Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31995R0477

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 477/95 του Συμβουλίου της 16ης Ιανουαρίου 1995 για την τροποποίηση των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές στην Κοινότητα ουρίας καταγωγής πρώην ΕΣΣΔ και για την περάτωση των μέτρων αντιντάμπινγκ που ισχύουν για τις εισαγωγές στην Κοινότητα ουρίας καταγωγής πρώην Τσεχοσλοβακίας

    ΕΕ L 49 της 4.3.1995, p. 1–12 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 05/03/2000

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1995/477/oj

    31995R0477

    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 477/95 του Συμβουλίου της 16ης Ιανουαρίου 1995 για την τροποποίηση των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές στην Κοινότητα ουρίας καταγωγής πρώην ΕΣΣΔ και για την περάτωση των μέτρων αντιντάμπινγκ που ισχύουν για τις εισαγωγές στην Κοινότητα ουρίας καταγωγής πρώην Τσεχοσλοβακίας

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 049 της 04/03/1995 σ. 0001 - 0012


    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 477/95 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Ιανουαρίου 1995 για την τροποποίηση των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές στην Κοινότητα ουρίας καταγωγής πρώην ΕΣΣΔ και για την περάτωση των μέτρων αντιντάμπινγκ που ισχύουν για τις εισαγωγές στην Κοινότητα ουρίας καταγωγής πρώην Τσεχοσλοβακίας

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88 της 11ης Ιουλίου 1988 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών ή μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (1), και ιδίως τα άρθρα 12, 14 και 15,

    την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής,

    Εκτιμώντας ότι:

    Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (1) Με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3339/87 (2), το Συμβούλιο απεδέχθη αναλήψεις υποχρεώσεων όσον αφορά τις εισαγωγές ουρίας από, μεταξύ άλλων, την ΕΣΣΔ και την Τσεχοσλοβακία.

    (2) Με την απόφαση 89/143/ΕΟΚ της Επιτροπής της 21ης Φεβρουαρίου 1989 (3), επιβεβαιώθηκαν οι υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3339/87.

    (3) Κατά το 1992, τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή έδειξαν ότι η ποσότητα εισαγωγών από αυτές τις χώρες ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από τις ποσότητες που προβλέφθηκαν στις αναλήψεις υποχρεώσεων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε ότι δικαιολογείτο επανεξέταση των μέτρων και δημοσίευσε για το σκοπό αυτό ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (4).

    (4) Δεδομένου ότι η διαδικασία επανεξέτασης υπερέβη την κανονική προθεσμία λήξεως των μέτρων, η Επιτροπή ανακοίνωσε (5), σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88 ότι τα μέτρα σχετικά με την ουρία καταγωγής ΕΣΣΔ και πρώην Τσεχοσλοβακίας θα εξακολουθούν να ισχύουν μετά το τέλος της σχετικής πενταετούς περιόδου, εν αναμονή της έκβασης της επανεξέτασης.

    (5) Οι χώρες τις οποίες αφορά η εν λόγω επανεξέταση είναι οι νέες δημοκρατίες της πρώην Τσεχοσλοβακίας (ήτοι η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβακική Δημοκρατία), όσες από τις δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ έχουν εγκαταστάσεις παραγωγής ουρίας όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από διαθέσιμα στοιχεία, ήτοι οι δημοκρατίες της Λευκορωσίας, της Γεωργίας, του Τατζικιστάν και του Ουζμπεκιστάν, η Ρωσική Ομοσπονδία (που στο εξής θα αναφέρεται ως "Ρωσία" και η Ουκρανία.

    (6) Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους κοινοτικούς παραγωγούς, εξαγωγείς και εισαγωγείς που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται και τους εκπροσώπους των εξαγουσών χωρών για την έναρξη διαδικασίας και παρέσχε στα μέρη την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτά τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση.

    (7) Οι εκπρόσωποι της Ένωσης Ευρωπαίων Παραγωγών Λιπασμάτων (που στο εξής θα αναφέρεται ως "EFMA") έγιναν δεκτοί σε ακρόαση και γνωστοποίησαν γραπτά τις απόψεις τους.

    (8) Οι εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης Εισαγωγέων Λιπασμάτων (που στο εξής θα αναφέρονται ως "EFIA") της οποίας τα μέλη εισάγουν ουρία από τις εν λόγω χώρες, έγιναν επίσης δεκτοί σε ακρόαση και γνωστοποίησαν γραπτά τις απόψεις τους.

    (9) Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για την έρευνα της και επισκέφθηκε τις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

    α) Κοινοτικοί παραγωγοί:

    - Hydro Agri GmbH, Brunsbuettel, Γερμανία,

    - Stickstoffwerke AG, Wittenberg-Piesteritz, Γερμανία,

    - Fertilizantes Enfersa, SA, Μαδρίτη, Ισπανία,

    - FESA Fetrilizantes Espanoles, SA, Μαδρίτη, Ισπανία,

    - Grande Paroisse SA, Παρίσι, Γαλλία,

    - Irish Fertilizer Industry Ltd, Δουβλίνο, Ιρλανδία,

    - Enichem Articoltura, SpA, Μιλάνο, Ιταλία,

    - DSM Meststoffen BV, Sittard, Κάτω Χώρες,

    - Kemira BV, Rotterdam, Κάτω Χώρες-

    β) Παραγωγός/εξαγωγέας στην Τσεχική Δημοκρατία:

    - Chemopetrol s.p., Litrinov-

    γ) Παραγωγοί/εξαγωγείς στη Σλοβακική Δημοκρατία:

    - Duslo s.p., Sala (παραγωγός/εξαγωγέας),

    - Petrimex Foreign Trade Company Ltd, Bratislava (εξαγωγέας, ο οποίος προηγουμένως είχε το μονοπώλιο των εξαγωγών στην Τσεχοσλοβακία)-

    δ) Εισαγωγείς στην Κοινότητα:

    - Interore SA, Βρυξέλλες, Βέλγιο,

    - Unifert SA, Βρυξέλλες, Βέλγιο,

    - Champagne Fertilisants SA, Reims, Γαλλία.

    (10) Η Επιτροπή έλαβε και χρησιμοποίησε πληροφορίες από τέσσερις άλλους κοινοτικούς παραγωγούς που απήντησαν στο σχετικό ερωτηματολόγιο.

    (11) Όσον αφορά τους παραγωγούς στη Λευκορωσία, τη Γεωργία, τη Ρωσία, το Τατζικιστάν, την Ουκρανία και το Ουζμπεκιστάν, οι πληροφορίες που παρέσχον έδειξαν ότι υπάρχουν συνολικά 24 εργοστασιακές μονάδες σ' αυτές τις χώρες που είναι γνωστό ή πιστεύεται ότι παράγουν ουρία. Τα ερωτηματολόγια για την αίτηση πληροφοριών απεστάλησαν σε όλους αυτούς τους παραγωγούς, αλλά μόνο τρεις από αυτούς απήντησαν. Από αυτούς τους τρεις, μόνο δύο ήταν εγκατεστημένοι στη Ρωσία, και οι δύο δήλωσαν ότι δεν είχαν προβεί σε εξαγωγές ουρίας στην Κοινότητα κατά την περίοδο της έρευνας. Ο τρίτος παραγωγός, ο μόνος γνωστός παραγωγός λιπασμάτων στη Γεωργία, είπε ότι έχει σταματήσει να παράγει ουρία εδώ και μερικά χρόνια.

    (12) Μια έρευνα για πρακτική ντάμπινγκ κάλυψε την περίοδο από την 1η Δεκεμβρίου 1992 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1992 ("περίοδος έρευνας").

    (13) Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα βασικά γεγονότα και παρατηρήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να συσταθεί η επιβολή οριστικών μέτρων. Τους χορηγήθηκε επίσης προθεσμία εντός της οποίας μπορούσαν να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους μετά από αυτές τις κοινοποιήσεις.

    (14) Ορισμένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη δήλωσαν ότι δεν είχαν λάβει επαρκή λεπτομερή στοιχεία από την Επιτροπή σχετικά με τον υπολογισμό των περιθωρίων ντάμπινγκ και την εξουδετέρωση των επιπέδων ζημίας και ότι αυτό μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα τους να υπερασπίσουν τα ενδιαφέροντά τους.

    (15) Όσον αφορά την κοινοποίηση, οι εξαγωγείς πληροφορήθηκαν τις λεπτομέρειες για το πως υπολογίστηκαν τα ατομικά τους περιθώρια ντάμπινγκ και καθορίστηκαν τα επίπεδα εξουδετέρωσης της ζημίας. Οι κοινοτικοί παραγωγοί έλαβαν λεπτομερή στοιχεία για τις μέσες τιμές πωλήσεως των κοινοτικών παραγωγών, το ποσοστό κατά το οποίο οι εν λόγω τιμές πώλησης είναι χαμηλότερες από τις κοινοτικές, τα επίπεδα κέρδους, και τα επίπεδα εξουδετέρωσης της ζημίας που ενδεχομένως καθορίστηκαν. Κοινοποιήθηκαν στους εισαγωγείς οι λεπτομερείς πληροφορίες για όλα τα θέματα της έρευνας και οι λόγοι βάσει των οποίων επρόκειτο να γίνει σύσταση για την επιβολή οριστικών δασμών.

    Επομένως, κατά την άποψη της Επιτροπής, κάθε ενδιαφερόμενο μέρος έλαβε, εντός των ορίων που θεσπίστηκαν στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που χρειάζεται ένα ενδιαφερόμενο μέρος για να προστατεύσει τα συμφέροντά του και να μπορέσει να αμυνθεί.

    Β. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ 1. Περιγραφή του προϊόντος (16) Το εν λόγω προϊόν είναι η ουρία. Παράγεται από την αμμωνία, η οποία με τη σειρά της παράγεται κυρίως από το φυσικό αέριο, αλλά μπορεί επίσης να παραχθεί από τα απόβλητα διϋλιστηρίων πετρελαίου. Όταν είναι σε στερεά μορφή, παρουσιάζεται είτε υπό μορφή μικρών "κόκκων" (που έχουν ανώμαλη επιφάνεια) ή υπό μορφή μικρών "σβόλων" (που είναι επίσης κοκκώδεις αλλά έχουν λεία επιφάνεια). Η στερεά ουρία μπορεί επίσης να αναμιχθεί με νερό για να παραχθεί "υγρή" ουρία.

    (17) Η ουρία υπό μορφή κόκκων και σβόλων μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για γεωργικούς όσο και για βιομηχανικούς σκοπούς.

    - η ουρία γεωργικής ποιότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως λίπασμα που σκορπίζεται στο έδαφος ή σαν πρόσθετο για τις ζωοτροφές,

    - η βιομηχανική (ή "τεχνική") ποιότητα ουρίας είναι πρώτη ύλη για ορισμένες κόλλες και πλαστικά.

    Η υγρή ουρία μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για λίπασμα όσο και για βιομηχανικούς σκοπούς. Παρ' όλο που η ουρία παρουσιάζεται στις διάφορες μορφές που αναφέρονται παραπάνω, οι χημικές της ιδιότητες παραμένουν βασικά οι ίδιες και μπορεί να θεωρηθεί για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας ως ενιαίο προϊόν.

    2. Ομοειδές προϊόν (18) Διαπιστώθηκε ότι η ουρία που παράγεται και πωλείται από την κοινοτική βιομηχανία στην κοινοτική αγορά είναι ομοειδές προϊόν, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, όσον αφορά τα φυσικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, με την ουρία που παράγεται από τις χώρες που αφορά η παρούσα διαδικασία.

    Γ. ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ (19) Η έρευνα έδειξε ότι οι παραγωγοί που συνεργάστηκαν στην έρευνα αντιπροσωπεύουν ολόκληρη την παραγωγή ουρίας στην Κοινότητα και ως εκ τούτου μπορούν να θεωρηθούν, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, ως κλάδος παραγωγής της Κοινότητας.

    Δ. ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ 1. Τσεχική Δημοκρατία και Σλοβακική Δημοκρατία α) Γενικά

    (20) Μετά τη διαίρεση της Τσεχοσλοβακίας στην Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία στις αρχές του 1993, καθεμία από αυτές τις νέες χώρες έχει τώρα μια εταιρεία παραγωγής ουρίας εγκατεστημένη στην επικράτειά της.

    (21) Από την 1η Μαρτίου 1992, η Τσεχοσλοβακία και, πιο πρόσφατα, η Τσεχική Δημοκρατία και η Σλοβακική Δημοκρατία θεωρήθηκαν ως οικονομίες αγοράς. Συνεπώς, η κανονική αξία καθορίστηκε βάσει στοιχείων που σχετίζονται με τις εγχώριες τιμές πώλησης και το κόστος παραγωγής κάθε παραγωγού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας, η Τσεχοσλοβακία δεν έχει ακόμη αποτελέσει δύο ανεξάρτητες χώρες, και ως εκ τούτου οποιαδήποτε αναφορά στις τσεχικές ή σλοβακικές "εγχώριες" τιμές πώλησης στον παρόντα κανονισμό σημαίνει τιμές πώλησης στην πρώην Τσεχοσλοβακία.

    (22) Δεδομένου ότι οι δύο χώρες βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο μεταξύ της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας και της οικονομίας ελεύθερης αγοράς κατά την περίοδο της έρευνας, αποδόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα κατά πόσον οι τιμές και το κόστος που βάρυνε τους παραγωγούς επηρεαζόταν ακόμα από τη συνέχιση των ιστορικών δεσμών μεταξύ εταιρειών υπό κρατική ιδιοκτησία. Αυτοί οι δεσμοί μπορεί να είχαν ως συνέπεια να μην είναι δυνατόν να εξετασθούν οι τιμές και το κόστος κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές και να απαιτείτο κατάλληλη προσαρμογή της κανονικής αξίας. Εντούτοις, στην παρούσα περίπτωση, αυτό δεν θεωρήθηκε απαραίτητο μετά από την ανάλυση των λογιστικών στοιχείων των παραγωγών.

    (23) Από παλαιά, οι εταιρείες παραγωγής κρατούσαν πάντα οι ίδιες τις λογιστικές τους καταστάσεις και οργάνωναν τις δικές τους εγχώριες πωλήσεις ουρίας. Όσον αφορά τις πωλήσεις για εξαγωγή, ακόμα και πριν τη διαίρεση της Τσεχοσλοβακίας σε δύο ξεχωριστές δημοκρατίες, οι δύο εταιρείες παραγωγής ήξεραν πάντα τον τελικό προορισμό των προϊόντων τους. Συνεπώς είναι δυνατόν να προσδιοριστούν οι εγχώριες τιμές στην Τσεχοσλοβακία και οι τιμές εξαγωγής για κάθε παραγωγό ξεχωριστά.

    β) Κανονική αξία

    (24) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2423/88, η κανονική αξία καθορίστηκε με βάση την πράγματι καταβληθείσα τιμή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές για τις εγχώριες πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος, που πραγματοποιήθηκαν σε ποσότητες που επαρκούσαν για την πραγματοποίηση σωστής σύγκρισης. Για να προσδιοριστεί εάν αυτές οι πωλήσεις ήταν αποδοτικές, αναλύθηκαν τα στοιχεία σχετικά με το κόστος παραγωγής.

    Εντούτοις, ήταν απαραίτητο να διαπιστωθεί κατά πόσον τα στοιχεία ήταν αξιόπιστα και σύμφωνα με τα γενικά αποδεκτά λογιστικά πρότυπα. Από την εξέταση των λογιστικών καταστάσεων του τσέχου και του σλοβάκου παραγωγού προέκυψε ότι οι δαπάνες είχαν καταχωρηθεί με μια μέθοδο που βασιζόταν στο κόστος και ότι, ειδικότερα είχαν ληφθεί υπόψη τόσο η απόσβεση όσο και οι δαπάνες χρηματοδότησης. Όσον αφορά τις αγορές πρώτων υλών, διαπιστώθηκε ότι ο σλοβάκος παραγωγός είχε αγοράσει το φυσικό αέριο από τη Ρωσία σε τιμές ανοιχτής αγοράς. Ο τσέχος παραγωγός δεν χρησιμοποιούσε φυσικό αέριο σαν πρώτη ύλη αλλά παρήγαγε ουρία από τα απόβλητα των διΰλιστηρίων πετρελαίου.

    (25) Διαπιστώθηκε ότι οι εγχώριες τιμές ήταν αποδοτικές. Ως εκ τούτου, η κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση το σταθμικό μέσο όρο της καθαρής εγχώριας τιμής πώλησης της ουρίας σε σβώλους για γεωργική και βιομηχανική χρήση που πώλησε κάθε παραγωγός κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές το 1992.

    γ) Τιμή εξαγωγής

    (26) Στην περίπτωση των άμεσων πωλήσεων που πραγματοποίησαν ο τσέχος και ο σλοβάκος παραγωγός σε πελάτες στην Κοινότητα, οι τιμές εξαγωγής καθορίστηκαν με βάση τις καταβληθείσες ή καταβλητέες τιμές στον εν λόγω παραγωγό.

    (27) Εκτός από τις άμεσες πωλήσεις στην Κοινότητα, τόσο ο τσέχος όσο και ο σλοβάκος παραγωγός πραγματοποίησαν ορισμένες εξαγωγές κατά την περίοδο της έρευνας σε πελάτες στην Κοινότητα μέσω της τσεχοσλοβακικής εταιρείας που είχε κατά το παρελθόν το μονοπώλιο των εξαγωγών, ήτοι της Petrimex Foreign Trade Company Ltd (που στο εξής καλείται "Petrimex"). Στις περιπτώσεις αυτές, η καθαρή τιμή στην οποία πώλησαν οι εταιρείες παραγωγής την ουρία στην Petrimex θεωρήθηκε ως τιμή εξαγωγής κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 8 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, αφού λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι ο τελικός προορισμός των εμπορευμάτων ήταν γνωστός στον παραγωγό την εποχή της παράδοσής τους και ότι η κανονική αξία καθορίστηκε σε αντίστοιχο επίπεδο.

    δ) Σύγκριση

    (28) Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές, στις περιπτώσεις που κρίθηκε σκόπιμο, τόσο στην κανονική αξία όσο και στην τιμή εξαγωγής για να ληφθούν υπόψη τα άμεσα σχετιζόμενα έξοδα πώλησης και να γίνει σύγκριση μεταξύ τους στο ίδιο επίπεδο. Αυτές οι προσαρμογές αφορούσαν κυρίως το κόστος μεταφοράς και τις συναφείς δαπάνες, το κόστος συσκευασίας και τις προμήθειες.

    (29) Πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ κανονικής αξίας εκ του εργοστασίου και τιμής εξαγωγής εκ του εργοστασίου για κάθε συναλλαγή ξεχωριστά.

    ε) Περιθώρια ντάμπινγκ

    (30) Τα περιθώρια ντάμπινγκ, εκφρασμένα σε εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής cif, "ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα" ήταν ως εξής:

    - Τσεχική Δημοκρατία: Duslo sp, 0,7 %

    - Σλοβακική Δημοκρατία: Chemopetrol sp, 11,8 %.

    2. Δημοκρατίες Λευκορωσίας, Γεωργίας, Ρωσίας, Τατζικιστάν, Ουκρανίας και Ουζμπεκιστάν α) Γενικά

    (31) Λόγω μη συνεργασίας της πλειονότητας των παραγωγών/εξαγωγέων στη Λευκορωσία, Γεωργία, Ρωσία, Τατζικιστάν, Ουκρανία και Ουζμπεκιστάν, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 7 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, χρησιμοποιήθηκαν τα διαθέσιμα στοιχεία για την εξέταση του θέματος του ντάμπινγκ.

    (32) Για το σκοπό αυτό, εξετάσθηκε κατά πόσον τα στοιχεία της Eurostat μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής για αυτές τις χώρες. Προέκυψε εντούτοις πρόβλημα, δεδομένου ότι πριν από τον Ιανουάριο 1992 υπήρχε μόνο ένας κώδικας γεω-ονοματολογίας για την ΕΣΣΔ της Eurostat (συμπεριλαμβανομένων των τριών βαλτικών κρατών της Εσθονίας, Λετονίας και Λιθουανίας). Από τον Ιανουάριο 1992, δημιουργήθηκαν ξεχωριστοί κώδικες για αυτά τα Βαλτικά κράτη, αλλά οι άλλες δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ εξακολούθησαν να βρίσκονται συγκεντρωμένες σε ένα κώδικα.

    Μόνο στα μέσα του 1992 δημιουργήθηκαν ξεχωριστοί κώδικες για τη Λευκορωσία, τη Γεωργία, τη Ρωσία, το Τατζικιστάν, την Ουκρανία και το Ουζμπεκιστάν. Τα διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το δεύτερο ήμισυ του 1992 δείχνουν ότι δεν πραγματοποιήθηκαν εισαγωγές στην Κοινότητα από τη Λευκορωσία, τη Γεωργία, το Τατζικιστάν, και το Ουζμπεκιστάν (με εξαίρεση αμελητέα ποσότητα 119 τόνων από τη Λευκορωσία).

    (33) Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι κοινοτικοί παραγωγοί και εισαγωγείς ανέφεραν επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος της ουρίας που εξήχθη από την πρώην ΕΣΣΔ ήταν ρωσικής καταγωγής. Επιπλέον, το Υπουργείο Εξωτερικών του Ουζμπεκιστάν πληροφόρησε την Επιτροπή ότι δεν πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές ουρίας στην Κοινότητα το 1992 από κανέναν από τους ουζμπέκους παραγωγούς. Όσον αφορά τη Γεωργία, όπως αναφέρεται παραπάνω στον παρόντα κανονισμό, ο μόνος γνωστός παραγωγός ουρίας στη χώρα αυτή ανέφερε ότι σταμάτησε την παραγωγή ουρίας πριν από μερικά χρόνια.

    (34) Για τους λόγους αυτούς και για την παρούσα διαδικασία επανεξέτασης, συνήχθη το συμπέρασμα ότι καμιά από τις εισαγωγές ουρίας που υπάγονται στον κώδικα γεω-ονοματολογίας "ΕΣΣΔ" της Eurostat κατά το πρώτο μέρος του 1992 δεν πρέπει να αποδοθεί στη Λευκορωσία, τη Γεωργία, το Τατζικιστάν ή το Ουζμπεκιστάν. Επομένως, αυτές οι τέσσερις χώρες δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στην εξέταση για την πρακτική ντάμπινγκ.

    (35) Όσον αφορά τον καθορισμό ξεχωριστών ποσοτήτων εισαγωγής για τη Ρωσία και την Ουκρανία, η αναλογία που διαπιστώθηκε για κάθε μια από αυτές τις δύο χώρες όσον αφορά τις εισαγωγές τους κατά το δεύτερο ήμισυ του 1992 εφαρμόστηκε επίσης στην ποσότητα εισαγωγής από την "ΕΣΣΔ" κατά το πρώτο ήμισυ του 1992. Για τα προηγούμενα έτη, η ίδια αναλογία που διαπιστώθηκε για τις ποσότητες εισαγωγής από την Ρωσία και την Ουκρανία το 1992, χρησιμοποιήθηκε και για τον καθορισμό της ποσότητας εισαγωγής καθεμιάς χώρας.

    β) Κανονική αξία (Ρωσία και Ουκρανία) - επιλογή ανάλογης χώρας

    (36) Για να καθοριστεί η κανονική αξία της ουρίας που παρήχθη στη Ρωσία και την Ουκρανία, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι αυτές οι χώρες δεν έχουν ακόμη οικονομία αγοράς. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, ο καθορισμός της κανονικής αξίας έπρεπε να βασισθεί στις συνθήκες που ισχύουν σε χώρα με οικονομέα αγοράς ("ανάλογη" χώρα).

    (37) Όσον αφορά την επιλογή ανάλογης χώρας, η EFMA πρότεινε την Αυστραλία. Αντίθετα η EFIA αντιτάχθηκε στη χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ανάλογης χώρας και πρότεινε να χρησιμοποιηθεί το σημερινό κόστος στις χώρες τις οποίες αφορά η διαδικασία..

    (38) Ελλείψει εναλλακτικών λύσεων, έγιναν οι απαραίτητες επαφές με τον μοναδικό αυστραλό παραγωγό ουρίας και η εν λόγω εταιρεία συμφώνησε να συνεργασθεί για την έρευνα. Σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, η EFIA υπέδειξε τον Καναδά ως καταλληλότερη ανάλογη χώρα και παρέσχε στοιχεία με την εκεί παραγωγή ουρίας.

    Δεδομένου ότι η υπόδειξη να χρησιμοποιηθεί ο Καναδάς ως ανάλογη χώρα έγινε όψιμα και, για να μην καθυστερήσει αδικαιολόγητα η έρευνα εκείνη τη χρονική στιγμή, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η Αυστραλία ως προσωρινή ανάλογη χώρα.

    (39) Εντούτοις, η έρευνα έδειξε ότι η Αυστραλία δεν ήταν η καταλληλότερη επιλογή ανάλογης χώρας δεδομένης της απομονωμένης θέσης της σε σχέση με τις παγκόσμιες αγορές και ότι οι εγχώριες τιμές πώλησης ήταν υψηλότερες από αυτές που ισχύουν στην Ευρώπη.

    (40) Δεδομένου ότι είχε ήδη πραγματοποιηθεί έρευνα για τη Σλοβακική Δημοκρατία και ότι είχαν επαληθευθεί τα στοιχεία που παρέσχε ο παραγωγός, εξετάστηκε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιηθεί αυτή η χώρα ως ανάλογη χώρα.

    (41) Η έρευνα έδειξε ότι η μέθοδος παραγωγής του σλοβάκου παραγωγού βασίσθηκε στη χρησιμοποίηση φυσικού αερίου, όπως συνέβη και με τους ρώσους και ουκρανούς παραγωγούς. Επιπλέον, ο σλοβάκος παραγωγός αγόρασε το αέριο από τη Ρωσία σε τιμές ανοιχτής αγοράς. Δεδομένου επίσης ότι οι σλοβακικές τιμές πώλησης αντανακλούσαν το πραγματικό κόστος παραγωγής υπό συνθήκες οικονομίας αγοράς και ότι υπήρχε σημαντική εγχώρια αγορά, η Σλοβακική Δημοκρατία θεωρήθηκε ως κατάλληλη ανάλογη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας για τη Ρωσία και την Ουκρανία.

    (42) Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη διατύπωσαν αντιρρήσεις σχετικά με αυτό και ισχυρίστηκαν ότι η Σλοβακία ήταν ακατάλληλη λόγω της μικρής ποσότητας παραγωγής σε σύγκριση με την ΕΣΣΔ. Επιπλέον, δεδομένης της εξάρτησής της από το ρωσικό φυσικό αέριο, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι το κόστος παραγωγής δεν ήταν συγκρίσιμο. Εντούτοις, η έρευνα έδειξε ότι παρόλο που η Ρωσία έχει μεγάλο παραγωγικό δυναμικό, το επίπεδο των εξαγωγών της στην Κοινότητα είναι, σε μεγάλο βαθμό, όμοιο με το επίπεδο παραγωγής στη Σλοβακία. Εξάλλου, ο μοναδικός σλοβάκος παραγωγός αγόρασε τη βασική πρώτη ύλη - φυσικό αέριο - σε τιμές ανοιχτής αγοράς από τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, τηρήθηκε δεόντως ο όρος να καθοριστεί η κανονική αξία σε συνθήκες οικονομίας αγοράς.

    Αφού κοινοποιήθηκαν σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τα βασικά στοιχεία και παρατηρήσεις βάσει των οποίων επρόκειτο να προταθούν μέτρα, οι ρωσικές αρχές, παρόλο που παραδέχτηκαν ότι υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ της δικής τους διαδικασίας παραγωγής ουρίας και της αντίστοιχης του σλοβάκου παραγωγού, υπέδειξαν να χρησιμοποιηθεί ο Καναδάς ως ανάλογη χώρα στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό το αίτημα διατυπώθηκε υπερβολικά όψιμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παρόλο που ζητήθηκε στο πλαίσιο της ανακοίνωσης για την έναρξη διαδικασίας να διατυπωθούν σχόλια σχετικά με την επιλογή της ανάλογης χώρας. Ως εκ τούτου, η Σλοβακική Δημοκρατία εξακολουθεί να θεωρείται κατάλληλη ανάλογη χώρα για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω.

    γ) Κανονική αξία (Ρωσία και Ουκρανία) - υπολογισμός

    (43) Όπως αναφέρεται ήδη στο εδάφιο 25 σε σύγκριση με τα στοιχεία για το κόστος παραγωγής, ο σταθμικός μέσος όρος της καθαρής εγχώριας τιμής πώλησης κατά το 1992 της ουρίας σε σβώλους για γεωργική και βιομηχανική χρήση καταγωγής Σλοβακίας απέφερε γενικά κέρδος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 5 στοιχείο α) σημείο i) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, η κανονική αξία για τη Ρωσία και την Ουκρανία βασίσθηκε στις τιμές πώλησης "εκ του εργοστασίου" του σλοβάκου παραγωγού στην τσεχοσλοβακική αγορά κατά την περίοδο της έρευνας.

    δ) Τιμή εξαγωγής

    (44) Όσον αφορά τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής, το Υπουργείο Εξωτερικών Οικονομικών Σχέσεων της Ρωσικής Ομοσπονδίας πρότεινε να πραγματοποιούνται υπολογισμοί ξεχωριστά για καθένα από τους δύο κώδικες συνδυασμένης ονοματολογίας (ΣΟ) υπό τους οποίους εισάγεται η ρωσική ουρία. Επιπλέον, η EFIA πρότεινε να πραγματοποιηθεί σύγκριση μεταξύ των τιμών της ρωσικής και της κοινοτικής ουρίας ξεχωριστά για τη γεωργική και βιομηχανική ποιότητα.

    (45) Σε αυτό το πλαίσιο, όλη η ουρία θεωρήθηκε ως ενιαίο προϊόν (βλέπε παραπάνω εδάφιο 17), και πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υποβλήθηκαν στοιχεία σχετικά με τις ρωσικές ή ουκρανικές εξαγωγές από τους παραγωγούς/εξαγωγείς σε αυτές τις χώρες. Επιπλέον, οι εισαγωγείς ουρίας που συνεργάστηκαν στην έρευνα και που αγόρασαν το προϊόν απευθείας από τις ενδιαφερόμενες χώρες αντιπροσωπεύουν μόνο περίπου το 1,5 % των συνολικών εισαγωγών ουρίας από τη Ρωσία και την Ουκρανία κατά την περίοδο της έρευνας.

    Δεδομένων των παραπάνω και σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 7 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, τα διαθέσιμα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των τιμών εξαγωγής. Τα στοιχεία της Eurostat, που συμπεριλαμβάνουν όλες τις μορφές και ποιότητες ουρίας, χρησιμοποιήθηκαν για τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής δεδομένου ότι θεωρήθηκαν ως τα λογικότερα διαθέσιμα στοιχεία.

    (46) Θεωρήθηκε ότι η λογικότερη βάση για τον καθορισμό των τιμών εξαγωγής ήταν να ληφθούν οι τιμές εξαγωγής cif της Eurostat για τους εν λόγω κώδικες συνδυασμένης ονοματολογίας και να προσαρμοσθούν στις ρωσικές και ουκρανικές τιμές στα σύνορα. Ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη αμφισβήτησαν αυτή την προσέγγιση και υπέδειξαν ως ακριβέστερη μέθοδο τον υπολογισμό της τιμής "εκ του εργοστασίου" στη Ρωσία και την Ουκρανία. Αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό δεδομένου ότι, σε χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς, οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις παραγωγής (όπως οι εγκαταστάσεις για την παραγωγή ουρίας) δεν πρέπει να προσδιοριστούν με στοιχεία που αφορούν την ελεύθερη αγορά όπως η πρόσβαση σε μεταφορικά μέσα, το κατά πόσον βρίσκονται κοντά σε πηγές πρώτων υλών ή στις αγορές των χρηστών. Επιπλέον, το κόστος, συμπεριλαμβανομένου του κόστους μεταφοράς, στις εν λόγω οικονομίες δεν διέπεται από τις δυνάμεις της αγοράς. Ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, οι τιμές εξαγωγής πρέπει να υπολογιστούν "στα σύνορα".

    ε) Σύγκριση

    (47) Η κανονική αξία στη Σλοβακική Δημοκρατία συγκρίθηκε με την τιμή εξαγωγής όπως καθορίστηκε στο εδάφιο 46 για την Ρωσία και την Ουκρανία. Για την εξασφάλιση δίκαιης σύγκρισης, η Επιτροπή εξέτασε πρώτα κατά πόσον υπήρχαν φυσικές ή τεχνικές διαφορές μεταξύ του σλοβακικού προϊόντος και της ουρίας που παρήχθη στη Ρωσία και την Ουκρανία. Δεν διαπιστώθηκαν διαφορές, και ως εκ τούτου δεν απαιτήθηκαν προσαρμογές στην κανονική αξία ή στις τιμές εξαγωγής για τους λόγους αυτούς.

    (48) Η Επιτροπή ζήτησε να εξετασθεί το θέμα κατά πόσον ήταν απαραίτητη η προσαρμογή της κανονικής αξίας για να ληφθεί υπόψη η διαφορά της τιμής που καταβλήθηκε για το ρωσικό φυσικό αέριο από τον παραγωγό ουρίας στη Σλοβακική Δημοκρατία και της τιμής που καταβλήθηκε για το ρωσικό φυσικό αέριο από τους παραγωγούς ουρίας στη Ρωσία και την Ουκρανία. Για το σκοπό αυτό, διαπιστώθηκε ότι ο σλοβάκος παραγωγός κατέβαλε την τιμή ελεύθερης αγοράς στη Ρωσία για το φυσικό αέριο, ενώ οι παραγωγοί στη Ρωσία και την Ουκρανία θεωρείται ότι πλήρωσαν σημαντικά χαμηλότερο ποσό.

    (49) Εντούτοις, για να πραγματοποιηθεί σωστή σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας στη Σλοβακική Δημοκρατία και των τιμών εξαγωγής στη Ρωσία και την Ουκρανία, καμία διαφορά δεν παίζει ρόλο δεδομένου ότι αυτές οι δύο χώρες δεν θεωρήθηκαν ως οικονομίες αγοράς κατά την περίοδο της έρευνας και συνεπώς το κόστος των πρώτων υλών δεν διέπεται από τις δυνάμεις της αγοράς. Ως εκ τούτου, δεν πραγματοποιήθηκαν προσαρμογές της κανονικής αξίας λόγω διαφοράς του κόστους των πρώτων υλών.

    (50) Εξετάσθηκε επίσης το ερώτημα κατά πόσον η προσαρμογή της κανονικής αξίας ήταν απαραίτητη για να ληφθεί υπόψη το κόστος μεταφοράς του αερίου με αγωγό από τη Ρωσία στη Σλοβακική Δημοκρατία. Θεωρήθηκε ότι δεν είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί προσαρμογή δεδομένου ότι η πλειονότητα των ρώσων και ουκρανών παραγωγών ουρίας είναι εγκατεστημένοι σε σημαντική απόσταση από την περιοχή παραγωγής του αερίου. Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αν το κόστος σε αυτές τις χώρες διέπετο επίσης από τις δυνάμεις της αγοράς, οι ρώσοι και ουκρανοί παραγωγοί ουρίας θα είχαν επίσης επιβαρυνθεί όπως ο σλοβάκος παραγωγός με το κόστος μεταφοράς του αερίου με αγωγούς στις εγκαταστάσεις παραγωγής.

    (51) Εντούτοις, η κανονική αξία και οι τιμές εξαγωγής προσαρμόσθηκαν για να ληφθούν υπόψη ορισμένα από τα έξοδα πώλησης που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 10 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88. Αυτές οι προσαρμογές πραγματοποιήθηκαν, στις περιπτώσεις που κρίθηκε σκόπιμο για το κόστος μεταφοράς και ασφάλειας.

    (52) Ειδικότερα, οι τιμές εισαγωγής cif της Eurostat προσαρμόστηκαν στις ρωσικές και ουκρανικές τιμές στα σύνορα. Αυτό επιτεύχθηκε με την αφαίρεση ενός ποσού για τα έξοδα μεταφοράς του εμπορεύματος και το κόστος της ασφάλειας από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι συνεργαζόμενοι εισαγωγείς.

    (53) Πραγματοποιήθηκε σύγκριση, στο ίδιο εμπορικό επίπεδο, μεταξύ της κανονικής αξίας "εκ του εργοστασίου" στη Σλοβακική Δημοκρατία και των τιμών εξαγωγής ("στα σύνορα") για τη Ρωσία και την Ουκρανία αντίστοιχα.

    στ) Περιθώρια ντάμπινγκ

    (54) Τα περιθώρια ντάμπινγκ, εκφραζόμενα σε εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής cif, ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα, ήταν ως εξής:

    - Ρωσία: 28,2 %

    - Ουκρανία: 20,4 %.

    Ε. ΖΗΜΙΑ 1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις (55) Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι κατά την περίοδο της έρευνας ο μοναδικός παραγωγός της Τσεχικής Δημοκρατίας ασκούσε πρακτική ντάμπινγκ σε ποσοστό 0,7 %. Θεωρήθηκε για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας ότι αυτό το περιθώριο ντάμπινγκ είναι deminimis. Συνεπώς, από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξετασθεί το ερώτημα κατά πόσον οι εισαγωγές από την Τσεχική Δημοκρατία προκάλεσαν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία.

    (56) Όσον αφορά τις Δημοκρατίες της Λευκορωσίας, Γεωργίας, Τατζικιστάν και Ουζμπεκιστάν, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αυτές οι τέσσερις χώρες δεν συμπεριλήφθηκαν στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ λόγω ελλείψεως ή αμελητέας ποσότητας αριθμού εξαγωγών στην Κοινότητα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αυτές οι τέσσερις χώρες πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από την εξέταση της ζημίας στην παρούσα διαδικασία.

    2. Όγκος και μερίδιο αγοράς των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ α) Κοινοτική κατανάλωση

    (57) Κατά τον υπολογισμό της συνολικής κατανάλωσης όλων των τύπων ουρίας στην Κοινότητα (για γεωργικούς σκοπούς, για βιομηχανικούς σκοπούς, σε σβώλους, σε κόκκους, σε υγρή μορφή κ.λπ.), η Επιτροπή πρόσθεσε το σύνολο των πωλήσεων ουρίας των κοινοτικών παραγωγών στις συνολικές εισαγωγές στην Κοινότητα ουρίας όλων των τύπων και προελεύσεων. Βάσει αυτών των στοιχείων, η κοινοτική κατανάλωση ουρίας μειώθηκε κατά 2,7 % στο διάστημα μεταξύ του 1989 και της περιόδου έρευνας.

    β) Πρώην Τσεχοσλοβακία

    (58) Βάσει των στοιχείων που περιέχονται στην Eurostqt, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι δηλωθείσες εισαγωγές τσεχοσλοβακικής καταγωγής ανέρχονταν, κατά τα φαινόμενα, σε 134 930 τόνους κατά την περίοδο της έρευνας. Εντούτοις, η έρευνα της Επιτροπής στις εγκαταστάσεις του τσέχου και του σλοβάκου παραγωγού έδειξαν ότι και οι δύο μαζί είχαν εξάγει μόνο 84 504 τόνους στην Κοινότητα. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από δύο διαφορετικές πηγές έδειξαν ότι στη διαφορά των 50 426 τόνων συμπεριλαμβανόταν η ουρία ουκρανικής καταγωγής που μεταφέρθηκε μέσω της Τσεχοσλοβακίας από νεοσυσταθέντες εμπορικούς οίκους και στους οποίους λανθασμένα αποδόθηκε τσεχοσλοβακική καταγωγή κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα. Παρόμοια κατάσταση σημειώθηκε το 1991 και οι εν λόγω ποσότητες ανέρχονταν τότε σε 14 000 τόνους περίπου.

    (59) Συνεπώς, για τον υπολογισμό του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και των μεριδίων της αγοράς, η Επιτροπή θεώρησε την προαναφερθείσα διαφορά των ποσοτήτων ως ουρία καταγωγής Ουκρανίας και συμπεριέλαβε τις εν λόγω ποσότητες στα στοιχεία εισαγωγών που αφορούν την Ουκρανία. Οι ουκρανικές αρχές πληροφορήθηκαν αυτά τα πορίσματα και δεν διατύπωσαν αντιρρήσεις. Συνεπώς όλα τα στοιχεία σχετικά με τις εξαγωγές που πραγματοποίησαν ο τσέχος και ο σλοβάκος παραγωγός αντικατοπτρίζουν το σημερινό τους επίπεδο εξαγωγών στην Κοινότητα.

    γ) Η Σλοβακική Δημοκρατία

    (60) Διαπιστώθηκε ότι οι εισαγωγές σλοβακικής καταγωγής που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκαν κατά 77 % στο διάστημα από το 1989 ως την περίοδο της έρευνας. Εντούτοις, το μερίδιο αγοράς αυτών των εισαγωγών αυξήθηκε από 0,3 % το 1989 σε 0,5 % κατά την περίοδο της έρευνας. Δεδομένου αυτού του αμελητέου μεριδίου αγοράς, θεωρείται ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για τη σώρευση των εισαγωγών καταγωγής Σλοβακικής Δημοκρατίας. Από αυτό προκύπτει ότι δεν υπάρχει λόγος να εξετασθεί το θέμα κατά πόσον οι εισαγωγές από τη Σλοβακική Δημοκρατία προκάλεσαν ζημία.

    δ) Ουκρανία

    (61) Η έρευνα κατέδειξε ότι οι εισαγωγές ουκρανικής καταγωγής που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκαν κατά το διάστημα από το 1989 ως την περίοδο της έρευνας με συνακόλουθη αύξηση του μεριδίου αγοράς από 0,2 % σε 1,7 %. Δεδομένου αυτού του πολύ χαμηλού μεριδίου αγοράς των πωλήσεων στην Κοινότητα, θεωρείται επίσης ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για τη σώρευση των ουκρανικών εισαγωγών ουρίας. Όσον αφορά τη Σλοβακική Δημοκρατία έπεται ότι δεν υπάρχει λόγος να εξετασθεί το θέμα κατά πόσον αυτές οι εισαγωγές προκάλεσαν ζημία στην εν λόγω κοινοτική βιομηχανία.

    ε) Ρωσία

    (62) Από την έρευνα προέκυψε ότι οι εισαγωγές ρωσικής καταγωγής που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκαν από 39 873 τόνους το 1989 σε 117 706 τόνους κατά την περίοδο της έρευνας, που σημαίνει αύξηση 195 %. Παρόλο που αυτή η ποσότητα υπερέβη σημαντικά το ποσό που συμφωνήθηκε κατά την ανάληψη υποχρέωσης το 1987, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μετά την πολιτική διάλυση της ΕΣΣΔ, η εταιρεία που είχε το μονοπώλιο εξαγωγών έπαψε να το έχει και, στην ουσία, η διαχείριση της επιχείρησης κατέστη αδύνατη. Ορισμένοι παραγωγοί στη Ρωσία άρχισαν να εξάγουν απευθείας στην Κοινότητα, και όχι πλέον μέσω της εταιρείας που είχε το μονοπώλιο εξαγωγών, και αυτή η έλλειψη μιας περιοριστικής παρουσίας είχε ως αποτέλεσμα την αθρόα πραγματοποίηση εξαγωγών κατά την περίοδο της έρευνας. Διαπιστώθηκε ότι το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη Ρωσία αυξήθηκε από 0,9 % το 1989 σε 2,6 % κατά την περίοδο της έρευνας.

    3. Οι τιμές των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (63) Για τις εισαγωγές ουρίας από τη Ρωσία, ο σταθμικός μέσος όρος της τιμής cif "στα κοινοτικά σύνορα" μετά τον εκτελωνισμό συγκρίθηκε με το μέσο όρο της τιμής πώλησης "εκ του εργοστασίου" στην Κοινότητα των κοινοτικών παραγωγών. Όλες οι τιμές συγκρίθηκαν στο ίδιο εμπορικό επίπεδο και αποκλείσθηκε οποιαδήποτε έκπτωση ή μείωση. Όσον αφορά την τιμή του καταβληθέντος δασμού, αυτή υπολογίστηκε με την προσθήκη στην τιμή εισαγωγής Eurostat τελωνειακού δασμού ύψους 10,6 % (σταθμικός μέσος όρος - βασισμένος στον όγκο - των δύο τελωνειακών δασμών 11 % και 8 % που εφαρμόζονται στις εισαγωγές ουρίας από διαφορετικούς κώδικες ΣΟ).

    (64) Εντούτοις, κατά τη σύγκριση αυτή, η Επιτροπή παρατήρησε ότι υπήρχε διαφορά τιμής μεταξύ της ουρίας κοινοτικής παραγωγής και της ουρίας από την πρώην ΕΣΣΔ συνεπεία της κατώτερης ποιότητας και τελικής επεξεργασίας του εισαγόμενου προϊόντος. Η τάση του προϊόντος να φθείρεται κατά τη μεταφορά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι εισαγωγείς δεν μπορούν πάντοτε να παρέχουν την ίδια ασφάλεια προμήθειας με τους κοινοτικούς παραγωγούς, έχει ως φυσικό αποτέλεσμα τη μείωση των τιμών. Παρόλο που αυτές οι δυσχέρειες είναι δύσκολο να εκτιμηθούν από πλευράς χρηματικής αξίας, συνήχθη το συμπέρασμα ότι υπάρχει αυτή η διαφορά και θεωρείται σκόπιμη προσαρμογή της τιμής κατά 10 %.

    (65) Παρόλο που η EFMA παραδέχθηκε ότι το προϊόν των κοινοτικών παραγωγών απαιτούσε υψηλότερη τιμή, θεώρησε ότι το επίπεδο της προσαρμογής ήταν υπερβολικά υψηλό. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι τα συμπεράσματα που συνάχθηκαν ήταν αβάσιμα λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.

    Η EFIA αμφισβήτησε επίσης το επίπεδο της προσαρμογής, αλλά με τη δικαιολογία ότι δεν επαρκούσε, δεδομένης της σημαντικά κατώτερης κατάστασης του ρωσικού προϊόντος κατά την άφιξη στον τελικό χρήστη στην Κοινότητα. Ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω κατώτερη ποιότητα έπρεπε να αντισταθμιστεί από κατώτερες τιμές.

    (66) Λόγω των μη πειστικών και αλληλοσυγκρουόμενων πληροφοριών που έλαβε η Επιτροπή, συνήχθη το συμπέρασμα, βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών, ότι η προσαρμογή του επιπέδου κατά 10 % ήταν λογική και κατάλληλη. Κατ' αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται μια μέση οδός μεταξύ του αριθμητικού στοιχείου που πρότειναν οι κοινοτικοί παραγωγοί και του ποσού που ζήτησε η EFIA.

    (67) Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών, διαπιστώθηκε ότι το ποσοστό κατά το οποίο οι τιμές πώλησης ήταν χαμηλότερες από τις κοινοτικές είναι περίπου 10 % για την ουρία ρωσικής καταγωγής.

    4. Κατάσταση της κοινοτικής βιομηχανίας α) Παραγωγή, παραγωγικό δυναμικό, ποσοστό χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού και απόθεμα

    (68) Διαπιστώθηκε ότι η παραγωγή ουρίας των κοινοτικών παραγωγών αυξήθηκε κατά 1,4 % κατά το διάστημα από το 1989 ως την περίοδο έρευνας. Πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που ένας από τους κοινοτικούς παραγωγούς (Stickstoffwerke AG) ήταν εγκατεστημένος στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, η παραγωγή και οι πωλήσεις αυτής της εταιρείας συμπεριλήφθηκαν στα στοιχεία των κοινοτικών παραγωγών από το 1989 και έπειτα.

    (69) Όσον αφορά το παραγωγικό δυναμικό των κοινοτικών παραγωγών, διαπιστώθηκε ότι μειώθηκε κατά 1,6 % στο διάστημα από το 1989 ως την περίοδο της έρευνας. Δεδομένων αυτών των μικρών διακυμάνσεων της παραγωγής και του παραγωγικού δυναμικού, η χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού σημειώσε μικρή αύξηση από 75 % το 1989 σε 77 % κατά την περίοδο της έρευνας.

    (70) Η έρευνα έδειξε επίσης ότι τα αποθέματα ουρίας των κοινοτικών παραγωγών αυξήθηκαν κατά 8,7 % κατά το διάστημα μεταξύ 1989 και της περιόδου της έρευνας.

    β) Πωλήσεις και μερίδια της αγοράς

    (71) Οι πωλήσεις στην κοινοτική αγορά από την εν λόγω βιομηχανία μειώθηκαν κατά 1,7 % στο διάστημα μεταξύ 1989 και της περιόδου έρευνας. Κατά πρώτον, το μερίδιο αγοράς των κοινοτικών παραγωγών αυξήθηκε από 77,5 % το 1989 σε 78,5 % κατά την περίοδο της έρευνας. Εντούτοις, αυτή η αύξηση συνέπεσε με μείωση του επιπέδου των εισαγωγών από τρίτες χώρες τις οποίες δεν αφορά η παρούσα διαδικασία.

    γ) Τιμές πώλησης, αποδοτικότητα και έλλειψη κέρδους

    (72) Οι μέσες τιμές πώλησης των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκαν κατά 10 % στο διάστημα μεταξύ 1989 και της περιόδου έρευνας. Όσον αφορά την αποδοτικότητα, η έρευνα έδειξε ότι η θέση της κοινοτικής βιομηχανίας επιδεινώθηκε στο διάστημα μεταξύ 1989 και της περιόδου έρευνας δεδομένου ότι, κατά σταθμικό μέσο όρο, οι απώλειες αυξήθηκαν από 3,7 % σε 6 %.

    (73) Η πλειονότητα των κοινοτικών παραγωγών ισχυρίστηκε ότι απαιτείται ελάχιστο κέρδος πριν την επιβολή του φόρου 10 έως 15 % για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί. Εντούτοις, αυτός ο ισχυρισμός δεν ήταν τεκμηριωμένος και, δεδομένου ότι η ουρία είναι καθιερωμένο από πολλά έτη προϊόν, το ποσοστό αυτό θεωρείται υψηλό. Η Επιτροπή πιστεύει ότι λαμβανομένης υπόψη της μείωσης της ζήτησης ουρίας, της ανάγκης χρηματοδότησης πρόσθετων επενδύσεων σε εγκαταστάσεις μεταποίησης και του κέρδους που θεωρήθηκε λογικό κατά την αρχική έρευνα αντιντάμπινγκ σχετικά με το εν λόγω προϊόν, πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως βάση ποσοστό κέρδους πριν την επιβολή του φόρου 5 % για την εκτίμηση της ελλείψεως κέρδους κατά την παρούσα διαδικασία.

    δ) Απασχόληση

    (74) Η έρευνα έδειξε ότι ο αριθμός ατόμων που απασχολούν οι κοινοτικοί παραγωγοί στον τομέα της ουρίας μειώθηκε κατά 8 % στο διάστημα μεταξύ 1989 και της περιόδου της έρευνας.

    5. Συμπεράσματα σχετικά με τη ζημία (75) Σημειώνεται ότι στο διάστημα μεταξύ 1989 και της περιόδου της έρευνας ίσχυαν μέτρα αντιντάμπινγκ υπό μορφή ποσοτικών αναλήψεων υποχρεώσεων. Εντούτοις, παρά τα μέτρα, η κατάσταση των κοινοτικών παραγωγών έχει επιδεινωθεί. Παρόλο που πολλοί από τους κύριους οικονομικούς δείκτες της ζημίας παρέμειναν σχετικά αμετάβλητοι, η μείωση των τιμών σε συνδυασμό με την άνοδο του επιπέδου του αποθέματος και τη απώλεια θέσεων απασχόλησης, ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Είναι επίσης σαφές ότι η κοινοτική ζήτηση ουρίας σημείωσε ελαφριά συρρίκνωση από το 1989 και ότι για να διατηρηθεί το επίπεδο παραγωγής και το μερίδιο αγοράς οι κοινοτικοί παραγωγοί αναγκάσθηκαν να μειώσουν τις τιμές τους σε επίπεδα που προκαλούν ακόμα μεγαλύτερες απώλειες από αυτές που σημειώθηκαν το 1989.

    (76) Βάσει των παραπάνω παραγόντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η κοινοτική βιομηχανία υπέστη σημαντική ζημία κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88.

    ΣΤ. ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ 1. Οι επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ (77) Κατά την εξέταση του κατά πόσον η σημαντική ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία προκλήθηκε από εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, διαπιστώθηκε, όπως εξηγήθηκε παραπάνω στο εδάφιο 62, ότι το ρωσικό μερίδιο αγοράς αυξήθηκε από 0,9 % το 1989 σε 2,6 % κατά την περίοδο της έρευνας.

    (78) Όσον αφορά τις πωλήσεις, η έρευνα έδειξε ότι οι πωλήσεις των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκαν κατά 63 700 τόνους στο διάστημα μεταξύ 1989 και της περιόδου έρευνας, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από την Ρωσία αυξήθηκε κατά 77 833 τόνους. Όπως αναφέρεται παρακάτω, διαπιστώθηκε επίσης μείωση των εισαγωγών κατά 263 802 τόνους από άλλες τρίτες χώρες (εξαιρουμένης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας). Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι όλες οι πωλήσεις στην Κοινότητα τις οποίες έχασαν οι κοινοτικοί παραγωγοί μπορούν να αποδοθούν στις εισαγωγές από τη Ρωσία που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    (79) Όσον αφορά τις τιμές και την αποδοτικότητα, διαπιστώθηκε ότι κατά την περίοδο της έρευνας, ο μέσος όρος των τιμών πώλησης ανά τόνο των κοινοτικών παραγωγών μειώθηκε κατά 10 % σε σύγκριση με το 1989. Είναι σαφές ότι η ολοένα μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών από τη Ρωσία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εν λόγω μείωση των τιμών δεδομένου ότι διατέθηκαν στην αγορά σε τιμές, μετά τον εκτελωνισμό, μέχρι 14 % κατώτερης από το κόστος παραγωγής των κοινοτικών παραγωγών.

    2. Συνέπειες των άλλων παραγόντων (80) Εξετάστηκε το ερώτημα κατά πόσον η ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία προκλήθηκε από παράγοντες άλλους από την πρακτική ντάμπινγκ που άσκησαν οι ρώσοι εξαγωγείς. Εντούτοις, δεν υπάρχουν στοιχεία για αύξηση των εισαγωγών από κάποια τρίτη χώρα που δεν υπόκειται σε μέτρα αντιντάμπινγκ. Το 1989 οι συνολικές εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες αντιπροσώπευαν το 92,7 % των συνολικών εισαγωγών ουρίας στην Κοινότητα, ενώ κατά την περίοδο της έρευνας αυτό το αριθμητικό στοιχείο μειώθηκε σε 71,4 %. Το υπολογιζόμενο μερίδιο στην κοινοτική αγορά αυτών των εισαγωγών μειώθηκε από 20,8 % σε 15,6 % κατά την ίδια περίοδο.

    (81) Όσον αφορά τις τιμές αυτών των εισαγωγών, διαπιστώθηκε ότι ο σταθμικός μέσος όρος της μέσης τιμής εισαγωγής cif (πριν την επιβολή του δασμού) από αυτές άλλες τρίτες χώρες ήταν 22,5 % υψηλότερος από τη συγκρίσιμη τιμή εισαγωγής cif της ρωσικής ουρίας. Στο επίπεδο μετά τον εκτελωνισμό, η τιμή κατά την εισαγωγή θα ήταν μόλις κατώτερη από το σταθμικό μέσο όρο της τιμής πώλησης με απώλεια των κοινοτικών παραγωγών κατά την περίοδο της έρευνας. Μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι οι τιμές αυτών των εισαγωγών συνέβαλαν επίσης στην επιδείνωση της κατάστασης της κοινοτικής βιομηχανίας δεδομένου ότι οι τιμές αυτές ήταν σημαντικά κατώτερες από το επίπεδο που απαιτείται θεωρητικά για να καλύψουν οι κοινοτικοί παραγωγοί όλες τις δαπάνες τους και να επιτύχουν λογικό κέρδος.

    (82) Θεωρείται ότι παρόλο που σημειώθηκε μείωση των τιμών, η μικρή μείωση της συνολικής ζήτησης ουρίας στην Κοινότητα στο διάστημα μεταξύ 1989 και της περιόδου έρευνας δείχνει ότι το επίπεδο κατανάλωσης για αυτό το προϊόν έχει φθάσει περίπου στο ανώτατο όριο. Επιπλέον, οι κοινοτικοί παραγωγοί σημείωσαν ελαφριά αύξηση του μεριδίου αγοράς, πράγμα που δείχνει ότι η συρρίκνωση της αγοράς δεν συνετέλεσε σημαντικά στη δυσχερή κατάσταση των παραγωγών της Κοινότητας.

    (83) Παρόλο που μπορεί να προβληθεί το επιχείρημα ότι οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες μπορεί να συνέβαλαν στις απώλειες που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι εισαγωγές από τη Ρωσία, εάν εξετασθούν ξεχωριστά, λόγω των χαμηλών τους τιμών και της ολοένα μεγαλύτερης διείσδυσης στην αγορά, προκάλεσαν σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία.

    Ζ. ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΖΗΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΛΗΞΕΩΣ ΤΩΝ ΙΣΧΥΟΝΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΑΝΤΙΝΤΑΜΠΙΝΓΚ 1. Τσεχική και Σλοβακική Δημοκρατία α) Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

    (84) Δεδομένου ότι η κανονική πενταετής περίοδος για την ανανέωση των μέτρων θα έληγε κανονικά τον Φεβρουάριο 1994, εξετάστηκε το ερώτημα κατά πόσον είναι πιθανόν να επαναληφθεί η ζημία. Για το σκοπό αυτό, μελετήθηκαν οι ακόλουθοι παράγοντες:

    - παραγωγή και επίπεδο του παραγωγικού δυναμικού στις εξάγουσες χώρες,

    - ποσοστό αύξησης των εισαγωγών στην Κοινότητα που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ,

    - πιθανότητες εισαγωγής τσεχικής ή σλοβακικής ουρίας στην Κοινότητα σε επίπεδα που θα έχουν ως επίπτωση τη συμπίεση των τιμών των κοινοτικών παραγωγών,

    - ήδη υπάρχουσες ή πιθανές αρνητικές επιπτώσεις αυτών των εισαγωγών στην ανάπτυξη και παραγωγή της κοινοτικής βιομηχανίας.

    (85) Όσον αφορά το ποσοστό χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού του τσέχου και του σλοβάκου παραγωγού, η έρευνα κατέδειξε ότι είτε υπάρχουν περιορισμένες δυνατότητες αύξησης των επιπέδων παραγωγής είτε ότι δεν έχει δηλωθεί σχετική πρόθεση. Εκτός αν αλλάξει ριζικά το πρόγραμμα των εγχωρίων και εξαγωγικών πωλήσεών τους, θεωρείται απίθανο να αυξηθούν πολύ περισσότερο από τα σημερινά επίπεδα οι εισαγωγές στην Κοινότητα από την Τσεχική και τη Σλοβακική Δημοκρατία.

    (86) Όσον αφορά το ποσοστό αύξησης των εισαγωγών από αυτές τις δύο χώρες, διαπιστώθηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι ολόκληρη, η φαινομένη αύξηση του όγκου οφείλεται στην επανενοποίηση της Γερμανίας και το συνυπολογισμό των πωλήσεων σε παραδοσιακούς πελάτες στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) στα στατιστικά στοιχεία για τις εισαγωγές της Eurostat. Εάν δεν συμπεριλαμβάνονταν οι πωλήσεις στην πρώην ΛΔΓ, θα τηρούνταν τα ποσοτικά όρια που συμφωνήθηκαν κατά την ανάληψη υποχρέωσης.

    (87) Δεδομένου ότι οι τσέχοι και οι σλοβάκοι διανύουν ένα μεταβατικό στάδιο από την κεντρικά προγραμματισμένη οικονομία στην οικονομία ελεύθερης αγοράς, θεωρείται αναπόφευκτη η αύξηση των τιμών εξαγωγής της ουρίας σύμφωνα με την παραγωγή που καθορίζεται βάσει των αναγκών της αγοράς και τις δαπάνες μεταφοράς. Μεσοπρόθεσμα, θεωρείται ότι το σημερινό πλεονέκτημα του τσέχου και του σλοβάκου παραγωγού όσον αφορά την τιμή θα μειωθεί και ότι θα αναγκασθούν να πωλούν σε υψηλότερες τιμές, πιο συγκρίσιμες με αυτές των κοινοτικών παραγωγών.

    (88) Από την έρευνα προέκυψε ότι η επίπτωση των τσεχικών και σλοβακικών εισαγωγών στην κοινοτική αγορά ήταν αμελητέα και ότι, δεδομένου του τύπου παραγωγής και εμπορίας των παραγωγών στις δύο αυτές χώρες, είναι απίθανο να αυξηθούν μελλοντικά οι εξαγωγές τους στην Κοινότητα σε σημαντικά επίπεδα. Ως εκ τούτου, θεωρείται ότι οι εισαγωγές από την Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία δεν θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και την παραγωγή της κοινοτικής βιομηχανίας.

    β) Συμπέρασμα

    (89) Δεδομένων των παραπάνω στοιχείων και της ελάχιστης ή πιθανής μελλοντικά διείσδυσης της Τσεχικής και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στην αγορά, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να προκληθεί ζημία στο εγγύς μέλλον από τις εισαγωγές προέλευσης αυτών των δύο χωρών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και ότι δεν υπάρχει ανάγκη να ανανεωθούν τα προστατευτικά μέτρα.

    2. Η Ρωσία και η Ουκρανία α) Προκαταρκτική παρατήρηση

    (90) Όσον αφορά την Τσεχική και τη Σλοβακική Δημοκρατία, είναι απαραίτητο να γίνει λογική πρόβλεψη για το τι θα συμβεί μελλοντικά εάν δεν ισχύσουν μέτρα αντιντάμπινγκ κατά της Ρωσίας και της Ουκρανίας.

    β) Ρωσία

    (91) Όσον αφορά τη Ρωσία, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι οι παραγωγοί έχουν τη δυνατότητα να παράγουν 6,4 εκατομμύρια τόνους ουρίας ετησίως. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι η Ρωσία παρήγαγε στην πραγματικότητα 4,5 εκατομμύρια τόνους ουρίας το 1992. Δεδομένης της κατάργησης του συνεταιριστικού συστήματος αγροκαλλιέργειας σ' αυτή τη χώρα, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η εγχώρια ζήτηση ουρίας θα σημειώσει κατακόρυφη πτώση δεδομένου ότι οι πρόσφατα ιδιωτικοποιημένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις δεν θα έχουν χρήματα για να αγοράσουν λιπάσματα. Ως εκ τούτου, οι παραγωγοί ουρίας θα αναγκασθούν να εξετάσουν περαιτέρω τη δυνατότητα αύξησης των συναλλαγών τους με την Κοινότητα.

    (92) Δεδομένου ότι η εισαγωγή της "παύσης καλλιέργειας γαιών" στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής ανάγκασε πολλούς κοινοτικούς γεωργούς να πραγματοποιήσουν με φειδώ αγορές λιπασμάτων, είναι πιθανότατο να συρρικνωθεί περαιτέρω η αγορά, να αυξήσουν οι ρώσοι εξαγωγείς τον όγκο των εξαγωγών τους και να μειώσουν ακόμη περισσότερο τις τιμές τους που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ για να κερδίσουν μερίδιο στην αγορά.

    γ) Συμπέρασμα σχετικά με τη Ρωσία

    (93) Συνάγεται το συμπέρασμα βάσει των προηγουμένων ότι οι αρνητικές επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη Ρωσία θα συνεχιστούν αν δεν ληφθούν μέτρα.

    δ) Ουκρανία

    (94) Όσον αφορά την Ουκρανία, τα στοιχεία που υποβλήθηκαν δείχνουν ότι οι παραγωγοί εκεί έχουν τη δυνατότητα να παράγουν 3,1 εκατομμύρια τόνους ουρίας ετησίως. Εντούτοις, αντίθετα με τη Ρωσία, η Ουκρανία δεν είναι αυτάρκης στο φυσικό αέριο (πρώτη ύλη που χρησιμοποιούν οι ουκρανοί παραγωγοί ουρίας) και εξαρτάται κατά πολύ από τις εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι η προμήθεια φυσικού αερίου διεκόπη σε μεγάλο βαθμό και ότι η Ουκρανία μπορεί να μην είναι πλέον σε θέση να χρησιμοποιήσει το υπάρχον δυναμικό της.

    (95) Όσον αφορά το επίπεδο των εισαγωγών από την Ουκρανία, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι μειώθηκαν και έφταναν σε αμελητέο επίπεδο (6 102 τόνοι κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 1993).

    ε) Συμπέρασμα σχετικά με την Ουκρανία

    (96) Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν θεωρείται πιθανό ότι το επίπεδο των εισαγωγών από την Ουκρανία θα είναι μελλοντικά τέτοιο που να προκαλεί ζημία στην εν λόγω κοινοτική βιομηχανία. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν είναι ανάγκη να ανανεωθούν τα προστατευτικά μέτρα κατά της Ουκρανίας.

    H. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ (97) Κατά την εξέτασή του κατά πόσον είναι προς το κοινοτικό συμφέρον η διατήρηση των μέτρων αντιντάμπινγκ, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο σκοπός αυτών των μέτρων - δηλαδή η πρόληψη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού που προκύπτει από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην κοινοτική αγορά - είναι βασικά προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον.

    (98) Όσον αφορά την παρούσα διαδικασία, θεωρείται ότι αν δεν ληφθούν μέτρα για την επανόρθωση της κατάστασης που έχουν δημιουργήσει οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, ένας ή περισσότεροι από τους κοινοτικούς παραγωγούς μπορεί να αναγκασθούν να κλείσουν τις εγκαταστάσεις τους παραγωγής ουρίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια θέσεων απασχόλησης στην Κοινότητα και να μειώσει τον ανταγωνισμό στην αγορά.

    (99) Είναι αλήθεια ότι οι γεωργοί και οι βιομηχανικοί χρήστες ουρίας στην Κοινότητα επωφελήθηκαν βραχυπρόθεσμα από τη χαμηλή τιμή των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ, αλλά θα πρέπει να ληφθεί επίσης υπόψη ότι οι αγορές ουρίας από αυτούς τους πελάτες αντιπροσωπεύουν σχετικά μικρό εκατοστιαίο ποσοστό των συνολικών τους εισροών. Δεδομένου επίσης ότι η τιμή της ουρίας σημείωσε πτώση κατά τα τελευταία έτη, οποιαδήποτε προσαρμογή των μέτρων αντιντάμπινγκ δεν είναι πιθανόν να έχει σημαντική επίπτωση στον προϋπολογισμό των χρηστών και, σε τελική ανάλυση, δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να στερηθούν οι κοινοτικοί παραγωγοί τη νόμιμη προστασία.

    Θ. ΠΕΡΑΤΩΣΗ α) Περάτωση όσον αφορά την Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακική Δημοκρατία

    (100) Όπως εξηγήσαμε παραπάνω στον παρόντα κανονισμό, για το συνυπολογισμό των πωλήσεων στην πρώην ΛΔΓ στα στατιστικά στοιχεία της Eurostat για τις εισαγωγές, η Τσεχική και Σλοβακική Δημοκρατία τήρησαν ουσιαστικά τους όρους της υποχρέωσης που ανέλαβαν και τα ποσοτικά όρια που καθορίστηκαν. Δεδομένων επίσης των περιορισμένων δυνατοτήτων αύξησης των εξαγωγών στην Κοινότητα πολύ πάνω από τα σημερινά επίπεδα, το πολύ χαμηλό περιθώριο ντάμπινγκ των τσεχικών προϊόντων, το ελάχιστο μερίδιο και διείσδυση στην αγορά των τσεχικών και σλοβακικών εισαγωγών και το περιορισμένο αποτέλεσμα στις τιμές αυτών των εισαγωγών, θεωρείται ότι πρέπει να περατωθούν τα μέτρα κατά των δύο αυτών χωρών.

    Δεν διατυπώθηκε αντίρρηση σχετικά με αυτή τη διαδικασία στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής.

    β) Περάτωση σχετικά με τη Λευκορωσία, τη Γεωργία, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν

    (101) Συνήχθη το συμπέρασμα στο εδάφιο 34 ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για σημαντικές εισαγωγές στην Κοινότητα από τις προαναφερθείσες χώρες κατά την περίοδο της έρευνας. Παρ' όλο που είναι κοινώς αποδεκτό ότι υπάρχει σημαντικό παραγωγικό δυναμικό σε αυτές τις χώρες, δεν υπάρχουν στοιχεία για επικείμενη ή προβλεπόμενη μεταβολή των συνθηκών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των εισαγωγών με χαμηλές τιμές στην Κοινότητα από τις εν λόγω χώρες. Βάσει των παραπάνω, η διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τη Λευκορωσία, τη Γεωργία, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν πρέπει να περατωθεί.

    Δεν διατυπώθηκε αντίρρηση σχετικά με αυτή τη διαδικασία στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής.

    γ) Περάτωση σχετικά με την Ουκρανία

    (102) Όπως και για τις χώρες που αναφέραμε στο προηγούμενο εδάφιο, έχει γίνει αποδεκτό ότι υπάρχει σημαντικό παραγωγικό δυναμικό για την ουρία στην Ουκρανία. Εντούτοις, δεδομένου του σχετικά χαμηλού επιπέδου του μεριδίου αγοράς που κατέχουν οι ουκρανικές εξαγωγές και δεδομένης της αβεβαιότητας όσον αφορά την προμήθεια φυσικού αερίου από τη Ρωσία, δεν υπάρχει σαφής απόδειξη για επιικείμενη μεταβολή των συνθηκών. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι δεν είναι ανάγκη να ανανεωθούν τα μέτρα αντιντάμπινγκ κατά της Ουκρανίας.

    Δεν διατυπώθηκε καμία αντίρρηση σχετικά με αυτή τη διαδικασία στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής.

    Ι. ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ (103) Η έρευνα έδειξε καθαρά στην περίπτωση της Ρωσίας ότι:

    - δεν τηρήθηκαν οι ποσότητες που αναφέρονται στην ανάληψη υποχρέωσης, παρ' όλο που για τους λόγους που αναφέρονται σε άλλο σημείο του παρόντος κανονισμού, δεν αποδίδεται το σφάλμα στο μέρος που ανέλαβε αρχικά την υποχρέωση,

    - παρά τα μέτρα αντιντάμπινγκ που εισήχθησαν το 1987, οι εισαγωγές από τη Ρωσία συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και συνέβαλαν στη σημαντική ζημία που υπέστη η κοινοτική βιομηχανία,

    - η Ρωσία έχει πλεονασματικό παραγωγικό δυναμικό και υπάρχουν πιθανότητες αύξησης των εξαγωγών της στην Κοινότητα με πρακτική ντάμπινγκ.

    (104) Με βάση τα παραπάνω, θα πρέπει να επιβληθούν μέτρα αντιντάμπινγκ κατά της Ρωσίας.

    (105) Διατυπώθηκε στα εδάφια 72 και 73 ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί υπέστησαν απώλεια κατά την περίοδο της έρευνας και ότι θεωρείται λογικό ένα ποσοστό κέρδους 5 % πριν την επιβολή του φόρου για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Ως εκ τούτου, για να επιβληθεί ποσοστό δασμού κατάλληλο για την άρση της ζημίας που προκλήθηκε από την πρακτική ντάμπινγκ, υπολογίστηκε μια τιμή που θα επέτρεπε στην κοινοτική βιομηχανία να καλύψει το κόστος παραγωγής και να επιτύχει λογικό κέρδος 5 %. Αυτή η τιμή συγκρίθηκε τότε με την τιμή εισαγωγής cif μετά την καταβολή του δασμού του ρωσικού προϊόντος (προσαρμοσμένη για να ληφθούν υπόψη οι ποιοτικές διαφορές). Εκφρασμένο ως εκατοστιαίο ποσοστό της τιμής εισαγωγής cif "ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα", το ποσοστό για την εξουδετέρωση της ζημίας είναι 26,8 %.

    (106) Αυτό το ποσοστό για την εξουδετέρωση της ζημίας είναι κατώτερο από το περιθώριο ντάμπινγκ 28,2 % που καθιερώθηκε στη Ρωσία. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2423/88, ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να καθοριστεί στο επίπεδο του ποσοστού που είναι απαραίτητο για την εξουδετέρωση της ζημίας.

    (107) Δεδομένης της καθοδικής πορείας των ρωσικών τιμών εισαγωγής, η επιβολή μεταβλητού δασμού θεωρείται ως το καταλληλότερο μέτρο στην προκειμένη περίπτωση. Αυτή η μορφή δασμού επιτρέπει επίσης στους εξαγωγείς να εξασφαλίσουν ικανοποιητικότερο κέρδος από τις εξαγωγές τους. Ο μεταβλητός δασμός που θα επιβληθεί πρέπει να βασίζεται στη διαφορά μεταξύ της σημερινής τιμής εισαγωγής cif "ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα" και μιας ελάχιστης τιμής 115 Ecu ανά τόνο,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Άρθρο 1

    1. Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ουρίας που υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 10 10 και 3102 10 90 καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας.

    2. Το ποσό του δασμού ισούται με τη διαφορά μεταξύ 115 Ecu ανά τόνο και της καθαρής τιμής "ελεύθερο στα κοινοτικά σύνορα" πριν τον εκτελωνισμό, αν η τιμή αυτή είναι χαμηλότερη.

    3. Εκτός εάν υπάρχει άλλη πρόβλεψη, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνεικούς δασμούς.

    Άρθρο 2

    Περατώνονται οι αναλήψεις υποχρεώσεων που πρότειναν οι Petrimex Foreign Trade Company Ltd. (Bratislava) και Sojuzpromexport (Μόσχα), που έγιναν αποδεκτές με το άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3339/87

    Άρθρο 3

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

    Βρυξέλλες, 16 Ιανουαρίου 1995.

    Για το Συμβούλιο

    Ο Πρόεδρος

    E. ALPHANDERY

    (1) ΕΕ αριθ. L 209, 2. 8. 1988, σ. 1, κανονισμός που τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 522/94 (ΕΕ αριθ. L 66 της 10. 3. 1994, σ. 10).

    (2) ΕΕ αριθ. L 317 της 7. 11. 1987, σ. 1.

    (3) ΕΕ αριθ. L 52 της 24. 2. 1989, σ. 37.

    (4) ΕΕ αριθ. C 87 της 27. 3. 1993, σ. 7.

    (5) ΕΕ αριθ. C 47 της 15. 2. 1994, σ. 3.

    (6)

    (7) ΕΕ αριθ. L 317 της 7. 11. 1987, σ. 1.

    (8) ΕΕ αριθ. L 52 της 24. 2. 1989, σ. 37.

    (9) ΕΕ αριθ. C 87 της 27. 3. 1993, σ. 7.

    (10) ΕΕ αριθ. C 47 της 15. 2. 1994, σ. 3.

    (11)

    (12) ΕΕ αριθ. L 317 της 7. 11. 1987, σ. 1.

    (13) ΕΕ αριθ. L 52 της 24. 2. 1989, σ. 37.

    (14) ΕΕ αριθ. C 87 της 27. 3. 1993, σ. 7.

    (15) ΕΕ αριθ. C 47 της 15. 2. 1994, σ. 3.

    (16)

    (17) ΕΕ αριθ. L 317 της 7. 11. 1987, σ. 1.

    (18) ΕΕ αριθ. L 52 της 24. 2. 1989, σ. 37.

    (19) ΕΕ αριθ. C 87 της 27. 3. 1993, σ. 7.

    (20) ΕΕ αριθ. C 47 της 15. 2. 1994, σ. 3.

    Top