EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31995Q1207

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Εσωτερικός κανονισμός

ΕΕ L 293 της 7.12.1995, p. 1–75 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 19/07/1999

ELI: http://data.europa.eu/eli/proc_rules/1995/1207/oj

31995Q1207

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Εσωτερικός κανονισμός

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 293 της 07/12/1995 σ. 0001 - 0075


ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (1)

Σημείωμα προς τον αναγνώστη

Τα κείμενα με πλάγια στοιχεία αφορούν τις ερμηνείες (άρθρο 162) του παρόντος Κανονισμού

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Σελίδα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I - ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 1 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο .

8

Άρθρο 2 Ανεξαρτησία της εντολής .

8

Άρθρο 3 Προνόμια και ασυλίες .

8

Άρθρο 4 Συμμετοχή στις συνεδριάσεις και τις ψηφοφορίες .

8

Άρθρο 5 Πληρωμή εξόδων και αποζημιώσεις .

8

Άρθρο 6 Άρση της ασυλίας .

8

Άρθρο 7 Έλεγχος της εντολής .

9

Άρθρο 8 Διάρκεια της εντολής .

9

Άρθρο 9 Κανόνες συμπεριφοράς .

10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II - ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 10 Σύγκληση του Κοινοβουλίου .

10

Άρθρο 11 Τόπος των συνεδριάσεων .

11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III - ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ

Άρθρο 12 Πρεσβύτερος βουλευτής .

11

Άρθρο 13 Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις .

11

Άρθρο 14 Εκλογή του Προέδρου - Εναρκτήριος λόγος .

11

Άρθρο 15 Εκλογή των Αντιπροέδρων .

11

Άρθρο 16 Εκλογή των Κοσμητόρων .

12

Άρθρο 17 Διάρκεια της θητείας .

12

Άρθρο 18 Χηρεύοντα αξιώματα .

12

Άρθρο 19 Καθήκοντα του Προέδρου .

12

Άρθρο 20 Καθήκοντα των Αντιπροέδρων .

12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV - ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 21 Σύνθεση του Προεδρείου .

13

Άρθρο 22 Καθήκοντα του Προεδρείου .

13

Άρθρο 23 Σύνθεση της Διασκέψεως των Προέδρων .

13

Άρθρο 24 Καθήκοντα της Διασκέψεως των Προέδρων .

13

Άρθρο 25 Καθήκοντα των Κοσμητόρων .

14

Άρθρο 26 Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών .

14

Άρθρο 27 Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών .

14

Άρθρο 28 Δημοσιότητα επί της δραστηριότητας του Προεδρείου, της Διάσκεψης των Προέδρων και των Κοσμητόρων .

14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V - ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Άρθρο 29 Σχηματισμός των πολιτικών ομάδων .

14

Άρθρο 30 Οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές .

14

Άρθρο 31 Κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων .

14

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI - ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Διορισμοί

Άρθρο 32 Ορισμός του Προέδρου της Επιτροπής .

15

Άρθρο 33 Ψηφοφορία για την έγκριση της Επιτροπής .

15

Άρθρο 34 Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής .

15

Άρθρο 35 Διορισμός των Μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου .

15

Άρθρο 36 Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα) .

16

Δηλώσεις

Άρθρο 37 Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου .

16

Άρθρο 38 Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου .

16

Άρθρο 39 Δήλωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο) .

16

Ερωτήσεις στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή

Άρθρο 40 Προφορικές ερωτήσεις .

16

Άρθρο 41 Ώρα των ερωτήσεων .

17

Άρθρο 42 Γραπτές ερωτήσεις .

17

Εκθέσεις

Άρθρο 43 Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής .

17

Άρθρο 44 Ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου .

17

Ψηφίσματα και συστάσεις

Άρθρο 45 Προτάσεις ψηφίσματος .

17

Άρθρο 46 Συστάσεις προς το Συμβούλιο .

18

Άρθρο 47 Συζητήσεις επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων .

18

Άρθρο 48 Γραπτές δηλώσεις .

19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII - ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Άρθρο 49 Ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα .

19

Άρθρο 50 Νομοθετική πρωτοβουλία .

20

Άρθρο 51 Εξέταση των νομοθετικών εγγράφων .

20

Άρθρο 52 Μεταβίβαση της αρμοδιότητος αποφάσεως σε επιτροπή .

21

Πρώτη ανάγνωση - Στάδιο εξετάσεως σε επιτροπή

Άρθρο 53 Έλεγχος της νομικής βάσεως .

21

Άρθρο 54 Επικουρικότητα, θεμελιώδη δικαιώματα, οικονομικοί πόροι .

22

Άρθρο 55 Διαφάνεια στη νομοθετική διαδικασία .

22

Άρθρο 56 Τροποποίηση της προτάσεως της Επιτροπής .

22

Άρθρο 57 Θέση της Επιτροπής επί των τροπολογιών .

22

Πρώτη ανάγνωση - Στάδιο εξετάσεως στην Ολομέλεια

Άρθρο 58 Περάτωση της πρώτης αναγνώσεως .

22

Άρθρο 59 Απόρριψη προτάσεως της Επιτροπής .

23

Άρθρο 60 Έγκριση τροπολογιών επί προτάσεως της Επιτροπής .

23

Πρώτη ανάγνωση - Διαδικασία παρακολούθησης

Άρθρο 61 Παρακολούθηση γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου .

24

Άρθρο 62 Επαναλαμβανόμενη διαβούλευση .

24

Άρθρο 63 Διαδικασία συνεννοήσεως .

24

Δεύτερη ανάγνωση - Στάδιο εξετάσεως στην επιτροπή

Άρθρο 64 Ανακοίνωση της κοινής θέσεως του Συμβουλίου .

24

Άρθρο 65 Προθεσμίες .

25

Άρθρο 66 Παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή και ακολουθούμενη διαδικασία .

25

Δεύτερη ανάγνωση - Στάδιο εξετάσεως στην Ολομέλεια

Άρθρο 67 Περάτωση της δεύτερης αναγνώσεως .

25

Άρθρο 68 Έγκριση της κοινής θέσεως του Συμβουλίου χωρίς τροπολογίες .

25

Άρθρο 69 Πρόθεση απορρίψεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου .

25

Άρθρο 70 Συνδιαλλαγή κατά τη δεύτερη ανάγνωση .

26

Άρθρο 71 Απόρριψη της κοινής θέσεως του Συμβουλίου .

26

Άρθρο 72 Τροπολογίες στην κοινή θέση του Συμβουλίου .

26

Άρθρο 73 Συνέπειες της μη υιοθετήσεως των τροπολογιών του Κοινοβουλίου από την Επιτροπή στην επανεξετασθείσα πρότασή της .

27

Τρίτη ανάγνωση - Συνδιαλλαγή

Άρθρο 74 Σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής .

27

Άρθρο 75 Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής .

27

Άρθρο 76 Προθεσμίες .

27

Τρίτη ανάγνωση - Στάδιο εξετάσεως στην Ολομέλεια

Άρθρο 77 Κοινό σχέδιο .

27

Άρθρο 78 Κείμενο του Συμβουλίου .

28

Άρθρο 79 Υπογραφή εγκριθεισών πράξεων .

28

Διαδικασία σύμφωνης γνώμης

Άρθρο 80 Περάτωση της διαδικασίας σύμφωνης γνώμης .

28

Εξουσίες ελέγχου

Άρθρο 81 Εκτελεστικές εξουσίες .

28

Άρθρο 82 Επίσημη κωδικοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας .

28

Άρθρο 83 Συνέπειες παραλείψεως ενεργείας του Συμβουλίου μετά από έγκριση της κοινής θέσεώς του .

29

Άρθρο 84 Προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου .

29

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 85 Γενικός προϋπολογισμός .

29

Άρθρο 86 Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού .

29

Άρθρο 87 Έλεγχος του Κοινοβουλίου επί της εκτελέσεως του προϋπολογισμού .

29

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX - ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

Άρθρο 88 Τροποποίηση της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ .

29

Άρθρο 89 Συνθήκες προσχωρήσεως .

30

Άρθρο 90 Διεθνείς συμφωνίες .

30

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X - ΚΟΙΝΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 91 Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας .

31

Άρθρο 92 Συστάσεις στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας .

31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI - ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Άρθρο 93 Διαβούλευση και ενημέρωση του Κοινοβουλίου στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων .

31

Άρθρο 94 Συστάσεις στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων .

32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII - ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 95 Σχέδιο ημερησίας διατάξεως .

32

Άρθρο 96 Έγκριση και τροποποίηση της ημερησίας διατάξεως .

32

Άρθρο 97 Κατεπείγον .

32

Άρθρο 98 Κοινή συζήτηση .

33

Άρθρο 99 Διαδικασία χωρίς συζήτηση .

33

Άρθρο 100 Προθεσμίες .

33

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII - ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ

Άρθρο 101 Είσοδος στην αίθουσα συνεδριάσεων .

33

Άρθρο 102 Γλώσσες .

33

Άρθρο 103 Διανομή εγγράφων .

34

Άρθρο 104 Δημοσιότητα των συνεδριάσεων .

34

Άρθρο 105 Παραχώρηση του λόγου και περιεχόμενο των παρεμβάσεων .

34

Άρθρο 106 Κατανομή του χρόνου αγορεύσεως .

34

Άρθρο 107 Κατάλογος αγορητών .

34

Άρθρο 108 Παρέμβαση επί προσωπικού ζητήματος .

35

Άρθρο 109 Μέτρα για την τήρηση της τάξεως .

35

Άρθρο 110 Αποκλεισμός βουλευτών από την αίθουσα συνεδριάσεων .

35

Άρθρο 111 Αταξία στο Κοινοβούλιο .

35

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV - ΑΠΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

Άρθρο 112 Απαρτία .

35

Άρθρο 113 Διαδικασία ψηφοφορίας .

36

Άρθρο 113α Ισοψηφία .

36

Άρθρο 114 Βάσεις της ψηφοφορίας .

36

Άρθρο 115 Σειρά ψηφοφορίας για τις τροπολογίες .

36

Άρθρο 116 Ψηφοφορία κατά τμήματα .

37

Άρθρο 117 Δικαίωμα ψήφου .

37

Άρθρο 118 Ψηφοφορία .

37

Άρθρο 119 Ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως .

38

Άρθρο 120 Ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα .

38

Άρθρο 121 Μυστική ψηφοφορία .

38

Άρθρο 122 Αιτιολόγηση της ψήφου .

38

Άρθρο 123 Αμφισβητήσεις επί της ψηφοφορίας .

38

Άρθρο 124 Κατάθεση και υποστήριξη των τροπολογιών .

39

Άρθρο 125 Το παραδεκτό των τροπολογιών .

39

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV - ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 126 Αιτήσεις επί της διαδικασίας .

39

Άρθρο 127 Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού .

40

Άρθρο 128 Απόρριψη συζητήσεως λόγω απαραδέκτου .

40

Άρθρο 129 Αναπομπή σε επιτροπή .

40

Άρθρο 130 Περάτωση της συζητήσεως .

40

Άρθρο 131 Αναβολή της συζητήσεως .

40

Άρθρο 132 Διακοπή ή λήξη της συνεδριάσεως .

41

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI - ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Άρθρο 133 Συνοπτικά πρακτικά .

41

Άρθρο 134 Πλήρη πρακτικά .

41

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII - ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ

Άρθρο 135 Σύσταση των επιτροπών .

41

Άρθρο 136 Προσωρινές εξεταστικές επιτροπές .

42

Άρθρο 137 Σύνθεση των επιτροπών .

43

Άρθρο 138 Αναπληρωτές .

43

Άρθρο 139 Καθήκοντα των επιτροπών .

44

Άρθρο 140 Επιτροπή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής .

44

Άρθρο 141 Υποεπιτροπές .

44

Άρθρο 142 Προεδρείο των επιτροπών .

44

Άρθρο 143 Διαδικασία χωρίς έκθεση, απλοποιημένη διαδικασία .

44

Άρθρο 144 Εκθέσεις των επιτροπών σχετικά με τις διαβουλεύσεις .

45

Άρθρο 145 Εκθέσεις μη νομοθετικού περιεχομένου .

45

Άρθρο 146 Αιτιολογικές εκθέσεις και προθεσμίες .

45

Άρθρο 147 Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών .

45

Άρθρο 148 Εκθέσεις πρωτοβουλίας .

46

Άρθρο 149 Ώρα των ερωτήσεων στις επιτροπές .

46

Άρθρο 150 Διαδικασία στις επιτροπές .

46

Άρθρο 151 Συνεδριάσεις των επιτροπών .

47

Άρθρο 152 Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών .

47

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII - ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ

Άρθρο 153 Σύσταση και καθήκοντα των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών .

47

Άρθρο 154 Έκθεση προς την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης .

47

Άρθρο 155 Μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές .

48

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIX - ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Άρθρο 156 Δικαίωμα αναφοράς .

48

Άρθρο 157 Εξέταση των αναφορών .

48

Άρθρο 158 Γνωστοποίηση των αναφορών .

49

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XX - ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ

Άρθρο 159 Διορισμός του διαμεσολαβητή .

49

Άρθρο 160 Παύση του διαμεσολαβητή .

49

Άρθρο 161 Δράση του διαμεσολαβητή .

50

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXI - ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 162 Εφαρμογή του Κανονισμού .

50

Άρθρο 163 Τροποποίηση του Κανονισμού .

51

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXII - ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ - ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ

Άρθρο 164 Γενική Γραμματεία .

51

Άρθρο 165 Κατάσταση προβλέψεων του Κοινοβουλίου .

51

Άρθρο 166 Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών .

51

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XXIII - ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 167 Εκκρεμή ζητήματα .

52

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I - Διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 9 - Δήλωση των οικονομικών συμφερόντων των βουλευτών .

53

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II - Διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 41 .

54

Α - Οδηγίες .

54

Β - Συστάσεις (απόσπασμα του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 1986) .

55

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III - Οδηγίες και γενικά κριτήρια που πρέπει να ακολουθούνται κατά την επιλογή θεμάτων προς εγγραφή στην ημερήσια διάταξη για τη συζήτηση επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 47 .

56

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV - Διαδικασία που εφαρμόζεται για την εξέταση του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συμπληρωματικών προϋπολογισμών .

57

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V - Διαδικασία για την εξέταση και έγκριση των αποφάσεων για τη χορήγηση απαλλαγής .

61

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI - Αρμοδιότητες των μονίμων κοινοβουλευτικών επιτροπών .

63

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII - Ακολουθητέα διαδικασία για την εξέταση των εμπιστευτικών εγγράφων που διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο .

73

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII - Λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο .

74

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I ΒΟΥΛΕΥΤΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 1

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι η συνέλευση που εκλέγεται, βάσει των Συνθηκών, βάσει της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί εκλογής των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεσες και καθολικές εκλογές, και των εθνικών νομοθεσιών όπως αυτές έχουν θεσπισθεί κατ' εφαρμογή των Συνθηκών.

2. Οι εκλεγμένοι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντιπρόσωποι ονομάζονται:

«Medlemmer af Europa-Parlamentet» στα δανικά,

«Mitglieder des Europδischen Parlaments» στα γερμανικά,

«Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» στα ελληνικά,

«Members of the European Parliament» στα αγγλικά,

«Diputados al Parlamento Europeo» στα ισπανικά,

«Euroopan parlamentin jδsenet» στα φινλανδικά,

«Dιputιs au Parlement europιen» στα γαλλικά,

«Deputati al Parlamento europeo» στα ιταλικά,

«Leden van het Europees Parlement» στα ολλανδικά,

«Deputados ao Parlamento Europeu» στα πορτογαλικά,

«Ledamφter av Europaparlamentet» στα σουηδικά.

Άρθρο 2

Ανεξαρτησία της εντολής

Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ασκούν την εντολή τους ελευθέρως. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε από εντολές.

Άρθρο 3

Προνόμια και ασυλίες

1. Οι βουλευτές απολαύουν των προνομίων και ασυλιών που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο έχει επισυναφθεί ως παράρτημα στη Συνθήκη της 8ης Απριλίου 1965 περί ιδρύσεως ενός ενιαίου Συμβουλίου και μιας ενιαίας Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Οι άδειες ελευθέρας διακινήσεως που εξασφαλίζουν στους βουλευτές την ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη εκδίδονται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου αμέσως μόλις του γνωστοποιηθεί η εκλογή τους.

3. Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται κάθε φάκελλο που βρίσκεται στη κατοχή του Κοινοβουλίου ή μιας επιτροπής, εξαιρέσει των ατομικών φακέλλων και λογαριασμών τους οποίους μπορούν να συμβουλεύονται μόνον οι ίδιοι οι αφορώμενοι βουλευτές.

Άρθρο 4

Συμμετοχή στις συνεδριάσεις και τις ψηφοφορίες

1. Σε κάθε συνεδρίαση εκτίθεται κατάλογος παρουσίας προς υπογραφήν από τους βουλευτές.

2. Τα ονόματα των βουλευτών των οποίων η παρουσία πιστοποιείται από τον εν λόγω κατάλογο αναγράφονται στα συνοπτικά πρακτικά κάθε συνεδριάσεως.

3. Σε περίπτωση ψηφοφορίας δι' ονομαστικής κλήσεως, τα συνοπτικά πρακτικά αναφέρουν ποιοι βουλευτές συμμετείχαν και πώς εψήφισαν.

Άρθρο 5

Πληρωμή εξόδων και αποζημιώσεις

Το Προεδρείο ρυθμίζει τα της πληρωμής των εξόδων και την αποζημίωση των βουλευτών.

Άρθρο 6

Άρση της ασυλίας

1. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτού ανακοινώνεται σε συνεδρίαση ολομελείας και παραπέμπτεται στην αρμόδια επιτροπή.

2. Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις χωρίς καθυστέρηση και με τη σειρά υποβολής τους.

3. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την αρχή που υπέβαλε την αίτηση όσες πληροφορίες ή διευκρινίσεις κρίνει απαραίτητες για να σχηματίσει γνώμη σχετικά με την άρση της ασυλίας. Ακούει το βουλευτή του οποίου ζητείται η άρση της ασυλίας, εφόσον το ζητήσει, ο οποίος και μπορεί να υποβάλει όσα έγγραφα και άλλα γραπτά στοιχεία θεωρεί προσήκοντα για το σχηματισμό της γνώμης αυτής. Μπορεί να εκπροσωπηθεί από άλλο βουλευτή.

4. Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει πρόταση απόφασης που περιορίζεται σε σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης άρσης της ασυλίας. Ωστόσο, όταν η αίτηση άρσης της ασυλίας στηρίζεται σε περισσότερες κατηγορίες, κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής πρότασης απόφασης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η έκθεση της επιτροπής μπορεί να εισηγείται η άρση της ασυλίας να αναφέρεται αποκλειστικά στην ποινική δίωξη χωρίς να μπορεί να ληφθεί κατά του βουλευτή, ενόσω δεν έχει εκδοθεί οριστική απόφαση, οποιοδήποτε μέτρο κράτησης, προφυλάκισης ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο που θα τον παρεμποδίζει στην εκτέλεση των καθηκόντων που συνεπάγεται η ιδιότητά του.

5. Η επιτροπή δεν αποφαίνεται σε καμμία περίπτωση για την ενοχή ή μη ενοχή του βουλευτή ούτε για το σκόπιμο ή μη σκόπιμο της ποινικής διώξεως για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που του καταλογίζονται, ακόμη και σε περίπτωση που η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.

6. Η έκθεση της επιτροπής εγγράφεται αυτεπαγγέλτως στην αρχή της ημερησίας διατάξεως της πρώτης συνεδριάσεως μετά την κατάθεσή της. Δεν θα γίνει δεκτή οποιαδήποτε τροπολογία στην πρόταση ή τις προτάσεις απόφασης.

Η συζήτηση περιορίζεται μόνο στους υπέρ και κατά λόγους για κάθε μία από τις προτάσεις άρσης ή διατήρησης της ασυλίας.

Η πρόταση ή οι προτάσεις απόφασης που περιέχονται στην έκθεση τίθενται σε ψηφοφορία κατά τη διάρκεια της ώρας των ψηφοφοριών που ακολουθεί τη συζήτηση.

Μετά από εξέταση από το Κοινοβούλιο, ακολουθεί μια και μοναδική ψηφοφορία επί κάθε μιας από τις προτάσεις που περιλαμβάνει η έκθεση. Σε περίπτωση απορρίψεως μιας προτάσεως, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.

7. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει αμέσως την απόφαση του Κοινοβουλίου στην αρμόδια αρχή του ενδιαφερομένου κράτους μέλους, ζητώντας να ενημερωθεί σχετικά με τις δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε περίπτωση άρσης της βουλευτικής ασυλίας. Μόλις ο Πρόεδρος λάβει την πληροφορία αυτή, την κοινοποιεί στο Κοινοβούλιο με τον τρόπο που θεωρεί προσφορότερο.

8. Σε περίπτωση συλλήψεως ή διώξεως βουλευτού για αυτόφωρο αδίκημα, κάθε άλλος βουλευτής μπορεί να ζητήσει την αναστολή της ασκηθείσης ποινικής διώξεως ή κρατήσεως.

Άρθρο 7

Έλεγχος της εντολής

1. Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, εξαιρουμένων των αμφισβητήσεων που απορρέουν από εθνικούς εκλογικούς νόμους.

2. Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη ανακοίνωση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.

3. Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της εντολής βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή την σειρά κατάταξης των αντικαταστατών να γνωστοποιείται αμέσως στο Κοινοβούλιο από τις αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης 7 στη γνωστοποίηση αναφέρεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος, εφόσον πρόκειται περί διορισμού.

4. Όσο δεν έχει γίνει έλεγχος της εντολής τους και εφόσον δεν έχει ληφθεί απόφαση επί ενδεχομένης αμφισβητήσεώς της, οι βουλευτές συμμετέχουν στις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου και των οργάνων του με πλήρη δικαιώματα.

Άρθρο 8

Διάρκεια της εντολής

1. Η εντολή αρχίζει και λήγει σύμφωνα με τις διατάξεις της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Εκτός αυτού, η εντολή λήγει σε περίπτωση θανάτου ή παραιτήσεως.

2. Κάθε βουλευτής παραμένει εν ενεργεία μέχρι την έναρξη της πρώτης συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές.

3. Κάθε βουλευτής που υποβάλλει παραίτηση κοινοποιεί εγγράφως την παραίτησή του στον Πρόεδρο. Η κοινοποίηση αυτή καταχωρείται σε πρακτικό που συντάσσεται παρόντος του Γενικού Γραμματέα ή του εκπροσώπου του, υπογράφεται από αυτόν καθώς και τον ενδιαφερόμενο βουλευτή και υποβάλλεται αμέσως στην αρμόδια επιτροπή η οποία την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τη λήψη του εν λόγω εγγράφου.

Εαν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα ή το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ενημερώνει το Κοινοβούλιο, προκειμένου αυτό να αποφασίσει εάν θα διαπιστώσει ή όχι τη χηρεία.

Σε αντίθετη περίπτωση η διαπίστωση της χηρείας πραγματοποιείται αυτομάτως, εκτός εάν ο παραιτηθείς βουλευτής προσδιορίζει μεταγενέστερη ημερομηνία. Το Κοινοβούλιο δεν προβαίνει σε ψηφοφορία επί του θέματος.

Προκειμένου να αντιμετωπισθούν ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, κυρίως δε στην περίπτωση κατά την οποία μια ή περισσότερες περίοδοι συνόδου επρόκειτο να διεξαχθούν στο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η παραίτηση και της πρώτης συνεδριάσεως της αρμόδιας επιτροπής, πράγμα το οποίο θα στερούσε, λόγω της μη διαπίστωσης της χηρείας της θέσεως, από την πολιτική ομάδα στην οποία ανήκει ο βουλευτής που έχει παραιτηθεί, τη δυνατότητα της αντικαταστάσεως του τελευταίου κατά τις εν λόγω περιόδους συνόδου, θεσπίζεται μια απλοποιημένη διαδικασία. Με τη διαδικασία αυτή ανατίθεται στον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, που είναι επιφορτισμένος με τα θέματα αυτά, να εξετάσει χωρίς καθυστέρηση κάθε παραίτηση η οποία έχει κοινοποιηθεί δεόντως και, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η οιαδήποτε καθυστέρηση στην εξέταση της κοινοποίησης θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες, να ζητήσει από τον πρόεδρο της επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3:

- είτε να ενημερώσει τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου εξ ονόματος αυτής της επιτροπής, ότι η χηρεία της έδρας μπορεί να διαπιστωθεί,

- είτε να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση της επιτροπής του για να εξετάσει κάθε ιδιαίτερη δυσκολία που αντιμετώπισε ο εισηγητής.

4. Το ασυμβίβαστο που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες γνωστοποιείται στο Κοινοβούλιο το οποίο λαμβάνει γνώση.

Όταν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης γνωστοποιήσουν στον Πρόεδρο διορισμούς σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο το οποίο διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.

5. Λογίζεται ως ημερομηνία λήξεως της εντολής και ενάρξεως ισχύος της χηρείας:

- σε περίπτωση παραιτήσεως: η ημερομηνία κατά την οποία το Κοινοβούλιο διαπίστωσε τη χηρεία της έδρας, η ημερομηνία κατά την οποία ο Πρόεδρος έλαβε την επιστολή της παραιτήσεως ή μεταγενέστερη ημερομηνία (αλλά όχι προγενέστερη) που αναφέρεται σ' αυτή την επιστολή από τον υπό παραίτηση βουλευτή,

- σε περίπτωση διορισμού σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είτε κατά τον εθνικό εκλογικό νόμο, είτε κατά το άρθρο 6 της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 : η ημερομηνία γνωστοποιήσεως από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης.

6. Όταν το Κοινοβούλιο διαπιστώσει τη χηρεία έδρας, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.

7. Κάθε αμφισβήτηση του κύρους ήδη ελεγχθείσης εντολής βουλευτού παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία οφείλει να υποβάλει έκθεση αμέσως στο Κοινοβούλιο και το αργότερο μέχρι την έναρξη της επομένης περιόδου συνόδου.

8. Το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται, στην περίπτωση που η αποδοχή της εντολής ή η ακύρωσή της φαίνονται πλημμελείς, είτε λόγω συγκεκριμένης ανακρίβειας είτε λόγω έλλειψης συναινέσεως, να χαρακτηρίσει άκυρη την υπό εξέταση εντολή ή να αρνηθεί να διαπιστώσει τη χηρεία της έδρας.

Άρθρο 9

Κανόνες συμπεριφοράς

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασιζει περί των κανόνων συμπεριφοράς των βουλευτών του. Οι κανόνες αυτοί εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 163 παράγραφος 2 και επισυνάπτονται στον παρόντα Κανονισμό (1).

Οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θίγουν ή να περιορίζουν την άσκηση της εντολής και των πολιτικών ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων που συνδέονται μ' αυτήν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 10

Σύγκληση του Κοινοβουλίου

1. Κοινοβουλευτική περίοδος είναι η προβλεπόμενη από την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 διάρκεια της εντολής των βουλευτών.

Σύνοδος είναι η περίοδος ενός έτους όπως προκύπτει από την εν λόγω Πράξη και τις Συνθήκες.

Περίοδος συνόδου είναι η κατά κανόνα μηνιαία σύγκληση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που υποδιαιρείται σε ημερήσιες συνεδριάσεις.

Συνεδριάσεις ολομελείας του Κοινοβουλίου που διεξάγονται την ίδια ημέρα θεωρούνται σαν μία μόνη συνεδρίαση.

2. Το Κοινοβούλιο συνέρχεται αυτοδικαίως τη δεύτερη Τρίτη του Μαρτίου κάθε έτους και κυριαρχικά αποφασίζει για τη διάρκεια των διακοπών της συνόδου.

3. Το Κοινοβούλιο συνέρχεται εξ άλλου αυτοδικαίως την πρώτη Τρίτη μετά παρέλευση μηνός από το τέλος της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 της Πράξεως της 20ής Σεπτεμβρίου 1976.

4. Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να τροποποιεί τη διάρκεια των διακοπών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, με αιτιολογημένη απόφαση η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των μελών του, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες από την προκαθορισμένη από το Κοινοβούλιο ημερομηνία επαναλήψεως της συνόδου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι δυνατόν να μετατεθεί περισσότερο από δεκαπέντε ημέρες.

5. Κατόπιν αιτήσεως είτε της πλειοψηφίας των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, είτε της Επιτροπής, ή του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος αφού συμβουλευθεί τη Διάσκεψη των Προέδρων, συγκαλεί εκτάκτως το Κοινοβούλιο.

Εκτός αυτού, ο Πρόεδρος έχει την ευχέρεια, με την συναίνεση της Διάσκεψης των Προέδρων, να συγκαλέσει εκτάκτως το Κοινοβούλιο κατόπιν αιτήσεως του ενός τρίτου των βουλευτών του.

Άρθρο 11

Τόπος των συνεδριάσεων

1. Οι συνεδριάσεις ολομελείας του Κοινοβουλίου καθώς και οι συνεδριάσεις των επιτροπών του διεξάγονται στον τόπο που ορίζεται ως έδρα του σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών.

2. Κατ' εξαίρεση όμως και κατόπιν ψηφίσματος που υιοθετείται από την πλειοψηφία των βουλευτών του, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει την εκτός έδρας διεξαγωγή μιας ή περισσοτέρων συνεδριάσεων ολομελείας.

Για την έγκριση των προτάσεων για πρόσθετες περιόδους ουνόδου στις Βρυξέλλες, καθώς και των τροποποιήσεων στις προτάσεις αυτές, απαιτείται ψηφοφορία με απλή πλειοψηφία.

3. Κάθε επιτροπή μπορεί με απόφασή της να ζητήσει την εκτός της προαναφερομένης έδρας διεξαγωγή μιας ή περισσοτέρων συνεδριάσεών της. Η αιτιολογημένη αίτησή της διαβιβάζεται στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος την υποβάλλει στο Προεδρείο. Σε περίπτωση κατεπείγοντος ο Πρόεδρος μπορεί να λάβει μόνος του την απόφαση. Οι αποφάσεις του Προεδρείου ή του Προέδρου, όταν είναι αρνητικές, πρέπει να είναι αιτιολογημένες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΟΙ

Άρθρο 12

Πρεσβύτερος βουλευτής

1. Στη συνεδρίαση που προβλέπεται από το άρθρο 10 παράγραφος 3, καθώς και σε κάθε άλλη συνεδρίαση για την εκλογή του Προέδρου και του Προεδρείου, ο πρεσβύτερος από τους παρόντες βουλευτές ασκεί χρέη Προέδρου μέχρι την ανακήρυξη της εκλογής του Προέδρου.

2. Καμία συζήτηση με αντικείμενο άσχετο προς την εκλογή του Προέδρου ή τον έλεγχο της εντολής δεν μπορεί να διεξαχθεί υπό την προεδρία του πρεσβυτέρου βουλευτού.

Αν προκύψει θέμα σχετικό με τον έλεγχο της εντολής κατά την προεδρία του πρεσβυτέρου βουλευτού, αυτός το παραπέμπει στην επιτροπή που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής.

Άρθρο 13

Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις

1. Ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και οι Κοσμήτορες εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων. Υποβάλλονται από πολιτική ομάδα ή από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές. Όταν όμως ο αριθμός των υποψηφιοτήτων δεν υπερβαίνει τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, οι υποψήφιοι μπορούν να εκλεγούν και διά βοής.

2. Η καταμέτρηση των ψήφων σε κάθε μυστική ψηφοφορία διενεργείται από τέσσερεις ψηφολέκτες που ορίζονται με κλήρο μεταξύ των βουλευτών 7 οι υποψήφιοι δεν μπορούν να είναι και ψηφολέκτες.

3. Κατά την εκλογή του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων, πρέπει να λαμβάνεται γενικά υπόψη μια δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών καθώς και των πολιτικών τάσεων.

Άρθρο 14

Εκλογή του Προέδρου - Εναρκτήριος λόγος

1. Πρώτα εκλέγεται ο Πρόεδρος. Πριν από κάθε ψηφοφορία οι υποψηφιότητες πρέπει να υποβάλλονται στον πρεσβύτερο βουλευτή, ο οποίος τις ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο. Αν, ύστερα από τρεις ψηφοφορίες, κανένας υποψήφιος δεν έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν, υποψηφιότητα στην τέταρτη ψηφοφορία μπορούν να υποβάλουν μόνον οι δύο βουλευτές οι οποίοι έλαβαν στην τρίτη ψηφοφορία τον μεγαλύτερο αριθμό των ψήφων 7 σε περίπτωση ισοψηφίας θεωρείται εκλεγείς ο πρεσβύτερος από τους υποψηφίους.

2. Αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου, ο πρεσβύτερος βουλευτής του παραχωρεί την προεδρική έδρα. Μόνον ο εκλεγείς Πρόεδρος μπορεί να εκφωνήσει εναρκτήριο λόγο.

Άρθρο 15

Εκλογή των Αντιπροέδρων

1. Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι με ένα μόνο ψηφοδέλτιο. Εκλέγονται με την πρώτη ψηφοφορία, έως τον αριθμό των δεκατεσσάρων και κατά την σειρά των ψήφων που έλαβαν, οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν. Αν ο αριθμός των εκλεγέντων αντιπροέδρων είναι μικρότερος από τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, διεξάγεται και δεύτερη ψηφοφορία, με τους ίδιους όρους, για να πληρωθούν οι υπόλοιπες έδρες. Αν απαιτηθεί και τρίτη ψηφοφορία, τότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλεγέντες θεωρούνται οι πρεσβύτεροι από τους υποψηφίους.

Παρά το γεγονός ότι, αντίθετα προς το άρθρο 14 παράγραφος 1, η υποβολή νέων υποψηφιοτήτων μεταξύ των διαφόρων γύρων ψηφοφορίας δεν προβλέπεται ρητώς κατά την εκλογή των Αντιπροέδρων, αυτή ισχύει αυτοδικαίως ως απορρέουσα από το κυριαρχικό δικαίωμα της Συνέλευσης που πρέπει να μπορεί να αποφασίζει επί κάθε δυνατής υποψηφιότητας, και αυτό εφόσον η έλλειψη της εν λόγω δυνατότητας θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην καλή διεξαγωγή της εκλογής.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 18 παράγραφος 1, το προβάδισμα των Αντιπροέδρων καθορίζεται από τη σειρά της εκλογής τους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, από την ηλικία.

Όταν η εκλογή δεν διεξάγεται με μυστική ψηφοφορία, το προβάδισμα καθορίζεται από τη σειρά της εκφωνήσεως των ονομάτων από τον Πρόεδρο.

Άρθρο 16

Εκλογή των Κοσμητόρων

Μετά την εκλογή των Αντιπροέδρων, το Κοινοβούλιο εκλέγει πέντε Κοσμήτορες.

Η εκλογή αυτή διεξάγεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες που εφαρμόζονται και στην εκλογή των Αντιπροέδρων.

Άρθρο 17

Διάρκεια της θητείας

1. Η θητεία του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων διαρκεί διόμισυ έτη.

Όταν ένας βουλευτής αλλάζει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας του των διόμισυ ετών, την έδρα που τυχόν κατέχει στο Προεδρείο ή στο Σώμα των Κοσμητόρων.

2. Αν προκύψει χηρεία έδρας πριν από το τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος, ο εκλεγόμενος σε αντικατάσταση βουλευτής ασκεί τα καθήκοντά του για το υπολειπόμενο διάστημα της θητείας του προκατόχου του.

Άρθρο 18

Χηρεύοντα αξιώματα

1. Αν παραστεί ανάγκη να αναπληρωθεί ο Πρόεδρος, ένας από τους Αντιπροέδρους ή ένας Κοσμήτωρ, ο διάδοχός τους εκλέγεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.

Κάθε νέος Αντιπρόεδρος καταλαμβάνει στη σειρά του προβαδίσματος τη θέση του αντικαθισταμένου.

2. Εάν η έδρα που χηρεύει είναι η έδρα του Προέδρου, ο πρώτος Αντιπρόεδρος ασκεί καθήκοντα Προέδρου μέχρι την εκλογή του νέου Προέδρου.

Άρθρο 19

Καθήκοντα του Προέδρου

1. Ο Πρόεδρος διευθύνει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό, το σύνολο των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και των οργάνων του. Διαθέτει όλες τις εξουσίες για την προεδρία των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής τους.

2. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη, τη διακοπή και τη λήξη των συνεδριάσεων. Διασφαλίζει την τήρηση του Κανονισμού, τηρεί την τάξη, δίνει το λόγο, κηρύσσει τη λήξη των συνεδριάσεων, θέτει τα ζητήματα σε ψηφοφορία και ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών. Διαβιβάζει στις επιτροπές τις ανακοινώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

3. Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να λάβει το λόγο σε συζήτηση παρά μόνο για να καθορίσει σε ποιο σημείο βρίσκεται το θέμα και να επαναφέρει τους ομιλητές σ' αυτό 7 αν όμως επιθυμεί να συμμετάσχει σε μια συζήτηση, κατέρχεται από την έδρα του και δεν μπορεί να επανέλθει σε αυτήν πριν λήξει η εν λόγω συζήτηση.

4. Στις διεθνείς σχέσεις, στις τελετές, στις δοικητικές, δικαστικές ή οικονομικές πράξεις το Κοινοβούλιο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, ο οποίος μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες του.

Άρθρο 20

Καθήκοντα των Αντιπροέδρων

Αν ο Πρόεδρος απουσιάζει, κωλύεται ή επιθυμεί να συμμετάσχει στη συζήτηση, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 19, αναπληρώνεται από έναν Αντιπρόεδρο σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 15.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 21

Σύνθεση του Προεδρείου

1. Το Προεδρείο αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους δεκατέσσερεις Αντιπροέδρους του Κοινοβουλίου.

2. Οι Κοσμήτορες είναι μέλη του Προεδρείου με συμβουλευτική ψήφο.

3. Κατά τις συνεδριάσεις του Προεδρείου, σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

Άρθρο 22

Καθήκοντα του Προεδρείου

1. Το Προεδρείο ασκεί τα καθήκοντα που του αναθέτει ο Κανονισμός.

2. Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές, την εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου, τη γραμματεία του και τα όργανά του.

3. Το Προεδρείο, ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων.

4. Το Προεδρείο εγκρίνει τις διατάξεις περί μη εγγεγραμμένων που προβλέπει το άρθρο 30.

5. Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.

6. Το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο της καταστάσεως των προβλεπομένων δαπανών και εσόδων του Κοινοβουλίου.

7. Το Προεδρείο εγκρίνει τις οδηγίες για τους Κοσμήτορες σύμφωνα με το άρθρο 25.

8. Το Προεδρείο είναι το αρμόδιο όργανο για την παροχή εγκρίσεως διεξαγωγής συνεδριάσεων επιτροπών εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, ακροάσεων καθώς και ταξιδιών μελέτης και εξετάσεως, που πραγματοποιούν οι εισηγητές.

9. Το Προεδρείο διορίζει τον Γενικό Γραμματέα σύμφωνα με το άρθρο 164.

10. Ο Πρόεδρος ή/και το Προεδρείο μπορούν να αναθέσουν σε ένα ή περισσότερα μέλη του Προεδρείου γενικά ή ειδικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου ή/και του Προεδρείου. Συγχρόνως, καθορίζονται οι όροι ασκήσεως των εν λόγω καθηκόντων.

11. Κατά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου, το απερχόμενο Προεδρείο συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του μέχρι την πρώτη συνεδρίαση του νέου Κοινοβουλίου.

Άρθρο 23

Σύνθεση της Διασκέψεως των Προέδρων

1. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους προέδρους των πολιτικών ομάδων. Ο πρόεδρος μιας πολιτικής ομάδος μπορεί να εκπροσωπηθεί από μέλος της ομάδας του.

2. Στις συνεδριάσεις της Διασκέψεως των Προέδρων οι μη εγγεγραμμένοι εκπροσωπούνται από δύο μη εγγεγραμμένους βουλευτές, οι οποίοι συμμετέχουν χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3. Η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συναινέσεως σχετικά με θέματα περί των οποίων της ζητείται να αποφανθεί.

Σε περίπτωση αδυναμίας επιτεύξεως συναινέσεως, διεξάγεται σταθμισμένη ψηφοφορία επί τη βάσει της δυνάμεως εκάστης πολιτικής ομάδας.

Άρθρο 24

Καθήκοντα της Διασκέψεως των Προέδρων

1. Η Διάσκεψη των Προέδρων ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει ο Κανονισμός.

2. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει σχετικά με την οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου και με τα ζητήματα που αφορούν τον προγραμματισμό του νομοθετικού έργου.

3. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τα λοιπά θεσμικά όργανα και υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών.

4. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τρίτες χώρες και με θεσμικά όργανα ή οργανισμούς εκτός Κοινότητος.

5. Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει το σχέδιο ημερησίας διατάξεως των περιόδων συνόδου του Κοινοβουλίου.

6. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες των επιτροπών και των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών καθώς και των μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών, των μονίμων αντιπροσωπειών και των ειδικών αντιπροσωπειών.

7. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων σύμφωνα με το άρθρο 31.

8. Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για την εξουσιοδότηση εκπονήσεως εκθέσεων πρωτοβουλίας.

9. Η Διάσκεψη των Προέδρων προβαίνει σε προτάσεις προς το Προεδρείο όσον αφορά τα διοικητικά προβλήματα και τα προβλήματα προϋπολογισμού που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές ομάδες.

Άρθρο 25

Καθήκοντα των Κοσμητόρων

Οι Κοσμήτορες είναι υπεύθυνοι για διοικητικής και οικονομικής φύσεως θέματα που αφορούν άμεσα τους βουλευτές, σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδίδει το Προεδρείο.

Άρθρο 26

Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών

1. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων ή προσωρινών επιτροπών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.

2. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών και την κατάρτιση της ημερησίας διατάξεως των περιόδων συνόδου.

3. Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.

Άρθρο 27

Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών

1. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.

2. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των αντιπροσωπειών.

3. Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.

Άρθρο 28

Δημοσιότητα επί της δραστηριότητας του Προεδρείου, της Διάσκεψης των Προέδρων και των Κοσμητόρων

1. Τα πρακτικά του Προεδρείου και της Διασκέψεως των Προέδρων μεταφράζονται στις επίσημες γλώσσες, τυπώνονται και διανέμονται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου, εκτός εάν, κατ' εξαίρεση, το Προεδρείο ή η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσουν διαφορετικά για να διαφυλάξουν το απόρρητο.

2. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει ερωτήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του Προεδρείου, της Διασκέψεως των Προέδρων και των Κοσμητόρων. Οι εν λόγω ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο και δημοσιεύονται, μαζί με τις απαντήσεις που δίνονται, στο Δελτίο του Κοινοβουλίου εντός 30 ημερών από της υποβολής τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Άρθρο 29

Σχηματισμός των πολιτικών ομάδων

1. Οι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση.

2. Ο ελάχιστος αριθμός βουλευτών που είναι απαραίτητος για το σχηματισμό μιας πολιτικής ομάδας καθορίζεται σε είκοσι εννέα βουλευτές εάν ανήκουν σε ένα μόνο κράτος μέλος, σε είκοσι τρεις βουλευτές εάν ανήκουν σε δύο κράτη μέλη, σε δεκαοκτώ βουλευτές εάν ανήκουν σε τρία κράτη μέλη και σε δεκατέσσερεις βουλευτές εάν ανήκουν σε τέσσερα ή περισσότερα κράτη μέλη.

3. Κάθε βουλευτής δεν μπορεί να ανήκει παρά σε μία μόνο πολιτική ομάδα.

4. Ο σχηματισμός μιας πολιτικής ομάδας πρέπει να δηλώνεται στον Πρόεδρο. Η δήλωση αυτή πρέπει να αναφέρει το όνομα της ομάδας, το όνομα των μελών της και τη σύνθεση του Προεδρείου της.

5. Η δήλωση περί σχηματισμού πολιτικής ομάδας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 30

Οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές

1. Οι βουλευτές που δεν ανήκουν σε καμμία πολιτική ομάδα έχουν στη διάθεσή τους γραμματεία. Τις λεπτομέρειες ρυθμίζει το Προεδρείο κατόπιν προτάσεως του Γενικού Γραμματέα.

2. Το Προεδρείο ρυθμίζει επίσης το καθεστώς και τα κοινοβουλευτικά δικαιώματα των εν λόγω βουλευτών.

Άρθρο 31

Κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων των πολιτικών ομάδων, των μη εγγεγραμμένων βουλευτών και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην αίθουσα συνεδριάσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

ΔΙΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 32

Ορισμός του Προέδρου της Επιτροπής

1. Αφού οι κυβερνήσεις των κρατών μελών συμφωνήσουν όσον αφορά την πρόταση για τον ορισμό Προέδρου της Επιτροπής, ο Πρόεδρος ζητεί από τον προταθέντα υποψήφιο να παρουσιασθεί και να προβεί σε δήλωση ενώπιον της Ολομέλειας. Τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.

Το Συμβούλιο καλείται να συμμετάσχει στη συζήτηση.

2. Το Κοινοβούλιο εγκρίνει ή απορρίπτει την πρόταση για τον ορισμό υποψηφίου με την πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν.

Η ψηφοφορία γίνεται δι' ονομαστικής κλήσεως.

3. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, ως γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου.

4. Εάν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας του Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση ορισμού του Προέδρου της Επιτροπής είναι αρνητικό, ο Πρόεδρος ζητεί από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών να αποσύρουν την πρότασή τους και να υποβάλουν νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

Άρθρο 33

Ψηφοφορία για την έγκριση της Επιτροπής

1. Οταν οι κυβερνήσεις των κρατών μελών συμφωνήσουν για τα άλλα άτομα που πρόκειται να προτείνουν ως μέλη της Επιτροπής, ο Πρόεδρος, μετά από διαβούλευση με τον ορισθέντα Πρόεδρο της Επιτροπής, ζητεί από τους υποψηφίους να παρουσιασθούν ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τον πιθανό τομέα αρμοδιότητάς τους.

2. Κάθε επιτροπή μπορεί να καλέσει τον ορισθέντα υποψήφιο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Η επιτροπή στη συνέχεια διαβιβάζει τα πορίσματά της στον Πρόεδρο.

3. Ο ορισθείς Πρόεδρος παρουσιάζει το πρόγραμμα της ορισθείσας Επιτροπής ενώπιον της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου, ενώ καλούνται να συμμετάσχουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.

4. Μετά τη συζήτηση, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος, η οποία θα περιλαμβάνει δήλωση για το εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει ή απορρίπτει την ορισθείσα Επιτροπή.

5. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει σχετικά με την έγκριση της Επιτροπής με την πλειοψηφία των βουλευτών που ψήφισαν.

Η ψηφοφορία γίνεται δι' ονομαστικής κλήσεως.

6. Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει την ορισθείσα Επιτροπή, τότε ο Πρόεδρος γνωστοποιεί στις κυβερνήσεις των κρατών μελών ότι μπορεί πλέον να γίνει ο διορισμός τους.

Άρθρο 34

Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής

1. Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να καταθέσει στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής.

2. Η πρόταση μομφής πρέπει να φέρει την ένδειξη «πρόταση μομφής» και να είναι αιτιολογημένη. Διαβιβάζεται δε στην Επιτροπή.

3. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στους βουλευτές την κατάθεση της προτάσεως αμέσως μετά την παραλαβή της.

4. Η συζήτηση σχετικά με την πρόταση πραγματοποιείται 24 ώρες τουλάχιστον μετά την ανακοίνωση της καταθέσεώς της στους βουλευτές.

5. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως μομφής πραγματοποιείται με ονομαστική κλήση, 48 ώρες τουλάχιστον μετά την έναρξη της συζητήσεως.

6. Η συζήτηση και η ψηφοφορία πραγματοποιούνται το αργότερο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την κατάθεση της προτάσεως μομφής.

7. Η πρόταση μομφής εγκρίνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών που εψήφισαν και με πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα ψηφοφορίας κοινοποιείται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και στον Πρόεδρο της Επιτροπής.

Άρθρο 35

Διορισμός των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου

1. Οι προτεινόμενες προσωπικότητες ως μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλούνται να προβούν σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της.

2. Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος.

3. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της προτάσεως, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία.

4. Εάν η γνώμη του Κοινοβουλίου είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

Άρθρο 36

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ίδρυμα)

1. Ο προτεινόμενος υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

2. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον η προτεινόμενη υποψηφιότητα πρέπει να εγκριθεί ή να απορριφθεί.

3. Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της προτάσεως, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία.

4. Εάν το Κοινοβούλιο γνωμοδοτήσει αρνητικά, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

5. Η ίδια διαδικασία ισχύει για τους υποψηφίους στα αξιώματα του Αντιπροέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καθώς και του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος.

ΔΗΛΩΣΕΙΣ

Άρθρο 37

Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

1. Τα μέλη της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορούν οποτεδήποτε να ζητήσουν από τον Πρόεδρο να τους δώσει το λόγο για να προβούν σε δήλωση. Ο Πρόεδρος αποφασίζει πότε ακριβώς μπορεί να γίνει η εν λόγω δήλωση. Τη δήλωση αυτή ακολουθεί συζήτηση.

2. Μια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος.

3. Επί των προτάσεων ψηφίσματος διεξάγεται ψηφοφορία την ίδια ημέρα. Ο Πρόεδρος λαμβάνει απόφαση σε περιπτώσεις εξαιρέσεων στον κανόνα αυτόν. Επιτρέπεται η αιτιολόγηση της ψήφου.

4. Η κοινή πρόταση ψηφίσματος αντικαθιστά τις προηγούμενες που έχουν προσυπογράψει οι ίδιοι βουλευτές, όχι όμως και εκείνες που υπέβαλαν άλλες επιτροπές, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές.

5. Μετά την έγκριση προτάσεως ψηφίσματος δεν διεξάγεται ψηφοφορία επί άλλης προτάσεως, εφόσον ο Πρόεδρος δεν λάβει κατ' εξαίρεση, άλλη απόφαση.

6. Εφόσον δεν πραγματοποιείται συζήτηση, μπορούν οι βουλευτές να υποβάλουν σύντομες και σαφείς ερωτήσεις επί 30 λεπτά.

Άρθρο 38

Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου

1. Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να κληθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής ή των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα του ελέγχου του προϋπολογισμού, να λάβει το λόγο για να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις που περιέχονται στην ετήσια έκθεση, στις ειδικές εκθέσεις ή στις γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και για να παρουσιάσει το πρόγραμμα εργασίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ξεχωριστής συζήτησης για θέματα που θίγονται στις εν λόγω δηλώσεις με συμμετοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου.

Άρθρο 39

Δήλωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ινστιτούτο)

1. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρουσιάζει την ετήσια έκθεση της Τράπεζας στο Κοινοβούλιο.

2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή συζητήσεως μετά την εν λόγω παρουσίαση.

3. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τα άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μπορούν να κληθούν να παρακολουθήσουν συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής, να προβούν σε δήλωση και να απαντήσουν σε ερωτήσεις. Ο Πρόεδρος της Τράπεζας παρακολουθεί ανάλογες συνεδριάσεις δύο φορές ανά έτος. Μπορεί δε να κληθεί να παρακολουθήσει επί πλέον συνεδριάσεις εάν το δικαιολογούν οι περιστάσεις κατά τη γνώμη της αρμόδιας επιτροπής, κατόπιν επιβεβαιώσεως της Διασκέψεως των Προέδρων.

4. Η ίδια διαδικασία ισχύει για τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος, καθ' όλη τη διάρκεια της υπάρξεως του Ιδρύματος.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 40

Προφορικές ερωτήσεις

1. Μια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στο Συμβούλιο ή την Επιτροπή και να ζητήσουν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου.

Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, ο οποίος και τις διαβιβάζει αμέσως στη Διάσκεψη των Προέδρων.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εάν και σε ποια σειρά θα εγγραφούν οι ερωτήσεις στην ημερήσια διάταξη.

2. Οι ερωτήσεις προς την Επιτροπή πρέπει να διαβιβάζονται τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν, οι δε ερωτήσεις προς το Συμβούλιο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχουν εγγραφεί.

3. Για ερωτήσεις, που αφορούν τομείς αναφερόμενους στα άρθρα Ι.7 και Κ.6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ισχύει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 αυτού του άρθρου. Το Συμβούλιο πρέπει να απαντήσει εντός ευλόγου προθεσμίας, ούτως ώστε να ενημερώνεται δεόντως το Κοινοβούλιο.

4. Ένας από τους συντάκτες της ερωτήσεως μπορεί να μιλήσει επί πέντε λεπτά για να αναπτύξει την ερώτηση. Ένα μέλος του ερωτωμένου οργάνου απαντά στην ερώτηση.

Ο συντάκτης της ερώτησης έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει όλη την προαναφερθείσα διάρκεια του χρόνου αγόρευσης.

5. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται κατ' αναλογία το άρθρο 37 παράγραφοι 2, 3, 4 και 5.

Άρθρο 41

Ώρα των ερωτήσεων

1. Η ώρα των ερωτήσεων προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή λαμβάνει χώρα σε κάθε περίοδο συνόδου και σε χρόνο που καθορίζει το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως της Διασκέψεως των Προέδρων. Εν προκειμένω μπορεί να προβλεφθεί χρόνος για ερωτήσεις στον Πρόεδρο και σε μεμονωμένα μέλη της Επιτροπής.

2. Κάθε βουλευτής μπορεί κατά τη διάρκεια μιας περιόδου συνόδου να απευθύνει μόνο μία ερώτηση προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

3. Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, ο οποίος αποφασίζει ως προς το παραδεκτό και τη σειρά με την οποία θα εξετασθούν. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται αμέσως στον συντάκτη της ερωτήσεως.

4. Η ακολουθητέα διαδικασία για τη διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων αποτελεί αντικείμενο οδηγιών (1).

Άρθρο 42

Γραπτές ερωτήσεις

1. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει ερωτήσεις στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή με αίτημα γραπτής απαντήσεως.

2. Οι ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο, ο οποίος τις διαβιβάζει στο ερωτώμενο όργανο.

3. Οι ερωτήσεις, με τις απαντήσεις τους, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4. Όταν δεν δίδεται απάντηση εμπροθέσμως, τότε, κατόπιν αιτήσεως του συντάκτη της ερωτήσεως, εγγράφεται η ερώτησή του στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδριάσεως της αρμόδιας επιτροπής, εφαρμόζεται δε κατ' αναλογίαν η διαδικασία του άρθρου 41.

5. Ερωτήσεις, οι οποίες απαιτούν άμεση απάντηση, αλλά όχι λεπτομερή έρευνα (ερωτήσεις με προτεραιότητα), απαντώνται εντός τριών εβδομάδων. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει μια τέτοια ερώτηση προτεραιότητας μια φορά το μήνα.

6. Λοιπές ερωτήσεις (ερωτήσεις χωρίς προτεραιότητα) απαντώνται εντός έξι εβδομάδων.

7. Οι βουλευτές διευκρινίζουν για τι είδους ερώτηση πρόκειται. Τη σχετική απόφαση λαμβάνει ο Πρόεδρος.

ΕΚΘΕΣΕΙΣ

Άρθρο 43

Ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής

Η ετήσια γενική έκθεση της Επιτροπής για τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαβιβάζεται στις επιτροπές, οι οποίες μπορούν να φέρουν ειδικά και ουσιώδη θέματα ενώπιον της Ολομελείας, βάσει των υφισταμένων διαδικασιών.

Άρθρο 44

Ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου

1. Η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στα κράτη μέλη της Κοινότητας διαβιβάζεται στις εκάστοτε αρμόδιες επιτροπές. Εκάστη των εν λόγω επιτροπών μπορεί να διαβιβάσει τη γνωμοδότησή της στην αρμόδια επί των νομικών θεμάτων επιτροπή, η οποία υποβάλλει σχετική έκθεση στην ολομέλεια.

2. Το εγκριθέν από την ολομέλεια ψήφισμα και η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα Κοινοβούλια των κρατών μελών.

ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

Άρθρο 45

Προτάσεις ψηφίσματος

1. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος επί θεμάτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να έχει περισσότερες από 200 λέξεις.

2. Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει επί της διαδικασίας.

Η επιτροπή μπορεί να εξετάσει την πρόταση ψηφίσματος από κοινού με άλλες προτάσεις ψηφίσματος ή εκθέσεις.

Μπορεί επίσης να εγκρίνει γνωμοδότηση ενδεχομένως υπό μορφήν επιστολής.

Μπορεί επίσης να λάβει απόφαση ως προς την εκπόνηση εκθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται η έγκριση της Διασκέψεως των Προέδρων.

3. Οι συντάκτες προτάσεως ψηφίσματος ενημερώνονται για τις αποφάσεις της επιτροπής και της Διασκέψεως των Προέδρων.

4. Η έκθεση περιλαμβάνει το κείμενο της υποβληθείσας προτάσεως ψηφίσματος.

5. Γνωμοδοτήσεις υπό μορφήν επιστολής προς άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο.

6. Ο συντάκτης ή οι συντάκτες προτάσεως ψηφίσματος, που υποβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 37 παράγραφος 2, 40 παράγραφος 5, ή 47 παράγραφος 1, έχουν δικαίωμα να την αποσύρουν πριν από την τελική ψηφοφορία επ' αυτής.

7. Πρόταση ψηφίσματος, που κατετέθη βάσει της παραγράφου 1, μπορεί να αποσυρθεί από το συντάκτη ή τους συντάκτες της ή τον πρώτο υπογράφοντα την πρόταση, πριν αποφασίσει η αρμόδια επιτροπή βάσει της παραγράφου 2 για τη σύνταξη έκθεσης επ' αυτής.

Εάν η πρόταση εγκριθεί με τη μορφή αυτή από την επιτροπή, μόνον η τελευταία έχει πλέον το δικαίωμα να την αποσύρει μέχρι την έναρξη της τελικής ψηφοφορίας.

8. Την πρόταση ψηφίσματος μπορεί να αναδεχθεί και να υποβάλει αμέσως εκ νέου ομάδα, κοινοβουλευτική επιτροπή, ή αριθμός βουλευτών ίσος με εκείνον που απαιτείται για την υποβολή της.

Εναπόκειται στις επιτροπές να φροντίσουν ώστε οι προτάσεις ψηφίσματος που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και ανταποκρίνονται στους όρους που έχουν καθορισθεί, να αποτελέσουν το αντικείμενο συνέχειας και να μνημονευθούν δεόντως στα έγγραφα με τα οποία υλοποιείται αυτή η συνέχεια.

Άρθρο 46

Συστάσεις προς το Συμβούλιο

1. Τουλάχιστον είκοσι εννέα βουλευτές ή μια πολιτική ομάδα μπορούν να υποβάλουν πρόταση σύστασης προς το Συμβούλιο, σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στους τίτλους V και VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Οι προτάσεις αυτές παραπέμπονται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

Εφόσον η εν λόγω επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, ζητεί από το Κοινοβούλιο να αποφανθεί στο πλαίσιο των προβλεπόμενων από τον παρόντα Κανονισμό διαδικασιών.

3. Όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συντάξει έκθεση, αποστέλλει στο Κοινοβούλιο πρόταση συστάσεως προς το Συμβούλιο, καθώς και σύντομη αιτιολογική έκθεση και, ενδεχομένως, τη γνωμοδότηση των επιτροπών των οποίων τη γνώμη εζήτησε.

4. Στην περίπτωση κατεπείγοντος εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 92 και 94.

Άρθρο 47

Συζητήσεις επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων

1. Μια πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν εγγράφως από τον Πρόεδρο να συζητηθεί ένα επίκαιρο, επείγον και σημαντικό θέμα (άρθρο 95 παράγραφος 3). Η αίτηση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από πρόταση ψηφίσματος. Ο Πρόεδρος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο για κάθε αίτηση για συζήτηση.

2. Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει, βάσει των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παράρτημα III, κατάλογο θεμάτων προς εγγραφή στην ημερήσια διάταξη της αμέσως επομένης συζητήσεως επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων. Ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων στην ημερήσια διάταξη θεμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει αυτόν τον κατάλογο στο Κοινοβούλιο το αργότερο στην αρχή της συνεδριάσεως το απόγευμα της ίδιας ημέρας.

Έως το τέλος της συνεδριάσεως της ιδίας ημέρας, μια πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν εγγράφως αιτιολογημένη ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής και να ζητήσουν να αποφασίσει το Κοινοβούλιο να διαγραφεί ένα προβλεπόμενο για τη συζήτηση θέμα ή/και να περιληφθεί στη συζήτηση ένα μη προβλεπόμενο θέμα χωρίς ωστόσο να υπάρξει υπέρβαση του μεγίστου αριθμού θεμάτων που προβλέπεται στο παρόν άρθρο. Η ψηφοφορία επί της ενστάσεως πραγματοποιείται χωρίς συζήτηση κατά την έναρξη της συνεδριάσεως της επομένης.

3. Στο πλαίσιο της ολικής διάρκειας των συζητήσεων, που δεν υπερβαίνει κατ' ανώτατο όριο τις 3 ώρες ανά περίοδο συνόδου, ο συνολικός χρόνος αγορεύσεως των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφοι 2 και 3.

Ο υπόλοιπος χρόνος αγορεύσεως αφού αφαιρεθεί ο χρόνος που απαιτείται για την παρουσίαση των προτάσεων ψηφίσματος, τις ψηφοφορίες καθώς και ο συμφωνηθείς χρόνος για τυχόν παρεμβάσεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων.

4. Στο τέλος της συζητήσεως διεξάγεται αμέσως ψηφοφορία. Το άρθρο 122 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.

Οι ψηφοφορίες που πραγματοποιούνται κατ' εφαρμογή του άρθρου 47 μπορούν να διοργανώνονται σε συλλογική βάση κάτω από την ευθύνη του Προέδρου και της Διάσκεψης των Προέδρων.

5. Εάν υποβληθούν επί του ιδίου θέματος, δύο ή περισσότερες προτάσεις ψηφίσματος, εφαρμόζεται η διαδικασία βάσει του άρθρου 37 παράγραφος 4.

6. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και οι πρόεδροι των πολιτικών ομάδων μπορούν να αποφασίσουν ότι μια πρόταση ψηφίσματος θα τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς συζήτηση. Η απόφαση αυτή απαιτεί ομοφωνία των προέδρων όλων των πολιτικών ομάδων.

Οι διατάξεις των άρθρων 128, 129 και 131 δεν ισχύουν για τις προτάσεις ψηφίσματος που έχουν εγγραφεί στην ημερησία διάταξη για συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων.

Οι προτάσεις ψηφίσματος που κατατίθενται για τη συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων, σύμφωνα με την παράγραφο 1, και δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο των θεμάτων που αναφέρονται στην ημερήσια διάταξη της συζητήσεως αυτής, κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2, ή οι προτάσεις ψηφίσματος, οι οποίες παρόλον ότι περιλαμβάνονται στον κατάλογο, δεν μπορούν να εξετασθούν στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται για τη συζήτηση αυτή, καθίστανται άκυρες. Το αυτό ισχύει και για τις προτάσεις ψηφίσματος για τις οποίες, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 3, διαπιστώνεται η έλλειψη απαρτίας. Εννοείται ότι οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου τις προτάσεις ψηφίσματος αυτές, ώστε να παραπεμφθούν για εξέταση σε επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 45, ή να εγγραφούν στη συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων της επομένης περιόδου συνόδου.

Πρόταση ψηφίσματος που κατατίθεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεν μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων, εάν το θέμα στο οποίο αναφέρεται η πρόταση αυτή υπάρχει ήδη στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου.

Καμία διάταξη του Κανονισμού δεν επιτρέπει την κοινή συζήτηση προτάσεως ψηφίσματος που κατατέθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 και εκθέσεως που έγινε από επιτροπή με το ίδιο αντικείμενο.

***

Όταν ζητείται η διαπίστωση απαρτίας σύμφωνα με το άρθρο 112 παράγραφος 3, η αίτηση αυτή ισχύει μόνο για την πρόταση ψηφίσματος που πρέπει να τεθεί σε ψηφοφορία και όχι για τις επόμενες.

Άρθρο 48

Γραπτές δηλώσεις

1. Κάθε βουλευτής δύναται να υποβάλει γραπτή δήλωση 200 λέξεων το πολύ, η οποία αφορά ένα θέμα που εμπίπτει στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Οι γραπτές δηλώσεις τυπώνονται στις επίσημες γλώσσες, διανέμονται και εγγράφονται σε πρωτόκολλο.

2. Κάθε βουλευτής μπορεί να προσυπογράψει δήλωση καταχωρηθείσα στο πρωτόκολλο.

3. Στο τέλος κάθε περιόδου συνόδου, ο Πρόεδρος ανακοινώνει πόσες υπογραφές συγκέντρωσαν οι καταχωρηθείσες στο πρωτόκολλο δηλώσεις.

4. Μόλις μια καταχωρηθείσα στο πρωτόκολλο δήλωση προσυπογραφεί από το ήμισυ τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, το κείμενο διαβιβάζεται στα αναφερόμενα από το συντάκτη όργανα, με δήλωση των ονομάτων των υπογραφόντων. Ο Πρόεδρος ενημερώνει επ' αυτού τους βουλευτές κατά την αμέσως επομένη συνεδρίαση ολομελείας, στα συνοπτικά πρακτικά της οποίας περιέχονται το κείμενο της δηλώσεως και τα ονόματα των υπογραφόντων ως παράρτημα. Η ανακοίνωση αυτή ορίζει τη λήξη των εγγραφών στο πρωτόκολλο.

5. Γραπτή δήλωση που παρέμεινε πλέον των δύο μηνών στο πρωτόκολλο και δεν έχει υπογραφεί από το ήμισυ τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο ακυρούται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 49

Ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα

1. Πριν από το τέλος εκάστου έτους και μετά από συζήτηση και ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο επί του ετήσιου προγράμματος της Επιτροπής, οι πρόεδροι του Κοινοβουλίου και της Επιτροπής εκπονούν, εξ ονόματος των θεσμικών τους οργάνων, ένα ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα για το επόμενο έτος, το οποίο συμπεριλαμβάνει όλη την προγραμματισμένη νομοθετική δραστηριότητα. Στη διαδικασία αυτή καλείται να λάβει μέρος και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, ως εκπρόσωπος του θεσμικού του οργάνου.

2. Το ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα καθορίζει τις προτεραιότητες στον νομοθετικό τομέα και προσδιορίζει ένα χρονοδιάγραμμα παρουσίασης εκ μέρους της Επιτροπής όλων των προτάσεων και των εγγράφων, που περιέχονται στο πρόγραμμα, και εξέτασής τους από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

3. Το ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα αφορά:

α) όλες τις νέες νομοθετικές προτάσεις 7

β) όλα τα προκαταρκτικά νομοθετικά έγγραφα 7

γ) κάθε άλλο έγγραφο νομοθετικού περιεχομένου 7

δ) τις συμφωνίες με τρίτες χώρες,

που πρέπει να υποβληθούν από την Επιτροπή στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο το επόμενο έτος.

Το πρόγραμμα συμπεριλαμβάνει εξάλλου όλες τις προτάσεις και τα έγγραφα νομοθετικού περιεχομένου, που ζητήθηκαν από το Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο και που η Επιτροπή δέχτηκε να παρουσιάσει.

4. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου, στα πλαίσια των συζητήσεων του ετησίου νομοθετικού προγράμματος, ενεργεί βάσει των πορισμάτων της Διασκέψεως των Προέδρων. Προτού διατυπώσει τις προτάσεις της, η Διάσκεψη των Προέδρων συμβουλεύεται τη Διάσκεψη των Προέδρων των επιτροπών.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ: 395X1207(01).15. Σε περίπτωση επειγουσών και απροβλέπτων περιστάσεων, ένα θεσμικό όργανο μπορεί να προτείνει ένα νομοθετικό μέτρο, κατόπιν ιδίας του πρωτοβουλίας, υπό τους όρους που προβλέπονται από τις Συνθήκες, πέραν από τα μέτρα που προτείνονται στο νομοθετικό πρόγραμμα.

6. Το Κοινοβούλιο υποδεικνύει, για κάθε πρόταση ή έγγραφο που εμπεριέχεται στο ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα, την κοινοβουλευτική επιτροπή που θα είναι αρμόδια να επιληφθεί των προτάσεων κατά την υποβολή τους.

7. Το ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα, επί του οποίου συμφωνούν τα θεσμικά όργανα, επισυνάπτεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως, η οποία πραγματοποιείται μετά την έγκρισή του. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών, καθώς και στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών.

8. Σε περίπτωση που ένα θεσμικό όργανο αδυνατεί να σεβασθεί το εγκριθέν χρονοδιάγραμμα, γνωστοποιεί στο άλλο θεσμικό όργανο τους λόγους της καθυστερήσεως και προτείνει ένα νέο χρονοδιάγραμμα.

9. Το ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα μπορεί να αναθεωρηθεί στην αρχή του δεύτερου εξαμήνου του έτους.

Άρθρο 50

Νομοθετική πρωτοβουλία

1. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει κάθε κατάλληλη νομοθετική πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 138 Β, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, με την έγκριση ψηφίσματος βάσει εκθέσεως πρωτοβουλίας της αρμόδιας επιτροπής, η οποία εξουσιοδοτείται σύμφωνα με το άρθρο 148. Το ψήφισμα εγκρίνεται με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο μπορεί ταυτόχρονα να ορίσει προθεσμία για την υποβολή της προτάσεως.

2. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας που ορίζεται από το άρθρο 148, η αρμόδια επιτροπή πρέπει να διαπιστώσει ότι καμμία πρόταση του είδους αυτού δεν βρίσκεται στη φάση της προετοιμασίας, ήτοι ότι:

α) είτε καμμία πρόταση του είδους αυτού δεν περιέχεται στο ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα 7

β) είτε δεν έχει ξεκινήσει η προετοιμασία παρόμοιας προτάσεως ή έχει καθυστερήσει αδικαιολογήτως 7

γ) είτε η Επιτροπή δεν έχει απαντήσει θετικά σε προγενέστερες αιτήσεις της επιτροπής ή σε αιτήσεις που εμπεριέχονται σε ψηφίσματα, τα οποία εγκρίθηκαν από το Κοινοβούλιο με απλή πλειοψηφία.

3. Το ψήφισμα του Κοινοβουλίου προσδιορίζει την κατάλληλη νομοθετική βάση και συνοδεύεται από λεπτομερείς συστάσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της αιτούμενης προτάσεως, η οποία θα πρέπει να σέβεται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.

4. Εάν η αιτούμενη πρόταση έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο ορίζει τα μέσα για να εξασφαλισθεί επαρκής οικονομική κάλυψη.

5. Η αρμόδια επιτροπή παρακολουθεί την πρόοδο κάθε νομοθετικής προτάσεως που εκπονείται κατόπιν ειδικής αιτήσεως του Κοινοβουλίου.

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται, κατ' αναλογία, στις περιπτώσεις όπου οι Συνθήκες παρέχουν το δικαίωμα πρωτοβουλίας στο Κοινοβούλιο.

Η απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκριση είναι η πλειοψηφία που προβλέπεται στο σχετικό άρθρο της εν λόγω Συνθήκης.

Άρθρο 51

Εξέταση των νομοθετικών εγγράφων

1. Προτάσεις της Επιτροπής ή άλλα έγγραφα νομοθετικού χαρακτήρα παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση.

Όταν μια πρόταση περιέχεται στο ετήσιο νομοθετικό πρόγραμμα, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή, ο οποίος θα παρακολουθήσει την εκπόνηση της προτάσεως.

Οι διαβουλεύσεις που ζητεί το Συμβούλιο ή οι αιτήσεις γνωμοδοτήσεως εκ μέρους της Επιτροπής διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση της σχετικής προτάσεως.

Οι διατάξεις για την πρώτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 53 έως 63, εφαρμόζονται στις νομοθετικές προτάσεις, είτε αυτές απαιτούν μία ή δύο ή τρεις αναγνώσεις.

2. Οι κοινές θέσεις του Συμβουλίου παραπέμπονται, για εξέταση, στην αρμόδια επιτροπή σε πρώτη ανάγνωση.

Οι διατάξεις για τη δεύτερη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 64 έως 73, εφαρμόζονται στις κοινές θέσεις.

3. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου μετά τη δεύτερη ανάγνωση δεν μπορεί να γίνει αναπομπή σε επιτροπή.

Οι διατάξεις για την τρίτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 74 έως 78, εφαρμόζονται στη διαδικασία συνδιαλλαγής.

4. Τα άρθρα 52, 58 παράγραφοι 1 και 3, 59, 60, 129, 143, 144 και 147 δεν εφαρμόζονται κατά τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.

5. Αν η διάταξη του Κανονισμού σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση αντίκειται σε άλλη διάταξη του Κανονισμού, υπερέχει η διάταξη η σχετική με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.

Άρθρο 52

Μεταβίβαση της αρμοδιότητος αποφάσεως σε επιτροπή

1. Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να παραπέμψει τη διαβούλευση, την αίτηση γνωμοδοτήσεως, την έκθεση πρωτοβουλίας (άρθρο 148) ή την έκθεση βάσει προτάσεως ψηφίσματος, σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφοι 1 έως 5, στην επιτροπή που είναι αρμόδια να λαμβάνει απόφαση.

2. Εάν, μετά την παραπομπή για απόφαση, που έγινε σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα τρίτο των εν ενεργεία μελών της επιτροπής ζητήσει να ανακτήσει η Ολομέλεια την αρμοδιότητα αποφάσεως, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που διέπουν τη συζήτηση και την τροποποίηση των εκθέσεων επιτροπής στην Ολομέλεια.

3. Η συνεδρίαση, κατά την οποία λαμβάνει απόφαση η επιτροπή, είναι δημόσια.

4. Η προθεσμία για την κατάθεση των τροπολογιών δημοσιεύεται στο Δελτίο του Κοινοβουλίου.

5. Αφού η επιτροπή εγκρίνει την έκθεσή της και, με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 102 παράγραφος 1 και του άρθρου 103, ο Πρόεδρος την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της επομένης περιόδου συνόδου. Το ψήφισμα και οι τυχόν τροπολογίες θεωρείται ότι έχουν εγκριθεί και εγγράφονται στα πρακτικά, εκτός και εάν εκφράσει την αντίθεσή του γραπτώς, πριν από την έναρξη της δεύτερης ημέρας της περιόδου συνόδου, το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, που προέρχεται από τρεις τουλάχιστον πολιτικές ομάδες. Ο Πρόεδρος ανακοινώνει την εν λόγω αντίθεση κατά την έναρξη της δεύτερης συνεδριάσεως της περιόδου συνόδου 7 στην περίπτωση αυτή, η έκθεση της επιτροπής εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της εν λόγω περιόδου συνόδου ή της επομένης, και εξετάζεται με τη συνήθη διαδικασία. Ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.

Η αίτηση του ενός τρίτου των εν ενεργεία μελών μιας επιτροπής, με σκοπό να ανακτηθεί και πάλι από την ολομέλεια η αρμοδιότητα απόφασης, μπορεί να διατυπωθεί γραπτώς εκτός του πλαισίου της συνεδρίασης μιας επιτροπής με την προϋπόθεση ωστόσο ότι θα υποβληθεί πριν από την ημερομηνία της συνεδρίασης κατά την οποία η επιτροπή διορίζει τον εισηγητή επί του θέματος για το οποίο ζητείται να ανακτήσει η ολομέλεια την αρμοδιότητα απόφασης.

***

Οι κανονιστικές διατάξεις που λαμβάνονται υπόψη για την κατάθεση τροπολογιών είναι αυτές που περιέχονται στο άρθρο 124 παράγραφος 1, στο άρθρο 150 παράγραφος 4, που παραπέμπουν στο άρθρο 124, καθώς και στο άρθρο 52, και ειδικότερα η παράγραφος 4, βάσει της οποίας η ενδεχόμενη προθεσμία καταθέσεως τροπολογιών πρέπει να δημοσιεύεται στο Δελτίο του Κοινοβουλίου 7 κάθε βουλευτής έχει το δικαίωμα να καταθέτει τροπολογίες σ' όλες τις επιτροπές σύμφωνα με το άρθρο 124 παράγραφος 1 του Κανονισμού 7 ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο όταν η κοινοβουλευτική επιτροπή εξετάζει ζητήματα που της παραπέμφθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 52.

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΕ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 53

Έλεγχος της νομικής βάσεως

1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει πρώτα την ισχύ και την καταλληλότητα της επιλεγείσης νομικής βάσεως για κάθε πρόταση της Επιτροπής ή άλλο έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα.

2. Εάν η αρμόδια επιτροπή αμφισβητεί την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσεως, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας για τα νομικά θέματα επιτροπής.

3. Η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη νομική βάση σε σχέση με προτάσεις που υποβλήθηκαν από την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επιτροπή.

4. Εάν η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή αποφασίσει να αμφισβητήσει την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσεως, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο.

5. Στην περίπτωση που υποβάλλονται στην ολομέλεια τροπολογίες με στόχο την τροποποίηση της νομικής βάσης μιας πρότασης της Επιτροπής, χωρίς η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή να έχει αμφισβητήσει την ισχύ και καταλληλότητα της νομικής αυτής βάσης, η αρμόδια επί των νομικών θεμάτων επιτροπή πρέπει να εκφέρει γνώμη επί των τροπολογιών προτού τεθούν σε ψηφοφορία.

Άρθρο 54

Επικουρικότητα, θεμελιώδη δικαιώματα, οικονομικοί πόροι

1. Κατά την εξέταση νομοθετικής προτάσεως, το Κοινοβούλιο προσέχει ιδιαιτέρως εάν η πρόταση σέβεται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Αν η πρόταση έχει οικονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο εξετάζει εάν παρέχονται ή όχι επαρκείς οικονομικοί πόροι.

2. Αν το Κοινοβούλιο συμπεράνει ότι η αρχή της επικουρικότητας δεν τηρείται δεόντως, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών δεν γίνονται επαρκώς σεβαστά ή ότι οι παρεχόμενοι οικονομικοί πόροι δεν είναι επαρκείς, τότε ζητεί από την Επιτροπή να προβεί στις αναγκαίες τροποποιήσεις της προτάσεώς της.

Άρθρο 55

Διαφάνεια στη νομοθετική διαδικασία

1. Καθ' όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας το Κοινοβούλιο και οι επιτροπές του ζητούν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τις προτάσεις της Επιτροπής υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για το Συμβούλιο και τις ομάδες εργασίας του.

2. Κατά την εξέταση μιας ειδικής προτάσεως της Επιτροπής, η αρμόδια επιτροπή καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να την κρατούν ενήμερη σχετικά με την πορεία της προτάσεως στα πλαίσια του Συμβουλίου και των ομάδων εργασίας του, ιδίως όσον αφορά τυχόν συμβιβασμούς, οι οποίοι θα επιφέρουν ουσιαστική τροποποίηση της αρχικής πρότασης της Επιτροπής, ή για την πρόθεση της Επιτροπής να αποσύρει την πρότασή της.

Άρθρο 56

Τροποποίηση της προτάσεως της Επιτροπής

1. Εάν η αρμόδια επιτροπή, κατά την εξέταση προτάσεως της Επιτροπής, αντιληφθεί ότι το Συμβούλιο προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά την πρόταση αυτή, ερωτά επισήμως την Επιτροπή εάν προτίθεται να τροποποιήσει την πρότασή της.

2. Εάν η Επιτροπή δηλώσει ότι προτίθεται να τροποποιήσει την πρότασή της, η αρμόδια επιτροπή αναβάλλει την εξέταση της προτάσεως έως ότου ενημερωθεί για τη νέα πρόταση ή για τις τροποποιήσεις.

3. Κατά την εξέταση προτάσεως της Επιτροπής από την αρμόδια επιτροπή, η Επιτροπή μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να καταθέσει τροπολογίες στην πρότασή της απ' ευθείας σε επιτροπή.

4. Εάν η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση διατυπωθείσα σύμφωνα με την παράγραφο 1, δηλώσει ότι δεν προτίθεται να τροποποιήσει την πρότασή της, η αρμόδια επιτροπή συνεχίζει την εξέταση της προτάσεως. Η δήλωση της Επιτροπής επισυνάπτεται στην έκθεση και θεωρείται από το Κοινοβούλιο δεσμευτική για την Επιτροπή και μετά την περάτωση της πρώτης ανάγνωσης.

5. Εάν κατόπιν δηλώσεως της Επιτροπής, σύμφωνα με την παράγραφο 4 και εφόσον, παρά τη θέση της Επιτροπής, το Συμβούλιο προχωρήσει σε απόφαση που τροποποιεί ουσιαστικά την αρχική πρόταση της Επιτροπής, ο Πρόεδρος υπενθυμίζει στο Συμβούλιο την υποχρέωσή του όπως ζητήσει εκ νέου τη γνώμη του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 57

Θέση της Επιτροπής επί των τροπολογιών

1. Πριν η αρμόδια επιτροπή προχωρήσει στην τελική ψηφοφορία επί προτάσεως της Επιτροπής, ζητεί από την τελευταία να γνωστοποιήσει τη θέση της επί όλων των τροπολογιών στην εν λόγω πρόταση, οι οποίες εγκρίθηκαν από την επιτροπή.

2. Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προβεί σε τέτοια ανακοίνωση ή εάν δηλώσει ότι δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί όλες τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν από την αρμόδια επιτροπή, η τελευταία μπορεί να αναβάλει την τελική ψηφοφορία.

3. Η θέση της Επιτροπής περιέχεται στην έκθεση.

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Άρθρο 58

Περάτωση της πρώτης αναγνώσεως

1. Με επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 52, 99 και 143, παράγραφος 1, το Κοινοβούλιο εξετάζει τη νομοθετική πρόταση βάσει εκθέσεως, την οποία έχει εκπονήσει η αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 144.

2. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει αρχικά επί των τροπολογιών που αφορούν την πρόταση στην οποία βασίζεται η έκθεση της αρμοδίας επιτροπής, κατόπιν επί της ενδεχομένως κατ' αυτόν τον τρόπο τροποποιηθείσης προτάσεως, εν συνεχεία επί των τροπολογιών στο σχέδιο ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου, τέλος δε, επί του συνόλου του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου, το οποίο περιέχει μόνο δήλωση, η οποία αναφέρει εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίπτει ή προτείνει τροπολογίες στην πρόταση της Επιτροπής, καθώς και τυχόν αιτήματα επί της διαδικασίας.

Η διαδικασία διαβουλεύσεων περατώνεται εάν το σχέδιο ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου εγκριθεί.

Κάθε έκθεση που υποβάλλεται στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 51, 53 και 144. Η υποβολή ψηφίσματος μη νομοθετικού περιεχομένου από επιτροπή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο μιας ειδικής παραπομπής όπως προβλέπεται στα άρθρα 139 ή 148.

3. Το κείμενο της προτάσεως, με τη μορφή που εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο, και το σχετικό ψήφισμα διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ως γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 59

Απόρριψη προτάσεως της Επιτροπής

1. Αν πρόταση της Επιτροπής δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν, ο Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να ανακαλέσει την πρότασή της πριν το Κοινοβούλιο ψηφίσει επί του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου.

2. Αν η Επιτροπή ανακαλέσει κατόπιν αυτού την πρότασή της, ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι η διαδικασία διαβουλεύσεως σχετικά με αυτή την πρόταση είναι άνευ αντικειμένου και πληροφορεί σχετικά το Συμβούλιο.

3. Αν η Επιτροπή δεν ανακαλέσει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο παραπέμπει εκ νέου το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή χωρίς να ψηφίσει επί του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου.

Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που ορίζεται από αυτό και η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.

Η διαδικασία αυτή δεν εφαρμόζεται παρά μόνο μία φορά. Συνεπώς, κατά τη δεύτερη έκθεση, θα πρέπει να γίνει ψηφοφορία επίσης επί του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου.

4. Σε περίπτωση που η αρμόδια επιτροπή δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία, οφείλει να ζητήσει την εκ νέου παραπομπή σε επιτροπή βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 1. Αν είναι απαραίτητο, το Κοινοβούλιο μπορεί να ορίσει νέα προθεσμία βάσει του άρθρου 129 παράγραφος 4. Εάν δεν γίνει δεκτή η αίτηση της επιτροπής, το Κοινοβούλιο προβαίνει στη διεξαγωγή ψηφοφορίας επί του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου.

Άρθρο 60

Έγκριση τροπολογιών επί προτάσεως της Επιτροπής

1. Αν η πρόταση της Επιτροπής γίνει δεκτή στο σύνολό της, με τροπολογίες όμως που εγκρίθηκαν συγχρόνως, η ψηφοφορία επί του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου αναβάλλεται, έως ότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει τη θέση της για κάθε μία από τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου.

Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τέτοια δήλωση μετά το τέλος της ψηφοφορίας του Κοινοβουλίου επί της προτάσεώς της, ενημερώνει τον Πρόεδρο ή την αρμόδια επιτροπή για το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή τη δήλωση 7 η πρόταση εγγράφεται τότε στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αυτό το χρονικό σημείο.

2. Εφόσον η Επιτροπή ανακοινώσει ότι δεν προτίθεται να υιοθετήσει όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου, ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής ή, εφόσον αυτός παραλείπει, ο Πρόεδρος αυτής της επιτροπής υποβάλλει επίσημη πρόταση στο Κοινοβούλιο όσον αφορά την σκοπιμότητα διεξαγωγής ψηφοφορίας επί του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου. Πριν την υποβολή της προτάσεως αυτής, ο εισηγητής ή ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο να αναστείλει την εξέταση του εν λόγω θέματος.

Εφόσον το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία, το θέμα λογίζεται ως αναπεμφθέν στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση.

Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.

Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν είναι σε θέση να τηρήσει την προθεσμία αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 59 παράγραφος 4.

Μόνον οι τροπολογίες που κατατίθενται από την αρμόδια επιτροπή και αποβλέπουν στην επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή είναι παραδεκτές στο στάδιο αυτό.

3. Η εφαρμογή της παραγράφου 2 δεν στερεί από οιονδήποτε βουλευτή τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση αναπομπής σύμφωνα με το άρθρο 129.

Σε περίπτωση παραπομπής επί τη βάσει του άρθρου 60 παράγραφος 2, η αρμόδια επιτροπή οφείλει κατά πρώτον, σύμφωνα με την εντολή που της έχει δοθεί να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο μέσα στην καθορισμένη προθεσμία και, ενδεχομένως, να υποβάλει τροπολογίες, με στόχο την επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή, χωρίς υποχρέωση να επανεξετάσει στο σύνολό τους τις διατάξεις που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.

Υπ' αυτήν, ωστόσο, την ιδιότητα, λόγω του ανασταλτικού αποτελέσματος της παραπομπής, η επιτροπή είναι απολύτως ελεύθερη, εάν το θεωρεί απαραίτητο για την επίτευξη συμβιβασμού, να προτείνει την επανεξέταση των διατάξεων που έχουν υπερψηφισθεί στην Ολομέλεια.

Στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι είναι παραδεκτές μόνο οι συμβιβαστικές τροπολογίες της επιτροπής, και προκειμένου να μη θιγεί η κυριαρχία της Συνέλευσης, η έκθεση του άρθρου 60 παράγραφος 2 πρέπει να αναφέρει σαφώς τις διατάξεις που έχουν ήδη εγκριθεί και οι οποίες θα ακυρωθούν εφόσον υιοθετηθούν οι προτεινόμενες τροπολογίες.

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ

Άρθρο 61

Παρακολούθηση γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου

1. Κατά την περίοδο που ακολουθεί την έγκριση από το Κοινοβούλιο της γνωμοδοτήσεώς του επί της προτάσεως της Επιτροπής, ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής παρακολουθούν την πρόοδο της διαδικασίας που οδηγεί στην έγκριση της προτάσεως εκ μέρους του Συμβουλίου, ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή τήρηση των δεσμεύσεων της Επιτροπής έναντι του Κοινοβουλίου όσον αφορά τις τροπολογίες του.

2. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα και τουλάχιστον κάθε τρεις μήνες, το Συμβούλιο ή, εάν απαιτείται, η Επιτροπή παρέχουν την απαραίτητη ενημέρωση στην αρμόδια επιτροπή.

3. Η αρμόδια επιτροπή εφιστά ιδίως την προσοχή του Κοινοβουλίου σε πιθανές ή συντελεσθείσες παραβιάσεις των δεσμεύσεων της Επιτροπής έναντι αυτού.

4. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, εάν κρίνει ότι είναι απαραίτητο και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας που προβλέπεται σ' αυτό το άρθρο, να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος βάσει του παρόντος άρθρου με το οποίο να ζητεί από το Κοινοβούλιο:

- να καλέσει την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της, ή

- να καλέσει το Συμβούλιο να κινήσει τη διαδικασία συνεννοήσεως με αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 63, ή

- να καλέσει το Συμβούλιο να ζητήσει εκ νέου από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 62, ή

- να αποφασίσει να λάβει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο.

Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εγγράφεται στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της συνόδου που ακολουθεί την απόφαση της επιτροπής.

Άρθρο 62

Επαναλαμβανόμενη διαβούλευση

Ο Πρόεδρος, κατόπιν αιτήσεως της αρμοδίας επιτροπής, καλεί το Συμβούλιο να πραγματοποιήσει εκ νέου διαβούλευση με το Κοινοβούλιο:

- εάν κατόπιν γνωμοδοτήσεως του Κοινοβουλίου η Επιτροπή ανακαλέσει την αρχική της πρόταση για να την αντικαταστήσει με άλλο κείμενο, ή

- εάν η Επιτροπή ή το Συμβούλιο τροποποιήσουν ή προτίθενται να επιφέρουν ουσιαστικές τροποποιήσεις στην αρχική πρόταση επί της οποίας το Κοινοβούλιο εξέδωσε γνωμοδότηση, ή

- εάν, λόγω παρόδου του χρόνου ή αλλαγής των περιστάσεων, μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση του προβλήματος που αφορά η πρόταση.

Ο Πρόεδρος ζητεί επίσης επανάληψη της διαβουλεύσεως βάσει των οριζομένων σ' αυτό το άρθρο, όταν λάβει σχετικά απόφαση το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως μιας πολιτικής ομάδας ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτών.

Άρθρο 63

Διαδικασία συνεννοήσεως

1. Για ορισμένες σημαντικές κοινοτικές αποφάσεις το Κοινοβούλιο μπορεί, κατά την έκδοση της γνωμοδοτήσεώς του, να κινήσει με ενεργό συμμετοχή της Επιτροπής διαδικασία συνεννοήσεως με το Συμβούλιο, όταν αυτό προτίθεται να απομακρυνθεί από τη γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου.

2. Η διαδικασία αυτή τίθεται σε εφαρμογή με πρωτοβουλία είτε του Κοινοβουλίου είτε του Συμβουλίου.

3. Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της αντιπροσωπείας και την ακολουθούμενη διαδικασία στην επιτροπή συνεννοήσεως, εφαρμόζεται το άρθρο 75 παράγραφοι 1 έως 7.

4. Η αρμόδια επιτροπή συντάσσει έκθεση επί των αποτελεσμάτων της συνεννοήσεως. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο προς συζήτηση και ψήφιση.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Άρθρο 64

Ανακοίνωση της κοινής θέσεως του Συμβουλίου

1. Η ανακοίνωση της κοινής θέσεως του Συμβουλίου, σύμφωνα με τα άρθρα 189 Β και 189 Γ της Συνθήκης ΕΚ, πραγματοποιείται όταν ο Πρόεδρος προβαίνει στη σχετική αναγγελία σε συνεδρίαση Ολομελείας. Κατά την ημέρα της ανακοινώσεως ο Πρόεδρος πρέπει να έχει λάβει τα έγγραφα που περιέχουν την κοινή θέση, τους λόγους που ώθησαν το Συμβούλιο να την υιοθετήσει και τη θέση της Επιτροπής, καθώς και τις μεταφράσεις τους στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η ανακοίνωση του Προέδρου πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή των εγγράφων.

Προτού προβεί στην ανακοίνωση, ο Πρόεδρος εξακριβώνει, σε διαβούλευση με τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής, ότι το κείμενο που του διαβιβάστηκε έχει πραγματικά χαρακτήρα κοινής θέσης και ότι δεν υφίστανται οι περιπτώσεις του άρθρου 62. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Πρόεδρος αναζητεί, σε συνεννόηση με την αρμόδια επιτροπή και, ει δυνατόν, σε συμφωνία με το Συμβούλιο την κατάλληλη λύση.

2. Κατάλογος των ανακοινώσεων δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου μαζί με την επωνυμία της αρμοδίας επιτροπής.

Άρθρο 65

Προθεσμίες

1. Ο Πρόεδρος, κατόπιν αιτήσεως του Προέδρου ή του εισηγητού της αρμόδιας επιτροπής, ζητεί τη συναίνεση του Συμβουλίου για να παραταθεί για ένα μήνα κατ' ανώτατο όριο, η τρίμηνη προθεσμία που ακολουθεί την ανακοίνωση της κοινής θέσεως στο Κοινοβούλιο ή την παρουσίαση της επανεξετασθείσης προτάσεως της Επιτροπής.

2. Ο Πρόεδρος, μετά από διαβούλευση με τον πρόεδρο και τον εισηγητή της αρμοδίας επιτροπής, μπορεί να δεχθεί, εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, αίτηση του Συμβουλίου για να παραταθεί για ένα μήνα κατ' ανώτατο όριο η τρίμηνη προθεσμία που ακολουθεί την ανακοίνωση της κοινής θέσεως στο Κοινοβουλίο ή την παρουσίαση της επανεξετασθείσης προτάσεως της Επιτροπής.

Άρθρο 66

Παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή και ακολουθούμενη διαδικασία

1. Κατά την ημέρα της ανακοινώσεώς της στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 64, παράγραφος 1, η κοινή θέση λογίζεται αυτομάτως παραπεμφθείσα στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και στις γνωμοδοτικές επιτροπές που είχαν επιληφθεί κατά την πρώτη ανάγνωση.

2. Η κοινή θέση εγγράφεται ως πρώτο θέμα της ημερησίας διατάξεως κατά την πρώτη συνεδρίαση της αρμοδίας επί της ουσίας επιτροπής η οποία διεξάγεται μετά την ημερομηνία της ανακοινώσεώς της.

3. Αν δεν ληφθεί διαφορετική απόφαση, κατά τη δεύτερη ανάγνωση παραμένει ως εισηγητής ο εισηγητής της πρώτης αναγνώσεως.

4. Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της αρμοδίας επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 69 παράγραφος 1, 71 παράγραφος 1, 72 παράγραφοι 2 και 4 περί δευτέρας αναγνώσεως εκ μέρους του Κοινοβουλίου 7 μόνον τακτικό μέλος ή μόνιμος αναπληρωτής αυτής της επιτροπής μπορεί να καταθέσει προτάσεις απορρίψεως ή τροπολογίες. Η επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων.

5. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ζητήσει διάλογο με το Συμβούλιο προκειμένου να επιτευχθεί συμβιβασμός (1).

6. Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει «σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση» όσον αφορά την απόφαση που θα πρέπει να υιοθετήσει το Κοινοβούλιο έναντι της κοινής θέσεως που ενέκρινε το Συμβούλιο. Η Σύσταση περιέχει σύντομη αιτιολόγηση της προτεινόμενης αποφάσεως.

7. Σε περίπτωση εγκρίσεως χωρίς τροποποίηση της κοινής θέσεως, η σύσταση μπορεί να λάβει τη μορφή επιστολής.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Άρθρο 67

Περάτωση της δεύτερης αναγνώσεως

1. Η κοινή θέση του Συμβουλίου και, αν υπάρχει, η «σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση» της αρμοδίας επιτροπής εγγράφονται αυτοδικαίως στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της περιόδου συνόδου εκείνης, της οποίας η Τετάρτη είναι η πλησιέστερη πριν από την ημερομηνία εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας ή, αν έχει παραταθεί, της τετράμηνης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 65, εκτός αν το θέμα έχει συζητηθεί σε προηγούμενη περίοδο συνόδου.

Επειδή οι συστάσεις για τη δεύτερη ανάγνωση είναι κείμενα που μπορούν να εξομοιωθούν με αιτιολογική έκθεση με την οποία η κοινοβουλευτική επιτροπή αιτιολογεί τη στάση της ως προς την κοινή θέση του Συμβουλίου, δεν διενεργείται ψηφοφορία επ' αυτών των κειμένων.

2. Η δεύτερη ανάγνωση περατώνεται όταν, εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τους προβλεπόμενους όρους στα άρθρα 189 Β και 189 Γ της Συνθήκης ΕΚ, το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίψει ή τροποποιήσει την κοινή θέση.

Άρθρο 68

Εγκριση της κοινής θέσεως του Συμβουλίου χωρίς τροπολογίες

Εφόσον δεν υιοθετηθεί πρόταση για απόρριψη της κοινής θέσεως και δεν εγκριθούν τροπολογίες στην κοινή θέση σύμφωνα με τα άρθρα 71 και 72 εντός των προθεσμιών που ορίζονται στα άρθρα 189 Β και 189 Γ της Συνθήκης ΕΚ, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου κηρύσσει την έγκριση της κοινής θέσεως χωρίς ψηφοφορία, εκτός εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει την κοινή θέση του Συμβουλίου με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

Άρθρο 69

Πρόθεση απορρίψεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου

1. Για τις νομοθετικές προτάσεις, που εμπίπτουν στο άρθρο 189 Β της Συνθήκης ΕΚ, μια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα βουλευτές μπορούν να καταθέσουν γραπτώς, και εντός προθεσμίας καθοριζομένης από τον Πρόεδρο, πρόταση δηλώσεως εκ μέρους του Κοινοβουλίου της προθέσεώς του να απορρίψει την κοινή θέση του Συμβουλίου. Για την έγκριση της ανωτέρω προτάσεως, απαιτείται η πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως δηλώσεως της προθέσεως για την απόρριψη της κοινής θέσεως προηγείται της ψηφοφορίας επί τυχόν τροπολογιών.

2. Εάν η πρόταση δηλώσεως της προθέσεως για απόρριψη της κοινής θέσεως εγκριθεί, ο Πρόεδρος ερωτά το Συμβούλιο εάν προτίθεται να συγκαλέσει την επιτροπή συνδιαλλαγής. Εάν το Συμβούλιο δεν προτίθεται να συγκαλέσει την επιτροπή αυτή, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η διαδικασία περατώθηκε και η προτεινόμενη πράξη θεωρείται μη εγκριθείσα.

3. Σε ό,τι αφορά τη σύνθεση της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής και την ακολουθούμενη διαδικασία, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 75.

Άρθρο 70

Συνδιαλλαγή κατά τη δεύτερη ανάγνωση

1. Υπό το φως των συμπερασμάτων της συγκληθείσης σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 επιτροπής συνδιαλλαγής, η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου μπορεί να συστήσει στο τελευταίο να επιβεβαιώσει την απόρριψη της κοινής θέσεως με ξεχωριστή ψηφοφορία με την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν. Εάν το Κοινοβούλιο επιβεβαιώσει την απόρριψη, ο Πρόεδρος κηρύσσει τη νομοθετική διαδικασία περατωθείσα.

Εάν το Κοινοβούλιο δεν επιβεβαιώσει την απόρριψη με την απαιτούμενη πλειοψηφία, προχωρεί στην εξέταση της κοινής θέσεως και τυχόν τροπολογιών επ' αυτής.

2. Υπό το φως των συμπερασμάτων της επιτροπής συνδιαλλαγής, η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου μπορεί να συστήσει την επανάληψη της εξετάσεως της κοινής θέσεως και τυχόν τροπολογιών επ' αυτής ή, κατόπιν διαβουλεύσεως με την αρμόδια επιτροπή, να προτείνει νέες τροπολογίες για εξέταση στη συνεδρίαση ολομελείας του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 72.

Η αντιπροσωπεία μπορεί να συστήσει την εφαρμογή του άρθρου 115 παράγραφος 5 για την ψηφοφορία επί των τροπολογιών.

Άρθρο 71

Απόρριψη της κοινής θέσεως του Συμβουλίου

1. Η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν, εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον Πρόεδρο, να καταθέσουν εγγράφως πρόταση απορρίψεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου. Αυτή η πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει, για να εγκριθεί, την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Πρόταση για την απόρριψη της κοινής θέσεως πρέπει να ψηφισθεί πριν από την ψηφοφορία επί των τυχόν τροπολογιών.

2. Παρά την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου κατά της προτάσεως για την απόρριψη της κοινής θέσεως, το Κοινοβούλιο μπορεί κατόπιν συστάσεως του εισηγητού, να εξετάσει περαιτέρω πρόταση απορρίψεως αφού ψηφίσει επί των τροπολογιών και ακούσει δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 4.

3. Εάν η κοινή θέση του Συμβουλίου απορριφθεί, ο Πρόεδρος καλεί την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της.

4. Εάν η Επιτροπή αποσύρει την πρότασή της, ο Πρόεδρος θεωρεί τη διαδικασία συνεργασίας επί της προτάσεως άνευ αντικειμένου και ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο.

Άρθρο 72

Τροπολογίες στην κοινή θέση του Συμβουλίου

1. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες επί της κοινής θέσεως του Συμβουλίου, οι οποίες εξετάζονται στις συνεδριάσεις ολομελείας.

2. Οι τροπολογίες στην κοινή θέση θεωρούνται παραδεκτές μόνον αν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις των άρθρων 124 και 125 και:

α) αποσκοπούν στη συνολική ή μερική αποκατάσταση της θέσεως που ενέκρινε το Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση 7 ή

β) πρόκειται για συμβιβαστικές τροπολογίες που αντιπροσωπεύουν συμφωνία μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου 7 ή

γ) αποσκοπούν στην τροποποίηση τμήματος του κειμένου της κοινής θέσεως που δεν υπήρχε ή υπήρχε με διαφορετικό περιεχόμενο στην πρόταση η οποία είχε υποβληθεί σε πρώτη ανάγνωση χωρίς να συνιστούν ουσιώδη τροποποίηση υπό την έννοια του άρθρου 62.

Η απόφαση του Προέδρου να κηρύξει τροπολογία παραδεκτή ή μη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

3. Τροπολογία εγκρίνεται μόνον εφόσον συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

4. Εάν εγκριθούν μία ή περισσότερες τροπολογίες, ο εισηγητής της αρμοδίας επιτροπής ή, εφόσον αυτός παραλείψει, ο Πρόεδρος αυτής της επιτροπής ζητεί από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τη θέση της.

Άρθρο 73

Συνέπειες της μη υιοθετήσεως των τροπολογιών του Κοινοβουλίου από την Επιτροπή στην επανεξετασθείσα πρότασή της

1. Για τις νομοθετικές προτάσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 189 Γ της Συνθήκης ΕΚ, η Διάσκεψη των Προέδρων εγγράφει την επανεξετασθείσα πρόταση της Επιτροπής στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την έγκριση, και ο Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να ενημερώσει το Κοινοβούλιο σχετικά με τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να μην αποδεχθεί τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου.

2. Το Κοινοβούλιο μπορεί, με πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν, να ζητήσει από την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της.

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ

Άρθρο 74

Σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής

Αν το Συμβούλιο αδυνατεί να εγκρίνει όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου στην κοινή θέση, ο Πρόεδρος, κατόπιν διαβουλεύσεως με τους προέδρους των πολιτικών ομάδων καθώς και με τον πρόεδρο και τον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, μπορεί να συναινέσει για την ημερομηνία και τον τόπο της πρώτης συνεδριάσεως της επιτροπής συνδιαλλαγής. Η προθεσμία των έξι εβδομάδων για την επιτροπή συνδιαλλαγής να συμφωνήσει σε κοινό σχέδιο αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία συνεδριάζει για πρώτη φορά η επιτροπή.

Άρθρο 75

Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής

1. Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής αποτελείται από αριθμό μελών ίσο με τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας του Συμβουλίου.

2. Η πολιτική σύνθεση της αντιπροσωπείας αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του Κοινοβουλίου ως προς τις πολιτικές ομάδες. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τον ακριβή αριθμό των μελών από κάθε πολιτική ομάδα που την συγκροτούν.

3. Τα μέλη της αντιπροσωπείας ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συνδιαλλαγής, κατά προτίμηση μεταξύ των μελών των ενδιαφερομένων επιτροπών, εξαιρέσει τριών μελών, τα οποία ορίζονται ως μόνιμα μέλη διαδοχικών αντιπροσωπειών για μια περίοδο 12 μηνών. Τα τρία μόνιμα μέλη ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες μεταξύ των αντιπροέδρων και εκπροσωπούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές πολιτικές ομάδες. Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής είναι σε κάθε περίπτωση μέλη της αντιπροσωπείας.

4. Οι εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες επιτρέπεται να ορίζουν αναπληρωτές, οι οποίοι μπορούν να συμμετέχουν στις εργασίες της επιτροπής συνδιαλλαγής μόνον εάν το τακτικό μέλος απουσιάζει καθ' όλη τη διάρκεια της συνεδριάσεως.

5. Μη εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες μπορούν να αποστέλλουν έναν εκπρόσωπο η κάθε μια στις εσωτερικές προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις της αντιπροσωπείας.

6. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας είναι ο Πρόεδρος ή ένα από τα τρία μόνιμα μέλη.

7. Η αντιπροσωπεία αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της. Οι διαβουλεύσεις της διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών.

Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να καθορίσει συμπληρωματικές οδηγίες διαδικασίας για τις εργασίες της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.

8. Η αντιπροσωπεία ανακοινώνει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τα αποτελέσματα της συνδιαλλαγής, μαζί με τυχόν προταθείσες τροπολογίες ή προτάσεις συμβιβασμού, για να μπορέσει το τελευταίο να προβεί σε περαιτέρω διαδικαστικές ενέργειες σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 76

Προθεσμίες

1. Ο Πρόεδρος, κατόπιν αιτήσεως της αντιπροσωπείας, ζητεί τη συναίνεση του Συμβουλίου για την παράταση, κατά δύο εβδομάδες το πολύ, των προθεσμιών των έξι εβδομάδων που προβλέπεται για τις εργασίες της επιτροπής συνδιαλλαγής καθώς και για την έγκριση κοινού σχεδίου ή για την απόρριψη κειμένου του Συμβουλίου.

2. Ο Πρόεδρος, κατόπιν διαβουλεύσεως με την αντιπροσωπεία, μπορεί να εγκρίνει εξ ονόματος του Κοινοβουλίου αίτηση του Συμβουλίου για παράταση, κατά δύο εβδομάδες κατ' ανώτατο όριο, της προθεσμίας των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ - ΣΤΑΔΙΟ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Άρθρο 77

Κοινό σχέδιο

1. Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής συμφωνήσει επί ενός κοινού σχεδίου, το θέμα εγγράφεται αυτεπαγγέλτως στην ημερήσια διάταξη της τελευταίας περιόδου συνόδου που προβλέπεται να διεξαχθεί εντός έξι εβδομάδων, ή, εάν δοθεί παράταση οκτώ εβδομάδων, από την ημέρα που η επιτροπή συνδιαλλαγής έδωσε την έγκρισή της, εκτός εάν το θέμα εξετασθεί νωρίτερα.

2. Το Κοινοβούλιο εξετάζει το κοινό σχέδιο βάσει εκθέσεως της αντιπροσωπείας του στην επιτροπή συνδιαλλαγής.

3. Δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κοινό σχέδιο.

4. Το κοινό σχέδιο στο σύνολό του αποτελεί αντικείμενο μιας και μοναδικής ψηφοφορίας. Προς έγκριση του κοινού σχεδίου απαιτείται η πλειοψηφία των ψηφισάντων.

Άρθρο 78

Κείμενο του Συμβουλίου

1. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία στην επιτροπή συνδιαλλαγής επί κοινού σχεδίου, ο Πρόεδρος καλεί την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της και καλεί το Συμβούλιο, σε κάθε περίπτωση, να μην εγκρίνει θέση σύμφωνα με το άρθρο 189 Β, παράγραφος 6 της Συνθήκης ΕΚ. Εάν το Συμβούλιο επιβεβαιώσει παρά ταύτα την κοινή του θέση, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου καλείται να δικαιολογήσει την απόφαση αυτή ενώπιον της Ολομέλειας. Το θέμα εγγράφεται αυτεπαγγέλτως στην ημερήσια διάταξη της τελευταίας περιόδου συνόδου εντός έξι εβδομάδων ή οκτώ εβδομάδων, εάν δοθεί παράταση, από της ημέρας επιβεβαιώσεως της κοινής θέσεως από το Συμβούλιο, εκτός αν το θέμα έχει εξετασθεί νωρίτερα.

2. Το Κοινοβούλιο εξετάζει το κείμενο του Συμβουλίου βάσει εκθέσεως της αντιπροσωπείας του στην επιτροπή συνδιαλλαγής.

3. Δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κείμενο του Συμβουλίου.

4. Το κείμενο του Συμβουλίου στο σύνολό του αποτελεί αντικείμενο μιας και μοναδικής ψηφοφορίας. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει επί προτάσεως απορρίψεως του κειμένου του Συμβουλίου. Εάν η ανωτέρω πρόταση λάβει την πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος κηρύσσει την προτεινόμενη πράξη μη εγκριθείσα.

Άρθρο 79

Υπογραφή εγκριθεισών πράξεων

Όσες νομοθετικές πράξεις εγκρίθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Β της Συνθήκης ΕΚ, ο Πρόεδρος, αφού βεβαιωθεί για την κανονική περάτωση όλων των διαδικασιών, τις υπογράφει μαζί με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου και φροντίζει για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΜΦΩΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ

Άρθρο 80

Περάτωση της διαδικασίας σύμφωνης γνώμης

1. Το Κοινοβούλιο, όταν του ζητηθεί, παρέχει τη σύμφωνη γνώμη του σε διεθνή συμφωνία ή νομοθετική πρόταση βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του, η οποία περιέχει σχέδιο ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου, που συνιστά μόνον την έγκριση ή την απόρριψη της προτάσεως ως συνόλου. Δεν μπορούν να κατατεθούν τροπολογίες. Η απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκριση της σύμφωνης γνώμης είναι η προβλεπόμενη στο αντίστοιχο άρθρο της Συνθήκης ΕΚ.

2. Για τις συνθήκες προσχωρήσεως και τις διεθνείς συμφωνίες εφαρμόζονται αντιστοίχως τα άρθρα 89 και 90.

3. Για τις νομοθετικές προτάσεις η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, προκειμένου να διευκολυνθεί η θετική έκβαση της διαδικασίας, την υποβολή προσωρινής εκθέσεως στο Κοινοβούλιο μαζί με σχέδιο ψηφίσματος, που περιέχει συστάσεις για την τροποποίηση ή την εφαρμογή της εν λόγω προτάσεως.

Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει τουλάχιστον μία σύσταση με την ίδια πλειοψηφία που απαιτείται για τη σύμφωνη γνώμη, ο Πρόεδρος ζητεί να κινηθεί διαδικασία συνεννοήσεως με το Συμβούλιο.

Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει στην τελική της σύσταση για τη σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου, ανάλογα με την έκβαση της συνεννοήσεως με το Συμβούλιο.

ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ

Άρθρο 81

Εκτελεστικές εξουσίες

Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο εκτελεστικό μέτρο που έχει παραπέμψει σε διαχειριστική επιτροπή, ή σχέδιο εκτελεστικού μέτρου που έχει παραπέμψει σε συμβουλευτική επιτροπή, ο Πρόεδρος διαβιβάζει το εν λόγω έγγραφο στην αρμόδια επιτροπή για την πρόταση από την οποία απορρέουν οι εκτελεστικές διατάξεις.

Άρθρο 82

Επίσημη κωδικοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας

1. Όταν μια πρόταση της Επιτροπής, για επίσημη κωδικοποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας, υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο, διαβιβάζεται στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή. Εφόσον διαπιστώνεται ότι η πρόταση δεν επιφέρει τροποποίηση επί της ουσίας της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας, ακολουθείται η κατά το άρθρο 143 παράγραφος 1 διαδικασία.

2. Κατά την εξέταση και επεξεργασία της προτάσεως περί κωδικοποιήσεως μπορεί να συμμετέχει ο πρόεδρος της επί της ουσίας αρμόδιας επιτροπής ή ο υπ' αυτής οριζόμενος εισηγητής. Ενδεχομένως, η επί της ουσίας αρμόδια επιτροπή μπορεί προηγουμένως να εκφέρει τη γνώμη της.

3. Κατά παρέκκλιση των οριζόμενων στο άρθρο 143 παράγραφος 3, η διαδικασία χωρίς έκθεση επί της προτάσεως επισήμου κωδικοποιήσεως δεν θα μπορεί να εφαρμοστεί, εάν αντιταχθεί η πλειοψηφία των μελών της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής ή της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

Άρθρο 83

Συνέπειες παραλείψεως ενεργείας του Συμβουλίου μετά από έγκριση της κοινής θέσεώς του

Εάν εντός τριμήνου προθεσμίας ή με τη σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου εντός τετραμήνου κατ' ανώτατο όριο από την ανακοίνωση της κοινής θέσεως, το Κοινοβούλιο δεν απορρίψει ή τροποποιήσει την κοινή θέση του Συμβουλίου και εάν το Συμβούλιο δεν εγκρίνει την προτεινόμενη νομοθετική διάταξη σύμφωνα με την κοινή θέση, ο Πρόεδρος μετά από διαβούλευση με την αρμόδια για τις νομικές υποθέσεις επιτροπή μπορεί να κινήσει εξ ονόματος του Κοινοβουλίου τη διαδικασία προσφυγής κατά του Συμβουλίου στο Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΚ.

Άρθρο 84

Προσφυγές ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

1. Το Κοινοβούλιο εξετάζει την κοινοτική νομοθεσία εντός των προθεσμιών που ορίζουν οι Συνθήκες και ο Οργανισμός του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για άσκηση προσφυγής των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ενωσης και φυσικών ή νομικών προσώπων με σκοπό την εξασφάλιση του πλήρους σεβασμού των δικαιωμάτων του.

2. Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει, εν ανάγκη προφορικώς, έκθεση στο Κοινοβούλιο όταν έχει υπόνοιες ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 85

Γενικός προϋπολογισμός

Οι διαδικασίες που ακολουθούνται για την εξέταση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συμπληρωματικών προϋπολογισμών σύμφωνα με τις περί προϋπολογισμού διατάξεις των ιδρυτικών συνθηκών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Συνθήκης της 22ας Ιουλίου 1975, υιοθετούνται από το Κοινοβούλιο με ψήφισμα και προσαρτώνται στον παρόντα κανονισμό (1).

Άρθρο 86

Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού

Οι διατάξεις που αφορούν τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά με την απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τη Συνθήκη της 22ας Ιουλίου 1975 και το Δημοσιονομικό Κανονισμό, προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό (2). Το εν λόγω παράρτημα εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 163 παράγραφος 2 του παρόντος Κανονισμού.

Άρθρο 87

Έλεγχος του Κοινοβουλίου επί της εκτελέσεως του προϋπολογισμού

1. Το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εκτελέσεως του τρέχοντος προϋπολογισμού. Αναθέτει το καθήκον αυτό στην αρμόδια επιτροπή του για τον έλεγχο του προϋπολογισμού καθώς και στις άλλες ενδιαφερόμενες επιτροπές.

2. Ωστόσο, εξετάζει κάθε χρόνο τα προβλήματα τα σχετικά με την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού, ενδεχομένως, βάσει προτάσεως ψηφίσματος που υποβάλλεται από την αρμόδια επιτροπή του και πριν από την πρώτη ανάγνωση του σχεδίου προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ

Άρθρο 88

Τροποποίηση της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ

1. Οι προτάσεις τροποποιήσεως, που συντάσσονται από την Επιτροπή και το Συμβούλιο σε εφαρμογή του άρθρου 95 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ, τυπώνονται συγχρόνως με τη σχετική θετική γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Τα έγγραφα αυτά διανέμονται και παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή. Η επιτροπή, με την έκθεσή της, προτείνει την έγκριση ή απόρριψη του συνόλου της προτάσεως τροποποιήσεως.

2. Καμιά τροπολογία δεν είναι παραδεκτή και δεν επιτρέπονται ψηφοφορίες κατά τμήματα. Για να εγκριθεί το σύνολο της προτάσεως τροποποιήσεως απαιτείται πλειοψηφία των τριών τετάρτων των βουλευτών που εψήφισαν και πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

3. Κάθε βουλευτής μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος προτείνοντας στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο τροποποιήσεις της Συνθήκης περί ιδρύσεως της ΕΚΑΧ κατά το άρθρο 95 της εν λόγω συνθήκης.

Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος τυπώνεται, διανέμεται και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή. Εγκρίνεται από το Κοινοβούλιο μόνο με την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν.

Άρθρο 89

Συνθήκες προσχωρήσεως

1. Κάθε αίτηση ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως παραπέμπεται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

2. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει μετά από πρόταση της αρμοδίας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας, ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτών, να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συμμετάσχει σε συζήτηση πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το αιτούν κράτος.

3. Καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέχουν τακτικά πλήρη ενημέρωση στην αρμόδια επιτροπή σχετικά με την πρόοδό τους, εάν δε χρειασθεί, σε εμπιστευτική βάση.

4. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της Συνθήκης για την προσχώρηση αιτούντος κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι συστάσεις αυτές απαιτούν την ίδια πλειοψηφία με τη σύμφωνη γνώμη.

5. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οποιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για σύμφωνη γνώμη.

6. Το Κοινοβούλιο εκφράζει σύμφωνη γνώμη στην αίτηση ενός ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν, βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του.

Άρθρο 90

Διεθνείς συμφωνίες

1. Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών σε ειδικούς τομείς, όπως τα νομισματικά θέματα ή το εμπόριο, η αρμόδια επιτροπή εξασφαλίζει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου από την Επιτροπή σχετικά με τις συστάσεις της τελευταίας για διαπραγματευτική εντολή, εάν χρειασθεί εμπιστευτικά.

2. Το Κοινοβούλιο, βάσει προτάσεως της αρμοδίας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτών, μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει την έναρξη διαπραγματεύσεων προτού το Κοινοβούλιο εκφράσει την άποψή του επί της προτεινόμενης διαπραγματευτικής εντολής βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής.

3. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει την επιλεγείσα νομική βάση για διεθνείς συμφωνίες, σύμφωνα με το άρθρο 53.

4. Καθ' όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέχουν τακτικά πλήρη ενημέρωση στην αρμόδια επιτροπή σχετικά με την πρόοδό τους, εάν δε χρειασθεί σε εμπιστευτική βάση.

5. Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας.

6. Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για γνωμοδότηση ή σύμφωνη γνώμη. Για τη διαδικασία σύμφωνης γνώμης εφαρμόζεται το άρθρο 80.

7. Το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, εκδίδει γνωμοδότηση ή σύμφωνη γνώμη για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας ή χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

8. Εάν η γνωμοδότηση που ενέκρινε το Κοινοβούλιο είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να μη συνάψει την εν λόγω συμφωνία.

9. Εάν το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, αρνηθεί να δώσει τη σύμφωνη γνώμη του για διεθνή συμφωνία, ο Πρόεδρος αναπέμπει την εν λόγω συμφωνία στο Συμβούλιο για επανεξέταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X ΚΟΙΝΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 91

Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας

1. Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε να ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι γνωμοδοτήσεις του, κυρίως όσον αφορά την κοινή δράση που προβλέπεται στο άρθρο Ι.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 228 Α της Συνθήκης ΕΚ.

2. Εφόσον τούτο απαιτείται, η εν λόγω επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού.

3. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή ενημερώνουν τακτικά, εγκαίρως και πλήρως την αρμόδια επιτροπή σχετικά με την εξέλιξη της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας της Ένωσης.

4. Μια επιτροπή μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, να αποφασίσει την κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση.

Άρθρο 92

Συστάσεις στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας

1. Η επιτροπή, που είναι αρμόδια για την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, αφού λάβει την άδεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων ή κατόπιν προτάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 46, έχει δικαίωμα να διατυπώσει συστάσεις στο Συμβούλιο για θέματα της αρμοδιότητάς της.

Σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, η άδεια που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να χορηγηθεί από τον Πρόεδρο, ο οποίος μπορεί επίσης να επιτρέψει την επείγουσα συνεδρίαση της ενδιαφερόμενης επιτροπής.

2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας εγκρίσεως των συστάσεων αυτών, οι οποίες πρέπει να τίθενται σε ψηφοφορία υπό τη μορφή γραπτού κειμένου, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 102 και επιτρέπεται η κατάθεση προφορικών τροπολογιών.

3. Οι συστάσεις, που διατυπώνονται με τον τρόπο αυτό, εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της αμέσως επόμενης περιόδου συνόδου. Οι συστάσεις θεωρούνται εγκριθείσες μετά την υποβολή τους εκτός εάν, πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου, εκφράσει γραπτώς την αντίθεσή της ομάδα βουλευτών, η οποία αριθμητικά αντιπροσωπεύει το ένα δέκατο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο 7 στην περίπτωση αυτή, οι συστάσεις της αρμόδιας επιτροπής εξετάζονται και τίθενται σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια κάθε μια στο σύνολό της κατά τη διάρκεια της αυτής περιόδου συνόδου.

4. Η συζήτηση, την οποία προβλέπει το άρθρο Ι.7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, διεξάγεται σύμφωνα με τα όσα ορίζει το άρθρο 37 παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος Κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Άρθρο 93

Διαβούλευση και ενημέρωση του Κοινοβουλίου στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων

1. Η επιτροπή, που είναι αρμόδια για τις διάφορες πτυχές της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, μεριμνά για την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και για να υπάρχει διαβούλευση μαζί του όσον αφορά τις δραστηριότητες που ανακύπτουν από την εν λόγω συνεργασία καθώς και για να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι γνωμοδοτήσεις του, κυρίως στο πλαίσιο των κοινών θέσεων, κοινών δράσεων και των συμβάσεων που προβλέπονται στο άρθρο Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Εάν παραστεί ανάγκη, η εν λόγω επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού.

3. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρέχουν τακτική, έγκαιρη, και πλήρη ενημέρωση στην αρμόδια επιτροπή σχετικά με την εξέλιξη της συνεργασίας στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

4. Με αίτημα της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, μια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών.

5. Οι λεπτομέρειες της διαβουλεύσεως και της ενημερώσεως, καθώς και οι σχετικές διαδικασίες και η περιοδικότητά τους, περιέχονται σε παράρτημα που θα επισυναφθεί στον παρόντα Κανονισμό.

Άρθρο 94

Συστάσεις στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων

1. Η επιτροπή, που είναι αρμόδια για τις διάφορες πλευρές της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, αφού λάβει την άδεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων ή κατόπιν προτάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 46, έχει δικαίωμα να διατυπώνει συστάσεις στο Συμβούλιο για θέματα της αρμοδιότητάς της.

Σε επείγουσες περιπτώσεις, την άδεια για την οποία γίνεται λόγος στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να χορηγεί ο Πρόεδρος, ο οποίος μπορεί επίσης να δώσει άδεια για έκτακτη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής.

Οι συστάσεις που εγκρίνονται με τον τρόπο αυτό εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της αμέσως επόμενης περιόδου συνόδου.

2. Η συζήτηση, που προβλέπεται στο άρθρο Κ.6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, διεξάγεται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 37 παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος Κανονισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 95

Σχέδιο ημερησίας διατάξεως

1. Πριν από κάθε περίοδο συνόδου, το σχέδιο ημερησίας διατάξεως καταρτίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων βάσει των συστάσεων της Διασκέψεως των προέδρων των επιτροπών και λαμβανομένου υπόψη του συμφωνηθέντος ετησίου νομοθετικού προγράμματος που προβλέπεται στο άρθρο 49.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να παρίστανται στη σύσκεψη της Διάσκεψης των Προέδρων για το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μετά από πρόσκληση του Προέδρου.

2. Το σχέδιο ημερησίας διατάξεως μπορεί να αναφέρει το χρόνο της ψηφοφορίας επί ορισμένων από τα σημεία, των οποίων προβλέπει την εξέταση.

3. Το σχέδιο ημερησίας διατάξεως προβλέπει ένα ή δύο χρονικά διαστήματα μεγίστης συνολικής διαρκείας τριών ωρών για συζήτηση επί επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 47.

4. Το τελικό σχέδιο της ημερησίας διατάξεως διανέμεται στους βουλευτές τουλάχιστον τρεις ώρες πριν την έναρξη της περιόδου συνόδου.

Άρθρο 96

Έγκριση και τροποποίηση της ημερησίας διατάξεως

1. Στην αρχή κάθε περιόδου συνόδου το Κοινοβούλιο αποφασίζει για το τελικό σχέδιο της ημερησίας διατάξεως. Προτάσεις τροποποίησης μπορούν να υποβληθούν από μια επιτροπή, πολιτική ομάδα ή από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές. Οι προτάσεις τροποποίησης πρέπει να περιέλθουν στον Πρόεδρο μία τουλάχιστον ώρα πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου. Ο Πρόεδρος μπορεί να παραχωρήσει το λόγο, για κάθε πρόταση, στο συντάκτη της, σε έναν αγορητή υπέρ και σε έναν κατά. Ο χρόνος αγορεύσεως δεν μπορεί να υπερβεί το ένα λεπτό.

2. Αφού εγκριθεί η ημερήσια διάταξη, δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί παρά μόνον κατ' εφαρμογήν των άρθρων 97 και 128 έως 132 ή κατόπιν προτάσεως του Προέδρου.

Αν μια πρόταση επί της διαδικασίας, αποβλέπουσα στην τροποποίηση της ημερησίας διατάξεως, απορριφθεί, δεν είναι δυνατόν να επανεισαχθεί κατά τη διάρκεια της ιδίας περιόδου συνόδου.

3. Πριν κηρύξει τη λήξη της συνεδριάσεως, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία, την ώρα και την ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδριάσεως.

Άρθρο 97

Κατεπείγον

1. Το κατεπείγον μιας συζητήσεως επί προτάσεως για την οποία απαιτείται η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1, μπορεί να προταθεί στο Κοινοβούλιο από τον Πρόεδρο, από επιτροπή, από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές, από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως και να είναι αιτιολογημένη.

2. Ο Πρόεδρος, μόλις του υποβληθεί αίτηση για κατεπείγουσα συζήτηση, ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο 7 η ψηφοφορία επί της αιτήσεως αυτής διεξάγεται κατά την έναρξη της συνεδριάσεως που ακολουθεί τη συνεδρίαση κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώθηκε η αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόταση στην οποία αναφέρεται η αίτηση έχει διανεμηθεί στις επίσημες γλώσσες. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες αιτήσεις για κατεπείγουσα συζήτηση επί του ιδίου θέματος, η έγκριση ή η απόρριψη του κατεπείγοντος ισχύει για όλες τις αιτήσεις επί του θέματος αυτού.

3. Πριν από την ψηφοφορία μπορούν να λάβουν το λόγο μόνον ο συντάκτης της αιτήσεως, ένας αγορητής υπέρ και ένας κατά, καθώς και ο Πρόεδρος ή/και ο εισηγητής της αρμοδίας επιτροπής και επί τρία λεπτά ο καθένας κατ' ανώτατο όριο.

4. Τα θέματα τα οποία αποφασίσθηκαν ως κατεπείγοντα έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων ζητημάτων της ημερησίας διατάξεως. Ο χρόνος της συζητήσεως και της ψηφοφορίας επ' αυτών ορίζεται από τον Πρόεδρο.

5. Η συζήτηση με διαδικασία κατεπείγοντος μπορεί να διεξαχθεί χωρίς έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 1 ή, κατ' εξαίρεση, βάσει προφορικής εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής.

Άρθρο 98

Κοινή συζήτηση

Κοινή συζήτηση θεμάτων της αυτής φύσεως ή που εκ των πραγμάτων συνδέονται μπορεί να αποφασισθεί οποτεδήποτε.

Άρθρο 99

Διαδικασία χωρίς συζήτηση

1. Αν η αρμόδια επιτροπή ζητήσει από το Κοινοβούλιο να ψηφίσει επί της εκθέσεώς της χωρίς συζήτηση ή αν η αρμόδια επιτροπή έχει γνωμοδοτήσει για πρόταση της Επιτροπής χωρίς έκθεση, σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 1, ή ακολουθώντας την απλοποιημένη διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 2, τότε αυτή η πρόταση ή έκθεση εγγράφεται στο σχέδιο ημερησίας διατάξεως της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την απόφαση της επιτροπής.

2. Επί της προτάσεως της Επιτροπής και, αν συντρέχει λόγος, επί του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου που περιέχεται στην έκθεση της επιτροπής, διεξάγεται ψηφοφορία χωρίς συζήτηση εφ' όσον δεν αντιταχθούν προηγουμένως είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές. Στην τελευταία περίπτωση, η έκθεση εγγράφεται στο σχέδιο της ημερησίας διατάξεως μιας από τις επόμενες περιόδους συνόδου, ως έκθεση με συζήτηση. Ωστόσο σε περίπτωση εφαρμογής της διαδικασίας χωρίς έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 143 παράγραφος 1, η πρόταση της Επιτροπής διαβιβάζεται προς επανεξέταση στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Η διαδικασία χωρίς συζήτηση εφαρμόζεται όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν έχει καταθέσει τροπολογίες ή οι κατατεθείσες τροπολογίες έχουν εγκριθεί όλες με λιγότερες από τέσσερεις ψήφους κατά.

Άρθρο 100

Προθεσμίες

Εκτός από τις περιπτώσεις κατεπείγοντος που προβλέπονται στα άρθρα 47 και 97, δεν είναι δυνατόν να αρχίσει συζήτηση και ψηφοφορία επί κειμένου παρά μόνον αν το κείμενο αυτό έχει διανεμηθεί τουλάχιστον ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΝ

Άρθρο 101

Είσοδος στην αίθουσα συνεδριάσεων

1. Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην αίθουσα συνεδριάσεων εκτός από τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου, το Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, τα μέλη του προσωπικού που πρέπει να παρίστανται για υπηρεσιακούς λόγους και τους εμπειρογνώμονες ή τους υπαλλήλους της Ένωσης.

2. Μόνον όσοι κατέχουν δελτίο εισόδου, εκδοθέν κανονικά προς τούτο από τον Πρόεδρο ή το Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, γίνονται δεκτοί στα θεωρεία.

3. Όσοι από το κοινό γίνονται δεκτοί στα θεωρεία οφείλουν να μένουν καθιστοί και να σιωπούν. Όποιος εκφράζει επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία αποβάλλεται αμέσως από τους κλητήρες.

Άρθρο 102

Γλώσσες

1. Όλα τα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες.

2. Οι ομιλίες που γίνονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κοινότητας διερμηνεύονται ταυτόχρονα σε όλες τις άλλες επίσημες γλώσσες και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κρίνει αναγκαίο το Προεδρείο.

Όταν διαπιστωθεί, μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας, ότι υπάρχει διαφορετική διατύπωση του κειμένου στις διάφορες γλώσσες, ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 5. Αν θεωρήσει έγκυρο το αποτέλεσμα, θα αποφασίσει ποια διατύπωση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί. Παρ' όλα αυτά, η διατύπωση του πρωτοτύπου κειμένου δεν μπορεί να θεωρείται ως το επίσημο κείμενο κατά γενικό κανόνα, διότι μπορεί να προκύψει περίπτωση στην οποία η διατύπωση σε όλες τις άλλες γλώσσεις να διαφέρει από το πρωτότυπο κείμενο.

Άρθρο 103

Διανομή εγγράφων

Τα έγγραφα επί των οποίων βασίζονται οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου τυπώνονται και διανέμονται στους βουλευτές. Κατάλογος των εγγράφων αυτών δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των Συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 104

Δημοσιότητα των συνεδριάσεων

Οι συζητήσεις του Κοινοβουλίου διεξάγονται δημοσίως, εκτός αν αυτό αποφασίσει διαφορετικά με πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών που εψήφισαν.

Άρθρο 105

Παραχώρηση του λόγου και περιεχόμενο των παρεμβάσεων

1. Κανένας βουλευτής δεν μπορεί να λάβει το λόγο χωρίς να κληθεί από τον Πρόεδρο. Ο αγορητής αγορεύει από τη θέση του και απευθύνεται στον Πρόεδρο 7 ο Πρόεδρος μπορεί να τον καλέσει να ανέλθει στο βήμα.

2. Αν ο αγορητής απομακρυνθεί από το θέμα του, ο Πρόεδρος τον επαναφέρει. Αν ένας αγορητής επαναφερθεί δύο φορές στο θέμα του κατά την ίδια συζήτηση, ο Πρόεδρος έχει το δικαίωμα, την τρίτη φορά, να του αφαιρέσει το λόγο μέχρι το τέλος της συζητήσεως επί του ιδίου θέματος.

3. Ο Πρόεδρος, με την επιφύλαξη των άλλων πειθαρχικών εξουσιών του, μπορεί να διατάξει να διαγραφούν από τα πρακτικά των συνεδριάσεων οι παρεμβάσεις των βουλευτών που δεν έλαβαν προηγουμένως κανονικά το λόγο ή αυτών που εξακολουθούν να αγορεύουν πέραν του χρόνου που τους έχει παραχωρηθεί.

4. Δεν επιτρέπεται να διακόπτεται ένας αγορητής. Ο ίδιος πάντως μπορεί, με την άδεια του Προέδρου, να διακόψει την αγόρευσή του για να επιτρέψει σε άλλο βουλευτή, στην Επιτροπή ή το Συμβούλιο να του θέσει ερώτηση επί συγκεκριμένου σημείου της παρεμβάσεώς του.

Άρθρο 106

Κατανομή του χρόνου αγορεύσεως

1. Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να προτείνει, εν όψει της διεξαγωγής μιας συζητήσεως, την κατανομή του χρόνου αγορεύσεως. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει χωρίς συζήτηση επί της προτάσεως αυτής.

2. Ο χρόνος αγορεύσεως κατανέμεται με τα εξής κριτήρια:

α) ένα πρώτο κλάσμα του χρόνου αγορεύσεως κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ όλων των πολιτικών ομάδων 7

β) ένα δεύτερο κλάσμα του χρόνου κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων αναλόγως του συνολικού αριθμού των μελών τους 7

γ) στους μη εγγεγραμμένους κατανέμεται συνολικά χρόνος αγορεύσεως που υπολογίζεται βάσει των κλασμάτων που παραχωρήθηκαν σε κάθε πολιτική ομάδα σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) ανωτέρω.

3. Αν, για δύο ή περισσότερα θέματα της ημερησίας διατάξεως, διατεθεί ένας συνολικός χρόνος αγορεύσεως, οι πολιτικές ομάδες γνωστοποιούν στον Πρόεδρο πόσο από το χρόνο τους θα κατανείμουν στο κάθε θέμα. Ο Πρόεδρος μεριμνά για την τήρηση της κατανομής αυτής του χρόνου αγορεύσεως.

4. Ο χρόνος αγορεύσεως περιορίζεται σε ένα λεπτό για τις παρεμβάσεις επί των συνοπτικών πρακτικών, για τις αιτήσεις επί της διαδικασίας, για τις τροποποιήσεις επί του τελικού σχεδίου ημερήσιας διατάξεως ή της ημερήσιας διατάξεως.

Άρθρο 107

Κατάλογος αγορητών

1. Τα ονόματα των βουλευτών που ζητούν το λόγο εγγράφονται στον κατάλογο αγορητών κατά τη σειρά που τον εζήτησαν.

2. Ο Πρόεδρος δίνει το λόγο μεριμνώντας να ακούονται, κατά το δυνατόν εναλλάξ, οι αγορητές διαφόρων πολιτικών τάσεων και γλωσσών.

3. Προτεραιότητα αγορεύσεως μπορεί πάντως να δοθεί, εφόσον το ζητήσουν, στον εισηγητή της αρμοδίας επιτροπής και στους προέδρους των πολιτικών ομάδων που εκφράζονται εξ ονόματος των ομάδων τους ή στους αγορητές που τους αναπληρούν.

4. Κανένας δεν μπορεί να λάβει το λόγο περισσότερες από δύο φορές επί του αυτού θέματος, εκτός αν του το επιτρέψει ο Πρόεδρος.

Πάντως, ο πρόεδρος και ο εισηγητής των ενδιαφερομένων επιτροπών λαμβάνουν το λόγο, εφόσον τον ζητήσουν, για διάρκεια που καθορίζεται από τον Πρόεδρο.

5. Στα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου δίδεται ο λόγος κατά τη συζήτηση μιας εκθέσεως κατά κανόνα αμέσως μετά την παρουσίασή της στην οποία προβαίνει ο εισηγητής. Εκτός αυτού τα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου λαμβάνουν το λόγο όποτε τον ζητήσουν.

Εάν κατά τη γενική συζήτηση κατατεθούν τροπολογίες επί των οποίων η Επιτροπή δεν μπόρεσε να λάβει θέση, η Επιτροπή μπορεί να λάβει το λόγο πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας επί της προτάσεως επί της οποίας κατατίθενται οι τροπολογίες.

Άρθρο 108

Παρέμβαση επί προσωπικού ζητήματος

1. Κάθε βουλευτής που ζητεί το λόγο για προσωπικό ζήτημα ακούεται στο τέλος της συζητήσεως επί του θέματος της ημερησίας διατάξεως που συζητείται ή κατά την έγκριση των συνοπτικών πρακτικών της συνεδριάσεως στην οποία αναφέρεται η αίτηση παρεμβάσεως.

Ο αγορητής δεν ομιλεί επί του αντικειμένου της συζητήσεως αλλά οφείλει να περιορισθεί στο να αντικρούσει είτε λεχθένα κατά τη συζήτηση που τον αφορούν προσωπικά, είτε απόψεις που του αποδόθηκαν ή στο να διευκρινίσει προηγούμενες δηλώσεις του.

2. Εκτός αντιθέτου αποφάσεως του Κοινοβουλίου, καμία παρέμβαση επί προσωπικού ζητήματος δεν διαρκεί περισσότερο από τρία λεπτά.

Άρθρο 109

Μέτρα για την τήρηση της τάξεως

1. Ο Πρόεδρος ανακαλεί στην τάξη κάθε βουλευτή που διαταράσσει τη συνεδρίαση.

2. Σε περίπτωση υποτροπής, ο Πρόεδρος ανακαλεί και πάλι τον βουλευτή στην τάξη με σχετική εγγραφή στα συνοπτικά πρακτικά.

3. Σε περίπτωση νέας υποτροπής, ο Πρόεδρος μπορεί να αποβάλει τον βουλευτή από την αίθουσα μέχρι το τέλος της συνεδριάσεως. Ο Γενικός Γραμματέας μεριμνά για την άμεση εκτέλεση αυτού του πειθαρχικού μέτρου, επικουρούμενος από το προσωπικό ασφαλείας του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 110

Αποκλεισμός βουλευτών από την αίθουσα συνεδριάσεων

1. Σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις διαταράξεως της τάξεως, ο Πρόεδρος, αφού πρώτα ανακαλέσει επισήμως στην τάξη τον παρεκτρεπόμενο, μπορεί να προτείνει στο Κοινοβούλιο, είτε αμέσως είτε το αργότερο, κατά τη διάρκεια της αμέσως επομένης συνεδριάσεως, την απαγγελία μομφής, η οποία συνεπάγεται την άμεση αποβολή του υπαιτίου από την αίθουσα και απαγόρευση της παρουσίας του σε αυτήν για διάστημα δύο έως πέντε ημερών.

2. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει σχετικά με το πειθαρχικό αυτό μέτρο σε χρονική στιγμή οριζόμενη από τον Πρόεδρο. Η σχετική ψηφοφορία διεξάγεται κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως κατά την οποία έλαβε χώρα η διατάραξη της τάξεως ή μιας από τις τρεις επόμενες συνεδριάσεις. Ο βουλευτής κατά του οποίου στρέφεται η πρόταση έχει το δικαίωμα να λάβει το λόγο πριν από την ψηφοφορία. Ο χρόνος της ομιλίας του δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε λεπτά.

3. Η λήψη του εν λόγω πειθαρχικού μέτρου αποφασίζεται χωρίς συζήτηση και με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας. Οι αιτήσεις σύμφωνα με τα άρθρο 112 παράγραφος 3 ή το άρθρο 119 παράγραφος 1 του Κανονισμού δεν γίνονται δεκτές.

Άρθρο 111

Αταξία στο Κοινοβούλιο

Σε περίπτωση αταξίας στο Κοινοβούλιο, η οποία απειλεί να διαταράξει την ομαλή διεξαγωγή των συζητήσεων, ο Πρόεδρος κηρύσσει τη διακοπή για ορισμένο χρονικό διάστημα ή τη λήξη της συνεδριάσεως προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Αν δεν είναι δυνατόν να εισακουσθεί, εγκαταλείπει την έδρα, πράγμα το οποίο συνεπάγεται διακοπή της συνεδριάσεως. Η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV ΑΠΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

Άρθρο 112

Απαρτία

1. Το Κοινοβούλιο συνεδριάζει, καταρτίζει την ημερήσια διάταξή του και εγκρίνει τα συνοπτικά πρακτικά, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των παρόντων βουλευτών του.

2. Απαρτία υπάρχει όταν το ένα τρίτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο είναι παρόν στην αίθουσα συνεδριάσεων.

3. Κάθε ψηφοφορία είναι έγκυρη, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των βουλευτών που ψηφίζουν, εκτός και αν κατά την ψηφοφορία ο Πρόεδρος, κατόπιν αιτήσεως είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτών υποβληθείσης προ της ενάρξεως της ψηφοφορίας, διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας. Αν η ψηφοφορία δείξει έλλειψη απαρτίας, η ψηφοφορία εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδριάσεως.

Αίτηση διαπιστώσεως της απαρτίας μπορεί να υποβληθεί μόνον από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές. Αίτηση η οποία υποβάλλεται εξ ονόματος πολιτικής ομάδας δεν γίνεται δεκτή.

Για τον καθορισμό του αποτελέσματος της ψηφοφορίας πρέπει να υπολογίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 2, όλοι οι βουλευτές που είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων και, σύμφωνα με την παράγραφο 4, όλοι οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπιστώσεως απαρτίας. Για τη διαπίστωση απαρτίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας και δεν επιτρέπεται να είναι κλειστές οι θύρες της αίθουσας συνεδριάσεων.

Εάν δεν υπάρχει ο απαραίτητος για την απαρτία αριθμός παρόντων, ο Πρόεδρος δεν ανακοινώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αλλά διαπιστώνει την έλλειψη απαρτίας.

Η παράγραφος 3 τελευταία φράση δεν εφαρμόζεται στις ψηφοφορίες για αιτήσεις επί της διαδικασίας, αλλά μόνο στην ψηφοφορία επί της ουσίας.

4. Οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπιστώσεως απαρτίας συνυπολογίζονται στην καταμέτρηση των παρόντων, σύμφωνα με την παράγραφο 2, ακόμα και αν δεν βρίσκονται πλέον στην αίθουσα συνεδριάσεων.

5. Αν είναι παρόντες λιγότεροι από είκοσι εννέα βουλευτές, ο Πρόεδρος μπορεί να διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας.

Άρθρο 113

Διαδικασία ψηφοφορίας

1. Το Κοινοβούλιο εφαρμόζει, σε ψηφοφορίες επί εκθέσεων, την ακόλουθη διαδικασία:

α) αρχικά, ψηφοφορία επί των ενδεχομένων τροπολογιών του κειμένου στο οποίο αναφέρεται η έκθεση της αρμοδίας επιτροπής 7

β) κατόπιν, ψηφοφορία επί του συνόλου του τυχόν τροποποιηθέντος κειμένου 7

γ) εν συνεχεία, ψηφοφορία των επί μέρους παραγράφων της προτάσεως ψηφίσματος ή του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου, της οποίας προηγείται κάθε φορά ψηφοφορία επί των ενδεχομένων τροπολογιών 7

δ) τέλος, ψηφοφορία επί του συνόλου της προτάσεως ψηφίσματος ή του σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου (τελική ψηφοφορία).

Το Κοινοβούλιο δεν ψηφίζει επί της αιτιολογικής εκθέσεως που περιέχεται στην έκθεση.

(Βλ. επίσης ερμηνεία υπό το άρθρο 150)

2. Στη δεύτερη ανάγνωση ακολουθείται η εξής διαδικασία ψηφοφορίας κατ' εφαρμογή της διαδικασίας συνεργασίας:

α) εάν δεν υποβληθεί πρόταση απορρίψεως ή τροποποιήσεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου, η κοινή θέση λογίζεται ως εγκριθείσα σύμφωνα με το άρθρο 68 7

β) η ψηφοφορία επί της προτάσεως απορρίψεως της κοινής θέσεως του Συμβουλίου διεξάγεται προ της ψηφοφορίας επί των τυχόν τροπολογιών (βλ. άρθρο 71, παρ. 1) 7

γ) εάν κατατεθούν πολλές τροπολογίες στην κοινή θέση πρέπει να τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με τη σειρά που προβλέπεται στο άρθρο 115 7

δ) εάν το Κοινοβούλιο προέβη σε ψηφοφορία περί τροποποιήσεως της κοινής θέσεως, περαιτέρω ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου μπορεί να διενεργηθεί μόνο σύμφωνα με το άρθρο 71 παράγραφος 2.

3. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 122, κατά την ψηφοφορία επιτρέπεται να ομιλήσει μόνον ο εισηγητής, προκειμένου να εκθέσει με συντομία την άποψη της επιτροπής του για τις τροπολογίες που τίθενται σε ψηφοφορία.

Άρθρο 113α

Ισοψηφία

1. Εάν υπάρχει ισοψηφία στο πλαίσιο του άρθρου 113 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή στοιχείο δ) το κείμενο στο σύνολό του αναπέμπεται στην επιτροπή. Το αυτό ισχύει επίσης όσον αφορά τις ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7 και τις τελικές ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 137 και 153.

2. Εάν υπάρξει ισοψηφία όσον αφορά την ημερήσια διάταξη στο σύνολό της (άρθρο 96) ή τα Πρακτικά στο σύνολό τους (άρθρο 133) ή κείμενο που έχει τεθεί σε ψηφοφορία κατά τμήματα σύμφωνα με το άρθρο 116, το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι εγκρίνεται.

3. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισοψηφίας, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων που απαιτούν ειδική πλειοψηφία, το κείμενο ή η πρόταση που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι απορρίπτεται.

Άρθρο 114

Βάσεις της ψηφοφορίας

1. Βάση της ψηφοφορίας επί των εκθέσεων αποτελεί μια σύσταση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής. Η επιτροπή αυτή μπορεί να αναθέσει το έργο αυτό στον πρόεδρο και τον εισηγητή της.

2. Η επιτροπή μπορεί να συστήσει να ψηφισθούν όλες μαζί ή μεμονωμένες οι τροπολογίες, να εγκριθούν ή να απορριφθούν ή να θεωρηθούν ότι καταπίπτουν.

Μπορεί να προτείνει επίσης συμβιβαστικές τροπολογίες.

3. Εφόσον συστήσει να ψηφισθούν οι τροπολογίες όλες μαζί, τότε διεξάγεται κατ' αρχάς η ψηφοφορία εφ' όλων αυτών μαζί των τροπολογιών.

4. Εφόσον προτείνει συμβιβαστική τροπολογία, διενεργείται επ' αυτής ψηφοφορία κατά προτεραιότητα.

5. Επί τροπολογίας, για την οποία έχει ζητηθεί ονομαστική ψηφοφορία, διενεργείται μεμονωμένη ψηφοφορία.

6. Σε ψηφοφορία πολλών τροπολογιών μαζί ή επί συμβιβαστικής τροπολογίας δεν επιτρέπεται ψηφοφορία κατά τμήματα.

Άρθρο 115

Σειρά ψηφοφορίας για τις τροπολογίες

1. Οι τροπολογίες έχουν προτεραιότητα έναντι του κειμένου στο οποίο αναφέρονται και τίθενται σε ψηφοφορία πριν από αυτό.

2. Αν δύο ή περισσότερες τροπολογίες οι οποίες αλληλοαναιρούνται αναφέρονται στο ίδιο τμήμα του κειμένου, εκείνη που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο έχει την προτεραιότητα και τίθεται πρώτη σε ψηφοφορία. Η έγκρισή της συνεπάγεται την ακύρωση των άλλων τροπολογιών. Αν όμως απορριφθεί αυτή, τίθεται σε ψηφοφορία η τροπολογία η οποία ακολουθεί κατά σειρά προτεραιότητος και ούτω καθ' εξής για κάθε μια από τις επόμενες τροπολογίες. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την προτεραιότητα, αποφασίζει ο Πρόεδρος.

3. Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία πρώτα το αρχικό κείμενο ή να θέσει σε ψηφοφορία την τροπολογία που αποκλίνει λιγότερο από αυτό, πριν από την τροπολογία που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο.

Αν κάποιο από τα κείμενα συγκεντρώσει την πλειοψηφία, όλες οι άλλες τροπολογίες που αναφέρονται στο ίδιο κείμενο καθίστανται άκυρες. Πριν εφαρμόσει αυτήν τη διαδικασία, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι δεν αντιτίθενται σε αυτήν είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζει την εν λόγω διαδικασία.

4. Κατ' εξαίρεση, κατόπιν προτάσεως του Προέδρου, τροπολογίες που κατατίθενται μετά τη λήξη της συζητήσεως είναι δυνατόν να τεθούν σε ψηφοφορία αν πρόκειται για συμβιβαστικές τροπολογίες ή αν ανακύπτουν προβλήματα τεχνικής φύσεως. Ο Πρόεδρος θα πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου προκειμένου να τις θέσει σε ψηφοφορία.

Σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 3, ο Πρόεδρος κρίνει το παραδεκτό των τροπολογιών. Για μια συμβιβαστική τροπολογία που κατατίθεται μετά το πέρας της συζητήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 115 παράγραφος 4, ο Πρόεδρος κρίνει το παραδεκτό κατά περίπτωση, βεβαιούμενος για το συμβιβαστικό χαρακτήρα της τροπολογίας.

Ως γενικά κριτήρια περί του παραδεκτού μπορούν να θεωρηθούν:

- ότι, κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες δεν μπορούν να αναφέρονται σε τμήματα του κειμένου που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο τροπολογιών πριν από το πέρας της συζητήσεως,

- ότι, κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες προέρχονται από τις πολιτικές ομάδες, τους προέδρους ή τους εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών ή τους συντάκτες άλλων τροπολογιών,

- ότι, κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες έχουν ως αποτέλεσμα να αποσύρονται άλλες τροπολογίες για το ίδιο σημείο.

Μόνον ο Πρόεδρος μπορεί να προτείνει να ληφθεί υπόψη μια συμβιβαστική τροπολογία. Για να θέσει την τροπολογία σε ψηφοφορία ο Πρόεδρος πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου 7 ερωτά δηλαδή αν υπάρχουν αντιρρήσεις να τεθεί σε ψηφοφορία μια συμβιβαστική τροπολογία. Στην περίπτωση αυτή, το Κοινοβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών.

5. Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία πολλές τροπολογίες μαζί όταν αυτές αλληλοσυμπληρώνονται, ιδιαίτερα εάν η αρμόδια επιτροπή έχει καταθέσει δέσμη τροπολογιών οι οποίες αναφέρονται στο κείμενο της έκθεσης. Πριν εφαρμόσει τη διαδικασία αυτή ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου.

6. Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, μετά την έγκριση ή απόρριψη μιας συγκεκριμένης τροπολογίας, να θέσει σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες μαζί, με παρόμοιο περιεχόμενο ή παρόμοιους στόχους. Πριν εφαρμόσει τη διαδικασία αυτή ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου.

Άρθρο 116

Ψηφοφορία κατά τμήματα

1. Όταν το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία περιέχει δύο ή περισσότερες διατάξεις ή αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα ζητήματα ή προσφέρεται σε χωρισμό σε δύο ή περισσότερα μέρη με ανεξάρτητη λογική έννοια ή ιδία κανονιστική ισχύ, μπορεί να υποβληθεί αίτηση ψηφοφορίας κατά τμήματα.

Σε περίπτωση ψηφοφορίας κατά τμήματα, πρέπει να τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με την εκάστοτε απαιτούμενη πλειοψηφία.

2. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί το αργότερο μία ώρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, εκτός εάν ο Πρόεδρος καθορίσει άλλη προθεσμία. Ο Πρόεδρος αποφασίζει όσον αφορά την αίτηση.

Άρθρο 117

Δικαίωμα ψήφου

Το δικαίωμα ψήφου είναι προσωπικό.

Οι βουλευτές ψηφίζουν μεμονωμένως και προσωπικώς.

Οποιαδήποτε παραβίαση του παρόντος άρθρου θα θεωρείται ως σοβαρή διατάραξη της συνεδριάσεως υπό την έννοια του άρθρου 110 παράγραφος 1 και θα έχει τις έννομες συνέπειες που αναγράφονται στο άρθρο αυτό.

Άρθρο 118

Ψηφοφορία

1. Κοινοβούλιο ψηφίζει γενικά δι' ανατάσεως.

2. Εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι αμφίβολο, το Κοινοβούλιο ψηφίζει με ηλεκτρονική ψηφοφορία. Σε περίπτωση που το σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας βρίσκεται εκτός λειτουργίας, το Κοινοβούλιο ψηφίζει δι' αναστάσεως.

3. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής καταγράφεται.

Άρθρο 119

Ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως

1. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 32 παράγραφος 2, 33, παράγραφος 5 και 34 παράγραφος 5, η ψηφοφορία γίνεται δι' ονομαστικής κλήσεως αν, πριν από την έναρξή της, το ζητήσουν εγγράφως είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή μια πολιτική ομάδα.

2. Η ονομαστική κλήση γίνεται με αλφαβητική σειρά και αρχίζει από το βουλευτή του οποίου το όνομα κληρώθηκε. Ο Πρόεδρος ψηφίζει τελευταίος.

Η ψηφοφορία γίνεται μεγαλοφώνως και εκφράζεται με «ναι», «όχι» ή «αποχή». Για την υιοθέτηση ή την απόρριψη προτάσεως μόνο οι ψήφοι «υπέρ» και «κατά» υπολογίζονται. Ο Πρόεδρος διαπιστώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και το ανακοινώνει.

Οι ψήφοι καταγράφονται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδριάσεως με την αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών που αναφέρονται ανάλογα με την πολιτική τους ομάδα.

Άρθρο 120

Ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα

1. Ο Πρόεδρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει τη χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος για τις ψηφοφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 118, 119 και 121.

Αν η χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος είναι αδύνατη για τεχνικούς λόγους, τότε η ψηφοφορία γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 118, 119 παράγραφος 2 ή 121.

Οι τεχνικές λεπτομέρειες της χρησιμοποιήσεως του συστήματος αυτού ρυθμίζονται με οδηγίες του Προεδρείου.

2. Σε περίπτωση ψηφοφορίας με ηλεκτρονικό σύστημα μόνο το αριθμητικό αποτέλεσμά της καταγράφεται.

Αν πάντως ζητηθεί ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 119, το αποτέλεσμά της καταγράφεται ονομαστικά και καταχωρείται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδριάσεως με την αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών.

3. Η ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 119 παράγραφος 2, κάθε φορά που η πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών το ζητεί. Για να διαπιστωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σύστημα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 121

Μυστική ψηφοφορία

1. Για τους διορισμούς, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων 13 παράγραφος 1, 137 παράγραφος 1 και 142 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, η ψηφοφορία είναι μυστική.

Μόνο τα ψηφοδέλτια που περιέχουν τα ονόματα των προσώπων που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπολογίζονται κατά την καταμέτρηση των ψήφων.

2. Η ψηφοφορία μπορεί να είναι επίσης μυστική αν αυτό ζητηθεί από το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί πριν την έναρξη της ψηφοφορίας.

3. Αίτηση για μυστική ψηφοφορία έχει προτεραιότητα έναντι αιτήσεως για ονομαστική ψηφοφορία.

4. Η διαλογή των ψήφων σε κάθε μυστική ψηφοφορία διενεργείται από τέσσερεις ψηφολέκτες που ορίζονται με κλήρο μεταξύ των βουλευτών.

Σε ψηφοφορίες που διεξάγονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι υποψήφιοι δεν μπορούν να είναι και ψηφολέκτες.

Τα ονόματα των βουλευτών που πήραν μέρος σε μυστική ψηφοφορία καταγράφονται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδριάσεως κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε η ψηφοφορία.

Άρθρο 122

Αιτιολόγηση της ψήφου

1. Όταν η γενική συζήτηση περατωθεί, μπορεί κάθε βουλευτής να προβεί σε προφορική αιτιολόγηση ψήφου επί της τελικής ψηφοφορίας, που επιτρέπεται να διαρκέσει κατ' ανώτατο όριο ένα λεπτό, ή σε σύντομη γραπτή δήλωση 200 λέξεων κατά ανώτατο όριο, η οποία περιλαμβάνεται στα πλήρη πρακτικά της συνεδριάσεως.

Μια πολιτική ομάδα μπορεί να προβεί σε αιτιολόγηση διαρκείας δύο λεπτών κατ' ανώτατο όριο.

Αιτήσεις αιτιολογήσεως της ψήφου, που υποβάλλονται μετά την έναρξη της πρώτης αιτιολογήσεως της ψήφου, δεν γίνονται πλέον δεκτές.

2. Αιτιολόγηση της ψήφου δεν γίνεται δεκτή σε περίπτωση ψηφοφορίας επί θεμάτων διαδικασίας.

3. Όταν η ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου περιλαμβάνει πρόταση της Επιτροπής ή έκθεση, σύμφωνα με τα άρθρα 52, παράγραφος 5 ή 99, οι βουλευτές μπορούν να προβούν σε γραπτή αιτιολόγηση της ψήφου, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Οι αιτιολογήσεις ψήφου, προφορικές ή γραπτές, πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία.

Άρθρο 123

Αμφισβητήσεις επί της ψηφοφορίας

1. Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη κάθε ξεχωριστής ψηφοφορίας.

2. Εφόσον ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη μιας ψηφοφορίας, μόνον ο ίδιος μπορεί να παρέμβει πριν κηρύξει τη λήξη της.

3. Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού σχετικά με την εγκυρότητα μιας ψηφοφορίας είναι δυνατόν να γίνουν, αφού κηρυχθεί η λήξη της ψηφοφορίας.

4. Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας δι' ανατάσεως, μπορεί να ζητηθεί επαλήθευση με το ηλεκτρονικό σύστημα.

5. Ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος. Η απόφασή του είναι αμετάκλητη.

Άρθρο 124

Κατάθεση και υποστήριξη των τροπολογιών

1. Κάθε βουλευτής μπορεί να καταθέσει τροπολογίες για εξέταση σε επιτροπή.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον είκοσι εννέα βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες για εξέταση στην Ολομέλεια.

Οι τροπολογίες πρέπει να υποβάλλονται εγγράφως και να υπογράφονται από τους συντάκτες τους.

2. Με την επιφύλαξη των περιορισμών που προβλέπονται στο άρθρο 125, μια τροπολογία μπορεί να αποσκοπεί στην τροποποίηση οιουδήποτε μέρους ενός κειμένου ή στη διαγραφή, προσθήκη ή αντικατάσταση λέξεων ή αριθμών.

Σ' αυτό και το επόμενο άρθρο ο όρος «κείμενο» σημαίνει το σύνολο μιας προτάσεως ψηφίσματος/σχεδίου ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου ή προτάσεως αποφάσεως ή προτάσεως της Επιτροπής.

3. Ο Πρόεδρος καθορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.

4. Μια τροπολογία μπορεί να υποστηριχθεί κατά τη συζήτηση από το συντάκτη της ή από οποιονδήποτε άλλο βουλευτή που ο συντάκτης ορίζει ως αντικαταστάτη.

5. Όταν μια τροπολογία αποσυρθεί από το συντάκτη της, καθίσταται άκυρη, εκτός αν την αναδεχθεί αμέσως άλλος βουλευτής.

6. Εκτός αντιθέτου αποφάσεως του Κοινοβουλίου, οι τροπολογίες δεν μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία παρά μόνον αν έχουν τυπωθεί και διανεμηθεί σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Δεν είναι δυνατόν να ληφθεί παρόμοια απόφαση εάν δώδεκα τουλάχιστον βουλευτές εκφράσουν την αντίθεσή τους.

(Για τη διαδικασία σε επιτροπή, βλ. επίσης ερμηνεία στο άρθρο 150)

Άρθρο 125

Το παραδεκτό των τροπολογιών

1. Καμία τροπολογία δεν γίνεται παραδεκτή:

α) αν το περιεχόμενό της δεν έχει άμεση σχέση με το κείμενο στου οποίου την τροποποίηση αποσκοπεί 7

β) αν αποσκοπεί στη διαγραφή ή αντικατάσταση του συνόλου του κειμένου 7

γ) αν, στην περίπτωση που αποσκοπεί στη διαγραφή μέρους ενός κειμένου, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με διεξαγωγή επί μέρους ψηφοφορίας, σύμφωνα με το άρθρο 116 7 ωστόσο η διάταξη αυτή δεν θα πρέπει να αποκλείει τη συμπερίληψη στην έκθεση επί διαβουλεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 51, τροπολογίας για διαγραφή μέρους της προτάσεως της Επιτροπής 7

δ) αν αποσκοπεί στην τροποποίηση περισσοτέρων του ενός άρθρων ή περισσοτέρων της μιας παραγράφων του κειμένου στο οποίο αναφέρεται. Η διάταξη αυτή δεν αφορά τις συμβιβαστικές τροπολογίες 7

ε) αν αποδειχθεί ότι σε μία τουλάχιστον από τις επίσημες γλώσσες η διατύπωση του κειμένου στο οποία αναφέρεται δεν έχει ανάγκη τροποποιήσεως στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος αναζητεί από κοινού με τους ενδιαφερομένους την αρμόζουσα γλωσσική λύση.

2. Κάθε τροπολογία καθίσταται άκυρη αν αντιβαίνει σε προηγούμενες αποφάσεις επί του αυτού κειμένου που έχουν ληφθεί κατά την αυτή ψηφοφορία.

3. Το παραδεκτό των τροπολογιών κρίνει ο Πρόεδρος.

Η απόφαση του Προέδρου, βάσει της παραγράφου 3, σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών δεν λαμβάνεται μόνο βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αλλά βάσει των διατάξεων του Κανονισμού γενικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XV ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Άρθρο 126

Αιτήσεις επί της διαδικασίας

1. Ο λόγος δίνεται στους βουλευτές κατά προτεραιότητα για τις ακόλουθες αιτήσεις επί της διαδικασίας:

α) αίτηση απορρίψεως συζητήσεως λόγω απαραδέκτου (άρθρο 128) 7

β) αίτηση αναπομπής σε επιτροπή (άρθρο 129) 7

γ) αίτηση τερματισμού της συζητήσεως (άρθρο 130) 7

δ) αίτηση αναβολής της συζητήσεως (άρθρο 131) 7

ε) αίτηση διακοπής ή λήξεως της συνεδριάσεως (άρθρο 132).

Σε ό, τι αφορά τις αιτήσεις αυτές μπορούν να λάβουν το λόγο, εκτός από τον αιτούντα, μόνον ένας αγορητής υπέρ και ένας αγορητής κατά καθώς επίσης και ο πρόεδρος ή ο εισηγητής της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

2. Ο χρόνος αγορεύσεως δεν μπορεί να υπερβεί το ένα λεπτό.

Άρθρο 127

Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού

1. Ένας βουλευτής μπορεί να λάβει το λόγο για να επιστήσει την προσοχή του Προέδρου σε παράβαση του Κανονισμού. Κατά την έναρξη της παρεμβάσεώς του πρέπει ο βουλευτής να αναφέρει το άρθρο, το οποίο επικαλείται.

2. Κάθε παρέμβαση επί της εφαρμογής του Κανονισμού έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων παρεμβάσεων.

3. Ο χρόνος αγορεύσεως ανέρχεται σε ένα λεπτό κατ' ανώτατο όριο.

4. Ο Πρόεδρος αποφασίζει αμέσως επί των «παρατηρήσεων επί της εφαρμογής του Κανονισμού», σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού και ανακοινώνει την απόφασή του αμέσως μετά την παρατήρηση επί του Κανονισμού. Δεν διενεργείται ψηφοφορία επ' αυτής της αποφάσεως.

5. Ο Πρόεδρος μπορεί, κατ' εξαίρεση, να δηλώσει ότι η σχετική απόφαση θα ανακοινωθεί αργότερα αλλά οπωσδήποτε εντός 24 ωρών από της «παρατηρήσεως επί της εφαρμογής του Κανονισμού» και εφόσον η αναβολή της αποφάσεως δεν αναστέλλει τη διεξαγόμενη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος μπορεί να υποβάλει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή.

Άρθρο 128

Απόρριψη συζητήσεως λόγω απαραδέκτου

1. Κατά την έναρξη της συζητήσεως επί συγκεκριμένου θέματος της ημερησίας διατάξεως, μπορεί να υποβληθεί αίτηση απορρίψεως του σχετικού θέματος συζητήσεως ως απαραδέκτου.

Η ψηφοφορία επί της αιτήσεως αυτής διεξάγεται αμέσως.

2. Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί αμέσως στο επόμενο θέμα της ημερησίας διατάξεως.

Άρθρο 129

Αναπομπή σε επιτροπή

1. Η αναπομπή σε επιτροπή μπορεί να ζητηθεί από μια πολιτική ομάδα ή από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές κατά τον καθορισμό της ημερήσιας διατάξεως, πριν από την έναρξη της συζητήσεως ή της τελικής ψηφοφορίας.

2. Η αίτηση αναπομπής σε επιτροπή μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά κατά τη διάρκεια καθεμιάς από τις τρεις αυτές φάσεις της διαδικασίας.

3. Με την αναπομπή σε επιτροπή αναβάλλεται η συζήτηση επί του υπό εξέταση θέματος.

4. Το Κοινοβούλιο μπορεί να θέσει στην επιτροπή προθεσμία, εντός της οποίας πρέπει να υποβάλει αυτή τα πορίσματά της.

Άρθρο 130

Περάτωση της συζητήσεως

1. Η περάτωση της συζητήσεως πριν εξαντληθεί ο κατάλογος των αγορητών μπορεί να προταθεί από τον Πρόεδρο ή από μια πολιτική ομάδα ή από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως ή της αιτήσεως αυτής διεξάγεται αμέσως.

2. Αν η πρόταση ή αίτηση αυτή γίνει δεκτή, επιτρέπεται να ομιλήσει μόνον ένας βουλευτής από κάθε ομάδα στην οποία δεν έχει ακόμα παραχωρηθεί ο λόγος.

3. Αφού γίνουν οι παρεμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η συζήτηση λήγει και το Κοινοβούλιο προχωρεί στην ψηφοφορία επί του εξεταζομένου θέματος και εφ' όσον δεν έχει καθορισθεί προηγουμένως συγκεκριμένος χρόνος ψηφοφορίας.

4. Αν η αίτηση ή η πρόταση απορριφθούν, δεν μπορούν να υποβληθούν και πάλι κατά τη διάρκεια της ίδιας συζητήσεως.

Άρθρο 131

Αναβολή της συζητήσεως

1. Κατά την έναρξη της συζητήσεως επί συγκεκριμένου θέματος της ημερησίας διατάξεως, μπορεί μια πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές να ζητήσουν την αναβολή της συζητήσεως μέχρις ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου. Η σχετική ψηφοφορία διεξάγεται αμέσως.

2. Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί στο επόμενο θέμα της ημερησίας διατάξεως. Η αναβληθείσα συζήτηση συνεχίζεται κατά το καθορισθέν συγκεκριμένο χρονικό σημείο.

3. Αν απορριφθεί η αίτηση, δεν μπορεί να υποβληθεί και πάλι κατά τη διάρκεια της ιδίας περιόδου συνόδου.

Απόφαση του Κοινοβουλίου, που αναβάλλει μια συζήτηση για μεταγενέστερη περίοδο συνόδου, πρέπει να αναφέρει την περίοδο συνόδου στην ημερήσια διάταξη της οποίας πρέπει να εγγραφεί η συζήτηση, νοουμένου βέβαια ότι η ημερήσια διάταξη αυτής της περιόδου συνόδου καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 95 και 96 του Κανονισμού.

Άρθρο 132

Διακοπή ή λήξη της συνεδριάσεως

1. Κατά τη διάρκεια συζητήσεως ή ψηφοφορίας, η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί ή να λήξει αν το αποφασίσει το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως του Προέδρου ή αιτήσεως πολιτικής ομάδος ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτών. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως ή της αιτήσεως αυτής διεξάγεται αμέσως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVI ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

Άρθρο 133

Συνοπτικά πρακτικά

1. Τα συνοπτικά πρακτικά κάθε συνεδριάσεως, που περιέχουν τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου και τα ονόματα των αγορητών, διανέμονται τουλάχιστον μισή ώρα πριν από την έναρξη της επομένης συνεδριάσεως.

Ως «αποφάσεις» κατά την ανωτέρω έννοια θεωρούνται επίσης στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας όλες οι τροπολογίες που εγκρίνει το Κοινοβούλιο, ακόμα και εάν έχει απορριφθεί η σχετική πρόταση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 1, ή η κοινή θέση του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 71 παράγραφος 3.

2. Στην αρχή κάθε συνεδριάσεως, ο Πρόεδρος υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση τα συνοπτικά πρακτικά της προηγουμένης συνεδριάσεως.

3. Αν τα συνοπτικά πρακτικά αμφισβητηθούν, το Κοινοβούλιο αποφασίζει, αν συντρέχει λόγος, κατά πόσο πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αιτούμενες τροποποιήσεις. Κανένας βουλευτής δεν επιτρέπεται να ομιλήσει περισσότερο από ένα λεπτό επί των συνοπτικών πρακτικών.

4. Τα συνοπτικά πρακτικά φέρουν την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα και φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός μηνός.

Άρθρο 134

Πλήρη πρακτικά

1. Πλήρη πρακτικά των συζητήσεων κάθε συνεδριάσεως συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες.

2. Οι αγορητές οφείλουν να επιστρέφουν τα κείμενα των αγορεύσεών τους στη Γραμματεία το αργότερο μία ημέρα μετά τη λήψη τους.

3. Τα πλήρη πρακτικά δημοσιεύονται ως παράρτημα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVII ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ

Άρθρο 135

Σύσταση των επιτροπών

1. Το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες επιτροπές οι αρμοδιότητες των οποίων καθορίζονται σε παράρτημα του Κανονισμού (1). Τα μέλη τους εκλέγονται κατά την πρώτη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου και, εκ νέου, μετά από δυόμισυ χρόνια.

2. Το Κοινοβούλιο μπορεί ανά πάσα στιγμή να συτήσει προσωρινές επιτροπές, των οποίων οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η λήξη της θητείας καθορίζονται ταυτόχρονα με τη λήψη της αποφάσεως περί συστάσεως της επιτροπής 7 η θητεία της επιτροπής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, εκτός αν το Κοινοβούλιο παρατείνει τη διάρκεια της θητείας μετά τη λήξη της.

Εάν, με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού, οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η θητεία των προσωρινών επιτροπών καθορισθούν ταυτόχρονα με την απόφαση της σύστασής τους, το Κοινοβούλιο δεν θα μπορεί στη συνέχεια να αποφασίσει τροποποίηση των αρμοδιοτήτων τους, είτε αυτό αφορά τον περιορισμό είτε τη διεύρυνσή τους.

***

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου προβλέπουν ότι μόνο για τις προσωρινές επιτροπές είναι δυνατό να καθορίζονται οι αρμοδιότητές τους ταυτόχρονα με την απόφαση για τη σύστασή τους.

Αντίθετα, οι αρμοδιότητες των μονίμων επιτροπών, που αποτελούν το αντικείμενο παραρτήματος στον Κανονισμό, απορρέουν από ξεχωριστή διαδικασία και δύνανται συνεπώς να καθορισθούν, σε ημερομηνία διαφορετική από αυτή της σύστασής τους.

Άρθρο 136

Προσωρινές εξεταστικές επιτροπές

1. Το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήσεως του ενός τετάρτου των βουλευτών, μπορεί να συνιστά μια προσωρινή εξεταστική επιτροπή για να εξετάσει τις καταγγελίες παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου ή περιστατικά κακής διοικήσεως κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, τα οποία καταλογίζονται είτε σε όργανο ή υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είτε σε δημόσια διοίκηση ενός κράτους μέλους είτε σε πρόσωπα στα οποία το κοινοτικό δίκαιο αναθέτει την εντολή της εφαρμογής του.

Η απόφαση για τη σύσταση προσωρινής εξεταστικής επιτροπής δημοσιεύεται εντός ενός μηνός στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Το Κοινοβούλιο λαμβάνει εξάλλου κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου η απόφαση αυτή να καταστεί όσο το δυνατόν περισσότερο γνωστή.

2. Οι τρόποι λειτουργίας μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, οι οποίες εφαρμόζονται στις επιτροπές, πλην των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το παρόν άρθρο και από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 19ης Απριλίου 1995 σχετικά με τους τρόπους για την άσκηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων, που επισυνάπτεται στον παρόντα κανονισμό (1).

3. Η αίτηση για τη σύσταση προσωρινής εξεταστικής επιτροπής θα πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της έρευνας και να περιλαμβάνει μια λεπτομερή αιτιολογική έκθεση που να την υποστηρίζει. Το Κοινοβούλιο, μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, αποφασίζει σχετικά με τη σύσταση της Επιτροπής και, αν αποφασίσει τη σύστασή της, σχετικά με τη σύνθεσή της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 137.

4. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή περατώνει τις εργασίες της με την υποβολή έκθεσης εντός ανώτατης περιόδου δώδεκα μηνών. Το Κοινοβούλιο δύναται να αποφασίσει να παρατείνει δύο φορές την προθεσμία αυτή για άλλους τρεις μήνες.

Εντός της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής έχουν δικαίωμα ψήφου μόνο τα τακτικά μέλη ή, κατά την απουσία τους, οι μόνιμοι αναπληρωτές τους.

5. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της και δύο αντιπροέδρους και ορίζει έναν ή περισσότερους εισηγητές. Εξάλλου, η επιτροπή μπορεί επίσης να αναθέσει στα μέλη της αποστολές, ειδικά καθήκοντα ή αρμοδιότητες, τα οποία στη συνέχεια της υποβάλλουν λεπτομερή έκθεση.

Στη διάρκεια που μεσολαβεί μεταξύ δύο συνεδριάσεων, το προεδρείο ασκεί, σε περιπτώσεις κατεπείγοντος ή ανάγκης, τις εξουσίες της επιτροπής, με την προϋπόθεση ότι θα επικυρωθούν στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση.

6. Όταν μια προσωρινή εξεταστική επιτροπή θεωρεί ότι κάποιο δικαίωμά της δεν έχει γίνει σεβαστό, προτείνει στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα.

7. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή μπορεί να αποταθεί στα όργανα ή στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 3 της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, με σκοπό τη διεξαγωγή ακροάσεων ή την παραλαβή εγγράφων.

Τα έξοδα ταξιδίου και παραμονής των μελών και των υπαλλήλων των κοινοτικών οργάνων και υπηρεσιών επιβαρύνουν τις αντίστοιχες κοινοτικές υπηρεσίες. Τα έξοδα ταξιδίου και παραμονής των άλλων προσώπων που καταθέτουν ενώπιον μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής θα επιστρέφονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τους όρους που εφαρμόζονται για τις ακροάσεις των εμπειρογνωμόνων.

Κάθε άτομο που καλείται να καταθέσει ενώπιον προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που θα είχε ως μάρτυρας ενώπιον μιας δικαστικής αρχής της χώρας προελεύσεώς του και θα πρέπει να ενημερωθεί σχετικά με τα δικαιώματα αυτά πριν από την κατάθεσή του.

Όσον αφορά τη χρήση των γλωσσών, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή θα εφαρμόζει το άρθρο 102 του Κανονισμού. Εντούτοις, το προεδρείο της Επιτροπής:

- μπορεί να περιορίσει τη διερμηνεία στις επίσημες γλώσσες όσων πρέπει να συμμετάσχουν στις εργασίες, εάν το κρίνει απαραίτητο για λόγους εμπιστευτικότητας

και

- αποφασίζει σχετικά με τη μετάφραση των εγγράφων που παραλαμβάνει, κατά τρόπο ώστε η Επιτροπή να μπορεί να διεξάγει τις εργασίες της με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα, με σεβασμό του απαιτούμενου απορρήτου και της εμπιστευτικότητας.

8. Ο πρόεδρος της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής μεριμνά, μαζί με τα μέλη του προεδρείου, για την τήρηση του απορρήτου ή του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εργασιών, προειδοποιώντας σχετικώς εν ευθέτω χρόνω τα μέλη.

Επίσης, υπενθυμίζει ρητώς τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 της προαναφερθείσας απόφασης. Εφαρμόζεται το παράρτημα VII του Κανονισμού.

9. Η εξέταση των εγγράφων που διαβιβάζονται με τη διαδικασία του απορρήτου ή εμπιστευτικώς διεξάγεται με τη βοήθεια τεχνικών μέσων που εξασφαλίζουν την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στα έγγραφα αυτά μόνο των ειδικώς επιφορτισμένων για το σκοπόν αυτό βουλευτών. Οι εν λόγω βουλευτές πρέπει να αναλάβουν την επίσημη δέσμευση να μην επιτρέψουν σε κανέναν άλλον την πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι απόρρητες ή εμπιστευτικές σύμφωνα με το παρόν άρθρο και να τις χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για το σκοπό της εκπόνησης της εκθέσεώς τους για την προσωρινή εξεταστική επιτροπή. Οι συνεδριάσεις θα διεξάγονται σε αίθουσες με ειδική εγκατάσταση κατά τρόπο που να μην επιτρέπεται η ακρόαση εκ μέρους μη εξουσιοδοτημένων προσώπων.

10. Όταν λήξουν οι εργασίες της, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο έκθεση επί των πορισμάτων των εργασιών της, συνοδευόμενη, ενδεχομένως, από γνώμες της μειοψηφίας. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται.

Κατόπιν αιτήσεως της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, το Κοινοβούλιο διεξάγει συζήτηση επί της τελικής έκθεσης αυτής κατά την αμέσως επόμενη από την υποβολή της έκθεσης περίοδο συνόδου.

Η επιτροπή αυτή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο σχέδιο συστάσεως προοριζόμενο για θεσμικά όργανα ή υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή των κρατών μελών.

11. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το παράρτημα VI του Κανονισμού, να εξακριβώσει τη συνέχεια που δόθηκε στα πορίσματα της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής και, ενδεχομένως, την εκπόνηση σχετικής έκθεσης. Λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο που θεωρείται σκόπιμο προκειμένου να προωθηθεί η ουσιαστική εφαρμογή των πορισμάτων των ερευνών.

Άρθρο 137

Σύνθεση των επιτροπών

1. Η εκλογή των μελών των επιτροπών και των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών γίνεται μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών. Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προτάσεις εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών και των πολιτικών τάσεων.

Όταν ένας βουλευτής αλλάζει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας του των δυόμισυ ετών, τις έδρες που κατέχει στις κοινοβουλευτικές επιτροπές. Εν τούτοις, αν η αλλαγή αυτή της πολιτικής ομάδας διαταράσσει τη δίκαιη εκπροσώπηση των πολιτικών απόψεων σε μια επιτροπή, τότε η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει νέες προτάσεις για τη σύνθεση της επιτροπής αυτής, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στη δεύτερη πρόταση της παραγράφου 1, με την προϋπόθεση της διατηρήσεως των ατομικών δικαιωμάτων του εν λόγω βουλευτού.

2. Τροπολογίες στις προτάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων γίνονται παραδεκτές, υπό τον όρο να έχουν κατατεθεί από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές. Το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μυστική ψηφοφορία επί των τροπολογιών αυτών.

3. Εκλέγονται οι βουλευτές που αναφέρονται στις προτάσεις της Διασκέψεως των Προέδρων, όπως έχουν ενδεχομένως τροποποιηθεί βάσει της παραγράφου 2.

4. Αν η πολιτική ομάδα δεν υποβάλει υποψηφιότητες σε προσωρινή εξεταστική επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 1, εντός προθεσμίας που ορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων, η τελευταία θα υποβάλει στο Κοινοβούλιο μόνο τις μέχρι εκείνη τη στιγμή υποβληθείσες υποψηφιότητες.

5. Η πλήρωση κενών θέσεων σε επιτροπές είναι δυνατόν να αποφασισθεί προσωρινά από τη Διάσκεψη των Προέδρων με τη συναίνεση των βουλευτών που πρόκειται να διορισθούν και λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις της παραγράφου 1.

6. Οι τροποποιήσεις αυτές υποβάλλονται προς επικύρωση στο Κοινοβούλιο κατά την επόμενη συνεδρίασή του.

Άρθρο 138

Αναπληρωτές

1. Οι πολιτικές ομάδες και οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές μπορούν να ορίσουν για κάθε επιτροπή έναν αριθμό μονίμων αναπληρωτών ίσο προς τον αριθμό των τακτικών μελών που εκπροσωπούν τις διάφορες πολιτικές ομάδες και τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές στο πλαίσιο της επιτροπής. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πρέπει να έχει ενημερωθεί σχετικά. Οι μόνιμοι αναπληρωτές δικαιούνται να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, να λαμβάνουν το λόγο και, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους, να συμμετέχουν στις ψηφοφορίες.

2. Εκτός τούτου, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους και αν δεν έχουν διορισθεί μόνιμοι αναπληρωτές ή αν αυτοί απουσιάζουν, το τακτικό μέλος της επιτροπής μπορεί να αναπληρωθεί στις συνεδριάσεις από άλλο βουλευτή της ιδίας πολιτικής ομάδας με δικαίωμα συμμετοχής στις ψηφοφορίες. Το όνομα του αναπληρωτού πρέπει να γνωστοποιείται προηγουμένως στον πρόεδρο της επιτροπής.

Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται αναλογικά στους μη εγγεγραμμένους βουλευτές.

Η προηγουμένη γνωστοποίηση, που προβλέπεται από την παράγραφο 2 τελευταία περίοδος, πρέπει να γίνει πριν από το πέρας της συζητήσεως ή πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σημείου ή επί των σημείων για τα οποία το τακτικό μέλος αναπληρώνεται.

***

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θεμελιώνονται σε δύο στοιχεία σαφώς καθορισμένα με βάση το εν λόγω κείμενο:- μια πολιτική ομάδα δεν μπορεί να έχει περισσότερα μόνιμα αναπληρωματικά μέλη από τα τακτικά της μέλη σε μια επιτροπή,

- μόνον οι πολιτικές ομάδες έχουν το δικαίωμα να ορίζουν μόνιμα αναπληρωματικά μέλη με τη μόνη προϋπόθεση να ενημερώνουν προηγουμένως τον Πρόεδρο.

Συμπερασματικά:

- η ιδιότητα του μόνιμου αναπληρωτή απορρέει αποκλειστικά από τη συμμετοχή στην καθορισμένη ομάδα,

- όταν ο αριθμός των τακτικών μελών που διαθέτει μια πολιτική ομάδα σε μια επιτροπή μεταβάλλεται, ο ανώτατος αριθμός των μονίμων αναπληρωματικών μελών που μπορεί να διορίσει στην επιτροπή αυτή μεταβάλλεται αναλόγως,

- όταν ένα μέλος αλλάζει πολιτική ομάδα, δεν δύναται να διατηρήσει την ιδιότητα του μόνιμου αναπληρωματικού μέλους που κατείχε στην αρχική του ομάδα 7

- σε καμία περίπτωση ένα μέλος της επιτροπής δεν μπορεί να είναι αναπληρωτής συναδέλφου που ανήκει σε άλλη πολιτική ομάδα.

Άρθρο 139

Καθήκοντα των επιτροπών

1. Οι μόνιμες επιτροπές έχουν ως αποστολή την εξέταση των ζητημάτων που τους παραπέμπονται από το Κοινοβούλιο ή, κατά τις διακοπές της συνόδου, από τον Πρόεδρο εξ ονόματος της Διάσκεψης των Προέδρων. Τα καθήκοντα των προσωρινών και των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών καθορίζονται όταν συνιστώνται, και δεν δικαιούνται να γνωμοδοτούν προς άλλες επιτροπές (1).

2. Σε περίπτωση που μια μόνιμη επιτροπή αποφανθεί ότι είναι αναρμόδια για την εξέταση ενός ζητήματος ή σε περίπτωση συγκρούσεως αρμοδιοτήτων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μονίμων επιτροπών, το ζήτημα της αρμοδιότητος, κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων ή αιτήσεως μιας από τις ενδιαφερόμενες μόνιμες επιτροπές, εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου.

3. Σε περίπτωση που περισσότερες από μία μόνιμες επιτροπές είναι αρμόδιες για την εξέταση ενός ζητήματος, μια επιτροπή ορίζεται ως αρμόδια επί της ουσίας και οι άλλες ως γνωμοδοτικές.

Ο αριθμός πάντως των επιτροπών που επιλαμβάνονται ταυτόχρονα ενός ζητήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εκτός αν, για εύλογες αιτίες, αποφασισθεί παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

4. Δύο ή περισσότερες επιτροπές ή υποεπιτροπές μπορούν να προβούν σε από κοινού εξέταση ζητημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, χωρίς όμως να μπορούν να λάβουν απόφαση.

5. Κάθε επιτροπή μπορεί, με τη συναίνεση του Προεδρείου, να αναθέσει σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη της αποστολή μελέτης ή ενημερώσεως.

Άρθρο 140

Επιτροπή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής

Μεταξύ των επιτροπών που συγκροτούνται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό, μία επιτροπή είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής και την προεργασία των αποφάσεων που αφορούν τις αμφισβητήσεις των εκλογών.

Άρθρο 141

Υποεπιτροπές

1. Με προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, κάθε μόνιμη ή προσωρινή επιτροπή μπορεί, αν το απαιτούν οι εργασίες της, να συγκροτήσει μεταξύ των μελών της μία ή περισσότερες υποεπιτροπές, τη σύνθεση σύμφωνα με το άρθρο 137 και την αρμοδιότητα των οποίων καθορίζει η ίδια. Οι υποεπιτροπές υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στην επιτροπή η οποία τις έχει συγκροτήσει.

2. Η διαδικασία που ισχύει για τις επιτροπές εφαρμόζεται και στις υποεπιτροπές.

3. Οι αναπληρωτές γίνονται δεκτοί στις συνεδριάσεις των υποεπιτροπών με τους ίδιους όρους όπως και στις συγκεντρώσεις των επιτροπών.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά, κυρίως όσον αφορά τη σχέση εξάρτησης μεταξύ μιας υποεπιτροπής και της επιτροπής εκείνης στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία έχει συσταθεί. Αυτό συνεπάγεται κυρίως ότι τα μέλη μιας υποεπιτροπής επιλέγονται μεταξύ των μελών της κύριας επιτροπής.

Άρθρο 142

Προεδρείο των επιτροπών

1. Κατά την πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής που ακολουθεί την εκλογή των μελών των επιτροπών, σύμφωνα με το άρθρο 137, η επιτροπή εκλέγει έναν πρόεδρο και με χωριστές ψηφοφορίες ένα, δύο ή τρεις αντιπροέδρους που αποτελούν το προεδρείο της επιτροπής.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κατωτέρω εδαφίου 2, οι εκλογές για το προεδρείο γίνονται με μυστική ψηφοφορία χωρίς συζήτηση. Η εκλογή του απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία των μελών που εψήφισαν. Αν όμως κριθεί αναγκαία δεύτερη ψηφοφορία, αρκεί σχετική πλειοψηφία.

Στην περίπτωση που ο αριθμός των υποψηφίων αντιστοιχεί στον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, ο υποψήφιος ή οι υποψήφιοι μπορούν να ανακηρυχθούν εκλεγέντες χωρίς να παραστεί ανάγκη να διεξαχθεί ψηφοφορία σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

Άρθρο 143

Διαδικασία χωρίς έκθεση, απλοποιημένη διαδικασία

1. Σε κάθε συνεδρίαση επιτροπής, ο πρόεδρος υποβάλλει στην επιτροπή κατάλογο με τις προτάσεις, οι οποίες κατά τη γνώμη του ή/και κατόπιν συστάσεως του Προέδρου του Κοινοβουλίου θα έπρεπε να εγκριθούν χωρίς έκθεση.

Κάθε πρόταση αυτού του καταλόγου υποβάλλεται από τον πρόεδρο για απόφαση σε επιτροπή. Αν δεν αντιταχθούν τουλάχιστον τέσσερα μέλη, ο πρόεδρος της επιτροπής πληροφορεί τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για την έγκριση αυτής της προτάσεως.

2. Κατόπιν συστάσεως του Προέδρου του Κοινοβουλίου είτε προτάσεως του προεδρεύοντος της επιτροπής, μπορεί αυτή να γνωμοδοτήσει κατά μια απλοποιημένη διαδικασία.

Αν τέσσερα τουλάχιστον μέλη δεν αντιταχθούν, ο πρόεδρος της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει ορισθεί εισηγητής. Στα μέλη της επιτροπής διαβιβάζεται το σχέδιο εκθέσεως το οποίο αποτελείται από ένα τμήμα που αναφέρει τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, ένα σχέδιο ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου και μια σύντομη αιτιολογική έκθεση. Αν, εντός προθεσμίας δύο τουλάχιστον εβδομάδων από της διαβιβάσεως, δεν αντιταχθούν τέσσερα τουλάχιστον μέλη της επιτροπής, η έκθεση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή διεξάγεται ψηφοφορία στην ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 99, χωρίς συζήτηση επί της προτάσεως ψηφίσματος που περιέχεται στην έκθεση.

3. Αν τέσσερα τουλάχιστον μέλη αντιταχθούν στη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 ή 2, τότε εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 144 (διαδικασία με έκθεση).

Άρθρο 144

Εκθέσεις των επιτροπών σχετικά με τις διαβουλεύσεις

1. Ο Πρόεδρος της επιτροπής, στην οποία έχει παραπεμφθεί πρόταση της Επιτροπής, προτείνει στην επιτροπή την ακολουθητέα διαδικασία.

2. Μετά από τη λήψη της αποφάσεως επί της ακολουθητέας διαδικασίας, και εάν το άρθρο 143 δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως της Επιτροπής μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του ετησίου νομοθετικού προγράμματος που θεσπίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 49.

3. Η έκθεση της επιτροπής θα αποτελείται από:

α) τις ενδεχόμενες προτάσεις τροπολογίας της προτάσεως 7

β) το σχέδιο ψηφίσματος νομοθετικού περιεχομένου όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 58 παράγραφος 2 7

γ) αιτιολογική έκθεση.

Άρθρο 145

Εκθέσεις μη νομοθετικού περιεχομένου

1. Όταν μια επιτροπή εκπονεί έκθεση μη νομοθετικού περιεχομένου, ορίζει εισηγητή μεταξύ των τακτικών μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών.

2. Ο εισηγητής αναλαμβάσει την εκπόνηση της εκθέσεως της επιτροπής και την παρουσίασή της στο Κοινοβούλιο εξ ονόματος της επιτροπής.

3. Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:

α) πρόταση ψηφίσματος 7

β) αιτιολογική έκθεση 7

γ) τα κείμενα οποιωνδήποτε προτάσεων ψηφίσματος συμπεριλαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγραφος 4.

Άρθρο 146

Αιτιολογικές εκθέσεις και προθεσμίες

1. Η αιτιολογική έκθεση συντάσσεται με την ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Εντούτοις, η αιτιολογική έκθεση πρέπει να συμφωνεί με το κείμενο της προτάσεως ψηφίσματος που υποβάλλεται σε ψηφοφορία και με τις τυχόν τροπολογίες που προτείνει η επιτροπή με, ενδεχομένως, σαφή ένδειξη της γνώμης της μειοψηφίας.

2. Στην έκθεση αναφέρεται το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου της. Αν, εξ άλλου, κατά την ώρα της ψηφοφορίας το ζητήσει το ένα τρίτο των παρόντων μελών, η έκθεση κάνει μνεία της ψήφου κάθε μέλους.

3. Αν η επιτροπή δεν αποφάσισε ομόφωνα, τότε πρέπει η έκθεση να αναφέρει επίσης τις απόψεις της μειοψηφίας.

4. Κατόπιν προτάσεως του Προεδρείου της, μια επιτροπή μπορεί να ορίσει προθεσμία, εντός της οποίας ο εισηγητής της θα υποβάλει το σχέδιο της εκθέσεώς του. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί.

5. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η επιτροπή μπορεί να αναθέσει στον πρόεδρό της να ζητήσει να εγγραφεί το ζήτημα που παραπέμφθηκε σ' αυτή στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, οι συζητήσεις μπορούν να διεξαχθούν βάσει προφορικής εκθέσεως της ενδιαφερομένης επιτροπής.

Άρθρο 147

Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών

1. Όταν μια επιτροπή, στην οποία αρχικά παραπέμφθηκε ένα ζήτημα, επιθυμεί να έχει τη γνωμοδότηση μιας άλλης επιτροπής ή, όταν μια άλλη επιτροπή επιθυμεί να γνωμοδοτήσει επί του αντικειμένου της εκθέσεως της επιτροπής που αρχικά επελήφθη του ζητήματος, μπορούν να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 3, να ορισθεί η μία ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και η άλλη ως γνωμοδοτική.

2. Η γνωμοδοτική επιτροπή γνωστοποιεί τη γνωμοδότησή της στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή είτε προφορικά, μέσω του προέδρου της ή του εισηγητού της, είτε εγγράφως. Η γνωμοδότησή της πρέπει να αναφέρεται στο κείμενο του οποίου έχει επιληφθεί.

3. Στην έκθεσή της η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή πρέπει να αναφέρει και τη γνωμοδότηση της γνωμοδοτικής επιτροπής αν αυτή παρεκκλίνει από τη δική της.

4. Η γνωμοδοτική επιτροπή οφείλει να γνωμοδοτήσει εντός της προθεσμίας την οποία έχει καθορίσει η επί της ουσίας αρμόδια επιτροπή, ώστε η γνωμοδότησή της να λαμβάνεται υπόψη κατά την ψήφιση της έκθεσης από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Η τελευταία δεν εκδίδει πόρισμα πριν από την παρέλευση αυτής της προθεσμίας.

5. Η γνωμοδότηση της γνωμοδοτικής επιτροπής μπορεί να περιέχει προτάσεις τροποποιήσεως του κειμένου του οποίου αυτή έχει επιληφθεί, καθώς και επί μέρους προτάσεις για την πρόταση ψηφίσματος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής, όχι όμως άλλη πρόταση ψηφίσματος.

(Για τη διαδικασία ψηφοφορίας επί γνωμοδοτήσεως, βλ. ερμηνεία στο άρθρο 150)

6. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να καταθέτει τροπολογίες στην Ολομέλεια.

7. Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της γνωμοδοτικής επιτροπής μπορούν να λάβουν μέρος στις συνεδριάσεις της αρμοδίας επί της ουσίας επιτροπής με συμβουλευτική ψήφο, εφόσον οι συνεδριάσεις αυτές άπτονται του κοινού ζητήματος.

Άρθρο 148

Εκθέσεις πρωτοβουλίας

Αν μία επιτροπή, χωρίς να της έχει υποβληθεί αίτηση διαβουλεύσεως, αίτηση γνωμοδοτήσεως ή πρόταση ψηφίσματος, προτίθεται να εκπονήσει έκθεση επί αντικειμένου της αρμοδιότητός της και να υποβάλει σχετικό ψήφισμα στην Ολομέλεια, πρέπει να ζητήσει προηγουμένως την εξουσιοδότηση της Διασκέψεως των Προέδρων. Κάθε ενδεχόμενη άρνηση πρέπει να είναι πάντοτε δεόντως αιτιολογημένη.

Η Διάσκεψη των Προέδρων δύναται να ορίσει, τη στιγμή κατά την οποία παρέχει την εξουσιοδότηση, ότι η αρμοδιότητα αποφάσεως μεταβιβάζεται συμφώνως προς το άρθρο 52.

Η προϋπόθεση που καθορίζεται από το άρθρο αυτό στο πρώτο εδάφιό του, σύμφωνα με την οποία το εν λόγω άρθρο δεν εφαρμόζεται παρά μόνο όταν από την αιτούσα επιτροπή δεν ζητηθεί διαβούλευση, γνωμοδότηση ή πρόταση ψηφίσματος, πρέπει να γίνει αυστηρά σεβαστή δεδομένου ότι προστατεύει το δικαίωμα πρωτοβουλίας των μελών επιτρέποντας την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 45 το οποίο παρέχει, εξάλλου, μεγάλα περιθώρια στην αρμόδια επιτροπή όσον αφορά τις συνέχειες που θα δοθούν στις προτάσεις ψηφίσματος που της έχουν διαβιβασθεί.

Άρθρο 149

Ώα των ερωτήσεων στις επιτροπές

Ωρα των ερωτήσεων είναι δυνατόν να προβλεφθεί και σε συνεδρίαση επιτροπής, εφόσον η επιτροπή το αποφασίσει. Κάθε επιτροπή αποφασίζει για τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων στις συνεδριάσεις της.

Άρθρο 150

Διαδικασία στις επιτροπές

1. Μια επιτροπή μπορεί να ψηφίσει έγκυρα όταν το ένα τέταρτο των μελών που την αποτελούν είναι όντως παρόν. Σε περίπτωση όμως που το έκτο των μελών που αποτελούν την επιτροπή το ζητήσει πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, αυτή είναι έγκυρη μόνον αν ο αριθμός των ψηφιζόντων αντιπροσωπεύει την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της επιτροπής.

2. Η ψηφοφορία στην επιτροπή διεξάγεται δι' ανατάσεως της χειρός εκτός αν το ένα τέταρτο των μελών που την αποτελεί απαιτήσει ψηφοφορία δι' ονομαστικής κλήσεως.

3. Ο πρόεδρος της επιτροπής συμμετέχει στις συζητήσεις και στις ψηφοφορίες χωρίς όμως η ψήφος του να υπερισχύει.

4. Τα άρθρα 12, 13, 14, 17, 18, 102, 103, 105, 107 παράγραφος 1, 109, 113, 113 α, 115, 116, 117, 118, 119, 121, 123, 124, 125, 126, 127, 128, 131 και 132 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις συνεδριάσεις των επιτροπών.

5. Λαμβανομένων υπόψη των κατατεθεισών τροπολογιών η επιτροπή μπορεί, αντί να προβεί σε ψηφοφορία, να ζητήσει από τον εισηγητή να εκπονήσει νέο σχέδιο στο οποίο να λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατόν περισσότερες τροπολογίες. Σε μία τέτοια περίπτωση ορίζεται νέα προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών στο νέο σχέδιο αυτό.

(Άρθρο 124, παράγραφος 6)

Προφορικές ερωτήσεις κατατεθείσες σε επιτροπή μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία εκτός αν έχει αντίρρηση κάποιος βουλευτής.

(Αρθρα 113 και 147)

Η διαδικασία ψηφοφορίας επί γνωμοδοτήσεως έχει ως εξής :

1. Η γνωμοδοτική Επιτροπή αφού ψηφίσει - αν συντρέχει λόγος - επί κάθε πορίσματος ξεχωριστά, ψηφίζει επί του συνόλου των πορισμάτων της γνωμοδοτήσεως. Εάν δεν έχουν εγκριθεί τα πορίσματα, η γνωμοδότηση που απευθύνεται προς την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αποτελείται αποκλειστικά από τις ενδεχόμενες τροπολογίες που εγκρίθηκαν επί του κειμένου επί του οποίου κλήθηκε η επιτροπή να γνωμοδοτήσει. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου των πορισμάτων ή των τροπολογιών αναφέρεται στη γνωμοδότηση.

2. Κατόπιν της ψηφοφορίας αυτής μπορεί να απαιτηθεί η αναπροσαρμογή του κειμένου που προηγείται των τροπολογιών ή των πορισμάτων της γνωμοδοτήσεως (το κείμενο δηλαδή που μπορεί να θεωρηθεί σαν αιτιολογική έκθεση).

Επί του κειμένου αυτού, ωστόσο, δεν διεξάγεται ψηφοφορία.

3. Η επιτροπή δεν ψηφίζει επί του συνόλου της προτάσεως της Επιτροπής.

Άρθρο 151

Συνεδριάσεις των επιτροπών

1. Οι επιτροπές συνεδριάζουν με πρόσκληση του προέδρου τους ή με πρωτοβουλία του Προέδρου του Κοινοβουλίου.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού που υποχρεώνουν τις επιτροπές να διεξάγουν συζητήσεις και ψηφοφορίες δημοσίως, οι επιτροπές αποφασίζουν, μετά τη σύστασή τους σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 1, εάν οι συνεδριάσεις τους θα είναι κατά κανόνα δημόσιες.

Οι επιτροπές μπορούν να χωρίσουν την ημερήσια διάταξη συγεκριμένης συνεδρίασης σε θέματα εξεταζόμενα δημοσίως και σε θέματα εξεταζόμενα κεκλεισμένων των θυρών.

3. Με πρόσκληση του προέδρου της κοινοβουλευτικής επιτροπής, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματός της, η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής.

Με ειδική απόφαση της επιτροπής και άλλα άτομα μπορούν να προσκληθούν να παρευρεθούν σε συνεδρίαση και να λάβουν το λόγο.

Κατ' αναλογία, η απόφαση όσον αφορά την παρουσία των προσωπικών βοηθών των μελών στις συνεδριάσεις των επιτροπών εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κάθε επιτροπής.

Μια αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη της εγκρίσεως του Προεδρείου, να οργανώσει ακρόαση εμπειρογνωμόνων όταν κρίνει ότι η ακρόαση αυτή είναι απαραίτητη για την καλή διεξαγωγή των εργασιών της, επί συγκεκριμένου θέματος.

Οι γνωμοδοτικές επιτροπές μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετάσχουν στην ακρόαση.

4. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 147 παράγραφος 7 και εφόσον δεν αποφασίσει αντίθετα η ενδιαφερόμενη επιτροπή, οι βουλευτές μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις των επιτροπών των οποίων δεν είναι μέλη, χωρίς όμως δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες τους.

Οι βουλευτές αυτοί μπορούν πάντως να λάβουν από την επιτροπή άδεια συμμετοχής στις εργασίες της με συμβουλευτική ψήφο.

Άρθρο 152

Συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών

1. Τα συνοπτικά πρακτικά κάθε συνεδριάσεως επιτροπής διανέμονται σε όλα τα μέλη της επιτροπής και υποβάλλονται για έγκριση κατά την αμέσως επομένη συνεδρίαση.

2. Μόνον οι εκθέσεις που έχουν εγκριθεί και τα ανακοινωθέντα που έχουν συνταχθεί υπ' ευθύνη του Προέδρου δημοσιεύονται, εκτός αν η επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XVIII ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ

Άρθρο 153

Σύσταση και καθήκοντα των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών

1. Το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες, των οποίων ο αριθμός των μελών καθορίζεται ανάλογα με τις αρμοδιότητές τους. Τα μέλη τους εκλέγονται κατά την πρώτη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου και, εκ νέου, μετά από δυόμισυ χρόνια.

2. Η εκλογή των μελών των αντιπροσωπειών γίνεται μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων στη Διάσκεψη των Προέδρων εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών. Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προτάσεις εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται - κατά το δυνατόν - η δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών και των πολιτικών τάσεων. Ισχύουν αντιστοίχως οι παράγραφοι 2, 3, 5 και 6 του άρθρου 137.

3. Για τη συγκρότηση των προεδρείων των αντιπροσωπειών ισχύει κατ' αναλογία η διαδικασία η οποία εφαρμόζεται για τις επιτροπές.

4. Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων αντιπροσωπειών καθορίζονται από το Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί οποτεδήποτε να αποφασίσει επέκταση ή περιορισμό αυτών των αρμοδιοτήτων.

5. Οι εκτελεστικές διατάξεις, που απαιτούνται για τον καθορισμό των δραστηριοτήτων των αντιπροσωπειών, εγκρίνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων μετά από πρόταση της Διάσκεψης των προέδρων των αντιπροσωπειών.

6. Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας υποβάλλει έκθεση δραστηριοτήτων στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τις εξωτερικές υποθέσεις και την ασφάλεια.

Άρθρο 154

Έθεση προς την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης

1. Κατά την έναρξη της ετησίας περιόδου συνόδου, τη δεύτερη Τρίτη του Μαρτίου κάθε έτους, το Προεδρείο ορίζει έναν εισηγητή για να συντάξει, για την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, έκθεση επί των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2. Αφού εγκριθεί από το Προεδρείο και το Κοινοβούλιο, η έκθεση αυτή διαβιβάζεται απ' ευθείας από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου στον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Άρθρο 155

Μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές

1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να συνιστά μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές με τα ομόλογα κοινοβούλια κρατών τα οποία είναι συνδεδεμένα με την Κοινότητα ή κρατών με τα οποία έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για την προσχώρησή τους.

Οι επιτροπές αυτές μπορούν να υποβάλλουν συστάσεις στα συμμετέχοντα κοινοβούλια. Οι συστάσεις αυτές παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία υποβάλλει προτάσεις για την περαιτέρω εξέτασή τους.

2. Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τις ίδιες τις τρίτες χώρες.

3. Για τις μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές ισχύουν οι διαδικαστικές διατάξεις που καθορίζονται στην εκάστοτε συμφωνία. Η σύνθεσή τους βασίζεται στην ίση εκπροσώπηση της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ομόλογου κοινοβουλίου.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζει τους εκπροσώπους του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 153.

4. Οι μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές καταρτίζουν εσωτερικό κανονισμό και τον υποβάλλουν προς έγκριση στο Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ομόλογου κοινοβουλίου.

5. Οι αντιπροσωπείες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές συγκροτούνται ταυτόχρονα και σύμφωνα με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τις μόνιμες επιτροπές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙΧ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Άρθρο 156

Δικαίωμα αναφοράς

1. Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος, δικαιούνται να υποβάλλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και το οποίο τους αφορά άμεσα.

2. Οι αναφορές προς το Κοινοβούλιο πρέπει να περιέχουν το όνομα, την ιδιότητα, την ιθαγένεια και την κατοικία καθενός από τους υπογράφοντες.

3. Οι αναφορές πρέπει να συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

4. Οι αναφορές καταχωρούνται σε ένα γενικό πρωτόκολλο κατά σειρά παραλαβής, αν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 7 αν δεν τις τηρούν, αρχειοθετούνται και ο λόγος γνωστοποιείται στον αναφέροντα.

5. Οι αναφορές, που εγγράφονται στο γενικό πρωτόκολλο, παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή, η οποία εξετάζει κατά πόσον οι αναφορές εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

6. Οι αναφορές, που χαρακτηρίζονται μη παραδεκτές από την επιτροπή, αρχειοθετούνται 7 η αιτιολογημένη απόφαση κοινοποιείται στον αναφέροντα.

7. Στην περίπτωση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, η επιτροπή μπορεί να συστήσει στον αναφέροντα να απευθυνθεί στην αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

8. Η επιτροπή μπορεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να υποβάλει το θέμα στον διαμεσολαβητή.

9. Οι αναφορές που απευθύνουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που δεν είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ούτε έχουν ως τόπο κατοικίας ή έδρα κράτος μέλος, πρωτοκολλούνται και αρχειοθετούνται χωριστά. Κάθε μήνα ο Πρόεδρος διαβιβάζει κατάλογο των αναφορών του είδους αυτού που έλαβε το Κοινοβούλιο κατά τον προηγούμενο μήνα, με περίληψη του περιεχομένου τους, στην αρμόδια για την εξέταση των αναφορών επιτροπή, η οποία μπορεί ακολούθως να ζητήσει να της διαβιβασθούν εκείνες τις οποίες κρίνει σκόπιμο να εξετάσει.

Άρθρο 157

Εξέταση των αναφορών

1. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, για τις αναφορές που έχει χαρακτηρίσει ως παραδεκτές, τη σύνταξη εκθέσεων ή να πάρει θέση με όποιον άλλο τρόπο θέλει.

Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 147, ιδιαίτερα προκειμένου περί αναφορών που τείνουν στην τροποποίηση ισχύοντος κανόνος δικαίου.

2. Για την εξέταση των αναφορών η επιτροπή μπορεί να οργανώνει ακροάσεις ή να αποστέλλει μέλη της για επιτόπια διαπίστωση.

3. Για την προετοιμασία της γνωμοδότησεώς της η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την επίδειξη εγγράφων, την παροχή πληροφοριών και την πρόσβαση στις υπηρεσίες της.

4. Η επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο, αν συντρέχει λόγος, προτάσεις ψηφίσματος επί των αναφορών για τις οποίες της έχει ζητηθεί να γνωμοδοτήσει.

Η επιτροπή μπορεί, εκτός αυτού, να ζητήσει να διαβιβασθεί η γνωμοδότησή της από τον Πρόεδρο στην Επιτροπή ή το Συμβούλιο.

5. Η επιτροπή πληροφορεί κάθε εξάμηνο το Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα των εργασιών της.

Η επιτροπή πληροφορεί ειδικότερα το Κοινοβούλιο για τα μέτρα τα οποία έλαβε το Συμβούλιο ή η Επιτροπή σχετικά με τις αναφορές που διαβιβάσθηκαν από το Κοινοβούλιο.

6. Στους αναφέροντες γνωστοποιούνται από τον Πρόεδρο οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί επί των αναφορών καθώς και η αιτιολόγησή τους.

Άρθρο 158

Γνωστοποίηση των αναφορών

1. Οι αναφορές, που καταχωρήθηκαν στο γενικό πρωτόκολλο που αναφέρει το άρθρο 156 παράγραφος 4, καθώς και οι σημαντικότερες διαδικαστικές αποφάσεις επί της εξετάσεως των σχετικών αναφορών, γνωστοποιούνται κατά τη διάρκεια συνεδριάσεως ολομελείας. Οι ανακοινώσεις αυτές εγγράφονται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδριάσεως.

2. Το κείμενο των εγγεγραμμένων στο γενικό πρωτόκολλο αναφορών καθώς και το κείμενο της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής, που συνοδεύει τη διαβίβαση της αναφοράς, φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου, όπου μπορεί να τα συμβουλευθεί οποιοσδήποτε βουλευτής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΧ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ

Άρθρο 159

Διορισμός του διαμεσολαβητή

1. Κατά την έναρξη κάθε βουλευτικής περιόδου, αμέσως μετά την εκλογή του, ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 8 του παρόντος άρθρου, ο Πρόεδρος ζητεί να υποβληθούν υποψηφιότητες για το διορισμό του Διαμεσολαβητή και ορίζει την προθεσμία για την κατάθεσή τους. Η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Οι υποψηφιότητες πρέπει να υποστηριχθούν από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές από δύο τουλάχιστον κράτη μέλη.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποστηρίξει μία μόνο υποψηφιότητα.

Οι υποψηφιότητες πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν σαφώς ότι ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το καθεστώς του Διαμεσολαβητή.

3. Οι υποψηφιότητες διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους να παρουσιαστούν για ακρόαση.

Οι ακροάσεις αυτές είναι ανοιχτές για όλους τους βουλευτές.

4. Ο αλφαβητικός κατάλογος των υποψηφιοτήτων που έχουν κριθεί παραδεκτές υποβάλλεται εν συνεχεία στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση 7

5. Η ψηφοφορία αυτή διεξάγεται με μυστική ψηφοφορία και με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

Εάν μετά τους δύο πρώτους γύρους δεν εκλεγεί κανείς υποψήφιος, συνεχίζουν μόνο οι δύο υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στον δεύτερο γύρο.

Σε όλες τις περιπτώσεις ισοψηφίας επικρατεί ο πρεσβύτερος των υποψηφίων.

6. Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόν τουλάχιστον το ήμισυ του αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

7. Ο διορισθείς υποψήφιος καλείται αμέσως να ορκισθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

8. Ο διαμεσολαβητής παραμένει εν ενεργεία έως ότου αναλάβει τα καθήκοντά του ο διάδοχός του, εκτός περιπτώσεων θανάτου ή παύσεώς του.

Άρθρο 160

Παύση του διαμεσολαβητή

1. Το ένα δέκατο των βουλευτών του Κοινοβουλίου μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, εάν αυτός παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα.

2. Η αίτηση διαβιβάζεται στο διαμεσολαβητή και στην αρμόδια επιτροπή. Αν η πλειοψηφία των μελών της κρίνει βάσιμους τους λόγους, υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο. Πριν από τη θέση σε ψηφοφορία της εκθέσεως πραγματοποιείται ακρόαση με το διαμεσολαβητή, εάν αυτός το ζητήσει. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει, μετά από συζήτηση, με μυστική ψηφοφορία.

3. Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόντες τουλάχιστον οι μισοί από τους βουλευτές που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

4. Εάν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι υπέρ της παύσης του διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, και εφόσον ο ίδιος δεν υποβάλει παραίτηση, ο Πρόεδρος, το αργότερο μέχρι την περίοδο συνόδου που ακολουθεί εκείνη κατά την οποία διεξήχθη η ψηφοφορία, υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο να απαλλάξει τον διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, με αίτημα να αποφανθεί αμέσως.

Αν ο διαμεσολαβητής παραιτηθεί εκουσίως, διακόπτεται η διαδικασία.

Άρθρο 161

Δράση του διαμεσολαβητή

1. Οι όροι προσφυγής στο διαμεσολαβητή, καθώς και η διαδικασία και οι υπόλοιποι κανόνες που διέπουν τη δράση του, θα επισυναφθούν σε παράρτημα στον παρόντα Κανονισμό. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να εκπονήσει σχετική πρόταση. Η πρόταση αυτή διαβιβάζεται στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τον Κανονισμό, η οποία υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο.

2. Ο διαμεσολαβητής ενημερώνει την αρμόδια επιτροπή τακτικά, και όποτε η τελευταία του το ζητήσει, για τις δραστηριότητές του.

3. Ο διαμεσολαβητής και ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής εγγυώνται, ο καθένας όσον τον αφορά, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών των οποίων έλαβαν γνώση στο πλαίσιο της δραστηριότητας του διαμεσολαβητή. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται μόνον στις δικαστικές αρχές και μόνον όταν είναι απαραίτητες για τη διεκπεραίωση ποινικών διαδικασιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΧΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ

Άρθρο 162

Εφαρμογή του Κανονισμού

1. Αν προκύψουν αμφιβολίες σχετικά με την εφαρμογή ή ερμηνεία του παρόντος Κανονισμού, ο Πρόεδρος μπορεί, με την επιφύλαξη των σχετικών αποφάσεων που έχουν ήδη ληφθεί, να παραπέμψει το ζήτημα προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

Στην περίπτωση που πρέπει να ληφθεί απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 127, ο Πρόεδρος μπορεί επίσης να παραπέμψει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή.

2. Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει αν απαιτείται να γίνει πρόταση τροποποιήσεως του Κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 163.

3. Αν η αρμόδια επιτροπή αποφασίσει ότι αρκεί μια ερμηνεία των υφισταμένων διατάξεων του Κανονισμού, τότε διαβιβάζει αυτή την ερμηνεία στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο.

4. Αν μία πολιτική ομάδα ή είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές αντιταχθούν στην ερμηνεία της επιτροπής, το ζήτημα υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο, το οποίο αποφασίζει επ'αυτού με σχετική πλειοψηφία εάν είναι παρόν τουλάχιστον το ένα τρίτο των βουλευτών του. Σε περίπτωση απορρίψεως, το ζήτημα παραπέμπεται εκ νέου στην επιτροπή.

5. Οι ερμηνείες, για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί ένσταση και οι ερμηνείες που έχουν γίνει δεκτές από το Κοινοβούλιο προστίθενται με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία σαν ερμηνευτικές σημειώσεις του άρθρου ή των αντίστοιχων άρθρων μαζί με τις σχετικές αποφάσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού.

6. Οι ερμηνευτικές αυτές σημειώσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μελλοντική εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών άρθρων.

7. Οι διατάξεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού επανεξετάζονται τακτικά.

8. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διατάξεις του Κανονισμού παρέχουν ορισμένα δικαιώματα σ' έναν συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών, ο αριθμός αυτός θα προσαρμόζεται αυτομάτως στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στο αυτό ποσοστό των βουλευτών του Κοινοβουλίου όταν το σύνολο των τελευταίων αυξάνεται, ιδίως λόγω διευρύνσεως της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Άρθρο 163

Τροποποίηση του Κανονισμού

1. Κάθε βουλευτής μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις στον Κανονισμό.

Οι εν λόγω προτάσεις τροποποιήσεως μεταφράζονται, εκτυπώνονται, διανέμονται και αποστέλλονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία τις εξετάζει και αποφασίζει περί της υποβολής τους ή μη στο Κοινοβούλιο.

2. Οι τροπολογίες επί του παρόντος Κανονισμού γίνονται δεκτές μόνον εφόσον λάβουν την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν.

3. Εκτός προβλεπομένων εξαιρέσεων κατά την ψηφοφορία, οι τροποποιήσεις επί του παρόντος Κανονισμού αρχίζουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου, η οποία ακολουθεί την έγκρισή τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΧΙΙ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ - ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟ

Άρθρο 164

Γενική Γραμματεία

1. Το Κοινοβούλιο επικουρείται από ένα Γενικό Γραμματέα που διορίζεται από το Προεδρείο.

Ο Γενικός Γραμματέας δίνει επίσημη υπόσχεση ενώπιον του Προεδρείου να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία.

2. Ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου διευθύνει τη Γραμματεία, της οποίας η σύνθεση και η οργάνωση καθορίζονται από το Προεδρείο.

3. Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.

Το Προεδρείο καθορίζει επίσης τις κατηγορίες των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού στους οποίους εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 12 έως 14 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προβαίνει στις απαραίτητες ανακοινώσεις προς τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 165

Κατάσταση προβλέψεων του Κοινοβουλίου

1. Βάσει εκθέσεως που συντάσσεται από το Γενικό Γραμματέα, το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο καταστάσεως προβλέψεων.

2. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το προσχέδιο αυτό στην αρμόδια επιτροπή, η οποία καταρτίζει το σχέδιο καταστάσεως προβλέψεων και υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο.

3. Ο Πρόεδρος καθορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών επί του σχεδίου καταστάσεως προβλέψεων.

Η αρμόδια επιτροπή γνωμοδοτεί επί των εν λόγω τροπολογιών.

4. Το Κοινοβούλιο εγκρίνει την κατάσταση προβλέψεων.

5. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων στην Επιτροπή και το Συμβούλιο.

6. Οι προηγούμενες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης στις συμπληρωματικές καταστάσεις προβλέψεων.

Άρθρο 166

Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών

1. Ο Πρόεδρος προβαίνει ο ίδιος ή αναθέτει περαιτέρω την ανάληψη και την εκκαθάριση των δαπανών, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το Προεδρείο, εσωτερικού δημοσιονομικού κανονισμού, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της αρμοδίας επιτροπής.

2. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το σχέδιο ετησίων λογαριασμών στην αρμόδια επιτροπή.

3. Βάσει εκθέσεως της αρμοδίας επιτροπής του, το Κοινοβούλιο εγκρίνει τους λογαριασμούς του και αποφασίζει επί της απαλλαγής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΧΙΙΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 167

Εκκρεμή ζητήματα

Στο τέλος της τελευταίας περιόδου συνόδου πριν από τις εκλογές, όλες οι αιτήσεις γνωμοδοτήσεως ή διαβουλεύσεις καθώς και οι προτάσεις ψηφίσματος και οι ερωτήσεις θεωρούνται άκυρες.

Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται για αναφορές ή κείμενα επί των οποίων δεν απαιτείται λήψη αποφάσεως.

Οι αιτήσεις γνωμοδοτήσεως ή διαβουλεύσεις (άρθρο 51), οι προτάσεις ψηφίσματος και οι γραπτές δηλώσεις (άρθρα 45 και 48), οι εκθέσεις πρωτοβουλίας (άρθρο 148) και οι ερωτήσεις (άρθρα 28, 40, 41, και 42) καθίστανται άκυρες, αν η εξέτασή τους δεν έχει ολοκληρωθεί «στο τέλος της τελευταίας περιόδου συνόδου πριν από τις εκλογές».

Ωστόσο, για τις αιτήσεις γνωμοδοτήσεως ή διαβουλεύσεις (άρθρο 51), η διαδικασία διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, που προβλέπεται από τις Συνθήκες, δεν περατώνεται. Τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα οφείλουν να τις υποβάλουν εκ νέου στο νέο Κοινοβούλιο.

(1) Ενημερωμένη έκδοση κατά την ημερομηνία της δημοσίευσης.

(1) Βλ. παράρτημα I.

(1) Βλ. παράρτημα II (1) Βλ. άρθρο 72 παράγραφος 2 στοιχείο β).

(1) Βλ. παράρτημα IV.

(2) Βλ. παράρτημα V.

(1) Βλ. παράρτημα VI.

(1) Βλ. παράρτημα VIII.

(1) Βλ. ερμηνεία του άρθρου 135, παράγραφος 2.Βλ. παράρτημα VIII.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9

Δήλωση των οικονομικών συμφερόντων των βουλευτών

Άρθρο 1

Οταν λάβει το λόγο στο Κοινοβούλιο ή σε κάποιο από τα όργανά του, κάθε βουλευτής που έχει άμεσο οικονομικό συμφέρον σχετικά με το υπό συζήτηση θέμα, πρέπει να γνωστοποιήσει το συμφέρον αυτό προφορικά εκτός εάν καθίσταται σαφές από τη γραπτή δήλωση που υποβάλλει σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3.

Άρθρο 2

1. Κάθε βουλευτής πρέπει να προβεί σε ακριβή περιγραφή των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του.

2. Οι βουλευτές πρέπει επίσης να δηλώνουν οποιαδήποτε άλλη σχετική αμειβόμενη απασχόληση ή δραστηριότητά τους.

Άρθρο 3

Η δήλωση που αναφέρεται στο άρθρο 2 πρέπει να γίνει εγγράφως και να καταχωρηθεί από τον Γενικό Γραμματέα σε ένα πρωτόκολλο, η μορφή του οποίου πρέπει να καθορισθεί από το Προεδρείο. Στο πρωτόκολλο αυτό θα έχει πρόσβαση το κοινό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΩΡΑΣ ΤΩΝ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 41

Α. ΟΔΗΓΙΕΣ

1. Οι ερωτήσεις γίνονται παραδεκτές υπό τον όρο:

- να είναι συνοπτικές και η διατύπωσή τους να επιτρέπει σύντομη απάντηση,

- να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα και την ευθύνη της Επιτροπής και του Συμβουλίου και να είναι γενικού ενδιαφέροντος,

- να μην απαιτούν καμιά προκαταρκτική μελέτη ή εκτεταμένη έρευνα εκ μέρους του ερωτωμένου οργάνου,

- η διατύπωσή τους να είναι σαφής και να αναφέρονται σε συγκεκριμένα θέματα,

- να μην περιέχουν ούτε διαπίστωση ούτε κρίση,

- να μην αφορούν στενά προσωπικό ζήτημα,

- να μην αποβλέπουν στην παροχή στατιστικών πληροφοριών ή εγγράφων,

- να διατυπώνονται υπό τύπον ερωτήσεως.

2. Ερώτηση σχετική με ζήτημα το οποίο ήδη περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη και για τη συζήτηση του οποίου προβλέπεται η συμμετοχή του ενδιαφερομένου οργάνου δεν γίνεται αποδεκτή.

3. Ερώτηση δεν γίνεται παραδεκτή, εάν κατά τους τρεις τελευταίους μήνες ετέθη και έλαβε απάντηση ίδια ή παρεμφερής ερώτηση.

Συμπληρωματικές ερωτήσεις

4. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει για κάθε ερώτηση μια συμπληρωματική ερώτηση. Μπορεί να απευθύνει εν όλω μια μόνο συμπληρωματική ερώτηση στο Συμβούλιο και δύο συμπληρωματικές ερωτήσεις στην Επιτροπή.

5. Οι συμπληρωματικές ερωτήσεις υπόκεινται στους κανόνες παραδεκτού που αναφέρονται στις παρούσες οδηγίες.

6. 1) Ο Πρόεδρος αποφαίνεται για το παραδεκτό των συμπληρωματικών ερωτήσεων και περιορίζει τον αριθμό τους, ώστε κάθε βουλευτής να μπορεί να λάβει απάντηση στην ερώτηση που υπέβαλε.

2) Ο Πρόεδρος δεν είναι υποχρεωμένος να κηρύξει παραδεκτή μια συμπληρωματική ερώτηση, έστω και αν πληροί τους ανωτέρω όρους παραδεκτού:

α) αν απειλείται η κανονική διεξαγωγή της ώρας των ερωτήσεων 7 ή

β) αν η κύρια ερώτηση, στην οποία αναφέρεται, έχει διευκρινισθεί επαρκώς με άλλες συμπληρωματικές ερωτήσεις 7 ή

γ) αν δεν έχει άμεση σχέση με την κύρια ερώτηση.

Απαντήσεις στις ερωτήσεις

7. Το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο μεριμνά ώστε οι απαντήσεις του να είναι σύντομες και να αναφέρονται στο αντικείμενο της ερωτήσεως.

8. Αν το περιεχόμενο των ερωτήσεων το επιτρέπει, ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, αφού ακούσει τη γνώμη των συντακτών των ερωτήσεων αυτών, να δοθεί σε αυτές ταυτόχρονα απάντηση από το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο.

9. Η απάντηση δίνεται μόνο παρουσία του συντάκτη τους, εκτός αν αυτός, πριν από την έναρξη της ώρας των ερωτήσεων, γνωστοποιήσει εγγράφως στον Πρόεδρο τον αναπληρωτή του.

10. Σε περίπτωση απουσίας του ερωτώντος και του αναπληρωτού του, η ερώτηση εκπίπτει.

11. Ερωτήσεις, οι οποίες δεν μπορούν να απαντηθούν από έλλειψη χρόνου, λαμβάνουν γραπτή απάντηση, εκτός αν ο συντάκτης αποσύρει την ερώτησή του.

12. Η διαδικασία για τις γραπτές απαντήσεις διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 42.

Προθεσμίες

13. 1) Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από την έναρξη της ώρας των ερωτήσεων. Οι ερωτήσεις οι οποίες δεν έχουν κατατεθεί εντός της προθεσμίας αυτής μπορούν να συζητηθούν κατά την ώρα των ερωτήσεων, εφόσον συναινέσει το ενδιαφερόμενο όργανο.

2) Οι ερωτήσεις που έχουν γίνει παραδεκτές διανέμονται στους βουλευτές και διαβιβάζονται στα ενδιαφερόμενα όργανα.

Β. ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

(Απόσπασμα του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 1986)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

1. εκφράζει την επιθυμία αυστηρότερης εφαρμογής των οδηγιών περί της διεξαγωγής της ώρας των ερωτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 41, και ιδιαίτερα της παραγράφου 1 περί του παραδεκτού των ερωτήσεων 7

2. συνιστά τη συχνότερη χρήση της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 41 παράγραφος 3 του Κανονισμού στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ταξινομεί τις ερωτήσεις για την ώρα των ερωτήσεων σύμφωνα με το αντικείμενό τους. Θεωρεί, ωστόσο, ότι πρέπει να ταξινομούνται σε ομάδες μόνον οι ερωτήσεις που αναγράφονται στο πρώτο ήμισυ του καταλόγου ερωτήσεων μιας περιόδου συνόδου 7

3. συνιστά, όσον αφορά τις συμπληρωματικές ερωτήσεις, ότι, κατά γενικό κανόνα, ο Πρόεδρος θα πρέπει να κάνει αποδεκτή την υποβολή μιας συμπληρωματικής ερωτήσεως από τον υποβάλλοντα κύρια ερώτηση και μιας ή, το πολύ, δύο συμπληρωματικών ερωτήσεων από βουλευτές προερχομένους, κατά προτίμηση, από άλλη πολιτική ομάδα ή/και άλλο κράτος μέλος από ό,τι ο συντάκτης της κύριας ερωτήσεως 7 υπενθυμίζει ότι οι συμπληρωματικές ερωτήσεις πρέπει να είναι σύντομες και να διατυπώνονται υπό τύπον ερωτήσεως και προτείνει η διάρκειά τους να μην υπερβαίνει τα τριάντα δευτερόλεπτα 7

4. καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο, να μεριμνούν, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ, παράγραφος 7, ώστε οι απαντήσεις να είναι σύντομες και σαφείς 7

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΕΠΙΚΑΙΡΩΝ, ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 47

Κριτήρια προτεραιότητας

1. Πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στις προτάσεις ψηφίσματος που αποβλέπουν στο να επιτρέψουν στο Κοινοβούλιο να αποφανθεί με ψηφοφορία απευθυνόμενο στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, τα κράτη μέλη, άλλα κράτη ή διεθνείς οργανισμούς για ένα προβλεπόμενο γεγονός πριν αυτό επισυμβεί, όταν η τρέχουσα σύνοδος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αποτελεί τη μοναδική ευκαιρία για το Κοινοβούλιο να εκφράσει εγκαίρως την άποψή του.

2. Πρέπει να θεωρείται επίκαιρη, επείγουσα ή σημαντική κάθε πρόταση ψηφίσματος που ζητεί τοποθέτηση του Κοινοβουλίου (διαμαρτυρία, καταδίκη, συμπαράσταση, αγανάκτηση, κ.λπ.), επί ενός γεγονότος που προκάλεσε αίσθηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, στην περίπτωση που η τοποθέτηση αυτή θα είναι χρήσιμη μόνον εάν εκφρασθεί αμέσως.

3. Στα θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Ενώσεως που προβλέπονται από τη Συνθήκη θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα υπό τον όρο ότι θα είναι ιδιαίτερα σημαντικά.

4. Ο αριθμός των επιλεγέντων θεμάτων πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να επιτρέπει τη διεξαγωγή συζητήσεως, και ανάλογος με τη σημασία των θεμάτων αυτών με ανώτατο όριο πέντε θέματα. Μεταξύ αυτών πρέπει κατά κανόνα να περιλαμβάνονται οι προτάσεις ψηφίσματος οι σχετικές με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Όροι εφαρμογής

5. Τα κριτήρια προτεραιότητας που εφαρμόστηκαν για την κατάρτιση του καταλόγου των θεμάτων προς εγγραφή για τη συζήτηση επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων θα γνωστοποιούνται στο Κοινοβούλιο και τις πολιτικές ομάδες.

Χρονική διάρκεια και κατανομή του χρόνου αγορεύσεως

6. Για να χρησιμοποιηθεί καλύτερα ο διαθέσιμος χρόνος, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αφού προηγηθούν διαβουλεύσεις με τους προέδρους των πολιτικών ομάδων συμφωνεί με το Συμβούλιο και την Επιτροπή, σχετικά με τον περιορισμό της χρονικής διάρκειας των ενδεχομένων παρεμβάσεων αυτών των δύο οργάνων στη συζήτηση επικαίρων, επειγόντων και σημαντικών θεμάτων.

Προθεσμία καταθέσεως τροπολογιών

7. Η προθεσμία καταθέσεως τροπολογιών πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει τη διανομή των τροπολογιών στις επίσημες γλώσσες, ο δε χρόνος συζητήσεως των ψηφισμάτων πρέπει να είναι αρκετός για τη δέουσα εξέταση των τροπολογιών εκ μέρους των βουλευτών και των πολιτικών ομάδων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΩΝ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ

Άρθρο 1

Έγγραφα συνεδριάσεως

1. Εκτυπώνονται και διανέμονται:

α) η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τον ανώτατο συντελεστή που προβλέπται στις παραγράφους 9 των άρθρων 78 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 203 της Συνθήκης ΕΚ και 177 της Συνθήκης ΕΚΑΕ 7

β) η πρόταση της Επιτροπής ή του Συμβουλίου περί καθορισμού νέου συντελεστού 7

γ) η έκθεση του Συμβουλίου επί του αποτελέσματος των συσκέψεών του σχετικά με τις εγκριθείσες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες και προτάσεις τροποποιήσεως του σχεδίου προϋπολογισμού 7

δ) οι τροποποιήσεις που επέφερε το Συμβούλιο στις εγκριθείσες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες του σχεδίου προϋπολογισμού 7

ε) η θέση του Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό νέου ανωτάτου συντελεστή 7

στ) το νέο σχέδιο προϋπολογισμού που καταρτίσθηκε κατ' εφαρμογή των παραγράφων 8 των άρθρων 78 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 203 της Συνθήκης ΕΚ και 177 της Συνθήκης ΕΚΑΕ,

ζ) τα σχέδια αποφάσεως σχετικά με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 78 β της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 204 της Συνθήκης ΕΚ και 178 της Συνθήκης ΕΚΑΕ προσωρινά δωδεκατημόρια.

2. Τα έγγραφα αυτά παραπέμπονται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει.

3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι επιτροπές που επιθυμούν να εκδώσουν γνωμοδότηση οφείλουν να την κοινοποιήσουν στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Άρθρο 2

Συντελεστής

1. Κάθε βουλευτής μπορεί, υπό τους όρους που καθορίζονται κατωτέρω, να παρουσιάσει και να αναπτύξει προτάσεις αποφάσεως καθορισμού νέου συντελεστού.

2. Οι προτάσεις αυτές, για να γίνουν παραδεκτές, πρέπει να υποβληθούν εγγράφως, να έχουν υπογραφεί από εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή να κατατεθούν εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδος ή επιτροπής.

3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία καταθέσεως των προτάσεων αυτών.

4. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή εκπονεί έκθεση για τις προτάσεις αυτές πριν από την εξέτασή τους από την ολομέλεια.

5. Για τις προτάσεις αυτές αποφαίνεται εν συνεχεία το Κοινοβούλιο.

Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν και των τριών πέμπτων των βουλευτών που εψήφισαν.

Σε περίπτωση που το Συμβούλιο ανακοινώσει στο Κοινοβούλιο τη συναίνεσή του για τον καθορισμό νέου συντελεστού, ο Πρόεδρος ανακοινώνει σε συνεδρίαση ολομελείας την εγκριθείσα τροποποίηση του συντελεστού.

Σε αντίθετη περίπτωση, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή επιλαμβάνεται της θέσεως του Συμβουλίου.

Άρθρο 3

Εξέταση του σχεδίου προϋπολογισμού - Πρώτη φάση

1. Κάθε βουλευτής μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω, να υποβάλει και να υποστηρίξει:

- σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού,

- προτάσεις τροποποιήσεως του σχεδίου προϋπολογισμού.

2. Γίνονται παραδεκτά μόνον τα σχέδια τροπολογιών που υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται είτε εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδος είτε μιας επιτροπής 7 πρέπει δε να προσδιορίζουν το κονδύλι του προϋπολογισμού στο οποίο αναφέρονται και να τηρούν την αρχή της ισοσκελίσεως των εσόδων και εξόδων. Τα σχέδια τροπολογιών περιέχουν κάθε χρήσιμο στοιχείο σε σχέση με τις παρατηρήσεις που αναφέρονται στο αντίστοιχο κονδύλι του προϋπολογισμού.

Το αυτό ισχύει και προκειμένου για προτάσεις τροποποιήσεως.

Όλα τα σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού και όλες οι προτάσεις τροποποιήσεως του σχεδίου προϋπολογισμού συνοδεύονται από γραπτή αιτιολόγηση.

3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία καταθέσεως των σχεδίων τροπολογιών και των προτάσεων τροποποιήσεως.

Ο Πρόεδρος ορίζει δύο προθεσμίες καταθέσεως σχεδίων τροπολογιών και προτάσεων τροποποιήσεων, τη μία πριν και την άλλη μετά την έγκριση της εκθέσεως από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

4. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί των κειμένων που έχουν υποβληθεί, πριν εξετασθούν στην ολομέλεια.

Τα σχέδια τροπολογιών και οι προτάσεις τροποποίησης που απορρίπτονται από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν τίθενται σε ψηφοφορία ενώπιον της ολομέλειας, παρά μόνον εάν το ζητήσουν εγγράφως, εντός προθεσμίας που καθορίζει ο Πρόεδρος, μια επιτροπή ή τουλάχιστον είκοσι εννέα βουλευτές 7 η εν λόγω προθεσμία διαρκεί τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

5. Τα σχέδια τροπολογιών επί της καταστάσεως προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα οποία έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνα που απορρίφθηκαν ήδη από το Κοινοβούλιο κατά την κατάρτιση αυτής της καταστάσεως προβλέψεων, εξετάζονται μόνον αν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συνηγορεί σε αυτό.

6. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 58 του Κανονισμού, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με χωριστές και διαδοχικές ψηφοφορίες επί:

- κάθε σχεδίου τροπολογίας και κάθε προτάσεως τροποποιήσεως,

- κάθε τμήματος του σχεδίου προϋπολογισμού,

- προτάσεως ψηφίσματος επί του σχεδίου προϋπολογισμού.

Εντούτοις, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 4, 5, και 6 του άρθρου 115.

7. Λογίζονται εγκριθέντα τα άρθρα, τα κεφάλαια, οι τίτλοι και τα τμήματα του σχεδίου προϋπολογισμού για τα οποία δεν έχουν κατατεθεί σχέδια τροπολογιών ή προτάσεις τροποποιήσεως.

8. Για να εγκριθούν:

- τα σχέδια τροπολογιών που αφορούν τα έξοδα πρέπει να ψηφισθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο,

- οι προτάσεις τροποποιήσεως πρέπει να λάβουν την πλειοψηφία των βουλευτών που εψήφισαν.

9. Αν οι εγκριθείσες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση των προβλεπομένων εξόδων του σχεδίου προϋπολογισμού πέρα από τον καθορισθέντα ανώτατο συντελεστή αυξήσεως, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καλείται να υποβάλει στο Κοινοβούλιο πρόταση για τον καθορισμό ανωτάτου συντελεστού στα πλαίσια του τελευταίου εδαφίου των παραγράφων 9 των άρθρων 78 της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 203 της Συνθήκης ΕΚ και 177 της Συνθήκης ΕΚΑΕ. Η ψηφοφορία επί της προτάσεως αυτής διεξάγεται μετά από την ψηφοφορία επί των διαφόρων τμημάτων του σχεδίου προϋπολογισμού. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν και των τριών πέμπτων των βουλευτών που εψήφισαν. Σε περίπτωση απορρίψεως της εν λόγω προτάσεως, το σύνολο του σχεδίου προϋπολογισμού παραπέμπεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

10. Αν το Κοινοβούλιο δεν τροποποιήσει το σχέδιο προϋπολογισμού ούτε εγκρίνει προτάσεις τροποποιήσεως ή πρόταση απορρίψεως του σχεδίου προϋπολογισμού, ο Πρόεδρος κηρύσσει σε συνεδρίαση ολομελείας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού.

Στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο τροποποιήσει το σχέδιο προϋπολογισμού ή εγκρίνει προτάσεις τροποποιήσεως, το σχέδιο προϋπολογισμού, τροποποιηθέν ή συνοδευόμενο από τις προτάσεις τροποποιήσεως, διαβιβάζεται στο Συμβούλιο.

11. Τα συνοπτικά πρακτικά της συνεδριάσεως κατά την οποία το Κοινοβούλιο απεφάνθη επί του σχεδίου προϋπολογισμού διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Άρθρο 4

Οριστική έγκριση του προϋπολογισμού μετά από την πρώτη ανάγνωση

Όταν το Συμβούλιο πληροφορήσει το Κοινοβούλιο ότι δεν μετέβαλε τις τροπολογίες του και ότι δέχθηκε ή δεν απέρριψε τις προτάσεις τροποποιήσεως, ο Πρόεδρος κηρύσσει σε συνεδρίαση ολομελείας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 5

Εξέταση των αποτελεσμάτων των συσκέψεων του Συμβουλίου - Δεύτερη φάση

1. Αν το Συμβούλιο τροποποιήσει μία ή περισσότερες από τις εγκριθείσες από το Κοινοβούλιο τροπολογίες, το τροποποιηθέν από το Συμβούλιο κείμενο παραπέμπτεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

2. Κάθε βουλευτής έχει το δικαίωμα, υπό τις κατωτέρω καθοριζόμενες προϋποθέσεις, να παρουσιάσει και να υποστηρίξει σχέδια τροπολογιών του τροποποιηθέντος από το Συμβούλιο κειμένου.

3. Γίνονται παραδεκτά μόνον τα σχέδια που υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται εξ ονόματος μιας επιτροπής και τηρούν την αρχή της ισοσκελίσεως των εσόδων και εξόδων. Το άρθρο 147 παράγραφος 6 του Κανονισμού δεν εφαρμόζεται.

Παραδεκτά γίνονται μόνο τα σχέδια τροπολογιών που αφορούν το κείμενο που τροποποιήθηκε από το Συμβούλιο.

4. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία καταθέσεως των σχεδίων τροπολογιών.

5. Η αρμόδια επιτροπή αποφαίνεται επί των κειμένων που τροποποιήθηκαν από το Συμβούλιο και γνωμοδοτεί επί των σχεδίων τροπολογιών επί των κειμένων αυτών.

6. Τα σχέδια τροπολογιών που αφορούν τα τροποποιηθέντα από το Συμβούλιο κείμενα τίθενται σε ψηφοφορία ενώπιον της ολομελείας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 3 παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που το απαρτίζουν και των τριών πέμπτων των βουλευτών που εψήφισαν. Η έγκριση αυτών των σχεδίων συνεπάγεται την απόρριψη του τροποποιηθέντος από το Συμβούλιο κειμένου. Η απόρριψή τους ισοδυναμεί με την έγκριση του κειμένου που έχει τροποποιηθεί από το Συμβούλιο.

7. Επί της εκθέσεως του Συμβουλίου σχετικά με τα αποτελέσματα των συσκέψεών του επί των προτάσεων τροποποιήσεως που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, διεξάγεται συζήτηση η οποία μπορεί να περατωθεί με ψηφοφορία επί προτάσεως ψηφίσματος.

8. Όταν λήξει η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 6, ο Πρόεδρος κηρύσσει σε συνεδρίαση ολομελείας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 6

Ολική απόρριψη

1. Είκοσι εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή μία επιτροπή μπορούν, αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι, να καταθέσουν πρόταση απορρίψεως του συνόλου του σχεδίου προϋπολογισμού. Η πρόταση αυτή γίνεται παραδεκτή μόνον εφόσον περιέχει γραπτή αιτιολόγηση και έχει κατατεθεί εντός της από τον Πρόεδρο καθορισθείσης προθεσμίας. Οι λόγοι απορρίψεως δεν πρέπει να είναι αντιφατικοί.

2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί της αποφάσεως αυτής πριν από τη σχετική ψηφοφορία στην ολομέλεια.

Η απόφαση του Κοινοβουλίου λαμβάνεται με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που το απαρτίζουν και των δύο τρίτων των βουλευτών που εψήφισαν. Η αποδοχή αυτής της προτάσεως συνεπάγεται την εκ νέου παραπομπή του συνόλου του σχεδίου προϋπολογισμού.

Άρθρο 7

Ρύθμιση των προσωρινών δωδεκατημορίων

1. Κάθε βουλευτής μπορεί, για δαπάνες που δεν απορρέουν από τη Συνθήκη ή τις πράξεις που αποφασίσθηκαν δυνάμει αυτής, να υποβάλει, υπό τις κατωτέρω καθοριζόμενες προϋποθέσεις, πρόταση αποφάσεως που παρεκκλίνει από την απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπονται δαπάνες που υπερβαίνουν το προσωρινό δωδεκατημόριο.

2. Παραδεκτές γίνονται μόνον οι προτάσεις αποφάσεως οι οποίες υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από εννέα τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδας ή μιας επιτροπής και είναι αιτιολογημένες.

3. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί των κειμένων που υποβλήθηκαν, πριν αυτά εξετασθούν στην ολομέλεια.

4. Η απόφαση του Κοινοβουλίου λαμβάνεται με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που το απαρτίζουν και των τριών πέμπτων των βουλευτών που εψήφισαν.

Άρθρο 8

Συντελεστής του κοινοτικού ΦΠΑ

Κατά την έγκριση του προϋπολογισμού, το Κοινοβούλιο καθορίζει το συντελεστή του ΦΠΑ (φόρου επί της προστιθεμένης αξίας).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ

Άρθρο 1

Έγγραφα

1. Τυπώνονται και διανέμονται τα ακόλουθα έγγραφα:

α) ο λογαριασμός διαχειρίσεως, η δημοσιονομική ανάλυση και ο ισολογισμός που έχει υποβάλει η Επιτροπή 7

β) η ετήσια έκθεση και οι ειδικές εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, συνοδευόμενες από τις απαντήσεις των θεσμικών οργάνων 7

γ) η δήλωση, με την οποία βεβαιούται η ακρίβεια των λογαριασμών καθώς και η νομιμότητα και κανονικότητα των σχετικών πράξεων, στην οποία προβαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο βάσει του άρθρου 188 Γ της Συνθήκης ΕΚ 7

δ) η σύσταση του Συμβουλίου.

2. Τα έγγραφα αυτά παραπέμπονται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει.

3. Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι επιτροπές, που επιθυμούν να εκδώσουν γνωμοδότηση, οφείλουν να την κοινοποιήσουν στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Άρθρο 2

Εξέταση της εκθέσεως

1. Εντός της προθεσμίας που ορίζεται από το Δημοσιονομικό Κανονισμό, το Κοινοβούλιο εξετάζει έκθεση της αρμοδίας επί της ουσίας επιτροπής, που προτείνει τη χορήγηση, την αναβολή ή τη μη χορήγηση απαλλαγής.

2. Τα άρθρα του Κανονισμού του Κοινοβουλίου τα σχετικά με τις τροπολογίες και την ψηφοφορία εφαρμόζονται, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο παράρτημα αυτό.

Άρθρο 3

Χορήγηση απαλλαγής

1. Αν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αποφασίσει να προτείνει θετική απόφαση, καταρτίζει έκθεση που περιλαμβάνει:

α) πρόταση απόφασης που περιέχει τα στοιχεία που συνιστούν το αντικείμενο της απαλλαγής, προσδιορίζοντας κατ'αυτόν τον τρόπο την τελική έκβαση της διαχείρισης του προϋπολογισμού για το εν λόγω οικονομικό έτος 7

β) πρόταση ψηφίσματος που περιέχει τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση απαλλαγής 7 και

γ) αιτιολογική έκθεση.

Αν χρειασθεί, η αιτιολογική έκθεση μπορεί να παρουσιασθεί προφορικά.

2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί σχετικά με όλες τις τροπολογίες πριν να τεθούν σε ψηφοφορία.

3. Η απόφαση που προτείνεται τίθεται σε ψηφοφορία πριν από την πρόταση ψηφίσματος. Η διαδικασία για τη χορήγηση απαλλαγής κλείνει με ψηφοφορία επί του συνόλου της προτάσεως ψηφίσματος.

Άρθρο 4

Αναβολή της απαλλαγής

1. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος για την αναβολή της αποφάσεως απαλλαγής. Η εν λόγω πρόταση θα αναφέρει τους λόγους αναβολής.

2. Η πρόταση αυτή εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της συνόδου που ακολουθεί μετά την κατάθεσή τους.

Άρθρο 5

Μη χορήγηση απαλλαγής

1. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος για τη μη χορήγηση απαλλαγής. Η εν λόγω πρόταση θα αναφέρει τους λόγους για τη μη χορήγηση.

2. Η πρόταση αυτή εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της συνόδου που ακολουθεί μετά την κατάθεσή τους και εγκρίνεται μόνο με την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

Άρθρο 6

Αναπομπή σε επιτροπή

1. Αν μια πρόταση αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή πρόταση ψηφίσματος, σύμφωνα με τα άρθρα 3, παράγραφος 1 στοιχείο β), 4 παράγραφος 1 ή 5 παράγραφος 1 δεν συγκεντρώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία ή αν εγκριθεί τροπολογία επί των στοιχείων που περιέχονται στην πρόταση αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α), θεωρείται ότι το θέμα έχει παραπεμφθεί εκ νέου στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, που υποβάλλει εκ νέου έκθεση στο Κοινοβούλιο κατά την επομένη περίοδο συνόδου, λαμβάνοντας υπόψη την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου.

2. Αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία του Κοινοβουλίου να χορηγήσει απαλλαγή εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από το Δημοσιονομικό Κανονισμό, ο Πρόεδρος θα πληροφορήσει σχετικά την Επιτροπή.

Άρθρο 7

Εκτέλεση των αποφάσεων απαλλαγής

1. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει κάθε απόφαση ή ψήφισμα του Κοινοβουλίου σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 ή 5 στην Επιτροπή και στα υπόλοιπα θεσμικά όργανα. Μεριμνά για τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στη σειρά που προορίζεται για πράξεις νομοθετικού χαρακτήρα.

2. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες των θεσμικών οργάνων, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν τις αποφάσεις απαλλαγής και τις άλλες παρατηρήσεις που περιέχονται στα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών.

3. Ο Πρόεδρος, ενεργώντας εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, και μετά από έκθεση της αρμόδιας σε θέματα ελέγχου του προϋπολογισμού επιτροπής, μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά του ενεχομένου θεσμικού οργάνου ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 175 της Συνθήκης ΕΚ, για μη εκτέλεση των υποχρεώσεων, που απορρέουν από τις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση απαλλαγής ή τα άλλα ψηφίσματα σχετικά με την εκτέλεση των δαπανών.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI (1)

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΟΝΙΜΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

I. Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων, Ασφάλειας και Αμυντικής Πολιτικής

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. την κοινή εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένης της διατύπωσης μιας κοινής αμυντικής πολιτικής και αφοπλισμού 7

2. τις σχέσεις με την Δυτική Ευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ) 7

3. τις πολιτικές πλευρές των σχέσεων με τις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς ως προς την εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης και της πολιτικής της στον τομέα της ασφάλειας 7

4. την έναρξη, την παρακολούθηση και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση νέων μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (άρθρο Ξ της Συνθήκης ΕΕ) 7

5. την έναρξη, την παρακολούθηση και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων σχετικά με συμφωνίες σύνδεσης (άρθρο 238 της Συνθήκης ΕΚ) και άλλες διεθνείς συμφωνίες που είναι πρωτίστως πολιτικού χαρακτήρα 7

6. προβλήματα στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του εκδημοκρατισμού σε τρίτες χώρες.

Η επιτροπή αυτή εξασφαλίζει, σε διαβούλευση με τους προέδρους των Διακοινοβουλευτικών Αντιπροσωπειών και των μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών, το συντονισμό των εργασιών των Διακοινοβουλευτικών Αντιπροσωπειών και των μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών τόσο στο στάδιο της προετοιμασίας όσο και στο στάδιο της συζήτησης των αποτελεσμάτων των συνεδριάσεών τους. Για τις οικονομικές και εμπορικές πτυχές, οι Διακοινοβουλευτικές Αντιπροσωπείες και οι μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές θα συνεννοούνται με την Επιτροπή Εξωτερικών Οικονομικών Σχέσεων.

II. Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου

Η επιτροπή αυτή είναι γενικά αρμόδια για όλα τα ζητήματα που αφορούν τον τίτλο II άρθρα 38 έως 47 της Συνθήκης ΕΚ:

1. λειτουργία και ανάπτυξη της κοινής γεωργικής πολιτικής και της δασοκομικής πολιτικής 7

2. ανάπτυξη της υπαίθρου, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του Τμήματος Προσανατολισμού του Ευρωπαϊκού Γεωγρικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων 7

3. κτηνιατρική νομοθεσία που αφορά τον έλεγχο και την εξάλειψη των ασθενειών στα οικιακά ζώα 7

4. εφοδιασμός σε γεωργικές πρώτες ύλες 7

5. βιομηχανία παραγωγής τροφίμων αγροτικής προέλευσης και παραγωγικά συστήματα 7

6. νομοθεσία περί εκτροφής ζώων 7

7. ζωοτροφές.

Η επιτροπή καλείται να γνωμοδοτεί σε όλες τις περιπτώσεις, όπου ζητήματα που ανήκουν σε κάποιον άλλον ειδικό τομέα (δημόσια υγεία, οικονομική πολιτική, εξωτερικές οικονομικές σχέσεις, σχέσεις με τις συνδεδεμένες ευρωπαϊκές χώρες ή με άλλες) μπορούν ωστόσο να έχουν επίδραση στην οργάνωση της κοινοτικής γεωργικής αγοράς, καθώς και στα ζητήματα τα σχετικά με την εμπορική πολιτική στον τομέα των αγροτικών προϊόντων.

III. Επιτροπή Προϋπολογισμών

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. τον ορισμό και την άσκηση των εξουσιών του Κοινοβουλίου σχετικά με τον προϋπολογισμό 7

2. τους προϋπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένου του προϋπολογισμού ΕΚΑΧ) 7

3. τις πολυετείς προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα και τα έξοδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και τις διοργανικές συμφωνίες που συνάπτονται στους τομείς αυτούς 7

4. τους χρηματοδοτικούς πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μεταξύ άλλων εισφορές, ίδιοι πόροι, συνεισφορές των κρατών μελών) 7

5. τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των κοινοτικών πράξεων 7

6. την προπαρασκευή και το συντονισμό των διαδικασιών συνεννοήσεως μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με τη συμμετοχή της Επιτροπής, σχετικά με τις κοινοτικές πράξεις που έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις 7

7. τα προβλήματα στον τομέα της διοικητικής και λογιστικής διαχείρισης καθώς και του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία συνεπάγονται έγκριση δημοσιονομικού χαρακτήρα, εφόσον δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε επίπεδο Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων 7

8. τις μεταφορές πιστώσεων που αποτελούν έγκριση δαπανών 7

9. τον προϋπολογισμό, τη διοικητική λειτουργία και τα λογιστικά του Κοινοβουλίου (άρθρο 165 του Κανονισμού) 7

10. τις πράξεις που συνδέονται με τα προαναφερθέντα σημεία.

Όσον αφορά τα θέματα προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Το Προεδρείο και η Επιτροπή Προϋπολογισμών αποφασίζουν διαδοχικά για:

α) το οργανόγραμμα,

β) το προσχέδιο και το σχέδιο καταστάσεως προβλέψεων.

Οι αποφάσεις για το οργανόγραμμα λαμβάνονται σύμφωνα με την ακόλουθη διαδικασία:

α. 1. το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα κάθε οικονομικού έτους 7

α. 2. σε περίπτωση που η γνωμοδότηση της Επιτροπής Προϋπολογισμών απομακρύνεται από τις πρώτες αποφάσεις του Προεδρείου, κινείται διαδικασία συνεννοήσεως μεταξύ του Προεδρείου και της Επιτροπής Προϋπολογισμών 7

α. 3. μετά το πέρας της διαδικασίας, η λήψη της τελικής αποφάσεως εμπίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 164 παρ. 3 του Κανονισμού, στην αρμοδιότητα του Προεδρείου.

Όσον αφορά την κατάσταση προβλέψεων, η διαδικασία προετοιμασίας αρχίζει μετά την τελική απόφαση του Προεδρείου για το οργανόγραμμα. Τα στάδια αυτής της διαδικασίας είναι αυτά που περιγράφονται στο άρθρο 165 του Κανονισμού, δηλαδή:

β. 1. το Προεδρείο καταρτίζει προσωρινό προσχέδιο καταστάσεως προβλέψεων εσόδων και δαπανών (παράγραφος 1) 7

β. 2. η Επιτροπή Προϋπολογισμών γνωμοδοτεί επ' αυτού του προσωρινού προσχεδίου (παράγραφος 2) 7

β. 3. σε περίπτωση σοβαρής διαστάσεως απόψεων μεταξύ Επιτροπής Προϋπολογισμών και Διευρυνθέντος Προεδρείου, μια φάση συνεννοήσεως ανοίγει πριν ή μετά την έγκριση του εν λόγω προσχεδίου.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων της η Επιτροπή Προϋπολογισμών εργάζεται σε στενή συνεργασία με την Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού. Όσον αφορά το δημοσιονομικό κανονισμό, η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των δύο επιτροπών καθορίζεται ανάλογα με τη φύση των ζητημάτων που θίγει η πρόταση κανονισμού: οι δημοσιονομικοί κανονισμοί ή τα μέρη του κανονισμού που αφορούν την εκτέλεση, τη διαχείριση και τον έλεγχο των προϋπολογισμών εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού.

IV. Επιτροπή Οικονομικής, Νομισματικής και Βιομηχανικής Πολιτικής

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. τη συνέχεια που δίδεται στις πρωτοβουλίες για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς σύμφωνα με τα άρθρα 7 Β, 7 Γ και 100 Β της Συνθήκης ΕΚ 7

2. τα ζητήματα νομισματικής πολιτικής, ισοζυγίου πληρωμών, κυκλοφορίας κεφαλαίων και τις πολιτικές συνάψεως και χορηγήσεως δανείων (έλεγχος των κινήσεων κεφαλαίων που προέρχονται από τρίτες χώρες, μέτρα ενθαρρύνσεως της εξαγωγής κεφαλαίων από την Ευρωπαϊκή Ενωση 7 η εφαρμογή των άρθρων 73 Β έως 73 Ζ και 104 έως 109 της Συνθήκης ΕΚ) 7

3. την κοινοτική βιομηχανική πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής σε ειδικούς τομείς της γενικής κοινοτικής στρατηγικής 7

4. τη λειτουργία της κοινής αγοράς, ειδικότερα για την εφαρμογή των άρθρων 9 έως 37 της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, τα τελωνεία και τις ποσοστώσεις καθώς και με τα προβλήματα που μπορεί να θέσει στον τομέα αυτό η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως 7

5. τα προβλήματα του ανταγωνισμού, δηλαδή την εφαρμογή των άρθρων 85 έως 90 της Συνθήκης ΕΚ (κανόνες ανταγωνισμού, συμφωνίες και μονοπώλια), εφόσον δεν πρόκειται για εξειδικευμένα προβλήματα που ανάγονται στην αρμοδιότητα άλλων επιτροπών (μεταφορών, δημοσίας υγείας κ.λπ.) 7

6. τις πρακτικές «εσωτερικού» ντάμπιγκ (άρθρο 91 της Συνθήκης ΕΚ) 7

7. τα ζητήματα που αφορούν τις δημόσιες ενισχύσεις εκτός των πτυχών που συνδέονται με την περιφερειακή πολιτική (άρθρα 92 έως της Συνθήκης ΕΚ) 7

8. το μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο οικονομικό και νομισματικό προγραμματισμό (άρθρα 102 Α, 109 Θ και 130 Β της Συνθήκης ΕΚ) 7

9. τα κοινοτικά πρότυπα και τις κοινοτικές τεχνικές προδιαγραφές (σε συνεργασία με τα ευρωπαϊκά ιδρύματα τυποποίησης) 7

10. την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών σε συγκεκριμένους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών (πρότυπα, κανόνες ανταγωνισμού, ελεύθερη κυκλοφορία και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών καθώς και γενικά προβλήματα οργάνωσης στους διάφορους παραγωγικούς τομείς) 7

11. τη βιομηχανία χάλυβα (μέτρα σταθεροποίησης των τιμών και της αγοράς, έλεγχος των συγχωνεύσεων στο πλαίσιο των κοινοτικών προγραμμάτων), (άρθρα 4, 46 και 56 έως 67 της Συνθήκης ΕΚΑΧ) 7

12. την εφαρμογή των άρθρων 95 έως 99 της Συνθήκης ΕΚ όσον αφορά φορολογικές διατάξεις που σχετίζονται με την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς 7

13. τα μέτρα και τις πρωτοβουλίες που πρέπει να ληφθούν για τη σταδιακή υλοποίηση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (μηχανισμός συνεργασίας και συνεννόησης στον τομέα της συγκυριακής πολιτικής, εναρμόνιση του μεσοπρόθεσμου προγραμματισμού, βιομηχανική πολιτική, βραχυπρόθεσμη ή μεσοπρόθεσμη οικονομική ενίσχυση, σύστημα προστασίας και νομισματικής συνεργασίας, κ.λπ.) 7

14. την αναμόρφωση του διεθνούς νομισματικού συστήματος.

V. Επιτροπή Ερευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Ενέργειας

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. όλα τα προβλήματα που ανάγονται στον εφοδιασμό ενεργείας και την ενεργειακή πολιτική γενικώς, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας από άνθρακα και της πυρηνικής ενέργειας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Συνθηκών ΕΚΑΧ και ΕΚΑΕ 7

2. όλα τα ζητήματα που ανάγονται στη θεμελιώδη, προανταγωνιστική, προκανονιστική ή προβιομηχανική έρευνα, την τεχνολογική πρόοδο, το πρόγραμμα πλαίσιο έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και άλλα ειδικά προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων των προγραμμάτων COST και Eureka και τις συμφωνίες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης τέτοιου είδους, στο μέτρο που δεν καλύπτονται από την εσωτερική αγορά και τη βιομηχανική πολιτική (βλ. Επιτροπή Οικονομικής, Νομισματικής και Βιομηχανικής Πολιτικής), όπως είναι η τεχνολογία του διαστήματος 7

3. την έρευνα και την ανάπτυξη στον τομέα της βιοτεχνολογίας 7

4. τα κοινά κέντρα ερευνών και το κεντρικό γραφείο πυρηνικών μέτρων 7

5. τη διάδοση των γνώσεων και τον καθορισμό των τεχνολογιών πληροφορήσεως που απαιτούνται για την αποθήκευση, πρόσβαση, μετάδοση, λήψη και σύνθεση των πληροφοριών 7

6. τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και βιομηχανικής ιδιοκτησίας (σε συμφωνία με την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών, αρμόδια επί της ουσίας) 7

7. το συντονισμό των προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης των κρατών μελών και τη συνοχή τους με το πρόγραμμα-πλαίσιο.

VI. Επιτροπή Εξωτερικών Οικονομικών Σχέσεων

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν τις εξωτερικές εμπορικές συναλλαγές και τις συμφωνίες που συνάπτονται στον τομέα αυτό, και πιο συγκεκριμένα:

1. την παρακολούθηση της κοινής εμπορικής πολιτικής της Ένωσης και τα προβλήματα που αφορούν την πολιτική αυτή και την εφαρμογή της (άρθρα 113 και 235 της Συνθήκης ΕΚ) 7

2. την έναρξη, την παρακολούθηση και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων οι οποίες αφορούν διεθνείς συμφωνίες με αντικείμενο ιδίως οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τρίτες χώρες που δεν οδηγούν σε συμφωνία σύνδεσης (άρθρο 113 και 235 της Συνθήκης ΕΚ) 7

3. τις οικονομικές και εμπορικές πτυχές του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και τις σχέσεις με την ΕΖΕΣ 7

4. όλες τις πτυχές που σχετίζονται με την GATT και τη μετάβαση στην Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου (η Επιτροπή Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου και η Επιτροπή Αλιείας καλούνται να γνωμοδοτούν για όλα τα ζητήματα εμπορικής πολιτικής στον τομέα των γεωργικών προϊόντων και των προϊόντων αλιείας) 7

5. τα προβλήματα που έχουν σχέση με το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο και με τις πρακτικές ντάμπιγκ που ασκούν τρίτες χώρες 7

6. την οικονομική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών πρωτοκόλλων με βιομηχανικές χώρες και των οικονομικών πτυχών των συμφωνιών σύνδεσης.

Οι αντιπροσωπείες θα συνεργάζονται στενά με την επιτροπή αυτή όσον αφορά τις οικονομικές και εμπορικές πτυχές των σχέσεων με τρίτες χώρες.

VII. Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. τις νομικές πλευρές της θεσπίσεως, της ερμηνείας και της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της επιλογής της προσήκουσας νομικής βάσης για τις κοινοτικές πράξεις 7

2. τις νομικές πτυχές της θεσπίσεως, της ερμηνείας και της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, στο μέτρο που αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση 7

3. όλα όσα αφορούν τον καθορισμό και την κωδικοποίηση των δικαιωμάτων των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και τα θεμελιώδη δικαιώματα, καθώς και τις προτάσεις για την επίσημη κωδικοποίηση του συνόλου ή μέρους της κοινοτικής νομοθεσίας 7

4. τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νομικού και δικαστικού χώρου 7

5. το συντονισμό, στο κοινοτικό επίπεδο, των εθνικών νομοθεσιών:

α) ως προς τις διατάξεις περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως και περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρα 52 έως 66 της Συνθήκης ΕΚ) συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων που αφορούν το δίκαιο των εταιριών (για άσκηση της αρμοδιότητας αυτής -και εφόσον δεν πρόκειται για προβλήματα αποκλειστικά νομικά- η επιτροπή ζητεί, κατά κανόνα, τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικής, Νομισματικής και Βιομηχανικής Πολιτικής εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η διάταξη εφαρμόζεται σ' έναν τομέα για τον οποίο υπάρχει περισσότερο αρμόδια επιτροπή) 7

β) κατά την εφαρμογή του άρθρου 220 της Συνθήκης ΕΚ (προστασία φυσικών και νομικών προσώπων) όλων των μέτρων γενικότερης σημασίας 7

6. τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 24 της Συνθήκης Συγχώνευσης), εκτός από θέματα μισθοδοσίας που έχουν ιδιαίτερη σημασία από πλευράς κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων 7

7. τη συμμετοχή του Κοινοβουλίου στις προσφυγές ενώπιον του Δικαστηρίου, εξαιρουμένων εκείνων που αφορούν διαφορές μεταξύ του Κοινοβουλίου και των υπαλλήλων του.

Όσον αφορά τα ζητήματα σχετικά με την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών έχει προβλεφθεί να ανατεθούν κατά περίπτωση στις επιτροπές που είναι αρμόδιες για τα θέματα που εξετάζονται στις προτάσεις. Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών μπορεί, ωστόσο, να γνωμοδοτήσει επί των προτάσεων αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 147 του Κανονισμού, σε οποιαδήποτε περίπτωση το κρίνει σκόπιμο.

Η επιτροπή θα καλείται επίσης να γνωμοδοτεί επί των διαβουλεύσεων που αφορούν την εφαρμογή της ενιαίας εκλογικής διαδικασίας (όσον αφορά τις νομικές πλευρές).

VIII. Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων και Απασχόλησης

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. τη βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας 7

2. την προστασία των εργαζομένων στο χώρο εργασίας, κυρίως στον τομέα της υγείας, της υγιεινής και της ασφάλειας (άρθρο 118 Α της Συνθήκης ΕΚ) 7

3. την πολιτική απασχόλησης και ιδίως την πολιτική απασχόλησης των νέων 7

4. την πολιτική στον τομέα των μισθών, των συντάξεων, των εισοδημάτων και το σχηματισμό περιουσίας 7

5. την επαγγελματική επιμόρφωση, κυρίως όσον αφορά την ένταξη στην αγορά εργασίας και την επαγγελματική επανεκπαίδευση που συνδέεται με τη διαδικασία της αλλαγής επαγγέλματος και της επαγγελματικής κινητικότητας 7

6. την εναρμόνιση στον τομέα των επαγγελματικών προσόντων 7

7. το καθεστώς των αδειών μετ' αποδοχών 7

8. τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (αλλαγή επαγγέλματος, επαναπροσαρμογή κ.λπ.) 7

9. την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων 7

10. την κοινωνική ασφάλιση των κοινοτικών και εξωκοινοτικών διακινουμένων εργαζομένων 7

11. την πολιτική της κατοικίας και την προώθηση της κατασκευής λαϊκών κατοικιών 7

12. την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, κυρίως όσον αφορά το εργατικό δίκαιο και την εναρμόνιση της κοινωνικής νομοθεσίας 7

13. την προώθηση «ευρωπαϊκού κοινωνικού προϋπολογισμού» 7

14. την εξίσωση του μισθολογικού καθεστώτος ανδρών και γυναικών εργαζομένων και την ισότητα ανδρών και γυναικών όσον αφορά την ένταξη στην εργασία και την επαγγελματική επιμόρφωση.

Η επιτροπή αυτή καλείται να γνωμοδοτήσει για τα άλλα θέματα που σχετίζονται με τα δικαιώματα των διακινουμένων εργαζομένων.

IX. Επιτροπή Περιφερειακής Πολιτικής

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. την κοινοτική περιφερειακή πολιτική με την έννοια της διαρθρωτικής πολιτικής που αποσκοπεί να διευκολύνει τη σύγκλιση των οικονομιών, την οικονομική και κοινωνική συνοχή, την αρμονική ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και την απάλειψη των ανισοτήτων 7

2. την κατάρτιση, την εφαρμογή και την αξιολόγηση όλων των σχεδίων και όλων των μέτρων κοινοτικής περιφερειακής πολιτικής, που αφορούν κυρίως την ανάπτυξη των καθυστερημένων περιοχών (στόχος αριθ.. 1), των περιοχών σε βιομηχανική παρακμή (στόχος αριθ. 2) και των αγροτικών περιοχών (στόχος αριθ. 5 β) 7

3. τα ειδικά προβλήματα των μειονεκτικών περιοχών των οποίων η οικονομία είναι κυρίως γεωργική, ή οι οποίες πλήττονται από ορισμένες κρίσεις που θίγουν τους βιομηχανικούς τους τομείς 7

4. τις επιπτώσεις των άλλων κοινοτικών πολιτικών στους τομείς που αποτελούν αντικείμενο της περιφερειακής πολιτικής 7

5. τις συνέπειες των ενδεχομένων διευρύνσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συνθηκών σύνδεσης επί της περιφερειακής πολιτικής 7

6. τα προβλήματα τα σχετικά με τη διαχείριση, την αποτελεσματικότητα και τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Αναπτύξεως και των άλλων κοινοτικών οργάνων περιφερειακής πολιτικής 7

7. το συντονισμό των κοινοτικών χρηματοδοτικών οργάνων διαρθρωτικής παρέμβασης 7

8. τα προβλήματα σχετικά με την αποτελεσματική αξιοποίηση και τα κριτήρια χρήσεως, εντός των κρατών μελών, των κοινοτικών περιφερειακών παρεμβάσεων καθώς και τα προβλήματα τα σχετικά με το συντονισμό των εθνικών καθεστώτων περιφερειακών ενισχύσεων 7

9. την ανάπτυξη κοινοτικής πολιτικής χωροταξίας και τα προβλήματα που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ εθνικών προβλέψεων και αποφάσεων σε θέματα πολεοδομίας και χωροταξίας και της κοινοτικής περιφερειακής πολιτικής 7

10. τις σχέσεις με τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, σύμφωνα με το πνεύμα των Συνθηκών, και τη συμμετοχή τους στη χάραξη της περιφερειακής πολιτικής 7

11. τη διασυνοριακή συνεργασία.

X. Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. την ανάπτυξη μιας κοινής πολιτικής μεταφορών (άρθρα 74 έως 84 της Συνθήκης ΕΚ) 7

2. τη δημιουργία ευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών 7

3. την ελευθέρωση των διεθνών μεταφορών 7

4. τις διακρίσεις, εναρμονίσεις και συντονισμό στον τομέα των μεταφορών 7

5. τα προβλήματα που αφορούν τις εναέριες και θαλάσσιες μεταφορές καθώς και τις μεταφορές με αγωγούς 7

6. τη λιμενική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 7

7. τις πιθανές αντιθέσεις ανάμεσα, αφενός, στην κοινή πολιτική μεταφορών και τη συναφή τιμολόγηση και, αφετέρου, τους κανόνες του ανταγωνισμού ή τις απαιτήσεις της κοινωνικής, γεωργικής, ενεργειακής και περιφερειακής πολιτικής (βλ. άρθρα 3 στ και 74 της Συνθήκης ΕΚ καθώς και άρθρα 70 και επόμενα της Συνθήκης ΕΚΑΧ) 7

8. τις ταχυδρομικές επικοινωνίες 7

9. την πολιτική της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα του τουρισμού.

Η επιτροπή αυτή καλείται να γνωμοδοτεί για τα ζητήματα που αφορούν τους τομείς του ανταγωνισμού, την άρση των εμποδίων, το δικαίωμα εγκαταστάσεως και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, στο βαθμό που αυτά αφορούν την πολιτική μεταφορών.

XI. Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. την πολιτική περιβάλλοντος και τα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος:

α) ρύπανση της ατμόσφαιρας, του εδάφους και των υδάτων 7

β) ταξινόμηση, συσκευασία, σήμανση, μεταφορά και χρήση επικίνδυνων ουσιών 7

γ) καθορισμός αποδεκτών ορίων ήχου 7

δ) επεξεργασία και αποθήκευση αποβλήτων (συμπεριλαμβανομένης της ανακυκλήσεως) 7

ε) μέτρα και συμβάσεις σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο για την προστασία του περιβάλλοντος (π.χ. ο Ρήνος, η Μεσόγειος) 7

στ) διατήρηση της πανίδας και του περιβάλλοντός της 7

ζ) γνωμοδότηση επί των προγραμμάτων στον τομέα της ενεργείας και των ερευνών που αναφέρονται στο περιβάλλον 7

η) διατάξεις του δικαίου της θάλασσας που αφορούν το περιβάλλον 7

2. τη δημόσια υγεία:

α) εκπαιδευτικές ενέργειες στον τομέα της υγείας (με έμφαση στην προληπτική δράση όσον αφορά τον καπνό, τη χρήση ναρκωτικών, τις καρδιοαγγειακές διαταραχές, τα διαιτητικά προϊόντα) 7

β) έλεγχος των τροφίμων 7

γ) κτηνιατρική νομοθεσία που αφορά την προστασία από τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία που προέρχονται από την ύπαρξη βακτηριδίων και καταλοίπων σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, υγειονομικός έλεγχος των προϊόντων (κρέας, γάλα, κ.λπ.) και των συστημάτων παραγωγής (σφαγεία, γαλακτοκομεία κ.λπ.) 7

δ) φαρμακευτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των κτηνιατρικών προϊόντων 7

ε) ιατρική έρευνα 7

σ) καλλυντικά 7

ζ) αστική προστασία 7

3. την προστασία των καταναλωτών:

προβλήματα σχετικά με την εφαρμογή της προταθείσας νομολογίας σε κοινοτικά προγράμματα δράσης, και συγκεκριμένα την:

α) προστασία των καταναλωτών από τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά της 7

β) προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών 7

γ) βελτίωση της νομικής προστασίας των καταναλωτών (συνδρομή, συμβουλές και δικαίωμα προσφυγής) 7

δ) βελτίωση της πληροφορήσεως και της εκπαιδεύσεως των καταναλωτών 7

ε) κατάλληλη διαβούλευση και εκπροσώπηση των καταναλωτών κατά την προπαρασκευαστική φάση των αποφάσεων που άπτονται των συμφερόντων τους.

XII. Επιτροπή Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας και Μέσων Ενημέρωσης

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. τα προβλήματα τα σχετικά με την πληροφόρηση της κοινής γνώμης επί των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης 7

2. τις ανταλλαγές των νέων, συμπεριλαμβανομένων των νέων εργαζομένων, και τις άλλες πρωτοβουλίες σχετικά με τη συμμετοχή της νεολαίας στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση 7

3. την πολιτική διατηρήσεως, αναστηλώσεως και αποκαταστάσεως της πολιτιστικής κληρονομιάς καθώς και τη διαφύλαξη των φυσικών τοποθεσιών σε συνεργασία με την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημοσίας Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών 7

4. τις προτάσεις που αποσκοπούν στη δημιουργία μιας πολιτιστικής κοινότητας 7

5. τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Νεότητας 7

6. την πολιτική εκπαιδεύσεως 7

7. το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα 7

8. τα εκπαιδευτικά προγράμματα, την εναρμόνιση των προγραμμάτων σπουδών και την ισοτιμία τίτλων σπουδών 7

9. την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού πανεπιστημίου και τη συνεργασία μεταξύ των ιδρυμάτων ανωτάτης εκπαίδευσης 7

10. την προώθηση του συστήματος ευρωπαϊκών σχολείων 7

11. τη διαρκή επιμόρφωση των ενηλίκων καθώς και την εκπαίδευση εξ αποστάσεως 7

12. τα προβλήματα της πληροφορήσεως και των μαζικών μέσων ενημέρωσης 7

13. τα προβλήματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη της πολιτικής αθλητισμού 7

14. την ψυχαγωγία 7

Η επιτροπή αυτή καλείται να γνωμοδοτεί για τα προβλήματα που αφορούν την πολιτική απασχολήσεως των νέων και την επαγγελματική εκπαίδευση.

XIII. Επιτροπή Ανάπτυξης και Συνεργασίας

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για την εξέταση και τον έλεγχο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της αναπτύξεως, ιδιαίτερα:

1. το διάλογο Βορρά-Νότου 7

2. την ανθρωπιστική βοήθεια, την επείγουσα βοήθεια και την επισιτιστική βοήθεια 7

3. την τεχνική, χρηματοδοτική και μορφωτική συνεργασία 7

4. το σύστημα γενικευμένων προτιμήσεων 7

5. τη βιομηχανική, γεωργική και αγροτική ανάπτυξη 7

Επιπλέον, η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

6. την εφαρμογή της Συμβάσεως ΑΚΕ-ΕΚ 7

7. την εφαρμογή των συμφωνιών συνεργασίας με τις χώρες του Μαγκρέμπ και του Μασρέκ 7

8. τις σχέσεις με ορισμένες υπό ανάπτυξη χώρες ή ομάδες υπό ανάπτυξη χωρών, με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει συνάψει συμφωνίες συνεργασίας ή συνδέσεως 7

9. τη χρηματοδοτική και τεχνική συνεργασία με τις υπό ανάπτυξη χώρες 7

10. τις σχέσεις με τους διεθνείς οργανισμούς που είναι ειδικευμένοι στον τομέα ανάπτυξης και συνεργασίας.

XIV. Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών και Εσωτερικών Υποθέσεων

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. τα δικαιώματα του ανθρώπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση 7

2. τις πολιτικές ελευθερίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και την ασφάλεια και ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων 7

3. την πολιτική ασύλου 7

4. τον αγώνα κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας 7

5. την πολιτική μετανάστευσης και την πολιτική απέναντι στους υπηκόους τρίτων κρατών 7

6. την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, της διακινήσεως ναρκωτικών και των περιπτώσεων απάτης διεθνούς επιπέδου 7

7. την τελωνειακή συνεργασία (σύμφωνα με τον Τίτλο VI Άρθρο Κ 1 παράγραφος 8 της Συνθήκης για την ΕΕ) 7

8. τη συνεργασία των αστυνομικών αρχών με στόχο την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και άλλων μορφών διεθνούς εγκληματικότητας συμπεριλαμβανομένης της οργανώσεως σε επίπεδο της Ένωσης, συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών στους κόλπους μιας Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol) 7

9. τη συνεργασία στην πολιτική επί νομικών θεμάτων στους ως άνω τομείς.

10. τις συμβάσεις που εγκρίνονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την ΕΕ.

XV. Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. τον έλεγχο των εκτελεστικών μέτρων χρηματοδοτικού, δημοσιονομικού και διοικητικού χαρακτήρα που λαμβάνονται επί τη βάσει, στο πλαίσιο ή σε σχέση με το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένου του ΕΤΑ), τις χρηματοδοτικές και διοικητικές δραστηριότητες της ΕΚΑΧ, τις χρηματοδοτικές δραστηριότητες της ΕΤΕ που εκτελούνται δυνάμει εντολής της Επιτροπής και τον συντονισμό του συνόλου των χρηματοδοτικών δραστηριοτήτων της ΕΤΕ με τα άλλα χρηματοδοτικά όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 7

2. το δημοσιονομικό κανονισμό 7

3. τις αποφάσεις για τη χορήγηση απαλλαγής που λαμβάνει το Κοινοβούλιο καθώς και τα μέτρα που συνοδεύουν ή που θέτουν σε εφαρμογή τις αποφάσεις αυτές 7

4. λογαριασμούς και ισολογισμούς σχετικά με τις αποφάσεις κλεισίματος λογαριασμών ελέγχου των εσόδων και δαπανών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και μέτρα που συνοδεύουν ή θέτουν σε εφαρμογή τις αποφάσεις ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας εσωτερικής απαλλαγής, πράγμα που προϋποθέτει στενή συνεργασία με τον Πρόεδρο και το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 7

5. το κλείσιμο, την απόδοση και τον έλεγχο των λογαριασμών και των ισολογισμών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, των Οργάνων τους, και κάθε οργανισμού που χρηματοδοτείται από αυτές συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής των πιστώσεων εις μεταφορά και τον καθορισμό των διαφορών 7

6. το συνακόλουθο έλεγχο της εκτέλεσης των τρεχόντων προϋπολογισμών περιοδικών εκθέσεων που υποβάλλει η Επιτροπή και τα μέτρα που λαμβάνονται για την εν λόγω εκτέλεση και δεν έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικής εξουσιοδότησης (δηλαδή μεταφορές πιστώσεων και άλλα μέτρα, εκτός των μεταφορών από το Κεφάλαιο 100, αποδέσμευση πιστώσεων, μεταφορά από έτος σε έτος και επανεγγραφή πιστώσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Επιτροπής Προϋπολογισμών) 7

7. την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των διαφόρων κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, του συντονισμού των διαφόρων χρηματοδοτικών οργάνων και την εκτίμηση της σχέσης κόστους/ωφελείας κατά την εφαρμογή των πολιτικών που χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση 7

8. την εξέταση των όρων παροχής πιστώσεων, των μηχανισμών χρηματοδότησης και των διοικητικών δομών που έχουν ως έργο την εφαρμογή τους, μέσω της μελέτης περιπτώσεων απάτης και ανωμαλιών 7

9. την προετοιμασία γνωμοδοτήσεων νομοθετικού περιεχομένου όσον αφορά ρυθμίσεις ή μέρη ρυθμίσεων που αφορούν την εκτέλεση προϋπολογισμών, συμπεριλαμβανομένης της διοικητικής διαχείρισης, καθώς και τις γνωμοδοτήσεις που απευθύνονται προς την Επιτροπή Προϋπολογισμών για αποφάσεις που προϋποθέτουν μια εκτίμηση της εκτέλεσης και της διαχείρισης της δαπάνης (δημοσιονομική διαδικασία, προσαρμογή και αναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών, μεταφορά πιστώσεων κλπ.) 7

10. την προετοιμασία γνωμοδοτήσεων νομοθετικού περιεχόμενου, συστάσεων, διαβουλεύσεων και ενημέρωσης που αφορούν την οργάνωση των ελέγχων, την πρόληψη, τη δίωξη και την καταστολή της απάτης και των παρατυπιών εις βάρος του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν γένει 7

11. τις γνωμοδοτήσεις και τις πληροφορίες που πρέπει να δοθούν, κατόπιν σχετικής αιτήσεως ή εξ ιδίας πρωτοβουλίας στις επιτροπές και τα άλλα όργανα του Κοινοβουλίου σχετικά με θέματα που αφορούν τον τομέα του ελέγχου του προϋπολογισμού 7

12. την εξέταση των εκθέσεων και γνωμοδοτήσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου 7

13. τις σχέσεις με το Ελεγκτικό Συνέδριο, και τον ορισμό των μελών του, υπό την επιφύλαξη της δικαιοδοσίας του Προέδρου του Κοινοβουλίου 7

14. την εξέταση εμπιστευτικών εγγράφων που αφορούν κάποιο τομέα που εμπίπτει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού σύμφωνα με το παράρτημα VII.

Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων της η Επιτροπή Ελέγχου του Προϋπολογισμού συνεργάζεται στενά με την Επιτροπή Προϋπολογισμών.

XVI. Επιτροπή Θεσμικών Θεμάτων

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για τα θέματα που αφορούν:

1. τα προβλήματα της πολιτικής ένωσης και κάθε σχεδίου Πράξης που την αφορά 7

2. την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικοδόμησης στο πλαίσιο της προετοιμασίας και της πραγματοποίησης των διακυβερνητικών διασκέψεων 7

3. τις θεσμικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει των Συνθηκών (η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Ασφάλειας και η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών γνωμοδοτούν επί των θεμάτων αυτών, η κάθε μία στο μέτρο που την αφορούν, εφόσον αυτά άπτονται της ερμηνείας, της εφαρμογής ή της επεκτάσεως των διατάξεων των συνθηκών που διέπουν την εσωτερική λειτουργία του κάθε θεσμικού οργάνου καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους) 7

4. την εφαρμογή της Συνθήκης για την ΕΕ και την αξιολόγηση της λειτουργίας της 7

5. τις εν γένει σχέσεις με τους άλλους θεσμούς και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διακυβερνητικών διασκέψεων 7

6. την εκπόνηση ενός σχεδίου ενιαίας εκλογικής διαδικασίας 7

7. τις πολιτικές πλευρές της έδρας των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

XVII. Επιτροπή Αλιείας

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για θέματα που σχετίζονται με τη λειτουργία και ανάπτυξη της κοινής αλιευτικής πολιτικής καθώς και με τη διαχείρισή της, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το χρηματοδοτικό μέσο προσανατολισμού της αλιείας.

Η επιτροπή αυτή καλείται να γνωμοδοτεί επί όλων των θεμάτων τα οποία, μολονότι προκύπτουν σε άλλο ειδικό τομέα (δημόσια υγεία, οικονομική πολιτική, εξωτερικές οικονομικές σχέσεις, σχέσεις με ευρωπαϊκές ή άλλες συνδεδεμένες χώρες), μπορούν ωστόσο να έχουν επίδραση στην οργάνωση της κοινοτικής αγοράς αλιευτικών προϊόντων, καθώς και επί των θεμάτων εμπορικής πολιτικής σε σχέση με τα αλιευτικά προϊόντα.

XVIII. Επιτροπή Κανονισμού, Ελέγχου της Εντολής και Ασυλιών

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για:

1. τα ζητήματα που αφορούν τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ήτοι:

α) τη διατύπωση του Κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων του 7

β) την εξέταση των τροποποιήσεων που έχουν προταθεί επί του Κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 163 και τη σύνταξη εκθέσεων σχετικά με το θέμα αυτό 7

γ) την ερμηνεία του Κανονισμού σύμφωνα με τα άρθρα 127 και 162 7

2. την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 και του άρθρου 8, παράγραφος 7 του Κανονισμού ώστε να:

α) ελέγχει την εντολή των νεοεκλεγέντων βουλευτών 7

β) αποφαίνεται σε περίπτωση αμφισβητήσεως 7

3. τα ζητήματα που αφορούν τα προνόμια και τις ασυλίες.

XIX. Επιτροπή για τα Δικαιώματα της Γυναίκας

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για ζητήματα που αφορούν:

1. τον καθορισμό και την ανάπτυξη των δικαιωμάτων της γυναίκας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας ως βάση τα σχετικά ψηφίσματα του Κοινοβουλίου 7

2. την εφαρμογή και την τελειοποίηση των οδηγιών που αναφέρονται στην ισότητα δικαιωμάτων των γυναικών και την επεξεργασία νέων οδηγιών 7

3. την κοινωνική πολιτική και την πολιτική απασχολήσεως και επιμόρφωσης για τις γυναίκες και τις νέες γυναίκες και τις ενέργειες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της ανεργίας των γυναικών 7

4. την πολιτική πληροφόρησης και τις σπουδές που αφορούν τις γυναίκες 7

5. την αξιολόγηση των κοινών πολιτικών για τις γυναίκες καθώς και τις συνέπειες που θα έχει για τη θέση των γυναικών η πραγμάτωση της εσωτερικής αγοράς 7

6. τα προβλήματα που συνδέονται με την επαγγελματική δραστηριότητα των γυναικών και το ρόλο τους στην οικογένεια 7

7. τις γυναίκες στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 7

8. τα ζητήματα που αφορούν τις γυναίκες σε διεθνές πλαίσιο (Ηνωμένα Έθνη, Διεθνές Γραφείο Εργασίας . . .) 7

9. τη θέση των διακινούμενων γυναικών και των συζύγων των μεταναστών και το καθεστώς των γυναικών που είναι Ευρωπαίοι πολίτες και υπήκοοι τρίτων χωρών, στο πλαίσιο της κοινοτικής νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά.

XX. Επιτροπή Αναφορών

Η επιτροπή αυτή είναι αρμόδια για τα ζητήματα που αφορούν τις αναφορές, την εξέτασή τους και τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί σε αυτές, καθώς και τις σχέσεις με τον Διαμεσολαβητή.

(1) Εγκρίθηκε με απόφαση του Κοινοβουλίου στις 19 Μαΐου 1983, σύμφωνα με το άρθρο 135 και τροποποιήθηκε με αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 1984, της 21ης Ιανουαρίου 1987, της 26ης Ιουλίου 1989, της 15ης Ιανουαρίου και της 21ης Ιουλίου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII (1)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΤΕΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΠΟΥ ΔΙΑΒΙΒΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

1. Οσάκις οι πληροφορίες ή τα έγγραφα διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο με την επιφύλαξη του εμπιστευτικού χειρισμού τους, ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζει αυτοδικαίως την εμπιστευτική διαδικασία όπως προβλέπεται στο σημείο 3 κατωτέρω.

2. Κάθε επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δύναται, κατόπιν γραπτής ή προφορικής αιτήσεως ενός των μελών της, να επιβάλει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας για πληροφορία ή έγγραφο που προσδιορίζει. Για να ληφθεί απόφαση περί εφαρμογής της εμπιστευτικής διαδικασίας απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων μελών.

3. Όταν ο πρόεδρος της επιτροπής κηρύξει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας, στη συζήτηση που ακολουθεί μπορούν να παραστούν μόνο τα μέλη της επιτροπής και οι απολύτως απαραίτητοι υπάλληλοι και εμπειρογνώμονες που έχουν ορισθεί από τον Πρόεδρο.

Τα αριθμημένα έγγραφα διανέμονται στην αρχή της συνεδριάσεως και συγκεντρώνονται άμα τη λήξει της. Δεν λαμβάνονται σημειώσεις και, κατά μείζονα λόγο, δεν γίνονται φωτοαντίγραφα.

Τα πρακτικά της συνεδριάσεως ουδεμία λεπτομέρεια αναφέρουν όσον αφορά την εξέταση του σημείου ο χειρισμός του οποίου έγινε σύμφωνα με την εμπιστευτική διαδικασία. Μόνον η απόφαση, εφόσον υπάρξει, μπορεί να αναγράφεται στα πρακτικά.

4. Η εξέταση των περιπτώσεων παραβιάσεως του απορρήτου μπορεί να ζητηθεί από τρία μέλη της επιτροπής που κίνησε τη διαδικασία και να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη. Η πλειοψηφία των μελών της επιτροπής μπορεί να αποφασίσει ότι η εξέταση της παραβιάσεως του απορρήτου θα περιλαμβάνεται στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδριάσεως μετά από την κατάθεση της αιτήσεως αυτής ενώπιον του προέδρου της επιτροπής.

5. Κυρώσεις: Σε περίπτωση παραβιάσεως του απορρήτου, ο πρόεδρος της επιτροπής, ύστερα από διαβούλευση με τους αντιπροέδρους, εγκρίνει με αιτιολογημένη απόφαση τις κυρώσεις (επίπληξη και προσωρινή, παρατεταμένη ή οριστική αποπομπή από την επιτροπή).

Κατά της αποφάσεως αυτής ο θιγόμενος βουλευτής μπορεί να ασκήσει ένσταση μη ανασταλτικού χαρακτήρα. Η εν λόγω ένσταση εξετάζεται από κοινού από τη Διάσκεψη των Προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και από το Προεδρείο της σχετικής επιτροπής. Η απόφαση λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και είναι ανέκκλητη.

Αν αποδειχθεί ότι υπάλληλος δεν έχει τηρήσει το απόρρητο, εφαρμόζονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων.

(1) Εγκρίθηκε με απόφαση του Κοινοβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 1989.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 19ης Απριλίου 1995

περί των λεπτομερών διατάξεων άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (1)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη:

τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και ιδίως το άρθρο της 20 Β,

τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο της 138 Γ,

τη Συνθήκη για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενεργείας και ιδίως το άρθρο 107 Β,

Εκτιμώντας:

ότι οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να καθορισθούν τηρουμένων των διατάξεων οι οποίες προβλέπονται από τις συνθήκες για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

ότι οι προσωρινές εξεταστικές επιτροπές πρέπει να διαθέτουν τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους 7 ότι για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη καθώς και τα θεσμικά και άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρέπει να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της εκτέλεσης αυτών των καθηκόντων,

ότι πρέπει να διαφυλάσσονται το απόρρητο και ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εργασιών των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών,

ότι οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων θα μπορεί να αναθεωρηθούν μετά το πέρας της παρούσας κοινοβουλευτικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υπό το φως της αποκτηθείσας πείρας και κατ' αίτηση ενός εκ των τριών ενδιαφερομένων θεσμικών οργάνων,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΜΕ ΚΟΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ορίζονται από την παρούσα απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 20 Β της Συνθήκης ΕΚΑΧ, 138 Γ της Συνθήκης ΕΚ και 107 Β της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

Άρθρο 2

1. Υπό τους όρους και τους περιορισμούς που καθορίζονται από τις Συνθήκες που αναφέρονται στο άρθρο 1 και στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, αιτήσει του ενός τετάρτου των μελών του, να συνιστά προσω ρινή εξεταστική επιτροπή, για να εξετάσει τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, που καταλογίζονται είτε σε θεσμικό ή άλλο όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είτε στη δημόσια διοίκηση κράτους μέλους, ή σε πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από το κοινοτικό δίκαιο να το εφαρμόζουν.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθορίζει τη σύνθεση και τους εσωτερικούς κανόνες λειτουργίας των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών.

Η απόφαση σύστασης μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, με την οποία διευκρινίζεται μεταξύ άλλων το αντικείμενό της και τάσσεται η προθεσμία υποβολής της έκθεσής της, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή εκτελεί τα καθήκοντά της σεβόμενη τις αρμοδιότητες που ανατίθενται από τις συνθήκες στα θεσμικά και άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τα μέλη της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο, στην αντίληψη του οποίου περιήλθαν, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, γεγονότα, πληροφορίες, γνώσεις, έγγραφα ή αντικείμενα που καλύπτονται από το απόρρητο δυνάμει διατάξεων που θέσπισε κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο της Κοινότητας, οφείλουν ακόμη και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους να τηρήσουν το απόρρητο έναντι κάθε μη εντεταλμένου προσώπου καθώς και έναντι του κοινού.

Οι ακροάσεις και καταθέσεις μαρτύρων πραγματοποιούνται δημόσια. Αιτήσει όμως του ενός τετάρτου των μελών της εξεταστικής επιτροπής, ή των κοινοτικών ή εθνικών αρχών, ή εάν οι πληροφορίες που έχουν υποβληθεί στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή είναι απόρρητες, πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών. Κάθε μάρτυς ή πραγματογνώμων έχει το δικαίωμα να καταθέσει κεκλεισμένων των θυρών.

3. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή δεν μπορεί να εξετάσει γεγονότα για τα οποία εκκρεμεί δίκη σε εθνικό ή κοινοτικό δικαστήριο μέχρις ότου ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία.

Η Επιτροπή μπορεί, μέσα σε προθεσμία δύο μηνών, είτε μετά από δημοσίευση γενομένη δυνάμει της παραγράφου 1, είτε αφότου λάβει γνώση καταγγελίας που έχει υποβληθεί ενώπιον μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, ότι κάποιο κράτος μέλος παρέβη το κοινοτικό δίκαιο, να γνωστοποιήσει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι ένα γεγονός, υποκείμενο στον έλεγχο προσωρινής εξεταστικής επιτροπής, αποτελεί αντικείμενο κοινοτικής διαδικασίας που προηγείται της άσκησης προσφυγής 7 στην περίπτωση αυτή, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα που θα δώσουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται σύμφωνα με τις συνθήκες.

4. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή παύει να υφίσταται από τη στιγμή που καταθέτει την έκθεσή της, εντός της προθεσμίας που ορίζεται κατά τη σύστασή της, ή, το αργότερο, μετά πάροδο δώδεκα μηνών από τη σύστασή της και, οπωσδήποτε, κατά τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να παρατείνει δύο φορές με αιτιολογημένη απόφαση την προθεσμία των δώδεκα μηνών κατά τρεις μήνες. Η απόφαση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

5. Δεν μπορεί να συσταθεί ή να ανασυσταθεί προσωρινή εξεταστική επιτροπή για πραγματικά περιστατικά που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο έρευνας μιας προσωρινής εξεταστικής επιτροπής προ της παρόδου δώδεκα τουλάχιστον μηνών από την κατάθεση της σχετικής προς την έρευνα αυτή έκθεσης ή το τέλος της αποστολής της, και εφόσον προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά.

Άρθρο 3

1. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή προβαίνει στις απαραίτητες έρευνες για να εξακριβώσει το βάσιμο ή μη των καταγγελιών περί παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, υπό τους όρους που αναφέρονται κατωτέρω.

2. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή μπορεί να απευθύνει πρόσκληση σε θεσμικό ή άλλο όργανο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή σε κυβέρνηση κράτους μέλους να ορίσει ένα μέλος του προκειμένου να συμμετάσχει στις εργασίες της.

3. Κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής τα οικεία κράτη μέλη και τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορίζουν έναν μόνιμο ή μη υπάλληλο, τον οποίο εξουσιοδοτούν να εμφανιστεί ενώπιον της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής εφόσον, σε αυτό δεν αντίκεινται λόγοι απόρρητου ή δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, που επιβάλλονται από εθνική ή κοινοτική νομοθεσία.

Οι εν λόγω μόνιμοι ή μη υπάλληλοι καταθέτουν εξ ονόματος και σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησης ή του οργάνου όπου ανήκουν. Παραμένουν δεσμευμένοι από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους αντίστοιχους κανονισμούς περί υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

4. Οι αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέχουν στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή, όταν τους το ζητήσει ή με δική τους πρωτοβουλία, τα έγγραφα τα απαραίτητα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν κωλύονται από λόγους απορρήτου, δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, που επιβάλλονται από εθνικές ή κοινοτικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις.

5. Οι παράγραφοι 3 και 4 δεν θίγουν τις άλλες διατάξεις κάθε κράτους μέλους οι οποίες αντίκεινται στην εμφάνιση υπαλλήλων ενώπιον της σχετικής επιτροπής ή στη διαβίβαση εγγράφων.

Το εμπόδιο που προκύπτει από λόγους απορρήτου, δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας ή των διατάξεων που αναφέρονται το πρώτο εδάφιο, κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από έναν εκπρόσωπο που έχει εξουσιοδοτηθεί να δεσμεύσει την κυβέρνηση του οικείου κράτους μέλους ή το θεσμικό όργανο.

6. Τα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παρέχουν στην προσωρινή εξεταστική επιτροπή τα έγγραφα που προέρχονται από ένα κράτος μέλος, μόνον αφού ενημερώσουν το εν λόγω κράτος.

Της κοινοποιούν τα έγγραφα για τα οποία εφαρμόζεται η παράγραφος 5 μόνον αφού συμφωνήσει τα οικείο κράτος.

7. Οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 εφαρμόζονται στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα εντεταλμένα από το κοινοτικό δίκαιο για την εφαρμογή του.

8. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή μπορεί, εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της, να καλέσει κάθε άλλο πρόσωπο να καταθέσει ενώπιόν της. Εάν κατά τη διεξαγωγή της έρευνας γίνει αναφορά σε πρόσωπο, η οποία είναι δυνατόν να το βλάψει, η προσωρινή εξεταστική επιτροπή ενημερώνει το πρόσωπο αυτό και υποχρεούται να το ακούσει, εφόσον της το ζητήσει.

Άρθρο 4

1. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνει η προσωρινή εξεταστική επιτροπή προορίζονται μόνο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της. Δεν δίδονται στη δημοσιότητα εάν περιέχουν στοιχεία που εμπίπτουν στο απόρρητο ή σε υποχρέωση εχεμύθειας, ή εάν αφορούν, ονομαστικώς, συγκεκριμένα πρόσωπα.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο λαμβάνει τα αναγκαία διοικητικά και εκ του Κανονισμού του προβλεπόμενα μέτρα για να διασφαλίσει το απόρρητο και τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των εργασιών των προσωρινών εξεταστικών επιτροπών.

2. Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή υποβάλλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί να αποφασίσει να τη δημοσιεύσει με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1.

3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να διαβιβάσει στα θεσμικά ή άλλα όργανα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή στα κράτη μέλη συστάσεις τις οποίες ενδεχομένως ενέκρινε βάσει της έκθεσης της προσωρινής εξεταστικής επιτροπής. Τα εν λόγω κράτη και όργανα λαμβάνουν τις συστάσεις αυτές υπόψη τους κατά τον τρόπο που κρίνουν ως ενδεδειγμένο.

Άρθρο 5

Οι κοινοποιήσεις στις εθνικές αρχές των κρατών μελών για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας απόφασης γίνονται μέσω των Μονίμων Αντιπροσωπειών τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Άρθρο 6

Αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής οι διατάξεις που διατυπώνονται ανωτέρω μπορούν να αναθεωρηθούν μετά τη λήξη της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου βάσει της αποκτηθείσας πείρας.

Άρθρο 7

Η παρούσα απόφαση τίθεται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

(1) ΕΕ αριθ. L 113 της 19. 5. 1995, σ. 2.

Top