Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02017R0565-20220802

Consolidated text: Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2017/565/2022-08-02

02017R0565 — EL — 02.08.2022 — 005.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/565 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Απριλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 087 της 31.3.2017, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/2294 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 28ης Αυγούστου 2017

  L 329

4

13.12.2017

►M2

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/1011 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 13ης Δεκεμβρίου 2018

  L 165

1

21.6.2019

►M3

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/527 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 15ης Δεκεμβρίου 2020

  L 106

30

26.3.2021

►M4

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/1253 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 21ης Απριλίου 2021

  L 277

1

2.8.2021

►M5

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/1254 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 21ης Απριλίου 2021

  L 277

6

2.8.2021


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 246, 26.9.2017, σ.  12 (2017/565)




▼B

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/565 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Απριλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

▼M5

1.  
Το κεφάλαιο II, και το κεφάλαιο III τμήματα 1 έως 4, άρθρο 64 παράγραφος 4, άρθρο 65 και τμήματα 6 έως 8 και, στο μέτρο που αφορούν τις διατάξεις αυτές, το κεφάλαιο I και το κεφάλαιο VIII του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στις εταιρείες διαχείρισης, όταν παρέχουν υπηρεσίες σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ και το άρθρο 6 παράγραφος 6 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ).

▼C1

2.  
Οι αναφορές σε επιχειρήσεις επενδύσεων περιλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα και οι αναφορές σε χρηματοπιστωτικά μέσα περιλαμβάνουν δομημένες καταθέσεις σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 και το άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις διατάξεις εφαρμογής τους, όπως καθορίζονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

▼B

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«αρμόδιο πρόσωπο» σε σχέση με επιχείρηση επενδύσεων :

ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α) 

διευθυντής, εταίρος ή ισοδύναμο πρόσωπο, διευθυντικό στέλεχος ή συνδεδεμένος αντιπρόσωπος της επιχείρησης·

β) 

διευθυντής, εταίρος ή ισοδύναμο πρόσωπο, ή διευθυντικό στέλεχος τυχόν συνδεδεμένου αντιπροσώπου της επιχείρησης·

γ) 

υπάλληλος της επιχείρησης ή ενός συνδεδεμένου αντιπροσώπου της, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση και υπό τον έλεγχο της επιχείρησης ή συνδεδεμένου αντιπροσώπου της που συμμετέχει επίσης στην παροχή και άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την επιχείρηση·

δ) 

φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει άμεσα στην παροχή υπηρεσιών στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο συνδεδεμένο αντιπρόσωπό της στο πλαίσιο συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων εκ μέρους της επιχείρησης·

2)

▼C1

«χρηματοοικονομικός αναλυτής» : αρμόδιο πρόσωπο που παράγει το ουσιώδες μέρος της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

▼B

3)

«εξωτερική ανάθεση» : συμφωνία οποιασδήποτε μορφής μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων και ενός παρόχου υπηρεσιών με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών εκτελεί διαδικασία, παρέχει υπηρεσία ή ασκεί δραστηριότητα που θα είχε διαφορετικά παρασχεθεί ή ασκηθεί από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων·

3α)

«πρόσωπο με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει οικογενειακή σχέση» :

ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α) 

ο (η) σύζυγος του αρμόδιου προσώπου ή ο (η) σύντροφος του προσώπου αυτού που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, εξομοιώνεται με σύζυγο·

β) 

εξαρτώμενο τέκνο ή θετό τέκνο του αρμόδιου προσώπου·

γ) 

λοιποί συγγενείς του αρμόδιου προσώπου οι οποίοι κατά την ημερομηνία της σχετικής προσωπικής συναλλαγής ήταν μέλη του νοικοκυριού του προσώπου αυτού για τουλάχιστον ένα έτος·

4)

«συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων» : η συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2

5)

«αμοιβή» : όλες οι μορφές πληρωμών ή χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα από τις επιχειρήσεις στα αρμόδια πρόσωπα κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες·

6)

«εμπορεύματα» : αγαθά ανταλλάξιμα μεταξύ τους και δυνάμενα να παραδοθούν, περιλαμβανομένων των μετάλλων και των κραμάτων τους, των γεωργικών προϊόντων και της ενέργειας, π.χ. της ηλεκτρικής ενέργειας·

▼M4

7)

«προτιμήσεις βιωσιμότητας» :

η επιλογή ενός πελάτη ή δυνητικού πελάτη σχετικά με το αν και κατά πόσον ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να περιληφθούν στην επένδυσή του:

α) 

χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης καθορίζει ότι μια ελάχιστη αναλογία επενδύεται σε περιβαλλοντικά βιώσιμες επενδύσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3

β) 

χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης καθορίζει ότι μια ελάχιστη αναλογία επενδύεται σε αειφόρες επενδύσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4

γ) 

χρηματοπιστωτικό μέσο που λαμβάνει υπόψη τις κύριες δυσμενείς επιπτώσεις στους παράγοντες βιωσιμότητας, στο οποίο τα ποιοτικά ή ποσοτικά στοιχεία που αποδεικνύουν την εν λόγω συνεκτίμηση καθορίζονται από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη·

8)

«παράγοντες βιωσιμότητας» : οι παράγοντες αειφορίας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 σημείο 24) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088·

9)

«κίνδυνοι βιωσιμότητας» : οι κίνδυνοι βιωσιμότητας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088.

▼B

Άρθρο 3

Όροι που εφαρμόζονται στην παροχή πληροφοριών

1.  

Στις περιπτώσεις που, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, απαιτείται η παροχή πληροφοριών σε σταθερό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο 62) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν το δικαίωμα να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές σε σταθερό μέσο άλλο από το χαρτί μόνον εφόσον:

α) 

η παροχή των πληροφοριών με το μέσο αυτό είναι κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη· και

β) 

εάν του παρέχεται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πληροφόρησης σε χαρτί ή στο άλλο σταθερό μέσο, το πρόσωπο στο οποίο παρέχονται οι πληροφορίες επιλέγει ρητά την παροχή πληροφοριών στο άλλο μέσο.

2.  

Εάν, σύμφωνα με τα άρθρα 46, 47, 48, 49, 50 ή 66 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε πελάτη πληροφορίες μέσω δικτυακού τόπου και οι πληροφορίες αυτές δεν απευθύνονται προσωπικά σε αυτό τον πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η παροχή των πληροφοριών στο μέσο αυτό είναι κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη·

β) 

ο πελάτης πρέπει να συναινεί ρητά στην παροχή αυτών των πληροφοριών στην εν λόγω μορφή·

γ) 

η διεύθυνση του δικτυακού τόπου, καθώς και το σημείο του δικτυακού τόπου στο οποίο είναι προσβάσιμες οι πληροφορίες, κοινοποιούνται ηλεκτρονικά στον πελάτη·

δ) 

οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι επικαιροποιημένες·

ε) 

οι πληροφορίες πρέπει να είναι προσβάσιμες σε συνεχή βάση μέσω του εν λόγω δικτυακού τόπου για το χρονικό διάστημα που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι χρειάζεται ο πελάτης για να τις εξετάσει.

3.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η παροχή πληροφοριών με ηλεκτρονική επικοινωνία θεωρείται κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο πελάτης έχει τακτική πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Η παροχή από τον πελάτη ηλεκτρονικής διεύθυνσης για τους σκοπούς της άσκησης αυτής της δραστηριότητας πρέπει να θεωρείται επαρκής ένδειξη για το σκοπό αυτό.

Άρθρο 4

Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών περιστασιακά

(άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς της εξαίρεσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια επενδυτική υπηρεσία θεωρείται ότι παρέχεται περιστασιακά στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

υπάρχει στενή και πραγματική συνάφεια μεταξύ της επαγγελματικής δραστηριότητας και της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας στον ίδιο πελάτη, έτσι ώστε η επενδυτική υπηρεσία να μπορεί να θεωρηθεί ως συμπληρωματική της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας·

β) 

η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών προς τους πελάτες της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας δεν στοχεύει στην παροχή μιας συστηματικής πηγής εσόδων στο πρόσωπο που παρέχει την επαγγελματική δραστηριότητα· και

γ) 

το πρόσωπο που παρέχει την επαγγελματική δραστηριότητα δεν διαθέτει στην αγορά ούτε προωθεί κατ' άλλο τρόπο την ικανότητά του να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός εάν αυτές γνωστοποιούνται στους πελάτες ως συμπληρωματικές της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας.

Άρθρο 5

Ενεργειακά προϊόντα χονδρικής που πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.  

Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένα ενεργειακό προϊόν χονδρικής πρέπει να εκκαθαρίζεται με φυσική παράδοση, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

περιλαμβάνει διατάξεις που θα εξασφαλίζουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ανάλογες ρυθμίσεις ώστε να είναι σε θέση να παραδώσουν ή να λάβουν τα υποκείμενα εμπορεύματα· μια συμφωνία εξισορρόπησης με τον διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου θεωρείται αναλογική ρύθμιση όταν τα μέρη της συμφωνίας οφείλουν να εξασφαλίζουν τη φυσική παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου·

β) 

προβλέπει ανεπιφύλακτες, απεριόριστες και εκτελεστές υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών να παραδίδουν και να παραλαμβάνουν το υποκείμενο εμπόρευμα·

γ) 

δεν επιτρέπει σε κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη την αντικατάσταση της φυσικής παράδοσης με διακανονισμό τοις μετρητοίς·

δ) 

οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με υποχρεώσεις που απορρέουν από άλλες συμβάσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των συμβαλλόμενων μερών, να συμψηφίζουν τις υποχρεώσεις πληρωμής τους σε μετρητά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), ο επιχειρησιακός συμψηφισμός στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από μια σύμβαση έναντι των υποχρεώσεων που απορρέουν από άλλες συμβάσεις.

2.  
Ως λειτουργικός συμψηφισμός θα πρέπει να νοείται οποιοσδήποτε ορισμός ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που πρέπει να τροφοδοτείται σε ένα δίκτυο κατόπιν απαίτησης των κανόνων ή αιτήσεων του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ) για μια οντότητα που εκτελεί ισοδύναμη λειτουργία με ένα διαχειριστή συστήματος μεταφοράς σε εθνικό επίπεδο. Οιοσδήποτε ορισμός ποσοτήτων που βασίζεται σε λειτουργικό συμψηφισμό δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλόμενων μερών.
3.  
Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι περιπτώσεις ανωτέρας βίας περιλαμβάνουν κάθε έκτακτο γεγονός ή σύνολο περιστάσεων που δεν εμπίπτουν στον έλεγχο των συμβαλλόμενων μερών και δεν θα μπορούσαν να έχουν εύλογα προβλεφθεί ή αποφευχθεί ενεργώντας με την κατάλληλη και δέουσα επιμέλεια και τα οποία εμποδίζουν το ένα ή και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη στην εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων.
4.  
Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η καλόπιστη αδυναμία εκκαθάρισης περιλαμβάνει οποιοδήποτε γεγονός ή σύνολο περιστάσεων, που δεν χαρακτηρίζονται ως ανωτέρα βία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, τα οποία καθορίζονται αντικειμενικά και ρητά στους όρους της σύμβασης, όπου το ένα ή και τα δύο μέρη της σύμβασης που ενεργούν με καλή πίστη δεν εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.
5.  
Η ύπαρξη ανωτέρας βίας ή διατάξεων περί καλόπιστης αδυναμίας εκκαθάρισης δεν εμποδίζουν ένα συμβόλαιο από το να θεωρηθεί ως «εκκαθαριζόμενο με φυσική παράδοση» για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
6.  
Η ύπαρξη ρητρών αθέτησης, δεδομένου ότι ο συμβαλλόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης, δεν εμποδίζει τη σύμβαση από το να θεωρηθεί ως «εκκαθαριζόμενη με φυσική παράδοση» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65 /ΕΕ.
7.  

Οι μέθοδοι παράδοσης για τις συμβάσεις που θεωρούνται «εκκαθαριζόμενες με φυσική παράδοση» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α) 

τη φυσική παράδοση των ίδιων των σχετικών εμπορευμάτων·

β) 

την παράδοση εγγράφου που παρέχει δικαιώματα ιδιοκτησίας επί των σχετικών εμπορευμάτων ή της αντίστοιχης ποσότητας των σχετικών εμπορευμάτων·

►C1  γ) 

άλλες μεθόδους που επιφέρουν τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων κυριότητας σε σχέση με την αντίστοιχη ποσότητα εμπορευμάτων, ◄ χωρίς τη φυσική παράδοσή τους, συμπεριλαμβανομένης της κοινοποίησης, του προγραμματισμού ή υπόδειξης στον διαχειριστή του δικτύου παροχής ενέργειας, που παρέχει στον παραλήπτη δικαιώματα στη σχετική ποσότητα των εμπορευμάτων.

Άρθρο 6

Συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με το πετρέλαιο, τον άνθρακα και ενεργειακά προϊόντα χονδρικής

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.  
Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ως συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με το πετρέλαιο νοούνται οι συμβάσεις με κάθε είδους ορυκτέλαιο και αέρια πετρελαίου, είτε σε υγρή ή αέρια μορφή, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων, συστατικών και των παραγώγων του πετρελαίου και των καυσίμων μεταφοράς πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με πρόσθετα βιοκαυσίμων, ως υποκείμενα στοιχεία.
2.  
Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ως συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με τον άνθρακα νοούνται οι συμβάσεις με τον άνθρακα, ο οποίος ορίζεται ως μαύρη ή σκούρα καφέ εύφλεκτη ορυκτή ουσία που αποτελείται από ανθρακοποιημένη φυτική ύλη που χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως υποκείμενο στοιχείο.
►C1  3.  
Για τους σκοπούς του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι συμβάσεις παραγώγων που έχουν τα χαρακτηριστικά των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, ◄ όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 αποτελούν παράγωγα με την ηλεκτρική ενέργεια ή το φυσικό αέριο ως υποκείμενα στοιχεία, σύμφωνα με τα στοιχεία β) και δ) του άρθρου 2 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 7

Άλλα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.  

Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια σύμβαση που δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 4 θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i) 

αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που επιτελεί λειτουργία όμοια με εκείνη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ ή ΜΟΔ·

ii) 

ορίζεται ρητά ότι αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κανόνες ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ, ΜΟΔ ή παρόμοιου τόπου διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας·

iii) 

ισοδυναμεί με σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ και ΜΟΔ ή παρόμοιου τόπου διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας, σε σχέση με την τιμή, την μονάδα διαπραγμάτευσης, την ημερομηνία παράδοσης και άλλους συμβατικούς όρους·

β) 

είναι τυποποιημένη κατά τρόπο ώστε η τιμή, η μονάδα διαπραγμάτευσης, η ημερομηνία παράδοσης και τυχόν άλλοι όροι προσδιορίζονται πρωτίστως κατ' αναφορά προς τακτικά δημοσιευόμενες τιμές, συνήθεις μονάδες διαπραγμάτευσης ή συνήθεις ημερομηνίες παράδοσης.

2.  

Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση πώλησης εμπορεύματος, περιουσιακού στοιχείου ή δικαιώματος, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:

α) 

2 ημέρες διαπραγμάτευσης·

β) 

χρονικό διάστημα που γίνεται γενικά δεκτό στην αγορά ως συνήθης προθεσμία παράδοσης για το σχετικό εμπόρευμα, περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα.

Ωστόσο, μια σύμβαση δεν πρέπει να νοείται ως σύμβαση για άμεση παράδοση όταν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η παράδοση του υποκείμενου μέσου θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

3.  

Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6 ), μια σύμβαση παραγώγου, η οποία αφορά υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο εν λόγω τμήμα ή στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

υπόκειται σε διακανονισμό τοις μετρητοίς ή μπορεί να εκκαθαριστεί τοις μετρητοίς κατ' επιλογή ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων μερών, για λόγους διαφορετικούς από την αθέτηση υποχρέωσης ή άλλο γεγονός που λύει τη σύμβαση·

▼C1

β) 

αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ, ΜΟΔ ή τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που επιτελεί λειτουργία όμοια με εκείνη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ ή ενός ΜΟΔ·

▼B

γ) 

οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πληρούνται σε σχέση με τη σχετική σύμβαση.

4.  

Μια σύμβαση θεωρείται ότι έχει εμπορικό χαρακτήρα για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, για τους σκοπούς του τμήματος Γ σημεία 7 και 10 του ίδιου παραρτήματος, εφόσον πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

έχει συναφθεί με ή από φορέα εκμετάλλευσης ή διαχειριστή δικτύου μεταφοράς ενέργειας, μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου αγωγών·

β) 

είναι απαραίτητη η τήρηση ισορροπίας όσον αφορά τις προμήθειες και τις χρήσεις της ενέργειας σε δεδομένη στιγμή, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία η εφεδρική δυναμικότητα που έχει αποκτηθεί από διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ μεταφέρεται από έναν προκαθορισμένο πάροχο υπηρεσιών εξισορρόπησης σε άλλο με τη συγκατάθεση του αρμόδιου διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς.

Άρθρο 8

Παράγωγα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Εκτός από τις συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται ρητά στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια σύμβαση παραγώγων υπόκειται στις διατάξεις του ίδιου τμήματος εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο εν λόγω τμήμα και στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και σχετίζεται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) 

εύρος ζώνης τηλεπικοινωνιών·

β) 

ικανότητα αποθήκευσης εμπορευμάτων·

γ) 

δυνατότητα μετάδοσης ή μεταφοράς σε σχέση με εμπορεύματα, είτε πρόκειται για καλώδια, αγωγούς ή άλλα μέσα, με εξαίρεση τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ικανότητα μετάδοσης μεταξύ δύο ζωνών όταν έχουν συναφθεί με ή από διαχειριστή συστήματος μετάδοσης στην πρωτογενή αγορά ή πρόσωπα που ενεργούν ως φορείς παροχής υπηρεσιών για λογαριασμό τους με σκοπό τη διανομή της δυνατότητας μετάδοσης·

δ) 

παραχώρηση εκμετάλλευσης, πίστωση, άδεια, δικαίωμα ή παρόμοιο περιουσιακό στοιχείο που συνδέεται άμεσα με την προμήθεια, διανομή ή κατανάλωση ενέργειας που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές, εκτός εάν η σύμβαση ήδη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε) 

γεωλογική, περιβαλλοντική ή άλλη φυσική μεταβλητή, εκτός αν η σύμβαση σχετίζεται με τα μερίδια που αναγνωρίζονται για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 7

στ) 

οποιοδήποτε άλλο αντικαταστατό περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα, εκτός των μεταβιβάσιμων δικαιωμάτων λήψης υπηρεσίας·

ζ) 

δείκτης ή μετρικό μέγεθος σχετιζόμενο με την τιμή ή αξία ή με τον όγκο των συναλλαγών σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, υπηρεσία ή υποχρέωση·

η) 

δείκτης ή μετρικό μέγεθος βασισμένο σε αναλογιστική στατιστική.

Άρθρο 9

Επενδυτική συμβουλή

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ}

Για τους σκοπούς του ορισμού της «επενδυτικής συμβουλής» στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια προσωπική σύσταση συνιστά σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως επενδυτή ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή.

Η σύσταση αυτή παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και αποτελεί σύσταση για τη διενέργεια ενός από τα ακόλουθα σύνολα ενεργειών:

α) 

αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου·

β) 

άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου.

Μια σύσταση δεν νοείται ως προσωπική σύσταση εάν εκδίδεται αποκλειστικά προς το κοινό.

Άρθρο 10

Χαρακτηριστικά άλλων συμβάσεων παραγώγων σχετιζόμενων με νομίσματα

▼C1

1.  

Για τους σκοπούς του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άλλες συμβάσεις επί παραγώγων που σχετίζονται με νόμισμα δεν αποτελούν χρηματοπιστωτικό μέσο εφόσον η σύμβαση συνίσταται σε ένα από τα ακόλουθα:

▼B

α) 

σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·

β) 

τρόπος πληρωμής, ο οποίος:

i) 

πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση για άλλο λόγο εκτός από αδυναμία πληρωμής ή άλλο γεγονός που επιφέρει τη λύση της σύμβασης·

ii) 

έχει συναφθεί από τουλάχιστον ένα άτομο, το οποίο δεν αποτελεί χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8

iii) 

έχει συναφθεί προκειμένου να διευκολυνθεί η πληρωμή προσδιορίσιμων αγαθών, υπηρεσιών ή άμεσων επενδύσεων· και

iv) 

δεν αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής σε τόπο διαπραγμάτευσης.

2.  

Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση ανταλλαγής νομισμάτων, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:

α) 

δύο ημέρες διαπραγμάτευσης σε σχέση με οποιοδήποτε ζεύγος των κυριότερων νομισμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 3·

β) 

για κάθε ζεύγος νομισμάτων, όπου τουλάχιστον ένα νόμισμα δεν αποτελεί σημαντικό νόμισμα, από το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ των 2 ημερών διαπραγμάτευσης ή της περιόδου που είναι γενικά αποδεκτή στην αγορά για το συγκεκριμένο ζεύγος νομισμάτων ως περίοδος παράδοσης·

γ) 

εφόσον η σύμβαση για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών χρησιμοποιείται για τον κύριο σκοπό της πώλησης ή αγοράς κινητής αξίας ή μεριδίου ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, η περίοδος που είναι γενικώς αποδεκτή στην αγορά για τον διακανονισμό της εν λόγω κινητής αξίας ή μεριδίου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ως συνήθης προθεσμία παράδοσης ή 5 ημέρες διαπραγμάτευσης, όποια από τις δύο περιόδους είναι μικρότερη.

Μια σύμβαση δεν θεωρείται σύμβαση για άμεση παράδοση όταν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η παράδοση του νομίσματος θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο.

3.  
Τα κύρια νομίσματα για τους σκοπούς της παραγράφου 2 περιλαμβάνουν μόνο το δολάριο ΗΠΑ, το ευρώ, το ιαπωνικό γιεν, τη λίρα στερλίνα, το δολάριο Αυστραλίας, το ελβετικό φράγκο, το δολάριο Καναδά, το δολάριο Χονγκ Κονγκ, τη σουηδική κορώνα, το δολάριο Νέας Ζηλανδίας, το δολάριο Σιγκαπούρης, τη νορβηγική κορώνα, το μεξικάνικο πέσο, το κροατικό κούνα, το λεβ Βουλγαρίας, την τσεχική κορώνα, τη δανική κορώνα, το ουγγρικό φιορίνι, το πολωνικό ζλότι και το ρουμανικό λέου.
4.  

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ως ημέρα διαπραγμάτευσης νοείται οποιαδήποτε ημέρα κανονικής διαπραγμάτευσης στη δικαιοδοσία των δύο νομισμάτων που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τη σύμβαση για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών και στη δικαιοδοσία ενός τρίτου νομίσματος όπου πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών συνεπάγεται τη μετατροπή τους μέσω του εν λόγω τρίτου νομίσματος για τους σκοπούς της ρευστότητας·

β) 

η συνήθης προθεσμία παράδοσης για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών παραπέμπει στην δικαιοδοσία του εν λόγω τρίτου νομίσματος.

Άρθρο 11

Μέσα χρηματαγοράς

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Τα μέσα χρηματαγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, περιλαμβάνουν έντοκα γραμμάτια, πιστοποιητικά καταθέσεων, εμπορικά χρεόγραφα και άλλα μέσα με ουσιαστικά ισοδύναμα χαρακτηριστικά εφόσον παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α) 

έχουν αξία που μπορεί να προσδιοριστεί ανά πάσα στιγμή·

β) 

δεν είναι παράγωγα·

γ) 

έχουν ληκτότητα κατά την έκδοση μέχρι και 397 ημέρες.

Άρθρο 12

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

▼C1

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για κάθε μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό και άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο όταν εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α) 

σε συχνή και συστηματική βάση στο χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i) 

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 0,4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii) 

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο σε καθημερινή βάση·

β) 

σε συχνή και συστηματική βάση στο χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο σε καθημερινή βάση·

γ) 

σε σημαντικό βαθμό στο χρηματοπιστωτικό μέσο όταν το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από ένα εκ των κατωτέρω:

i) 

15 % της συνολικής αξίας των συναλλαγών στο ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii) 

0,4 % της συνολικής αξίας των συναλλαγών στο ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

▼B

Άρθρο 13

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για ομόλογα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

▼C1

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά όλα τα ομόλογα που ανήκουν σε μια κατηγορία ομολόγων και εκδίδονται από την ίδια οντότητα ή από οποιαδήποτε οντότητα εντός του ίδιου ομίλου, εφόσον, σε σχέση με οποιοδήποτε τέτοιο ομόλογο, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα ομόλογο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εφόσον κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i) 

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 2,5 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό ομόλογο που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii) 

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β) 

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα ομόλογο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εφόσον κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ) 

σε σημαντικό βαθμό σε ένα ομόλογο εφόσον το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i) 

25 % της συνολικής ονομαστικής αξίας των συναλλαγών στο εν λόγω ομόλογο που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii) 

1 % της συνολικής ονομαστικής αξίας των συναλλαγών στο εν λόγω ομόλογο που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

▼B

Άρθρο 14

Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές για τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

▼C1

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά όλα τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που ανήκουν σε μια κατηγορία δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που εκδίδονται από την ίδια οντότητα ή από οποιαδήποτε οντότητα εντός του ίδιου ομίλου, εφόσον, σε σχέση με οποιοδήποτε τέτοιο δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i) 

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii) 

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β) 

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ) 

σε σημαντικό βαθμό σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν, όταν το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i) 

30 % της συνολικής ονομαστικής αξίας των συναλλαγών στο εν λόγω δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά· ή

ii) 

2,25 % της συνολικής ονομαστικής αξίας των συναλλαγών στο εν λόγω δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

▼B

Άρθρο 15

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για παράγωγα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

▼C1

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όσον αφορά όλα τα παράγωγα που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων, εφόσον, σε σχέση με τα εν λόγω παράγωγα, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α) 

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα παράγωγο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i) 

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 2,5 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στη σχετική κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii) 

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών σε αυτήν την κατηγορία παραγώγων λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β) 

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα παράγωγο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό στη σχετική κατηγορία παραγώγων, κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ) 

σε σημαντικό βαθμό σε ένα παράγωγο, όταν το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i) 

25 % της συνολικής ονομαστικής αξίας των συναλλαγών στην εν λόγω κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii) 

1 % της συνολικής ονομαστικής αξίας των συναλλαγών στην εν λόγω κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 16

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για δικαιώματα εκπομπής

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων όταν, σε σχέση με το εν λόγω μέσο, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α) 

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δικαίωμα εκπομπής ρύπων για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i) 

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό είδος δικαιώματος εκπομπής που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii) 

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών σε αυτό το είδος δικαιωμάτων εκπομπής λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β) 

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δικαίωμα εκπομπής ρύπων για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό στο σχετικό είδος δικαιωμάτων εκπομπής κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ) 

σε σημαντικό βαθμό σε ένα δικαίωμα εκπομπής, όταν το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από ένα εκ των εξής:

i) 

30 % της συνολικής ονομαστικής αξίας των συναλλαγών στο εν λόγω είδος δικαιωμάτων εκπομπής που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά· ή

ii) 

2,25 % της συνολικής ονομαστικής αξίας των συναλλαγών στο εν λόγω είδος δικαιωμάτων εκπομπής που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

▼M1

Άρθρο 16α

Συμμετοχή σε ρυθμίσεις αντιστοίχισης

Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων συμμετέχει σε ρυθμίσεις αντιστοίχισης που έχει συνάψει με οντότητες εκτός του ομίλου στον οποίο ανήκει με στόχο ή αποτέλεσμα τη διενέργεια συναλλαγών αντιστήριξης (back-to-back transactions), χωρίς εκ των πραγμάτων να αναλαμβάνει κίνδυνο, σε χρηματοπιστωτικό μέσο εκτός τόπου διαπραγμάτευσης.

▼B

Άρθρο 17

Σχετικές περίοδοι αξιολόγησης

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 12 έως 16 αξιολογούνται σε τριμηνιαία βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία των τελευταίων 6 μηνών. Η περίοδος αξιολόγησης αρχίζει την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Ιανουαρίου, του Απριλίου, του Ιουλίου και του Οκτωβρίου.

Τα νεοεκδιδόμενα μέσα λαμβάνονται υπόψη στην αξιολόγηση μόνο όταν τα ιστορικά δεδομένα καλύπτουν περίοδο τουλάχιστον τριών μηνών στην περίπτωση των μετοχών, των πιστοποιητικών αποθετηρίου, των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, των πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων, και έξι εβδομάδες στην περίπτωση των ομολόγων, των δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων και των παραγώγων.

Άρθρο 18

Αλγοριθμικές συναλλαγές

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

▼C1

Για τους σκοπούς του περαιτέρω προσδιορισμού του ορισμού των αλγοριθμικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένα σύστημα θεωρείται ότι έχει μηδενική ή περιορισμένη ανθρώπινη παρέμβαση όταν, για κάθε διαδικασία δημιουργίας εντολής ή προσφοράς ή κάθε διαδικασία για τη βελτιστοποίηση της εκτέλεσης εντολών, ένα αυτοματοποιημένο σύστημα λαμβάνει αποφάσεις σε οποιοδήποτε από τα στάδια της εισαγωγής, δημιουργίας, δρομολόγησης ή εκτέλεσης εντολών ή προσφορών σύμφωνα με προκαθορισμένες παραμέτρους.

▼B

Άρθρο 19

▼C1

Τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.  

Ένα υψηλό ημερήσιο επίπεδο μηνυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ συνίσταται στην υποβολή κατά μέσο όρο οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

α) 

τουλάχιστον 2 μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σχετικά με ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης·

β) 

τουλάχιστον 4 μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σχετικά με όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

2.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στον υπολογισμό περιλαμβάνονται τα μηνύματα που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Τα μηνύματα που εισάγονται για τον σκοπό της διαπραγμάτευσης και πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό.
3.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μηνύματα που εισάγονται με σκοπό τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό. Μηνύματα που εισάγονται στο πλαίσιο άλλων τεχνικών εκτέλεσης από εκείνες που βασίζονται στη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό στην περίπτωση κατά την οποία η τεχνική εκτέλεσης της επιχείρησης δομείται με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εκτέλεση για ίδιο λογαριασμό.
4.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, για τον υπολογισμό του υψηλού ημερήσιου επιπέδου μηνυμάτων σχετικά με παρόχους άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, μηνύματα που υποβάλλονται από τους πελάτες άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης εξαιρούνται από τους υπολογισμούς.
5.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης διαθέτουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, κατόπιν αιτήματος, εκτιμήσεις του μέσου αριθμού μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σε μηνιαία βάση δύο εβδομάδες μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, λαμβάνοντας έτσι υπόψη όλα τα μηνύματα που υποβλήθηκαν κατά τους προηγούμενους 12 μήνες.

▼B

Άρθρο 20

Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

▼C1

1.  
Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεν είναι ικανό να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί να ασκεί διακριτική ευχέρεια όσον αφορά το ακριβές κλάσμα δευτερολέπτου εισαγωγής της εντολής και τη διάρκεια ζωής της εντολής εντός του εν λόγω χρονικού πλαισίου.
2.  
Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεν είναι ικανό να πραγματοποιεί την εν λόγω άμεση διαβίβαση ηλεκτρονικών εντολών, όταν πραγματοποιείται μέσω ρυθμίσεων για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών που καθορίζουν τις παραμέτρους της εντολής, εκτός από τον τόπο ή τους τόπους όπου θα πρέπει να υποβληθεί η εντολή, εκτός αν αυτές οι ρυθμίσεις είναι ενσωματωμένες στα συστήματα των πελατών και όχι σε εκείνα του μέλους ή του συμμετέχοντος σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ ή ενός πελάτη ενός ΜΟΔ.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ



ΤΜΗΜΑ 1

Οργάνωση

Άρθρο 21

Γενικές οργανωτικές απαιτήσεις

(άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τις ακόλουθες οργανωτικές απαιτήσεις:

α) 

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθώς και οργανωτική διάρθρωση που προσδιορίζει σαφώς και με τεκμηριωμένο τρόπο τις ιεραρχικές σχέσεις και την κατανομή λειτουργιών και αρμοδιοτήτων·

β) 

να διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπά τους γνωρίζουν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την ορθή άσκηση των αρμοδιοτήτων τους·

γ) 

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που αποσκοπούν να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις και τις διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης επενδύσεων·

δ) 

να χρησιμοποιούν προσωπικό με τις ικανότητες, τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί·

ε) 

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν αποτελεσματική διαδικασία εσωτερικής πληροφόρησης και επικοινωνίας σε όλα τα κατάλληλα επίπεδα της επιχείρησης επενδύσεων·

στ) 

να διατηρούν επαρκή και τακτικά αρχεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της εσωτερικής τους οργάνωσης.

ζ) 

να διασφαλίζουν ότι η άσκηση πολλαπλών λειτουργιών από τα αρμόδια πρόσωπά τους δεν εμποδίζει ούτε είναι πιθανό να εμποδίσει τα πρόσωπα αυτά να ασκήσουν οποιαδήποτε λειτουργία με επιμέλεια, εντιμότητα και επαγγελματισμό.

▼M4

Όταν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη κινδύνους βιωσιμότητας.

▼M4

Όταν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

▼B

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν συστήματα και διαδικασίες επαρκείς για τη διαφύλαξη της ασφάλειας, της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εν λόγω πληροφοριών.
3.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλη πολιτική συνέχειας της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους που διασφαλίζει, σε περίπτωση διακοπής των συστημάτων και διαδικασιών τους, τη διαφύλαξη των σημαντικότερων δεδομένων και λειτουργιών τους και τη διατήρηση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, την έγκαιρη ανάκτηση αυτών των δεδομένων και λειτουργιών και την έγκαιρη αποκατάσταση της παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους.
4.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν λογιστικές πολιτικές και διαδικασίες που τους επιτρέπουν, όταν αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές, να υποβάλλουν εγκαίρως σε αυτές οικονομικές εκθέσεις οι οποίες αντικατοπτρίζουν την πραγματική και ακριβή εικόνα της χρηματοοικονομικής κατάστασής τους και συνάδουν με όλα τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα και κανόνες.
5.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν και, σε τακτική βάση, αξιολογούν την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων, των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και των ρυθμίσεων που έχουν θεσπίσει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών.

Άρθρο 22

▼C1

Κανονιστική συμμόρφωση

▼B

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν επαρκείς πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό οποιωνδήποτε κινδύνων μη συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και των συναφών κινδύνων και θέτουν σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα και διαδικασίες προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους αυτούς και να επιτρέψουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν αποτελεσματικά τις εξουσίες που τους αναθέτει η εν λόγω οδηγία.

▼C1

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

2.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν και διατηρούν μόνιμη και αποτελεσματική λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα και έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α) 

παρακολούθηση σε μόνιμη βάση και αξιολόγηση σε τακτική βάση της επάρκειας και της αποτελεσματικότητας των μέτρων, πολιτικών και διαδικασιών που θεσπίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, καθώς και των ενεργειών που αναλαμβάνονται για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών στη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της·

▼B

β) 

παροχή συμβουλών και συνδρομής στα αρμόδια πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παροχή και άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που υπέχει η επιχείρηση δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ) 

υποβολή έκθεσης στο διοικητικό όργανο, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του συνολικού περιβάλλοντος ελέγχου για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, σχετικά με τους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί και σχετικά με τις εκθέσεις για τον χειρισμό των καταγγελιών, καθώς και επανορθωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν·

δ) 

παρακολούθηση των εργασιών της διαδικασίας χειρισμού καταγγελιών και αντιμετώπιση των καταγγελιών ως πηγής σχετικών πληροφοριών στο πλαίσιο των γενικών αρμοδιοτήτων παρακολούθησής της.

▼C1

Προκειμένου να συμμορφωθεί με τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης προβαίνει σε αξιολόγηση βάσει της οποίας καταρτίζει πρόγραμμα παρακολούθησης με βάση τον κίνδυνο που λαμβάνει υπόψη όλους τους τομείς των επενδυτικών υπηρεσιών της επιχείρησης επενδύσεων, τις δραστηριότητες και τυχόν συναφείς παρεπόμενες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πληροφοριών που συγκεντρώνονται σε σχέση με την παρακολούθηση του χειρισμού των καταγγελιών. Το πρόγραμμα παρακολούθησης θεσπίζει προτεραιότητες που καθορίζονται από την εκτίμηση του κινδύνου συμμόρφωσης που διασφαλίζει ότι ο κίνδυνος συμμόρφωσης παρακολουθείται πλήρως.

3.  

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη και ανεξάρτητη άσκηση των αρμοδιοτήτων της λειτουργίας κανονιστικής συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης διαθέτει την απαραίτητη εξουσία, τους πόρους και την εμπειρογνωμοσύνη, καθώς και πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες·

β) 

ορίζεται και αντικαθίσταται από το διοικητικό όργανο υπεύθυνος κανονιστικής συμμόρφωσης, που φέρει την ευθύνη για τη λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης και για κάθε αναφορά σχετική με τη συμμόρφωση που απαιτούν η οδηγία 2014/65/ΕΕ και το άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

γ) 

η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης υποβάλλει εκθέσεις κατά περίπτωση απευθείας στο διοικητικό όργανο, όταν εντοπίζει σημαντικό κίνδυνο μη συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ) 

τα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στη λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης δεν συμμετέχουν στην παροχή των υπηρεσιών ή στην άσκηση των δραστηριοτήτων τις οποίες παρακολουθούν·

ε) 

η μέθοδος προσδιορισμού της αμοιβής των αρμόδιων προσώπων που συμμετέχουν στη λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης δεν θέτει ούτε είναι πιθανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αντικειμενικότητά τους.

4.  
Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν υποχρεούται να συμμορφωθεί με το στοιχείο γ) ή το στοιχείο δ) της παραγράφου 3 εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, καθώς και της φύσης και του φάσματος των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της, οι απαιτήσεις βάσει του στοιχείου δ) ή ε) δεν είναι αναλογικές και ότι η λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης εξακολουθεί να είναι αποτελεσματική. Στην περίπτωση αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων εκτιμά κατά πόσον διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας κανονιστικής συμμόρφωσης. Η εκτίμηση επανεξετάζεται σε τακτική βάση.

▼B

Άρθρο 23

Διαχείριση κινδύνου

(άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αναλαμβάνουν τις ακόλουθες δράσεις που αφορούν τη διαχείριση κινδύνου:

▼M4

α) 

θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που επιτρέπουν τον εντοπισμό των κινδύνων που συνδέονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης και, κατά περίπτωση, καθορίζουν το ανεκτό για την επιχείρηση επίπεδο κινδύνου. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη κινδύνους βιωσιμότητας·

▼B

β) 

θεσπίζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει καθοριστεί·

▼C1

γ) 

παρακολουθούν τα ακόλουθα:

i) 

την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων·

ii) 

το επίπεδο συμμόρφωσης της επιχείρησης επενδύσεων και των αρμόδιων προσώπων της επιχείρησης με τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το στοιχείο β)·

iii) 

την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών των εν λόγω πολιτικών, διαδικασιών, ρυθμίσεων και μηχανισμών, περιλαμβανόμενης της μη συμμόρφωσης των αρμόδιων προσώπων της επιχείρησης με αυτές τις ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς ή της μη παρακολούθησης των εν λόγω πολιτικών και διαδικασιών.

▼B

2.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους, θεσπίζουν και διατηρούν ανεξάρτητη λειτουργία διαχείρισης κινδύνου με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α) 

εφαρμογή της πολιτικής και των διαδικασιών που ορίζονται στην παράγραφο 1·

β) 

υποβολή εκθέσεων και παροχή συμβουλών στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν θεσπίζει και διατηρεί λειτουργία διαχείρισης κινδύνου στο πλαίσιο του πρώτου εδαφίου, είναι σε θέση να αποδείξει, κατόπιν αιτήματος, ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες τις οποίες έχει θεσπίσει σύμφωνα με την παράγραφο 1 πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται εκεί.

Άρθρο 24

Εσωτερικός έλεγχος

(άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους, θεσπίζουν και διατηρούν λειτουργία εσωτερικού ελέγχου χωριστή και ανεξάρτητη από τις άλλες λειτουργίες και δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

▼C1

α) 

θέσπιση, εφαρμογή και διατήρηση προγράμματος εσωτερικού ελέγχου για την εξέταση και αξιολόγηση της επάρκειας και αποτελεσματικότητας των συστημάτων, μηχανισμών και ρυθμίσεων εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης επενδύσεων·

▼B

β) 

διατύπωση συστάσεων με βάση τα αποτελέσματα των εργασιών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο α) και εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις συστάσεις αυτές·

γ) 

υποβολή εκθέσεων για θέματα εσωτερικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2.

Άρθρο 25

Ευθύνη των ανώτερων διευθυντικών στελεχών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι κατά την εσωτερική κατανομή των λειτουργιών, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και, κατά περίπτωση, η εποπτική λειτουργία, ευθύνονται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και, κατά περίπτωση, η εποπτική λειτουργία υποχρεούνται να αξιολογούν και να επανεξετάζουν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών που έχουν θεσπιστεί για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση τυχόν αδυναμιών.

Η κατανομή σημαντικών λειτουργιών μεταξύ των ανώτερων διοικητικών στελεχών θεσπίζει σαφώς ποιος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία και τη διατήρηση των οργανωτικών απαιτήσεων της επιχείρησης. Τα αρχεία της κατανομής των σημαντικών λειτουργιών τηρούνται επικαιροποιημένα.

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη λαμβάνουν τακτικά, και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, γραπτές εκθέσεις σχετικά με τα ζητήματα που καλύπτουν τα άρθρα 22, 23 και 24, στις οποίες πρέπει ιδίως να αναφέρεται αν λήφθηκαν τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση αδυναμιών.
3.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι όταν υπάρχει εποπτική λειτουργία, λαμβάνει τακτικά γραπτές εκθέσεις σχετικά με τα ζητήματα που καλύπτονται από τα άρθρα 22, 23 και 24.
4.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εποπτική λειτουργία» είναι η λειτουργία εντός της επιχείρησης επενδύσεων η οποία είναι αρμόδια για την εποπτεία των ανώτερων διευθυντικών στελεχών της επιχείρησης.

Άρθρο 26

Χειρισμός καταγγελιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές και διαφανείς πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης καταγγελιών για τον άμεσο χειρισμό των καταγγελιών πελατών ή δυνητικών πελατών. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχείο των καταγγελιών που παραλαμβάνονται και των μέτρων που λαμβάνονται για την επίλυσή τους.

Η πολιτική διαχείρισης καταγγελιών παρέχει σαφείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία χειρισμού των καταγγελιών. Αυτή η πολιτική εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο της επιχείρησης.

▼C1

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιεύουν τις λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται κατά τον χειρισμό μιας καταγγελίας. Οι εν λόγω λεπτομέρειες περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την πολιτική διαχείρισης καταγγελιών και τα στοιχεία επικοινωνίας της λειτουργίας διαχείρισης καταγγελιών. Οι πληροφορίες παρέχονται σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, κατόπιν αιτήματος, ή κατά την επιβεβαίωση λήψης μιας καταγγελίας. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν τη δυνατότητα στους πελάτες και τους δυνητικούς πελάτες να υποβάλλουν καταγγελίες δωρεάν.
3.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν μια λειτουργία διαχείρισης καταγγελιών που είναι υπεύθυνη για τη διερεύνηση των καταγγελιών. Η λειτουργία αυτή μπορεί να ασκείται από τη λειτουργία κανονιστικής συμμόρφωσης.

▼B

4.  
Κατά τον χειρισμό μιας καταγγελίας, οι επιχειρήσεις επενδύσεων επικοινωνούν με τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες με σαφήνεια, σε απλή και ευνόητη γλώσσα και απαντούν στην καταγγελία, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
5.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ανακοινώνουν τη θέση της επιχείρησης σχετικά με την καταγγελία σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες και ενημερώνουν τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες σχετικά με τις επιλογές τους, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι μπορούν να παραπέμπουν την καταγγελία σε εναλλακτικό φορέα επίλυσης διαφορών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 στοιχείο η) της οδηγίας 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ) για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών ή ότι ο πελάτης μπορεί να ασκήσει αστική αγωγή.

▼C1

6.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις καταγγελίες και τον χειρισμό των καταγγελιών στις οικείες αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση βάσει του εθνικού δικαίου, σε εναλλακτικό φορέα επίλυσης διαφορών (ADR).

▼B

7.  
H δομή συμμόρφωσης των επιχειρήσεων επενδύσεων αναλύει τα δεδομένα για τις καταγγελίες και τον χειρισμό των καταγγελιών για να διασφαλίζεται ότι εντοπίζουν και αντιμετωπίζουν τυχόν κινδύνους ή ζητήματα.

Άρθρο 27

Πολιτικές και πρακτικές αμοιβών

(άρθρα 16, 23 και 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν και εφαρμόζουν πολιτικές και πρακτικές αμοιβών σύμφωνα με τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα όλων των πελατών της επιχείρησης, με στόχο τη διασφάλιση ότι οι πελάτες αντιμετωπίζονται δίκαια και τα συμφέροντά τους δεν θίγονται από τις πρακτικές αμοιβών οι οποίες εφαρμόζονται από την επιχείρηση βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.

Οι πολιτικές και οι πρακτικές αμοιβών είναι σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργούν σύγκρουση συμφερόντων ή κίνητρο που να μπορεί να οδηγήσει τα σχετικά πρόσωπα να ευνοούν τα δικά τους συμφέροντα ή τα συμφέροντα της επιχείρησης, ενδεχομένως σε βάρος οποιουδήποτε πελάτη.

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών τους εφαρμόζονται σε όλα τα σχετικά πρόσωπα που έχουν επιπτώσεις, άμεσα ή έμμεσα, στις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή στην εταιρική συμπεριφορά της, ανεξάρτητα από το είδος πελατών, στον βαθμό που η αμοιβή των εν λόγω προσώπων και παρόμοια κίνητρα μπορεί να δημιουργήσουν σύγκρουση συμφερόντων που τα ενθαρρύνει να ενεργούν ενάντια στα συμφέροντα οποιουδήποτε εκ των πελατών της επιχείρησης.
3.  
Το διοικητικό όργανο της επιχείρησης επενδύσεων εγκρίνει, αφού λάβει συμβουλές από τη λειτουργία συμμόρφωσης, την πολιτική αμοιβών της επιχείρησης. Τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη της επιχείρησης επενδύσεων είναι υπεύθυνα για την καθημερινή εφαρμογή της πολιτικής αμοιβών και την παρακολούθηση των κινδύνων συμμόρφωσης που σχετίζονται με την πολιτική.
4.  
Οι αμοιβές και παρόμοια κίνητρα δεν βασίζονται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε ποσοτικά εμπορικά κριτήρια και λαμβάνουν πλήρως υπόψη τα κατάλληλα ποιοτικά κριτήρια που αντανακλούν τη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς, τη δίκαιη μεταχείριση των πελατών και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στους πελάτες.

Τηρείται ανά πάσα στιγμή ισορροπία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών, ούτως ώστε η διάρθρωση των αμοιβών να μην ευνοεί τα συμφέροντα της επιχείρησης επενδύσεων ή των σχετικών προσώπων της ενάντια στα συμφέροντα οποιουδήποτε πελάτη.

Άρθρο 28

Πεδίο εφαρμογής προσωπικών συναλλαγών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του άρθρου 29 και του άρθρου 37, προσωπική συναλλαγή είναι μια συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικό μέσο που πραγματοποιείται από ή για λογαριασμό αρμόδιου προσώπου, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

το αρμόδιο πρόσωπο ενεργεί εκτός του πεδίου των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκεί με την επαγγελματική του ιδιότητα·

β) 

η διαπραγμάτευση πραγματοποιείται για λογαριασμό ενός από τα ακόλουθα πρόσωπα:

i) 

του αρμόδιου προσώπου·

ii) 

οποιουδήποτε προσώπου έχει οικογενειακή σχέση ή στενούς δεσμούς με το αρμόδιο πρόσωπο· ή

iii) 

προσώπου σε σχέση με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο ουσιώδες συμφέρον από το αποτέλεσμα της συναλλαγής, εκτός της απόκτησης αμοιβής ή προμήθειας για την εκτέλεση της συναλλαγής.

Άρθρο 29

Προσωπικές συναλλαγές

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλες ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην αποτροπή των δραστηριοτήτων που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 στην περίπτωση κάθε αρμόδιου προσώπου που ασκεί δραστηριότητες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή που έχει, μέσω δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο αυτό για λογαριασμό της επιχείρησης, πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή σε άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες σχετιζόμενες με πελάτες ή συναλλαγές με ή για πελάτες.
2.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν εκτελούν προσωπική συναλλαγή που πληροί τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

απαγορεύεται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 στο πρόσωπο αυτό να πραγματοποιήσει τη συναλλαγή·

β) 

η συναλλαγή συνεπάγεται την κατάχρηση ή αθέμιτη γνωστοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών·

γ) 

η συναλλαγή αντιβαίνει ή είναι πιθανό ότι θα αντέβαινε σε υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

3.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν συμβουλεύουν ή συνιστούν, εκτός του κανονικού πλαισίου της εργασίας τους ή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να εκτελέσει συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα η οποία, εάν ήταν προσωπική συναλλαγή του αρμόδιου προσώπου, θα ενέπιπτε στις διατάξεις της παραγράφου 2 ή του άρθρου 37 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή στοιχείο β) ή του άρθρου 67 παράγραφος 3.
4.  

Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν γνωστοποιούν, παρά μόνον εντός του κανονικού πλαισίου της εργασίας τους ή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, οιαδήποτε πληροφορία ή γνώμη σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο όταν το αρμόδιο πρόσωπο γνωρίζει, ή ευλόγως οφείλει να γνωρίζει, ότι μετά τη γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών το άλλο πρόσωπο θα ήταν πιθανό να προβεί σε μια από τις ακόλουθες ενέργειες:

α) 

να εκτελέσει συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα η οποία, εάν ήταν προσωπική συναλλαγή του αρμόδιου προσώπου, θα ενέπιπτε στις διατάξεις των παραγράφων 2 ή 3 ή του άρθρου 37 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) ή του άρθρου 67 παράγραφος 3·

β) 

να συμβουλεύσει ή να βοηθήσει άλλο πρόσωπο να εκτελέσει τέτοιου είδους συναλλαγή.

5.  

Οι ρυθμίσεις που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1 σχεδιάζονται έτσι ώστε να διασφαλίζουν ότι:

α) 

κάθε αρμόδιο πρόσωπο που καλύπτεται από τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 γνωρίζει τους περιορισμούς στις προσωπικές συναλλαγές, καθώς και τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις προσωπικές συναλλαγές και τις γνωστοποιήσεις, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4·

▼C1

β) 

η επιχείρηση ενημερώνεται αμέσως σχετικά με οποιαδήποτε προσωπική συναλλαγή αρμόδιου προσώπου, είτε με γνωστοποίηση της συναλλαγής αυτής είτε με άλλες διαδικασίες που επιτρέπουν στην επιχείρηση να εντοπίσει αυτές τις συναλλαγές·

γ) 

τηρείται αρχείο των προσωπικών συναλλαγών που γνωστοποιούνται στην επιχείρηση ή εντοπίζονται από αυτήν, περιλαμβανομένης κάθε έγκρισης ή απαγόρευσης μιας τέτοιας συναλλαγής.

▼B

Στην περίπτωση των συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης, η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι η επιχείρηση στην οποία ανατίθεται η δραστηριότητα διατηρεί αρχείο προσωπικών συναλλαγών αρμόδιων προσώπων και παρέχει τις πληροφορίες αυτές στην επιχείρηση επενδύσεων αμέσως μόλις αυτή τις ζητήσει.

6.  

Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες προσωπικές συναλλαγές:

α) 

προσωπικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών ελεύθερης διαχείρισης χαρτοφυλακίου όταν δεν υπάρχει προηγούμενη κοινοποίηση σε σχέση με τη συναλλαγή μεταξύ του διαχειριστή του χαρτοφυλακίου και του αρμόδιου προσώπου ή άλλου προσώπου για λογαριασμό του οποίου εκτελείται η συναλλαγή·

β) 

προσωπικές συναλλαγές σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ή ΟΕΕ που υπόκεινται σε εποπτεία βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους που απαιτεί ισοδύναμο επίπεδο κατανομής κινδύνου στα περιουσιακά τους στοιχεία, εφόσον το αρμόδιο πρόσωπο και κάθε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου εκτελούνται οι συναλλαγές δεν συμμετέχει στη διαχείριση του οργανισμού αυτού.



ΤΜΗΜΑ 2

Εξωτερική ανάθεση

Άρθρο 30

Πεδίο εφαρμογής των ουσιωδών και σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 και άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου του άρθρου 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια επιχειρησιακή λειτουργία θεωρείται ουσιώδης ή σημαντική εάν η πλημμελής εκτέλεση ή η μη εκτέλεσή της θα έθιγε σε ουσιαστικό βαθμό τη συνεχή συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με τους όρους και τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της άδειας λειτουργίας της ή τις λοιπές υποχρεώσεις της δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή τις οικονομικές της επιδόσεις ή την αρτιότητα ή τη συνέχεια των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της.
2.  

Με την επιφύλαξη της σπουδαιότητας οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας, οι ακόλουθες λειτουργίες δεν θεωρούνται ουσιώδεις ή σημαντικές για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α) 

παροχή στην επιχείρηση επενδύσεων συμβουλευτικών υπηρεσιών και άλλων υπηρεσιών που δεν αποτελούν μέρος των επενδυτικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της παροχής νομικών συμβουλών σε αυτήν, της εκπαίδευσης του προσωπικού της, των υπηρεσιών τιμολόγησης και της ασφάλειας των εγκαταστάσεων και του προσωπικού της·

β) 

αγορά τυποποιημένων υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών παροχής πληροφοριών σχετικά με την αγορά, καθώς και της παροχής πληροφοριών για τις τρέχουσες τιμές.

Άρθρο 31

Εξωτερική ανάθεση ουσιωδών και σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2, άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς ουσιώδεις ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες εξακολουθούν να έχουν την πλήρη ευθύνη για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η εξωτερική ανάθεση δεν οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διευθυντικών στελεχών·

β) 

δεν μεταβάλλονται η σχέση και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων έναντι των πελατών της σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ·

γ) 

δεν υπονομεύονται οι όροι τους οποίους πρέπει να πληροί η επιχείρηση επενδύσεων προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να παραμείνει έτσι·

δ) 

δεν καταργείται ούτε τροποποιείται κανένας από τους άλλους όρους υπό τους οποίους αδειοδοτήθηκε η επιχείρηση.

2.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν με την απαιτούμενη δεξιότητα, μέριμνα και επιμέλεια όταν συνάπτουν, διαχειρίζονται και περατώνουν οποιαδήποτε συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης σε πάροχο υπηρεσιών για ουσιώδεις ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο πάροχος υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα, τα προσόντα, επαρκείς πόρους, κατάλληλη οργανωτική δομή που υποστηρίζει την εκτέλεση των λειτουργιών που του ανατίθενται, και κάθε άδεια που απαιτείται από τη νομοθεσία για την εκτέλεση με τρόπο αξιόπιστο και επαγγελματικό των λειτουργιών που του ανατίθενται·

β) 

ο πάροχος υπηρεσιών εκτελεί τις υπηρεσίες που του ανατίθενται αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις, και για το σκοπό αυτό η επιχείρηση έχει θεσπίσει μεθόδους και διαδικασίες για την αξιολόγηση του προτύπου επιδόσεων του παρόχου υπηρεσιών και για τη διαρκή επανεξέταση των υπηρεσιών που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών·

γ) 

ο πάροχος υπηρεσιών εποπτεύει με τον προσήκοντα τρόπο την εκτέλεση των λειτουργιών που του ανατίθενται και διαχειρίζεται κατάλληλα τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

δ) 

λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα όταν διαπιστώνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών δεν εκτελεί τις λειτουργίες αποτελεσματικά ή σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις·

▼C1

ε) 

η επιχείρηση επενδύσεων εποπτεύει αποτελεσματικά τα καθήκοντα ή τις υπηρεσίες που αναθέτει εξωτερικά και διαχειρίζεται τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση και για τον σκοπό αυτό η επιχείρηση διατηρεί την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη και τους πόρους για να εποπτεύει αποτελεσματικά τα καθήκοντα που της ανατίθενται και να διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους·

▼B

στ) 

ο πάροχος υπηρεσιών έχει γνωστοποιήσει στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την ικανότητά του να ασκεί αποτελεσματικά τις λειτουργίες που του ανατίθενται και να συμμορφώνεται με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις·

ζ) 

η επιχείρηση επενδύσεων είναι σε θέση να τερματίσει τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, με άμεση ισχύ, όταν αυτό είναι προς το συμφέρον των πελατών της, χωρίς να θίγεται η συνέχεια και η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει στους πελάτες·

η) 

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγεται η επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις λειτουργίες που του ανατίθενται·

θ) 

η επιχείρηση επενδύσεων, οι ελεγκτές της και οι οικείες αρμόδιες αρχές έχουν αποτελεσματική πρόσβαση στα δεδομένα που συνδέονται με τις λειτουργίες που ανατίθενται εξωτερικά, καθώς και στις σχετικές εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, όταν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς της αποτελεσματικής εποπτείας σύμφωνα με αυτό το άρθρο, και οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να ασκούν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης·

ι) 

ο πάροχος υπηρεσιών προστατεύει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν την επιχείρηση επενδύσεων και τους πελάτες της·

ια) 

η επιχείρηση επενδύσεων και ο πάροχος υπηρεσιών έχουν θεσπίσει, εφαρμόσει και διατηρήσει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αποκατάσταση λειτουργίας μετά από καταστροφή και πραγματοποιούν περιοδικές δοκιμές των μέσων εφεδρικής λειτουργίας, όταν αυτό είναι αναγκαίο λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας, της υπηρεσίας ή της δραστηριότητας που ανατέθηκε εξωτερικά·

ιβ) 

η επιχείρηση επενδύσεων έχει διασφαλίσει ότι η συνέχεια και η ποιότητα των ανατιθέμενων λειτουργιών ή υπηρεσιών διατηρούνται, επίσης σε περίπτωση τερματισμού της ανάθεσης, είτε με μεταβίβαση των ανατιθέμενων λειτουργιών ή υπηρεσιών σε τρίτον, είτε εκτελώντας τις η ίδια.

3.  
Τα αντίστοιχα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων και του παρόχου υπηρεσιών επιμερίζονται σαφώς και ορίζονται σε γραπτή συμφωνία. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση επενδύσεων διατηρεί τα δικαιώματα παροχής οδηγιών και τερματισμού της ανάθεσης, τα δικαιώματα πληροφόρησης, καθώς και το δικαίωμα διενέργειας επιθεωρήσεων και πρόσβασης στα βιβλία και στις εγκαταστάσεις. Η συμφωνία διασφαλίζει ότι η ανάθεση από τον πάροχο υπηρεσιών πραγματοποιείται μόνο με τη συγκατάθεση, εγγράφως, της επιχείρησης επενδύσεων.
4.  
Όταν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πάροχος υπηρεσιών ανήκουν στον ίδιο όμιλο, η επιχείρηση επενδύσεων δύναται, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το παρόν άρθρο και το άρθρο 32, να λάβει υπόψη το βαθμό στον οποίο η επιχείρηση ελέγχει τον πάροχο υπηρεσιών ή δύναται να επηρεάσει τις ενέργειές του.

▼C1

5.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θέτουν στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, εφόσον τους ζητηθεί, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στην αρχή να ελέγξει αν η εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται εξωτερικά είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των μέτρων εφαρμογής της.

▼B

Άρθρο 32

Πάροχοι υπηρεσιών εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες

(άρθρο 16 παράγραφος 2 και άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Επιπλέον των απαιτήσεων του άρθρου 31, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων αναθέτει λειτουργίες που σχετίζονται με την επενδυτική υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου πελατών σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, διασφαλίζει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο πάροχος υπηρεσιών έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα στη χώρα καταγωγής του για την παροχή της υπηρεσίας αυτής και εποπτεύεται αποτελεσματικά από την αρμόδια αρχή στην εν λόγω τρίτη χώρα·

β) 

υπάρχει κατάλληλη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής της επιχείρησης επενδύσεων και της εποπτικής αρχής του παρόχου υπηρεσιών.

2.  

Η συμφωνία συνεργασίας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές της επιχείρησης επενδύσεων είναι σε θέση, τουλάχιστον:

α) 

να λαμβάνουν κατόπιν αιτήματος πληροφορίες απαραίτητες για την εκτέλεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β) 

να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με την εκτέλεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους τα οποία τηρούνται στην τρίτη χώρα·

γ) 

να λαμβάνουν πληροφορίες από την εποπτική αρχή της τρίτης χώρας το συντομότερο δυνατόν, με σκοπό τη διερεύνηση προφανών παραβιάσεων των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

δ) 

να συνεργάζονται όσον αφορά τη διαδικασία επιβολής σύμφωνα με το εθνικό και διεθνές δίκαιο που ισχύει για την εποπτική αρχή της τρίτης χώρας και τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης σε περιπτώσεις παραβιάσεων των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, καθώς και του σχετικού εθνικού δικαίου.

3.  
Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στον ιστότοπό τους κατάλογο των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών με τις οποίες έχουν συνάψει τη συμφωνία συνεργασίας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

Οι αρμόδιες αρχές επικαιροποιούν τις συμφωνίες συνεργασίας που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού εντός έξι μηνών από την εν λόγω ημερομηνία.



ΤΜΗΜΑ 3

Συγκρούσεις συμφερόντων

▼M4

Άρθρο 33

Συγκρούσεις συμφερόντων δυνητικά επιζήμιες για τον πελάτη

(άρθρο 16 παράγραφος 3 και άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65 /ΕΕ)

Για τους σκοπούς του εντοπισμού των ειδών συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών ή συνδυασμού αυτών και των οποίων η ύπαρξη δύναται να ζημιώσει τα συμφέροντα ενός πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των προτιμήσεων βιωσιμότητας του πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξακριβώνουν, με βάση ορισμένα ελάχιστα κριτήρια, εάν η επιχείρηση επενδύσεων ή αρμόδιο πρόσωπο ή πρόσωπο συνδεόμενο άμεσα ή έμμεσα με την επιχείρηση με σχέση ελέγχου βρίσκεται, είτε ως αποτέλεσμα της παροχής των επενδυτικών ή των παρεπόμενων υπηρεσιών είτε με άλλο τρόπο, σε μια από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α) 

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό είναι πιθανό να αποκομίσει οικονομικό κέρδος ή να αποφύγει οικονομική ζημία, σε βάρος του πελάτη·

β) 

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό έχει, ως προς την έκβαση μιας υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη ή μιας συναλλαγής που πραγματοποιείται για λογαριασμό του, ένα συμφέρον που είναι διαφορετικό από το συμφέρον του πελάτη στην έκβαση αυτή·

γ) 

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό έχει οικονομικό ή άλλο κίνητρο να ευνοήσει τα συμφέροντα άλλου πελάτη η ομάδας πελατών σε βάρος των συμφερόντων του πελάτη·

δ) 

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό ασκεί την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με τον πελάτη·

ε) 

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό λαμβάνει ή θα λάβει από πρόσωπο διαφορετικό από τον πελάτη αντιπαροχή σχετιζόμενη με υπηρεσία που παρέχεται στον πελάτη, υπό μορφή χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών ή υπηρεσιών.

▼B

Άρθρο 34

Πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων

(άρθρο 16 παράγραφος 3 και άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματική πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων η οποία καθορίζεται γραπτώς και είναι κατάλληλη για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων.

Εάν η επιχείρηση είναι μέλος ομίλου, η πολιτική αυτή λαμβάνει επίσης υπόψη τις περιστάσεις τις οποίες η επιχείρηση γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει και οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων ως αποτέλεσμα της διάρθρωσης και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων μελών του ομίλου.

▼C1

2.  

Η πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α) 

πρέπει να προσδιορίζει, σε σχέση με τις συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχονται από ή για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, τις περιστάσεις που συνιστούν ή μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων η οποία συνεπάγεται κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσότερων πελατών·

β) 

πρέπει να καθορίζει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη ή τη διαχείριση των εν λόγω συγκρούσεων συμφερόντων.

▼B

3.  
Οι διαδικασίες και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) αποσκοπούν στη διασφάλιση ότι τα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν σε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες που συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ασκούν τις δραστηριότητες αυτές σε επίπεδο ανεξαρτησίας κατάλληλο για το μέγεθος και τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων και του ομίλου στον οποίο αυτή ανήκει και για τον κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων πελατών.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β), οι διαδικασίες που ακολουθούνται και τα μέτρα που θεσπίζονται περιλαμβάνουν όσα από τα στοιχεία του παρακάτω καταλόγου είναι απαραίτητα και κατάλληλα για να διασφαλίζει η επιχείρηση τον απαιτούμενο βαθμό ανεξαρτησίας:

α) 

αποτελεσματικές διαδικασίες για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων προσώπων που συμμετέχουν σε δραστηριότητες που συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων όταν η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών ενδέχεται να ζημιώσει τα συμφέροντα ενός η περισσότερων πελατών·

β) 

χωριστή εποπτεία των αρμόδιων προσώπων των οποίων τα κύρια καθήκοντα περιλαμβάνουν την άσκηση δραστηριοτήτων για λογαριασμό πελατών ή την παροχή υπηρεσιών σε αυτούς, εφόσον τα συμφέροντα των εν λόγων πελατών ενδέχεται να συγκρούονται ή εφόσον οι εν λόγων πελάτες εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα, περιλαμβανομένων εκείνων της επιχείρησης, τα οποία ενδέχεται να συγκρούονται·

γ) 

εξάλειψη κάθε άμεσης σύνδεσης μεταξύ της αμοιβής αρμόδιων προσώπων που ασκούν κατά κύριο λόγο μια δραστηριότητα, αφενός και, αφετέρου, της αμοιβής διαφορετικών αρμόδιων προσώπων που ασκούν κατά κύριο λόγο άλλη δραστηριότητα ή των εσόδων που δημιουργούν αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα, όταν ενδέχεται να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές·

δ) 

μέτρα για την αποφυγή ή τον περιορισμό της άσκησης ανάρμοστης επιρροής στον τρόπο με τον οποίο ένα αρμόδιο πρόσωπο παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκεί δραστηριότητες·

ε) 

μέτρα για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ταυτόχρονης ή διαδοχικής συμμετοχής ενός αρμόδιου προσώπου σε χωριστές επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ή δραστηριότητες όταν η συμμετοχή αυτή ενδέχεται να αποβεί επιζήμια για την ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων.

4.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η γνωστοποίηση στους πελάτες, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης που χρησιμοποιείται μόνο όταν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί από την επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν επαρκούν ώστε να διασφαλίσουν, με εύλογη βεβαιότητα, την αποφυγή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του πελάτη.

Η γνωστοποίηση αναφέρει ρητώς ότι οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί από την επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση της εν λόγω σύγκρουσης δεν επαρκούν ώστε να διασφαλίσουν, με εύλογη βεβαιότητα, την αποφυγή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του πελάτη. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει συγκεκριμένη περιγραφή των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών και/ή παρεπόμενων υπηρεσιών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του πελάτη στον οποίο πραγματοποιείται η αποκάλυψη. Η περιγραφή εξηγεί τη γενική φύση και τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και τους κινδύνους για τον πελάτη που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων συμφερόντων και τα βήματα που αναλαμβάνονται για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων, με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να επιτραπεί στον εν λόγω πελάτη να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτουν οι συγκρούσεις συμφερόντων.

5.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αξιολογούν και επανεξετάζουν περιοδικά, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων που καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών. Η υπερβολική εξάρτηση από τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων θεωρείται αδυναμία στην πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 35

Καταγραφή των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που προκαλούν επιζήμιες συγκρούσεις συμφερόντων

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν και ενημερώνουν τακτικά αρχείο για κάθε επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία ή δραστηριότητα που ασκήθηκε από την επιχείρηση ή για λογαριασμό της και ως προς την οποία έχει προκύψει σύγκρουση συμφερόντων που συνεπάγεται κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσότερων πελατών ή, στην περίπτωση συνεχιζόμενης υπηρεσίας ή δραστηριότητας, ως προς την οποία ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων.

Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη λαμβάνουν γραπτές εκθέσεις σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετησίως, σχετικά με τις καταστάσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 36

Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και διαφημιστικές ανακοινώσεις

(άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Για τους σκοπούς του άρθρου 37, «έρευνα στον τομέα των επενδύσεων» είναι η έρευνα ή άλλη πληροφορία που συνιστά ή συνεπάγεται, ρητά ή έμμεσα, μια επενδυτική στρατηγική σχετική με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης σχετικά με την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή τιμή τέτοιων μέσων, και η οποία προορίζεται για διαύλους επικοινωνίας ή για το κοινό και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η έρευνα ή συλλογή πληροφοριών χαρακτηρίζεται ή περιγράφεται ως έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή με παρόμοιους όρους, ή παρουσιάζεται ως αντικειμενική ή ανεξάρτητη επεξήγηση των θεμάτων που περιλαμβάνονται στη σύσταση·

β) 

εάν η εν λόγω σύσταση γινόταν από επιχείρηση επενδύσεων σε πελάτη, δεν θα συνιστούσε παροχή επενδυτικών συμβουλών για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.  
Μια σύσταση του είδους που εμπίπτει στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 35) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, αντιμετωπίζεται ως διαφημιστική ανακοίνωση για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκδίδουν ή διαδίδουν την εν λόγω σύσταση διασφαλίζουν ότι καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για διαφημιστική ανακοίνωση.

Επιπροσθέτως, οι επιχειρήσεις αυτές διασφαλίζουν ότι μια τέτοια σύσταση περιλαμβάνει σαφή και εμφανή δήλωση (ή, στην περίπτωση προφορικής σύστασης, ισοδύναμη επεξήγηση) ότι δεν καταρτίσθηκε σύμφωνα με νομικές απαιτήσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και ότι δεν υπόκειται σε καμία απαγόρευση διαπραγμάτευσης πριν από τη διάδοση της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων.

Άρθρο 37

Συμπληρωματικές οργανωτικές απαιτήσεις σε σχέση με την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή τις διαφημιστικές ανακοινώσεις

(άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παράγουν ή μεριμνούν για την παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων που προορίζεται ή είναι πιθανό να διαδοθεί στη συνέχεια σε πελάτες της επιχείρησης ή στο κοινό, με δική τους ευθύνη ή υπό την ευθύνη άλλου μέλους του ομίλου στον οποίο ανήκουν, διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται όλα τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 3 για τους χρηματοοικονομικούς αναλυτές που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και για τα άλλα αρμόδια πρόσωπα των οποίων τα καθήκοντα ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων.

Οι υποχρεώσεις του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται επίσης σε σχέση με τις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.

2.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο θεσπίζουν ρυθμίσεις που αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και τα άλλα αρμόδια πρόσωπα δεν πραγματοποιούν προσωπικές συναλλαγές ή προσωπική διαπραγμάτευση, πέραν εκείνων που διενεργούν ως ειδικοί διαπραγματευτές που ενεργούν καλόπιστα κατά την κανονική άσκηση της ειδικής διαπραγμάτευσης ή κατά την εκτέλεση αυτόκλητης εντολής πελάτη, για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου προσώπου περιλαμβανομένης της επιχείρησης επενδύσεων, σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, αν γνωρίζουν το πιθανό χρονοδιάγραμμα ή περιεχόμενο αυτής της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων όταν αυτό δεν είναι διαθέσιμο στο κοινό ή σε πελάτες και δεν μπορεί να συναχθεί εύκολα από τις πληροφορίες που είναι έτσι διαθέσιμες, προτού δοθεί στους παραλήπτες της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων εύλογη δυνατότητα να ενεργήσουν βάσει αυτής·

β) 

στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α), οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και οποιαδήποτε άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν πραγματοποιούν προσωπικές συναλλαγές στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων, ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, αντίθετα προς τις ισχύουσες συστάσεις, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με την προηγούμενη συγκατάθεση μέλους της αρμόδιας για τα νομικά θέματα ή για τη συμμόρφωση λειτουργίας της επιχείρησης·

γ) 

υφίσταται ένας φυσικός διαχωρισμός μεταξύ των οικονομικών αναλυτών που συμμετέχουν στην παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και άλλων σχετικών προσώπων, των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορεί να συγκρούονται με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή, όταν δεν θεωρείται κατάλληλος για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, η δημιουργία και η εφαρμογή κατάλληλων εναλλακτικών εμποδίων παροχής πληροφοριών·

δ) 

οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και τα άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν δέχονται αντιπαροχές από πρόσωπα που έχουν ουσιώδη συμφέροντα στο αντικείμενο της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

ε) 

οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν υπόσχονται σε εκδότες ευνοϊκή κάλυψη από την έρευνα·

στ) 

πριν από τη διάδοση της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, δεν πρέπει να επιτρέπεται στους εκδότες, στα αρμόδια πρόσωπα πλην των χρηματοοικονομικών αναλυτών και σε οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα να εξετάσουν το σχέδιο της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων για να επαληθεύσουν την ακρίβεια πραγματολογικών στοιχείων που αναφέρονται σε αυτήν ή για οποιονδήποτε σκοπό εκτός από την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις νομικές υποχρεώσεις της επιχείρησης, όταν το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σύσταση ή τιμή-στόχο.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «συναφές χρηματοπιστωτικό μέσο» είναι ένα χρηματοπιστωτικό μέσο του οποίου η τιμή επηρεάζεται άμεσα από τις μεταβολές της τιμής άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου που αποτελεί αντικείμενο έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, και το οποίο περιλαμβάνει παράγωγο αυτού του άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου.

▼C1

3.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαδίδουν στο κοινό ή σε πελάτες έρευνα στον τομέα των επενδύσεων που παράγει άλλο πρόσωπο απαλλάσσονται από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την παράγραφο 1, εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

το πρόσωπο το οποίο παράγει την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων δεν αποτελεί μέλος του ομίλου στον οποίο ανήκει η επιχείρηση επενδύσεων·

β) 

η επιχείρηση επενδύσεων δεν τροποποιεί ουσιωδώς τις συστάσεις που γίνονται στην έρευνα στον τομέα των επενδύσεων·

γ) 

η επιχείρηση επενδύσεων δεν προβάλλεται ως παραγωγός της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

δ) 

η επιχείρηση επενδύσεων εξακριβώνει ότι ο παραγωγός της έρευνας υπόκειται σε απαιτήσεις ισοδύναμες προς εκείνες του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την παραγωγή της σχετικής έρευνας ή έχει καθιερώσει πολιτική θέσπισης τέτοιων απαιτήσεων.

▼B

Άρθρο 38

Πρόσθετες γενικές απαιτήσεις σε σχέση με την αναδοχή ή τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες παρέχουν συμβουλές σχετικά με τη στρατηγική εταιρικής χρηματοδότησης, όπως ορίζεται στο τμήμα Β σημείο 3 του παραρτήματος Ι, και παρέχουν την υπηρεσία της αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων, πριν από την αποδοχή μιας εντολής για τη διαχείριση της προσφοράς, διαθέτουν ρυθμίσεις για να ενημερώσουν τον πελάτη εκδότη για τα ακόλουθα:

α) 

τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις χρηματοδότησης που είναι διαθέσιμες στην επιχείρηση και μια ένδειξη του ποσού των τελών συναλλαγής που σχετίζονται με κάθε εναλλακτική λύση·

β) 

τον χρόνο και τη διαδικασία όσον αφορά την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμολόγηση της προσφοράς·

γ) 

τον χρόνο και τη διαδικασία όσον αφορά την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τοποθέτηση της προσφοράς·

δ) 

λεπτομέρειες των στοχευμένων επενδυτών, στους οποίους η επιχείρηση προτίθεται να προσφέρει τα χρηματοπιστωτικά μέσα·

ε) 

τους τίτλους των θέσεων εργασίας και υπηρεσιών των σχετικών ατόμων που συμμετέχουν στην παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμή και τη χορήγηση χρηματοπιστωτικών μέσων· και

στ) 

τις ρυθμίσεις της επιχείρησης για την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που μπορεί να προκύψουν όταν η επιχείρηση τοποθετεί τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα στους πελάτες-επενδυτές της ή στο δικό της χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν μια κεντρική διαδικασία για τον εντοπισμό όλων των δραστηριοτήτων αναδοχής και τοποθέτησης της επιχείρησης και καταγράφουν τις εν λόγω πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας κατά την οποία η επιχείρηση ενημερώθηκε για δυνητικές δραστηριότητες αναδοχής και τοποθέτησης. Οι επιχειρήσεις προσδιορίζουν όλες τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν από άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, ή του ομίλου, και εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης. Σε περιπτώσεις όπου μια επιχείρηση επενδύσεων δεν μπορεί να διαχειριστεί μια σύγκρουση συμφερόντων μέσω εφαρμογής κατάλληλων διαδικασιών, η επιχείρηση επενδύσεων δεν συμμετέχει στη δραστηριότητα.
3.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες εκτέλεσης και έρευνας, ασκώντας δραστηριότητες αναδοχής και τοποθέτησης διασφαλίζουν κατάλληλους ελέγχους για τη διαχείριση δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αυτών των δραστηριοτήτων και μεταξύ των διαφορετικών πελατών τους που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες.

Άρθρο 39

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την τιμολόγηση των προσφορών όσον αφορά την έκδοση χρηματοπιστωτικών μέσων

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν θεσπίσει συστήματα, ελέγχους και διαδικασίες για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με την πιθανή υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση μιας έκδοσης ή συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών στη διαδικασία. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν, ως ελάχιστη απαίτηση, εσωτερικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση των δυο ακόλουθων στοιχείων:

α) 

ότι η τιμολόγηση της προσφοράς δεν προωθεί τα συμφέροντα άλλων πελατών ή τα συμφέροντα της ίδιας της επιχείρησης, με τρόπο που μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του πελάτη εκδότη· και

β) 

την πρόληψη ή τη διαχείριση μιας κατάστασης όπου τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες επενδυτές συμμετέχουν άμεσα στις αποφάσεις για την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμολόγηση στον πελάτη εκδότη.

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της σύστασης ως προς την τιμή της προσφοράς και των χρόνων που συμμετέχουν. Ειδικότερα, η επιχείρηση ενημερώνει και συνεργάζεται με τον πελάτη εκδότη για τυχόν στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή σταθεροποίησης τις οποίες προτίθεται να αναλάβει σε σχέση με την προσφορά, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αυτές οι στρατηγικές μπορούν να επηρεάσουν τα συμφέροντα των πελατών του εκδότη. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφοράς, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν επίσης όλα τα εύλογα μέτρα για να διατηρούν τον πελάτη εκδότη ενημερωμένο για τις εξελίξεις σε σχέση με την τιμολόγηση της έκδοσης.

Άρθρο 40

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που τοποθετούν χρηματοπιστωτικά μέσα θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την πρόληψη του ανάρμοστου επηρεασμού των συστάσεων για την τοποθέτηση από υφιστάμενες ή μελλοντικές σχέσεις.
2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες για την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν όταν οι υπεύθυνοι για την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες-επενδυτές της επιχείρησης συμμετέχουν άμεσα στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις συστάσεις στον πελάτη εκδότη για την κατανομή.
3.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν αποδέχονται πληρωμές ή οφέλη από τρίτους, εκτός εάν οι εν λόγω πληρωμές ή οφέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις για αντιπαροχές που προβλέπονται στο άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, οι ακόλουθες πρακτικές θεωρείται ότι δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω απαιτήσεις και, ως εκ τούτου, θεωρούνται μη αποδεκτές:

α) 

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση ως κίνητρο για την καταβολή δυσανάλογα υψηλών αμοιβών για τις μη συνδεδεμένες υπηρεσίες που παρέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων (laddering), όπως δυσανάλογα υψηλές αμοιβές ή προμήθειες που καταβάλλονται από έναν πελάτη-επενδυτή ή δυσανάλογα μεγάλων όγκων συναλλαγών σε κανονικά επίπεδα προμήθειας που παρέχονται από τον πελάτη-επενδυτή ως αποζημίωση για τη λήψη ενός ποσοστού της έκδοσης·

▼C1

β) 

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση που γίνεται σε ένα ανώτερο στέλεχος ή ένα εταιρικό στέλεχος ενός υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη εκδότη, σε αντάλλαγμα για τη μελλοντική ή παρελθούσα ανάθεση δραστηριοτήτων εταιρικής χρηματοδότησης (spinning)·

▼B

γ) 

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση που εξαρτάται ρητά ή σιωπηρά από την λήψη μελλοντικών εντολών ή την αγορά οποιασδήποτε άλλης υπηρεσίας από την επιχείρηση επενδύσεων από έναν πελάτη επενδύσεων, ή οποιαδήποτε οντότητα της οποίας ο επενδυτής είναι εταιρικό στέλεχος.

4.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν μια πολιτική κατανομής που ορίζει τη διαδικασία διατύπωσης συστάσεων κατανομής. Η πολιτική κατανομής παρέχεται στον πελάτη εκδότη πριν συμφωνήσει να αναλάβει υπηρεσίες τοποθέτησης. Η πολιτική καθορίζει τις σχετικές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες σε εκείνο το στάδιο, σχετικά με την προτεινόμενη μεθοδολογία κατανομής για την έκδοση.
5.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αναμιγνύουν τον πελάτη εκδότη στις συζητήσεις για τη διαδικασία διάθεσης, προκειμένου η επιχείρηση να μπορεί να κατανοήσει και να λάβει υπόψη τα συμφέροντα και τους στόχους του πελάτη. Η επιχείρηση επενδύσεων εξασφαλίζει τη συμφωνία του πελάτη εκδότη για την προτεινόμενη κατανομή της ανά τύπο πελάτη για τη συναλλαγή, σύμφωνα με την πολιτική κατανομής.

Άρθρο 41

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την παροχή συμβουλών, τη διανομή και την αυτοτοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν συστήματα, ελέγχους και διαδικασίες για τον εντοπισμό και τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε έναν πελάτη επενδύσεων για να συμμετάσχει σε νέα έκδοση, όταν η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει προμήθειες, αμοιβές ή οποιαδήποτε χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη σε σχέση με τη διευθέτηση της έκδοσης. Τυχόν προμήθειες, αμοιβές ή χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 24 παράγραφοι 7, 8 και 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τεκμηριώνονται στις πολιτικές για τις συγκρούσεις συμφερόντων της επιχείρησης επενδύσεων και αντανακλώνται στις ρυθμίσεις για αντιπαροχές της επιχείρησης.
2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που συμμετέχουν στην τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από τις ίδιες ή από οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, στους δικούς τους πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων πελατών καταθετών τους στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επενδυτικών κεφαλαίων η διαχείριση των οποίων γίνεται από οντότητες του ομίλου τους θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν σαφείς και αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον εντοπισμό, την πρόληψη ή τη διαχείριση των πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με αυτό το είδος δραστηριότητας. Οι εν λόγω ρυθμίσεις περιλαμβάνουν την εξέταση της αποχής από τη συμμετοχή στη δραστηριότητα, όπου οι συγκρούσεις συμφερόντων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν κατάλληλα, ούτως ώστε να προληφθούν τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις για τους πελάτες.
3.  
Όταν απαιτείται γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 34 παράγραφος 4, συμπεριλαμβανομένης μιας εξήγησης της φύσης και της πηγής των συγκρούσεων συμφερόντων που είναι εγγενής σε αυτό το είδος δραστηριότητας, παρέχοντας λεπτομέρειες για τους συγκεκριμένους κινδύνους που σχετίζονται με αυτές τις πρακτικές, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους πελάτες να λάβουν μια τεκμηριωμένη επενδυτική απόφαση.
4.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που προσφέρουν χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδονται από τις ίδιες ή άλλες οντότητες του ομίλου στους πελάτες τους και τα οποία περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ), στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ) ή στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ), παρέχουν στους εν λόγω πελάτες πρόσθετες πληροφορίες που εξηγούν τις διαφορές μεταξύ του χρηματοπιστωτικού μέσου και των τραπεζικών καταθέσεων σε όρους απόδοσης, κινδύνου, ρευστότητας και κάθε προστασίας που παρέχεται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 13 ).

Άρθρο 42

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με τον δανεισμό ή την παροχή πίστωσης στο πλαίσιο της αναδοχής ή της τοποθέτησης

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Σε περιπτώσεις όπου οποιοσδήποτε προηγούμενος δανεισμός ή πίστωση προς τον πελάτη εκδότη από μια επιχείρηση επενδύσεων ή μια οντότητα εντός του ίδιου ομίλου μπορεί να εξοφληθεί με τα έσοδα της έκδοσης, η επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει ρυθμίσεις για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων που ενδεχομένως προκύψουν.
2.  
Σε περίπτωση που οι ρυθμίσεις που πραγματοποιούνται για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων αποδειχθούν ανεπαρκείς για να διασφαλιστεί ότι θα μπορούσε να αποτραπεί ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στον πελάτη εκδότη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν στον πελάτη εκδότη τις συγκεκριμένες συγκρούσεις συμφερόντων που έχουν ανακύψει σε σχέση με τις δραστηριότητές τους, ή τις δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου, με την ιδιότητα του φορέα παροχής πίστωσης, και τις δραστηριότητές τους που σχετίζονται με την προσφορά κινητών αξιών.
3.  
Η πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων των επιχειρήσεων επενδύσεων απαιτεί την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάσταση του εκδότη με οντότητες του ομίλου που ενεργούν ως φορείς παροχής πίστωσης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θα παραβίαζε τα εμπόδια παροχής πληροφοριών που έχουν συσταθεί από την επιχείρηση για να προστατεύει τα συμφέροντα ενός πελάτη.

Άρθρο 43

Τήρηση αρχείων σε σχέση με αναδοχή ή τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία του περιεχομένου και του χρόνου των οδηγιών που λαμβάνονται από τους πελάτες. Τηρείται αρχείο των αποφάσεων κατανομής που λαμβάνονται για κάθε δραστηριότητα, για να παρέχεται πλήρης διαδρομή ελέγχου μεταξύ των μεταβολών που καταχωρίζονται στους λογαριασμούς των πελατών και των οδηγιών που λαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων. Ειδικότερα, η τελική κατανομή που πραγματοποιείται σε κάθε πελάτη-επενδυτή αιτιολογείται και καταγράφεται σαφώς. Η πλήρης διαδρομή ελέγχου των υλικών βημάτων στη διαδικασία αναδοχής και διάθεσης τίθεται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών κατόπιν αιτήματος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΟΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ



ΤΜΗΜΑ 1

Παροχή πληροφοριών σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες

Άρθρο 44

Απαιτήσεις για ακριβή, σαφή και μη παραπλανητική πληροφόρηση

(άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνουν σε, ή διαδίδουν με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες πληρούν τους όρους των παραγράφων 2 έως 8.
2.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συμμορφώνονται με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η πληροφόρηση περιλαμβάνει την επωνυμία της επιχείρησης επενδύσεων·

β) 

η πληροφόρηση είναι ακριβής και παρέχει πάντα σαφή και ακριβή ένδειξη των σχετικών κινδύνων όταν αναφέρει τυχόν δυνητικά οφέλη μιας επενδυτικής υπηρεσίας ή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ) 

η πληροφόρηση χρησιμοποιεί μέγεθος γραμματοσειράς για την ένδειξη των σχετικών κινδύνων το οποίο είναι τουλάχιστον ίσο με το κύριο μέγεθος γραμματοσειράς που χρησιμοποιείται για όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αλλά και διάταξη που διασφαλίζει ότι η εν λόγω ένδειξη αποτελεί προεξέχον στοιχείο·

δ) 

η πληροφόρηση είναι επαρκής και παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανό ότι θα γίνει κατανοητή από ένα μέσο μέλος του κοινού στο οποίο απευθύνεται ή από το οποίο είναι πιθανό να ληφθεί·

ε) 

η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις·

στ) 

η πληροφόρηση που παρέχεται σε κάθε πελάτη παρουσιάζεται με συνεκτικό τρόπο στην ίδια γλώσσα για κάθε πληροφορία ή διαφημιστικό υλικό που παρέχεται σε κάθε πελάτη, εκτός και αν ο πελάτης έχει αποδεχθεί τη λήψη πληροφοριών σε περισσότερες από μία γλώσσες·

ζ) 

η πληροφόρηση είναι επικαιροποιημένη και σχετική με το μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιείται.

3.  

Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η σύγκριση είναι ουσιώδης και παρουσιάζεται με δίκαιο και ισόρροπο τρόπο·

β) 

αναφέρονται οι πηγές των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση·

γ) 

περιλαμβάνονται τα βασικά στοιχεία και παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση.

4.  

Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η ένδειξη αυτή δεν αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης·

β) 

η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις κατά την προηγούμενη πενταετία ή, εάν είναι μικρότερο των πέντε ετών, καθ' όλο το χρονικό διάστημα για το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που αποφασίζει η επιχείρηση, και σε κάθε περίπτωση οι πληροφορίες για τις επιδόσεις βασίζονται σε πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους·

γ) 

η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών αναφέρονται με σαφήνεια·

δ) 

η πληροφόρηση περιέχει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν το παρελθόν και ότι οι παρελθούσες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών αποτελεσμάτων·

ε) 

εάν η ένδειξη βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υφιστάμενος ή ο δυνητικός ιδιώτης πελάτης, αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να αυξηθεί ή να μειωθεί ως αποτέλεσμα συναλλαγματικών διακυμάνσεων·

▼C1

στ) 

εάν η ένδειξη βασίζεται σε μεικτή απόδοση, γνωστοποιείται η επίπτωση των προμηθειών, αμοιβών ή άλλων χρεώσεων.

▼B

5.  

Εάν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η πληροφόρηση αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και ότι πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων βασίζεται σε πραγματικές παρελθούσες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών που είναι ίδιοι, ή ουσιαστικά ίδιοι, με το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο ή αποτελούν το υποκείμενο μέσο του·

β) 

όσον αφορά τις πραγματικές παρελθούσες επιδόσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), να πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως γ), ε) και στ) της παραγράφου 4·

γ) 

η πληροφόρηση περιέχει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων και ότι οι παρελθούσες επιδόσεις δεν αποτελούν αξιόπιστη ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

6.  

Εάν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η πληροφόρηση δεν βασίζεται ή αναφέρεται σε προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων·

β) 

η πληροφόρηση βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα·

▼C1

γ) 

εάν η πληροφόρηση βασίζεται στη μεικτή απόδοση, γνωστοποιείται η επίπτωση των προμηθειών, αμοιβών ή άλλων χρεώσεων·

▼B

δ) 

η πληροφόρηση βασίζεται σε σενάρια επιδόσεων υπό διαφορετικές συνθήκες της αγοράς (αρνητικά και θετικά σενάρια), και αντικατοπτρίζει τη φύση και τους κινδύνους των συγκεκριμένων ειδών των μέσων που περιλαμβάνονται στην ανάλυση·

ε) 

η πληροφόρηση περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις αυτές δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

7.  
Εάν η πληροφόρηση αναφέρεται σε συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή ένδειξη ότι η φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τις ατομικές περιστάσεις κάθε πελάτη και ενδέχεται να υπόκειται σε μελλοντικές μεταβολές.
8.  
Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα καμίας αρμόδιας αρχής με τρόπο που δείχνει ή υποδηλώνει ότι αυτή η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 45

Πληροφόρηση σχετικά με την κατηγοριοποίηση των πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Η επιχείρηση επενδύσεων κοινοποιεί στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι προέβη στην απαιτούμενη από την οδηγία 2014/65/ΕΕ νέα κατηγοριοποίησή τους ως ιδιωτών πελατών, επαγγελματιών πελατών ή επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.
2.  
Η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί στους πελάτες σε σταθερό μέσο κάθε δικαίωμά τους να ζητήσουν την κατάταξή τους σε άλλη κατηγορία και κάθε περιορισμό που μια διαφορετική κατηγορία συνεπάγεται όσον αφορά το επίπεδο προστασίας των πελατών.
3.  

Η επιχείρηση επενδύσεων δύναται, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου πελάτη, να αντιμετωπίζει έναν πελάτη κατά τον ακόλουθο τρόπο:

α) 

ως επαγγελματία ή ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη που διαφορετικά θα εντασσόταν στην κατηγορία των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β) 

ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης σύμφωνα με το παράρτημα II τμήμα Ι της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 46

Γενικές απαιτήσεις για την πληροφόρηση των πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε εύθετο χρόνο σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες είτε προτού αυτοί δεσμευθούν με συμφωνία παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών είτε πριν από την παροχή των υπηρεσιών σε αυτούς, όποιο προηγείται χρονικά, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) 

τους όρους της εν λόγω συμφωνίας·

β) 

τις πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 47 σχετικά με την εν λόγω συμφωνία ή τις εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των άρθρων 47 έως 50.

▼C1

3.  
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται σε σταθερό μέσο ή, μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο), υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

▼B

4.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν σε εύθετο χρόνο στους πελάτες κάθε σημαντική μεταβολή στις πληροφορίες που παρέχονται βάσει των άρθρων 47 έως 50 και αφορούν μια υπηρεσία που η επιχείρηση παρέχει σε αυτούς. Η γνωστοποίηση γίνεται σε σταθερό μέσο εάν η πληροφόρηση την οποία αφορά παρέχεται σε σταθερό μέσο.
5.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η πληροφόρηση που περιλαμβάνεται σε μια διαφημιστική ανακοίνωση είναι συνεπής με τις άλλες πληροφορίες που η επιχείρηση παρέχει σε πελάτες στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

▼C1

6.  

Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις που περιλαμβάνουν προσφορά ή πρόσκληση της μορφής που αναφέρεται κατωτέρω και προσδιορίζουν τον τρόπο απάντησης ή περιλαμβάνουν έντυπο με το οποίο μπορεί να δοθεί απάντηση, περιλαμβάνουν, από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 47 έως 50, εκείνες που σχετίζονται με την εν λόγω προσφορά ή πρόσκληση:

▼B

α) 

προσφορά σύναψης σύμβασης σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία με οποιοδήποτε πρόσωπο απαντήσει στην ανακοίνωση·

β) 

πρόσκληση σε οποιοδήποτε πρόσωπο απαντήσει στην ανακοίνωση να κάνει μια προσφορά για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία.

Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εφόσον, προκειμένου να απαντήσει σε μια προσφορά ή πρόσκληση περιλαμβανόμενη στη διαφημιστική ανακοίνωση, ο δυνητικός πελάτης πρέπει να αναφερθεί σε άλλο έγγραφο ή έγγραφα, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα, περιλαμβάνουν τις σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 47

Πληροφόρηση υφιστάμενων και δυνητικών πελατών σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τις ακόλουθες γενικές πληροφορίες, κατά περίπτωση:

α) 

επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης επενδύσεων και λεπτομερείς πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι πελάτες μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικά με την επιχείρηση·

β) 

γλώσσες στις οποίες ο πελάτης μπορεί να επικοινωνεί με την επιχείρηση επενδύσεων και να λαμβάνει έγγραφα ή άλλες πληροφορίες από αυτήν·

γ) 

μέθοδοι επικοινωνίας που πρέπει να χρησιμοποιούνται μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των μεθόδων επικοινωνίας για την αποστολή και τη λήψη εντολών·

δ) 

δήλωση που πιστοποιεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και όνομα και διεύθυνση επαφών της αρμόδιας αρχής που τη χορήγησε·

ε) 

εάν η επιχείρηση ενεργεί μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου, δήλωση περί αυτού στην οποία προσδιορίζεται το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο αντιπρόσωπος·

στ) 

φύση, συχνότητα και χρόνο υποβολής των εκθέσεων σχετικά με τις επιδόσεις της υπηρεσίας που η επιχείρηση επενδύσεων θα παρέχει στον πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ζ) 

εάν η επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη, συνοπτική περιγραφή των μέτρων που λαμβάνει για να διασφαλίσει την προστασία τους, καθώς και συνοπτικά στοιχεία σχετικά με κάθε καθεστώς προστασίας επενδυτών ή εγγύησης καταθέσεων στο οποίο υπόκειται η επιχείρηση επενδύσεων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της σε ένα κράτος μέλος·

η) 

περιγραφή, η οποία μπορεί να παρασχεθεί σε συνοπτική μορφή, της πολιτικής που εφαρμόζει η επιχείρηση επενδύσεων όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 34·

θ) 

κατόπιν αιτήματος του πελάτη, πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με την εν λόγω πολιτική για τις συγκρούσεις συμφερόντων, σε σταθερό μέσο ή μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως θ) παρέχονται σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες.

2.  
Όταν παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν κατάλληλη μέθοδο αξιολόγησης και σύγκρισης, για παράδειγμα έναν κατάλληλο δείκτη αναφοράς βασιζόμενο στους επενδυτικούς στόχους του πελάτη και τα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό του, ούτως ώστε να επιτραπεί σε αυτόν να αξιολογήσει τις επιδόσεις της επιχείρησης.
3.  

Όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προτείνουν την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη, παρέχουν σε αυτόν, επιπλέον των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1, και τις ακόλουθες πληροφορίες, κατά περίπτωση:

α) 

πληροφορίες όσον αφορά τη μέθοδο και τη συχνότητα αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη·

β) 

κατά περίπτωση, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με κάθε μεταβίβαση της ελεύθερης διαχείρισης χαρτοφυλακίου για το σύνολο ή για μέρος των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη·

γ) 

προσδιορισμός των ενδεχόμενων δεικτών αναφοράς με τους οποίους θα συγκριθούν οι επιδόσεις του χαρτοφυλακίου του πελάτη·

δ) 

είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη και είδη συναλλαγών που μπορούν να διενεργηθούν σε αυτά τα μέσα, περιλαμβανόμενων των ενδεχόμενων σχετικών περιορισμών·

ε) 

διαχειριστικοί στόχοι, επίπεδο κινδύνου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας και κάθε ειδικός περιορισμός στη διακριτική αυτή ευχέρεια.

Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως ε) παρέχονται σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες.

Άρθρο 48

Πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες, σε εύθετο χρόνο, πριν την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών, γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων των χρηματοπιστωτικών μέσων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη ή επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του σχετικού είδους χρηματοπιστωτικού μέσου, τη λειτουργία και τις επιδόσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διαφορετικές συνθήκες της αγοράς, θετικές και αρνητικές, αλλά και τους ειδικούς κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει ενημερωμένες επενδυτικές αποφάσεις.
2.  

Η περιγραφή των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου και με την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

τους κινδύνους που σχετίζονται με τα χρηματοπιστωτικά μέσα του είδους αυτού, με εξήγηση της μόχλευσης και των αποτελεσμάτων της, καθώς και του κινδύνου απώλειας του συνόλου της επένδυσης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με την αφερεγγυότητα του εκδότη ή με σχετικά συμβάντα, όπως διάσωση με ίδια μέσα·

β) 

τη μεταβλητότητα της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων και τυχόν περιορισμούς στη διαθέσιμη αγορά για αυτά τα μέσα·

γ) 

πληροφορίες σχετικά με κωλύματα ή περιορισμούς όσον αφορά την αποεπένδυση, όπως μπορεί να συμβεί, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση των μη ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων ή των χρηματοπιστωτικών μέσων με πάγια επενδυτική διάρκεια, συμπεριλαμβανομένης μιας απεικόνισης των πιθανών μεθόδων εξόδου και τις συνέπειες τυχόν εξόδου, των πιθανών περιορισμών και του εκτιμώμενου χρονικού πλαισίου για την πώληση του χρηματοπιστωτικού μέσου πριν την ανάκτηση του αρχικού κόστους της συναλλαγής στα συγκεκριμένα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων·

▼C1

δ) 

το γεγονός ότι ο επενδυτής ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών στα μέσα αυτά, χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν ενδεχόμενες οφειλές, επιπλέον του κόστους απόκτησης των μέσων·

▼B

ε) 

κάθε απαίτηση περιθωρίου ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που εφαρμόζεται στα εν λόγω μέσα.

3.  
Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο τρέχουσας προσφοράς στο κοινό στο πλαίσιο της οποίας έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ, η εν λόγω επιχείρηση ενημερώνει, σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη σχετικά με τις λεπτομέρειες διάθεσης του ενημερωτικού δελτίου στο κοινό.
4.  
Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επαρκή περιγραφή της νομικής φύσης του χρηματοπιστωτικού μέσου, των συνιστωσών του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδραση μεταξύ των συνιστωσών επηρεάζει τους κινδύνους της επένδυσης.
5.  
Στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων που ενσωματώνουν εγγύηση ή προστασία του κεφαλαίου, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη πληροφορίες όσον αφορά τη φύση και το εύρος της εν λόγω εγγύησης ή προστασίας του κεφαλαίου. Στην περίπτωση που η εγγύηση παρέχεται από τρίτο μέρος, οι πληροφορίες σχετικά με την εγγύηση περιλαμβάνουν επαρκείς λεπτομέρειες τόσο όσον αφορά τον εγγυητή όσο και την εγγύηση προκειμένου να δοθεί στον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη η δυνατότητα να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης.

Άρθρο 49

Πληροφόρηση σχετικά με τη φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών παρέχουν στους σχετικούς υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες την πληροφόρηση που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 7, κατά περίπτωση.
2.  
Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εάν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαιά τους μπορούν να κατέχονται από τρίτο για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς και για την ευθύνη που έχει η επιχείρηση επενδύσεων σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για τυχόν πράξεις ή παραλείψεις αυτού του τρίτου και για τις συνέπειες για τον πελάτη από ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του τρίτου.
3.  
Εάν η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη από τρίτο σε συλλογικό λογαριασμό, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει σχετικά τον πελάτη και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
4.  
Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εάν δεν είναι δυνατό βάσει της εθνικής νομοθεσίας να διαχωριστούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη που κατέχονται σε τρίτο από τα ιδιόκτητα χρηματοπιστωτικά μέσα αυτού του τρίτου ή της επιχείρησης επενδύσεων και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.
5.  
Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη εάν οι λογαριασμοί στους οποίους τηρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια αυτού του πελάτη υπάγονται ή μπορούν να υπαχθούν σε νομοθεσία ή δικαιοδοσία άλλη από εκείνη ενός κράτους μέλους και αναφέρει ότι τα δικαιώματα του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη σε σχέση με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια μπορούν να διαφέρουν ανάλογα.
6.  
Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με την ύπαρξη και τους όρους κάθε εμπράγματου δικαιώματος ή ασφάλειας που η επιχείρηση έχει ή θα μπορούσε να έχει επί των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του, ή σχετικά με τυχόν δικαίωμα συμψηφισμού που έχει σε σχέση με τα εν λόγω μέσα ή κεφάλαια. Κατά περίπτωση, ενημερώνει επίσης τον πελάτη για το γεγονός ότι ένας θεματοφύλακας μπορεί να έχει εμπράγματο δικαίωμα, ασφάλεια ή δικαίωμα συμψηφισμού επί ή σε σχέση με αυτά τα μέσα ή κεφάλαια.
7.  
Η επιχείρηση επενδύσεων, προτού συνάψει συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων για χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχει εξ ονόματος πελάτη ή προτού χρησιμοποιήσει με άλλο τρόπο αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη, παρέχει στον εν λόγω πελάτη σε σταθερό μέσο και σε εύθετο χρόνο προτού χρησιμοποιηθούν τα μέσα αυτά σαφείς, πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες για τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες της όσον αφορά τη χρησιμοποίηση αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένων των όρων επιστροφής τους, καθώς και για τους σχετικούς κινδύνους.

Άρθρο 50

Πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Για τους σκοπούς παροχής πληροφόρησης στους πελάτες όσον αφορά το σύνολο του κόστους και τις επιβαρύνσεις δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 10.

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε επαγγελματίες πελάτες έχουν το δικαίωμα να συμφωνούν σε περιορισμένη εφαρμογή των λεπτομερών απαιτήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο με τους εν λόγω πελάτες. ►C1  Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν επιτρέπεται να συμφωνούν σε τέτοιου είδους περιορισμούς κατά την παροχή υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή στην περίπτωση όπου τα χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν παράγωγα, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας. ◄

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους διατηρούν το δικαίωμα να συμφωνούν σε περιορισμένη εφαρμογή των λεπτομερών απαιτήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, εκτός εάν, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν παράγωγα και ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος προτίθεται να τα προσφέρει στους πελάτες τους.

2.  

Για εκ των προτέρων και εκ των υστέρων γνωστοποίηση πληροφοριών στους πελάτες σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων αθροίζουν τα εξής:

α) 

όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που χρεώνονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από άλλα μέρη, στην περίπτωση που ο πελάτης έχει παραπεμφθεί σε αυτά, για την επενδυτική υπηρεσία (τις επενδυτικές υπηρεσίες) και/ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρεχόμενες στον πελάτη· και

β) 

όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την κατασκευή και διαχείριση των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Τα κόστη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι πληρωμές τρίτων μερών εισπραττόμενες από επιχειρήσεις επενδύσεων σε σχέση με την επενδυτική υπηρεσία που παρέχεται σε πελάτη αναφέρονται χωριστά και τα συνολικά κόστη και επιβαρύνσεις προστίθενται και εκφράζονται ως χρηματικό ποσό και ως ποσοστό.

3.  
Όταν οποιοδήποτε μέρος του συνολικού κόστους και επιβαρύνσεων πρέπει να καταβληθεί σε ξένο νόμισμα ή αντιπροσωπεύει ποσό εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν ένδειξη του σχετικού νομίσματος και ισχύουσες ισοτιμίες και κόστη μετατροπής. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν, επίσης, πληροφόρηση σχετικά με τον τρόπο καταβολής ή άλλες διατυπώσεις.
4.  
Σε σχέση με τη γνωστοποίηση κόστους και επιβαρύνσεων προϊόντων που δεν περιλαμβάνονται στο ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπολογίζουν και γνωστοποιούν τα εν λόγω κόστη, για παράδειγμα, μέσω σύνδεσης με εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ προκειμένου να λάβει τις σχετικές πληροφορίες.
5.  

Η υποχρέωση έγκαιρης και πλήρους εκ των προτέρων παροχής πληροφοριών σχετικά με τα συνολικά κόστη και επιβαρύνσεις που αφορούν το χρηματοπιστωτικό μέσο και την παρεχόμενη επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

όταν η επιχείρηση επενδύσεων προτείνει ή διαθέτει χρηματοπιστωτικά μέσα σε πελάτες· ή

β) 

όταν η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία πρέπει να παρέχει στους πελάτες ένα ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ ή έγγραφα βασικών πληροφοριών για επενδυτές που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) όσον αφορά τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με την οικεία ενωσιακή νομοθεσία.

6.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν προτείνουν ή διαθέτουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο στον πελάτη ή δεν είναι υποχρεωμένες να παρέχουν στον πελάτη ένα βασικό έγγραφο πληροφοριών ή έγγραφο βασικών πληροφοριών για επενδυτές, σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, ενημερώνουν τους πελάτες τους σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις που αφορούν την παρεχόμενη επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία.
7.  
Όταν περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες στον πελάτη, κάθε επιχείρηση επενδύσεων παρέχει πληροφορίες σχετικά με το κόστος των επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών που η ίδια παρέχει. ►C1  Μια επιχείρηση επενδύσεων που προτείνει ή διαθέτει στους πελάτες της υπηρεσίες που παρέχονται από άλλη επιχείρηση, αθροίζει τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των υπηρεσιών της με τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των υπηρεσιών που παρέχονται από την άλλη επιχείρηση. ◄ Μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει υπόψη της τα κόστη και τις επιβαρύνσεις που συνδέονται με την παροχή άλλων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών από άλλες επιχειρήσεις, σε περίπτωση που έχει κατευθύνει τον πελάτη στις εν λόγω επιχειρήσεις.
8.  
Στην περίπτωση εκ των προτέρων υπολογισμού του κόστους και των επιβαρύνσεων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν το πραγματικό κόστος ως υποκατάστατη μεταβλητή για το αναμενόμενο κόστος και τις επιβαρύνσεις. Σε περίπτωση που το πραγματικό κόστος δεν είναι διαθέσιμο, η επιχείρηση επενδύσεων πραγματοποιεί εύλογες εκτιμήσεις του εν λόγω κόστους. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν εκ των προτέρων παραδοχές με βάση την εκ των υστέρων εμπειρία και προσαρμόζουν τις εν λόγω παραδοχές, όπου κρίνεται απαραίτητο.
9.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν ετήσια εκ των υστέρων πληροφόρηση για όλα τα κόστη και επιβαρύνσεις που σχετίζονται με το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) και την επενδυτική(-ές) ή παρεπόμενη(-ες) υπηρεσία(-ες) σε περίπτωση που έχουν προτείνει ή διαθέσει το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) ή έχουν παράσχει στον πελάτη το βασικό έγγραφο πληροφοριών ή το έγγραφο βασικών πληροφοριών για επενδυτές όσον αφορά το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) και διατηρούν ή διατηρούσαν μια σταθερή σχέση με τον πελάτη στη διάρκεια του έτους. Η ανωτέρω πληροφόρηση βασίζεται στο πραγματικό κόστος και παρέχεται σε εξατομικευμένη βάση.

▼C1

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να επιλέξουν να παρέχουν την εν λόγω συνολική πληροφόρηση σχετικά με τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των επενδυτικών υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών μέσων σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες περιοδικές εκθέσεις που παρέχονται στους πελάτες.

▼B

10.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες απεικόνιση του αθροιστικού αποτελέσματος του κόστους επί της απόδοσης κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Η εν λόγω απεικόνιση παρέχεται εκ των προτέρων και εκ των υστέρων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η απεικόνιση ανταποκρίνεται στις εξής απαιτήσεις:

α) 

η απεικόνιση παρουσιάζει το αποτέλεσμα του συνολικού κόστους και των επιβαρύνσεων στην απόδοση της επένδυσης·

β) 

η απεικόνιση παρουσιάζει τυχόν προβλεπόμενες απότομες αυξήσεις ή διακυμάνσεις στο κόστος· και

γ) 

η απεικόνιση συνοδεύεται από περιγραφή.

Άρθρο 51

Πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2014

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαθέτουν μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIPs) ενημερώνουν επιπλέον τους πελάτες τους σχετικά με οποιοδήποτε άλλο κόστος και συναφείς επιβαρύνεις που συνδέονται με το προϊόν, οι οποίες ενδέχεται να μην έχουν συμπεριληφθεί στο ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ ή στα ΒΕΠ που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση, αλλά και σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.



ΤΜΗΜΑ 2

Επενδυτικές συμβουλές

Άρθρο 52

Πληροφορίες σχετικά με επενδυτικές συμβουλές

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξηγούν με σαφή και συνοπτικό τρόπο αν και γιατί οι επενδυτικές συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι, καθώς και το είδος και τη φύση των περιορισμών που ισχύουν, συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση παροχής επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση, της απαγόρευσης λήψης και παρακράτησης αντιπαροχών.

Όταν οι συμβουλές προσφέρονται ή παρέχονται στον ίδιο πελάτη τόσο σε ανεξάρτητη όσο και σε μη ανεξάρτητη βάση, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξηγούν το αντικείμενο των εκάστοτε υπηρεσιών προκειμένου οι επενδυτές να είναι σε θέση να κατανοήσουν τις διαφορές μεταξύ τους και να μην παρουσιάζεται η επιχείρηση ως ανεξάρτητος επενδυτικός σύμβουλος για το σύνολο της δραστηριότητας. Οι επιχειρήσεις δεν προβάλλουν αδικαιολόγητα τις υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση σε σχέση με τις υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών σε μη ανεξάρτητη βάση κατά την επικοινωνία τους με τους πελάτες.

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές, είτε σε ανεξάρτητη είτε σε μη ανεξάρτητη βάση, εξηγούν στους πελάτες το φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων που ενδέχεται να τους συστήσουν, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης της επιχείρησης με τους εκδότες ή τους παρόχους των μέσων.

▼M4

3.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων περιγράφουν τα εξής:

α) 

τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων που αξιολογούνται·

β) 

το φάσμα των αναλυόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων και παρόχων ανά είδος μέσου σύμφωνα με το αντικείμενο της εκάστοτε υπηρεσίας·

γ) 

κατά περίπτωση, τους παράγοντες βιωσιμότητας που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής χρηματοπιστωτικών μέσων·

δ) 

κατά την παροχή συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση, τον τρόπο με τον οποίο η παρεχόμενη υπηρεσία πληροί τις προϋποθέσεις για την παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής που χρησιμοποιεί η επιχείρηση επενδύσεων για τη σύσταση χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων, του κόστους και της πολυπλοκότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων.

▼C1

4.  
Όταν το φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων που αξιολογούνται από την επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση περιλαμβάνει τα χρηματοπιστωτικά μέσα της ίδιας της επιχείρησης ή μέσα που εκδίδουν ή παρέχουν οντότητες που διατηρούν στενούς δεσμούς ή οποιουδήποτε άλλου είδους νομική ή οικονομική σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων, αλλά και άλλους εκδότες ή παρόχους που δεν συνδέονται ή σχετίζονται, η επιχείρηση επενδύσεων διακρίνει, για κάθε είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, το φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδουν ή παρέχουν οντότητες που δεν διατηρούν οποιοδήποτε δεσμό με την επιχείρηση επενδύσεων.
5.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των συστάσεων που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 54 παράγραφος 12 γνωστοποιούν τα ακόλουθα:

α) 

τη συχνότητα και το εύρος της περιοδικής αξιολόγησης καταλληλότητας και, κατά περίπτωση, τις συνθήκες που επιβάλλουν την αξιολόγηση·

β) 

τον βαθμό κατά τον οποίο οι πληροφορίες που έχουν ήδη συλλεγεί θα αποτελέσουν αντικείμενο επαναξιολόγησης· και

γ) 

τον τρόπο με τον οποίο θα γνωστοποιηθεί στον πελάτη τυχόν επικαιροποιημένη σύσταση.

▼B

Άρθρο 53

Επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση

(άρθρο 24 παράγραφος 4 και άρθρο 24 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ορίζουν και εφαρμόζουν μια διαδικασία επιλογής προκειμένου να αξιολογούν και να συγκρίνουν ένα επαρκώς ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 7 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η διαδικασία επιλογής περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

ο αριθμός και η ποικιλία των χρηματοπιστωτικών μέσων που αξιολογούνται είναι ανάλογα του φάσματος των υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών που προσφέρονται από τον ανεξάρτητο επενδυτικό σύμβουλο·

β) 

ο αριθμός και η ποικιλία των χρηματοπιστωτικών μέσων που αξιολογούνται είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά·

γ) 

η ποσότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από οντότητες που διατηρούν στενή σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων είναι ανάλογη του συνολικού αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που αξιολογούνται· και

δ) 

τα κριτήρια για την επιλογή των διαφόρων χρηματοπιστωτικών μέσων περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές πτυχές, π.χ. τους κινδύνους, το κόστος και την πολυπλοκότητα, αλλά και τα χαρακτηριστικά των πελατών της επιχείρησης επενδύσεων, και διασφαλίζουν ότι η επιλογή των μέσων που ενδέχεται να συστηθούν δεν είναι μεροληπτική.

Σε περίπτωση που η ανωτέρω σύγκριση δεν είναι εφικτή λόγω του επιχειρηματικού μοντέλου ή του είδους της παρεχόμενης υπηρεσίας, η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές δεν παρουσιάζεται ως παρέχουσα επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση.

2.  

Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση και επικεντρώνεται σε ορισμένες κατηγορίες ή ένα προσδιορισμένο φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

η επιχείρηση προωθεί τον εαυτό της με τρόπο που αποσκοπεί αποκλειστικά στην προσέλκυση πελατών με προτίμηση για τις εν λόγω κατηγορίες ή φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων·

β) 

η επιχείρηση απαιτεί από τους πελάτες να δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται αποκλειστικά να επενδύσουν στη συγκεκριμένη κατηγορία ή φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων· και

γ) 

πριν την παροχή της υπηρεσίας, η επιχείρηση διασφαλίζει ότι η υπηρεσία είναι κατάλληλη για κάθε νέο πελάτη με βάση το σκεπτικό ότι το επιχειρηματικό της μοντέλο αντιστοιχεί με τις ανάγκες και τους στόχους του πελάτη, και το φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων που είναι κατάλληλα για τον πελάτη. Στην αντίθεση περίπτωση, η επιχείρηση δεν επιτρέπεται να παρέχει τέτοιου είδους υπηρεσία στον πελάτη.

3.  

Μια επιχείρηση επενδύσεων που προσφέρει επενδυτικές συμβουλές τόσο σε ανεξάρτητη όσο και σε μη ανεξάρτητη βάση, συμμορφώνεται με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α) 

εγκαίρως πριν από την παροχή των υπηρεσιών της, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τους πελάτες, σε σταθερό μέσο, αν η συμβουλή θα παρέχεται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα σχετικά εκτελεστικά μέτρα·

β) 

η επιχείρηση επενδύσεων έχει παρουσιάσει τον εαυτό της ως ανεξάρτητη για τις υπηρεσίες για τις οποίες παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση·

γ) 

η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει επαρκείς οργανωτικές απαιτήσεις και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζει ότι και τα δύο είδη συμβουλευτικών υπηρεσιών και συμβούλων είναι σαφώς διαχωρισμένα και ότι δεν είναι πιθανό να προκληθεί σύγχυση στους πελάτες σχετικά με το είδος συμβουλών που λαμβάνουν και ότι οι πελάτες λαμβάνουν το είδος των συμβουλών που είναι κατάλληλες για αυτούς. Η επιχείρηση επενδύσεων δεν επιτρέπει στο ίδιο φυσικό πρόσωπο να παρέχει επενδυτικές συμβουλές τόσο σε ανεξάρτητη όσο και σε μη ανεξάρτητη βάση.

▼B



ΤΜΗΜΑ 3

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

Άρθρο 54

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και εκθέσεις καταλληλότητας

(άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν δημιουργούν οποιαδήποτε ασάφεια ή σύγχυση όσον αφορά τις ευθύνες τους στη διαδικασία κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των επενδυτικών υπηρεσιών ή χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Όταν αναλαμβάνει να διενεργήσει την αξιολόγηση καταλληλότητας, η επιχείρηση ενημερώνει τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, με τρόπο σαφή και απλό, ότι η αξιολόγηση της καταλληλότητας πραγματοποιείται προκειμένου η επιχείρηση να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη.

▼C1

Όπου οι υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου παρέχονται, συνολικά ή εν μέρει, μέσω ενός αυτοματοποιημένου ή ημι-αυτοματοποιημένου συστήματος, την ευθύνη για τη διενέργεια αξιολόγησης της καταλληλότητας φέρει η επιχείρηση επενδύσεων, η δε ευθύνη αυτή δεν μειώνεται με τη χρήση ηλεκτρονικού συστήματος κατά τη διατύπωση προσωπικών συστάσεων ή απόφασης για τη συναλλαγή.

▼B

2.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν την έκταση των πληροφοριών που συλλέγονται από τους πελάτες υπό το πρίσμα όλων των υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου που παρέχονται στους εν λόγω πελάτες. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν από τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τις πληροφορίες που τους είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσουν τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσουν εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης υπηρεσίας, ότι η συναλλαγή που συνιστάται ή διενεργείται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου ανταποκρίνεται στα ακόλουθα κριτήρια:

▼M4

α) 

πληροί τους επενδυτικούς στόχους του εν λόγω πελάτη, συμπεριλαμβανομένων του επιπέδου ανοχής κινδύνου του πελάτη και τυχόν προτιμήσεων βιωσιμότητας·

▼B

β) 

είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να μπορεί να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου που είναι συνεπής με τους επενδυτικούς του στόχους·

γ) 

είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνεπάγεται η συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.

3.  
Επιτρέπεται σε μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτική υπηρεσία σε επαγγελματία πελάτη να θεωρήσει ότι για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία αυτή, ο πελάτης διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσεων για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο γ).

Όταν η επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε επαγγελματία πελάτη υπαγόμενο στις διατάξεις του τμήματος 1 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να θεωρήσει για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β) ότι ο πελάτης είναι σε θέση από οικονομική άποψη να αναλάβει κάθε σχετικό επενδυτικό κίνδυνο που είναι συνεπής με τους επενδυτικούς του στόχους.

4.  
Στις πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με την πηγή και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, τις επενδύσεις και τα ακίνητά του, καθώς και σχετικά με τις τακτικές χρηματοοικονομικές του υποχρεώσεις.

▼M4

5.  
Στις πληροφορίες σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη, περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διακρατήσει την επένδυση, τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνων, το επίπεδο ανοχής κινδύνου, τους σκοπούς της επένδυσης και επιπλέον, τις προτιμήσεις του όσον αφορά τη βιωσιμότητα.

▼C1

6.  
Σε περίπτωση που ένας πελάτης είναι νομικό πρόσωπο ή ομάδα δύο ή περισσότερων φυσικών προσώπων ή στην περίπτωση που ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα εκπροσωπούνται από άλλο φυσικό πρόσωπο, η επιχείρηση επενδύσεων θεσπίζει και εφαρμόζει πολιτική όσον αφορά το ποιος θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης καταλληλότητας και τον τρόπο πρακτικής υλοποίησης της αξιολόγησης αλλά και όσον αφορά το από ποιον θα πρέπει να συλλέγονται πληροφορίες σχετικά με τη γνώση, την εμπειρία, την οικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους. Η επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει την προαναφερθείσα πολιτική.

▼B

Όταν ένα φυσικό πρόσωπο εκπροσωπείται από άλλο φυσικό πρόσωπο ή όταν ένα νομικό πρόσωπο που έχει αιτηθεί μεταχείριση ως επαγγελματίας πελάτης σύμφωνα με το τμήμα 2 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση της καταλληλότητας, η οικονομική κατάσταση και οι επενδυτικοί στόχοι είναι εκείνοι του νομικού προσώπου ή, σε σχέση με το φυσικό πρόσωπο, εκείνοι του υποκείμενου πελάτη και όχι του εκπροσώπου. Η γνώση και εμπειρία είναι εκείνες του εκπροσώπου του φυσικού προσώπου ή του προσώπου που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό του υποκείμενου πελάτη.

7.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται σχετικά με τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τους είναι αξιόπιστες. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:

α) 

τη διασφάλιση ότι οι πελάτες γνωρίζουν τη σημασία παροχής ακριβώς και επικαιροποιημένων πληροφοριών·

β) 

τη διασφάλιση ότι όλα τα εργαλεία, όπως για παράδειγμα τα εργαλεία εκτίμησης επικινδυνότητας και δημιουργίας προφίλ ή τα εργαλεία αξιολόγησης της γνώσης και της εμπειρίας του πελάτη, που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της καταλληλότητας εξυπηρετούν τον σκοπό και είναι κατάλληλα σχεδιασμένα για χρήση με τους πελάτες τους, με τους περιορισμούς που εντοπίζονται και μετριάζονται ενεργά μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης της καταλληλότητας·

γ) 

τη διασφάλιση ότι οι ερωτήσεις που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία είναι πιθανό να καταστούν κατανοητές από τους πελάτες, να αποτυπώνουν με ακρίβεια τους στόχους και τις ανάγκες του πελάτη, και τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης καταλληλότητας· και

δ) 

τη λήψη μέτρων, κατά περίπτωση, για τη διασφάλιση της συνέπειας των πληροφοριών των πελατών, εξετάζοντας, για παράδειγμα, εάν υπάρχουν εμφανείς ανακρίβειες στις πληροφορίες που παρέχονται από πελάτες.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διατηρούν σταθερή σχέση με τον πελάτη, για παράδειγμα, παρέχοντας σε σταθερή βάση συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίων, εφαρμόζουν και είναι σε θέση να το αποδείξουν, κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για την διατήρηση επαρκών και επικαιροποιημένων πληροφοριών για τους πελάτες στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 2.

8.  
Όταν, κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση δεν συνιστά επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα στον σχετικό υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη.

▼M4

9.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν, και είναι σε θέση να αποδείξουν ότι εφαρμόζουν, επαρκείς πολιτικές και διαδικασίες, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κατανοούν τη φύση, τα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένου του κόστους και των κινδύνων των επενδυτικών υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών μέσων που επιλέγονται για τους πελάτες τους, συμπεριλαμβανομένων τυχόν παραγόντων βιωσιμότητας, και αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και την πολυπλοκότητα, εάν ισοδύναμες επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να ικανοποιήσουν το προφίλ του πελάτη τους.
10.  
Κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μια επιχείρηση επενδύσεων δεν συνιστά επενδυτικές υπηρεσίες, ούτε αποφασίζει να πραγματοποιήσει συναλλαγή όταν καμία από τις υπηρεσίες ή κανένα από τα μέσα δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη.

Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν διατυπώνει συστάσεις για χρηματοπιστωτικά μέσα ούτε αποφασίζει να πραγματοποιήσει συναλλαγή με τέτοια μέσα ως μέσα που πληρούν τις προτιμήσεις βιωσιμότητας του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη όταν τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα δεν πληρούν τις προτιμήσεις αυτές. Η επιχείρηση επενδύσεων εξηγεί στον πελάτη ή τους δυνητικούς πελάτες τους λόγους για τους οποίους δεν ακολουθεί αυτήν την πρακτική και τηρεί αρχείο των λόγων αυτών.

Όταν κανένα χρηματοπιστωτικό μέσο δεν πληροί τις προτιμήσεις βιωσιμότητας του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη και ο πελάτης αποφασίσει να προσαρμόσει τις προτιμήσεις του όσον αφορά τη βιωσιμότητα, η επιχείρηση επενδύσεων τηρεί αρχείο της απόφασης του πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των λόγων της απόφασης αυτής.

▼B

11.  
Κατά την παροχή υπηρεσιών επενδυτικών συμβούλων ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνουν αλλαγή επενδύσεων, είτε μέσω πώλησης ενός μέσου και αγοράς ενός άλλου, είτε μέσω άσκησης του δικαιώματος αλλαγής σε σχέση με ένα υπάρχον μέσο,οι επενδυτικές επιχειρήσεις συλλέγουν τις αναγκαίες πληροφορίες που αφορούν τις υπάρχουσες επενδύσεις του πελάτη και τις νέες προτεινόμενες επενδύσεις και διεξάγουν ανάλυση του κόστους και του οφέλους της αλλαγής, ώστε να είναι ευλόγως ικανές να αποδείξουν ότι τα οφέλη της αλλαγής είναι μεγαλύτερα από το κόστος.

▼M4

12.  
Κατά την παροχή επενδυτικών συμβούλων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποβάλλουν έκθεση στον ιδιώτη πελάτη, η οποία περιλαμβάνει περιγραφή των παρεχόμενων συμβουλών και εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο η παρεχόμενη πρόταση είναι κατάλληλη για τον ιδιώτη πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ικανοποιεί τους επενδυτικούς στόχους του πελάτη και τις προσωπικές περιστάσεις σε σχέση με την αιτούμενη επενδυτική διάρκεια, τη γνώση και την πείρα του πελάτη, τη στάση του πελάτη προς τους κινδύνους, τη δυνατότητά του να αντεπεξέλθει σε ζημίες και τις προτιμήσεις του όσον αφορά τη βιωσιμότητα.

▼B

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφιστούν την προσοχή των πελατών και συμπεριλαμβάνουν στην έκθεση καταλληλότητας πληροφορίες σχετικά με το εάν ενδέχεται οι προτεινόμενες υπηρεσίες ή τα μέσα να απαιτούν από τον ιδιώτη πελάτη να αναζητήσει μια περιοδική επανεξέταση των ρυθμίσεών τους.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει μια υπηρεσία που περιλαμβάνει περιοδικές εκθέσεις και αξιολογήσεις καταλληλότητας, οι μεταγενέστερες εκθέσεις μετά την παροχή της αρχικής υπηρεσίας μπορούν να καλύπτουν αλλαγές στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες ή μέσα και/ή στις συνθήκες του πελάτη και να μην επαναλαμβάνουν όλες τις λεπτομέρειες της πρώτης έκθεσης.

▼C1

13.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, επανεξετάζουν, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών, την καταλληλότητα των συστάσεων τουλάχιστον ετησίως. Η συχνότητα της αξιολόγησης αυτής αυξάνεται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου του πελάτη και το είδος των προτεινόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων.

▼M4

Οι απαιτήσεις να πληρούνται οι προτιμήσεις βιωσιμότητας των πελατών ή δυνητικών πελατών, κατά περίπτωση, δεν τροποποιούν τους όρους του πρώτου εδαφίου.

▼B

Άρθρο 55

Κοινές διατάξεις για την αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

(άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη στον τομέα των επενδύσεων περιλαμβάνουν τα στοιχεία που αναφέρονται κατωτέρω, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τη φύση του πελάτη, τον χαρακτήρα και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί και το προβλεπόμενο είδος προϊόντος ή συναλλαγής, περιλαμβανομένης της πολυπλοκότητάς τους και των κινδύνων που συνεπάγονται:

▼B

α) 

είδη υπηρεσιών, συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης·

β) 

φύση, όγκος και συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και περίοδος εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν·

γ) 

το εκπαιδευτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη.

2.  
Η επιχείρηση επενδύσεων δεν αποθαρρύνει έναν υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη από την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
3.  
Επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν υφιστάμενοι ή δυνητικοί πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι αυτές είναι προφανώς παρωχημένες, ανακριβείς ή ελλιπείς.

Άρθρο 56

Αξιολόγηση της συμβατότητας και σχετικές υποχρεώσεις τήρησης αρχείου

(άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσδιορίζουν αν ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις προκειμένου να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με το προσφερόμενο ή ζητούμενο επενδυτικό προϊόν ή υπηρεσία, όταν αξιολογούν αν μια από επενδυτική υπηρεσία είναι, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, κατάλληλη για έναν πελάτη.

▼C1

Επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να θεωρήσει ότι ένας επαγγελματίας πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με τις συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές ή τα είδη συναλλαγών ή προϊόντων για τα οποία ο πελάτης έχει κατηγοριοποιηθεί ως επαγγελματίας.

▼B

2.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία των αξιολογήσεων συμβατότητας που διενεργούνται, οι οποίες περιλαμβάνουν τα εξής:

α) 

το αποτέλεσμα της αξιολόγησης συμβατότητας·

β) 

τυχόν προειδοποίηση που έχει δοθεί στον πελάτη στην περίπτωση που η αγορά επενδυτικής υπηρεσίας ή προϊόντος αξιολογήθηκε ως δυνητικά ακατάλληλη για τον πελάτη, εάν ο πελάτης ζήτησε να προβεί στη συναλλαγή παρά την προειδοποίηση και, κατά περίπτωση, αν η επιχείρηση αποδέχθηκε το αίτημα του πελάτη να προβεί στη συναλλαγή·

γ) 

τυχόν προειδοποίηση που έχει δοθεί στον πελάτη στην περίπτωση που ο πελάτης δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες προκειμένου η επιχείρηση να διενεργήσει την αξιολόγηση συμβατότητας, εάν ο πελάτης ζήτησε να προβεί στη συναλλαγή παρά την προειδοποίηση και, κατά περίπτωση, αν η επιχείρηση αποδέχθηκε το αίτημα του πελάτη να προβεί στη συναλλαγή.

Άρθρο 57

Παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα

(άρθρο 25 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Χρηματοπιστωτικό μέσο μη προσδιοριζόμενο ρητά στο άρθρο 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EE θεωρείται μη πολύπλοκο για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) σημείο vi) της οδηγίας 2014/65/EE εφόσον πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

δεν εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) ή στα σημεία 4 έως 11 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β) 

υπάρχουν συχνές ευκαιρίες εκχώρησης, εξόφλησης ή με άλλο τρόπο ρευστοποίησής του, σε τιμές που είναι δημόσια διαθέσιμες στους συμμετέχοντες στην αγορά και αποτελούν είτε τιμές της αγοράς είτε τιμές που διατίθενται ή επικυρώνονται από συστήματα αποτίμησης μη εξαρτώμενα από τον εκδότη·

γ) 

δεν συνεπάγεται για τον πελάτη καμία πραγματική ή δυνητική υποχρέωση υπερβαίνουσα το κόστος απόκτησης του μέσου·

▼C1

δ) 

δεν ενσωματώνει ρήτρα, όρο ή στοιχείο ενεργοποίησης που θα μπορούσε να μεταβάλλει ριζικά τη φύση ή τον κίνδυνο της επένδυσης ή το προφίλ απόσβεσης, όπως για παράδειγμα επενδύσεις που ενσωματώνουν το δικαίωμα μετατροπής του μέσου σε διαφορετική επένδυση·

▼B

ε) 

δεν περιλαμβάνει τυχόν ρητές ή σιωπηρές επιβαρύνσεις εξόδου που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της επένδυσης σε μη ρευστοποιήσιμη, ακόμα και αν υπάρχουν πρακτικά συχνές ευκαιρίες για διάθεση, εξαγορά ή άλλου είδους πραγματοποίηση της επένδυσης·

στ) 

διατίθενται στο κοινό επαρκώς κατανοητές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του και είναι πιθανό ότι αυτές είναι εύκολα κατανοητές, ώστε να παρέχεται στο μέσο ιδιώτη πελάτη η δυνατότητα να λάβει ενημερωμένη απόφαση να διενεργήσει ή όχι μια συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 58

Συμφωνίες με ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες

(άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία που αναφέρεται στο σημείο 1 του τμήματος Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε ιδιώτη πελάτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού συνάπτουν, σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο, γραπτή βασική συμφωνία με τον πελάτη, η οποία να καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης και του πελάτη. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επιχειρηματικές συμβουλές συμμορφώνονται με την ανωτέρω υποχρέωση μόνο σε περίπτωση που διενεργείται περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των προτεινόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών.

Η γραπτή συμφωνία καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α) 

περιγραφή των υπηρεσιών και, κατά περίπτωση, τη φύση και την έκταση των επενδυτικών συμβούλων που παρέχονται·

β) 

στην περίπτωση υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να αγορασθούν και να πωληθούν και τα είδη των συναλλαγών που μπορούν να πραγματοποιηθούν για λογαριασμό του πελάτη, αλλά και μέσα και συναλλαγές που απαγορεύονται· και

γ) 

περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών οποιασδήποτε από τις παρεχόμενες υπηρεσίες που αναφέρονται στο σημείο 1 του τμήματος Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του ρόλου της επιχείρησης όσον αφορά εταιρικές πράξεις που σχετίζονται με μέσα των πελατών και τους όρους υπό τους οποίους συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων που περιλαμβάνουν τίτλους πελατών θα δημιουργήσουν απόδοση για τον πελάτη.



ΤΜΗΜΑ 4

Ενημέρωση των πελατών

Άρθρο 59

Υποχρεώσεις ενημέρωσης όσον αφορά την εκτέλεση εντολών εκτός της διαχείρισης χαρτοφυλακίου

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολή εκτός της διαχείρισης χαρτοφυλακίου για λογαριασμό πελάτη, προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες σε σχέση με την εντολή αυτή:

α) 

παρέχουν αμέσως στον πελάτη και σε σταθερό μέσο τις βασικές πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση της εντολής·

β) 

απευθύνουν στον πελάτη ειδοποίηση, σε σταθερό μέσο, που επιβεβαιώνει την εκτέλεση της εντολής, το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση ή, εάν η επιχείρηση λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που της αποστέλλει ο τρίτος.

Το στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται όταν η επιβεβαίωση περιέχει τις ίδιες πληροφορίες με την επιβεβαίωση που πρέπει να σταλεί άμεσα στον πελάτη από άλλο πρόσωπο.

Τα στοιχεία α) και β) δεν εφαρμόζονται όταν οι εντολές που εκτελούνται για λογαριασμό των πελατών αφορούν ομόλογα για τη χρηματοδότηση συμφωνιών ενυπόθηκων δανείων με τους εν λόγω πελάτες· στην περίπτωση αυτή η συναλλαγή γνωστοποιείται ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των όρων του ενυπόθηκου δανείου, αλλά όχι αργότερα από ένα μήνα μετά την εκτέλεση της σχετικής εντολής.

2.  
Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στον πελάτη, εφόσον το ζητήσει, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της εντολής του.
3.  
Στην περίπτωση εντολών πελατών οι οποίες αφορούν μερίδια ή μετοχές σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων και εκτελούνται περιοδικά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων είτε ενεργούν σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 1 ή παρέχουν στον πελάτη, τουλάχιστον κάθε έξι μήνες, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 για τις σχετικές συναλλαγές.
4.  

Η ειδοποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει από τις πληροφορίες που απαριθμούνται κατωτέρω εκείνες που είναι κατάλληλες και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

α) 

το στοιχείο αναγνώρισης της γνωστοποιούσας επιχείρησης επενδύσεων·

β) 

το όνομα ή άλλο χαρακτηριστικό αναγνώρισης του πελάτη·

γ) 

την ημέρα διαπραγμάτευσης·

δ) 

το χρόνο διαπραγμάτευσης·

ε) 

το είδος της εντολής·

▼C1

στ) 

το στοιχείο αναγνώρισης του τόπου συναλλαγής·

▼B

ζ) 

την ταυτοποίηση του μέσου·

η) 

την ένδειξη αγοράς/πώλησης·

▼C1

θ) 

τη φύση της εντολής αν είναι διαφορετική από εντολή αγοράς/πώλησης·

▼B

ι) 

την ποσότητα·

ια) 

την τιμή ανά μονάδα·

ιβ) 

το συνολικό τίμημα·

ιγ) 

το συνολικό ποσό των προμηθειών και εξόδων που χρεώθηκαν και, εφόσον το ζητήσει ο πελάτης, την αναλυτική καταγραφή τους, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του ποσού οποιασδήποτε προσαύξησης ή απομείωσης που επιβλήθηκε σε περίπτωση που η συναλλαγή εκτελέστηκε από μια επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό, και η επιχείρηση επενδύσεων υπέχει έναντι του πελάτη υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης·

ιδ) 

τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε σε περίπτωση που η συναλλαγή περιλαμβάνει μετατροπή νομίσματος·

ιε) 

τις ευθύνες του πελάτη όσον αφορά τον διακανονισμό της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας πληρωμής ή παράδοσης, καθώς και τα κατάλληλα στοιχεία λογαριασμού, εάν τα εν λόγω στοιχεία και ευθύνες δεν γνωστοποιήθηκαν προηγουμένως στον πελάτη·

ιστ) 

εάν ο αντισυμβαλλόμενος του πελάτη ήταν η ίδια η επιχείρηση επενδύσεων ή οποιοδήποτε πρόσωπο στον όμιλο της επιχείρησης επενδύσεων ή άλλος πελάτης της επιχείρησης επενδύσεων, το γεγονός ότι αυτό συνέβη, εκτός εάν η εντολή εκτελέσθηκε μέσω συστήματος διαπραγμάτευσης που διευκολύνει την ανώνυμη διαπραγμάτευση.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ια), εάν η εντολή εκτελείται τμηματικά, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να επιλέξει να παράσχει στον πελάτη πληροφορίες είτε για την τιμή που εφαρμόστηκε σε κάθε επιμέρους τμήμα της εκτέλεσης είτε για τη μέση τιμή. Όταν παρέχει τη μέση τιμή, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον πελάτη, μετά από αίτημά του, πληροφορίες για την τιμή που εφαρμόστηκε σε κάθε επιμέρους τμήμα.

5.  
Η επιχείρηση επενδύσεων δύναται να παράσχει στον πελάτη τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 χρησιμοποιώντας τυποποιημένους κωδικούς εφόσον παρέχει επεξήγηση των κωδικών αυτών.

Άρθρο 60

Απαιτήσεις αναφοράς σχετικά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίου

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου παρέχουν σε σταθερό μέσο σε κάθε πελάτη στον οποίο παρέχουν την υπηρεσία αυτή περιοδικές καταστάσεις των δραστηριοτήτων διαχείρισης χαρτοφυλακίου που εκτελέστηκαν για λογαριασμό του, εκτός αν οι καταστάσεις αυτές παρέχονται από άλλο πρόσωπο.
2.  

Η περιοδική κατάσταση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 παρέχει εύλογη και ισορροπημένη εικόνα των δραστηριοτήτων που διενεργήθηκαν και της απόδοσης του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) 

την επωνυμία της επιχείρησης επενδύσεων·

β) 

το όνομα ή άλλο χαρακτηρισμό του λογαριασμού του πελάτη·

γ) 

κατάσταση του περιεχομένου και της αποτίμησης του χαρτοφυλακίου, καθώς και λεπτομέρειες για κάθε διακρατούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αξία του στην αγορά ή την εύλογη αξία του εάν η αξία του στην αγορά δεν είναι διαθέσιμη και το υπόλοιπο μετρητών στην αρχή και στο τέλος της περιόδου αναφοράς, καθώς και την απόδοση του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής·

δ) 

το συνολικό ποσό των αμοιβών και τελών που χρεώθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς, αναφέροντας χωριστά τουλάχιστον το σύνολο των αμοιβών διαχείρισης και το σύνολο των εξόδων που συνδέονται με την εκτέλεση, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, δήλωσης ότι κατόπιν αιτήματος θα παρασχεθεί λεπτομερέστερη ανάλυση των στοιχείων αυτών·

ε) 

σύγκριση της απόδοσης κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση με τον δείκτη επενδυτικής απόδοσης αναφοράς που (τυχόν) συμφωνήθηκε μεταξύ επιχείρησης επενδύσεων και πελάτη·

στ) 

το συνολικό ποσό των συνδεόμενων με το χαρτοφυλάκιο του πελάτη μερισμάτων, τόκων και άλλων πληρωμών που λήφθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση·

ζ) 

πληροφορίες σχετικά με άλλες εταιρικές πράξεις που παρέχουν δικαιώματα σχετιζόμενα με χρηματοπιστωτικά μέσα που διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο·

η) 

για κάθε συναλλαγή που εκτελέσθηκε κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 στοιχεία γ) έως ιβ), κατά περίπτωση, εκτός εάν ο πελάτης επιλέγει να λαμβάνει πληροφορίες σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, οπότε εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου.

3.  

Η περιοδική κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχεται σε τριμηνιαία βάση εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

στην περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση σε ένα επιγραμμικό σύστημα, το οποίο θεωρείται σταθερό μέσο, παρέχει πρόσβαση σε επικαιροποιημένες αποτιμήσεις του χαρτοφυλακίου του πελάτη και στο οποίο οι πελάτες μπορούν εύκολα να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 63 παράγραφος 2 και η επιχείρηση διαθέτει αποδείξεις ότι ο πελάτης είχε πρόσβαση σε αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του σχετικού τριμήνου·

β) 

στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 4, η περιοδική κατάσταση πρέπει να παρέχεται τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο·

γ) 

εάν η συμφωνία που έχει συνάψει η επιχείρηση επενδύσεων με πελάτη για την παροχή υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου επιτρέπει τη διαχείριση με μόχλευση, η περιοδική κατάσταση αποστέλλεται τουλάχιστον μία φορά το μήνα.

Η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο β) δεν ισχύει στην περίπτωση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα υπαγόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) ή ενός εκ των σημείων 4 έως 11 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

4.  
Όταν ο πελάτης επιλέγει να λαμβάνει πληροφορίες σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε σταθερό μέσο στον πελάτη, αμέσως μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής από τον διαχειριστή χαρτοφυλακίου, τις βασικές πληροφορίες για τη σχετική συναλλαγή.

Η επιχείρηση επενδύσεων αποστέλλει στον πελάτη ειδοποίηση που επιβεβαιώνει τη συναλλαγή και περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση της συναλλαγής ή, εάν η επιχείρηση λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που αποστέλλει ο τρίτος.

Το δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζεται εάν η επιβεβαίωση περιέχει τις ίδιες πληροφορίες με μια επιβεβαίωση που πρέπει να σταλεί αμέσως στον πελάτη από άλλο πρόσωπο.

Άρθρο 61

Απαιτήσεις γνωστοποίησης σχετικά με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους

(άρθρο 24 παράγραφος 4 και άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι απαιτήσεις που ισχύουν για τις εκθέσεις που υποβάλλονται σε ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες βάσει των άρθρων 49 και 59 εφαρμόζονται, εκτός αν οι επιχειρήσεις επενδύσεων συνάπτουν συμφωνίες με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους προκειμένου να καθορίσουν το περιεχόμενο και τον χρόνο υποβολής των εκθέσεων.

Άρθρο 62

Πρόσθετες απαιτήσεις γνωστοποίησης για τις συναλλαγές διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή για συναλλαγές που συνεπάγονται ενδεχόμενη υποχρέωση

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ενημερώνουν τον πελάτη όταν η συνολική αξία του χαρτοφυλακίου, όπως εκτιμάται στην αρχή κάθε περιόδου αναφοράς, υποτιμάται κατά 10 % και εφεξής σε πολλαπλάσια του 10 %, το αργότερο στη λήξη της εργάσιμης μέρας κατά την οποία σημειώθηκε η υπέρβαση του ορίου ή, εάν η υπέρβαση του ορίου σημειώθηκε σε μη εργάσιμη ημέρα, στο κλείσιμο της επόμενης εργάσιμης ημέρας.
2.  
Επιχειρήσεις επενδύσεων που διατηρούν λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, ο οποίος περιλαμβάνει θέσεις σε μοχλευμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή συναλλαγές που συνεπάγονται ενδεχόμενη υποχρέωση, ενημερώνουν τον πελάτη όταν η αρχική αξία κάθε μέσου υποτιμάται κατά 10 % και εφεξής σε πολλαπλάσια του 10 %. Οι εκθέσεις σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο θα πρέπει να υποβάλλονται για κάθε μέσο ξεχωριστά, εκτός εάν συμφωνήθηκε διαφορετικά με τον πελάτη, και υποβάλλονται το αργότερο στη λήξη της εργάσιμης μέρας κατά την οποία σημειώθηκε η υπέρβαση του ορίου ή, εάν η υπέρβαση του ορίου σημειώθηκε σε μη εργάσιμη ημέρα, στο κλείσιμο της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 63

Καταστάσεις χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων πελατών

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών αποστέλλουν, τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση, σε κάθε πελάτη του οποίου κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια, κατάσταση σε σταθερό μέσο αυτών των μέσων και κεφαλαίων, εκτός εάν μια τέτοια κατάσταση έχει ήδη παρασχεθεί σε άλλη περιοδική κατάσταση. Κατόπιν αιτήματος του πελάτη, οι επιχειρήσεις παρέχουν την εν λόγω κατάσταση συχνότερα σε εμπορικό κόστος.

▼B

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 14 ), όσον αφορά τις καταθέσεις, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, που έχουν τοποθετηθεί σε αυτά.

2.  

Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) 

λεπτομερή στοιχεία για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια που κατέχει η επιχείρηση επενδύσεων για λογαριασμό του πελάτη στο τέλος της περιόδου που καλύπτει η κατάσταση·

β) 

τον βαθμό στον οποίο χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη απετέλεσαν αντικείμενο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων·

γ) 

κάθε όφελος για τον πελάτη ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε οποιαδήποτε συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων και τη βάση επί της οποίας έχει υπολογισθεί το όφελος αυτό·

δ) 

σαφή ένδειξη των περιουσιακών στοιχείων ή κεφαλαίων που υπόκεινται στους κανόνες της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα εκτελεστικά της μέτρα, και των περιουσιακών στοιχείων ή κεφαλαίων που δεν υπόκεινται, όπως εκείνα που υπόκεινται στη Συμφωνία Παροχής Ασφάλειας με Μεταβίβαση Τίτλου·

ε) 

σαφή ένδειξη των περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζονται από ιδιαιτερότητες στο καθεστώς κυριότητάς τους, για παράδειγμα λόγω εμπράγματης ασφάλειας·

στ) 

την αγοραία ή, όταν δεν είναι διαθέσιμη, την εκτιμώμενη αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων που περιλαμβάνονται στην κατάσταση, με σαφή ένδειξη του γεγονότος ότι η έλλειψη αγοραίας τιμής είναι πιθανό να είναι ενδεικτική έλλειψης ρευστότητας. Η εκτιμώμενη αξία υπολογίζεται από την επιχείρηση με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια.

▼C1

Σε περιπτώσεις στις οποίες το χαρτοφυλάκιο ενός πελάτη περιλαμβάνει τα έσοδα από μια ή περισσότερες μη διακανονισθείσες συναλλαγές, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) μπορούν να βασίζονται είτε στην ημερομηνία της διαπραγμάτευσης είτε στην ημερομηνία διακανονισμού, υπό τον όρο ότι η ίδια βάση εφαρμόζεται με συνέπεια σε όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην κατάσταση.

▼B

Η περιοδική κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν παρέχεται στην περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση σε ένα επιγραμμικό σύστημα, το οποίο θεωρείται σταθερό μέσο και στο οποίο οι πελάτες μπορούν εύκολα να αποκτήσουν πρόσβαση σε επικαιροποιημένες καταστάσεις των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων τους και η επιχείρηση διαθέτει αποδείξεις ότι ο πελάτης είχε πρόσβαση στην εν λόγω κατάσταση τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του σχετικού τριμήνου.

3.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια και παρέχουν υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε έναν πελάτη, μπορούν να περιλαμβάνουν την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη στην περιοδική κατάσταση που παρέχουν στον ίδιο πελάτη δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφος 1.



ΤΜΗΜΑ 5

Βέλτιστη εκτέλεση

Άρθρο 64

Κριτήρια βέλτιστης εκτέλεσης

(άρθρο 27 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια για τον προσδιορισμό της σχετικής σπουδαιότητας των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ:

α) 

τα χαρακτηριστικά του πελάτη, περιλαμβανομένης της κατηγοριοποίησής του ως ιδιώτη πελάτη ή ως επαγγελματία πελάτη·

β) 

τα χαρακτηριστικά της εντολής του πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που η εντολή αφορά συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ)·

γ) 

τα χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο της εντολής·

δ) 

τα χαρακτηριστικά των τόπων εκτέλεσης προς τους οποίους μπορεί να δρομολογηθεί η εντολή.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 65 και 66, η έννοια «τόπος εκτέλεσης» περιλαμβάνει μια ρυθμιζόμενη αγορά, έναν ΠΜΔ, έναν ΜΟΔ, έναν συστηματικό εσωτερικοποιητή ή έναν ειδικό διαπραγματευτή ή άλλο πάροχο ρευστότητας ή μια οντότητα που επιτελεί σε τρίτη χώρα λειτουργία όμοια με τις λειτουργίες οποιουδήποτε από τους προηγούμενους.

2.  
Η επιχείρηση επενδύσεων εκπληρώνει την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να λαμβάνει επαρκή μέτρα προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη, στο μέτρο που εκτελεί μια εντολή ή μια ειδική πτυχή μιας εντολής ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη που αφορούν την εντολή ή την ειδική πτυχή της.
3.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διαρθρώνουν ούτε χρεώνουν τις προμήθειές τους κατά τρόπο που εισάγει αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ τόπων εκτέλεσης.

▼C1

4.  
Κατά την εκτέλεση εντολών ή τη λήψη απόφασης για διενέργεια συναλλαγής σε εξωχρηματιστηριακά προϊόντα συμπεριλαμβανομένων ειδικών προϊόντων, η επιχείρηση επενδύσεων ελέγχει τον δίκαιο χαρακτήρα της τιμής που προτείνεται στον πελάτη, συγκεντρώνοντας δεδομένα της αγοράς που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της τιμής του εν λόγω προϊόντος και, όπου είναι δυνατόν, συγκρίνοντας με παρεμφερή ή συγκρίσιμα προϊόντα.

▼B

Άρθρο 65

Υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου και λήψης και διαβίβασης εντολών να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη

(άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, συμμορφώνονται με το άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους κατά την αποστολή σε άλλες οντότητες προς εκτέλεση εντολών που απορρέουν από αποφάσεις της επιχείρησης επενδύσεων να προβεί σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό του πελάτη της.

▼C1

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή υπηρεσιών λήψης και διαβίβασης εντολών, συμμορφώνονται με την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους κατά τη διαβίβαση εντολών πελατών σε άλλες οντότητες προς εκτέλεση.
3.  
Προκειμένου να συμμορφωθούν με τις παραγράφους 1 ή 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με τις παραγράφους 4 έως 7 του παρόντος άρθρου και με το άρθρο 64 παράγραφος 4.
4.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επαρκή μέτρα προκειμένου να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η σχετική σημασία αυτών των παραγόντων προσδιορίζεται κατ' αναφορά προς τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 64 παράγραφος 1 και, για ιδιώτες πελάτες, τις απαιτήσεις του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

▼B

Η επιχείρηση επενδύσεων εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της παραγράφου 1 ή 2 και δεν οφείλει να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο στο μέτρο που ακολουθεί ειδικές οδηγίες του πελάτη της κατά την αποστολή ή τη διαβίβαση μιας εντολής σε άλλη οντότητα προς εκτέλεση.

5.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτική που τους επιτρέπει να συμμορφώνονται με την υποχρέωση της παραγράφου 4. Η πολιτική αυτή προσδιορίζει, για κάθε κατηγορία μέσων, τις οντότητες στις οποίες αποστέλλονται οι εντολές ή στις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων διαβιβάζει εντολές προς εκτέλεση. Οι οντότητες που προσδιορίζονται με τον τρόπο αυτό διαθέτουν ρυθμίσεις εκτέλεσης που επιτρέπουν στην επιχείρηση επενδύσεων να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που υπέχει βάσει του παρόντος άρθρου όταν αποστέλλει ή διαβιβάζει εντολές σε αυτή την οντότητα προς εκτέλεση.
6.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες τους πληροφορίες σχετικά με την πολιτική που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και το άρθρο 66 παράγραφοι 2 έως 9. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες κατάλληλη ενημέρωση σχετικά με την επιχείρηση και τις υπηρεσίες της και τις οντότητες που επιλέγονται προς εκτέλεση. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που επιλέγουν άλλες επιχειρήσεις για την παροχή υπηρεσιών εκτέλεσης εντολών, συνοψίζουν και δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τις πέντε πρώτες επιχειρήσεις επενδύσεων από άποψη όγκου συναλλαγών, στις οποίες διαβίβασε ή απέστειλε προς εκτέλεση εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης. Οι πληροφορίες συνάδουν με τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 10 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Κατόπιν εύλογου αιτήματος του πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες ή δυνητικούς πελάτης πληροφορίες σχετικά με τις οντότητες στις οποίες διαβιβάζονται ή αποστέλλονται οι εντολές προς εκτέλεση.

7.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα της πολιτικής που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και παρακολουθούν, ιδίως, την ποιότητα εκτέλεσης των οντοτήτων που προσδιορίζονται σε αυτή την πολιτική και, κατά περίπτωση, διορθώνουν τυχόν αδυναμίες.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν την πολιτική και τις ρυθμίσεις τους τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται επίσης κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή που επηρεάζει την ικανότητα της επιχείρησης να συνεχίσει να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες της.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αξιολογούν εάν έχει επέλθει τυχόν ουσιαστική μεταβολή και εξετάζουν το ενδεχόμενο αλλαγής των τόπων ή οντοτήτων εκτέλεσης στις οποίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό για να τηρούν την πρωταρχική απαίτηση βέλτιστης εκτέλεσης.

Η ουσιαστική μεταβολή είναι σημαντικό γεγονός το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει τις παραμέτρους της βέλτιστης εκτέλεσης, όπως για παράδειγμα το κόστος, η τιμή, η ταχύτητα, η πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, το μέγεθος, η φύση ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής.

8.  
Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή λήψης και διαβίβασης εντολών εκτελεί επίσης τις ληφθείσες εντολές ή τις αποφάσεις για διαπραγμάτευση για λογαριασμό των χαρτοφυλακίων των πελατών της. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 66

Πολιτική εκτέλεσης εντολών

(άρθρο 27 παράγραφοι 5 και 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την πολιτική εκτέλεσης εντολών που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, καθώς και τις ρυθμίσεις τους σχετικά με την εκτέλεση εντολών.

Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται επίσης κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή, όπως ορίζεται στο άρθρο 65 παράγραφος 7, που επηρεάζει την ικανότητα της επιχείρησης να εξακολουθήσει να επιτυγχάνει κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών της το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε συνεχή βάση χρησιμοποιώντας τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική της για την εκτέλεση εντολών. Μια επιχείρηση επενδύσεων αξιολογεί εάν έχει επέλθει τυχόν ουσιαστική μεταβολή και εξετάζει το ενδεχόμενο αλλαγής της σχετικής σημασίας των παραγόντων βέλτιστης εκτέλεσης στην τήρηση της πρωταρχικής απαίτησης βέλτιστης εκτέλεσης.

2.  
Η πληροφόρηση σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών είναι εξειδικευμένη ανάλογα με την κατηγορία του χρηματοπιστωτικού μέσου και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας και περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στις παραγράφους 3 έως 9.

▼C1

3.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες τις ακόλουθες λεπτομέρειες όσον αφορά την πολιτική εκτέλεσης που εφαρμόζουν, σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή της υπηρεσίας:

α) 

αναφορά για τη σχετική σημασία που αποδίδει η επιχείρηση επενδύσεων, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 59 παράγραφος 1, στους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή τη μέθοδο με την οποία η επιχείρηση προσδιορίζει τη σχετική σημασία των παραγόντων αυτών·

β) 

κατάλογο των τόπων εκτέλεσης στους οποίους η επιχείρηση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό για να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνει σε σταθερή βάση το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών και ο οποίος διευκρινίζει ποιοι τόποι εκτέλεσης χρησιμοποιούνται για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, για εντολές ιδιωτών και επαγγελματιών πελατών και συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ)·

γ) 

κατάλογο των παραγόντων που χρησιμοποιούνται στην επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών παραγόντων, όπως συστήματα εκκαθάρισης, διακόπτες κυκλώματος, προγραμματισμένες ενέργειες, ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό παράγοντα, και τη σχετική σημασία του κάθε παράγοντα· οι πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που χρησιμοποιούνται στην επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης είναι συνεπείς προς τους ελέγχους που χρησιμοποιεί η επιχείρηση προκειμένου να αποδεικνύει στους πελάτες ότι η βέλτιστη εκτέλεση επιτυγχάνεται συστηματικά όταν επανεξετάζει την πολιτική και τις ρυθμίσεις της·

▼B

δ) 

τον τρόπο με τον οποίο οι παράγοντες εκτέλεσης, όπως η τιμή, το κόστος, η ταχύτητα, η πιθανότητα εκτέλεσης και κάθε άλλος σχετικός παράγοντας θεωρούνται μέρος των επαρκών μέτρων που λαμβάνονται με σκοπό την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος για τον πελάτη·

ε) 

κατά περίπτωση, πληροφορίες ότι η επιχείρηση εκτελεί εντολές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. τις συνέπειες, για παράδειγμα κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου που προκύπτει από την εκτέλεση εκτός τόπου διαπραγμάτευσης και, κατόπιν αιτήματος του πελάτη, συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες του συγκεκριμένου μέσου εκτέλεσης·

στ) 

σαφή και εμφανή προειδοποίηση ότι τυχόν ειδικές οδηγίες πελατών ενδέχεται να την εμποδίσουν να λάβει τα μέτρα που έχει σχεδιάσει και συμπεριλάβει στην πολιτική εκτέλεσης προκειμένου να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση αυτών των εντολών, ως προς τα στοιχεία που καλύπτονται από τις εν λόγω οδηγίες·

ζ) 

περίληψη της διαδικασίας επιλογής των τόπων εκτέλεσης, των στρατηγικών εκτέλεσης που χρησιμοποιήθηκαν, των διαδικασιών και μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση της ποιότητας της εκτέλεσης που πραγματοποιήθηκε και του τρόπου με τον οποίο οι επιχειρήσεις παρακολουθούν και επαληθεύουν ότι επετεύχθη το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για του πελάτες.

Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται σε σταθερό μέσο ή μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

4.  
Σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν διαφορετική αμοιβή ανάλογα με τον χρόνο εκτέλεσης, η επιχείρηση εξηγεί τις εν λόγω διαφορές με επαρκή λεπτομέρεια προκειμένου να είναι σε θέση ο πελάτης να κατανοήσει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της επιλογής ενός μόνο τόπου εκτέλεσης.
5.  
Σε περίπτωση που επιχειρήσεις επενδύσεων καλούν τους πελάτες να επιλέξουν έναν τόπο εκτέλεσης, παρέχονται ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές πληροφορίες στον πελάτη προκειμένου να αποτραπεί από την επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης αντί ενός άλλου αποκλειστικά βάσει της πολιτικής τιμών που εφαρμόζεται από την επιχείρηση.
6.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν πληρωμές από τρίτους μόνο όταν αυτές συμμορφώνονται με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά με τις αντιπαροχές που ενδέχεται να λάβει η επιχείρηση από τους τόπους εκτέλεσης. ►C1  Οι πληροφορίες προσδιορίζουν τις αμοιβές που χρεώνει η επιχείρηση επενδύσεων σε όλους τους αντισυμβαλλομένους που συμμετέχουν στη συναλλαγή, και στις περιπτώσεις που οι αμοιβές ποικίλλουν ανάλογα με τον πελάτη, οι πληροφορίες αναφέρουν τις μέγιστες αμοιβές ή το εύρος των αμοιβών που μπορεί να χρεωθούν. ◄
7.  
Σε περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων χρεώνει πάνω από έναν συμμετέχοντα σε μια συναλλαγή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα εκτελεστικά της μέτρα, η επιχείρηση ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με την αξία τυχόν χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών που λαμβάνονται από την επιχείρηση.
8.  
Όταν ένας πελάτης υποβάλλει εύλογες και αναλογικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τις πολιτικές ή ρυθμίσεις και τον τρόπο με τον οποίο επανεξετάζονται σε μια επιχείρηση επενδύσεων, η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων απαντά σαφώς και εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
►C1  9.  
Σε περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί εντολές για ιδιώτες πελάτες, παρέχει στους εν λόγω πελάτες περίληψη της σχετικής πολιτικής, εστιάζοντας στο συνολικό κόστος που προκύπτει. ◄ Η περίληψη παρέχει επίσης σύνδεσμο στα πιο πρόσφατα δεδομένα σχετικά με την ποιότητα εκτέλεσης που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για κάθε τόπο εκτέλεσης που έχει συμπεριλάβει η επιχείρηση επενδύσεων στην πολιτική της εκτέλεσης εντολών.



ΤΜΗΜΑ 6

Χειρισμός των εντολών πελατών

Άρθρο 67

Γενικές αρχές

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών:

▼C1

α) 

διασφαλίζουν ότι όλες οι εντολές που εκτελούνται για λογαριασμό πελατών καταχωρίζονται και επιμερίζονται αμέσως και με ακρίβεια·

▼B

β) 

εκτελούν κατά τα άλλα συγκρίσιμες εντολές πελατών με τη σειρά που αυτές λαμβάνονται και αμέσως, εκτός εάν τα χαρακτηριστικά της εντολής ή οι συνθήκες της αγοράς δεν το επιτρέπουν, ή εάν τα συμφέροντα του πελάτη απαιτούν διαφορετικό χειρισμό·

γ) 

ενημερώνουν τον ιδιώτη πελάτη σχετικά με κάθε ουσιώδη δυσχέρεια που μπορεί να επηρεάσει την ορθή εκτέλεση των εντολών, αμέσως μόλις λάβουν γνώση της δυσχέρειας αυτής.

2.  
Εάν ευθύνεται για την εποπτεία ή την οργάνωση του διακανονισμού μιας εκτελεσθείσας εντολής, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών που λαμβάνονται για το διακανονισμό της εκτελεσθείσας εντολής παραδίδονται αμέσως και σωστά στο λογαριασμό του κατάλληλου πελάτη.
3.  
Η επιχείρηση επενδύσεων δεν κάνει κατάχρηση των πληροφοριών που αφορούν εκκρεμείς εντολές πελατών και λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών αυτών από οποιοδήποτε από τα αρμόδια πρόσωπά της.

Άρθρο 68

Ομαδοποίηση και επιμερισμός εντολών

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν εκτελούν μια εντολή πελάτη ή μια συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό ομαδοποιώντας την με εντολή άλλου πελάτη εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

είναι πιθανό ότι η ομαδοποίηση των εντολών και των συναλλαγών θα αποβεί συνολικά σε βάρος οποιουδήποτε από τους πελάτες των οποίων η εντολή θα ομαδοποιηθεί·

β) 

γνωστοποιείται σε κάθε πελάτη του οποίου η εντολή θα ομαδοποιηθεί ότι το αποτέλεσμα της ομαδοποίησης ενδέχεται να είναι σε βάρος του σε σχέση με μια δεδομένη εντολή·

γ) 

θεσπίζεται και εφαρμόζεται αποτελεσματικά μια πολιτική που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται ο δίκαιος επιμερισμός των ομαδοποιημένων εντολών και συναλλαγών, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ο όγκος και η τιμή των εντολών επηρεάζει τον επιμερισμό και την αντιμετώπιση των μερικών εκτελέσεων.

2.  
Όταν η επιχείρηση επενδύσεων ομαδοποιεί μια εντολή με μία ή περισσότερες άλλες εντολές πελατών και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται εν μέρει, επιμερίζει στη συνέχεια τις σχετικές συναλλαγές σύμφωνα με την πολιτική της για τον επιμερισμό των εντολών.

Άρθρο 69

Ομαδοποίηση και επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν ομαδοποιήσει συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με μία ή περισσότερες εντολές πελατών δεν επιμερίζουν τις σχετικές συναλλαγές κατά τρόπο επιζήμιο για έναν πελάτη.
2.  
Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων ομαδοποιεί εντολή πελάτη με συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται εν μέρει, επιμερίζει τις σχετικές συναλλαγές κατά προτεραιότητα στον πελάτη σε σχέση με την ίδια.

Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων είναι σε θέση να αποδείξει ευλόγως ότι χωρίς την ομαδοποίηση αυτή δεν θα ήταν σε θέση να εκτελέσει την εντολή με τόσο ευνοϊκούς όρους, ή καθόλου, δύναται να επιμερίσει τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό αναλογικά, σύμφωνα με την πολιτική επιμερισμού των εντολών που αναφέρεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

3.  
Στο πλαίσιο της πολιτικής επιμερισμού των εντολών που αναφέρεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 στοιχείο γ), οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν διαδικασίες για να αποφευχθεί ο επανεπιμερισμός κατά τρόπο επιζήμιο για τον πελάτη συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό που εκτελούνται σε συνδυασμό με εντολές πελάτη.

Άρθρο 70

Έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση εντολών πελατών και δημοσιοποίηση ανεκτέλεστων οριακών εντολών πελατών για μετοχές προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης

(άρθρο 28 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Μια οριακή εντολή πελάτη που αφορά μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και που δεν εκτελείται αμέσως με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς όπως αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ανακοινώνεται δημόσια όταν η επιχείρηση επενδύσεων έχει υποβάλει την εντολή προς εκτέλεση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΔΜ ή η εντολή έχει δημοσιοποιηθεί από πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος και μπορεί εύκολα να εκτελεστεί μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.
2.  
Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι ΠΔΜ ιεραρχούνται σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών της επιχείρησης προκειμένου να διασφαλίζεται η εκτέλεση μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.



ΤΜΗΜΑ 7

Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι

Άρθρο 71

Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι

(άρθρο 30 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Εκτός των κατηγοριών που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τα κράτη μέλη δύνανται να αναγνωρίσουν ως επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας, μια επιχείρηση που υπάγεται σε μια κατηγορία πελατών που θεωρούνται επαγγελματίες πελάτες σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του τμήματος Ι του παραρτήματος ΙΙ της ίδιας οδηγίας.
2.  
Όταν, δυνάμει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητεί να αντιμετωπισθεί ως πελάτης του οποίου η σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της ίδιας οδηγίας, το αίτημα θα πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και αναφέρει εάν η αντιμετώπιση ως ιδιώτη ή επαγγελματία πελάτη αναφέρεται σε μια ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή ένα ή περισσότερα είδη συναλλαγής ή προϊόντος.
3.  
Όταν ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητεί να αντιμετωπισθεί ως πελάτης του οποίου η σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ χωρίς να ζητεί ρητά να αντιμετωπισθεί ως ιδιώτης πελάτης, η επιχείρηση αντιμετωπίζει αυτό τον επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως επαγγελματία πελάτη.
4.  
Όταν αυτός ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητά ρητώς να αντιμετωπισθεί ως ιδιώτης πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων αντιμετωπίζει τον επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως ιδιώτη πελάτη, εφαρμόζοντας τις διατάξεις για τις αιτήσεις αντιμετώπισης ως μη επαγγελματία πελάτη του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου του τμήματος Ι του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
5.  

Όταν ένας πελάτης ζητά να αντιμετωπισθεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ακολουθείται η εξής διαδικασία:

α) 

η επιχείρηση επενδύσεων αποστέλλει στον πελάτη σαφή έγγραφη προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις συνέπειες που θα επιφέρει το εν λόγω αίτημα στον πελάτη, αλλά και τις προστασίες που ενδέχεται να απολέσει·

β) 

ο πελάτης επιβεβαιώνει γραπτώς το αίτημα του να αντιμετωπισθεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος είτε γενικά είτε σε σχέση με μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγής ή είδος συναλλαγής ή προϊόντος και ότι έχει επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτής της προστασίας ως αποτέλεσμα του αιτήματος.



ΤΜΗΜΑ 8

Τήρηση αρχείων

Άρθρο 72

Διατήρηση αρχείων

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Τα αρχεία διατηρούνται σε μέσο που επιτρέπει την αποθήκευση των πληροφοριών με τρόπο προσβάσιμο για μελλοντική εξέταση από την αρμόδια αρχή, με μορφή και τρόπο που ικανοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

οι αρμόδιες αρχές έχουν εύκολα πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία και να μπορούν να αναπαράγουν τα βασικά στάδια της επεξεργασίας κάθε συναλλαγής·

β) 

είναι δυνατό να διαπιστωθούν εύκολα τυχόν διορθώσεις ή άλλες τροποποιήσεις, καθώς και το περιεχόμενο των αρχείων πριν από τις εν λόγω διορθώσεις ή τροποποιήσεις·

γ) 

δεν είναι δυνατό να υποστούν τα αρχεία άλλου είδους παραποίηση ή τροποποίηση·

▼C1

δ) 

επιτρέπουν την τεχνολογία της πληροφορίας ή οποιαδήποτε άλλη αποτελεσματική εκμετάλλευση όταν η ανάλυση των δεδομένων δεν είναι εύκολη λόγω του όγκου και της φύσης αυτών· και

▼B

ε) 

οι ρυθμίσεις της επιχείρησης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις τήρησης αρχείων ανεξαρτήτως της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται.

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν κατ' ελάχιστο τα αρχεία που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού ανάλογα με τη φύση των δραστηριοτήτων τους.

Ο κατάλογος των αρχείων που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού δεν θίγει τυχόν άλλες υποχρεώσεις τήρησης αρχείων που προκύπτουν από άλλη νομοθεσία.

3.  
Ακόμη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία τυχόν πολιτικών και διαδικασιών που οφείλουν να διατηρούν εγγράφως σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, την οδηγία 2014/57/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και των αντίστοιχων εκτελεστικών μέτρων.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν αρχεία συμπληρωματικά του καταλόγου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 73

Τήρηση αρχείων που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη

(άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Τα αρχεία που περιέχουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη βάσει συμφωνίας παροχής υπηρεσιών ή τους όρους υπό τους οποίους η επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη, διατηρούνται τουλάχιστον για τη διάρκεια της σχέσης με τον πελάτη.

Άρθρο 74

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών και απόφαση διαπραγμάτευσης

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Μια επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει αμέσως, σε σχέση με κάθε αρχική εντολή που λαμβάνεται από πελάτη και σε σχέση με κάθε αρχική απόφασης διαπραγμάτευσης που λαμβάνεται, και τηρεί στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κατ' ελάχιστο τις λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 1 του παραρτήματος IV του παρόντος κανονισμού εφόσον ισχύουν για την εν λόγω εντολή ή την απόφαση διαπραγμάτευσης.

Σε περίπτωση που οι λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 1 του παραρτήματος IV του παρόντος κανονισμού προβλέπονται και από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι εν λόγω λεπτομέρειες διατηρούνται με συνεκτικό τρόπο και σύμφωνα με τα ίδια πρότυπα που προβλέπονται από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 75

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Μια επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει αμέσως και τηρεί στη διάθεση της αρμόδιας αρχής μετά τη λήψη μιας εντολής πελάτη ή απόφασης διαπραγμάτευσης, εφόσον ισχύουν για την εν λόγω εντολή ή την απόφαση διαπραγμάτευσης, κατ' ελάχιστο τις λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 2 του παραρτήματος IV.

Σε περίπτωση που οι λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 2 του παραρτήματος IV προβλέπονται και από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, λεπτομέρειες διατηρούνται με συνεκτικό τρόπο και σύμφωνα με τα ίδια πρότυπα που προβλέπονται από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 76

Καταγραφή τηλεφωνικών συνομιλιών ή ηλεκτρονικής επικοινωνίας

(άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματική πολιτική καταγραφής τηλεφωνικών συνομιλιών ή ηλεκτρονικής επικοινωνίας, η οποία καθορίζεται γραπτώς και είναι κατάλληλη για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων. Η πολιτική περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

ταυτοποίηση των τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων σχετικών εσωτερικών τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που υπόκεινται στις απαιτήσεις καταγραφής σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ· και

β) 

προσδιορισμό των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούνται και των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της επιχείρησης με το άρθρο 16 παράγραφος 7 τρίτο και όγδοο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε περίπτωση που προκύπτουν εξαιρετικές περιστάσεις και η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να καταγράψει τη συζήτηση/επικοινωνία σε συσκευές που εκδίδονται, γίνονται αποδεκτές ή επιτρέπονται από την επιχείρηση. Αποδεικτικά στοιχεία για τις εν λόγω περιστάσεις διατηρούνται και είναι προσβάσιμα στις αρμόδιες αρχές.

2.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο εποπτεύει και ελέγχει αποτελεσματικά τις πολιτικές και διαδικασίες που σχετίζονται με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών της επιχείρησης.
3.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις καταγραφής είναι τεχνολογικά ουδέτερες. Οι επιχειρήσεις αξιολογούν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και διαδικασιών της επιχείρησης και εκδίδουν τυχόν εναλλακτικά ή πρόσθετα μέτρα και διαδικασίες που απαιτούνται ή ενδείκνυνται. Κατ' ελάχιστο, τα ανωτέρω εναλλακτικά ή πρόσθετα μέτρα εκδίδονται όταν ένα νέο μέσο επικοινωνίας γίνεται αποδεκτό ή επιτρέπεται για χρήση από την επιχείρηση.
4.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν και επικαιροποιούν τακτικά αρχείο των ατόμων που διαθέτουν εταιρικές ή ιδιόκτητες συσκευές που έχουν εγκριθεί για χρήση από την επιχείρηση.
5.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπαιδεύουν και καταρτίζουν τους υπαλλήλους όσον αφορά τις διαδικασίες που διέπουν τις απαιτήσεις του άρθρου 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
6.  
Για τους σκοπούς παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις καταγραφής και τήρησης αρχείων σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν περιοδικά τα αρχεία των συναλλαγών και εντολών που υπόκεινται στις εν λόγω απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών συνομιλιών. Η ανωτέρω παρακολούθηση διενεργείται με βάση τους κινδύνους και είναι αναλογική.
7.  
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αποδεικνύουν τις πολιτικές, τις διαδικασίες και την διοικητική εποπτεία των κανόνων καταγραφής στις οικείες αρμόδιες αρχές κατόπιν αιτήματος.
8.  

Πριν την παροχή σε νέους υφισταμένους πελάτες επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τον πελάτη ότι:

α) 

οι συνομιλίες και η επικοινωνία καταγράφονται· και

β) 

αντίγραφο της καταγραφής των συνομιλιών και επικοινωνίας με τον πελάτη είναι διαθέσιμο, κατόπιν αιτήματος, για περίοδο πέντε ετών και, σε περίπτωση αιτήματος από την αρμόδια αρχή, για περίοδο έως και επτά έτη.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρουσιάζονται στην (στις) ίδια(-ες) γλώσσα(-ες) που χρησιμοποιείται(-ούνται) κατά την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών στους πελάτες.

9.  

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταγράφουν σε σταθερό μέσο όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις σχετικές δια ζώσης συνομιλίες με τους πελάτες. Οι πληροφορίες που καταγράφονται περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α) 

ημερομηνία και ώρα των συνεδριάσεων·

β) 

τοποθεσία των συνεδριάσεων·

γ) 

ταυτότητα των συμμετεχόντων·

δ) 

συντονιστής των συνεδριάσεων· και

ε) 

σχετικές πληροφορίες που αφορούν την εντολή του πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, του όγκου, του είδους της εντολής και πότε διαβιβάζεται ή εκτελείται.

10.  
Τα αρχεία φυλάσσονται σε σταθερό μέσο, το οποίο επιτρέπει την αναπαραγωγή ή αντιγραφή τους και πρέπει να διατηρούνται σε μορφή που δεν επιτρέπει την τροποποίηση η διαγραφή του πρωτότυπου αρχείου.

Τα αρχεία φυλάσσονται σε μέσο που τους επιτρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμα και διαθέσιμα στους πελάτες κατόπιν αιτήματος.

Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ποιότητα, ακρίβεια και πληρότητα των αρχείων όλων των τηλεφωνικών καταγραφών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

11.  
Η χρονική περίοδος διατήρησης ενός αρχείου ξεκινά από την ημέρα δημιουργίας του.



ΤΜΗΜΑ 9

Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

Άρθρο 77

Χαρακτηρισμός ως ΜΜΕ

(άρθρο 4 παράγραφος 1 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  

Ένας εκδότης του οποίου οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση για λιγότερο από τρία έτη, θεωρείται ΜΜΕ για τους σκοπούς του άρθρου 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν η χρηματιστηριακή του αξία είναι κάτω από 200 εκατομμύρια ευρώ, βάσει οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α) 

την τιμή κλεισίματος της μετοχής την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για λιγότερο από ένα έτος·

β) 

την τελευταία τιμή κλεισίματος της μετοχής του πρώτου έτους διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για περισσότερο από ένα έτος, αλλά για λιγότερο από δύο έτη·

γ) 

τον μέσο όρο των τελευταίων τιμών κλεισίματος της μετοχής για καθένα εκ των δύο πρώτων ετών διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για περισσότερο από δύο έτη, αλλά για λιγότερο από τρία έτη.

▼M2

2.  
Εκδότης ο οποίος δεν διαθέτει κανένα μετοχικό τίτλο προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης θεωρείται ΜΜΕ για τους σκοπούς του άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο (13) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εφόσον η ονομαστική αξία των εκδόσεων χρεωστικών τίτλων κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης της Ένωσης, δεν υπερβαίνει τα 50 εκατ. EUR.

▼B

Άρθρο 78

Καταχώριση ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ

(άρθρο 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  
Όταν προσδιορίζεται αν τουλάχιστον το 50 % των εκδοτών που έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ είναι ΜΜΕ για τους σκοπούς καταχώρισης ως αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του διαχειριστή ενός ΠΔΜ υπολογίζει τον μέσο λόγο των ΜΜΕ προς τον συνολικό αριθμό των εκδοτών που διαθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω αγορά. Ο μέσος λόγος υπολογίζεται την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους ως ο μέσος όρος των δώδεκα λόγων που υπολογίστηκαν έκαστος στο τέλος κάθε μήνα του εν λόγω ημερολογιακού έτους.

Με την επιφύλαξη των άλλων προϋποθέσεων καταχώρισης που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή καταχωρεί ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ έναν αιτούντα που δεν διαθέτει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας και, μετά την πάροδο τριών ημερολογιακών ετών, επαληθεύει ότι συμμορφώνεται με την ελάχιστη αναλογία των ΜΜΕ, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

2.  

Όσον αφορά τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β), γ), δ) και στ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του διαχειριστή ενός ΠΔΜ δεν καταχωρεί τον ΠΔΜ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εκτός και αν πεισθεί ότι ο ΠΔΜ:

α) 

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που προβλέπουν αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια για την αρχική εισαγωγή εκδοτών προς διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή τους στον τόπο διαπραγμάτευσής του·

β) 

διαθέτει ένα μοντέλο λειτουργίας, το οποίο είναι κατάλληλο για την εκτέλεση των καθηκόντων του και διασφαλίζει τη διατήρηση δίκαιης και εύρυθμης διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εισάγονται προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του·

γ) 

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που απαιτούν από έναν εκδότη που επιδιώκει την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών του μέσων προς διαπραγμάτευση στον ΠΔΜ, να εκδίδει, σε περιπτώσεις που η οδηγία 2003/71/ΕΚ δεν ισχύει, ένα κατάλληλο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής, το οποίο συντάσσεται υπό την ευθύνη του εκδότη και αναφέρει σαφώς αν έχει εγκριθεί ή εξεταστεί και από ποιον·

δ) 

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που ορίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο του πληροφοριακού εγγράφου εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, ώστε να παρέχονται στους επενδυτές επαρκείς πληροφορίες με σκοπό την τεκμηριωμένη αξιολόγηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και των προοπτικών του εκδότη, και των δικαιωμάτων που προσαρτώνται στις κινητές αξίες του·

ε) 

απαιτεί από τον εκδότη να αναφέρει, στο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ), αν, κατά τη γνώμη του, το κεφάλαιο κίνησής του επαρκεί για τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του ή, εάν δεν επαρκεί, με ποιον τρόπο θα εξασφαλίσει το πρόσθετο αναγκαίο κεφάλαιο κίνησης·

στ) 

έχει θεσπίσει ρυθμίσεις προκειμένου το πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ) να υπόκειται σε κατάλληλο έλεγχο ώστε να διασφαλίζεται ότι είναι πλήρες, συνεκτικό και κατανοητό·

ζ) 

απαιτεί από τους εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του να εκδίδουν ετήσιες οικονομικές εκθέσεις εντός έξι μηνών από τη λήξη εκάστου οικονομικού έτους και εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις εντός τεσσάρων μηνών από τη λήξη του πρώτου εξαμήνου εκάστου οικονομικού έτους·

η) 

διασφαλίζει τη διάδοση στο ευρύ κοινό των ενημερωτικών δελτίων που συντάσσονται σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ, των πληροφοριακών εγγράφων εισαγωγής που αναφέρονται στο στοιχείο γ), των οικονομικών εκθέσεων που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) και των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και δημοσιοποιούνται από τους εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του, με δημοσίευση στον ιστότοπό του ή παροχή συνδέσμου που οδηγεί στη σελίδα του ιστοτόπου των εκδοτών, όπου δημοσιεύονται τα εν λόγω έγγραφα, εκθέσεις και πληροφορίες·

θ) 

διασφαλίζει ότι οι κανονιστικές πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο η) και οι άμεσοι σύνδεσμοι παραμένουν διαθέσιμοι στον ιστότοπό του για τουλάχιστον πέντε έτη·

▼M2

ι) 

απαιτεί από τους εκδότες που επιδιώκουν την εισαγωγή των μετοχών τους προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης του ΠΜΔ για πρώτη φορά να διαθέτουν ένα ελάχιστο ποσό των μετοχών που έχουν εκδώσει και οι οποίες είναι σε κυκλοφορία προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ, σύμφωνα με ένα όριο που καθορίζεται από τον διαχειριστή του ΠΜΔ και εκφράζεται είτε ως απόλυτη τιμή είτε ως ποσοστό επί του συνόλου του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου.

▼M2

Ο διαχειριστής ενός ΠΜΔ μπορεί να απαλλάσσει τους εκδότες που δεν διαθέτουν μετοχικά μέσα προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ από την απαίτηση δημοσίευσης εξαμηνιαίων οικονομικών εκθέσεων που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου. Όταν ο διαχειριστής ενός ΠΜΔ ασκεί το δικαίωμα επιλογής σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του παρόντος εδαφίου, η αρμόδια αρχή δεν απαιτεί, για τους σκοπούς του στοιχείου ζ) του πρώτου εδαφίου, από τους εκδότες που δεν έχουν μετοχικά μέσα προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ υποχρεούται να δημοσιεύουν εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις.

▼B

Άρθρο 79

Διαγραφή από τα μητρώα ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ

(άρθρο 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  
Όσον αφορά το ποσοστό των ΜΜΕ και με την επιφύλαξη των άλλων προϋποθέσεων καταχώρισης που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ διαγράφεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της μόνον εφόσον το ποσοστό των ΜΜΕ, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού, υπολείπεται του 50 % για τρία συνεχόμενα ημερολογιακά έτη.
2.  
Όσον αφορά τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, ο διαχειριστής μιας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ διαγράφεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του όταν παύουν να πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Άρθρο 80

▼C1

Συνθήκες οι οποίες θεωρείται ότι συνιστούν σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς

(άρθρο 32 παράγραφοι 1 και 2 και άρθρο 52 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Για τους σκοπούς του άρθρου 32 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 52 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου θεωρείται ότι ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς τουλάχιστον στις ακόλουθες συνθήκες:

α) 

όταν θα δημιουργούσε συστημικό κίνδυνο υπονόμευσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη κλεισίματος δεσπόζουσας θέσης στην αγορά ή σε περίπτωση όπου οι υποχρεώσεις διακανονισμού δεν θα ικανοποιούνταν σε σημαντικό όγκο·

β) 

όταν η συνέχιση της διαπραγμάτευσης στην αγορά είναι απαραίτητη για τη διενέργεια σημαντικών λειτουργιών διαχείρισης μετασυναλλακτικού κινδύνου, όταν υπάρχει ανάγκη ρευστοποίησης των χρηματοπιστωτικών μέσων λόγω αθέτησης των υποχρεώσεων ενός εκκαθαριστικού μέλους στο πλαίσιο των διαδικασιών που εφαρμόζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης και ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα μπορούσε να εκτεθεί σε μη αποδεκτούς κινδύνους ως αποτέλεσμα της αδυναμίας υπολογισμού των απαιτήσεων περιθωρίου·

γ) 

όταν απειλείται η οικονομική βιωσιμότητα του εκδότη, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση που συμμετέχει σε εταιρική συναλλαγή ή άντληση κεφαλαίων.

2.  

Προκειμένου να καθορίσουν αν τυχόν αναστολή ή διαγραφή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία των αγορών σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση, η αρμόδια εθνική αρχή, ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ λαμβάνουν υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων:

α) 

τη σημασία της αγοράς από άποψη ρευστότητας όπου οι επιπτώσεις των μέτρων ενδέχεται να είναι πιο σοβαρές, όταν οι εν λόγω αγορές είναι περισσότερο σημαντικές από άποψη ρευστότητας σε σχέση με άλλες αγορές·

β) 

τη φύση του σχεδιαζόμενου μέτρου όπου τα μέτρα, για παράδειγμα διαγραφή, με παρατεταμένο ή διαρκή αντίκτυπο στην ικανότητα των επενδυτών να συναλλάσσονται επί χρηματοπιστωτικών μέσων σε τόπους διαπραγμάτευσης ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στους επενδυτές σε σχέση με άλλα μέτρα·

γ) 

τις παράπλευρες συνέπειες μιας αναστολής ή διαγραφής επαρκώς σχετικών παραγώγων, δεικτών ή μεγεθών αναφοράς για τα οποία το μέσο του οποίου η διαπραγμάτευση ανεστάλη ή το οποίο διεγράφη χρησιμεύει ως υποκείμενο ή συστατικό μέσο·

δ) 

τις συνέπειες μιας αναστολής στα συμφέροντα τελικών χρηστών της αγοράς, οι οποίοι δεν είναι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, όπως για παράδειγμα οντότητες που πραγματοποιούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα για να αντισταθμίσουν εμπορικούς κινδύνους.

3.  
Οι παράγοντες που ορίζονται στην παράγραφο 2 λαμβάνονται επίσης υπόψη στην περίπτωση που η αρμόδια εθνική αρχή, ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ αποφασίσουν να μην αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να μη διαγράψουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο με βάση συνθήκες που δεν εμπίπτουν στον κατάλογο της παραγράφου 1.

Άρθρο 81

Περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν σημαντικές παραβάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο

(άρθρο 31 παράγραφος 2 και άρθρο 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Όταν αξιολογούν αν εφαρμόζεται η απαίτηση άμεσης ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών για σοβαρές παραβάσεις των κανόνων στον τόπο διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνουν υπόψη τις ενδείξεις που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος III του παρόντος κανονισμού.
2.  
Πληροφόρηση απαιτείται μόνο σε περιπτώσεις σημαντικών γεγονότων που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο τον ρόλο και τη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης ως μέρος της υποδομής της χρηματοπιστωτικής αγοράς.

Άρθρο 82

Περιπτώσεις ενεργειών που μπορεί να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014

(άρθρο 31 παράγραφος 2 και άρθρο 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Όταν αξιολογούν αν εφαρμόζεται η απαίτηση άμεσης ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών για ενέργειες που υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνουν υπόψη τις ενδείξεις που απαριθμούνται στο τμήμα Β του παραρτήματος III του παρόντος κανονισμού.
2.  

Ο διαχειριστής ενός ή περισσότερων τόπων διαπραγμάτευσης όπου ένα χρηματοπιστωτικό μέσο και/ή ένα συναφές χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης εφαρμόζει αναλογική προσέγγιση και αξιολογεί τις σχετικές ενδείξεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών ενδείξεων που δεν περιλαμβάνονται ειδικά στο τμήμα Β του παραρτήματος III του παρόντος κανονισμού, πριν ενημερώσουν την οικεία αρμόδια εθνική αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:

α) 

παρεκκλίσεις από το σύνηθες πρότυπο διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης· και

β) 

τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή προσβάσιμες από τον διαχειριστή, είτε είναι εσωτερικές ως μέρος της λειτουργίας του τόπου διαπραγμάτευσης είτε δημόσια διαθέσιμες.

3.  
Ο διαχειριστής ενός ή περισσότερων τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνει υπόψη του συμπεριφορές προήγησης (front-running), οι οποίες συνίστανται σε ένα μέλος ή συμμετέχοντα της αγοράς που εκτελεί συναλλαγές, για ίδιο λογαριασμό, προτού ενεργήσει για λογαριασμό του πελάτη του, και χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό τα δεδομένα από το βιβλίο εντολών που πρέπει να καταγράφονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο το μέλος ή ο συμμετέχων διενεργεί τη συναλλακτική του δραστηριότητα.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΑΝΑΦΟΡΑ ΘΕΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 83

Αναφορά θέσης

(άρθρο 58 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  

Σχετικά με τις εβδομαδιαίες εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η υποχρέωση ενός τόπου διαπραγμάτευσης να δημοσιοποιεί την εν λόγω έκθεση εφαρμόζεται όταν ικανοποιούνται και τα δύο ακόλουθα όρια:

α) 

υπάρχουν 20 κάτοχοι ανοικτών θέσεων σε μια συγκεκριμένη σύμβαση σε έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης· και

▼M3

β) 

το απόλυτο μέγεθος του μεικτού όγκου του συνόλου των ανοικτών θέσεων αγοράς ή πώλησης (gross long or short volume of total open interest), εκφρασμένο σε αριθμό μονάδων διαπραγμάτευσης του σχετικού παραγώγου επί εμπορευμάτων, ισούται με ή υπερβαίνει τις 10 000 μονάδες διαπραγμάτευσης.

▼M3

Το στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται για δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών.

▼C1

2.  
Το όριο που καθορίζεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 εφαρμόζεται σωρευτικά για όλες τις κατηγορίες προσώπων, ανεξαρτήτως του αριθμού κατόχων θέσεων σε κάθε μεμονωμένη κατηγορία προσώπων.

▼M3

3.  
Για συμβάσεις όπου υπάρχουν λιγότεροι από πέντε κάτοχοι θέσεων σε μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, το σύνολο των θετικών και αρνητικών θέσεων, τυχόν μεταβολές στις εν λόγω θέσεις από την προηγούμενη αναφορά, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών θέσεων στην εν λόγω κατηγορία και ο αριθμός των κατόχων θέσεων στην εν λόγω κατηγορία δεν δημοσιεύονται.

▼C1

4.  
Για συμβάσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 για πρώτη φορά, οι τόποι διαπραγμάτευσης δημοσιεύουν την πρώτη εβδομαδιαία έκθεση επί των συμβάσεων αμέσως μόλις είναι πρακτικά εφικτό, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία πρώτης ενεργοποίησης των κατωτάτων ορίων.

▼B

5.  
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης εξακολουθούν να δημοσιεύουν τις εβδομαδιαίες εκθέσεις για περίοδο τριών μηνών. Η υποχρέωση δημοσίευσης της εβδομαδιαίας έκθεσης παύει να ισχύει όταν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 δεν πληρούνται σε συνεχή βάση κατά τη λήξη της προηγούμενης περιόδου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΟΥΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 84

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς υπό εύλογους εμπορικούς όρους

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  
Για τους σκοπούς της διάθεσης στο κοινό δεδομένων της αγοράς που περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στα άρθρα 6, 20 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπό εύλογους εμπορικούς όρους, σύμφωνα με τα άρθρο 64 παράγραφος 1 και το άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι εγκεκριμένοι μηχανισμοί δημοσιοποίησης συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) και οι πάροχοι ενοποιημένων δελτίων συναλλαγών (Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.) συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 85 έως 89.
2.  
Το άρθρο 85, το άρθρο 86 παράγραφος 2, το άρθρο 87, το άρθρο 88 παράγραφος 2 και το άρθρο 89 δεν εφαρμόζονται σε Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. που καθιστούν δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα στο κοινό δωρεάν.

▼B

Άρθρο 85

Παροχή δεδομένων της αγοράς βάσει κόστους

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Η τιμή των δεδομένων της αγοράς βασίζεται στο κόστος παραγωγής και διάδοσης αυτών των δεδομένων και ενδέχεται να περιλαμβάνει εύλογο περιθώριο.

▼C1

2.  
Το κόστος της παραγωγής και διάδοσης δεδομένων της αγοράς μπορεί να περιλαμβάνει κατάλληλο μερίδιο των κοινών δαπανών για άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

▼B

Άρθρο 86

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς κατά τρόπο μη δημιουργούνται διακρίσεις

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  
Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. καθιστούν δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα με τις ίδιες χρεώσεις και τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία σύμφωνα με δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

▼B

2.  

Οποιεσδήποτε διαφορές στις χρεώσεις που γίνονται σε διαφορετικές κατηγορίες πελατών πρέπει να είναι ανάλογες της αξίας που αντιπροσωπεύουν τα δεδομένα της αγοράς για τους εν λόγω πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη:

α) 

το εύρος και την κλίμακα των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται και του όγκου συναλλαγών·

▼C1

β) 

τη χρήση των δεδομένων της αγοράς από τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον χρησιμοποιούνται για τις συναλλακτικές δραστηριότητες του ίδιου του πελάτη, για μεταπώληση ή για συγκέντρωση δεδομένων.

3.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. διαθέτουν κλιμακούμενη χωρητικότητα προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη πρόσβαση των πελατών σε δεδομένα της αγοράς ανά πάσα στιγμή και κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις.

▼B

Άρθρο 87

Αμοιβές ανά χρήστη

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

▼C1

1.  
Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. χρεώνουν για τη χρήση των δεδομένων της αγοράς με βάση τη χρήση των δεδομένων από μεμονωμένους τελικούς χρήστες των δεδομένων της αγοράς («ανά χρήστη»). Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. εφαρμόζουν ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κάθε μεμονωμένη χρήση των δεδομένων της αγοράς χρεώνεται μόνο μία φορά.
2.  
Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. μπορεί να αποφασίσουν, λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων της αγοράς, να μη διαθέσουν τα δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη εάν, σε αυτήν την περίπτωση, η χρέωση είναι δυσανάλογη με το κόστος διάθεσης των δεδομένων της αγοράς.
3.  
Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. αιτιολογούν την άρνησή τους να μη διαθέσουν δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη και δημοσιεύουν την αιτιολογία στην ιστοσελίδα τους.

▼B

Άρθρο 88

Διαχωρισμός και επιμερισμός δεδομένων της αγοράς

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ καθιστούν τα δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα χωρίς να τα συνδυάζουν με άλλες υπηρεσίες.
2.  
Οι χρεώσεις για τα δεδομένα της αγοράς γίνονται με βάση το επίπεδο επιμερισμού των δεδομένων της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπως προσδιορίζεται περαιτέρω στα άρθρα του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής ( 15 ).

Άρθρο 89

Υποχρέωση διαφάνειας

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  
Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ δημοσιοποιούν και θέτουν στη διάθεση του κοινού τη χρέωση και άλλους όρους και προϋποθέσεις για την παροχή δεδομένων της αγοράς με τρόπο εύκολα προσιτό.
2.  

Η δημοσιοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:

α) 

καταλόγους τρεχουσών τιμών, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων πληροφοριών:

i) 

χρεώσεις ανά χρήστη προβολής·

ii) 

χρεώσεις μη προβολής·

iii) 

πολιτικές έκπτωσης·

iv) 

χρεώσεις που συνδέονται με τους όρους για τις άδειες χρήσης·

v) 

χρεώσεις για τα προσυναλλακτικά και τα μετασυναλλακτικά δεδομένα της αγοράς·

vi) 

χρεώσεις για άλλα υποσύνολα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτούνται σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

vii) 

άλλους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις·

▼C1

β) 

εκ των προτέρων δημοσιοποίηση μελλοντικών μεταβολών των τιμών με προειδοποίηση τουλάχιστον 90 ημερών·

▼B

γ) 

πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων πληροφοριών:

i) 

τον αριθμό των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

ii) 

τη συνολική αξία των συναλλαγών των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

iii) 

την αναλογία προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων της αγοράς·

iv) 

πληροφορίες για τυχόν δεδομένα που παρέχονται εκτός από τα δεδομένα της αγοράς·

▼C1

v) 

την ημερομηνία της τελευταίας προσαρμογής της χρέωσης άδειας χρήσης για παρεχόμενα δεδομένα της αγοράς·

▼B

δ) 

τα έσοδα που προέρχονται από τη διάθεση των δεδομένων της αγοράς και το ποσοστό των εν λόγω εσόδων σε σύγκριση με το σύνολο των εσόδων του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ ή Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ·

▼C1

ε) 

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο καθορισμού της χρέωσης, συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιούμενων μεθόδων κοστολόγησης και πληροφορίες σχετικά με τις ειδικές αρχές σύμφωνα με τις οποίες κατανέμονται οι άμεσες και μεταβλητές κοινές δαπάνες και επιμερίζονται οι πάγιες κοινές δαπάνες μεταξύ της παραγωγής και διάδοσης των δεδομένων της αγοράς και άλλων υπηρεσιών που παρέχονται από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

▼C1

Άρθρο 90

Καθορισμός της ουσιώδους σημασίας της λειτουργίας ενός τόπου διαπραγμάτευσης σε κράτος μέλος υποδοχής

(άρθρο 79 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.  

Η λειτουργία μιας ρυθμιζόμενης αγοράς σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θεωρείται ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής εάν πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

το κράτος μέλος υποδοχής υπήρξε κατά το παρελθόν κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς·

β) 

η ρυθμιζόμενη αγορά έχει αποκτήσει, μέσω συγχώνευσης, εξαγοράς ή οποιασδήποτε άλλης μορφής μεταβίβασης του συνόλου ή μέρους των δραστηριοτήτων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, η οποία προηγουμένως τελούσε υπό τη διαχείριση ενός διαχειριστή αγοράς που διατηρούσε την καταστατική του έδρα ή τα κεντρικά γραφεία του στο κράτος μέλος υποδοχής.

2.  

Η λειτουργία ενός ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θεωρείται ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής εάν πληρούται τουλάχιστον ένα από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με τον εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ και τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

πριν από την εκδήλωση μίας εκ των καταστάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με έναν ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ο τόπος διαπραγμάτευσης κατείχε μερίδιο αγοράς τουλάχιστον 10 % της συνολικής αξίας συναλλαγών σε νομισματικούς όρους σε τόπους διαπραγμάτευσης και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που συναλλάσσονται στο κράτος μέρος υποδοχής σε μία τουλάχιστον κατηγορία περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στις υποχρεώσεις διαφάνειας του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β) 

ο ΠΜΔ ή ΜΟΔ είναι καταχωρισμένος ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 91

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

▼M1

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

▼B

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

▼M5




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τήρηση αρχείων



Κατάλογος ελάχιστων αρχείων που πρέπει να τηρούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων αναλόγως του χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους

Χαρακτήρας της υποχρέωσης

Είδος αρχείου

Σύνοψη περιεχομένου

Νομοθετική αναφορά

Αξιολόγηση των πελατών

 

Πληροφόρηση των πελατών

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στα άρθρα 44 έως 51 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 44 έως 51 του παρόντος κανονισμού

 

Συμβάσεις με πελάτες

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 58 του παρόντος κανονισμού

 

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στα άρθρα 54, 55 και 60 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 54, 55 και 56 του παρόντος κανονισμού

Χειρισμός εντολών

 

Χειρισμός των εντολών πελατών — Ομαδοποιημένες συναλλαγές

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 67 έως 70 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 28 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 67 έως 70 του παρόντος κανονισμού

 

Ομαδοποίηση και επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 69 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 28 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 69 του παρόντος κανονισμού

Εντολές πελατών και συναλλαγές

 

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών ή αποφάσεων διαπραγμάτευσης

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 74 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 74 του παρόντος κανονισμού

 

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 75 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 75 του παρόντος κανονισμού

Ενημέρωση των πελατών

 

Υποχρέωση σχετικά με υπηρεσίες παρεχόμενες σε πελάτες

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 59 έως 63 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 6 και άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 59 έως 63 του παρόντος κανονισμού

Προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών

 

Χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τα οποία κατέχει μια επιχείρηση επενδύσεων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 2 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής

Άρθρο 16 παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 2 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Κεφάλαια πελατών τα οποία κατέχει μια επιχείρηση επενδύσεων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 2 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Άρθρο 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 2 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 5 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Άρθρο 16 παράγραφοι 8, 9 και 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 5 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Επικοινωνία με πελάτες

 

Πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 50 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 50 του παρόντος κανονισμού

 

Πληροφορίες σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και την προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 47, 48 και 49 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 47, 48 και 49 του παρόντος κανονισμού

 

Πληροφόρηση των πελατών

Αρχεία επικοινωνίας

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 46 του παρόντος κανονισμού

 

Διαφημιστικές ανακοινώσεις (εκτός των προφορικών ανακοινώσεων)

Κάθε διαφημιστική ανακοίνωση η οποία εκδίδεται από την επιχείρηση επενδύσεων (εκτός των προφορικών ανακοινώσεων) όπως προβλέπεται στα άρθρα 44 και 46 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 44 και 46 του παρόντος κανονισμού

 

Επενδυτικές συμβουλές σε ιδιώτες πελάτες

i) Το γεγονός, ο χρόνος και η ημερομηνία παροχής των επενδυτικών συμβουλών, ii) το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο προτάθηκε και iii) η έκθεση καταλληλότητας που παρασχέθηκε στον πελάτη

Άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 54 του παρόντος κανονισμού

 

Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων

Κάθε έρευνα στον τομέα των επενδύσεων η οποία εκδίδεται από την επιχείρηση επενδύσεων σε σταθερό μέσο

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

Οργανωτικές απαιτήσεις

 

Η επιχειρηματική και εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο στ) του παρόντος κανονισμού

 

Εκθέσεις συμμόρφωσης

Κάθε έκθεση συμμόρφωσης προς το διοικητικό όργανο

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο γ) και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχείο συγκρούσεων συμφερόντων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 35 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 35 του παρόντος κανονισμού

 

Αντιπαροχές

Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται σε πελάτες σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 11, 12 και 13 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Εκθέσεις διαχείρισης κινδύνου

Κάθε έκθεση διαχείρισης κινδύνου προς τα ανώτερα στελέχη

Άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο β) και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Εκθέσεις εσωτερικού λογιστικού ελέγχου

Κάθε έκθεση εσωτερικού λογιστικού ελέγχου προς τα ανώτερα στελέχη

Άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 24 και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχεία διαχείρισης καταγγελιών

Κάθε καταγγελία και τα μέτρα διαχείρισης καταγγελίας τα οποία ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της καταγγελίας

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχεία προσωπικών συναλλαγών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 5 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 29 παράγραφος 5 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κόστος και επιβαρύνσεις

Προσδιορισθέντα έξοδα που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο κόστος που γνωστοποιείται στους πελάτες ( 16 )



Πίνακας 1 — Όλα τα έξοδα και οι σχετικές επιβαρύνσεις που χρεώνονται για την επενδυτική υπηρεσία (τις επενδυτικές υπηρεσίες) και/ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρεχόμενες στον πελάτη και που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο ποσό που πρέπει να γνωστοποιηθεί

Στοιχεία κόστους που πρέπει να γνωστοποιηθούν

Παραδείγματα:

Εφάπαξ επιβαρύνσεις σχετικές με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που καταβάλλονται στην επιχείρηση επενδύσεων στην αρχή ή στο τέλος της (των) παρεχόμενης(-ων) επενδυτικής(-ών) υπηρεσίας(-ών).

Τέλη κατάθεσης, τέλη λύσης σύμβασης και έξοδα προσαρμογής (1).

Τρέχουσες επιβαρύνσεις σχετικές με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα τρέχοντα έξοδα και οι τρέχουσες επιβαρύνσεις που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων για τις υπηρεσίες που παρέχουν στον πελάτη.

Αμοιβές διαχείρισης, αμοιβές παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, αμοιβές θεματοφύλακα.

Όλα τα έξοδα σχετικά με συναλλαγές που ξεκινούν κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που σχετίζονται με συναλλαγές εκτελούμενες από την επιχείρηση επενδύσεων ή άλλα μέρη.

Προμήθειες μεσίτη (2), επιβαρύνσεις εισόδου και εξόδου που καταβάλλονται στον διαχειριστή του αμοιβαίου κεφαλαίου, τέλη πλατφόρμας, εμπορικά περιθώρια (ενσωματωμένα στην τιμή συναλλαγής), τέλος χαρτοσήμου, φόρος συναλλαγών και έξοδα συναλλάγματος.

Οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις που σχετίζονται με επικουρικές υπηρεσίες

Οποιαδήποτε έξοδα και επιβαρύνσεις που σχετίζονται με επικουρικές υπηρεσίες, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα που αναφέρονται ανωτέρω.

Έξοδα έρευνας.

Έξοδα φύλαξης.

Παρεπόμενα έξοδα

 

Αμοιβές επίδοσης

(1)   

Ως έξοδα προσαρμογής νοούνται τα έξοδα (εφόσον υπάρχουν) με τα οποία επιβαρύνονται οι επενδυτές κατά τη μετάβαση από μία επενδυτική επιχείρηση σε μία άλλη.

(2)   

Ως προμήθειες μεσίτη νοούνται τα έξοδα τα οποία χρεώνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων για την εκτέλεση των εντολών.



Πίνακας 2 — Όλα τα έξοδα και οι σχετικές επιβαρύνσεις που αφορούν το χρηματοπιστωτικό μέσο οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο προς γνωστοποίηση ποσό

Στοιχεία κόστους που πρέπει να γνωστοποιηθούν

Παραδείγματα:

Εφάπαξ επιβαρύνσεις

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις (που περιλαμβάνονται στην τιμή ή που προστίθενται στην τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου) οι οποίες καταβάλλονται στους προμηθευτές του προϊόντος στην αρχή ή στο τέλος της επένδυσης στο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Εμπροσθοβαρής αμοιβή διαχείρισης, τέλος δόμησης (1), τέλος διανομής.

Τρέχουσες επιβαρύνσεις

Όλα τα τρέχοντα έξοδα και οι τρέχουσες επιβαρύνσεις σχετικά με τη διαχείριση του χρηματοπιστωτικού προϊόντος οι οποίες αφαιρούνται από την αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τη διάρκεια της επένδυσης στο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Αμοιβές διαχείρισης, έξοδα εξυπηρέτησης, τέλη ανταλλαγής, έξοδα και φόροι δανεισμού τίτλων, έξοδα χρηματοδότησης.

Όλα τα έξοδα σχετικά με τις συναλλαγές

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της κτήσης και της εκποίησης επενδύσεων.

Προμήθειες μεσίτη, επιβαρύνσεις εισόδου και εξόδου που καταβάλλονται από το αμοιβαίο κεφάλαιο, εμπορικά περιθώρια ενσωματωμένα στην τιμή συναλλαγής, τέλος χαρτοσήμου, φόρος συναλλαγών και έξοδα συναλλάγματος.

Παρεμπίπτοντα έξοδα

 

Αμοιβές επίδοσης

(1)   

Ως τέλη δόμησης θα πρέπει να νοούνται τα τέλη τα οποία χρεώνουν οι παραγωγοί δομημένων επενδυτικών προϊόντων για τη δόμηση των προϊόντων. Τα τέλη αυτά μπορεί να καλύπτουν ένα μεγαλύτερο εύρος υπηρεσιών παρεχόμενων από τον παραγωγό.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Υποχρέωση των διαχειριστών των τόπων διαπραγμάτευσης να ενημερώνουν αμέσως την εθνική αρμόδια αρχή τους

ΤΜΗΜΑ Α

Ενδείξεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο

Σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης

1. Οι συμμετέχοντες στην αγορά παραβιάζουν κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης οι οποίοι έχουν σκοπό να προστατεύουν την ακεραιότητα της αγοράς, την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή τα σημαντικά συμφέροντα των άλλων συμμετεχόντων στην αγορά· και

2. Ο τόπος διαπραγμάτευσης θεωρεί ότι μια παραβίαση είναι επαρκώς σοβαρή ή προκαλεί επαρκείς επιπτώσεις ώστε να δικαιολογείται το ενδεχόμενο επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων.

Συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών

3. Η διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής παρακωλύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα·

4. Τα συστήματα συναλλαγών έχουν φτάσει ή υπερβεί τα όρια των δυνατοτήτων τους·

5. Οι ειδικοί διαπραγματευτές/πάροχοι ρευστότητας υποστηρίζουν επανειλημμένα ότι πραγματοποιούνται εσφαλμένες συναλλαγές (mis-trades)· και

6. Διακοπή λειτουργίας ή αστοχία κρίσιμων μηχανισμών σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, τα οποία αποσκοπούν στην προστασία του τόπου διαπραγμάτευσης από τους κινδύνους των αλγοριθμικών συναλλαγών.

Δυσλειτουργίες του συστήματος

7. Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας του συστήματος πρόσβασης στην αγορά η οποία δεν επιτρέπει στους συμμετέχοντες να εισάγουν, να προσαρμόζουν ή να ακυρώνουν τις εντολές τους·

8. Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας του συστήματος αντιστοίχισης συναλλαγών η οποία δημιουργεί στους συμμετέχοντες αβεβαιότητα όσον αφορά το καθεστώς ολοκληρωμένων συναλλαγών ή εντολών σε πραγματικό χρόνο, καθώς και να έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τις συναλλαγές (π.χ. διάδοση τιμής δείκτη για συναλλαγές με ορισμένα παράγωγα αυτού του δείκτη)·

9. Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας των συστημάτων διάδοσης δεδομένων διαφάνειας προ και μετά τη διαπραγμάτευση και άλλων σχετικών δεδομένων τα οποία δημοσιεύουν οι τόποι διαπραγμάτευσης σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

10. Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας των συστημάτων του τόπου διαπραγμάτευσης τα οποία παρακολουθούν και ελέγχουν τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης των συμμετεχόντων στην αγορά· και οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας στον τομέα άλλων παρόχων αλληλένδετων υπηρεσιών, ιδίως για CCP και CSD, η οποία έχει επιπτώσεις στο σύστημα συναλλαγών.

ΤΜΗΜΑ Β

Ενδείξεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν καταχρηστική συμπεριφορά σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014

Ενδείξεις πιθανής κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών ή χειραγώγησης της αγοράς

1. Ασυνήθιστη συγκέντρωση συναλλαγών και/ή εντολών διενέργειας συναλλαγών σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο από ένα μέλος/έναν συμμετέχοντα ή μεταξύ ορισμένων μελών/συμμετεχόντων.

2. Ασυνήθιστη επανάληψη συναλλαγής μεταξύ μικρού αριθμού μελών/συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου.

Ενδείξεις πιθανής κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών

3. Ασυνήθιστη και σημαντική διαπραγμάτευση ή υποβολή εντολών διενέργειας συναλλαγών στα χρηματοπιστωτικά μέσα μιας εταιρείας από ορισμένα μέλη/ορισμένους συμμετέχοντες πριν από την ανακοίνωση σημαντικών εταιρικών γεγονότων ή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τις τιμές που αφορούν την εταιρεία· εντολές διενέργειας συναλλαγών/συναλλαγές οι οποίες προκαλούν αιφνίδιες και ασυνήθιστες μεταβολές στον όγκο εντολών/συναλλαγών και/ή στις τιμές πριν από δημόσιες ανακοινώσεις σχετικά με το υπό εξέταση χρηματοπιστωτικό μέσο.

4. Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος της αγοράς/συμμετέχοντα στην αγορά πριν ή αμέσως αφότου αυτό το μέλος/αυτός ο συμμετέχων ή πρόσωπα που είναι ευρέως γνωστό ότι συνδέονται με το συγκεκριμένο μέλος/συμμετέχοντα παράγουν ή διαδίδουν ερευνητικές ή επενδυτικές συστάσεις οι οποίες δημοσιοποιούνται στο ευρύ κοινό.

Ενδείξεις πιθανής χειραγώγησης της αγοράς

Οι ενδείξεις που περιγράφονται κατωτέρω στα σημεία 18 έως 23 αφορούν ιδίως περιβάλλον αυτοματοποιημένων συναλλαγών.

5. Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο στον οικείο τόπο διαπραγμάτευσης, ιδίως όταν οι δραστηριότητες αυτές οδηγούν σε σημαντική μεταβολή της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων.

6. Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος/συμμετέχοντα που έχει σημαντικό συμφέρον στην αγορά ή στην πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου, οι οποίες προκαλούν σημαντική μεταβολή της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

7. Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές οι οποίες συγκεντρώνονται σε μικρό χρονικό διάστημα της συνεδρίασης και προκαλούν μεταβολή της τιμής η οποία στη συνέχεια αντιστρέφεται.

8. Εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες μεταβάλλουν τις καλύτερες τιμές προσφοράς και ζήτησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου εισηγμένου για διαπραγμάτευση ή το οποίο τελεί υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή, γενικότερα, τις τιμές που καταγράφονται στο βιβλίο εντολών που είναι διαθέσιμο στους συμμετέχοντες στην αγορά και οι οποίες αποσύρονται πριν να εκτελεστούν.

9. Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών από μέλος/συμμετέχοντα στην αγορά χωρίς άλλη εμφανή αιτιολόγηση πέραν της πρόθεσης να αυξηθεί/μειωθεί η τιμή ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή να επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στην προσφορά ή στη ζήτησή του, δηλ. διενεργούμενες χρονικά πλησίον του σημείου αναφοράς κατά την ημέρα διαπραγμάτευσης, π.χ. κατά το άνοιγμα ή λίγο πριν από το κλείσιμο.

10. Αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τον χρόνο αναφοράς της συνεδρίασης (π.χ. άνοιγμα, κλείσιμο, διακανονισμός) σε μια απόπειρα να αυξηθεί, να μειωθεί ή να διατηρηθεί η τιμή αναφοράς (π.χ. τιμή ανοίγματος, τιμή κλεισίματος, τιμή διακανονισμού) σε συγκεκριμένο επίπεδο — (πρακτική γνωστή με την ονομασία «marking the close»).

11. Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση/μείωση της σταθμισμένης μέσης τιμής της ημέρας ή μιας περιόδου κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

12. Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό τιμής της αγοράς όταν η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου ή το βάθος του βιβλίου εντολών δεν επαρκεί προκειμένου να καθοριστεί τιμή κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

13. Εκτέλεση συναλλαγής η οποία μεταβάλλει τις τιμές αγοράς-πώλησης, όταν αυτή η διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης αποτελεί παράγοντα καθορισμού της τιμής άλλης συναλλαγής είτε στον ίδιο είτε σε άλλο τόπο διαπραγμάτευσης.

14. Εισαγωγή εντολών που αντιστοιχούν σε σημαντικούς όγκους στο κεντρικό βιβλίο εντολών του συστήματος συναλλαγών λίγα λεπτά πριν από το στάδιο καθορισμού τιμής της δημοπρασίας και ακύρωση αυτών των εντολών λίγα δευτερόλεπτα πριν από το πάγωμα του βιβλίου εντολών για τον υπολογισμό της τιμής της δημοπρασίας, έτσι ώστε η θεωρητική τιμή ανοίγματος να εμφανίζεται ενδεχομένως υψηλότερη ή χαμηλότερη από όσο θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση.

15. Διενέργεια συναλλαγής ή σειράς συναλλαγών εμφανιζόμενων σε δημόσια οθόνη προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση συναλλακτικής δραστηριότητας σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μεταβολής της τιμής του (πρακτική γνωστή συνήθως ως «painting the tape»).

16. Συναλλαγές διενεργούμενες ως αποτέλεσμα της εισαγωγής εντολών αγοράς και πώλησης ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα, με σχεδόν την ίδια ποσότητα και σχεδόν στην ίδια τιμή από το ίδιο ή από διαφορετικά αλλά συνεργούντα μέλη της αγοράς/συμμετέχοντες στην αγορά (πρακτική γνωστή συνήθως ως «improper matched orders»).

17. Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την παράκαμψη των διασφαλίσεων των συναλλαγών που εφαρμόζει η αγορά (π.χ. όσον αφορά τα όρια όγκου· τα όρια τιμών· τις παραμέτρους διαφοράς μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης· κ.λπ.).

18. Εισαγωγή εντολών ή σειράς εντολών διενέργειας συναλλαγών, εκτέλεση συναλλαγών ή σειράς συναλλαγών οι οποίες ενδεχομένως να δημιουργήσουν ή να επιτείνουν μια τάση και να ενθαρρύνουν άλλους συμμετέχοντες να επιταχύνουν ή να επεκτείνουν την τάση προκειμένου να δημιουργηθεί ευκαιρία κλεισίματος/ανοίγματος μιας θέσης σε ευνοϊκή τιμή (πρακτική συνήθως γνωστή ως «momentum ignition»).

19. Υποβολή πολλαπλών ή μεγάλων εντολών διενέργειας συναλλαγών συνήθως μακριά από την τιμή σύγκλισης των εντολών αγοράς και των εντολών πώλησης («touch») στη μία πλευρά του βιβλίου εντολών ώστε να εκτελεστεί μια εντολή στην άλλη πλευρά του βιβλίου εντολών. Μόλις πραγματοποιηθεί αυτή η συναλλαγή, οι χειραγωγικές εντολές αποσύρονται (πρακτική συνήθως γνωστή ως «layering and spoofing»).

20. Εισαγωγή μικρών εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να διαπιστωθεί το επίπεδο αφανών εντολών και με σκοπό ιδίως να εκτιμηθεί τι υπάρχει σε μια αδιαφανή πλατφόρμα (πρακτική συνήθως γνωστή ως «ping order»).

21. Εισαγωγή μεγάλου αριθμού εντολών διενέργειας συναλλαγών και/ή ακύρωσης και/ή ενημέρωσης εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να προκληθεί αβεβαιότητα σε άλλους συμμετέχοντες, με επιβράδυνση της διαδικασίας τους, και προκειμένου να συγκαλυφθεί η στρατηγική του προσώπου που εισάγει τις εν λόγω εντολές (πρακτική συνήθως γνωστή ως «quote stuffing»).

22. Ανάρτηση εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να προσελκυσθούν άλλα μέλη της αγοράς/συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι χρησιμοποιούν παραδοσιακές τεχνικές διενέργειας συναλλαγών («slow traders»), οι οποίες αναθεωρούνται γρήγορα προσφέροντας λιγότερο γενναιόδωρους όρους, αποβλέποντας σε κερδοφόρα εκτέλεση έναντι της εισερχόμενης ροής εντολών διενέργειας συναλλαγών από slow traders (πρακτική συνήθως γνωστή ως «smoking»).

23. Εκτέλεση εντολών ή σειράς εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να αποκαλυφθούν εντολές άλλων συμμετεχόντων και, στη συνέχεια, εισαγωγή εντολής διενέργειας συναλλαγών με σκοπό το πρόσωπο που τη δίνει να επωφεληθεί των πληροφοριών που έχει λάβει (πρακτική συνήθως γνωστή ως «phishing»).

24. Ο βαθμός στον οποίο, εξ όσων γνωρίζει ο διαχειριστής ενός τόπου διαπραγμάτευσης, οι δοθείσες εντολές διενέργειας συναλλαγών ή οι εκτελεσθείσες συναλλαγές παρέχουν ενδείξεις αντιστροφής θέσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα και αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του ημερήσιου όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο στον οικείο τόπο διαπραγμάτευσης και ενδέχεται να συνδέονται με σημαντικές μεταβολές στην τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου εισηγμένου για διαπραγμάτευση ή που τελεί υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης.

Ενδείξεις χειραγώγησης της αγοράς μέσω αλληλοσχετιζόμενων προϊόντων, μεταξύ άλλων και σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης

Ο διαχειριστής ενός τόπου διαπραγμάτευσης θα πρέπει να λαμβάνει ιδίως υπόψη τις κατωτέρω περιγραφόμενες ενδείξεις στην περίπτωση που τόσο ένα χρηματοπιστωτικό μέσο όσο και συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα εισάγονται για διαπραγμάτευση ή τελούν υπό διαπραγμάτευση ή στην περίπτωση που τα ανωτέρω αναφερόμενα μέσα τελούν υπό διαπραγμάτευση σε διάφορους τόπους διαπραγμάτευσης τους οποίους διαχειρίζεται ο ίδιος διαχειριστής.

25. Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση/μείωση/διατήρηση της τιμής χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τη διάρκεια των ημερών που προηγούνται της έκδοσης, της προαιρετικής εξαγοράς ή της λήξης σχετικού παραγώγου ή μετατρέψιμου χρηματοπιστωτικού μέσου·

26. Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της τιμής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου σε επίπεδο ανώτερο ή κατώτερο της τιμής άσκησης ή άλλου στοιχείου το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της αποπληρωμής (π.χ. οριακή τιμή) σχετικού παραγώγου κατά την ημερομηνία λήξης·

27. Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της τιμής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου, έτσι ώστε αυτή να υπερβεί/μην φτάσει την τιμή άσκησης ή άλλο στοιχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της αποπληρωμής (π.χ. οριακή τιμή) σχετικού παραγώγου κατά την ημερομηνία λήξης·

28. Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της τιμής διακανονισμού χρηματοπιστωτικού μέσου, όταν αυτή η τιμή χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς/καθοριστικό στοιχείο, δηλαδή για τον υπολογισμό απαιτήσεων όσον αφορά τα περιθώρια·

29. Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος/συμμετέχοντα ο οποίος έχει σημαντικό συμφέρον στην αγορά ή στην πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου, οι οποίες προκαλούν σημαντικές μεταβολές στην τιμή του σχετικού παραγώγου ή υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού που έχει εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

30. Διενέργεια συναλλαγών ή εισαγωγή εντολών διενέργειας συναλλαγών σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης (συμπεριλαμβανομένης της εκδήλωσης ενδιαφέροντος) με σκοπό να επηρεαστεί κατά τρόπο αθέμιτο η τιμή σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου σε άλλον ή στον ίδιο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης [πρακτική η οποία είναι συνήθως γνωστή χειραγώγηση μεταξύ προϊόντων (συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικό μέσο προκειμένου να καθοριστεί κατά τρόπο αθέμιτο η τιμή σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου σε άλλον ή στον ίδιο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης)].

31. Δημιουργία ή ενίσχυση δυνατοτήτων αρμπιτράζ μεταξύ χρηματοπιστωτικού μέσου και άλλου σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου επηρεάζοντας τις τιμές αναφοράς ενός εκ των χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί να διενεργηθεί με διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα (όπως δικαιώματα/μετοχές, αγορές τοις μετρητοίς/αγορές παραγώγων, πιστοποιητικά επιλογής/μετοχές, …). Στο πλαίσιο εκδόσεων δικαιωμάτων, η πρακτική αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί επηρεάζοντας τη (θεωρητική) τιμή ανοίγματος ή τη (θεωρητική) τιμή κλεισίματος των δικαιωμάτων.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΤΜΗΜΑ 1

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών και αποφάσεων διαπραγμάτευσης

1. Όνομα και χαρακτηριστικό του πελάτη·

2. όνομα και χαρακτηριστικό οποιουδήποτε αρμόδιου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

3. χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

4. χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

5. δείκτης αγοράς/πώλησης·

6. αναγνωριστικό μέσου·

7. τιμή μονάδας και ένδειξη τιμής·

8. τιμή·

9. πολλαπλασιαστής τιμής·

10. νόμισμα 1·

11. νόμισμα 2·

12. αρχική ποσότητα και ένδειξη ποσότητας·

13. περίοδος ισχύος·

14. είδος της εντολής·

15. οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες, προϋποθέσεις και ιδιαίτερες οδηγίες του πελάτη·

16. ημερομηνία και ακριβής ώρα λήψης της εντολής ή ημερομηνία και ακριβής ώρα λήψης της απόφασης διαπραγμάτευσης. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

ΤΜΗΜΑ 2

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

1. Όνομα και χαρακτηριστικό του πελάτη·

2. όνομα και χαρακτηριστικό οποιουδήποτε αρμόδιου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

3. χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

4. χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

5. αριθμός αναφοράς της συναλλαγής·

6. χαρακτηριστικό για την αναγνώριση της εντολής (αναγνωριστικό εντολής)·

7. κωδικός αναγνώρισης της εντολής ο οποίος αποδίδεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης κατά τη λήψη της εντολής·

8. μοναδικό αναγνωριστικό για κάθε ομάδα σωρευτικών εντολών πελατών (η οποία θα εισαχθεί στη συνέχεια ως μια ομαδική εντολή σε δεδομένο τόπο διαπραγμάτευσης). Αυτό το αναγνωριστικό θα πρέπει να αναφέρεται ως «ομαδοποιημένη_Χ», όπου το Χ αντιστοιχεί στον αριθμό πελατών των οποίων οι εντολές έχουν ομαδοποιηθεί·

9. κωδικός MIC τμήματος του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει υποβληθεί η εντολή·

10. όνομα και άλλος χαρακτηριστικό του προσώπου στο οποίο διαβιβάστηκε η εντολή·

11. χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του πωλητή και του αγοραστή·

12. συναλλακτική ικανότητα·

13. χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση·

14. χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) που απαιτείται για την εκτέλεση·

15. δείκτης αγοράς/πώλησης·

16. αναγνωριστικό μέσου·

17. τελικό υποκείμενο μέσο·

18. αναγνωριστικός πώλησης/αγοράς·

19. τιμή άσκησης·

20. προκαταβολική πληρωμή·

21. είδος παράδοσης·

22. τύπος δικαιώματος προαίρεσης·

23. ημερομηνία λήξης·

24. τιμή μονάδας και ένδειξη τιμής·

25. τιμή·

26. πολλαπλασιαστής τιμής·

27. νόμισμα 1·

28. νόμισμα 2·

29. εναπομένουσα ποσότητα·

30. τροποποιηθείσα ποσότητα·

31. εκτελεσθείσα ποσότητα·

32. ημερομηνία και ακριβής ώρα υποβολής της εντολής ή της απόφασης διαπραγμάτευσης. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

33. ημερομηνία και ακριβής ώρα οποιουδήποτε μηνύματος που διαβιβάζεται προς τον τόπο διαπραγμάτευσης και λαμβάνεται από αυτόν σχετικά με οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία επηρεάζουν μια εντολή. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής ( 17 ).

34. ημερομηνία και ακριβής ώρα οποιουδήποτε μηνύματος που διαβιβάζεται προς άλλη επιχείρηση επενδύσεων και λαμβάνεται από αυτήν σχετικά με οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία επηρεάζουν μια εντολή. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

35. οποιοδήποτε μήνυμα που διαβιβάζεται προς τον τόπο διαπραγμάτευσης και που λαμβάνεται από αυτόν σχετικά με εντολές που δόθηκαν από την επιχείρηση επενδύσεων·

36. οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες και προϋποθέσεις που υπεβλήθησαν σε ή ελήφθησαν από άλλη επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την εντολή·

37. οι διαδοχικές κινήσεις σε σχέση με κάθε δοθείσα εντολή ώστε να αποτυπώνεται η χρονολογική σειρά κάθε γεγονότος που την επηρεάζει, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, τροποποιήσεων, ακυρώσεων και εκτέλεσης·

38. σήμανση ανοικτών πωλήσεων·

39. σήμανση εξαίρεσης από τον κανονισμό για τις ανοικτές πωλήσεις·

40. σήμανση απαλλαγής



( 1 ) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

( 2 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2020/852 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2020, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για τη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2088 (ΕΕ L 198 της 22.6.2020, σ. 13).

( 4 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2088 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, περί γνωστοποιήσεων αειφορίας στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 317 της 9.12.2019, σ. 1).

( 5 ) Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

( 6 ) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

( 7 ) Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

( 8 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

( 9 ) Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63).

( 10 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

( 11 ) Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

( 12 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

( 13 ) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

( 14 ) Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1).

( 15 ) Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της προσφοράς προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων και του επιπέδου επιμερισμού των δεδομένων (βλέπε σελίδα 142 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

( 16 ) Επισημαίνεται ότι ορισμένα στοιχεία κόστους εμφανίζονται και στους δύο πίνακες αλλά δεν αλληλεπικαλύπτονται, καθώς αναφέρονται αντιστοίχως στο κόστος του προϊόντος και στο κόστος της υπηρεσίας. Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η αμοιβή διαχείρισης (στον πίνακα 1, αφορά την αμοιβή διαχείρισης που χρεώνει μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου στους πελάτες της, ενώ, στον πίνακα 2, αφορά την αμοιβή διαχείρισης που χρεώνει ένας διαχειριστής αμοιβαίου κεφαλαίου στον επενδυτή του) και η προμήθεια του μεσίτη (στον πίνακα 1, αφορά την προμήθεια την οποία καταβάλλει μια επιχείρηση επενδύσεων όταν διαπραγματεύεται εκ μέρους των πελατών της, ενώ, στον πίνακα 2, αφορά την προμήθεια που καταβάλλουν τα επενδυτικά κεφάλαια κατά τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό του κεφαλαίου).

( 17 ) Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας (βλέπε σελίδα 148 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

Top