EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31996L0002

Οδηγία 96/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες

ΕΕ L 20 της 26.1.1996, p. 59–66 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 24/07/2003

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1996/2/oj

31996L0002

Οδηγία 96/2/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιανουαρίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 020 της 26/01/1996 σ. 0059 - 0066


ΟΔΗΓΙΑ 96/2/ΕΚ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 16ης Ιανουαρίου 1996 για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 90 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας ότι:

(1) Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 23ης Νοεμβρίου 1994 για τις διαβουλεύσεις σχετικά με την Πράσινη Βίβλο για τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες, η Επιτροπή καθόρισε τις κυριότερες απαραίτητες ενέργειες για το μελλοντικό ρυθμιστικό πλαίσιο που είναι αναγκαίο για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων των εν λόγω μέσων επικοινωνίας. Στην ανακοίνωση τονίζεται η ανάγκη για την κατάργηση, το ταχύτερο δυνατό, όλων των ακόμη ισχυόντων αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων στους εν λόγω τομείς μέσω της πλήρους εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων περί ανταγωνισμού και μέσω της τροποποίησης, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο, της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 1990 σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 95/51/ΕΚ (2). Επιπροσθέτως, στην ανακοίνωση εξετάζεται η κατάργηση των περιορισμών στην ελεύθερη επιλογή της βασικής υποδομής εκ μέρους των φορέων εκμετάλλευσης του κινητού δικτύου, όσον αφορά τη λειτουργία και την ανάπτυξη των δικτύων τους, για εκείνες τις δραστηριότητες για τις οποίες τους έχει χορηγηθεί άδεια ή εξουσιοδότηση. Η κατάργηση αυτή θεωρείται ουσιώδους σημασίας προκειμένου να εξουδετερωθούν οι υφιστάμενες στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και, ιδιαίτερα, για να μπορέσουν οι εν λόγω φορείς να ελέγχουν τις βασικές δαπάνες τους.

(2) Το ψήφισμα του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1995 για την περαιτέρω ανάπτυξη των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (3) παρείχε γενική υποστήριξη στις απαραίτητες ενέργειες, όπως ορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 23ης Νοεμβρίου 1994, και έθεσε ως έναν από τους βασικούς στόχους την κατάργηση των αποκλειστικών ή ειδικών δικαιωμάτων στους εν λόγω τομείς.

(3) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με το ψήφισμά του της 14ης Δεκεμβρίου 1995 σχετικά με το σχέδιο οδηγίας της Επιτροπής για την τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ (4), αποδέχθηκε τις αρχές και τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

(4) Αρκετά κράτη μέλη έχουν ήδη ανοίξει τις αγορές τους στον ανταγωνισμό όσον αφορά ορισμένες κινητές τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες και έχουν εισαγάγει καθεστώτα χορήγησης αδειών για υπηρεσίες αυτού του είδους. Ωστόσο, σε πολλά κράτη μέλη, ο αριθμός των αδειών που χορηγούνται εξακολουθεί να περιορίζεται βάσει της διακριτικής ευχέρειας του κράτους ή στην περίπτωση φορέων που ανταγωνίζονται τους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών, τα κράτη μέλη επιβάλλουν τεχνικούς περιορισμούς όπως είναι η απαγόρευση της χρησιμοποίησης υποδομών άλλων από εκείνες που παρέχουν οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών. Πολλά κράτη μέλη π.χ. δεν έχουν ακόμη χορηγήσει άδειες για κινητή τηλεφωνία DCS 1 800.

Επιπροσθέτως, ορισμένα κράτη μέλη έχουν διατηρήσει τα αποκλειστικά δικαιώματα για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών κινητής και προσωπικής επικοινωνίας που έχουν χορηγηθεί στους εθνικούς τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς.

(5) Η οδηγία 90/388/ΕΟΚ προβλέπει την κατάργηση των ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων που έχουν χορηγηθεί από κράτη μέλη για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Όμως, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δεν καλύπτει ακόμη τις υπηρεσίες κινητής επικοινωνίας.

(6) Στην περίπτωση που ο αριθμός των επιχειρήσεων που είναι εξουσιοδοτημένες να παρέχουν υπηρεσίες κινητής και προσωπικής επικοινωνίας περιορίζεται από κάποιο κράτος μέλος μέσω της ύπαρξης ειδικών και, κατά μείζονα λόγο, αποκλειστικών δικαιωμάτων, τα δικαιώματα αυτά συνιστούν περιορισμούς, οι οποίοι είναι ασυμβίβαστοι με το άρθρο 90 σε συνδυασμό με το άρθρο 59 της συνθήκης εφόσον οι περιορισμοί αυτοί δεν δικαιολογούνται από ειδικές διατάξεις της συνθήκης ή ουσιώδεις απαιτήσεις, δεδομένου ότι τα δικαιώματα αυτά εμποδίζουν άλλες επιχειρήσεις να παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες προς και από άλλα κράτη μέλη. Στην περίπτωση δικτύων και υπηρεσιών κινητής και προσωπικής επικοινωνίας, τέτοιου είδους ουσιώδεις απαιτήσεις περιλαμβάνουν την αποτελεσματική χρησιμοποίηση του φάσματος συχνοτήτων και την αποφυγή επιζήμιων παρεμβολών μεταξύ ραδιοφωνικών διαστημικών ή επίγειων τεχνικών συστημάτων. Κατά συνέπεια, εφόσον ο εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για την παροχή υπηρεσιών ικανοποιεί, επίσης, τις εν λόγω ουσιώδεις απαιτήσεις, τα υφιστάμενα ειδικά δικαιώματα και, κατά μείζονα λόγο, τα αποκλειστικά δικαιώματα για την παροχή κινητών υπηρεσιών δεν δικαιολογούνται και, συνεπώς, πρέπει να αντιμετωπισθούν κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι λοιπές υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών που καλύπτονται ήδη από την οδηγία 90/388/ΕΟΚ. Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας θα πρέπει να διευρυνθεί κατά τρόπο που να συμπεριλαμβάνει και τις υπηρεσίες κινητής και προσωπικής επικοινωνίας.

(7) Όταν τα κράτη μέλη ανοίγουν τις αγορές τους στον ανταγωνισμό όσον αφορά τις κινητές και προσωπικές επικοινωνίες, πρέπει να προτιμούν τη χρήση στον τομέα των πανευρωπαϊκών προτύπων, όπως GSM, DCS 1 800, DECT και ERMES, για να επιτρέπεται η ανάπτυξη και η διασυνοριακή παροχή των υπηρεσιών κινητής και προσωπικής επικοινωνίας.

(8) Ορισμένα κράτη μέλη έχουν πρόσφατα χορηγήσει άδειες για την παροχή ψηφιακών κινητών υπηρεσιών ραδιοεπικοινωνίας οι οποίες χρησιμοποιούν τη ζώνη συχνοτήτων 1 700 έως 1 900 Mhz, σύμφωνα με το πρότυπο DCS 1 800. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής της 23ης Νοεμβρίου 1994, καθορίζεται ότι το σύστημα DCS 1 800 θα πρέπει να θεωρείται ως μέρος της οικογένειας του συστήματος GSM. Τα λοιπά κράτη μέλη δεν έχουν επιτρέψει την παροχή παρόμοιων υπηρεσιών, ακόμη και αν υπάρχουν διαθέσιμες συχνότητες σε αυτή τη ζώνη συχνοτήτων, εμποδίζοντας έτσι τη διασυνοριακή παροχή τέτοιου είδους υπηρεσιών. Τούτο είναι επίσης ασυμβίβαστο με το άρθρο 90 σε συνδυασμό με το άρθρο 59. Για τη διευθέτηση του ζητήματος αυτού, τα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν ακόμη θεσπίσει διαδικασία χορήγησης παρόμοιων αδειών, πρέπει να το πράξουν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να ληφθεί καταλλήλως υπόψη η ανάγκη προώθησης των επενδύσεων εκ μέρους των νεοεισερχόμενων στους εν λόγω κλάδους. Το άρθρο 2 παράγραφος 4 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να απέχουν από τη χορήγηση άδειας σε υφιστάμενους φορείς, π.χ. σε φορείς του συστήματος GSM που είναι ήδη παρόντες στο έδαφός τους, εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι με τον τρόπο αυτό καταργείται ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός, ιδίως με την επέκταση δεσπόζουσας θέσης. Ειδικότερα, στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος χορηγεί ή έχει χορηγήσει άδειες DCS 1 800, η χορήγηση νέων ή πρόσθετων αδειών για υφιστάμενους φορείς GSM ή DCS 1 800 μπορεί να γίνει μόνο υπό όρους που να εξασφαλίζουν αποτελεσματικό ανταγωνισμό.

(9) Οι υπηρεσίες ευρωπαϊκών ψηφιακών ασύρματων τηλεπικοινωνιών (DECT) αποτελούν επίσης ουσιώδες στοιχείο για την ανάπτυξη των προσωπικών επικοινωνιών. Οι DECT αποτελούν εναλλακτική λύση στην παρούσα πρόσβαση του τοπικού κυκλώματος στο τηλεφωνικό δίκτυο δημόσιας μεταγωγής. Στις 3 Ιουνίου 1991, το Συμβούλιο, με την οδηγία 91/287/ΕΟΚ (5), καθόρισε συντονισμένες ζώνες συχνοτήτων για την καθιέρωση, το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 1991, ευρωπαϊκών ψηφιακών ασύρματων τηλεπικοινωνιών στην Κοινότητα. Ωστόσο, ορισμένα κράτη μέλη εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση των εν λόγω συχνοτήτων για την παροχή παρόμοιων υπηρεσιών, αρνούμενες να χορηγήσουν άδειες σε εταιρείες που προτίθενται να αρχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες DECT. Όταν παρέχονται σε τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς αποκλειστικά δικαιώματα για την εγκατάσταση τηλεφωνικού δικτύου δημόσιας μεταγωγής, το αποτέλεσμα των αρνήσεων αυτού του είδους είναι η ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσης τους ενώ παράλληλα καθυστερεί με τον τρόπο αυτό και η ανάπτυξη υπηρεσιών προσωπικής επικοινωνίας και, ως εκ τούτου, παρεμποδίζεται η τεχνική πρόοδος εις βάρος των χρηστών, σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 90 σε συνδυασμό με το άρθρο 86 στοιχείο β). Προς αποκατάσταση της εν λόγω κατάστασης, κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν θεσπίσει διαδικασία χορήγησης παρόμοιων αδειών, πρέπει να το πράξουν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

(10) Ακόμη και σε περιπτώσεις που είχαν χορηγηθεί άδειες σε ανταγωνιστές φορείς κινητών επικοινωνιών, τα κράτη μέλη, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, χορήγησαν, κατά τρόπο που συνιστά διάκριση, σε έναν από αυτούς τους φορείς ειδικά νομοθετικά πλεονεκτήματα που δεν χορήγησαν σε άλλους. Σε αυτήν την περίπτωση, τα πλεονεκτήματα αυτά μπορούν να αντισταθμιστούν με ειδικές υποχρεώσεις χωρίς, απαραίτητα, να αποκλείεται η πρόσβαση και η ανταγωνιστική λειτουργία του φορέα αυτού στην αγορά. Το συμβιβάσιμο των σχετικών δικαιωμάτων με τη συνθήκη πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη τόσο των επιπτώσεων που ενδέχεται να έχουν στην πραγματική ελευθερία άλλων φορέων να παράσχουν, κατά τρόπο αποτελεσματικό, την ίδια τηλεπικοινωνιακή υπηρεσία, όσο και της ενδεχόμενης αιτιολόγησής τους όσον αφορά τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.

(11) Τα αποκλειστικά δικαιώματα που υφίστανται σήμερα στον τομέα των κινητών επικοινωνιών χορηγήθηκαν γενικά σε οργανισμούς, οι οποίοι είχαν ήδη δεσπόζουσα θέση στη δημιουργία επίγειων δικτύων ή σε κάποια από τις θυγατρικές τους. Σε αυτήν την περίπτωση, τα εν λόγω δικαιώματα έχουν ως αποτέλεσμα την επέκταση και, κατά συνέπεια, την ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσης των οικείων οργανισμών, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αποτελεί κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης η οποία είναι αντίθετη με το άρθρο 86 της συνθήκης. Επομένως, τα αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγούνται στους τομείς των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 90, σε συνδυασμό με το άρθρο 86 της συνθήκης. Συνεπώς τα αποκλειστικά αυτά δικαιώματα πρέπει να καταργηθούν.

(12) Επιπροσθέτως, όσον αφορά τις νέες υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να εξασφαλιστεί ότι οι τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί σε κράτη μέλη με λιγότερο ανεπτυγμένα δίκτυα - οι οποίοι όμως δύνανται να ζητήσουν την εφαρμογή μεταβατικής περιόδου για την κατάργηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων που αφορούν την εγκατάσταση και χρήση των απαιτούμενων υποδομών για δεδομένη υπηρεσία κινητής επικοινωνίας - δε θα χρησιμοποιήσουν τη θέση αυτή για να επεκταθούν στην αγορά της συγκεκριμένης υπηρεσίας κινητής επικοινωνίας, τα εν λόγω κράτη μέλη οφείλουν, για να αποφευχθούν καταχρήσεις δεσπόζουσας θέσης αντίθετες με τη συνθήκη, αν μη χορηγούν σε παρόμοιους τηλεπικοινωνιακούς οργανισμούς, ή σε οποιονδήποτε συνδεδεμένο οργανισμό, άδεια για παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας κινητής επικοινωνίας. Ωστόσο, σε περίπτωση που τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί δεν κατείχαν ή δεν κατέχουν πλέον αποκλειστικά δικαιώματα για την εγκατάσταση και την παροχή υποδομής δημοσίου δικτύου, δεν θα πρέπει να αποκλείονται εκ των προτέρων από παρόμοιες διαδικασίες χορήγησης αδειών.

(13) Τα αποκλειστικά δικαιώματα δεν περιορίζουν μόνο την πρόσβαση στην αγορά, αλλά έχουν, επίσης, ως αποτέλεσμα να περιορίζουν ή να εμποδίζουν, εις βάρος των χρηστών, τη χρησιμοποίηση κινητών και προσωπικών επικοινωνιών που θα ήταν δυνατόν να τους προσφερθούν, καθυστερώντας με αυτόν τον τρόπο την τεχνολογική πρόοδο στον εν λόγω τομέα. Ιδιαίτερα, οι τηλεπικοινωνιακοί οργανισμοί διατήρησαν υψηλότερα τέλη για την κινητή ασύρματη τηλεφωνία σε σύγκριση με τη σταθερή φωνητική τηλεφωνία, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού εις βάρος της κυριοτέρας πηγής εσόδων.

Όταν οι επιχειρήσεις λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις που αφορούν τομείς στους οποίους κατέχουν αποκλειστικά δικαιώματα, δύνανται να αποφασίσουν να δώσουν προτεραιότητα σε τεχνολογίες σταθερού δικτύου, ενώ οι νεοεισερχόμενοι μπορούν, ενδεχομένως, να δώσουν προτεραιότητα στις τεχνολογίες κινητής και προσωπικής επικοινωνίας, κατά τρόπο που είναι ανταγωνιστικός ακόμη και με τις υπηρεσίες σταθερού δικτύου, ιδιαίτερα όσον αφορά το τοπικό δίκτυο. Κατά συνέπεια, τα αποκλειστικά δικαιώματα αποτελούν περιορισμό στην ανάπτυξη των κινητών και προσωπικών επικοινωνιών και το γεγονός αυτό είναι ασυμβίβαστο με το άρθρο 90, σε συνδυασμό με το άρθρο 86 της συνθήκης.

(14) Τα κράτη μέλη, προκειμένου να καθορίσουν τους όρους με τους οποίους θα παρέχονται από τους φορείς υπηρεσίες κινητής και προσωπικής επικοινωνίας, δύνανται να καθιερώσουν διαδικασίες χορήγησης αδείας ή δήλωσης για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις ισχύουσες ουσιώδεις απαιτήσεις και τις προδιαγραφές δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό μπορεί να γίνει υπό μορφή εμπορικών κανονιστικών διατάξεων, με την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας. Οι προδιαγραφές δημόσιας υπηρεσίας υπό τη μορφή εμπορικών κανονιστικών διατάξεων αφορούν τις προϋποθέσεις μονιμότητας, διαθεσιμότητας και ποιότητας της παρεχόμενης υπηρεσίας. Οι προϋποθέσεις αυτές μπορούν να περιέχουν την υποχρέωση χορήγησης πρόσβασης στους φορείς παροχής υπηρεσιών στο χρόνο εκπομπής με όρους τουλάχιστον εξίσου ευνοϊκούς μ' αυτούς που ισχύουν για επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών που ανήκουν ή έχουν σχέση ιδιοκτησίας με κινητό δίκτυο. Αυτό το πλαίσιο ισχύει με την επιφύλαξη της εναρμόνισης του πλαισίου για τη χορήγηση των αδειών στην Κοινότητα.

Ο αριθμός των αδειών μπορεί να περιορίζεται μόνο σε περίπτωση ανεπάρκειας των διαθέσιμων συχνοτήτων. Αντιστρόφως, δεν δικαιολογείται η χορήγηση άδειας όταν μια απλή δήλωση αρκεί για την επίτευξη του σχετικού στόχου.

Σε περίπτωση μεταπώλησης χρόνου εκπομπής και άλλων απλών παρεχόμενων υπηρεσιών από ανεξάρτητους φορείς παροχής υπηρεσιών ή απευθείας από φορείς κινητού δικτύου που παρέχουν τις υπηρεσίες τους μέσω ήδη εγκεκριμένων συστημάτων κινητής επικοινωνίας, καμία από τις βασικές απαιτήσεις δεν δικαιολογεί τη δρομολόγηση ή τη διατήρηση διαδικασιών χορήγησης αδειών, δεδομένου ότι οι παροχές υπηρεσιών τέτοιου είδους δεν αποτελούν υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας ή λειτουργίας δικτύου κινητής επικοινωνίας, αλλά συνιστούν λιανική πώληση εγκεκριμένων υπηρεσιών, υπό τον όρο ότι εξασφαλίζεται η συμμόρφωση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις ή τις ειδικές προδιαγραφές για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών, υπό μορφή εμπορικών κανονιστικών διατάξεων.

Κατά συνέπεια, πέραν από την εφαρμογή αμερόληπτων εθνικών εμπορικών κανόνων που αφορούν όλες τις παρόμοιες δραστηριότητες λιανικής πώλησης, οι ανωτέρω δραστηριότητες απαιτούν μόνο την υποβολή δήλωσης στην εθνική κανονιστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο ασκούνται αυτές οι δραστηριότητες. Από την άλλη πλευρά, οι φορείς εκμετάλλευσης κινητών δικτύων μπορούν να αρνηθούν τη συνεργασία με φορείς παροχής υπηρεσιών, ιδίως όταν οι τελευταίοι δεν τηρούν τον κώδικα συμπεριφοράς για τους φορείς παροχής υπηρεσιών με τους κανόνες ανταγωνισμού της συνθήκης, καθόσον υφίσταται τέτοιος κώδικας.

(15) Στους τομείς των κινητών και προσωπικών συστημάτων επικοινωνίας οι ραδιοσυχνότητες αποτελούν σημαντική πηγή δυσχερειών. Η διάθεση ραδιοσυχνοτήτων για συστήματα κινητής και προσωπικής επικοινωνίας εκ μέρους κρατών μελών με κριτήρια, τα οποία δεν είναι αντικειμενικά ή διαφανή και προκαλούν διακρίσεις, αποτελούν περιορισμούς, οι οποίοι δεν συμβιβάζονται με τις διατάξεις του άρθρου 90 σε συνδυασμό με το άρθρο 59 της συνθήκης, στο βαθμό όπου οι φορείς από άλλα κράτη μέλη βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τις εν λόγω διαδικασίες χορήγησης αδειών. Η ανάπτυξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού στον τομέα των τηλεπικοινωνιών μπορεί να αποτελεί αντικειμενική αιτία για άρνηση διάθεσης ραδιοσυχνοτήτων σε φορείς που ήδη κατέχουν δεσπόζουσα θέση στη γεωγραφική αγορά.

Τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε οι διαδικασίες χορήγησης αδειών ραδιοσυχνοτήτων να μη δημιουργούν διακρίσεις και να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια. Στο πλαίσιο αυτό και αναφορικά με το μελλοντικό καθορισμό συχνοτήτων για συγκεκριμένες υπηρεσίες επικοινωνιών, τα κράτη μέλη πρέπει να δημοσιεύουν τα σχέδια κατανομής συχνοτήτων καθώς επίσης τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούν οι φορείς παροχής υπηρεσιών για να αποκτήσουν συχνότητες εντός των καθορισμένων ζωνών συχνοτήτων. Οι ήδη διατεθείσες συχνότητες θα πρέπει να επανεξετάζονται από τα κράτη μέλη σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Σε περίπτωση περιορισμού του αριθμού των αδειών λόγω έλλειψης διαθέσιμου φάσματος συχνοτήτων, τα κράτη μέλη πρέπει να επανεξετάζουν αν με την τεχνική πρόοδο είναι δυνατή η διάθεση φάσματος συχνοτήτων για πρόσθετες άδειες. Τα ενδεχόμενα τέλη για τη χρήση συχνοτήτων θα πρέπει να είναι αναλογικά και να επιβάλλονται ανάλογα με τον αριθμό των διαύλων που πραγματικά χορηγούνται.

(16) Τα περισσότερα κράτη μέλη υποχρεώνουν σήμερα τους φορείς εκμετάλλευσης κινητής επικοινωνίας να χρησιμοποιούν μόνο τη μισθωμένη γραμμή των οργανισμών τηλεπικοινωνιών τόσο για τις συνδέσεις του εσωτερικού δικτύου όσο και για τις κλήσεις μεγαλυτέρων αποστάσεων. Δεδομένου ότι οι επιβαρύνσεις για την ενοικίαση μισθωμένης γραμμής αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του βασικού κόστους του φορέα παροχής υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, η υποχρέωση αυτή παρέχει στον εκμισθωτή οργανισμό τηλεπικοινωνιών, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις είναι άμεσος ανταγωνιστής, τη δυνατότητα να επηρεάζει σημαντικά τη δομή του κόστους των φορέων παροχής κινητών υπηρεσιών και το γεγονός αυτό έχει επίπτωση στην εμπορική βιωσιμότητά τους. Επιπροσθέτως, οι περιορισμοί του δικαιώματος ιδιοπαροχής υποδομής και η υποχρέωση χρησιμοποίησης υποδομής τρίτων επιβραδύνει την ανάπτυξη των κινητών υπηρεσιών, ιδιαίτερα επειδή η αποτελεσματική πανευρωπαϊκή επικοινωνία με το σύστημα GSM βασίζεται στο γεγονός ότι διατίθεται ευρύ φάσμα συστημάτων διεύθυνσης, ένα είδος τεχνολογίας η οποία, επί του παρόντος, δεν είναι ευρέως προσφερόμενη από τους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών σε ολόκληρη την Κοινότητα.

Τέτοιου είδους περιορισμοί αναφορικά με τη διάθεση και τη χρήση των υποδομών περιορίζουν την παροχή υπηρεσιών κινητής και προσωπικής επικοινωνίας από φορείς από άλλα κράτη μέλη και, κατά συνέπεια, είναι ασυμβίβαστοι με τις διατάξεις του άρθρου 90 σε συνδυασμό με το άρθρο 59 της συνθήκης. Σε περίπτωση που η παροχή ανταγωνιστικών υπηρεσιών κινητής φωνητικής τηλεφωνίας παρεμποδίζεται εξαιτίας της αδυναμίας του οργανισμού τηλεπικοινωνιών να ικανοποιήσει το αίτημα του φορέα κινητής επικοινωνίας για την παροχή υποδομής ή πραγματοποιείται μόνο έναντι τελών τα οποία δεν ανταποκρίνονται στις δαπάνες που αντιστοιχούν στη χωρητικότητα της μισθωμένης γραμμής, τούτο συνιστά ασφαλώς μεροληπτική στάση προς όφελος των σταθερών τηλεφωνικών υπηρεσιών που προσφέρει ο οργανισμός τηλεπικοινωνιών, ο οποίος, σε πολλά κράτη μέλη, διατηρεί ακόμη αποκλειστικά δικαιώματα. Συνεπώς, οι περιορισμοί στην παροχή και τη χρησιμοποίηση της υποδομής είναι αντίθετοι προς τις διατάξεις του άρθρου 90, σε συνδυασμό με το άρθρο 86 της συνθήκης. Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη πρέπει να καταργήσουν αυτούς τους περιορισμούς και να χορηγήσουν, χωρίς διακρίσεις, στους σχετικούς φορείς κινητής επικοινωνίας στους ανεπαρκείς πόρους που είναι αναγκαίοι για τη δημιουργία της δικής τους υποδομής, συμπεριλαμβανομένων των ραδιοσυχνοτήτων.

(17) Σήμερα, η άμεση διασύνδεση μεταξύ συστημάτων κινητής επικοινωνίας καθώς και μεταξύ συστημάτων κινητής επικοινωνίας και σταθερών τηλεπικοινωνιακών δικτύων εντός μεμονωμένου κράτους μέλους ή μεταξύ συστημάτων που είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη, περιορίζεται στη χορήγηση εκ μέρους πολλών κρατών μελών, αδειών για κινητή επικοινωνία χωρίς οποιαδήποτε τεχνική αιτιολόγηση. Επιπλέον, υπάρχουν περιορισμοί για τη διασύνδεση των εν λόγω δικτύων μέσω άλλων δικτύων πλην των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Στα εν λόγω κράτη μέλη οι φορείς κινητής επικοινωνίας πρέπει να διασυνδέονται με άλλους φορείς κινητής επικοινωνίας μέσω του σταθερού δικτύου του οργανισμού τηλεπικοινωνιών. Οι απαιτήσεις αυτές έχουν ως αποτέλεσμα πρόσθετες δαπάνες και, κατά συνέπεια, εμποδίζουν ιδιαίτερα την διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών κινητής επικοινωνίας στην Κοινότητα και συνεπώς παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 90 σε συνδυασμό με το άρθρο 59 της συνθήκης.

Δεδομένου ότι στα περισσότερα κράτη μέλη διατηρούνται τα αποκλειστικά δικαιώματα για την παροχή φωνητικής τηλεφωνίας και για την υποδομή του δημοσίου σταθερού δικτύου, ενδεχόμενη κατάχρηση εκ μέρους των οργανισμών τηλεπικοινωνιών της δεσπόζουσας θέσης τους μπορεί να παρεμποδισθεί μόνο εάν τα κράτη εξασφαλίζουν τις προϋποθέσεις ώστε η διασύνδεση των δημοσίων κινητών συστημάτων επικοινωνιών να γίνεται σε συγκεκριμένα σημεία σύνδεσης με το δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών των εν λόγω οργανισμών τηλεπικοινωνιών και οι όροι διασύνδεσης να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια να είναι διαφανείς, να μη συνεπάγονται διακρίσεις, να δικαιολογούνται από το κόστος παροχής της υπηρεσίας σύνδεσης, να δημοσιεύονται εκ των προτέρων και να επιτρέπουν την ελαστική τιμολόγηση, συμπεριλαμβανομένου του μειωμένου τιμολογίου εκτός των ωρών αιχμής. Ειδικότερα, απαιτείται διαφάνεια σχετικά με την κοστολόγηση των φορέων παροχής υπηρεσιών σταθερών και κινητών δικτύων. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θίγουν τα ειδικά και αποκλειστικά δικαιώματα σχετικά με τη δημιουργία διασυνοριακής υποδομής για τη φωνητική τηλεφωνία.

Προκειμένου να διασφαλισθεί η πλήρης εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τη διασύνδεση, πρέπει να παρέχονται στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τις συμφωνίες διασύνδεσης, όταν αυτό ζητηθεί.

Ο καθορισμός παρόμοιων εθνικών διαδικασιών για τη χορήγηση και τη διασύνδεση πραγματοποιείται με την επιφύλαξη της μεταγενέστερης εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο από οδηγίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των οδηγιών που αφορούν την παροχή ανοικτού δικτύου (ONP).

(18) Το άρθρο 90 παράγραφος 2 της συνθήκης προβλέπει παρέκκλιση από τους κανόνες της συνθήκης και, ιδιαίτερα, το άρθρο 86 σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εφαρμογή του τελευταίου εμποδίζει την εκπλήρωση, νομικά ή πραγματικά, της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών. Σύμφωνα με αυτή τη διάταξη, η οδηγία 90/388/ΕΟΚ επιτρέπει τη διατήρηση των αποκλειστικών δικαιωμάτων στην περίπτωση της φωνητικής τηλεφωνίας για μια μεταβατική περίοδο.

Η υπηρεσία της φωνητικής τηλεφωνίας ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ ως η εμπορική εκμετάλλευση για το κοινό της άμεσης μετάδοσης και της μεταγωγής της φωνής από και προς τερματικά σημεία του δημοσίου δικτύου μεταγωγής και σε πραγματικό χρόνο, που επιτρέπει σε κάθε χρήστη να χρησιμοποιεί τον εξοπλισμό που είναι συνδεδεμένος με τερματικό σημείο για να επικοινωνεί με άλλο τερματικό σημείο. Η άμεση μεταφορά και μεταγωγή της ομιλίας μέσω δικτύων κινητής και προσωπικής επικοινωνίας δεν πραγματοποιείται μέσω δύο τερματικών σημείων δημόσιας μεταγωγής και, κατά συνέπεια, δεν αποτελεί φωνητική τηλεφωνία κατά την έννοια της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ.

Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 παράγραφος 2 της συνθήκης, οι προϋποθέσεις, υπό μορφή εμπορικών ρυθμίσεων, για την παροχή δημοσίων υπηρεσιών που εφαρμόζονται σε όλους τους εξουσιοδοτημένους φορείς που παρέχουν στο κοινό υπηρεσίες κινητών τηλεπικοινωνιών δικαιολογούνται όταν διασφαλίζουν την εκπλήρωση στόχων γενικού οικονομικού συμφέροντος, όπως η γεωγραφική κάλυψη ή η χρησιμοποίηση προτύπων κοινοτικής διάστασης.

(19) Κατά την εκτίμηση των περιορισμών που επιβάλλονται σήμερα σε φορείς κινητής επικοινωνίας σχετικά με τη δημιουργία και τη χρησιμοποίηση δικής τους υποδομής ή/και τη χρησιμοποίηση της υποδομής τρίτου, η Επιτροπή θα εξετάσει περαιτέρω την ανάγκη για πρόσθετες μεταβατικές περιόδους για κράτη μέλη που διαθέτουν λιγότερο ανεπτυγμένα δίκτυα, όπως ζητείται στο ψήφισμα του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 1993 σχετικά με την επισκόπηση της κατάστασης στον τομέα τηλεπικοινωνιών και την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης της αγοράς (6) και στο ψήφισμα του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994 σχετικά με τις αρχές και το χρονοδιάγραμμα της ελευθέρωσης της τηλεπικοινωνιακής υποδομής (7). Αν και τα ψηφίσματα αυτά δεν το προβλέπουν, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα να ζητηθεί πρόσθετη μεταβατική περίοδος όσον αφορά την άμεση διασύνδεση των δικτύων κινητής επικοινωνίας. Τα κράτη μέλη τα οποία δύνανται να ζητήσουν την εφαρμογή αυτής της εξαίρεσης είναι η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία. Ωστόσο μόνο ορισμένα από αυτά τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν σε φορείς κινητής επικοινωνίας GSM να χρησιμοποιούν τις δικές τους ή/και τις υποδομές τρίτων. Πρέπει να θεσπισθεί ειδική διαδικασία για την αξιολόγηση της ενδεχόμενης αιτιολόγησης σχετικά με τη διατήρηση του εν λόγω καθεστώτος παροχής υπηρεσιών κινητής και προσωπικής επικοινωνίας για μια μεταβατική περίοδο, όπως καθορίζεται στα προαναφερθέντα ψηφίσματα του Συμβουλίου.

(20) Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τη λήψη μέτρων σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία και τις υφιστάμενες διεθνείς υποχρεώσεις ούτως ώστε οι υπήκοοι των κρατών μελών να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης σε τρίτες χώρες,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Η οδηγία 90/388/ΕΟΚ τροποποιείται ως εξής:

1. Το άρθρο 1 παράγραφος 1 τροποποιείται ως εξής:

α) μετά από την ένατη περίπτωση παρεμβάλλονται οι ακόλουθες νέες περιπτώσεις:

«- "υπηρεσίες κινητής και προσωπικής επικοινωνίας" νοούνται οι μη δορυφορικές υπηρεσίες των οποίων η παροχή, η εν όλω ή η εν μέρει, συνίσταται στη δημιουργία δυνατότητας ραδιοεπικοινωνίας με κινητό χρήστη μέσω της χρησιμοποίησης, εν όλω ή εν μέρει, συστημάτων κινητής και προσωπικής επικοινωνίας,

- "συστήματα κινητής και προσωπικής επικοινωνίας" τα συστήματα που αποσκοπούν στη δημιουργία και λειτουργία υποδομής κινητού δικτύου, η οποία είτε είναι συνδεδεμένη με το δημόσιο τερματικό δίκτυο είτε όχι, για τη μετάδοση και την παροχή ραδιοεπικοινωνίας με κινητούς χρήστες,»

β) η δεκάτη τρίτη περίπτωση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«- "ουσιώδεις απαιτήσεις" οι μη οικονομικού χαρακτήρα λόγοι δημοσίου συμφέροντος, βάσει των οποίων το κράτος μέλος μπορεί να επιβάλει όρους στην εγκατάσταση ή/και λειτουργία των τηλεπικοινωνιακών δικτύων ή στην παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Οι λόγοι αυτοί είναι η ασφάλεια της λειτουργίας του δικτύου, η διατήρηση της ακεραιότητάς του, και εφόσον δικαιολογείται, η διαλειτουργικότητα των υπηρεσιών, η προστασία των δεδομένων, η προστασία του περιβάλλοντος και πολεοδομικοί και χωροταξικοί στόχοι, καθώς και η αποτελεσματική χρήση του φάσματος συχνοτήτων και η αποφυγή επιζήμιας παρεμβολής μεταξύ ραδιοτηλεπικοινωνιακών συστημάτων και άλλων διαστημικών ή επίγειων τεχνικών συστημάτων.

Η προστασία των δεδομένων μπορεί να περιλαμβάνει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το απόρρητο των πληροφοριών που μεταδίδονται ή αποθηκεύονται καθώς και την προστασία της ιδιωτικής ζωής.»

2. Το άρθρο 1 παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται για τις υπηρεσίες τέλεξ.»

3. Μετά από το άρθρο 3 παρεμβάλλονται τα ακόλουθα νέα άρθρα 3α έως 3δ:

«Άρθρο 3α

Τα κράτη μέλη, επιπρόσθετα από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 οφείλουν, με την επιβολή πρόσθετων όρων για τη χορήγηση αδειών ή γενικών εξουσιοδοτήσεων για συστήματα κινητής και προσωπικής επικοινωνίας, να εξασφαλίζουν τα ακόλουθα:

i) οι όροι για τη χορήγηση αδείας πρέπει να περιέχουν μόνον ό,τι δικαιολογείται από τις ουσιώδεις απαιτήσεις και, στην περίπτωση των συστημάτων για χρήση από το κοινό, από τις απαιτήσεις για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών υπό μορφή εμπορικών κανονιστικών διατάξεων κατά την έννοια του άρθρου 3,

ii) οι όροι για τη χορήγηση αδείας σε φορείς εκμετάλλευσης κινητού δικτύου πρέπει να εξασφαλίζουν τη διαφάνεια και να αποφεύγουν τις διακρίσεις μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης σταθερού και κινητού δικτύου σε περίπτωση συνιδιοκτησίας,

iii) οι όροι για τη χορήγηση αδείας δεν πρέπει να περιέχουν αδικαιολόγητους τεχνικούς περιορισμούς. Ιδιαίτερα, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να εμποδίζουν το συνδυασμό αδειών ή να περιορίζουν την προσφορά διαφορετικών τεχνολογιών οι οποίες χρησιμοποιούν ξεχωριστές συχνότητες σε περίπτωση πολυπρότυπων συσκευών.

Εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες συχνότητες, τα κράτη μέλη οφείλουν να χορηγούν άδεια σε οποιονδήποτε υποβάλλει αίτηση, εφαρμόζοντας ανοικτές, αμερόληπτες και διαφανείς διαδικασίες.

Τα κράτη μέλη επιτρέπεται να περιορίζουν τον αριθμό των αδειών για συστήματα κινητής και προσωπικής επικοινωνίας που πρόκειται να χορηγηθούν μόνο βάσει ουσιωδών απαιτήσεων, και μόνον εφόσον ο περιορισμός αυτός συνδέεται με την έλλειψη διαθέσιμου φάσματος συχνοτήτων και δικαιολογείται βάσει της αρχής της αναλογικότητας.

Οι διαδικασίες χορήγησης αδειών μπορούν να λάβουν υπόψη τις απαιτήσεις για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών υπό μορφή εμπορικών κανονιστικών διατάξεων όπως ορίζεται στο άρθρο 3, εφόσον έχει επιλεγεί η λύση που περιορίζει κατά το λιγότερο δυνατό τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Οι εν λόγω όροι σχετικά με εμπορικές κανονιστικές διατάξεις μπορούν να επισυνάπτονται στις άδειες που χορηγούνται.

Τα κράτη μέλη στα οποία χορηγείται πρόσθετη περίοδος εφαρμογής για την κατάργηση των περιορισμών όσον αφορά την υποδομή, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3γ, δεν χορηγούν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής άλλες άδειες για κινητές ή προσωπικές επικοινωνίες σε οργανισμούς τηλεπικοινωνιών, ή σε κάποιο άλλο συνδεδεμένο οργανισμό. Σε περίπτωση που οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών στα εν λόγω κράτη μέλη δεν κατέχουν ή δεν κατέχουν πλέον αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα σύμφωνα με το άρθρο 2 πρώτο εδάφιο στοιχεία β) και γ) για τη δημιουργία και την παροχή υποδομής δημοσίου δικτύου, δεν θα πρέπει να αποκλείονται εκ των προτέρων από τέτοιου είδους διαδικασίες χορήγησης αδειών.

Άρθρο 3β

Ο καθορισμός ραδιοσυχνοτήτων για συγκεκριμένες υπηρεσίες επικοινωνιών πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια. Οι διαδικασίες πρέπει να είναι διαφανείς και να δημοσιεύονται με κατάλληλο τρόπο.

Τα κράτη μέλη οφείλουν να δημοσιεύουν κάθε έτος ή να διαθέσουν, όταν ζητείται, το σχέδιο παραχώρησης συχνοτήτων οι οποίες προορίζονται για υπηρεσίες κινητής και προσωπικής επικοινωνίας, σύμφωνα με το σχέδιο που παρατίθεται στο παράρτημα, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων για μελλοντική επέκταση των εν λόγω συχνοτήτων.

Ο εν λόγω καθορισμός συχνοτήτων πρέπει να επανεξετάζεται από τα κράτη μέλη σε τακτικά χρονικά διαστήματα.

Άρθρο 3γ

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την άρση όλων των περιορισμών εις βάρος των φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων κινητής και προσωπικής επικοινωνίας σχετικά με την ιδιοπαροχή υποδομής, τη χρήση υποδομών που παρέχονται από τρίτους και την κοινή χρήση της υποδομής, άλλων μέσων και εγκαταστάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιούν τις υποδομές αυτές μόνο για εκείνες τις δραστηριότητες που προβλέπονται στην άδεια ή στην εξουσιοδότησή τους.

Άρθρο 3δ

Με την επιφύλαξη της μελλοντικής εναρμόνισης των εθνικών συστημάτων διασύνδεσης στο πλαίσιο της ΟΝΡ, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη δυνατότητα άμεσης διασύνδεσης μεταξύ συστημάτων κινητής επικοινωνίας καθώς και μεταξύ συστημάτων κινητής επικοινωνίας και σταθερών δικτύων τηλεπικοινωνιών. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να καταργηθούν οι περιορισμοί όσον αφορά τη διασύνδεση.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί συστημάτων κινητής επικοινωνίας τα οποία προορίζονται για την εξυπηρέτηση του κοινού έχουν το δικαίωμα να διασυνδέουν τα συστήματά τους με το δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, στις χορηγούμενες άδειες για την παροχή υπηρεσιών κινητής επικοινωνίας, πρόσβαση στον αναγκαίο αριθμό σημείων διασύνδεσης με το δημόσιο δικτυοτηλεπικοινωνιών. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διεπαφές που προσφέρονται σε τέτοια σημεία διασύνδεσης να περιορίζουν το λιγότερο δυνατό τη λειτουργικότητα των υπηρεσιών κινητής τηλεπικοινωνίας.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι όροι διασύνδεσης με τα δημόσια δίκτυα τηλεπικοινωνιών των οργανισμών τηλεπικοινωνιών να καθορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, να είναι διαφανείς και να μη συνιστούν διακρίσεις, και να είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας. Μεριμνούν επίσης, σε περίπτωση προσφυγής, ώστε η εθνική κανονιστική αρχή να έχει πλήρη πρόσβαση στις συμφωνίες διασύνδεσης και οι πληροφορίες αυτές να διαβιβάζονται στην Επιτροπή, όταν ζητούνται.»

4. Στο άρθρο 4 πρώτο εδάφιο προστίθεται ο όρος «σταθερών» πριν από τους όρους «δημοσίων δικτύων τηλεπικοινωνιών».

Άρθρο 2

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ και της διάταξης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη δεν αρνούνται να χορηγήσουν άδειες για κινητά συστήματα που λειτουργούν σύμφωνα με το πρότυπο DCS 1800, το αργότερο μετά από την έκδοση απόφασης της ευρωπαϊκής επιτροπής ραδιοεπικοινωνιών σχετικά με την παραχώρηση συχνοτήτων στο πλαίσιο του συστήματος DCS 1800 και οπωσδήποτε πριν από την 1η Ιανουαρίου 1998.

2. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 4, τα κράτη μέλη δεν αρνούνται να χορηγήσουν άδειες για δημόσια πρόσβαση/λειτουργίες τηλεσταθμών, συμπεριλαμβανομένων και των αδειών για τα συστήματα που λειτουργούν σύμφωνα με το πρότυπο DECT, από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

3. Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν το συνδυασμό κινητών τεχνολογιών ή συστημάτων, ιδιαίτερα σε περίπτωση πολυπρότυπων συσκευών. Τα κράτη μέλη, όταν επεκτείνουν τις υφιστάμενες άδειες προκειμένου να καλύπτουν τέτοιους συνδυασμούς εξασφαλίζουν ότι η επέκταση αυτή δικαιολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4.

4. Τα κράτη μέλη, κατόπιν αίτησης, λαμβάνουν μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου έχοντας υπόψη την απαίτηση να εξασφαλιστεί αποτελεσματικός ανταγωνισμός μεταξύ φορέων οι οποίοι λειτουργούν ανταγωνιστικά στις σχετικές αγορές.

Άρθρο 3

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, το αργότερο εντός εννέα μηνών από την έναρξη ισχύος, τις πληροφορίες που θα της επιτρέψουν να διαπιστώσει ότι τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 1 και του άρθρου 2 παράγραφος 2.

Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1998, τις πληροφορίες που θα της επιτρέψουν να διαπιστώσει ότι τηρούνται οι διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 1.

Άρθρο 4

Τα κράτη μέλη με λιγότερο ανεπτυγμένα δίκτυα μπορούν να ζητήσουν, το αργότερο εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, τη χορήγηση πρόσθετης περιόδου ανώτατης διαρκείας πέντε ετών όριο, προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 3γ και στο άρθρο 3δ παράγραφος 1 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ, στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη να πραγματοποιήσουν τις αναγκαίες διαρθρωτικές προσαρμογές. Μια τέτοια αίτηση πρέπει να περιέχει διεξοδική περιγραφή των προβλεπομένων προσαρμογών και ακριβή αξιολόγηση του χρονοδιαγράμματος για την εφαρμογή τους. Οι παρεχόμενες πληροφορίες, διαβιβάζονται κατόπιν αιτήσεως, σε όλους τους ενδιαφερόμενους.

Η Επιτροπή θα αξιολογεί τις αιτήσεις αυτές και θα λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση εντός διαστήματος τριών μηνών σχετικά με την αρχή, τις συνέπειες και την ανώτατη διάρκεια της πρόσθετης μεταβατικής περιόδου που πρόκειται να χορηγηθεί.

Άρθρο 5

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 6

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 16 Ιανουαρίου 1996.

Για την Επιτροπή

Karel VAN MIERT

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ αριθ. L 192 της 24. 7. 1990, σ. 10.

(2) ΕΕ αριθ. L 256 της 26. 10. 1995, σ. 49.

(3) ΕΕ αριθ. C 188 της 22. 7. 1995, σ. 3.

(4) Ψήφισμα Α4-0306/95.

(5) ΕΕ αριθ. L 144 της 8. 6. 1991, σ. 45.

(6) ΕΕ αριθ. C 213 της 6. 8. 1993, σ. 2.

(7) ΕΕ αριθ. C 379 της 31. 12. 1994, σ. 4.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. Ζώνες συχνοτήτων που διατέθηκαν στα κινητά συστήματα.

(καθορισμός του αριθμού διαύλων, της υπηρεσίας στην οποία χορηγήθηκαν και της ημερομηνίας επανεξέτασης της διάθεσης).

2. Ζώνες συχνοτήτων οι οποίες πρόκειται να διατεθούν για κινητά συστήματα κατά τη διάρκεια του επομένου έτους.

3. Προβλεπόμενες διαδικασίες για τη διάθεση των εν λόγω συχνοτήτων σε υφιστάμενους ή νέους φορείς.

Top