Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31997D0239

    97/239/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 4ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο Βέλγιο στο πλαίσιο του σχεδίου «Maribel bis/ter» (Τα κείμενα στη γαλλική και την ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΕΕ L 95 της 10.4.1997, p. 25–29 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1997/239/oj

    31997D0239

    97/239/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 4ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο Βέλγιο στο πλαίσιο του σχεδίου «Maribel bis/ter» (Τα κείμενα στη γαλλική και την ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 095 της 10/04/1997 σ. 0025 - 0029


    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 4ης Δεκεμβρίου 1996 σχετικά με ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο Βέλγιο στο πλαίσιο του σχεδίου «Maribel bis/ter»

    (Τα κείμενα στη γαλλική και την ολλανδική γλώσσα είναι τα μόνα αυθεντικά) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (97/239/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    Τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 61, παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο,

    Αφού έθεσε προθεσμία στα ενδιαφερόμενα μέρη για να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    Ι

    Με επιστολή της 9ης Ιουλίου 1996 (1), η Επιτροπή ενημέρωσε τη βελγική κυβέρνηση σχετικά με την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ έναντι των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter υπέρ επιχειρήσεων που ασκούν την κύρια δραστηριότητά τους σε τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό.

    Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, στο πλαίσιο επιστολής με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1994, οι βελγικές αρχές της κοινοποίησαν, με επιστολή της 29ης Μαρτίου 1994, τις τροποποιήσεις που επήλθαν στο σχέδιο Maribel η οποία έγινε Maribel bis, με στόχο τη χορήγηση πρόσθετων πλεονεκτημάτων στις επιχειρήσεις «που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό» σε σύγκριση με τα πλεονεκτήματα που προβλέφθηκαν στο αρχικό σχέδιο Maribel. Υποβλήθηκαν στην Επιτροπή συμπληρωματικές πληροφορίες στις 12 Σεπτεμβρίου 1994 και στις 7 Μαρτίου, στις 16 Αυγούστου, στις 28 Σεπτεμβρίου και στις 18 Δεκεμβρίου 1995. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν κατά τον τρόπο αυτό από την Επιτροπή της επέτρεψαν να διαπιστώσει τα ακόλουθα:

    Το σχέδιο Maribel, η εφαρμογή της οποίας είναι διάρκειας αορίστου χρόνου, θεσπίστηκε από το βελγικό νόμο της 29ης Ιουνίου 1981 για την εγκαθίδρυση των γενικών αρχών κοινωνικής ασφάλισης των μισθωτών εργαζομένων. Σύμφωνα με το άρθρο 35 του εν λόγω νόμου, οι εργοδότες που απασχολούν χειρόνακτες εργαζομένους επωφελούνται για κάθε έναν από αυτούς κάποιας μειώσεως των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Η μείωση αυτή καθορίστηκε αρχικά σε ποσοστό 6,17 % επί του ποσού της αμοιβής των εν λόγω εργαζομένων. Λόγω του γενικού και αυτόματου χαρακτήρα του, το εν λόγω μέτρο δεν θεωρήθηκε ως ενίσχυση που εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Με βασιλικό διάταγμα της 12ης Φεβρουαρίου 1993, η μείωση της καταβολής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης καθορίστηκε σε 1 875 βελγικά φράγκα ανά τρίμηνο ανά απασχολούμενο εργαζόμενο, ήτοι 7 500 βελγικά φράγκα το έτος.

    Μια νέα τροποποίηση που εισήγαγε το βασιλικό διάταγμα της 14ης Ιουνίου 1993 και επονομάσθηκε «opιration Maribel bis» προβλέπει ότι το ποσό σε τριμηνιαία βάση των 1 875 βελγικών φράγκων αυξάνεται σε 6 250 βελγικά φράγκα (8 437 βελγικά φράγκα από της 1ης Ιανουαρίου 1994: «Maribel ter»), εφόσον ο εργοδότης ασκεί κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητές του σε έναν από τους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό. Η μείωση στους εν λόγω τομείς κατά συνέπεια από 1ης Ιανουαρίου 1994 (1ης Απριλίου 1994 για τις σχετικές δραστηριότητες στον τομέα των μεταφορών), ανέρχεται σε 33 748 βελγικά φράγκα ετησίως ανά εργαζόμενο. Η χορηγηθείσα ενίσχυση στις εν λόγω επιχειρήσεις που συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της βασικής μείωσης και της αυξημένης μείωσης, κατά συνέπεια ανέρχεται σε 26 248 βελγικά φράγκα ετησίως ανά εργαζόμενο.

    Όσον αφορά τις επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους των 20 εργαζομένων, το βασιλικό διάταγμα της 12ης Φεβρουαρίου 1993 καθόρισε τη σχετική μείωση για τους πέντε πρώτους εργαζόμενους σε ποσό ύψους 2 825 βελγικών φράγκων ανά τρίμηνο (3 000 βελγικά φράγκα από 1ης Ιουλίου 1993). Για τις επιχειρήσεις που εντάσσονται σε τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό, το ποσό αυτό ανήλθε σε 7 200 βελγικά φράγκα στο πλαίσιο της δράσης Maribel bis και 9 300 βελγικά φράγκα στο πλαίσιο της δράσης Maribel ter. Πάντως, πρόκειται για πλεονέκτημα που εμπίπτει στην κατηγορία των «de minimis» ενισχύσεων και κατά συνέπεια δεν εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 92 σης συνθήκης ΕΚ. (Η καθαρή ενίσχυση, ήτοι η διαφορά μεταξύ των μειώσεων για τις λοιπές επιχειρήσεις και των μειώσεων που συνδέονται με τις μικρές αυτές επιχειρήσεις, δεν υπερβαίνει ποσό ύψους 1 740 Ecu σε διάστημα τριών ετών).

    Σύμφωνα με συμπληρωματικές πληροφορίες που υποβλήθηκαν από τις βελγικές αρχές, οι αποδέκτριες επιχειρήσεις της προσαυξημένης μείωσης είναι εκείνες που ασκούν την κύρια δραστηριότητά τους στους τομείς της εξόρυξης και μεταποίησης μη ενεργειακών πρώτων υλών και παραγώγων, χημικής βιομηχανίας, βιομηχανίας μεταποίησης μετάλλων, μηχανολογίας και οπτικών οργάνων ακριβείας καθώς και ορισμένων άλλων βιομηχανιών κατεργασίας και επεξεργασίας, καθώς και ορισμένων υπηρεσιών και δραστηριοτήτων μεταφορών, ιδίως διεθνών οδικών μεταφορών.

    Το κόστος της δράσης Maribel για το έτος 1995 ανήλθε σε ποσό ύψους 18 δισεκατομμυρίων βελγικών φράγκων (465,1 εκατομμύρια Ecu). Από το ποσό αυτό 11,4 δισεκατομμύρια βελγικά φράγκα (294,59 εκατομμύρια Ecu) αντιπροσωπεύει το κόστος της προσαύξησης, ήτοι το ποσό των ενισχύσεων.

    Η θέσπιση προσαυξημένων μειώσεων υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων αποτέλεσε αντικείμενο παρεμβάσεων δύο εταιρειών προς την Επιτροπή. Η πρώτη επικαλείτο το γεγονός ότι η υποστήριξη των τομέων της βελγικής οικονομίας που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό φαινόταν ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΚ. Όσο για τη δεύτερη κατήγγειλε ότι η χορήγηση προσαυξημένης μείωσης από την οποία είχε αποκλεισθεί συνιστούσε δυσμενή διάκριση και ζητούσε να υπαχθεί στο ίδιο ευεργετικό καθεστώς.

    Η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ αφού διαπίστωσε ότι οι προσαυξημένες μειώσεις που προβλέφθηκαν στο πλαίσιο της δράσης Maribel bis/ter αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις που ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και ότι, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που διαθέτει, δεν μπορούν να τύχουν καμιάς από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του εν λόγω άρθρου 92.

    Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή κάλεσε τη βελγική κυβέρνηση να της υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Τα άλλα κράτη μέλη και οι λοιποί ενδιαφερόμενοι ενημερώθηκαν και επίσης κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους με δημοσίευση της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (2).

    Οι παρατηρήσεις της βελγικής κυβέρνησης υποβλήθηκαν στην Επιτροπή με επιστολή της 5ης Αυγούστου 1996 που καταχωρήθηκε στις 8 Αυγούστου 1996.

    Η Επιτροπή έλαβε επίσης παρατηρήσεις εκ μέρους της ολλανδικής κυβέρνησης, καθώς και πολλών ολλανδικών εργοδοτικών και επαγγελματικών οργανώσεων. Οι παρατηρήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στις βελγικές αρχές με επιστολές της 26ης Σεπτεμβρίου 1996 και της 1ης Οκτωβρίου 1996. Τα σχόλια των βελγικών αρχών ως προς αυτό υποβλήθηκαν στην Επιτροπή στις 17 Οκτωβρίου 1996.

    ΙΙ

    Οι παρατηρήσεις των βελγικών αρχών συνοψίζονται ως εξής:

    - Η βελγική κυβέρνηση προτείνει τροποποίηση του καθεστώτος με «την εκπόνηση ενός νέου καθεστώτος που διακρίνεται πλήρως από το ισχύον, ενώ ακολουθεί τους ίδιους στόχους». Σύμφωνα με την πρόταση, η χορήγηση της προσαυξημένης μείωσης (Maribel με προσαύξηση) θα εχορηγείτο σε εργοδότες που ασκούν την κύρια δραστηριότητά τους σε τομείς που εμπίπτουν στις διάφορες κατηγορίες του κώδικα της γενικής ονοματολογίας των οικονομικών δραστηριοτήτων στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (NACE) που είναι:

    - γεωργία, κυνήγι, δασοκομία, αλιεία (τμήματα Α και Β),

    - εξόρρυξη μεταλλευμάτων (τμήμα Γ),

    - μεταποιητική βιομηχανία (τμήμα Δ),

    - μεταφορές, αποθήκευσης και επικοινωνίες (τμήμα Ι).

    - Αιτιολογεί την ύπαρξη του συστήματος με τα ακόλουθα επιχειρήματα:

    - Ο περιορισμός των μειώσεων αποκλειστικά στους χειρόνακτες εργαζομένους «αιτιολογείται από τη φύση και την οικονομία του συστήματος δεδομένου ότι το καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης και συμπληρωματικής κοινωνικής ασφάλισης, το δικαίωμα εργασίας και η οργάνωση των εργατών διαφέρουν ουσιαστικά από το αντίστοιχο των υπαλλήλων. Μεταξύ άλλων απορρέει ότι οι κίνδυνοι απόλυσης και ανεργίας μακράς διάρκειας των εργατών είναι αισθητά μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους των υπαλλήλων». Επίσης, ο περιορισμός στη βιομηχανία αιτιολογείται από το γεγονός ότι «στη βιομηχανία απασχολείται το μεγαλύτερο μέρος των εργατών και χαμηλόμισθων εργαζομένων, που εξάλλου οφείλεται στα περιορισμένα επαγγελματικά προσόντα των εργατών».

    - Εξάλλου, η προσαυξημένη μείωση στοχεύει «στην προώθηση της δημιουργίας θέσεων εργασίας στη βιομηχανία ώστε να αποφευχθεί το να στηριχθεί στο μέλλον ο βελγικός οικονομικός ιστός σε μεγάλο βαθμό αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα».

    - Η αρχή της κατ' αποκοπήν μειώσεως τείνει στο να ωθήσει την κατανομή της διαθέσιμης εργασίας και της δημιουργίας θέσεων εργασίας με μειωμένο ωράριο.

    - Ο αποκλεισμός του τομέα των κατασκευών αιτιολογείται από τα ειδικά καθεστώτα κοινωνικής ασφάλισης και φορολόγησης του τομέα, τα οποία είναι ευνοϊκότερα.

    ΙΙΙ

    Στις παρατηρήσεις τους, η ολλανδική κυβέρνηση και οι ολλανδικές ενώσεις εργοδοτών και επαγγελματιών θεωρούν ότι η προσαυξημένη μείωση υπέρ επιχειρήσεων που ασκούν κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητές τους σε έναν από τους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα υπέρ αυτών σε βάρος ανταγωνιστικών ολλανδικών επιχειρήσεων. Θεωρούν ότι πρόκειται για ενίσχυση ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά.

    IV

    Η βελγική κυβέρνηση, μη κοινοποιώνταςς εκ των προτέρων στην Επιτροπή τα μέτρα που συνιστούν κρατικές ενισχύσεις στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis, δεν τήρησε την υποχρέωση προηγούμενης κοινοποίησης που της επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ. Κατά συνέπεια, οι χορηγηθείσες ενισχύσεις στη βάση αυτή είναι παράνομες.

    Το πλεονέκτημα που προβλέπεται από το σχέδιο Maribel bis/ter, που συνίσταται στην χορήγηση για ορισμένες ειδικές δραστηριότητες του πλεονεκτήματος της προσαυξημένης μείωσης των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, αντιπροσωπεύει πλεονέκτημα που συνιστά κρατική ενίσχυση η οποία εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Πράγματι, χορηγώντας το πλεονέκτημα αυτό σε ορισμένες επιχειρήσεις, το σύστημα απαλλάσσει αυτές τις τελευταίες από τμήμα του κόστους τους, προσφέροντάς τους οικονομικά πλεονεκτήματα που βελτιώνουν την ανταγωνιστική τους θέση. Δεδομένου ότι η κανονιστική ρύθμιση προβλέπει ρητά τη χορήγηση της προσαυξημένης μείωσης στις επιχειρήσεις που ασκούν κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητές τους στους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό, εξ ορισμού οι παραγωγές των εν λόγω επιχειρήσεων είναι ανταγωνιστικές προς εκείνες αντίστοιχων αλλοδαπών επιχειρήσεων, ιδίως προέλευσης άλλων κρατών μελών και οι εν λόγω ενισχύσεις επηρεάζουν κατά τον τρόπο αυτό τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

    Εξάλλου, οι ενισχύσεις αυτές δεν μπορούν να τύχουν μιας των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΚ.

    Οι παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 δεν τυγχάνουν εφαρμογής, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις δεν αφορούν ούτε μεμονωμένους καταναλωτές ούτε ζημίες που προκλήθηκαν από φυσικές καταστροφές ή άλλα έκτακτα γεγονότα, ούτε ορισμένες περιοχές της Γερμανίας.

    Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α) δεν εφαρμόζεται, δεδομένου ότι οι ενισχύσεις προορίζονται για το σύνολο της βελγικής επικράτειας.

    Η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται διότι η χορήγηση ενισχύσεων δεν αφορά ούτε σημαντικά σχέδια κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε άρση σοβαρής διαταραχής της βελγικής οικονομίας.

    Ούτε η παρέκκλιση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) μπορεί να τύχει εφαρμογής, λαμβανομένων υπόψη των ακόλουθων στοιχείων. Δεδομένου ότι πρόκειται για ενισχύσεις με τη μορφή μειώσεων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, η βελγική κυβέρνηση επικαλείται το γεγονός ότι το μέτρο παρουσιάζει χαρακτήρα ενίσχυσης υπέρ της προώθησης της απασχόλησης. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Επιτροπή, στις γενικές κατευθύνσεις της σχετικά με τις ενισχύσεις υπέρ της απασχόλησης (3), εξέθεσε τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία προβαίνει στην εκτίμηση των ενισχύσεων υπέρ της απασχόλησης δυνάμει της παρέκκλισης του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ). Οι χορηγηθείσες ενισχύσεις δυνάμει του εν λόγω καθεστώτος δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες για τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να λάβει θετική απόφαση: δεν συνδέονται ούτε με τη σύσταση θέσεων εργασίας σε ΜΜΕ ούτε με επιλέξιμες περιοχές για περιφερειακές ενισχύσεις, ούτε με την πρόσληψη ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων που έχουν ειδικές δυσχέρειες στο να ενταχθούν ή να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Επίσης δεν συνδέονται με τον καταμερισμό της εργασίας.

    Σύμφωνα με τις εν λόγω γενικές κατευθύνσεις, η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει ορισμένες ενισχύσεις για τη διατήρηση θέσεων εργασίας στην περίπτωση φυσικών καταστροφών ή άλλων έκτακτων γεγονότων και υπό ορισμένους όρους, υπέρ περιοχών που μπορούν να τύχουν της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α). Όταν ορισμένες ενισχύσεις για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας προβλέπονται σε ένα σχέδιο διάσωσης ή/και αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων μπορεί επίσης να εγκρίνει τις ενισχύσεις αυτές αφού τις εκτιμήσει βάσει των σχετικών γενικών κατευθύνσεων (4).

    Οι προβλεφθείσες ενισχύσεις στο πλαίσιο της δράσης Maribel bis/ter δεν εμπίπτουν σε καμία από τις κατηγορίες αυτές. Πράγματι, παρουσιάζουν χαρακτήρα ενίσχυσης υπέρ της λειτουργίας των αποδεκτριών επιχειρήσεων χωρίς καμία κοινωνική ή οικονομική αντιπαροχή εκ μέρους αυτών των τελευταίων, εφόσον η προσαυξημένη μείωση χορηγείται μονίμως για όλους τους χειρόνακτες εργαζομένους που απασχολούνται από την επιχείρηση αυτή, έστω και αν η απασχόληση έχει μειωθεί.

    Επιπλέον, πρόκειται εξ ορισμού για ενισχύσεις ο πρώτος στόχος των οποίων είναι η μείωση του κόστους των επιχειρήσεων, οι οποίες είτε είναι εξαγωγικές, είτε είναι ανταγωνιστικές προς τις εισαγωγές στο Βέλγιο προϊόντων αλλοδαπών επιχειρήσεων, ήτοι ιδίως άλλων κρατών μελών. Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ως προς αυτό ότι, στη δήλωσή της σχετικά με το «σφαιρικό πρόγραμμα για την απασχόληση», που ανακοινώθηκε στην Επιτροπή στις 27 Δεκεμβρίου 1993, η βελγική κυβέρνηση επικαλέσθηκε ιδίως την υποβάθμιση των αποτελεσμάτων στον τομέα των εξαγωγών για να αιτιολογήσει την αύξηση των μειώσεων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

    Οι υπάρχουσες ενισχύσεις αυτή τη στιγμή στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter συνιστούν κατά συνέπεια απλή και σαφή υποστήριξη υπέρ της λειτουργίας επιχειρήσεων οι οποίες έχουν ως άμεσο στόχο τη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς τους σε βάρος των ανταγωνιστών τους που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Τέτοιες ενισχύσεις συνεπάγονται άμεσο κίνδυνο αλλοίωσης της κατάστασης των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων άλλων κρατών μελών και δεν μπορούν να αιτιολογήσουν κανένα κοινοτικό ενδιαφέρον. Κατά συνέπεια είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά.

    V

    Όσον αφορά τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν εκ μέρους της βελγικής κυβέρνησης στις επιστολές της, της 5ης Αυγούστου 1996 και της 17ης Οκτωβρίου 1996, παρατίθενται τα ακόλουθα σχόλια.

    Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως ανέφερε η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της σχετικά με τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και τη μείωση του κόστους εργασίας, την οποία κοινοποίησε στα κράτη μέλη με επιστολή της 13ης Σεπτεμβρίου 1996 (5), ο περιορισμός των μειώσεων αποκλειστικά στους χειρόνακτες εργαζόμενους δεν προσδίδει από μόνος του το χαρακτήρα κρατικής ενίσχυσης στο σύστημα λόγω του γεγονότος ότι δεν ορίζει μια ειδική ομάδα αποδεκτριών επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, μια αιτιολόγηση του εν λόγω περιορισμού «λόγω της φύσης και της οικονομίας του συστήματος», όπως παρέχεται από τις βελγικές αρχές δεν επαρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση.

    Αντίθετα, όσον αφορά τον περιορισμό σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, κυρίως της βιομηχανίας, το μέτρο αυτό δεν μπορεί να αιτιολογείται ως υποστήριξη υπέρ της απασχόλησης των χειρονακτών εργαζομένων, ενώ διαπιστώνουμε ότι μόνο το 47 % από αυτούς τους εργαζομένους συνδέεται με την προσαυξημένη μείωση (582 516 επί συνόλου 1 235 954, αριθμητικά στοιχεία της 30ής Ιουνίου 1993), και ότι εξάλλου είναι προφανές ότι οι άλλες πλευρές της οικονομίας, που εκπροσωπούν το 53 % του εργατικού δυναμικού, περιλαμβάνουν ορισμένους τομείς, στον τομέα των υπηρεσιών και των κατασκευών, που χαρακτηρίζονται έντονα από αυτή την κατηγορία θέσεων απασχόλησης. Ο περιορισμός σε ορισμένους τομείς καθιστά κατά συνέπεια εξαιρετικά επιλεκτικό το μέτρο και έχει ως αποτέλεσμα να χορηγήσει το συμπληρωματικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που είναι περισσότερο εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό (6), έστω και αν οι όροι «τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό» δεν αναφέρονται πλέον ρητά. Εξάλλου, αυτό επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο της επιστολής που υποβλήθηκε στην Επιτροπή στις 9 Αυγούστου 1995 εκ μέρους των βελγικών αρχών στην οποία δηλώνουν: «Όσον αφορά το "face lifting" του άρθρου 1 του βασιλικού διατάγματος, ήτοι πιο συγκεκριμένα την κατάργηση του τμήματος της φράσης "ασκεί την κύρια δραστηριότητά του σε έναν από τους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό", αυτό δεν δημιουργεί προβλήματα στην Rijksdienst voor sociale verzekering (RSZ) ως προς την περιγραφή των εργοδοτών, τους οποίους αφορά 7 επαρκή η μνεία του κώδικα της γενικής ονοματολογίας των οικονομικών δραστηριοτήτων στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (NACE)».

    Συνεπώς το σύστημα δεν προωθεί τους χειρόνακτες εργαζομένους ως τοιούτους και δεν αποτελεί μέτρο που δύναται να ευνοήσει την απασχόληση, αλλά στοχεύει στην ελάφρυνση των βαρών που φέρουν οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως της συμβολής τους στην προώθηση της απασχόλησης. Πράγματι, οι ενισχύσεις συνεχίζουν να χορηγούνται ανά χειρώνακτα εργαζόμενο που απασχολείται στην επιχείρηση, ακόμη και αν οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγουμένου έτους.

    Εξάλλου, όσον αφορά το στόχο των βελγικών αρχών «να προωθήσουν τη σύσταση θέσεων εργασίας στη βιομηχανία ώστε να αποφευχθεί να στηριχθεί ο βέλγικος οικονομικός ιστός στο μέλλον εξαιρετικά μονομερώς στον τριτογενή τομέα», ο στόχος αυτός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσω ασυμβίβαστων μέτρων προς τη συνθήκη ΕΚ. Επιπλέον, το χρησιμοποιηθέν μέτρο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αντιστοιχεί στον προβλεφθέντα στόχο εφόσον πρόκειται, όπως αναφέρεται παραπάνω, για ενίσχυση υπέρ της λειτουργίας των επιχειρήσεων και όχι για τη σύσταση θέσεων εργασίας.

    Τέλος, οι βελγικές αρχές επικαλούνται επίσης το γεγονός ότι, ακόμη και σε συνδυασμό με την προσαυξημένη μείωση που προβλέπεται από το σχέδιο Maribel bis/ter, τα βάρη της βελγικής εργοδοσίας για εισφορές κοινωνικής ασφάλισης εξακολουθούν να παραμένουν σαφώς υψηλότερα από τα αντίστοιχα των Κάτω Χωρών και ότι κατά συνέπεια η εν λόγω μείωση δεν στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.

    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Πράγματι, η Επιτροπή ανέκαθεν υπερασπίστηκε τη θέση, που εξάλλου επιβεβαιώθηκε ρητά από το Δικαστήριο (7), σύμφωνα με την οποία, εάν οι γενικές συνθήκες κάτω από τις οποίες οι επιχειρήσεις ασκούν τις δραστηριότητές τους δύνανται να ποικίλλουν από μια χώρα της Κοινότητας σε άλλη, πάντως ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να απομονώσει ένα τέτοιο ειδικό στοιχείο των γενικών αυτών συνθηκών, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα βάρη των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, και να αντισταθμίσει μέσω μειώσεων των συμπληρωματικών δαπανών που απορρέουν για τις επιχειρήσεις αυτές σε συνάρτηση με τους ανταγωνιστές τους άλλων κρατών μελών, υπολογίζοντας ότι γι' αυτό το άλλο στοιχείο, η κατάσταση μπορεί να αντιστραφεί υπέρ των ίδιων αυτών επιχειρήσεων.

    VI

    Στις παρατηρήσεις που απηύθυναν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας, οι βελγικές αρχές αναφέρουν τη δυνατότητα εκπόνησης ενός νέου καθεστώτος το οποίο, ακολουθώντας τους ίδιους στόχους, θα διέφερε από το ισχύον καθεστώς. Στην περίπτωση που οι βελγικές αρχές θα αποφάσιζαν να υλοποιήσουν τη δυνατότητα αυτή, το εν λόγω σχέδιο θα έπρεπε να κοινοποιηθεί στην Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, ώστε αυτή η τελευταία να μπορεί να λάβει θέση σχετικά με το συμβιβάσιμο του καθεστώτος προς την κοινή αγορά,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η μεγαλύτερη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που αφορά χειρόνακτες εργαζόμενους στο πλαίσιο του σχεδίου Maribel bis/ter υπέρ των εργοδοτών που ασκούν κατά κύριο λόγο τις δραστηριότητές τους σε έναν από τους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό, αποτελεί παράνομη κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο προηγούμενης κοινοποίησης στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ. Εξάλλου, είναι ασυμβίβαστη προς την κοινή αγορά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ και δεν μπορεί να τύχει καμίας από τις παρεκκλίσεις από την απαγόρευση αυτή όπως προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του εν λόγω άρθρου 92.

    Άρθρο 2

    Το Βέλγιο οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να θέσει τέλος το συντομότερο δυνατό στη χορήγηση προσαυξημένων μειώσεων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, όπως προβλέπονται στο άρθρο 1 και οφείλει να ανακτήσει εκ μέρους των αποδεκτριών επιχειρήσεων τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις. Η επιστροφή πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες και διατάξεις του βελγικού δικαίου, εντόκως μέχρι της ημερομηνίας πραγματικής επιστροφής συμπεριλαμβανομένης, από της ημερομηνίας χορήγησης των ενισχύσεων, με επιτόκιο που ισούται με το επιτόκιο αναφοράς κατά την ημερομηνία αυτή που θα χρησιμοποιηθεί ως βάση υπολογισμού του καθαρού ισοδύναμου επιχορήγησης των περιφερειακών ενισχύσεων στο Βέλγιο.

    Άρθρο 3

    Το Βέλγιο πληροφορεί την Επιτροπή, εντός δύο μηνών από της ημερομηνίας της κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, για τα μέτρα τα οποία θα λάβει προς συμμόρφωσή του.

    Άρθρο 4

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη βελγική κυβέρνηση.

    Βρυξέλλες, 4 Δεκεμβρίου 1996.

    Για την Επιτροπή

    Karel VAN MIERT

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) SG (96) D/6225.

    (2) ΕΕ αριθ. C 227 της 6. 8. 1996, σ. 8.

    (3) ΕΕ αριθ. C 334 της 12. 12. 1995, σ. 7.

    (4) Κοινοτικές γενικές κατευθύνσεις για τις κρατικές ενισχύσεις υπέρ της διάσωσης και της αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ αριθ. C 368 της 23. 12. 1994, σ. 12).

    (5) SG (96) D/8024.

    (6) Βλέπε σχετικά ανακοίνωση της Επιτροπής για τον έλεγχο των κρατικών ενισχύσεων και τη μείωση του κόστους εργασίας, σημεία 21 και 22 [SG (96) D/8024].

    (7) Αποφάσεις της 10ης Δεκεμβρίου 1969 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 6 και 11-69. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας και της 2ας Ιουλίου 1974 στην υπόθεση 173/73, Ιταλία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή, σ. 720.

    Top