This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 31986L0361
Council Directive 86/361/EEC of 24 July 1986 on the initial stage of the mutual recognition of type approval for telecommunications terminal equipment
Οδηγία 86/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1986 για το πρώτο στάδιο της αμοιβαίας αναγνώρισης των εγκρίσεων τύπου του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού
Οδηγία 86/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1986 για το πρώτο στάδιο της αμοιβαίας αναγνώρισης των εγκρίσεων τύπου του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού
ΕΕ L 217 της 5.8.1986, p. 21–25
(ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT) Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση
(FI, SV)
No longer in force, Date of end of validity: 06/11/1992; καταργήθηκε από 31991L0263
Οδηγία 86/361/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1986 για το πρώτο στάδιο της αμοιβαίας αναγνώρισης των εγκρίσεων τύπου του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού
Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 217 της 05/08/1986 σ. 0021
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 13 τόμος 15 σ. 0227
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 13 τόμος 15 σ. 0227
***** ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 24ης Ιουλίου 1986 για το πρώτο στάδιο της αμοιβαίας αναγνώρισης των εγκρίσεων τύπου του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού (86/361/ΕΟΚ) ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 100, την πρόταση της Επιτροπής, τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1), τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (2), Εκτιμώντας: ότι η αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων τύπου του τερματικού τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού αναφέρεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο της 18ης Μαΐου 1984 για τις τηλεπικοινωνίες, στις συστάσεις του Συμβουλίου της 12ης Νοεμβρίου 1984 σχετικά με την καθιέρωση εναρμόνισης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και την πρώτη φάση της πρόσβασης στις δημόσιες προμήθειες τηλεπικοινωνιών, καθώς και στα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1984 σχετικά με μια κοινοτική πολιτική τηλεπικοινωνιών· ότι η αγορά του τερματικού τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, καθώς και η χρησιμοποίηση του συνόλου του δυναμικού των νέων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών έχουν μεγάλη σημασία για την οικονομική ανάπτυξη της Κοινότητας· ότι είναι απολύτως αναγκαίο να δημιουργηθεί ή να εδραιωθεί ένα κατάλληλο ευρωπαϊκό βιομηχανικό δυναμικό στις σχετικές τεχνολογίες· ότι η ταχεία πρόοδος προς τη δημιουργία κοινής αγοράς στον τομέα αυτόν έχει μεγάλο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα προκειμένου να αποκτήσει η βιομηχανία καλύτερη βάση για τις δραστηριότητές της και να διευκολυνθεί η υιοθέτηση μιας κοινής θέσης έναντι των τρίτων χωρών· ότι η αμοιβαία αναγνώριση των εγκρίσεων τύπου του τερματικού τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τη δημιουργία ανοικτής και ενοποιημένης αγοράς των εξοπλισμών αυτών· ότι λόγω της ύπαρξης, στα κράτη μέλη, διαφορετικών συνθηκών, καθώς και τεχνικών και διοικητικών περιορισμών, ο στόχος αυτός πρέπει να επιτευχθεί σταδιακά· ότι, ειδικότερα, η αμοιβαία αναγνώριση των δοκιμών πιστότητας των τερματικών εξοπλισμών μαζικής παραγωγής θα πρέπει να αποτελέσει το πρώτο στάδιο της αμοιβαίας αναγνώρισης των εξοπλισμών αυτών· ότι μια τέτοια προσέγγιση πρέπει να στηρίζεται στον καθορισμό κοινών τεχνικών προδιαγραφών με βάση τα διεθνή πρότυπα και προδιαγραφές και στην εναρμόνιση των γενικών τεχνικών περιγραφών όσον αφορά τις διαδικασίες δοκιμών, μετρήσεων και έγκρισης στους τομείς των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας πληροφοριών· ότι, στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών εφαρμόζεται ένα γενικό πρόγραμμα τυποποίησης, το οποίο τηρεί τον κώδικα προτύπων της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT)· ότι χρειάζεται να καταρτιστεί ένα γενικότερο πλαίσιο ως προετοιμασία για μια δεύτερη φάση που θα δημιουργήσει μια ανοικτή και ενοποιημένη αγορά στον τομέα του τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού, πράγμα που, για τις τηλεπικοινωνίες, θα πρέπει να περιλαμβάνει και την ελεύθερη κυκλοφορία του εξοπλισμού και την ελεύθερη σύνδεση με τα δίκτυα, σε συμφωνία με τις εναρμονισμένες προδιαγραφές· ότι η οδηγία 73/23/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Φεβρουαρίου 1973 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στο ηλεκτρολογικό υλικό που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί εντός ορισμένων ορίων τάσεως (3) και η οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου 1983 για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών (4) εφαρμόζονται ιδιαίτερα στους τομείς των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας των πληροφοριών· ότι η κοινή δήλωση προθέσεων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Συνδιάσκεψης των Οργανισμών Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών ( CEPT) και της Επιτροπής, σχετικά με τα πρότυπα και τις εγκρίσεις τύπου για τηλεπικοινωνιακό εξοπλισμό, καθώς και οι γενικές κατευθύνσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο συμφωνίας με τον Κοινό Ευρωπαϊκό Οργανισμό Τυποποίησης CEN-CENELEC επιτρέπουν, από τώρα και στο εξής, την ανάθεση των εξειδικευμένων τεχνικών εργασιών εναρμόνισης στους οργανισμούς αυτούς· ότι ο μηχανισμός ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή από ορισμένους οργανισμούς της CEPT, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι οργανισμοί των κρατών μελών της Κοινότητας, στα πλαίσια της συμφωνίας που καταρτίστηκε στην Κοπεγχάγη, στις 15 Νοεμβρίου 1985, περιλαμβάνει μια διαδικασία τυπικής έκδοσης καθώς και την υποχρέωση εφαρμογής ορισμένων από τις συστάσεις της CEPT, οι οποίες τότε καλούνται «ΝΕΤ» (Ευρωπαϊκά Πρότυπα Τηλεπικοινωνιών) · ότι πρέπει να συσταθεί επιτροπή επιφορτισμένη με την υποβοήθηση της Επιτροπής κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και τη σταδιακή καθιέρωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των εγκρίσεων τύπου του τερματικού εξοπλισμού, ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ: Άρθρο 1 Τα κράτη μέλη υλοποιούν την αμοιβαία αναγνώριση των αποτελεσμάτων των δοκιμών πιστότητας των τηλεπικοινωνιακών τερματικών εξοπλισμών μαζικής παραγωγής προς κοινές προδιαγραφές πιστότητας, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της παρούσας οδηγίας. Άρθρο 2 Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως: 1. «Οργανισμοί τηλεπικοινωνιών», οι οργανισμοί ή οι αναγνωρισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις της Κοινότητας που παρέχουν υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών δημόσιας χρήσης. 2. «Τερματικός εξοπλισμός», οι συσκευές που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το άκρο δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου προκειμένου να διαβιβάζουν, να επεξεργάζονται ή να λαμβάνουν πληροφορίες, 3. «Τεχνική προδιαγραφή», η προδιαγραφή που περιέχεται σε έγγραφο το οποίο καθορίζει τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, όπως η ποιότητα, η επίδοση, η ασφάλεια ή οι διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων και των απαιτήσεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και τις μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και την επισήμανση. 4. «Διεθνής τεχνική τηλεπικοινωνιακή προδιαγραφή», η τεχνική προδιαγραφή του συνόλου ή ορισμένων χαρακτηριστικών ενός προϊόντος, που συνιστάται από έναν οργανισμό όπως η Διεθνής Τηλεγραφική και Τηλεφωνική Επιτροπή (CCITT) ή η CEPT. 5. «Κοινή τεχνική προδιαγραφή», η τεχνική προδιαγραφή που έχει συνταχθεί με στόχο την ομοιόμορφη εφαρμογή της σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας. 6. «Πρότυπο», η τεχνική προδιαγραφή η οποία έχει θεσπισθεί από αναγνωρισμένο οργανισμό τυποποίησης, για επαναλαμβανόμενη ή συνεχή εφαρμογή, της οποίας η τήρηση δεν είναι υποχρεωτική. 7. «Διεθνές πρότυπο», το πρότυπο το οποίο έχει θεσπιστεί από έναν αναγνωρισμένο διεθνή οργανισμό τυποποίησης. 8. «Εγκεκριμένο εργαστήριο δοκιμών», εργαστήριο η συμμόρφωση του οποίου προς το σύστημα αναγνώρισης που έχει θεσπιστεί από την CEPT, σε στενή συνεργασία με τους εξειδικευμένους οργανισμούς, και κάθε αρμόδιο εθνικό οργανισμό έγκρισης, έχοντας υπόψη ιδιαιτέρως τους σχετικούς οδηγούς ISO έχει εξακριβωθεί από το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται ή από οργανισμό αναγνωρισμένο ως αρμόδιο από αυτό το κράτος μέλος και το οποίο έχει εγκριθεί από αυτό το κράτος μέλος ή τον αναγνωρισμένο από αυτόν οργανισμό για να εκτελεί δοκιμές πιστότητας σε τερματικούς εξοπλισμούς. 9. «Πιστοποιητικό πιστότητας», έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται η πιστότητα ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας προς συγκεκριμένα πρότυπα ή τεχνικές προδιαγραφές. 10. «Έγκριση τύπου τερματικού εξοπλισμού», η πιστοποίηση που γίνεται από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους σύμφωνα με την οποία ένας συγκεκριμένος τύπος τερματικού εξοπλισμού επιτρέπεται ή θεωρείται κατάλληλος να συνδεθεί με ένα δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο. 11. «Προδιαγραφή πιστότητας», ένα έγγραφο στο οποίο περιγράφονται επακριβώς και πλήρως τα τεχνικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε τερματικού εξοπλισμού (όπως ασφάλεια, τεχνικές παράμετροι, λειτουργίες και διαδικασίες καθώς και προδιαγραφές χρήσης) και γίνεται ο επακριβής καθορισμός των δοκιμών και μεθόδων μέτρησης που επιτρέπουν να ελέγχεται η πιστότητα του τερματικού εξοπλισμού προς τα προδιαγεγραμμένα τεχνικά χαρακτηριστικά. 12. «Προδιαγραφή έγκρισης», μια προδιαγραφή που περιλαμβάνει τις πλήρεις και επακριβείς απαιτήσεις που πρέπει να πληροί ο τερματικός εξοπλισμός προκειμένου να του χορηγηθεί έγκριση. Περιλαμβάνει την προδιαγραφή πιστότητας καθώς και διοικητικές απαιτήσεις, ενδεχομένως δε, τις απαιτήσεις που αφορούν τον ποιοτικό έλεγχο που πραγματοποιείται κατά την κατασκευή του εξοπλισμού. 13. «Κοινή προδιαγραφή πιστότητας», μια προδιαγραφή πιστότητας που χρησιμοποιείται σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας από τις αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της πιστότητας των τερματικών εξοπλισμών. Περιλαμβάνει επίσης ενδεχομένως απαιτήσεις που μπορεί να είναι απαραίτητες σε ένα δεδομένο κράτος λόγω ιστορικών ιδιαιτεροτήτων του δικτύου και ισχυουσών εθνικών διατάξεων στον τομέα της χρησιμοποίησης των ραδιοσυχνοτήτων. 14. «Κοινή προδιαγραφή έγκρισης», μια προδιαγραφή έγκρισης που χρησιμοποιούν όλες οι αρχές που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση εγκρίσεων για τερματικούς εξοπλισμούς στα κράτη μέλη της Κοινότητας. Περιλαμβάνει την κοινή προδιαγραφή πιστότητας, καθώς και τις διοικητικές απαιτήσεις, ενδεχομένως δε τις απαιτήσεις που αφορούν τον ποιοτικό έλεγχο που πραγματοποιείται κατά την κατασκευή του εξοπλισμού. 15. «ΝΕΤ» (Ευρωπαϊκό Πρότυπο Τηλεπικοινωνιών), μια εγκεκριμένη τεχνική σύσταση προδιαγραφής της CEPT ή ενός ή περισσότερων μελών της, την οποία έχουν εγκρίνει οι υπογράφοντες την κοινή δήλωση προθέσεων για τη δημιουργία Ευρωπαϊκών Προτύπων Τηλεπικοινωνιών, η οποία έγινε κατά τη συνεδρίαση των γενικών διευθυντών των οργανισμών της CEPT στην Κοπεγχάγη, στις 15 Νοεμβρίου 1985, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην εν λόγω δήλωση. 16. «Αμοιβαία αναγνώριση των αποτελεσμάτων των δοκιμών πιστότητας του τερματικού εξοπλισμού», η κατάσταση κατά την οποία το πιστοποιητικό πιστότητας του τερματικού προς κοινή προδιαγραφή πιστότητας ή τμήμα της, μαζί με τα στοιχεία που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια της δοκιμής και τα στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα του εξοπλισμού, που εξέδωσε εγκεκριμένο εργαστήριο ή η εξουσιοδοτημένη αρχή κράτους μέλους, αναγνωρίζεται από τα λοιπά κράτη μέλη ώστε το εν λόγω τερματικό, όταν αποτελεί αντικείμενο μιας αίτησης έγκρισης σε άλλο κράτος μέλος, να μην απαιτείται να υποβάλλεται σε δοκιμές πιστότητας προς την προδιαγραφή αυτή ή το τμήμα της προδιαγραφής που αφορά τις δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν. 17. «Θεμελιώδεις απαιτήσεις», τα στοιχεία της κοινής προδιαγραφής πιστότητας, η σημασία των οποίων είναι τέτοια ώστε η τήρησή τους να αποτελεί νομική προϋπόθεση και απαραίτητο μέρος της διαδικασίας για τη χορήγηση έγκρισης τύπου στον τερματικό εξοπλισμό, μετά από αμοιβαία αναγνώριση των αποτελεσμάτων των δοκιμών πιστότητας. Οι θεμελιώδεις αυτές απαιτήσεις είναι οι ακόλουθες: - η ασφάλεια του χρήστη, στο μέτρο που δεν καλύπτεται από την οδηγία 73/23/ΕΟΚ, - η ασφάλεια του προσωπικού των οργανισμών που εκμεταλλεύονται το δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, στο μέτρο που δεν καλύπτεται από την οδηγία 73/23/ΕΟΚ, - η προστασία των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών δικτύων από ζημίες, - σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η δυνατότητα διασύνδεσης των τερματικών. Άρθρο 3 Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζει η συνθήκη, συμπληρώνει, αν χρειάζεται, τον κατάλογο των θεμελιωδών απαιτήσεων και διευκρινίζει τις απαιτήσεις αυτές εφόσον αυτό απαιτείται για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων. Άρθρο 4 Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων: 1. Καταρτίζει κάθε χρόνο, ύστερα από διαβούλευση με την επιτροπή του άρθρου 5 και λαμβάνοντας υπόψη το γενικό πρόγραμμα τυποποίησης στον τομέα της τεχνολογίας των πληροφοριών: - κατάλογο των διεθνών προτύπων και των διεθνών τεχνικών τηλεπικοινωνιακών προδιαγραφών που πρέπει να εναρμονισθούν, - κατάλογο των τερματικών εξοπλισμών για τους οποίους πρέπει να συνταχθούν κατά προτεραιότητα κοινές προδιαγραφές πιστότητας, με βάση, μεταξύ άλλων, τις θεμελιώδεις απαιτήσεις, - χρονοδιάγραμμα των εργασιών αυτών. 2. Ζητά από την CEPT (Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη των Οργανισμών Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών) να καταρτίσει υπό μορφή Ευρωπαϊκών Προτύπων Τηλεπικοινωνιών (NET), μέσα στις καθορισμένες προθεσμίες και συμβουλευόμενη, όταν χρειάζεται, άλλους εξειδικευμένους οργανισμούς τυποποίησης όπως οι CEN (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης) και CENELEC (Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτροτεχνικής Τυποποίησης), τις κοινές προδιαγραφές πιστότητας. Άρθρο 5 1. Κατά την εκτέλεση των εργασιών που αναφέρονται στο άρθρο 4, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επικουρείται από μια επιτροπή, η οποία συνίσταται στην ομάδα ανωτέρων υπαλλήλων των τηλεπικοινωνιών. Τα μέλη της επιτροπής μπορούν να βοηθούνται από εμπειρογνώμονες ή συμβούλους, ανάλογα με τη φύση του εξεταζόμενου ζητήματος. Την προεδρία της επιτροπής ασκεί ένας αντιπρόσωπος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων συμβουλεύεται την ως άνω επιτροπή σε ό,τι αφορά: α) τους ευρύτερους στόχους και τις μελλοντικές ανάγκες της πολιτικής τυποποίησης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών· β) τα προβλήματα που ανακύπτουν σχετικά με την έγκριση των εργαστηρίων δοκιμών, και ειδικότερα το σύστημα αναγνώρισης που αναφέρεται στο άρθρο 2 σημείο 8 και οποιαδήποτε αλλαγή αυτού του συστήματος κριθεί αναγκαία· γ) τις επιπτώσεις της τεχνολογικής προόδου στην εργασία, σχετικά με τις προδιαγραφές, που έχει ήδη αρχίσει και στην ανάγκη να δοθεί ενδεχομένως στη CEPT νέα ή τροποποιημένη εντολή. Κατόπιν αιτήσεως του προέδρου της ή κράτους μέλους, η ως άνω επιτροπή μπορεί να επιληφθεί οποιουδήποτε θέματος που αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. 3. Η ως άνω επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό της. 4. Τη γραμματεία της ως άνω επιτροπής αναλαμβάνει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Άρθρο 6 1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Τηλεπικοινωνιών (NET) χρησιμοποιούνται ως ισοδύναμα των κοινών προδιαγραφών πιστότητας. Οποιαδήποτε αναφορά σε ΝΕΤ δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 8, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν επιβάλλουν την εκτέλεση νέων δοκιμών για ένα δεδομένο τύπο τερματικού, εφόσον, βάσει αποτελεσμάτων δοκιμών που έχουν πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 7, έχει εκδοθεί πιστοποιητικό πιστότητας προς την αντίστοιχη κοινή προδιαγραφή πιστότητας της οποίας τα στοιχεία έχουν δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Αυτό το πιστοποιητικό πιστότητας αναγνωρίζεται για την έγκριση τύπου του συγκεκριμένου τερματικού. 3. Οι αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών οφείλουν να χρησιμοποιούν τις κοινές προδιαγραφές πιστότητας κατά τους ελέγχους που πρέπει να διενεργηθούν προκειμένου να εγκριθεί ο συγκεκριμένος τερματικός. Στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου, η διαδικασία παρέκκλισης που περιγράφεται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 μπορεί να κινηθεί και από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Άρθρο 7 1. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την αρχή ή τις αρχές που είναι αρμόδιες, σε κάθε ένα από αυτά για τη χορήγηση εγκρίσεων τύπου για τους τερματικούς εξοπλισμούς. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσιεύει τον κατάλογο των αρχών αυτών στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. 2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τον κατάλογο των εργαστηρίων που έχουν εγκρίνει ή που έχουν εγκριθεί από οργανισμούς που αναγνωρίζονται ως αρμόδιοι από τα κράτη μέλη προκειμένου να εξακριβώνουν την πιστότητα του τερματικού εξοπλισμού προς τις κοινές προδιαγραφές πιστότητας, και υποβάλλουν τακτικά έκθεση για τις δραστηριότητες των εργαστηρίων αυτών στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία. Οι κατάλογοι και οι εκθέσεις αυτές διαβιβάζονται και στην επιτροπή του άρθρου 5 προς ενημέρωση. 3. Για την εφαρμογή του άρθρου 6, το πιστοποιητικό πιστότητας, το οποίο χορηγεί το εγκεκριμένο εργαστήριο που έκανε τις δοκιμές, πρέπει να συνοδεύεται από τα στοιχεία που προέκυψαν από τις μετρήσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των δοκιμών πιστότητας, από κάθε πληροφορία που απαιτείται προκειμένου να προσδιοριστεί επακριβώς η ταυτότητα του τερματικού εξοπλισμού που υποβλήθηκε στις δοκιμές αυτές, καθώς και από την επακριβή ένδειξη της κοινής προδιαγραφής πιστότητας ή του τμήματος της προδιαγραφής αυτής που χρησίμευε ως βάση για την πραγματοποίηση των δοκιμών. 4. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών ανατρέχουν στις κοινές τηλεπικοινωνιακές προδιαγραφές όταν προβαίνουν στην προμήθεια τερματικού εξοπλισμού τον οποίο αφορούν οι προδιαγραφές αυτές, εκτός των ακολούθων περιπτώσεων: α) όταν ο εξοπλισμός αντικαθιστά εξοπλισμό που έχει συνδεθεί πριν από την έναρξη ισχύος των κοινών προδιαγραφών πιστότητας και έχει τις ίδιες τεχνικές προδιαγραφές με τον εξοπλισμό αυτό, ή όταν κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε μεταβατικής περιόδου μεταξύ δύο συστημάτων η οποία εγκρίνεται ως αναγκαία και καθορίζεται στα πλαίσια του NET, το κράτος μέλος χρειάζεται, συμπληρωματικά, περιορισμένο εξοπλισμό που να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του πρώτου συστήματος. Και στις δύο περιπτώσεις, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενημερώνεται για την παρέκκλιση αυτή καθώς και για τον αριθμό των εξοπλισμών για τους οποίους πρόκειται. Οι πληροφορίες αυτές θα δίδονται στην επιτροπή του άρθρου 5· β) όταν η προσεκτική διερεύνηση της αγοράς - περιλαμβανομένης της δημοσίευσης πρόσκλησης εκδηλώσεως ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων - καταδείξει ότι δεν υπάρχει προσφορά με οικονομικά αποδεκτούς όρους για παρόμοιο τερματικό εξοπλισμό που να ανταποκρίνεται στις κοινές προδιαγραφές πιστότητας. Στην περίπτωση αυτή, λόγω επιτακτικής ανάγκης και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, το κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόσει μέρος μόνον των χαρακτηριστικών που περιλαμβάνονται στις κοινές προδιαγραφές πιστότητας. Το κράτος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και δηλώνει ποιες αποκλίσεις από τις κοινές προδιαγραφές πιστότητας προτίθεται να επιτρέψει. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητά επειγόντως τη γνώμη της επιτροπής του άρθρου 5 και μπορεί να ζητήσει από τη CEPT (Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη των Οργανισμών Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών) να αναθεωρήσει τη συγκεκριμένη κοινή προδιαγραφή πιστότητας. Εξάλλου, η επιτροπή του άρθρου 5 θα εξετάζει τουλάχιστον ανά εξάμηνο την κατάσταση κατά τη διάρκεια εφαρμογής της παρέκκλισης αυτής. Στην περίπτωση που δεν υποβληθεί στη CEPT αίτημα αναθεώρησης, η απαλλαγή αυτή θα παύσει να ισχύει όταν άλλο κράτος μέλος υποβάλει στοιχεία στην επιτροπή του άρθρου 5 σύμφωνα με τα οποία τερματικός εξοπλισμός που ανταποκρίνεται σε αυτές τις κοινές προδιαγραφές πιστότητας έχει συνδεθεί με το δημόσιο δίκτυο τηλεπικοινωνιών του σε κανονική εμπορική βάση. Πάντως η απαλλαγή μπορεί να παραταθεί για ένα κράτος μέλος εφόσον η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, βάσει της γνώμης της επιτροπής του άρθρου 5, συμφωνεί ότι οι οικονομικές και τεχνικές συνθήκες είναι αρκετά διαφορετικές στα δύο κράτη μέλη ώστε να δικαιολογούν την παράταση αυτή. 5. Τα κράτη μέλη συνεννοούνται στα πλαίσια της επιτροπής του άρθρου 5, προκειμένου να δημιουργήσουν συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού για την εκτέλεση, σε όλα τα εγκεκριμένα εργαστήρια, της ίδιας σειράς δοκιμών πιστότητας. Άρθρο 8 1. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αναστείλει την αναγνώριση πιστοποιητικού πιστότητας που έχει χορηγηθεί για την έγκριση τύπου έπειτα από εξέταση της κοινής προδιαγραφής πιστότητας και του αποτελέσματος των δοκιμών: α) εάν διαπιστώσει χάσματα στην εφαρμογή της κοινής προδιαγραφής πιστότητας· β) εάν διαπιστώσει ότι αυτή καθαυτή η κοινή προδιαγραφή πιστότητας δεν ανταποκρίνεται στις θεμελιώδεις απαιτήσεις που θεωρείται ότι καλύπτει. Αν γίνει χρήση αυτής της δυνατότητας, το κράτος μέλος ενημερώνει τότε αμέσως την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τα άλλα κράτη μέλη διευκρινίζοντας τους λόγους που δικαιολογούν την απόφασή του. 2. Όταν η απόφαση του κράτους μέλους αφορά την ασφάλεια των χρήστων τερματικού εξοπλισμού έναντι του ηλεκτρισμού, εφαρμόζονται οι διαδικασίες που προβλέπει το άρθρο 9 της οδηγίας 73/23/ΕΟΚ. 3. Αν οι λόγοι που προβάλλονται για την απόφαση του κράτους μέλους είναι οι λόγοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρχίζει διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων εβδομάδων, η Επιτροπή ζητά τη γνώμη ενός από τα εγκεκριμένα εργαστήρια που έχουν ανακοινωθεί δυνάμει του άρθρου 7, η έδρα του οποίου ευρίσκεται εκτός του εδάφους των ενδιαφερομένων κρατών μελών. Η Επιτροπή γνωστοποιεί τη γνώμη του εργαστηρίου αυτού σε όλα τα κράτη μέλη, τα οποία μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις μέσα σε προθεσμία ενός μηνός. Αφού λάβει γνώση των εδεχομένων αυτών παρατηρήσεων, η Επιτροπή διατυπώνει αναλόγως τις απαιτούμενες συστάσεις ή γνώμες. Εάν, για τη διαμόρφωση της γνώμης του, το σχετικό εργαστήριο προβεί σε δαπάνες - οι οποίες μπορούν, ενδεχομένως, να καλύπτουν συμπληρωματικές δοκιμές - η Επιτροπή επιβαρύνεται με τις δαπάνες αυτές εφόσον της υποβληθούν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Πάντως, εάν η γνώμη αυτή έχει ως αποτέλεσμα να μη διατηρηθεί η απόφαση αναστολής της αναγνώρισης πιστοποιητικού πιστότητας, το κράτος μέλος που έλαβε την απόφαση αυτή επιστρέφει τις δαπάνες στην Επιτροπή, κατά τον τρόπο που θα αποτελέσει κατά τη στιγμή εκείνη αντικείμενο διαπραγματεύσεων με αυτήν. 4. Αν οι λόγοι που προβάλλονται για την απόφαση του κράτους μέλους είναι οι λόγοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων παραπέμπει την υπόθεση στην επιτροπή του άρθρου 5, η οποία γνωμοδοτεί με επείγουσα διαδικασία. Με βάση τη γνώμη αυτή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποσύρει ή όχι το εν λόγω κοινό πρότυπο από τον κατάλογο που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ενημερώνει τη CEPT και μπορεί να της αναθέσει νέα εντολή. 5. Όταν ένα κράτος μέλος κρίνει ότι ένας ήδη εγκεκριμένος τερματικός εξοπλισμός δεν ικανοποιεί μία ή περισσότερες από τις θεμελιώδεις απαιτήσεις, μπορεί να κηρύξει άκυρη την έγκριση τύπου που είχε χορηγήσει και να εφαρμόσει αμέσως, στην περίπτωση αυτή, τις διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Άρθρο 9 Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξετάζει τις λεπτομέρειες του δεύτερου σταδίου της πραγματοποίησης μιας χωρίς εσωτερικά σύνορα αγοράς τερματικών τηλεπικοινωνιακών εξοπλισμών, το οποίο θα αφορά κυρίως εφαρμογή της αμοιβαίας αναγνώρισης των εγκρίσεων των τερματικών εξοπλισμών. Υποβάλλει σχετικές προτάσεις στο Συμβούλιο εντός δύο ετών από τη θέση σ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Άρθρο 10 Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 83/189/ΕΟΚ. Άρθρο 11 1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα μέτρα που είναι αναγκαία για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο εντός έτους από τη θέσπιση της οδηγίας και ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά. 2. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία. Άρθρο 12 Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη. Βρυξέλλες, 24 Ιουλίου 1986. Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος A. CLARK (1) ΕΕ αριθ. C 36 της 17. 2. 1986, σ. 55. (2) ΕΕ αριθ. C 303 της 25. 11. 1985, σ. 2. (3) ΕΕ αριθ. L 77 της 26. 3. 1973, σ. 29. (4) ΕΕ αριθ. L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8.