This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 31992D0321
92/321/EEC: Commission Decision of 25 March 1992 concerning aid awarded by Spain to Intelhorce SA (ex Industrias Textiles de Guadalhorce, SA), now called GTE General Textil España, SA, a State-owned producer of cotton textiles (Only the Spanish text is authentic)
92/321/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 1992 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία προς την Intelhorce SA (Industrias Textiles de Guadalhorce SA) που σήμερα φέρει την επωνυμία GTE General Textil Espana SA κρατική επιχείρηση παραγωγής βαμβακερών υφαντουργικών προϊόντων (Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
92/321/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 1992 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία προς την Intelhorce SA (Industrias Textiles de Guadalhorce SA) που σήμερα φέρει την επωνυμία GTE General Textil Espana SA κρατική επιχείρηση παραγωγής βαμβακερών υφαντουργικών προϊόντων (Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
ΕΕ L 176 της 30.6.1992, p. 57–67
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)
In force
92/321/ΕΟΚ: Απόφαση της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 1992 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία προς την Intelhorce SA (Industrias Textiles de Guadalhorce SA) που σήμερα φέρει την επωνυμία GTE General Textil Espana SA κρατική επιχείρηση παραγωγής βαμβακερών υφαντουργικών προϊόντων (Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 176 της 30/06/1992 σ. 0057 - 0067
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 25ης Μαρτίου 1992 σχετικά με ενίσχυση που χορήγησε η Ισπανία προς την Intelhorce SA (Industrias Textiles de Guadalhorce SA) που σήμερα φέρει την επωνυμία GTE General Textil Espana SA κρατική επιχείρηση παραγωγής βαμβακερών υφαντουργικών προϊόντων (Το κείμενο στην ισπανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό) (92/321/ΕΟΚ) Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 93 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, Αφού κάλεσε σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές, Εκτιμώντας ότι: Ι Η επιχείρηση Industrias Textiles de Guadalhorce SA, η οποία σήμερα φέρει την επωνυμία GTE General Textil Espana SA - ιδρύθηκε το 1957 από τον ισπανικό κρατικό οργανισμό συμμετοχών σε επιχειρήσεις "Instituto Nacional de Industria (INI)". Οι δραστηριότητες που μπορεί να αναλάβει η εταιρεία συνίστανται στην παραγωγή και την εμπορία υφαντουργικών προϊόντων από βαμβάκι. Η επιχείρηση διαθέτει μία μόνο μονάδα παραγωγής που βρίσκεται σε προάστιο, 5 χιλιόμετρα έξω από την πόλη Μάλαγα (Ανδαλουσία). Η παραγωγική της δραστηριότητα είναι καθετοποιημένη και περιλαμβάνει κλώση, ύφανση, τελείωμα και κατασκευή ειδών ιματισμού από βαμβάκι. Η έδρα της εταιρείας συνδέεται με τη μονάδα παραγωγής. Η εταιρεία έχει επίσης εμπορική αντιπροσωπεία στη Βαρκελώνη. Το 1965 οι ισπανικές αρχές αποφάσισαν να αναστείλουν τις συνήθεις επενδυτικές δραστηριότητες της εταιρείας λόγω των έκτακτων πολιτικών και οικονομικών περιστάσεων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον ανεπιτυχή βιομηχανικό σχεδιασμό οδήγησαν την εταιρεία σε σοβαρές χρηματοπιστωτικές ανισορροπίες με αποτέλεσμα να παρουσιάζει παθητικό μέχρι το 1971. Το 1972, χάρη στην ευνοϊκή κατάσταση που επικρατούσε στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας βάμβακος, η εταιρεία ιδιωτικοποιήθηκε. Οι νέοι ιδιοκτήτες ανέλαβαν την εφαρμογή ενός προγράμματος αναδιάρθρωσης με την αντικατάσταση του εξοπλισμού ύφανσης και την αύξηση του προσωπικού που έφθασε σε 3 277 άτομα. Κατά τη διάρκεια των ετών 1972 και 1973 η εταιρεία πραγματοποίησε κέρδη. Μετά το 1974, η επιδείνωση της γενικής οικονομικής κατάστασης και, ιδίως, η κρίση στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας βάμβακος, κλόνισε την ανάκαμψη της επιχείρησης. Η ανταγωνιστική θέση της επιχείρησης παρουσίασε επιδείνωση και η πραγματοποίηση ζημιών επιταχύνθηκε λόγω της ακατάλληλης πολιτικής εκσυγχρονισμού. Το 1975 η Industrias Textiles de Guadalhorce μετονομάστηκε σε Intelhorce SA. Την εποχή εκείνη, η Ισπανία βρισκόταν στο μέσο μιας κρίσιμης περιόδου πολιτικής μετάβασης και το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της περιοχής και το μεγάλο αριθμό των θέσεων εργασίας που προσέφερε η επιχείρηση, είχαν σαν αποτέλεσμα να χρειαστεί για άλλη μια φορά το ισπανικό κράτος να αναλάβει τον έλεγχο της, το 1980, μέσω της κρατικής ελέγχουσας εταιρείας "Patrimonio del Estado". Εν συνεχεία, η ισπανική κυβέρνηση ξεκίνησε ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης με σκοπό να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της εταιρείας. Έτσι, κατά την περίοδο 1980 - 1985 η εταιρεία πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου συνολικού ύψους άνω των 6 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών, το προσωπικό μειώθηκε σταδιακά από 2 785 άτομα το 1985 σε 2 094 κατά τα τέλη του 1985 και οι πωλήσεις αυξήθηκαν φθάνοντας σε μέγιστο ύψος άνω των 9 400 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών το 1985. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η Intelhorce εξακολουθούσε να παρουσιάζει ζημίες. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, το κράτος πραγματοποίησε εισφορές κεφαλαίου άνω των 17 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών στην Intelhorce οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση της προαναφερθείσας ανασυγκρότησης και για την αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου της εταιρείας. Το 1985 ο κύκλος εργασιών της Intelhorce ανήλθε σε 9 400 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες και οι τελικές ζημίες σε 1 300 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες. Η ετήσια παραγωγική ικανότητα της επιχείρησης ανά βιομηχανική δραστηριότητα ήταν: 8 700 τόνοι προϊόντων κλώσης- 33 000 χιλιόμετρα υφασμένων προϊόντων και 16 600 χιλιόμετρα τελειωμένων προϊόντων. Η πραγματική παραγωγή έφθασε αντιστοίχως σε: 7 327 τόνους, 27 176 χιλιόμετρα και 14 192 χιλιόμετρα. ΙΙ Μετά από σχετική καταγγελία, η Επιτροπή ζήτησε από τις ισπανικές αρχές, με επιστολή της 4ης Απριλίου 1989, να αποστείλουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις εισφορές κεφαλαίου τις οποίες υποτίθετο ότι είχε πραγματοποιήσει για να καλύψει τις λειτουργικές ζημίες της Intelhorce SA μετά την προσχώρηση της Ισπανίας στην ΕΟΚ. Με επιστολή της 18ης Αυγούστου 1989, οι ισπανικές αρχές απέστειλαν τις πρώτες πληροφορίες. Δεδομένου ότι η απάντηση ήταν ανεπαρκής για να εκτιμηθεί η συμβατότητα των κρατικών παρεμβάσεων με τις διατάξεις των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης, η Επιτροπή ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες με επιστολή της 28ης Αυγούστου 1989. Οι πληροφορίες αυτές απεστάλησαν εν μέρει με επιστολή της 15ης Νοεμβρίου 1989. Μετά από αίτημα των ισπανικών αρχών, πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαΐου 1990 συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της ισπανικής διοίκησης και των αρμόδιων υπηρεσιών της Επιτροπής. Αργότερα, με επιστολή της 31ης Μαΐου 1990, οι ισπανικές αρχές χορήγησαν τις αιτούμενες συμπληρωματικές πληροφορίες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, μετά την προσχώρηση της Ισπανίας στην ΕΟΚ τον Ιανουάριο του 1986, το Δημόσιο χορήγησε 7 820 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες στην Intelhorce μέσω πέντε εισφορών κεφαλαίου οι οποίες αναλήφθηκαν εξ ολοκλήρου από τους ιδιοκτήτες της εταιρείας δηλαδή τον κρατικό οργανισμό συμμετοχών "Patrimonio del Estado". Οι ημερομηνίες κατά τις οποίες καταβλήθηκαν αυτές οι αυξήσεις κεφαλαίου και το αντίστοιχο ύψος τους έχουν ως εξής: (σε ισπανικές πεσέτες) Ημερομηνία Ποσό 25 Ιουνίου 1986: 2 000 εκατομμύρια 26 Νοεμβρίου 1986: 1 975 εκατομμύρια 30 Οκτωβρίου 1987: 1 511 εκατομμύρια 13 Φεβρουαρίου 1989: 607 εκατομμύρια 23 Μαΐου 1989: 1 727 εκατομμύρια Σύνολο 7 820 εκατομμύρια Αυτές οι εισφορές κεφαλαίου χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για να χρηματοδοτηθούν τόσο οι αντικαταστάσεις του εξοπλισμού όσο και το κόστος για τη μείωση του προσωπικού. Θα πρέπει να αναφερθεί σχετικά ότι, κατά την περίοδο από το 1986 έως τα μέσα του 1989 η Intelhorce δαπάνησε περίπου 5 000 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες σε επενδύσεις και άνω των 1 100 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών για την κάλυψη των δαπανών απολύσεων, ενώ το προσωπικό μειώθηκε από 1 883 εργαζόμενους κατά τα τέλη του 1986, σε 1 617 τον Ιούνιο του 1989. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου ο κύκλος εργασιών της Intelhorce μειώθηκε από 8 638 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1986 σε 6 684 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1988, εμφανίζοντας τελικές ζημίες ύψους 2 093 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών και 2 413 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών αντίστοιχα. Για τα ίδια έτη, οι εξαγωγές της σε χώρες της Κοινότητας έφθασαν σε 2,7 % και 4,2 % των ανωτέρω αντίστοιχων κύκλων εργασιών. Οι ισπανικές αρχές δήλωσαν επίσης στην Επιτροπή ότι, αφού εξέτασαν τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρείας, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε οπωσδήποτε να πωληθεί η Intelhorce σε ιδιωτική εταιρεία με κατάλληλη θέση στην αγορά. Ενόψει της ιδιωτικοποίησης της Intelhorce, τον Ιανουάριο του 1988, οι ισπανικές αρχές ήρθαν σε επαφή με 106 εταιρείες που θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να ενδιαφέρονται για τη σύναψη σχετικής συμφωνίας, αποστέλλοντας στις εν λόγω εταιρείες διαφημιστικό φυλλάδιο για την επιχείρηση. Εν συνεχεία, δόθηκαν λεπτομερέστερες πληροφορίες στις εταιρείες που εκδήλωσαν ενδιαφέρον. Μετά από διαπραγματεύσεις με τους ενδεχόμενους αγοραστές, λήθηκαν τρεις τελικές προσφορές αγοράς. Τέλος, από τις προσφορές αυτές, οι ισπανικές αρχές επέλεξαν εκείνη που προσέφερε την υψηλότερη τιμή από οικονομική άποψη. Η προσφορά που προτιμήθηκε είχε υποβληθεί από τις εταιρείες Benorbe SA και Benservice SA - δύο εμπορικούς αντιπροσώπους του ομίλου Benetton με τον οποίο είχαν συνάψει συμφωνία franchising στην Ισπανία - με τους ακόλουθους όρους: - πριν την ολοκήρωση της πώλησης, το Δημόσιο θα χορηγούσε 5 869 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες στην Intelhorce με τη μορφή συμπληρωματικού κεφαλαίου που θα αναλάμβανε το "Patrimonio del Estado", - οι προσφέροντες θα αγόραζαν το κεφάλαιο της Intelhorce καταβάλλοντας 2 000 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες ως εξής: Benorbe (70 %), Benservice (30 %)- το ποσό θα καταβαλλόταν σε τρεις δόσεις ύψους 700, 700 και 600 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών την 1η Ιουνίου των ετών 1991, 1992 και 1993 αντίστοιχα, - οι νέοι ιδιοκτήτες θα προέβαιναν σε αύξηση του κεφαλαίου της Intelhorce ύψους 2 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών, 25 % του οποίου θα καταβαλλόταν κατά το χρόνο της πώλησης. Η εισφορά κεφαλαίου που είχε αναλάβει να πραγματοποιήσει το Δημόσιο σύμφωνα με τους όρους της πώλησης θα χορηγείτο από το "Patrimonio del Estado" σε δύο στάδια: την 1η Ιουνίου 1989, 1 727 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες- τα υπόλοιπα 4 142 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες θα καταβάλλονταν την 4η Αυγούστου 1989, λίγο πριν από την υπογραφή της σύμβασης πώλησης σύμφωνα με τους προαναφερθέντες όρους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σύμβαση πώλησης περιείχε μία αίρεση που επιβλήθηκε από το Δημόσιο: - οι νέοι ιδιοκτήτες δεσμεύονται να μην απευθύνονται στο Δημόσιο για την έγκριση προσωρινών απολύσεων στην Intelhorce, και να μην πωλήσουν τα μερίδια που απόκτησαν χωρίς την προηγούμενη έγκριση του δημοσίου, αντιστοίχως, κατά τη διάρκεια τριών και τεσσάρων ετών μετά την πώληση. Οι ισπανικές αρχές γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ότι οι άλλες δύο προσφορές που απορρίφθηκαν ήταν δαπανηρότερες από χρηματική άποψη. Και οι δύο προσφορές απαιτούσαν από το Δημόσιο υψηλότερες χορηγήσεις πριν από την πώληση - η μία 10 500 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες σε εισφορές κεφαλαίων- η άλλη 8 400 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες σε εισφορές κεφαλαίων σε συνδυασμό με κρατικά δάνεια ύψους 4 200 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών - ενώ προσέφεραν μια συμβολική τιμή για το μετοχικό κεφάλαιο της Intelhorce. Επιπλέον, σύμφωνα με την άποψη των ισπανικών αρχών, η επιλεγείσα προσφορά παρουσίαζε τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από απόψεως βιομηχανικής βιωσιμότητας λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά του πενταετούς προγράμματος αναδιάρθρωσης της Intelhorce που παρουσίασαν οι αγοραστές (βλέπε μέρος IV της ανακοίνωσης). Τέλος, οι ισπανικές αρχές ανέφεραν ότι η εναλλακτική λύση που είχε το Δημόσιο να θέσει σε εκκαθάριση την Intelhorce θα ήταν δαπανηρότερη για το κράτος από τη λύση να πωληθεί η εταιρεία με τους ανωτέρω όρους, δεδομένου ότι η πληρωμή των αποζημιώσεων για τη απόλυση όλου του προσωπικού θα έφθανε σε 11 400 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες (6,8 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες για κάθε εργαζόμενο που έφθαναν περίπου στους 1 671) και τα έσοδα από την εκκαθάριση των στοιχείων ενεργητικού της εταιρείας θα απέφεραν μόνο 5 400 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες σύμφωνα με τις εκτιμήσεις. Επιπλέον, το κράτος θα έπρεπε να αναλάβει τη χορήγηση επιδοτήσεων για την επαναβιομηχάνιση και τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην περιφέρεια ύψους 5 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών και το κόστος των επιδομάτων ανεργείας θα ανερχόταν σε 3 000 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες για τους απολυθέντες εργαζόμενους. Αφού εξέτασε τις ανωτέρω πληροφορίες, στις 25 Ιουλίου 1990 η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης όσον αφορά τις εισφορές κεφαλαίου ύψους 13 689 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών που χορήγησε το Δημόσιο στην Intelhorce από το χρόνο προσχώρησης της Ισπανίας στην ΕΟΚ τον Ιανουάριο του 1986 μέχρι την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 1989. Η Επιτροπή θεωρεί ότι αυτές οι χρηματοδοτικές παρεμβάσεις αποτελούν ενίσχυση με την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης, και ότι η ενίσχυση αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί στην ουσία σε καμία από τις κατηγορίες εξαίρεσης που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφοι 2 και 3 στης συνθήκης ΕΟΚ. Η διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ που κινήθηκε καλύπτει επίσης τις πιθανές πρόσθετες κρατικές ενισχύσεις που θα είχε χορηγήσει το κράτος αποδεχόμενο την πρόταση αγοράς ύψους 2 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών για τη συμμετοχή του στο κεφάλαιο της Intelhorce, δεδομένου ότι η καθαρά αξία της επιχείρησης ήταν 12 500 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες πριν το Δημόσιο προβεί σε εισφορά κεφαλαίου ύψους 5 869 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών σύμφωνα με τους όρους πώλησης. ΙΙΙ Η απόφαση της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 93 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ κοινοποιήθηκε στην ισπανική κυβέρνηση με επιστολή της 18ης Σεπτεμβρίου 1990. Με την επιστολή αυτή η ισπανική κυβέρνηση καλείται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της και να χορηγήσει τις αναλυτικές πληροφορίες που ζητούνται, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που θα θεωρείτο χρήσιμη προκειμένου η Επιτροπή να αξιολογήσει την ενδεχόμενη συμβατότητα της ενίσχυσης. Τα άλλα κράτη μέλη καθώς και τρία ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για την απόφαση της Επιτροπής με τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (1) του κειμένου της επιστολής που απεστάλη στην ισπανική κυβέρνηση. Η ισπανική κυβέρνηση υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 1990. Εν συνεχεία, με επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 1990 η ισπανική κυβέρνηση απέστειλε τις συμπληρωματικές πληροφορίες που είχε ζητήσει η Επιτροπή. Κατ' αρχάς, η ισπανική κυβέρνηση δήλωσε ότι διαφωνεί με το προσωρινό συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι αυξήσεις του κεφαλαίου από το 1986 έως το Μάιο του 1989 ύψους 7 820 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών και η εισφορά κεφαλαίου ύψους 5 869 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών πριν από την πώληση της Intelhorce αποτελούν κρατικές ενισχύσεις για τις οποίες δεν μπορούν να ισχύουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στη συνθήκη ΕΟΚ. Όσον αφορά τις αυξήσεις του κεφαλαίου από το 1986 έως το Μάιο του 1989, η ισπανική κυβέρνηση τόνισε ότι αποτελούσαν μέρος ενός προγράμματος αναδιάρθρωσης που είχε σχεδιαστεί για να διασωθεί η βιωσιμότητα της εταιρείας και ότι οι επενδύσεις που πραγματοποίησε η κυβέρνηση στηρίζονταν σε υγιή κριτήρια τα οποία θα είχε εφαρμόζει επίσης και ιδιωτικός επενδυτής. Κατά τη γνώμη της, οι ενέργειες αυτές απέφεραν ικανοποιητικά αποτελέσματα έως το 1988 οπόταν παρουσιάστηκε κάμψη στην αγορά. Επιπλέον, η ισπανική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι εν λόγω κρατικές παρεμβάσεις δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι επηρέασαν αρνητικά τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά, δεδομένου ότι η παρουσία της επιχείρησης στην αγορά συρρινώθηκε τόσο από απόψεως παραγωγικής ικανότητας όσο και πραγματικής παραγωγής που πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή. Ειδικότερα όσον αφορά τις εισφορές κεφαλαίου το 1986 και 1987, οι ισπανικές αρχές δήλωσαν ότι πραγματοποιήθηκαν λόγω των συνθηκών που διαμορφώθηκαν πριν από την προσχώρηση της Ισπανίας στην ΕΟΚ. Όσον αφορά τους όρους της πώλησης, η ισπανική κυβέρνηση δήλωσε ότι ούτε η πώληση της Intelhorce περιλαμβάνει στοιχεία ενίσχυσης. Αυτό στηρίζεται, κατά τη γνώμη της, στο γεγονός ότι η Intelhorce πωλήθηκε στον αγοραστή που υπέβαλε την υψηλότερη προσφορά, αφού η πρόθεση να πωληθεί η επιχείρηση είχε γνωστοποιηθεί στη διεθνή αγορά. Επιπλέον, η ισπανική κυβέρνηση τονίζει ότι μία επιχείρηση που λειτουργεί δεν μπορεί κανονικά να εκτιμηθεί βάσει της καθαρής αξίας της, όπως έπραξε η Επιτροπή, αλλά σύμφωνα με την παρούσα αξία των αναμενόμενων εσόδων της επιχείρησης που αγοράζεται. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, η ισπανική κυβέρνηση υπογράμμισε ότι οι ζημίες της Intelhorce το 1988 και 1989 έφθασαν σε 2 413 και 2 145 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες αντίστοιχα και ότι η μείωση του προσωπικού της Intelhorce σε 650 θέσεις σύμφωνα με το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης των αγοραστών θα κόστιζε 3 600 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες. Εν συνεχεία, η ισπανική κυβέρνηση τόνισε ότι ακόμα και αν οι όροι της πώλησης εμπεριείχαν στοιχεία ενίσχυσης, η πώληση της Intelhorce οπωσδήποτε αντιπροσώπευε κάτι περισσότερο από την απλή μεταβίβαση της εταιρείας στον ιδιωτικό τομέα. Σήμαινε την εφαρμογή ενός προγράμματος ανάκαμψης που είχε σχεδιαστεί από τους αγοραστές, που συμμετείχαν στη χρηματοδότησή του με εισφορά κεφαλαίου ύψους 2 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών και ότι θα προσέθεταν την τεχνογνωσία τους στο ενεργητικό της εταιρείας. Συνεπώς, κατά τη γνώμη της, σκοπός της πώλησης δεν ήταν κατά κανένα τρόπο η απλή εξακολούθηση της λειτουργίας της εταιρείας, αλλά η εξαφάλιση της οικονομικής, τεχνικής και χρηματοοικονομικής ανάκαμψής της και κατά συνέπεια, οι δημόσιες παρεμβάσεις που πραγματοποιήθηκαν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις που εφαρμόζονται σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Τέλος, οι ισπανικές αρχές επισήμαναν ότι η θέση της επιχείρησης στη Μάλαγα, περιοχή που η Επιτροπή θεωρεί επιλέξιμη για τη χορήγηση περιφερειακής οικονομικής βοήθειας, συνηγορεί ούτως ή άλλως υπέρ της εφαρμογής της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΟΚ. Επίσης η Επιτροπή πληροφορήθηκε ότι στις 29 Δεκεμβρίου 1989 η Intelhorce συμφώνησε για τη μετονομασία της σε GTE General Textil Espana, SA Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, με τέλεφαξ της 18ης Ιανουαρίου 1991 η γερμανική ομοσπονδία παραγωγών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Η ομοσπονδία αυτή υπογράμμισε τους κινδύνους στρέβλωσης του ανταγωνισμού που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι ενισχύσεις στην Intelhorce λαμβάνοντας υπόψη την οξύτητα του ανταγωνισμού που υπάρχει μεταξύ των παραγωγών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων της Κοινότητας και τη σημαντική θέση που κατείχε στην αγορά η εν λόγω εταιρεία. Οι παρατηρήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην ισπανική κυβέρνηση με επιστολή της 6ης Φεβρουαρίου 1991. Η ισπανική κυβέρνηση απάντησε στις παρατηρήσεις αυτές με επιστολή της 27ης Μαρτίου 1991. Όσον αφορά τη σπουδαιότητα της θέσης που κατέχει στην αγορά η Intelhorce, η ισπανική κυβέρνηση επισήμανε ότι το ποσοστό συμμετοχής της επιχείρησης στην κοινοτική παραγωγή προϊόντων κλώσης ήταν μόνο 0,8 %, και ότι ούτε τα αντίστοιχα μερίδια της αγοράς όσον αφορά την παραγωγή υφασμένων και τελικών προϊόντων ήταν σημαντικά. Επιπλέον, η ισπανική κυβέρνηση ανέφερε ότι οι προβλέψεις παραγωγής της Intelhorce για την περίοδο 1991-1993 δείχνουν μια μείωση ύψους 21 % στα προϊόντα κλώσης και 50 % στα υφασμένα προϊόντα. Τέλος, αναφέρθηκε ότι το 1988 και 1989 οι εξαγωγές της Intelhorce στη Γερμανία έφθασαν σε 13,6 και 3,3 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες αντιστοίχως- το 1990 δεν πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές στη χώρα αυτή, ούτε προβλεπόταν να πραγματοποιηθούν εξαγωγές για το 1991. IV Εκτός από το γεγονός ότι η επιλεγείσα προσφορά αγοράς της Intelhorce είχε τους καλύτερους οικονομικούς όρους, οι ισπανικές αρχές υποστήριξαν επίσης για να δικαιολογήσουν την επιλογή αυτή ότι, κατά τη γνώμη τους, το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης που παρουσίασαν η Benorbe και η Benservice παρουσίαζε επίσης τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας αποό απόψεως βιομηχανικής βιωσιμότητας. Το αρχικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης για την Intelhorce, που κατάρτισαν οι νέοι ιδιοκτήτες, υποβλήθηκε από τις ισπανικές αρχές στην ανακοίνωσή τους προς την Επιτροπή της 15ης Νοεμβρίου 1989. Κατ' αρχάς, στο πρόγραμμα αυτό παρουσιάζεται μία διάγνωση της κατάστασης της εταιρείας. Ως ιδιαίτερα θετικό σημείο τονίστηκε η πολιτική αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που ασκήθηκε πριν από την πώληση η οποία βελτίωσε αισθητά τη χρηματοοικονομική της διάρθρωση, εξασφαλίζοντας ένα χαμηλό ποσοστό χρέους/μετοχικού κεφαλαίου και ένα εξαιρετικό επίπεδο κεφαλαίου κινήσεως. Εντούτοις, παρά αυτό τον υψηλό βαθμο χρηματοοικονομικής ανεξαρτησίας, η εταιρεία παρουσίασε πολύ χαμηλό εσωτερικό συντελεστή απόδοσης με τις υπάρχουσες δομές παραγωγής και μάρκετινγκ, πράγμα που καθιστούσε τη χρηματοπιστωτική της ισορροπία ιδιαίτερα ασταθή και επισφαλή. Το συμπέρασμα ήταν ότι έπρεπε να πραγματοποιηθούν ριζικές αλλαγές στρατηγικής για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα της εταιρείας. Ο βασικός στόχος της νέας στρατηγικής ήταν να επιτευχθεί μια σημαντική ενίσχυση της διάρθωσης του μάρκετινγκ, μέσω της δημιουργίας ενός διπλού δικτύου καταστημάτων πώλησης τελειωμένων προϊόντων ιδίας παραγωγής τόσο στον τομέα των λευκών ειδών όσο και των ειδών ιματισμού, με πρωτότυπα σχέδια και νέο εμπορικό σήμα. Σύμφωνα με τη στρατηγική αυτή, κατά την περίοδο 1990-1992, η Intelhorce είχε σχεδιάσει να ανοίξει στην Ισπανία 15 καταστήματα πώλησης λευκών ειδών και το 1993/94 άλλα 22 καταστήματα με συμβάσεις franchising. Όσον αφορά τα είδη ιματισμού, σχεδίαζε να ανοίξει 14 δικά της καταστήματα στην Ισπανία κατά την περίοδο 1991/92 και άλλα 50 καταστήματα με συμβάσεις franchising κατά την περίοδο 1993/94. Όσον αφορά τον κύκλο εργασιών, η στρατηγική αυτή σήμαινε ότι η Intelhorce θα αύξανε τις πωλήσεις των παραδοσιακών προϊόντων της από 7 614 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1990 σε 9 254 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1994, ενώ οι πωλήσεις της μέσω του δικτύου των καταστημάτων θα αυξάνονταν από 140 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1990 σε 5 583 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1994. Το αντίστοιχο τελικό αποτέλεσμα των παραδοσιακών δραστηριοτήτων και το περιθώριο κέρδους που θα δημιουργείτο από το δίκτυο καταστημάτων θα έφθανε από ζημίες ύψος 2 547 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών και κέδρη 56 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών το 1990 αντιστοίχως, σε ζημίες 697 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών και κέρδη 1 741 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών το 1994. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά τα συνολικά αποτελέσματα της Intelhorce θα έφθαναν από ζημίες ύψους 2 491 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών το 1990 σε κέρδη ύψους 1 044 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών το 1994 που θα ήταν το πρώτο έτος πραγματοποίησης κερδών στον πενταετή προγραμματισμό που περιελάμβανε το αρχικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εισφορά κεφαλαίου ύψους 5 869 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών από το δημόσιο πριν την πώληση, διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Αυτή η εισφορά κεφαλαίου κατατέθηκε από το δημόσιο σε δεσμευμένο τραπεζικό λογαριασμό και οι διαχειριστές της Intelhorce μπορούν να κάνουν μόνο σταδιακή χρήση των κεφαλαίων αυτών, εάν αποδείξουν στο δημόσιο ότι έχουν όντως πραγματοποιήσει επενδύσεις σε άυλα ή υλικά πάγια στοιχεία που ισοδυναμούν με την ανάληψη του ποσού που είχαν πραγματοποιήσει προηγουμένως. Η διαθεσιμότητα του δεσμευμένου λογαριασμού υπόκειτο επίσης και σε χρονικούς περιορισμούς σύμφωνα με το εξής πρόγραμμα: - ένα πρώτο τμήμα ύψους 1 869 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών διατίθεται μόνο μετά την πώληση χωρίς να απαιτείται αιτιολογία, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για δαπάνες εκτός από επενδύσεις, - δύο διαδοχικά τμήματα ύψους 1 500 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών έκαστο θα διατεθούν μόνο μετά την 1η Ιουλίου 1991 και 1992, αντιστοίχως, - το τελευταίο τμήμα ύψους 1 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών θα διατεθεί μετά την 1η Ιουλίου 1993. Για τον υπολογισμό των επενδύσεων, οι δαπάνες της Intelhorce στον τομέα μάρκετινγκ, της διαφήμισης και του σχεδίου θα θεωρούνται επενδύσεις μέχρι μέγιστο όριο 20 % της αξίας καθενός από τα τρία τελευταία τμήματα. Πρέπει τέλος να αναφερθεί ότι στο πλαίσιο αυτού του αρχικού προγράμματος αναδιάρθρωσης δεν θεωρείτο αναγκαίο να μειωθεί περαιτέρω το προσωπικό των 1 650 εργαζομένων που απασχολούντο κατά το χρόνο της πώλησης. Λόγω των πλημμυρών που έπληξαν την επαρχία της Μάλαγα το Νοέμβριο και Δεκέμβριο1989, και επηρέασαν την παραγωγική διάρθρωση της Intelhorce, και δεδομένου ότι η εταιρεία αποδεδειγμένα δεν είχε τις ικανότητες να αναλάβει την εκκίνηση της στρατηγικής για τα είδη ιματισμού, έπρεπε να αναθεωρηθεί το αρχικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης. Το αναθεωρημένο πρόγραμμα υποβλήθηκε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης που πραγματοποιήθηκε στις 30 Μαΐου 1990. Στο πρόγραμμα αυτό επαναπροσδιορίστηκαν οι στόχοι της εταιρείας για τουλάχιστον τριετή περίοδο σύμφωνα με τις ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές: επ' αόριστον αναβολή του προγράμματος για τα είδη ιματισμού και του αντίστοιχου δικτύου καταστημάτων- μείωση των επιπέδων παραγωγής, κυρίως στις δραστηριότητες με μικρότερη αναλογία προστιθέμενης αξίας και περαιτέρω μείωση του προσωπικού. Σχετικά με τη μείωση του προσωπικού, το αναθεωρημένο πρόγραμμα προβλέπει μία περαιτέρω μείωση περίπου 40 % για να επιτευχθεί αριθμός 1 000 εργαζομένων μέχρι τα τέλη του 1992. Οι απολύσεις αυτές θα χρηματοδοτούνται κυρίως με τα κεφάλαια που είχαν αρχικά προβλεφθεί για επενδύσεις στον τομέα των ειδών ιματισμού. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο πρόγραμμα, οι πωλήσεις της Intelhorce στον τομέα των παραδοσιακών προϊόντων της θα μειωθούν από 7 00 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1990 σε 5 670 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1992. Εξάλλου, ο κύκλος εργασιών του δικτύου καταστημάτων για λευκά είδη θα ανέλθει σε 200 και 1 062 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες για τα έτη 1990 και 1992 αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι ο συνολικός κύκλος εργασιών της Intelhorce θα μειωθεί από 7 200 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1990 σε 6 732 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1992. Όσον αφορά τα αποτελέσματα της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένου του κόστους των προγραμματισμένων απολύσεων, η Intelhorce θα παρουσιάσει ζημίες όσον αφορά τις παραδοσιακές της δραστηριότητες που θα ανέλθουν σε 1 994 και 2 245 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες για τα έτη 1990 και 1992 αντίστοιχα. Για τα ίδια έτη τα καταστήματα λευκών ειδών θα παρουσιάσουν κέρδη 100 και 533 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών. Συνεπώς, τα τελικά αποτελέσματα της Intelhorce θα φθάσουν από ζημίες ύψους 1 894 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών το 1990 σε ζημίες 1 712 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών το 1992. Μετά από την τελευταία αυτή χρήση τα αποτελέσματα θα βελτιωθούν σε 1 200 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες, το οποίο είναι το εκτιμώμενο ετήσιο κόστος της περαιτέρω μείωσης του προσωπικού που θα ολοκληρωθεί κατά τα τέλη της τριετούς περιόδου που καλύπτει το αναθεωρημένο πρόγραμμα. Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι παρόλο που ο κύκλος εργασιών της εταιρείας θα μειώνεται κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το ποσοστό των εξαγωγών αναμένεται να αυξηθεί απο 7 % το 1990 σε 20 % το 1992, με κύριο τόπο προορισμού την Ευρώπη. Το αναθεωρημένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης δεν αποκλείει την πιθανότητα εφαρμογής πριν το 1993 της αρχικά πραγραμματισθείσας στρατηγικής για τα είδη ιματισμού, εάν εν τω μεταξύ πραγματοποιηθεί η αναγκαία αναδιοργάνωση για την εκκίνηση του προγράμματος στον τομέα αυτό. V Η Επιτροπή κατά την εξέταση των εισφορών κεφαλαίου της "Patrimonio del Estato" προς την Intelhorce τόσο κατά την περίοδο από το 1986 έως το Μάιο του 1989 και στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης καθώς και των άλλων όρων της σύμβασης πώλησης με την Benorbe και Benservice, προέβη σε εξακρίβωση του βαθμού στον οποίο αυτές οι κρατικές παρεμβάσεις εμπεριέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ. Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η "Patrimonio del Estato" αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ισπανικού δημοσίου με καθεστώς γενικής διεύθυνσης που εξαρτάται από το ισπανικό Υπουργείο Οικονομικών. Οι χρηματοδοτικές απαιτήσεις του καλύπτοντια πλήρως από το Δημόσιο μέσω πιστώσεων από τον προϋπολογισμό. Κατά συνέπεια, οι χρηματοδοτικοί πόροι του "Patrimonio del Estato" πρέπει να θεωρηθούν ως πόροι του Δημοσίου και, επομένως, οι εισφορές κεφαλαίου προς την Intelhorce αποτελούν κρατικές παρεμβάσεις. Η παροχή δημοσίων πόρων σε εταιρείες υπό μορφή εισφορών κεφαλαίου μπορεί να περιέχει στοιχεία κρατικής ενίσχυσης, εάν οι πόροι αυτοί παρέχονται υπό συνθήκες που δεν θα ήταν αποδεκτές για ένα επενδυτή ο οποίος ενεργεί υπό κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας αγοράς. Αυτό συμβαίνει όταν η χρηματοοικονομική θέση μιας εταιρείας, και ιδιαίτερα η διάρθρωση και ο όγκος του χρέους της, είναι τέτοια ώστε δεν μπορεί να αναμένεται η συνήθης απόδοση - σε μερίσματα ή κεφαλαιακά κέρδη - μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα από την επένδυση κεφαλαίου ή όταν, λόγω των ανεπαρκών ταμειακών διαθεσίμων της ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, η εταιρεία δεν θα ήταν σε θέση να συγκεντρώσει στην αγορά τα κεφάλαια που απαιτούνται για ένα επενδυτικό πρόγραμμα. Η θέση αυτή γνωστοποιήθηκε από την Επιτροπή με επιστολή της προς τα κράτη μέλη στις 17 Σεπτεμβρίου 1984 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 92 και 93 της συνθήκης ΕΟΚ στις συμμετοχές του Δημοσίου στο κεφάλαιο εταιρειών. Σχετικά, θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι πρόσφατα, στην ανακοίνωση της 24ης Ιουλίου 1991 (2) σχετικά με την καθιέρωση ενός νέου συστήματος υποβολής εκθέσεων για την εξακρίβωση ενισχύσεων στις χρηματικές ροές μεταξύ δημοσίων αρχών και εταιρειών του Δημοσίου, η Επιτροπή υπενθύμισε στα κράτη μέλη τις αρχές που θα εφαρμόζει για να καθορίζει εάν υπάρχει ενίσχυση στις εν λόγω κρατικές παρεμβάσεις (βλέπε μέρος ΙΙΙ της ανακοίνωσης). Επιπλέον, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διασαφήνισε την εφαρμογή του άρθρου 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ σχετικά με τις συμμετοχές του Δημοσίου στο κεφάλαιο εταιρειών [(βλέπε αποφάσεις στην υπόθεση 323/82, Intermills (3), και απόφαση στις υποθέσεις 234/84, Meura (4) και 40/85Boch (5)]. Για να προσδιοριστεί κατά πόσο μια εισφορά κεφαλαίου αποτελεί κρατική ενίσχυση, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι είναι ανάγκη να διαπιστωθεί εάν η εν λόγω εταιρεία θα μπορούσε να είχε επιτύχει τη χρηματοδότηση από την ιδιωτική κεφαλαιαγορά. Εφόσον υπάρχουν στοιχεία ότι ο ενισχυόμενος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς δημοσιους πόρους, επειδή δεν θα μπορούσε να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα κεφάλαια στην ελέυθερη αγορά από ιδιώτη επενδυτή, θα πρέπει να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω εισφορά αποτελεί κρατική ενίσχυση. Όταν το "Patrimonio del Estato" προέβη στην πρώτη εισφορά κεφαλαίου το 1986 η Intelhorce παρουσίαζε ήδη ζημίες κατά τη προηγούμενη εικοσαετία εκτος από δύο έτη, και το κράτος είχε υποχρεωθεί επανειλημμένα σε σημαντική αναδιάρθρωση του κεφαλαίου της εταιρείας για να συνεχίσει τις δραστηριότητές της. Δεδομένου ότι όλη αυτή η επένδυση δεν είχε κανένα αποτέλεσμα όσον αφορά την απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου, και δεν είνιαι πιθανό ότι ένας ιδιώτης επενδυτής, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλεπόμενα κέρδη και χωρίς να λάβει υπόψη οποιοδήποτε κοινωνικό, περιφερειακό ή τομεακό παράγοντα, θα είχε προβεί σε διαδοχικές εισφορές κεφαλαίου στην Intelhorce ύψους 7 820 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών από το 1986 έως το Μάιο του 1989. Όσον αφορά τους όρους της πώλησης της Intelhorce στην Benorbe και στην Benservice, η Επιτροπή θεωρεί αποδεδειγμένο ότι η Intelhorce προτίμησε την υψηλότερη προσφορά. Εντούτοις, το γεγονός αυτό δεν είναι αρκετό για να εξασφαλιστεί ότι δεν εμπεριέχεται στοιχείο κρατικής ενίσχυσης στην πώληση της εταιρείας. Για να εξαχθεί το συμπέρασμα αυτό, πρέπει να αποδειχθεί ότι η πώληση έλαβε χώρα στο πλαίσιο ενός ανοικτού διαγωνισμού χωρίς την επιβολή όρων, δηλαδή μιας διαδικασίας υποβολής προσφορών στην οποία μπορεί να λάβει μέρος οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος και στην οποία το δημόσιο δεν επιβάλλει κανένα όρο για την πραγματοποίηση της πώλησης. Ως προς το ζήτημα αυτό, οι πληροφορίες που χορήγησαν οι ισπανικές αρχές υποδηλώνουν ότι το Δημ'σιο επέβαλε ορισμένους όρους στους αγοραστές θέτοντας συγκεκριμένους χρονικούς περιορισμούς στη διάθεση του μετοχικού ταμείου και στο δικαίωμα της επιχείρησης να ζητά την παρέμβαση του Δημοσίου για προσωρινές απολύσεις. Επιπλέον, δεδομένου ότι το Δημόσιο παρείχε χρηματοδοτικούς πόρους στην εταιρεία ακριβώς πριν την ιδιωτικοποίησή της, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί ο ορθολογισμός της συμπεριφοράς του Δημοσίου ως ιδιωτικού επενδυτή όσον αφορά την εισφορά κεφαλαίου ύψους 5 869 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών πριν την ολοκλήρωση της πώλησης και την αποδοχή της τιμής των 2 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών για το 100 % του μετοχικού κεφαλαίου το οποίο κατείχε η "Patrimonio del Estato" στην Intelhorce. Όσον αφορά το προηγούμενο ερώτημα, ένας ιδιωτικός επενδυτής που λειτουργεί κάτω από τι συνήθεις οικονομικές συνθήκες της αγοράς θα προσπαθούσε να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα της επένδυσής του και θα είχε πραγματοποιήσει την εν λόγω εισφορά κεφαλαίου μόνο εάν σε μεταγενέστερο στάδιο, η εισφορά αυτή θα τον τοποθετούσε σε καλύτερη θέση από οικονομική άποψη, όταν εξεταστεί στο σύνολό της η πράξη πώλησης. Η εισφορά κεφαλαίου που πραγματοποίησε το Δημόσιο στο πλαίσιο της σύμβασης πώλησης της Intelhorce δεν θα μπορουσε να έχει άλλο αναμενόμενο χρηματικό αντίτιμο παρά μόνο την προσφορά που υπέβαλαν οι υποψήφιοι για την εξαγορά του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό, τόσο η εισφορά κεφαλαίου από το Δημόσιο όσο και η τιμή που θα κατέβαλαν οι αγοραστές ήταν αλληλένδετες, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης πώλησης, οι αγοραστές δεν θα κατέβαλαν 2 000 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες για το κεφάλαιο της Intelhorce εάν το Δημόσιο δεν είχε προηγουμένως πραγματοποιήσει εισφορά κεφαλαίου ύψους 5 869 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών. Σύμφωνα με τις προηγούμενες παρατηρήσεις και δεδομένου ότι προβλέπεται η ανάκτηση από μέρους του Δημοσίου ποσού αντίστοιχου με την παρούσα αξία των δόσεων που θα καταβάλουν οι εταιρείες Benorbe και Benservice για το κεφάλαιο της Intelhorce, και λαμβάνοντας υπόψη ότι αν δεν πραγματοποείτο η εισφορά κεφαλαίου ύψους 5 869 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών το Δημόσιο δεν θα ελάμβανε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, δεδομένου ότι η προσφορά του αγοραστή είχει γίνει με την προϋπόθεση της χορήγησης από μέρους του Δημοσίου του κεφαλαίου αυτού, το στοιχείο ενίσχυσης που εμπεριέχεται ανέρχεται σε 4 405 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των 5 869 και των 1 464 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών- αυτό το τελευταίο ποσό των δόσεων συνολικού ύψους 2 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών σε ονομαστικές τιμές που έπρεπε να καταβληθεί από τους αγοραστές της Intelhorce. (Για τον υπολογισμό της τρέχουσας αξίας χρησιμοποιήθηκε συντελεστής ύψους 12,1 % που αντιστοιχεί στο επιτόκιο που όρισε το ισπανικό Δημόσιο για τα ομόλογα ICO που εκδόθηκαν τον Ιούνιο 1989). Όσον αφορά το άλλο στοιχείο ενίσχυσης που εμπεριέχει ενδεχομένως η αποδοχή από το Δημόσιο ονομαστικής τιμής 2 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών για το κεφάλαιο της Intelhorce η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να καταλήξει στο συμπεράσμα ότι υπάρχει συμπληρωματικό στοιχείο ενίσχυσης που συνδέεται με τη συμπεριφορά αυτή. Αυτό τεκμηρίωνεται από το γεγονός ότι η συμμετοχή του Δημοσίου στο κεφάλαιο της Intelhorce δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αξία μεγαλύτερη από την προαναφερθέισα τιμή, λαμβάνοντας υπόψη του γεγονότος ότι τόσο η παρελθούσα χρηματοπιστωτική κατάσταση της εταιρείας όσο και τα αναμενόμενα τελικά αποτελέσματα της εταιρείας αποτελούσαν ένδειξη για το κράτος ότι δεν μπορούσαν να αναμένονται κέρδη από τη συμμετοχή του στο κεφάλαιο της Intelhorce χωρίς να πραγματοποιηθεί ριζική μεταβολή στη διάρθρωση μάρκετινγκ και παραγωγής της επιχείρησης πράγμα που δεν επιχείρησε να αναλάβει το Δημόσιο. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή, η συμπεριφορά της ισπανικής κυβέρνησης κατά την πώληση της Intelhorce σύμφωνα με τους κοινοποιηθέντες όρους δεν περιέχει άλλα στοιχεία ενίσχυσης εκτός από τα 4 405 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες που διαπιστώθηκαν προηγουμένως, όταν συγκριθεί η επιλεγείσα λύση της πώλησης της εταιρείας με συνέχιση της λειτουργίας της με την εναλλακτική λύση εκκαθάρισης της εταιρείας. Από την άποψη αυτή, σύμφωνα με τις πληροφορίες που έδωσαν οι ισπανικές αρχές, η εκτιμώμενη προσαρμοσμένη αξία των εσόδων από την πώληση της Intelhorce - πριν χορηγηθεί η τελευταία εισφορά κεφαλαίου από το Δημόσιο ύψους 5 869 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών - ήταν 5 400 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες. Σε περίπτωση εκκαθάρισης της εταιρείας το ποσό αυτό θα συμψηφιζόταν έναντι του τρέχοντος υπολοίπου των υποχρεώσεων της εταιρείας ύψους 1 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών, καθώς και έναντι των αποζημιώσεων για τις απολύσεις όλου του προσωπικού, που υπολογίζονται σε περίπου 11 400 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δημόσιο δεν θα αποκόμιζε οποιοδήποτε θετικό πλεόνασμα απο την ενδεχόμενη εκκαθάριση της Intelhorce. Συνεπώς, το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης που προσδιορίσθηκε σύμφωνα με τους όρους πώλησης συνεχίζει να είναι η καθαρή καταβολή από μέρους του Δημοσίου των 4 405 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών με τη μορφή εισφοράς κεφαλαίου πριν από την πώληση της εταιρείας. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αντίθετα από το επιχείρημα που προβάλλουν οι ισπανικές αρχές, η εναλλακτική λύση παύσης λειτουργίας της Intelhorce δεν φαίνεται να είναι δαπανηρότερη για το Δημόσιο από την επιλεγείσα λύση πώλησης της εταιρείας με τους συμφωνηθέντες όρους. Στην περίπτωση αυτή, το Δημόσιο ως ιδιοκτήτης της εταιρείας, δεν θα ήταν υποχρεωμένο να καλύψει τη διαφορά μεταξύ των εσόδων από τη ρευστοποίηση των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεων που συνδέονται με την παύση λειτουργίας της Intelhorce, δεδομένου ότι η ευθύνη μιας τέτοιας μορφής εταιρείας περιορίζεται στην εξόφληση των οφειλών της μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία ρευστοποίησης των στοιχείων του ενεργητικού, και υπό κανονικές συνθήκες, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε ευθύνη για περαιτέρω ενδεχόμενο έλλειμμα. Κατά την εκτίμηση της συμπεριφοράς του Δημοσίου σε σχέση με τον ιδιωτικό επενδυτή σε οικονομία αγοράς, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη σύφμωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν από το Δικαστήριο στην απόφασή του στην υπόθεση 234/84, Meura ότι "πρέπει ιδίως να κριθεί, αν υπό παρόμοιες περιστάσεις, ιδιώτης εταίρος στηριζόμενος στις προβλέψιμες δυνατότητες αποδοτικότητος, ανεξάρτητα από κάθε άποψη κοινωνικής, περιφερειακής ή κλαδικής πολιτικής θα είχε προβεί σε παρόμοια εισφορά κεφαλαίου" (σκέψη 14). Εάν η Επιτροπή ελάμβανε υπόψη της τις εκτιμήσεις αύτες, θα έφθανε στο σημείο να παρέχει στα κράτη μέλη την εξουσία να διασώζουν προβληματικές επιχειρήσεις στηριζόμενες σε λόγους καθαρά εθνικού συμφέροντος. Η κατάσταση αυτή, που θα δημιουργούσε σοβαρές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού αντίθετες προς το κοινό συμφέρον, θα ήταν ασυμβίβαστη με τις αρχές της συνθήκης ΕΟΚ που παρέχουν στην Επιτροπή την εξουσία να κρίνει κατά πόσο συμβιβάζεται η κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της Κοινότητας ως σύνολο και όχι στο πλαίσιο ενός μεμονωμένου κράτους μέλους. Ο συνυπολογισμός των ανωτέρω δαπανών με εκείνες που αντιστοιχούν στη συμπεριφορά του κράτους ως ιδιοκτήτη/μετόχου μιας εταιρείας θα αντιστοιχούσε την αφαίρεση κάθε ουσιαστικού νοήματος από την έννοια του ιδιωτικού επενδυτή της ελεύθερης οικονομίας. Συνεπώς, σε γενικές γραμμές, μετά από εμπεριστατωμένη εξέταση, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Intelhorce αποτελείται απο τα 7 820 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες που αντιστοιχούν στις εισφορές κεφαλαίου από το "Patrimonio del Estato" πριν την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας, δεδομένου ότι και οι δύο παρεμβάσεις ενίσχυσαν τεχνητά την χρηματοοικονομική θέση της Intelhorce. Η ενίσχυση αύτή προς την Intelhorce επηρεάζει τις συναλλγές μεταξύ των κρατών μελών και νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 92 παράγαφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ. Πράγματι, οταν η οικονομική ενίσχυση του Δημοσίου ενισχύει τη θέση ορισμένων επιχειρήσεων σε σύγκριση με τις άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στην Κοινότητα, πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτό επηρεάζει τις άλλες επιχειρήσεις. [(απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση 730/79, Philip Morris (6)]. Θα πρέπει να σημειωθεί σχετικά ότι τα αγαθά που παράγει και εμπορεύεται η Intelhorce (η οποία σήμερα έχει την επωνυμία GTE General Textil Espana SA) αποτελούν αντικείμενο εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των παραγωγών. Το 1988 η συνολική παραγωγή της Κοινότητας σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα ανήλθε σε 86 691 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες εκ των οποίων ποσοστό άνω του 20 % αντιστοιχούσε στη βιομηχανία βάμβακα. Η ισπανική παραγωγή αντιπροσωπεύει περίπου 11 % της κοινοτικής παραγωγής κλωσμένων νημάτων (κατηγορία 1) και 13 % των υφασμάτων (κατηγορία 2), ενώ δεν υπάρχουν στατιστικά για τα φινιρισμένα υφάσματα. Όπως ανέφερε η Επιτροπή κατά την έναρξη της διαδικασίας (ΕΕ της 20ής Δεκεμβρίου 1990, βλέπε σημείο 1 στο τέλος της σελίδας), η κοινοτική παραγωγή ανέρχεται σε 1 εκατομμύριο και 700 000 τόνους αντίστοιχα. Εξάλλου, το ενδοκοινοτικό εμπόριο σε κλωστοϋφαντουργικά βαμβακερά προϊόντα είναι πολύ σημαντικό, παρουσιάζοντας ποσοστά ενδοκοινοτικών εξαγωγών ύψους 22, 34 και 63 % της αντίστοιχης κοινοτικής παραγωγής κλωσμένων, υφασμένων και φινιρισμένων προϊόντων. Άλλωστε, η Intelhorce συμμετέχει στο εμπόριο αυτό και κατέχει σημαντική θέση στην ισπανική αγορά, πράγμα που αναγνωρίζουν και οι ισπανικές αρχές. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όπως αναφέρεται στη συμφωνία πολυινών, η αγορά βαμβακερών κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, τόσο όσον αφορά τις κατηγορίες νημάτων όσο και υφασμάτων είναι ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος κλάδος λόγω της στασιμότητας από την πλευρά της ζήτησης και την αυξανόμενη πίεση που ασκούν οι εισαγωγές από τρίτες χώρες που προκαλούν συμπίεση των τιμών και αυξημένα ποσοστά αργούσας παραγωγικης δυναμικότητας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οποιαδήποτε, ενίσχυση χορηγείται σε ένα συγκεκριμένο ανταγωνιστή είναι επόμενο να δημιουργεί σοβαρές στρεβλώσεις στις συνθήκες ανταγωνισμού. VI Όσον αφορά το νομικό καθεστώς της ενίσχυσης προς την Intelhorce σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να κριθεί παράνομο, δεδομένου ότι η ισπανική κυβέρνηση δεν την κοινοποίησε εκ των προτέρων στην Επιτροπή όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης. Η κατάσταση που δημιουργείται από την παραβίαση αυτή των διατάξεων της συνθήκης είναι ιδιαίτερα σοβαρή δεδομένου ότι η ενίσχυση έχει ήδη καταβληθεί στον αποδέκτη. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε σχετικά ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον αναγκαστικό χαρακτήρα των διαδικαστικών κανόνων που ορίζονται στο άρθρο 93 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ που είναι επίσης σημαντικοί για την άσκηση κρατικής πολιτικής - τα άμεσα δε αποτελέσματά τους έχουν αναγνωριστεί από το Δικαστήριο στις αποφάσεις στην υπόθεση 77/72, Capolongo (7)- 120/73, Lorenz (8) και 78/76 Steinicke (9) - ο παράνομος χαρακτήρας της εξεταζόμενης ενίσχυσης δεν μπορεί να διορθωθεί εκ των υστέρων. Παρ' όλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να κινήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες σε σχέση με το άρθρο 93 παράγραφος 2, όπως αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση 301/87, Boussac Saint Freres (10). VII Το άρθρο 92 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ ορίζει ότι οι ενισχύσεις που πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται σ' αυτό είναι κατ' αρχήν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΟΚ δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή λόγω της φύσεως της ενίσχυσης, η οποία δεν προορίζεται για την επίτευξη τέτοιου είδους στόχων. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 92 της συνθήκης ΕΟΚ απαριθμούνται ενισχύσεις οι οποίες μπορεί να συμβιβάζονται με την κοινή αγορά. Η συμβατότητα με την κοινή αγορά πρέπει να προσδιορίζεται στο πλαίσιο της Κοινότητας ως σύνολο και όχι στο πλαίσιο ενός μεμονωμένου κράτους μέλους. Για να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της κοινής αγοράς, και έχοντας υπόψη την αρχή που διατυπώνεται στο στοισείο στ) του άρθρου 3, οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά όταν εξετάζεται ένα πρόγραμμα ενίσχυσης ή μεμονωμένη περίπτωση ενίσχυσης. Ειδικότερα, μπορεί να γίνει επίκλισή τους μόνον όταν η Επιτροπή είναι πεπεισμένη ότι, χωρίς την ενίσχυση αυτή, οι δυνάμεις της αγοράς δεν θα ήταν αρκετές για να οδηγήσουν τους αποδέκτες προς τρόπους συμπεριφοράς που θα εξυπηρετούσαν ένα από τους στόχους των εν λόγω εξαιρέσεων. Η εφαρμογή εξαιρέσεων σε περιπτώσεις που δεν συμβάλλουν στην εξυπηρέτηση τέτοιων στόχων ή όταν η ενίσχυση δεν είναι αναγκαία για τους στόχους αυτούς, θα ισοδυναμούσε με την παροχή πλεονεκτημάτων σε βιομηχανίες ή επιχειρήσεις ορισμένων κρατών μελών, η οικονομική θέση των οποίων θα ενισχυόταν τεχνητά και με τον τρόπο αυτό θα επηρεαζόταν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών δημιουργώντας στρεβλώσεις του ανταγωνισμού χωρίς αυτό να δικαιολογείται βάσει του κοινού συμφέροντος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ. Όσον αφορά την ενίσχυση στην Intelhorce με τη μορφή εισφορών κεφαλαίου ύψους 7 820 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών κατά την περίοδο 1986 - Μάιος 1989, η συνδρομή αυτή αντιπροσωπεύει μία σημαντική προσπάθεια να δημιουργηθεί η βάση μιας οριστικής βιώσιμης αναδιάρθρωσης της εταιρείας. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κατά την περίοδο εκείνη χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην πράξη για επενδύσεις εξορθολογισμού ύψους 5 000 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών καθώς και για μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 212 εργαζόμενους η οποία κόστισε άνω των 1 100 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, τα πραγματικά επίπεδα παραγωγής της Intelhorce παρέμειναν κατά την εξεταζόμενη περίοδο σημαντικά κάτω από τα ανώτατα επίπεδα παραγωγικής δυναμικότητας πριν από την προσπάθεια εξορθολογισμού- με το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται ότι η ενίσχυση αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε για την τεχνιτή ανάκαμψη των δραστηριοτήτων της εταιρείας, πράγμα που θα είχε προκαλέσει απαράδεκτες αρνητικές εξωτερικές οικονομίες για τον τομέα. Εξάλλου, η Επιτροπή συμμερίζεται επίσης την άποψη των ισπανικών αρχών ότι οι εισφορές κεφαλαίου του 1986 και 1987 πραγματοποιήθηκαν για να αντιμετωπιστούν οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την ένταξη της Ισπανίας στην Κοινότητα. Η Επιτροπή θεωρεί ότι η ίδια αιτιολογία μπορεί επίσης να επεκταθεί στις εισφορές που πραγματοποιήθηκαν το 1989 χωρίς να υπάρχει άμεση σύνδεση με τις ρυθμίσεις για την πώληση της εταιρείας. Η βιομηχανική πολιτική που ασκήθηκε στην Ισπανία πριν από την προσχώρησή της όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις στηριζόταν ορισμένες φορές σε αρχές που παρουσίαζαν ριζικές διαφορές με αυτές που διέπουν την πολιτική ανταγωνισμού σύμφωνα με τη συνθήκη. Την εποχή εκείνη, η διαχείριση ορισμένων δημοσίων επιχειρήσεων που παρουσίαζαν ζημίες γινόταν σύμφωνα με αποφάσεις που έρχονταν σε αντίθεση με τις αρχές της υγειούς διαχείρησης και η λειτουργία τους συνεχιζόταν τεχνητά χάρη στη χρηματοδοτική συνδρομή του κράτους. Μετά την πρόσβαση της Ισπανίας στην Κοινότητα, οι επιχειρήσεις αυτές αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ανόθευτου ανταγωνισμού. Οι εξεταζόμενες ενισχύσεις προς την Intelhorce είχαν κυρίως σκοπό την διευκόλυνση της προσαρμογής αυτής. Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω παρατηρήσεις, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι οι εισφορές κεφαλαίου ύψους 7 820 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών κατά την περίοδο 1986 - Μάιος 1989 μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά σύμφωνα με την εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΟΚ, δεδομένου ότι συνέβαλαν στην εφαρμογή μιας γνήσιας αναδιάρθρωσης των δραστηριοτήτων της Intelhorce χωρίς να έχουν απαράδεκτα αποτελέσματα που έρχονται σε αντίθεση με το κοινό συμφέρον. Όσον αφορά το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης προς την Intelhorce ύψους 4 405 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών που υπάρχει στην εισφορά κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε λίγο πριν από την πώληση της εταιρείας, στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΟΚ ορίζεται μια εξαίρεση για ενισχύσεις που προωθούν την ανάπτυξη περιοχών στις οποίες το βιωτικό επίπεδο είναι ασυνήθιστα χαμηλό ή υπάρχει σοβαρό πρόβλημα υποαπασχόλησης. Από την άποψη αυτή, παρόλο που η Intelhorce βρίσκεται στη Μάλαγα, η οποία είναι ενισχυόμενη περιοχή και σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΟΚ πληροί τους όρους για τη χορήγηση περιφερειακής ενίσχυσης, το μέτρο ενίσχυσης προς την Intelhorce δεν χορηγήθηκε στο πλαίσιο αντίστοιχων προγραμμάτων περιφερειακών ενισχύσεων αλλά βάσει μιας ad hoc απόφασης της ισπανικής κυβέρνησης, που έλαβε τη μορφή αυθαίρετων εισφορών κεφαλαίου. Ακόμη και αν η εν λόγω ενίσχυση αντιμετωπιζόταν ως περιφερειακή, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επιλέξιμη βάσει του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο α) δεδομένου ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού πρέπει να συμβάλουν στην μακροπρόθεσμη ανάπτυξη της περιφέρειας - πράγμα που σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή η ενίσχυση θα πρέπει να αποσκοπεί τουλάχιστον στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της εταιρείας, στόχος ο οποίος δεν επιτευχθηκε για την Intelhorce σύμφωνα με τις πληροφορίες που υποβλήθηκαν μέχρι στιγμής στην Επιτροπή (η πτυχή αυτή εξετάζεται αναλυτικότερα στη συνέχεια) - χωρίς να έχει απαράδεκτες αρνητικές επιπτώσεις στις συνθήκες ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας. Εξάλλου, παρόλο που η ενίσχυση των 4 405 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών χορηγήθηκαν σαφώς από το κράτος υπό τον όρο ότι τουλάχιστον 3 200 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες (80 % των τριών τελευταίων τμημάτων των εισφορών κεφαλαίου - βλέπε τμήμα IV ανωτέρω) επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν από την Intelhorce για επενδύσεις - αναγκαία προϋπόθεση των ενισχύσεων είναι να διευκολύνουν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών περιοχών όπως ορίστηκε στην ανακοίνωση της Επιτροπής του 1979 (11) για τις αρχές συντονισμού των συστημάτων περιφερειακών ενισχύσεων - η ενίσχυση προς την Intelhorce μπορεί να θεωρηθεί αυτομάτως συμβατή, δεδομένου ότι εφόσον η χορήγησή της πραγματοποιήθηκε εκτός του πεδίου εφαρμογής των καθεστώτων ενισχύσεων που έχει εγκρίνει η Επιτροπή μπορεί να αξιολογήσει τη συμβατότητά της βάσει των δικών της χαρακτηριστικών εξακριβώνοντας, μεταξύ άλλων πτυχών, κατά πόσον τα ενισχυόμενα εκπαιδευτικά σχέδια εναρμονίζονται με το συμφέρον της Κοινότητας για τον εν λόγω τομέα και συμβάλλουν στην υγιή αναδιάρθρωση της επιχείρησης (και οι δύο πτυχές εξετάζονται αναλυτικότερα κατωτέρω). Εν πάση περιπτώσει, η ενίσχυση ύψους 4 405 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών υπερβαίνει κατά πολύ το επίπεδο των επενδύσεων ύψους 3 200 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών για τα οποία είχε δεσμευτεί η επιχείρηση, πράγμα που είναι ούτως ή άλλως απαράδεκτο για την επενδυτική ενίσχυση. Όσον αφορά τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο β) τα εξεταζόμενα μέτρα ενίσχυσης δεν είχαν τον προορισμό ούτε τα χαρακτηριστικά ενός σχεδίου κοινού ενδιαφέροντος ή ενός σχεδίου για την άρση σοβαρής διαταραχής στην ισπανική οικονομία. Επιπλέον, οι ισπανικές αρχές δεν επικαλέστηκαν την εξαίρεση αυτή στις παρατηρήσεις τους προς την Επιτροπή. Όσον αφορά την εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΟΚ, για τις ενισχύσεις που προωθούν την ανάπτυξη ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο στο κοινό συμφέρον, θα πρέπει πρώτα να επισημάνουμε ότι η ενίσχυση προς την Intelhorce εμπίπτει στην κατηγορία ενισχύσεων προς προβληματικές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι τόσο η οικονομική θέση της εταιρείας όσο και τα οικονομικά της αποτελέσματα ήσαν πάντα επισφαλή. Οι ενισχύσεις σε προβληματικές επιχειρήσεις ενέχουν το μέγιστο κίνδυνο μεταφοράς της ανεργίας και των βιομηχανικών προβλημάτων από το ένα κράτος μέλος στο άλλο- ενεργούν σαν μέσο για τη διατήρηση του status quo εξουδετερώνοντας την επίδραση των δυνάμεων της οικονομίας αγοράς που οδηγούν στην εξαφάνιση των μη ανταγωνιστικών επιχειρήσεων κατά τη διαδικασία προσαρμογής τους στις μεταβαλλόμενες ανταγωνιστικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό, η Επιτροπή αξιολογεί με αυστηρότητα τις ενισχύσεις που παρέχονται για την αναδιάρθρωση των προβληματικών επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα, η Επιτροπή απαιτεί οι εν λόγω κρατικές παρεμβάσεις να εξαρτώνται αυστηρά από την εφαρμογή ενός υγειούς προγράμματος αναδιάρθρωσης ή μετατροπής ικανού να αντικαταστήσει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ενισχυόμενου. Πρέπει επίσης να υπάρχει, σε αντιστάθμισμα, δικαιολόγηση της ενίσχυσης υπό μορφή συμβολής εκ μέρους του δικαιούχου η οποία να υπερβαίνει τη συνήθη διαμόρφωση των δυνάμεων της αγοράς που έχουν μεταβληθεί από την ενίσχυση, για την επίτευξη των κοινοτικών στόχων όπως ορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 της συνθήκης. Από την άποψη αυτή, όσον αφορά την ενίσχυση στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα, η Επιτροπή επεξεργάστηκε με τη βοήθεια των εθνικών εμπειρογνωμόνων ορισμένα κριτήρια για να κατευθύνει τις κυβερνήσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις παρεμβάσεις που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν. Τα κτιρήρια αυτά προσδιορίστηκαν στις κατευθυντήριες γραμμές της Κοινότητας το 1971 και 1977 για τις ενισχύσεις στον κλωστοϋφαντουργικό τομέα και τον τομέα ιματισμού και οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν. Οι κύριες αρχές που ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές είναι ότι οι ενισχύσεις θα πρέπει να υποβοηθούν την προσαρμογή της βιομηχανίας με την εξάλειψη της υπερβάλλουσας δυναμικότητας, τη διευκόλυνση κοινών δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης και την υποβοήθηση των διαρθρωτικών μεταβολών. Η πραγματική αναδιάρθρωση και η προσαρμογή είναι αναγκαία προϋπόθεση σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη χορήγηση οποιωνδήποτε ειδικών κεφαλαίων για επενδυτικούς σκοπούς. Εν πάση περιπτώσει, οι ενισχύσεις δεν θα πρέπει να επιδιώκουν απλώς τη διατήρηση μιας μη ανταγωνιστικής κατάστασης. Σύμφωνα με τις ανωτέρω παρατηρήσεις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα αποτελέσματα της κρατικής ενίσχυσης προς την Intelhorce ύψους 4 405 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών στον ανταγωνισμό θα φανούν κυρίως στο μέλλον, δεδομένου ότι η διάθεση τουλάχιστον 3 200 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών συνδέεται με την πραγματοποίηση από μέρους της επιχείρησης μελλοντικών επενδύσεων στο πλαίσιο του προγράμματος αναδιάρθρωσης που υπέβαλαν οι αγοραστές. Κάτω από τις συνθήκες αυτές η Επιτροπή να διερευνήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά του σχεδιαζόμενου προγράμματος αναδιάρθρωσης. Σε σχέση μ' αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή βρίσκεται στη σωστή θέση όχι μόνο για να προβλέψει και να προσαρμόσει τα ενδεχόμενα αρνητικά αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει η ενίσχυση αυτή στον ανταγωνισμό, αλλά επίσης και για να διορθώσει τις αρνητικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει στο μέλλον αυτή η αύξηση της δυναμικότητας λόγω των ενισχύσεων κατά την περίοδο 1986 - Μάιος 19898, εάν η Intelhorce επιτύχει τεχνητή επέκταση των δραστηριοτήτων της. Από την άποψη αυτή, μετά από προσεκτική εξέταση του αρχικού πργράμματος αναδιάρθρωσης της Intelhorce και της αναθεωρημένης μορφής του, η Επιτροπή παρατήρησε ότι καμία από τις προβλεπόμενες δεσμεύσεις για τη μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιστάθμισμα που να δικαιολογεί τη χορήγηση της ενίσχυσης. Αντίθετα, στο αρχικό πρόγραμμα προβλεπόταν ακόμη και μια τόνωση των δραστηριοτήτων της εταιρείας με σημαντική αύξηση των συνολικών της πωλήσεων, τόσο στα παραδοσιακά της προϊόντα όσο και μέσω του δικτύου καταστημάτων, κατά 91 %, από 7 754 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1990 σε 14 787 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1994. Η προοπτική αυτή εγκαταλείφθηκε στο αναθεωρημένο πρόγραμμα το οποίο, σε μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση, προέβλεπε μια ελαφρά μείωση των πωλήσεων κατά 6,5 % από 7 200 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1990 σε 6 732 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες το 1992. Εντούτοις, ακόμα και στην περίπτωση αυτή, τίποτα δεν θα εμπόδιζε την Intelhorce να επεκτείνει τις δραστηριότητές της μετά το 1992 εκμεταλλευόμενη την αργούσα παραγωγική δυναμικότητα που εξακολουθεί να έχει στη διάθεσή της, με τα αντίστοιχα ιδιαίτερα στρεβλωτικά αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει η στρατηγική αυτή για τον ανταγωνισμό. Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αργούσα παραγωγική δυναμικότητα της Intelhorce σε κλωσμένα, υφασμένα και τελειωμένα προϊόντα ήταν 21, 25 και 35 % για το 1988 και 18, 25 και 31 % για το 1989. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός αυτό, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης που πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαρτίου 1991, η Επιτροπή ζήτησε επίσημα από τις ισπανικές αρχές να παρουσιάσουν, έως τις 10 Μαΐου 1991, ένα νέο αναθεωρημένο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης για την Intelhorce με μειώσεις τόσο της παραγωγικής δυναμικότητας όσο και του μεριδίου αγοράς, εξασφαλίζοντας συγχρόνως τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Όσον αφορά την τελευταία απαίτηση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή έχει ακόμα σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά τις δυνατότητες του προγράμματος αναδιάρθρωσης που παρουσιάστηκε για τη διάσωση της βιωσιμότητας της Intelhorce, δεδομένου ότι τόσο στην αρχική όσο και στην αναθεωρημένη του μορφή, η επιχείρηση εξακολουθούσε να εμφανίζει αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα. Δεδομένου ότι δεν έλαβε καμία απάντηση, η Επιτροπή υπενθύμισε το αίτημά της στις ισπανικές αρχές, με επιστολή της 27ης Μαΐου 1991, προειδοποιώντας ότι στην περίπτωση που δεν ελάμβανε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσης έως τις 31 Μαΐου 1991, η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να λάβει μια τελική θέση βάσει των πληροφοριών που θα είχε στη διάθεσή της μέχρι την ημερομηνία αυτή. Με επιστολή της 27ης Μαΐου 1991, οι ισπανικές αρχές έδωσαν περαιτέρω οικονομικά στοιχεία για τις παρελθούσες βιομηχανικές δραστηριότητες της Intelhorce. Με επιστολές της 12ης Ιουνίου και 18ης Ιουλίου 1991, οι ισπανικές αρχές ζήτησαν από την Επιτροπή να αναλάβει τη λήψη οποιασδήποτε αποφάσεως σχετικά με την υπόθεση, μέχρις ότου υποβάλουν ένα εναλλακτικό σχέδιο αναδιάρθρωσης για το οποίο την εποχή εκείνη γινόταν διαπραγμάτευση με τους νέους ιδιοκτήτες. Με επιστολή της 6ης Αυγούστου 1991, η Επιτροπή πληροφόρησε τις ισπανικές αρχές ότι, ενόψει του γεγονότος ότι είχαν ήδη παρέλθει δύο μήνες από την εκπνοή, στις 31 Μαΐου 1991, της τελευταίας προθεσμίας για την υποβολή εναλλακτικού σχεδίου αναδιάρθρωσης, δεν μπορούσε να αναβάλει περαιτέρω τη λήψη οριστικής απόφασης. Δεδομένου ότι οι ισπανικές αρχές δεν έχουν υποβάλει μέχρι στιγμής αναθεωρημένο σχέδιο αναδιάρθρωσης, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να συμπεράνει ότι το στοιχείο ενίσχυσης προς την Intelhorce ύψους 4 405 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών που υπάρχει στην εισφορά κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε πριν από την πώληση της εταιρείας πρέπει να θεωρηθεί ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι επηρεάζει τους όρους του εμπορίου εντός της Κοινότητας σε βαθμό που αντίκειται στο κοινό συμφέρον, εφόσον δεν συμβάλλει σε μια πραγματική αναδιάρθρωση που να εξασφαλίζει πλήρως τη βιωσιμότητα της εταιρείας. VIII Σε περίπτωση ενισχύσεων οι οποίες είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα που της παρέχει το Δικαστήριο στην απόφαση στην υπόθεση 70/72, Kohlegesetz (12) που επικυρώθηκε με την απόφαση στην υπόθεση 310/85, Deufil (13), μπορεί να ζητήσει από τα κράτη μέλη να ανακτήσουν τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα από τους αποδέκτες τους. Κατά συνέπεια, η Intelhorce, πρέπει να επιστρέψει το ποσό των 4 405 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών που έλαβε παράνομα. Η επιστροφή πρέπει να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις διατάξεις του ισπανικού δικαίου ειδικότερα αυτών που αφορούν τους τόκους υπερημερίας για τις απαιτήσεις του Δημοσίου, ενώ οι τόκοι θα υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η παράνομη ενίσχυση. Το μέτρο αυτό είναι αναγκαίο για την αποκατάσταση του status quo με την απομάκρυνση όλων των χρηματοοικονομικών πλεονεκτημάτων που απολάμβανε αντικανονικά η επιχείρηση που έλαβε την παράνομη ενίσχυση από την ημερομηνία κατά την οποία καταβλήθηκε η ενίσχυση [(βλέπε απόφαση στην υπόθεση 142/87, Tubemeuse (14), ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ: Άρθρο 1 Η ενίσχυση προς την Intelhorce με τη μορφή εισφορών κεφαλαίου ύψους 7 820 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών κατά την περίοδο από το 1986 έως το Μάιο του 1989 χορηγήθηκε παράνομα, δεδομένου ότι χορηγήθηκε από την ισπανική κυβέρνηση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 93 παράγραφος 3 της συνθήκης. Εντούτοις, η εν λόγω ενίσχυση πληροί τις προϋποθέσεις για παρέκκλιση βάσει του άρθρου 92 παράγραφος 3 στοιχείο γ), και κατά συνέπεια συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Άρθρο 2 Το στοιχείο κρατικής ενίσχυσης ύψους 4 005 εκατομμυρίων ισπανικών πεσετών που περιέχεται στην εισφορά κεφαλαίου στην οποία προέβη το "Pattimonio del Estato" προς την Intelhorce πριν από την ιδιωτικοποίησή της τον Αύγουστο του 1989 είναι παράνομο, δεδομένου ότι χορηγήθηκε από την ισπανική κυβέρνηση κατά παράβαση του άρθρου 93 παράγραφος 3. Επιπλέον, το εν λόγω στοιχείο ενίσχυσης δεν ανταποκρίνεται σε καμία από τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να πληρούνται προκειμένου να έχει εφαρμογή μία από τις εξαιρέσεις του άρθρου 92 παράγραφοι 2 και 3 και για το λόγο αυτό είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά. Άρθρο 3 Η κρατική ενίσχυση η οποία είναι ασυμβίβαστη επιστρέφεται. Κατά συνέπεια, το "Pattimonio del Estato" ανακτά 4 405 εκατομμύρια ισπανικές πεσέτες που αναφέρονται στο άρθρο 2 από την GTE General Textil Espana SA (πρώην Intelhorce SA). Το στοιχείο της ενίσχυσης ανακτάται σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, ιδιαίτερα τις σχετικές με τους τόκους υπερημερίας που καταβάλλονται επί των απαιτήσεων του Δημοσίου, και οι τόκοι αυτοί αρχίζουν να οφείλονται από την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε η παράνομη ενίσχυση. Άρθρο 4 Η ισπανική κυβέρνηση ενημερώνει την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί. Άρθρο 5 Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Βασίλειο της Ισπανίας. Βρυξέλλες, 25 Μαρτίου 1992. Για την Επιτροπή Leon BRITTAN Αντιπρόεδρος (1) ΕΕ αριθ. C 320 της 20. 12. 1990, σ. 16. (2) ΕΕ αριθ. C 273 της 18. 10. 1991, σ. 2. (3) Συλλογή ΔΕΚ 1984, σ. 3809. (4) Συλλογή ΔΕΚ 1986, σ. 2263. (5) Συλλογή ΔΕΚ 1986, σ. 2321. (6) Συλλογή ΔΕΚ 1980, σ. 2688. (7) Συλλογή ΔΕΚ 1973, σ. 611. (8) Συλλογή ΔΕΚ 1973, σ. 1471. (9) Συλλογή ΔΕΚ 1977, σ. 595. (10) Συλλογή ΔΕΚ 1990, σ. 1 - 307. (11) ΕΕ αριθ. L 31 της 3. 2. 1979, σ. 9. (12) Συλλογή ΔΕΚ 1973, σ. 813. (13) Συλλογή ΔΕΚ 1987, σ. 901. (14) Συλλογή ΔΕΚ 1990, σσ. 1 έως 959.