιο βαθμό με τους άλλους, είτε διότι εξάγουν μόνο μικρό ποσοστό της παραγωγής τους είτε διότι η Irish Sugar αποφασίζει να χορηγήσει μία σχετικά χαμηλή επιστροφή κατά την εξαγωγή για το ποσοστό της παραγωγής τους το οποίο όντως εξάγουν. Ορισμένες εταιρείες κρατούν γραπτά στοιχεία όσον αφορά τις πραγματικές εξαγωγές τους ενώ για άλλες θεωρείται απλά ως δεδομένο ότι εξάγουν σε μεγάλο ποσοστό. Μολονότι η Irish Sugar ισχυρίστηκε ότι ο κύριος λόγος για το σύστημα επιστροφών κατά την εξαγωγή υπήρξαν οι νομισματικές διακυμάνσεις και οι αλλαγές σε άλλους συντελεστές κόστους για τους εξαγωγείς, τα γεγονότα αποδεικνύουν, και η Irish Sugar συμφωνεί, ότι αφού αποφασισθεί η χορήγηση επιστροφής συγκεκριμένου επιπέδου για μία εταιρεία, η επιστροφή αυτή τείνει να διατηρείται για χρόνια παρά τις αλλαγές στις σχετικές συναλλαγματικές τιμές και το κόστος των άλλων συντελεστών παραγωγής. Η Irish Sugar δήλωσε στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ότι θα «αναθεωρήσει» το σύστημα επιστροφών κατά την εξαγωγή και, για παράδειγμα, θα υποβάλλει σε λογιστικό έλεγχο τις απαιτήσεις για επιστροφές αυτού του είδους.

(138) Επιπλέον, το σύστημα επιστροφών από τη φύση του εισάγει διακρίσεις. Το γεγονός ότι η βιομηχανική ζάχαρη μεταποιείται και εξάγεται σε άλλα κράτη μέλη δεν αλλάζει το χαρακτήρα της συναλλαγής και δεν υπάρχει καμία διαφορά όσον αφορά το είδος του προϊόντος που πωλείται ή του κόστους προμήθειας για την Irish Sugar.

(139) Επιπλέον, η Irish Sugar ισχυρίστηκε ότι, κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, παρουσιάστηκε μία αύξηση όσον αφορά τον όγκο των εισαγωγών βιομηχανικών προϊόντων διατροφής στην Ιρλανδία, γεγονός που, κατά την άποψη της Irish Sugar, οφείλεται εν μέρει «στην ανάπτυξη νέων εμπορικών συμμαχιών στην Ιρλανδία . . . μεταξύ αγοραστικών ομίλων του Ηνωμένου Βασιλείου και αγοραστικών ομίλων της νότιας Ιρλανδίας, καθώς και μεταξύ αγοραστικών ομίλων της ηπειρωτικής Ευρώπης και αυτών της Ιρλανδίας. Οι εν λόγω εμπορικές αλλαγές εντατικοποίησαν σημαντικά τον ανταγωνισμό και τροποποίησαν τους όρους του εμπορίου και τις τιμές εκ μέρους μεγάλων παραγωγών ειδών διατροφής στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις αλυσίδες καταστημάτων και αγοραστικούς ομίλους του Ηνωμένου Βασιλείου. Αρχικά, αυτό συνέβαινε μέσω της Βόρειας Ιρλανδίας . . . αλλά τώρα πλέον άμεσα» (96).

Για τον λόγο αυτό, οι ιρλανδικές εταιρείες τροφίμων που προμηθεύουν την εγχώρια αγορά συμπεριλαμβανομένων, όπως παραδέχεται η Irish Sugar, των συσκευαστών ζάχαρης, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο ανταγωνισμό και περισσότερο αντίξοο περιβάλλον αγοράς. Επιπλέον, σύμφωνα με την Irish Sugar, το φαινόμενο αυτό αποτελεί μόνιμη τάση, ενώ οι συναλλαγματικές τιμές από τη φύση τους διακυμαίνονται και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ωστόσο, η μόνιμη επιλογή της Irish Sugar ήταν να επιβάλει άνισες τιμές σε βάρος των εγχώριων εταιρειών τροφίμων.

(140) Η Επιτροπή δεν αποδέχεται το επιχείρημα της Irish Sugar ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης δεν εισάγουν διακρίσεις διότι οι κατασκευαστές που επιλέγουν να πωλήσουν μόνο στην οικεία αγορά «δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση από άποψη ανταγωνισμού» (97) σε σύγκριση με τους εξαγωγείς. Η Irish Sugar αγνόησε το γεγονός ότι, σε μία οικονομία που εξάγει προς και εισάγει από άλλα κράτη μέλη, παράγοντες όπως οι νομισματικές διακυμάνσεις επηρεάζουν όλες τις εταιρείες που κατασκευάζουν εμπορεύσιμα αγαθά, είτε αυτά προορίζονται για εγχώρια χρήση είτε για εξαγωγές. Ένας «εγχώριος» πελάτης της Irish Sugar που ανταγωνίζεται μία εταιρεία από άλλο κράτος μέλος στην ιρλανδική αγορά βρίσκεται σαφώς σε μειονεκτική θέση από άποψη ανταγωνισμού συγκρινόμενος με έναν επιχορηγούμενο πελάτη «εξαγωγής» που ανταγωνίζεται με την ίδια «ξένη» εταιρεία στο οικείο κράτος μέλος της εν λόγω εταιρείας. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στη σχέση μεταξύ των πελατών της, η Irish Sugar παρέβλεψε το γεγονός ότι ενδέχεται αυτοί να βρεθούν σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τον ανταγωνισμό έναντι τρίτων.

(141) Δεύτερον, η Irish Sugar δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή έχουν ως αποτέλεσμα τη διασταυρούμενη επιδότηση ζάχαρης που προορίζεται για την ιρλανδική αγορά. Όπως ήδη σημειώθηκε, το καθεστώς επιστροφών κατά την εξαγωγή ζάχαρης εφαρμόζεται συχνά στις συνολικές αγορές ζάχαρης χωρίς να ελέγχεται ο όγκος των εξαγωγών σε κατεργασμένη μορφή. Ωστόσο, ακόμη και σε περίπτωση επαρκούς εποπτείας του συστήματος, θα παρέμενε πάντα το ενδεχόμενο της διασταυρούμενης επιδότησης. Αυτό συμβαίνει διότι, από την άποψη του πελάτη, οι αγορές του είναι ίδιες είτε προορίζονται τελικά για την οικεία αγορά είτε για εξαγωγές. Οι χορηγούμενες επιστροφές απλά συνυπολογίζονται με όλες τις αγορές στους εσωτερικούς λογαριασμούς της εταιρείας προκειμένου να βγει η μέση τιμή κόστους για τη ζάχαρη. Αυτή η τιμή κόστους της πρώτης ύλης χρησιμοποιείται για όλες τις διαδικασίες.

(142) Στην απόφαση για την υπόθεση United Brands κατά Επιτροπής (98) το Δικαστήριο χρησιμοποίησε έναν ευρύτερο ορισμό της έννοιας της μειονεκτικής θέσης στον ανταγωνισμό, διαπιστώνοντας ότι η United Brands καθόρισε την τιμή για τις πράσινες μπανάνες κατά τρόπο που εισήγαγε διακρίσεις μεταξύ των ωριμαντών/διανομέων οι οποίοι ασκούν το επάγγελμά τους σε διαφορετικά κράτη μέλη «ανάλογα με τις συνθήκες που ισχύουν σε κάθε κράτος μέλος», θέτοντας ορισμένους διανομείς/ωριμαντές σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό «ο οποίος νοθευόταν κατ' αυτόν τον τρόπο σε σχέση με αυτόν που θα έπρεπε να είναι». Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο καταδίκασε την πρακτική του άνισου καθορισμού τιμών με βάση γεωγραφικά κριτήρια που εφάρμοζε η United Brands, παρά την ύπαρξη διαφορετικών όρων αγοράς στα διάφορα κράτη μέλη στα οποία οι εν λόγω αγοραστές ασκούσαν δραστηριότητα.

(143) Το σύστημα επιστροφών κατά την εξαγωγή έχει επιπλέον ως αποτέλεσμα οι συσκευαστές ζάχαρης να μειονεκτούν στον ανταγωνισμό σε σχέση με την Irish Sugar στο επίπεδο μεταπώλησης, και για το λόγο αυτό περιέχει στοιχεία των κάθετων ανισότητων που διαπιστώθηκαν μεταξύ των διανομέων/ωριμαντών και της UBC στη απόφαση Chiquita (99) της Επιτροπής. Στην περίπτωση αυτή, συγκρίνοντας τους πελάτες της μόνο μεταξύ τους, η Irish Sugar παρέβλεψε την ανταγωνιστική σχέση τους με τρίτους, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της Irish Sugar.

(144) Επιπλέον, ο άνισος χαρακτήρας του καθεστώτος επιστροφών κατά την εξαγωγή τονίζεται από το γεγονός ότι δεν εναρμονίζεται με τους στόχους του κοινού καθεστώτος ζάχαρης. Όπως τόνισε και η ίδια η Irish Sugar, η Ιρλανδία αντιμετωπίζεται ως ελλειμματική περιοχή από το καθεστώς ζάχαρης, και η τιμή παρέμβασης για τη ζάχαρη είναι υψηλότερη προκειμένου να ενισχυθούν οι εισαγωγές ζάχαρης. Ωστόσο, οι επιστροφές κατά την εξαγωγή που χορηγεί η εταιρεία ενδέχεται να στρεβλώσουν το καθεστώς επιδοτώντας τις εξαγωγές ζάχαρης εκτός της Ιρλανδίας σε άλλα κράτη μέλη, λειτουργώντας ως φραγμός στις εισαγωγές και αυξάνοντας την απομόνωση της εθνικής αγοράς.

ii) Ενεργή εισαγωγή διακρίσεων σε βάρος ανταγωνιστών στον τομέα της συσκευασίας

Καθορισμός τιμών για τη βιομηχανική ζάχαρη

(145) Μολονότι το σύστημα της Irish Sugar όσον αφορά τις επιστροφές κατά την εξαγωγή δεν έχει ενδεχομένως ως κύριο στόχο την εισαγωγή διακρίσεων σε βάρος των ανταγωνιστών της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης, το σύστημα των πρόσθετων εκπτώσεων στρέφεται ενεργά εναντίον τους. Η Irish Sugar όχι μόνο εφαρμόζει άνισους όρους για ισοδύναμες παροχές αλλά δεν έχει και κανένα επιχείρημα που να μην φαίνεται ως μία εκ των υστέρων προσπάθεια να δικαιολογήσει αυτή την εισαγωγή διακρίσεων σε βάρος των ανταγωνιστών της. Οι λόγοι που προέβαλε η Irish Sugar για να εξηγήσει τη χορήγηση εκπτώσεων σε νέες και γρήγορα αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις θα ίσχυαν τουλάχιστον σε δύο περιπτώσεις.

(146) Η Irish Sugar ισχυρίστηκε ότι η μη προσφορά εκπτώσεων στις εταιρείες συσκευασίας ζάχαρης δεν αποτελούσε καταχρηστική εκμετάλλευση διότι οι εν λόγω εταιρείες «δεν περιέρχονται σε μειονεκτική θέση από άποψη ανταγωνισμού σε σχέση με άλλους βιομηχανικούς πελάτες, δεδομένου ότι οι εταιρείες συσκευασίας δεν αποτελούν ανταγωνιστές τους» (100). Η Irish Sugar παραβλέπει την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση United Brands κατά Επιτροπής (101) ότι για να κριθεί εάν μια εταιρεία έχει εισαγάγει διακρίσεις, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης μεταξύ του προμηθευτή και του αρχικού αγοραστή, και όχι στην αγορά στην οποία κινείται ο αγοραστής. Οι εταιρείες συσκευασίας ζάχαρης αγόραζαν ακριβώς το ίδιο προϊόν, βιομηχανική ζάχαρη, από την Irish Sugar όπως και οι άλλοι πελάτες της με τους ίδιους τυποποιημένους όρους πώλησης και παράδοσης.

(147) Επιπλέον, στην απόφασή της για την υπόθεση Napier Brown/British Sugar (102) η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η British Sugar, αρνούμενη να προμηθεύσει στη Napier Brown μόνο ζάχαρη από τεύτλα, για την οποία η εταιρεία αυτή θα ελάμβανε μία κοινοτική έκπτωση αποθεματοποίησης με αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής κόστους, εισήγαγε διακρίσεις σε βάρος της σε σχέση με πελάτες (σε τομείς άλλους από αυτόν της συσκευασίας ζάχαρης), οι οποίοι είχαν εξασφαλισμένο τον εφοδιασμό τους σε ζάχαρη από τεύτλα. Η Επιτροπή έκρινε ότι, με την άρνησή της να προμηθεύσει στη Napier Brown μόνο ζάχαρη από τεύτλα (με αποτέλεσμα να αυξάνεται πραγματικά η σχετική τιμή της ζάχαρης), την οποία προμήθευε σε συσκευαστές που δεν ανήκαν στον τομέα της ζάχαρης, η British Sugar εφάρμοζε «άνισους όρους για ισοδύναμες παροχές έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση».

(148) Αντίθετα, η απόψη ότι οι ανταγωνιστές στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης δεν περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα ότι οι προμηθευτές με δεσπόζουσα θέση έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν μονομερείς αποφάσεις σχετικά με τους όρους του ανταγωνισμού και τις σχετικές αγορές προϊόντος στις οποίες κινούνται οι πελάτες τους, να προσδιορίζουν τη δυνατότητα υποκατάστασης των διαφορετικών προϊόντων που παράγουν οι πελάτες τους, τους οποίους και να υποδιαιρούν σε διαφορετικές κατηγορίες τιμών με βάση αυτά τα κριτήρια. Οι τιμές που καθορίζονται σε μία αυθαίρετα προσδιορισθείσα κατηγορία δεν χρειάζεται, θεωρητικά, να έχουν καμία σχέση, από άποψη όγκου πωλήσεων ή κόστους παράδοσης, με τις τιμές στις άλλες κατηγορίες.

(149) Ως εταιρεία με δεσπόζουσα θέση, ανεξάρτητα από τους λόγους για τους οποίους κατέχει την εν λόγω θέση, η Irish Sugar δεν πρέπει «να παρεμποδίζει την ανάπτυξη του ανταγωνισμού που εξακολουθεί να υφίσταται σε μία αγορά, στην οποία λόγω της παρουσίας της εν λόγω επιχείρησης, ο ανταγωνισμός έχει εξασθενίσει» [Hoffmann La-Roche κατά Επιτροπής, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Tetrapak (103)]. Το σύστημα εκπτώσεων της Irish Sugar αποτελεί σαφώς καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της.

(150) Επιπλέον, μολονότι δεν υπάρχει καμία έννομη υποχρέωση για μία εταιρεία με δεσπόζουσα θέση να χρεώνει ίδιες τιμές ή να δημοσιοποιεί τους όρους της, η παντελής έλλειψη διαφάνειας σε όλο το σύστημα εκπτώσεων της Irish Sugar, συμπεριλαμβανομένων των επιστροφών κατά την εξαγωγή, στο οποίο ούτε η κλίμακα των εκπτώσεων ούτε οι ποσότητες συναρτήσει των οποίων αυτές χορηγούνται δεν είναι ενιαίες και δεν κοινοποιούνται εγγράφως στους πελάτες μπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης της. Στην υπόθεση Michelin ο μη αντικειμενικός (δηλαδή μη συγκρίσιμος μεταξύ των πελατών) και προφορικός χαρακτήρας ad-hoc του συστήματος εκπτώσεων της εταιρείας θεωρήθηκε από την Επιτροπή ότι εισάγει διακρίσεις. Επιπλέον, ο γενικός εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρακτική χορήγησης πριμ και εκπτώσεων που καθορίζονται σε ατομική βάση, και ως εκ τούτου δεν ανακοινώνονται κατά ενιαίο τρόπο σε όλους τους μεταπωλητές εκ των προτέρων, καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ μεταπωλητών και αποτελεί από μόνη της καταχρηστική εκμετάλλευση κατά την έννοια του άρθρου 86 (104). Το μεταβλητό και αδιαφανές σύστημα εκπτώσεων παρέχει εύκολα την ευκαιρία στην Irish Sugar να περιορίσει τον ήδη περιορισμένο ανταγωνισμό στην αγορά βιομηχανικής ζάχαρης στην Ιρλανδία.

Εκπτώσεις στόχου και επιλεκτικός καθορισμός τιμών

(151) Την άνοιξη του 1994 η Irish Sugar πρόσφερε στους σημαντικότερους χονδρεμπόρους ειδών διατροφής στην Ιρλανδία εκπτώσεις εφόσον κατόρθωναν να αυξήσουν τις αγορές τους σε ζάχαρη Suicra ενός κιλού εντός τριών μηνών. Η περίοδος αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό της αύξησης ήταν από τον Απρίλιο έως το Σεπτέμβριο του 1993. Τον Οκτώβριο του 1994 προσφέρθηκε στους εμπόρους χονδρικής πώλησης μία νέα έκπτωση βάσει στόχου για τη ζάχαρη Siucra χρησιμοποιώντας την ίδια περίοδο αναφοράς. Στις αρχές του Δεκεμβρίου 1994 η Irish Sugar προσέφερε στην σημαντική αλυσίδα καταστημάτων λιανικής πώλησης [. . .] μία έκπτωση βάσει στόχου ή ένα «κίνητρο» για να επιτύχει τη συμφωνηθείσα αύξηση των αγορών της όσον αφορά τη ζάχαρη Siucra ενός κιλού το 1995, την εποχή όπου η Irish Sugar ανταγωνιζόταν την Burcom για την προμήθεια ζάχαρης ενός κιλού με δικό της σήμα στην αλυσίδα καταστημάτων [. . .]. Το γεγονός ότι τελικά η Burcom σταμάτησε τις συναλλαγές στα μέσα του Δεκεμβρίου δεν μειώνει το γεγονός ότι την εποχή που χορηγήθηκαν οι εκπτώσεις στόχου η Irish Sugar ανταγωνιζόταν την Burcom για την [. . .], και ότι το πιθανό αποτέλεσμα της έκπτωσης θα ήταν η [. . .] να αποκτήσει δεσμό εξάρτησης από την Irish Sugar. Το 1995 η Irish Sugar προσέφερε έκπτωση στόχου στον όμιλο [. . .], ένα σημαντικό πελάτη της Gem Pack, πάλι για διάστημα ενός χρόνου. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι έκτοτε η Irish Sugar σταμάτησε να προσφέρει εκπτώσεις στόχου.

(152) Η χορήγηση εκπτώσεων από μία εταιρεία με δεσπόζουσα θέση, υπό την προϋπόθεση να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι που υπερβαίνουν τον προηγούμενο όγκο αγορών, συνιστά παράβαση του άρθρου 86, δεδομένου ότι η εν λόγω πρακτική αποσκοπεί αφενός στη δημιουργία δεσμού εξάρτησης των πελατών από την εταιρεία με τη δεσπόζουσα θέση και αφετέρου στην παρεμβολή εμποδίων ώστε οι ανταγωνιστές της να μην εισέλθουν στην αγορά. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Michelin κατά Επιτροπής (105), το αποτέλεσμα της εν λόγω πρακτικής ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τις μεγάλες διαφορές μεταξύ του μεριδίου της αγοράς που κατέχει η εταιρεία με τη δεσπόζουσα θέση και των μεριδίων των ανταγωνιστών της. Επιπλέον, δεδομένου ότι πέντε εγχώριοι ανταγωνιστές κυκλοφόρησαν στην αγορά νέα λιανικά προϊόντα το καλοκαίρι του 1993 (δηλαδή μετά την έναρξη της περιόδου αναφοράς για τις εκπτώσεις του 1984 στους χονδρέμπορους), οι εκπτώσεις συναρτήσει του όγκου που χορήγησε η Irish Sugar την άνοιξη του 1994 και τον Οκτώβριο του 1994 βάσει των αγορών κατά τη διάρκεια του προηγούμενου καλοκαιριού, πρέπει να είχαν στενή σχέση με τις συνολικές απαιτήσεις των πελατών όσον αφορά τη λιανική ζάχαρη. Οι μόνοι άλλοι συσκευαστές ζάχαρης στην λιανική αγορά πριν τα μέσα του 1993 είχαν μερίδιο περίπου [. . .] των πωλήσεων. Η ίδια η Irish Sugar παρατήρησε ότι οι πελάτες χονδρικής πώλησης δημιούργησαν αποθέματα ζάχαρης Suicra ενός κιλού κατά τη διάρκεια των εκπτώσεων της άνοιξης του 1994 και στη συνέχεια μείωσαν τις αγορές τους όσον αφορά τη ζάχαρη ενός κιλού. Η εν λόγω αποθεματοποίηση πρέπει να επηρέασε αρνητικά τις αγορές από τους ανταγωνιστές της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης.

(153) Το γεγονός ότι οι εκπτώσεις εξαρτώνται από την επίτευξη στόχων που αφορούν τον όγκο αγορών σημαίνει ότι δεν συνιστούν εκπτώσεις βάσει ποσότητας, που υπό κανονικές συνθήκες είναι αποδεκτές. Οι εκπτώσεις βάσει της ποσότητας χορηγούνται όσον αφορά την κάθε παραγγελία ξεχωριστά (δηλαδή ανεξάρτητα από τις αγορές του πελάτη στη διάρκεια συγκεκριμένης χρονικής περιόδου) και σε ανταπόδοση για την εξοικονόμηση κόστους που πέτυχε ο προμηθευτής. Αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση των εκπτώσεων που χορήγησε η Irish Sugar σε ορισμένους πελάτες βάσει μεμονωμένων εβδομαδιαίων, μηνιαίων η ετήσιων στόχων. Οι εκπτώσεις στόχου αυτού του είδους θεωρούνται ως καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης κατά την έννοια του άρθρου 86.

(154) Οι εν λόγω εκπτώσεις στόχου συνιστούσαν επίσης διάκριση μεταξύ των διαφορετικών πελατών, δεδομένου ότι εξαρτώνται από τις ποσοστιαίες αυξήσεις των αγορών και όχι τον απόλυτο όγκο των αγορών. Επιπλέον, το μέγεθος της έκπτωσης στόχου κυμαινόταν ανάλογα με τον πελάτη. Οι εκπτώσεις βάσει στόχου που προσφέρθηκαν σε συγκεκριμένους πελάτες των ανταγωνιστών της Irish Sugar στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης, όπως η [. . .] και η [. . .], εισήγαγαν επίσης διακρίσεις λόγω του επιλεκτικού τους χαρακτήρα όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών. Όπως αναφέρεται στην απόφαση Michelin κατά Επιτροπής (106), μία εταιρεία με δεσπόζουσα θέση υπέχει ιδιαίτερη ευθύνη να μην περιορίζει περισσότερο τον υφιστάμενο ακόμη στην αγορά ανταγωνισμό. Προσφέροντας στους πελάτες των μικρότερων ανταγωνιστών τις τιμές που δεν ήταν γενικά διαθέσιμες, η Irish Sugar αγνόησε επιδεικτικά την εν λόγω ευθύνη. Οι εκπτώσεις στόχου που προσφέρθηκαν σε όλους τους χονδρέμπορους το 1994 και σε συγκεκριμένους πέλατες των ανταγωνιστών της το 1994 και το 1995 αποτελούσαν μέρος μίας πολιτικής της Irish Sugar να περιορίσει την ανάπτυξη του ανταγωνισμού εκ μέρους των εγχώριων επιχειρήσεων στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης.

Δ. Επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών

(155) Στην υπόθεση Sociιtι Technique Miniθre κατά Maschinenbau Ulm, το Δικαστήριο δήλωσε ότι μια συμφωνία για να είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών πρέπει «. . . βάσει αντικειμενικών νομικών και πραγματικών στοιχείων, να επιτρέπει να θεωρηθεί σε επαρκή βαθμό πιθανότητα ότι μπορεί να ασκήσει επιρροή, έμμεση ή άμεση, πραγματική ή δυνητική, στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, δικαιολογώντας το φόβο ότι μπορεί να εμποδίσει την πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών» (107).

(156) Από την άποψη αυτή θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι πράξεις καταχρηστικής εκμετάλλευσης, που προαναφέρθηκαν, στις οποίες προέβησαν η Irish Sugar ή/και SDL προκειμένου να προστατεύσουν την οικεία αγορά τους από τις εισαγωγές είχαν ως στόχο και αποτέλεσμα να προστατεύσουν τη θέση τους ως μοναδικών παραγωγών ζάχαρης στην Ιρλανδία από τον ανταγωνισμό της εισαγόμενης ή επανεισαγόμενης ζάχαρης από τη Βόρεια Ιρλανδία και τη Γαλλία. Συγκεκριμένα, οι πιέσεις που ασκήθηκαν στη ναυτιλιακή εταιρεία B& I, η έκπτωση τακτικού πελάτη που χορηγήθηκε στην ADM και η ανταλλαγή της ζάχαρης Eurolux με τη ζάχαρη Siucra επηρεάσαν τον όγκο των εισαγωγών ζάχαρης από τη Γαλλία, ενώ οι συνολικές εκπτώσεις επηρέασαν την επανεισαγωγή ζάχαρης από τη Βόρεια Ιρλανδία. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω πρακτικές συνιστούν καταχρηστική εκμετάλλευση και επηρέασαν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 86.

(157) Η πρακτική της Irish Sugar να χορηγεί εκπτώσεις για τις εξαγωγές επεξεργασμένης ζάχαρης σε άλλα κράτη μέλη είναι πιθανόν να στρεβλώσει το εμπόριο τόσο της βιομηχανικής ζάχαρης όσο και των επεξεργασμένων ειδών διατροφής που περιέχουν σημαντική ποσότητα ζάχαρης, και κατ' αυτό τον τρόπο να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

(158) Οι προσπάθειες της Irish Sugar να περιορίσει τον ανταγωνισμό των άλλων εταιρειών συσκευασίας ζάχαρης επηρέασαν επίσης το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Από τις εταιρείες συσκευασίας ζάχαρης που άρχισαν να ανταγωνίζονται την Irish Sugar στα μέσα του 1993, μία (ASI) χρησομοποιούσε μόνο εισαγόμενη ζάχαρη, μία (Burcom) χρησιμοποιούσε εισαγόμενη ζάχαρη και ζάχαρη της Irish Sugar και οι υπόλοιπες χρησιμοποιούσαν μόνο ζάχαρη της Irish Sugar. Οι συνολικές προσπάθειες της Irish Sugar να παρεμποδίσει την ανάπτυξη του ανταγωνισμού στη λιανική αγορά της Ιρλανδίας, (όπως στην υπόθεση Napier Brown/British Sugar) με στόχο ή αναμενόμενο αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά, ενδέχεται να επηρεάσουν τη δομή του ανταγωνισμού και του εμπορίου στην κοινή αγορά, και ως εκ τούτου το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 86.

Ε. Εκτίμηση

(159) Η Irish Sugar είναι η μόνη εταιρεία επεξεργασίας ζάχαρης στην Ιρλανδία και καθόλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου είχε τουλάχιστον το 90 % της αγοράς βιομηχανικής ζάχαρης και το 88 % της λιανικής αγοράς ζάχαρης στην Ιρλανδία. Καθόλη τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου οι τιμές και στις δύο αγορές υπήρξαν οι υψηλότερες στην Κοινότητα. Κατά συνέπεια, οι πρακτικές που εφάρμοσαν η Irish Sugar και η SDL για να περιορίσουν τον ανταγωνισμό των εισαγωγών βιομηχανικής και λιανικής ζάχαρης καθώς και η πολιτική της Irish Sugar να επιδοτεί τις εξαγωγές επεξεργασμένης ζάχαρης από την Ιρλανδία και να περιορίζει τον ανταγωνισμό των εγχώριων εταιρειών συσκευασίας ζάχαρης περιόρισαν σε σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό επηρεάζοντας το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΑΡΙΘ. 17

(160) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού αριθ. 17, αν η Επιτροπή διαπιστώσει, κατόπιν αιτήσεως ή αυτεπαγγέλτως, παράβαση του άρθρου 85 ή του άρθρου 86 της συνθήκης, δύναται να υποχρεώσει με απόφαση τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση.

(161) Όσον αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν κατά την περίοδο 1985-1990 για να περιορισθούν οι εισαγωγές ζάχαρης από άλλα κράτη μέλη, η Επιτροπή δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι εν λόγω πρακτικές συνεχίζονται. Όσον αφορά αφενός τις διακρίσεις κατά τον καθορισμό τιμών για τη βιομηχανική ζάχαρη, είτε για να επιδοτηθούν οι εξαγωγές ζάχαρης είτε για να περιέλθουν σε μειονεκτική θέση οι ανταγωνιστές της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης, και αφετέρου την πολιτική επιλεκτικού καθορισμού τιμών, συμπεριλαμβανομένων των εκπτώσεων στόχου, για τους πελάτες των ανταγωνιστών της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης λιανικής πώλησης, υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω πρακτικές συνεχίζονται. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή πρέπει να ζητήσει από την Irish Sugar να παύσει τις εν λόγω παραβάσεις, εάν δεν το έχει ήδη πράξει, και στο εξής να μην συνάπτει συμφωνίες ούτε να εφαρμόζει τακτικές που ενδέχεται να έχουν το ίδιο ή ανάλογο αντικείμενο ή αποτέλεσμα.

(162) Κρίνεται επίσης απαραίτητο να ζητηθεί από την Irish Sugar να γνωστοποιεί στην Επιτροπή σε τακτά χρονικά διαστήματα τις επακριβείς τιμές που χρέωσε στους πελάτες της για τη βιομηχανική και λιανική ζάχαρη καθώς και τις επακριβείς ποσότητες ζάχαρης που πώλησε στους εν λόγω πελάτες, ώστε η επιτροπή να μπορεί να παρακολουθεί τη συμμόρφωση της Irish Sugar με την απόφαση. Η υποχρέωση της Irish Sugar να μην επιβάλλει επιλεκτικές ή άνισες τιμές ισχύει επ' αόριστο, αλλά θεωρείται σκόπιμο να περιοριστεί η περίοδος κατά την οποία η Irish Sugar θα πρέπει να υποβάλει τα εν λόγω επακριβή στοιχεία σε τρία έτη.

ΑΡΘΡΟ 15 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΑΡΙΘ. 17

(163) Βάσει του άρθρου 15 του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει στις επιχειρήσεις που έχουν παραβεί το άρθρο 86, πρόστιμο ύψους μέχρι ενός εκατομμυρίου Ecu ή μέχρι ποσοστού 10 % του κύκλου εργασιών της επιχείρησης κατά το προηγούμενο έτος, ανάλογα με το ποιό ποσό είναι το μεγαλύτερο. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης.

(164) Σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (108), το δικαίωμα της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα ή κυρώσεις για πραβάσεις του άρθρου 86 υπόκειται σε προθεσμία παραγραφής πέντε ετών. Η παράγραφος 2 του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα που διαπράχθηκε η παράβαση. Το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2988/74 ορίζει ότι κάθε πράξη της Επιτροπής η οποία αποσκοπεί στη διενέργεια ανακρίσεως ή στη δίωξη της παραβάσεως επιφέρει διακοπή της παραγραφής. Πράξεις που επιφέρουν διακοπή της παραγραφής είναι, μεταξύ άλλων, οι έλεγχοι που διενεργούνται βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού αριθ. 17. Το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κανονισμού ορίζει ότι η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από το τέλος κάθε διακοπής.

(165) Στις 25 και 26 Σεπτεμβρίου 1990 η Επιτροπή διενήργησε έλεγχο στα κεντρικά γραφεία της Irish Sugar στο Δουβλίνο. Στις 7 και 8 Φεβρουαρίου 1991 πραγματοποιήθηκε έλεγχος στα γραφεία της SDL στο Δουβλίνο και στις 13 Φεβρουαρίου 1991 στο γραφείο του κ. McKinney στο Μπέλφαστ. Στις 16 Ιανουαρίου 1995 η Επιτροπή διενήργησε έλεγχο στα γραφεία της Greencore στο Δουβλίνο και της Irish Sugar στο Carlow.

(166) Με βάση τα αποτέλεσματα του ελέγχου θα αποφασιστεί ποιές συγκεκριμένες πράξεις της Irish Sugar και της SDL μπορούν να ληφθούν υπόψη για την επιβολή προστίμου. Επιβολή προστίμου, για παράδειγμα, δεν προβλέπεται για τον περιορισμό των μεταφορών. Η συγκεκριμένη ενέργεια τοποθετείται χρονολογικά περί τον Ιούλιο-Αύγουστο 1985.

(167) Η άλλη καταχρηστική συμπεριφορά της Irish Sugar ή/ και της SDL, δηλαδή η ανταλλαγή προϊόντος και η έκπτωση τακτικού πελάτη, οι συνοριακές εκπτώσεις, οι εκπτώσεις κατά την εξαγωγή ζάχαρης, οι διακρίσεις σε βάρος των ανταγωνιστών στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης, οι εκπτώσεις στόχου και ο επιλεκτικός καθορισμός των τιμών, δεν περιορίζεται χρονικά για λόγους επιβολής προστίμου. Με τη συμπεριφορά της αυτή η Irish Sugar προσπάθησε να διατηρήσει ή να ενισχύσει τη δεσπόζουσα θέση της και κατά την περίοδο πριν το Φεβρουάριο του 1990 η Irish Sugar και η SDL προσπάθησαν, με αυτή τη συμπεριφορά τους, να διατηρήσουν την κοινή δεσπόζουσα θέση τους. Επιπλέον, οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού έχουν αναπτυχθεί αρκετά από προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής, του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, ή προκύπτουν σαφώς από τις διατάξεις της συνθήκης ΕΚ για τους τομείς όπου εκδηλώθηκαν οι εν λόγω καταχρήσεις, ώστε η Irish Sugar ή/και η SDL θα πρέπει να γνώριζαν τον παράνομο χαρακτήρα των πράξεών τους. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή θεωρεί ότι η Irish Sugar εκ προθέσεως ή τουλάχιστον εξ αμελείας καταχράστηκε της δεσπόζουσας θέσης της και ότι, πριν το Φεβρουάριο του 1990 , η Irish Sugar και η SDL εκ προθέσεως ή τουλάχιστον εξ αμελείας καταχράστηκαν της κοινής δεσπόζουσας θέσης τους. Για το λόγο αυτό η Επιτροπή προτίθεται να επιβάλει πρόστιμο στην Irish Sugar για τις παραβάσεις της και για τις παραβάσεις της SDL πριν το Φεβρουάριο του 1990.

Για τον καθορισμό του προστίμου στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή θα λάβει ιδίως υπόψη της τους ακόλουθους παράγοντες:

Σοβαρότητα της παράβασης

- Όλες οι εν λόγω σημαντικές καταχρήσεις αποσκοπούσαν στα ίδια αποτελέσματα 7 συγκεκριμένα, να περιορίσουν σοβαρά ή ακόμη και να καταργήσουν τον ανταγωνισμό είτε από την εισαγόμενη ζάχαρη που έχει παραχθεί σε άλλα κράτη μέλη είτε από τις επανεισαγωγές της δικής της ζάχαρης ή της ζάχαρης που έχει συσκευασθεί από ανταγωνιστές της. Μολονότι η Επιτροπή δέχεται ότι, όπως αποδεικνύεται από τα γραπτά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο φάκελό της, η ανταλλαγή προϊόντος αφορούσε μόνο μικρές ποσότητες.

- Η ζάχαρη αποτελεί σημαντικό συστατικό στοιχείο των βιομηχανικά παραγόμενων ειδών διατροφής και στη λιανική της μορφή χρησιμοποιείται συχνά από κάθε νοικοκυριό, με αποτέλεσμα οι συνέπειες μίας περιοριστικής του ανταγωνισμού συμπεριφοράς να έχουν γενικότερο αντίκτυπο.

- Η Irish Sugar είναι ο κύριος προμηθευτής ζάχαρης στην Ιρλανδία και προστάτευσε ενεργά την «οικεία αγορά» κατά οποιασδήποτε μορφής ανταγωνισμού από τις εισαγωγές. Η Irish Sugar εφάρμοσε μία πρακτική άνισου καθορισμού τιμών, που είχε ως αποτέλεσμα την επιδότηση των εξαγωγών ζάχαρης στα άλλα κράτη μέλη και τη στρέβλωση της κοινής αγοράς. Επίσης, προσπάθησε να αυτοπροστατευθεί από τους ανταγωνιστές της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης ανεξάρτητα από το εάν αυτοί χρησιμοποιούσαν εισαγόμενη ζάχαρη ή βιομηχανική ζάχαρη της ίδιας της Irish Sugar.

- Μέσω των εν λόγω παραβάσεων η Irish Sugar μπόρεσε να διατηρήσει ένα σημαντικά υψηλότερο επίπεδο τιμών για τη λιανική ζάχαρη στην Ιρλανδία από ό,τι στα άλλα κράτη μέλη, κυρίως στη Βόρεια Ιρλανδία, και πέτυχε οι τιμές εργοστασίου της, ιδίως για τη ζάχαρη «εγχώριας» κατανάλωσης, να παραμείνουν μεταξύ των υψηλότερων στην Κοινότητα, σε βάρος τόσο των βιομηχανικών όσο και των τελικών καταναλωτών στην Ιρλανδία.

Διάρκεια της παράβασης

- Η ανταλλαγή προϊόντος και η χορήγηση έκπτωσης τακτικού πελάτη έλαβαν χώρα το 1988, όταν η Irish Sugar και η SDL καταχρώντο της κοινής δεσπόζουσας θέσης τους στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τις εισαγωγές ζάχαρης από τη Γαλλία.

- Οι συνοριακές εκπτώσεις ίσχυαν για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα κατά την περίοδο 1986-1988, όταν η Irish Sugar και η SDL καταχρώντο της κοινής δεσπόζουσας θέσης τους στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τις εισαγωγές ζάχαρης από τη Βόρεια Ιρλανδία.

- Όσον αφορά τις τιμές, η άνιση μεταχείριση των ανταγωνιστών στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης υφίσταται από τα μέσα του 1993, όταν διάφορες εταιρείες άρχισαν να ανταγωνίζονται την Irish Sugar στη λιανική αγορά. Οι εκπτώσεις στόχου και ο επιλεκτικός καθορισμός τιμών εντάσσονται επίσης σε μία πολιτική περιορισμού του ανταγωνισμού που ασκούν οι άλλες επιχειρήσεις συσκευασίας ζάχαρης και έλαβαν χώρα σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές μετά το 1993.

- Οι επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης υφίστανται ήδη πριν από το 1985 και η Irish Sugar ανέφερε ότι το σύστημα άρχισε να εφαρμόζεται στη δεκαετία του 1970.

Εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού

- Η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης αποτελεί σοβαρή παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού, όπως έχει αναγνωρίσει σε διάφορες περιπτώσεις το Δικαστήριο. Η Irish Sugar ή/και η SDL θα πρέπει να γνώριζαν τον παράνομο χαρακτήρα των πράξεων τους.

- Η μητρική εταιρεία Greencore της Irish Sugar εξέδωσε το Σεπτέμβριο του 1992 εγχειρίδιο συμμόρφωσης προς τους κανόνες τους ανταγωνισμού για τους υπαλλήλους της, στο οποίο καθίσταται σαφές ότι ορισμένες πρακτικές, όπως ο άνισος καθορισμός τιμών και η χορήγηση εκπτώσεων τακτικού πελάτη «η άλλων παρόμοιων εκπτώσεων» από μία εταιρεία με δεσπόζουσα θέση, ενδέχεται να είναι παράνομες. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη του εγχειριδίου, οι επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης, η εισαγωγή διακρίσεων κατά τον καθορισμό των τιμών σε βάρος των ανταγωνιστών στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης, ο επιλεκτικός καθορισμός τιμών και οι εκπτώσεις στόχου είτε συνεχίστηκαν είτε άρχισαν να εφαρμόζονται από τους υπαλλήλους της Greencore το Σεπτέμβριο του 1992.

Σχετικά εμπορικά στοιχεία

- Στο τέλος του έτους που έληγε στις 27 Σεπτεμβρίου 1996 η Irish Sugar πραγματοποίησε κύκλο εργασιών 134,7 εκατομμυρίων ιρλανδικών λιρών (29 % του συνολικού κύκλου εργασιών της Greencore και κέρδος εκμετάλλευσης 27,2 εκατομμυρίων ιρλανδικών λιρών (56 % του συνολικού κέρδους εκμετάλλευσης της Greencore). Το 80 % περίπου των πωλήσεων της Irish Sugar πραγματοποιείται στο εσωτερικό της Ιρλανδίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Η Irish Sugar plc παραβίασε το άρθρο 86 της συνθήκης ΕΚ χρησιμοποιώντας - στο πλαίσιο μίας σταθερής και ολοκληρωμένης πολιτικής για την προστασία της θέσης της στην αγορά ζάχαρης στην Ιρλανδία - μεθόδους διαφορετικές από εκείνες που διέπουν ένα φυσιολογικό ανταγωνισμό των προϊόντων και των υπηρεσιών βάσει των παροχών των επιχειρηματιών, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η διατήρηση ή η ανάπτυξη του ανταγωνισμού που υπάρχει ακόμη στην αγορά. Για το σκοπό αυτό, η Irish Sugar plc (ή/και η Sugar Distributors Limited κατά την περίοδο πριν το Φεβρουάριο 1990) εφάρμοσε τις ακόλουθες πρακτικές καταχρηστικής εκμετάλλευσης στην αγορά κρυσταλλικής ζάχαρης για λιανική και βιομηχανική πώληση στην Ιρλανδία:

1. κατά την περίοδο 1986-1988 χορήγησε ειδική έκπτωση σε ορισμένους λιανοπωλητές εγκατεστημένους στη συνοριακή περιοχή με τη Βόρεια Ιρλανδία («συνοριακή έκπτωση») και χορήγησε επιλεκτικά χαμηλές τιμές στους πελάτες ενός εισαγωγέα γαλλικής ζάχαρης 7

2. το 1988 συμφώνησε με ένα χονδρέμπορο και ένα λιανοπωλητή την ανταλλαγή προϊόντων λιανικής ζάχαρης ανταγωνιστή της, δηλαδή της ζάχαρης Eurolux σε συσκευασία ενός κιλού της Compagnie franηaise de Sucrerie, με δικά της προϊόντα 7

3. το 1988 χορήγησε σε δυνητικό πελάτη ανταγωνιστή της έκπτωση τακτικού πελάτη, δηλαδή, μία έκπτωση υπό τον όρο ότι ο πελάτης θα κάλυπτε πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες του σε ζάχαρη λιανικής πώλησης αγοράζοντας από την Irish Sugar plc 7

4. κατά την περίοδο από (τουλάχιστον) το 1985 εφάρμοσε ένα σύστημα «επιστροφών κατά την εξαγωγή ζάχαρης», δηλαδή επιστροφές που χορηγούνται για τη ζάχαρη που εξάγεται σε επεξεργασμένη μορφή σε άλλα κράτη μέλη, με αποτέλεσμα να γίνονται διακρίσεις σε βάρος των πελατών βιομηχανικής ζάχαρης οι οποίοι προμηθεύουν την εγχώρια ιρλανδική αγορά 7

5. από το 1993 καθορίζει τις τιμές κατά τρόπο που εισάγει διακρίσεις σε βάρος των ανταγωνιστών της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης οι οποίοι προμηθεύονταν ή προμηθεύονται τη βιομηχανική ζάχαρή τους από την Irish Sugar plc 7

6. από το 1993 ακολουθεί μία πολιτική η οποία επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των άλλων ιρλανδών συσκευαστών ζάχαρης στη λιανική αγορά ζάχαρης, ιδίως:

i) χορηγώντας, για ορισμένα χρονικά διαστήματα το 1994, εκπτώσεις σε ομίλους χονδρικής πώλησης στην Ιρλανδία υπό τον όρο αυτοί να αυξήσουν τις αγορές τους λιανικής ζάχαρης από την Irish Sugar plc και με αποτέλεσμα οι εν λόγω όμιλοι να αποκτήσουν σχέση εξάρτησης από την Irish Sugar plc γεγονός που έβλαψε τους ανταγωνιστές της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης,

ii) χορηγώντας, το Δεκέμβριο του 1994 και τον Φεβρουάριο του 1995, επιλεκτικές εκπτώσεις σε ορισμένους πελάτες των ανταγωνιστών της στον τομέα συσκευασίας ζάχαρης υπό τον όρο ότι οι εν λόγω πελάτες θα αγόραζαν μεγαλύτερες ποσότητες λιανικής ζάχαρης από την Irish Sugar plc σε διάστημα δώδεκα μηνών, με στόχο να περιορισθεί κατ' αυτόν τον τρόπο ο ανταγωνισμός των άλλων εταιρειών στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης.

Άρθρο 2

Για τις παραβάσεις που περιγράφονται στο άρθρο 1 επιβάλλεται στην Irish Sugar plc πρόστιμο ύψους 8 800 000 Ecu.

Το πρόστιμο θα πληρωθεί σε Ecu εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης με κατάθεση στον τραπεζικό λογαρισμό αριθ. 310-0933000-43 της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Banque Bruxelles Lambert, Agence Europιenne, Rond Point Schumann 5, B-1040 Βρυξέλλες. Μετά τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, παράγονται αυτόματα τόκοι υπολογιζόμενοι βάσει του επιτοκίου που εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα για τις συναλλαγές σε Ecu την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η παρούσα απόφαση προσαυξημένου κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες, συγκεκριμένα 7,5 %.

Άρθρο 3

Η Irish Sugar plc παύει αμέσως τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημεία 4, 5 και 6, στο βαθμό που δεν το έχει ήδη πράξει.

Η Irish Sugar plc δεν επαναλαμβάνει καμία από τις πράξεις ή πρακτικές που περιγράφονται στο άρθρο 1 σημεία 4, 5 και 6, και δεν λαμβάνει κανένα μέτρο ισοδύναμου αποτελέσματος.

Ειδικότερα, η Irish Sugar plc δεν επιβάλλει στους πελάτες της βιομηχανικής ζάχαρης άνισους όρους για ισοδύναμες παροχές, όπως είναι οι επιστροφές κατά την εξαγωγή ζάχαρης και άλλες εκπτώσεις οι οποίες, δεδομένου ότι δεν χορηγούνται συναρτήσει της ποσότητας προμηθευόμενης ζάχαρης και του κόστους συναλλαγών, εισάγουν διακρίσεις σε βάρος των ανταγωνιστών της στον τομέα της συσκευασίας ζάχαρης. Η Irish Sugar plc ενημερώνει εγγράφως τους πελάτες της βιομηχανικής ζάχαρης για τη λήψη της παρούσας απόφασης εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Η Irish Sugar plc δεν ακολουθεί πολιτική τιμών όσον αφορά τη λιανική ζάχαρη, η οποία επηρεάζει αρνητικά τη θέση των άλλων εταιρειών συσκευασίας ζάχαρης στον ανταγωνισμό, όπως ο επιλεκτικός καθορισμός τιμών για τους πελάτες των ανταγωνιστών της και η χορήγηση εκπτώσεων στόχου στους πελάτες λιανικής ζάχαρης. Η Irish Sugar plc ενημερώνει εγγράφως τους πελάτες της που λαμβάνουν εκπτώσεις ή στους οποίους έχουν προσφερθεί εκπτώσεις σε σχέση με την αγορά συγκεκριμένων ποσοτήτων ζάχαρης ή την αύξηση των αγορών τους από την Irish Sugar ότι οι εν λόγω εκπτώσεις παύουν να ισχύουν, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 4

Η Irish Sugar plc για διάστημα τριών ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, υποβάλλει στην Επιτροπή, το αργότερο τρεις μήνες μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, κατάλογο των τιμών που προσφέρθηκαν κατά το προηγούμενο έτος, συμπεριλαμβανομένων όλων των επιστροφών και εκπτώσεων, στους πελάτες της βιομηχανικής και λιανικής ζάχαρης, καθώς και λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τις αγορές ζάχαρης που πραγματοποίησε κάθε πελάτης κατά το εξεταζόμενο έτος.

Άρθρο 5

Επιβάλλεται χρηματική ποινή ύψους 1 000 Ecu στην Irish Sugar plc για κάθε ημέρα καθυστέρησης όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 4, μετά τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας που καθορίζεται για την εφαρμογή τους.

Άρθρο 6

Η παρούσα αποφάση απευθύνεται στην Irish Sugar plc, Athy Road, Carlow, Ιρλανδία.

Η παρούσα απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό δυνάμει του άρθρου 192 της συνθήκης ΕΚ.

Βρυξέλλες, 14 Μαΐου 1997.

Για την Επιτροπή

Karel VAN MIERT

Μέλος της Επιτροπής

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) ΕΕ 13 της 21. 2. 1962, σ. 204/62.

(2) ΕΕ 127 της 20. 8. 1963, σ. 2268/63.

(3) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 793 του Συμβουλίου (ΕΕ L 94 της 21. 4. 1972, σ. 1) και κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2103/77 της Επιτροπής (ΕΕ L 246 της 27. 9. 1977, σ. 12).

(4) Για περισσότερες λεπτομέρειες όσον αφορά τα διαφορετικά είδη ζάχαρης βλέπε τις παραγράφους 2.62 έως 2.73 της έκθεσης της επιτροπής για τα μονοπώλια και τις συγχωνεύσεις του ΗΒ («MMC») σχετικά με τις «ήδη πραγματοποιηθείσες και τις προτεινόμενες συγχωνεύσεις μεταξύ των εταιρειών Tate & Lyle plc ή Ferruzzi Finanziaria SPA και S& W Berisford» (HMSO Cmd 89 του Φεβρουαρίου 1987) και τις παραγράφους 4.30 έως 4.32 της έκθεσης MMC «Tate & Lyle plc και British Sugar plc» (HMSO Cm 1435 του Φεβρουαρίου 1991).

(5) Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1785/81 του Συμβουλίου (ΕΕ L 177 της 1. 7. 1981, σ. 4) και η παράγωγη νομοθεσία.

(6) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1101/95 του Συμβουλίου (ΕΕ L 110 της 17. 5. 1995, σ. 1).

(7) Βλέπε υποσημείωση (4).

(8) Βάσει των αγορών ζάχαρης σε φυσική κατάσταση (είτε για να καταναλωθεί άμεσα είτε για να υποβληθεί σε βιομηχανική επεξεργασία), όπως στον πίνακα 1, η κατά κεφαλή κατανάλωση στην Ιρλανδία το 1994/1995 ήταν 0,044 τόνοι, ενώ ο μέσος όρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης των Δώδεκα ήταν 0,035 τόνοι. Εάν ληφθούν υπόψη οι εισαγωγές και εξαγωγές μεταποιημένης ζάχαρης, η συνολική εγχώρια κατά κεφαλή κατανάλωση στην Ιρλανδία το 1994/1995 ήταν 0,039 τόνοι, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ των Δώδεκα ήταν 0,034 τόνοι (Πηγή: προσωρινές στατιστικές για την περίοδο 1994/1995).

(9) Πηγή: Facts about Ireland, δημοσίευση της ιρλανδικής κυβέρνησης το 1995.

(10) Στο προς δημοσίευση κείμενο της παρούσας απόφασης, ορισμένοι αριθμοί παρελήφθησαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του κανονισμού αριθ. 17 περί μη αποκαλύψεως επαγγελματικών απορρήτων.

(11) Το κόστος της μεταφοράς ζάχαρης σε σάκκους από τη Γαλλία αυξήθηκε από περίπου 30 σε 45 ιρλανδικές λίρες ανά τόνο στην περίοδο 1985-1994. Το κόστος μεταφοράς για την εισαγωγή ζάχαρης χύδην θα ήταν κατά μέσο όρο 40-50 ιρλανδικές λίρες ανά τόνο υψηλότερο για την ίδια περίοδο. Μέχρι το 1990, η μέση διαφορά μεταξύ της πραγματικής τιμής στήριξης στη Γαλλία και της αγοραίας τιμής στην Ιρλανδία ήταν περίπου 50 ιρλανδικές λίρες, με αποτέλεσμα η εισαγωγή ζάχαρης σε σάκκους, σε αντίθεση με την εισαγωγή ζάχαρης χύδην, να είναι εμπορικά βιώσιμη.

(12) Ως αποτέλεσμα της προτίμησης των βιομηχανικών χρηστών για τα σιλό, η αγορά ζάχαρης σε σάκκους συρρικνώθηκε από 30 000 τόνους στις αρχές του 1980 σε λιγότερους από 7 000 τόνους σήμερα.

(13) Για παράδειγμα, βλέπε την αναφορά στο «αναγνωρισμένο πλεονέκτημα των προϊόντων Siucra λόγω εμπορικού σήματος» στην αιτιολογική σκέψη 57 στη συνέχεια.

(14) Πηγή: εταιρικό σχέδιο της Greencore Group 1993/1994-1997/1998 του Ιουνίου 1994. Περιλαμβάνεται στο παράρτημα 4 της ανακοίνωσης αιτιάσεων της 26ης Μαρτίου 1996.

(15) Πηγή: εταιρικό σχέδιο της Greencore Group του Ιουνίου 1994. Περιλαμβάνεται στο παράρτημα 4 της ανακοίνωσης αιτιάσεων της 25ης Μαρτίου 1996.

(16) Απάντηση της Irish Sugar της 1ης Σεπτεμβρίου 1993 στην αρχική ανακοίνωση αιτιάσεων, σημείο 12.

(17) Όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της SDL της 1ης Ιουλίου 1982. Περιλαμβάνεται στο παράρτημα 3 της ανακοίνωσης αιτιάσεων της 25ης Μαρτίου 1996.

(18) Οι κύριοι Gray, Comerford, Garavan, Hogan, Keleghan, Lyons και Tully.

(19) Βλέπε, για παράδειγμα, τα πρακτικά των συνεδριάσεων της επιτροπής διαχείρισης της McKinney της 29ης Απριλίου 1986, 15ης Ιανουαρίου 1987, 16ης Μαρτίου 1987 και 14ης Δεκεμβρίου 1987.

(20) Στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων της 12ης Ιουλίου 1996, σημείο 3.3.4.

(21) [. . .].

(22) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 71 κατωτέρω.

(23) Στο παράρτημα 4 της ανακοίνωσης αιτιάσεων της 25ης Μαρτίου 1996.

(24) «Present situation in home retail market . . . In relation to packet sugar being produced by Round Tower, it was noted that a gap of approximately £ [. . .] per tonne existed between their average selling price and the price of "Siucra" [Irish Sugar] product. On this problem it was agreed that CSET [Irish Sugar] should ensure that Round Tower were not enjoying advantageous arrangements with their supplier or shipper . . .»

(25) «17 July 1985 - Chris Comerford (Managing Director of Irish Sugar) - Brendan Byrd (representing B& I) will not be handling any French sugar from Monday 22 July. Last years tonnage 228 Χ 20 = 4 560 - Year to date 91 Χ 20 = 1820 - 1420 to April . . . Charles Lyons gave promise to Brendan Byrd that Tanktrans (a subsidiary of Irish Sugar) would put extra business in B& I . . .»

«1 August 1985 - B& I advised P.C. (Peter Cunningham of ASI) that CSET (Irish Sugar) applied pressure to them not to deliver to PC - Crude and Deceitful attempt to put pressure on PC prior to discussions, PC had meeting wit Alex Spain (director of B& I)».

(26) «. . . We have established that it would cost approx. £ [. . .] to bring all customers to a maximum of [. . .] per tonne. (. . .) I do not envisage dropping prices to all customers, thereby involving the heavy cost referred to above, however, where we meet up with new low prices we must respond carefully and ensure that we hold customers at all levels no matter how small. This I am aware is a slightly risky step, as we may have some very small users enjoying terms equal to or better than some bigger ones. I feel this is a risk we must take however. In the meantime we have initiated icreased vigilance at Industrial Customers level with a view to establishing the extent of any increased activity by ASI.»

(27) Η ASI προμήθευε επίσης στην Shamrock Foods Limited κρυσταλλική ζάχαρη αρίστης ποιότητας για ειδικές χρήσεις.

(28) «. . . With regard to the retail market, Mr Keleghan advised the board that as he had forecast at the March meeting, ASI did launch a retail pack on the market. While they had so far been unsuccessful in their launch, it was his belief that they would succeed in getting some small quantities of sugar into some independent retail shops . . .

Mr Comerford (Managing Director of Irish Sugar) stated that the sugar industry has never before faced a challenge such as we were now facing. If we did not succeed in meeting this challenge, then the future of the sugar industry in Ireland would be very bleak indeed. He was quite pleased with the response so far to the challenge but was concerned about the cost to both (Irish Sugar) and (SDL) which would be very high . . .»

(29) «At the said meeting Mr Keleghan informed Mr Lane that if the quantitiy of sugar purchased from the defendant (about [. . .] tonnes per annum) was reduced then the defendant [SDL] would "bonus back" their sugar. In effect this meant that ADM could not sell or compete and they lost their bonus from the defendant. Mr Lane informed Mr Keleghan that he had a large quantity of the first delivery of Eurolux Granulated Sugar in his warehouse unsold. Mr Keleghan offered to buy this sugar to sell to manufacturing industry and he agreed to allow the amount he received for it as a credit in ADM's account. (. . .) The amount of Eurolux sugar purchased by the defendant was 21.01 metric tonnes.»

(30) «I say that in reply to my question as to why more sugar was not ordered, Mr Lane replied that he considered the market was not ready for Eurolux sugar et present. He added that ADM had an agreement with SDL whereby ADM normally buy [x] tonnes of sugar and get this at the [3x] tonne rate, which is a more advantageous rate. If they were to reduce the amount of sugar purchased this agreement would no longer be of effect and they would not be able to obtain the sugar from the defendant [SDL] at the [3x] tonne rate.»

(31) «if he wasn't able to shift it they would swop it for him.»

(32) «Dear Mr Comerford

I am writing to bring to your attention unfair trade practices being initiated either directly by your company or by Sugar Distributors Limited which is controlled by you in relation to our efforts to market our Eurolux 1 kg Retail Sugar in Ireland. We have requested the Director of Consumer Affairs and Fair Trading to investigate specific difficulties we are experiencing.

Specifically this letter is to advise you that we object very strongly to your companies substitution of our product in the Spar retailer, Kelly's of Boyle. With or without the agreement of the proprietor this action contravenes existing legislation and we respectfully demand that you restore our product here and in other instances where this practice has occurred.

We specifically object to the use of oppressive tactics on other individual retailers who are enjoying the benefits of Eurolux and would continue to so do if left unthreatened.

We seek your assurance that you will desist from restrictive practices and unfair trading and compete with us on equal terms as we are entitled to expect under the rules of the European Community.»

(33) «Volume of sugar imported across border in November/December estimated at 700 tonnes with an acceleration in January.

Sales to Wholesalers in border area over the last two months as follows: (. . .)

Mr A. J. Hogan [General Manager Marketing of Irish Sugar] suggested we remove £ [. . .]/tonne rebates currently given in Northern Ireland. This would have a double benefit in increased Northern prices plus reducing rebate required in South. This action to be taken while attempting to get B.S.C. [British Sugar] and Tate & Lyle to follow but our price to be increased in any case.

Mr Keleghan's [Sales Director of SDL] view was that there were only two alternatives.

(a) National rebates in the South. He suggested £ [. . .]/tonne on a National basis with £ [. . .] in border areas for February/March. Estimated cost £ [. . .].

(b) Remove present £ [. . .] border area rebate as this was impossible to maintain on a selective basis and restrict supplies of McKinney sugar to the Northern Ireland wholesalers who are currently supplying the Southern trader.

After discussion it was decided to implement the latter alternative. In the meantime efforts are to be continued to get B.S.C. and Tate & Lyle to increase prices.»

(34) «Tate & Lyle were gaining some additional sales because of restriction of supplies of McKinney sugar in the border area.»

(35) «Since the last packet sugar price increase in October 1984. (. . .) a substantial differential has existed between home markter prices and the price of competitive imported product, the latter including re-imported McKinney packets and bagged sugar. (. . .) The activities of Round Tower Foods Limited which is currently packing and selling an estimated 40 tonnes of packet sugar per week (. . .) are a continuing cause of concern and, at this stage, are but one feature of the actual/potential competition picture which threatens the price and market share dominance of "Siucra" packet sugars in the Republic of Ireland market.»

(36) «(i) take no action; (ii) reduce market selling prices to all customers by IR [. . .] per tonne, thereby equalising the selling prices North and South; This action should totally eliminate all import/competitive problems but would be both unnecessary and impossible from a financial point of view; (iii) reduce selling prices by [. . .], which should be sufficient to confine cross-border imports to border areas and keep the level of packing by Round Tower Foods Limited to ata or below the current level, but would not deal with the demands of multiples, etc., for equal pricing North and South; (iv) Operate a selective coordinated programme to take account of the most vulnerable areas, with the objective of maintaining shelf prices at the current level. This is the recommended strategy and SDL believe that, gives the excellent relationships which exist in the market place coupled with the recognised branding advantage of Siucra products. It should be adopted for the balance of 1985/86 and for 1986/87. SDL consider that this is the most preferable least cost option, whilst at the same time recognising that it cannot be guaranteed to withstand increased pressures from Round Tower Foods Limited/importers. If the latter situation occurs serious consideration will have to be given to the more expensive options listed.»

(37) «(i) continue with £ [. . .] per parcel promotion in Donegal area and exted promotion in Monaghan Dundalk area (border area); (. . .); (iv) Particular problems have arisen with A.D.M. because of the nature of that grouping. The cost of temporary rebate arrangements entered into with A.D.M. are set out in Appendix E4. and it is expected that additional expenditure of £ [. . .] p.a. will arise with this customer.»

(38) «Recommendations and implications re Gold Seal Sugars: IR continue as we are, i.e. rebating as the necessity arises. Presently we rebate to: [. . .]. Through [. . .] we rebate to many independent outlets the largest being [. . .]. Imp. (implication) This method is exceedingly dangerous both legally and commercially. Legally on the basis of selective pricing. Commercially on the same basis except that the selectivity is in favour of our smaller customers i.e. P. O'Connor . . . ex area manager [. . .] is a user of less than [. . .] t p.a. and has a nett price of . . . whilst [. . .] who purchase from [. . .] to [. . .] t p.a. or more than [. . .] tonnes collectively . . .»

(39) «Mr C. M. Lyons (Managing Director of SDL) said that, in the light of the very low Northern Ireland prices already discussed, it was essental to maintain the IR£ [. . .] per parcel Border promotional allowance. It was agreed to continue this promotion of the reason stated.»

(40) «I. [. . .].

I spoke yesterday with Joe Lane who rang regarding the prositon on the £ [. . .] per parcel for July (. . .) I advised him to extend the same situation for July. He went through the individual customers he had taken back and these amounted to [. . .] customes out of a total of [. . .] that he has given it to. The other [. . .] are loyal ones who have always remained with him but who were under pressure in the areas involved.»

(41) «wilst the drop in packet sugar sales was of concern, it had to be born in mind that approximately [. . .] tonnes of the reduction was attributable to reduced cross-border sales of McKinney sugars.»

(42) Το έγγραφο δεν έχει ημερομηνία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να τοποθετηθεί κατά τον Οκτώβριο του 1986.

(43) «2. BSC and Tate & Lyle cut their prices (we have not followed) by a further £ 12/13 in small Border Cash & Carry's (none of whom would reach 300 tonnes of sugar per year) who were only too pleased to stock their product as McKinneys was price marked and could not be used for Cross Border Traffic.

We have a serious problem therefore with prices too low in these Cash & Carry's and Cross Border Merchants purchasing and dumping in the South which is now costing C.S.E.T. [Irish Sugar] approximately £ [. . .] per annum to discount in the Border area in the South as well as losing [. . .] retail packet market share in Northern Ireland. The problem is potentially far more serious as the amount of discounting is growing and it could trigger a National discount which could cost up to £ [. . .] million . . .»

(44) «Mr Keleghan reported that the £ [. . .] per parcel rebate had been reduced to [. . .] per parcel in all areas except in Donegal. It was agreed that the Donegal rebate be reduced to [. . .] p from 1 Dezember 1986.»

(45) «Mr C. M. Lyons said that the reduction of the cross-Border rebate from £ [. . .] to [. . .] p per parcel had worked out well without any major problems and the reduction had not resulted in any increase in the small amount of B.S.C. and T& L sugar being imported. Mr M. Leyden confirmed a similar reaction in the Western area.»

(46) «reflected both reduced cross-border sales and also the loss of a major UK contract by this customer.»

(47) «Border rebates had been removed in July 1987 but might have to be reintroduced in early 1988. Round Tower appeared to have adopted a more rational policy in recent times . . .»

(48) «the recent £ 20.00 increase in Northern Ireland packet sugar prices, coupled with the strengthening of sterling against the Irish Punt, had reduced cross-border imports significantly . . .»

(49) «increases in the pricing of BSC and Tate & Lyle sugars had helped to stabilise that market and reduce the amounts of sugar coming across Broder.»

(50) «Mr T. G. Keleghan said there was a potential to the home market from cross-border imports from the North. He said that if this threat materialised it was important to react speedily with appropriate counter measures. These would include price marking on McKinney sugar and appropriate promotional activity on the home market . . .»

(51) Που έχει δώσει η Irish Sugar, απαντώντας σε αιτήσεις για την παροχή πληροφοριών, και αντίγραφα των οποίων ελήφθησαν κατά τη διάρκεια επιθεώρησης στα γραφεία της εταιρείας στις 16 Ιανουαρίου 1995.

(52) Όπως αποδεικνύεται από αποσπάσματα των πρακτικών των συνεδριάσεων των διοικήσεων της Irish Sugar και της Sugar Distributors κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, τα οποία έδωσε η Irish Sugar στις 18 Μαΐου 1995.

(53) «has been of the order of £ [. . .] to £ [. . .] for each tonne of sugar utilised in the manufacture of the export product.»

(54) Δεδομένου ότι η μέθοδος πληρωμής ποικίλλει ανάλογα με τον πελάτη, με αποτέλεσμα για ορισμένους οι επιστροφές κατά την εξαγωγή καταβάλλονται όσον αφορά τις ποσότητες ζάχαρης που πραγματικά (βάσει εγγράφων) έχουν εξαχθεί (αναφερόμενη ως «ζάχαρη εξαγωγής» από ορισμένους πελάτες, παραδείγματος χάρη τη [. . .]), ενώ για άλλους οι επιστροφές κατά την εξαγωγή υπολογίζονται κατά μέσο όρο και καταβάλλονται για όλες τις αγορές ζάχαρης, είτε χρησιμοποιηθούν στην «εγχώρια» αγορά είτε εξαχθούν. Ορισμένες επιστροφές κατά την εξαγωγή που καταβάλλονται όσον αφορά τις εξαγόμενες ποσότητες ενδέχεται να υπερβούν κατά πολύ τις [. . .] ιρλανδικές λίρες ανά τόνο.

(55) «. . . where PFAs have been granted to a company over a period of time the PFA becomes effectively built in to the company's purchase price and, consequently, the company will demand to receive the same level of rebate.»

(56) «we operate an export arrangement with Irish Biscuits and subject to further discussions with Irish Biscuits we are proposing a rebate of [. . .] a tonne.»

(57) Στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων της 12ης Ιουλίου 1996 στο σημείο 6.2.6.

(58) Στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων της 12ης Ιουλίου 1996 στο σημείο 6.3.1.

(59) «charged as if it had purchased [. . .] tonnes»

(60) «in its first year of trading (May 1993-4) Burcom purchased [. . .] tonnes»

(61) Στην προφορική ακρόαση της 26ης Ιουλίου 1996 (κ. McCluskey).

(62) Στο παράρτημα 9 της ανακοίνωσης αιτιάσεων της 25ης Μαρτίου 1996.

(63) «promotional activity in April and May contributed to stock build ups and, therefore, to lower sales levels in June and probably July as well.»

(64) Εσωτερικό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου ελήφθη κατά την έρευνα της 16ης Ιανουαρίου 1995, δείχνει ότι το 1994/1995 η Irish Sugar πώλησε στην Dunnes [. . .] τόνους Siucra ενός κιλού, [. . .] τόνους Siucra Specials, [. . .] τόνους St Bernard ενός κιλού και [. . .] τόνους St Bernard Specials.

(65) Απάντηση της Irish Sugar στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 12ης Ιουλίου 1986, σημείο 7.3.4.

(66) Στην προφορική ακρόαση της 26ης Ιουλίου 1996 (κ. Power και κ. McCluskey)

(67) Που απέστειλε η Irish Sugar στην Επιτροπή στις 18 Μαΐου 1995 και περιλαμβάνεται στο παράρτημα 9 της ανακοίνωσης των αιτιάσεων της 25ης Μαρτίου 1996.

(68) Στο παράρτημα 9 της ανακοίνωσης των αιτιάσεων της 25ης Μαρτίου 1996.

(69) Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, υπόθεση 85/76, Συλλογή 1979, σ. 215, αιτιολογική σκέψη 28 7 βλέπε επίσης L'Orιal κατά De Nieuwe AMCK, υπόθεση 31/80 απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1980, υπόθεση 31/80 Συλλογή 1980/III σ. 471.

(70) Απόφαση 88/518/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 284 της 19. 10. 1988, σ. 41).

(71) Στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 12ης Ιουλίου 1996 στα σημεία 3.2.1-3.2.7.

(72) United Brands κατά της Επιτροπής, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, υπόθεση 27/76, Συλλογή 1978, σ. 75, αιτιολογική σκέψη 11.

(73) Απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1975, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 40 έως 48, 50, 54 έως 56, 111, 114 και 114/73, Συλλογή 1975, σ. 507, αιτιολογικές σκέψεις 16, 17 και 24.

(74) Suiker Unie και άλλοι κατά Επιτροπής, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1975, Συλλογή 1975, σ. 507, αιτιολογικές σκέψεις 19 και 20.

(75) Από τον πίνακα 1 προκύπτει ότι κατά την περίοδο 1986-1994 οι εισαγωγές αποτελούσαν πάντα ποσοστό μικρότερο του 10 % της συνολικής εθνικής κατανάλωσης. Μεταξύ του 1989 και του 1994 οι εισαγωγές αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 5 % της εθνικής κατανάλωσης.

(76) Στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 12ης Ιουλίου 1996, στο σημείο 3.3.6.

(77) Hoffman-La-Roche κατά Επιτροπής, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, υπόθεση 85/76, Συλλογή 1979, σ. 215, αιτιολογικές σκέψεις 38 και 39.

(78) Βλέπε Michelin κατά Επιτροπής, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, υπόθεση 322/81, Συλλογή 1983, σ. 3461, αιτιολογική σκέψη 59.

(79) Στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, της 12ης Ιουλίου 1996, στο σημείο 3.3.2.

(80) Υπόθεση IV/M 190 Nestlι/Perrier, απόφαση 92/553/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 356 της 5. 12. 1992, σ. 1).

(81) Απόφαση 94/893/ΕΚ της Επιτροπής Procter & Gamble/VP Schickedanz (II) (ΕΕ L 354 της 31. 12. 1994, σ. 32).

(82) Υποθέσεις T-68/89, T-77/89, και T-78/89 Societα Italiana Vetro SpA κατά Επιτροπής (1992) Συλλογή 1992, σ. II 1403.

(83) Βλέπε Hoffman-La Roche κατά Επιτροπής, απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Συλλογή 1979, σ. 215, αιτιολογική σκέψη 91.

(84) Βλέπε Michelin κατά Επιτροπής, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, Συλλογή 1983, σ. 3461, αιτιολογική σκέψη 57.

(85) ΕΕ 30 της 20. 4. 1962, σ. 993/62.

(86) ΕΕ 53 της 1. 7. 1962, σ. 1571/62.

(87) Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, υπόθεση 322/81, Συλλογή 1983, σ. 3461, αιτιολογική σκέψη 82.

(88) Tetra Pak II, απόφαση 92/163/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 72 της 18. 3. 1992, σ. 1).

(89) Βλέπε United Brands κατά Επιτροπής, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, υπόθεση 27/76, Συλλογή 1978 σ. 75 7 Suiker Unie και άλλοι κατά Επιτροπής, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 1975, Συλλογή 1975, σ. 507 7 ECS/AKZO, απόφαση 85/609/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 374 της 31. 12. 1985, σ. 1), Hilti, απόφαση 88/138/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 65 της 11. 3. 1988, σ. 19), που στη συνέχεια επικυρώθηκε με απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 1991, στην υπόθεση T-30/89, Συλλογή 1991, σ. II 1439.

(90) Απόφαση της Επιτροπής 83/462/ΕΟΚ (ΕΕ L 252 της 29. 7. 1983, σ. 13).

(91) Απάντηση της Irish Sugar στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της Επιτροπής της 12ης Ιουλίου 1996 στα σημεία 9.3.3 και 9.3.4., αναφέροντας την απόφαση ECS AKZO.

(92) Απόφαση 89/72/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 10 της 10. 1. 1989, σ. 50.

(93) Λαμβάνοντας υπόψη τις εκπτώσεις [. . .] ανά πακέτο και [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο, όπως αναφέρεται στα εσωτερικά έγγραφα της Irish Sugar και της SDL, και τις τιμές 1985/1986 και 1986/1987 για τη ζάχαρη λιανικής πώλησης, που ανέφερε η Irish Sugar, ύψους [. . .] και [. . .] ιρλανδικών λιρών ανά τόνο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση τουλάχιστον ενός πελάτη ([. . .]) «θα προκύψουν πρόσθετες δαπάνες» (παράγραφος 57).

(94) Michelin κατά Επιτροπής, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, Συλλογή 1983, σ. 3461 αιτιολογική σκέψη 57.

(95) Απόφαση 83/462/ΕΟΚ παράγραφος 82 σημείο iii).

(96) Δήλωση του κ. Noel McCluskey στην ακρόαση της 26ης Ιουλίου 1996.

(97) Απάντηση της Irish Sugar στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 12ης Ιουλίου 1996 στο σημείο 5.4.1. ii).

(98) United Brands κατά Επιτροπής, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, υπόθεση 27/76, Συλλογή 1978, σ. 75.

(99) Απόφαση 76/353/ΕΟΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 95 της 9. 4. 1976, σ. 1).

(100) Απάντηση της Irish Sugar στην ανακοίνωση των αιτιάσεων της 12ης Ιουλίου 1996, στο σημείο 6.4.3 ii).

(101) United Brands κατά Επιτροπής, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, υπόθεση 27/76 (Συλλογή 1978 σ. 75) αιτιολογικές σκέψεις 229 και 230.

(102) Απόφαση της Επιτροπής 88/518/ΕΟΚ (ΕΕ L 284 της 19. 10. 1988, σ. 41).

(103) Υπόθεση T-83/91. Απόφαση του Πρωτοδικείου, της 6ης Οκτωβρίου 1994, Συλλογή 1994 σ. II - 755, αιτιολογική σκέψη 114.

(104) Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, υπόθεση 322/81, Michelin, Συλλογή 1983, σ. 3461, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα.

(105) Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, υπόθεση 322/81, Michelin Συλλογή 1983, σ. 3461, αιτιολογική σκέψη 82.

(106) Michelin κατά Επιτροπής, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 1983, Συλλογή 1983, σ. 3461, αιτιολογική σκέψη 57.

(107) Sociιtι Technique Miniθre κατά Maschinenbau Ulm, υπόθεση 56/65, Συλλογή 1966, σ. 313 σημείο 7 και σ. 314.

(108) ΕΕ L 319 της 29. 11. 1974, σ. 1.

Top