EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02014L0059-20220812

Consolidated text: Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2014/59/2022-08-12

02014L0059 — EL — 12.08.2022 — 006.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΟΔΗΓΙΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2017/1132 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 14ης Ιουνίου 2017

  L 169

46

30.6.2017

►M2

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2017/2399 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2017

  L 345

96

27.12.2017

►M3

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/879 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Μαΐου 2019

  L 150

296

7.6.2019

►M4

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/2034 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019

  L 314

64

5.12.2019

►M5

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2019/2162 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 27ης Νοεμβρίου 2019

  L 328

29

18.12.2019

►M6

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2021/23 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2020

  L 22

1

22.1.2021


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 283, 31.8.2020, σ.  2 (2019/879)




▼B

ΟΔΗΓΙΑ 2014/59/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 15ης Μαΐου 2014

για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΤΙΤΛΟΣ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ, ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.  

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των εξής οντοτήτων:

α) 

ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση·

β) 

χρηματοοικονομικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση, όταν το χρηματοοικονομικό ίδρυμα είναι θυγατρική επιχείρηση ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας που αναφέρεται στο στοιχείο γ) ή δ), και καλύπτεται από την εποπτεία της μητρικής επιχείρησης σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τα άρθρα 6 έως 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

γ) 

χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μεικτές εταιρείες συμμετοχών που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

δ) 

μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση, μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες σε κράτος μέλος, μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην Ένωση·

ε) 

υποκαταστήματα ιδρυμάτων που είναι εγκατεστημένα εκτός της Ένωσης, σύμφωνα με τις ειδικές προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

Κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των απαιτήσεων βάσει της παρούσας οδηγίας και όταν χρησιμοποιούν τα διάφορα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους όσον αφορά τις οντότητες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, καθώς και με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τη μετοχική δομή, τη νομική μορφή, το προφίλ κινδύνου, το μέγεθος και το νομικό καθεστώς της οντότητας, τις διασυνδέσεις της με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, τη συμμετοχή της σε θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ) που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 6 του εν λόγω κανονισμού, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν αυστηρότερους κανόνες ή πρόσθετους κανόνες πέραν αυτών που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση ή στις εκτελεστικές πράξεις που εκδίδονται βάσει της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί έχουν γενική ισχύ και δεν αντίκεινται στην παρούσα οδηγία και στις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις που εκδόθηκαν δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

▼M6

3.  
Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε οντότητες που έχουν επίσης άδεια λειτουργίας κατά το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

▼B

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.  

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«εξυγίανση» : η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή ενός εργαλείου που αναφέρεται στο άρθρο 37 παράγραφος 9, προκειμένου να επιτευχθούν ένας ή περισσότεροι στόχοι της εξυγίανσης όπως ορίζονται στο άρθρο 31 παράγραφος 2·

2)

«ίδρυμα» : κάθε ίδρυμα που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

▼M4

3)

«επιχείρηση επενδύσεων» : επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ), η οποία υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 2

▼B

4)

«χρηματοοικονομικό ίδρυμα» ή «χρηματοδοτικό ίδρυμα» : χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 26) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

▼M3

5)

ως «θυγατρική» : νοείται μία θυγατρική επιχείρηση όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 7, 12, 17, 18, 45 έως 45ιγ, 59 έως 62, 91 και 92 της παρούσας οδηγίας στους ομίλους εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου, περιλαμβάνει, όπου και όπως αρμόζει, πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, τον ίδιο τον κεντρικό οργανισμό και τις αντίστοιχες θυγατρικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω όμιλοι εξυγίανσης συμμορφώνονται με το άρθρου 45ε παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας·

5α)

ως «σημαντική θυγατρική» : νοείται μία σημαντική θυγατρική όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 135 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

▼B

6)

«μητρική επιχείρηση» : μητρική επιχείρηση που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 15) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

7)

«ενοποιημένη βάση» : η βάση της ενοποιημένης κατάστασης του ομίλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 47) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

8)

«θεσμικό σύστημα προστασίας» ή «ΘΣΠ» : ρύθμιση που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

9)

«χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» ή «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» : χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

10)

«μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» : μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

11)

«μεικτή εταιρεία συμμετοχών» : μεικτή εταιρεία συμμετοχών που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 22) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

12)

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» : μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

13)

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση» : μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 31) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

14)

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» : μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 32) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

15)

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση» : μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 33) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

16)

«στόχοι εξυγίανσης» : οι στόχοι εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 31 παράγραφος 2·

17)

«υποκατάστημα» : κάθε υποκατάστημα που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

18)

«αρχή εξυγίανσης» : αρχή που ορίζεται από κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 3·

19)

«εργαλείο εξυγίανσης» : εργαλείο εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 37 παράγραφος 3·

20)

«εξουσία εξυγίανσης» : η εξουσία που ορίζεται στα άρθρα 63 έως 72·

21)

«αρμόδια αρχή» : η αρμόδια αρχή που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου ( 3

22)

«αρμόδια υπουργεία» : τα υπουργεία οικονομικών ή άλλα υπουργεία αρμόδια των κρατών μελών, τα οποία είναι αρμόδια για οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και δημοσιονομικές αποφάσεις σε εθνικό επίπεδο σύμφωνα με τις εθνικές αρμοδιότητες και τα οποία έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5·

23)

«ίδρυμα» : ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων·

24)

«διοικητικό όργανο» : διοικητικό όργανο, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

25)

«ανώτατα διοικητικά στελέχη» : ανώτατα διοικητικά στελέχη, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 9) της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

26)

«όμιλος» : μητρική επιχείρηση και οι θυγατρικές της·

27)

«διασυνοριακός όμιλος» : όμιλος με οντότητες ομίλου εγκατεστημένες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη·

28)

«έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη» : κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, ή οιαδήποτε άλλη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη σε υπερεθνικό επίπεδο που, αν παρεχόταν σε εθνικό επίπεδο, θα συνιστούσε κρατική ενίσχυση, η οποία παρέχεται με σκοπό να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα, η ρευστότητα ή η φερεγγυότητα ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή ενός ομίλου του οποίου το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα αποτελεί μέρος·

29)

«επείγουσα στήριξη της ρευστότητας» : η παροχή από κεντρική τράπεζα χρήματος κεντρικής τράπεζας, ή οιαδήποτε άλλη στήριξη που μπορεί να επιφέρει αύξηση του χρήματος κεντρικής τράπεζας, σε ένα φερέγγυο χρηματοδοτικό ίδρυμα ή έναν όμιλο φερέγγυων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζει προσωρινά προβλήματα ρευστότητας, χωρίς η ενέργεια αυτή να εντάσσεται στη νομισματική πολιτική·

30)

«συστημική κρίση» : η αποδιοργάνωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία. Όλες οι μορφές χρηματοοικονομικών διαμεσολαβητών, αγορών και υποδομών ενδέχεται να είναι συστημικά σημαντικές σε κάποιο βαθμό·

31)

«οντότητα του ομίλου» : ένα νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέρος ενός ομίλου·

32)

«σχέδιο ανάκαμψης» : σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται και διατηρείται από ένα ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 5·

33)

«σχέδιο ανάκαμψης ομίλου» : σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που καταρτίζεται και αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο 7·

34)

«σημαντικό υποκατάστημα» : υποκατάστημα που στο κράτος μέλος υποδοχής θα κρινόταν σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

35)

«κρίσιμες λειτουργίες» : οι δραστηριότητες, υπηρεσίες ή λειτουργίες των οποίων η διακοπή ενδέχεται, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, να οδηγήσει σε διαταραχή της παροχής ζωτικών υπηρεσιών στην πραγματική οικονομία ή να διαταράξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα λόγω του μεγέθους του ιδρύματος ή του ομίλου, του μεριδίου του στην αγορά, των εξωτερικών και εσωτερικών του διασυνδέσεων, της πολυπλοκότητας ή των διασυνοριακών δραστηριοτήτων του, ιδίως σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα υποκατάστασης των εν λόγω δραστηριοτήτων, υπηρεσιών ή λειτουργιών·

36)

«βασικοί επιχειρηματικοί τομείς» : οι επιχειρηματικοί τομείς και οι συναφείς υπηρεσίες που αντιπροσωπεύουν ουσιώδεις πηγές εισοδήματος, κέρδους ή αξίας δικαιόχρησης για ένα ίδρυμα ή για έναν όμιλο του οποίου το ίδρυμα αποτελεί μέρος·

37)

«αρχή ενοποιημένης εποπτείας» : η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

38)

«ίδια κεφάλαια» : τα ίδια κεφάλαια, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 118) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

39)

«προϋποθέσεις εξυγίανσης» : οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1·

40)

«δράση εξυγίανσης» : η απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με το άρθρο 32 ή το άρθρο 33, η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή η άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης·

41)

«σχέδιο εξυγίανσης» : σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίζεται για ένα ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 10·

42)

«εξυγίανση ομίλου» :

οιοδήποτε από τα εξής:

α) 

η ανάληψη δράσης εξυγίανσης στο επίπεδο μητρικής επιχείρησης ή ιδρύματος που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, ή

β) 

ο συντονισμός της εφαρμογής εργαλείων εξυγίανσης και η άσκηση εξουσιών εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης όσον αφορά τις οντότητες ομίλου που πληρούν τις προϋποθέσεις εξυγίανσης·

43)

«σχέδιο εξυγίανσης ομίλου» : σχέδιο εξυγίανσης ενός ομίλου, που καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13·

44)

«αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου» : η αρχή εξυγίανσης στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

45)

«μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου» : σχέδιο που καταρτίζεται για τους σκοπούς της εξυγίανσης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 91·

46)

«σώμα εξυγίανσης» : σώμα που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 88 για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 1·

47)

«κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας» : η συλλογική πτωχευτική διαδικασία λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η οποία συνεπάγεται τη μερική ή ολική εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων και τον διορισμό εκκαθαριστή ή διαχειριστή, και η οποία συνήθως εφαρμόζεται σε ιδρύματα βάσει του εθνικού δικαίου και είτε είναι εξειδικευμένη για τα εν λόγω ιδρύματα είτε εφαρμόζεται γενικά σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο·

▼M2

48)

«χρεωστικά μέσα» :

i) 

για τους σκοπούς του άρθρου 63 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και ι), ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων· και

ii) 

για τους σκοπούς του άρθρου 108, οι ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών και μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μια οφειλή·

▼B

49)

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» : μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

50)

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση» : μητρικό ίδρυμα της ΕΕ, που ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 29) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

51)

«απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων» : οι απαιτήσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 92 έως 98 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

52)

«σώμα εποπτείας» : σώμα εποπτών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

53)

«πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις» : το πλαίσιο που έχει καθοριστεί σύμφωνα με τα άρθρα 107, 108 και 109 της ΣΛΕΕ και με τους κανονισμούς και όλες τις πράξεις της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων κατευθυντήριων γραμμών, κοινοποιήσεων και ανακοινώσεων, που έχουν διατυπωθεί ή εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 108 παράγραφος 4 ή του άρθρου 109 της ΣΛΕΕ·

54)

«εκκαθάριση» : η ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

55)

«εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων» : ο μηχανισμός για την πραγματοποίηση μεταβίβασης, από μια αρχή εξυγίανσης, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης σε έναν φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με το άρθρο 42·

56)

«φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων» : νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 42 παράγραφος 2·

57)

«εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα» : ο μηχανισμός για την άσκηση, από την αρχή εξυγίανσης, των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις υποχρεώσεις ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 43·

58)

«εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων» : ο μηχανισμός για την εκτέλεση της μεταβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ενός ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 38·

59)

«μεταβατικό ίδρυμα» : νομικό πρόσωπο που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 40 παράγραφος 2·

60)

«εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος» : ο μηχανισμός για τη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων ιδρύματος που τελεί υπό διαδικασία εξυγίανσης, σε μεταβατικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 40·

61)

«μέσα ιδιοκτησίας» : μετοχές, άλλα μέσα που εκχωρούν δικαιώματα ιδιοκτησίας, μέσα που είναι μετατρέψιμα σε ή παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης μετοχών ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, και μέσα που αντιπροσωπεύουν δικαιώματα επί μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

62)

«μέτοχοι» : μέτοχοι ή κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

63)

«εξουσίες μεταβίβασης» : οι εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) για τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, χρεωστικών μέσων, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οποιουδήποτε συνδυασμού των εν λόγω στοιχείων από ίδρυμα υπό εξυγίανση προς αποδέκτη·

64)

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» : ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP), όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

65)

«παράγωγα» : τα παράγωγα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

66)

«εξουσίες απομείωσης και μετατροπής» : οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ)·

67)

«εξασφαλισμένη υποχρέωση» : υποχρέωση όπου το δικαίωμα του πιστωτή για πληρωμή ή άλλης μορφής αντιστάθμισμα εξασφαλίζεται με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ενέχυρο ή εμπράγματο δικαίωμα, ή συμφωνίες παροχής ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πράξεις επαναγοράς και άλλες συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου·

68)

«μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» : κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους του άρθρου 28 παράγραφοι 1 έως 4, του άρθρου 29 παράγραφοι 1 έως 5 ή του άρθρου 31 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

▼M3

68α)

«κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» : το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 50 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

▼B

69)

«πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1» : κεφαλαιακά μέσα που πληρούν τους όρους του άρθρου 52 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

70)

«συνολικό ποσό» : το συνολικό ποσό κατά το οποίο έχει εκτιμήσει η αρχή εξυγίανσης ότι πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ , σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1·

▼M3

71)

«υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού» : οι υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

71α)

«επιλέξιμες υποχρεώσεις» : υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού που πληρούν, ανάλογα με την περίπτωση, τους όρους του άρθρου 45β ή του άρθρου 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, και τα μέσα της κατηγορίας 2 που πληρούν τους όρους του άρθρου 72α παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

71β)

«μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων» : τα μέσα που πληρούν όλους τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 εκτός από το άρθρο 72β παράγραφοι 3 έως 5 του εν λόγω κανονισμού·

▼B

72)

«σύστημα εγγύησης των καταθέσεων» : σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που έχει συσταθεί και αναγνωριστεί επίσημα από ένα κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

73)

«μέσα της κατηγορίας 2» : κεφαλαιακά μέσα ή δάνεια μειωμένης εξασφάλισης που πληρούν τους όρους του άρθρου 63 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

74)

«σχετικά κεφαλαιακά μέσα» : πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 και μέσα της κατηγορίας 2, για τους σκοπούς του τίτλου IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 και του τίτλου IV κεφάλαιο V·

75)

«συντελεστής μετατροπής» : ο συντελεστής που καθορίζει τον αριθμό των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στον οποίο μετατρέπεται μια υποχρέωση συγκεκριμένης κατηγορίας, με αναφορά είτε σε ένα μόνον μέσο της εν λόγω κατηγορίας είτε σε μια συγκεκριμένη μονάδα αξίας μιας χρεωστικής απαίτησης·

76)

«θιγόμενος πιστωτής» : πιστωτής του οποίου η απαίτηση αφορά υποχρέωση που μειώνεται ή μετατρέπεται σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, μέσω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής με χρήση του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα·

77)

«θιγόμενος κάτοχος» : κάτοχος μέσων ιδιοκτησίας του οποίου τα μέσα ιδιοκτησίας ακυρώνονται μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο η)·

78)

«ενδεδειγμένη αρχή» : η αρχή του κράτους μέλους, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 61, που είναι αρμόδια, βάσει του εθνικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3·

79)

«σχετικό μητρικό ίδρυμα» : μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος, μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, για το οποίο ή την οποία εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα·

80)

«αποδέκτης» : η οντότητα στην οποία μεταβιβάζονται οι μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, χρεόγραφα, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ή οποιοσδήποτε συνδυασμός των εν λόγω στοιχείων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση·

81)

«εργάσιμη ημέρα» : κάθε ημέρα εκτός Σαββάτου, Κυριακής ή αργίας στο οικείο κράτος μέλος·

82)

«δικαίωμα καταγγελίας» : το δικαίωμα καταγγελίας μιας σύμβασης, το δικαίωμα επίσπευσης, εκκαθάρισης (close out), αλληλοσυμψηφισμού (set-off) ή συμψηφισμού των υποχρεώσεων, ή κάθε παρόμοια διάταξη που αναστέλλει, τροποποιεί ή εξαλείφει υποχρέωση ενός συμβαλλόμενου μέρους της σύμβασης, ή διάταξη η οποία εμποδίζει τη γένεση, στο πλαίσιο της σύμβασης, υποχρέωσης η οποία διαφορετικά θα είχε προκύψει·

83)

«ίδρυμα υπό εξυγίανση» : ίδρυμα, χρηματοδοτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, μεικτή εταιρεία συμμετοχών, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση, για το οποίο ή την οποία αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

▼M3

83α)

«οντότητα εξυγίανσης» :

α) 

νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 12, προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης ως οντότητα σε σχέση με την οποία το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει μέτρα εξυγίανσης· ή

β) 

ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για τον οποίο το σχέδιο εξυγίανσης που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 10 της παρούσας οδηγίας προβλέπει δράση εξυγίανσης·

83β)

«όμιλος εξυγίανσης» :

α) 

οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που δεν αποτελούν:

i) 

οντότητες εξυγίανσης οι ίδιες ·

ii) 

θυγατρικές άλλων οντοτήτων εξυγίανσης· ή

iii) 

οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης και οι θυγατρικές τους· ή

β) 

πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό και ο ίδιος ο κεντρικός οργανισμός όταν τουλάχιστον ένα από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα ή ο κεντρικός οργανισμός είναι οντότητα εξυγίανσης, καθώς και οι αντίστοιχες θυγατρικές τους·

83γ)

«παγκόσμιο συστημικώς σημαντικό ίδρυμα» ή G-SII : ίδρυμα G-SII όπως ορίζεται στο σημείο 133) του άρθρου 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

▼B

84)

«θυγατρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση» : ίδρυμα το οποίο είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και είναι θυγατρικό ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας·

85)

«μητρική επιχείρηση της Ένωσης» : μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση·

86)

«ίδρυμα τρίτης χώρας» : οντότητα, της οποίας η κεντρική διοίκηση εδρεύει σε τρίτη χώρα και η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ένωσης, θα ενέπιπτε στον ορισμό του ιδρύματος·

87)

«μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας» : μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα·

88)

«διαδικασία εξυγίανσης σε τρίτη χώρα» : δράση βάσει της νομοθεσίας τρίτης χώρας για τη διαχείριση της πτώχευσης ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, η οποία είναι συγκρίσιμη, ως προς τους στόχους και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, με τις δράσεις εξυγίανσης βάσει της παρούσας οδηγίας·

89)

«υποκατάστημα της Ένωσης» : υποκατάστημα ιδρύματος τρίτης χώρας που βρίσκεται σε κράτος μέλος·

90)

«σχετική αρχή τρίτης χώρας» : αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι υπεύθυνη για την εκτέλεση παρόμοιων καθηκόντων με εκείνα των αρχών εξυγίανσης ή των αρμοδίων αρχών, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

91)

«ρύθμιση χρηματοδότησης ομίλου» : η ρύθμιση ή οι ρυθμίσεις χρηματοδότησης που προβλέπονται από το κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

92)

«συναλλαγή αντιστήριξης» : μια συναλλαγή που συνάπτεται μεταξύ δύο οντοτήτων του ομίλου για το σκοπό της μεταβίβασης, εν όλω ή εν μέρει, του κινδύνου που δημιουργείται από άλλη συναλλαγή που συνάπτεται μεταξύ μιας από αυτές τις οντότητες του ομίλου και ενός τρίτου μέρους·

93)

«ενδοομιλική εγγύηση» : σύμβαση με την οποία μια οντότητα του ομίλου εγγυάται για τις υποχρεώσεις άλλης οντότητας του ομίλου προς ένα τρίτο μέρος·

94)

«καλυπτόμενες καταθέσεις» : οι καλυπτόμενες καταθέσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 5 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

95)

«επιλέξιμες καταθέσεις» : οι επιλέξιμες καταθέσεις, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 4 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

▼M5

96)

«καλυμμένο ομόλογο» : καλυμμένο ομόλογο όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ) ή, όσον αφορά μέσο που εκδόθηκε πριν από τις 8 Ιουλίου 2022, ομόλογο όπως αναφέρεται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ), όπως ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσής του·

▼B

97)

«συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων» : συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 6

98)

«συμφωνία συμψηφισμού» : συμφωνία βάσει της οποίας ένας αριθμός απαιτήσεων ή υποχρεώσεων μπορεί να μετατραπεί σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close-out netting), βάσει των οποίων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση (όπως ή όπου ορίζεται), επισπεύδεται η λήξη των υποχρεώσεων των μερών, ούτως ώστε να καθίστανται αμέσως απαιτητές, ή να λήγουν και σε κάθε περίπτωση να μετατρέπονται σε μια ενιαία καθαρή απαίτηση ή αντικαθίστανται από αυτήν και στις δύο περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των «ρητρών συμψηφισμού», κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ιδ) σημείο i) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, ή «συμψηφίζονται» σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ια) της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

99)

«συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού (set-off)» : συμφωνία βάσει της οποίας δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που οφείλονται μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται εκατέρωθεν η μία με την άλλη·

100)

«χρηματοπιστωτική σύμβαση» :

περιλαμβάνει τις ακόλουθες συμβάσεις και συμφωνίες:

α) 

συμβάσεις τίτλων, όπου συμπεριλαμβάνονται:

i) 

συμβάσεις αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός τίτλου, μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

ii) 

δικαιώματα προαίρεσης επί ενός τίτλου ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη τίτλων,

iii) 

συναλλαγή πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγή αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου τίτλου, ομάδας ή δείκτη τίτλων·

β) 

συμβάσεις βασικών εμπορευμάτων, όπου συμπεριλαμβάνονται:

i) 

συμβάσεις αγοράς, πώλησης ή δανεισμού ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων για μελλοντική παράδοση,

ii) 

δικαιώματα προαίρεσης επί ενός βασικού εμπορεύματος ή μιας ομάδας ή ενός δείκτη βασικών εμπορευμάτων,

iii) 

συναλλαγές πώλησης και επαναγοράς ή συναλλαγές αγοράς και επαναπώλησης επί οποιουδήποτε τέτοιου βασικού εμπορεύματος, ομάδας ή δείκτη·

γ) 

συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) και προθεσμιακές συμβάσεις (forwards), όπου συμπεριλαμβάνονται συμβάσεις (εκτός από σύμβαση βασικών εμπορευμάτων) για αγορά, πώληση ή μεταβίβαση, σε μελλοντική ημερομηνία, βασικού εμπορεύματος ή περιουσιακού στοιχείου κάθε άλλης φύσεως, υπηρεσίας, δικαιώματος ή τόκου σε συγκεκριμένη τιμή·

δ) 

συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), όπου συμπεριλαμβάνονται:

i) 

συμβάσεις ανταλλαγής και δικαιώματα προαίρεσης που σχετίζονται με: επιτόκια· συμφωνίες άμεσης παράδοσης ή άλλες συμφωνίες συναλλάγματος· ανταλλαγή νομισμάτων· δείκτες μετοχών ή μετοχές· δείκτες χρέους ή χρέος· δείκτες βασικών εμπορευμάτων ή βασικά εμπορεύματα· το κλίμα, τις εκπομπές ρύπων ή τον πληθωρισμό,

ii) 

συμβάσεις ανταλλαγής συνολικής απόδοσης, πιστωτικών περιθωρίων ή πιστωτικού κινδύνου,

iii) 

κάθε συμφωνία ή συναλλαγή που είναι παρεμφερής με συμφωνία που αναφέρεται στα σημεία i) ή ii) και η οποία αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης στις αγορές συμβάσεων ανταλλαγής ή παραγώγων·

ε) 

διατραπεζικές συμφωνίες δανεισμού με διάρκεια δανεισμού τρεις μήνες κατ’ ανώτατο όριο,

στ) 

γενικές συμφωνίες για οποιεσδήποτε από τις συμβάσεις ή συμφωνίες που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε),

101)

«μέτρο πρόληψης κρίσεων» : η άσκηση εξουσιών για να κατευθυνθεί η αντιμετώπιση των ελλείψεων ή η εξάλειψη των εμποδίων προς τη δυνατότητα ανάκαμψης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6, η άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 17 ή 18, η εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27, ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή (επιτρόπου) σύμφωνα με το άρθρο 29, ή η άσκηση εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59·

102)

«μέτρο διαχείρισης κρίσεων» : δράση εξυγίανσης ή διορισμός ειδικού διαχειριστή (επιτρόπου) δυνάμει του άρθρου 35 ή ενός προσώπου δυνάμει του άρθρου 51 παράγραφος 2 ή του άρθρου 72 παράγραφος 1·

103)

«δυνατότητα ανάκαμψης» : η δυνατότητα ενός ιδρύματος να αποκαταστήσει τη χρηματοοικονομική του θέση μετά από σημαντική επιδείνωση·

104)

«καταθέτης» : ο καταθέτης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ·

105)

«επενδυτής» : ο επενδυτής κατά την έννοια του άρθρου 1 σημείο 4 της οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 7

106)

«ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας» : η αρχή στην οποία έχει ανατεθεί η μακροπροληπτική πολιτική που αναφέρεται στη Σύσταση Β1 της Σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τη μακροπροληπτική εντολή των εθνικών αρχών (ΕΣΣΚ/2011/3)·

107)

«πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις» : πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, όπως ορίζονται με βάση το κριτήριο του ετήσιου κύκλου εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής ( 8 ).

108)

«ρυθμιζόμενη αγορά» : ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

▼M3

109)

«συνδυασμένη απαίτηση ασφάλειας αποθέματος» : η συνδυασμένη απαίτηση ασφάλειας αποθέματος όπως ορίζεται στο σημείο 6 του άρθρου 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

▼B

2.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των δραστηριοτήτων, υπηρεσιών και πράξεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο 35) όσον αφορά τον ορισμό των «κρίσιμων λειτουργιών» και τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των επιχειρηματικών τομέων και των συναφών υπηρεσιών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σημείο 36) όσον αφορά τον ορισμό των «βασικών επιχειρηματικών τομέων».

Άρθρο 3

Ορισμός αρμόδιων αρχών για την εξυγίανση

1.  
Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή, κατ’ εξαίρεση, περισσότερες αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι εξουσιοδοτημένες για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης.
2.  
Η αρχή εξυγίανσης είναι αρχή δημόσιας διοίκησης ή αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί εξουσίες δημόσιας διοίκησης.
3.  
Οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να είναι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρμόδια υπουργεία ή άλλες δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί διοικητικές εξουσίες. Κατ’ εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αρχή εξυγίανσης μπορεί να είναι οι αρμόδιες αρχές εποπτείας για τους σκοπούς του κανονισμού αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής και των λειτουργιών των αρχών εξυγίανσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη της ανταλλαγής πληροφοριών και των υποχρεώσεων συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 4. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, μεταξύ των αρμοδίων αρχών, εθνικών κεντρικών τραπεζών, αρμοδίων υπουργείων ή άλλων αρχών, υπάρχει οργανωτική ανεξαρτησία μεταξύ της λειτουργίας εξυγίανσης και της εποπτικής ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής.

Το προσωπικό που συμμετέχει στην επιτέλεση των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας είναι διαρθρωτικά διαχωρισμένο και υπόκειται σε χωριστούς διαύλους αναφοράς από το προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή σχετίζονται με άλλες λειτουργίες της σχετικής αρχής.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη ή η αρχή εξυγίανσης θα υιοθετούν και θα δημοσιοποιούν κάθε αναγκαίο σχετικό εσωτερικό κανόνα, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διάφορων λειτουργικών τομέων.

4.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές που ασκούν την εποπτεία και τις λειτουργίες εξυγίανσης και από τα πρόσωπα που ασκούν αυτά τα καθήκοντα εξ ονόματός τους να συνεργάζονται στενά κατά την προετοιμασία, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης, τόσο όταν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή είναι χωριστές οντότητες όσο και όταν τα καθήκοντα ασκούνται από την ίδια οντότητα.
5.  
Κάθε κράτος μέλος ορίζει ένα μόνον υπουργείο το οποίο είναι υπεύθυνο για την άσκηση των λειτουργιών του αρμόδιου υπουργείου σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
6.  
Όταν η αρχή εξυγίανσης σε ένα κράτος μέλος δεν είναι το αρμόδιο υπουργείο, η αρχή ενημερώνει το αρμόδιο υπουργείο για τις αποφάσεις της δυνάμει της παρούσας οδηγίας και, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από το εθνικό δίκαιο, λαμβάνει την έγκρισή του πριν εφαρμόσει αποφάσεις που έχουν άμεσο δημοσιονομικό αντίκτυπο ή συστημικές συνέπειες.
7.  
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές, τις αρχές εξυγίανσης και την ΕΑΤ βάσει της παρούσας οδηγίας συνεκτιμούν τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή ο όμιλος και ελαχιστοποιούν τις αρνητικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τις δυσμενείς οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στα εν λόγω κράτη μέλη. Οι αποφάσεις της ΕΑΤ εμπίπτουν στο άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
8.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε αρχή εξυγίανσης αναπτύσσει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα να εφαρμόζει δράσεις εξυγίανσης και είναι σε θέση να ασκεί τις εξουσίες της με την ταχύτητα και την ευελιξία που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης.
9.  
Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης, διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους και την επιχειρησιακή ικανότητα και παρακολουθεί την εφαρμογή της παραγράφου 8, μεταξύ άλλων με περιοδικές αξιολογήσεις από ομοτίμους.
10.  
Όταν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες από μία αρχές για την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, προβαίνει σε κοινοποίηση προς την ΕΑΤ και την Επιτροπή με την οποία αιτιολογεί δεόντως την ενέργεια αυτή και επιμερίζει με σαφήνεια τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες μεταξύ των εν λόγω αρχών, διασφαλίζει επαρκή συντονισμό μεταξύ τους και ορίζει μία και μόνη αρχή ως αρχή επικοινωνίας για τους σκοπούς της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών.
11.  
Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με την εθνική αρχή ή αρχές που έχουν οριστεί ως αρχές εξυγίανσης και την αρχή επικοινωνίας και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, σχετικά με τις ειδικές λειτουργίες και αρμοδιότητές τους. Η ΕΑΤ δημοσιεύει τον κατάλογο των εν λόγω αρχών εξυγίανσης και των αρχών επικοινωνίας.
12.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 85, τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίζουν την ευθύνη της αρχής εξυγίανσης, της αρμόδιας αρχής και του προσωπικού τους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.



ΤΙΤΛΟΣ II

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ



ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

Σχεδιασμός της ανάκαμψης και της εξυγίανσης



Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 4

Απλουστευμένες υποχρεώσεις για ορισμένα ιδρύματα

1.  

Έχοντας υπόψη τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η πτώχευση ενός ιδρύματος, λόγω της φύσης των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων, της μετοχικής δομής του, της νομικής μορφής, του προφίλ κινδύνου, του μεγέθους και του νομικού καθεστώτος του, της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, του εύρους και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, της συμμετοχής σε ΘΣΠ ή σε άλλα συνεργατικά συστήματα αμοιβαίας αλληλεγγύης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 113 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και κατά πόσον ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και εάν η πτώχευσή του και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό φυσιολογικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης να προσδιορίζουν:

α) 

το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, που προβλέπονται στα άρθρα 5 έως 12·

β) 

την καταληκτική ημερομηνία για την κατάρτιση των πρώτων σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης και τη συχνότητα επικαιροποίησης των σχεδίων ανάκαμψης και εξυγίανσης, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2, στο άρθρο 7 παράγραφος 5, στο άρθρο 10 παράγραφος 6 και στο άρθρο 13 παράγραφος 3·

γ) 

το περιεχόμενο και τα επιμέρους στοιχεία των πληροφοριών που απαιτούνται από τα ιδρύματα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 και στο άρθρο 12 παράγραφος 2, καθώς και στα τμήματα Α και Β του παραρτήματος·

δ) 

το εύρος των λεπτομερειών για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 15 και 16 και στο τμήμα Γ του παραρτήματος.

2.  
Οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης, πραγματοποιούν την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έπειτα από διαβούλευση, όποτε ενδείκνυται, με τις εθνικές αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας.
3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στην περίπτωση εφαρμογής απλουστευμένων υποχρεώσεων, οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν ανά πάσα στιγμή να επιβάλλουν πλήρεις, μη απλουστευμένες υποχρεώσεις.
4.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εφαρμογή απλουστευμένων υποχρεώσεων δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής τις εξουσίες της αρμόδιας αρχής και, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης να λαμβάνει μέτρα πρόληψης κρίσεων ή μέτρα διαχείρισης κρίσεων.
5.  
Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για την εκτίμηση, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, των επιπτώσεων της πτώχευσης ενός ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα και στις συνθήκες χρηματοδότησης.
6.  
Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 5, η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2, για την εκτίμηση, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, των επιπτώσεων της πτώχευσης ενός ιδρύματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα και στις συνθήκες χρηματοδότησης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2017.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.  
Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν την ΕΑΤ με ποιον τρόπο εφήρμοσαν τις παραγράφους 1, 8, 9 και 10 στα ιδρύματα υπό τη δικαιοδοσία τους. Η ΕΑΤ υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1, 8, 9 και 10. Ειδικότερα, η εν λόγω έκθεση ταυτοποιεί τυχόν διαφορές στην εφαρμογή των παραγράφων 1, 8, 9 και 10 σε εθνικό επίπεδο.
8.  

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 9 και 10, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εξαιρούν:

α) 

από την εφαρμογή των απαιτήσεων των τμημάτων 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου τα ιδρύματα που συνδέονται με κεντρικό οργανισμό και εξαιρούνται πλήρως ή μερικώς από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β) 

από την εφαρμογή των απαιτήσεων του τμήματος 2 τα ιδρύματα που είναι μέλη ενός ΘΣΠ.

9.  

Όταν χορηγείται εξαίρεση σύμφωνα με την παράγραφο 8, τα κράτη μέλη:

α) 

εφαρμόζουν τις απαιτήσεις των τμημάτων 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου σε ενοποιημένη βάση στον κεντρικό οργανισμό και στα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β) 

απαιτούν από το ΘΣΠ να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του τμήματος 2 σε συνεργασία με καθένα από τα μέλη του στα οποία έχει χορηγηθεί εξαίρεση.

Για τον σκοπό αυτό, κάθε αναφορά σε όμιλο που γίνεται στα τμήματα 2 και 3 του παρόντος κεφαλαίου περιλαμβάνει έναν κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις θυγατρικές τους, και κάθε αναφορά σε μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με το άρθρο 111 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ περιλαμβάνει επίσης τον κεντρικό οργανισμό.

10.  
Τα ιδρύματα που τελούν υπό την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 ή που αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενός κράτους μέλους, καταρτίζουν δικά τους σχέδια ανάκαμψης σύμφωνα με το τμήμα 2 του παρόντος κεφαλαίου και υπόκεινται σε ειδικά σχέδια εξυγίανσης σύμφωνα με το τμήμα 3.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι λειτουργίες ενός ιδρύματος θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος του εν λόγω κράτους μέλους εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η συνολική αξία του ενεργητικού τους υπερβαίνει τα 30 000 000 000  EUR· ή

β) 

το ποσοστό του συνόλου του ενεργητικού τους ως προς το ΑΕΠ του κράτους μέλους εγκατάστασης υπερβαίνει το 20 %, εκτός εάν η συνολική αξία του ενεργητικού τους δεν υπερβαίνει τα 5 000 000 000  EUR.

11.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον προσδιορισμό ενιαίων μορφοτύπων, υποδειγμάτων και ορισμών σχετικά με τον προσδιορισμό και τη διαβίβαση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης στην ΕΑΤ για τους σκοπούς της παραγράφου 7, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.



Τμήμα 2

Σχεδιασμός της ανάκαμψης

Άρθρο 5

Σχέδια ανάκαμψης

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε ίδρυμα, που δεν αποτελεί μέρος ομίλου που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο ανάκαμψης, το οποίο προβλέπει, τα μέτρα που θα λάβει το ίδρυμα για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής του θέσης έπειτα από σημαντική επιδείνωση της χρηματοοικονομικής του κατάστασης. Τα σχέδια ανάκαμψης θεωρούνται ρύθμιση διακυβέρνησης κατά την έννοια του άρθρου 74 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους τουλάχιστον ετησίως ή έπειτα από μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος, στις δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του κατάσταση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά ή να απαιτήσει αλλαγή στο σχέδιο ανάκαμψης. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαιτούν από τα ιδρύματα να επικαιροποιούν τα σχέδια ανάκαμψής τους σε συχνότερη βάση.
3.  
Τα σχέδια ανάκαμψης δεν προβλέπουν πρόσβαση σε ή λήψη έκτακτης δημόσιας χρηματοοικονομικής στήριξης.
4.  
Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, μια ανάλυση του πώς και πότε ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και προσδιορίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως εξασφαλίσεις.
5.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν να περιλαμβάνονται αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες στα σχέδια ανάκαμψης.

Τα σχέδια ανάκαμψης περιλαμβάνουν ενδεχόμενα μέτρα που μπορεί να λαμβάνει το ίδρυμα όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση σύμφωνα με το άρθρο 27.

6.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν τα σχέδια ανάκαμψης να περιλαμβάνουν κατάλληλες προϋποθέσεις και διαδικασίες για να διασφαλίζουν την έγκαιρη εφαρμογή των δράσεων ανάκαμψης, καθώς και ένα ευρύ φάσμα επιλογών ανάκαμψης. Τα κράτη μέλη απαιτούν τα σχέδια ανάκαμψης να λαμβάνουν υπόψη διάφορα σενάρια σοβαρών μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών δυσχερειών που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες συνθήκες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων που επηρεάζουν ολόκληρο το σύστημα, πιέσεων που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα και πιέσεων που επηρεάζουν το σύνολο του ομίλου.
7.  
Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ, σε στενή συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για τον περαιτέρω καθορισμό ενός φάσματος σεναρίων που πρόκειται να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
8.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν από τα ιδρύματα να διατηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες το ίδρυμα είναι συμβαλλόμενο μέρος.
9.  
Το διοικητικό όργανο του ιδρύματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης πριν το υποβάλει στην αρμόδια αρχή.
10.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καθορίζουν περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 4, τις πληροφορίες τις οποίες πρέπει να περιλαμβάνει το σχέδιο ανάκαμψης που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 6

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα που υποχρεούνται να εκπονούν σχέδια ανάκαμψης, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 και το άρθρο 7 παράγραφος 1, να υποβάλλουν τα εν λόγω σχέδια ανάκαμψης στην αρμόδια αρχή προς εξέταση. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να αποδεικνύουν στην αρμόδια αρχή ότι τα σχέδια αυτά πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 2.
2.  

Οι αρμόδιες αρχές, εντός έξι μηνών από την υποβολή κάθε σχεδίου και μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, εφόσον το σχέδιο αφορά το συγκεκριμένο υποκατάστημα, εξετάζουν τα εν λόγω σχέδια και αξιολογούν κατά πόσον κάθε σχέδιο ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 5, καθώς και τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

η εφαρμογή των ρυθμίσεων που προτείνονται στο σχέδιο είναι ευλόγως πιθανό να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή του ομίλου, λαμβανομένων υπόψη των προπαρασκευαστικών μέτρων που έλαβε ή σκοπεύει να λάβει το ίδρυμα·

β) 

το σχέδιο και οι συγκεκριμένες επιλογές στο πλαίσιο του σχεδίου είναι ευλόγως πιθανό να εφαρμοστούν ταχέως και αποτελεσματικά σε καταστάσεις οικονομικής πίεσης, αποφεύγοντας στο μέγιστο δυνατόν βαθμό τυχόν σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων και σεναρίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και άλλα ιδρύματα να εφαρμόσουν σχέδια ανάκαμψης εντός της ιδίας χρονικής περιόδου.

3.  
Κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των σχεδίων ανάκαμψης, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την καταλληλότητα της δομής του κεφαλαίου του ιδρύματος και της χρηματοδοτικής του δομής σε σχέση με τον βαθμό πολυπλοκότητας της οργανωτικής δομής και το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος.
4.  
Η αρμόδια αρχή παρέχει το σχέδιο ανάκαμψης στην αρχή εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξετάσει το σχέδιο ανάκαμψης, προκειμένου να προσδιορίσει δράσεις περιλαμβανόμενες στο σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος και να υποβάλει συστάσεις στην αρμόδια αρχή σχετικά με τα θέματα αυτά.
5.  
Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει ότι υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις στο σχέδιο ανάκαμψης ή σημαντικά εμπόδια στην εφαρμογή του, κοινοποιεί στο ίδρυμα ή τη μητρική επιχείρηση του ομίλου την αξιολόγησή της και απαιτεί από αυτό να υποβάλει, εντός προθεσμίας δύο μηνών, η οποία μπορεί να παραταθεί κατά ένα μήνα εφόσον το εγκρίνουν οι αρχές, αναθεωρημένο σχέδιο, παρουσιάζοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν οι εν λόγω ελλείψεις ή εμπόδια.

Η αρμόδια αρχή, πριν ζητήσει από ένα ίδρυμα να υποβάλει εκ νέου σχέδιο ανάκαμψης, παρέχει την ευκαιρία στο ίδρυμα να διατυπώσει τη γνώμη του για την απαίτηση αυτή.

Εάν η αρμόδια αρχή κρίνει ότι οι ελλείψεις και τα εμπόδια δεν αντιμετωπίσθηκαν επαρκώς στο αναθεωρημένο σχέδιο, μπορεί να συστήσει στο ίδρυμα να πραγματοποιήσει συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο.

6.  
Εάν το ίδρυμα δεν υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης ή εάν η αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι το αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης δεν αντιμετωπίζει επαρκώς τις ελλείψεις και τα πιθανά εμπόδια που εντοπίστηκαν κατά την αρχική της αξιολόγηση, και δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν επαρκώς οι ελλείψεις ή τα εμπόδια μέσω σύστασης για συγκεκριμένες αλλαγές στο σχέδιο, η αρμόδια αρχή απαιτεί από το ίδρυμα να προσδιορίσει, εντός εύλογης προθεσμίας, αλλαγές τις οποίες μπορεί να επιφέρει στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες προκειμένου να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις ή τα εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης.

Εάν το ίδρυμα δεν προσδιορίσει τις αλλαγές αυτές εντός της ορισθείσας από την αρμόδια αρχή προθεσμίας, ή εάν η αρμόδια αρχή εκτιμήσει ότι οι προτεινόμενες από το ίδρυμα δράσεις δεν αντιμετωπίζουν επαρκώς τις ελλείψεις ή τα εμπόδια, η αρμόδια αρχή μπορεί να συστήσει στο ίδρυμα να λάβει κάθε μέτρο που κρίνει απαραίτητο και αναλογικό, λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα των ελλείψεων και των εμποδίων και την επίπτωση των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ιδρύματος.

Η αρμόδια αρχή μπορεί, με την επιφύλαξη του άρθρου 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, να συστήσει στο ίδρυμα:

α) 

να μειώσει το προφίλ κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου ρευστότητας·

β) 

να καταστήσει δυνατή την έγκαιρη λήψη μέτρων ανακεφαλαιοποίησης·

γ) 

να επανεξετάσει τη στρατηγική και τη δομή του ιδρύματος·

δ) 

να πραγματοποιήσει αλλαγές στη στρατηγική χρηματοδότησης, ώστε να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

ε) 

να πραγματοποιηθούν αλλαγές στη δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος.

Ο κατάλογος μέτρων που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν πρόσθετα μέτρα δυνάμει του εθνικού δικαίου.

7.  
Όταν η αρμόδια αρχή απαιτεί από ένα ίδρυμα να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 6, η απόφασή της σχετικά με τα μέτρα είναι αιτιολογημένη και αναλογική.

Η απόφαση κοινοποιείται γραπτώς στο ίδρυμα και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής.

8.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου καθορίζονται τα ελάχιστα κριτήρια τα οποία πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς της αξιολόγησης βάσει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 8 παράγραφος 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 7

Σχέδια ανάκαμψης ομίλου

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης εκπονούν και υποβάλλουν στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου. Τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου συνίστανται σε σχέδιο ανάκαμψης για ολόκληρο τον όμιλο επικεφαλής του οποίου βρίσκεται η μητρική επιχείρηση εγκατεστημένη στην. Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προβλέπει μέτρα που ενδέχεται να εφαρμοστούν στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης και σε κάθε θυγατρική.
2.  
Σύμφωνα με το άρθρο 8, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητήσουν από τις θυγατρικές να εκπονήσουν και να υποβάλουν σχέδια ανάκαμψης σε ατομική βάση.
3.  

Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου:

α) 

στις οικείες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

β) 

στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό στον οποίο τα σχέδια αφορούν το συγκεκριμένο υποκατάστημα·

γ) 

στη αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου· και

δ) 

στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών.

4.  
Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου έχει ως στόχο να επιτευχθεί η σταθεροποίηση του ομίλου ως συνόλου ή οποιουδήποτε ιδρύματος του ομίλου, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πίεσης, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα αίτια των δυσχερειών και να αποκατασταθεί η χρηματοοικονομική θέση του ομίλου ή του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τη χρηματοοικονομική θέση άλλων οντοτήτων του ομίλου.

Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τη διασφάλιση του συντονισμού και της συνέπειας των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης εγκατεστημένη στην Ένωση και στο επίπεδο των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ), καθώς των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στο επίπεδο των θυγατρικών και, όπου αυτό προβλέπεται σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ, στο επίπεδο σημαντικών υποκαταστημάτων.

5.  
Το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, καθώς και κάθε σχέδιο που υλοποιείται για μια επιμέρους θυγατρική, περιλαμβάνει τα στοιχεία που καθορίζονται στο άρθρο 5. Τα εν λόγω σχέδια περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, ρυθμίσεις για ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, που υιοθετούνται με βάση συμφωνία για ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, η οποία έχει συναφθεί σύμφωνα με το κεφάλαιο III.
6.  
Τα σχέδια ανάκαμψης ομίλου περιλαμβάνουν σειρά επιλογών ανάκαμψης, όπου παρουσιάζονται οι ενέργειες για την αντιμετώπιση των σεναρίων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 6.

Για κάθε ένα από τα σενάρια, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου προσδιορίζει αν υπάρχουν εμπόδια στην εφαρμογή μέτρων ανάκαμψης εντός του ομίλου, καθώς και σε επίπεδο επιμέρους οντοτήτων που καλύπτει το σχέδιο, και αν υπάρχουν ουσιαστικά πρακτικά ή νομικά κωλύματα ως προς την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων ή περιουσιακών στοιχείων εντός του ομίλου.

7.  
Το διοικητικό όργανο της οντότητας που εκπονεί το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 1, αξιολογεί και εγκρίνει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου, πριν το υποβάλει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Άρθρο 8

Αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης ομίλου

1.  
Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας εξετάζει, από κοινού με τις αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 116α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τις αρμόδιες αρχές των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που αυτό αφορά το σημαντικό υποκατάστημα, το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου και αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τα κριτήρια των άρθρων 6 και 7. Η αξιολόγηση αυτή πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 και με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και λαμβάνει υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων ανάκαμψης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.
2.  

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές προσπαθούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με τα εξής:

α) 

την εξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου·

β) 

αν θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ομίλου· και

γ) 

την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6.

Τα μέρη προσπαθούν να καταλήξουν σε κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.  
Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με την εξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου ή σχετικά με οποιαδήποτε άλλα μέτρα που απαιτείται να λάβει η μητρική επιχείρηση της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τα ζητήματα αυτά. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει απόφαση συνεκτιμώντας τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφαση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.

Αν, κατά το τέλος της εν λόγω τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 7 έχει παραπέμψει θέμα που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.

4.  

Ελλείψει κοινής αποφάσεως μεταξύ των αρμόδιων αρχών εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, σχετικά με:

α) 

το αν θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία μιας αρμόδιας αρχής· και

β) 

την εφαρμογή, σε επίπεδο θυγατρικών, των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφοι 5 και 6·

κάθε αρμόδια αρχή αποφασίζει η ίδια επί του εν λόγω ζητήματος.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 7 στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή για τη θυγατρική αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.

5.  
Οι άλλες αρμόδιες αρχές που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 4 μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου η οποία καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.
6.  
Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 ή 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ελλείψει κοινής απόφασης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα οικεία κράτη μέλη.
7.  
Μετά από αίτημα αρμόδιας αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4, η ΕΑΤ μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές για την επίτευξη συμφωνίας βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010 σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης και την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 στοιχεία α), β) και δ).

Άρθρο 9

Δείκτες σχεδίου ανάκαμψης

1.  
Για τους σκοπούς των άρθρων 5 έως 8, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν ώστε κάθε σχέδιο ανάκαμψης να περιλαμβάνει πλαίσιο δεικτών που καταρτίζεται από το ίδρυμα και προσδιορίζει τα σημεία στα οποία μπορούν να ληφθούν οι αναφερόμενες στο σχέδιο κατάλληλες δράσεις. Οι δείκτες αυτοί συμφωνούνται από τις αρμόδιες αρχές όταν προβαίνουν σε αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8. Οι δείκτες μπορεί να είναι ποιοτικής ή ποσοτικής φύσης, σχετιζόμενης με τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος, και θα είναι δυνατή η εύκολη παρακολούθησή τους. Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα να εφαρμόζουν κατάλληλες ρυθμίσεις για την τακτική παρακολούθηση των δεικτών.

Παρά το πρώτο εδάφιο, ένα ίδρυμα δύναται:

α) 

να αναλάβει δράση στο πλαίσιο του σχεδίου ανάκαμψής του σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι όροι του σχετικού δείκτη, αλλά και όταν το διοικητικό όργανο του ιδρύματος το κρίνει σκόπιμο λόγω των συνθηκών· ή

β) 

να μην αναλάβει τέτοιου είδους δράση εάν το διοικητικό όργανο του ιδρύματος δεν το κρίνει σκόπιμο λόγω των συγκεκριμένων περιστάσεων.

Η απόφαση να αναληφθεί μια δράση που αναφέρεται στο σχέδιο ανάκαμψης ή η απόφαση να μην αναληφθεί η δράση αυτή πρέπει να κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή χωρίς καθυστέρηση.

2.  
Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, καταρτίζει, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, κατευθυντήριες γραμμές που προσδιορίζουν το κατώτατο όριο των ποιοτικών και των ποσοτικών δεικτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.



Τμήμα 3

Σχεδιασμός της εξυγίανσης

Άρθρο 10

Σχέδια εξυγίανσης

1.  
Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, καταρτίζει σχέδιο εξυγίανσης για κάθε ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου υποκείμενο σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τα άρθρα 111 και 112 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ. Το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει τις ενέργειες εξυγίανσης στις οποίες μπορεί να προβεί η αρχή εξυγίανσης, σε περίπτωση που το ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση. Οι πληροφορίες της παραγράφου 7 στοιχείο α) τίθενται εν γνώσει του σχετικού ιδρύματος.
2.  
Κατά την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης εντοπίζει οποιαδήποτε σημαντικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και, όπου είναι αναγκαίο και αναλογικό, επισημαίνει τις σχετικές δράσεις μέσω των οποίων τα εμπόδια αυτά είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν, σύμφωνα με το κεφάλαιο II του παρόντος τίτλου.
3.  

Το σχέδιο εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη σχετικά σενάρια, μεταξύ των οποίων και την περίπτωση ότι η πτώχευση ενδέχεται να είναι ιδιοσυγκρασιακή ή να εμφανίζεται σε μια περίοδο ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος. Το σχέδιο εξυγίανσης δεν προβλέπει τα ακόλουθα:

α) 

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β) 

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

γ) 

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

4.  
Το σχέδιο εξυγίανσης περιλαμβάνει μια ανάλυση του πώς και πότε ένα ίδρυμα δύναται να υποβάλει αίτηση, βάσει των όρων του σχεδίου, για χρήση των διευκολύνσεων που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες και προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία που λογικά αναμένεται να γίνουν δεκτά ως ασφάλειες.
5.  
Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα να τις βοηθούν στην κατάρτιση και την επικαιροποίηση των σχεδίων.
6.  
Τα σχέδια εξυγίανσης επανεξετάζονται, και επικαιροποιούνται κατά περίπτωση, τουλάχιστον ετησίως και έπειτα από κάθε ουσιαστική μεταβολή στη νομική ή οργανωτική δομή του ιδρύματος ή στις επιχειρηματικές δραστηριότητές του ή στη χρηματοοικονομική του θέση, η οποία ενδέχεται να επηρεάσει σημαντικά την αποτελεσματικότητα του σχεδίου ή κατ’ άλλο τρόπο επιβάλλει αναθεώρηση του σχεδίου εξυγίανσης.

Για τον σκοπό της αναθεώρησης ή επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, τα ιδρύματα και οι αρμόδιες αρχές επικοινωνούν αμέσως στις αρχές εξυγίανσης οποιαδήποτε αλλαγή η οποία καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση ή επικαιροποίηση.

▼M3

Η επανεξέταση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου διενεργείται μετά την υλοποίηση των δράσεων εξυγίανσης ή την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 59.

Κατά τον ορισμό των προθεσμιών που αναφέρονται στα στοιχεία ιε) και ιστ) της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου, όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την προθεσμία συμμόρφωσης με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104β της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

▼B

7.  

Με την επιφύλαξη του άρθρου 4, στο σχέδιο εξυγίανσης παρουσιάζονται επιλογές για την εφαρμογή στο ίδρυμα των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που αναφέρονται στον τίτλο IV. Το σχέδιο περιλαμβάνει, προσδιορίζοντας ποσοτικά όταν αυτό ενδείκνυται και είναι εφικτό, τα εξής στοιχεία:

α) 

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου·

β) 

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα, οι οποίες έχουν επέλθει μετά την υποβολή των πλέον πρόσφατων πληροφοριών σχετικά με την εξυγίανση·

γ) 

παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να διαχωριστούν νομικά και οικονομικά οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς, στον αναγκαίο βαθμό, από άλλες λειτουργίες, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια σε περίπτωση πτώχευσης του ιδρύματος·

δ) 

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

ε) 

λεπτομερή περιγραφή της εκτίμησης ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης, που διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 15·

στ) 

περιγραφή των μέτρων που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 17 για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, τα οποία εντοπίζονται κατόπιν της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 15·

ζ) 

περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των κρίσιμων λειτουργιών, των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος·

η) 

λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 11 είναι επικαιροποιημένες και στη διάθεση των αρχών εξυγίανσης, ανά πάσα στιγμή·

θ) 

επεξήγηση, από την αρχή εξυγίανσης, του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι επιλογές εξυγίανσης, χωρίς να προϋποτίθεται οιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i) 

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, πέραν της χρήσης των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100,

ii) 

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

iii) 

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου·

ι) 

λεπτομερή περιγραφή των διαφόρων στρατηγικών εξυγίανσης οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σύμφωνα με τα διάφορα πιθανά σενάρια, καθώς και τα εφαρμοστέα σε κάθε περίπτωση χρονοδιαγράμματα·

ια) 

περιγραφή των κρίσιμων αλληλεξαρτήσεων·

ιβ) 

περιγραφή των επιλογών για τη διατήρηση της πρόσβασης σε υπηρεσίες πληρωμών και εκκαθάρισης και άλλων υποδομών και εκτίμηση της δυνατότητας μεταφοράς των θέσεων πελατών·

ιγ) 

ανάλυση του αντικτύπου που θα έχει το σχέδιο στους υπαλλήλους του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης των συναφών δαπανών, και περιγραφή των προβλεπόμενων διαδικασιών διαβούλευσης με το προσωπικό κατά τη διαδικασία εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τα εθνικά συστήματα διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους, όπου ισχύουν·

ιδ) 

σχέδιο επικοινωνίας με τα μέσα ενημέρωσης και με το κοινό·

▼M3

ιε) 

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45ε και 45στ, καθώς και προθεσμία επίτευξης του εν λόγω επιπέδου, σύμφωνα με το άρθρο 45ιγ·

ιστ) 

στις περιπτώσεις που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το άρθρο 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, χρονοδιάγραμμα για συμμόρφωση της οντότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 45ιγ·

▼B

ιζ) 

περιγραφή των βασικών λειτουργιών και συστημάτων για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του ιδρύματος·

ιη) 

κατά περίπτωση, οποιαδήποτε γνώμη διατυπώνεται από το ίδρυμα σε σχέση με το σχέδιο εξυγίανσης.

8.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι εξουσιοδοτημένες να ζητούν από τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να τηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες το ίδρυμα είναι συμβαλλόμενο μέρος. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να θέτει προθεσμία εντός της οποίας το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) οφείλει να είναι σε θέση να παρουσιάσει αυτά τα αρχεία. Η ίδια προθεσμία ισχύει για όλα τα ιδρύματα και οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία της. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίζει διαφορετικές προθεσμίες για διαφορετικά είδη χρηματοπιστωτικών συμβάσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 100. Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την εξουσία της αρμόδιας αρχής για συγκέντρωση πληροφοριών.
9.  
Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζεται περαιτέρω το περιεχόμενο του σχεδίου εξυγίανσης.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 11

Πληροφορίες για τους σκοπούς των σχεδίων εξυγίανσης και της συνεργασίας από το ίδρυμα

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από τα ιδρύματα:

α) 

να συνεργάζονται όσο χρειάζεται κατά την κατάρτιση των σχεδίων εξυγίανσης·

β) 

να τους παρέχουν, είτε άμεσα είτε μέσω της αρμόδιας αρχής, όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίων εξυγίανσης.

Συγκεκριμένα, οι αρχές εξυγίανσης να έχουν την εξουσία να απαιτούν, μεταξύ άλλων πληροφοριών, τις πληροφορίες και την ανάλυση που καθορίζονται στο τμήμα Β του παραρτήματος.

2.  
Οι αρμόδιες αρχές στα σχετικά κράτη μέλη συνεργάζονται με τις αρχές εξυγίανσης, προκειμένου να επαληθεύουν αν είναι ήδη διαθέσιμες κάποιες ή όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Εάν οι εν λόγω πληροφορίες είναι διαθέσιμες, οι αρμόδιες αρχές τις παρέχουν στις αρχές εξυγίανσης.
3.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τις διαδικασίες και ένα ελάχιστο σύνολο τυποποιημένων μορφότυπων και υποδειγμάτων για την παροχή των πληροφοριών σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 12

Σχέδια εξυγίανσης ομίλου

▼M3

1.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και μετά από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης ομίλων. Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου προσδιορίζει μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά:

α) 

τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης·

β) 

τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση·

γ) 

τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)· και

δ) 

με την επιφύλαξη των διατάξεων του τίτλου VΙ, τις θυγατρικές που αποτελούν μέρος του ομίλου και είναι εγκατεστημένες εκτός της Ένωσης.

Σύμφωνα με τα μέτρα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, το σχέδιο εξυγίανσης προσδιορίζει για κάθε όμιλο τις οντότητες εξυγίανσης και τους ομίλους εξυγίανσης.

▼B

2.  
Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου καταρτίζεται βάσει των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με το άρθρο 11.
3.  

Το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου:

▼M3

α) 

παρουσιάζει τις δράσεις εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν για τις οντότητες εξυγίανσης στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 10 παράγραφος 3, και τις επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης σε σχέση με τις άλλες οντότητες του ομίλου που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, τη μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά ιδρύματα·

αα) 

όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, παρουσιάζει δράσεις εξυγίανσης που πρόκειται να αναληφθούν όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης κάθε ομίλου εξυγίανσης και τις επιπτώσεις των εν λόγω δράσεων ως προς αμφότερα τα ακόλουθα:

i) 

τις άλλες οντότητες του ομίλου που ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

ii) 

άλλους ομίλους εξυγίανσης·

β) 

εξετάζει τον βαθμό στον οποίο τα εργαλεία εξυγίανσης μπορούν να εφαρμοστούν και οι εξουσίες εξυγίανσης να ασκηθούν κατά συντονισμένο τρόπο σε οντότητες εξυγίανσης εγκατεστημένες στην Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διευκόλυνση της αγοράς ολόκληρου του ομίλου από τρίτο μέρος, ή της αγοράς χωριστών επιχειρηματικών τομέων ή δραστηριοτήτων που παρέχονται από μια σειρά οντοτήτων του ομίλου, ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, ή ομίλων εξυγίανσης, και προσδιορίζει οποιαδήποτε δυνητικά εμπόδια σε μια συντονισμένη εξυγίανση·

▼B

γ) 

όταν ένας όμιλος περιλαμβάνει οντότητες που έχουν συσταθεί σε τρίτες χώρες, προσδιορίζει τις κατάλληλες ρυθμίσεις συνεργασίας και συντονισμού με τις σχετικές αρχές των εν λόγω τρίτων χωρών καθώς και τις συνέπειες για την εξυγίανση εντός της Ένωσης·

δ) 

προσδιορίζει μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του νομικού και οικονομικού διαχωρισμού συγκεκριμένων λειτουργιών ή επιχειρηματικών τομέων, τα οποία είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση της εξυγίανσης του ομίλου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση·

▼M3

ε) 

προσδιορίζει οποιεσδήποτε επιπλέον δράσεις δεν αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και τις οποίες οι σχετικές αρχές εξυγίανσης σκοπεύουν να αναλάβουν, σε σχέση με τις οντότητες εντός κάθε ομίλου εξυγίανσης·

▼B

στ) 

προσδιορίζει με ποιον τρόπο θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν οι δράσεις εξυγίανσης του ομίλου και, σε περίπτωση που θα χρειαζόταν η χρηματοδοτική ρύθμιση, θέτει τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης για την εν λόγω χρηματοδότηση μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης στα διάφορα κράτη μέλη. Το σχέδιο δεν προϋποθέτει κανένα από τα ακόλουθα:

i) 

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100,

ii) 

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή

iii) 

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

Οι αρχές αυτές ορίζονται βάσει δίκαιων και ισόρροπων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τις διατάξεις του άρθρου 107 παράγραφος 5 και τον αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

4.  
Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρο 16 διεξάγεται ταυτόχρονα με την κατάρτιση και την ενημέρωση των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 16.
5.  
Το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου δεν έχει δυσανάλογα μεγάλο αντίκτυπο σε κανένα κράτος μέλος.
6.  
Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων με τα οποία καθορίζεται το περιεχόμενο του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, λαμβάνοντας υπόψη τους διαφορετικούς επιχειρηματικούς μορφότυπους των ομίλων στην εσωτερική αγορά.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 13

Απαιτήσεις και διαδικασία για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου

1.  
Οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σύμφωνα με το άρθρο 11. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ).

Υπό τον όρο ότι εφαρμόζονται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο:

α) 

στην ΕΑΤ·

β) 

στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών·

γ) 

στις αρμόδιες αρχές των περιοχών δικαιοδοσίας όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα·

δ) 

στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ· και

ε) 

στις αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ).

Οι παρεχόμενες πληροφορίες από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου προς τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών, τις αρχές εξυγίανσης των κρατών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και τις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα άρθρα 115 και 116 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη θυγατρική ή το σημαντικό υποκατάστημα. Οι πληροφορίες που παρέχονται στην ΕΑΤ περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετική με τον ρόλο της ΕΑΤ όσον αφορά τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου. Στην περίπτωση πληροφοριών σχετικά με θυγατρικές σε τρίτες χώρες, η αρχή εξυγίανσης του ομίλου δεν είναι υποχρεωμένη να διαβιβάζει τις πληροφορίες αυτές χωρίς τη συναίνεση της οικείας εποπτικής αρχής ή της αρχής εξυγίανσης της τρίτης χώρας.

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ενεργώντας από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών στις περιοχές δικαιοδοσίας κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταρτίζουν και διατηρούν σχέδια εξυγίανσης ομίλου. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δύνανται, κατά τη διακριτική τους ευχέρεια και με την επιφύλαξη ότι τηρούν τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 98 της παρούσας οδηγίας, να ζητήσουν να συμμετάσχουν στην εκπόνηση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου αρχές εξυγίανσης από τρίτες χώρες όπου ο όμιλος έχει εγκατεστημένες θυγατρικές ή χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σημαντικά υποκαταστήματα, όπως αναφέρονται στο άρθρο 51 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται τουλάχιστον άπαξ ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.
4.  
Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών.

▼M3

Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, ο προγραμματισμός των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο σημείο αα) του άρθρου 12 παράγραφος 3 συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση, όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

▼B

Οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.  
Ελλείψει κοινής απόφασης των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου. Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις γνώμες και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών. Η απόφαση διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

6.  
►M3  Ελλείψει κοινής απόφασης των αρχών εξυγίανσης εντός τεσσάρων μηνών, κάθε αρχή εξυγίανσης που είναι υπεύθυνη για μια θυγατρική και που διαφωνεί με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη δική της απόφαση και, όπου αρμόζει, προσδιορίζει την οντότητα εξυγίανσης και καταρτίζει και διατηρεί σχέδιο εξυγίανσης για τον όμιλο εξυγίανσης, ο οποίος αποτελείται από οντότητες υπό τη δικαιοδοσία της. Καθεμία από τις μεμονωμένες αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης που διαφωνούν είναι πλήρως αιτιολογημένη, αναφέρει τους λόγους της διαφωνίας με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης και αρμόδιων αρχών. Κάθε αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί την απόφασή της στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης. ◄

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου, εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η σχετική αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των τεσσάρων μηνών θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.

7.  
Οι άλλες αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 6 μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.
8.  
Οι κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 7, και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης.
9.  
Σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του παρόντος άρθρου, κατ’ αίτηση μιας αρχής εξυγίανσης, η ΕΑΤ μπορεί να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, εκτός εάν οποιαδήποτε σχετική αρχή εξυγίανσης εκτιμήσει ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.
10.  
Σε περίπτωση που λαμβάνονται κοινές αποφάσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 7, και που μια αρχή εξυγίανσης εκτιμά στο πλαίσιο της παραγράφου 9 ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δρομολογεί μια επανεκτίμηση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

Άρθρο 14

Διαβίβαση σχεδίων εξυγίανσης στις αρμόδιες αρχές

1.  
Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές.
2.  
Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου και οποιεσδήποτε τροποποιήσεις τους στις σχετικές αρμόδιες αρχές.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

Δυνατότητα εξυγίανσης

Άρθρο 15

Αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, να αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο ένα ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β) 

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ) 

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί, εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο η αρχή εξυγίανσης είτε να το εκκαθαρίσει στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να το εξυγιάνει, εφαρμόζοντας στο ίδρυμα τα διάφορα εργαλεία και εξουσίες εξυγίανσης, μειώνοντας παράλληλα στον ελάχιστο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή συνέπεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται το ίδρυμα, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος, ή άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από το ίδρυμα. Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που κάποιο ίδρυμα θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

2.  
Για τους σκοπούς της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει, τουλάχιστον, τα θέματα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.
3.  
Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται από την αρχή εξυγίανσης ταυτόχρονα και για τους σκοπούς κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10.
4.  
Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων όπου εξειδικεύονται τα θέματα προς εξέταση και τα κριτήρια για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης των ιδρυμάτων ή των ομίλων, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 16.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 16

Εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων

1.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, και μετά από διαβούλευση με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις αρμόδιες αρχές των θυγατρικών αυτών, καθώς και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση των ρυθμίσεων χρηματοδότησης που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β) 

οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα·

γ) 

οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.

▼M3

Ένας όμιλος θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί αν είναι εφικτό και αξιόπιστο για τις αρχές εξυγίανσης είτε να προβούν στην εκκαθάριση οντοτήτων του ομίλου υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είτε να εξυγιάνουν τον εν λόγω όμιλο με την εφαρμογή εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης που αφορά οντότητες εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου, αποφεύγοντας παράλληλα στον μέγιστο δυνατό βαθμό οποιεσδήποτε σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για τα χρηματοπιστωτικά συστήματα των κρατών μελών στα οποία βρίσκονται οι οντότητες του ομίλου ή τα υποκαταστήματα, ή άλλων κρατών μελών ή της Ένωσης, ακόμη και σε ευρύτερη χρηματοπιστωτική αστάθεια ή γεγονότα που αφορούν το σύνολο του συστήματος, με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που εκτελούνται από τις εν λόγω οντότητες του ομίλου, στην περίπτωση που αυτές μπορούν να διαχωριστούν εύκολα εγκαίρως είτε με άλλα μέσα.

Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενημερώνουν εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που ένας όμιλος θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.

▼B

Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου εξετάζεται από τα σώματα εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 88.

2.  
Για τους σκοπούς της εκτίμησης της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου, οι αρχές εξυγίανσης εξετάζουν, τουλάχιστον, τα θέματα που εξειδικεύονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος.
3.  
Η εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται ταυτόχρονα και για τους σκοπούς της κατάρτισης και της επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 12. Η εκτίμηση γίνεται με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων του άρθρου 13.

▼M3

4.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αξιολογούν τη δυνατότητα εξυγίανσης του κάθε ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Η αξιολόγηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου πραγματοποιείται παράλληλα με την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης ολόκληρου του ομίλου και διενεργείται στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων του άρθρου 13.

Άρθρο 16α

Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών

1.  

Όταν μια οντότητα είναι σε κατάσταση κατά την οποία πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 141α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 45 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας αυτής έχει την εξουσία, σύμφωνα τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, να απαγορεύσει σε μια οντότητα να διανέμει μεγαλύτερο ποσό από το μέγιστο διανεμητέο ποσό που συνδέεται με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις («M-MDA») που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου μέσω οποιασδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

α) 

προβαίνει σε διανομή σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

β) 

δημιουργεί υποχρέωση καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής αν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η οντότητα δεν ικανοποιούσε τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας· ή

γ) 

προβαίνει σε πληρωμές σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1.

Όταν μια οντότητα βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ενημερώνει αμέσως την αρχή εξυγίανσης σχετικά.

2.  

Όταν συντρέχει η κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, εκτιμά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αν θα ασκήσει την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

την αιτία, τη διάρκεια και την έκταση της μη εκπλήρωσης και τον αντίκτυπό της στη δυνατότητα εξυγίανσης·

β) 

την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης της οντότητας και την πιθανότητα, στο εγγύς μέλλον, να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

γ) 

την προοπτική ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σε εύλογο χρονικό διάστημα·

δ) 

όταν η οντότητα αδυνατεί να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στο άρθρο 45β ή στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, εάν η αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς·

ε) 

αν η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι το πλέον κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης της οντότητας λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της τόσο στους όρους χρηματοδότησης όσο και στη δυνατότητα εξυγίανσης της οικείας οντότητας.

Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση για το εάν θα ασκήσει την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 εξουσία τουλάχιστον κάθε μήνα, εφόσον η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.  

Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι η οντότητα εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση εννέα μήνες μετά την κοινοποίησή της από την οντότητα, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, μετά από αξιολόγηση, ότι πληρούνται τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η μη εκπλήρωση οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία οδηγεί σε εκτεταμένες πιέσεις που ασκούνται στη χρηματοπιστωτική αγορά σε διάφορα τμήματά της·

β) 

η διαταραχή του στοιχείου α) δεν επιφέρει μόνο την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας ή αυξημένο κόστος για την οικονομική οντότητα, αλλά οδηγεί επίσης σε πλήρες ή μερικό κλείσιμο των αγορών που εμποδίζει την οντότητα να εκδώσει μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στις εν λόγω αγορές·

γ) 

το κλείσιμο της αγοράς που αναφέρεται στο στοιχείο β) δεν παρατηρείται μόνο για την οικεία οντότητα, αλλά και για διάφορες άλλες οντότητες·

δ) 

η διατάραξη του στοιχείου α) εμποδίζει την οικεία οντότητα από την έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων επαρκών για την αποκατάσταση της παράλειψης· ή

ε) 

η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 οδηγεί σε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες για μέρος του τραπεζικού τομέα, ως εκ τούτου υπονομεύοντας δυνητικά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για την απόφασή της και επεξηγεί γραπτώς την εκτίμησή της.

Κάθε μήνα η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση κατά πόσον εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.

4.  
Το 'M-MDA' υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 με τον συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6. Το 'M-MDA' μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προκύπτει από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) της παραγράφου 1.
5.  

Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 αποτελείται από:

α) 

τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

συν

β) 

τυχόν κέρδη τέλους χρήσεως που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στο στοιχείο α), β) ή γ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου·

μείον

γ) 

τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν διατηρούνταν τα στοιχεία των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου.

6.  

Ο συντελεστής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 καθορίζεται ως εξής:

α) 

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0·

β) 

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,2·

γ) 

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,4·

δ) 

όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί η οντότητα και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι 0,6.

Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

image

image

όπου Qn = ο αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.

▼B

Άρθρο 17

Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης

▼M3

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όταν, σύμφωνα με μια εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης οντότητας που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16, μια αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, διαπιστώνει ότι υπάρχουν ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης της εν λόγω οντότητας, η εν λόγω αρχή εξυγίανσης κοινοποιεί εγγράφως τη διαπίστωση αυτή στη σχετική οντότητα, στην αρμόδια αρχή και στις αρχές εξυγίανσης της περιοχής δικαιοδοσίας στην οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.

▼B

2.  
Η απαίτηση για τις αρχές εξυγίανσης να καταρτίσουν σχέδια εξυγίανσης και για τις σχετικές αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση για τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου, του άρθρου 10 παράγραφος 1 και του άρθρου 13 παράγραφος 4 αντιστοίχως, αναστέλλεται ύστερα από την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, έως ότου η αρχή εξυγίανσης αποδεχθεί τα μέτρα για την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ή αποφασίσει περί αυτών σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.

▼M3

3.  
Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1, η οντότητα προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των ουσιαστικών εμποδίων που προσδιορίζονται στην κοινοποίηση.

Η οντότητα, εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η οντότητα συμμορφώνεται με το άρθρο 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν ένα ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης οφείλεται σε μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α) 

η οντότητα πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα σε κάθε μία από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 141α παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν αυτή εξετάζεται επιπρόσθετα στις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας, εφόσον υπολογίζονται σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 45 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας· ή

β) 

η οντότητα δεν πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92α και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45γ και 45δ της παρούσας οδηγίας.

Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα που προτείνονται στο πρώτο και στο δεύτερο εδάφιο αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το εν λόγω ουσιαστικό εμπόδιο.

4.  
Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι τα μέτρα που προτείνει μια οντότητα σύμφωνα με την παράγραφο 3 δεν περιορίζουν ούτε εξαλείφουν αποτελεσματικά τα εν λόγω εμπόδια, ζητά από την οντότητα, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω της αρμόδιας αρχής, να λάβει εναλλακτικά μέτρα για την επίτευξη του στόχου και κοινοποιεί εγγράφως τα εν λόγω μέτρα στην οντότητα, η οποία εντός ενός μηνός προτείνει σχέδιο συμμόρφωσης προς τα μέτρα αυτά.

Κατά τον προσδιορισμό εναλλακτικών μέτρων, η αρχή εξυγίανσης τεκμηριώνει με ποιον τρόπο τα μέτρα που πρότεινε η οντότητα δεν θα μπορούσαν να εξαλείψουν τα εμπόδια στην εξυγίανση και ότι τα προταθέντα εναλλακτικά μέτρα είναι αναλογικά για την εξάλειψη των εμποδίων αυτών. Η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη την απειλή που παρουσιάζουν τα εν λόγω εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, καθώς και τον αντίκτυπο των μέτρων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οντότητας, στη σταθερότητά της και στην ικανότητά της να συμβάλλει στην οικονομία.

▼B

5.  

Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να λαμβάνουν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:

α) 

να απαιτούν από το ►M3  οντότητα ◄ να αναθεωρήσει οποιεσδήποτε ενδοομιλικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, ή να επανεξετάσει την απουσία τους, ή να καταρτίσει συμφωνίες παροχής υπηρεσιών (είτε ενδοομιλικές είτε με τρίτα μέρη) για να καλύψει την επιτέλεση κρίσιμων λειτουργιών·

β) 

να απαιτούν από το ►M3  οντότητα ◄ να περιορίσει τα μέγιστα ατομικά και συνολικά ανοίγματά του·

γ) 

να επιβάλλουν απαιτήσεις παροχής συγκεκριμένων ή τακτικών πρόσθετων πληροφοριών για τους σκοπούς της εξυγίανσης·

δ) 

να απαιτούν από το ►M3  οντότητα ◄ να εκχωρήσει συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία·

ε) 

να απαιτούν από το ►M3  οντότητα ◄ να περιορίσει ή να παύσει συγκεκριμένες υφιστάμενες ή προτεινόμενες δραστηριότητες·

στ) 

να περιορίζουν ή να αποτρέπουν την ανάπτυξη νέων ή υφιστάμενων επιχειρηματικών τομέων ή την πώληση νέων ή υφιστάμενων προϊόντων·

ζ) 

να απαιτούν αλλαγές στη νομική ή λειτουργική δομή του ιδρύματος ή οιασδήποτε οντότητας του ομίλου, η οποία βρίσκεται είτε άμεσα είτε έμμεσα υπό τον έλεγχό του, προκειμένου να μειωθεί η πολυπλοκότητα και να διασφαλιστεί ότι οι κρίσιμες λειτουργίες είναι δυνατόν να διαχωριστούν νομικά και λειτουργικά από άλλες λειτουργίες, μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

η) 

να απαιτούν από ένα ►M3  οντότητα ◄ ή μία μητρική επιχείρηση να συστήσει μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος ή μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην Ένωση·

▼M3

ηα) 

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας να υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας εκφραζόμενη ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

▼M3

θ) 

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να εκδώσει επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ·

ι) 

να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να λάβει άλλα μέτρα για την τήρηση της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ, και ειδικότερα να επιχειρήσει, μεταξύ άλλων, να επαναδιαπραγματευθεί οποιαδήποτε επιλέξιμη υποχρέωση, πρόσθετο μέσο της κατηγορίας 1 ή μέσο της κατηγορίας 2 που έχει εκδώσει, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης για απομείωση ή μετατροπή της εν λόγω υποχρέωσης ή του εν λόγω μέσου θα είναι εφαρμοστέα σύμφωνα με το δίκαιο της περιοχής δικαιοδοσίας που διέπει αυτή την υποχρέωση ή το μέσο·

ι α) 

για τον σκοπό της εξασφάλισης της διαρκούς συμμόρφωσης με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ, να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), να αλλάξει το προφίλ ληκτότητας:

i) 

των μέσων ιδίων κεφαλαίων, αφού λάβει τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας αρχής, και

ii) 

των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 45β και στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α)·

ια) 

στην περίπτωση που μια οντότητα είναι η θυγατρική μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών, να απαιτήσει από τη μεικτή εταιρεία συμμετοχών να ιδρύσει χωριστή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών για τον έλεγχο της οντότητας, εάν είναι αναγκαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η εξυγίανση της οντότητας και να αποφευχθεί η περίπτωση να υπάρξουν δυσμενείς επιπτώσεις στο μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου από την εφαρμογή των εργαλείων και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που καθορίζονται στον τίτλο IV.

▼B

6.  

Η απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 4 πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

στηρίζεται σε αιτιολόγηση της εν λόγω εκτίμησης ή προσδιορισμού·

β) 

αναφέρει με ποιον τρόπο η εν λόγω εκτίμηση ή προσδιορισμός συμμορφώνεται με την απαίτηση περί αναλογικής εφαρμογής, που προβλέπεται στην παράγραφο 4· και

γ) 

μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης προσφυγής.

▼M3

7.  
Πριν από τον προσδιορισμό οποιουδήποτε μέτρου που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και, κατά περίπτωση, την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας, λαμβάνει δεόντως υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις των εν λόγω μέτρων στη συγκεκριμένη οντότητα, στην εσωτερική αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα άλλων κρατών μελών και της Ένωσης στο σύνολό της.

▼B

8.  
Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, με τις οποίες προσδιορίζονται περαιτέρω λεπτομερή στοιχεία όσον αφορά τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 5 και τις περιστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί κάθε μέτρο.

Άρθρο 18

Εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης: αντιμετώπιση σε επίπεδο ομίλου

▼M3

1.  
Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, κατόπιν διαβούλευσης με το σώμα εποπτείας και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας στις οποίες βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα, εξετάζουν την εκτίμηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 16 στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης και προβαίνουν σε κάθε εύλογη ενέργεια, προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε σχέση με όλες τις οντότητες εξυγίανσης και τις θυγατρικές τους, οι οποίες είναι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και αποτελούν μέρος του ομίλου.
2.  
Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, σε συνεργασία με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και την ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, συντάσσει και υποβάλλει έκθεση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, στις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, οι οποίες τη διαβιβάζουν στις θυγατρικές που τελούν υπό την εποπτεία τους, και στις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας, στις οποίες βρίσκονται σημαντικά υποκαταστήματα. Η έκθεση συντάσσεται μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και αναλύει τα ουσιαστικά εμπόδια που παρεμβάλλονται στην αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και στην άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τον όμιλο, και επίσης όσον αφορά ομίλους εξυγίανσης όποτε ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλους εξυγίανσης. Η έκθεση εξετάζει τον αντίκτυπο στο επιχειρηματικό μοντέλο του ομίλου και προτείνει αναλογικά και στοχοθετημένα μέτρα τα οποία, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, είναι αναγκαία ή ενδεδειγμένα για την εξάλειψη των εν λόγω εμποδίων.

Όταν ένα εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης του ομίλου οφείλεται στην κατάσταση οντότητας του ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου κοινοποιεί την εκτίμηση του εν λόγω εμποδίου στην μητρική επιχείρηση της Ένωσης, μετά από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης και τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών ιδρυμάτων της.

3.  
Εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της έκθεσης, η μητρική επιχείρηση της Ένωσης μπορεί να υποβάλει παρατηρήσεις και να προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εναλλακτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των εμποδίων που προσδιορίζονται στην έκθεση.

Όταν τα εμπόδια που προσδιορίζονται στην έκθεση οφείλονται στην κατάσταση οντότητας ομίλου που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο της παρούσας οδηγίας, η μητρική επιχείρηση της Ένωσης, εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2 δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου, προτείνει στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ενδεχόμενα μέτρα και το χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή τους, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση της οντότητας ομίλου με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή 45στ της παρούσας οδηγίας εκφραζόμενες ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, κατά περίπτωση, με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 45ε και 45στ της παρούσας οδηγίας εκφραζόμενες ως ποσοστό του μέτρου του συνολικού ανοίγματος που αναφέρεται στα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Στο χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή των μέτρων που προτείνονται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι στους οποίους οφείλεται το ουσιαστικό εμπόδιο. Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, αξιολογεί κατά πόσον με τα μέτρα αυτά αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά ή εξαλείφεται το ουσιαστικό εμπόδιο.

4.  
Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου γνωστοποιεί κάθε μέτρο που προτείνεται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, την ΕΑΤ, τις αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας, στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για το σημαντικό υποκατάστημα. Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης των περιοχών δικαιοδοσίας, στις οποίες είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης όσον αφορά τον προσδιορισμό των ουσιαστικών εμποδίων και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, την εκτίμηση των μέτρων που προτείνονται από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται από τις αρχές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ή να εξαλειφθούν τα εμπόδια, καθώς και λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των μέτρων σε όλα τα κράτη μέλη όπου λειτουργεί ο όμιλος.
5.  
Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης. Εάν η μητρική επιχείρηση της Ένωσης δεν έχει υποβάλει παρατηρήσεις, η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός μηνός από την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3 πρώτο εδάφιο.

Η κοινή απόφαση σχετικά με το εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης που οφείλεται σε κατάσταση η οποία αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο λαμβάνεται εντός δύο εβδομάδων από την υποβολή παρατηρήσεων από τη μητρική επιχείρηση της Ένωσης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και παρουσιάζεται σε έγγραφο το οποίο διαβιβάζεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 δεύτερη παράγραφος στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.  
Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε επίπεδο ομίλου.

Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, κάποια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

6α.  
Ελλείψει κοινής απόφασης εντός της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης της οικείας οντότητας εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 σε επίπεδο ομίλου εξυγίανσης.

Η απόφαση που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης άλλων οντοτήτων του ιδίου ομίλου εξυγίανσης και της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Η απόφαση διαβιβάζεται στην οντότητα εξυγίανσης από τη σχετική αρχή εξυγίανσης.

Εάν, κατά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, μια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

7.  
Ελλείψει κοινής απόφασης, οι αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης λαμβάνουν οι ίδιες αποφάσεις σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να λάβουν οι θυγατρικές σε ατομικό επίπεδο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4.

Η απόφαση αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρχών εξυγίανσης. Η απόφαση διαβιβάζεται στη σχετική θυγατρική και στην οντότητα εξυγίανσης της ίδιας ομάδας εξυγίανσης, στην αρχή εξυγίανσης της συγκεκριμένης οντότητας εξυγίανσης και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.

Εάν, κατά τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, κάποια αρχή εξυγίανσης έχει παραπέμψει ζήτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το θέμα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της σχετικής περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου ή αφού ληφθεί κοινή απόφαση. Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της θυγατρικής.

▼B

8.  
Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 6 αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις άλλες σχετικές αρχές εξυγίανσης.
9.  
Ελλείψει κοινής απόφασης σχετικά με τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο ζ), η) ή ια), η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως της αρχής εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 6 ή 7 του παρόντος άρθρου, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε συμφωνία, όπως ορίζεται το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

Ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη

Άρθρο 19

Συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος ή ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) ή δ) και οι θυγατρικές της σε άλλα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες, οι οποίες είναι ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα που καλύπτονται από την ενοποιημένη εποπτεία της μητρικής επιχείρησης, μπορούν να συνάπτουν συμφωνία παροχής χρηματοπιστωτικής στήριξης σε κάθε άλλο μέρος της συμφωνίας το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου.
2.  
Το παρόν κεφάλαιο δεν εφαρμόζεται στις ενδοομιλικές χρηματοπιστωτικές συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών χρηματοδότησης και της εφαρμογής συμφωνιών κεντρικής χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι κανένα από τα μέρη των συμφωνιών αυτών δεν πληροί τις προϋποθέσεις έγκαιρης παρέμβασης.
3.  

Η συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση:

α) 

για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου σε οιαδήποτε οντότητα του ομίλου αντιμετωπίζει χρηματοοικονομικές δυσκολίες εάν το ίδρυμα το αποφασίσει, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις πολιτικές του ομίλου, εφόσον αυτό δεν συνιστά κίνδυνο για το σύνολο του ομίλου· ή

β) 

για την ανάπτυξη δραστηριότητας σε κράτος μέλος.

4.  
Τα κράτη μέλη εξαλείφουν κάθε νομικό εμπόδιο της εθνικής νομοθεσίας στις συναλλαγές στήριξης εντός ομίλου οι οποίες πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, εφόσον καμία διάταξη του παρόντος κεφαλαίου δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιβάλλουν περιορισμούς στις ενδοομιλικές συναλλαγές βάσει εθνικής νομοθεσίας που εφαρμόζει τις επιλογές που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013, που ενσωματώνει την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή που απαιτεί τον διαχωρισμό τμημάτων ενός ομίλου, ή δραστηριοτήτων που διεξάγονται εντός ενός ομίλου, για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
5.  

Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου δύναται:

α) 

να καλύπτει μία ή περισσότερες θυγατρικές του ομίλου, και να προβλέπει χρηματοπιστωτική στήριξη από τη μητρική επιχείρηση προς θυγατρικές, από θυγατρικές προς τη μητρική επιχείρηση, μεταξύ θυγατρικών του ομίλου που αποτελούν μέρη της συμφωνίας, ή κάθε άλλου συνδυασμού αυτών των οντοτήτων·

β) 

να προβλέπει χρηματοπιστωτική στήριξη με τη μορφή δανείου, παροχής εγγυήσεων ή παροχής περιουσιακών στοιχείων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως εξασφάλιση, ή οποιονδήποτε συνδυασμό των εν λόγω μορφών χρηματοπιστωτικής στήριξης, σε μία ή περισσότερες συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών μεταξύ του δικαιούχου της στήριξης και τρίτου μέρους.

6.  
Σε περίπτωση που, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου, μια οντότητα του ομίλου συμφωνήσει να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη σε άλλη οντότητα του ομίλου, η συμφωνία μπορεί να περιλαμβάνει αμοιβαία συμφωνία εκ μέρους της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη στην οντότητα του ομίλου που παρέχει τη στήριξη.
7.  

Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου προσδιορίζει τις αρχές του υπολογισμού του ανταλλάγματος για κάθε συναλλαγή που πραγματοποιείται δυνάμει της συμφωνίας. Οι αρχές αυτές περιλαμβάνουν την υποχρέωση το αντάλλαγμα να καθορίζεται κατά την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης. Η συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων των αρχών υπολογισμού του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης και των λοιπών όρων της συμφωνίας, συμμορφώνεται προς τις ακόλουθες αρχές:

α) 

κάθε μέρος πρέπει να ενεργεί ελεύθερα κατά τη σύναψη της συμφωνίας·

β) 

κατά τη σύναψη της συμφωνίας και τον καθορισμό του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης, κάθε μέρος πρέπει να δρα προς το μέγιστο συμφέρον του, στο οποίο μπορεί να συγκαταλέγεται κάθε άμεσο ή έμμεσο όφελος που ενδέχεται να προκύψει για ένα μέρος ως αποτέλεσμα της παροχής χρηματοπιστωτικής στήριξης·

γ) 

κάθε μέρος που παρέχει χρηματοπιστωτική στήριξη πρέπει να έχει πλήρη γνώση των σχετικών πληροφοριών από τα μέρη που λαμβάνουν χρηματοπιστωτική στήριξη πριν από τον καθορισμό του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης και πριν από κάθε απόφαση για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης·

δ) 

το αντάλλαγμα για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης μπορεί να λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες οι οποίες βρίσκονται στην κατοχή του μέρους που παρέχει χρηματοπιστωτική στήριξη βάσει του γεγονότος ότι ανήκει στον ίδιο όμιλο με το μέρος που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη και οι οποίες δεν είναι δημοσιοποιημένες στην αγορά· και

ε) 

οι αρχές υπολογισμού του ανταλλάγματος για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν είναι υποχρεωτικό να λαμβάνουν υπόψη οιονδήποτε αναμενόμενο προσωρινό αντίκτυπο στις αγοραίες τιμές ο οποίος προκύπτει από γεγονότα εξωτερικά προς τον όμιλο.

8.  
Η συμφωνία χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου μπορεί να συνάπτεται μόνον εφόσον, κατά τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας, οι οικείες αρμόδιες αρχές εκτιμούν ότι κανένα από τα μέρη δεν πληροί τις προϋποθέσεις για έγκαιρη παρέμβαση.
9.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε δικαίωμα, απαίτηση ή ενέργεια που προκύπτει από τη συμφωνία δύναται να ασκείται μόνον από τα μέρη της συμφωνίας χρηματοοικονομικής στήριξης ομίλου, εξαιρουμένων τρίτων μερών.

Άρθρο 20

Εξέταση της προτεινόμενης συμφωνίας από τις αρμόδιες αρχές και διαμεσολάβηση

1.  
Το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση υποβάλλει στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας αίτηση για έγκριση κάθε προτεινόμενης συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης που προτείνεται βάσει του άρθρου 19. Η αίτηση περιλαμβάνει το κείμενο της προτεινόμενης συμφωνίας και προσδιορίζει τις οντότητες του ομίλου που προτείνονται ως συμβαλλόμενα μέρη.
2.  
Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση την αίτηση στις αρμόδιες αρχές κάθε θυγατρικής που προτείνεται ως συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας, προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση.
3.  
Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, χορηγεί την άδεια εφόσον οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής στήριξης που καθορίζονται στο άρθρο 23.
4.  
Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 5 και 6 του παρόντος άρθρου, να απαγορεύει τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας εάν κρίνεται ότι δεν συνάδει με τις προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής στήριξης δυνάμει του άρθρου 23.
5.  
Οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εφαρμογής της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης οιασδήποτε δημοσιονομικής συνέπειας, σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος, ως προς το αν οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις για χρηματοπιστωτική στήριξη που καθορίζονται στο άρθρο 23, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, το οποίο διαβιβάζεται στον αιτούντα από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως μιας αρμόδιας αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.  
Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών εντός τεσσάρων μηνών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με την αίτηση. Η απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφασή της στον αιτούντα και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές.
7.  
Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οιανδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Άρθρο 21

Έγκριση της προτεινόμενης συμφωνίας από τους μετόχους

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν κάθε προτεινόμενη συμφωνία, για την οποία έχει χορηγηθεί άδεια από τις αρμόδιες αρχές, να υποβάλλεται προς έγκριση στους μετόχους κάθε οντότητας του ομίλου που προτίθεται να συνάψει τη συμφωνία. Στην περίπτωση αυτή, η συμφωνία ισχύει μόνο για τα μέρη των οποίων οι μέτοχοι ενέκριναν τη συμφωνία σύμφωνα με την παράγραφο 2.
2.  
Συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης του ομίλου είναι έγκυρη ως προς μια οντότητα του ομίλου μόνο εφόσον οι μέτοχοί της έχουν εξουσιοδοτήσει το διοικητικό όργανο της εν λόγω οντότητας του ομίλου να αποφασίσει ότι η οντότητα αυτή παρέχει ή λαμβάνει χρηματοπιστωτική στήριξη σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας και με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν κεφάλαιο και η εν λόγω έγκριση των μετόχων δεν έχει ανακληθεί.
3.  
Το διοικητικό όργανο κάθε οντότητας που αποτελεί μέρος της συμφωνίας υποβάλλει κάθε χρόνο έκθεση στους μετόχους σχετικά με την εκτέλεση της συμφωνίας και την εφαρμογή κάθε απόφασης που λαμβάνεται σύμφωνα με αυτήν.

Άρθρο 22

Διαβίβαση των συμφωνιών χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου στις αρχές εξυγίανσης

Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν στις σχετικές αρχές εξυγίανσης τις συμφωνίες χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου που έχουν εγκρίνει και τυχόν αλλαγές σε αυτές.

Άρθρο 23

Προϋποθέσεις για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου

1.  

Η χρηματοπιστωτική στήριξη μπορεί να παρέχεται από οντότητα του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 19 μόνον εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η παρεχόμενη στήριξη αναμένεται ευλόγως να αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τις χρηματοπιστωτικές δυσχέρειες της οντότητας του ομίλου η οποία τη λαμβάνει,

β) 

η παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης στοχεύει στη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ολόκληρου του ομίλου ή οποιασδήποτε οντότητας του ομίλου και είναι προς το συμφέρον της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

γ) 

η χρηματοπιστωτική στήριξη παρέχεται υπό όρους, συμπεριλαμβανομένου ανταλλάγματος σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 7·

δ) 

αναμένεται ευλόγως, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη κατά τη στιγμή που λαμβάνεται η απόφαση παροχής της χρηματοπιστωτικής στήριξης, ότι το αντάλλαγμα για τη στήριξη θα καταβληθεί και, εάν η στήριξη παρασχεθεί υπό μορφή δανείου, ότι το δάνειο θα αποπληρωθεί από την οντότητα του ομίλου η οποία λαμβάνει τη στήριξη. Εάν η στήριξη παρασχεθεί υπό μορφή εγγύησης ή υπό οιαδήποτε μορφή χρεογράφου, ο ίδιος όρος ισχύει για την υποχρέωση που προκύπτει για τον αποδέκτη, εάν η εγγύηση ή το χρεόγραφο εκτελεστούν·

ε) 

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν θέτει σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

στ) 

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν απειλεί τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη·

ζ) 

η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη συμμορφώνεται, κατά τη στιγμή παροχής της στήριξης, με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2013/36/ΕΚ όσον αφορά το κεφάλαιο ή τη ρευστότητα και με κάθε απαίτηση που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 104 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΚ, η δε παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν οδηγεί την οντότητα του ομίλου σε παραβίαση των εν λόγω απαιτήσεων, εκτός εάν το επιτρέψει η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

η) 

η οντότητα του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη συμμορφώνεται, κατά τη στιγμή παροχής της στήριξης, με τις απαιτήσεις περί μεγάλων ανοιγμάτων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε εθνικής νομοθεσίας προσφεύγει στις δυνατότητες που προβλέπονται σε αυτήν, η δε παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν οδηγεί την οντότητα του ομίλου σε παραβίαση των εν λόγω απαιτήσεων, εκτός εάν το επιτρέψει η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση της οντότητας του ομίλου που παρέχει τη στήριξη·

θ) 

η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης δεν υπονομεύει τη δυνατότητα εξυγίανσης της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη στήριξη.

2.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α), γ), ε) και θ).

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

3.  
Έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών όσον αφορά τη διευκρίνιση των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 στοιχεία β), δ), στ), ζ) και η) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 24

Απόφαση για την παροχή χρηματοπιστωτικής στήριξης

Η απόφαση παροχής ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης, στο πλαίσιο της συμφωνίας, λαμβάνεται από το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και αναφέρει τον στόχο της προτεινόμενης χρηματοπιστωτικής στήριξης. Ειδικότερα, στην απόφαση εξηγείται πώς η παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 23 παράγραφος 1. Η απόφαση αποδοχής της ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης, στο πλαίσιο της συμφωνίας, λαμβάνεται από το διοικητικό όργανο της οντότητας του ομίλου η οποία λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη.

Άρθρο 25

Δικαίωμα εναντίωσης των αρμόδιων αρχών

1.  

Πριν από την παροχή στήριξης στο πλαίσιο συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου, το διοικητικό όργανο μιας οντότητας του ομίλου η οποία σκοπεύει να παράσχει χρηματοπιστωτική στήριξη κοινοποιεί την πρόθεσή της:

α) 

στην αρμόδια αρχή της·

β) 

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ), κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

γ) 

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη· και

δ) 

στην ΕΑΤ.

Η σχετική κοινοποίηση περιλαμβάνει την αιτιολογημένη απόφαση του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με το άρθρο 24 και τις λεπτομέρειες της προτεινόμενης χρηματοπιστωτικής στήριξης, συμπεριλαμβανομένου αντιγράφου της συμφωνίας χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου.

2.  
Εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της πλήρους κοινοποίησης, η αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου η οποία παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη μπορεί να συμφωνήσει για την παροχή της χρηματοπιστωτικής στήριξης, ή να την απαγορεύσει ή περιορίσει εάν κρίνει ότι δεν πληρούνται οι όροι της χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου που θεσπίζονται στο άρθρο 23. Η απόφαση της αρμόδιας αρχής να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη είναι αιτιολογημένη.
3.  

Η απόφαση της αρμόδιας αρχής να χορηγήσει, να απαγορεύσει ή να περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη κοινοποιείται πάραυτα:

α) 

στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

β) 

στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη στήριξη· και

γ) 

στην ΕΑΤ.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πάραυτα τα λοιπά μέλη του σώματος εποπτείας και τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

4.  
Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την οντότητα του ομίλου που λαμβάνει στήριξη έχει αντιρρήσεις σχετικά με την απόφαση απαγόρευσης ή περιορισμού της χρηματοπιστωτικής στήριξης, δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ εντός δύο ημερών και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
5.  
Εάν η αρμόδια αρχή δεν απαγορεύσει ούτε περιορίσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη εντός του χρονικού διαστήματος που ορίζεται στην παράγραφο 2, ή εάν συμφωνήσει πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος για την παροχή της εν λόγω στήριξης, η χρηματοπιστωτική στήριξη δύναται να παρασχεθεί σύμφωνα με τους όρους που έχουν υποβληθεί στην αρμόδια αρχή.
6.  

Η απόφαση του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος που παρέχει τη χρηματοπιστωτική στήριξη διαβιβάζεται:

α) 

στην αρμόδια αρχή·

β) 

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και γ), και κατά περίπτωση, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

γ) 

εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από αυτές που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β), στην αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου που λαμβάνει τη χρηματοπιστωτική στήριξη, και

δ) 

στην ΕΑΤ.

Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει πάραυτα τα λοιπά μέλη του σώματος εποπτείας και τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

7.  
Εάν η αρμόδια αρχή περιορίσει ή απαγορεύσει τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, και εάν το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 5 μνημονεύει ενδοομιλική χρηματοπιστωτική στήριξη, η αρμόδια αρχή της οντότητας του ομίλου σε σχέση με την οποία περιορίζεται ή απαγορεύεται η στήριξη μπορεί να ζητήσει από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας να δρομολογήσει μια επανεκτίμηση του σχεδίου ανάκαμψης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 8 ή, σε περίπτωση που το σχέδιο ανάκαμψης καταρτίζεται σε ατομική βάση, να ζητήσει από την οντότητα του ομίλου να υποβάλει αναθεωρημένο σχέδιο ανάκαμψης.

Άρθρο 26

Γνωστοποίηση

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες ομίλου δημοσιοποιούν κατά πόσον έχουν συνάψει συμφωνία χρηματοπιστωτικής στήριξης ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 19 και ότι δημοσιοποιούν στο κοινό περιγραφή των γενικών όρων κάθε τέτοιας συμφωνίας και των επωνυμιών των οντοτήτων ομίλου που αποτελούν μέρη της συμφωνίας, και επικαιροποιούν τις εν λόγω πληροφορίες τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο.

Εφαρμόζονται τα άρθρα 431 έως 434 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

2.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να εξειδικεύσει τη μορφή και το περιεχόμενο της περιγραφής που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.



ΤΙΤΛΟΣ III

ΕΓΚΑΙΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Άρθρο 27

Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

1.  

Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα παραβιάζει ή, λόγω, μεταξύ άλλων, μιας ταχέως επιδεινούμενης χρηματοπιστωτικής κατάστασης, στην οποία συμπεριλαμβάνονται επιδεινούμενη κατάσταση από πλευράς ρευστότητας και αυξανόμενο επίπεδο μόχλευσης, μη εξυπηρετούμενων δανείων ή συγκέντρωσης ανοιγμάτων, όπως η κατάσταση αυτή αποτιμάται βάσει ενός συνόλου ορίων ενεργοποίησης, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων που απαιτούνται για το ίδρυμα προσαυξημένο κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, ενδέχεται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, του τίτλου II της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή οποιουδήποτε από τα άρθρα 3 έως 7, 14 έως 17 και 24, 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους, με την επιφύλαξη των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ κατά περίπτωση, τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

α) 

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα που προβλέπονται στο σχέδιο ανάκαμψης ή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, να επικαιροποιήσει το σχέδιο ανάκαμψης αν οι περιστάσεις που οδήγησαν στην έγκαιρη παρέμβαση διαφέρουν από τις παραδοχές του αρχικού σχεδίου ανάκαμψης και να εφαρμόσει μία ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις ή τα μέτρα του επικαιροποιημένου σχεδίου εντός ορισμένης προθεσμίας και με στόχο να εξασφαλιστεί ότι δεν ισχύουν πια οι περιστάσεις που αναφέρονται στην εισαγωγική πρόταση·

β) 

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να εξετάσει την κατάσταση, να προσδιορίσει μέτρα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν και να καταρτίσει πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπιση των εν λόγω προβλημάτων, καθώς και χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του·

γ) 

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να συγκαλέσει συνέλευση ή, εάν το διοικητικό όργανο δεν συμμορφωθεί με αυτήν την απαίτηση, να συγκαλέσουν άμεσα συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος και, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να ορίσουν την ημερήσια διάταξη, καθώς και να απαιτήσουν την εξέταση ορισμένων αποφάσεων προς έγκριση από τους μετόχους·

δ) 

να απαιτήσουν να απομακρυνθεί ή να αντικατασταθεί ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού οργάνου ή ανώτατα διοικητικά στελέχη εάν τα εν λόγω πρόσωπα κριθούν ακατάλληλα να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το άρθρο 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε) 

να απαιτήσουν από το διοικητικό όργανο του ιδρύματος να καταρτίσει σχέδιο προς διαπραγμάτευση σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους με έναν ή όλους τους πιστωτές του σύμφωνα με το σχέδιο ανάκαμψης, κατά περίπτωση·

στ) 

να απαιτήσουν την αναθεώρηση της επιχειρηματικής στρατηγικής του ιδρύματος·

ζ) 

να απαιτήσουν την εισαγωγή αλλαγών στις νομικές ή επιχειρησιακές δομές του ιδρύματος· και

η) 

να συγκεντρώσουν, μεταξύ άλλων με επιτόπιες επιθεωρήσεις, και να διαβιβάσουν στην αρχή εξυγίανσης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάκαμψης και να προετοιμάσουν την ενδεχόμενη εξυγίανση του ιδρύματος και την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 36.

2.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ενημερώνουν χωρίς καθυστέρηση τις αρχές εξυγίανσης όταν διαπιστώνουν ότι οι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 σε σχέση με ένα ίδρυμα, και στις εξουσίες των αρχών εξυγίανσης να περιλαμβάνεται η εξουσία να απαιτούν από το ίδρυμα έρθει σε επαφή με πιθανούς αγοραστές προκειμένου να προετοιμαστεί η εξυγίανση του ιδρύματος, υπό την επιφύλαξη των όρων που καθορίζονται στο άρθρο 39 παράγραφος 2 και των διατάξεων περί εμπιστευτικότητας που ορίζονται στο άρθρο 84.
3.  
Για καθένα από τα μέτρα της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές θέτουν κατάλληλη προθεσμία για την υλοποίησή του και προκειμένου να είναι σε θέση η αρμόδια αρχή να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του μέτρου.
4.  
Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθηθεί η συνεπής εφαρμογή της ενεργοποίησης για τη χρήση των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
5.  
Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 4, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει ένα ελάχιστο σύνολο ορίων ενεργοποίησης για τη χρησιμοποίηση των μέτρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 28

Απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου

Σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης ενός ιδρύματος ή σημειώνονται σοβαρές παραβάσεις νόμων ή κανονισμών ή των καταστατικών των ιδρυμάτων ή σοβαρές διοικητικές παρατυπίες, και τα άλλα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 27 δεν επαρκούν για να αντιστραφεί η εν λόγω επιδείνωση, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να απαιτήσουν την απομάκρυνση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος, είτε εν συνόλω είτε σε ατομική βάση. Ο διορισμός των νέων ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του νέου διοικητικού οργάνου πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό και το ενωσιακό δίκαιο και υπόκειται στην έγκριση ή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 29

Προσωρινός διαχειριστής

1.  
Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κρίνει την αντικατάσταση των ανώτατων διοικητικών στελεχών ή του διοικητικού οργάνου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 28, ανεπαρκή για την επανόρθωση της κατάστασης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να διορίσουν στο ίδρυμα έναν ή περισσότερους ειδικούς διαχειριστές (επιτρόπους). Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις, να διορίζουν οποιονδήποτε προσωρινό διαχειριστή προκειμένου είτε για να αντικαταστήσει προσωρινά το διοικητικό όργανα του ιδρύματος είτε για να συνεργαστεί προσωρινά με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, απόφαση που η αρμόδια αρχή καθορίζει κατά τη στιγμή του διορισμού. Εάν η αρμόδια αρχή διορίσει προσωρινό διαχειριστή προκειμένου να συνεργαστεί με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, η αρμόδια αρχή διευκρινίζει περαιτέρω, κατά τη στιγμή του διορισμού, τον ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή, καθώς και κάθε απαίτηση έναντι του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος να ζητά τη γνώμη ή να εξασφαλίζει τη συναίνεση του προσωρινού διαχειριστή πριν από τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή την ανάληψη ορισμένων δράσεων. Η αρμόδια αρχή οφείλει να δημοσιοποιεί τον διορισμό οποιουδήποτε προσωρινού διαχειριστή, εκτός εάν ο προσωρινός διαχειριστής δεν έχει αρμοδιότητα εκπροσώπησης του ιδρύματος. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι κάθε προσωρινός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του και ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων.
2.  
Η αρμόδια αρχή προσδιορίζει τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού του, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις. Οι εν λόγω εξουσίες μπορούν να περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις εξουσίες του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος βάσει του καταστατικού του ιδρύματος και του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας του διαχειριστή να ασκεί ορισμένα ή όλα τα διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος. Οι εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή όσον αφορά το ίδρυμα συμμορφώνονται προς το εφαρμοστέο εταιρικό δίκαιο.
3.  
Ο ρόλος και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή διευκρινίζονται από την αρμόδια αρχή κατά τη στιγμή του διορισμού και μπορούν να περιλαμβάνουν την επιβεβαίωση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος, τη διαχείριση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή μέρους των εν λόγω δραστηριοτήτων του ιδρύματος με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος, και τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της υγιούς και συνετής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδρύματος. H αρμόδια αρχή διευκρινίζει τα όρια του ρόλου και των καθηκόντων του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού.
4.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για τον διορισμό και την απομάκρυνση κάθε προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή μπορεί να απομακρύνει έναν προσωρινό διαχειριστή ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο. Η αρμόδια αρχή μπορεί να τροποποιήσει τους όρους διορισμού ενός προσωρινού διαχειριστή ανά πάσα στιγμή, με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου.
5.  
Η αρμόδια αρχή μπορεί να απαιτεί ως προϋπόθεση την πρότερη συγκατάθεσή της για ορισμένες δράσεις του προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή διευκρινίζει κάθε σχετική απαίτηση κατά τη στιγμή του διορισμού του προσωρινού διαχειριστή ή κατά τη στιγμή οιασδήποτε τροποποίησης των όρων διορισμού του προσωρινού διαχειριστή.

Σε κάθε περίπτωση, ο προσωρινός διαχειριστής δύναται να συγκαλεί γενική συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος και να διαμορφώνει την ημερήσια διάταξη μόνον με την πρότερη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής.

6.  
Η αρμόδια αρχή δύναται να απαιτεί από τον προσωρινό διαχειριστή να συντάσσει εκθέσεις με θέμα τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του διορισμού του, ανά χρονικά διαστήματα που ορίζονται από την αρμόδια αρχή και κατά τη λήξη της θητείας του.
7.  
Ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν υπερβαίνει σε διάρκεια το ένα έτος. Η εν λόγω περίοδος μπορεί κατ’ εξαίρεση να παραταθεί, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις διορισμού του προσωρινού διαχειριστή. Η αρμόδια αρχή είναι υπεύθυνη να αποφασίσει εάν οι συνθήκες επιτρέπουν την παραμονή του προσωρινού διαχειριστή και να δικαιολογήσει κάθε σχετική απόφαση στους μετόχους.
8.  
Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, ο διορισμός προσωρινού διαχειριστή δεν θίγει τα δικαιώματα των μετόχων τα οποία προβλέπονται από το ενωσιακό ή το εθνικό εταιρικό δίκαιο.
9.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη κάθε προσωρινού διαχειριστή, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως ειδικού διαχειριστή βάσει της παραγράφου 3.
10.  
Ο προσωρινός διαχειριστής που διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν θεωρείται σκιώδης διευθυντής ή de facto διευθυντής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 30

Συντονισμός των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης και διορισμός προσωρινού διαχειριστή για τους ομίλους

1.  
Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 27 ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 29 όσον αφορά μητρική επιχείρηση της Ένωσης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με τις λοιπές αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο του σώματος εποπτείας.
2.  
Μετά την εν λόγω ειδοποίηση και διαβούλευση, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα του άρθρου 27 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 29 ως προς τη σχετική μητρική επιχείρηση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο των μέτρων αυτών στις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας κοινοποιεί την απόφαση στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.
3.  
Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επιβολή απαιτήσεων βάσει του άρθρου 27 ή τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή βάσει του άρθρου 29 όσον αφορά θυγατρική μητρικής επιχείρησης της Ένωσης, η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε ατομική βάση και σκοπεύει να λάβει κάποιο μέτρο σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα ειδοποιεί την ΕΑΤ και διαβουλεύεται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

Κατά την παραλαβή της κοινοποίησης, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί να εκτιμήσει τον πιθανό αντίκτυπο από την επιβολή απαιτήσεων δυνάμει του άρθρου 27 ή από τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με το άρθρο 29 στο οικείο ίδρυμα, στον όμιλο ή σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη. Διαβιβάζει την εν λόγω εκτίμηση στην αρμόδια αρχή εντός τριών ημερών.

Μετά την εν λόγω κοινοποίηση και διαβούλευση, η αρμόδια αρχή αποφασίζει εάν θα εφαρμόσει κάποιο από τα μέτρα του άρθρου 27 ή εάν θα διορίσει προσωρινό διαχειριστή δυνάμει του άρθρου 29. Στην απόφαση συνεκτιμάται δεόντως οποιαδήποτε εκτίμηση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφαση στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις λοιπές αρμόδιες αρχές του σώματος εποπτείας και στην ΕΑΤ.

4.  
Σε περίπτωση που περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να διορίσουν προσωρινό διαχειριστή ή να εφαρμόσουν οποιοδήποτε από τα μέτρα του άρθρου 27 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα του ίδιου ομίλου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές σχετικές αρμόδιες αρχές εξετάζουν εάν ενδείκνυται περισσότερο ο διορισμός του ίδιου προσωρινού διαχειριστή για όλες τις σχετικές οντότητες ή να συντονίσουν την εφαρμογή οποιωνδήποτε μέτρων του άρθρου 27 σε περισσότερα από ένα ιδρύματα, ώστε να διευκολυνθούν τυχόν ενέργειες αποκατάστασης της χρηματοοικονομικής θέσης του σχετικού ιδρύματος. Η εκτίμηση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και των υπόλοιπων σχετικών αρμοδίων αρχών. H κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η κοινή απόφαση είναι αιτιολογημένη και περιλαμβάνεται σε έγγραφο που παρέχει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως των αρμόδιων αρχών, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Ελλείψει κοινής αποφάσεως εντός πέντε ημερών, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών μπορούν να λάβουν μεμονωμένες αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή στα ιδρύματα για τα οποία είναι υπεύθυνες καθώς και σχετικά με την εφαρμογή οποιωνδήποτε από τα μέτρα του άρθρου 27.

5.  
Όταν σχετική αρμόδια αρχή δεν συμφωνεί με την απόφαση που έχει κοινοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή την παράγραφο 3, ή ελλείψει κοινής αποφάσεως σύμφωνα με την παράγραφο 4, η αρμόδια αρχή μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με την παράγραφο 6.
6.  
Η ΕΑΤ μπορεί, κατ’ αίτηση οποιασδήποτε αρμόδια αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές που σκοπεύουν να εφαρμόσουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας σε σχέση με τα σημεία 4), 10), 11) και 19) του τμήματος A του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας, του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της παρούσας οδηγίας ή του άρθρου 27 παράγραφος 1 στοιχείο εβ) της παρούσας οδηγίας να καταλήξουν σε συμφωνία σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
7.  
Η απόφαση κάθε αρμόδιας αρχής είναι αιτιολογημένη. Η απόφαση λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την περίοδο διαβούλευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ή 3 ή το χρονικό διάστημα πέντε ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4, καθώς και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της απόφασης στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα σχετικά κράτη μέλη. Οι αποφάσεις διαβιβάζονται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης και στις θυγατρικές από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, εάν, πριν από το τέλος της περιόδου διαβούλευσης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 3 του παρόντος άρθρου ή κατά το τέλος του χρονικού διαστήματος πέντε ημερών που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι λοιπές αρμόδιες αρχές αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν οιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε τις αποφάσεις τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Το πενθήμερο χρονικό διάστημα θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του εν λόγω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός τριών ημερών. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη του πενθημέρου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

8.  
Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός τριών ημερών, εφαρμόζονται μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 3, ή την παράγραφο 4 τρίτο εδάφιο.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ



ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

Στόχοι, προϋποθέσεις και γενικές αρχές

Άρθρο 31

Στόχοι της εξυγίανσης

1.  
Όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και επιλέγουν τα εργαλεία και τις εξουσίες που επιτυγχάνουν καλύτερα τους στόχους που αντιστοιχούν στις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.
2.  

Οι στόχοι της εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι οι εξής:

α) 

να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών·

β) 

να αποφευχθούν σημαντικές επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ιδίως με την πρόληψη της μετάδοσης, μεταξύ άλλων στις υποδομές της αγοράς, και με τη διατήρηση της πειθαρχίας στην αγορά·

γ) 

να προστατευθούν οι δημόσιοι πόροι, με την ελαχιστοποίηση της εξάρτησης από έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη·

δ) 

να προστατευθούν οι καταθέτες που καλύπτονται από την οδηγία 2014/49/ΕΕ και οι επενδυτές που καλύπτονται από την οδηγία 97/9/ΕΚ·

ε) 

να προστατευθούν τα κεφάλαια των πελατών και τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών.

Κατά την επιδίωξη των ανωτέρω στόχων, η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει το κόστος της εξυγίανσης και να την καταστροφή αξίας εκτός αν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης.

3.  
Υπό την επιφύλαξη των διαφόρων διατάξεων της παρούσας οδηγίας, οι στόχοι εξυγίανσης είναι ίσης σημασίας, και οι αρχές εξυγίανσης τους εξισορροπούν δεόντως ανάλογα με τη φύση και τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης.

Άρθρο 32

Προϋποθέσεις για την εξυγίανση

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να αναλαμβάνουν δράση για την εξυγίανση ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο α) μόνο εφόσον η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει γίνεται από την αρμόδια αρχή ύστερα από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης, ή, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων της παραγράφου 2, από την αρχή εξυγίανσης ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή·

▼M3

β) 

λαμβάνοντας υπόψη τη χρονική στιγμή και άλλες σχετικές παραμέτρους, κανένα εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων από θεσμικό σύστημα προστασίας (ΘΣΠ), ή εποπτική δράση, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης ή της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 που έχει ληφθεί έναντι του ιδρύματος, δεν θα απέτρεπε την πτώχευση του ιδρύματος εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος·

▼B

γ) 

η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, σύμφωνα με την παράγραφο 5.

2.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, εκτός της αρμόδιας αρχής τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει βάσει του στοιχείου α) της παραγράφου 1 μπορεί να την κάνει και η αρχή εξυγίανσης μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, μόνο εάν οι βάσει της εθνικής νομοθεσίας αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τα αναγκαία μέσα, και ιδίως επαρκή πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες, για να προβούν στη διαπίστωση αυτή. Η αρμόδια αρχή παρέχει χωρίς καθυστέρηση στην αρχή εξυγίανσης κάθε σχετική πληροφορία την οποία ζητά η αρχή εξυγίανσης για να τεκμηριώσει την εκτίμησή της.
3.  
Η προηγούμενη λήψη μέτρων έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27 δεν αποτελεί προϋπόθεση για να αναληφθεί δράση εξυγίανσης.
4.  

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει σε μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

το ίδρυμα παραβιάζει ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον τις απαιτήσεις από τις οποίες εξαρτάται η διατήρηση της άδειας λειτουργίας, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας από την αρμόδια αρχή, μεταξύ άλλων διότι το ίδρυμα έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του·

β) 

τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπολείπονται, ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία που υποστηρίζουν το συμπέρασμα ότι τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος πρόκειται, στο εγγύς μέλλον, να υπολείπονται, των υποχρεώσεών του·

γ) 

το ίδρυμα δεν είναι σε θέση ή υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι το ίδρυμα δεν θα είναι σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να εξοφλήσει τις οφειλές του ή να ανταποκριθεί σε άλλες υποχρεώσεις του όταν αυτές καταστούν απαιτητές·

δ) 

απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη εκτός εάν, προκειμένου να αποτραπεί ή να αντιμετωπιστεί σοβαρή διαταραχή στην οικονομία ενός κράτους μέλους και να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη λάβει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες μορφές:

i) 

κρατική εγγύηση για την κάλυψη διευκολύνσεων ρευστότητας που παρέχονται από κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με τους όρους των κεντρικών τραπεζών,

ii) 

κρατική εγγύηση για νεοεκδοθείσες υποχρεώσεις, ή

iii) 

εισφορά ιδίων κεφαλαίων ή αγορά κεφαλαιακών μέσων σε τιμές και με όρους που δεν παρέχουν πλεονέκτημα υπέρ του ιδρύματος, εφόσον δεν υφίστανται ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στην παρούσα παράγραφο στοιχεία α), β) ή γ) ούτε οι περιστάσεις που εκτίθενται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 κατά τη στιγμή της χορήγησης της κρατικής στήριξης.

Σε καθεμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στα σημεία i), ii) και iii) του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου, τα αναφερόμενα εγγυοδοτικά ή ισοδύναμα μέτρα περιορίζονται σε φερέγγυα ιδρύματα και υπόκεινται σε έγκριση δυνάμει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων στην Ένωση. Τα μέτρα αυτά έχουν προληπτικό και προσωρινό χαρακτήρα, είναι αναλογικά ως προς την αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβαρής διαταραχής και δεν χρησιμοποιούνται για να καλυφθούν ζημίες που ήδη έχει υποστεί το ίδρυμα ή είναι πιθανό να υποστεί στο εγγύς μέλλον.

Τα μέτρα στήριξης του πρώτου εδαφίου στοιχείο δ) σημείο iii) περιορίζονται στις εισφορές τις αναγκαίες για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη κεφαλαίων που έχει διαπιστωθεί στο πλαίσιο προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο εθνικό, ενωσιακό ή ενιαίου μηχανισμού εποπτείας (SSM), ελέγχου της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού ή ισοδύναμου ελέγχου εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της ΕΑΤ ή των εθνικών αρχών, κατά περίπτωση, με επιβεβαίωση από την αρμόδια αρχή.

Έως τις 3 Ιανουαρίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με το είδος των προαναφερθεισών προσομοιώσεων, ελέγχων ή διερευνήσεων που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε τέτοια στήριξη.

Έως την 31η Δεκεμβρίου2015, η Επιτροπή επανεξετάζει κατά πόσον εξακολουθεί να χρειάζεται να επιτρέπονται τα μέτρα στήριξης του στοιχείου δ) σημείου iii) του πρώτου εδαφίου και ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σε περίπτωση συνέχισης, και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Εφόσον ενδείκνυται, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

5.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση δημόσιου συμφέροντος εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης κατά το άρθρο 31, και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση του ιδρύματος σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας οι εν λόγω στόχοι εξυγίανσης δεν θα επιτυγχάνονταν στον ίδιο βαθμό.
6.  
Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά την ερμηνεία των διαφόρων περιστάσεων όπου το ίδρυμα θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει.

▼M3

Άρθρο 32α

Προϋποθέσεις εξυγίανσης για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μονίμως συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναλάβουν δράση εξυγίανσης σε σχέση με κεντρικό οργανισμό και όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μονίμως συνδεδεμένα με αυτόν και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης, όταν ο εν λόγω όμιλος εξυγίανσης, ως σύνολο, πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1.

Άρθρο 32β

Διαδικασίες αφερεγγυότητας για τα ιδρύματα και οντότητες που δεν υπόκεινται σε δράση εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τίθεται υπό κανονική διαδικασία εκκαθάρισης σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρονται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 για το οποίο ή την οποία η αρχή εξυγίανσης κρίνει μεν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), αλλά ότι η ανάληψη δράσης εξυγίανσης δεν θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με το στοιχείο γ) του άρθρου 32 παράγραφος 1.

▼B

Άρθρο 33

Προϋποθέσεις εξυγίανσης όσον αφορά χρηματοοικονομικά ιδρύματα και εταιρείες συμμετοχών

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι χρηματοοικονομικού ιδρύματος που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 τόσο ως προς το χρηματοοικονομικό ίδρυμα όσο και ως προς τη μητρική επιχείρηση που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία.

▼M3

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), εφόσον αυτή πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1.
3.  
Σε περίπτωση που τα θυγατρικά ιδρύματα μιας μεικτής εταιρείας συμμετοχών ανήκουν άμεσα ή έμμεσα σε ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η ενδιάμεση χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών χαρακτηρίζεται ως οντότητα εξυγίανσης και τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου αναλαμβάνονται έναντι της ενδιάμεσης χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης δεν αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης για τους σκοπούς της εξυγίανσης του ομίλου έναντι της μεικτής εταιρείας συμμετοχών.
4.  

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και παρά το γεγονός ότι μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ) δεν πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να αναλάβουν δράση εξυγίανσης έναντι μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή δ), εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η οντότητα είναι οντότητα εξυγίανσης·

β) 

μία ή περισσότερες από τις θυγατρικές της οντότητας οι οποίες είναι ιδρύματα αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1·

γ) 

τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις των θυγατρικών που αναφέρονται στο στοιχείο β) είναι τέτοιου είδους ώστε η πτώχευση των εν λόγω θυγατρικών να απειλεί τον όμιλο εξυγίανσης στο σύνολό του και να είναι αναγκαία δράση εξυγίανσης έναντι της οντότητας είτε για την εξυγίανση τέτοιου είδους θυγατρικών οι οποίες είναι ιδρύματα είτε για την εξυγίανση του σχετικού ομίλου εξυγίανσης ως συνόλου.

▼M3

Άρθρο 33α

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες απαντούν έγκαιρα, διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

έχει διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα ή η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή είναι πιθανό να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

β) 

δεν υφίσταται άμεσα διαθέσιμο μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β) που θα απέτρεπε την πτώχευση του ιδρύματος·

γ) 

η άσκηση της εξουσίας αναστολής κρίνεται αναγκαία για να αποφευχθεί η περαιτέρω επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών του ιδρύματος ή της οντότητας· και

δ) 

η άσκηση της εξουσίας αναστολής είναι είτε:

i) 

αναγκαία προκειμένου να συναχθεί η διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ)· είτε

ii) 

αναγκαία για την επιλογή των κατάλληλων δράσεων εξυγίανσης ή τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής ενός ή περισσοτέρων εργαλείων εξυγίανσης.

2.  

Η εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:

α) 

συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ·

β) 

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού·

γ) 

Κεντρικών τραπεζών.

Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής της εξουσίας, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

3.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν ασκείται εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές.
4.  
Η περίοδος της αναστολής σύμφωνα με την παράγραφο 1 είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και δεν υπερβαίνει το ελάχιστο χρονικό διάστημα το οποίο κρίνει αναγκαίο η αρχή εξυγίανσης για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ), και δεν διαρκεί δε σε καμία περίπτωση περισσότερο από το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που δημοσιεύεται η κοινοποίηση αναστολής σύμφωνα με την παράγραφο 8 έως τα μεσάνυκτα της εργάσιμης ημέρας που ακολουθεί μετά τη δημοσίευση αυτή στο κράτος μέλος της αρχής εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας.

Κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η αναστολή παύει να ισχύει.

5.  
Κατά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και τους υφιστάμενους εθνικούς κανόνες και τις εποπτικές και δικαστικές εξουσίες, για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν ιδίως υπόψη τους την ενδεχόμενη εφαρμογή των εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας στο ίδρυμα ή την οντότητα λόγω της διαπίστωσης του άρθρου 32 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και προβαίνουν στις ρυθμίσεις που κρίνουν κατάλληλες ώστε να εξασφαλίσουν τον κατάλληλο συντονισμό με τις εθνικές διοικητικές ή δικαστικές αρχές.
6.  
Όταν οι απορρέουσες από σύμβαση υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης αναστέλλονται δυνάμει της παραγράφου 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης οποιωνδήποτε αντισυμβαλλομένων δυνάμει της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.
7.  
Μια υποχρέωση πληρωμής ή παράδοσης που θα ήταν απαιτητή κατά την περίοδο αναστολής είναι απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αυτής.
8.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν αμελλητί το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως η) όταν ασκούν την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα πτωχεύει ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) και πριν από τη λήψη της απόφασης για εξυγίανση.

Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση της εντολής ή της πράξης με την οποία αναστέλλονται οι υποχρεώσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου, καθώς και των όρων και της χρονικής διάρκειας της αναστολής με τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 4.

9.  
Το παρόν άρθρο ισχύει με την επιφύλαξη των διατάξεων που περιέχονται στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών για την ανάθεση εξουσιών αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πριν από τη διαπίστωση ότι τα εν λόγω ιδρύματα ή οντότητες πτωχεύουν ή ενδέχεται να πτωχεύσουν σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή εξουσιών αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης των ιδρυμάτων και των οντοτήτων τα οποία πρόκειται να εκκαθαριστούν στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας και υπερβαίνουν το πεδίο εφαρμογής και τη διάρκεια που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Οι εν λόγω εξουσίες ασκούνται σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής, τη διάρκεια και τους όρους που προβλέπονται στη σχετική εθνική νομοθεσία. Οι όροι που προβλέπονται στο παρόν άρθρο δεν θίγουν τους όρους που αφορούν αυτήν την εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης.
10.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία να αναστέλλει υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί επίσης, κατά τη διάρκεια της εξαίρεσης, να ασκεί την εξουσία να:

α) 

περιορίζει τους ενέγγυους πιστωτές του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας σε σχέση με οποιοδήποτε από τα στοιχεία ενεργητικού του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην οποία περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 70 παράγραφοι 2, 3 και 4· και

β) 

αναστέλλει τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με το εν λόγω ίδρυμα ή την οντότητα, για το ίδιο χρονικό διάστημα, στην οποία περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 71 παράγραφοι 2 έως 8.

11.  
Σε περίπτωση που, μετά τη διαπίστωση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα πτωχεύει ή ενδέχεται να πτωχεύσει σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο α), μια αρχή εξυγίανσης έχει ασκήσει την εξουσία αναστολής υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης δυνάμει της παραγράφου 1 ή 10 του παρόντος άρθρου, και εφόσον στη συνέχεια αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης έναντι αυτού του ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες της δυνάμει του άρθρου 69 παράγραφος 1, του άρθρου 70 παράγραφος 1 ή του άρθρου 71 παράγραφος 1 όσον αφορά το εν λόγω ίδρυμα ή την εν λόγω οντότητα.

▼B

Άρθρο 34

Γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης να λαμβάνουν κάθε ενδεδειγμένο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η δράση εξυγίανσης λαμβάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α) 

οι μέτοχοι του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν πρώτοι τις ζημίες·

β) 

οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση αναλαμβάνουν ζημίες μετά τους μετόχους, σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεών τους στο πλαίσιο των κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκτός αν άλλως ρητώς ορίζει η παρούσα οδηγία·

γ) 

το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση αντικαθίστανται, εκτός από περιπτώσεις κατά τις οποίες η παραμονή του διοικητικού οργάνου και των ανώτατων διοικητικών στελεχών, εν όλω ή εν μέρει, όπως ενδείκνυται βάσει των περιστάσεων, κρίνεται αναγκαία για την επίτευξη των στόχων της εξυγίανσης·

δ) 

το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη του ιδρύματος υπό εξυγίανση παρέχουν κάθε απαραίτητη βοήθεια για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης·

ε) 

τα φυσικά και νομικά πρόσωπα καθίστανται υπόλογα, υπό την επιφύλαξη του δικαίου του κράτους μέλους, βάσει του αστικού ή ποινικού δικαίου, για την ευθύνη που φέρουν για την πτώχευση του ιδρύματος·

στ) 

πλην αντιθέτου διατάξεως της παρούσας οδηγίας, οι πιστωτές της ιδίας τάξεως τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης·

ζ) 

κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τις διασφαλίσεις των άρθρων 73 έως 75·

η) 

οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται πλήρως· και

θ) 

η δράση εξυγίανσης αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις διασφαλίσεις της παρούσας οδηγίας.

2.  
Σε περίπτωση που ένα ίδρυμα είναι οντότητα ομίλου, με την επιφύλαξη του άρθρου 31, οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης και ασκούν τις εξουσίες εξυγίανσης κατά τρόπο που ελαχιστοποιεί τις επιπτώσεις στις λοιπές οντότητες του ομίλου και στο σύνολο του ομίλου, καθώς και τις δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ένωση και τα κράτη μέλη της, και ιδίως στις χώρες όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος.
3.  
Όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, τα κράτη μέλη φροντίζουν, ανάλογα με την περίπτωση, να συμμορφώνονται με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.
4.  
Όταν σε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος ή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, το εν λόγω ίδρυμα ή η οντότητα θεωρείται ως υποκείμενο σε πτωχευτικές διαδικασίες ή ανάλογες διαδικασίες αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου ( 9 ).
5.  
Κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης, όποτε ενδείκνυται, ενημερώνουν και ζητούν τη γνώμη των εκπροσώπων των εργαζομένων.
6.  
Οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν εργαλεία εξυγίανσης και ασκούν εξουσίες εξυγίανσης υπό την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα συμβούλια της εταιρείας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή πρακτική.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ II

Ειδική διαχείριση

Άρθρο 35

Ειδική διαχείριση

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να διορίσουν ειδικό διαχειριστή (επίτροπο) προς αντικατάσταση του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος υπό εξυγίανση. Οι αρχές εξυγίανσης γνωστοποιούν στο κοινό τον διορισμό του ειδικού διαχειριστή. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται για να ασκήσει τα καθήκοντά του.
2.  
Ο ειδικός διαχειριστής διαθέτει όλες τις εξουσίες των μετόχων και του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος. Ωστόσο, ο ειδικός διαχειριστής μπορεί να ασκεί τις εξουσίες αυτές μόνο υπό τον έλεγχο της αρχής εξυγίανσης.
3.  
Ο ειδικός διαχειριστής έχει το νόμιμο καθήκον να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την προώθηση των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 και την εφαρμογή δράσεων εξυγίανσης σύμφωνα με την απόφαση της αρχής εξυγίανσης. Εν ανάγκη, το καθήκον αυτό υπερισχύει κάθε άλλου διοικητικού καθήκοντος σύμφωνα με το καταστατικό του ιδρύματος ή το εθνικό δίκαιο, όταν προκύπτει θέμα ασυμβίβαστου μεταξύ τους. Τα εν λόγω μέτρα μπορούν να περιλαμβάνουν αύξηση κεφαλαίου, αναδιοργάνωση της ιδιοκτησιακής δομής του ιδρύματος ή εξαγορές από ιδρύματα που είναι υγιή από χρηματοοικονομική και οργανωτική άποψη, σύμφωνα με τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο κεφάλαιο IV.
4.  
Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να θέτουν όρια στη δράση του ειδικού διαχειριστή ή να προβάλλουν την απαίτηση να υπόκεινται ορισμένες δράσεις του στην προγενέστερη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης. Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν ανά πάσα στιγμή να απομακρύνουν τον ειδικό διαχειριστή από τα καθήκοντά του.
5.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον ειδικό διαχειριστή να καταρτίζει εκθέσεις για την αρχή εξυγίανσης η οποία τον διόρισε σχετικά με την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδρύματος και τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ανά τακτά διαστήματα τα οποία ορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, καθώς επίσης και κατά την έναρξη και τη λήξη της θητείας του.
6.  
Ο ειδικός διαχειριστής διορίζεται για χρονική διάρκεια που δεν υπερβαίνει το ένα έτος. Η θητεία του μπορεί να ανανεωθεί, κατ’ εξαίρεση, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αποφανθεί ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι προϋποθέσεις για τον διορισμό ειδικού διαχειριστή.
7.  
Εάν περισσότερες από μία αρχές εξυγίανσης σκοπεύουν να διορίσουν ειδικό διαχειριστή σε μια οντότητα συνδεδεμένη με όμιλο, εξετάζουν κατά πόσον θα ήταν προτιμότερο να διορίσουν τον ίδιο ειδικό διαχειριστή για όλες τις εμπλεκόμενες οντότητες, προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή λύσεων για την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής ευρωστίας των οντοτήτων αυτών.
8.  
Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, και εφόσον το εθνικό δίκαιο προβλέπει τον διορισμό οργάνου διαχείρισης αφερεγγυότητας, η διαχείριση αυτή μπορεί να ανατίθεται σε ειδικό διαχειριστή, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

Αποτίμηση

Άρθρο 36

Αποτίμηση για τους σκοπούς της εξυγίανσης

1.  
Πριν αναλάβουν δράση εξυγίανσης ή ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των ►M3  κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ , οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν τη διενέργεια δίκαιης, συνετής και ρεαλιστικής αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) από πρόσωπο ανεξάρτητο από κάθε δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της αρχής εξυγίανσης, καθώς και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ). Με την επιφύλαξη της παραγράφου 13 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 85, όταν πληρούνται όλες οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου η αποτίμηση θεωρείται οριστική.
2.  
Σε περίπτωση που η ανεξάρτητη αποτίμηση δυνάμει της παραγράφου 1 είναι αδύνατη, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να προβαίνουν σε προσωρινή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με την παράγραφο 9 του παρόντος άρθρου.
3.  
Στόχος της αποτίμησης είναι η εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης των άρθρων 32 και 33.
4.  

Οι σκοποί της αποτίμησης είναι:

α) 

να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα εάν πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις εξυγίανσης ή οι προϋποθέσεις απομείωσης ή μετατροπής ►M3  κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ ·

β) 

εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την ανάληψη κατάλληλης δράσης εξυγίανσης για το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ) 

όταν ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών ►M3  κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ , να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της ακύρωσης ή της αραίωσης (dilution) των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, καθώς και σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των σχετικών ►M3  κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ ·

δ) 

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με την έκταση της απομείωσης ή της μετατροπής των ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ ·

ε) 

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος ή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις ή τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση, καθώς και σχετικά με την αξία κάθε αντιτίμου που πρέπει να καταβληθεί στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

στ) 

όταν εφαρμόζεται το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων, να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση περί περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων ή μετοχών ή λοιπών μέσων ιδιοκτησίας προς μεταβίβαση και να διαμορφωθεί εμπεριστατωμένη αντίληψη της αρχής εξυγίανσης ως προς το τι συνιστά εμπορικούς όρους για τους σκοπούς του άρθρου 38·

ζ) 

σε κάθε περίπτωση, να διασφαλισθεί ότι οιαδήποτε ζημία επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) αναγνωρίζεται πλήρως κατά τη στιγμή της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης ή της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών ►M3  κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ .

5.  

Με την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, κατά περίπτωση, η αποτίμηση βασίζεται σε συνετές παραδοχές, μεταξύ άλλων ως προς τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων και το μέγεθος των ζημιών. Η αποτίμηση δεν θεωρεί δεδομένη την ενδεχόμενη μελλοντική χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, ή επείγουσας στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα, ή οιασδήποτε στήριξης της ρευστότητας από κεντρική τράπεζα που παρέχεται υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου προς το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) από τη στιγμή που αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης ή ασκείται η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών ►M3  κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ . Επιπλέον, η αποτίμηση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση που εφαρμοστεί εργαλείο εξυγίανσης:

α) 

η αρχή εξυγίανσης και οιαδήποτε χρηματοδοτική ρύθμιση δυνάμει του άρθρου 101 μπορεί να ανακτήσει κάθε εύλογη δαπάνη που δεόντως προέκυψε από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 7·

β) 

η ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης μπορεί να περιλαμβάνει χρέωση τόκων ή προμηθειών για κάθε δάνειο ή εγγύηση που παρέχεται προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 101.

6.  

Η αποτίμηση συμπληρώνεται με τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως εμφανίζονται στα λογιστικά βιβλία και αρχεία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 στοιχείο β), γ) ή δ):

α) 

ενημερωμένο ισολογισμό και έκθεση σχετικά με τη χρηματοοικονομική θέση του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β) 

ανάλυση και εκτίμηση της λογιστικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων·

γ) 

κατάλογο των εκκρεμών εντός και εκτός ισολογισμού υποχρεώσεων που εμφανίζονται στα βιβλία και στα αρχεία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με ένδειξη των αντίστοιχων πιστώσεων και των βαθμών προτεραιότητας βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου.

7.  
Κατά περίπτωση, και προκειμένου να λαμβάνονται με εμπεριστατωμένο τρόπο οι αποφάσεις της παραγράφου 4 στοιχεία ε) και στ), οι πληροφορίες του στοιχείου β) της παραγράφου 6 μπορούν να συνοδεύονται από ανάλυση και εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βάσει αγοραίας αξίας.
8.  
Στην αποτίμηση αναφέρεται η κατάταξη των πιστωτών σε τάξεις, σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου, και εκτίμηση της μεταχείρισης που θα μπορούσε να αναμένεται για κάθε τάξη μετόχων και πιστωτών, εάν το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) υφίστατο εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζει την τήρηση της αρχής περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών, που εφαρμόζεται κατά την έννοια του άρθρου 74.

9.  
Σε περίπτωση που, λόγω έκτακτων περιστάσεων, δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των παραγράφων 6 και 8 ή ισχύει η παράγραφος 2, πραγματοποιείται προσωρινή αποτίμηση. Η προσωρινή αποτίμηση συνάδει με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3 και, στον βαθμό που ευλόγως το επιτρέπουν οι περιστάσεις, με τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 6 και 8.

Η προσωρινή αποτίμηση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο περιλαμβάνει απόθεμα ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες, δεόντως αιτιολογημένο.

10.  
Αποτίμηση που δεν συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου θεωρείται προσωρινή, έως ότου διενεργηθεί από ανεξάρτητο πρόσωπο αποτίμηση η οποία να είναι απολύτως συμβατή με όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Η εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση διενεργείται το συντομότερο δυνατόν. Μπορεί να διενεργείται χωριστά από την αποτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 74, ή ταυτόχρονα με εκείνη και από το ίδιο ανεξάρτητο πρόσωπο, αλλά είναι διαφορετική από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 74.

Οι σκοποί της εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης είναι:

α) 

να διασφαλιστεί ότι οιεσδήποτε ζημίες επί των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου παράγραφος 1 1 στοιχείο β), γ) ή δ) καταγράφονται πλήρως στα λογιστικά βιβλία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β) 

να ληφθεί εμπεριστατωμένη απόφαση σχετικά με επανεγγραφή απαιτήσεων των πιστωτών ή αύξηση της αξίας του καταβληθέντος αντιτίμου, σύμφωνα με την παράγραφο 11.

11.  

Σε περίπτωση που από την εκ των υστέρων οριστική αποτίμηση προκύψει καθαρή αξία ενεργητικού του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μεγαλύτερη από αυτήν της προσωρινής αποτίμησης της καθαρής αξίας ενεργητικού του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α) 

να ασκήσει τις εξουσίες της και να αυξήσει την αξία των απαιτήσεων των πιστωτών ή των κατόχων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχουν απομειωθεί στο πλαίσιο του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα·

β) 

να εισηγηθεί σε μεταβατικό ίδρυμα ή φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων να καταβάλει προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση επιπλέον αντίτιμο για τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, ή, ανάλογα με την περίπτωση, για τις μετοχές ή τα μέσα ιδιοκτησίας προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

12.  
Παρά την παράγραφο 1, η προσωρινή αποτίμηση που διεξάγεται σύμφωνα με τις παραγράφους 9 και 10 αποτελεί έγκυρη βάση προκειμένου οι αρχές εξυγίανσης να προβούν σε ενέργειες εξυγίανσης, μεταξύ άλλων να αναλάβουν τον έλεγχο ενός ιδρύματος που βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης, ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, ή να ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής ►M3  κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ .
13.  
Η αποτίμηση αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης για την εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης ή για την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, ή της απόφασης για την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής ►M3  κεφαλαιακών μέσων κεφαλαιακά μέσα και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ . Η αποτίμηση αυτή καθεαυτή δεν υπόκειται σε χωριστό δικαίωμα προσφυγής αλλά μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής μόνο μαζί με την απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 85.
14.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα πρόσωπο είναι ανεξάρτητο από την αρχή εξυγίανσης και από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς του άρθρου 74.
15.  

Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα ακόλουθα κριτήρια για τους σκοπούς των παραγράφων 1, 3 και 9 του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς του άρθρου 74:

α) 

τη μεθοδολογία για την εκτίμηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β) 

τον διαχωρισμό των αποτιμήσεων δυνάμει των άρθρων 36 και 74·

γ) 

τη μέθοδο υπολογισμού και συμπερίληψης του αποθέματος ασφαλείας για πρόσθετες ζημίες στην προσωρινή αποτίμηση.

16.  
Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 14 το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στις παραγράφους 14 και 15, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ IV

Εργαλεία εξυγίανσης



Τμήμα 1

Γενικές αρχές

Άρθρο 37

Γενικές αρχές των εργαλείων εξυγίανσης

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης σε ιδρύματα και σε οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις για εξυγίανση.
2.  
Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εφαρμόσει ένα εργαλείο εξυγίανσης σε ίδρυμα ή σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) και η εν λόγω δράση εξυγίανσης προκαλέσει ζημίες που επιβαρύνουν τους πιστωτές ή οδηγήσει σε μετατροπή των απαιτήσεών τους, η αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία απομείωσης και μετατροπής ►M3  κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμες υποχρεώσεις σύμφωνα με το άρθρο 59 ◄ σύμφωνα με το άρθρο 59 αμέσως πριν ή παράλληλα με την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης.
3.  

Τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι τα εξής:

α) 

το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων·

β) 

το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος·

γ) 

το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων·

δ) 

το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα.

4.  
Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 5, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης είτε μεμονωμένα είτε υπό οιονδήποτε συνδυασμό.
5.  
Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων μόνο σε συνδυασμό με άλλο εργαλείο εξυγίανσης.
6.  
Όταν χρησιμοποιούνται μόνο τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου, και χρησιμοποιούνται για τη μεταβίβαση μόνο μέρους των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, το εναπομένον ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), από το οποίο ή την οποία έχουν μεταβιβαστεί τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις, εκκαθαρίζεται σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Η εκκαθάριση αυτή πραγματοποιείται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, λαμβανομένης υπόψη της ενδεχόμενης ανάγκης του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να παρέχει υπηρεσίες ή στήριξη σύμφωνα με το άρθρο 65, προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες τις οποίες απέκτησε δυνάμει αυτής της μεταβίβασης, και λαμβανομένου επίσης υπόψη κάθε άλλου λόγου ο οποίος επιτάσσει τη συνέχιση της λειτουργίας του εναπομένοντος ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της εξυγίανσης ή να τηρούνται οι αρχές που ορίζονται στο άρθρο 34.
7.  

Η αρχή εξυγίανσης και οιαδήποτε χρηματοδοτική ρύθμιση δυνάμει του άρθρου 101 μπορεί να ανακτά κάθε εύλογη δαπάνη που προέκυψε από την άσκηση των εργαλείων εξυγίανσης ή των εξουσιών ή των εργαλείων κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α) 

υπό μορφή παρακράτησης από οιοδήποτε αντίτιμο καταβάλλεται από αποδέκτη προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, προς τους κατόχους των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

β) 

από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, ως προνομιακός πιστωτής· ή

γ) 

από τυχόν έσοδα που προκύπτουν από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού ιδρύματος ή του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ως προνομιακός πιστωτής.

8.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες του εθνικού πτωχευτικού δικαίου οι οποίοι άπτονται της ακυρωσίας και της κήρυξης του ανενεργού των επιβλαβών για το σύνολο των πιστωτών δικαιοπραξιών δεν εφαρμόζονται στις μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση προς άλλη οντότητα δυνάμει της εφαρμογής εργαλείου εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσίας εξυγίανσης ή της χρήσης εργαλείου κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης.
9.  

Τα κράτη μέλη μπορούν να αναθέτουν στις αρχές εξυγίανσης πρόσθετα εργαλεία και εξουσίες που μπορούν να ασκούνται όταν ένα ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης, εφόσον:

α) 

όταν εφαρμόζονται σε διασυνοριακό όμιλο, οι εν λόγω πρόσθετες εξουσίες δεν θέτουν εμπόδια στην αποτελεσματική εξυγίανση του ομίλου· και

β) 

συνάδουν με τους στόχους της εξυγίανσης και με τις γενικές αρχές περί εξυγίανσης, όπως καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34.

10.  

Στην εντελώς εξαιρετική περίπτωση συστημικής κρίσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητά χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρησιμοποιώντας τα δημόσια εργαλεία σταθεροποίησης των άρθρων 56 έως 58, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας, οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και οι κάτοχοι άλλων ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ έχουν συνεισφέρει, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο, στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που ισοδυναμεί στο 8 % τουλάχιστον των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36·

β) 

χορηγείται προηγούμενη και τελική έγκριση βάσει του πλαισίου περί κρατικών ενισχύσεων της Ένωσης.



Τμήμα 2

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

Άρθρο 38

Το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε έναν αγοραστή που δεν είναι μεταβατικό ίδρυμα:

α) 

μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα που τελεί υπό εξυγίανση·

β) 

όλα ή οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Με την επιφύλαξη των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή οποιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του αγοραστή και χωρίς να τηρούνται διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων πέραν αυτών που περιλαμβάνονται στο άρθρο 39.

2.  
Μια μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων, και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.
3.  
Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο ώστε να εξασφαλίσουν εμπορικούς όρους για τη μεταβίβαση οι οποίοι συνάδουν με την αποτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 36, έχοντας υπόψη τις εκάστοτε περιστάσεις.
4.  

Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, οιοδήποτε αντάλλαγμα καταβάλλεται από τον αγοραστή αποβαίνει προς όφελος:

α) 

των κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όταν η πώληση δραστηριοτήτων έχει πραγματοποιηθεί μέσω της μεταβίβασης από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων προς τον αγοραστή μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β) 

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, όταν η πώληση δραστηριοτήτων έχει πραγματοποιηθεί μέσω της μεταβίβασης προς τον αγοραστή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

5.  
Μετά την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.
6.  
Κατόπιν της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, με τη συγκατάθεση του αγοραστή, να ασκήσουν τις εξουσίες μεταβίβασης όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί στον αγοραστή, προκειμένου να αναμεταβιβαστούν τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στο ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι μετοχές ή τα λοιπά μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, ενώ το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν πίσω κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή μετοχή ή άλλο μέσο ιδιοκτησίας.
7.  
Ένας αγοραστής διαθέτει τη δέουσα άδεια λειτουργίας προκειμένου να διεκπεραιώσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες τις οποίες αναλαμβάνει όταν πραγματοποιείται η μεταβίβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν την έγκαιρη εξέταση της αίτησης χορήγησης της άδειας, σε συνδυασμό με τη μεταβίβαση.
8.  
Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 22 έως 25 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από την απαίτηση κοινοποίησης στις αρμόδιες αρχές του άρθρου 26 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, καθώς και από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 11 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, σε περίπτωση που μια μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας δυνάμει της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ίδρυμα του είδους που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή στο άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος πραγματοποιεί εγκαίρως την εκτίμηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.
9.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 8 κατά την ημερομηνία μεταβίβασης των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων από την αρχή εξυγίανσης, ισχύουν οι ακόλουθες διατάξεις:

α) 

η εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή παράγει αμέσως έννομες συνέπειες·

β) 

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), τα δικαιώματα ψήφου του αγοραστή βάσει των εν λόγω μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας αναστέλλεται και εκχωρείται αποκλειστικά στην αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υποχρεούται να ασκεί τα σχετικά δικαιώματα ψήφου και δεν φέρει οιαδήποτε ευθύνη για την άσκηση ή την παράλειψη άσκησης αυτών των δικαιωμάτων ψήφου·

γ) 

κατά τη διάρκεια της περιόδου εκτίμησης και κάθε περιόδου εκποίησης που προβλέπεται στο στοιχείο στ), οι κυρώσεις και τα λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών σύμφωνα με τα άρθρα 66, 67 και 68 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ δεν ισχύουν για την εν λόγω μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ) 

αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εκτίμησης από την αρμόδια αρχή, η αρμόδια αρχή ειδοποιεί εγγράφως την αρχή εξυγίανσης και τον αγοραστή σχετικά με την εκ μέρους της έγκριση ή, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, αντίθεση στη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή·

ε) 

εάν η αρμόδια αρχή εγκρίνει τη μεταβίβαση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή, τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας θεωρείται πλήρως εκχωρηθέν στον αγοραστή από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρχή εξυγίανσης και ο αγοραστής λαμβάνουν την εν λόγω ειδοποίηση περί έγκρισης από την αρμόδια αρχή·

στ) 

εάν η αρμόδια αρχή αντιταχθεί στη μεταβίβαση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προς τον αγοραστή:

i) 

τα δικαιώματα ψήφου βάσει αυτών των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, όπως προβλέπεται στο στοιχείο β), παραμένει σε πλήρη ισχύ·

ii) 

η αρχή εξυγίανσης μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να εκποιήσει αυτές τις μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας εντός περιόδου εκποίησης που ορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, αφού ληφθούν υπόψη οι επικρατούσες συνθήκες στην αγορά· και

iii) 

εάν ο αγοραστής δεν ολοκληρώσει την εν λόγω εκποίηση εντός της περιόδου εκποίησης που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, η αρμόδια αρχή, με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης, μπορεί να επιβάλει στον αγοραστή κυρώσεις και λοιπά μέτρα λόγω παράβασης των απαιτήσεων περί απόκτησης ή εκχώρησης ειδικών συμμετοχών βάσει των άρθρων 66, 67 και 68 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

10.  
Οι μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων υπόκεινται στις διασφαλίσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο VII του τίτλου IV.
11.  
Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, ο αγοραστής θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.
12.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο αγοραστής που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια, σε συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και συστήματα εγγύησης καταθέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α) 

δεν εμποδίζεται η πρόσβαση επειδή ο αγοραστής δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα συστήματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο·

β) 

σε περίπτωση που ο αγοραστής δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού, χρηματιστήριο, σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ή σύστημα εγγύησης καταθέσεων, τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του αγοραστή προς την αρχή εξυγίανσης.

13.  
Με την επιφύλαξη του τίτλου IV κεφάλαιο VII, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των μεταβιβαζόμενων περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Άρθρο 39

Εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων: διαδικαστικές απαιτήσεις

1.  
Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, όταν εφαρμόζει το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων σε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), η αρχή εξυγίανσης θέτει σε πώληση, ή προβαίνει σε ρυθμίσεις για τη θέση σε πώληση των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που σκοπεύει να μεταφέρει η αρχή. Ομάδες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων δύνανται να τεθούν σε πώληση χωριστά.
2.  

Υπό την επιφύλαξη του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, ανάλογα με την περίπτωση, η θέση σε πώληση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α) 

είναι όσο το δυνατόν διαφανέστερη και δεν αλλοιώνει ουσιαστικά την εικόνα των περιουσιακών στοιχείων, των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων, των μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας του ιδρύματος που σκοπεύει να μεταφέρει η αρχή, έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, και ιδίως την ανάγκη να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

β) 

δεν ευνοεί αδικαιολόγητα κάποιους δυνητικούς αγοραστές ούτε δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ τους·

γ) 

δεν επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων·

δ) 

δεν προσφέρει τυχόν αθέμιτο πλεονέκτημα σε δυνητικό αγοραστή·

ε) 

λαμβάνει υπόψη την ανάγκη να πραγματοποιηθεί ταχέως η δράση εξυγίανσης·

στ) 

στοχεύει στη μεγιστοποίηση, κατά το δυνατόν, της τιμής πώλησης των σχετικών μετοχών ή των άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων.

Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου, οι αρχές που καθορίζονται στην παρούσα παράγραφο δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης να αποκλείσει συγκεκριμένους δυνητικούς αγοραστές.

Κάθε γνωστοποίηση στο κοινό της θέσης σε πώληση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, που κανονικά θα απαιτείτο σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΚ) αριθ. 596/2014, μπορεί να καθυστερήσει σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4 ή 5 της εν λόγω οδηγίας.

3.  

Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το εργαλείο πώλησης δραστηριοτήτων χωρίς να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για τη θέση σε πώληση που καθορίζονται στην παράγραφο 1, όταν διαπιστώνει ότι η συμμόρφωση με τις εν λόγω απαιτήσεις ενδέχεται να υπονομεύσει έναν ή περισσότερους από τους στόχους εξυγίανσης, και ειδικότερα εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

όταν θεωρεί ότι υπάρχει ουσιαστική απειλή για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προερχόμενη ή επιδεινούμενη από την πτώχευση ή πιθανή πτώχευση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

β) 

όταν θεωρεί ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις αυτές ενδέχεται να υπονομεύσει την αποτελεσματικότητα του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ως προς την αντιμετώπιση της απειλής αυτής ή την επίτευξη του στόχου της εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 31 παράγραφος 2 στοιχείο β).

4.  
Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2015, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προκειμένου να εξειδικεύσει τις πραγματικές περιστάσεις που συνιστούν ουσιαστική απειλή, και τα στοιχεία σχετικά την αποτελεσματικότητα του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, που προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχεία α) και β).



Τμήμα 3

Το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος

Άρθρο 40

Εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος

1.  

Προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης διατήρησης των βασικών λειτουργιών στο μεταβατικό ίδρυμα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να μεταβιβάζουν σε μεταβατικά ιδρύματα:

α) 

μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ένα ή περισσότερα ιδρύματα υπό εξυγίανση·

β) 

όλα ή ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση.

Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων των ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή οιουδήποτε τρίτου μέρους εκτός του μεταβατικού ιδρύματος και χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων.

2.  

Το μεταβατικό ίδρυμα είναι νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, μεταξύ των οποίων μπορεί να συγκαταλέγεται η αρχή εξυγίανσης ή η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

β) 

δημιουργείται με σκοπό την απόκτηση και την κατοχή ορισμένων ή όλων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ή περισσότερων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση με με σκοπό τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές λειτουργίες και την πώληση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρονται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, τη συνέχιση ορισμένων ή όλων των λειτουργιών, υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους.

Η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο β) δεν παρακωλύει την ικανότητα της αρχής εξυγίανσης να ελέγχει το μεταβατικό ίδρυμα.

3.  
Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε η ολική αξία των υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα να μην υπερβαίνει τη συνολική αξία των δικαιωμάτων και περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή παρέχονται από άλλες πηγές.
4.  

Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, κάθε αντάλλαγμα που καταβάλλεται από το μεταβατικό ίδρυμα αποβαίνει προς όφελος:

α) 

των κατόχων των μετοχών ή των μέσων ιδιοκτησίας, όταν η μεταβίβαση προς το μεταβατικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση, από τους κατόχους των εν λόγω μετοχών ή μέσων, προς το μεταβατικό ίδρυμα μετοχών ή μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β) 

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, όταν η μεταβίβαση προς το μεταβατικό ίδρυμα πραγματοποιείται με τη μεταβίβαση ορισμένων ή όλων των περιουσιακών στοιχείων ή των υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση προς το μεταβατικό ίδρυμα.

5.  
Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία μεταβίβασης περισσότερο από μία φορά, προκειμένου να πραγματοποιεί συμπληρωματικές μεταβιβάσεις μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας που έχουν εκδοθεί από ίδρυμα υπό εξυγίανση ή, ανάλογα με την περίπτωση, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση.
6.  

Όταν εφαρμόζει το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α) 

να αναμεταβιβάζει δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας στους αρχικούς κατόχους τους, ενώ το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή οι αρχικοί κάτοχοι υποχρεούνται να δεχθούν πίσω κάθε σχετικό περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή μετοχή ή άλλο μέσο ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 7,

β) 

να μεταβιβάζει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα σε τρίτους.

7.  

Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναμεταβιβάζουν μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα στο ίδρυμα υπό εξυγίανση εάν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) 

η δυνατότητα να μπορούν να αναμεταβιβάζονται οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις δηλώνεται ρητώς στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

β) 

οι συγκεκριμένες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις όντως δεν εμπίπτουν, ούτε πληρούν τις προϋποθέσεις να εμπίπτουν, στις κατηγορίες μεταβιβαστέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που καθορίζονται στην πράξη με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση.

Κάθε τέτοια αναμεταβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται εντός οιουδήποτε χρονικού διαστήματος και πληροί οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που δηλώνονται στην εν λόγω πράξη για τον σχετικό σκοπό.

8.  
Οι μεταβιβάσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή των αρχικών κατόχων των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, αφενός, και του μεταβατικού ιδρύματος, αφετέρου, υπόκεινται στις διασφαλίσεις που προβλέπονται στον τίτλο IV κεφάλαιο VII.
9.  
Για τους σκοπούς της άσκησης των δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ή για τους σκοπούς της εγκατάστασής του σε άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, ένα μεταβατικό ίδρυμα θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και μπορεί να συνεχίσει να ασκεί κάθε τέτοιο δικαίωμα το οποίο ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά μεταβιβαζόμενα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Για άλλους σκοπούς, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν το μεταβατικό ίδρυμα να θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και να έχει το μεταβατικό ίδρυμα τη δυνατότητα να συνεχίσει να ασκεί κάθε δικαίωμα που ασκούσε το ίδρυμα υπό εξυγίανση όσον αφορά τα μεταβιβασθέντα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

10.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το μεταβατικό ίδρυμα μπορεί να συνεχίσει να ασκεί τα δικαιώματα συμμετοχής και πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού, σε χρηματιστήρια, συστήματα αποζημίωσης επενδυτών και συστήματα εγγύησης καταθέσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, εφόσον πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους και συμμετοχής για τη συμμετοχή στα συστήματα αυτά.

Παρά το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α) 

δεν εμποδίζεται η πρόσβαση επειδή το μεταβατικό ίδρυμα δεν διαθέτει διαβάθμιση από οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή επειδή η εν λόγω διαβάθμιση δεν αντιστοιχεί στα επίπεδα διαβάθμισης που απαιτούνται για την πρόσβαση στα συστήματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο·

β) 

σε περίπτωση που το μεταβατικό ίδρυμα δεν πληροί τα κριτήρια ιδιότητας μέλους ή συμμετοχής σε σχετικό σύστημα πληρωμών, εκκαθάρισης ή διακανονισμού, χρηματιστήριο, σύστημα αποζημίωσης επενδυτών ή σύστημα εγγύησης καταθέσεων, τα δικαιώματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο ασκούνται για χρονική περίοδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης, η οποία δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του μεταβατικού ιδρύματος προς την αρχή εξυγίανσης.

11.  
Με την επιφύλαξη του τίτλου IV κεφάλαιο VII, οι μέτοχοι ή οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στο μεταβατικό ίδρυμα, έναντι του διοικητικού οργάνου του ή έναντι των ανώτατων διοικητικών στελεχών του.
12.  
Οι στόχοι του μεταβατικού ιδρύματος δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και το διοικητικό όργανο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι αυτών των μετόχων και πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά την εθνική νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που θίγει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων και πιστωτών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν περαιτέρω την ευθύνη ενός μεταβατικού ιδρύματος και του διοικητικού του οργάνου ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 41

Λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το μεταβατικό ίδρυμα να λειτουργεί τηρουμένων των ακόλουθων απαιτήσεων:

α) 

το περιεχόμενο της συστατικής πράξης του μεταβατικού ιδρύματος εγκρίνεται από την αρχή εξυγίανσης·

β) 

με την επιφύλαξη της ιδιοκτησιακής δομής του μεταβατικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης διορίζει ή εγκρίνει το διοικητικό όργανο του μεταβατικού ιδρύματος·

γ) 

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου και καθορίζει τις αρμοδιότητές τους·

δ) 

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του μεταβατικού ιδρύματος·

ε) 

το μεταβατικό ίδρυμα λαμβάνει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την οδηγία 2014/65/ΕΕ, αναλόγως με την περίπτωση, και διαθέτει την αναγκαία άδεια, βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, να διεκπεραιώσει τις δραστηριότητες ή τις υπηρεσίες που αποκτά δυνάμει της μεταβίβασης που πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 63 της παρούσας οδηγίας·

στ) 

το μεταβατικό ίδρυμα πληροί τις εποπτικές απαιτήσεις και υπόκειται σε εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις οδηγίες 2013/36/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ, αναλόγως με την περίπτωση·

ζ) 

η λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος συνάδει προς το ενωσιακό πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων, και η αρχή εξυγίανσης μπορεί να θέσει σχετικούς περιορισμούς στις δραστηριότητές του.

Παρά τις διατάξεις των στοιχείων ε) και στ) του πρώτου εδαφίου, και εφόσον αυτό απαιτείται προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης, το μεταβατικό ίδρυμα μπορεί να συσταθεί και να λάβει άδεια λειτουργίας χωρίς να συμμορφώνεται με τις διατάξεις των οδηγιών 2013/36/ΕΚ ή 2014/65/ΕΕ για σύντομο χρονικό διάστημα κατά την έναρξη της λειτουργίας του. Προς τον σκοπό αυτό, η αρχή εξυγίανσης υποβάλλει σχετικό αίτημα στην αρμόδια αρχή. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή αποφασίσει να χορηγήσει την εν λόγω άδεια, υποδεικνύει την περίοδο για την οποία το μεταβατικό ίδρυμα απαλλάσσεται από τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των εν λόγω οδηγιών.

2.  
Υπό την επιφύλαξη τυχόν περιορισμών που επιβάλλονται σύμφωνα με τους ενωσιακούς ή τους εθνικούς κανόνες περί ανταγωνισμού, η διοίκηση του μεταβατικού ιδρύματος διευθύνει το μεταβατικό ίδρυμα με σκοπό τη διατήρηση της πρόσβασης σε βασικές λειτουργίες και την πώληση του ιδρύματος, ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) ή δ), και των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεών του, σε έναν ή περισσότερους αγοραστές του ιδιωτικού τομέα, όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες και εντός της χρονικής περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου ή, κατά περίπτωση, στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.
3.  

Η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι το μεταβατικό ίδρυμα δεν αποτελεί πλέον μεταβατικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 40 παράγραφος 2 σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις προκύψει πρώτη:

α) 

το μεταβατικό ίδρυμα συγχωνεύεται με άλλη οντότητα·

β) 

το μεταβατικό ίδρυμα παύει να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 40 παράγραφος 2·

γ) 

πώληση εξ ολοκλήρου ή σχεδόν εξ ολοκλήρου των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων του μεταβατικού ιδρύματος σε τρίτο μέρος·

δ) 

λήξη της χρονικής περιόδου που ορίζεται στην παράγραφο 5 ή, αναλόγως με την περίπτωση, στην παράγραφο 6·

ε) 

τα περιουσιακά στοιχεία του μεταβατικού ιδρύματος έχουν εξαντληθεί και οι υποχρεώσεις του έχουν εκπληρωθεί στο σύνολό τους.

4.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης επιδιώκει την πώληση του μεταβατικού ιδρύματος ή των περιουσιακών του στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, το μεταβατικό ίδρυμα ή τα σχετικά περιουσιακά στοιχεία ή οι υποχρεώσεις τίθενται προς πώληση φανερά και με διαφανή τρόπο και ότι η πώληση δεν παρουσιάζει ουσιωδώς ανακριβή εικόνα τους ούτε ευνοεί ή διακρίνει αυθαίρετα μεταξύ δυνητικών αγοραστών.

Κάθε τέτοια πώληση πραγματοποιείται με εμπορικούς όρους, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

5.  
Εάν δεν προκύψει κανένα από τα συμβάντα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία α), β), γ) και ε), η αρχή εξυγίανσης περατώνει τη λειτουργία του μεταβατικού ιδρύματος το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεταβίβαση από ίδρυμα υπό εξυγίανση δυνάμει του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος.
6.  

Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 για μία ή περισσότερες μονοετείς περιόδους, όταν:

α) 

με την εν λόγω παράταση υποστηρίζονται τα αποτελέσματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), β), γ) ή ε)· ή

β) 

η εν λόγω παράταση είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της συνέχειας των βασικών τραπεζικών ή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.

7.  
Κάθε απόφαση της αρχής εξυγίανσης να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5 αιτιολογείται και περιλαμβάνει λεπτομερή αξιολόγηση της κατάστασης που δικαιολογεί την παράταση, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών και των προοπτικών της αγοράς.
8.  
Σε περίπτωση που οι λειτουργίες του μεταβατικού ιδρύματος παύσουν υπό τις συνθήκες που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχεία γ) ή δ), το μεταβατικό ίδρυμα εκκαθαρίζεται στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, οι μέτοχοι του μεταβατικού ιδρύματος καρπώνονται τυχόν έσοδα από την περάτωση της λειτουργίας του μεταβατικού ιδρύματος.

9.  
Σε περίπτωση που ένα μεταβατικό ίδρυμα χρησιμοποιείται για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων περισσότερων του ενός ιδρυμάτων υπό εξυγίανση, η υποχρέωση της παραγράφου 8 αφορά τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις που έχουν μεταβιβαστεί από κάθε ένα από τα ιδρύματα υπό εξυγίανση και όχι το ίδιο το μεταβατικό ίδρυμα.



Τμήμα 4

Το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων·

Άρθρο 42

Εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων

1.  
Προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 85, η μεταβίβαση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να πραγματοποιείται χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων των ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή οιουδήποτε τρίτου μέρους πλην του μεταβατικού ιδρύματος και χωρίς να τηρούνται οι διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του δικαίου περί εταιρειών ή αξιογράφων.

2.  

Για τους σκοπούς του εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων είναι το νομικό πρόσωπο που πληροί σωρευτικά τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή ελέγχεται από μία ή περισσότερες δημόσιες αρχές, στις οποίες μπορεί να περιλαμβάνεται η αρχή εξυγίανσης ή η ρύθμιση χρηματοδότησης της εξυγίανσης, και ελέγχεται από την αρχή εξυγίανσης·

β) 

έχει δημιουργηθεί με σκοπό να λάβει ορισμένα ή όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων υπό εξυγίανση ή ενός μεταβατικού ιδρύματος.

3.  
Ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάζονται σε αυτόν με σκοπό να μεγιστοποιήσει την αξία τους μέσω ενδεχόμενης πώλησης ή συντεταγμένης εκκαθάρισης.
4.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων λειτουργεί τηρουμένων των ακόλουθων διατάξεων:

α) 

το περιεχόμενο της συστατικής πράξης του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων εγκρίνεται από την αρχή εξυγίανσης·

β) 

με την επιφύλαξη της ιδιοκτησιακής δομής του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, η αρχή εξυγίανσης διορίζει ή εγκρίνει το διοικητικό όργανο του φορέα·

γ) 

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τις αποδοχές των μελών του διοικητικού οργάνου και καθορίζει τις σχετικές αρμοδιότητές τους·

δ) 

η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει τη στρατηγική και το προφίλ κινδύνου του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

5.  

Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ασκούν την εξουσία που ορίζεται στην παράγραφο 1 όσον αφορά τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων μόνο εφόσον:

α) 

η κατάσταση της συγκεκριμένης αγοράς για αυτά τα περιουσιακά στοιχεία είναι πιθανό να επιφέρει δυσμενείς συνέπειες σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές σε περίπτωση εκκαθάρισης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας·

β) 

η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να διασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή του μεταβατικού ιδρύματος· ή

γ) 

η μεταβίβαση είναι απαραίτητη προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα έσοδα από την εκκαθάριση.

6.  
Όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων, οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν το αντίτιμο έναντι του οποίου μεταβιβάζονται τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 36 και σύμφωνα με το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις. Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει το αντίτιμο να έχει την ονομαστική ή αρνητική αξία.
7.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 7, το ίδρυμα υπό εξυγίανση καρπώνεται κάθε αντίτιμο που καταβάλλεται από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις που αποκτώνται απευθείας από το ίδρυμα υπό εξυγίανση. Το αντίτιμο μπορεί να καταβάλλεται υπό μορφή χρεωστικών τίτλων που εκδίδονται από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
8.  
Σε περίπτωση που έχει εφαρμοστεί το εργαλείο μεταβατικού ιδρύματος, ο φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων μπορεί, μετά την εφαρμογή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το μεταβατικό ίδρυμα.
9.  
Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να μεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από το ίδρυμα υπό εξυγίανση σε έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, καθώς επίσης και να αναμεταβιβάζουν περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις από έναν ή περισσότερους φορείς διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 10.

Το ίδρυμα υπό εξυγίανση υποχρεούται να δεχθεί εκ νέου κάθε τέτοιο περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα ή υποχρέωση.

10.  

Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να αναμεταβιβάζουν δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις από τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στο ίδρυμα υπό εξυγίανση σε μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) 

όταν η δυνατότητα αναμεταβίβασης των συγκεκριμένων δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων δηλώνεται ρητώς στην εντολή με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση·

β) 

όταν τα συγκεκριμένα δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων που διευκρινίζονται στην εντολή με την οποία πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση ή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις μεταβίβασης της εν λόγω εντολής.

Σε οιαδήποτε από τις περιπτώσεις των στοιχείων α) και β), η αναμεταβίβαση μπορεί να πραγματοποιείται εντός οιουδήποτε χρονικού διαστήματος και συνάδει με κάθε προϋπόθεση που ρητώς ορίζεται στη σχετική προς αυτόν τον σκοπό εντολή.

11.  
Οι μεταβιβάσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων υπόκεινται στις διασφαλίσεις για τις μερικές μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, οι οποίες προβλέπονται στο κεφάλαιο VII του τίτλου IV.
12.  
Με την επιφύλαξη του κεφαλαίου VII του τίτλου IV, οι μέτοχοι και οι πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλα τρίτα μέρη των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις δεν μεταβιβάζονται στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, δεν έχουν δικαιώματα, άμεσα ή έμμεσα, επί των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που μεταβιβάζονται στον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, ούτε έναντι του διοικητικού οργάνου του ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του.
13.  
Οι στόχοι του φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων δεν συνεπάγονται καμία υποχρέωση ή ευθύνη έναντι των μετόχων ή πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση, και το διοικητικό όργανο ή τα ανώτατα διοικητικά στελέχη δεν υπέχουν καμία ευθύνη έναντι αυτών των μετόχων και πιστωτών για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκτός εάν η πράξη ή παράλειψη είναι, κατά την εθνική νομοθεσία, προϊόν βαρείας αμέλειας ή σοβαρού παραπτώματος που θίγει άμεσα τα δικαιώματα αυτών των μετόχων και πιστωτών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την ευθύνη ενός φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και του διοικητικού οργάνου του ή των ανώτατων διοικητικών στελεχών του, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, για πράξεις και παραλείψεις κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

14.  
Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να προωθήσει τη σύγκλιση των πρακτικών εποπτείας και εξυγίανσης όσον αφορά τη διαπίστωση πότε, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων υπό κανονικές διαδικασίες πτώχευσης μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις σε μία ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές αγορές.



Τμήμα 5

Το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα



Υποτμήμα 1

Στόχος και πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Άρθρο 43

Το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα

1.  
Προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις εξουσίες εξυγίανσης που καθορίζονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1.
2.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να εφαρμόσουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 31, σύμφωνα με τις αρχές εξυγίανσης που ορίζει το άρθρο 34, για οποιονδήποτε από τους εξής σκοπούς:

α) 

για την ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος, ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης σε βαθμό που να επιτρέπει την αποκατάσταση της δυνατότητας συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας (εφόσον οι εν λόγω προϋποθέσεις ισχύουν για την οντότητα), τη συνέχιση της διεκπεραίωσης των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΚ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ (όταν χορηγείται άδεια στην οντότητα δυνάμει των εν λόγω οδηγιών), καθώς και τη διατήρηση επαρκούς εμπιστοσύνης των αγορών στο ίδρυμα ή την οντότητα·

β) 

για τη μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο ή τη μείωση της αξίας των απαιτήσεων ή των χρεωστικών μέσων που μεταβιβάζονται:

i) 

σε μεταβατικό ίδρυμα, με σκοπό την παροχή κεφαλαίου για το εν λόγω μεταβατικό ίδρυμα, ή

ii) 

στο πλαίσιο εφαρμογής του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων.

3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου μόνον εφόσον ευλόγως διαφαίνεται ότι η εφαρμογή του εν λόγω εργαλείου, σε συνδυασμό με άλλα σχετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων που απαιτείται βάσει του άρθρου 52, θα αποκαταστήσει τη χρηματοπιστωτική ευρωστία του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), επιτυγχάνοντας, επιπλέον, τους σχετικούς στόχους της εξυγίανσης.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν οποιοδήποτε από τα εργαλεία εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 3 στοιχεία α), β) και γ), και το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου, όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου.

4.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σε όλα τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), τηρώντας τη νομική μορφή του σχετικού ιδρύματος ή της σχετικής οντότητας, ή μπορούν να τροποποιούν τη νομική μορφή.

Άρθρο 44

Πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις υποχρεώσεις ιδρύματος ή οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω εργαλείου, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 του παρόντος άρθρου.
2.  

Οι αρχές εξυγίανσης δεν ασκούν τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας:

α) 

καλυπτόμενες καταθέσεις·

β) 

εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων χρησιμοποιούμενων για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και εξασφαλίζονται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν των καλυμμένων ομολόγων·

γ) 

κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή, από το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας, περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών που έχουν στην κατοχή τους για λογαριασμό ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 9009/65/ΕΚ, ή ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας·

δ) 

κάθε υποχρέωση που προκύπτει από σχέση καταπίστευσης μεταξύ του ιδρύματος ή της οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) (ως καταπιστευματοδόχου) και ενός άλλου προσώπου (ως δικαιούχου), υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας ή του αστικού δικαίου·

ε) 

υποχρεώσεις προς ιδρύματα, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών·

▼M3

στ) 

υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά ημερών, έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα, ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ένωσης βάσει του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας που έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ βάσει του άρθρου 25 του εν λόγω κανονισμού·

▼B

ζ) 

υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:

i) 

εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένο μισθό, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση·

ii) 

εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, που συνδέεται με την παροχή στο ίδρυμα ή στην οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) αγαθών και υπηρεσιών, κρίσιμων για την καθημερινή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής, κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων·

iii) 

φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο·

iv) 

συστήματα εγγύησης καταθέσεων τα οποία προκύπτουν από τις συνεισφορές που οφείλονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ·

▼M3

η) 

υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, ανεξάρτητα από τη διάρκειά τους εκτός από τις περιπτώσεις που αυτές οι υποχρεώσεις κατατάσσονται κάτω από τις κοινές μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με τον σχετικό εθνικό νόμο που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ο οποίος ισχύει κατά την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο· σε περιπτώσεις όπου ισχύει η εν λόγω εξαίρεση, η αρχή εξυγίανσης της σχετικής θυγατρικής που δεν συνιστά οντότητα εξυγίανσης εκτιμά κατά πόσον το ποσό των στοιχείων που πληρούν το άρθρο 45στ παράγραφος 2 είναι επαρκές ώστε να στηριχθεί η εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

▼B

Το στοιχείο ζ) σημείο i) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών των προσώπων που αναλαμβάνουν σημαντικούς κινδύνους, όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλα τα εξασφαλισμένα περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται με τη δέσμη κάλυψης καλυμμένων ομολόγων να μην επηρεάζονται, να παραμένουν διαχωρισμένα και να διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση. Ούτε η απαίτηση αυτή ούτε το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου εμποδίζουν τις αρχές εξυγίανσης, όπου ενδείκνυται, να ασκούν τις εξουσίες αυτές όσον αφορά οιοδήποτε μέρος μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης ή υποχρέωσης για την οποία έχει ενεχυριαστεί εξασφάλιση που υπερβαίνει την αξία των περιουσιακών στοιχείων, του ενεχύρου, του εμπράγματου δικαιώματος ή της εξασφάλισης που παρέχονται ως ασφάλεια.

Το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου δεν εμποδίζει τις αρχές εξυγίανσης, όπου ενδείκνυται, να ασκούν τις εξουσίες αυτές όσον αφορά κάθε ποσό κατάθεσης που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

Με την επιφύλαξη των κανόνων περί μεγάλων ανοιγμάτων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και ομίλων, οι αρχές εξυγίανσης περιορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, τον βαθμό στον οποίο άλλα ιδρύματα κατέχουν ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ , εκτός από τις υποχρεώσεις τις οποίες κατέχουν οντότητες που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου.

3.  

Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής όταν:

α) 

δεν είναι δυνατή η διάσωση με ίδια μέσα της συγκεκριμένης υποχρέωσης εντός εύλογου χρόνου, παρά τις καλόπιστες προσπάθειες των αρχών εξυγίανσης,

β) 

η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων κατά τρόπο που διατηρεί την ικανότητα του ιδρύματος υπό εξυγίανση να συνεχίζει τις κεντρικές λειτουργίες, υπηρεσίες και συναλλαγές του,

γ) 

η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να αποφευχθεί ευρεία μετάδοση, ιδίως όσον αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών τους, κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης, ή

δ) 

η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε αυτές τις υποχρεώσεις θα προκαλέσει καταστροφή αξίας τέτοια ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα.

▼M3

Οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν προσεκτικά αν οι υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης και δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής βάσει της παραγράφου 2 στοιχείο η) του παρόντος άρθρου θα πρέπει να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούν μερικώς δυνάμει των στοιχείων α) έως δ) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης.

Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει εν μέρει μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει της παρούσας παραγράφου, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού μπορεί να αυξηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού τηρεί την αρχή του άρθρου 34 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).

4.  

Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει εν μέρει μια υποχρέωση υποκείμενη σε αναδιάρθρωση παθητικού ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού δυνάμει του παρόντος άρθρου και οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα ώστε να επιτύχει το ένα ή και τα δύο ακόλουθα:

α) 

να καλυφθούν τυχόν ζημίες που δεν απορροφήθηκαν από τις υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού και να μηδενισθεί η καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α),

β) 

να αγοράσει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο β).

▼B

5.  

Η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης προβαίνει στη συνεισφορά που αναφέρεται στην παράγραφο 4 μόνον όταν:

α) 

οι μέτοχοι, οι κάτοχοι άλλων μέσων ιδιοκτησίας και οι κάτοχοι σχετικών κεφαλαιακών μέσων και άλλων ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ έχουν συνεισφέρει στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση με ποσό που αντιστοιχεί στο 8 % τουλάχιστον των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36, μέσω απομείωσης, μετατροπής ή με άλλο τρόπο· και

β) 

η συνεισφορά της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το 5 % των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων του υπό εξυγίανση ιδρύματος, μετρούμενων κατά τον χρόνο της δράσης εξυγίανσης σύμφωνα με την αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 36.

6.  

Η συνεισφορά της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 μπορεί να χρηματοδοτηθεί με:

α) 

το διαθέσιμο στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης ποσό που συγκεντρώθηκε μέσω συνεισφορών των ιδρυμάτων και των υποκαταστημάτων της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6 και το άρθρο 103·

β) 

το ποσό που μπορεί να αντληθεί μέσω εκ των υστέρων εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 104 εντός περιόδου τριών ετών· και

γ) 

σε περίπτωση που τα αναφερόμενα στα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου ποσά δεν επαρκούν, ποσά που συγκεντρώνονται από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 105.

7.  

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αναζητήσει περαιτέρω χρηματοδότηση από εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης αφού προηγουμένως:

α) 

έχει καλυφθεί το όριο του 5 % που προβλέπεται στην παράγραφο 5· και

β) 

έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί πλήρως όλες οι με εξασφαλισμένες, μη προνομιούχες υποχρεώσεις, πλην των επιλέξιμων καταθέσεων.

Ως εναλλακτική ή πρόσθετη λύση, όταν πληρούνται οι όροι του πρώτου εδαφίου, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να προβεί σε συνεισφορά από πόρους που συγκεντρώθηκαν μέσω εκ των προτέρων συνεισφορών σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6 και το άρθρο 103 και οι οποίοι δεν έχουν χρησιμοποιηθεί ακόμα.

8.  

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο α) της παραγράφου 5, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί επίσης να προβεί σε συνεισφορά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 υπό τον όρο ότι:

α) 

η συνεισφορά στην απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 5 ισούται με ποσό τουλάχιστον ίσο με το 20 % των σταθμισμένων βάσει κινδύνου περιουσιακών στοιχείων του σχετικού ιδρύματος,

β) 

η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης του σχετικού κράτους μέλους έχει στη διάθεσή της, μέσω εκ των προτέρων συνεισφορών (μη συμπεριλαμβανομένων των συνεισφορών σε σύστημα εγγύησης των καταθέσεων) που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 100 παράγραφος 6και το άρθρο 103, ποσό το οποίο ισούται με το 3 % τουλάχιστον των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, και

γ) 

το σχετικό ίδρυμα διαθέτει περιουσιακά στοιχεία με αξία μικρότερη των 900 δισεκατ. EUR σε ενοποιημένη βάση.

9.  

Κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας βάσει της παραγράφου 3, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τα εξής:

α) 

την αρχή ότι οι ζημίες επιβαρύνουν πρωτίστως τους μετόχους και στη συνέχεια, γενικά, τους πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος κατά σειρά προτεραιότητας·

β) 

το επίπεδο της ικανότητας απορρόφησης ζημιών που θα διατηρούσε το υπό εκκαθάριση ίδρυμα εάν είχε εξαιρεθεί η υποχρέωση ή κατηγορία υποχρεώσεων· και

γ) 

την ανάγκη διατήρησης επαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση της εξυγίανσης.

10.  
Οι εξαιρέσεις δυνάμει της παραγράφου 3 μπορούν να εφαρμόζονται είτε προκειμένου να εξαιρεθεί εντελώς μια υποχρέωση από την απομείωση ή προκειμένου να περιοριστεί ο βαθμός απομείωσης που εφαρμόζεται στην εν λόγω υποχρέωση.
11.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115, με σκοπό να διασαφηνίζονται οι περιπτώσεις που καθιστούν επιτακτική την εξαίρεση προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
12.  
Πριν από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την εξαίρεση υποχρέωσης δυνάμει της παραγράφου 3, η αρχή εξυγίανσης ειδοποιεί την Επιτροπή. Εάν η εξαίρεση απαιτεί συνεισφορά από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης ή μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης δυνάμει των παραγράφων 4 έως 8, η Επιτροπή δύναται, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης, ή μεγαλύτερου διαστήματος κατόπιν συγκατάθεσης της αρχής εξυγίανσης, να απαγορεύσει ή να απαιτήσει τροποποιήσεις στην προτεινόμενη εξαίρεση εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ακεραιότητα της εσωτερικής αγοράς. Τα ανωτέρω ισχύουν χωρίς να θίγεται η εφαρμογή του πλαισίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων από την Επιτροπή.

▼M3

Άρθρο 44α

Πώληση επιλέξιμων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης σε ιδιώτες πελάτες

1.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο πωλητής των επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση το στοιχείο β) του άρθρου 72α παράγραφος 1 και τις παραγράφους 3 έως 5 του άρθρου 72β του εν λόγω κανονισμού, μπορεί να πωλεί μόνο τις εν λόγω υποχρεώσεις σε ιδιώτη πελάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

ο πωλητής έχει προβεί σε έλεγχο καταλληλότητας σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β) 

ο πωλητής έχει πεισθεί, με βάση τον έλεγχο που αναφέρεται στο στοιχείο α), ότι οι επιλέξιμες υποχρεώσεις είναι κατάλληλες για τον εν λόγω ιδιώτη πελάτη·

γ) 

ο πωλητής τεκμηριώνει την καταλληλότητα σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι οι όροι που προβλέπονται στα στοιχεία α) έως γ) του εν λόγω εδαφίου εφαρμόζονται σε πωλητές άλλων μέσων που χαρακτηρίζονται ως ίδια κεφάλαια ή υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού.

2.  

Όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 και το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων του εν λόγω ιδιώτη πελάτη δεν υπερβαίνει, κατά τον χρόνο της αγοράς, τις 500 000  EUR, ο πωλητής διασφαλίζει, με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τον ιδιώτη πελάτη σύμφωνα με την παράγραφο 3, ότι κατά τη στιγμή της αγοράς πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

το συνολικό ποσό που επενδύει ο ιδιώτης πελάτης δεν υπερβαίνει το 10 % του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του εν λόγω πελάτη σε υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β) 

το ποσό της αρχικής επένδυσης που επενδύθηκε σε ένα ή περισσότερα μέσα υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανέρχεται σε τουλάχιστον 10 000  EUR.

3.  
Ο ιδιώτης πελάτης παρέχει στον πωλητή ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων του ιδιώτη πελάτη, περιλαμβανομένων τυχόν επενδύσεων σε υποχρεώσεις, όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1.
4.  
Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3, το χαρτοφυλάκιο χρηματοπιστωτικών μέσων του ιδιώτη πελάτη περιλαμβάνει καταθέσεις μετρητών και χρηματοπιστωτικά μέσα, αποκλειομένων όμως των τυχόν χρηματοπιστωτικών μέσων που έχουν δοθεί ως ασφάλεια.
5.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 25 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν ελάχιστο ονομαστικό ποσό τουλάχιστον 50 000  EUR για τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της αγοράς και τις πρακτικές του οικείου κράτους μέλους, καθώς και τα υφιστάμενα μέτρα προστασίας των καταναλωτών εντός της δικαιοδοσίας του εν λόγω κράτους μέλους.
6.  
Όταν η αξία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε κράτος μέλος και υπόκεινται στην απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε δεν υπερβαίνει τα 50 δισεκατομμύρια EUR, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί, κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 5 του παρόντος άρθρου να εφαρμόζει μόνο την απαίτηση που ορίζεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.
7.  
Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν το παρόν άρθρο σε υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 που έχουν εκδοθεί πριν από τις 28 Δεκεμβρίου 2020.

▼B



Υποτμήμα 2

Ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

▼M3

Άρθρο 45

Εφαρμογή και υπολογισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) πληρούν ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων όταν απαιτείται από το παρόν άρθρο και από τα άρθρα 45α έως 45θ και σύμφωνα με τα άρθρα αυτά.
2.  

Η υποχρέωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45γ παράγραφος 3, 5 ή 7, ανάλογα με την περίπτωση, ως το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων και εκφράζεται ως ποσοστό:

α) 

του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β) 

του μέτρου συνολικού ανοίγματος της σχετικής οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 429 και 429α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

▼M4

3.  

Σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033, οι παραπομπές της παρούσας οδηγίας στο άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) της παρούσας οδηγίας και που δεν αποτελούν επιχειρήσεις επενδύσεων του άρθρου 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 νοούνται ως εξής:

α) 

οι παραπομπές της παρούσας οδηγίας στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση του συνολικού δείκτη κεφαλαίου αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033·

β) 

οι παραπομπές της παρούσας οδηγίας στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά το συνολικό ποσό του ανοίγματος σε κίνδυνο αναφέρονται στην ισχύουσα απαίτηση του άρθρου 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 πολλαπλασιαζόμενο επί 12,5.

Σύμφωνα με το άρθρο 65 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034, οι παραπομπές στην παρούσα οδηγία στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3) της παρούσας οδηγίας και που δεν είναι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ή 5 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/2033 νοούνται ως παραπομπές στο άρθρο 40 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/2034.

▼M3

Άρθρο 45α

Απαλλαγή από την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.  

Παρά το άρθρο 45, οι αρχές εξυγίανσης εξαιρούν από την απαίτηση του άρθρου 45 παράγραφος 1 τα ιδρύματα ενυπόθηκης πίστης που χρηματοδοτούνται από καλυμμένα ομόλογα τα οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να δέχονται καταθέσεις, όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

τα ιδρύματα αυτά εκκαθαρίζονται μέσω εθνικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, ή μέσω άλλων διαδικασιών που προορίζονται για τα εν λόγω ιδρύματα και εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 38, 40 ή 42, και

β) 

οι εθνικές διαδικασίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτές των εν λόγω ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση όσων κατέχουν καλυμμένα ομόλογα, υφίστανται ζημίες κατά τρόπο που ανταποκρίνεται στους στόχους της εξυγίανσης.

2.  
Τα ιδρύματα που απαλλάσσονται από την υποχρέωση που προβλέπεται από το άρθρο 45 παράγραφος 1 δεν συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε παράγραφος 1.

Άρθρο 45β

Επιλέξιμες υποχρεώσεις για οντότητες εξυγίανσης

1.  

Οι υποχρεώσεις συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων οντοτήτων εξυγίανσης μόνον όταν πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στα ακόλουθα άρθρα του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α) 

άρθρο 72α·

β) 

άρθρο 72β, με εξαίρεση το στοιχείο δ) της παραγράφου 2· και

γ) 

άρθρο 72γ.

Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, όποτε η παρούσα οδηγία αναφέρεται στις απαιτήσεις του άρθρου 92α ή του άρθρου 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ως επιλέξιμες υποχρεώσεις για τον σκοπό των εν λόγω άρθρων νοούνται οι επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως ορίζονται στο άρθρο 72ια του εν λόγω κανονισμού και προσδιορίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 5α του δεύτερου μέρους, τίτλος Ι του εν λόγω κανονισμού.

2.  

Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα, όπως δομημένα αξιόγραφα, που πληρούν τις προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, με εξαίρεση το άρθρο 72α παράγραφος 2 στοιχείο ιβ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνον εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

το βασικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από τον χρεωστικό τίτλο είναι γνωστό κατά τον χρόνο έκδοσης, είναι σταθερό ή αυξανόμενο και δεν επηρεάζεται από ένα ενσωματωμένο παράγωγο στοιχείο και το συνολικό ποσό της υποχρέωσης που προκύπτει από το χρεωστικό μέσο, συμπεριλαμβανομένου του ενσωματωμένου παραγώγου, μπορεί να αποτιμάται καθημερινά με αναφορά σε μια ενεργή, ρευστή αγορά διπλής κατεύθυνσης για ισοδύναμο μέσο χωρίς πιστωτικό κίνδυνο, σύμφωνα με τα άρθρα 104 και 105 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· ή

β) 

το χρεωστικό μέσο περιλαμβάνει συμβατική ρήτρα που ορίζει ότι η αξία της απαίτησης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη και εξυγίανσης του εκδότη είναι σταθερή ή αυξανόμενη, και δεν υπερβαίνει το αρχικά καταβληθέν ποσό της υποχρέωσης.

Τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, συμπεριλαμβανομένων των ενσωματωμένων παραγώγων τους, δεν υπόκεινται σε οιαδήποτε συμφωνία συμψηφισμού και η αποτίμησή τους δεν υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 49 παράγραφος 3.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μόνο για το τμήμα της υποχρέωσης που αντιστοιχεί στο βασικό ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου ή στο σταθερό ή αυξανόμενο ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) του εν λόγω εδαφίου.

3.  

Όταν οι υποχρεώσεις εκδίδονται από θυγατρική εγκατεστημένη στην Ένωση, η οποία ανήκει στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης με την οντότητα εξυγίανσης σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, οι υποχρεώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται στο ποσό των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α)·

β) 

η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής έναντι των εν λόγω υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 ή το άρθρο 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

γ) 

οι εν λόγω υποχρεώσεις δεν υπερβαίνουν ποσό το οποίο ισούται με το ποσό που αναφέρεται στο σημείο ii) μείον το ποσό που αναφέρεται στο σημείο i):

i) 

το άθροισμα των υποχρεώσεων που εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και του ποσού των ιδίων κεφαλαίων που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β)·

ii) 

το ποσό που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 1.

4.  

Με την επιφύλαξη της ελάχιστης απαίτησης του άρθρου 45γ παράγραφος 5 και του άρθρου 45δ παράγραφος 1 στοιχείο α), οι αρχές εξυγίανσης μεριμνούν ώστε τμήμα της απαίτησης του άρθρου 45ε ίσο με το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, καλύπτεται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να επιτρέψει την κάλυψη επιπέδου χαμηλότερου από το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, αλλά υψηλότερου από το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου (1-(X1/X2)) x 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6, με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης, ή υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 72β παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όπου, τηρουμένου του ορίου της αναλογίας της μείωσης που είναι δυνατή δυνάμει του άρθρου 72β παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού:

X1 = 3,5 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και
X2 = το ποσό που προκύπτει από το άθροισμα του 18 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και του ποσού της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας.

Όταν, για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5, η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου οδηγεί σε απαίτηση άνω του 27 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, για την οικεία οντότητα εξυγίανσης, το μέρος της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου σε ποσό ίσο προς το 27 % του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο, εάν η αρχή εξυγίανσης έχει αξιολογήσει ότι:

α) 

η πρόσβαση στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης δεν λαμβάνεται υπόψη στο σχέδιο εξυγίανσης ως επιλογή για την εξυγίανση της εν λόγω οντότητας εξυγίανσης, και

β) 

όταν δεν εφαρμόζεται το στοιχείο α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε επιτρέπει στην εν λόγω οντότητα εξυγίανσης να πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 44 παράγραφος 5 ή παράγραφος 8, κατά περίπτωση.

Κατά την αξιολόγηση που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη τον κίνδυνο δυσανάλογης επίπτωσης στο επιχειρηματικό μοντέλο της οικείας οντότητα εξυγίανσης.

Για τις οντότητες εξυγίανσης που υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 6, το δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται.

5.  

Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν είναι ούτε G-SII ούτε οντότητες εξυγίανσης υποκείμενες στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 της παρούσας οδηγίας, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίσει ότι τμήμα της απαίτησης του άρθρου 45ε της παρούσας οδηγίας είτε έως το 8 % των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, της οντότητας είτε έως το ποσό που προκύπτει από τον τύπο της παραγράφου 7, ανάλογα με το ποιο είναι υψηλότερο, καλύπτεται με ίδια κεφάλαια και επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης, ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου έχουν την ίδια εξοφλητική προτεραιότητα στην εθνική διαδικασία αφερεγγυότητας με ορισμένες υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή το άρθρο 44 παράγραφος 3·

β) 

υπάρχει κίνδυνος, μετά τη σχεδιαζόμενη εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις μη μειωμένης εξασφάλισης που δεν εξαιρούνται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή το άρθρο 44 παράγραφος 3, οι πιστωτές απαιτήσεων που απορρέουν από τις εν λόγω υποχρεώσεις να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

γ) 

το ποσό των ιδίων κεφαλαίων και άλλων υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης δεν υπερβαίνει το ποσό που απαιτείται για να εξασφαλιστεί ότι οι πιστωτές που αναφέρονται στο στοιχείο β) δεν υφίστανται ζημίες πάνω από το επίπεδο των ζημιών τις οποίες θα είχαν διαφορετικά υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται ή είναι ευλόγως πιθανό ότι θα εξαιρεθούν από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή το άρθρο 44 παράγραφος 3 ανέρχεται σε άνω του 10 % της εν λόγω κατηγορίας, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί τον κίνδυνο που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

6.  
Για τους σκοπούς των παραγράφων 4, 5 και 7, οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα περιλαμβάνονται στις συνολικές υποχρεώσεις εφόσον αναγνωρίζονται πλήρως τα δικαιώματα συμψηφισμού του αντισυμβαλλομένου.

Τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης που χρησιμοποιούνται για τη συμμόρφωση με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας είναι επιλέξιμα για τη συμμόρφωση με την απαίτηση των παραγράφων 4, 5 και 7.

7.  

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να αποφασίσει ότι η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε της παρούσας οδηγίας ικανοποιείται από οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 της παρούσας οδηγίας με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, στον βαθμό που το άθροισμα των εν λόγω ιδίων κεφαλαίων, μέσων και υποχρεώσεων, λόγω της υποχρέωσης της οντότητας εξυγίανσης να συμμορφώνεται με συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 και στο άρθρο 45ε της παρούσας οδηγίας, δεν υπερβαίνει το υψηλότερο μεταξύ:

α) 

8 % του συνόλου των υποχρεώσεων της οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, ή,

β) 

του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή του τύπου Ax2 +Bx2 +C, όπου A, B και C είναι τα ακόλουθα ποσά:

A = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·
B = το ποσό που προκύπτει από την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·
C = το ποσό που προκύπτει από την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας.
8.  
Οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να ασκεί την εξουσία της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου όσον αφορά τις οντότητες εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 και πληρούν μία από τις προϋποθέσεις των στοιχείων α), β) ή γ) του δευτέρου εδαφίου της παρούσας παραγράφου έως το όριο του 30 % του συνόλου των οντοτήτων εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 και για τις οποίες η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε:

Οι προϋποθέσεις θεωρούνται από τις αρχές εξυγίανσης ως εξής:

α) 

έχουν διαπιστωθεί ουσιαστικά εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης στην προηγούμενη εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης, και:

i) 

δεν έχουν ληφθεί διορθωτικά μέτρα μετά την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η αρχή εξυγίανσης, ή

ii) 

τα διαπιστωθέντα ουσιαστικά εμπόδια δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με καμία από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 και η άσκηση της εξουσίας της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου θα αντιστάθμιζε εν μέρει ή πλήρως τον αρνητικό αντίκτυπο των ουσιαστικών εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης,

β) 

η αρχή εξυγίανσης θεωρεί ότι είναι περιορισμένες η εφικτότητα και η αξιοπιστία της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους της οντότητας, της αλληλεπίδρασης, της φύσης, του εύρους, του κινδύνου και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, του νομικού της καθεστώτος και της μετοχικής δομής, ή

γ) 

η απαίτηση του άρθρου 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η οντότητα εξυγίανσης που είναι G-SII ή που υπόκειται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 της παρούσας οδηγίας, καθόσον αφορά την επικινδυνότητα, συγκαταλέγεται στο ανώτερο 20 % των ιδρυμάτων για τα οποία η αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση του άρθρου 45 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας.

Για τους σκοπούς των ποσοστών που αναφέρονται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο, η αρχή εξυγίανσης στρογγυλοποιεί στον πλησιέστερο ακέραιο τον αριθμό που προκύπτει από τον υπολογισμό.

Τα κράτη μέλη μπορούν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εθνικού τραπεζικού τομέα τους, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του αριθμού των οντοτήτων εξυγίανσης που είναι G-SII ή υπόκεινται στο άρθρο 45γ παράγραφος 5 ή 6 για τις οποίες η εθνική αρχή εξυγίανσης καθορίζει την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, να ορίζουν το ποσοστό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο σε επίπεδο άνω του 30 %.

9.  
Μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 ή 7.

Κατά τη λήψη των αποφάσεων αυτών, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει επίσης υπόψη:

α) 

το βάθος της αγοράς για τα μέσα ιδίων κεφαλαίων και τα επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης της οντότητας εξυγίανσης την τιμολόγηση των εν λόγω μέσων, όπου υπάρχουν, και τον χρόνο που απαιτείται για την εκτέλεση κάθε πράξης που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με την απόφαση.

β) 

το ποσό των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων που πληροί όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του ενός έτους από την ημερομηνία της απόφασης με σκοπό την ποσοτική προσαρμογή των απαιτήσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 7 του παρόντος άρθρου·

γ) 

τη διαθεσιμότητα και το ποσό των μέσων που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός από το στοιχείο δ) του άρθρου 72β παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού·

δ) 

αν είναι σημαντικό σε σύγκριση με τις επιλέξιμες υποχρεώσεις και τα ίδια κεφάλαια της οντότητας εξυγίανσης το ποσό των υποχρεώσεων που εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή το άρθρο 44 παράγραφος 3 και που, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, κατατάσσονται σε ίση ή χαμηλότερη θέση από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις με την υψηλότερη κατάταξη. Εφόσον το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων δεν υπερβαίνει το 5 % του ποσού των ιδίων κεφαλαίων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων της οντότητας εξυγίανσης, το εξαιρούμενο ποσό θεωρείται μη σημαντικό. Πάνω από το όριο αυτό, η σημασία των εξαιρούμενων υποχρεώσεων εκτιμάται από τις αρχές εξυγίανσης·

ε) 

το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης, καθώς τη σταθερότητα και την ικανότητά της να συνεισφέρει στην οικονομία· και

στ) 

τον αντίκτυπο του πιθανού κόστους αναδιάρθρωσης στην ανακεφαλαιοποίηση της οντότητας εξυγίανσης.

Άρθρο 45γ

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις

1.  

Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 καθορίζεται από την αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, βάσει των ακόλουθων κριτηρίων:

α) 

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης μπορεί να εξυγιανθεί μέσω της εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης αναφορικά με την οντότητα εξυγίανσης συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στους στόχους εξυγίανσης·

β) 

την ανάγκη να διασφαλιστεί, σε ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ότι η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, διαθέτουν επαρκείς επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση που εφαρμόζονταν σε αυτές το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα ή εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, αντιστοίχως, οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης των σχετικών οντοτήτων μπορεί να αποκατασταθεί σε επίπεδο που είναι αναγκαίο προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσουν να ασκούν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ) 

την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι, εάν το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων ενδέχεται να εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, ή μπορούν να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η οντότητα εξυγίανσης διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι οι ζημίες θα μπορούσαν να απορροφηθούν και ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου και, κατά περίπτωση, ο δείκτης μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης μπορεί να αποκατασταθεί σε επίπεδο που είναι αναγκαίο προκειμένου να είναι σε θέση να εξακολουθήσει να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ) 

το μέγεθος, το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και το προφίλ κινδύνου της οντότητας·

ε) 

τον βαθμό στον οποίον η πτώχευση της οντότητας θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, μεταξύ άλλων, μέσω της μετάδοσης σε άλλα ιδρύματα ή οντότητες, λόγω της διασύνδεσης της οντότητας με άλλα ιδρύματα ή οντότητες ή με το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

2.  

Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η δράση εξυγίανσης πρέπει να αναλαμβάνεται ή η εξουσία απομείωσης και μετατροπής των οικείων κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 να ασκείται σύμφωνα με το σχετικό σενάριο εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 10 παράγραφος 3, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 ισούται με ποσό ικανό να διασφαλίσει ότι:

α) 

οι ζημίες που αναμένεται να υποστεί η οντότητα απορροφώνται πλήρως («απορρόφηση ζημιών»)·

β) 

η οντότητα εξυγίανσης και οι θυγατρικές της που είναι ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), αλλά όχι οντότητες εξυγίανσης, ανακεφαλαιοποιούνται στο αναγκαίο επίπεδο ώστε να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να πληρούν τις προϋποθέσεις απόκτησης άδειας λειτουργίας και να διεκπεραιώνουν τις δραστηριότητες για τις οποίες έχουν λάβει άδεια δυνάμει της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ισοδύναμης νομοθετικής πράξης για ενδεδειγμένο χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει το ένα έτος ('«ανακεφαλαιοποίηση»).

Σε περίπτωση που το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ή στο πλαίσιο άλλων ισοδύναμων εθνικών διαδικασιών, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσον δικαιολογείται να περιοριστεί η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 για την εν λόγω οντότητα, ώστε να μην υπερβαίνει ένα ποσό το οποίο επαρκεί για την απορρόφηση των ζημιών σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου.

Η αξιολόγηση της αρχής εξυγίανσης περιλαμβάνει, ειδικότερα, αξιολόγηση του ορίου που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο από την άποψη τυχόν αντικτύπου στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στον κίνδυνο μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

3.  

Για τις οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο έχει ως εξής:

α) 

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), το άθροισμα:

i) 

του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σχετικά με την οντότητα εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης ·και

ii) 

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 καθώς και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης· και

β) 

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άθροισμα:

i) 

του ποσού των ζημιών που θα απορροφηθούν κατά την εξυγίανση, το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση του δείκτη μόχλευσης της οντότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης· και

ii) 

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στον όμιλο εξυγίανσης που προκύπτει από την εξυγίανση να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή του με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δια του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.

Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, δια του μέτρου συνολικού ανοίγματος.

Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 10 και στο άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8.

Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η αρχή εξυγίανσης:

α) 

χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις εξυγίανσης προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και

β) 

κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στην οντότητα εξυγίανσης μετά την εφαρμογή της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης.

Η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να αυξήσει την απαίτηση που προβλέπεται στο στοιχείο α) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την εξυγίανση, η οντότητα διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Όταν εφαρμόζεται το έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το ποσό που αναφέρεται στο εδάφιο αυτό ισούται με την συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας που εφαρμόζεται μετά τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) του σημείου 6 του άρθρου 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Το ποσό που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 2 και το άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8, μετά την εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης. Το ποσό αυτό προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή την οντότητα όπως αναφέρεται στο άρθρο 1. παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ), όσο και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8 και το άρθρο 101 παράγραφος 2, για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

4.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία προσδιορίζουν τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν οι αρχές εξυγίανσης προκειμένου να εκτιμήσουν τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας για τις οντότητες εξυγίανσης σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης, όπου ο όμιλος εξυγίανσης δεν υπόκειται αυτός καθ' εαυτόν στις σχετικές απαιτήσεις δυνάμει της εν λόγω οδηγίας.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

5.  

Για τις οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και ανήκουν σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού άνω των 100 δισεκατομμυρίων EUR, το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου ισούται τουλάχιστον με:

α) 

13,5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α) και

β) 

5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β).

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 45β, οι οντότητες εξυγίανσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου φθάνουν το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το οποίο ισούται με 13,5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α) και με 5 % όταν υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), με ίδια κεφάλαια, επιλέξιμα μέσα μειωμένης εξασφάλισης ή υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45β παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας.

6.  
Μια αρχή εξυγίανσης δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει τις απαιτήσεις της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου σε οντότητα εξυγίανσης που δεν υπόκειται στο άρθρο 92α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και το οποίο ανήκει σε όμιλο εξυγίανσης με συνολικά στοιχεία ενεργητικού κάτω των 100 δισεκατομμυρίων EUR και, κατά την εκτίμηση της αρχής εξυγίανσης, είναι ευλόγως πιθανόν να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο σε περίπτωση πτώχευσής της.

Κατά τη λήψη της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη:

α) 

την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών τίτλων, στο μοντέλο χρηματοδότησης·

β) 

την περιορισμένη πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·

γ) 

το βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης βασίζεται σε κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε.

Η μη λήψη απόφασης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν θίγει τυχόν απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 45β παράγραφος 5.

7.  

Για τις οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 2 πρώτο εδάφιο έχει ως εξής:

α) 

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), το άθροισμα:

i) 

του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά την οντότητα · και

ii) 

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση σχετικά με τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 της παρούσα οδηγίας ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης· και

β) 

για τους σκοπούς του υπολογισμού της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1, σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), το άθροισμα:

i) 

του ποσού των ζημιών προς απορρόφηση το οποίο αντιστοιχεί στην απαίτηση στην οποία υπόκειται η οντότητα σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

ii) 

ενός ποσού ανακεφαλαιοποίησης που επιτρέπει στην οντότητα να αποκαταστήσει τη συμμόρφωσή της με την απαίτηση ως προς τον δείκτη μόχλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 της παρούσας οδηγίας ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο α), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δια του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο.

Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο β), η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό, διαιρώντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δια του μέτρου του συνολικού ανοίγματος.

Κατά τον καθορισμό της συγκεκριμένης απαίτησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη της τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 10 και στο άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8.

Κατά τον καθορισμό των ποσών ανακεφαλαιοποίησης που αναφέρονται στα προηγούμενα εδάφια, η αρχή εξυγίανσης:

α) 

χρησιμοποιεί τις πλέον πρόσφατες τιμές που έχουν αναφερθεί για το σχετικό συνολικό ποσό έκθεσης σε κίνδυνο ή ποσό συνολικού ανοίγματος όπως προσαρμόζονται για τυχόν αλλαγές που προκύπτουν από δράσεις προβλεπόμενες στο σχέδιο εξυγίανσης· και

β) 

κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, προσαρμόζει προς τα κάτω ή προς τα πάνω το ποσό που αντιστοιχεί στην ισχύουσα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, προκειμένου να καθορίσει την απαίτηση που εφαρμόζεται στη σχετική οντότητα μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59 της παρούσας οδηγίας ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης.

Η αρχή εξυγίανσης είναι σε θέση να αυξήσει την απαίτηση που προβλέπεται στο στοιχείο α) σημείο ii) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου με κατάλληλο ποσό, ώστε να εξασφαλίσει ότι, μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σύμφωνα με το άρθρο 59, η οντότητα μπορεί να διατηρεί επαρκή εμπιστοσύνη της αγοράς για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

Εφόσον εφαρμόζεται το έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, το ποσό που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο που εφαρμόζεται μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 της παρούσας οδηγίας ή μετά την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης μείον το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο α) του σημείου 6 του άρθρου 128 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

Το ποσό που αναφέρεται στο έκτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου προσαρμόζεται προς τα κάτω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι θα ήταν εφικτό και αξιόπιστο να οριστεί χαμηλότερο ποσό που θα επαρκούσε για να εξασφαλιστεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) όσο και η πρόσβαση της σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 2 και το άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8, μετά την άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 ή την εξυγίανση του ομίλου εξυγίανσης. Το ποσό αυτό προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι απαιτείται υψηλότερο ποσό για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς και για να διασφαλιστεί τόσο η συνεχής επιτέλεση κρίσιμων οικονομικών λειτουργιών από το ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 όσο και η πρόσβαση της σε χρηματοδότηση, χωρίς προσφυγή σε έκτακτη χρηματοδοτική στήριξη, πλην των συνεισφορών από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 5 και 8 και το άρθρο 101 παράγραφος 2 για κατάλληλο χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

8.  

Όταν η αρχή εξυγίανσης αναμένει ότι ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων υποχρεώσεων είναι ευλόγως πιθανό να εξαιρεθούν εν όλω ή εν μέρει από τη διάσωση με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 3 ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν πλήρως σε αποδέκτη στο πλαίσιο μερικής μεταβίβασης, η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 πρέπει να ικανοποιείται με ίδια κεφάλαια ή άλλες επιλέξιμες υποχρεώσεις που επαρκούν για:

α) 

να καλυφθεί το ποσό των εξαιρούμενων υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3·

β) 

να διασφαλιστεί ότι πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

9.  
Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλλει ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του παρόντος άρθρου και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
10.  
Για τους σκοπούς των παραγράφων 3 και 7 του παρόντος άρθρου, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ερμηνεύονται σύμφωνα με την εφαρμογή από την αρμόδια αρχή των μεταβατικών διατάξεων που προβλέπονται στα κεφάλαια 1, 2 και 4 του τίτλου Ι του δέκατου μέρους του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας στο πλαίσιο άσκησης των δικαιωμάτων που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές από τον εν λόγω κανονισμό.

Άρθρο 45δ

Προσδιορισμός της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για τις οντότητες εξυγίανσης των G-SII και τις ενωσιακές σημαντικές θυγατρικές G-SII εκτός ΕΕ

1.  

Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 μιας οντότητας εξυγίανσης η οποία αποτελεί G-SII ή μέρος μιας G-SII συνίσταται στα ακόλουθα:

α) 

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92α και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β) 

κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που προσδιορίζεται από την αρχή εξυγίανσης και αφορά συγκεκριμένα την οντότητα σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.  

Η απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 όσον αφορά μία ενωσιακή σημαντική θυγατρική G-SII εκτός ΕΕ συνίσταται στα εξής:

α) 

τις απαιτήσεις που αναφέρονται στα άρθρα 92β και 494 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β) 

κάθε συμπληρωματική απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει προσδιορισθεί από την αρχή εξυγίανσης ειδικά για την εν λόγω σημαντική θυγατρική σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, η οποία καλύπτεται από ίδια κεφάλαια και υποχρεώσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 45στ και 89 παράγραφος 2.

3.  

Η αρχή εξυγίανσης επιβάλλει πρόσθετη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 και στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 μόνον:

α) 

όταν η απαίτηση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 ή στο στοιχείο α) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου δεν επαρκεί για να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45γ· και

β) 

στον βαθμό που διασφαλίζει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 45γ.

4.  

Για τους σκοπούς του άρθρου 45η παράγραφος 2, σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, οι σχετικές αρχές εξυγίανσης υπολογίζουν το ποσό που προβλέπεται στην παράγραφο 3:

α) 

για κάθε οντότητα εξυγίανσης,

β) 

για τη μητρική οντότητα της Ένωσης, σαν να ήταν η μοναδική οντότητα εξυγίανσης της G-SII.

5.  
Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης να επιβάλει πρόσθετη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου περιλαμβάνει τους λόγους αυτής της απόφασης, καθώς και την πλήρη αξιολόγηση των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και επανεξετάζεται από την αρχή εξυγίανσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ώστε να απηχεί οποιεσδήποτε μεταβολές στο επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και εφαρμόζεται στον όμιλο εξυγίανσης ή την ενωσιακή σημαντική θυγατρική G-SII εκτός ΕΕ.

Άρθρο 45ε

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις σε οντότητες εξυγίανσης

1.  
Οι οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 45β έως 45δ σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης.
2.  
Η υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 της οντότητας εξυγίανσης στο ενοποιημένο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης καθορίζεται από την οντότητα εξυγίανσης με βάση το άρθρο 45η, βάσει των απαιτήσεων που καθορίζονται στα άρθρα 45β έως 45δ και του κατά πόσον οι θυγατρικές τρίτης χώρας του ομίλου πρέπει να εξυγιαίνονται χωριστά σύμφωνα με το σχέδιο εξυγίανσης.
3.  
Για τους ομίλους εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) στοιχείο β), η αρμόδια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού αλληλεγγύης και της προτιμώμενης στρατηγικής εξυγίανσης, ποιες οντότητες του ομίλου εξυγίανσης απαιτείται να συμμορφώνονται με το άρθρο 45γ παράγραφος 3, το άρθρο 45γ παράγραφος 5 και το άρθρο 45δ παράγραφος 1, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται, στο σύνολό του, με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου και με ποιον τρόπο οι οντότητες αυτές πρέπει να συμμορφώνονται βάσει του σχεδίου εξυγίανσης.

Άρθρο 45στ

Εφαρμογή της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων σε οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης

1.  
Τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές μιας οντότητας εξυγίανσης ή οντότητας τρίτης χώρας αλλά δεν είναι τα ίδια οντότητες εξυγίανσης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 45γ σε μεμονωμένη βάση.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να αποφασίσει να εφαρμόσει την απαίτηση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο σε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), η οποία είναι θυγατρική μιας οντότητας εξυγίανσης αλλά δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, αλλά είναι θυγατρικές οντοτήτων τρίτων χωρών, πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 45γ και 45δ σε ενοποιημένη βάση.

Για τους ομίλους εξυγίανσης που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 83β) στοιχείο β), τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, αλλά δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης, και κεντρικός οργανισμός που δεν είναι ο ίδιος οντότητα εξυγίανσης, καθώς και τυχόν οντότητες εξυγίανσης που δεν υπόκεινται σε απαίτηση δυνάμει του άρθρου 45ε παράγραφος 3, συμμορφώνονται με το άρθρο 45γ παράγραφος 7 σε μεμονωμένη βάση.

Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 μιας οντότητας που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 45η και 89, κατά περίπτωση, και βάσει των προϋποθέσεων που ορίζονται στο άρθρο 45γ.

2.  

Η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 για οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του παρόντος άρθρου ικανοποιείται με ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα:

α) 

υποχρεώσεις που:

i) 

εκδίδονται στην οντότητα εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτήν είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν τις υποχρεώσεις από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή εκδίδονται σε υφιστάμενο μέτοχο που δεν αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

ii) 

πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας που αναφέρονται στο άρθρο 72α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, με εξαίρεση το άρθρο 72β παράγραφος 2 στοιχεία β), γ), ια), ιβ) και ιγ), και το άρθρο 72β παράγραφοι 3 έως 5 του εν λόγω κανονισμού ·

iii) 

στην κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατατάσσονται κάτω από τις υποχρεώσεις που δεν πληρούν την προϋπόθεση του σημείου i) και δεν είναι επιλέξιμες για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων·

iv) 

υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62, με τρόπο που συνάδει με την στρατηγική εξυγίανσης του ομίλου εξυγίανσης, ιδίως χωρίς να επηρεάζουν τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης·

v) 

η απόκτηση της κυριότητας αυτών δεν χρηματοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο·

vi) 

οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν υποδεικνύουν ρητά ή σιωπηρά ότι οι υποχρεώσεις θα μπορούσαν να αγοραστούν, εξοφληθούν, επαναγοραστούν ή αποπληρωθούν πρόωρα, αναλόγως, από την οντότητα που υπόκειται στο παρόν άρθρο πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας, ενώ η οντότητα δεν προβλέπει άλλως τέτοια υπόδειξη·

vii) 

οι διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις δεν παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα να επιταχύνει τις προγραμματισμένες στο μέλλον πληρωμές τόκων ή κεφαλαίου, πλην της περίπτωσης αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο·

viii) 

το επίπεδο των οφειλόμενων πληρωμών τόκων ή μερισμάτων, κατά περίπτωση, επί των υποχρεώσεων δεν τροποποιείται βάσει της πιστωτικής διαβάθμισης της οντότητας που υπόκειται στο παρόν άρθρο ή της μητρικής της επιχείρησης·

β) 

ίδια κεφάλαια, ως εξής:

i) 

κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, και

ii) 

άλλα ίδια κεφάλαια τα οποία:

— 
εκδίδονται σε οντότητες που περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, ή
— 
εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 δεν επηρεάζει τον έλεγχο της θυγατρικής από την οντότητα εξυγίανσης.
3.  

Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης μπορεί να παραιτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη συγκεκριμένη θυγατρική, όταν:

α) 

τόσο η θυγατρική όσο και η οντότητα εξυγίανσης είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β) 

η οντότητα εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε·

γ) 

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από την οντότητα εξυγίανσης στη θυγατρική, για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3, ιδίως όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης για την οντότητα εξυγίανσης·

δ) 

η οντότητα εξυγίανσης πληροί τις απαιτήσεις της αρμόδιας αρχής όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική ή ότι οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·

ε) 

οι διαδικασίες αξιολόγησης, μέτρησης και ελέγχου του κινδύνου της οντότητας εξυγίανσης καλύπτουν τη θυγατρική·

στ) 

η οντότητα εξυγίανσης κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απομακρύνει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.

4.  

Η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης μπορεί να παραιτηθεί από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου όσον αφορά τη συγκεκριμένη θυγατρική, όταν:

α) 

τόσο η θυγατρική όσο και η μητρική της επιχείρηση είναι εγκατεστημένες στο ίδιο κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β) 

η μητρική επιχείρηση πληροί σε ενοποιημένη βάση, στο εν λόγω κράτος μέλος, την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1·

γ) 

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων από τη μητρική επιχείρηση στη θυγατρική για την οποία έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3, ιδίως όταν οι δράσεις εξυγίανσης αναλαμβάνονται ή οι εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 ασκούνται σε σχέση με τη μητρική επιχείρηση·

δ) 

είτε η μητρική επιχείρηση παρέχει ικανοποιητικές αποδείξεις στην αρμόδια αρχή όσον αφορά τη συνετή διαχείριση της θυγατρικής και έχει δηλώσει, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής, ότι εγγυάται τις υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει η θυγατρική, είτε οι κίνδυνοι της θυγατρικής είναι αμελητέοι·

ε) 

οι διαδικασίες της μητρικής επιχείρησης όσον αφορά την αξιολόγηση, τη μέτρηση και τον έλεγχο των κινδύνων καλύπτουν τη θυγατρική·

στ) 

η μητρική επιχείρηση κατέχει περισσότερο από το 50 % των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μετοχές στο κεφάλαιο της θυγατρικής ή έχει δικαίωμα να διορίζει ή να απολύει την πλειονότητα των μελών του διοικητικού οργάνου της θυγατρικής.

5.  

Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 3, η αρχή εξυγίανσης μιας θυγατρικής μπορεί να επιτρέψει την πλήρη ή μερική εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 με εγγύηση που παρέχεται από την οντότητα εξυγίανσης και πληροί τις εξής προϋποθέσεις:

α) 

η εγγύηση χορηγείται για ποσό τουλάχιστον ισοδύναμο προς το ποσό της απαίτησης την οποία υποκαθιστά·

β) 

η εγγύηση ενεργοποιείται όταν η θυγατρική δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της ή άλλες υποχρεώσεις όταν καθίστανται απαιτητές ή όταν έχει γίνει διαπίστωση σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3, όσον αφορά τη θυγατρική, ανάλογα με το ποιο είναι προγενέστερο·

γ) 

η εγγύηση είναι εξασφαλισμένη μέσω συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, για τουλάχιστον 50 % του ποσού της·

δ) 

οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 197 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, οι οποίες, ύστερα από επαρκώς συντηρητικές απομειώσεις, αρκούν για να καλύψουν το ποσό που εξασφαλίζεται όπως αναφέρεται στο στοιχείο γ)·

ε) 

οι εξασφαλίσεις που καλύπτουν την εγγύηση είναι μη βεβαρημένες, και ιδίως δεν χρησιμοποιούνται ως εξασφάλιση για οποιαδήποτε άλλη εγγύηση·

στ) 

η εξασφάλιση έχει πραγματική ληκτότητα που πληροί τις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνη που αναφέρεται στο άρθρο 72γ παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

ζ) 

δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στην οικεία θυγατρική, ακόμη και όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης όσον αφορά την οντότητα εξυγίανσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο ζ), κατ' αίτηση της αρχής εξυγίανσης, η οντότητα εξυγίανσης παρέχει ανεξάρτητη έγγραφη και τεκμηριωμένη νομική γνωμοδότηση ή αποδεικνύει ικανοποιητικά ότι δεν υπάρχουν νομικά, κανονιστικά ή λειτουργικά εμπόδια για τη μεταβίβαση της εξασφάλισης από την οντότητα εξυγίανσης στην οικεία θυγατρική.

6.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να αποσαφηνίσει περαιτέρω τις μεθόδους με τις οποίες αποφεύγεται μέσα αναγνωρισμένα για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα οποία έχουν αναληφθεί εμμέσως, εν μέρει ή πλήρως, από την οντότητα εξυγίανσης, να εμποδίζουν την ομαλή εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης. Οι εν λόγω μέθοδοι θα πρέπει ιδίως να εξασφαλίζουν ιδίως την κατάλληλη μεταφορά των ζημιών στην οντότητα εξυγίανσης και την κατάλληλη μεταφορά κεφαλαίου από την οντότητα εξυγίανσης στις οντότητες που συμμετέχουν στον όμιλο εξυγίανσης, αλλά δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης και να παρέχουν μηχανισμό για την αποφυγή του διπλού υπολογισμού των επιλέξιμων μέσων που αναγνωρίζονται για τον σκοπό του παρόντος άρθρου. Συνίστανται σε καθεστώς αφαιρέσεων ή άλλη εξίσου ισχυρή προσέγγιση και εξασφαλίζουν στις οντότητες που δεν είναι οι ίδιες οντότητες εξυγίανσης αποτέλεσμα ισοδύναμο με εκείνο της πλήρους απευθείας ανάληψης από την οντότητα εξυγίανσης επιλέξιμων μέσων που αναγνωρίζονται για τον σκοπό του παρόντος άρθρου.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Δεκεμβρίου 2019.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 45ζ

Απαλλαγή για κεντρικό οργανισμό και πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

Η αρχή εξυγίανσης δύναται εν μέρει ή πλήρως να παραιτηθεί από την εφαρμογή του άρθρου 45στ ως προς κεντρικό οργανισμό ή πιστωτικό ίδρυμα που συνδέεται μόνιμα με κεντρικό οργανισμό, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

τα πιστωτικά ιδρύματα και ο κεντρικός οργανισμός υπόκεινται στην εποπτεία της ίδιας αρμόδιας αρχής, είναι εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος και ανήκουν στον ίδιο όμιλο εξυγίανσης·

β) 

οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες και εις ολόκληρον υποχρεώσεις ή οι υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού·

γ) 

η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, και τη φερεγγυότητα και ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν παρακολουθούνται στο σύνολό τους βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων·

δ) 

σε περίπτωση απαλλαγής για πιστωτικό ίδρυμα μόνιμα συνδεδεμένο με κεντρικό οργανισμό, η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού εξουσιοδοτείται να εκδώσει οδηγίες προς τη διοίκηση των μόνιμα συνδεδεμένων ιδρυμάτων·

ε) 

ο σχετικός όμιλος εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε παράγραφος 3· και

στ) 

δεν υπάρχει κανένα τρέχον ή προβλεπόμενο ουσιώδες πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταβίβαση ιδίων κεφαλαίων ή την εξόφληση υποχρεώσεων μεταξύ του κεντρικού οργανισμού και των πιστωτικών ιδρυμάτων που συνδέονται μόνιμα με αυτόν σε περίπτωση εξυγίανσης.

Άρθρο 45η

Διαδικασία για τον καθορισμό της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.  

Η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την πρώτη, και οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές ομίλου εξυγίανσης που υπόκεινται στην αναφερόμενη στο άρθρο 45στ απαίτηση σε μεμονωμένη βάση καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση σχετικά με τα εξής:

α) 

το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε ενοποιημένο επίπεδο ομίλου εξυγίανσης για κάθε οντότητα εξυγίανσης· και

β) 

το ποσό της απαίτησης που εφαρμόζεται σε μεμονωμένη βάση σε κάθε οντότητα ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς το άρθρο 45ε και το άρθρο 45στ, είναι πλήρως αιτιολογημένη και παρέχεται:

α) 

στην οντότητα εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσής της·

β) 

στις οντότητες ομίλου εξυγίανσης οι οποίες δεν είναι οντότητες εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης των οντοτήτων αυτών·

γ) 

στην ενωσιακή μητρική επιχείρηση του ομίλου από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης, όταν η εν λόγω ενωσιακή μητρική επιχείρηση δεν αποτελεί η ίδια οντότητα εξυγίανσης από τον ίδιο όμιλο εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο μπορεί να προβλέπει ότι, σε συνοχή με τη στρατηγική εξυγίανσης και εφόσον δεν έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης, άμεσα ή έμμεσα, επαρκή μέσα που πληρούν το άρθρο 45στ παράγραφος 2, οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45γ παράγραφος 7 πληρούνται εν μέρει από τη θυγατρική σύμφωνα με το άρθρο 45στ παράγραφος 2 με μέσα που εκδίδονται σε οντότητες που δεν περιλαμβάνονται στον όμιλο εξυγίανσης και αγοράζονται από αυτές.

▼C1

2.  
Σε περίπτωση που περισσότερες από μία οντότητες G-SII που ανήκουν στην ίδια G-SII είναι οντότητες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συζητούν και, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη στρατηγική εξυγίανσης της G-II, συμφωνούν όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 72ε του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τυχόν αναπροσαρμογή ώστε να ελαχιστοποιείται ή να εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 45δ παράγραφος 4 στοιχείο α) και στο άρθρο 12α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, και του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 45δ παράγραφος 4 στοιχείο β) και στο άρθρο 12α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Η εν λόγω προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί υπό τους ακόλουθους όρους:

α) 

η προσαρμογή μπορεί να εφαρμοστεί για διαφορές στον υπολογισμό των συνολικών ποσών έκθεσης σε κίνδυνο, μεταξύ των οικείων κρατών μελών, προσαρμόζοντας το επίπεδο της απαίτησης·

β) 

η προσαρμογή δεν εφαρμόζεται για την εξάλειψη των διαφορών που προκύπτουν από ανοίγματα μεταξύ ομίλων εξυγίανσης.

Το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 45δ παράγραφος 4 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας και στο άρθρο 12α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, όσον αφορά τις επιμέρους οντότητες εξυγίανσης, δεν πρέπει να είναι χαμηλότερο από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 45δ παράγραφος 4 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας και στο άρθρο 12α του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

▼M3

3.  
Ελλείψει τέτοιου είδους κοινής απόφασης εντός τεσσάρων μηνών, λαμβάνεται απόφαση σύμφωνα με τις παραγράφους 4 έως 6.
4.  

Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με ενοποιημένη απαίτηση ομίλου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε, λαμβάνεται απόφαση για την απαίτηση αυτή από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αφού ληφθούν δεόντως υπόψη:

α) 

η αξιολόγηση οντοτήτων του ομίλου εξυγίανσης που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, η οποία διενεργείται από τις οικείες αρχές εξυγίανσης ·

β) 

η γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρχές εξυγίανσης έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.

Η απόφαση της ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου.

Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός.

Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης.

5.  

Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45στ και εφαρμόζεται σε οιαδήποτε οντότητα ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, η απόφαση λαμβάνεται από τις αρχές εξυγίανσης της εν λόγω οντότητας εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη, και

β) 

εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου είναι διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης οι απόψεις και οι επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν γραπτώς από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη.

Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρχές εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές σε μεμονωμένη βάση αναβάλλουν τις αποφάσεις τους και αναμένουν την όποια απόφαση μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, λαμβάνουν δε την απόφασή τους σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Η απόφαση της ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου.

Η τετράμηνη περίοδος θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός.

Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από τη λήψη κοινής απόφασης.

Η αρχή εξυγίανσης της οντότητας εξυγίανσης ή η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που έχει καθορίσει η αρχή εξυγίανσης της θυγατρικής:

α) 

είναι εντός του 2 % του υπολογιζόμενου σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ποσού συνολικής έκθεσης σε κίνδυνο της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε· και

β) 

είναι σύμφωνο με το άρθρο 45γ παράγραφος 7.

Ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός από την παραπομπή του ζητήματος, εφαρμόζονται οι αποφάσεις των αρχών εξυγίανσης των θυγατρικών.

Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

6.  

Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων μηνών λόγω διαφωνίας σχετικά με το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης και το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις οντότητες του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση, ισχύουν τα ακόλουθα:

α) 

λαμβάνεται απόφαση σχετικά με το επίπεδο της απαίτησης που πρέπει να εφαρμόζεται στις θυγατρικές του ομίλου εξυγίανσης σε μεμονωμένη βάση σύμφωνα με την παράγραφο 5·

β) 

λαμβάνεται απόφαση για το επίπεδο της ενοποιημένης απαίτησης του ομίλου εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 4.

7.  
Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης, που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 5 και 6 ελλείψει κοινής απόφασης είναι δεσμευτικές για τις οικείες αρχές εξυγίανσης.

Η κοινή απόφαση και κάθε απόφαση που λαμβάνεται ελλείψει κοινής απόφασης επανεξετάζεται και, όπου απαιτείται, επικαιροποιείται σε τακτική βάση.

8.  
Οι αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, απαιτούν από τις οντότητες να πληρούν την απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 και προβαίνουν σε σχετική εξακρίβωση, λαμβάνουν δε οποιαδήποτε απόφαση σύμφωνα με το παρόν άρθρο εκ παραλλήλου με την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης.

Άρθρο 45θ

Εποπτική αναφορά και δημοσιοποίηση της απαίτησης

1.  

Οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και υπόκεινται στην απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 υποβάλλουν έκθεση στις αρμόδιες αρχές και αρχές εξυγίανσης σχετικά με τα ακόλουθα:

α) 

τα ποσά των ιδίων κεφαλαίων που, κατά περίπτωση, πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας, καθώς και των ποσών των επιλέξιμων υποχρεώσεων και την έκφραση των ποσών αυτών σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, μετά από οποιεσδήποτε εφαρμοστέες αφαιρέσεις σύμφωνα με τα άρθρα 72ε έως 72ι του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

β) 

τα ποσά άλλων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων·

γ) 

για τα στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία α) και β):

i) 

τη σύνθεσή τους, συμπεριλαμβανομένου του προφίλ ληκτότητας,

ii) 

την κατάταξή τους σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, και

iii) 

το εάν διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας και, στην περίπτωση αυτή, ποιας τρίτης χώρας και το εάν περιέχουν τους συμβατικούς όρους που αναφέρονται στο άρθρο 55 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, στο άρθρο 52 παράγραφος 1 στοιχεία ιστ) και ιζ) και στο άρθρο 63 στοιχεία ιδ) και ιε) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Η υποχρέωση αναφοράς για τα ποσά άλλων υποχρεώσεων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται σε οντότητες που, κατά την ημερομηνία αυτή της αναφοράς αυτής, κατέχουν ποσά ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, που ανέρχονται σε τουλάχιστον 150 % της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 1 όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

2.  

Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 οντότητες υποβάλλουν:

α) 

τουλάχιστον σε εξαμηνιαία βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1, και

β) 

τουλάχιστον σε ετήσια βάση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 1.

Ωστόσο, εφόσον το ζητήσει η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης, οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 οντότητες υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συχνότερα.

4.  
Οι παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται στις οντότητες των οποίων το σχέδιο εξυγίανσης προβλέπει ότι η οντότητα πρόκειται να εκκαθαριστεί σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.
5.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται τα ενιαία υποδείγματα για την υποβολή των εκθέσεων, οι οδηγίες και η μεθοδολογία για τον τρόπο χρήσης των εν λόγω υποδειγμάτων, η συχνότητα και οι ημερομηνίες υποβολής εκθέσεων, οι ορισμοί και οι λύσεις ΤΠ για την υποβολή εποπτικών εκθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προσδιορίζουν έναν τυποποιημένο τρόπο παροχής πληροφοριών για την κατάταξη των στοιχείων που αναφέρονται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 1 προς εφαρμογή σε εθνικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σε κάθε κράτος μέλος.

Για τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) της παρούσας οδηγίας που υπόκεινται στο άρθρο 92α και το άρθρο 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται, όπου αρμόζει, με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 99 του εν λόγω κανονισμού.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των ενιαίων μορφότυπων δημοσιοποίησης, της συχνότητας και των συναφών οδηγιών σύμφωνα με τις οποίες γίνονται οι δημοσιοποιήσεις που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 3.

Οι εν λόγω ενιαίοι μορφότυποι δημοσιοποίησης μεταφέρουν επαρκώς αναλυτικές και συγκρίσιμες πληροφορίες προκειμένου να αξιολογείται το προφίλ κινδύνου των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, καθώς και τον βαθμό συμμόρφωσής τους με την εφαρμοστέα απαίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ή στο άρθρο 45στ. Οι μορφότυποι δημοσιοποίησης είναι σε μορφή πίνακα, όπου αρμόζει.

Για τα ιδρύματα ή τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) της παρούσας οδηγίας που υπόκεινται στο άρθρο 92α και το άρθρο 92β του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων ευθυγραμμίζονται, όπου αρμόζει, με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που εγκρίνονται σύμφωνα με το άρθρο 434α του εν λόγω κανονισμού.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.  
Όταν έχουν εφαρμοστεί δράσεις εξυγίανσης ή έχει ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρεται στο άρθρο 59, οι απαιτήσεις δημοσιοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 3 εφαρμόζονται από τη λήξη της προθεσμίας συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του άρθρου 45ε ή του άρθρου 45στ κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 45ιγ.

Άρθρο 45ι

Υποβολή εκθέσεων στην ΕΑΤ

1.  
Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχουν οριστεί για κάθε οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ η οποία υπάγεται στη δικαιοδοσία τους.
2.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στα οποία προσδιορίζονται τα ενιαία υποδείγματα για την υποβολή των εκθέσεων, οι οδηγίες και η μεθοδολογία για τον τρόπο χρήσης των εν λόγω υποδειγμάτων, η συχνότητα και οι ημερομηνίες υποβολής εκθέσεων, οι ορισμοί και οι λύσεις ΤΠ σχετικά με τον εντοπισμό και τη μετάδοση στην ΕΑΤ πληροφοριών από τις αρχές εξυγίανσης, κατόπιν συντονισμού με τις αρμόδιες αρχές, για τους σκοπούς της παραγράφου 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 45ια

Παραβιάσεις της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.  

Οποιαδήποτε παραβίαση της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ αντιμετωπίζεται από τις αρμόδιες αρχές με βάση τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

α) 

εξουσίες για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18·

β) 

εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 16α·

γ) 

μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

δ) 

μέτρα έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με το άρθρο 27·

ε) 

διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα σύμφωνα με τα άρθρα 110 και 111.

Οι σχετικές αρχές δύνανται επίσης να διενεργούν αξιολόγηση του κατά πόσον το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, σύμφωνα με το άρθρο 32, 32α ή το άρθρο 33 κατά περίπτωση.

2.  
Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης διαβουλεύονται μεταξύ τους, κατά την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 45ιβ

Υποβολή εκθέσεων

1.  

Η ΕΑΤ, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης, υποβάλλει ετησίως έκθεση στην Επιτροπή, παρέχοντας εκτιμήσεις για τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α) 

πώς έχει εφαρμοστεί σε εθνικό επίπεδο η απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 45ε ή το άρθρο 45στ και ειδικότερα κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις στα επίπεδα που ορίστηκαν για συγκρίσιμες οντότητες σε όλα τα κράτη μέλη·

β) 

πώς έχει ασκηθεί η εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 45β παράγραφοι 4, 5 και 7 από τις αρχές εξυγίανσης και κατά πόσον υπήρξαν αποκλίσεις κατά την άσκηση της εξουσίας αυτής μεταξύ των κρατών μελών·

γ) 

το συνολικό επίπεδο και τη σύνθεση των επιλέξιμων υποχρεώσεων και ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων και οντοτήτων, τα ποσά των μέσων που εκδίδονται κατά τη σχετική περίοδο και τα συμπληρωματικά ποσά που είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις.

2.  

Επιπλέον της ετήσιας έκθεσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η ΕΑΤ υποβάλλει ανά τριετία έκθεση στην Επιτροπή με την οποία αξιολογεί τα εξής:

α) 

τον αντίκτυπο της ελάχιστης απαίτησης για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις και κάθε προτεινόμενου εναρμονισμένου επιπέδου της ελάχιστης απαίτησης όσον αφορά τα ακόλουθα:

i) 

τις χρηματοπιστωτικές αγορές γενικά και, ειδικότερα, τις αγορές μη εξασφαλισμένων χρεωστικών τίτλων και παραγώγων·

ii) 

τα επιχειρηματικά μοντέλα και τη διάρθρωση του ισολογισμού των ιδρυμάτων, ιδίως δε το χρηματοδοτικό προφίλ και τη χρηματοδοτική στρατηγική των ιδρυμάτων, καθώς και τη νομική και λειτουργική δομή των ομίλων·

iii) 

την κερδοφορία των ιδρυμάτων, και ιδίως το κόστος της χρηματοδότησης·

iv) 

τη μεταφορά των ανοιγμάτων σε οντότητες που δεν υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία·

v) 

την οικονομική καινοτομία·

vi) 

την επικράτηση μέσων ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων μέσων μειωμένης εξασφάλισης καθώς και τη φύση και την εμπορευσιμότητα των μέσων αυτών·

vii) 

τη συμπεριφορά των ιδρυμάτων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, στοιχεία β), γ) και δ)·

viii) 

το επίπεδο επιβάρυνσης των στοιχείων ενεργητικού των ιδρυμάτων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ)·

ix) 

τις ενέργειες στις οποίες προβαίνουν τα ιδρύματα ή οι οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) προκειμένου να συμμορφωθούν προς τις ελάχιστες απαιτήσεις, και ιδίως τον βαθμό συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις αυτές με απομόχλευση, έκδοση μακροπρόθεσμων χρεωστικών τίτλων και άντληση κεφαλαίων· και

x) 

το επίπεδο δανεισμού από ιδρύματα, με ιδιαίτερη έμφαση στη δανειοδότηση πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, τοπικών αρχών, περιφερειακών κυβερνήσεων και φορέων του δημόσιου τομέα, καθώς και τη χρηματοδότηση του εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της δανειοδότησης στο πλαίσιο δημόσιων προγραμμάτων ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων·

β) 

την αλληλεπίδραση των ελάχιστων απαιτήσεων με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, τον συντελεστή μόχλευσης και τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στην οδηγία 2013/36/ΕΕ·

γ) 

την ικανότητα των ιδρυμάτων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να αντλούν αυτοτελώς κεφάλαια ή χρηματοδότηση από τις αγορές προκειμένου να συμμορφωθούν προς οποιεσδήποτε προτεινόμενες εναρμονισμένες ελάχιστες απαιτήσεις.

3.  
Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 διαβιβάζεται στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται του τελευταίου έτους που καλύπτεται από την έκθεση. Η πρώτη έκθεση υποβάλλεται στην Επιτροπή έως τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Η έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καλύπτει τρία ημερολογιακά έτη και υποβάλλεται στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους που έπεται του τελευταίου έτους που καλύπτεται από την έκθεση. Η πρώτη έκθεση θα υποβληθεί στην Επιτροπή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2022.

Άρθρο 45ιγ

Μεταβατικές ρυθμίσεις και ρυθμίσεις μετά την εξυγίανση

1.  
Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) και δ) με τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, κατά περίπτωση. Η προθεσμία για τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων και των οντοτήτων με τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή με απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7 είναι η 1η Ιανουαρίου 2024.

Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει ενδιάμεσα επίπεδα στόχων για τις απαιτήσεις των άρθρων 45ε ή 45στ ή για απαιτήσεις που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, κατά περίπτωση, τα οποία πρέπει να έχουν επιτύχει έως την 1η Ιανουαρίου 2022 τα ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ). Τα επίπεδα ενδιάμεσου στόχου διασφαλίζουν, κατά κανόνα, τη γραμμική αύξηση των ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων προς την επίτευξη της απαίτησης.

Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ορίσει μεταβατική περίοδο που να λήγει μετά από την 1η Ιανουαρίου 2024, όταν αυτό αιτιολογείται δεόντως και θεωρείται σκόπιμο με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 7, λαμβανομένων υπόψη των εξής:

α) 

της εξέλιξης της οικονομικής κατάστασης της οντότητας·

β) 

της προοπτικής ότι η οντότητα θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 45εή 45στ ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7 σε εύλογο χρονικό διάστημα· και

γ) 

του κατά πόσον η οντότητα είναι σε θέση να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα άρθρα 72β και 72γ του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και στο άρθρο 45β ή το άρθρο 45στ παράγραφος 2 της παρούσας οδηγίας, και, αν αυτό δεν συμβαίνει, του κατά πόσον η αδυναμία αυτή είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσεως ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς.

2.  
Η προθεσμία για τη συμμόρφωση οντοτήτων με το ελάχιστο επίπεδο των απαιτήσεων του άρθρου 45γ παράγραφοι 5 και 6 είναι η 1η Ιανουαρίου 2022.
3.  

Τα ελάχιστα επίπεδα των απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 45γ παράγραφοι 5 και 6 δεν ισχύουν εντός των δύο ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία:

α) 

η οντότητα εξυγίανσης έχει εφαρμόσει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα· ή

β) 

η οντότητα εξυγίανσης έχει εφαρμόσει εναλλακτικό μέτρο του ιδιωτικού τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχείο β), μέσω του οποίου κεφαλαιακά μέσα και άλλες υποχρεώσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε κοινές μετοχές της κατηγορίας 1 ή έχει ασκηθεί εξουσία απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59 σε σχέση με αυτή την οντότητα εξυγίανσης, προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί η οντότητα εξυγίανσης χωρίς χρήση εργαλείων εξυγίανσης.

4.  
Οι απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45β παράγραφοι 4 και 7, καθώς και στο άρθρο 45γ παράγραφοι 5 και 6, κατά περίπτωση, δεν εφαρμόζονται εντός της περιόδου των τριών ετών που έπονται της ημερομηνίας κατά την οποία η οντότητα εξυγίανσης ή ο όμιλος του οποίου η οντότητα εξυγίανσης είναι μέλος χαρακτηρίστηκαν ως GSII, ή η οντότητα εξυγίανσης περιέρχεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο άρθρο 45γ παράγραφοι 5 ή 6.
5.  
Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 45 παράγραφος 1, οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν κατάλληλη μεταβατική περίοδο για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 4ετ ή 45στ ή με απαίτηση λόγω της εφαρμογής του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, κατά περίπτωση, ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) στα οποία έχουν εφαρμοστεί εργαλεία εξυγίανσης ή η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στο άρθρο 59.
6.  
Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 5, οι αρχές εξυγίανσης κοινοποιούν στο ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις για κάθε δωδεκάμηνη περίοδο κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, προκειμένου να διευκολύνεται η βαθμιαία αύξηση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης της οντότητας. Κατά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, η ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις ισοδυναμεί με το ποσό που καθορίζεται δυνάμει του άρθρου 45β παράγραφος 4, 5 ή 7, του άρθρου 45γ παράγραφος 5 ή 6, του άρθρου 45σε ή του άρθρου 45στ, κατά περίπτωση.
7.  

Κατά τον καθορισμό των μεταβατικών περιόδων, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη:

α) 

την επικράτηση των καταθέσεων και την απουσία χρεωστικών τίτλων στο μοντέλο χρηματοδότησης·

β) 

την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές για τις επιλέξιμες υποχρεώσεις·

γ) 

τον βαθμό στον οποίο η οντότητα εξυγίανσης χρησιμοποιεί κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 για την εκπλήρωση της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45ε.

8.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι αρχές εξυγίανσης δεν κωλύονται να αναθεωρήσουν εν συνεχεία είτε τη μεταβατική περίοδο είτε οποιαδήποτε προγραμματισμένη ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις γνωστοποιείται δυνάμει της παραγράφου 6.

▼B



Υποτμήμα 3

Εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Άρθρο 46

Εκτίμηση του ποσού διάσωσης με ίδια μέσα

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν σε εκτίμηση βάσει αποτίμησης σύμφωνης με το άρθρο 36 του συνόλου:

α) 

κατά περίπτωση, του ποσού κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν οι επιλέξιμες απαιτήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση ιδρύματος είναι μηδενική· και

β) 

κατά περίπτωση, του ποσού κατά το οποίο οι ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ πρέπει να μετατραπούν σε μετοχές ή άλλου είδους κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είτε:

i) 

του ιδρύματος υπό εξυγίανση, είτε

ii) 

του μεταβατικού ιδρύματος.

2.  
Με την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου προσδιορίζεται το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ , προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή, να καθοριστεί, κατά περίπτωση, ο εν λόγω δείκτης για το μεταβατικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 1 στοιχείο δ) της παρούσας οδηγίας, καθώς και προκειμένου να διατηρηθεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα και να δοθεί η δυνατότητα στο ίδρυμα να εξακολουθήσει, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον ενός έτους, να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2006/36/ΕΕ ή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Εάν οι αρχές εξυγίανσης προτίθενται να χρησιμοποιήσουν το εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων του άρθρου 42, το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να μειωθούν οι ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ λαμβάνει δεόντως υπόψη μια συνετή εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών του φορές διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.

3.  
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το κεφάλαιο έχει απομειωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 59 έως 62 έχει εφαρμοστεί διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2, και το επίπεδο απομείωσης βασιζόμενο στην προκαταρκτική αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 36 υπερβαίνει τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την οριστική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 10, μπορεί να εφαρμόζεται μηχανισμός ανατίμησης για την αποζημίωση των πιστωτών και, εν συνεχεία, των μετόχων στον απαιτούμενο βαθμό.
4.  
Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν και διατηρούν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι η εκτίμηση και η αποτίμηση βασίζονται σε όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Άρθρο 47

Μεταχείριση των μετόχων σε περιπτώσεις διάσωσης με ίδια μέσα ή απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 ή η απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε μία ή και στις δύο από τις ακόλουθες ενέργειες:

α) 

να ακυρώνουν τις υφιστάμενες μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή να τα μεταβιβάζουν σε πιστωτές που έχουν υποστεί τη διάσωση με ίδια μέσα·

β) 

υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36, το ίδρυμα υπό εξυγίανση έχει θετική καθαρή αξία, να αποδυναμώνουν τους υφιστάμενους μετόχους και κατόχους άλλων μέσων ιδιοκτησίας μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας:

i) 

των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει το ίδρυμα, βάσει της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2, ή

ii) 

►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ που έχει εκδώσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με την εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο στ).

Όσον αφορά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η μετατροπή γίνεται με συντελεστή μετατροπής που απομειώνει σημαντικά την αξία των υφιστάμενων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.

2.  

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται επίσης έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε περίπτωση που οι εν λόγω μετοχές ή τα άλλα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας εκδόθηκαν ή εκχωρήθηκαν υπό τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) 

κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σύμφωνα με συμβατικές ρήτρες των αρχικών χρεωστικών μέσων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που προηγήθηκε ή επήλθε ταυτοχρόνως με την εκτίμηση από την αρχή εξυγίανσης ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση·

β) 

κατόπιν της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 60.

3.  

Όταν εξετάζουν ποια δράση θα αναληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη

α) 

την αποτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36·

β) 

τα ποσά με βάση τα οποία η αρχή εξυγίανσης εκτίμησε ότι τα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 πρέπει να μειωθούν και τα οικεία κεφαλαιακά μέσα πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1· και

γ) 

τα συνολικά ποσά που εκτιμήθηκαν από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 46.

4.  
Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 22 έως 25 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 26 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, από το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 12 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και από την απαίτηση κοινοποίησης του άρθρου 11 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σε περίπτωση που η εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή η μετατροπή κεφαλαιακών μέσων θα κατέληγε σε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής σε ίδρυμα κατά το άρθρο 22 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή το άρθρο 11 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές πραγματοποιούν εγκαίρως την εκτίμηση που προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα, κατά τρόπο που δεν καθυστερεί την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων και δεν εμποδίζει τη δράση εξυγίανσης να επιτύχει τους σχετικούς στόχους εξυγίανσης.
5.  
Εάν η αρμόδια αρχή του εν λόγω ιδρύματος δεν έχει ολοκληρώσει την εκτίμηση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 4 κατά την ημερομηνία εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή της μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων, το άρθρο 38 παράγραφος 9 εφαρμόζεται σε κάθε απόκτηση ή αύξηση ειδικής συμμετοχής από τον αποκτώντα που προκύπτει από την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα ή τη μετατροπή κεφαλαιακών μέσων.
6.  
Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιουλίου 2016, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τις περιστάσεις όπου θα ήταν ενδεδειγμένη κάθε μία από τις ενέργειες της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 48

Ακολουθία απομείωσης και μετατροπής σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξυγίανσης να ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, με την επιφύλαξη ενδεχόμενων εξαιρέσεων δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 44, τηρώντας τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

τα στοιχεία κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 μειώνονται σύμφωνα με το στοιχείο α) του άρθρου 60 παράγραφος 1·

β) 

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση σύμφωνα με το στοιχείο α) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν την αξία των πρόσθετων στοιχείων της κατηγορίας 1 στον βαθμό που απαιτείται και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους·

γ) 

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν την αξία των μέσων της κατηγορίας 2 στον βαθμό που απαιτείται και στο μέτρο των δυνατοτήτων τους·

δ) 

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν στον απαιτούμενο βαθμό την αξία του χρέους μειωμένης εξασφάλισης που δεν είναι πρόσθετο κεφάλαιο της Κατηγορίας 1 ή της Κατηγορίας 2 σύμφωνα με την ιεράρχηση των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ) ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ)·

▼M3

ε) 

εάν, και μόνον εάν, η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ), οι αρχές μειώνουν στον απαιτούμενο βαθμό την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των υπολοίπων υποκείμενων σε αναδιάρθρωση παθητικού υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των χρεωστικών τίτλων που αναφέρονται στο άρθρο 108 παράγραφος3, βάσει της ιεράρχησης των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της διαβάθμισης των καταθέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 108, σύμφωνα με το άρθρο 44, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τα στοιχεία α) έως δ) της παρούσας παραγράφου, ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ).

▼B

2.  
Όταν εφαρμόζουν τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, οι αρχές εξυγίανσης επιμερίζουν τις ζημίες τις οποίες αντιπροσωπεύει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ) εξίσου μεταξύ των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ ιδίας τάξεως, μειώνοντας την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ στον ίδιο βαθμό κατ’ αναλογία προς την αξία τους, εκτός εάν, για τις περιστάσεις που καθορίζονται στο άρθρο 44 παράγραφος 3, επιτρέπεται διαφορετικός επιμερισμός ζημιών μεταξύ των υποχρεώσεων ιδίας τάξεως.

Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει υποχρεώσεις που έχουν εξαιρεθεί από τη διαδικασία διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 2 και 3 να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ ιδίας τάξεως σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

3.  

Προτού εφαρμοστεί η απομείωση ή η μετατροπή που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1, οι αρχές εξυγίανσης μετατρέπουν ή μειώνουν την αξία των μέσων που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) της παραγράφου 1 όταν τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν τους εξής όρους και δεν έχουν ήδη μετατραπεί:

α) 

ρήτρα που προβλέπει τη μείωση της αξίας του μέσου, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που επηρεάζει τη χρηματοοικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα ή τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 1·

β) 

ρήτρα που προβλέπει τη μετατροπή των μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σε περίπτωση επέλευσης τέτοιου γεγονότος.

4.  
Σε περίπτωση που έχει μειωθεί η αξία του μέσου, αλλά δεν έχει μηδενιστεί, σύμφωνα με ρήτρες του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχείο α), πριν από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής στο εναπομένον ποσό αυτού του μέσου, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
5.  
Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το κατά πόσον οι υποχρεώσεις πρόκειται να απομειωθούν ή να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο, οι αρχές εξυγίανσης δεν μετατρέπουν μία κατηγορία υποχρεώσεων εάν άλλη κατηγορία υποχρεώσεων χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας εξακολουθεί κατά βάση να μην έχει μετατραπεί σε μετοχές ή να μην έχει απομειωθεί, εκτός εάν επιτρέπεται διαφορετικός τρόπος ενεργείας βάσει του άρθρου 44 παράγραφοι 2 και 3.
6.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για κάθε ερμηνεία της σχέσης μεταξύ των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

▼M3

7.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ), το σύνολο των απαιτήσεων που προκύπτουν από στοιχεία ιδίων κεφαλαίων έχουν, στην εθνική νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, χαμηλότερη κατάταξη από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, στον βαθμό που ένα μέσο έχει μόνο εν μέρει αναγνωριστεί ως στοιχείο ιδίων κεφαλαίων, το σύνολο του μέσου αντιμετωπίζεται ως απαίτηση που προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων και κατατάσσεται χαμηλότερα από οποιαδήποτε απαίτηση δεν προκύπτει από στοιχείο ιδίων κεφαλαίων.

▼B

Άρθρο 49

Παράγωγα

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την τήρηση των διατάξεων του παρόντος άρθρου, όταν οι αρχές εξυγίανσης θέτουν σε εφαρμογή τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα.
2.  
Οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά υποχρέωση που προκύπτει από παράγωγο μόνο ταυτόχρονα ή μετά από την εκκαθάριση των παραγώγων. Κατά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης εξουσιοδοτούνται να καταγγέλλουν και να εκκαθαρίζουν κάθε σύμβαση παραγώγου για τον σκοπό αυτό.

Όταν υποχρέωση από παράγωγα εξαιρείται από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφοι 3, οι αρχές εξυγίανσης δεν υποχρεούνται να καταγγείλουν ή να εκκαθαρίσουν τη σύμβαση του παράγωγου μέσου.

3.  
Όταν συναλλαγές παραγώγων υπόκεινται σε συμφωνία συμψηφισμού, η αρχή εξυγίανσης ή ανεξάρτητος εκτιμητής προσδιορίζουν στο πλαίσιο της αποτίμησης δυνάμει του άρθρου 36 την υποχρέωση που προκύπτει από τις εν λόγω συναλλαγές σε καθαρή βάση, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας.
4.  

Οι αρχές εξυγίανσης προσδιορίζουν την αξία των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα σύμφωνα με τα εξής:

α) 

κατάλληλες μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό της αξίας των κατηγοριών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που αποτελούν αντικείμενο συμφωνιών συμψηφισμού·

β) 

αρχές για τον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα πρέπει να καθοριστεί η αξία μιας θέσης παραγώγων, και

γ) 

κατάλληλες μεθοδολογίες για σύγκριση της καταστροφής αξίας που θα προέκυπτε από την εκκαθάριση και την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα στην περίπτωση παραγώγων με τις απώλειες που θα υφίσταντο τα παράγωγα σε περίπτωση διάσωσης με ίδια μέσα.

5.  
Η ΕΑΤ, μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών («ΕΑΚΑΑ»), που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, όπου διευκρινίζονται οι μεθοδολογίες και οι αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχεία α), β) και γ) σχετικά με την αποτίμηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα.

Σε σχέση με τις συναλλαγές επί παραγώγων που υπόκεινται σε συμφωνία συμψηφισμού, η ΕΑΤ λαμβάνει υπόψη τη μεθοδολογία εκκαθάρισης που προσδιορίζεται στη συμφωνία συμψηφισμού.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 50

Συντελεστής μετατροπής του χρέους σε μετοχικό κεφάλαιο

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης, όταν ασκούν τις εξουσίες που ορίζονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο στ), μπορούν να εφαρμόζουν διαφορετικό συντελεστή μετατροπής στις διάφορες κατηγορίες κεφαλαιακών μέσων και υποχρεώσεων σύμφωνα με μία ή και αμφότερες τις αρχές που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
2.  
Ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση του θιγόμενου πιστωτή για οποιαδήποτε ζημία που υφίσταται λόγω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής.
3.  
Όταν εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με την παράγραφο 1, ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις που θεωρούνται υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου είναι υψηλότερος από τον συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.
4.  
Η ΕΑΤ, έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τον καθορισμό των συντελεστών μετατροπής.

Στις κατευθυντήριες γραμμές διευκρινίζεται, ιδίως, πώς μπορούν να αποζημιώνονται κατάλληλα οι θιγόμενοι πιστωτές μέσω του συντελεστή μετατροπής, όπως και διευκρινίζονται οι σχετικοί συντελεστές μετατροπής που θα μπορούσαν να αντικατοπτρίζουν κατάλληλα την προτεραιότητα των υποχρεώσεων υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου.

Άρθρο 51

Μέτρα ανάκαμψης και αναδιοργάνωσης που συνοδεύουν τη διάσωση με ίδια μέσα

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα προκειμένου να ανακεφαλαιοποιήσουν ένα ίδρυμα ή μία οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α), να προβλέπονται ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται για το συγκεκριμένο ίδρυμα ή τη συγκεκριμένη οντότητα η κατάρτιση και η εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης σύμφωνα με το άρθρο 52.
2.  
Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου μπορούν να περιλαμβάνουν τον διορισμό από την αρχή εξυγίανσης προσώπου ή προσώπων που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1, με στόχο την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης που απαιτείται βάσει του άρθρου 52.

Άρθρο 52

Σχέδιο αναδιοργάνωσης

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν, εντός ενός μηνός από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σε ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α), το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 να καταρτίζουν και να υποβάλουν στην αρχή εξυγίανσης σχέδιο αναδιοργάνωσης το οποίο να πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εν λόγω σχέδιο συμβιβάζεται με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλει το ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) στην Επιτροπή βάσει αυτού του πλαισίου.
2.  
Όταν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στο άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α) εφαρμόζεται σε δύο ή περισσότερες οντότητες ομίλου, το σχέδιο αναδιοργάνωσης καταρτίζεται από το μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ένωση, καλύπτει όλα τα ιδρύματα του ομίλου σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 7 και 8, και υποβάλλεται στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου. Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει το σχέδιο στις άλλες αρμόδιες αρχές εξυγίανσης και στην ΕΑΤ.
3.  
Σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατά δύο μήνες το πολύ μετά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα.

Όταν η αναδιοργάνωση πρέπει να κοινοποιηθεί εντός του πλαισίου της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία της παραγράφου 1 κατά δύο μήνες το πολύ μετά την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα ή μέχρι την προθεσμία που ορίζεται από το πλαίσιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, εφαρμόζοντας εκείνην από τις δύο προθεσμίες η οποία λήγει νωρίτερα.

4.  
Στο σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης παρουσιάζονται τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή τμημάτων των δραστηριοτήτων τους, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Τα μέτρα αυτά βασίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές όσον αφορά την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο πλαίσιο των οποίων θα λειτουργεί το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την παρούσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές των χρηματοπιστωτικών αγορών, αντικατοπτρίζοντας παραδοχές βάσει του ευνοϊκότερου σεναρίου και του δυσμενέστερου σεναρίου, συμπεριλαμβανομένου του συνδυασμού γεγονότων που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των κυριότερων ευάλωτων σημείων του ιδρύματος. Οι παραδοχές συγκρίνονται με κατάλληλα κριτήρια αναφοράς για ολόκληρο τον τομέα.

5.  

Το σχέδιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α) 

λεπτομερή διάγνωση των παραγόντων και των προβλημάτων που προκάλεσαν την πτώχευση ή την πιθανή πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), και τις περιστάσεις που οδήγησαν στις δυσχέρειες αυτές·

β) 

περιγραφή των μέτρων τα οποία πρόκειται να ληφθούν με σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ) 

χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.

6.  

Τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μπορούν να συμπεριλαμβάνουν:

α) 

την αναδιοργάνωση των δραστηριοτήτων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β) 

τροποποιήσεις στα λειτουργικά συστήματα και στις εσωτερικές υποδομές του ιδρύματος·

γ) 

την απόσυρση από ζημιογόνες δραστηριότητες·

δ) 

την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων δραστηριοτήτων που μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές·

ε) 

την πώληση περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων.

7.  
Εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί την πιθανότητα, με την εφαρμογή του σχεδίου, να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ). Η αξιολόγηση ολοκληρώνεται σε συμφωνία με τη σχετική αρμόδια αρχή.

Εάν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή πεισθούν ότι με το σχέδιο θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το σχέδιο.

8.  
Εάν η αρχή εξυγίανσης δεν πεισθεί ότι με το σχέδιο θα επιτευχθεί ο στόχος της παραγράφου 7, η αρχή εξυγίανσης, σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, κοινοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 τα θέματα που την προβληματίζουν και απαιτεί τροποποίηση του σχεδίου, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά.
9.  
Εντός δύο εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης της παραγράφου 8, το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 υποβάλλουν τροποποιημένο σχέδιο προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης. Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί το τροποποιημένο σχέδιο και, εντός μιας εβδομάδας, γνωστοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 αν έχει πεισθεί ότι με το σχέδιο, όπως τροποποιήθηκε, αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που του κοινοποίησε ή αν απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις.
10.  
Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο αναδιοργάνωσης, όπως συμφωνήθηκε από την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή, και υποβάλλουν τουλάχιστον ανά εξάμηνο στην αρχή εξυγίανσης έκθεση σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής του σχεδίου.
11.  
Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 αναθεωρούν το σχέδιο, εάν, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου που καθορίζεται στην παράγραφο 4, και υποβάλλουν την κάθε αναθεώρηση προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης.
12.  

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:

α) 

τα ελάχιστα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιοργάνωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 5· και

β) 

το ελάχιστο περιεχόμενο των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 10.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιανουαρίου 2016.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

13.  
Έως τις 3 Ιανουαρίου 2016, η ΕΑΤ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το σχέδιο αναδιοργάνωσης για να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 7.
14.  
Λαμβάνοντας υπόψη, κατά περίπτωση, την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στην παράγραφο 13, η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τα ελάχιστα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται το σχέδιο αναδιοργάνωσης για να εγκριθεί από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 7.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.



Υποτμήμα 4

Εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα: Επικουρικές διατάξεις

Άρθρο 53

Αποτέλεσμα της διάσωσης με ίδια μέσα

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια αρχή εξυγίανσης ασκεί μια εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ), η μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, η μετατροπή ή η ακύρωση παράγουν αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτικές για το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τους θιγόμενους πιστωτές και μετόχους.
2.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αρχή εξυγίανσης έχει την εξουσία να ολοκληρώσει ή να ζητήσει να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2 και στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) έως θ), στα οποία συμπεριλαμβάνονται:

α) 

η τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων·

β) 

η διαγραφή ή η απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων·

γ) 

η εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

δ) 

η εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς την υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού δελτίου δυνάμει τη ς οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ).

3.  
Όταν μια αρχή εξυγίανσης μηδενίζει την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, μέσω μιας εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ε), η εν λόγω υποχρέωση και οι όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις προκύπτουν από αυτήν, που δεν είναι δεδουλευμένες κατά τη στιγμή που ασκείται η εξουσία, θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμες σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή κάθε διάδοχη οντότητα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση.
4.  

Όταν μια αρχή εξυγίανσης μειώνει εν μέρει, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία – ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο – μιας υποχρέωσης, μέσω μιας εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ε):

α) 

η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της μείωσης·

β) 

το σχετικό μέσο ή συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αξίας, και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο ι).

Άρθρο 54

Άρση των διαδικαστικών εμποδίων στη διάσωση με ίδια μέσα

1.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 63 παράγραφος 1 στοιχείο θ), τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση, απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), να διατηρούν, ανά πάσα στιγμή, επαρκές ποσό του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου ή άλλων μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, ούτως ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχεία ε) και στ) έναντι ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή κάποιας από τις θυγατρικές τους, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να μην εμποδίζεται να εκδώσει επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να διενεργηθεί αποτελεσματικά η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας.
2.  
Οι αρχές εξυγίανσης κρίνουν κατά πόσον είναι σκόπιμο να επιβάλουν την απαίτηση της παραγράφου 1 στην περίπτωση συγκεκριμένου ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης του σχεδίου εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή όμιλο, έχοντας υπόψη, ιδίως, τις δράσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στο σχέδιο αυτό. Εάν στο σχέδιο εξυγίανσης προβλέπεται η ενδεχόμενη εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα, οι αρχές εξακριβώνουν αν το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο ή άλλα μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 είναι επαρκή για την κάλυψη του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 3 στοιχεία β) και γ).
3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν διαδικαστικά εμπόδια στη μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, βάσει της συστατικής πράξης της εταιρείας ή του καταστατικού του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης των μετόχων ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.
4.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη των τροποποιήσεων των οδηγιών 82/891/ΕΟΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ και 2011/35/ΕΕ και της οδηγίας 2012/30/ΕΕ, που προβλέπονται στον τίτλο X της παρούσας οδηγίας.

▼M3

Άρθρο 55

Συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα

1.  

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να περιλαμβάνουν συμβατικό όρο με τον οποίο ο πιστωτής ή μέρος της συμφωνίας ή μέσο που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η εν λόγω υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας του αρχικού κεφαλαίου ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου ποσού, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από την άσκηση των εν λόγω εξουσιών από μια αρχή εξυγίανσης, υπό τον όρο ότι η εν λόγω υποχρέωση πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η υποχρέωση δεν εξαιρείται δυνάμει του άρθρου 44 παράγραφος 2·

β) 

η υποχρέωση δεν αποτελεί κατάθεση όπως αυτή αναφέρεται στο άρθρο 108 στοιχείο α)·

γ) 

η υποχρέωση διέπεται από τη νομοθεσία τρίτης χώρας·

δ) 

η υποχρέωση εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την ημερομηνία κατά την οποία ένα κράτος μέλος εφαρμόζει τις διατάξεις που εγκρίνονται για τη μεταφορά του παρόντος τμήματος.

Οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να αποφασίσουν ότι η υποχρέωση στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται σε ιδρύματα ή οντότητες στα οποία η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 45 παράγραφος 1 ισούται με το ποσό απορρόφησης των ζημιών, όπως ορίζεται δυνάμει του άρθρου 45γ παράγραφος 2 στοιχείο α), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου και που δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο δεν συνυπολογίζονται στην απαίτηση αυτή.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους διαπιστώσει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα του πρώτου εδαφίου μπορούν να υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής που ασκεί η αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους δυνάμει της νομοθεσίας τρίτης χώρας ή δεσμευτικής συμφωνίας που συνήφθη με την εν λόγω τρίτη χώρα.

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη σχετική υποχρέωση όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, το εν λόγω ίδρυμα ή οντότητα κοινοποιεί τη διαπίστωσή του, συμπεριλαμβανομένων του ορισμού της κατηγορίας στην οποία εμπίπτει η υποχρέωση και της αιτιολογίας της εν λόγω διαπίστωσής της, στην αρχή εξυγίανσης. Το ίδρυμα ή η οντότητα παρέχει στην αρχή εξυγίανσης κάθε πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητά εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της κοινοποίησης, προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να αξιολογήσει το αποτέλεσμα αυτής της κοινοποίησης στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στην περίπτωση της κοινοποίησης δυνάμει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, η υποχρέωση να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 αυτομάτως αναστέλλεται από τη στιγμή της παραλαβής της κοινοποίησης από την αρχή εξυγίανσης.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας, ζητά, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την κοινοποίηση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, τη συμπερίληψη ενός τέτοιου συμβατικού όρου. Η αρχή εξυγίανσης μπορεί, επιπροσθέτως, να απαιτήσει από το ίδρυμα ή η οντότητα να τροποποιήσει τις πρακτικές του/της όσον αφορά την εφαρμογή της εξαίρεσης από τη συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν περιλαμβάνουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 και χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο σημείο 48) σημείο ii) του άρθρου 2 παράγραφος 1, όπου τα εν λόγω μέσα είναι μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου θα είναι ανώτερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του άρθρου 108 παράγραφος 2 και στο άρθρο 108 παράγραφος 3.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στα στοιχεία β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μαζί με τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 ή που είναι πιθανόν να αποκλειστούν σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3, ανέρχεται σε άνω του 10 % της εν λόγω κατηγορίας, αξιολογεί αμέσως τις επιπτώσεις αυτού του συγκεκριμένου δεδομένου στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης που απορρέουν από τον κίνδυνο να πληγούν οι εγγυήσεις των πιστωτών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 73 όταν εφαρμόζονται οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής σε επιλέξιμες υποχρεώσεις.

Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στο πέμπτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δημιουργούν ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης, εφαρμόζει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 17, όπως αρμόζει ώστε να αρθεί το εν λόγω εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης.

Οι υποχρεώσεις για τις οποίες το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) δεν συμπεριλαμβάνει στις συμβατικές διατάξεις τον όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή για τις οποίες, σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, η εν λόγω απαίτηση δεν εφαρμόζεται, δεν υπολογίζονται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.

3.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να παρέχουν στις αρχές νομική γνώμη σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα του συμβατικού όρου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
4.  
Όταν ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) δεν συμπεριλάβει στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν μια σχετική υποχρέωση συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση.
5.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω τον κατάλογο των υποχρεώσεων στις οποίες εφαρμόζεται η εξαίρεση της παραγράφου 1 και το περιεχόμενο του συμβατικού όρου που απαιτείται στην εν λόγω παράγραφο λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα των ιδρυμάτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

6.  

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:

α) 

τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα ήταν νομικά ή άλλως ανέφικτο για ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου σε ορισμένες κατηγορίες υποχρεώσεων·

β) 

τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να απαιτεί να συμπεριληφθεί ο συμβατικός όρος δυνάμει της παραγράφου 2 τρίτο εδάφιο·

γ) 

το εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου η αρχή εξυγίανσης απαιτεί να συμπεριληφθεί η ρήτρα δυνάμει της παραγράφου 2 τρίτο εδάφιο.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

7.  
Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει, όπου κρίνει αναγκαίο, τις κατηγορίες υποχρεώσεων για τις οποίες ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μπορεί να καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με βάση τις προϋποθέσεις που προσδιορίζονται περαιτέρω κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 6.
8.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό ενιαίων μορφοτύπων και υποδειγμάτων για την κοινοποίηση προς τις αρχές εξυγίανσης για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

▼B

Άρθρο 56

Δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης

1.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να παράσχουν έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη μέσω πρόσθετων εργαλείων χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, το άρθρο 37 παράγραφος 10 και το πλαίσιο της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων, για τους σκοπούς της συμμετοχής στην εξυγίανση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 στοιχείο β), γ) ή δ), μεταξύ άλλων παρεμβαίνοντας άμεσα για να αποφευχθεί η εκκαθάριση του ιδρύματος ή της οντότητας, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι εξυγίανσης του άρθρου 31 παράγραφος 2 σε σχέση με το κράτος μέλος ή την Ένωση ως σύνολο. Η δράση αυτή αναλαμβάνεται υπό την καθοδήγηση του αρμόδιου υπουργείου ή της κυβέρνησης σε στενή συνεργασία με την αρχή εξυγίανσης.
2.  
Προκειμένου να τεθούν σε εφαρμογή τα δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αρμόδια υπουργεία ή οι κυβερνήσεις τους διαθέτουν τις σχετικές εξουσίες εξυγίανσης που προσδιορίζονται στα άρθρα 63 έως 72, και μεριμνούν για την ισχύ των διατάξεων των άρθρων 66, 68, 83 και 117.
3.  
Τα δημόσια εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης χρησιμοποιούνται ως έσχατο μέσο αφού προηγουμένως αξιολογηθούν και αξιοποιηθούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τα άλλα εργαλεία εξυγίανσης με ταυτόχρονη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως προσδιορίζει το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση ύστερα από διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης.
4.  

Κατά την εφαρμογή των δημόσιων εργαλείων χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αρμόδια υπουργεία ή οι κυβερνήσεις και η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζουν τα εργαλεία μόνο εάν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 παράγραφος 1 και πληρείται επίσης μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α) 

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την κεντρική τράπεζα και την αρμόδια αρχή, προσδιορίζουν ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την αποφυγή σημαντικών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα·

β) 

το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση και η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζουν ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη χορηγηθεί στο ίδρυμα έκτακτη στήριξη ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα·

γ) 

σε σχέση με το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, το αρμόδιο υπουργείο ή η κυβέρνηση, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης, προσδιορίζει ότι η εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης δεν θα επαρκούσε για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος, στις περιπτώσεις όπου έχει ήδη χορηγηθεί στο ίδρυμα στήριξη ιδίων κεφαλαίων μέσω του εργαλείου κεφαλαιακής στήριξης.

5.  

Τα εργαλεία χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης περιλαμβάνουν:

α) 

ένα εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 57·

β) 

ένα εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 58.

Άρθρο 57

Εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης

1.  

Τα κράτη μέλη μπορούν, σε πλαίσιο τήρησης του εθνικού εταιρικού δικαίου, να συμμετάσχουν στην ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας παρέχοντας στο ίδρυμα ή στην οντότητα κεφάλαιο με αντάλλαγμα τα ακόλουθα μέσα, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013:

α) 

μέσα κοινών μετοχών του κεφαλαίου της κατηγορίας 1·

β) 

πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 2.

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, στον βαθμό που το επιτρέπει το μετοχικό τους μερίδιο σε ίδρυμα ή σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ώστε η διαχείριση του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας όπου εφαρμόζεται το εργαλείο της δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης να γίνεται σε εμπορική και επαγγελματική βάση.
3.  
Όταν ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το εργαλείο δημόσιας κεφαλαιακής στήριξης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, διασφαλίζει ότι η συμμετοχή του στο ίδρυμα ή στην οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μεταφέρεται στον ιδιωτικό τομέα αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες.

Άρθρο 58

Εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας

1.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να θέτουν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) υπό προσωρινή δημόσια ιδιοκτησία.
2.  

Για τον σκοπό αυτό, το κράτος μέλος μπορεί να δίνει μία ή περισσότερες εντολές μεταβίβασης μετοχών στις οποίες ο εκδοχέας είναι:

α) 

εντολοδόχος του κράτους μέλους· ή

β) 

εταιρεία υπό την πλήρη ιδιοκτησία του κράτους μέλους.

3.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ιδρύματα ή οι οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) στα οποία εφαρμόζεται το εργαλείο προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο να τελούν υπό διαχείριση σε εμπορική και επαγγελματική βάση και να μεταβιβάζονται στον ιδιωτικό τομέα αμέσως μόλις το επιτρέψουν οι εμπορικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ V

▼M3

Απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

▼B

Άρθρο 59

▼M3

Απαίτηση απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

1.  

Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων μπορεί να ασκείται:

α) 

είτε ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης· είτε

β) 

σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, όταν πληρούνται οι όροι εξυγίανσης που καθορίζονται στα άρθρα 32, 32α ή 33.

Όταν τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα και οι επιλέξιμες υποχρεώσεις έχουν αγοραστεί από την οντότητα εξυγίανσης έμμεσα μέσω άλλων οντοτήτων του ίδιου ομίλου εξυγίανσης, η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των εν λόγω οικείων κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ασκείται από κοινού με την άσκηση της ίδιας εξουσίας στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης της οικείας οντότητας ή στο επίπεδο άλλων μητρικών επιχειρήσεων που δεν είναι οντότητες εξυγίανσης, ώστε οι ζημίες να μεταβιβάζονται όντως και να επιτυγχάνεται η ανακεφαλαιοποίηση της οικείας οντότητας από την οντότητα εξυγίανσης.

Μετά την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης, διενεργείται η αποτίμηση που προβλέπεται στο άρθρο 74 και εφαρμόζεται το άρθρο 75.

▼M3

1α.  
Η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των επιλέξιμων υποχρεώσεων ανεξάρτητα από τη δράση εξυγίανσης μπορεί να ασκηθεί μόνο σε σχέση με επιλέξιμες υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α) της παρούσας οδηγίας, εκτός από τον όρο που σχετίζεται με την εναπομένουσα ληκτότητα των υποχρεώσεων, όπως ορίζεται από το άρθρο 72γ παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

Κατά την άσκηση αυτής της εξουσίας, τα κράτη μέλη βεβαιώνονται ότι η απομείωση ή η μετατροπή πραγματοποιείται σύμφωνα με την αρχή που αναφέρεται στο στοιχείο ζ) του άρθρου 34 παράγραφος 1.

1β.  
Όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης έναντι οντότητας εξυγίανσης ή, σε εξαιρετικές περιστάσεις κατά παρέκκλιση από το σχέδιο εξυγίανσης, έναντι οντότητας που δεν είναι οντότητα εξυγίανσης, το ποσό που μειώνεται, απομειώνεται ή μετατρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1 στο επίπεδο της εν λόγω οντότητας συνυπολογίζεται στα όρια που καθορίζονται στο άρθρο 37 παράγραφος 10 και στο άρθρο 44 παράγραφος 5 στοιχείο α) ή στο στοιχείο α) του άρθρου 44 παράγραφος 8 που εφαρμόζονται στην οικεία οντότητα.

▼B

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης έχουν την εξουσία να απομειώνουν ή να μετατρέπουν τα σχετικά ►M3  κεφαλαιακά μέσα, και επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1α ◄ σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ιδρυμάτων και οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1.

▼M3

3.  

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές εξυγίανσης να ασκούν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής, σύμφωνα με το άρθρο 60 και χωρίς καθυστέρηση, σε σχέση με τα οικεία κεφαλαιακά μέσα και τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1α επιλέξιμες υποχρεώσεις που αφορούν ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 όταν συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) 

όταν έχει διαπιστωθεί, πριν από την ανάληψη οιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εξυγίανσης του άρθρου 32, 32α ή 33· ή

β) 

η οικεία αρχή ορίζει ότι εκτός αν η εν λόγω εξουσία ασκείται σε σχέση με τα οικεία κεφαλαιακά μέσα και τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1α επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 δεν θα είναι πλέον βιώσιμο·

▼B

γ) 

σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από θυγατρική και όταν αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της θυγατρικής διαπιστώνουν από κοινού, με τη μορφή κοινής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4, ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

δ) 

σε περίπτωση κεφαλαιακών μέσων που έχουν εκδοθεί από τη μητρική επιχείρηση και όταν αυτά τα κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης ή σε ενοποιημένη βάση, και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας διαπιστώνει ότι, εάν δεν ασκηθεί η εξουσία απομείωσης ή μετατροπής στα εν λόγω μέσα, ο όμιλος θα παύσει να είναι βιώσιμος·

ε) 

απαιτείται έκτακτη δημόσια χρηματοδοτική στήριξη για το ίδρυμα ή την οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4 στοιχείο δ) σημείο iii).

4.  

Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή ένας όμιλος θεωρούνται ότι παύουν να είναι βιώσιμα μόνο όταν πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή ο όμιλος τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει·

β) 

λαμβανομένου υπόψη του χρονικού σημείου και άλλων σχετικών παραμέτρων, καμία δράση, περιλαμβανομένης της εναλλακτικής δράσης του ιδιωτικού τομέα ή της εποπτικής δράσης (συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης), πλην της απομείωσης ή της μετατροπής ►M3  κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1α ◄ , μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με δράση εξυγίανσης, δεν αναμένεται ευλόγως να αποτρέψει την πτώχευση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή του ομίλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

5.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει όταν ισχύουν μία ή περισσότερες από τις περιστάσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 32 παράγραφος 4.
6.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 στοιχείο α), ένας όμιλος θεωρείται ότι τελεί υπό πτώχευση ή είναι πιθανό να πτωχεύσει όταν παραβιάζει, ή όταν υπάρχουν αντικειμενικά τεκμήρια που καταδεικνύουν ότι πρόκειται να παραβιάσει στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις ενοποιημένης προληπτικής εποπτείας κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάληψη δράσης από την αρμόδια αρχή, μεταξύ άλλων διότι ο όμιλος έχει υποστεί ή είναι πιθανό να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν όλα ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του.
7.  
Σχετικό κεφαλαιακό μέσο που έχει εκδοθεί από θυγατρική δεν απομειώνεται σε μεγαλύτερη έκταση ούτε μετατρέπεται υπό χειρότερους όρους, δυνάμει της παραγράφου 3 στοιχείο γ), από όσο έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί ίδιας κατηγορίας κεφαλαιακά μέσα στο επίπεδο της μητρικής επιχείρησης.
8.  
Όταν η ενδεδειγμένη αρχή καταλήγει στη διαπίστωση της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αποστέλλει αμέσως κοινοποίηση στην αρχή εξυγίανσης που είναι αρμόδια για το σχετικό ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή.
9.  
Πριν καταλήξει στη διαπίστωση της παραγράφου 3 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωριζόμενα ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, η ενδεδειγμένη αρχή συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις κοινοποίησης και διαβούλευσης που καθορίζονται στο άρθρο 62.
10.  
Πριν ασκήσουν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής των ►M3  κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1α ◄ , οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι διενεργείται, σύμφωνα με το άρθρο 36, αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1. Η εν λόγω αποτίμηση αποτελεί τη βάση υπολογισμού της απομείωσης που πρόκειται να εφαρμοστεί στα σχετικά ►M3  κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1α ◄ προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες, καθώς και του βαθμού μετατροπής των σχετικών ►M3  κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμες υποχρεώσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1α ◄ με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1.

Άρθρο 60

▼M3

Διατάξεις που αφορούν την απομείωση ή μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και επιλέξιμων υποχρεώσεων

▼B

1.  

Κατά τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 59, οι αρχές εξυγίανσης ασκούν την εξουσία απομείωσης ή μετατροπής βάσει της προτεραιότητας των απαιτήσεων στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας, κατά τρόπο που επιφέρει τα ακόλουθα αποτελέσματα:

α) 

τα μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 υφίστανται μείωση πρώτα κατ’ αναλογία προς τις ζημίες και στα όρια των δυνατοτήτων τους και η αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει μία ή αμφότερες τις δράσεις που ορίζονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 έναντι των κατόχων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1·

β) 

η αξία των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο·

γ) 

η αξία των μέσων της κατηγορίας 2 απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης του άρθρου 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών κεφαλαιακών μέσων, όποιο είναι χαμηλότερο·

▼M3

δ) 

το αρχικό κεφάλαιο επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 στοιχείο α) απομειώνεται ή μετατρέπεται σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή αμφότερα, στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που ορίζονται στο άρθρο 31 ή στα όρια των δυνατοτήτων των σχετικών επιλέξιμων υποχρεώσεων, όποιο είναι χαμηλότερο.

▼M3

2.  

Σε περίπτωση που η αξία ενός σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή μιας επιλέξιμης υποχρέωσης όπως ορίζεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1 στοιχείο α) απομειώνεται:

α) 

η μείωση της εν λόγω αξίας είναι μόνιμη, με την επιφύλαξη τυχόν ανατίμησης σύμφωνα με τον μηχανισμό αποζημίωσης του άρθρου 46 παράγραφος 3·

β) 

δεν υφίσταται πλέον καμία υποχρέωση έναντι του κατόχου του σχετικού κεφαλαιακού μέσου ή της επιλέξιμης υποχρέωσης που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α δυνάμει ή σε σχέση με την αξία του μέσου που απομειώθηκε, εκτός των ήδη δεδουλευμένων υποχρεώσεων και τυχόν υποχρέωσης αποζημίωσης που μπορεί να προκύψει κατόπιν προσφυγής κατά της νομιμότητας της άσκησης της εξουσίας απομείωσης·

γ) 

καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται σε κανέναν κάτοχο των σχετικών κεφαλαιακών μέσων ή των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

▼B

3.  

►M3  Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των επιλέξιμων υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχεία β), γ) και δ) του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) την έκδοση μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 προς τους κατόχους των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των εν λόγω επιλέξιμων υποχρεώσεων. Η μετατροπή των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των εν λόγω υποχρεώσεων είναι δυνατή μόνο εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: ◄

α) 

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή από μητρική επιχείρηση του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με τη σύμφωνη γνώμη της αρχής εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) ή, κατά περίπτωση, της αρχής εξυγίανσης της μητρικής επιχείρησης·

β) 

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 εκδίδονται πριν από κάθε έκδοση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας από το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), με σκοπό την παροχή ιδίων κεφαλαίων από το κράτος ή από κρατικό φορέα·

γ) 

τα εν λόγω μέσα κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 αποδίδονται και μεταβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση μετά την άσκηση της εξουσίας μετατροπής·

δ) 

ο συντελεστής μετατροπής που προσδιορίζει τον αριθμό των μέσων κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατίθενται για ►M3  κάθε σχετικό κεφαλαιακό μέσο ή κάθε επιλέξιμη υποχρέωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α ◄ είναι σύμφωνος με τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 50 και οιεσδήποτε κατευθυντήριες γραμμές καταρτίζει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 4.

4.  
Για τη διάθεση των μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με την παράγραφο 3, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να κατέχουν, ανά πάσα στιγμή, την απαιτούμενη εκ των προτέρων άδεια για την έκδοση του σχετικού αριθμού μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1.
5.  
Όταν ένα ίδρυμα πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση και η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εφαρμόσει ένα εργαλείο εξυγίανσης στο εν λόγω ίδρυμα, η αρχή εξυγίανσης συμμορφώνεται με την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3, πριν εφαρμόσει το εργαλείο εξυγίανσης.

Άρθρο 61

Αρχές αρμόδιες για τη διαπίστωση

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές που είναι αρμόδιες να προβαίνουν στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 είναι εκείνες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.
2.  
Κάθε κράτος μέλος καθορίζει στο εθνικό του δίκαιο την ενδεδειγμένη αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει σε διαπιστώσεις δυνάμει του άρθρου 59. Η ενδεδειγμένη αρχή μπορεί να είναι η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 32.
3.  
Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας είναι η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου έχει λάβει άδεια λειτουργίας το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

▼M3

Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 1α της παρούσας οδηγίας αναγνωρίζονται για τους σκοπούς της εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45στ παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, η αρχή που είναι αρμόδια να προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας είναι η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ.

▼B

4.  

Σε περίπτωση που τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα εκδίδονται από ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που είναι θυγατρική και αναγνωρίζονται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, η αρχή που είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 είναι η ακόλουθη:

α) 

η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β) της παρούσας οδηγίας·

β) 

η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους ενοποιημένης εποπτείας και η ενδεδειγμένη αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα ή η οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας που εξέδωσε τα εν λόγω μέσα, σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, είναι αρμόδια να προβαίνει στην κοινή διαπίστωση που λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης και αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 62

Ενοποιημένη εφαρμογή: διαδικασία διαπίστωσης

▼M3

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, προτού προβούν στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β), γ), δ) ή ε) όσον αφορά θυγατρική που εκδίδει σχετικά κεφαλαιακά μέσα ή επιλέξιμες υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 59 άρθρο 1α για τους σκοπούς της εκπλήρωσης της απαίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 45στ σε ατομική βάση ή σχετικά κεφαλαιακά μέσα τα οποία αναγνωρίζονται για τους σκοπούς της εκπλήρωσης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ατομική ή ενοποιημένη βάση, οι ενδεδειγμένες αρχές συμμορφώνονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

όταν εξετάζει εάν θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο β), γ), δ) ή ε), κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης της σχετικής οντότητας εξυγίανσης, η ενδεδειγμένη αρχή αποστέλλει κοινοποίηση εντός 24 ωρών από την διαβούλευση με την εν λόγω αρχή εξυγίανσης:

i) 

στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην ενδεδειγμένη αρχή το κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

ii) 

στις αρχές εξυγίανσης άλλων οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου εξυγίανσης που αγόρασαν άμεσα ή έμμεσα υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 από την οντότητα που υπόκειται στο άρθρο 45στ παράγραφος 1·

β) 

όταν εξετάζει αν θα προβεί σε διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), η ενδεδειγμένη αρχή αποστέλλει, αμελλητί, κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για κάθε ίδρυμα ή οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) που έχει εκδώσει τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα ως προς τα οποία πρόκειται να ασκηθούν οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, αν γίνει αυτή η διαπίστωση και, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις ενδεδειγμένες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται οι εν λόγω αρμόδιες αρχές και η αρχή ενοποιημένης εποπτείας.

▼B

2.  
Οι ενδεδειγμένες αρχές, όταν προβαίνουν σε μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), δ) ή ε) όσον αφορά την εξυγίανση ιδρύματος ή ομίλου με διασυνοριακή δραστηριότητα, λαμβάνουν υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εξυγίανσης σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία το ίδρυμα ή ο όμιλος ασκεί δραστηριότητα.
3.  
Η ενδεδειγμένη αρχή συνοδεύει την κοινοποίηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 με επεξήγηση των λόγων για τους οποίους σκέπτεται να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.
4.  

►M3  Όταν έχει πραγματοποιηθεί κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ενδεδειγμένη αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση σύμφωνα με το στοιχείο α) σημείο i) ή το στοιχείο β) της εν λόγω παραγράφου, εξετάζει τα ακόλουθα ζητήματα: ◄

α) 

εάν υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο αντί της άσκησης της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 59 παράγραφος 3·

β) 

εάν όντως υπάρχει διαθέσιμο εναλλακτικό μέτρο, κατά πόσον είναι εφικτή η εφαρμογή του·

γ) 

εάν το εν λόγω εναλλακτικό μέτρο είναι εφικτό να εφαρμοστεί, κατά πόσον υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να μπορέσει να αντιμετωπίσει, σε κατάλληλο χρονικό διάστημα, τις περιστάσεις για τις οποίες ειδάλλως θα ήταν επιβεβλημένη μια διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3.

5.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, ως εναλλακτικά μέτρα νοούνται τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης που αναφέρονται στο άρθρο 27 της παρούσας οδηγίας, τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 104 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή η μεταβίβαση πόρων ή κεφαλαίων από τη μητρική επιχείρηση.
6.  
Εάν, δυνάμει της παραγράφου 4, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, κρίνει ότι υπάρχει διαθέσιμο ένα ή περισσότερα εναλλακτικά μέτρα, ότι είναι εφικτή η εφαρμογή τους και ότι θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου, εξασφαλίζει την εφαρμογή των μέτρων αυτών.
7.  
Εάν, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, η ενδεδειγμένη αρχή, μετά από διαβούλευση με τις αρχές στις οποίες απεστάλη η κοινοποίηση, κρίνει ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα που θα μπορούσαν να επιφέρουν το αποτέλεσμα που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της παραγράφου 4, η ενδεδειγμένη αρχή αποφασίζει εάν είναι σκόπιμο να προβεί στη διαπίστωση που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 3, η οποία ήταν υπό εξέταση.
8.  
Σε περίπτωση που η ενδεδειγμένη αρχή αποφασίσει να προβεί στη διαπίστωση του άρθρου 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ), αποστέλλει αμελλητί κοινοποίηση στις ενδεδειγμένες αρχές των κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες θυγατρικές και η διαπίστωση λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης όπως ορίζεται στο άρθρο 92 παράγραφοι 3 και 4. Ελλείψει κοινής απόφασης δεν πραγματοποιείται διαπίστωση δυνάμει του άρθρου 59 παράγραφος 3 στοιχείο γ).
9.  
Οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών εντός των οποίων είναι εγκατεστημένη κάθε επηρεαζόμενη θυγατρική εφαρμόζουν αμέσως την απόφαση απόφαση απομείωσης ή μετατροπής των κεφαλαιακών μέσων που λαμβάνεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα των περιστάσεων.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ VI

Εξουσίες εξυγίανσης

Άρθρο 63

Γενικές εξουσίες

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν όλες τις αναγκαίες εξουσίες για να εφαρμόζουν τα εργαλεία εξυγίανσης σε ιδρύματα και οντότητες του άρθρου 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) που πληρούν τις ισχύουσες προϋποθέσεις για εξυγίανση. Ειδικότερα, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις ακόλουθες εξουσίες εξυγίανσης, τις οποίες μπορούν να ασκούν μεμονωμένα ή σε συνδυασμό:

α) 

την εξουσία να απαιτούν από κάθε πρόσωπο να παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αρχή εξυγίανσης προκειμένου να αποφασίζει και να προετοιμάζει μια δράση εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης της επικαιροποίησής τους και των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέχονται στα σχέδια εξυγίανσης, καθώς και να απαιτούν την παροχή πληροφοριών μέσω της διεξαγωγής επιτόπιων ελέγχων·

β) 

την εξουσία να αποκτούν τον έλεγχο ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση και να ασκούν όλα τα δικαιώματα και τις εξουσίες που παρέχονται στους μετόχους, στους λοιπούς ιδιοκτήτες και στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

γ) 

την εξουσία να μεταβιβάζουν μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας που εκδίδονται από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση·

δ) 

την εξουσία να μεταβιβάζουν σε άλλη οντότητα, με τη συγκατάθεση της εν λόγω οντότητας, δικαιώματα, περιουσιακά στοιχεία ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

ε) 

την εξουσία να μειώνουν, συμπεριλαμβανομένου του μηδενισμού, την αξία —ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο— των ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

στ) 

την εξουσία να μετατρέπουν ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε κοινές μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας του εν λόγω ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ενός σχετικού μητρικού ιδρύματος ή ενός μεταβατικού ιδρύματος στο οποίο μεταβιβάζονται περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

ζ) 

την εξουσία να ακυρώνουν χρεωστικά μέσα που έχουν εκδοθεί από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 2·

η) 

την εξουσία να μειώνουν, ή και να μηδενίζουν, την ονομαστική αξία μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση καθώς και να ακυρώνουν τέτοιες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας·

θ) 

την εξουσία να απαιτούν από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ή από σχετικό μητρικό ίδρυμα να εκδώσει νέες μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή άλλα κεφαλαιακά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των προνομιούχων μετοχών και των υπό αίρεση μετατρέψιμων μέσων·

ι) 

την εξουσία να τροποποιούν ή να μεταβάλλουν τη διάρκεια των χρεωστικών μέσων και άλλων ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ που εκδίδονται από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση ή να τροποποιούν το ύψος των πληρωτέων τόκων βάσει των εν λόγω μέσων και άλλων ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ ή την ημερομηνία κατά την οποία οι τόκοι καθίστανται πληρωτέοι, μεταξύ άλλων αναστέλλοντας την πληρωμή για προσωρινό χρονικό διάστημα, με εξαίρεση τις εξασφαλισμένες υποχρεώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 2·

ια) 

την εξουσία να καταγγέλλουν και να λύουν χρηματοπιστωτικές συμβάσεις ή συμβάσεις παραγώγων στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 49·

ιβ) 

την εξουσία να απομακρύνουν ή να αντικαθιστούν το διοικητικό όργανο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση·

ιγ) 

την εξουσία να απαιτούν από την αρμόδια αρχή να αξιολογήσει εγκαίρως έναν αγοραστή ειδικής συμμετοχής, κατά παρέκκλιση από τα χρονικά όρια που τίθενται στο άρθρο 22 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και στο άρθρο 12 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.  

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να διασφαλίζουν ότι, όταν πρόκειται να εφαρμόσουν τα εργαλεία εξυγίανσης και να ασκήσουν τις εξουσίες εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης δεν υπόκεινται σε καμία από τις ακόλουθες απαιτήσεις, οι οποίες διαφορετικά θα εφαρμόζονταν δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας ή σύμβασης ή άλλων διατάξεων:

α) 

με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 6 και του άρθρου 85 παράγραφος 1, απαιτήσεις να λάβουν την έγκριση ή τη συγκατάθεση οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ιδιωτικού ή δημόσιου, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων ή των πιστωτών του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

β) 

πριν από την άσκηση της εξουσίας εξυγίανσης, διαδικαστικές απαιτήσεις κοινοποίησης προς οιοδήποτε πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης κάθε απαίτησης δημοσίευσης οιασδήποτε κοινοποίησης ή ενημερωτικών δελτίων ή αρχειοθέτησης ή καταχώρισης οιουδήποτε εγγράφου σε οιαδήποτε άλλη αρχή.

Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να ασκήσουν τις εξουσίες βάσει του παρόντος άρθρου, ανεξάρτητα από κάθε περιορισμό, ή απαίτηση για συγκατάθεση, όσον αφορά τη μεταβίβαση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων, που μπορεί διαφορετικά να εφαρμοζόταν.

Το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των άρθρων 81 και 83 και των απαιτήσεων κοινοποίησης βάσει του πλαισίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις.

3.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που κάποια από τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε οντότητα του άρθρου 1 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας λόγω της ειδικής νομικής μορφής της, οι αρχές εξυγίανσης έχουν όσο είναι δυνατόν παρόμοιες εξουσίες, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τα αποτελέσματά τους.
4.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές εξυγίανσης ασκούν εξουσίες σύμφωνα με την παράγραφο 3, εφαρμόζονται στα επηρεαζόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μετόχων, των πιστωτών και των αντισυμβαλλομένων, οι διασφαλίσεις της παρούσας οδηγίας ή διασφαλίσεις που παράγουν ταυτόσημο αποτέλεσμα.

Άρθρο 64

Επικουρικές εξουσίες

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση εξουσίας εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία:

α) 

με την επιφύλαξη του άρθρου 78, να μεριμνούν ώστε η μεταβίβαση να πραγματοποιείται απαλλαγμένη από κάθε υποχρέωση ή επιβάρυνση επί των μεταβιβαζόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων· για τον σκοπό αυτό, οιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης βάσει της παρούσας οδηγίας δεν θεωρείται υποχρέωση ή επιβάρυνση·

β) 

να αίρουν τα δικαιώματα περαιτέρω απόκτησης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας·

γ) 

να απαιτούν από τη σχετική αρχή να διακόπτει ή να αναστέλλει την αποδοχή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ή την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων σε χρηματιστήριο αξιών, σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12

δ) 

να προβλέπουν τη μεταχείριση του αποδέκτη σαν να ήταν το ίδρυμα υπό εξυγίανση για τους σκοπούς οιωνδήποτε δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή ενεργειών στις οποίες έχει προβεί το ίδρυμα υπό εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 38 και 40, των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που αφορούν τη συμμετοχή σε υποδομές αγοράς·

ε) 

να απαιτούν από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή τον αποδέκτη να παρέχουν αμοιβαία πληροφορίες και συνδρομή· και

στ) 

να ακυρώνουν ή να τροποποιούν τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι μέρος το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή να το υποκαθιστούν με έναν αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.  
Οι αρχές εξυγίανσης ασκούν τις εξουσίες που καθορίζονται στην παράγραφο 1, όταν η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι ενδείκνυνται για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα μιας δράσης ή να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι στόχοι εξυγίανσης.
3.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ασκούν μια εξουσία εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να προβλέπουν τη συνέχιση των ρυθμίσεων που είναι αναγκαίες προκειμένου η δράση εξυγίανσης να είναι αποτελεσματική και, κατά περίπτωση, ο αποδέκτης να είναι σε θέση να ασκήσει τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν. Αυτή η συνέχιση των ρυθμίσεων περιλαμβάνει συγκεκριμένα:

α) 

τη συνέχιση συμβάσεων τις οποίες έχει συνάψει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, ούτως ώστε ο αποδέκτης να αναλάβει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση που αφορούν κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί, και να υποκαθιστά το ίδρυμα υπό εξυγίανση (είτε ρητά είτε σιωπηρά) σε όλα τα σχετικά έγγραφα των συμβάσεων·

β) 

την υποκατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση από τον αποδέκτη σε κάθε δικαστική διαδικασία που αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, δικαίωμα, περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση που έχει μεταβιβαστεί.

4.  

Οι εξουσίες της παραγράφου 1 στοιχείο δ) και της παραγράφου 3 στοιχείο β) δεν επηρεάζουν τα εξής:

α) 

το δικαίωμα ενός υπαλλήλου του ιδρύματος υπό εξυγίανση να καταγγείλει μια σύμβαση εργασίας·

β) 

με την επιφύλαξη των άρθρων 69, 70 και 71, κάθε δικαίωμα ενός μέρους μιας σύμβασης να ασκήσει δικαιώματα βάσει της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να την καταγγείλει, εφόσον το δικαιούται, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, λόγω πράξης ή παράλειψης από το ίδρυμα υπό εξυγίανση, πριν από τη σχετική μεταβίβαση, ή από τον αποδέκτη, μετά τη σχετική μεταβίβαση.

Άρθρο 65

Εξουσία απαίτησης παροχής υπηρεσιών και εγκαταστάσεων

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να απαιτούν από ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση, ή από οιαδήποτε οντότητα του ομίλου του, να παρέχει τις υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου ο αποδέκτης να είναι σε θέση να ασκεί όντως τις δραστηριότητες που του μεταβιβάστηκαν.

Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται και στην περίπτωση που το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή η σχετική οντότητα του ομίλου υπόκειται ήδη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσής τους έχουν εξουσίες ώστε να επιβάλλουν την τήρηση υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 1, από αρχές εξυγίανσης άλλων κρατών μελών, σε οντότητες ομίλου εγκατεστημένες στην επικράτειά τους.
3.  
Οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιορίζονται στις επιχειρησιακές υπηρεσίες και εγκαταστάσεις, και δεν περιλαμβάνουν καμία μορφή χρηματοπιστωτικής στήριξης.
4.  

Οι παρεχόμενες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 υπηρεσίες και εγκαταστάσεις παρέχονται υπό τους ακόλουθους όρους:

α) 

σε περίπτωση που οι υπηρεσίες και οι εγκαταστάσεις παρασχέθηκαν στο ίδρυμα υπό εξυγίανση στο πλαίσιο συμφωνίας αμέσως πριν από την ανάληψη της δράσης εξυγίανσης, υπό τους ιδίους όρους καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας·

β) 

σε περίπτωση που δεν υφίσταται συμφωνία ή που η συμφωνία έχει λήξει, υπό εύλογους όρους.

5.  
Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για τον καθορισμό ελάχιστου καταλόγου υπηρεσιών ή εγκαταστάσεων που είναι απαραίτητες προκειμένου να μπορεί ο αποδέκτης να ασκεί όντως τις δραστηριότητες που του μεταβιβάζονται.

Άρθρο 66

Εξουσία επιβολής της εφαρμογής μέτρων διαχείρισης κρίσης ή μέτρων πρόληψης κρίσης από άλλα κράτη μέλη

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων ή υποχρεώσεων περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος από εκείνο της αρχής εξυγίανσης ή δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υπόκεινται στο δίκαιο άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης, η μεταβίβαση παράγει έννομα αποτελέσματα στο πλαίσιο ή βάσει του δικαίου του εν λόγω άλλου κράτους μέλους.
2.  
Τα κράτη μέλη παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης, που έχει πραγματοποιήσει ή σκοπεύει να πραγματοποιήσει τη μεταβίβαση, κάθε εύλογη βοήθεια, προκειμένου να διασφαλιστεί η μεταβίβαση στον αποδέκτη των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων σύμφωνα με τις εφαρμοστέες απαιτήσεις του εθνικού δικαίου.
3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μέτοχοι, οι πιστωτές και τα τρίτα μέρη που θίγονται από τη μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν δικαιούνται να εμποδίζουν, να αμφισβητούν ή να ακυρώνουν με ένδικα μέσα τη μεταβίβαση βάσει διάταξης του δικαίου του κράτους μέλους όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία ή βάσει του δικαίου που διέπει τις μετοχές, τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις.
4.  

Όταν μια αρχή εξυγίανσης ενός κράτους μέλους (κράτος μέλος Α) ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής, μεταξύ άλλων έναντι κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59, και οι ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ ή τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα του ιδρύματος υπό εξυγίανση περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) 

μέσα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους από εκείνο της αρχής εξυγίανσης που άσκησε τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής (κράτος μέλος Β)·

β) 

υποχρεώσεις προς πιστωτές που βρίσκονται στο κράτος μέλος Β,

το κράτος μέλος Β διασφαλίζει τη μείωση της αξίας των εν λόγω υποχρεώσεων ή μέσων ή τη μετατροπή των υποχρεώσεων ή των μέσων, σύμφωνα με την άσκηση της εξουσίας απομείωσης ή μετατροπής από την αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους Α.

5.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πιστωτές που θίγονται από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής που αναφέρονται στην παράγραφο 4 δεν δικαιούνται να αμφισβητούν, με ένδικα μέσα, τη μείωση της αξίας του μέσου ή της υποχρέωσης ή τη μετατροπή τους, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει διάταξης του δικαίου του κράτους μέλους B.
6.  

Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει τον προσδιορισμό των κατωτέρω στοιχείων σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της αρχής εξυγίανσης:

α) 

το δικαίωμα των μετόχων, των πιστωτών και των τρίτων μερών να αμφισβητούν με κατάθεση προσφυγής, σύμφωνα με άρθρο 85, μια μεταβίβαση μετοχών, άλλων μέσων ιδιοκτησίας, περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου·

β) 

το δικαίωμα των πιστωτών να αμφισβητούν με κατάθεση προσφυγής, σύμφωνα με άρθρο 85, τη μείωση της αξίας ή τη μετατροπή ενός μέσου ή μιας υποχρέωσης που καλύπτεται από την παράγραφο 4 στοιχείο α) ή β) του παρόντος άρθρου·

γ) 

τις διασφαλίσεις για τις εν μέρει μεταβιβάσεις, όπως αναφέρονται στο κεφάλαιο VII, όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 67

Εξουσία όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις, τις μετοχές και άλλα μέσα ιδιοκτησίας που βρίσκονται σε τρίτες χώρες

1.  

Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περιπτώσεις όπου η δράση εξυγίανσης συνεπάγεται ενέργειες όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας, οι αρχές εξυγίανσης δύνανται να απαιτούν:

α) 

από τον διαχειριστή, τον σύνδικο ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση και από τον αποδέκτη να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η δράση παράγει αποτελέσματα·

β) 

από τον διαχειριστή, τον σύνδικο ή κάθε άλλο πρόσωπο που ασκεί τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση να διακρατεί τις μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, τα περιουσιακά στοιχεία ή τα δικαιώματα ή να εξοφλεί τις υποχρεώσεις εξ ονόματος του αποδέκτη μέχρις ότου η μεταβίβαση, η απομείωση, η μετατροπή ή η δράση παραγάγει αποτελέσματα·

γ) 

τα εύλογα έξοδα του αποδέκτη, τα οποία προκύπτουν κανονικά κατά την εκτέλεση οιασδήποτε απαιτούμενης ενέργειας βάσει των στοιχείων α) και β) της παρούσας παραγράφου, να καλύπτονται με κάποιον από τους τρόπους που καθορίζονται στο άρθρο 37 παράγραφος 7.

2.  
Όταν η αρχή εξυγίανσης εκτιμά ότι, παρόλο που ελήφθησαν όλα τα αναγκαία μέτρα από τον διαχειριστή, σύνδικο ή άλλο πρόσωπο σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α), η μεταβίβαση, μετατροπή ή δράση είναι άκρως απίθανο να παραγάγει αποτελέσματα σε σχέση με περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται σε τρίτη χώρα ή σε σχέση με μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που υπάγονται στο δίκαιο τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης δεν προβαίνει στη μεταβίβαση, απομείωση, μετατροπή ή δράση. Εάν η αρχή εξυγίανσης έχει ήδη δώσει εντολή για τη μεταβίβαση, απομείωση, μετατροπή ή δράση, η εντολή αυτή είναι άκυρη όσον αφορά το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, μετοχές, μέσα ιδιοκτησίας, δικαιώματα ή υποχρεώσεις.

Άρθρο 68

Αποκλεισμός ορισμένων συμβατικών ρητρών στην έγκαιρη παρέμβαση και εξυγίανση

1.  
Οιοδήποτε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων που λαμβάνεται σχετικά με μία οντότητα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή που περιλαμβάνει την επέλευση οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή αυτού του μέτρου, δεν θεωρείται αφ’ εαυτού, σε πλαίσιο σύμβασης που συνάπτει η οντότητα, ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση κατά την έννοια της οδηγίας 2002/47/ΕΚ ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την έννοια της οδηγίας 98/26/ΕΚ, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.

Επιπροσθέτως, το εν λόγω μέτρο πρόληψης κρίσεων ή μέτρο διαχείρισης κρίσεων δεν θεωρείται αφ’ εαυτού ότι συνιστά γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ή ως διαδικασία αφερεγγυότητας στο πλαίσιο σύμβασης που συνάφθηκε από:

α) 

θυγατρική, της οποίας οι απορρέουσες υποχρεώσεις τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη της μητρικής επιχείρησης· ή

β) 

οιαδήποτε οντότητα ομίλου που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

2.  
Εάν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 94, ή εάν λάβει τέτοια απόφαση η αρχή εξυγίανσης, οι διαδικασίες αυτές αποτελούν, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, μέτρο διαχείρισης κρίσεων.
3.  

►M3  Υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας, τα μέτρα πρόληψης κρίσεων, η αναστολή της υποχρέωσης δυνάμει του άρθρου 33α ή τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της επέλευσης οιουδήποτε γεγονότος άμεσα συνδεόμενου με την εφαρμογή τέτοιων μέτρων, δεν παρέχουν από μόνα τους σε κανέναν τη δυνατότητα: ◄

α) 

να ασκεί οιοδήποτε δικαίωμα καταγγελίας, αναστολής, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, μεταξύ άλλων και σχετικά με σύμβαση την οποία έχει συνάψει:

i) 

θυγατρική, των οποίων οι απορρέουσες υποχρεώσεις τελούν υπό την εγγύηση ή κατ’ άλλο τρόπο στήριξη οιασδήποτε οντότητας του ομίλου,

ii) 

οιαδήποτε οντότητα ομίλου που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

β) 

να αποκτά κατοχή, να ασκεί έλεγχο ή να επιβάλλει οιαδήποτε εγγύηση επί περιουσιακού στοιχείου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή οιαδήποτε οντότητα ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης·

γ) 

να θίγει οιαδήποτε συμβατικά δικαιώματα του σχετικού ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 ή οιαδήποτε οντότητα ομίλου σε σχέση με σύμβαση που περιλαμβάνει ρήτρες διασταυρούμενης αθέτησης υποχρέωσης.

4.  
Το παρόν άρθρο δεν θίγει το δικαίωμα προσώπου να αναλάβει δράση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, σε περίπτωση που το δικαίωμα αυτό απορρέει από γεγονός διάφορο από το μέτρο πρόληψης κρίσεων, το μέτρο διαχείρισης κρίσεων ή οιοδήποτε γεγονός άμεσα συνδεόμενο με την εφαρμογή τέτοιου μέτρου.

▼M3

5.  
Αναστολή ή περιορισμός δυνάμει των άρθρων 33α, 69 ή 70 δεν συνιστά αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 71 παράγραφος 1.

▼B

6.  
Οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο παρόν άρθρο θεωρούνται υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 13 ).

Άρθρο 69

Εξουσία αναστολής ορισμένων υποχρεώσεων

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν οποιεσδήποτε υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης απορρέουν από σύμβαση στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος ίδρυμα υπό εξυγίανση από τη δημοσίευση της κοινοποίησης αναστολής, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση.
2.  
Σε περίπτωση που μια πληρωμή ή παράδοση θα καθίστατο απαιτητή εντός της περιόδου αναστολής, η πληρωμή ή η παράδοση καθίσταται απαιτητή αμέσως μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής.
3.  
Εάν οι συμβατικές υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης ιδρύματος υπό εξυγίανση αναστέλλονται δυνάμει της παραγράφου 1, οι υποχρεώσεις πληρωμής ή παράδοσης των αντισυμβαλλομένων του εν λόγω ιδρύματος στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής αναστέλλονται για το ίδιο χρονικό διάστημα.

▼M3

4.  

Καμία αναστολή βάσει της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης έναντι των ακόλουθων:

α) 

συστημάτων και φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ·

β) 

κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλόμενων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 του εν λόγω κανονισμού·

γ) 

κεντρικών τραπεζών.

▼B

5.  
Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

▼M3

Οι αρχές εξυγίανσης καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής αυτής της εξουσίας, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα, οι αρχές εξυγίανσης αξιολογούν προσεκτικά την καταλληλότητα της επέκτασης της αναστολής σε επιλέξιμες καταθέσεις όπως ορίζεται στο 2 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/49/ΕΕ, ιδίως σε καλυπτόμενες καταθέσεις τις οποίες κατέχουν φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι, όταν ασκείται εξουσία αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής ή παράδοσης σε σχέση με επιλέξιμες καταθέσεις, οι αρχές εξυγίανσης διασφαλίζουν ότι οι καταθέτες έχουν πρόσβαση σε κατάλληλο ημερήσιο ποσό από τις καταθέσεις αυτές.

▼B

Άρθρο 70

Εξουσία να περιορίζεται η αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να περιορίζουν το δικαίωμα των εξασφαλισμένων πιστωτών ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση να προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας όσον αφορά οιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία του εν λόγω υπό εξυγίανση ιδρύματος από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

▼M3

2.  

Οι αρχές εξυγίανσης δεν ασκούν την εξουσία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου όσον αφορά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) 

παροχή ασφάλειας έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β) 

κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους τρίτης χώρας αναγνωρισμένους από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· και

γ) 

κεντρικές τράπεζες όσον αφορά περιουσιακά στοιχεία που έχουν ενεχυραστεί ή παρασχεθεί ως περιθώριο ή εξασφάλιση από το ίδρυμα υπό εξυγίανση.

▼B

3.  
Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται το άρθρο 80, οι αρχές εξυγίανσης μεριμνούν ώστε οι τυχόν περιορισμοί που επιβάλλονται δυνάμει της εξουσίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου να εφαρμόζονται με συνέπεια για όλες τις οντότητες ομίλου έναντι των οποίων αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης.
4.  
Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Άρθρο 71

Εξουσία να αναστέλλονται προσωρινά τα δικαιώματα καταγγελίας

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους βάσει μιας σύμβασης με ίδρυμα υπό εξυγίανση, από τη στιγμή της δημοσίευσης της κοινοποίησης περιορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος υπό εξυγίανση, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή εξασφάλισης.
2.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν την εξουσία να αναστέλλουν τα δικαιώματα καταγγελίας οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους σύμβασης με θυγατρική ιδρύματος υπό εξυγίανση εφόσον:

α) 

οι υποχρεώσεις βάσει της εν λόγω σύμβασης είναι εγγυημένες ή με άλλον τρόπο υποστηριζόμενες από το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β) 

τα δικαιώματα καταγγελίας βάσει της εν λόγω σύμβασης στηρίζονται μόνον στην αφερεγγυότητα ή τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

γ) 

σε περίπτωση που έχει ασκηθεί ή ενδέχεται να ασκηθεί εξουσία μεταβίβασης σε σχέση με το υπό εξυγίανση ίδρυμα, είτε

i) 

όλα τα περιουσιακά στοιχεία και οι υποχρεώσεις της θυγατρικής που σχετίζεται με την εν λόγω σύμβαση έχουν μεταβιβαστεί ή ενδέχεται να μεταβιβαστούν και να αναληφθούν από τον αποδέκτη, είτε

ii) 

η αρχή εξυγίανσης παρέχει καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπο επαρκή προστασία αυτών των υποχρεώσεων.

Η αναστολή ισχύει από τη δημοσίευση της κοινοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 4, έως τα μεσάνυχτα της εργάσιμης ημέρας που έπεται της δημοσίευσης στο κράτος μέλος όπου έχει την έδρα της η θυγατρική του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

▼M3

3.  

Καμία αναστολή βάσει των παραγράφων 1 ή 2 δεν εφαρμόζεται έναντι:

α) 

συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/26/ΕΚ·

β) 

κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας αναγνωρισμένων από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012· ή

γ) 

κεντρικών τραπεζών.

▼B

4.  

Ένα πρόσωπο μπορεί να ασκήσει δικαίωμα καταγγελίας στο πλαίσιο σύμβασης πριν από το τέλος της περιόδου που αναφέρεται στις παραγράφους 1 ή 2, εάν το πρόσωπο αυτό λάβει κοινοποίηση από την αρχή εξυγίανσης ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση:

α) 

δεν μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα· ή

β) 

δεν υφίστανται απομείωση ή μετατροπή στο πλαίσιο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α).

5.  

Σε περίπτωση που αρχή εξυγίανσης ασκεί την εξουσία που προβλέπεται στις παραγράφους 1 ή 2 του παρόντος άρθρου για να αναστείλει δικαιώματα καταγγελίας, και σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν από τη λήξη της περιόδου αναστολής, με την επιφύλαξη του άρθρου 68, ως εξής:

α) 

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση έχουν μεταβιβασθεί σε άλλη οντότητα, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει δικαιώματα καταγγελίας, σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης, μόνο σε περίπτωση επέλευσης οιουδήποτε συνεχιζόμενου ή μεταγενέστερου γεγονότος που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση εκ μέρους της αποδέκτριας οντότητας·

β) 

εάν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καλύπτονται από τη σύμβαση παραμένουν στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, και η αρχή εξυγίανσης δεν έχει εφαρμόσει το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 στοιχείο α) στην εν λόγω σύμβαση, ένας αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα καταγγελίας σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης κατά τη λήξη της περιόδου αναστολής δυνάμει της παραγράφου 1.

6.  
Κατά την άσκηση εξουσίας δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει η άσκηση της εξουσίας αυτής στην εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
7.  
Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να απαιτούν από ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να διατηρεί λεπτομερή αρχεία των χρηματοπιστωτικών συμβάσεων.

Κατόπιν αιτήματος αρμόδιας αρχής ή αρχής εξυγίανσης, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση των αρμόδιων αρχών ή αρχών εξυγίανσης, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους σύμφωνα με το άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

8.  

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τα ακόλουθα στοιχεία για τους σκοπούς της παραγράφου 7:

α) 

ένα ελάχιστο σύνολο πληροφοριών τις οποίες θα πρέπει να περιέχουν τα λεπτομερή αρχεία σχετικά με τις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις· και

β) 

τις περιστάσεις στις οποίες θα πρέπει να επιβάλλεται η απαίτηση αυτή.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

▼M3

Άρθρο 71α

Συμβατική αναγνώριση εξουσιών αναστολής της εξυγίανσης

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα και τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ) να συμπεριλάβουν σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση στην οποία εισέρχονται και η οποία διέπεται από το δίκαιο τρίτης χώρας, όρους με τους οποίους τα μέρη αναγνωρίζουν ότι η χρηματοπιστωτική σύμβαση μπορεί να υπόκειται στην άσκηση εξουσιών από την αρχή εξυγίανσης για την αναστολή ή τον περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δυνάμει των άρθρων 33α, 69, 70, και 71, και αναγνωρίζουν ότι δεσμεύονται από τις απαιτήσεις του άρθρου 68.
2.  
Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να απαιτούν από τις ενωσιακές μητρικές επιχειρήσεις να διασφαλίζουν ότι οι οικείες θυγατρικές τρίτης χώρας περιλαμβάνουν, στις χρηματοπιστωτικές συμβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όρους ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η άσκηση της εξουσίας της αρχής εξυγίανσης να αναστέλλει ή να περιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης, σύμφωνα με την παράγραφο 1, να αποτελεί έγκυρο λόγο για την άσκηση δικαιώματος πρόωρης καταγγελίας, αναστολής, τροποποίησης, συμψηφισμού ή αλληλοσυμψηφισμού, ή για την αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας για τις εν λόγω συμβάσεις.

Η απαίτηση του πρώτου εδαφίου μπορεί να εφαρμόζεται όσον αφορά τις θυγατρικές τρίτης χώρας οι οποίες είναι:

α) 

πιστωτικά ιδρύματα,

β) 

επιχειρήσεις επενδύσεων (ή επιχειρήσεις που θα ήταν επιχειρήσεις επενδύσεων αν είχαν έδρα στο σχετικό κράτος μέλος), ή

γ) 

χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

3.  

Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται σε κάθε χρηματοπιστωτική σύμβαση, η οποία:

α) 

δημιουργεί νέα υποχρέωση, ή τροποποιεί ουσιωδώς υπάρχουσα υποχρέωση, μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων που εκδίδονται σε εθνικό επίπεδο για τη μεταφορά του παρόντος άρθρου στο εσωτερικό δίκαιο·

β) 

προβλέπει την άσκηση ενός ή περισσοτέρων δικαιωμάτων καταγγελίας ή δικαιωμάτων αναγκαστικής εκτέλεσης συμφωνιών παροχής ασφάλειας, στα οποία θα εφαρμόζονταν τα άρθρα 68, 33α, 69, 70 ή 71, αν η χρηματοπιστωτική σύμβαση διεπόταν από το δίκαιο κράτους μέλους.

4.  
Όταν ένα ίδρυμα ή μια οντότητα δεν συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο1 του παρόντος άρθρου, αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στα άρθρα 68, 33α, 69, 70 ή 71 σε σχέση με την εν λόγω χρηματοπιστωτική σύμβαση.
5.  
Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να προσδιορίσει περαιτέρω το περιεχόμενο του όρου που απαιτείται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα των ιδρυμάτων και των οντοτήτων.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 28 Ιουνίου 2020.

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

▼B

Άρθρο 72

Άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης

1.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, προκειμένου να αναλάβουν μια δράση εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να ασκούν τον έλεγχο του ιδρύματος υπό εξυγίανση, ούτως ώστε:

α) 

να διευθύνουν και να ασκούν τις δραστηριότητες και τις υπηρεσίες του υπό εξυγίανση ιδρύματος με όλες τις εξουσίες των μετόχων του και του διοικητικού οργάνου· και

β) 

να διαχειρίζονται και να διαθέτουν τα περιουσιακά στοιχεία και την περιουσία του ιδρύματος υπό εξυγίανση.

Ο έλεγχος που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να ασκείται άμεσα από την αρχή εξυγίανσης ή έμμεσα μέσω προσώπου ή προσώπων που διορίζονται από την αρχή εξυγίανσης. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα δικαιώματα ψήφου που αντιστοιχούν σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας του υπό εξυγίανση ιδρύματος να μην μπορούν να ασκηθούν κατά τη διάρκεια της περιόδου εξυγίανσης.

2.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 85 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης με εκτελεστική διάταξη, σύμφωνα με τις εθνικές διοικητικές αρμοδιότητες και διαδικασίες, χωρίς να ασκούν έλεγχο στο ίδρυμα υπό εξυγίανση.
3.  
Οι αρχές εξυγίανσης αποφασίζουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση κατά πόσον είναι σκόπιμο να εκτελέσουν τη δράση εξυγίανσης με τα μέσα που καθορίζονται στην παράγραφο 1 ή στην παράγραφο 2, έχοντας υπόψη τους στόχους της εξυγίανσης και τις γενικές αρχές που διέπουν την εξυγίανση, τις ειδικές περιστάσεις του συγκεκριμένου υπό εξυγίανση ιδρύματος και την ανάγκη να διευκολύνεται η αποτελεσματική εξυγίανση διασυνοριακών ομίλων.
4.  
Οι αρχές εξυγίανσης δεν θεωρούνται σκιώδεις διευθυντές ή de facto διευθυντές δυνάμει των εθνικών δικαίων.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ VII

Διασφαλίσεις

Άρθρο 73

Μεταχείριση των μετόχων και των πιστωτών σε περίπτωση εν μέρει μεταβιβάσεων και εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εφόσον έχουν εφαρμοσθεί ένα ή περισσότερα εργαλεία εξυγίανσης και, ιδίως, για τους σκοπούς του άρθρου 75:

α) 

εκτός των περιπτώσεων όπου εφαρμόζεται το στοιχείο β), σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης μεταβιβάζουν μόνον μέρη των δικαιωμάτων, περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων του ιδρύματος υπό εξυγίανση, οι μέτοχοι και οι πιστωτές εκείνοι των οποίων οι απαιτήσεις δεν έχουν μεταβιβαστεί, λαμβάνουν προς ικανοποίηση των απαιτήσεών τους τουλάχιστον όσα θα είχαν λάβει εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β) 

σε περίπτωση που οι αρχές εξυγίανσης εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, οι μέτοχοι και οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν απομειωθεί ή μετατραπεί σε μετοχικό κεφάλαιο δεν υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82.

Άρθρο 74

Αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση

1.  
Προκειμένου να αποτιμηθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα τύγχαναν καλύτερης μεταχείρισης εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, μεταξύ άλλων, αλλά όχι αποκλειστικά, και για τους σκοπούς του άρθρου 73, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να διενεργείται αποτίμηση από ανεξάρτητο πρόσωπο, το συντομότερο δυνατόν, αφού έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης. Η εν λόγω αποτίμηση είναι χωριστή από την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 36.
2.  

Με την αποτίμηση της παραγράφου 1 προσδιορίζεται:

α) 

η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές, ή τα οικεία συστήματα εγγύησης καταθέσεων, εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σε σχέση με το οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β) 

η πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά την εξυγίανση του ιδρύματος υπό εξυγίανση· και

γ) 

αν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο α) και της μεταχείρισης που αναφέρεται στο στοιχείο β).

3.  

Η αποτίμηση:

α) 

βασίζεται στην παραδοχή ότι το ίδρυμα υπό εξυγίανση, στο οποίο έχει πραγματοποιηθεί η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης, θα είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82·

β) 

βασίζεται στην παραδοχή ότι η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης δεν έχουν πραγματοποιηθεί·

γ) 

δεν λαμβάνει υπόψη οιαδήποτε χορήγηση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης στο ίδρυμα υπό εξυγίανση.

4.  
Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να εξειδικεύσει τη μεθοδολογία για τη διενέργεια της αποτίμησης του παρόντος άρθρου, ιδίως δε τη μεθοδολογία προκειμένου να αποτιμηθεί η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε τεθεί υπό διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 82.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 75

Διασφάλιση για τους μετόχους και τους πιστωτές

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 74 προσδιοριστεί ότι οποιοσδήποτε μέτοχος ή πιστωτής που αναφέρεται στο άρθρο 73, ή το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1, έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης.

Άρθρο 76

Διασφαλίσεις για τους αντισυμβαλλομένους στις μεταβιβάσεις εν μέρει

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προστασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιστάσεις:

α) 

μια αρχή εξυγίανσης μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα ή, κατά την εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης, από ένα μεταβατικό ίδρυμα ή φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων σε άλλο πρόσωπο·

β) 

μια αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 64 παράγραφος 1.

2.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν κατάλληλη προστασία των ακόλουθων συμφωνιών και των αντισυμβαλλομένων στις ακόλουθες συμφωνίες:

α) 

συμφωνίες εγγυοδοσίας, βάσει των οποίων ένα πρόσωπο έχει, λόγω εγγύησης, υπάρχον ή ενδεχόμενο συμφέρον στα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο μεταβίβασης, ανεξαρτήτως του αν το εν λόγω συμφέρον εξασφαλίζεται με συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία ή δικαιώματα ή με κυμαινόμενες επιβαρύνσεις ή παρεμφερή ρύθμιση·

β) 

συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, βάσει των οποίων παρέχονται εξασφαλίσεις για την εξασφάλιση ή την κάλυψη της εκτέλεσης συγκεκριμένων υποχρεώσεων, με τη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειοδότη στον ασφαλειολήπτη, υπό όρους που προβλέπουν τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων από τον ασφαλειολήπτη, εάν εκτελεστούν αυτές οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις·

γ) 

συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού (set-off), βάσει των οποίων δύο ή περισσότερες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και ενός αντισυμβαλλομένου συμψηφίζονται η μία με την άλλη·

δ) 

συμφωνίες (καθαρού) συμψηφισμού (netting)·

ε) 

καλυμμένα ομόλογα·

στ) 

συμφωνίες δομημένης χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων και των μέσων που χρησιμοποιούνται για λόγους αντιστάθμισης κινδύνων και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με τα καλυμμένα ομόλογα, οι οποίες συνεπάγονται την παροχή και την κατοχή εγγύησης από συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας ή θεματοφύλακα, αντιπρόσωπο ή αντίκλητο.

Η μορφή προστασίας που είναι κατάλληλη, για τις κατηγορίες συμφωνιών που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως στ) της παρούσας παραγράφου, διευκρινίζεται περαιτέρω στα άρθρα 77 έως 80 και υπόκειται στους περιορισμούς που εξειδικεύονται στα άρθρα 68 έως 71.

3.  

Η απαίτηση της παραγράφου 2 εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τον αριθμό των μερών που συμμετέχουν στις συμφωνίες και από το αν οι συμφωνίες:

α) 

δημιουργούνται από σύμβαση, καταπιστεύματα ή άλλα μέσα, ή απορρέουν αυτομάτως από την εφαρμογή του νόμου·

β) 

απορρέουν ή διέπονται, εν όλω ή εν μέρει, από νομοθεσία άλλου κράτους μέλους.

4.  
Η Επιτροπή εκδίδει πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να διευκρινίσει περαιτέρω τις κατηγορίες συμφωνιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 2 στοιχεία α) έως στ) του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 77

Προστασία των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι παρέχεται κατάλληλη προστασία για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων και τις συμφωνίες αλληλοσυμψηφισμού και συμψηφισμού, ούτως ώστε να εμποδίζεται η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνία συμψηφισμού μεταξύ του ιδρύματος υπό εξυγίανση και άλλου προσώπου, και η τροποποίηση ή η καταγγελία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προστατεύονται από την εν λόγω συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλων, συμφωνία αλληλοσυμψηφισμού ή συμφωνία συμψηφισμού μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως προστατευμένα βάσει τέτοιας συμφωνίας, εάν τα μέρη της συμφωνίας δικαιούνται να προβούν σε αλληλοσυμψηφισμό ή συμψηφισμό των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.

2.  

Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαθεσιμότητα των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α) 

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οιασδήποτε από τις συμφωνίες της παραγράφου 1 χωρίς να μεταφέρει άλλα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας· και

β) 

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταργεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 78

Προστασία των συμφωνιών εγγυοδοσίας

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει κατάλληλη προστασία για υποχρεώσεις που εξασφαλίζονται με συμφωνία εγγυοδοσίας, προκειμένου να εμποδίζεται οποιοδήποτε από τα εξής:

α) 

η μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με τα οποία είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση, εκτός εάν μεταβιβάζονται επίσης η εν λόγω υποχρέωση και το όφελος της εγγύησης·

β) 

η μεταβίβαση εξασφαλισμένης υποχρέωσης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης και το όφελος της εγγύησης·

γ) 

η μεταβίβαση του οφέλους της εγγύησης, εκτός εάν μεταβιβάζεται επίσης η εξασφαλισμένη υποχρέωση· ή

δ) 

η τροποποίηση ή η καταγγελία μιας συμφωνίας εγγυοδοσίας, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών, εάν το αποτέλεσμα της εν λόγω τροποποίησης ή καταγγελίας είναι να παύσει να είναι εξασφαλισμένη η υποχρέωση.

2.  

Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να εξασφαλισθεί η διαθεσιμότητα των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α) 

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οιασδήποτε από τις συμφωνίες της παραγράφου 1 χωρίς να μεταφέρει άλλα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος της ίδιας συμφωνίας· και

β) 

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταργεί τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 79

Προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης και των καλυμμένων ομολόγων

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να υπάρχει κατάλληλη προστασία των συμφωνιών δομημένης χρηματοδότησης, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), προκειμένου να εμποδίζεται οποιοδήποτε από τα εξής:

α) 

η μεταβίβαση ορισμένων αλλά όχι όλων των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή αποτελούν μέρος της, συμπεριλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), στην οποία το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος·

β) 

η καταγγελία ή η τροποποίηση, μέσω της άσκησης επικουρικών εξουσιών των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που συνιστούν μια συμφωνία δομημένης χρηματοδότησης ή αποτελούν μέρος της, περιλαμβανομένων των συμφωνιών που αναφέρονται στο άρθρο 76 παράγραφος 2 στοιχεία ε) και στ), στην οποία το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι συμβαλλόμενο μέρος.

2.  

Παρά την παράγραφο 1, και όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των καλυπτόμενων καταθέσεων, η αρχή εξυγίανσης μπορεί:

α) 

να μεταφέρει καλυπτόμενες καταθέσεις που αποτελούν μέρος οποιασδήποτε από τις ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χωρίς να μεταφέρει λοιπά περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που αποτελούν μέρος των ίδιων ρυθμίσεων· και

β) 

να μεταφέρει, να τροποποιεί ή να καταγγέλλει τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία, τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις χωρίς να μεταφέρει τις καλυπτόμενες καταθέσεις.

Άρθρο 80

Μεταβιβάσεις εν μέρει: προστασία των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η εφαρμογή εργαλείου εξυγίανσης να μην επηρεάζει τη λειτουργία και τους κανόνες των συστημάτων που καλύπτονται από την οδηγία 98/26/ΕΚ, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης:

α) 

μεταβιβάζει ορισμένα αλλά όχι όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε άλλη οντότητα· ή

β) 

κάνει χρήση των εξουσιών βάσει του άρθρου 64 για να ακυρώσει ή να τροποποιήσει τις ρήτρες μιας σύμβασης στην οποία είναι συμβαλλόμενο μέρος το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή για να το υποκαταστήσει με τον αποδέκτη ως συμβαλλόμενο μέρος.

2.  
Ειδικότερα, με τη μεταβίβαση, ακύρωση ή τροποποίηση που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν ανακαλείται εντολή μεταβίβασης, κατά παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 98/26/ΕΚ· ούτε τροποποιείται ή αναιρείται το εκτελεστό των εντολών μεταβίβασης και του συμψηφισμού, όπως απαιτείται βάσει των άρθρων 3 και 5 της εν λόγω οδηγίας, της χρησιμοποίησης κεφαλαίων, αξιογράφων ή πιστωτικών διευκολύνσεων όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 4 της εν λόγω οδηγίας ή η προστασία της ασφάλειας, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 9 της εν λόγω οδηγίας.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ VIII

Διαδικαστικές υποχρεώσεις

Άρθρο 81

Απαιτήσεις κοινοποίησης

1.  
Τα κράτη μέλη απαιτούν από το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) να αποστέλλει κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή, όταν κρίνει ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύει να πτωχεύσει κατά την έννοια του άρθρου 32 παράγραφος 4.
2.  
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τις σχετικές αρχές εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε κοινοποίηση έχουν λάβει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και σχετικά με κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή με κάθε δράση του άρθρου 104 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, που απαιτούν να λάβει το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας.
3.  

Εάν μια αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 32 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τη διαπίστωση αυτή στις ακόλουθες αρχές, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές:

α) 

στην αρχή εξυγίανσης του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

β) 

στην αρμόδια αρχή του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

γ) 

στην αρμόδια αρχή κάθε υποκαταστήματος του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

δ) 

στην αρχή εξυγίανσης κάθε υποκαταστήματος του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

ε) 

στην κεντρική τράπεζα ·

στ) 

στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον είναι αναγκαίο για να μπορέσει το σύστημα εγγύησης καταθέσεων να εκπληρώσει τα καθήκοντά του·

ζ) 

στον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την επιτέλεση της λειτουργίας των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης·

η) 

ανάλογα με την περίπτωση, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

θ) 

στο αρμόδιο υπουργείο·

ι) 

εάν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) της παρούσας οδηγίας υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας· και

ια) 

στο ΕΣΣΚ και στην ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.

4.  
Εάν η διαβίβαση πληροφοριών που αναφέρεται στην παράγραφο 3 στοιχεία στ) και ζ) δεν εγγυάται τον κατάλληλο βαθμό εμπιστευτικότητας, η αρμόδια αρχή ή η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζουν εναλλακτικές διαδικασίες επικοινωνίας, οι οποίες επιτυγχάνουν τους ίδιους στόχους ενώ συγχρόνως εξασφαλίζουν τον κατάλληλο βαθμό εμπιστευτικότητας.

Άρθρο 82

Απόφαση της αρχής εξυγίανσης

1.  
Μόλις λάβει από την αρμόδια αρχή την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 3, ή με δική της πρωτοβουλία, η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 1 και το άρθρο 33, κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου όσον αφορά το ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).
2.  

Η απόφαση για να αναληφθεί ή όχι δράση εξυγίανσης όσον αφορά ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) 

το σκεπτικό της απόφασης αυτής, συμπεριλαμβανομένης της διαπίστωσης ότι το ίδρυμα πληροί ή δεν πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης·

β) 

τη δράση την οποία προτίθεται να αναλάβει η αρχή εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της προσφυγής σε διαδικασία εκκαθάρισης, του διορισμού διαχειριστή ή οιουδήποτε άλλου μέτρου στο πλαίσιο των εφαρμοστέων κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας ή, με την επιφύλαξη του άρθρου 37 παράγραφος 9, βάσει του εθνικού δικαίου.

3.  

Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τις διαδικασίες και το περιεχόμενο που σχετίζονται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) 

τις κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 81 παράγραφοι 1, 2 και 3·

β) 

την ειδοποίηση αναστολής που αναφέρεται στο άρθρο 83.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 83

Διαδικαστικές υποχρεώσεις των αρχών εξυγίανσης

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, μόλις είναι ευλόγως εφικτό μετά την ανάληψη μιας δράσης εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.
2.  

Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε σχετική κοινοποίηση προς το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τις ακόλουθες αρχές, εφόσον πρόκειται για διαφορετικές αρχές:

α) 

την αρμόδια αρχή για το ίδρυμα υπό εξυγίανση·

β) 

την αρμόδια αρχή για οποιοδήποτε υποκατάστημα του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

γ) 

την κεντρική τράπεζα·

δ) 

το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το πιστωτικό ίδρυμα υπό εξυγίανση·

ε) 

τον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

στ) 

ανάλογα με την περίπτωση, την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

ζ) 

το αρμόδιο υπουργείο·

η) 

εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον τίτλο VII κεφάλαιο 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, την αρχή ενοποιημένης εποπτείας·

θ) 

την ορισθείσα εθνική αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας και το ΕΣΣΚ·

ι) 

την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την ΕΑΚΑΑ, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) («ΕΑΑΕΣ») που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και την ΕΑΤ·

ια) 

εάν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είναι ίδρυμα όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β) της οδηγίας 98/26/ΕΚ, τους φορείς εκμετάλλευσης των συστημάτων στα οποία συμμετέχει.

3.  
Η κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει αντίγραφο κάθε διάταξης ή πράξης δυνάμει της οποίας ασκούνται οι σχετικές εξουσίες και αναφέρει την ημερομηνία από την οποία η δράση εξυγίανσης ή οι δράσεις εξυγίανσης αρχίζουν να ισχύουν.
4.  

Η αρχή εξυγίανσης δημοσιεύει ή μεριμνά για τη δημοσίευση αντιγράφου της διάταξης ή της πράξης δυνάμει της οποίας αναλαμβάνεται η δράση εξυγίανσης είτε ειδοποίησης όπου συνοψίζονται τα αποτελέσματα της δράσης εξυγίανσης, και ιδίως τα αποτελέσματα για τους μικροεπενδυτές και, κατά περίπτωση, τους όρους και το χρονικό διάστημα της αναστολής ή του περιορισμού που αναφέρονται στα άρθρα 69, 70 και 71, στα ακόλουθα μέσα:

α) 

στον επίσημο ιστότοπό της·

β) 

στον ιστότοπο της αρμόδιας αρχής, εάν πρόκειται για αρχή διαφορετική από την αρχή εξυγίανσης, και στον ιστότοπο της ΕΑΤ·

γ) 

στον ιστότοπο του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

δ) 

σε περίπτωση που οι μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή χρεωστικά μέσα του ιδρύματος υπό εξυγίανση έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, στα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη δημοσιοποίηση των ρυθμιζόμενων πληροφοριών που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 14 ).

5.  
Εάν οι μετοχές, τα μέσα ιδιοκτησίας ή τα χρεωστικά μέσα δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η αρχή εξυγίανσης μεριμνά ώστε, τα έγγραφα που τεκμηριώνουν τις πράξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4, να αποστέλλονται στους μετόχους και πιστωτές του ιδρύματος υπό εξυγίανση, τους οποίους γνωρίζει μέσω του μητρώου ή των βάσεων δεδομένων του ιδρύματος υπό εξυγίανση που τίθενται στη διάθεση της αρχής εξυγίανσης.

Άρθρο 84

Εμπιστευτικότητα

1.  

Οι απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου είναι δεσμευτικές όσον αφορά τα ακόλουθα πρόσωπα:

α) 

τις αρχές εξυγίανσης·

β) 

τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΤ·

γ) 

τα αρμόδια υπουργεία·

δ) 

τους ειδικούς διαχειριστές (επιτρόπους) ή τους προσωρινούς διαχειριστές που διορίζονται βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας·

ε) 

τους πιθανούς αγοραστές με τους οποίους έρχονται σε επαφή οι αρμόδιες αρχές ή τους οποίους προσκαλούν οι αρχές εξυγίανσης, ανεξαρτήτως αν η εν λόγω επαφή ή πρόσκληση πραγματοποιήθηκε ως προετοιμασία για τη χρήση του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, και ανεξαρτήτως αν η πρόσκληση κατέληξε σε απόκτηση·

στ) 

τους ελεγκτές, λογιστές, νομικούς και επαγγελματικούς συμβούλους, εκτιμητές και άλλους εμπειρογνώμονες τους οποίους προσλαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, τα αρμόδια υπουργεία ή οι πιθανοί αγοραστές που αναφέρονται στο στοιχείο ε)·

ζ) 

τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης καταθέσεων·

η) 

τους φορείς που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης επενδυτών·

θ) 

τον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης·

ι) 

τις κεντρικές τράπεζες και άλλες αρχές που εμπλέκονται στη διαδικασία εξυγίανσης·

ια) 

το μεταβατικό ίδρυμα ή τον φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

ιβ) 

κάθε άλλο πρόσωπο που παρέχει ή έχει παράσχει υπηρεσίες άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, στα πρόσωπα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια)·

ιγ) 

τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τους υπαλλήλους των φορέων ή των οντοτήτων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ια) ανωτέρω, κατά τη διάρκεια του διορισμού τους και μετέπειτα.

2.  
Προκειμένου να τηρούνται οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που εκτίθενται στις παραγράφους 1 και 3, τα πρόσωπα της παραγράφου 1 στοιχεία α), β), γ), ζ), ι) και ια) μεριμνούν ώστε να υπάρχουν εσωτερικοί κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την εξασφάλιση του απορρήτου των πληροφοριών, μεταξύ των προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στη διαδικασία εξυγίανσης.
3.  
Υπό την επιφύλαξη του γενικού χαρακτήρα των απαιτήσεων της παραγράφου 1, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο απαγορεύεται να αποκαλύπτουν εμπιστευτικές πληροφορίες τις οποίες έχουν λάβει κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ή από αρμόδια αρχή ή αρχή εξυγίανσης σε σχέση με τις λειτουργίες της στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, σε οιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή παρά μόνο στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ούτως ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση μεμονωμένων ιδρυμάτων ή οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ή με τη ρητή και προηγούμενη συγκατάθεση της αρχής ή του ιδρύματος ή της αναφερόμενης στο άρθρο 1 στοιχείο β), γ) ή δ) οντότητας που παρέσχε τις πληροφορίες.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε καμία εμπιστευτική πληροφορία να μην αποκαλύπτεται από πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, και να αξιολογούνται οι πιθανές συνέπειες από την αποκάλυψη πληροφοριών στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική καθώς επίσης στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων, στον σκοπό των επιθεωρήσεων, στις έρευνες και στους λογιστικούς ελέγχους.

Η διαδικασία εξακρίβωσης των συνεπειών της αποκάλυψης πληροφοριών περιλαμβάνει μια ειδική αξιολόγηση των συνεπειών κάθε αποκάλυψης του περιεχομένου και των λεπτομερειών του σχεδίου ανάκαμψης και εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 5, 7, 10, 11 και 12 και των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 6, 8 και 15.

Κάθε πρόσωπο ή οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υπέχει αστική ευθύνη σε περίπτωση παραβίασης του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

4.  

Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει:

α) 

τους υπαλλήλους και εμπειρογνώμονες των φορέων ή οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) έως ι) από τη μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο εκάστου φορέα ή οντότητας· ή

β) 

τις αρχές εξυγίανσης και τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων και των εμπειρογνωμόνων τους, να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους και με άλλες αρχές εξυγίανσης, άλλες αρμόδιες αρχές της Ένωσης, αρμόδια υπουργεία, κεντρικές τράπεζες, συστήματα εγγύησης καταθέσεων, συστήματα αποζημίωσης επενδυτών, αρχές αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, αρχές αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, αρμόδιους για τη διεξαγωγή νομίμων λογιστικών ελέγχων, την ΕΑΤ ή, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 98, αρχές τρίτων χωρών που επιτελούν ισοδύναμα καθήκοντα με τις αρχές εξυγίανσης, ή, υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, με δυνητικό αγοραστή με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης.

5.  

Παρά οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) 

υπό την προϋπόθεση αυστηρών απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατά περίπτωση, με σκοπό τον σχεδιασμό ή την εκτέλεση δράσης εξυγίανσης·

β) 

κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές στο κράτος μέλος τους, ελεγκτικά συνέδρια στο κράτος μέλος τους και άλλες παρόμοιες οντότητες στο κράτος μέλος τους, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις· και

γ) 

εθνικές αρχές που είναι υπεύθυνες για τα συστήματα πληρωμών, οι αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί το δημόσιο καθήκον εποπτείας άλλων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι αρχές που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοοικονομικών αγορών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιθεωρητές που είναι εντεταλμένοι από αυτές, οι αρχές των κρατών μελών αρμόδιες για τη διατήρηση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα κράτη μέλη μέσω κανόνων μακροπροληπτικού χαρακτήρα, οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την προστασία της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και πρόσωπα τα οποία είναι επιφορτισμένα με τη διεξαγωγή νομίμων λογιστικών ελέγχων.

6.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου όσον αφορά την αποκάλυψη πληροφοριών για τους σκοπούς δικαστικών διαδικασιών σε ποινικές ή αστικές υποθέσεις.
7.  
Έως τις 3 Ιουλίου 2015, η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, προκειμένου να καθορίσει με ποιόν τρόπο θα παρέχονται οι πληροφορίες σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή για τους σκοπούς της παραγράφου 3.



ΚΕΦΆΛΑΙΟ IX

Δικαίωμα προσφυγής και αποκλεισμός άλλων μέτρων

Άρθρο 85

Εκ των προτέρων δικαστική έγκριση και δικαιώματα αμφισβήτησης των αποφάσεων

1.  
Τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν ότι η απόφαση για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή μέτρου διαχείρισης κρίσεων υπόκειται σε εκ των προτέρων δικαστική έγκριση, υπό τον όρο ότι όσον αφορά απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η διαδικασία που αφορά την αίτηση για έγκριση και την εξέταση της αίτησης από το δικαστήριο έχει επείγοντα χαρακτήρα.
2.  
Τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν στο εθνικό δίκαιο το δικαίωμα προσφυγής κατά απόφασης για τη λήψη μέτρου πρόληψης κρίσεων ή απόφασης για την άσκηση οιασδήποτε εξουσίας, πλην του μέτρου διαχείρισης κρίσεων, στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.
3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλα τα θιγόμενα πρόσωπα από απόφαση για τη λήψη μέτρου διαχείρισης κρίσεων, διαθέτουν το δικαίωμα κατάθεσης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο δικαστικός έλεγχος είναι ταχύρρυθμος και ότι τα εθνικά δικαστήρια δέχονται ως βάση της εκτίμησής τους τις πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις των γεγονότων στις οποίες προβαίνει η αρχή εξυγίανσης.
4.  

Το δικαίωμα προσφυγής που αναφέρεται στην παράγραφο 3 υπόκειται στις ακόλουθες διατάξεις:

α) 

η κατάθεση προσφυγής δεν συνεπάγεται αυτόματη αναστολή των αποτελεσμάτων της προσβαλλόμενης απόφασης·

β) 

η απόφαση της αρχής εξυγίανσης είναι άμεσα εκτελεστή και θεωρείται μαχητό τεκμήριο ότι η αναστολή της εκτέλεσής της αντίκειται στο δημόσιο συμφέρον·

Όταν αυτό είναι αναγκαίο προκειμένου να προστατεύονται τα συμφέροντα τρίτων μερών, τα οποία, ενεργώντας καλή την πίστει, έχουν αποκτήσει μετοχές, άλλα μέσα ιδιοκτησίας, περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση στο πλαίσιο της χρήσης εργαλείων εξυγίανσης ή της άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από αρχή εξυγίανσης, η ακύρωση απόφασης μιας αρχής εξυγίανσης δεν επηρεάζει οιεσδήποτε επακόλουθες διοικητικές πράξεις ή τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από τη σχετική αρχή εξυγίανσης, οι οποίες βασίζονταν στην ακυρωθείσα απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά καταχρηστικής απόφασης ή πράξης των αρχών εξυγίανσης περιορίζονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστη ο προσφεύγων εξαιτίας της απόφασης ή της πράξης.

Άρθρο 86

Περιορισμός άλλων δικαστικών διαδικασιών

1.  
Με την επιφύλαξη του άρθρου 82 παράγραφος 2 στοιχείο β), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν έναντι ιδρύματος υπό εξυγίανση ή ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για τα οποία έχει διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για εξυγίανση, ότι δεν κινούνται κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας παρά μόνο με πρωτοβουλία της αρχής εξυγίανσης και ότι απόφαση για να τεθεί ένα ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας λαμβάνεται μόνο με τη συγκατάθεση της αρχής εξυγίανσης.
2.  

Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α) 

οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν αμελλητί κοινοποίηση κάθε αίτησης για έναρξη κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας έναντι ενός ιδρύματος ή οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), ανεξαρτήτως του αν το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) βρίσκεται υπό εξυγίανση ή έχει γνωστοποιηθεί στο κοινό απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφοι 4 και 5·

β) 

δεν εκδίδεται απόφαση επί της αίτησης εκτός εάν έχουν γίνει οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) και ισχύει μία από τις ακόλουθες καταστάσεις:

i) 

η αρχή εξυγίανσης έχει κοινοποιήσει στις αρχές που είναι αρμόδιες για τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ότι δεν προτίθεται να αναλάβει καμία δράση εξυγίανσης έναντι του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ),

ii) 

έχει παρέλθει περίοδος επτά ημερών, αρχομένη από την ημερομηνία κατά την οποία έγιναν οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α).

3.  
Υπό την επιφύλαξη οποιουδήποτε περιορισμού στην αναγκαστική εκτέλεση συμφωνιών παροχής ασφάλειας που επιβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 70, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν είναι αναγκαίο για την αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων και των εξουσιών εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από το δικαστήριο να αναστείλει την έκδοση αποφάσεων, για κατάλληλο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο στόχο, επί δικαστικών ενεργειών ή διαδικασιών στις οποίες είναι ή καθίσταται διάδικος το ίδρυμα υπό εξυγίανση.



ΤΙΤΛΟΣ V

ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΟΥ ΟΜΙΛΟΥ

Άρθρο 87

Γενικές αρχές σχετικά με τη λήψη αποφάσεων που αφορούν περισσότερα του ενός κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, κατά τη λήψη αποφάσεων ή την ανάληψη δράσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας που ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, οι αρχές τους να λαμβάνουν υπόψη τις ακόλουθες γενικές αρχές:

α) 

την επιτακτική ανάγκη για αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων και για τον κατά το δυνατόν περιορισμό του κόστους της εξυγίανσης όταν αναλαμβάνεται δράση εξυγίανσης·

β) 

οι αποφάσεις λαμβάνονται και δράση αναλαμβάνεται εγκαίρως και με τη δέουσα ταχύτητα, όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο·

γ) 

οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και οι λοιπές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους προκειμένου να διασφαλισθεί ότι λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση με συντονισμένο και αποτελεσματικό τρόπο·

δ) 

οι λειτουργίες και οι ευθύνες των αρμόδιων αρχών σε κάθε κράτος μέλος καθορίζονται με σαφήνεια·

ε) 

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών των εν λόγω κρατών μελών·

στ) 

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη θυγατρική και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αυτού του κράτους μέλους·

ζ) 

λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και, ειδικότερα, οι συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης ή δράσης ή αδράνειας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα αυτού του κράτους μέλους·

η) 

λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι στόχοι της εξισορρόπησης των συμφερόντων των διάφορων εμπλεκόμενων κρατών μελών και της αποφυγής αθέμιτης βλάβης ή αθέμιτης προστασίας των συμφερόντων συγκεκριμένων κρατών μελών, μεταξύ άλλων αποφεύγοντας την άνιση κατανομή βάρους μεταξύ κρατών μελών·

θ) 

κάθε υποχρέωση, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, για διαβούλευση με αρχή προτού ληφθεί απόφαση ή αναληφθεί δράση συνεπάγεται τουλάχιστον υποχρέωση διαβούλευσης με αυτήν την αρχή για όσα στοιχεία της προτεινόμενης απόφασης ή δράσης έχουν ή ενδέχεται να έχουν:

i) 

επίπτωση στη μητρική επιχείρηση της Ένωσης, τη θυγατρική ή το υποκατάστημα, κατά περίπτωση, και

ii) 

επίπτωση στη σταθερότητα του κράτους μέλους όπου έχει εγκατασταθεί ή βρίσκεται ή μητρική επιχείρηση της Ένωσης, η θυγατρική ή το υποκατάστημα, κατά περίπτωση·

ι) 

κατά την ανάληψη δράσεων εξυγίανσης, οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη και ακολουθούν τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

ια) 

απαίτηση διαφάνειας κάθε φορά που μια προτεινόμενη απόφαση ή δράση ενδέχεται να έχει επιπτώσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τους δημοσιονομικούς πόρους, το ταμείο εξυγίανσης, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων ή το σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών κάθε σχετικού κράτους μέλους· και

ιβ) 

αναγνώριση ότι ο συντονισμός και η συνεργασία είναι μέσα με τα οποία είναι πιθανότερο να επιτευχθεί αποτέλεσμα που μειώνει το συνολικό κόστος της εξυγίανσης.

Άρθρο 88

Σώματα εξυγίανσης

1.  
►M3  Με την επιφύλαξη του άρθρου 89, οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου συγκροτούν σώματα εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στα άρθρα 12, 13, 16, 18, 45 έως 45η, 91 και 92, και, όπου ενδείκνυται, για τη διασφάλιση της συνεργασίας και του συντονισμού με τις αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών. ◄

Ειδικότερα, τα σώματα εξυγίανσης αποτελούν ένα πλαίσιο για την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, τις άλλες αρχές εξυγίανσης και, όπου ενδείκνυται, τις αρμόδιες αρχές και τις σχετικές αρχές ενοποιημένης εποπτείας, για την εκτέλεση των εξής καθηκόντων:

α) 

ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σχετικά με την εφαρμογή σε ομίλους των εξουσιών προπαρασκευής και πρόληψης, καθώς και σχετικά με την εξυγίανση ομίλων·

β) 

κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13·

γ) 

εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 16·

δ) 

άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης ομίλων, σύμφωνα με το άρθρο 18·

ε) 

λήψη απόφασης όσον αφορά την ανάγκη να καθοριστεί μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 91 ή στο άρθρο 92·

στ) 

επίτευξη της συμφωνίας για τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται σύμφωνα με το άρθρο 91 ή το άρθρο 92·

ζ) 

συντονισμό της γνωστοποίησης στο κοινό των στρατηγικών και των μηχανισμών εξυγίανσης ομίλων·

η) 

συντονισμό της χρήσης των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, που καθορίζονται στον τίτλο VII·

θ) 

καθορισμό των ελάχιστων απαιτήσεων για ομίλους σε ενοποιημένο επίπεδο και σε επίπεδο θυγατρικών, σύμφωνα με το ►M3  άρθρα 45 έως 45η ◄ .

Επιπλέον, τα σώματα εξυγίανσης είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν ως βήμα συζήτησης οιωνδήποτε θεμάτων σχετίζονται με την εξυγίανση διασυνοριακού ομίλου.

2.  

Μέλη του σώματος εξυγίανσης είναι:

α) 

η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·

β) 

οι αρχές εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη θυγατρική καλυπτόμενη από ενοποιημένη εποπτεία·

γ) 

οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα οποία είναι εγκατεστημένη μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων του ομίλου, ήτοι οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο δ)·

δ) 

οι αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα·

ε) 

η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εάν η αρχή εξυγίανσης είναι μέλος του σώματος εξυγίανσης. Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δεν είναι η κεντρική τράπεζα του κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίσει να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της κεντρικής τράπεζας του κράτους μέλους·

στ) 

τα αρμόδια υπουργεία, εφόσον οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες είναι μέλη του σώματος εξυγίανσης δεν είναι τα αρμόδια υπουργεία·

ζ) 

η δημόσια αρχή που είναι υπεύθυνη για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων κράτους μέλους, εφόσον η αρχή εξυγίανσης αυτού του κράτους μέλους είναι μέλος σώματος εξυγίανσης·

η) 

η ΕΑΤ, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4.

3.  
Οι αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών, όταν μητρική επιχείρηση ή ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση διαθέτει θυγατρική ή υποκατάστημα που θα εθεωρείτο σημαντικό εάν ήταν εγκατεστημένο στην Ένωση, μπορούν, κατόπιν αιτήματος τους, να συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης ως παρατηρητές, υπό την προϋπόθεση ότι υπόκεινται σε ισοδύναμες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, με τις καθοριζόμενες στο άρθρο 98.
4.  
Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΤ καλείται να παραστεί στις συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης. Η ΕΑΤ δεν διαθέτει κανένα δικαίωμα ψήφου στον βαθμό που οι ψηφοφορίες διεξάγονται στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης.
5.  

Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου προεδρεύει του σώματος εξυγίανσης. Υπ’ αυτήν την ιδιότητα:

α) 

θεσπίζει γραπτές ρυθμίσεις και διαδικασίες για τη λειτουργία του σώματος εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με τα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης·

β) 

συντονίζει όλες τις δραστηριότητες του σώματος εξυγίανσης·

γ) 

συγκαλεί όλες τις συνεδριάσεις του, προεδρεύει των συνεδριάσεων αυτών και ενημερώνει πλήρως, εκ των προτέρων, όλα τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τη διοργάνωση των συνεδριάσεων του σώματος εξυγίανσης, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τα θέματα προς εξέταση·

δ) 

κοινοποιεί στα μέλη του σώματος εξυγίανσης τις ενδεχόμενες προγραμματισμένες συνεδριάσεις, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν να συμμετάσχουν·

ε) 

αποφασίζει ποια μέλη και παρατηρητές προσκαλούνται να παρευρεθούν σε συγκεκριμένες συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης, με βάση ειδικές ανάγκες, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του προς συζήτηση θέματος για τα εν λόγω μέλη και παρατηρητές, και ιδίως τις δυνητικές επιπτώσεις επί της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στα σχετικά κράτη μέλη·

στ) 

ενημερώνει εγκαίρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα αυτών των συνεδριάσεων.

Τα μέλη που συμμετέχουν στο σώμα εξυγίανσης συνεργάζονται στενά.

Με την επιφύλαξη του στοιχείου ε), οι αρχές εξυγίανσης έχουν δικαίωμα συμμετοχής σε συνεδριάσεις του σώματος εξυγίανσης οσάκις περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη θέματα που υπόκεινται σε κοινή λήψη απόφασης ή αφορούν οντότητα ομίλου που βρίσκεται στο κράτος μέλος τους.

6.  
Οι αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν υποχρεούνται να συγκροτούν σώμα εξυγίανσης, εάν άλλες ομάδες ή σώματα εκτελούν τα ίδια καθήκοντα και τις ίδιες εργασίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο, πληρούν δε όλες τις προϋποθέσεις και ακολουθούν όλες τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα σώματα εξυγίανσης, οι οποίες προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 90. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε σώματα εξυγίανσης στην παρούσα οδηγία θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.
7.  
Η ΕΑΤ, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή πρότυπα, καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίσει τον τρόπο λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Η ΕΑΤ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως τις 3 Ιουλίου 2015.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να υιοθετεί τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

▼M3

Άρθρο 89

Ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης

1.  
Σε περίπτωση που ίδρυμα τρίτης χώρας ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας έχει θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση ή μητρικές επιχειρήσεις στην Ένωση, που είναι εγκατεστημένες σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, ή δύο ή περισσότερα υποκαταστήματα στην Ένωση που θεωρούνται σημαντικά από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αρχές εξυγίανσης των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι εν λόγω οντότητες ή όπου βρίσκονται τα εν λόγω σημαντικά υποκαταστήματα συγκροτούν ένα ενιαίο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης.
2.  
Το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εκτελεί τις εργασίες και τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 88 όσον αφορά τις οντότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, και, στο βαθμό που τα εν λόγω καθήκοντα είναι σχετικά, τα υποκαταστήματα.

Τα καθήκοντα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου περιλαμβάνουν τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στα άρθρα 45 έως 45η.

Κατά τον καθορισμό της απαίτησης που αναφέρεται στα άρθρα 45 έως 45η, τα μέλη του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη την παγκόσμια στρατηγική εξυγίανσης που έχει τυχόν εγκριθεί από αρχές τρίτων χωρών.

Στις περιπτώσεις όπου, σύμφωνα με την παγκόσμια στρατηγική εξυγίανσης, θυγατρικές εγκατεστημένες στην Ένωση ή ενωσιακή μητρική επιχείρηση και τα θυγατρικά της ιδρύματα δεν είναι οντότητες εξυγίανσης και τα μέλη του ευρωπαϊκού σώματος εξυγίανσης συμφωνούν με αυτήν τη στρατηγική, οι θυγατρικές που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση ή, σε ενοποιημένη βάση, η ενωσιακή μητρική επιχείρηση συμμορφώνονται με την απαίτηση του άρθρου 45στ παράγραφος 1 μέσω της έκδοσης των μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) στην τελική μητρική επιχείρησή τους που είναι εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα ή στις θυγατρικές της εν λόγω τελικής μητρικής επιχείρησης που είναι εγκατεστημένες στη ίδια τρίτη χώρα ή άλλες οντότητες βάσει των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο α) σημείο i) και στο άρθρο 45στ παράγραφος 2 στοιχείο β) σημείο ii).

3.  
Όταν μόνο μία ενωσιακή μητρική επιχείρηση κατέχει όλες τις ενωσιακές θυγατρικές ενός ιδρύματος τρίτης χώρας ή μιας μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας, στο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης προεδρεύει η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η ενωσιακή μητρική επιχείρηση.

Εφόσον το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται, η αρχή εξυγίανσης μιας ενωσιακής μητρικής επιχείρησης ή μιας ενωσιακής θυγατρικής με την υψηλότερη αξία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού εντός ισολογισμού προεδρεύει το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης.

4.  
Τα κράτη μέλη μπορούν, με αμοιβαία συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μερών, να άρουν την υποχρέωση να δημιουργηθεί ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, εάν άλλη ομάδα ή άλλο σώμα εκτελεί τις ίδιες εργασίες και τα ίδια καθήκοντα που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και πληροί όλες τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που καλύπτουν την ιδιότητα μέλους και τη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης, που ορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 90. Στην περίπτωση αυτή, κάθε αναφορά σε ευρωπαϊκά σώματα εξυγίανσης στην παρούσα οδηγία θεωρείται επίσης αναφορά σε αυτές τις άλλες ομάδες ή σώματα.
5.  
Με την επιφύλαξη των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου, το ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης λειτουργεί κατά τα λοιπά σύμφωνα με το άρθρο 88.

▼B

Άρθρο 90

Ανταλλαγή πληροφοριών

1.  
Υπό την επιφύλαξη του άρθρου 84, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν μεταξύ τους κατόπιν αιτήματος όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τα οποία αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας.
2.  
Η αρχή εξυγίανσης ομίλου συντονίζει τη ροή όλων των αναγκαίων πληροφοριών μεταξύ των αρχών εξυγίανσης. Ειδικότερα, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου διαβιβάζει εγκαίρως στις αρχές εξυγίανσης στα άλλα κράτη μέλη όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, προκειμένου να διευκολύνει την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο άρθρο 88 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο στοιχεία β) έως θ).
3.  
Εάν ζητηθούν πληροφορίες τις οποίες παρέσχε μία αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας, η αρχή εξυγίανσης ζητά τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης της τρίτης χώρας για την περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών, εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας έχει ήδη συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβαση των εν λόγω πληροφοριών.

Οι αρχές εξυγίανσης δεν υποχρεούνται να διαβιβάζουν πληροφορίες που παρασχέθηκαν από αρχή εξυγίανσης τρίτης χώρας, αν η αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν έχει συναινέσει στην περαιτέρω διαβίβασή τους.

4.  
Οι αρχές εξυγίανσης ενημερώνουν το αρμόδιο υπουργείο όταν πρόκειται για απόφαση ή ζήτημα που απαιτεί κοινοποίηση, διαβούλευση ή συγκατάθεση του αρμόδιου υπουργείου ή που ενδέχεται να επηρεάσει τα δημόσια οικονομικά.

Άρθρο 91

Εξυγίανση ομίλου στην οποία εμπλέκεται θυγατρική του ομίλου

1.  

Όταν μια αρχή εξυγίανσης αποφασίζει ότι ένα ίδρυμα ή οποιαδήποτε οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), που είναι θυγατρικές ενός ομίλου, πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33, η εν λόγω αρχή κοινοποιεί, χωρίς καθυστέρηση, τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, εάν πρόκειται για διαφορετική αρχή, στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας και στα μέλη του σώματος εξυγίανσης για τον εν λόγω όμιλο:

α) 

την απόφαση ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33·

β) 

τις δράσεις εξυγίανσης ή μέτρα για περιπτώσεις αφερεγγυότητας τα οποία κρίνει κατάλληλα η αρχή εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή για την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ).

2.  
Μόλις λάβει κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σχετικού σώματος εξυγίανσης, προβαίνει σε εκτίμηση των πιθανών επιπτώσεων από τις δράσεις εξυγίανσης, ή από άλλα μέτρα που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), στον όμιλο και σε οντότητες του ομίλου σε άλλα κράτη μέλη, και ειδικότερα εκτιμά αν οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων εξυγίανσης σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος.
3.  
Εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, εκτιμήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β), δεν θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης η οποία είναι αρμόδια για το εν λόγω ίδρυμα ή την οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) μπορεί να αναλάβει δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.
4.  
Εάν η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, μετά από διαβούλευση με τα άλλα μέλη του σώματος εξυγίανσης, εκτιμήσει ότι οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου θα οδηγούσαν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, το αργότερο εντός 24 ωρών από την παραλαβή της κοινοποίησης βάσει της παραγράφου 1, προτείνει μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου και υποβάλλει την πρόταση στο σώμα εξυγίανσης. Η εικοσιτετράωρη αυτή προθεσμία μπορεί να παραταθεί με τη συναίνεση της αρχής εξυγίανσης η οποία πραγματοποιεί την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
5.  
Ελλείψει αξιολόγησης εκ μέρους της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου εντός 24 ωρών, ή εντός μεγαλύτερης προθεσμίας που έχει συμφωνηθεί, μετά τη λήψη της κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρχή εξυγίανσης που προέβη στην κοινοποίηση της παραγράφου 1 μπορεί να αναλάβει τις δράσεις εξυγίανσης ή να λάβει τα άλλα μέτρα που κοινοποίησε σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β).
6.  

Ένας μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου, που απαιτείται βάσει της παραγράφου 4:

α) 

λαμβάνει υπόψη και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

β) 

περιγράφει τις δράσεις εξυγίανσης που θα πρέπει να αναληφθούν από τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης έναντι της μητρικής επιχείρησης της Ένωσης ή συγκεκριμένων οντοτήτων του ομίλου, με σκοπό την επίτευξη των στόχων και των αρχών της εξυγίανσης όπως καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34·

γ) 

προσδιορίζει τον τρόπο συντονισμού των εν λόγω δράσεων εξυγίανσης·

δ) 

καταρτίζει σχέδιο χρηματοδότησης το οποίο λαμβάνει υπόψη το σχέδιο εξυγίανσης ομίλου, τις αρχές επιμερισμού της ευθύνης, όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο στ), και την αλληλέγγυα χρήση όπως καθορίζεται στο άρθρο 107.

7.  
Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

8.  
Εάν κάποια αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας της ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, τους κοινοποιεί στη αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις λοιπές αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τους ενημερώνει για τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει. Η εν λόγω αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή μέτρων στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.
9.  
Οι αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο της παραγράφου 8, μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες στο κράτος μέλος τους.
10.  
Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 ή 9, και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης ελλείψει κοινής απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο 8, αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.
11.  
Οι αρχές προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.
12.  
Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου, οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις οντότητες του ομίλου οι οποίες βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν.
13.  
Οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες αναλαμβάνουν οιαδήποτε δράση εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου ενημερώνουν τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την κατάσταση προόδου τους.

Άρθρο 92

Εξυγίανση ομίλου

1.  
Όταν μια αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου αποφασίζει ότι μια μητρική επιχείρηση της Ένωσης, για την οποία είναι αρμόδια, πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33, κοινοποιεί αμελλητί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, εφόσον πρόκειται για διαφορετική αρχή, και στα λοιπά μέλη του σώματος εξυγίανσης του εν λόγω ομίλου.

Οι δράσεις εξυγίανσης ή τα μέτρα για περιπτώσεις αφερεγγυότητας για τους σκοπούς του άρθρου 91 παράγραφος 1 στοιχείο β) μπορούν να περιλαμβάνουν την υλοποίηση μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου, ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 6, εάν πληρούται οιαδήποτε από τις ακόλουθες περιστάσεις:

α) 

οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα σε επίπεδο μητρικής εταιρείας, που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 91 παράγραφος 1 στοιχείο β), οδηγούν σε πιθανή πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 32 ή 33 σε σχέση με οντότητα του ομίλου σε άλλο κράτος μέλος·

β) 

οι δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα στο επίπεδο μόνο της μητρικής εταιρείας δεν επαρκούν για τη σταθεροποίηση της κατάστασης ή ενδέχεται να μην καταλήξουν σε βέλτιστο αποτέλεσμα·

γ) 

μία ή περισσότερες θυγατρικές πληρούν τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 ή 33 κατά τη διαπίστωση των αρχών εξυγίανσης που είναι αρμόδιες για τις θυγατρικές αυτές· ή

δ) 

από τις δράσεις εξυγίανσης ή τα άλλα μέτρα σε επίπεδο ομίλου θα ωφεληθούν οι θυγατρικές του ομίλου κατά τρόπο που καθιστά ενδεδειγμένο έναν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

2.  
Εάν οι δράσεις που προτείνει η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου βάσει της παραγράφου 1 δεν περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει απόφαση μετά από διαβούλευση με τα μέλη του σώματος εξυγίανσης.

Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου λαμβάνει υπόψη:

α) 

και ακολουθεί τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, εκτός εάν οι αρχές εξυγίανσης εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι οι στόχοι εξυγίανσης θα επιτευχθούν αποτελεσματικότερα εάν αναληφθούν δράσεις που δεν έχουν προβλεφθεί στα σχέδια εξυγίανσης·

β) 

τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα σχετικά κράτη μέλη.

3.  
Εάν οι δράσεις που προτείνει η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δυνάμει της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου, ο μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και των αρχών εξυγίανσης που είναι υπεύθυνες για τις θυγατρικές που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου.

Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήματος μιας αρχής εξυγίανσης, να βοηθήσει τις αρχές εξυγίανσης να καταλήξουν σε κοινή απόφαση, βάσει του άρθρου 31 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

4.  
Εάν κάποια αρχή εξυγίανσης διαφωνήσει ή απομακρυνθεί από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που προτείνεται από την αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου ή θεωρεί ότι χρειάζεται να αναλάβει ανεξάρτητες δράσεις εξυγίανσης ή άλλα μέτρα από αυτά που προτείνονται στον μηχανισμό όσον αφορά ένα ίδρυμα ή μια οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)για λόγους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εκθέτει λεπτομερώς τους λόγους της διαφωνίας της ή τους λόγους που συντέλεσαν στην απομάκρυνσή της, τους κοινοποιεί στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου και στις λοιπές αρχές εξυγίανσης που καλύπτονται από τον μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου και τους ενημερώνει για τις δράσεις ή τα μέτρα που προτίθεται να λάβει. Η εν λόγω αρχή εξυγίανσης, όταν εκθέτει τους λόγους της διαφωνίας της, λαμβάνει δεόντως υπόψη τα σχέδια εξυγίανσης του άρθρου 13, τον πιθανό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των οικείων κρατών μελών, καθώς και τον πιθανό αντίκτυπο των δράσεων ή μέτρων στα υπόλοιπα τμήματα του ομίλου.
5.  
Οι αρχές εξυγίανσης που δεν έχουν διαφωνήσει με το μηχανισμό εξυγίανσης του ομίλου στο πλαίσιο της παραγράφου 4, μπορούν να λάβουν κοινή απόφαση σχετικά με μηχανισμό εξυγίανσης ομίλου που καλύπτει οντότητες του ομίλου στο κράτος μέλος τους.
6.  
Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 ή 5 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 4 αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρχές εξυγίανσης στα οικεία κράτη μέλη.
7.  
Οι αρχές προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες σύμφωνα με το παρόν άρθρο χωρίς καθυστέρηση και λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, όταν δεν τίθεται σε εφαρμογή μηχανισμός εξυγίανσης ομίλου και οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου, οι εν λόγω αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται στενά στο πλαίσιο του σώματος εξυγίανσης, προκειμένου να επιτευχθεί συντονισμένη στρατηγική εξυγίανσης για όλες τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου.

Οι αρχές εξυγίανσης οι οποίες αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης όσον αφορά οιαδήποτε οντότητα ομίλου ενημερώνουν τακτικά και πλήρως τα μέλη του σώματος εξυγίανσης σχετικά με τις εν λόγω δράσεις ή μέτρα και την κατάσταση προόδου τους.



ΤΙΤΛΟΣ VI

ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ

Άρθρο 93

Συμφωνίες με τρίτες χώρες

1.  

Σύμφωνα με το άρθρο 218 της ΣΛΕΕ, η Επιτροπή μπορεί να υποβάλλει στο Συμβούλιο προτάσεις για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες όσον αφορά τους τρόπους συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των σχετικών αρχών τρίτων χωρών, μεταξύ άλλων, με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τον σχεδιασμό ανάκαμψης και εξυγίανσης για ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, μητρικές επιχειρήσεις καθώς και ιδρύματα τρίτων χωρών, όσον αφορά τις ακόλουθες καταστάσεις:

α) 

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας διαθέτει θυγατρικά ιδρύματα ή υποκαταστήματα που θεωρούνται σημαντικά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη·

β) 

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια μητρική επιχείρηση που είναι εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και η οποία διαθέτει θυγατρική ή σημαντικό υποκατάστημα σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, διαθέτει ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα σε τρίτη χώρα·

γ) 

σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένα ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο σε κράτος μέλος και το οποίο διαθέτει μητρική επιχείρηση, θυγατρική ή σημαντικό υποκατάστημα σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, διαθέτει ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες.

2.  
Με τις συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 επιδιώκεται, ιδίως, να διασφαλιστεί η καθιέρωση διαδικασιών και ρυθμίσεων συνεργασίας μεταξύ των αρχών εξυγίανσης και των αρμόδιων αρχών των τρίτων χωρών, με στόχο τον συντονισμό κατά την εκτέλεση ορισμένων ή όλων των καθηκόντων και την άσκηση ορισμένων ή όλων των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 97.
3.  
Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν ρυθμίζουν σε μεμονωμένη βάση θέματα σχετικά με ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα τρίτων χωρών.
4.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να συνάπτουν διμερείς συμφωνίες με τρίτη χώρα όσον αφορά τα ζητήματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 έως την έναρξη ισχύος συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εφόσον οι εν λόγω διμερείς συμφωνίες συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.

Άρθρο 94

Αναγνώριση και επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

1.  
Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όσον αφορά διαδικασίες εξυγίανσης τρίτων χωρών εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1. Εφαρμόζονται επίσης μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1, εφόσον η αναγνώριση και η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.
2.  

Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης που έχει συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 89, το σώμα αυτό λαμβάνει κοινή απόφαση ως προς το αν θα αναγνωριστούν, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 95, οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας όσον αφορά ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας που:

α) 

έχει θυγατρικές της Ένωσης ή υποκαταστήματα της Ένωσης που βρίσκονται και θεωρούνται σημαντικά σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη· ή

β) 

ατά τα άλλα, έχει περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα ή υποχρεώσεις που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη ή διέπονται από τη νομοθεσία των εν λόγω κρατών μελών.

Εάν επιτευχθεί κοινή απόφαση όσον αφορά την αναγνώριση των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας, οι αντίστοιχες εθνικές αρχές εξυγίανσης επιδιώκουν την επιβολή των αναγνωρισμένων διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο.

3.  
Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση μεταξύ των αρχών εξυγίανσης που συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, ή εάν δεν υπάρχει ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης, κάθε ενδιαφερόμενη αρχή εξυγίανσης λαμβάνει δικά της απόφαση ως προς το αν θα αναγνωρίσει και θα επιβάλει, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 95, οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας όσον αφορά ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας.

Η απόφαση λαμβάνει δεόντως υπόψη τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους στο οποίο δραστηριοποιείται το ίδρυμα ή η μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας, και ιδίως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο που θα έχει η αναγνώριση και επιβολή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας στα άλλα τμήματα του ομίλου και στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των σχετικών κρατών μελών.

4.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν, τουλάχιστον, την εξουσία να προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

α) 

άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης όσον αφορά τα εξής:

i) 

περιουσιακά στοιχεία ιδρύματος ή μητρικής επιχείρησης τρίτης χώρας τα οποία βρίσκονται στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους,

ii) 

δικαιώματα ή υποχρεώσεις ιδρύματος τρίτης χώρας που έχουν εγγραφεί στα βιβλία από το υποκατάστημα της Ένωσης στο οικείο κράτος μέλος ή διέπονται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, ή σε περίπτωση που οι απαιτήσεις επί των εν λόγω δικαιωμάτων και υποχρεώσεων είναι εκτελεστές στο οικείο κράτος μέλος·

β) 

ολοκλήρωση, μεταξύ άλλων ζητώντας από άλλο πρόσωπο να προβεί σε ενέργειες για την ολοκλήρωση, μεταβίβασης μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε θυγατρική της Ένωσης εγκατεστημένη στο εντελλόμενο κράτος μέλος·

γ) 

άσκηση των εξουσιών των άρθρων 69, 70 ή 71 όσον αφορά τα δικαιώματα οιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους μιας σύμβασης με οντότητα που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, εφόσον οι εξουσίες αυτές είναι απαραίτητες για να επιβληθούν οι διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας· και

δ) 

το μη εκτελεστό κάθε συμβατικού δικαιώματος για καταγγελία, εκκαθάριση ή επίσπευση συμβάσεων, ή τροποποίηση των συμβατικών δικαιωμάτων, των οντοτήτων της παραγράφου 2 και άλλων οντοτήτων ομίλου, όταν τα δικαιώματα αυτά προκύπτουν από δράση εξυγίανσης που έχει αναληφθεί σε σχέση με το ίδρυμα ή μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας των οντοτήτων αυτών ή άλλων οντοτήτων του ομίλου, είτε από την ίδια την αρχή εξυγίανσης της τρίτης χώρας είτε με διαφορετικού τύπου εφαρμογή των νομοθετικών ή ρυθμιστικών απαιτήσεων για τις διευθετήσεις εξυγίανσης στην εν λόγω χώρα, υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να τηρούνται οι ουσιαστικές υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης, μεταξύ των οποίων οι υποχρεώσεις πληρωμής και παράδοσης και η παροχή ασφάλειας.

5.  
Οι αρχές εξυγίανσης μπορούν, όποτε αυτό είναι αναγκαίο για λόγους δημόσιου συμφέροντος, να αναλάβουν δράση εξυγίανσης σε σχέση με μητρική επιχείρηση όταν η σχετική αρχή της τρίτης χώρας διαπιστώνει ότι ένα ίδρυμα που έχει συσταθεί στην τρίτη χώρα πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης βάσει της νομοθεσίας της εν λόγω τρίτης χώρας. Προς τούτο, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι εξουσιοδοτημένες να ασκούν οιαδήποτε εξουσία εξυγίανσης σε σχέση με την εν λόγω μητρική επιχείρηση και εφαρμόζεται το άρθρο 68.
6.  
Η αναγνώριση και η επιβολή της εφαρμογής διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας πραγματοποιείται με την επιφύλαξη τυχόν κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, κατά περίπτωση, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 95

Δικαίωμα άρνησης της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής των διαδικασιών εξυγίανσης τρίτων χωρών

Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με άλλες αρχές εξυγίανσης όταν έχει συσταθεί ευρωπαϊκό σώμα εξυγίανσης βάσει του άρθρου 89, μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει ή να επιβάλει την εφαρμογή διαδικασιών εξυγίανσης τρίτης χώρας, σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 2, εφόσον κρίνει:

α) 

ότι οι διαδικασίες εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στο κράτος μέλος όπου εδρεύει η αρχή εξυγίανσης, ή ότι οι διαδικασίες θα είχαν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε άλλο κράτος μέλος·

β) 

ότι είναι αναγκαία η ανεξάρτητη δράση εξυγίανσης, βάσει του άρθρου 96, όσον αφορά υποκατάστημα της Ένωσης, προκειμένου να επιτευχθεί ένας ή περισσότεροι από τους στόχους εξυγίανσης·

γ) 

ότι, βάσει των διαδικασιών εξυγίανσης στην τρίτη χώρα καταγωγής, οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των καταθετών που βρίσκονται ή είναι πληρωτέοι σε ένα κράτος μέλος, δεν θα ετύγχαναν της ίδιας μεταχείρισης με τους πιστωτές και τους καταθέτες της τρίτης χώρας οι οποίοι έχουν παρόμοια νόμιμα δικαιώματα·

δ) 

ότι η αναγνώριση ή η επιβολή των διαδικασιών εξυγίανσης της τρίτης χώρας θα είχε σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις στο κράτος μέλος· ή

ε) 

ότι οι συνέπειες της αναγνώρισης ή της επιβολής της εφαρμογής αυτής θα ήταν αντίθετες προς το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 96

Εξυγίανση υποκαταστημάτων στην Ένωση

1.  
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες για να ενεργούν όσον αφορά υποκατάστημα στην Ένωση το οποίο δεν υπόκειται σε διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας ή υπόκειται στις εν λόγω διαδικασίες τρίτης χώρας και ισχύει μία από τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 95.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 68 εφαρμόζεται στην άσκηση των εξουσιών αυτών.

2.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτούμενες βάσει της παραγράφου 1 εξουσίες μπορούν να ασκούνται από τις αρχές εξυγίανσης, εφόσον η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι είναι αναγκαίο να αναληφθεί δράση προς το δημόσιο συμφέρον, και πληρούνται μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

το υποκατάστημα στην Ένωση δεν πληροί πλέον, ή είναι πιθανόν να μην πληροί, τις προϋποθέσεις, που επιβάλλονται από την εθνική νομοθεσία, για την αδειοδότηση και τη λειτουργία του στο εν λόγω κράτος μέλος και δεν υπάρχει καμία προοπτική, με ενέργειες του ιδιωτικού τομέα, των αρχών εποπτείας ή της σχετικής τρίτης χώρας, να αποκατασταθεί η συμμόρφωση του υποκαταστήματος ή να αποφευχθεί η πτώχευση σε εύλογο χρονικό διάστημα·

β) 

το ίδρυμα τρίτης χώρας, κατά την άποψη της αρχής εξυγίανσης, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμεί, ή πιθανόν να μην είναι σε θέση, να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του έναντι των ενωσιακών πιστωτών, ή τις υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί ή εγγραφεί μέσω του υποκαταστήματος, όταν καθίστανται απαιτητές, και η αρχή εξυγίανσης έχει πεισθεί ότι δεν έχουν κινηθεί ούτε θα κινηθούν από τρίτη χώρα, σε εύλογο χρονικό διάστημα, διαδικασίες εξυγίανσης ή διαδικασίες αφερεγγυότητας όσον αφορά αυτό το ίδρυμα τρίτης χώρας·

γ) 

η σχετική αρχή της τρίτης χώρας έχει κινήσει διαδικασίες εξυγίανσης τρίτης χώρας έναντι του ιδρύματος της τρίτης χώρας, ή έχει κοινοποιήσει στην αρχή εξυγίανσης την πρόθεσή της να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

3.  

Όταν μια αρχή εξυγίανσης αναλαμβάνει ανεξάρτητη δράση έναντι υποκαταστήματος στην Ένωση, λαμβάνει υπόψη τους στόχους εξυγίανσης και αναλαμβάνει τη δράση σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές και απαιτήσεις, εφόσον είναι σχετικές με την προκειμένη περίπτωση:

α) 

τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 34·

β) 

τις απαιτήσεις σχετικά με την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης που καθορίζονται στον τίτλο IV κεφάλαιο III.

Άρθρο 97

Συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών

1.  
Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται όσον αφορά τη συνεργασία με τρίτες χώρες εκτός εάν και έως ότου τεθεί σε εφαρμογή διεθνής συμφωνία με την οικεία τρίτη χώρα όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1. Εφαρμόζονται επίσης μετά την έναρξη ισχύος διεθνούς συμφωνίας με την οικεία τρίτη χώρα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1, εφόσον το αντικείμενο του παρόντος άρθρου δεν διέπεται από την εν λόγω συμφωνία.
2.  

Η ΕΑΤ δύναται να συνάπτει μη δεσμευτικό πλαίσιο ρυθμίσεων συνεργασίας με τις ακόλουθες σχετικές αρχές τρίτων χωρών:

α) 

σε περιπτώσεις που ένα θυγατρική στην Ένωση είναι εγκατεστημένη σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, με τις σχετικές αρχές της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένο το μητρικό ίδρυμα ή μια εταιρεία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ)·

β) 

σε περιπτώσεις που ίδρυμα τρίτης χώρας λειτουργεί υποκαταστήματα στην Ένωση τα οποία βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, με τη σχετική αρχή της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένο αυτό το ίδρυμα·

γ) 

σε περιπτώσεις που μια μητρική επιχείρηση ή μια εταιρεία που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ), εγκατεστημένη σε κράτος μέλος και με θυγατρικό ίδρυμα ή σημαντικό υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, έχει επίσης ένα ή περισσότερα θυγατρικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου είναι εγκατεστημένα αυτά τα θυγατρικά ιδρύματα·

δ) 

σε περιπτώσεις που ένα ίδρυμα με θυγατρικό ίδρυμα ή σημαντικό υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος έχει ένα ή περισσότερα υποκαταστήματα σε μία ή περισσότερες τρίτες χώρες, με τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών όπου είναι εγκατεστημένα αυτά τα υποκαταστήματα.

Οι ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν προβλέπονται όσον αφορά συγκεκριμένα ιδρύματα. Οι ρυθμίσεις αυτές δεν επιβάλλουν νομικές υποχρεώσεις στα κράτη μέλη.

3.  

Το πλαίσιο ρυθμίσεων συνεργασίας, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, καθορίζει διαδικασίες και ρυθμίσεις μεταξύ των αρχών που συμμετέχουν, με σκοπό την ανταλλαγή των απαιτούμενων πληροφοριών και τη συνεργασία κατά την εκτέλεση ορισμένων ή όλων των ακόλουθων καθηκόντων και την άσκηση ορισμένων ή όλων των ακόλουθων εξουσιών όσον αφορά τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως δ) ή τους ομίλους που περιλαμβάνουν τα εν λόγω ιδρύματα:

α) 

κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 13 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

β) 

εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης των εν λόγω ιδρυμάτων και ομίλων, σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16 και με παρεμφερείς απαιτήσεις βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ) 

άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18 και οιεσδήποτε παρεμφερείς εξουσίες βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ) 

εφαρμογή μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 27 και με παρεμφερείς εξουσίες βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

ε) 

εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών που μπορούν να ασκούνται από τις σχετικές αρχές των τρίτων χωρών.

4.  
Οι αρμόδιες αρχές ή οι αρχές εξυγίανσης, κατά περίπτωση, συνάπτουν μη δεσμευτικές ρυθμίσεις συνεργασίας, σύμφωνες με το πλαίσιο ρυθμίσεων που συνάπτει η ΕΑΤ με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη ή τις αρμόδιες αρχές τους να συνάπτουν διμερείς ή πολυμερείς ρυθμίσεις με τρίτες χώρες, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010.

5.  

Οι ρυθμίσεις συνεργασίας που συνάπτονται μεταξύ των αρχών εξυγίανσης των κρατών μελών και των τρίτων χωρών, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορούν να περιέχουν διατάξεις που αφορούν τα ακόλουθα ζητήματα:

α) 

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την κατάρτιση και τη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης·

β) 

τη διαβούλευση και τη συνεργασία για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, συμπεριλαμβανομένων των αρχών για την άσκηση των εξουσιών βάσει των άρθρων 94 και 96 και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

γ) 

την ανταλλαγή των αναγκαίων πληροφοριών για την εφαρμογή εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση εξουσιών εξυγίανσης και παρεμφερών εξουσιών βάσει του δικαίου των σχετικών τρίτων χωρών·

δ) 

την έγκαιρη προειδοποίηση των μερών της ρύθμισης συνεργασίας ή τη διαβούλευση μεταξύ τους, πριν από την ανάληψη κάθε σημαντικής δράσης βάσει της παρούσας οδηγίας ή του δικαίου της σχετικής τρίτης χώρας το οποίο διέπει το ίδρυμα ή τον όμιλο που αφορά η ρύθμιση·

ε) 

τον συντονισμό της επικοινωνίας με το κοινό, σε περίπτωση κοινών δράσεων εξυγίανσης·

στ) 

διαδικασίες και ρυθμίσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία βάσει των στοιχείων α) έως ε), οι οποίες περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, ανάλογα με την περίπτωση, τη σύσταση και τη λειτουργία ομάδων διαχείρισης κρίσεων.

6.  
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΤ οιεσδήποτε ρυθμίσεις συνεργασίας έχουν συνάψει οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 98

Ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών

1.  

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια υπουργεία να ανταλλάσσουν εμπιστευτικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των σχεδίων ανάκαμψης, με τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

οι εν λόγω αρχές τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις και πρότυπα επαγγελματικού απορρήτου που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμα, κατά την άποψη όλων των εμπλεκόμενων αρμόδιων αρχών, με αυτά που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 84.

Στον βαθμό που η ανταλλαγή πληροφοριών αφορά προσωπικά δεδομένα, ο χειρισμός και η διαβίβαση αυτών των προσωπικών δεδομένων σε αρχές τρίτων χωρών διέπονται από την εφαρμοστέα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων·

β) 

οι πληροφορίες είναι αναγκαίες για την εκτέλεση, από τις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, των καθηκόντων τους περί εξυγίανσης βάσει της εθνικής νομοθεσίας τα οποία είναι παρόμοια με εκείνα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και, με την επιφύλαξη του στοιχείου α) της παρούσας παραγράφου, δεν χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς.

2.  

Όταν οι εμπιστευτικές πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, οι αρχές εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές και τα αρμόδια υπουργεία δεν γνωστοποιούν αυτές τις πληροφορίες στις σχετικές αρχές τρίτων χωρών, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η σχετική αρχή του κράτους μέλους από το οποίο προήλθαν οι πληροφορίες (η αρχή προέλευσης) συμφωνεί για την εν λόγω γνωστοποίηση·

β) 

οι πληροφορίες γνωστοποιούνται μόνον για τις σκοπούς που επιτρέπονται από την αρχή προέλευσης.

3.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες θεωρούνται εμπιστευτικές εφόσον υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.



ΤΙΤΛΟΣ VII

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 99

Ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοδοτικών ρυθμίσεων

Θεσπίζεται ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοδοτικών ρυθμίσεων το οποίο περιλαμβάνει:

α) 

εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100·

β) 

τον δανεισμό μεταξύ των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 106·

γ) 

την αλληλέγγυα χρήση των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων στην περίπτωση εξυγίανσης ομίλου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 107.

Άρθρο 100

Απαίτηση θέσπισης ρυθμίσεων χρηματοδότησης της εξυγίανσης

1.  
Τα κράτη μέλη καθιερώνουν μία ή περισσότερες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των εργαλείων και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης από την αρχή εξυγίανσης.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων μπορεί να ενεργοποιηθεί από ορισθείσα δημόσια αρχή ή από αρχή στην οποία έχουν ανατεθεί εξουσίες δημόσιας διοίκησης.

Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις χρησιμοποιούνται μόνον σύμφωνα με τους στόχους της εξυγίανσης και τις αρχές που καθορίζονται στα άρθρα 31 και 34.

2.  
Τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν την ίδια διοικητική δομή όπως για τη χρηματοδοτική τους ρύθμιση για τους σκοπούς του συστήματός τους εγγύησης των καταθέσεών τους.
3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις διαθέτουν επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους.
4.  

Για τον σκοπό που προβλέπεται στην παράγραφο 3, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις διαθέτουν ιδίως:

α) 

την εξουσία να συγκεντρώνουν συνεισφορές εκ των προτέρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 103, με προοπτική να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που αναφέρεται στο άρθρο 102,

β) 

την εξουσία να συγκεντρώνουν έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104, εφόσον οι συνεισφορές που καθορίζονται στο στοιχείο α) είναι ανεπαρκείς, και

γ) 

την εξουσία να συνάπτουν δάνεια και να λαμβάνουν άλλες μορφές στήριξης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 105.

5.  
Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 6, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τις εθνικές του χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μέσω ταμείου, η χρήση του οποίου μπορεί να ενεργοποιηθεί από την αρχή εξυγίανσής του, για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1.
6.  

Παρά την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, ένα κράτος μέλος, προκειμένου να τηρήσει τις υποχρεώσεις του βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, μπορεί να θεσπίσει την εθνική του χρηματοδοτική ρύθμιση μέσω υποχρεωτικών συνεισφορών από ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο έδαφός του· οι εν λόγω συνεισφορές βασίζονται στα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 103 παράγραφος 7 και δεν συγκεντρώνονται σε ταμείο ελεγχόμενο από την αρχή εξυγίανσής του, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλοι οι κατωτέρω όροι:

α) 

το ποσό που συγκεντρώνεται από τις εισφορές είναι τουλάχιστον ίσο με το ποσό που χρειάζεται να συγκεντρωθεί κατά το άρθρου 102·

β) 

η αρχή εξυγίανσης του κράτους μέλους δικαιούται ποσό ίσο με το ποσό των συνεισφορών αυτών, το ποσό το οποίο το κράτος μέλος καθιστά αμέσως διαθέσιμο στην εν λόγω αρχή εξυγίανσης κατόπιν αιτήματός της, προς χρήση αποκλειστικά για τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 101·

γ) 

το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή του να χρησιμοποιήσει τη διακριτική του ευχέρεια να διαρθρώσει τη χρηματοδοτική του ρύθμιση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο·

δ) 

το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με το ποσό που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου τουλάχιστον ετησίως· και

ε) 

εκτός ρητής αντίθετης πρόβλεψης στην παρούσα παράγραφο, οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των άρθρων 99 έως 102, του άρθρου 103 παράγραφοι 1 έως 4 και παράγραφος 6, και των άρθρων 104 έως 109.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102 μπορεί να περιλαμβάνουν υποχρεωτικές εισφορές από οιοδήποτε σύστημα υποχρεωτικών εισφορών που θεσπίζεται από ένα κράτος μέλος σε οιαδήποτε ημερομηνία μεταξύ της 17ης Ιουνίου 2010 και της 2ας Ιουλίου 2014 για ιδρύματα στο έδαφός του, ώστε να καλυφθούν οι δαπάνες που σχετίζονται με τον συστημικό κίνδυνο, την πτώχευση και την εξυγίανση ιδρυμάτων, υπό τον όρο ότι το εν λόγω κράτος μέλος συμμορφώνεται με τον παρόντα τίτλο VII. Οι εισφορές σε συστήματα εγγύησης των καταθέσεων δεν προσμετρώνται στο επίπεδο-στόχο των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης που ορίζεται στο άρθρο 102.

Άρθρο 101

Χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης

1.  

Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 100 μπορούν να χρησιμοποιούνται από την αρχή εξυγίανσης αποκλειστικά και μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαίος για να εξασφαλιστεί αποτελεσματική εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης, για τους εξής σκοπούς:

α) 

να εγγυώνται τα περιουσιακά στοιχεία ή τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση, των θυγατρικών του, ενός μεταβατικού ιδρύματος ή ενός φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

β) 

να παρέχουν δάνεια στο ίδρυμα υπό εξυγίανση, στις θυγατρικές του, σε ένα μεταβατικό ίδρυμα ή σε έναν φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

γ) 

να αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος υπό εξυγίανση·

δ) 

να καταβάλλουν συνεισφορές σε μεταβατικό ίδρυμα και σε φορέα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων·

ε) 

να καταβάλλουν αποζημιώσεις στους μετόχους ή τους πιστωτές σύμφωνα με το άρθρο 75·

στ) 

να καταβάλλουν συνεισφορά στο υπό εξυγίανση ίδρυμα αντί της απομείωσης ή μετατροπής υποχρεώσεων ορισμένων πιστωτών, όταν εφαρμόζεται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα και η αρχή εξυγίανσης αποφασίσει να εξαιρέσει ορισμένους πιστωτές από το πεδίο εφαρμογής της διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφοι 3 έως 8·

ζ) 

να δανείζουν σε άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε προαιρετική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 106·

η) 

να επιλέγουν οποιονδήποτε συνδυασμό των δράσεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ζ).

Οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις μπορούν να χρησιμοποιούνται για την ανάληψη των δράσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο όσον αφορά τον αγοραστή στο πλαίσιο του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων.

2.  
Η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης δεν χρησιμοποιείται άμεσα για την απορρόφηση των ζημιών ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή για την ανακεφαλαιοποίηση του εν λόγω ιδρύματος ή οντότητας. Σε περίπτωση που η χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου οδηγεί εμμέσως στη μεταφορά μέρους των ζημιών ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γ) ή δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 στη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης, ισχύουν οι αρχές που διέπουν τη χρήση της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 44.

Άρθρο 102

Επίπεδο-στόχος

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, έως την 31η Δεκεμβρίου 2024, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα των χρηματοδοτικών τους ρυθμίσεων ανέρχονται τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους. Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν επίπεδα-στόχους άνω του ποσού αυτού.
2.  
Κατά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, οι συνεισφορές στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103, κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος, αλλά λαμβανομένης δεόντως υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου καθώς και του αντικτύπου προ-κυκλικών συνεισφορών στη χρηματοοικονομική θέση των συνεισφερόντων ιδρυμάτων.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την αρχική χρονική περίοδο κατά τέσσερα έτη το πολύ, εάν οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις έχουν προβεί σε σωρευτικές εκταμιεύσεις που υπερβαίνουν το 0,5 % των καλυπτόμενων καταθέσεων του συνόλου των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους οι οποίες είναι εγγυημένες βάσει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.

3.  
Εάν, μετά την αρχική χρονική περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα είναι κατώτερα του επιπέδου-στόχου που καθορίζεται στην εν λόγω παράγραφο, οι τακτικές συνεισφορές οι οποίες συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 103 συνεχίζονται μέχρις ότου επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος. Μετά την επίτευξη του επιπέδου-στόχου για πρώτη φορά και εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα έχουν μετέπειτα μειωθεί σε λιγότερο από δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου, οι εν λόγω συνεισφορές καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι ετών.

Κατά τον καθορισμό των ετήσιων συνεισφορών στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, η τακτική συνεισφορά λαμβάνει δεόντως υπόψη τη φάση του οικονομικού κύκλου και τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των προ-κυκλικών συνεισφορών.

4.  
Η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έως την 31η Οκτωβρίου 2016 έκθεση με συστάσεις όσον αφορά το κατάλληλο σημείο αναφοράς για τον καθορισμό του επιπέδου-στόχου των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, και ειδικότερα κατά πόσον το σύνολο των υποχρεώσεων αποτελεί καταλληλότερη βάση απ’ ό,τι οι καλυπτόμενες καταθέσεις.
5.  
Βάσει των αποτελεσμάτων της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 4, η Επιτροπή, εφόσον χρειάζεται, υποβάλλει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2016 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο νομοθετική πρόταση για το επίπεδο-στόχο των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης.

Άρθρο 103

Συνεισφορές εκ των προτέρων

1.  
Προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συνεισφορές καταβάλλονται τουλάχιστον άπαξ ετησίως από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων στην Ένωση.
2.  
Η συνεισφορά κάθε ιδρύματος καθορίζεται κατ’ αναλογία προς το ποσό των υποχρεώσεών του (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις, σε σύγκριση με τις συνολικές υποχρεώσεις (εξαιρουμένων των ιδίων κεφαλαίων) μείον τις καλυπτόμενες καταθέσεις όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος του κράτους μέλους.

Οι συνεισφορές αυτές προσαρμόζονται ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα κριτήρια που εγκρίνονται βάσει της παραγράφου 7.

3.  
Τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 102, μπορεί να περιλαμβάνουν αμετάκλητες αναλήψεις υποχρεώσεων πληρωμής οι οποίες καλύπτονται πλήρως από εξασφαλίσεις με περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου που δεν βαρύνονται από τυχόν δικαιώματα τρίτων μερών, βρίσκονται στην απόλυτη διάθεση των αρχών εξυγίανσης και προορίζονται για αποκλειστική χρήση από τις αρχές εξυγίανσης, για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1. Το μερίδιο των ανέκκλητων αναλήψεων υποχρεώσεων πληρωμής δεν υπερβαίνει το 30 % του συνολικού ποσού των συνεισφορών που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
4.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η υποχρέωση εξόφλησης των συνεισφορών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο είναι εκτελεστή βάσει της εθνικής νομοθεσίας και ότι οι οφειλόμενες συνεισφορές εξοφλούνται πλήρως.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κατάλληλη υποχρεωτική λογιστική, υποβολή εκθέσεων και άλλες υποχρεώσεις προκειμένου να διασφαλίσουν την πλήρη εξόφληση των οφειλόμενων συνεισφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης τη λήψη μέτρων για την κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των συνεισφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν τη λήψη μέτρων για την πρόληψη της διαφυγής, της αποφυγής και της κατάχρησης.

5.  
Τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο χρησιμοποιούνται μόνον για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 101 παράγραφος 1.
6.  
Με την επιφύλαξη των άρθρων 37, 38, 40, 41 και 42, τα ποσά που εισπράττονται από το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα, οι τόκοι και άλλα κέρδη επί των επενδύσεων και οιαδήποτε άλλα κέρδη μπορούν να είναι προς όφελος των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.
7.  

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να εξειδικεύσει την έννοια της προσαρμογής των συνεισφορών ανάλογα με το προφίλ κινδύνου των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη σωρευτικά τα εξής:

α) 

την έκθεση του ιδρύματος σε κινδύνους, συμπεριλαμβανομένης της σπουδαιότητας των εμπορικών του δραστηριοτήτων, των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων και του βαθμού μόχλευσής του·

β) 

τη σταθερότητα και την ποικιλία των πηγών χρηματοδότησης της εταιρείας και τα μη βαρυνόμενα περιουσιακά στοιχεία υψηλής ρευστότητας·

γ) 

τη χρηματοοικονομική κατάσταση του ιδρύματος·

δ) 

την πιθανότητα να τεθεί το ίδρυμα υπό καθεστώς εξυγίανσης·

ε) 

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είχε επωφεληθεί στο παρελθόν από έκτακτη δημόσια χρηματοοικονομική στήριξη·

στ) 

την πολυπλοκότητα της δομής του ιδρύματος και τη δυνατότητα εξυγίανσής του·

ζ) 

τη σημασία του ιδρύματος για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή της οικονομίας ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών ή της Ένωσης·

η) 

κατά πόσον το ίδρυμα είναι μέρος ενός ΘΣΠ.

8.  

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, σύμφωνα με το άρθρο 115, προκειμένου να εξειδικεύσει:

α) 

τις υποχρεώσεις καταχώρισης, λογιστικής, υποβολής εκθέσεων και τις λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται την παράγραφο 4 ώστε να διασφαλίσει ότι οι συνεισφορές όντως καταβάλλονται·

β) 

τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 4 προκειμένου να διασφαλιστεί κατάλληλη επαλήθευση της ορθής εξόφλησης των συνεισφορών.

Άρθρο 104

Έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων

1.  
Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι συγκεντρώνονται έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων από τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους, προκειμένου να καλύπτονται τα επιπλέον ποσά. Οι εν λόγω έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές κατανέμονται μεταξύ των ιδρυμάτων σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο άρθρο 103 παράγραφος 2.

Οι έκτακτες συνεισφορές εκ των υστέρων δεν υπερβαίνουν το τριπλάσιο του ετήσιου ποσού των συνεισφορών το οποίο καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 103.

2.  
Για τις συνεισφορές που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται το άρθρο 103 παράγραφοι 4 έως 8.
3.  
Η αρχή εξυγίανσης μπορεί να χορηγήσει σε ίδρυμα συνολική ή μερική απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής εκ των υστέρων συνεισφοράς προς τον χρηματοδοτικό μηχανισμό εξυγίανσης, αν οι εισφορές θα έθεταν σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα του ιδρύματος. Η απαλλαγή αυτή δεν χορηγείται για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, αλλά μπορεί να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του ιδρύματος. Οι απαλλαχθείσες δυνάμει της παρούσας παραγράφου συνεισφορές καταβάλλονται όταν η πληρωμή δεν θέτει πια σε κίνδυνο τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του ιδρύματος.
4.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 115 για τον καθορισμό των περιστάσεων και προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα ίδρυμα μπορεί να απαλλάσσεται προσωρινά από τις εκ των υστέρων εισφορές κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 105

Εναλλακτικά χρηματοδοτικά μέσα

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους δύνανται να συνάπτουν δάνεια ή να λαμβάνουν άλλους τύπους στήριξης από ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη, σε περίπτωση που τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103 δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων, και δεν υπάρχει αμέσως πρόσβαση στις έκτακτες εκ των υστέρων συνεισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 104 ή οι συνεισφορές αυτές δεν επαρκούν.

Άρθρο 106

Δανεισμός μεταξύ χρηματοδοτικών ρυθμίσεων

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους μπορούν να υποβάλλουν αίτημα να δανείζονται από άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εντός της Ένωσης, σε περίπτωση που:

α) 

τα ποσά που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 103 δεν είναι επαρκή για την κάλυψη των ζημιών, των δαπανών ή άλλων εξόδων, τα οποία συνεπάγεται η χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων·

β) 

δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση στις έκτακτες εκ των υστέρων εισφορές που προβλέπονται στο άρθρο 104· και

γ) 

δεν υπάρχει άμεση πρόσβαση στα εναλλακτικά χρηματοδοτικά μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 105 υπό εύλογους όρους.

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους έχουν την εξουσία να δανείζουν σε άλλες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εντός της Ένωσης στις περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3.  
Μετά από αίτημα στο πλαίσιο της παραγράφου 1, εκάστη εκ των άλλων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων στην Ένωση αποφασίζει εάν θα δανείσει στη χρηματοδοτική ρύθμιση που έχει υποβάλει την αίτηση. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν η απόφαση αυτή να λαμβάνεται μετά από διαβούλευση με το αρμόδιο υπουργείο ή κυβέρνηση ή με τη συγκατάθεσή τους. Η απόφαση λαμβάνεται με τη δέουσα ταχύτητα.
4.  
Το επιτόκιο, η περίοδος εξόφλησης και άλλοι όροι και προϋποθέσεις των δανείων θα συμφωνηθούν μεταξύ της δανειοδοτούμενης χρηματοδοτικής ρύθμισης και των άλλων χρηματοδοτικών ρυθμίσεων που αποφάσισαν να συμμετάσχουν. Τα δάνεια εκάστης συμμετέχουσας χρηματοδοτικής ρύθμισης θα έχουν το ίδιο επιτόκιο, περίοδο εξόφλησης και υπόλοιπους όρους και προϋποθέσεις, εκτός εάν συμφωνήσουν διαφορετικά όλες οι συμμετέχουσες χρηματοδοτικές ρυθμίσεις.
5.  
Το ποσό που χορηγείται από εκάστη συμμετέχουσα χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης καθορίζεται κατ’ αναλογία προς το ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στο κράτος μέλος της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης, σε σύγκριση με το συνολικό ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων στα κράτη μέλη των συμμετεχουσών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης. Οι εν λόγω συντελεστές συνεισφοράς μπορούν να ποικίλλουν κατόπιν συμφωνίας όλων των συμμετεχουσών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων.
6.  
Τα ανεξόφλητα δάνεια μιας χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου θεωρούνται ως περιουσιακό στοιχείο της χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης που παρέσχε το δάνειο και μπορούν να συνυπολογίζονται στο επίπεδο-στόχο της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης.

Άρθρο 107

Αλληλέγγυα χρήση των εθνικών χρηματοδοτικών ρυθμίσεων σε περίπτωση εξυγίανσης ομίλου

1.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης ενός ομίλου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 91 ή στο άρθρο 92, η εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση καθενός από τα ιδρύματα τα οποία αποτελούν μέρος ενός ομίλου, συμμετέχει στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
2.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, ύστερα από διαβούλευση με τις αρχές εξυγίανσης των ιδρυμάτων που αποτελούν μέρος του ομίλου, προτείνει, εάν είναι αναγκαίο πριν από την ανάληψη οποιασδήποτε δράσης εξυγίανσης, ένα σχέδιο χρηματοδότησης ως μέρος του μηχανισμού εξυγίανσης ομίλου που προβλέπεται στα άρθρα 91 και 92.

Το σχέδιο χρηματοδότησης συμφωνείται βάσει της διαδικασίας λήψης αποφάσεων που ορίζεται στα άρθρα 91 και 92.

3.  

Το σχέδιο χρηματοδότησης περιλαμβάνει:

α) 

αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 36 όσον αφορά τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου·

β) 

τις ζημίες που αναγνωρίζονται από κάθε επηρεαζόμενη οντότητα του ομίλου κατά τον χρόνο εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης·

γ) 

για καθεμία από τις επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου, τις ζημίες που θα υποστεί κάθε κατηγορία μετόχων και πιστωτών·

δ) 

τις τυχόν συνεισφορές που θα πρέπει να καταβάλουν τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1·

ε) 

τη συνολική συνεισφορά των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης, καθώς και τον σκοπό και τη μορφή της συνεισφοράς·

στ) 

τη βάση υπολογισμού του ποσού το οποίο οφείλει να συνεισφέρει καθεμία από τις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου, προκειμένου να συγκεντρωθεί η συνολική συνεισφορά που αναφέρεται στο στοιχείο ε)·

ζ) 

το ποσό το οποίο οφείλει η συνεισφέρει η εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση κάθε επηρεαζόμενης οντότητας του ομίλου στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου καθώς και τη μορφή των συνεισφορών αυτών·

η) 

το ύψος των δανείων τα οποία θα συνάψουν οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου με ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα και άλλα τρίτα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 105·

θ) 

ένα χρονικό πλαίσιο για τη χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων των κρατών μελών όπου είναι εγκατεστημένες οι επηρεαζόμενες οντότητες του ομίλου, το οποίο πρέπει να μπορεί να παραταθεί αν παραστεί ανάγκη.

4.  
Η βάση με την οποία κατανέμεται η συνεισφορά που αναφέρεται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 3 συνάδει προς την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου και προς τις αρχές που ορίζονται στο σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο στ), εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά στο σχέδιο χρηματοδότησης.
5.  

Εκτός αν συμφωνηθεί διαφορετικά στο σχέδιο χρηματοδότησης, η βάση υπολογισμού της συνεισφοράς κάθε εθνικής χρηματοδοτικής ρύθμισης λαμβάνει ιδίως υπόψη τα εξής:

α) 

το ποσοστό των σταθμισμένων βάσει κινδύνου περιουσιακών στοιχείων του ομίλου τα οποία κατέχουν τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης·

β) 

το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου τα οποία κατέχουν τα ιδρύματα και οι οντότητες που αναφέρονται στα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 1 παράγραφος 1 οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης·

γ) 

το ποσοστό των ζημιών, στις οποίες οφείλεται η ανάγκη εξυγίανσης του ομίλου, που προέκυψαν σε οντότητες του ομίλου εποπτευόμενες από τις αρμόδιες αρχές στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης· και

δ) 

το ποσοστό των πόρων των ρυθμίσεων χρηματοδότησης του ομίλου οι οποίοι, σύμφωνα με το σχέδιο χρηματοδότησης, αναμένεται να χρησιμοποιηθούν προς άμεσο όφελος των οντοτήτων του ομίλου οι οποίες είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της εν λόγω χρηματοδοτικής ρύθμισης εξυγίανσης.

6.  
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν εκ των προτέρων κανόνες και διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι κάθε εθνική χρηματοδοτική ρύθμιση είναι σε θέση να καταβάλει αμέσως τη συνεισφορά της στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης του ομίλου, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2.
7.  
Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι επιτρέπεται στις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 105, να συνάπτουν δάνεια ή να λαμβάνουν άλλες μορφές στήριξης από ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη.
8.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις υπό τη δικαιοδοσία τους μπορούν να εγγυηθούν οποιοδήποτε δάνειο συνάπτεται από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις σε επίπεδο ομίλου, σύμφωνα με την παράγραφο 7.
9.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οιοδήποτε προϊόν ή οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων σε επίπεδο ομίλου κατανέμονται στις εθνικές χρηματοδοτικές ρυθμίσεις, ανάλογα με τις συνεισφορές τους στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης, όπως καθορίζεται στην παράγραφο 2.

▼M2

Άρθρο 108

Κατάταξη στην πτωχευτική ιεραρχία

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στην εθνική τους νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας:

α) 

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται για απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών:

i) 

το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ,

ii) 

οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός Ένωσης που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση·

β) 

τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης του στοιχείου α):

i) 

οι καλυπτόμενες καταθέσεις,

ii) 

το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καλυπτόμενων καταθετών σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

2.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ), οι κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις έχουν, στην εθνική τους νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, υψηλότερη σειρά κατάταξης από εκείνη των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

η αρχική συμβατική διάρκεια των χρεωστικών μέσων είναι τουλάχιστον ένα έτος·

β) 

τα χρεωστικά μέσα δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα·

γ) 

τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και, κατά περίπτωση, το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση αναφέρουν ρητά τη χαμηλότερη σειρά κατάταξης σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

3.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 στοιχεία α), β) και γ) του παρόντος άρθρου έχουν υψηλότερη σειρά κατάταξης στην εθνική τους νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας από τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων που απορρέουν από μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ).
4.  
Με την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 7, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εθνική τους νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ως είχε στις 31 Δεκεμβρίου 2016, εφαρμόζεται στην κατάταξη σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα από οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ) της παρούσας οδηγίας πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρουν στο εθνικό δίκαιο την οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ).
5.  

Όταν, μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2016 και πριν από τις 28 Δεκεμβρίου 2017, ένα κράτος μέλος έχει εκδώσει εθνική νομοθεσία που διέπει την κατάταξη στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα μετά την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται στις απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα μετά την ημερομηνία εφαρμογής της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, υπό τον όρο ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) 

δυνάμει της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, και για τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ), οι κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις έχουν, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, υψηλότερη σειρά κατάταξης από τις μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) 

η αρχική συμβατική διάρκεια των χρεωστικών μέσων είναι τουλάχιστον ένα έτος,

ii) 

τα χρεωστικά μέσα δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα και

iii) 

τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και, κατά περίπτωση, το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση αναφέρουν ρητά τη χαμηλότερη σειρά κατάταξης σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία·

β) 

δυνάμει της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του στοιχείου α) του παρόντος εδαφίου έχουν, σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, υψηλότερη σειρά κατάταξης από τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τα μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 48 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ).

Κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρουν την οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που απορρέουν από τα χρεωστικά μέσα που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου έχουν την ίδια σειρά κατάταξης με αυτή που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β) και γ) και στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

6.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β) και της παραγράφου 5 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) σημείο ii), τα χρεωστικά μέσα με κυμαινόμενο επιτόκιο, που προέρχεται από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς, και τα χρεωστικά μέσα που δεν είναι εκφρασμένα στο εθνικό νόμισμα του εκδότη εφόσον το κεφάλαιο, η αποπληρωμή και οι τόκοι είναι στο ίδιο νόμισμα, δεν θεωρούνται χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα μόνον λόγω αυτών των χαρακτηριστικών.
7.  
Τα κράτη μέλη τα οποία, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2016, έχουν ήδη εκδώσει εθνική νομοθεσία που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την οποία οι κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που προκύπτουν από χρεωστικά μέσα εκδοθέντα από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως δ) κατανέμονται σε δύο ή περισσότερες διαφορετικές σειρές κατάταξης ή σύμφωνα με την οποία η σειρά κατάταξης των κοινών μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που προκύπτουν από τέτοια χρεωστικά μέσα μεταβάλλεται σε σχέση με κάθε άλλη κοινή μη εξασφαλισμένη απαίτηση της ίδιας σειράς κατάταξης, μπορούν να προβλέπουν ότι τα χρεωστικά μέσα με τη χαμηλότερη σειρά κατάταξης μεταξύ αυτών των κοινών μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων έχουν την ίδια σειρά κατάταξης με εκείνη των απαιτήσεων που πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2, στοιχεία α), β) και γ) και στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

▼B

Άρθρο 109

Χρήση συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο της εξυγίανσης

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές εξυγίανσης αναλαμβάνουν δράση εξυγίανσης και εφόσον η εν λόγω δράση εξασφαλίζει ότι οι καταθέτες συνεχίζουν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει το ίδρυμα ευθύνεται:

α) 

όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, για το ποσό που θα απομειωνόταν για τις καλυπτόμενες καταθέσεις προκειμένου να απορροφηθούν οι ζημίες του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο α), εάν οι καλυπτόμενες καταθέσεις είχαν περιληφθεί στο πεδίο εφαρμογής της διάσωσης με ίδια μέσα και είχαν απομειωθεί στον ίδιο βαθμό όπως οι πιστωτές με το ίδιο επίπεδο προτεραιότητας βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας· ή

β) 

όταν χρησιμοποιούνται ένα ή περισσότερα εργαλεία εκτός της διάσωσης με ίδια μέσα, για το ύψος των ζημιών που θα υφίσταντο οι καλυπτόμενοι καταθέτες, εάν οι καλυπτόμενοι καταθέτες υφίσταντο ζημίες ανάλογες των ζημιών που υφίστανται οι πιστωτές με το ίδιο επίπεδο προτεραιότητας βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει το ύψος των ζημιών που θα χρειαζόταν να υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

Όταν χρησιμοποιείται το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δεν υποχρεούται να συμβάλει στο κόστος της ανακεφαλαιοποίησης του ιδρύματος ή του μεταβατικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Όταν έχει προσδιοριστεί με αποτίμηση βάσει του άρθρου 74 ότι η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στην εξυγίανση ήταν μεγαλύτερη από τις καθαρές ζημίες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τη χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 75.

2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο προσδιορισμός του ποσού για το οποίο ευθύνεται το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων, σύμφωνα την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, πληροί τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 36.
3.  
Η συνεισφορά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων για τον σκοπό της παραγράφου 1 καταβάλλεται σε μετρητά.
4.  
Εάν οι επιλέξιμες καταθέσεις σε ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση μεταβιβάζονται σε άλλη οντότητα μέσω του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων ή του εργαλείου μεταβατικού ιδρύματος, οι καταθέτες δεν έχουν καμία απαίτηση δυνάμει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ κατά του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων όσον αφορά οποιοδήποτε μέρος των καταθέσεών τους στο ίδρυμα υπό εξυγίανση που δεν μεταβιβάζονται, εφόσον το ύψος των χρηματικών ποσών που μεταβιβάζονται είναι ίσο ή μεγαλύτερο από το συνολικό επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ.
5.  
Παρά τις παραγράφους 1 έως 4, εάν τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα συστήματος εγγύησης των καταθέσεων χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με αυτές και κατόπιν τούτου μειωθούν σε λιγότερο από δύο τρίτα του επιπέδου-στόχου του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, οι τακτικές συνεισφορές στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων καθορίζονται σε ύψος που επιτρέπει την επίτευξη του επιπέδου-στόχου εντός έξι ετών.

Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη συστήματος εγγύησης των καταθέσεων δεν υπερβαίνει ποσό ίσο προς το 50 % του επιπέδου-στόχου βάσει του άρθρου 10 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του εθνικού τραπεζικού τομέα τους, να καθορίσουν ποσοστό ανώτερο του 50 %.

Υπό οιασδήποτε συνθήκες, η συμμετοχή του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας δεν υπερβαίνει τις απώλειες που θα είχε υποστεί σε περίπτωση εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.



ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Άρθρο 110

Διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα

1.  
Με την επιφύλαξη του δικαιώματος των κρατών μελών να προβλέπουν και να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις, τα κράτη μέλη ορίζουν κανόνες σχετικά με διοικητικές κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της παρούσας οδηγίας, και λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να μη θεσπίσουν κανόνες για διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις που υπόκεινται στο εθνικό ποινικό δίκαιο, κοινοποιούν στην Επιτροπή τις σχετικές διατάξεις της ποινικής νομοθεσίας. Οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.
2.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο εφαρμόζονται σε ιδρύματα, χρηματοοικονομικά ιδρύματα και μητρικές επιχειρήσεις της Ένωσης, σε περίπτωση παράβασης μπορούν να επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο, στα μέλη του διοικητικού οργάνου και σε άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία φέρουν ευθύνη για την παράβαση βάσει του εθνικού δικαίου.
3.  
Οι εξουσίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ανατίθεται στις αρχές εξυγίανσης ή, αν πρόκειται για διαφορετικές αρχές, στις αρμόδιες αρχές, ανάλογα με το είδος της παράβασης. Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν όλες τις εξουσίες συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των αντίστοιχων καθηκόντων τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών επιβολής διοικητικών κυρώσεων, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι διοικητικές κυρώσεις ή τα λοιπά μέτρα θα φέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα, και συντονίζουν τις ενέργειές τους όταν ασχολούνται με διασυνοριακές υποθέσεις.
4.  

Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες επιβολής διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την εθνική νομοθεσία με οποιονδήποτε από τους κατωτέρω τρόπους:

α) 

άμεσα·

β) 

σε συνεργασία με άλλες αρχές·

γ) 

υπό την ευθύνη τους, με ανάθεση καθηκόντων σε άλλες αρχές·

δ) 

με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

Άρθρο 111

Ειδικές διατάξεις

1.  

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι προβλέπονται κυρώσεις και λοιπά διοικητικά μέτρα στους νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις τους, τουλάχιστον όσον αφορά τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

δεν έχουν καταρτιστεί, δεν διατηρούνται ούτε επικαιροποιούνται τα σχέδια ανάκαμψης ή τα σχέδια εξυγίανσης του ομίλου, κατά παράβαση του άρθρου 5 ή 7·

β) 

δεν έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια αρχή η πρόθεση να παρασχεθεί χρηματοοικονομική στήριξη στον όμιλο, κατά παράβαση του άρθρου 25·

γ) 

δεν έχουν παρασχεθεί όλες οι αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση σχεδίων εξυγίανσης, κατά παράβαση του άρθρου 11·

δ) 

το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος ή μιας οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) δεν έχει κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή το γεγονός ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, κατά παράβαση του άρθρου 81 παράγραφος 1.

2.  

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι διοικητικές κυρώσεις και τα λοιπά διοικητικά μέτρα που μπορούν να ισχύσουν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α) 

δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό πρόσωπο, ίδρυμα, χρηματοοικονομικό ίδρυμα, μητρική επιχείρηση της Ένωσης ή άλλο νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·

β) 

διαταγή προς το υπεύθυνο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψή της στο μέλλον·

γ) 

προσωρινή απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος ή της οντότητας που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή άλλου φυσικού προσώπου, που θεωρείται υπαίτιο, να ασκεί διοικητικά καθήκοντα σε ιδρύματα ή οντότητες που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ)·

δ) 

σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα μέχρι και 10 % του συνολικού ετήσιου καθαρού ύψους του κύκλου εργασιών του εν λόγω νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση. Σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός κύκλος εργασιών είναι ο κύκλος εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της επικεφαλής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση·

ε) 

σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά πρόστιμα μέχρι και 5 000 000  EUR ή, στα κράτη μέλη όπου το επίσημο νόμισμα δεν είναι το ευρώ, αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα στις 2 Ιουλίου 2014·

στ) 

διοικητικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο.

Άρθρο 112

Δημοσιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων

1.  
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, στον επίσημο ιστότοπό τους, τουλάχιστον τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν για παραβάσεις των εθνικών διατάξεων οι οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την παρούσα οδηγία, όταν οι εν λόγω κυρώσεις δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ή όταν έχουν εξαντληθεί τα σχετικά δικαιώματα προσφυγής. Η δημοσίευση γίνεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του φυσικού ή νομικού προσώπου για την κύρωση αυτή, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται η κύρωση.

Όταν τα κράτη μέλη επιτρέπουν τη δημοσιοποίηση κυρώσεων εναντίον των οποίων εκκρεμεί προσφυγή, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο ιστότοπό τους, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους.

2.  

Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν σε ανώνυμη βάση τις κυρώσεις που επιβάλλουν, κατά τρόπο που συμμορφώνεται με την εθνική νομοθεσία, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

όταν η κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θεωρείται δυσανάλογη σύμφωνα με υποχρεωτική προηγούμενη εκτίμηση της αναλογικότητας της εν λόγω δημοσιοποίησης·

β) 

όταν η δημοσιοποίηση θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη ποινική έρευνα·

γ) 

όταν η δημοσιοποίηση θα μπορούσε να προκαλέσει, στον βαθμό που είναι δυνατόν να καθοριστεί, δυσανάλογη ζημία στα ιδρύματα ή στις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) ή στα εμπλεκόμενα φυσικά πρόσωπα.

Εναλλακτικά, στις περιπτώσεις αυτές, η δημοσιοποίηση των σχετικών δεδομένων μπορεί να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, αν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα εκλείψουν οι λόγοι για ανώνυμη δημοσιοποίηση.

3.  
Οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι κάθε δημοσιοποίηση κατά το παρόν άρθρο θα παραμείνει στον επίσημο ιστότοπό τους για διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσιοποίηση διατηρούνται στον επίσημο ιστότοπο της αρχής εξυγίανσης ή της αρμόδιας αρχής μόνο για το αναγκαίο χρονικό διάστημα σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες περί προστασίας δεδομένων.
4.  
Έως τις 3 Ιουλίου 2016, η ΕΑΤ υποβάλλει στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων από τα κράτη μέλη σε ανώνυμη βάση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, και ιδίως όταν έχουν διαπιστωθεί σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών εν προκειμένω. Η εν λόγω έκθεση καλύπτει οποιεσδήποτε σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά τη διάρκεια της δημοσιοποίησης των κυρώσεων σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία των κρατών μελών περί δημοσιοποίησης των κυρώσεων.

Άρθρο 113

Διατήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων από την ΕΑΤ

1.  
Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων περί επαγγελματικού απορρήτου όπως αναφέρεται στο άρθρο 84, οι αρχές εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις που επιβάλλουν δυνάμει του άρθρου 111 και σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών και τα αποτελέσματά τους. Η ΕΑΤ διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στις αρχές εξυγίανσης· μόνο οι αρχές εξυγίανσης έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρχές εξυγίανσης. Η ΕΑΤ διατηρεί κεντρική βάση δεδομένων για τις κυρώσεις που της κοινοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό την ανταλλαγής πληροφοριών ανάμεσα στις αρμόδιες αρχές· μόνο οι αρμόδιες αρχές έχουν πρόσβαση σε αυτή την κεντρική βάση δεδομένων, η οποία επικαιροποιείται βάσει των πληροφοριών που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές.
2.  
Η ΕΑΤ διατηρεί ιστοσελίδα με συνδέσμους προς τη δημοσιοποίηση των κυρώσεων εκ μέρους κάθε αρχής εξυγίανσης και κάθε αρμόδιας αρχής δυνάμει του άρθρου 112 και αναφέρει τη χρονική περίοδο για την οποία κάθε κράτος μέλος δημοσιοποιεί τις κυρώσεις.

Άρθρο 114

Αποτελεσματική εφαρμογή των κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές και τις αρχές εξυγίανσης

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή λοιπών διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά περίπτωση:

α) 

η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης·

β) 

ο βαθμός ευθύνης του οικείου φυσικού ή νομικού προσώπου·

γ) 

η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, παραδείγματος χάριν όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

δ) 

το ποσό των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

ε) 

οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν·

στ) 

ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης·

ζ) 

προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου·

η) 

οιεσδήποτε ενδεχόμενες συστημικές συνέπειες της παράβασης.



ΤΙΤΛΟΣ IX

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

Άρθρο 115

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.
2.  
Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 44 παράγραφος 11, στο άρθρο 76 παράγραφος 4, στο άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8 και στο άρθρο 104 παράγραφος 4 ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστη διάρκεια από τις 2 Ιουλίου 2014.
3.  
Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 44 παράγραφος 11, στο άρθρο 76 παράγραφος 4, στο άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8, και στο άρθρο 104 παράγραφος 4 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την ανάθεση εξουσιών που προσδιορίζονται στην απόφαση αυτή. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται σε αυτήν. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.
4.  
Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτοχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
5.  
Κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 44 παράγραφος 11, το άρθρο 76 παράγραφος 4, το άρθρο 103 παράγραφοι 7 και 8, ή το άρθρο 104 παράγραφος 4 τίθεται σε ισχύ μόνο εφόσον δεν διατυπώνεται αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ή εάν, πριν από τη λήξη αυτής της περιόδου, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο ενημερώσουν την Επιτροπή ότι δεν θα εγείρουν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
6.  
Η Επιτροπή δεν εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σε περίπτωση που, λόγω διακοπής των εργασιών, ο χρόνος ενδελεχούς εξέτασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μειωθεί κάτω των πέντε μηνών, περιλαμβανομένης τυχόν παράτασης.



ΤΙΤΛΟΣ X

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ 82/891/ΕΟΚ, 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ ΚΑΙ 2013/36/ΕΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 1093/2010 ΚΑΙ (ΕΕ) ΑΡΙΘ. 648/2012

▼M1 —————

▼B

Άρθρο 117

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/24/ΕΚ

Η οδηγία 2001/24/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1) 

Στο άρθρο 1 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«3.  
Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *1 ), και στα υποκαταστήματά τους που έχουν συσταθεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο έχουν την έδρα τους.
4.  
Σε περίπτωση εφαρμογής των εργαλείων εξυγίανσης και άσκησης των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *2 ), η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης στα χρηματοοικονομικά ιδρύματα, επιχειρήσεις και μητρικές επιχειρήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
5.  
Τα άρθρα 4 και 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 83 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
6.  
Το άρθρο 33 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται όταν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 84 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
2) 

Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

“κράτος μέλος προέλευσης” : το κράτος μέλος προέλευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 43) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

“κράτος μέλος υποδοχής” : το κράτος μέλος υποδοχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

“υποκατάστημα” : το υποκατάστημα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

“αρμόδια αρχή” : η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή η αρχή εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 18 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, σε σχέση με τα μέτρα αναδιοργάνωσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας,

“διαχειριστής” : πρόσωπο ή όργανο, διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση μέτρων αναδιοργάνωσης,

“διοικητικές ή δικαστικές αρχές” : οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές των κρατών μελών οι αρμόδιες για τα μέτρα αναδιοργάνωσης ή για τις διαδικασίες εκκαθάρισης,

“μέτρα αναδιοργάνωσης” : τα μέτρα τα οποία έχουν σκοπό να διαφυλάξουν ή να αποκαταστήσουν την οικονομική κατάσταση ιδρύματος ή επιχείρηση επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και είναι δυνατόν να θίξουν προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που συνεπάγονται τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή μείωσης των απαιτήσεων· τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης που προβλέπονται στην οδηγία 2014/59/ΕΕ,

“εκκαθαριστής” : κάθε πρόσωπο ή όργανο διοριζόμενο από τις διοικητικές ή δικαστικές αρχές, έργο του οποίου είναι η διαχείριση των διαδικασιών εκκαθάρισης,

“διαδικασίες εκκαθάρισης” : οι συλλογικές διαδικασίες τις οποίες κινούν και ελέγχουν οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές κράτους μέλους με σκοπό τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων υπό την εποπτεία των αρχών αυτών, ακόμη και όταν η διαδικασία αυτή περατώνεται με πτωχευτικό συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο,

“ρυθμιζόμενη αγορά” : ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *3 ),

“χρηματοοικονομικά μέσα” : χρηματοοικονομικό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 50) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

3) 

Το άρθρο 25 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 25

Συμφωνίες συμψηφισμού

Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, οι συμφωνίες συμψηφισμού διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία διέπει τα τις συμφωνίες αυτές.».

4) 

Το άρθρο 26 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 26

Συμφωνίες επαναγοράς (repos)

Με την επιφύλαξη των άρθρων 68 και 71 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και με την επιφύλαξη του άρθρου 24 της παρούσας οδηγίας, οι συμφωνίες επαναγοράς διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύμβαση η οποία διέπει τις συμφωνίες αυτές.».

Άρθρο 118

Τροποποίηση της οδηγίας 2002/47/ΕΚ

Η οδηγία 2002/47/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1) 

Στο άρθρο 1, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«6.  
Τα άρθρα 4 έως 7 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται σε οιονδήποτε περιορισμό της εκτέλεσης των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή οιονδήποτε περιορισμό στα αποτελέσματα των συμφωνιών εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ρυθμίσεων εκκαθαριστικού συμψηφισμού (close out netting) ή αμοιβαίου συμψηφισμού (set-off) που επιβάλλονται δυνάμει του Τίτλου IV κεφάλαιο V ή VI της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *4 ), ή οιονδήποτε παρόμοιο περιορισμό που επιβάλλεται δυνάμει παρεμφερών εξουσιών στο δίκαιο κράτους μέλους σκοπό τη διευκόλυνση της ομαλής εξυγίανσης οιασδήποτε οντότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο γ) σημείο iv) και στο στοιχείο δ), και που υπόκειται σε διασφαλίσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές του Τίτλου IV κεφάλαιο VII της οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
2) 

Το άρθρο 9α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 9α

Οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις οδηγίες 2008/48/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ.».

Άρθρο 119

Τροποποίηση της οδηγίας 2004/25/ΕΚ

Στο άρθρο 4 παράγραφος 5 της οδηγίας 2004/25/ΕΚ, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 5 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *5 ).

▼M1 —————

▼B

Άρθρο 121

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2007/36/ΕΚ

Η οδηγία 2007/36/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1) 

Στο άρθρο 1, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση χρήσης των εργαλείων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης που προβλέπονται στον τίτλο IV της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *6 ).
2) 

Στο άρθρο 5 προστίθενται οι ακόλουθες παράγραφοι:

«5.  
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η γενική συνέλευση μπορεί, με πλειοψηφία των δύο τρίτων των έγκυρων ψήφων, να αποφασίζει ή να τροποποιεί το καταστατικό ώστε να προβλέπει ότι, προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με αύξηση κεφαλαίου, η γενική συνέλευση συγκαλείται σε μικρότερη προθεσμία από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συνέλευση δεν λαμβάνει χώρα εντός δέκα ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία της σύγκλησης, ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 27 ή 29 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ και ότι η αύξηση κεφαλαίου είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθούν οι προϋποθέσεις εξυγίανσης που θεσπίζονται στα άρθρα 32 και 33 της εν λόγω οδηγίας.
6.  
Για τους σκοπούς της παραγράφου 5, δεν εφαρμόζονται η υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να ορίσει ενιαία προθεσμία στο άρθρο 6 παράγραφος 3, η υποχρέωση να διασφαλίσει έγκαιρη διαθεσιμότητα αναθεωρημένης ημερήσιας διάταξης στο άρθρο 6 παράγραφος 4 και η υποχρέωση κάθε κράτους μέλους να ορίσει ενιαία ημερομηνία καταγραφής στο άρθρο 7 παράγραφος 3.».

▼M1 —————

▼B

Άρθρο 124

Τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ

Στο άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η παράγραφος 4 διαγράφεται.

Άρθρο 125

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 τροποποιείται ως εξής:

1) 

Στο άρθρο 4, το σημείο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2)  

“αρμόδια αρχή”:

i) 

η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και κατά την έννοια των οδηγιών 2007/64/ΕΚ και 2009/110/ΕΚ·

ii) 

όσον αφορά τις οδηγίες 2002/65/ΕΚ και 2005/60/ΕΚ, οι αρχές που είναι αρμόδιες να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις των οδηγιών αυτών·

iii) 

όσον αφορά την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *7 ), η αρμόδια αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο 18) της εν λόγω οδηγίας·

iv) 

όσον αφορά την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *8 ), η αρχή εξυγίανσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο 18 της εν λόγω οδηγίας.

2) 

Στο άρθρο 40 παράγραφος 6, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Προκειμένου να ενεργεί στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το μέλος του συμβουλίου εποπτών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) δύναται, κατά περίπτωση, να συνοδεύεται από εκπρόσωπο της αρχής εξυγίανσης σε κάθε κράτος μέλος, χωρίς δικαίωμα ψήφου.».

Άρθρο 126

Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

Στο άρθρο 81 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο:

«ια) 

των αρχών εξυγίανσης που ορίζονται βάσει του άρθρου 3 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( *9 ).



ΤΙΤΛΟΣ XI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 127

Επιτροπή εξυγίανσης στο πλαίσιο της ΕΑΤ

Η ΕΑΤ συγκροτεί, σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, μια μόνιμη εσωτερική επιτροπή για τον σκοπό της προπαρασκευής των αποφάσεων της ΕΑΤ που πρέπει να λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 44 του εν λόγω κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων για τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, όσον αφορά τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στις αρχές εξυγίανσης, όπως προβλέπεται στην παρούσα οδηγία. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1039/2010, η ΕΑΤ διασφαλίζει ότι καμία από τις αναφερόμενες εκεί αποφάσεις δεν έρχεται με οιονδήποτε τρόπο σε σύγκρουση με τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Η εν λόγω εσωτερική επιτροπή αποτελείται από τις αρχές εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 3 της παρούσας οδηγίας.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ συνεργάζεται με την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο της Μεικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, η οποία συγκροτείται σύμφωνα με το άρθρο 54 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΤ εξασφαλίζει διαρθρωτικό διαχωρισμό μεταξύ της επιτροπής εξυγίανσης και των λοιπών καθηκόντων στα οποία παραπέμπει ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η επιτροπή εξυγίανσης προωθεί την ανάπτυξη και τον συντονισμό των σχεδίων εξυγίανσης και αναπτύσσει μεθόδους για την εξυγίανση των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης.

Άρθρο 128

Συνεργασία με την ΕΑΤ

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές εξυγίανσης παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες προκειμένου να επιτελέσει το έργο της σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

Άρθρο 129

Επανεξέταση

Έως την 1η Ιουνίου 2018, η Επιτροπή επανεξετάζει την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Προβαίνει σε εκτίμηση ιδίως:

α) 

βάσει της έκθεσης της ΕΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 7, της ανάγκης για τυχόν τροποποιήσεις όσον αφορά την ελαχιστοποίηση των διαφορών σε εθνικό επίπεδο·

β) 

βάσει της έκθεσης της ΕΑΤ που αναφέρεται στο άρθρο 45 παράγραφος 19, της ανάγκης για τυχόν τροποποιήσεις όσον αφορά την ελαχιστοποίηση των διαφορών σε εθνικό επίπεδο·

γ) 

της λειτουργίας και αποτελεσματικότητας του ρόλου που ανατίθεται στην ΕΑΤ δυνάμει της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης της διαμεσολάβησης.

Εφόσον ενδείκνυται, η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση.

Παρά την επανεξέταση που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο, έως τις 3 Ιουλίου 2017, η Επιτροπή επανεξετάζει ειδικά την εφαρμογή των άρθρων 13, 18 και 45 σε ό,τι αφορά τις εξουσίες της ΕΑΤ να προβαίνει σε δεσμευτική διαμεσολάβηση, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις της νομοθεσίας περί χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η έκθεση αυτή και, κατά περίπτωση, οι ενδεχόμενες συνοδευτικές προτάσεις διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 130

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  
Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω μέτρων.

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα μέτρα αυτά από την 1η Ιανουαρίου 2015.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις που θεσπίζουν προκειμένου να συμμορφωθούν με τον τίτλο IV κεφάλαιο IV τμήμα 5 από την 1η Ιανουαρίου 2016 το αργότερο.

2.  
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.
3.  
Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 131

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 124 τίθεται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2015.

Άρθρο 132

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΤΜΗΜΑ Α

Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στα σχέδια ανάκαμψης

Το σχέδιο ανάκαμψης περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

1. 

σύνοψη των βασικών στοιχείων του σχεδίου και σύνοψη της συνολικής δυνατότητας ανάκαμψης·

2. 

σύνοψη των ουσιωδών μεταβολών στο ίδρυμα από τότε που υπεβλήθη το πλέον πρόσφατο σχέδιο ανάκαμψης·

3. 

σχέδιο επικοινωνίας και γνωστοποίησης, όπου περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο σκοπεύει η επιχείρηση να διαχειριστεί κάθε ενδεχόμενη αρνητική αντίδραση της αγοράς·

4. 

μια σειρά δράσεων σε επίπεδο κεφαλαίων και ρευστότητας οι οποίες απαιτούνται για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος·

5. 

εκτίμηση του χρονοδιαγράμματος για την εκτέλεση κάθε ουσιώδους πτυχής του σχεδίου·

6. 

λεπτομερή περιγραφή κάθε ουσιώδους εμποδίου στην αποτελεσματική και έγκαιρη εκτέλεση του σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης του αντικτύπου στον υπόλοιπο όμιλο, στους πελάτες και στους αντισυμβαλλομένους·

7. 

προσδιορισμό των κρίσιμων λειτουργιών·

8. 

λεπτομερή περιγραφή των διαδικασιών για τον προσδιορισμό της αξίας και της εμπορευσιμότητας των βασικών επιχειρηματικών τομέων, των εργασιών και των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος·

9. 

λεπτομερή περιγραφή του τρόπου ενσωμάτωσης του σχεδίου ανάκαμψης στη δομή εταιρικής διακυβέρνησης του ιδρύματος, καθώς και των πολιτικών και διαδικασιών που διέπουν την έγκριση του σχεδίου ανάκαμψης και τον προσδιορισμό των προσώπων στην επιχείρηση που είναι αρμόδια για την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου·

10. 

ρυθμίσεις και μέτρα για τη διατήρηση ή την αποκατάσταση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος·

11. 

ρυθμίσεις και μέτρα για τη διασφάλιση ότι το ίδρυμα έχει επαρκή πρόσβαση σε έκτακτες πηγές χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των πιθανών πηγών ρευστότητας, της εκτίμησης των διαθέσιμων εξασφαλίσεων και της εκτίμησης της πιθανότητας μεταβίβασης ρευστότητας μεταξύ των οντοτήτων του ομίλου και των επιχειρηματικών τομέων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των δραστηριοτήτων του και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, όταν καθίστανται απαιτητές·

12. 

ρυθμίσεις και μέτρα για τον περιορισμό του κινδύνου και της μόχλευσης·

13. 

ρυθμίσεις και μέτρα για την αναδιάρθρωση των υποχρεώσεων·

14. 

ρυθμίσεις και μέτρα για την αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών τομέων·

15. 

ρυθμίσεις και μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς πρόσβασης στις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών·

16. 

ρυθμίσεις και μέτρα που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρησιακών διαδικασιών του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής και των υπηρεσιών πληροφορικής·

17. 

προπαρασκευαστικές ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της πώλησης περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων, εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας·

18. 

άλλες δράσεις ή στρατηγικές διαχείρισης για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής ευρωστίας και εκτίμηση της αναμενόμενης χρηματοπιστωτικής επίπτωσης των εν λόγω δράσεων ή στρατηγικών·

19. 

προπαρασκευαστικά μέτρα που έχει λάβει ή σκοπεύει να λάβει το ίδρυμα προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αναγκαία για τη δυνατότητα έγκαιρης ανακεφαλαιοποίησης του ιδρύματος·

20. 

πλαίσιο δεικτών που προσδιορίζει τα σημεία στα οποία είναι δυνατόν να αναληφθούν κατάλληλες δράσεις που αναφέρονται στο σχέδιο.

ΤΜΗΜΑ B

Πληροφορίες που μπορούν να ζητήσουν οι αρχές εξυγίανσης από τα ιδρύματα για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης

Για τους σκοπούς της κατάρτισης και της διατήρησης σχεδίων ανάκαμψης, οι αρχές εξυγίανσης μπορούν να ζητούν από τα ιδρύματα να παρέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

1. 

λεπτομερή περιγραφή της οργανωτικής δομής του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου όλων των νομικών προσώπων·

2. 

στοιχεία του άμεσου κατόχου και του ποσοστού δικαιωμάτων ψήφου και δικαιωμάτων άνευ ψήφου κάθε νομικού προσώπου·

3. 

τον τόπο εγκατάστασης, την περιοχή δικαιοδοσίας της ιδρυτικής πράξης, την αδειοδότηση και τη βασική διοίκηση κάθε νομικού προσώπου·

4. 

καταγραφή των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των ουσιωδών περιουσιακών τους στοιχείων και υποχρεώσεων που σχετίζονται με τις εν λόγω λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς, αναφορικά με τα νομικά πρόσωπα·

5. 

λεπτομερή περιγραφή των συστατικών μερών των υποχρεώσεων του ιδρύματος και όλων των νομικών του οντοτήτων, διαχωρίζοντας, τουλάχιστον, ανά τύπο και ποσό βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου χρέους, τις εξασφαλισμένες, μη εξασφαλισμένες και μειωμένης εξασφάλισης υποχρεώσεις·

6. 

λεπτομερή στοιχεία των υποχρεώσεων του ιδρύματος που αποτελούν ►M3  υποχρεώσεις υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ ·

7. 

εντοπισμό των διαδικασιών που απαιτούνται για να προσδιοριστεί σε ποιον έχει ενεχυριάσει εξασφάλιση το ίδρυμα, το άτομο που κατέχει την εξασφάλιση και τη δικαιοδοσία στην οποία βρίσκεται η εξασφάλιση·

8. 

περιγραφή των εκτός ισολογισμού ανοιγμάτων του ιδρύματος και των νομικών του οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις βασικές του λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του·

9. 

τις σημαντικές αντισταθμίσεις κινδύνου του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους σε νομικά πρόσωπα·

10. 

στοιχεία των σημαντικότερων ή κρισιμότερης σημασίας αντισυμβαλλομένων του ιδρύματος, καθώς και ανάλυση της επίπτωσης της χρεωκοπίας των σημαντικότερων αντισυμβαλλομένων στη χρηματοπιστωτική κατάσταση του ιδρύματος·

11. 

κάθε σύστημα στο οποίο το ίδρυμα διενεργεί σημαντικό αριθμό συναλλαγών, σε όγκο ή αξία, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

12. 

κάθε σύστημα πληρωμής, εκκαθάρισης ή διακανονισμού στο οποίο είναι άμεσα ή έμμεσα μέλος το ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής του στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

13. 

λεπτομερή κατάλογο και περιγραφή των βασικών πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιεί το ίδρυμα για τη διαχείριση κινδύνων, για τη λογιστική και για την υποβολή χρηματοοικονομικών και υποχρεωτικών εκθέσεων, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στα νομικά πρόσωπα, τις κρίσιμες λειτουργίες και τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

14. 

στοιχεία των κατόχων των συστημάτων που προσδιορίζονται στο σημείο 13), τις συμφωνίες για το επίπεδο των υπηρεσιών που σχετίζονται με αυτά, και κάθε λογισμικό και συστήματα ή άδειες, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής τους στις νομικές οντότητες, τις βασικές δραστηριότητες και βασικότερους επιχειρηματικούς τομείς του ιδρύματος·

15. 

στοιχεία και καταγραφή των νομικών οντοτήτων, καθώς και των διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των διαφόρων νομικών προσώπων, όπως:

— 
προσωπικό, εγκαταστάσεις και συστήματα κοινά ή κοινής χρήσης,
— 
ρυθμίσεις κεφαλαίου, χρηματοδότησης ή ρευστότητας,
— 
υφιστάμενα ή ενδεχόμενα πιστωτικά ανοίγματα,
— 
συμφωνίες διασταυρούμενων εγγυήσεων, ρυθμίσεις διασταυρούμενων εξασφαλίσεων, διατάξεις σταυροειδούς αθέτησης υποχρέωσης και συμφωνίες συμψηφισμού μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών,
— 
μεταφορές κινδύνων και ρυθμίσεις συναλλαγών αντιστήριξης· συμφωνίες για το επίπεδο υπηρεσιών,
16. 

την αρμόδια αρχή και την αρχή εξυγίανσης για κάθε νομικό πρόσωπο·

17. 

το μέλος του διοικητικού οργάνου που είναι αρμόδιο για την παροχή πληροφοριών οι οποίες είναι απαραίτητες για την προετοιμασία του σχεδίου εξυγίανσης του ιδρύματος, καθώς και τα αρμόδια πρόσωπα, εφόσον είναι διαφορετικά, για τα διάφορα νομικά πρόσωπα, κρίσιμες λειτουργίες και βασικούς επιχειρηματικούς τομείς·

18. 

περιγραφή των ρυθμίσεων που προβλέπει το ίδρυμα για να διασφαλιστεί ότι, σε περίπτωση εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης θα διαθέτει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, όπως καθορίζονται από την αρχή εξυγίανσης, για την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης·

19. 

όλες τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των ιδρυμάτων και των νομικών τους οντοτήτων και τρίτων μερών, των οποίων ενδέχεται η καταγγελία να ενεργοποιηθεί με την απόφαση των αρχών να εφαρμόσουν ένα εργαλείο εξυγίανσης, και κατά πόσον οι συνέπειες της καταγγελίας ενδέχεται να επηρεάσουν την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης·

20. 

περιγραφή των πιθανών πηγών ρευστότητας για τη στήριξη της εξυγίανσης·

21. 

πληροφορίες σχετικά με βάρος επί περιουσιακών στοιχείων, ρευστά διαθέσιμα, δραστηριότητες εκτός ισολογισμού, στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και πρακτικές εγγραφών στα βιβλία.

ΤΜΗΜΑ Γ

Ζητήματα που πρέπει να εξετάσει η αρχή εξυγίανσης κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου

Κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ιδρύματος ή ενός ομίλου, η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τα ακόλουθα στοιχεία.

Κατά την εκτίμηση της δυνατότητας εξυγίανσης ενός ομίλου, η αναφορά σε ίδρυμα θεωρείται ότι περιλαμβάνει οιοδήποτε ίδρυμα ή οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχεία γ) ή δ) εντός του ομίλου.

1. 

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι σε θέση να καταγράψει βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες σε νομικά πρόσωπα·

2. 

τον βαθμό στον οποίο ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες·

3. 

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·

4. 

τον βαθμό στον οποίο οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών που διατηρεί το ίδρυμα είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσης του ιδρύματος ·

5. 

τον βαθμό στον οποίο η δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος επαρκεί για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος όσον αφορά τις συμφωνίες του για το επίπεδο υπηρεσιών·

6. 

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα διαθέτει διαδικασία για τη μεταβίβαση των υπηρεσιών που παρέχονται βάσει συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών σε τρίτα μέρη, σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων·

7. 

τον βαθμό στον οποίο προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού·

8. 

την επάρκεια των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για τη διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώσουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία λήψη αποφάσεων·

9. 

τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες·

10. 

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·

11. 

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο το θιγόμενο ίδρυμα όσο και το νέο ίδρυμα, σε περίπτωση που οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς·

12. 

τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει καθιερώσει κατάλληλες διαδικασίες για τη διασφάλιση ότι παρέχει στις αρχές εξυγίανσης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό των καταθετών και των ποσών που καλύπτονται από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων·

13. 

σε περίπτωση που ο όμιλος χρησιμοποιεί ενδοομιλικές εγγυήσεις, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω εγγυήσεις παρέχονται σε συνθήκες αγοράς, και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω εγγυήσεις·

14. 

σε περίπτωση που ο όμιλος προβαίνει σε συναλλαγές αντιστήριξης, τον βαθμό στον οποίο οι εν λόγω συναλλαγές εκτελούνται σε συνθήκες αγοράς και τον βαθμό αρτιότητας των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων όσον αφορά τις εν λόγω συναλλακτικές πρακτικές·

15. 

τον βαθμό στον οποίο η χρήση ενδοομιλικών εγγυήσεων ή η εγγραφή συναλλαγών αντιστήριξης αυξάνει τον κίνδυνο μετάδοσης στον όμιλο·

16. 

τον βαθμό στον οποίο η νομική δομή του ομίλου καθιστά απαγορευτική τη χρήση των εργαλείων εξυγίανσης, λόγω του αριθμού των νομικών προσώπων, της πολυπλοκότητας της δομής του ομίλου ή της δυσκολίας ευθυγράμμισης των επιχειρηματικών τομέων με τις οντότητες του ομίλου·

17. 

τον αριθμό και το είδος των ►M3  υποχρεώσεων υποκείμενες σε αναδιάρθρωση παθητικού ◄ του ομίλου·

18. 

σε περίπτωση που η εκτίμηση αφορά μεικτή εταιρεία συμμετοχών, τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση των οντοτήτων του ομίλου που είναι ιδρύματα ή χρηματοοικονομικά ιδρύματα ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον μη χρηματοπιστωτικό τμήμα του ομίλου·

19. 

την ύπαρξη και την αρτιότητα των συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών·

20. 

κατά πόσον οι αρχές τρίτων χωρών διαθέτουν τα αναγκαία εργαλεία εξυγίανσης για να στηρίξουν τις δράσεις εξυγίανσης από τις αρχές εξυγίανσης στην Ένωση, καθώς και τη δυνατότητα συντονισμένης δράσης μεταξύ των αρχών της Ένωσης και των τρίτων χωρών·

21. 

κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν τα εργαλεία εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων εργαλείων και της δομής του ιδρύματος·

22. 

τον βαθμό στον οποίο η δομή του ομίλου παρέχει τη δυνατότητα στην αρχή εξυγίανσης να εξυγιάνει ολόκληρο τον όμιλο ή μία ή περισσότερες από τις οντότητες του ομίλου, χωρίς να προκαλέσει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία, και με προοπτική να μεγιστοποιήσει την αξία ολόκληρου του ομίλου·

23. 

τις ρυθμίσεις και τα μέσα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την εξυγίανση, στις περιπτώσεις ομίλων που έχουν θυγατρικές οι οποίες υπάγονται σε διαφορετικές δικαιοδοσίες·

24. 

την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των εργαλείων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους πιστωτές, τους αντισυμβαλλομένους, τους πελάτες και τους εργαζομένους, καθώς και των ενδεχόμενων δράσεων τις οποίες μπορεί να αναλάβουν οι αρχές τρίτων χωρών·

25. 

τον βαθμό στον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης του ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών·

26. 

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία·

27. 

τον βαθμό στον οποίο, με την εφαρμογή των εργαλείων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση σε άλλα ιδρύματα ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές·

28. 

τον βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.



( 1 ) Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014 (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 1).

( 2 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 5.12.2019, σ. 64).

( 3 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

( 4 ) Οδηγία (ΕΕ) 2019/2162 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, σχετικά με την έκδοση καλυμμένων ομολόγων και τη δημόσια εποπτεία καλυμμένων ομολόγων και την τροποποίηση των οδηγιών 2009/65/ΕΚ και 2014/59/ΕΕ (ΕΕ L328 της 18.12.2019, σ.29).

( 5 ) Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

( 6 ) Οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας (ΕΕ L 168 της 27.6.2002, σ. 43).

( 7 ) Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).

( 8 ) Σύσταση της Επιτροπής αριθ. 2003/361/ΕΚ, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

( 9 ) Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.2001, σ. 16).

( 10 ) Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

( 11 ) Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

( 12 ) Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1).

( 13 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι) (ΕΕ L 177 της 4.7.2008, σ. 6).

( 14 ) Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

( 15 ) Οδηγία (ΕΕ) 2017/2399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2017, για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία (ΕΕ L 345 της 27.12.2017, σ. 96).

( *1 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

( *2 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).».

( *3 ) Οδηγία (ΕΕ) αριθ. 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).».

( *4 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).».

( *5 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).».

( *6 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).».

( *7 ) Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

( *8 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).».

( *9 ) Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).».

Top