EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31982D0896

82/896/EOK: Απόφαση της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 1982 σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης EOK (IV/29. 883 UGAL/BNIC) (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

ΕΕ L 379 της 31.12.1982, p. 1–18 (DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/1982/896(2)/oj

31982D0896

82/896/EOK: Απόφαση της Επιτροπής της 15ης Δεκεμβρίου 1982 σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης EOK (IV/29. 883 UGAL/BNIC) (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 379 της 31/12/1982 σ. 0001 - 0018


ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 15ης Δεκεμβρίου 1982 σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ (IV/29.883 - UGAL/BNIC) (Το κείμενο στη γαλλική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 85,

τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχωρήσεως της Ελλάδας, και ιδίως το άρθρο 3,

την αίτηση που υποβλήθηκε στην Επιτροπή τις 11 Ιουνίου 1979, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού αριθ. 17, από το Σύνδεσμο των Ενώσεων Αγοράς Τροφίμων, στις Βρυξέλλες,

την απόφαση της Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 1982 περί ενάρξεως της σχετικής διαδικασίας,

Αφού έδωσε στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν την άποψή τους, όσον αφορά τις αιτιάσεις που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 και τις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 99/63/ΕΟΚ της Επιτροπής της 25ης Ιουλίου 1963 περί των ακροάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου (2),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων,

Εκτιμώντας ότι:

I. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ Α. Το προϊόν (1) Το κονιάκ είναι απόσταγμα οίνου που παράγεται στην περιοχή Cognac (Γαλλία), τα όρια της οποίας ορίζονται με διάταγμα της 1ης Μαΐου 1909. Τα αποστάγματα που προέρχονται από τη περιοχή αυτή δικαιούνται να φέρουν την ονομασία προελεύσεως "cognac" στο βαθμό που τηρούνται οι διατάξεις του νόμου που αφορούν τις ποικιλίες των αμπέλων που πρέπει να χρησιμοποιούνται, καθώς και οι κανόνες σχετικά με την οινοποίηση, την απόσταξη, την παλαίωση και την εμπορία. Η παλαίωση πρέπει να γίνεται αποκλειστικά σε αποθήκη τύπου "jaune d'or", πράγμα που παρέχει το δικαίωμα κτήσεως τίτλων διακινήσεως (acquit et conge) "jaune d'or", που ορίζονται με το νόμο της 4ης Αυγούστου 1929.

Κατά το 1981 οι πωλήσεις κονιάκ ανήλθαν σε 470 000 περίπου εκατόλιτρα καθαρού οινοπνεύματος, εκ των οποίων το 88 % πουλήθηκε σε φιάλες και το 12 % από βαρέλι. Από τις συνολικές αυτές πωλήσεις το 20 % περίπου πραγματοποιήθηκε στη Γαλλία και το 80 % εκτός Γαλλίας.

Η κατανομή των πωλήσεων κατά το 1981 ανάλογα με τις διαφορετικές χώρες της κοινής αγοράς παρατίθεται λεπτομερώς στο παράρτημα I. Από τον πίνακα αυτόν προκύπτει ότι οι πωλήσεις στην κοινή αγορά αντιπροσωπεύουν το 52 % περίπου των συνολικών πωλήσεων κονιάκ- όσον αφορά τις πωλήσεις εκτός της Γαλλίας, οι εξαγωγές προς τα εννέα Κράτη μέλη της κοινής αγοράς αντιστοιχούσαν κατά το 1981 στο 40 % των συνολικών εξαγωγών (σε ποσότητα).

Β. Το Εθνικό Διεπαγγελματικό Γραφείο Κονιάκ Το Εθνικό Διεπαγγελματικό Γραφείο Κονιάκ, που στο εξής αποκαλείται BNIC, δημιουργήθηκε με την υπουργική απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 1941 περί συστάσεως γραφείου κατανομής των οίνων και αποσταγμάτων κονιάκ (3). Η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με πολυάριθμες μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες ορίστηκαν οι αρμοδιότητες και η σύνθεση του BNIC. Ο τρόπος λειτουργίας του BNIC προσδιορίζεται στον εσωτερικό κανονισμό του γραφείου αυτού, που έχει εγκριθεί με την απόφαση της 2ας Αυγούστου 1978.

(3) Η αποστολή του BNIC όπως προκύπτει από την απόφαση της 9ης Ιουλίου 1946 (4), συνίσταται στη μελέτη και προπαρασκευή όλων των κανονισμών που αφορούν την κτήση, απόσταξη, εμπορία, αποθήκευση και πώληση οίνων και αποσταγμάτων που παράγονται στην περιοχή που οριοθετείται με το διάταγμα της 1ης Μαΐου 1909.

Το BNIC μπορεί εξάλλου:

1. να υπαγορεύει όλες τις ανακοινώσεις που αφορούν τις ποσότητες που παράγονται ή υπάρχουν και, γενικότερα, τη διοχέτευση κάθε πληροφορίας οικονομικής φύσεως που κρίνει πρόσφορη-

2. να φροντίζει για την αυστηρή τήρηση των τοπικών παραδοσιακών σταθερών, τόσο κατά την παραγωγή όσο και κατά την εμπορία του κονιάκ-

3. να ελέγχει την ποσότητα των αποσταγμάτων που παράγονται ή προσφέρονται προς πώληση τόσο από τους παραγωγούς της ορισμένης περιοχής όσο και από το εμπόριο-

4. να μελετά και να προάγει επί τεχνικού επιπέδου όλα τα μέτρα που είναι δυνατόν να συμβάλουν στη βελτίωση των όρων παραγωγής και πωλήσεως του κονιάκ.

Το BNIC είναι ιδίως επιφορτισμένο με τη λογιστική μέτρηση και τον έλεγχο των ηλικών, καθώς και τη χορήγηση των πιστοποιητικών προελεύσεως.

(4) Η σύνθεση του BNIC που προβλέπεται από την απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 1981 (5), είναι η ακόλουθη:

1. τέσσερις προσωπικότητες, δύο εκ των οποίων εκπροσωπούν την οινοκαλλιέργεια και δύο το εμπόριο (6) της περιοχής που οριοθετείται με το διάταγμα της 1ης Μαΐου 1909, οι οποίοι διορίζονται από τον Υπουργό Γεωργίας-

2. δώδεκα αντιπρόσωποι των αμπελοκαλλιεργητών, δύο αντιπρόσωποι των συνεταιρισμών αποστάξεως, έντεκα αντιπρόσωποι των εμπόρων κονιάκ και δέκα άλλοι αντιπρόσωποι που εκπροσωπούν τους παραγωγούς του pineau des Charente, τους εμπόρους του Pineau, τη συνδικαλιστική οργάνωση των επαγγελματιών αποσταγματοποιών, το συνδικάτο των αλκοολωμένων οίνων, το συνδικάτο των χονδρεμπόρων κονιάκ, τους μεσίτες, τα στελέχη και τους τεχνίτες, τους εργάτες αποθηκών, τους ειδικευμένους και ανειδίκευτους εργάτες αμπελουργίας (οι πέντε τελευταίοι διαθέτουν μία μόνο συμβουλευτική ψήφο κατά τις συζητήσεις). Οι αντιπρόσωποι αυτοί διορίζονται από τον Υπουργό Γεωργίας κατόπιν υποβολής πινάκων από τις οικείες επαγγελματικές οργανώσεις.

Οι εργασίες του γραφείου προεδρεύονται από γενικό αγρονόμο μηχανικό που διορίζεται από τον Υπουργό Γεωργίας. Τη διεκπεραίωση των τρεχουσών υποθέσεων του γραφείου έχει αναλάβει μόνιμη ολιγομελής επιτροπή που περιλαμβάνει τον πρόεδρο και οκτώ μέλη του γραφείου - τέσσερις αμπελοκαλλιεργητές και τέσσερις εμπόρους.

Τις διασκέψεις του γραφείου και της μόνιμης επιτροπής παρακολουθεί επίτροπος της κυβέρνησης, που ορίζεται από τον Υπουργό Γεωργίας- ο επίτροπος αυτός έχει τη δυνατότητα είτε να συναινεί στις αποφάσεις που λαμβάνονται είτε να τις υποβάλλει προς έγκριση του υπουργού.

Τις διασκέψεις του γραφείου παρακολουθούν εξάλλου υπάλληλοι των γεωργικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών έμμεσων φόρων οι οποίοι δύνανται να λαμβάνουν μέρος στις συζητήσεις διαθέτοντας συμβουλευτική ψήφο.

(5) Στη δικαιοδοσία του BNIC υπάγονται 48 300 αμπελοκαλλιεργητές, εκ των οποίων 30 400 παράγουν λευκούς αποστάξιμους οίνους, 205 οινοπνευματοποιοί, 215 έμποροι και 16 συνεταιρισμοί. Από αυτούς, ανήκουν σε επαγγελματικές οργανώσεις που είναι μέλη του BNIC 27 900 αμπελοκαλλιεργητές, 168 οινοπνευματοποιοί, 68 έμποροι και 16 συνεταιρισμοί (στοιχεία του 1979).

Γ. Ο Σύνδεσμος των Ενώσεων Αγοράς Τροφίμων (6) Ο Σύνδεσμος των Ενώσεων Αγοράς Τροφίμων, που στο εξής αποκαλείται "UGAL", είναι ένωση προσώπων χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, με έδρα τις Βρυξέλλες, που αποτελεί "την κεντρική οργάνωση των ενώσεων των αγοραστών που έχουν συσταθεί νομίμως σύμφωνα με τους νόμους και τις επικρατούσες στις χώρες καταγωγής τους συνήθειες και που αποτελούνται, ανάλογα με το επίπεδο του κλάδου του χονδρικού εμπορίου, από ανεξάρτητους λιανοπωλητές ειδών διατροφής καθώς και από τις ενώσεις τους". Η UGAL έχει ιδίως σαν στόχο να εκπροσωπεί τα επαγγελματικά συμφέροντα των μελών της στους διεθνείς οργανισμούς, και ιδίως στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

Δ. Το οικονομικό πλαίσιο (7) Το BNIC διευκρίνισε ότι οι δέκα κυριότερες εταιρείες παραγωγής κονιάκ παρήγαγαν τα του συνολικού κύκλου εργασιών του προϊόντος αυτού. Πάντως, κατά το γραφείο, "ο ανταγωνισμός που υφίσταται μεταξύ των εταιρειών αυτών δεν θίγει τους όρους του εμπορικού ανταγωνισμού, όπως προκύπτει από τη στενότητα των περιθωρίων και το ισχνό ποσό μετά τους φόρους, έναντι των σημαντικών επενδύσεων που απαιτούνται για την αποθήκευση και την παλαίωση ενός τόσο ονομαστού προϊόντος όπως είναι το κονιάκ".

(8) Σύμφωνα με τις πληροφορίες που κοινοποίησε το BNIC "μετά την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης των ετών 1973-1976 (...), η περιοχή του Cognac χαρακτηρίστηκε (και εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται) από ανισοζύγιο μεταξύ του δυναμικού παραγωγής (που είχε ήδη αυξηθεί για να αντιμετωπισθούν οι ανάγκες εξαγωγής), καθώς και από άνοδο των πωλήσεων από επίπεδο ακρωτηριασμένο κατά 25 % από τις οικονομικές και χρηματικές δυσχέρειες που επηρεάζουν τις διεθνείς σχέσεις". Από την κατάσταστη αυτή προέκυψε η πολύ σημαντική αύξηση των αποθεμάτων (βλέπε παράρτημα II), η σημασία των οποίων "εξακολουθεί ακόμα να βαρύνει για την οικονομία της περιοχής". Εξάλλου, από το 1975, άρχισαν να ισχύουν νομοθετικές ρυθμίσεις για τη μείωση των δυνατοτήτων παραγωγής και εμπορίας και για τη διάθεση ορισμένων από τις πλεονάζουσες ποσότητες μέσω εναλλακτικών οδών: αλκοολωμένοι οίνοι, κρατικό οινοπνευματοποιείο, πόσιμα προϊόντα και λοιπά. Πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση των αποθεμάτων των μικρών αποσταγματοποιών ήταν ιδιαίτερα έντονη για τα εξαιρετικής εσοδείας (CRUS) αποστάγματα τα λιγότερο ακριβά, τα διατηρούμενα σε καλής, μέσης και κοινής ποιότητας ξύλου βαρέλια (βλέπε παράρτημα III).

(9) Εξάλλου, κατά το BNIC, "αφού το απόθεμα ήταν προς στιγμή δυσανάλογο, σε σχέση με τις άμεσες ανάγκες, και τα χρηματικά έξοδα δεν έπαυαν να αυξάνονται, κρίθηκε απαραίτητο, προκειμένου να διατηρηθεί η παραδοσιακή ποιότητα του κονιάκ καθώς και η εικόνα του σαν ονομαστού προϊόντος, να καθιερωθεί όριο τιμής κάτω από την οποία να τεκμαίρεται ότι η ποιότητα (που παρέχει δικαίωμα στην ονομασία προελεύσεως) δεν είναι δυνατόν να τηρείται".

(10) Το BNIC υπογραμμίζει επιπλέον τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό τον οποίο υφίσταται το κονιάκ, και στην έκθεσή του για την κατάσταση και την εξέλιξη της αγοράς του κονιάκ κατά τη διάρκεια της περιόδου 1978/79 τονίζει ιδίως, όσον αφορά το Ηνωμένο Βασίλειο, ότι "ο ανταγωνισμός που ασκείται από τα κανονικά μπράντυ, οι τιμές των οποίων είναι συχνά κατώτερες κατά 2 και περισσότερες λίρες Αγγλίας ανά φιάλη από αυτές των κονιάκ της τρέχουσας ποιότητας"- όσον αφορά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας επισημαίνει ότι "οι τιμές που εφαρμόζονται (...) αποτελούν (...) τροχοπέδη στην αύξηση των πωλήσεων (...). Ενώ τα Weinbrands δεν φτάνουν τα 20 γερμανικά μάρκα ανά φιάλη στα ειδικευμένα καταστήματα και παραμένουν πάντοτε κάτω από 15 γερμανικά μάρκα στα μεγάλα καταστήματα - τα ξένα μπράντυ γνωστής μάρκας είναι λίγο ακριβότερα - οι τιμές του κονιάκ ποικίλλουν από 20 έως 25 γερμανικά μάρκα ανάλογα με το είδος του κέντρου διανομής για τις τρέχουσες ποιότητες και για τους τύπους VSOP ή τους παρόμοιους τύπους, προσεγγίζουν τα 30 γερμανικά μάρκα ανά φιάλη (...). Κατά συνέπεια υπάρχει περισσότερο από ποτέ η ανάγκη να εξετασθούν διεξοδικά οι τιμές που εφαρμόζονται, προκειμένου το κονιάκ να μπορέσει να αντιμετωπίσει τον εξαιρετικά σκληρό ανταγωνισμό που χαρακτηρίζει τη γερμανική αγορά, η σημασία της οποίας μεταξύ των πλέον σημαντικών αγορών για την οριοθετημένη περιοχή του κονιάκ είναι προφανής".

Ε. Μέτρα καθορισμού των τιμών (11) Μέτρα για τον καθορισμό των τιμών έχουν ληφθεί από τη μια πλευρά, όσον αφορά τους οίνους αποστάξεως και τα νέα καθώς και τα παλαιότερα αποστάγματα που παρέχουν δικαίωμα για την ονομασία ελεγχόμενης προελεύσεως "Cognac", για τις αγορές των μελών της οικογένειας του εμπορίου από τα μέλη της οικογένειας των αμπελοκαλλιεργητών, και από την άλλη πλευρά για τις πωλήσεις κονιάκ στην κατανάλωση (τιμές καταναλώσεως).

1. Καθορισμός των τιμών αγοράς για την οικογένεια του εμπορίου (12) Για τις συναλλαγές μεταξύ των οικογενειών του εμπορίου και της αμπελοκαλλιέργειας, από τη συγκομιδή του 1957, οι τιμές καθορίζονται ανά περίοδο εμπορίας μέσω διεπαγγελματικής συμφωνίας, την οποία διαπραγματεύονται μεταξύ τους οι οικογένειες της αμπελοκαλλιέργειας και του εμπορίου. Μέχρι το 1978 επρόκειτο για συμφωνίες καθαρά συμβατικές, χωρίς κύρωση δημοσίας τάξεως, αλλά που, κατά το BNIC τηρούνταν κατά κανόνα από τους ενδιαφερόμενους επαγγελματίες.

(13) Από το 1978, οι τιμές αγοράς έχουν καθορισθεί με τις διεπαγγελματικές συμφωνίες που αναφέρονται στα σημεία 18 έως 20 κατωτέρω.

(14) Οι προηγούμενες διατάξεις, που καθορίζουν τις τιμές αγοράς για τις συναλλαγές μεταξύ της οικογένειας του εμπορίου και της οικογένειας της αμπελοκαλλιέργειας δεν αποτελούν αντικείμενο της προσφυγής της UGAL και δεν εξετάζονται κατά την παρούσα διαδικασία.

2. Καθορισμός των τιμών εμπορίας (15) Για τις πωλήσεις κονιάκ στην κατανάλωση, το BNIC επισήμανε ότι οι ελάχιστες τιμές καθορίζονταν από το δημόσιο για τις εξαγωγές του κονιάκ, ιδίως από το 1945, κατόπιν προηγουμένης ειδοποιήσεως προς τους εξαγωγείς. Οι διατάξεις αυτές έχουν περιπέσει σε αχρηστία από το 1967, διότι μέχρι το 1973/74 η ζήτηση ήταν σαφώς μεγαλύτερη από την προσφορά. Στη συνέχεια, αυτές οι ελάχιστες τιμές καθορίστηκαν πάλι το 1976 με απόφαση του επιτρόπου της κυβερνήσεως και, από την περίοδο εμπορίας 1978/79, από διεπαγγελματικές συμφωνίες.

(16) Στις 9 Απριλίου 1976, με απόφαση του επιτρόπου της κυβερνήσεως που μετέχει στο BNIC καθορίστηκαν οι ελάχιστες τιμές για τις πωλήσεις κονιάκ τόσο σε βαρέλια όσο και σε φιάλες. Βάσει της απόφασης αυτής, στόχος του μέτρου είναι "η διατήρηση της παραδοσιακής ποιότητας του κονιάκ, η εγγύηση προς τον καταναλωτή ποιότητας που να ανταποκρίνεται στην αξία του αγοραζόμενου προϊόντος και η αποφυγή κάθε προσπάθειας για την τεχνητή μείωση των τιμών". Οι ελάχιστες τιμές ορίζονται σε συνάρτηση με τον υπολογισμό της ηλικίας. Ως εκ τούτου οι χαμηλότερες τιμές ορίζονται ως ακολούθως για τις αποστολές σύμφωνα με τον υπολογισμό 2 (δηλαδή, το μίνιμουμ της παλαίωσης των εμπορεύσιμων κονιάκ: δυόμισι χρόνια):

- κονιάκ σε φιάλες: 3 750 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για το κονιάκ που είναι πλήρως συσκευασμένο για λιανική πώληση,

- κονιάκ σε βαρέλια: 3 095 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος, περιλαμβανομένης ενδεχομένως και της προμήθειας των αντίστοιχων ετικετών.

Οι τιμές αυτές είναι εκτός φόρων και δασμών, απαλλαγμένες από οποιαδήποτε δικαιώματα ή εκπτώσεις, υπό όρους fob, "ελεύθερο στα σύνορα" ή "ελεύθερο στην αναχώρηση". Η απόφαση δεν προσδιορίζει χρονικό όριο ισχύος για τις ελάχιστες αυτές τιμές. Ο ρόλος του ελέγχου των τιμών ανατίθεται στο BNIC σε συνεργασία με τη δημόσια διοίκηση.

(17) Προβλέπεται εξάλλου ότι "κάθε αποστολέας που δεν συμμορφώνεται με τις παραπάνω διατάξεις (ανεξάρτητα από τα μέτρα που προβλέπονται στον κανονισμό και που δύνανται να φθάσουν μέχρι την κατάργηση των αδειών πωλήσεως και, κατά συνέπεια, των τίτλων διακινήσεως) είναι υποχρεωμένος, πριν από κάθε αποστολή, να ζητήσει τη διενέργεια δειγματοληψίας από την διεπαγγελματική υπηρεσία ελέγχου. Η αποστολή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά τη δοκιμή και τη σύμφωνη γνώμη της επιτροπής ποιότητας που έχει συσταθεί με το άρθρο 13 της αποφάσεως της 25ης Φεβρουαρίου 1954".

(18) Για την περίοδο 1978/79, η διεπαγγελματική συμφωνία σχετικά με τις τιμές των λευκών αποστάξιμων οίνων και των αποσταγμάτων κονιάκ, που συνήφθη στο πλαίσιο του BNIC και που κυρώθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1978 από τις επαγγελματικές οικογένειες που είναι μέλη του BNIC δεν όρισε ελάχιστη τιμή εμπορίας του κονιάκ. Η καταγγελία της UGAL αφορά άμεσα τις διατάξεις τις σχετικές με την εν λόγω ελάχιστη τιμή. Αυτή η συμφωνία αποτέλεσε το αντικείμενο διυπουργικής αποφάσεως περί γενικεύσεως της συμφωνίας, την 1η Φεβρουαρίου 1979. Βάσει της αποφάσεως αυτής, η ισχύς των διατάξεων της εν λόγω συμφωνίας "επεκτείνεται στους αμπελοκαλλιεργητές, στα συνεταιριστικά οινοποιεία, στους επαγγελματίες οινοπνευματοποιούς και χονδρέμπορους που παράγουν στην οριοθετημένη από το διάταγμα της 1ης Μαΐου 1909 περιοχή ή εμπορεύονται, εντός της ίδιας περιοχής ή από την περιοχή αυτή, ή από αποθήκες "jaune d'or" που είναι εγκατεστημένες εκτός της περιοχής αυτής, λευκούς οίνους που προορίζονται για την παραγωγή αποσταγμάτων ή αποστάγματα που φέρουν την ονομασία της ελεγχόμενης προελεύσεως".

(19) Η απόφαση αυτή βασίζεται στις διατάξεις του νόμου αριθ. 75-600 της 10ης Ιουλίου 1975 σχετικά με την επαγγελματική γεωργική οργάνωση(7), όπως συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε από το νόμο αριθ. 80-502 της 4ης Ιουλίου 1980. Το άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζει ιδίως ότι:

"Η ισχύς των συμφωνιών που συνάπτονται στο πλαίσιο αναγνωρισμένης διεπαγγελματικής οργανώσεως δύναται να γενικεύεται, για ορισμένο χρόνο, εν όλω ή εν μέρει, από την αρμόδια διοικητική αρχή, όταν, με συμβάσεις-τύπους, συμβάσεις εμπορίας και με τη θέσπιση κοινών μέτρων που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον και συμβιβάζονται με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, τείνουν ιδίως στη βελτίωση:

- της γνώσεως της προσφοράς και της ζητήσεως,

- της προσαρμογής και της εξασφάλισης του κανονικού ρυθμού της προσφοράς,

- της εφαρμογής, υπό κρατικό έλεγχο, των κανόνων της τοποθετήσεως στην αγορά, των τιμών και των όρων πληρωμής,

- της ποιότητας των προϊόντων,

- των διεπαγγελματικών σχέσεων στον οικείο τομέα (...)."

Το ίδιο άρθρο διευκρινίζει ότι "εάν αποφασιστεί η γενίκευση της ισχύος της συμφωνίας, τα μέτρα (...) που θεσπίζονται από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις (είτε με ομόφωνη απόφαση είτε κατόπιν διαιτησίας) είναι υποχρεωτικά, στο δεδομένο γεωγραφικό πλαίσιο, για όλα τα μέλη των επαγγελματιών που απαρτίζουν την οργάνωση αυτή".

Το άρθρο 4 του νόμου προσδιορίζει τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση μη τηρήσεως των γενικευμένων με τον τρόπο αυτό συμφωνιών:

- οι συμβάσεις προμήθειας προϊόντων που συνάπτονται μεταξύ προσώπων που διέπονται από τη γενικευμένη συμφωνία και οι οποίες δεν είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της συμφωνίας αυτής είναι αυτοδικαίως άκυρες-

- σε περίπτωση παραβάσεως των κανόνων που απορρέουν από τις γενικευμένες συμφωνίες, ο δικαστής μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της διεπαγγελματικής οργανώσεως, να της επιδικάσει ορισμένο ποσό για την αποκατάσταση της ζημίας-

- εάν η αυτοδικαίως άκυρη σύμβαση προμήθειας αφορά προϊόν η κυκλοφορία του οποίου συνοδεύεται από τίτλους διακινήσεως, η αρμόδια διοικητική αρχή θα μπορεί, κατόπιν προτάσεως της ενδιαφερόμενης διεπαγγελματικής οργανώσεως, να αναστείλει την παράδοση των προϊόντων αυτών.

(20) Η διεπαγγελματική συμφωνία σχετικά με τις τιμές των αποστάξιμων λευκών οίνων και των αποσταγμάτων κονιάκ, για την περίοδο εμπορίας 1979/80, που κυρώθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1979 από τις επαγγελματικές οικογένειες που είναι μέλη του BNIC, γενικεύτηκε, με απόφαση της 2ας Ιανουαρίου 1980, που επαναλαμβάνει τους όρους της προαναφερθείσας απόφασης της 1ης Φεβρουαρίου 1979. Στις 7 Νοεμβρίου 1980 κυρώθηκε παρόμοια συμφωνία για την περίοδο εμπορίας 1980/81 και γενικεύτηκε με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1980 (8). Για την περίοδο εμπορίας 1981/82, η διεπαγγελματική συμφωνία κυρώθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1981 και γενικεύτηκε με απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1981(9)

(21) Το άρθρο 1 της συμφωνίας, το οποίο φέρει τον τίτλο "Πεδίο εφαρμογής" προβλέπει ότι τα άρθρα 7 και 8 αφορούν τις πωλήσεις κονιάκ. Το άρθρο 7 με τον τίτλο "Ελάχιστες τιμές πωλήσεως που εγγυώνται ένα ελάχιστο όριο ποιότητας του κονιάκ" ορίζει ότι:

"Προκειμένου να επιτευχθεί η διατήρηση της παραδοσιακής ποιότητας του κονιάκ και η εξασφάλιση του καταναλωτή εναντίον κάθε τεχνητής μείωσης των τιμών εις βάρος των ειδοποιών χαρακτηριστικών του προϊόντος, καθορίζεται ελάχιστη τιμή εμπορίας που ορίζεται ως ακολούθως από την 1η Φεβρουαρίου ως τις 31 Δεκεμβρίου 1979:

1. κονιάκ σε κιβώτια: 12 γαλλικά φράγκα ανά φιάλη των 70 κυβικών εκατοστών των 40 βαθμών, πλήρως συσκευασμένο για πώληση στην κατανάλωση- (...)

2. Κονιάκ σε βαρέλια: 3 500 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος, χωρίς συσκευασία, αλλά που περιλαμβάνει την ενδεχόμενη προμήθεια των αντίστοιχων ετικετών.

Για το κονιάκ σε βαρέλια και σε φιάλες επιτρέπεται εντός ορίου 10 % μείωση που καλύπτει όλες τις μορφές προμηθειών, προεξοφλήσεων ή εκπτώσεων. Η ελάχιστη καθαρή τιμή είναι απαλλαγμένη από φόρους και δασμούς, υπό όρους fob ή "ελεύθερο στα σύνορα". Σε περίπτωση πωλήσεων με τιμή συμφωνημένη στην αναχώρηση, επιτρέπεται μείωση από 0,40 γαλλικά φράγκα κατά μέγιστο όριο ανά φιάλη, για τις πωλήσεις σε κιβώτια, και από 55 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για τις πωλήσεις χύμα.

Οι ελάχιστες τιμές κονιάκ κατά την αναχώρηση, απαλλαγμένες από κάθε προμήθειες ή οποιεσδήποτε εκπτώσεις ορίζονται κατά συνέπεια σε 10,40 γαλλικά φράγκα ανά φιάλη (δηλαδή 3 714 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος) και σε 3 095 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για τις πωλήσεις σε βαρέλια. Το άρθρο 8 προβλέπει ότι "ο έλεγχος των τιμών πωλήσεως διενεργείται από το εθνικό διεπαγγελματικό γραφείο κονιάκ:

- για τις εξαγωγές: βάσει των δηλώσεων στο τελωνείο (...),

- για τις πωλήσεις στην εσωτερική αγορά: με την υποχρεωτική αναγραφή επί των δελτίων πωλήσεως της τιμής που αναγράφεται στο τιμολόγιο καθώς και στα μηνιαία δελτία αποστολής βάσει αδείας ελεύθερης κυκλοφορίας, που αποστέλλονται στο Εθνικό Διεπαγγελματικό Γραφείο Κονιάκ από αυτούς για τους οποίους ισχύει η συμφωνία".

Στο ίδιο άρθρο ορίζεται ότι οι παραβάσεις υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 4 του νόμου της 10ης Ιουλίου 1975, οι οποίες εφαρμόζονται σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του BNIC και οι οποίες δύνανται ιδίως να προβλέπουν την αναστολή της χορηγήσεως τίτλων διακινήσεως.

(22) Για την περίοδο εμπορίας 1979/80, η διεπαγγελματική συμφωνία της 18ης Οκτωβρίου 1979 περιλαμβάνει διατάξεις που είναι ταυτόσημες με αυτές της συμφωνίας της 12ης Δεκεμβρίου 1978- το άρθρο 7 ορίζει τις ακόλουθες ελάχιστες τιμές εμπορίας που εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 1980 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1980:

- κονιάκ σε κιβώτια: 13,50 γαλλικά φράγκα ανά φιάλη,

- κονιάκ σε βαρέλια: 4 000 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος.

Με την αφαίρεση της μέγιστης δυνατής μείωσης κατά 10 % για την κάλυψη των διαφόρων εκπτώσεων και την υποτίμηση της αξίας κατά 0,40 γαλλικά φράγκα ανά φιάλη, ή κατά 55 γαλλικά φράγκα ανα εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος, σε περιπτώση πωλήσεως κονιάκ που συμφωνείται με τιμή κατά την αναχώρηση, προκύπει σαν ελάχιστη τιμή ανά φιάλη 11,75 γαλλικά φράγκα (δηλαδή 4 196 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος) και 3 545 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για τις πωλήσεις σε βαρέλια.

(23) Η Επιτροπή, με επιστολή της από τις 4 Σεπτεμβρίου 1979, είχε ζητήσει από το BNIC να της γνωστοποιήσει τις νέες τιμές που θα άρχιζαν να ισχύουν από την 1η Σεπτεμβρίου 1979 για τους οίνους αποστάξεως, από την 1η Οκτωβρίου 1979 για τα αποστάγματα, και από την 1η Ιανουαρίου 1980 για το κονιάκ (τιμές εμπορίου). Το BNIC απάντησε στις 20 Νοεμβρίου 1979: "Το διεπαγγελματικό γραφείο έχει προετοιμάσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής και τα επίπεδα των τιμών της προσεχούς συμφωνίας. Τα ανοίγματα των τιμών δεν έχουν αποφασισθεί ακόμη".

Εξάλλου, το BNIC είχε γνωστοποιήσει τα ανοίγματα διακυμάνσεως για τους λευκούς οίνους και τα αποστάγματα, παρουσιάζοντάς τα σαν "πρόταση της γενικής συνελεύσεως της 18ης Οκτωβρίου 1979". Σε απάντηση της επιστολής με την οποία εζητείτο από το γραφείο η αιτιολόγηση της απαντήσεως αυτής, ενώ οι εν λόγω τιμές είχαν στην πραγματικότητα καθορισθεί από την ολομέλεια του BNIC στις 18 Οκτωβρίου 1979, το BNIC με επιστολή του στις 26 Ιανουαρίου 1980, γνωστοποίησε τα ακόλουθα:

"Πράγματι, η ολομέλεια της 18ης Οκτωβρίου 1979 συνεφώνησε για τις λεπτομέρειες εφαρμογής συμφωνίας τιμών που, την εποχή εκείνη είχε μόνο συμβατική αξία και, κατά συνέπεια, δεν συνοδευόταν από καμία κύρωση δημοσίας τάξεως. Έκτοτε η συμφωνία αυτή ενεκρίθη με υπουργική απόφαση της 2ας Ιανουαρίου 1980. Για τους ίδιους λόγους η τιμή εμπορίας του κονιάκ, για την οποία κατά την ίδια σύνοδο είχε επιτευχθεί συμφωνία, δεν είχε ποτέ δημοσιευθεί εκ μέρους μας προτού γενικευθεί από την παραπάνω αναφερόμενη απόφαση."

(24) Για την περίοδο εμπορίας 1980/81, η παραπάνω αναφερόμενη συμφωνία της 7ης Νοεμβρίου 1980 ορίζει στο άρθρο 8 τις ακόλουθες ελάχιστες τιμές, για τις αποστολές που διενεργούνται μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1981 και της 31ης Δεκεμβρίου 1981:

- κονιάκ σε κιβώτια: τιμή εκατολίτρου καθαρού οινοπνεύματος πλήρως συσκευασμένου σε φιάλες των 70 κυβικών εκατοστών με αλκοολικό τίτλο 40 % κατ' όγκο για την πώληση στην κατανάλωση:

- υπολογισμοί 2 και 3: 5 034 γαλλικά φράγκα,

- υπολογισμοί 4 και 5: 5 893 γαλλικά φράγκα,

- λογαριασμός 6: 6 429 γαλλικά φράγκα-

- κονιάκ σε βαρέλια: τιμή εκατολίτρου καθαρού οινοπνεύματος μη συσκευασμένου στην οποία περιλαμβάνεται η ενδεχόμενη προμήθεια των αντίστοιχων ετικετών:

- λογαριασμοί 2 και 3: 4 400 γαλλικά φράγκα,

- λογαριασμοί 4 και 5: 4 840 γαλλικά φράγκα,

- λογαριασμός 6: 5 320 γαλλικά φράγκα.

Μη την αφαίρεση, όπως προβλέπεται στη συμφωνία, της μέγιστης μείωσης κατά 10 % για την κάλυψη των διαφόρων εκπτώσεων, καθώς και της υποτίμησης της αξίας κατά 143 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για τις πωλήσεις σε κιβώτια, ή κατά 55 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για τις πωλήσεις σε βαρέλια, σε περίπτωση πωλήσεων κονιάκ που συμφωνούνται με τιμή στην αναχώρηση, οι ελάχιστες τιμές που προκύπτουν ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος είναι οι ακόλουθες:

- Κονιάκ σε κιβώτια:

- υπολογισμοί 2 και 3: 4 630 γαλλικά φράγκα,

- λογαριασμοί 4 και 5: 5 160 γαλλικά φράγκα,

- λογαριασμός 6: 5 643 γαλλικά φράγκα-

- κονιάκ σε βαρέλια:

- λογαριασμοί 2 και 3: 3 905 γαλλικά φράγκα,

- λογαριασμοί 4 και 5: 4 301 γαλλικά φράγκα,

- λογαριασμός 6: 4 733 γαλλικά φράγκα.

(25) Για την περίοδο εμπορίας 1981/82, η παραπάνω αναφερόμενη απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 1981, που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή από το BNIC στις 8 Δεκεμβρίου 1981, δεν καθόριζε ελάχιστη τιμή εμπορίας για το κονιάκ. Η Επιτροπή ωστόσο έλαβε αργότερα γνώση του πληροφοριακού δελτίου αριθ. 929 του BNIC, με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 1982. Μεταξύ των περιεχομένων του εγγράφου αυτού περιλαμβάνεται και κεφάλαιο με τον τίτλο "Έλεγχος της ποιότητας του κονιάκ - Τιμή κατωφλίου πωλήσεως", που ορίζει τις ακόλουθες τιμές κατωφλίου πωλήσεως στην κατανάλωση ή στο κύκλωμα διανομής:

- κονιάκ σε κιβώτια: η φιάλη, καθαρή τιμή κατά την αναχώρηση, χωρίς εξόφληση των δασμών: 14,60 γαλλικά φράγκα-

- κονιάκ σε κιβώτια: η φιάλη, καθαρή τιμή "ελεύθερο στα σύνορα", χωρίς εξόφληση των δασμών: 15,50 γαλλικά φράγκα-

- κονιάκ σε βαρέλια: το εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος, άνευ συσκευασίας, καθαρή τιμή κατά την αναχώρηση, χωρίς εξόφληση των δασμών: 4 200 γαλλικά φράγκα.

Διευκρινίζεται ότι "αποφασίστηκε να εφισταθεί η προσοχή όλων των επαγγελματιών επί του επιπέδου των τιμών κατωφλίου, η υπέρβαση των οποίων θα προκαλούσε αυτόματα έλεγχο της ποιότητας, τόσο στον αγοραστή όσο και στον πωλητή (...). Εξάλλου, πρακτικές του είδους αυτού, όσον αφορά τις τιμές θα θεωρούνται σαν τεκμήριο μη εφαρμογής της διεπαγγελματικής τιμής την οποία κατέστησε υποχρεωτική η διυπουργική απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1981" (βλέπε παραπάνω, σημείο 20).

(26) Ο διευθυντής του BNIC παρατήρησε σχετικά σε επιστολή του, που απηύθυνε στην Επιτροπή στις 23 Μαρτίου 1982, ότι "από της λήψεως της κοινοποιήσεώς σας των αιτιάσεων της 8ης Φεβρουαρίου 1982, έδωσα αμέσως τις αναγκαίες οδηγίες προς τις υπηρεσίες μου, ώστε να μη διενεργείται κανένας συστηματικός έλεγχος βάσει της τιμής κατωφλίου και μόνο, περί της οποίας πρόκειται". Στις 8 Απριλίου 1982, το BNIC κοινοποίησε στην Επιτροπή το ενημερωτικό δελτίο του αριθ. 936 της 31ης Μαρτίου 1982 στο οποίο αναφερόταν ότι "ακυρώνεται η σημείωση που είχε δημοσιευθεί στο ενημερωτικό δελτίο αριθ. 929 της 4ης Ιανουαρίου 1982, και το οποίο καθόριζε αυτόματο έλεγχο της ποιότητας με βάση τις αναφερόμενες τιμές κατωφλίου".

(27) Κατά τις συζητήσεις στα πλαίσια της Μόνιμης Επιτροπής καθώς και της Επιτροπής "Production" του BNIC, συζητήθηκε πολλές φορές το πρόβλημα του συμβιβασμού της ελάχιστης τιμής εμπορίας με την κοινοτική νομοθεσία. Κατά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 1978 της Επιτροπής "Production" ο διευθυντής του BNIC επισήμανε, ιδίως, ότι "μπορούμε να δοκιμάσουμε (να ορίσουμε ελάχιστη τιμή εμπορίας) αλλά κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε σύγκρουση κατά την εξαγωγή. Μπορούμε να ορίσουμε τιμές που να ισχύουν στο γαλλικό έδαφος". Εξάλλου, κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 1980 της ίδιας επιτροπής, επισημάνθηκε το θέμα "περί του κατά πόσον είναι δυνατόν, από την άποψη των Βρυξελλών και του Παρισιού, να διατηρηθεί κατά τα επόμενα έτη το νομικό οικοδόμημα που έχουμε θέσει σε λειτουργία (δηλαδή ο διεπαγγελματικός ορισμός των τιμών και η ελάχιστη τιμή εμπορίας, που βασίζονται στο νόμο του 1975)".

(28) Τέλος, ο διευθυντής του BNIC, σε απάντησή του της 20ής Νοεμβρίου 1979 στην αίτηση πληροφοριών της Επιτροπής της 4ης Σεπτεμβρίου 1979, που εφιστούσε την προσοχή του κυρίως επί του γεγονότος ότι, κατόπιν προσωρινής εξέτασης, η εν λόγω διεπαγγελματική συμφωνία φαινόταν να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης, και ότι οι συμμετέχοντες θα έφεραν στο ακέραιο την ευθύνη για τη διατήρησή της σε ισχύ χωρίς κοινοποίηση, επισήμανε ότι:

"... αναφερόμενος όπως και εσείς στο άρθρο 85 παράγραφος 3 της Συνθήκης της Ρώμης, είμαι σε θέση να σας διαβεβαιώσω ότι η διεπαγγελματική μας ένωση προβλέπει την κοινοποίηση στην Επιτροπή της εν λόγω συμφωνίας. Πράγματι, η συμφωνία αυτή πιστεύουμε ότι είναι απόλυτα σύμφωνη με τους στόχους που ορίζονται από την εν λόγω παράγραφο, αφού πρόκειται πράγματι στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την ποιοτική βελτίωση της παραγωγής, τη χωρίς αντικανονικές στρεβλώσεις διανομή και την προώθηση της τεχνικής και οικονομικής προόδου, που εξασφαλίζουν άμεσο όφελος στους καταναλωτές, ιδίως με την παράταση της παλαιώσεως σε όλους τους τύπους ποιοτήτων.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το γραφείο μας προετοιμάζεται (καθώς μας το υποδεικνύετε) να προβεί στην επίσημη κοινοποίηση που προβλέπεται από την κοινοτική νομοθεσία, προκειμένου να καταστεί δυνατόν να κηρυχτούν ανεφάρμοστες για τη διεπαγγελματική μας ένωση οι διατάξεις αυτές."

Η δήλωση αυτή προθέσεως του BNIC δεν υλοποιήθηκε.

Ζ. Η εφαρμογή των συμφωνιών (29) Η UGAL γνωστοποίησε, προς στήριξη της καταγγελίας της, ότι τα μέλη της είχαν διαπιστώσει κατά το 1979 σημαντικές αυξήσεις (μέχρι 10 % περίπου) των τιμών πωλήσεως του κονιάκ κατά τη διανομή και κατά την κατανάλωση στις διάφορες χώρες της κοινής αγοράς, ιδίως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και στην Ιταλία.

(30) Το BNIC εξάλλου, με επιστολή του της 20ής Νοεμβρίου 1979, γνωστοποίησε στην Επιτροπή ότι δεν είχε επιβληθεί καμία κύρωση σχετικά με την τήρηση των συμφωνιών που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, αλλά ότι κατά καρούς είχαν διεξαχθεί έρευνες, πολλές εκ των οποίων διαρκούσαν ακόμα. Στην ίδια επιστολή το BNIC διαβίβασε στην Επιτροπή τις τιμές του κονιάκ κατά την εξαγωγή, όπως προκύπτουν από τα στατιστικά στοιχεία των τελωνειακών αρχών, καθώς και τα τιμολόγια ορισμένων εταιρειών παραγωγής κονιάκ.

(31) Από την εξέταση των στατιστικών στοιχείων των τελωνειακών αρχών που ελήφθησαν από το BNIC, προκύπτει η ακόλουθη εξέλιξη της μέσης τιμής των εξαγόμενων κονιάκ:

"" ID="1">1975> ID="2">6 795> ID="3">+ 3> ID="4">3 206> ID="5"> 5,1"> ID="1">1976> ID="2">7 092> ID="3">+ 4,4> ID="4">3 079> ID="5"> 4"> ID="1">1977> ID="2">8 084> ID="3">+ 14> ID="4">3 655> ID="5">+ 18,7"> ID="1">1978> ID="2">8 789> ID="3">+ 8,7> ID="4">3 835> ID="5">+ 4,9"> ID="1">1979> ID="2">9 660> ID="3">+ 9,9> ID="4">3 648> ID="5"> 4,9"> ID="1">1980> ID="2">10 561> ID="3">+ 9,3> ID="4">3 944> ID="5">+ 8,1"> ID="1">1981> ID="2">12 771> ID="3">+ 20,9> ID="4">4 288> ID="5">+ 8,7""Πηγή: 1975-1978 πίνακας τον οποίο προμήθευσε το BNIC.

1979-1981 έκθεση BNIC 1978/79, 1979/80 και 1980/81.>

(32) Σύμφωνα με το BNIC, "από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι οι τιμές πωλήσεως είναι άπειρα μεγαλύτερες από τα ελάχιστα όρια που ορίζονται από τα ανοίγματα που προκύπτουν από τη διεπαγγελματική γενικευμένη συμφωνία". Αποκάλυψε ότι "η τιμή που εγγυάται την ελάχιστη ποιότητα μπορεί... να πέσει, με τις αποστολές που διενεργούνται σε κιβώτια στα 10,40 γαλλικά φράγκα ανά φιάλη των 0,70 λίτρων με 40 % αλκοολικό τίτλο κατ' όγκο (δηλαδή 3 714 γαλλικά φράγκα (10) ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος), ενώ η μέση τιμή στο τελωνείο για το έτος 1978 ανήλθε σε 8 789 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος, δηλαδή περισσότερο από το διπλάσιο".

Όσον αφορά το κονιάκ σε βαρέλια, το BNIC επισήμανε ότι "κατά τον ίδιο τρόπο τα στατιστικά στοιχεία των τελωνειακών αρχών (...) αντανακλούν με ακρίβεια την πολύ σημαντική διαφορά που υφίσταται μεταξύ της κατώτατης τιμής των αποστολών χύμα (σε βαρέλια), που ορίζεται σε 3 095 γαλλικά φράγκα, και της τιμής που εφαρμόζεται κατά την εξαγωγή, που όπως αποδείχτηκε ανέρχεται σε 3 835 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος" (11).

(33) Από τα παραπάνω στοιχεία, το BNIC κατέληγε στα ακόλουθα συμπεράσματα: "Με τον τρόπο αυτό, διαφαίνεται με σαφήνεια ο χαρακτήρας της εγγύησης της ποιότητας που αποτελούν το αντικείμενο της συμφωνίας. Πράγματι, η συμφωνία αυτή είχε σαν μοναδικό γνώμονα τον καθορισμό ενός συστήματος προστασίας, ένα είδος κατώτατου ορίου κάτω του οποίου να μην είναι δυνατόν να προσφέρεται στην πελατεία κονιάκ που να ανταποκρίνεται στην παραδοσιακή ποιότητα και στην ονομασία του προϊόντος που απολαύει ονομασίας ελεγχόμενης προελεύσεως".

(34) Από τις τιμές που κοινοποίησε το BNIC, οι οποίες αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο τις ιδιαίτερα ονομαστές μάρκες (Rέmy Martin, Martell, Hennessy, Courvoisier κλπ.) προέκυπτε ότι για μία φιάλη των 70 κυβικών εκατοστών κονιάκ 3 αστέρων, ίσχυαν τιμές (εκτός χωρών και δασμών) που ήταν πάντοτε μεγαλύτερες από 20 γαλλικά φράγκα που επιβεβαίωνε το συμπέρασμα του BNIC.

(35) Κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, το BNIC κοινοποίησε με επιστολή του, της 26ης Ιανουαρίου 1980, τις νέες τιμές που καλύπτουν τη φορά αυτή μάρκες λιγότερο γνωστές, σύμφωνα με την οποία η τιμή (εκτός φόρων και δασμών) φιάλης των 70 κυβικών εκατοστών κονιάκ 3 αστέρων ήταν δυνατόν να κυμαίνεται μέχρι 11,48 γαλλικά φράγκα.

(36) Η Επιτροπή εξάλλου προέβη στην εξέταση των τιμολογίων που εφαρμόζονται από άλλες μάρκες κονιάκ- από την εξέταση αυτή προκύπτει ότι οι τιμές που εφαρμόζονται συνήθως είναι ίσες ή ελάχιστα μεγαλύτερες από τις μέγιστες τιμές που έχουν οριστεί από το BNIC. Αυτό συνέβη για παράδειγμα το 1979 με το κονιάκ Andre Dobert 3 αστέρων, που επωλείτο προς 10,75 γαλλικά φράγκα η φιάλη των 0,70 λίτρων, καθώς και με τα κονιάκ Henry de Briere και Chandelac, που επωλούντο προς 10,40 γαλλικά φράγκα (ελάχιστη τιμή: 10,40 γαλλικά φράγκα). Το ίδιο συνέβη κατά το 1980 με το κονιάκ Comte Joseph που επωλείτο από τις Grands Chais de France προς 11,95 γαλλικά φράγκα η φιάλη των 0,70 λίτρων και με το κονιάκ Beausoleil 3 αστέρων που επωλείτο προς 11,75 γαλλικά φράγκα). Το BNIC ήταν κατ' ανάγκη ενήμερο των τιμών αυτών, στο βαθμό που του κοινοποιούνται υποχρεωτικά οι τίτλοι διακινήσεως στους οποίους αναγράφονται οι τιμές πωλήσεως.

(37) Για τα κονιάκ σε βαρέλια, από τις απαντήσεις στις αιτήσεις πληροφοριών που απηύθυνε η Επιτροπή στους εμπόρους της περιοχής του Cognac, προκύπτει ότι κονιάκ 3 αστέρων το κόστος αγοράς των αποσταγμάτων αντιπροσωπεύει το 90 % της τιμής κόστους του προϊόντος που πωλείται από τον έμπορο. Κατά συνέπεια, σε συνάρτηση με τον επίσημο ορισμό των τιμών αγοράς των νέων και παλαιότερων αποσταγμάτων, η ελάχιστη τιμή κόστους κονιάκ 3 αστέρων, σε βαρέλια, κυμαίνεται αισθητά κάτω από την κατώτατη τιμή που έχει οριστεί από το BNIC για τα αποστάγματα εξαιρετικής εσοδείας (CRUS), τα διατηρούμενα σε καλής, μέσης και κανονικής ποιότητας ξύλου βαρέλια (βλέπε παράρτημα IV). Τα κονιάκ αυτά θα μπορούσαν, κατά συνέπεια, να πωλούνται σε τιμές κατώτερες από τις εν λόγω κατώτατες τιμές.

(38) Πολλοί γερμανοί εισαγωγείς κονιάκ επισήμαναν στην Επιτροπή ότι κατά τα έτη 1979 και 1980 είχαν προβεί στην αγορά κονιάκ σε βαρέλια από εμπόρους της περιοχής του Cognac σε τιμές που προσέγγιζαν τις κατώτατες τιμές που είχε ορίσει το BNIC και ενίοτε, ακόμα, σε τιμές που ήταν κατώτερες και από αυτές. Αυτό ήταν δυνατό ιδίως μέσω των επιστροφών που χορηγούνταν ξεχωριστά. Γερμανική ενδιάμεση εμπορική εταιρεία με την επωνυμία... (12) επισήμανε ιδίως ότι η κατώτατη τιμή που έχει οριστεί από το BNIC "είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή μόνον από επιχειρήσεις που διαθέτουν πολύ υψηλό προϋπολογισμό για τη διαφήμηση καθώς και δικό τους δίκτυο πωλήσεων. Για τη σύναψη των συμβάσεων που είναι αναγκαίες για την πώληση της εσοδείας τους (...), οι προμηθευτές μας αναγκάστηκαν να πουλήσουν κατά την εξαγωγή σε τιμές κατώτερες από την εν λόγω κατώτατη τιμή".

(39) Εξάλλου, κατά τη διάρκεια ελέγχου που διενεργήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1981 από υπαλλήλους της Επιτροπής βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού αριθ. 17, ο έμπορος στις εγκαταστάσεις του οποίου διεξήχθη ο έλεγχος δήλωσε ότι: "είναι ακριβές ότι, κατά τα τελευταία έτη, υπέστην ελέγχους και εξακριβώσεις εκ μέρους του BNIC, με στόχο ιδίως τον έλεγχο της τηρήσεως των κατώτατων τιμών κατά την εξαγωγή, που επιβάλλονται από τις διεπαγγελματικές συμφωνίες. Όσον αφορά προσφορά μου πωλήσεως της 7ης Απριλίου 1981, στην..., Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, (της οποίας έχετε λάβει φωτοαντίγραφο) πρότεινα τιμές που δεν μπόρεσα να τηρήσω λόγω των πιέσεων που μου άσκησε το BNIC. Είναι λυπηρό για μένα το γεγονός ότι δεν μπόρεσα να προβώ στις πωλήσεις που θα ήταν αναγκαίες για την καλή λειτουργία της επιχειρήσεώς μου. Οι πωλήσεις αυτές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στη Γερμανία και στο Βέλγιο". Οι τιμές που είχαν προταθεί προς την.... (για τις αποστολές κονιάκ σε βαρέλια) ήταν της τάξεως των 2 900 γαλλικών φράγκων ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για κονιάκ 3 αστέρων (ελάχιστη τιμή: 3 905 γαλλικά φράγκα) και 3 900 γαλλικών φράγκων ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για κονιάκ VSOP (ελάχιστη τιμή: 4 301 γαλλικά φράγκα)".

(40) Από έγγραφα που παρουσιάσθηκαν από το BNIC κατά τη διάρκεια ελέγχου που διενεργήθηκε από υπαλλήλους της Επιτροπής βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού αριθ. 17, προκύπτει ότι το BNIC επενέβη σε πολλές περιπτώσεις προκειμένου να διασφαλίσει με καταναγκαστικό τρόπο την τήρηση των κατώτατων τιμών εμπορίας του κονιάκ.

(41) Ο διευθυντής του BNIC στις 27 Μαρτίου 1979 απηύθυνε επιστολή προς τον πρόεδρο της... σχετικά με προσφορά της επιχείρησης αυτής σε τιμή κατώτερη από την καθορισμένη ελάχιστη τιμή. Η επιστολή κατέληγε ως εξής:

"Οφείλω (...) να σας επισημάνω ότι, στην περίπτωση που δεν θα ετηρούντο (οι διεπαγγελματικές) συμφωνίες, θα ήμουν υποχρεωμένος προς μεγάλη μου λύπη, να προσφύγω στη δικαιοσύνη και να ζητήσω την εφαρμογή των κυρώσεων που προβλέπονται από το άρθρο 4 του νόμου της 10ης Ιουλίου 1975, ιδίως την αναστολή της εκ μέρους των δημοσιονομικών υπηρεσιών χορηγήσεως κάθε τίτλου διακινήσεως."

(42) Η ίδια επιχείρηση αποτέλεσε το αντικείμενο έρευνας εκ μέρους του BNIC, στις 13 Μαΐου 1980, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας οι τιμές που εφάρμοζε η επιχείρηση διέφεραν προς τα κάτω σε σχέση με την ελάχιστη καθορισμένη τιμή των 0,16 γαλλικών φράγκων ανά φιάλη για τη Γαλλία και 0,90 γαλλικών φράγκων για τη φιάλη προς εξαγωγή- για τις πωλήσεις χύμα η διαφορά ανερχόταν σε 89,15 γαλλικά φράγκα και 449 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για τις πωλήσεις στη Γαλλία και 450 γαλλικά φράγκα ανά εκατόλιτρο καθαρού οινοπνεύματος για τις πωλήσεις κατά την εξαγωγή. Η περίπτωση αυτή συζητήθηκε ιδίως κατά τη συνεδρίαση της μόνιμης διευρημένης επιτροπής της 23ης Ιουνίου 1980 όπου μελετήθηκε το ενδεχόμενο της ασκήσεως διώξεων. Ο διευθυντής του BNIC με επιστολή του της 24ης Σεπτεμβρίου 1980, πληροφόρησε ως εξής την επιχείρηση για την απόφαση της μόνιμης επιτροπής:

"Οι εν λόγω αποστολές διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια εφαρμογής της διεπαγγελματικής συμφωνίας και μετά τη δημοσίευση της απόφασης περί γενικεύσεώς της και (...), κατά συνέπεια, συνιστούν παραβάσεις της διεπαγγελματικής συμφωνίας.

Η εταιρεία σας εφόσον έχει προηγουμένως αποτελέσει το αντικείμενο ειδοποιήσεως της αυτής φύσεως για ανάλογες παραβάσεις, η μόνιμη επιτροπή σας απευθύνει τελευταία προειδοποίηση και εννοείται ότι, σε περίπτωση υποτροπής, θα παραστεί ανάγκη να ασκηθεί δικαστική δίωξη κατά της εταιρείας σας, πράγμα που οπωσδήποτε θα ήταν επιζήμιο για την καλή φήμη του οίκου σας."

(43) Κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως της μόνιμης διευρημένης επιτροπής της 23ης Ιουνίου 1980, εξετάστηκε επίσης η περίπτωση εμπόρου εκτός της οριοθετημένης περιοχής που δεν τηρούσε την ελάχιστη καθορισμένη τιμή. Ο έμπορος αυτός παραπονέθηκε ότι χάνει τους πελάτες του λόγω του καταναγκασμού που υφίσταται να ορίζει τις τιμές του σε επίπεδο υπερβολικά υψηλό. Μελετήθηκε εξάλλου η περίπτωση εμπόρου που διενήργησε αποστολή κονιάκ σε φιάλες, ιδίως προς τις Κάτω Χώρες, σε τιμή κατώτερη από την ελάχιστη καθορισμένη τιμή και εξετάστηκε το ενδεχόμενο να ασκηθεί δίωξη εναντίον του.

(44) Κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 1981 της μόνιμης διευρημένης επιτροπής, εξετάστηκαν δύο περιπτώσεις μη τηρήσεως της ελάχιστης καθορισμένης τιμής. Χονδρέμπορος που πουλούσε κονιάκ σε τιμή κατώτερη από την ελάχιστη καθορισμένη τιμή επικαλέστηκε τον κίνδυνο να χάσει τη μικρή αγορά του, εάν τηρούσε την ελάχιστη καθορισμένη τιμή. Κατά τη συνεδρίαση αποφασίστηκε να του ζητηθεί να εφαρμόσει τον κανονισμό και να του επισημανθεί ο κίνδυνος της ασκήσεως διώξεως για την περίπτωση που θα περιέπιπτε εκ νέου στο ίδιο παράπτωμα. Όσον αφορά την περίπτωση μικρού αποσταγματοποιού που πωλούσε σε φιάλες κατά 0,69 γαλλικά φράγκα κάτω της ελάχιστης τιμής, σημειώθηκαν τα εξής:

"Φαίνεται ότι θα ήταν αψυχολόγητο να διωχθεί ο αμπελοκαλλιεργητής αυτός, ενώ στην αγορά πολλοί οίκοι πωλούν συνεχώς σε τιμές που κυμαίνονται κάτω από την επίσημη τιμή, χωρίς όμως να διαθέτουμε αποδείξεις".

Στο διευθυντή του BNIC ανατέθηκε να καλέσει τον ενδιαφερόμενο για να του ανακοινώσει ότι, για την υπόθεση αυτή, δεν θα υφίστατο δίωξη αλλά ότι ο φάκελος θα επανεξεταζόταν σε περίπτωση που θα εξακολουθούσε την ίδια τακτική.

(45) Το BNIC, όταν διαπιστώνει, βάσει των εξοφλητικών εγγράφων που του κοινοποιούνται, ότι οι αποστολές αποσταγμάτων διενεργούνται με τιμές που είναι κατώτερες από τις ελάχιστες καθορισμένες τιμές, απευθύνει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τυποποιημένη επιστολή με την οποία της επισημαίνει τις σχετικές αποστολές και της διευκρινίζει ότι η διεπαγγελματική επιτροπή θα επιληφθεί της υποθέσεως. Η επιχείρηση καλείται να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις της το συντομότερο δυνατό. Επιστολή του είδους αυτού απεστάλη ιδίως στην επιχείρηση... στις 15 Σεπτεμβρίου 1980, στην εταιρεία... στις 30 Οκτωβρίου 1980, στις... στις 4 Νοεμβρίου 1980 και στην εταιρεία... την 1η Σεπτεμβρίου 1981. Οι παραπάνω αναφερόμενες υποθέσεις αρχειοθετήθηκαν χωρίς να επιβληθούν κυρώσεις, διότι οι εταιρείες αυτές αποδέχτηκαν να τροποποιήσουν τις τιμές τους ή διότι προσεκόμισαν αποδείξεις σύμφωνα με τις οποίες η σύμβαση πωλήσεως είχε συναφθεί σε χρόνο προγενέστερο από τη σύναψη της διεπαγγελματικής συμφωνίας (η περίπτωση των...).

(46) Σε περίπτωση που μία επιχείρηση αρνείται να αυξήσει τις τιμές της προκειμένου να τις συμμορφώσει με την ελάχιστη καθορισμένη τιμή, το BNIC της αφαιρεί τα δελτία παραλαβής από την αποθήκη καθώς και τα δελτία πωλήσεως κονιάκ που της είχε διαθέσει. Παράλληλα, ζητά από τις δημοσιονομικές υπηρεσίες να αρνηθούν στην επιχείρηση τη χορήγηση οποιουδήποτε τίτλου διακινήσεως για το κονιάκ. Μέτρα του είδους αυτού έχουν ιδίως ληφθεί κατά της επιχειρήσεως..., περίπτωση για την οποία ο διευθυντής του BNIC είχε απευθυνθεί με επιστολή του της 24ης Φεβρουαρίου 1981 προς το διευθυντή των δημοσιονομικών υπηρεσιών της La Rochelle. Τα μέτρα του είδους αυτού αποσκοπούν να παρεμποδίσουν την οικεία επιχείρηση να προβεί σε οποιαδήποτε συναλλαγή σχετικά με το κονιάκ.

(47) Το BNIC δεν αμφισβήτησε τα πραγματικά στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 36 έως 46 στην απάντησή του της 8ης Απριλίου 1982 στην κοινοποίηση αιτιάσεων που του έγινε, ούτε κατά τη διάρκεια της ακροάσεως της 19ης Απριλίου 1982. Αντίθετα επικαλέσθηκε ότι το BNIC δεν συνιστά ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85 της συνθήκης και ότι οι διατάξεις που αναφέρονται στην κοινοποίηση αιτιάσεων δεν εμπίπτουν στο άρθρο 85 γιατί συνιστούν πράξη δημοσίας εξουσίας του γαλλικού κράτους.

II. ΝΟΜΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ Α. Άρθρο 85, παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΟΚ (48) Η απόφαση της 9ης Απριλίου 1976 του επιτρόπου της κυβερνήσεως στο BNIC περί καθορισμού των ελάχιστων τιμών για τις πωλήσεις κονιάκ, τόσο σε βαρέλια όσο και σε φιάλες, αποτελεί απόφαση που έχει ληφθεί από το δημόσιο και δεν συνιστά συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων ή απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85 της συνθήκης.

(49) Όσον αφορά τους καθορισμούς των ελάχιστων τιμών για τα έτη 1979, 1980 και 1981 πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ των διεπαγγελματικών συμφωνιών με τις οποίες θεσπίζονται τα μέτρα αυτά και των αποφάσεων περί γενικεύσεως των συμφωνιών αυτών. Όπως αποδεικνύεται αμέσως παρακάτω, οι διεπαγγελματικές συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο του BNIC συνιστούν αποφάσεις ενώσεως επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85 της συνθήκης.

(50) Μολονότι τα μέλη του BNIC διορίζονται από τον Υπουργό Γεωργίας, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι διορίζονται κατόπιν προτάσεως των οικείων επαγγελματικών οργανώσεων και υπό την ιδιότητά τους σαν αντιπρόσωποι της επαγγελματικής οργανώσεως ή της επαγγελματικής οικογένειας στην οποία ανήκουν- με τον τρόπο αυτό εκπροσωπούν τις οργανώσεις αυτές ή τις επαγγελματικές οικογένειες, που με τη σειρά τους απαρτίζονται από επιχειρήσεις.

(51) Το BNIC αποτελεί, ως εκ τούτου, σύνδεσμο ενώσεων επιχειρήσεων που, για την εφαρμογή του άρθρου 85, μπορεί να εξομοιωθεί με ένωση επιχειρήσεων.

(52) Ο τρόπος χρηματοδοτήσεως του BNIC καθώς και το γεγονός ότι έχει νομική προσωπικότητα και είναι επιφορτισμένο βάσει νομικών διατάξεων με καθήκοντα ελέγχου της ποιότητας δεν είναι δυνατό να τον αποστερήσουν από το χαρακτηρισμό του σαν ενώσεως επιχειρήσεων. Εν πάση περιπτώσει, οι σχετικές διεπαγγελματικές συμφωνίες δεν εντάσσονται στο πλαίσιο της εκπληρώσεως των καθηκόντων που προβλέπονται από τις διατάξεις περί καθορισμού των αρμοδιοτήτων του BNIC. Πράγματι, ακόμη και αν οι διεπαγγελματικές αυτές συμφωνίες αναφέρουν ότι "καθορίστηκε ελάχιστη τιμή εμπορίας προκειμένου να διατηρηθεί η παραδοσιακή ποιότητα του κονιάκ και να εξασφαλιστεί ο καταναλωτής από κάθε τεχνητή μείωση της τιμής εις βάρος των ειδοποιών χαρακτηριστικών του προϊόντος", οι καθορισμοί των εν λόγω ελάχιστων τιμών αφορούν στην πραγματικότητα την εμπορική πολιτική πωλήσεων των παραγωγών, συνεταιρισμών, αποσταγματοποιών και εμπόρων κονιάκ που, μέσω των επαγγελματικών τους οργανώσεων, εκπροσωπούνται από το BNIC. Όπως αποδεικνύεται παρακάτω (σημεία 69 έως 71) ο στόχος του ελέγχου της ποιότητας δεν μπορεί να δικαιολογήσει παρόμοια μέτρα.

(53) Τα εν λόγω μέτρα δεν τα επέβαλε το δημόσιο. Δεν ελήφθησαν στο πλαίσιο των κανονιστικών εξουσιών που έχουν ανατεθεί στον επίτροπο της κυβερνήσεως ο οποίος και δεν παρενέβη σε καμία στιγμή της διαδικασίας της θεσπίσεως των μέτρων αυτών. Οι εν λόγω διεπαγγελματικές συμφωνίες εγκρίθηκαν από την ολομέλεια του BNIC αφού συζητήθηκαν και εγκρίθηκαν από καθεμία από τις δύο επαγγελματικές οικογένειες της αμπελοκαλλιέργειας και του εμπορίου. Η ολομέλεια ζήτησε παράλληλα τη γενίκευση της ισχύος της συμφωνίας, βάσει του νόμου της 10ης Ιουλίου 1975 (βλέπε παραπάνω, σημείο 19). Κατά συνέπεια, πρόκειται για απόφαση του BNIC, εκπροσωπούμενου από την ολομέλειά του.

(54) Η απόφαση αυτή συνιστά νομική πράξη διάφορο από τη μεταγενέστερη υπουργική απόφαση περί γενικεύσεως, που ελήφθη από το δημόσιο και που είχε σαν γνώμονα να καταστήσει υποχρεωτικές για το υπόλοιπο των επαγγελματιών τις διατάξεις των διεπαγγελματικών συμφωνιών που δεσμεύουν τις επιχειρήσεις μέλη των επαγγελματιών οργανώσεων που εκπροσωπούνται στο BNIC. Από το 1978 και κάθε χρόνο συνάπτονται διεπαγγελματικές συμφωνίες σε ημερομηνίες προηγούμενες από τις υπουργικές αποφάσεις περί γενικεύσεως. Κάθε φορά υπάρχει χρονική περίοδος που ποικίλλει από τρεις εβδομάδες μέχρι δυόμισι μήνες κατά τη διάρκεια της οποίας οι επαγγελματικές συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο του BNIC έχουν δεσμευτική ισχύ μόνο για τις επιχειρήσεις που είναι μέλη των επαγγελματικών οργανώσεων τις οποίες εκπροσωπεί το BNIC. Το BNIC επιπλέον έχει επιβεβαιώσει ρητά το γεγονός αυτό επισημαίνοντας ότι πριν από τη γενίκευσή της, η συμφωνία περί καθορισμού των τιμών "είχε μόνο αξία συμφωνίας συμβατικής φύσεως με συνέπεια να μην απολαύει καμιάς κυρώσεως δημοσίας τάξεως" (βλέπε παραπάνω, σημείο 23).

(55) Επιπλέον από το 1957 μέχρι το 1978, συνάπτοντο κάθε χρόνο διεπαγγελματικές συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών που είχαν παρόμοια συμβατική αξία και που εφαρμόζονταν και τηρούνταν χωρίς να έπεται υπουργική απόφαση περί γενικεύσεως (βλέπε παραπάνω, σημείο 12).

(56) Η έννοια "τέλος της υπουργικής αποφάσεως περί γενικεύσεως" συνεπάγεται την ύπαρξη προϋφισταμένων διατάξεων που έχουν δεσμευτική ισχύ μεταξύ των συμβαλλομένων. Το αποτέλεσμα της υπουργικής αποφάσεως περί γενικεύσεως συνισταται αποκλειστικά στο γεγονός ότι καθιστά τις διατάξεις αυτές δεσμευτικές και για άλλους πλην των συμβαλλομένων. Το κείμενο του άρθρου 2 του νόμου της 10ης Ιουλίου 1975 (βλέπε παραπάνω, σημείο 19) προβλέπει ρητά ότι κατ' αρχήν η συμφωνία πρέπει προηγουμένως να έχει συναφθεί καθώς και ότι η γενίκευσή της δεν είναι υποχρεωτική, ενώ δύναται εξάλλου να αφορά μέρος μόνο των διατάξεών της.

(57) Όσον αφορά τον καθορισμό τιμής του κατωφλίου πωλήσεως, για την περίοδο από 4 Ιανουαρίου 1982 μέχρι τις 31 Μαρτίου 1982, πρόκειται εξίσου για απόφαση του BNIC που δεν επιβλήθηκε ούτε γενικεύτηκε από το δημόσιο και που είναι δυνατό να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 85 της συνθήκης μεταξύ Κρατών μελών.

(58) Ο καθορισμός ελάχιστης τιμής εμπορίας του κονιάκ, σαν τελικού προϊόντος, ασκεί άμεση επιρροή επί των τιμών του κονιάκ που πωλείται από τους διάφορους παραγωγούς. Το μέτρο αυτό αφορά τόσο τις πωλήσεις που διενεργούνται στη Γαλλία όσο και αυτές της εξαγωγής. Ο καθορισμός αυτός είναι δυνατό να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών και στις δύο περιπτώσεις, διότι τα προϊόντα που πωλούνται στη Γαλλία από τους υπαγόμενους στη συμφωνία, δύνανται στη συνέχεια να εξάγονται. Λόγω της ισχύος των μέτρων αυτών, το ρεύμα των εμπορικών συναλλαγών είναι δυνατό να εκτρέπεται από τη φυσική κατεύθυνση που θα είχε εάν ο καθορισμός των τιμών ήταν ελεύθερος. Με τον τρόπο αυτό η διατήρηση των υψωμένων τιμών αποσκοπεί στην τεχνητή εκτροπή της ζητήσεως προς άλλα αλκοοούχα ποτά, ιδίως προς άλλα αποστάγματα οίνου.

(59) Με τον τρόπο αυτό επηρεάζεται αισθητά το εμπόριο μεταξύ των Κρατών μελών λόγω της σημασίας των πωλήσεων του κονιάκ στις διάφορες χώρες της κοινής αγοράς (βλέπε παραπάνω, σημείο 1).

(60) Τα επίμαχα μέτρα περί καθορισμού ελάχιστων τιμών για το κονιάκ, μολονότι υποστηρίχθηκε ότι αποσκοπούσαν μόνο στην εξασφάλιση της ποιότητας του κονιάκ, στην πραγματικότητα αποβλέπουν και καταλήγουν στον περιορισμό του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς. Πρόκειται, πράγματι, για μέτρα που εμποδίζουν τον ελεύθερο κατ' ιδίαν σχηματισμό των τιμών από τους παραγωγούς του κονιάκ και που, ως εκ τούτου, τείνουν στον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ τους, εμποδίζοντας τους παραγωγούς αυτούς να προσφέρουν το προϊόν σε τιμές κατώτερες από τις ελάχιστες τιμές.

(61) Οι δηλώσεις του BNIC, σύμφωνα με τις οποίες ο καθορισμός των ελάχιστων τιμών εδικαιολογείτο από την αύξηση των αποθεμάτων (βλέπε παραπάνω, σημείο 9) αποκαλύπτουν ότι στην πραγματικότητα επιδιώκετο η παρεμπόδιση ή τουλάχιστον ο περιορισμός του ελεύθερου παιχνιδιού του ανταγωνισμού: η ελάχιστη υποχρεωτική τιμή θεσπίστηκε προκειμένου να αποφευχθεί ή να περιοριστεί η πτώση των τιμών που θα προέκυπτε κανονικά από την αύξηση της ζητήσεως, που οφείλετο στην αύξηση των αποθεμάτων έναντι σταθερής ή φθίνουσας ζητήσεως. Κατά συνέπεια, οι τιμές πωλήσεως του κονιάκ δεν ήταν πλέον δυνατό να ορίζονται ελεύθερα από τους παραγωγούς ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά.

(62) Αυτά τα μέτρα καθορισμού των τιμών είχαν σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά τρόπο αισθητό. Πράγματι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς του BNIC, που περιέχονται στην επιστολή του της 20ής Νοεμβρίου 1981 (βλέπε παραπάνω, σημεία 32 και 33) εφαρμόζονται συχνότατα τιμές που είναι ίσες ή ελαφρά ανώτερες από τις ελάχιστες καθορισμένες τιμές (βλέπε παραπάνω, σημεία 35 έως 38)- επιπλέον, το BNIC χρειάστηκε να παρέμβει πολλές φορές για να καταναγκάσει τους εμπόρους, που επιθυμούσαν να εφαρμόζουν κατώτερες τιμές, να ανυψώσουν τις τιμές τους. Οι επεμβάσεις έφτασαν σε μια περίπτωση μέχρι την απόσυρση από έμπορο των δελτίων παραλαβής και πωλήσεως κονιάκ που του είχαν παραχωρήσει, εμποδίζοντάς τον έτσι να εξακολουθήσει τη δραστηριότητά του (βλέπε παραπάνω, σημεία 39 έως 46). Οι συμφωνίες κατά συνέπεια, εφαρμόστηκαν από το BNIC κατά τρόπο πράγματι καταναγκαστικό.

(63) Το BNIC με το να διατηρεί τεχνητά υψωμένες τις τιμές, περιόρισε την αύξηση της ζητήσεως που θα ήταν δυνατό να είχε σημειωθεί. Αυτό συνέβαλε στην έντονη αύξηση των αποθεμάτων κονιάκ- τα αποθέματα αυτά σταθεροποιήθηκαν μόνο αφού λήφθηκαν τα εν λόγω αυτά υποχρεωτικά μέτρα που περιόριζαν τις δυνατότητες παραγωγής και εμπορίας (βλέπε παραπάνω, σημείο 8).

(64) Οι περιορισμοί έγιναν ιδιαίτερα αισθητοί όσον αφορά τα κονιάκ που προέρχονται από εξαιρετικής εσοδείας αποστάγματα διατηρούμενα σε καλής, μέσης και κανονικής ποιότητας ξύλου βαρέλια. Εξάλλου, η μελέτη των στατιστικών στοιχείων σχετικά με τα αποθέματα του κονιάκ αποδεικνύει ότι τα αποθέματα αυξήθηκαν περισσότερο σ' αυτά ακριβώς τα είδη εξαιρετικής εσοδείας (βλέπε παραπάνω, σημείο 8).

(65) Όσον αφορά τον καθορισμό τιμής κατωφλίου πωλήσεως που θεσπίστηκε με το ενημερωτικό δελτίο της 4ης Ιανουαρίου 1982, η διάταξη αυτή είχε σαν στόχο τον περιορισμό του ανταγωνισμού καθιστώντας πολύ δυσχερείς τις πωλήσεις κονιάκ σε τιμές κατώτερες από τις παραπάνω τιμές κατωφλίου, προβλέποντας συστηματικά για κάθε συναλλαγή προηγούμενο έλεγχο της ποιότητας τόσο στον αγοραστή όσο και στον πωλητή. Ο συστηματικός και αυτόματος χαρακτήρας των ελέγχων αυτών και κατά προέκταση οι διαταραχές που συνεπάγονται για τους πωλητές και τους αγοραστές τους είναι δυνατό να αποθαρρύνουν την πελατεία που επιθυμεί να αγοράσει κονιάκ από εμπόρους που εφαρμόζουν τιμές κατώτερες από τις εν λόγω τιμές κατωφλίου. Τα μέτρα αυτά παρά το γεγονός ότι υποστηρίχθηκε πως είχαν σαν στόχο την εξασφάλιση της ποιότητος, στην πραγματικότητα αποσκοπούσαν να πείσουν τους παραγωγούς κονιάκ να μην προσφέρουν τα προϊόντα τους σε τιμές κατώτερες από τις τιμές κατωφλίου. Ο περιορισμός αυτός ήταν αισθητός, στο βαθμό που ανάγκαζε τους εμπόρους να πωλούν το κονιάκ τους σε τιμή σαφώς ανώτερη από την τιμή κόστους (βλέπε σημείο 37 και παράρτημα IV). Το μέτρο αυτό ήταν δυνατό να επηρεάσει αισθητά το εμπόριο μεταξύ Κρατών μελών για τους λόγους που εκτίθενται στα σημεία 58 και 59 παραπάνω.

Β. Άρθρο 85, παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΟΚ (66) Προκειμένου να είναι δυνατό να ληφθεί απόφαση περί εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 85 παράγραφος 3, η συμφωνία πρέπει να έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17, εκτός εάν η υποχρέωση αυτή έχει καταργηθεί δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 2 του ίδιου κανονισμού. Οι διεπαγγελματικές συμφωνίες στις οποίες αναφέρεται η παρούσα ανακοίνωση δεν εντάσσονται στην κατηγορία των συμπράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού αυτού, εφόσον αφορούν την εξαγωγή μεταξύ Κρατών μελών και εφόσον στη συμφωνία αυτή συμμετέχουν περισσότερες από δύο επιχειρήσεις. Οι συμφωνίες αυτές δεν κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή μολονότι το BNIC είχε αναφέρει στην επιστολή του της 20ής Νοεμβρίου 1979 ότι η κοινοποίηση αυτή είχε προβλεφθεί. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και αν οι συμφωνίες είχαν κοινοποιηθεί, η εξαίρεση που προβλέπεται από το άρθρο 85 παράγραφος 3 δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί για τους λόγους που εκτίθενται αμέσως παρακάτω.

(67) Το BNIC στην επιστολή του της 20ής Νοεμβρίου 1979 είχε υποστηρίξει ότι η συμφωνία είχε σαν στόχο "την ποιοτική βελτίωση της παραγωγής, (...) την χωρίς εκτροπές διανομή και (...) την προώθηση της τεχνικής και οικονομικής περιόδου, προς άμεσο όφελος των καταναλωτών, ιδίως με την παράταση της παλαιώσεως όλων των τύπων ποιότητας".

(68) Πρέπει να σημειωθεί ότι κατ' αρχάς το επιχείρημα αυτό βασίζεται ουσιαστικά στην επιβεβαίωση ότι οι εφαρμοζόμενες τιμές θα ήταν πολύ περισσότερο ή σημαντικά μεγαλύτερες από τις ελάχιστες καθορισμένες τιμές ενώ από την εξέταση των περιστατικών προκύπτει αντίθετα ότι εφαρμόζονται τιμές παραπλήσιες ή ταυτόσημες προς τις ελάχιστες επιβεβλημένες τιμές.

(69) Η επιβολή ελάχιστων τιμών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αιτιολογηθεί από τον επικαλούμενο στόχο της εξασφάλισης της ποιότητας. Μέτρο του είδους αυτού θα αποδεικνυόταν εν προκειμένω άχρηστο και απρόσφορο. Η επιβολή των ελάχιστων τιμών είναι άχρηστη, διότι οι νομικές διατάξεις οι σχετικές με την παραγωγή, την αποθεματοποίηση, την παλαίωση και την εμπορία του κονιάκ επιτρέπουν επαρκώς την καταστολή κάθε ενδεχόμενης απάτης. Η επιβολή των ελάχιστων τιμών είναι απρόσφορη διότι κανένας συμπληρωματικός έλεγχος δεν έχει οριστεί για τα προϊόντα η τιμή των οποίων είναι μεγαλύτερη από τις ελάχιστες επιβεβλημένες τιμές. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν δεχτούμε ότι οι νομικές διατάξεις που προστατεύουν τη χρήση της ονομασίας προελεύσεως "κονιάκ" ήταν ανεπαρκής, η επιβολή ελάχιστης τιμής δεν θα εμπόδιζε να κυκλοφορούν προϊόντα που δεν ανταποκρίνονται στα κριτήρια ποιότητας που ορίζονται από αυτές τις νομικές διατάξεις, εφόσον οι τιμές θα ήταν μεγαλύτερες από τις ελάχιστες επιβεβλημένες τιμές.

(70) Τα επίμαχα μέτρα θα ήταν ούτως ή άλλως σε δυσαναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, διότι απαγορεύουν τελείως την εμπορία αποστάγματος που πληροί τους όρους που είναι αναγκαίοι για να απολαύει της ονομασίας προελεύσεως "κονιάκ" σε τιμές κατώτερες από τις ελάχιστες τιμές που ορίστηκαν με τη διεπαγγελματική απόφαση. Πράγματι, καμία διάταξη δεν παρέχει την ευχέρεια να προσκομισθούν αποδείξεις για προϊόν που πωλείται σε τιμή κατώτερη από τις ελάχιστες καθορισμένες τιμές, ότι ανταποκρίνεται παρ' όλα αυτά στα κριτήρια ποιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόμου (13).

(71) Κατ' αρχάς ο καταναλωτής, όπως αποδεικνύεται αμέσως παραπάνω, δεν απολαύει του πλεονεκτήματος της βελτιώσειως της ποιότητας. Εξάλλου δεν απολαύει ούτε των λοιπών υποθετικών πλεονεκτημάτων τα οποία επικαλείται το BNIC (βλέπε παραπάνω, σημείο 67), διότι τα επίμαχα μέτρα έχουν σαν συνέπεια οι τιμές να ορίζονται σε επίπεδο ανώτερο από αυτό που θα προέκυπτε εάν λειτουργούσε ελεύθερα ο νόμος της προσφοράς και της ζητήσεως.

Γ. Άρθρο 15, παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17 (72) Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το BNIC, από την 1η Φεβρουαρίου 1979, διέπραξε παραβάσεις του άρθρου 85 της συνθήκης ΕΟΚ. Το BNIC διέπραξε αυτές τις παραβάσεις εκ προθέσεως ή τουλάχιστον εξ αμελείας. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν να αγνοούσε τις αποφάσεις της Επιτροπής και τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα αυτόν. Είναι ιδίως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι συμφωνίες ή αποφάσεις με τις οποίες οι επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων συμφωνούν στις τιμές ή τους όρους που εφαρμόζουν στις συμβάσεις που συνάπτουν με τρίτους, αποτελούν τακτικά το αντικείμενο διώξεως και καταδίκης από τα κοινοτικά όργανα, όταν είναι δυνατόν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των Κρατών μελών. Το BNIC δεν μπορούσε να αγνοεί ότι ήταν μια ένωση επιχειρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 85 παράγραφος 1, επειδή η Επιτροπή έχει ήδη αποδώσει με την απόφασή της 76/684/ΕΟΚ (14) αυτό το χαρακτήρα σε έναν παρόμοιο οργανισμό, το Εθνικό Διεπαγγελματικό Γραφείο Αρμανιάκ (ΒΝΙΑ).

(73) Πρέπει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα του εάν συμβιβάζονται τα μέτρα καθορισμού τιμών με τους κοινοτικούς κανόνες αναφέρθηκε κατά τις συζητήσεις στα πλαίσια της μόνιμης επιτροπής (βλέπε ανωτέρω, σημείο 27). Οι υπηρεσίες της Επιτροπής ήδη από τις 4 Σεπτεμβρίου 1979 είχαν ήδη επιστήσει την προσοχή του BNIC στο γεγονός ότι η διεπαγγελματική συμφωνία φαινόταν ότι απαγορεύεται από τη διάταξη του άρθρου 85 παράγραφος 1. Ο διευθυντής του BNIC σε απάντηση γνωστοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεση των μελών του BNIC να προβούν σε κοινοποίηση της συμφωνίας τους, για να τύχει εξαιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 85 παράγραφος 3.

(74) Ως εκ τούτου πρέπει να επιβληθεί στο BNIC πρόστιμο σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17. Για τον καθορισμό του ποσού αυτού του προστίμου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τα παρακάτω στοιχεία.

(75) Ο καθορισμός ελάχιστων τιμών με συμφωνία ή με απόφαση ενώσεων επιχειρήσεων είναι σοβαρή παράβαση των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού. Ο καθορισμός τιμών πωλήσεων αναφέρεται ρητά στο άρθρο 85 παράγραφος 1 υπό α) της συνθήκης σαν μέτρο που παρακωλύει, εμποδίζει ή στρεβλώνει το παιγνίδι του ανταγωνισμού.

Η Επιτροπή έχει ήδη με αποφάσεις της κηρύξει αντίθετες στο άρθρο 85 παράγραφος 1 συμφωνίες επί των τιμών και το δικαστήριο επικύρωσε αυτή τη θέση.

(76) Οι ελάχιστες τιμές εμπορίας, που καθορίστηκαν με τις διεπαγγελματικές συμφωνίες που αφορούν τους λευκούς οίνους που μπορούν να αποσταχθούν και τα αποστάγματα κονιάκ, και που συνήφθηκαν στις 12 Δεκεμβρίου 1978, στις 18 Οκτωβρίου 1979 και στις 7 Νοεμβρίου 1980, εφαρμόσθηκαν από την 1η Φεβρουαρίου 1979 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1981. Μια νέα παράβαση διέπραξε το BNIC από τις 4 Ιανουαρίου 1982 έως τις 31 Μαρτίου 1982 λόγω καθορισμού μιας τιμής κατωφλίου πωλήσεως. Αυτό το μέτρο που δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή από το BNIC, καταργήθηκε μόνο μετά από νέα παρέμβαση της Επιτροπής. Η παράβαση λοιπόν διάρκεσε πραγματικά πάνω από τρία έτη.

(77) Τα περιοριστικά του ανταγωνισμού μέτρα που προαναφέρθηκαν ελήφθησαν σε ειδικό νομικό πλαίσιο κυρίως εκ του γεγονότος ότι οι διεπαγγελματικές συμφωνίες, που εξετάζονται, γενικεύονταν κάθε χρόνο με υπουργική απόφαση. Συνεπάγεται ότι τμήμα των περιοριστικών αποτελεσμάτων που διαπιστώθηκαν προέρχεται από την υποχρεωτική εφαρμογή των εν λόγω διεπαγγελματικών συμφωνιών από τις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη των επαγγελματικών οργανώσεων που εκπροσωπούνται στο BNIC,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Οι διατάξεις των διεπαγγελματικών συμφωνιών σχετικά με τις τιμές των λευκών αποστάξιμων οίνων και των αποσταγμάτων κονιάκ που συνήφθησαν στο πλαίσιο του BNIC για τις περιόδους 1978/79, 1979/80 και 1980/81, με τις οποίες καθορίζονται ελάχιστες τιμές εμπορίας κονιάκ, συνιστούν, από την 1η Φεβρουαρίου 1979 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1981, παραβάσεις του άρθρου 85 παράγραφος 1 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Οι παραβάσεις εντοπίζονται ιδίως στο άρθρο 7 της διεπαγγελματικής συμφωνίας που συνήφθη στις 12 Δεκεμβρίου 1978, στο άρθρο 7 της διεπαγγελματικής συμφωνίας που συνήφθη στις 18 Οκτωβρίου 1979 και στο άρθρο 8 της διεπαγγελματικής συμφωνίας που συνήφθη στις 7 Νοεμβρίου 1980.

Άρθρο 2

Οι διατάξεις της απόφασης του BNIC η οποία δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο αριθ. 929 του BNIC με ημερομηνία 4 Ιανουαρίου 1982, με τον τίτλο "Έλεγχος της ποιότητας του κονιάκ - Τιμή κατωφλίου πωλήσεως", και ακυρώθηκε στις 31 Μαρτίου 1982, συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 85 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Άρθρο 3

1. Στο Εθνικό Διεπαγγελματικό Γραφείο Κονιάκ επιβάλλεται πρόστιμο ύψους 160 000 (εκατόν εξήντα χιλιάδες) ECU ή 1 049 144 γαλλικών φράγκων.

2. Το ποσό αυτό πρέπει να καταβληθεί μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίησή της παρούσας απόφασης στο λογαριασμό αριθ. 5 770 006 5 της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στην Societe Generale, Agence Internationale, 23, rue de la Paix, 75002 Paris (Γαλλία).

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 192 της συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στο Εθνικό Διεπαγγελματικό Γραφείο Κονιάκ, 3, rue George Briand, 16 100 Cognac (Γαλλία).

Έγινε στις Βρυξέλλες, στις 15 Δεκεμβρίου 1982.

Για την Επιτροπή

Frans ANDRIESSEN

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ αριθ. 13 της 21. 2. 1962 σ. 204/62.

(2) ΕΕ αριθ. 127 της 20. 8. 1963, σ. 2268/63.

(3) Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 6. 1. 1941, σ. 105.

(4) Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 17. 7. 1946, σ. 6426.

(5) Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 18. 10. 1981, σ. 9263.

(6) Με τον όρο "αμπελοκαλλιέργεια" ή "οικογένεια αμπελοκαλλιέργειας" προσδιορίζονται οι αμπελοκαλλιεργητές που παράγουν λευκούς αποστάξιμους οίνους που δικαιούνται να φέρουν την ονομασία ελεγχόμενης προελεύσεως "cognac"- με τους όρους "εμπόριο" ή "οικογένεια εμπορίου" ορίζονται οι επαγγελματίες που παράγουν ή εμπορεύονται αποστάγματα κονιάκ.

(7) Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 11. 7. 1975.

(8) Επίσημη Εφημερίδα της Γαλλικής Δημοκρατίας της 3. 12. 1980.

(9) Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 2. 12. 1981.

(10) 3 750 γαλλικά φράγκα κατά το BNIC.

(11) Το BNIC συγκρίνει την τιμή βάσης που ισχύει από την 1η Φεβρουαρίου 1979 με τη μέση τιμή του 1978.

(12) Στο κείμενο της παρούσας αποφάσεως που δημοσιεύθηκε, ορισμένες πληροφορίες παρελήφθησαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του κανονισμού αριθ. 17 περί μη αποκαλύψεως επαγγελματικών απορρήτων.

(13) Η απόφαση του επιτρόπου της κυβερνήσεως της 9ης Απριλίου 1976 (βλέπε παραπάνω, σημεία 16 και 17) προέβλεπε αντίθετα ότι σε παρόμοια περίπτωση επιτρεπόταν η εμπορία μετά από δοκιμή δείγματος και σύμφωνη γνώμη της επιτροπής ποιότητας.

(14) ΕΕ αριθ. L 231 της 21. 8. 1976, σ. 24.

BILAG I - ANHANG I - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I - ANNEX I - ANNEXE I - ALLEGATO I - BIJLAGE I

Salget af cognac (hl ren alkohol) Cognac-Verkaeufe (hl reiner Alkohol) Πωλήσεις κονιάκ (hl καθαρού οινοπνεύματος) Cognac sales (hl pure alcohol) Ventes de cognac (hl d'alcool pur) Vendite di cognac (hl alcole puro) Cognacverkopen (hl zuivere alcohol) "" ID="1">1958> ID="6">4 470> ID="7">1 522> ID="8">2 537> ID="9">495> ID="10">1 166> ID="11">26 968> ID="12">41 847> ID="13">114 011> ID="14">36,70"> ID="1">1959> ID="6">8 889> ID="7">2 298> ID="8">2 317> ID="9">519> ID="10">1 430> ID="11">24 000> ID="12">45 431> ID="13">126 060> ID="14">36,04"> ID="1">1960> ID="6">8 187> ID="7">2 987> ID="8">3 251> ID="9">568> ID="10">1 783> ID="11">31 960> ID="12">58 600> ID="13">148 227> ID="14">39,53"> ID="1">1961> ID="6">9 666> ID="7">3 653> ID="8">3 239> ID="9">612> ID="10">2 249> ID="11">37 322> ID="12">67 011> ID="13">161 111> ID="14">41,59"> ID="1">1962> ID="6">11 609> ID="7">3 937> ID="8">3 721> ID="9">628> ID="10">2 812> ID="11">41 583> ID="12">79 582> ID="13">177 115> ID="14">44,93"> ID="1">1963> ID="6">11 815> ID="7">4 963> ID="8">4 169> ID="9">682> ID="10">3 629> ID="11">43 584> ID="12">85 210> ID="13">196 296> ID="14">43,41"> ID="1">1964> ID="6">12 394> ID="7">3 618> ID="8">4 502> ID="9">766> ID="10">4 277> ID="11">45 527> ID="12">88 572> ID="13">200 220> ID="14">44,24"> ID="1">1965> ID="6">18 492> ID="7">3 177> ID="8">5 326> ID="9">769> ID="10">6 033> ID="11">45 240> ID="12">93 652> ID="13">202 545> ID="14">46,24"> ID="1">1966> ID="6">15 801> ID="7">3 716> ID="8">5 363> ID="9">799> ID="10">5 047> ID="11">50 284> ID="12">99 842> ID="13">218 210> ID="14">45,76"> ID="1">1967> ID="6">14 593> ID="7">4 502> ID="8">5 719> ID="9">771> ID="10">5 806> ID="11">54 092> ID="12">96 062> ID="13">228 433> ID="14">42,05"> ID="1">1968> ID="6">20 381> ID="7">5 156> ID="8">5 670> ID="9">770> ID="10">6 549> ID="11">58 949> ID="12">105 325> ID="13">249 987> ID="14">42,13"> ID="1">1969> ID="6">26 304> ID="7">6 668> ID="8">7 017> ID="9">924> ID="10">7 482> ID="11">59 526> ID="12">119 605> ID="13">258 685> ID="14">46,24"> ID="1">1970> ID="6">33 723> ID="7">5 745> ID="8">6 455> ID="9">998> ID="10">8 745> ID="11">63 255> ID="12">139 341> ID="13">288 777> ID="14">48,25"> ID="1">1971> ID="6">43 597> ID="7">9 407> ID="8">7 587> ID="9">1 096> ID="10">9 761> ID="11">73 068> ID="12">164 297> ID="13">337 701> ID="14">48,65"> ID="1">1972> ID="6">33 488> ID="7">8 128> ID="8">9 414> ID="9">1 162> ID="10">10 120> ID="11">68 455> ID="12">153 983> ID="13">347 124> ID="14">44,36"> ID="1">1973> ID="3">64 998> ID="4">4 704> ID="5">5 312> ID="6">21 234> ID="7">8 470> ID="8">9 238> ID="9">917> ID="10">10 204> ID="11">67 827> ID="12">208 893> ID="13">334 046> ID="14">62,53"> ID="1">1974> ID="3">50 352> ID="4">3 816> ID="5">4 707> ID="6">17 918> ID="7">5 282> ID="8">8 800> ID="9">890> ID="10">9 018> ID="11">61 525> ID="12">173 977> ID="13">274 277> ID="14">63,43"> ID="1">1975> ID="3">42 823> ID="4">3 810> ID="5">4 027> ID="6">24 122> ID="7">3 900> ID="8">9 625> ID="9">879> ID="10">10 515> ID="11">77 476> ID="12">188 281> ID="13">290 435> ID="14">64,83"> ID="1">1976> ID="3">44 542> ID="4">4 978> ID="5">4 808> ID="6">29 939> ID="7">5 122> ID="8">10 966> ID="9">952> ID="10">12 564> ID="11">75 601> ID="12">198 036> ID="13">329 212> ID="14">60,15"> ID="1">1977> ID="3">46 148> ID="4">4 059> ID="5">5 427> ID="6">24 968> ID="7">4 549> ID="8">13 332> ID="9">1 001> ID="10">13 278> ID="11">76 432> ID="12">201 055> ID="13">324 009> ID="14">62,05"> ID="1">1978> ID="3">49 861> ID="4">3 922> ID="5">6 848> ID="6">30 307> ID="7">5 044> ID="8">14 309> ID="9">1 108> ID="10">15 393> ID="11">85 749> ID="12">226 658> ID="13">381 065> ID="14">59,48"> ID="1">1979> ID="3">57 491> ID="4">3 633> ID="5">7 163> ID="6">33 326> ID="7">6 377> ID="8">16 122> ID="9">1 243> ID="10">16 931> ID="11">86 981> ID="12">247 721> ID="13">424 729> ID="14">58,32"> ID="1">1980> ID="3">44 785> ID="4">3 493> ID="5">6 815> ID="6">32 108> ID="7">5 801> ID="8">15 650> ID="9">1 676> ID="10">11 513> ID="11">77 848> ID="12">219 510> ID="13">406 307> ID="14">54,03"> ID="1">1981> ID="2">423> ID="3">40 546> ID="4">3 903> ID="5">5 652> ID="6">33 432> ID="7">4 744> ID="8">12 999> ID="9">1 649> ID="10">11 399> ID="11">87 338> ID="12">222 087> ID="13">423 679> ID="14">52,42">

BILAG II - ANHANG II - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II - ANNEX II - ANNEXE II - ALLEGATO II - BIJLAGE II

Cognac (hl ren alkohol) Cognac (hl reiner Alkohol) Κονιάκ (hl καθαρού οινοπνεύματος) Cognac (hl pure alcohol) Cognac (hl d'alcool pur) Cognac (hl alcole puro) Cognac (hl zuivere alcohol) "" ID="1">1972> ID="2">421 942> ID="3">381 134> ID="4">1 607 822"> ID="1">1973> ID="2">406 708> ID="3">375 579> ID="4">1 638 951"> ID="1">1974> ID="2">740 355> ID="3">330 163> ID="4">2 049 143"> ID="1">1975> ID="2">544 364> ID="3">331 592> ID="4">2 261 916"> ID="1">1976> ID="2">720 196> ID="3">374 554> ID="4">2 606 145"> ID="1">1977> ID="2">447 214> ID="3">372 374> ID="4">2 680 985"> ID="1">1978> ID="2">354 494> ID="3">412 938> ID="4">2 622 541"> ID="1">1979> ID="2">503 211> ID="3">454 517> ID="4">2 671 235"> ID="1">1980> ID="2">655 394> ID="3">478 727> ID="4">2 847 941"> ID="1">1981> ID="2">451 716> ID="3">469 652> ID="4">2 830 005">

BILAG III - ANHLAG III - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III - ANNEX III - ANNEXE III - ALLEGATO III - BIJLAGE III

BOUILLEURS DE CRU

Lagerbeholdning (hl ren alkohol) Lagerbestand (hl reiner Alkohol) Απόθεμα (hl καθαρού οινοπνεύματος) Stock (hl pure alcohol) Stock (hl d'alcool pur) Riserve (hl alcole puro) Stock (hl zuivere alcohol) "" ID="1">1972> ID="2">141 104> ID="3">93 099> ID="4">30 812> ID="5">137 725> ID="6">40 514> ID="7">2 745> ID="8">445 999"> ID="1">1973> ID="2">149 002> ID="3">99 069> ID="4">30 190> ID="5">143 190> ID="6">43 102> ID="7">2 248> ID="8">466 801"> ID="1">1974> ID="2">180 719> ID="3">125 307> ID="4">37 104> ID="5">188 177> ID="6">61 723> ID="7">2 719> ID="8">595 749"> ID="1">1975> ID="2">186 350> ID="3">139 074> ID="4">39 365> ID="5">211 058> ID="6">76 786> ID="7">2 820> ID="8">655 453"> ID="1">1976> ID="2">246 651> ID="3">203 778> ID="4">52 106> ID="5">346 700> ID="6">130 423> ID="7">3 988> ID="8">983 646"> ID="1">1977> ID="2">260 653> ID="3">219 783> ID="4">55 766> ID="5">375 566> ID="6">148 896> ID="7">4 113> ID="8">1 064 777"> ID="1">1978> ID="2">253 140> ID="3">220 407> ID="4">57 040> ID="5">377 640> ID="6">143 528> ID="7">4 138> ID="8">1 055 893"> ID="1">1979> ID="2">255 774> ID="3">220 945> ID="4">57 974> ID="5">385 942> ID="6">139 491> ID="7">13 368> ID="8">1 073 494"> ID="1">1980> ID="2">281 355> ID="3">244 113> ID="4">60 667> ID="5">401 746> ID="6">149 804> ID="7">15 592> ID="8">1 153 277"> ID="1">1981> ID="2">266 688> ID="3">239 023> ID="4">54 039> ID="5">378 012> ID="6">144 466> ID="7">13 818> ID="8">1 096 046">

BILAG IV - ANHANG IV - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV - ANNEX IV - ANNEXE IV - ALLEGATO IV - BIJLAGE IV

Cognac ***, i fade (ffr./hl ren alkohol) Cognac ***, in Faessern (ffrs/hl reiner Alkohol) Κονιάκ ***, σε βαρέλια (FF/hl καθαρού αλκοόλ) Cognac ***, in casks (FF/hl pure alcohol) Cognac ***, en futs (FF/hl d'alcool pur) Cognac ***, in fusti (FF/hl alcole puro) Cognac ***, in fusten (Ffr./hl zuivere alcohol) "" ID="1.4">1. 4. 1979-30. 9. 1979" ID="1">Fins Bois> ID="2">2 959> ID="3">3 095> ID="4">+ 4,6 %"> ID="1">Bons Bois> ID="2">2 687> ID="3">3 095> ID="4">+ 15,18 %"> ID="1">Bois Ordinaires> ID="2">2 415> ID="3">3 095> ID="4">+ 28 %"" ID="1.4">1. 4. 1980-31. 10. 1980" ID="1">Fins Bois> ID="2">2 988> ID="3">3 545> ID="4">+ 19 %"> ID="1">Bons Bois> ID="2">2 641> ID="3">3 545> ID="4">+ 34 %"> ID="1">Bois Ordinaires> ID="2">2 356> ID="3">3 545> ID="4">+ 50 %"" ID="1.4">1. 4. 1981-30. 11. 1981" ID="1">Fins Bois> ID="2">3 135> ID="3">3 905> ID="4">+ 25 %"> ID="1">Bons Bois> ID="2">2 660> ID="3">3 905> ID="4">+ 47 %"> ID="1">Bois Ordinaires> ID="2">2 365> ID="3">3 905> ID="4">+ 65 %""

Top