Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02012R1268-20180101

Consolidated text: Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής της 29ης Οκτωβρίου 2012 σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2012/1268/2018-01-01

02012R1268 — EL — 01.01.2018 — 003.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Οκτωβρίου 2012

σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης

(ΕΕ L 362 της 31.12.2012, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) 2015/2462 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 30ής Οκτωβρίου 2015

  L 342

7

29.12.2015




▼B

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 29ης Οκτωβρίου 2012

σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης



ΜΕΡΟΣ I

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ



ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός ορίζει τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (εφεξής «ο δημοσιονομικός κανονισμός»).



ΤΙΤΛΟΣ II

ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Αρχές της ενότητας και της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού

Άρθρο 2

Λογιστική των παραγόμενων από προχρηματοδότηση τόκων

(άρθρο 8 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Όταν οφείλονται στον προϋπολογισμό τόκοι, η συμφωνία που συνάπτεται με τις οντότητες ή τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημεία ii) έως viii) του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει ότι η προχρηματοδότηση καταβάλλεται σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή υπο-λογαριασμούς που επιτρέπουν τον εντοπισμό των κεφαλαίων και των συναφών τόκων. Σε ενάντια περίπτωση, οι λογιστικές μέθοδοι των αποδεκτών ή των μεσαζόντων πρέπει να επιτρέπουν τον εντοπισμό των κεφαλαίων που καταβάλλονται από την Ένωση και των τόκων ή άλλων οφελών που παράγονται από τα κεφάλαια αυτά.

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού περί τόκων από προχρηματοδοτήσεις δεν θίγουν την εγγραφή των προχρηματοδοτήσεων στο ενεργητικό των δημοσιονομικών καταστάσεων, όπως καθορίζεται στους λογιστικούς κανόνες του άρθρου 143 του δημοσιονομικού κανονισμού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Αρχή της ετήσιας διάρκειας

Άρθρο 3

Πιστώσεις του οικονομικού έτους

(άρθρο 11 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων και πληρωμών, που εγκρίνονται για το οικονομικό έτος είναι:

α) οι πιστώσεις που ανοίγονται στον προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που ανοίγονται μέσω διορθωτικού προϋπολογισμού·

β) οι μεταφερθείσες πιστώσεις μεταξύ ετών·

γ) οι ανασυστάσεις πιστώσεων σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 182 του δημοσιονομικού κανονισμού·

δ) οι πιστώσεις που προέρχονται από επιστροφές πληρωμών προχρηματοδότησης, οι οποίες έχουν επιστραφεί σύμφωνα με το άρθρο 177 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού·

ε) οι πιστώσεις που ανοίγονται λόγω της είσπραξης εσόδων για ειδικό προορισμό κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους ή κατά τη διάρκεια προηγούμενων οικονομικών ετών και που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί.

Άρθρο 4

Ακύρωση και μεταφορά πιστώσεων

(άρθρο 13 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων και οι μη διαχωριζόμενες πιστώσεις που αφορούν σχέδια σχετικά με ακίνητα, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού, μπορούν να μεταφερθούν μόνον αν οι δεσμεύσεις δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου του οικονομικού έτους για λόγους που δεν μπορούν να καταλογιστούν στον διατάκτη και αν τα προπαρασκευαστικά στάδια έχουν προχωρήσει μέχρι σημείου που επιτρέπει να εκτιμηθεί ευλόγως ότι η δέσμευση μπορεί να πραγματοποιηθεί το αργότερο στις 31 Μαρτίου του επόμενου έτους ή στις 31 Δεκεμβρίου για τα σχέδια σχετικά με ακίνητα.

2.  Τα προπαρασκευαστικά στάδια που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού, τα οποία θα έπρεπε να έχουν ολοκληρωθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου του οικονομικού έτους με σκοπό τη μεταφορά στο επόμενο οικονομικό έτος, είναι ειδικότερα τα εξής:

α) για τις συνολικές δεσμεύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 85 του δημοσιονομικού κανονισμού, η έκδοση απόφασης χρηματοδότησης ή η περάτωση, πριν από την ημερομηνία αυτή, της διαβούλευσης με τις ενδιαφερόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο κάθε οργάνου με σκοπό την έκδοση αυτής της απόφασης·

β) για τις ατομικές δεσμεύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 85 του δημοσιονομικού κανονισμού, η περάτωση της φάσης επιλογής των πιθανών αντισυμβαλλομένων, δικαιούχων, βραβευθέντων ή εξουσιοδοτουμένων.

3.  Οι πιστώσεις που μεταφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού, οι οποίες δεν έχουν δεσμευθεί έως τις 31 Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους ή έως τις 31 Δεκεμβρίου του επόμενου έτους για ποσά που σχετίζονται με πράξεις που αφορούν ακίνητα, ακυρώνονται αυτόματα.

Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις πιστώσεις που ακυρώθηκαν με αυτόν τον τρόπο εντός ενός μηνός από την ακύρωσή τους σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

4.  Οι πιστώσεις που μεταφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν έως τις 31 Δεκεμβρίου του επόμενου οικονομικού έτους.

5.  Η λογιστική επιτρέπει τη διάκριση των πιστώσεων που μεταφέρονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Αρχή της ενιαίας νομισματικής μονάδας

Άρθρο 5

Τιμή μετατροπής μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος

(άρθρο 19 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή των τομεακών ρυθμίσεων, η μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος από τον αρμόδιο διατάκτη υπολογίζεται με την ημερήσια συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ η οποία δημοσιεύεται στο τεύχος C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όταν η μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος πρόκειται να γίνει από τον εργολήπτη ή τον δικαιούχο, εφαρμόζονται οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις για τη μετατροπή που περιέχονται στις δημόσιες συμβάσεις και στις συμβάσεις επιδότησης ή χρηματοδότησης.

2.  Για να μην έχουν οι συναλλαγματικές μετατροπές σημαντική επίδραση στο ύψος της ενωσιακής συγχρηματοδότησης ή αρνητική επίδραση στον προϋπολογισμό της Ένωσης, οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σχετικά με τις μετατροπές αυτές προβλέπουν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ με τα λοιπά νομίσματα που υπολογίζεται με βάση τη μέση ημερήσια ισοτιμία μιας δεδομένης περιόδου.

3.  Ελλείψει ημερήσιας ισοτιμίας του ευρώ δημοσιευόμενης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το εκάστοτε νόμισμα, ο αρμόδιος διατάκτης χρησιμοποιεί τη λογιστική ισοτιμία η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 4.

4.  Για τις ανάγκες της λογιστικής που προβλέπεται στα άρθρα 151 έως 156 του δημοσιονομικού κανονισμού, και με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 240 του παρόντος κανονισμού, η μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος πραγματοποιείται βάσει της μηνιαίας λογιστικής ισοτιμίας του ευρώ. Αυτή η λογιστική ισοτιμία καθορίζεται από τον υπόλογο της Επιτροπής μέσω κάθε κατά τη γνώμη του αξιόπιστης πηγής πληροφοριών, βάσει της ισοτιμίας της προτελευταίας εργάσιμης ημέρας του μήνα που προηγείται εκείνου για τον οποίο προσδιορίζεται η ισοτιμία.

5.  Τα αποτελέσματα των πράξεων συναλλάγματος που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εμφανίζονται σε χωριστή θέση στους λογαριασμούς του αντίστοιχου οργάνου.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 208 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 6

Συναλλαγματική ισοτιμία προς χρήση κατά τη μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος

(άρθρο 19 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Με την επιφύλαξη των συγκεκριμένων διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή των τομεακών ρυθμίσεων, ή από συγκεκριμένες δημόσιες συμβάσεις, συμβάσεις ή αποφάσεις επιδότησης και συμβάσεις χρηματοδότησης, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος, στις περιπτώσεις όπου η μετατροπή αυτή πραγματοποιείται από τον αρμόδιο διατάκτη, είναι εκείνη της ημέρας κατά την οποία συντάσσεται από την υπηρεσία του διατάκτη το ένταλμα πληρωμής ή είσπραξης.

2.  Στην περίπτωση των παγίων προκαταβολών σε ευρώ, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος καθορίζεται βάσει της ημερομηνίας καταβολής από την τράπεζα.

3.  Για την εκκαθάριση των παγίων προκαταβολών σε εθνικά νομίσματα, κατά το άρθρο 19 του δημοσιονομικού κανονισμού, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή μεταξύ ευρώ και άλλου νομίσματος είναι εκείνη του μήνα πραγματοποίησης της δαπάνης από την εκάστοτε πάγια προκαταβολή.

4.  Για την επιστροφή των κατ’ αποκοπή δαπανών ή των δαπανών που προκύπτουν από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού (εφεξής «ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»), δαπανών για τις οποίες καθορίζεται ανώτατο όριο και οι οποίες καταβάλλονται σε νόμισμα άλλο από το ευρώ, η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται είναι εκείνη που ισχύει όταν θεμελιώνεται το εκάστοτε δικαίωμα είσπραξης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Αρχή της καθολικότητας

Άρθρο 7

Δομή υποδοχής των εσόδων για ειδικό προορισμό και άνοιγμα των αντίστοιχων πιστώσεων

(άρθρο 21 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 9 και 10, η δομή υποδοχής στον προϋπολογισμό των εσόδων για ειδικό προορισμό περιλαμβάνει:

α) στην κατάσταση εσόδων του τμήματος κάθε οργάνου μια γραμμή που προορίζεται για την εγγραφή του ποσού αυτών των εσόδων·

β) στην κατάσταση δαπανών, οι δημοσιονομικές παρατηρήσεις, συμπεριλαμβανόμενων των γενικών παρατηρήσεων, αναφέρουν τις γραμμές στις οποίες είναι δυνατόν να εγγραφούν οι διαθέσιμες πιστώσεις που αντιστοιχούν στα έσοδα για ειδικό προορισμό.

Στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται το στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου, πραγματοποιείται ενδεικτική εγγραφή «προς υπόμνηση» (p.m.), η δε εκτίμηση για τα έσοδα περιλαμβάνεται στις παρατηρήσεις προς ενημέρωση.

2.  Οι πιστώσεις που αντιστοιχούν στα έσοδα για ειδικό προορισμό διατίθενται αυτομάτως, τόσο ως πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων όσο και ως πιστώσεις πληρωμών, όταν εισπραχθεί το έσοδο από το όργανο, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις.

α) στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 181 παράγραφος 2 και στο άρθρο 183 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού·

β) στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού για τα κράτη μέλη όταν η συμφωνία συνεισφοράς εκφράζεται σε ευρώ.

Στην περίπτωση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, οι πιστώσεις αναλήψεων υποχρεώσεων μπορούν να διατεθούν μόλις το κράτος μέλος υπογράψει τη συμφωνία συνεισφοράς.

Άρθρο 8

Συνεισφορές των κρατών μελών για ερευνητικά προγράμματα

[άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού]

1.  Οι συνεισφορές των κρατών μελών για τη χρηματοδότηση ορισμένων συμπληρωματικών ερευνητικών προγραμμάτων, που προβλέπονται στο άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 του Συμβουλίου ( 1 ), καταβάλλονται ως εξής:

α) επτά δωδεκατημόρια του ποσού το οποίο εμφαίνεται στον προϋπολογισμό, το αργότερο έως τις 31 Ιανουαρίου του τρέχοντος οικονομικού έτους,

β) τα υπόλοιπα πέντε δωδεκατημόρια που οφείλονται, το αργότερο έως τις 15 Ιουλίου του τρέχοντος οικονομικού έτους.

2.  Όταν ο προϋπολογισμός δεν έχει εγκριθεί οριστικά πριν από την αρχή του οικονομικού έτους, οι συνεισφορές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 πραγματοποιούνται βάσει του ποσού που εμφαίνεται στον προϋπολογισμό του προηγούμενου οικονομικού έτους.

3.  Κάθε συνεισφορά ή κάθε συμπληρωματική καταβολή που οφείλεται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του προϋπολογισμού πρέπει να εγγράφεται στον ή στους λογαριασμούς της Επιτροπής εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών από την πρόσκληση προς καταβολή.

4.  Οι πραγματοποιούμενες καταβολές εγγράφονται στο λογαριασμό που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000 και υπόκεινται στους όρους που διατυπώνονται στον εν λόγω κανονισμό.

Άρθρο 9

Έσοδα για ειδικό προορισμό που προκύπτουν από τη συμμετοχή των χωρών ΕΖΕΣ σε ορισμένα προγράμματα της Ένωσης

[άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του δημοσιονομικού κανονισμού]

1.  Η δομή υποδοχής στον προϋπολογισμό της συμμετοχής των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (εφεξής «κράτη ΕΖΕΣ») σε ορισμένα ενωσιακά προγράμματα είναι η ακόλουθη:

α) στην κατάσταση εσόδων, ανοίγεται γραμμή «προς υπόμνηση» που προορίζεται για την εγγραφή του συνολικού ποσού της συμμετοχής των κρατών ΕΖΕΣ για το οικείο οικονομικό έτος.

β) όσον αφορά τις δαπάνες:

i) οι παρατηρήσεις για κάθε γραμμή που αφορά τις ενωσιακές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη ΕΖΕΣ αναφέρουν «προς ενημέρωση» το ποσό της προβλεπόμενης συμμετοχής,

ii) ένα παράρτημα, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του προϋπολογισμού, περιλαμβάνει το σύνολο των γραμμών που αφορούν τις ενωσιακές δραστηριότητες στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη ΕΖΕΣ.

Για τους σκοπούς του στοιχείου α) του πρώτου εδαφίου, το προβλεπόμενο ποσό αναγράφεται στις παρατηρήσεις του προϋπολογισμού.

Το παράρτημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β) σημείο ii) αντιπροσωπεύει και συμπληρώνει τη δομή υποδοχής για το άνοιγμα των πιστώσεων που αντιστοιχούν σε αυτές τις συμμετοχές, όπως αυτό προβλέπεται στην παράγραφο 2, καθώς και για την εκτέλεση των δαπανών.

2.  Δυνάμει του άρθρου 82 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (εφεξής «συμφωνία ΕΟΧ»), τα σχετικά με την ετήσια συμμετοχή των κρατών ΕΖΕΣ ποσά —όπως αυτά επιβεβαιώνονται στην Επιτροπή από τη Μεικτή Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 5 του πρωτοκόλλου 32 που προσαρτάται στη συμφωνία ΕΟΧ— οδηγούν στο πλήρες άνοιγμα, από την αρχή του οικονομικού έτους, των αντίστοιχων πιστώσεων αναλήψεων υποχρεώσεων και πιστώσεων πληρωμών.

3.  Αν, κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, οι πιστώσεις των γραμμών του προϋπολογισμού στις οποίες συμμετέχουν τα κράτη ΕΖΕΣ ενισχύονται χωρίς να μπορούν τα κράτη ΕΖΕΣ να προσαρμόσουν ανάλογα, κατά τη διάρκεια του εν λόγω οικονομικού έτους, τη συμμετοχή τους προκειμένου να τηρήσουν τη «σχέση αναλογικότητας» που προβλέπεται στο άρθρο 82 της συμφωνίας ΕΟΧ, η Επιτροπή μπορεί να εξασφαλίζει, προσωρινά και κατ’ εξαίρεση, βάσει των ταμειακών διαθεσίμων, την προχρηματοδότηση του μεριδίου των κρατών ΕΖΕΣ. Στη συνέχεια της ενίσχυσης αυτής, η Επιτροπή προβαίνει το συντομότερο δυνατό σε πρόσκληση καταβολής των αντίστοιχων συνεισφορών των κρατών ΕΖΕΣ. Η Επιτροπή ενημερώνει κάθε έτος το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις αποφάσεις που έλαβε κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Η προχρηματοδότηση τακτοποιείται το συντομότερο δυνατόν στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του επόμενου οικονομικού έτους.

4.  Σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο ε) του δημοσιονομικού κανονισμού, οι χρηματοδοτικές συμμετοχές των κρατών ΕΖΕΣ αποτελούν εξωτερικά έσοδα για ειδικό προορισμό. Ο υπόλογος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει τη χωριστή παρακολούθηση της χρησιμοποίησης τόσο των εσόδων που προέρχονται από τις συμμετοχές αυτές όσο και των αντίστοιχων πιστώσεων.

Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 150 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, παρουσιάζει χωριστά την κατάσταση εκτέλεσης που αντιστοιχεί στη συμμετοχή των κρατών ΕΖΕΣ, τόσο ως προς τα έσοδα όσο και ως προς τις δαπάνες.

Άρθρο 10

Προϊόν των κυρώσεων που επιβάλλονται στα κράτη μέλη τα οποία κηρύσσονται σε κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος

[άρθρο 21 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού]

Η δομή υποδοχής στον προϋπολογισμό του προϊόντος των κυρώσεων που αναφέρονται στο τμήμα 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου ( 2 ) είναι η ακόλουθη:

α) στην κατάσταση εσόδων, ανοίγεται γραμμή «προς υπόμνηση» που προορίζεται για την εγγραφή των τόκων από τα ποσά αυτά·

β) παράλληλα, και με την επιφύλαξη του άρθρου 77 του δημοσιονομικού κανονισμού, η εγγραφή αυτών των ποσών στην κατάσταση εσόδων οδηγεί στο άνοιγμα, σε γραμμή της κατάστασης δαπανών, πιστώσεων αναλήψεων υποχρεώσεων και πληρωμών.

Οι πιστώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου εκτελούνται σύμφωνα με το άρθρο 20 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 11

Επιβαρύνσεις προκύπτουσες από την αποδοχή παροχών από χαριστική αιτία προς την Ένωση

(άρθρο 22 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Για τους σκοπούς της έγκρισης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή αποτιμά και επεξηγεί δεόντως τις χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων των εξόδων παρακολούθησης, που συνεπάγεται η αποδοχή παροχών από χαριστική αιτία προς την Ένωση.

Άρθρο 12

Λογαριασμοί ανακτήσιμων φορολογικών επιβαρύνσεων

(άρθρο 23 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι φορολογικές επιβαρύνσεις τις οποίες ενδεχομένως καλύπτει η Ένωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2 και του άρθρου 23 παράγραφος 3 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού εγγράφονται σε εκκρεμή λογαριασμό μέχρι την επιστροφή τους από τα οικεία κράτη.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αρχή της ειδικότητας

Άρθρο 13

Κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των εκατοστιαίων ποσοστών για τις μεταφορές πιστώσεων των κοινοτικών θεσμικών οργάνων πλην της Επιτροπής

(άρθρο 25 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα ποσοστά στα οποία αναφέρεται το άρθρο 25 του δημοσιονομικού κανονισμού υπολογίζονται κατά την υποβολή της αίτησης μεταφοράς πιστώσεων και με αναφορά στις πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανόμενων των διορθωτικών προϋπολογισμών.

2.  Το ποσό που λαμβάνεται υπόψη είναι το άθροισμα των μεταφορών πιστώσεων που θα πραγματοποιηθούν στη γραμμή του προϋπολογισμού από την οποία γίνονται οι μεταφορές πιστώσεων, αναπροσαρμοζόμενο για προγενέστερες μεταφορές πιστώσεων.

Το ποσό που αντιστοιχεί στις μεταφορές πιστώσεων που μπορούν να πραγματοποιηθούν αυτόνομα από το οικείο θεσμικό όργανο χωρίς απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν λαμβάνεται υπόψη.

Άρθρο 14

Κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των ποσοστών για τις μεταφορές πιστώσεων της Επιτροπής

(άρθρο 26 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα ποσοστά στα οποία αναφέρεται το άρθρο 26 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού υπολογίζονται κατά την υποβολή της αίτησης μεταφοράς και με αναφορά στις πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό, περιλαμβανόμενων των διορθωτικών προϋπολογισμών.

2.  Το ποσό που λαμβάνεται υπόψη είναι το άθροισμα των μεταφορών πιστώσεων που θα πραγματοποιηθούν στη γραμμή του προϋπολογισμού από ή προς την οποία γίνονται οι μεταφορές πιστώσεων, αναπροσαρμοζόμενο για προγενέστερες μεταφορές πιστώσεων.

Το ποσό που αντιστοιχεί στις μεταφορές πιστώσεων που μπορούν να πραγματοποιηθούν αυτόνομα από το οικείο θεσμικό όργανο χωρίς απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν λαμβάνεται υπόψη.

Άρθρο 15

Διοικητικές δαπάνες

(άρθρο 26 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού καλύπτουν, για κάθε τομέα πολιτικής, τους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 44 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 16

Αιτιολόγηση των αιτήσεων μεταφοράς πιστώσεων

(άρθρα 25 και 26 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι προτάσεις μεταφοράς πιστώσεων και όλες οι πληροφορίες που προορίζονται για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο και αφορούν τις μεταφορές πιστώσεων που διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26 του δημοσιονομικού κανονισμού, συνοδεύονται από τις ενδεδειγμένες και λεπτομερείς αιτιολογήσεις οι οποίες παρουσιάζουν την εκτέλεση των πιστώσεων και τις προβλέψεις αναγκών μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους, τόσο για τις γραμμές που θα ενισχυθούν όσο και για τις γραμμές από τις οποίες γίνεται ανάληψη πιστώσεων.

Άρθρο 17

Αιτιολόγηση των αιτήσεων μεταφοράς πιστώσεων από το αποθεματικό επείγουσας βοήθειας

(άρθρο 29 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι προτάσεις μεταφοράς πιστώσεων προς χρησιμοποίηση του αποθεματικού επείγουσας βοήθειας που αναφέρεται στο άρθρο 29 του δημοσιονομικού κανονισμού, συνοδεύονται από τις ενδεδειγμένες και λεπτομερείς αιτιολογήσεις οι οποίες παρουσιάζουν:

α) για τη γραμμή που πρόκειται να ενισχυθεί με τη μεταφορά, τις κατά το δυνατόν πιο πρόσφατες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση των πιστώσεων, καθώς και τις προβλέψεις αναγκών μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους·

β) για το σύνολο των γραμμών που αφορούν τις εξωτερικές ενέργειες, την εκτέλεση των πιστώσεων μέχρι το τέλος του μηνός που προηγείται της αίτησης μεταφοράς πιστώσεων, καθώς και τις προβλέψεις αναγκών μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους, συνοδευόμενες από σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις·

γ) την εξέταση των δυνατοτήτων ανακατανομής των πιστώσεων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης

Άρθρο 18

Αξιολόγηση

(άρθρο 30 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όλες οι προτάσεις προγραμμάτων ή δραστηριοτήτων που συνεπάγονται δαπάνες εις βάρος του προϋπολογισμού υποβάλλονται σε εκ των προτέρων αξιολόγηση, η οποία αφορά:

α) την ανάγκη που πρέπει να ικανοποιηθεί βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα·

β) την προστιθέμενη αξία της ενωσιακής παρέμβασης·

γ) τους επιδιωκόμενους στόχους διαχείρισης και πολιτικής, οι οποίοι περιλαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στον τομέα της πρόληψης, της ανίχνευσης και της διερεύνησης της απάτης, της αποζημίωσης και της επιβολής κυρώσεων σε περιπτώσεις απάτης·

δ) τις δυνατότητες πολιτικής δράσης, συμπεριλαμβανόμενων των αντίστοιχων κινδύνων·

ε) τα αναμενόμενα αποτελέσματα και επιπτώσεις, ιδίως τις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, και τους αναγκαίους για τη μέτρησή τους δείκτες και κανόνες αξιολόγησης·

στ) την καταλληλότερη μέθοδο εφαρμογής των επιλεγόμενων δυνατοτήτων πολιτικής δράσης·

ζ) την εσωτερική συνοχή του προτεινόμενου προγράμματος ή δραστηριότητας, και τις σχέσεις του με άλλα συναφή μέσα·

η) το ύψος των πιστώσεων, των ανθρώπινων πόρων και των λοιπών διοικητικών δαπανών που πρέπει να διατεθούν με γνώμονα την αρχή της αποδοτικότητας·

θ) τα διδάγματα που αντλούνται από ανάλογες εμπειρίες στο παρελθόν.

2.  Κάθε πρόταση περιλαμβάνει τις διατάξεις παρακολούθησης, υποβολής εκθέσεων και αξιολόγησης, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αντίστοιχες ευθύνες σε όλα τα κυβερνητικά επίπεδα που θα λάβουν μέρος στην εκτέλεση του προτεινόμενου προγράμματος ή δραστηριότητας.

3.  Κάθε πρόγραμμα ή δραστηριότητα, συμπεριλαμβανόμενων των πειραματικών σχεδίων και προπαρασκευαστικών ενεργειών, και οσάκις οι διαθέσιμοι πόροι υπερβαίνουν τα 5 000 000 ευρώ, αποτελεί το αντικείμενο ενδιάμεσης και/ή εκ των υστέρων αξιολόγησης όσον αφορά τους ανθρώπινους και δημοσιονομικούς πόρους που διατίθενται και τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται, ώστε να επαληθεύεται η συμμόρφωσή τους με τους καθορισθέντες στόχους, ως εξής:

α) πραγματοποιείται περιοδική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που επιτυγχάνονται κατά την υλοποίηση πολυετούς προγράμματος, σύμφωνα με χρονοδιάγραμμα που επιτρέπει τη συνεκτίμηση των συμπερασμάτων των αξιολογήσεων αυτών στο πλαίσιο κάθε απόφασης για την παράταση, τροποποίηση ή διακοπή του προγράμματος αυτού·

β) οι δραστηριότητες που χρηματοδοτούνται σε ετήσια βάση αποτελούν το αντικείμενο αξιολόγησης ως προς τα αποτελέσματά τους τουλάχιστον μία φορά ανά έξι έτη.

Τα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζονται για καθένα από τα σχέδια ή τις ενέργειες που εκτελούνται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων για τις οποίες οι αντίστοιχες υποχρεώσεις είναι δυνατόν να εκπληρώνονται με τις τελικές εκθέσεις που διαβιβάζονται από τους οργανισμούς οι οποίοι τις εκτέλεσαν.

4.  Οι αξιολογήσεις στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι 1 και 3 είναι ανάλογες προς τους διατιθέμενους πόρους και τις επιπτώσεις του εκάστοτε προγράμματος ή δραστηριότητας.

Άρθρο 19

Δημοσιονομικό δελτίο

(άρθρο 31 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Το δημοσιονομικό δελτίο περιλαμβάνει τα δημοσιονομικά και οικονομικά στοιχεία ενόψει της εκτίμησης, από τη νομοθετική αρχή, της ανάγκης παρέμβασης εκ μέρους της Ένωσης. Το δημοσιονομικό δελτίο παρέχει χρήσιμες πληροφορίες όσον αφορά τη συνοχή με άλλες δραστηριότητες της Ένωσης, καθώς και σχετικά με ενδεχόμενες συνέργειες.

Όταν πρόκειται για πολυετείς ενέργειες, το δημοσιονομικό δελτίο περιλαμβάνει το προβλέψιμο χρονοδιάγραμμα των ετήσιων αναγκών σε πιστώσεις και σε προσωπικό, περιλαμβανομένου του εξωτερικού προσωπικού, καθώς και αξιολόγηση των επιπτώσεών τους στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πεδίο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Αρχή της διαφάνειας

Άρθρο 20

Προσωρινή δημοσίευση του προϋπολογισμού

(άρθρο 34 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Το συντομότερο δυνατόν, και το αργότερο εντός τεσσάρων εβδομάδων από την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού, δημοσιεύονται σε όλες τις γλώσσες στον δικτυακό τόπο των θεσμικών οργάνων, κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής, τα οριστικά λεπτομερή αριθμητικά στοιχεία του προϋπολογισμού, εν αναμονή της επίσημης δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 21

Δημοσίευση πληροφοριών ως προς το ύψος και τους αποδέκτες πόρων της Ένωσης

(άρθρο 35 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι πληροφορίες ως προς το ύψος και τους αποδέκτες πόρων της Ένωσης που χορηγούνται στο πλαίσιο της άμεσης διαχείρισης δημοσιεύονται σε δικτυακό τόπο του οικείου οργάνου της Ένωσης, το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου του έτους που έπεται του οικονομικού έτους χορήγησης των κονδυλίων.

Εκτός από τη δημοσίευση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, οι πληροφορίες μπορούν επίσης να δημοσιευθούν, σε τυποποιημένη μορφή, με άλλα κατάλληλα μέσα.

2.  Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό και στους ειδικούς ανά τομέα κανόνες, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 35 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού:

α) το όνομα του αποδέκτη·

β) ο τόπος του αποδέκτη·

γ) το χορηγηθέν ποσό·

δ) η φύση και ο σκοπός του μέτρου.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ως «τόπος» νοείται:

i) η διεύθυνση του αποδέκτη όταν αυτός είναι νομικό πρόσωπο·

ii) η περιφέρεια σε επίπεδο NUTS 2 του αποδέκτη όταν αυτός είναι φυσικό πρόσωπο.

Όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα φυσικών προσώπων, οι πληροφορίες που δημοσιεύονται διαγράφονται δύο χρόνια μετά την περάτωση του οικονομικού έτους κατά το οποίο χορηγήθηκαν οι πόροι. Το ίδιο ισχύει για τα προσωπικά δεδομένα νομικών προσώπων των οποίων ο επίσημος τίτλος προσδιορίζει ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

3.  Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 δημοσιεύονται μόνο για βραβεία που απονέμονται, επιδοτήσεις που χορηγούνται και συμβάσεις που ανατίθενται κατόπιν διαγωνισμών ή διαδικασιών χορήγησης επιδοτήσεων ή διαδικασιών δημοσίων συμβάσεων. Οι πληροφορίες αυτές δεν δημοσιεύονται όταν πρόκειται για:

α) υποτροφίες που καταβάλλονται σε φυσικά πρόσωπα και άλλη άμεση στήριξη η οποία καταβάλλεται σε φυσικά πρόσωπα που τη χρειάζονται επιτακτικά, όπως αναφέρεται στο άρθρο 125 παράγραφος 4 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού·

β) συμβάσεις κάτω του ποσού που αναφέρεται στο άρθρο 137 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

4.  Η υποχρέωση δημοσίευσης δεν ισχύει εάν η αποκάλυψη των εν λόγω δεδομένων θα έθετε σε κίνδυνο τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των οικείων ατόμων, όπως κατοχυρώνονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή εάν θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα των αποδεκτών.

Άρθρο 22

Σύνδεσμος με τη δημοσίευση των πληροφοριών σχετικά με τους αποδέκτες των πόρων της Ένωσης που χορηγούνται στο πλαίσιο της άμεσης διαχείρισης

(άρθρο 35 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Στις περιπτώσεις που η διαχείριση πόρων της Ένωσης ανατίθεται στις αρχές και τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού, οι συμφωνίες ανάθεσης επιβάλλουν την υποχρέωση οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 21 παράγραφοι 2 και 3 από τις εν λόγω αρχές και οργανισμούς να δημοσιεύονται, σε τυποποιημένη μορφή, στους δικτυακούς τους τόπους.

Ο δικτυακός τόπος του οργάνου της Ένωσης περιλαμβάνει τουλάχιστον παραπομπή στη διεύθυνση του δικτυακού τόπου όπου περιλαμβάνονται οι σχετικές πληροφορίες, εφόσον αυτές δεν δημοσιεύονται απευθείας στην ειδική προς τούτο θέση του δικτυακού τόπου του οργάνου της Ένωσης.

Εκτός από τη δημοσίευση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, οι πληροφορίες μπορούν επίσης να δημοσιευθούν, σε τυποποιημένη μορφή, με άλλα κατάλληλα μέσα.

Οι παράγραφοι 2 έως 4 του άρθρου 21 εφαρμόζονται για τη δημοσίευση που αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου.



ΤΙΤΛΟΣ III

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 23

Δημοσιονομικός προγραμματισμός

(άρθρο 38 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο δημοσιονομικός προγραμματισμός στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 38 του δημοσιονομικού κανονισμού διαρθρώνεται ανά κατηγορία δαπανών, ανά τομέα πολιτικής και ανά γραμμή του προϋπολογισμού. Ο πλήρης δημοσιονομικός προγραμματισμός καλύπτει όλες τις κατηγορίες δαπανών με εξαίρεση τη γεωργία, την πολιτική συνοχής και τη διοίκηση, για τις οποίες παρέχονται μόνον συνοπτικά στοιχεία.

Άρθρο 24

Σχέδια διορθωτικών προϋπολογισμών

(άρθρο 41 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα σχέδια διορθωτικών προϋπολογισμών συνοδεύονται από αιτιολογήσεις και από τις πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού του προηγούμενου και του τρέχοντος οικονομικού έτους οι οποίες είναι διαθέσιμες κατά τον χρόνο κατάρτισής τους.

Άρθρο 25

Ονοματολογία του προϋπολογισμού

(άρθρο 44 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Η ονοματολογία του προϋπολογισμού είναι σύμφωνη με τις αρχές της ειδικότητας, της διαφάνειας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Εξασφαλίζει τη σαφήνεια και τη διαφάνεια που απαιτούνται για τη δημοσιονομική διαδικασία διευκολύνοντας τον προσδιορισμό των κύριων στόχων που τίθενται στις σχετικές νομικές βάσεις, επιτρέποντας την πραγματοποίηση επιλογών μεταξύ των πολιτικών προτεραιοτήτων και καθιστώντας δυνατή την αποτελεσματική και ουσιαστική εφαρμογή.

Άρθρο 26

Πραγματικές δαπάνες του τελευταίου οικονομικού έτους για το οποίο έχουν κλείσει οι λογαριασμοί

[άρθρο 49 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο v) του δημοσιονομικού κανονισμού]

Για την κατάρτιση του προϋπολογισμού, οι πραγματικές δαπάνες του τελευταίου οικονομικού έτους για το οποίο έχουν κλείσει οι λογαριασμοί καθορίζονται με τον ακόλουθο τρόπο:

α) σε αναλήψεις υποχρεώσεων: αναλήψεις υποχρεώσεων που καταχωρίσθηκαν στη λογιστική κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους από τις πιστώσεις του οικονομικού έτους, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 3·

β) σε πληρωμές: πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, δηλαδή των οποίων το ένταλμα εκτέλεσης διαβιβάστηκε στην τράπεζα, από τις πιστώσεις του οικονομικού έτους, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 3.

Άρθρο 27

Παρατηρήσεις του προϋπολογισμού

[άρθρο 49 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο vi) του δημοσιονομικού κανονισμού]

Οι παρατηρήσεις του προϋπολογισμού περιλαμβάνουν:

α) τα στοιχεία αναφοράς της βασικής πράξης, εφόσον υπάρχει·

β) τις ενδεδειγμένες επεξηγήσεις σχετικά με τη φύση και τον προορισμό των πιστώσεων.

Άρθρο 28

Πίνακας προσωπικού

(άρθρο 49 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο i) του δημοσιονομικού κανονισμού)

Το προσωπικό του Οργανισμού Εφοδιασμού εμφαίνεται χωριστά στο πλαίσιο του πίνακα προσωπικού της Επιτροπής.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 29

Πληροφορίες σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για ελεγκτικούς σκοπούς

(άρθρο 53 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σε κάθε διαδικασία που προκηρύσσεται για τη χορήγηση επιδοτήσεων ή την ανάθεση συμβάσεων υπό άμεση διαχείριση οι δυνητικοί δικαιούχοι, υποψήφιοι, προσφέροντες και συμμετέχοντες ενημερώνονται, βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 3 ), ότι, για λόγους προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, τα προσωπικά τους δεδομένα ενδέχεται να διαβιβασθούν σε υπηρεσίες εσωτερικού ελέγχου, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στην υπηρεσία δημοσιονομικών παρατυπιών ή στην Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (εφεξής «OLAF»), καθώς και μεταξύ των διατακτών της Επιτροπής και των εκτελεστικών οργανισμών.

Άρθρο 30

Προπαρασκευαστικά μέτρα στον τομέα της κοινής εσωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας

[άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού]

Η χρηματοδότηση μέτρων τα οποία εγκρίνει το Συμβούλιο για την προπαρασκευή των επιχειρήσεων διαχείρισης κρίσεων της Ένωσης βάσει του τίτλου V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καλύπτει τις πρόσθετες δαπάνες που απορρέουν άμεσα από συγκεκριμένη επιτόπια ανάπτυξη αποστολής ή ομάδας στην οποία συμμετέχει, μεταξύ άλλων, προσωπικό των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (που περιλαμβάνει ασφάλιση υψηλού κινδύνου, έξοδα ταξιδίου και διαμονής και ημερήσιες αποζημιώσεις).

Άρθρο 31

Συγκεκριμένες αρμοδιότητες της Επιτροπής δυνάμει των Συνθηκών

[άρθρο 54 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του δημοσιονομικού κανονισμού]

1.  Τα άρθρα της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «ΣΛΕΕ») που αναθέτουν απευθείας στην Επιτροπή συγκεκριμένες αρμοδιότητες είναι τα εξής:

α) το άρθρο 154 (κοινωνικός διάλογος)·

β) το άρθρο 156 (μελέτες, γνώμες, διαβουλεύσεις σε κοινωνικά ζητήματα)·

γ) τα άρθρα 159 και 161 (ειδικές εκθέσεις στον κοινωνικό τομέα)·

δ) το άρθρο 168 παράγραφος 2 (πρωτοβουλίες για την προώθηση του συντονισμού στον τομέα της δημόσιας υγείας)·

ε) το άρθρο 171 παράγραφος 2 (πρωτοβουλίες για την προώθηση του συντονισμού στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων)·

στ) το άρθρο 173 παράγραφος 2 (πρωτοβουλίες για την προώθηση του συντονισμού στον τομέα της βιομηχανίας)·

ζ) το άρθρο 175 δεύτερο εδάφιο (έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειωθεί για την υλοποίηση της κοινωνικής, οικονομικής και εδαφικής συνοχής)·

η) το άρθρο 181 παράγραφος 2 (πρωτοβουλίες για την προώθηση του συντονισμού στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης)·

i) το άρθρο 190 (έκθεση στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης)·

ι) το άρθρο 210 παράγραφος 2 (πρωτοβουλίες για την προώθηση του συντονισμού των πολιτικών στον τομέα της συνεργασίας για την ανάπτυξη)·

(k) το άρθρο 214 παράγραφος 6 (πρωτοβουλίες για την προώθηση του συντονισμού στον τομέα των μέτρων ανθρωπιστικής βοήθειας).

2.  Τα άρθρα της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (εφεξής «Συνθήκη Ευρατόμ») που αναθέτουν απευθείας στην Επιτροπή συγκεκριμένες αρμοδιότητες είναι τα εξής:

α) το άρθρο 70 (οικονομικές παρεμβάσεις, εντός των ορίων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό, στα προγράμματα μεταλλευτικής έρευνας στα εδάφη των κρατών μελών)·

β) τα άρθρα 77-85.

3.  Ο κατάλογος που παρατίθεται στις παραγράφους 1 και 2 μπορεί ενδεχομένως να συμπληρώνεται κατά την παρουσίαση του σχεδίου προϋπολογισμού με την ένδειξη των οικείων άρθρων και ποσών.

Άρθρο 32

Πράξεις που ενδέχεται να συνιστούν σύγκρουση συμφερόντων και διαδικασία

(άρθρο 57 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.   ►M1  Οι πράξεις που ενδέχεται να επηρεάζονται από σύγκρουση συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 57 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού μπορούν, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν μία από τις ακόλουθες μορφές με την επιφύλαξη του χαρακτηρισμού τους ως παράνομων δραστηριοτήτων βάσει του άρθρου 106 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του δημοσιονομικού κανονισμού: ◄

α) τη χορήγηση στον ίδιο ή σε τρίτο αδικαιολόγητων άμεσων ή έμμεσων πλεονεκτημάτων·

β) την άρνηση χορήγησης σε δικαιούχο των δικαιωμάτων ή πλεονεκτημάτων τα οποία δικαιούται·

γ) την εκπλήρωση αδικαιολόγητων ή καταχρηστικών πράξεων ή την παράλειψη εκπλήρωσης των αναγκαίων πράξεων.

Άλλες πράξεις που ενδέχεται να επηρεάζονται από σύγκρουση συμφερόντων είναι εκείνες οι οποίες ενδέχεται να εμποδίζουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων ενός προσώπου, όπως, μεταξύ άλλων, η συμμετοχή σε επιτροπή αξιολόγησης για διαδικασία ανάθεσης σύμβασης ή παροχής επιχορήγησης, σε περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο ενδέχεται, άμεσα ή έμμεσα, να αποκομίσει οικονομικό όφελος από το αποτέλεσμα της σχετικής διαδικασίας.

2.  Σύγκρουση συμφερόντων τεκμαίρεται εάν ο αιτών, υποψήφιος ή προσφέρων είναι μέλος του προσωπικού που υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, εκτός αν τη συμμετοχή του στη διαδικασία έχει εκ των προτέρων εγκρίνει ο προϊστάμενός του.

3.  Σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, ο κύριος διατάκτης λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα ώστε να αποφευχθεί η ενδεχόμενη άσκηση αθέμιτης επιρροής από το σχετικό πρόσωπο στη συγκεκριμένη διαδικασία.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Τρόποι εκτέλεσης



Τμήμα 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 33

Τρόπος διαχείρισης

(άρθρο 58 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Το λογιστικό σύστημα της Επιτροπής αναφέρει τον τρόπο διαχείρισης και, κάτω από κάθε τρόπο διαχείρισης, το είδος της οντότητας ή του προσώπου που αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού στην οποία ή στο οποίο έχουν ανατεθεί καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

Όσον αφορά την άμεση διαχείριση από μέρους της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού, το λογιστικό σύστημα πρέπει να κάνει διάκριση όσον αφορά τη διαχείριση ως εξής:

α) υπηρεσίες της Επιτροπής,

β) εκτελεστικοί οργανισμοί,

γ) επικεφαλής αντιπροσωπειών της Ένωσης,

δ) καταπιστευματικά ταμεία αναφερόμενα στο άρθρο 187 του δημοσιονομικού κανονισμού.



Τμήμα 2

Άμεση Διαχείριση

Άρθρο 34

Άμεση διαχείριση

[άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού]

Όταν η Επιτροπή εκτελεί απευθείας τον προϋπολογισμό στις υπηρεσίες της, τα καθήκοντα εκτέλεσης ασκούνται από τους δημοσιονομικούς παράγοντες κατά την έννοια των άρθρων 64 έως 75 του δημοσιονομικού κανονισμού και υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 35

Άσκηση των καθηκόντων που μεταβιβάζονται σε εκτελεστικούς οργανισμούς

[άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) και άρθρο 62 του δημοσιονομικού κανονισμού]

1.  Οι αποφάσεις μεταβίβασης καθηκόντων στους εκτελεστικούς οργανισμούς επιτρέπουν στους εν λόγω οργανισμούς να εκτελούν, με την ιδιότητα των κύριων διατακτών, τις πιστώσεις που αφορούν το ενωσιακό πρόγραμμα του οποίου τους έχει ανατεθεί η διαχείριση.

2.  Η πράξη της Επιτροπής για την ανάθεση καθηκόντων περιλαμβάνει τουλάχιστον τις διατάξεις που προβλέπονται στο άρθρο 40 στοιχεία α) έως δ) και στοιχείο η). Η εν λόγω πράξη αποτελεί αντικείμενο έγγραφης επίσημης αποδοχής από τον διευθυντή εξ ονόματος του οικείου εκτελεστικού οργανισμού.

Άρθρο 36

Τήρηση των κανόνων σύναψης των συμβάσεων

(άρθρο 63 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Όταν η Επιτροπή αναθέτει καθήκοντα σε οργανισμούς ιδιωτικού δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, συνάπτει σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του τίτλου V του μέρους I και του τίτλου IV του κεφαλαίου ΙΙΙ του μέρους II του δημοσιονομικού κανονισμού.



Τμήμα 3

Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη

Άρθρο 37

Ειδικές διατάξεις για την επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη – μέτρα για την προώθηση βέλτιστων πρακτικών

(άρθρο 59 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Η Επιτροπή καταρτίζει μητρώο των φορέων που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση, την πιστοποίηση και τον έλεγχο με βάση τους εκάστοτε τομεακούς κανονισμούς.

Προκειμένου να διαδοθούν βέλτιστες πρακτικές κατά την εκτέλεση των διαρθρωτικών ταμείων, του Ταμείου Συνοχής, του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης, του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας, η Επιτροπή θέτει ενημερωτικά στη διάθεση των φορέων που είναι αρμόδιοι για τη διαχείριση και τον έλεγχο, μεθοδολογικό οδηγό στον οποίο επεξηγεί τη δική της στρατηγική και προσέγγιση σε θέματα ελέγχου παρέχοντας φύλλα ελέγχου ενεργειών και παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών. Ο οδηγός αυτός ενημερώνεται όποτε καθίσταται αναγκαίο.



Τμήμα 4

Έμμεση διαχείριση

Άρθρο 38

Ισοδυναμία συστημάτων, κανόνων και διαδικασιών στο πλαίσιο της έμμεσης διαχείρισης

(άρθρο 60 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η Επιτροπή δύναται να δεχθεί ότι κανόνες και διαδικασίες για τις δημόσιες συμβάσεις είναι ισοδύναμοι με τους δικούς της, εφόσον:

α) τηρούν την αρχή της ευρείας συμμετοχής στον διαγωνισμό με σκοπό την απόκτηση της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, και οι διαδικασίες με διαπραγμάτευση περιορίζονται σε εύλογα ποσά ή είναι δεόντως αιτιολογημένες,

β) εξασφαλίζουν διαφάνεια μέσω της κατάλληλης εκ των προτέρων δημοσίευσης, ιδίως της προκήρυξης του διαγωνισμού, και της κατάλληλης εκ των υστέρων δημοσίευσης των ονομάτων των εργοληπτών,

γ) εξασφαλίζουν ίση μεταχείριση, αναλογικότητα και μη διακριτική μεταχείριση,

δ) προλαμβάνουν συγκρούσεις συμφερόντων καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής.

Η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών ή τρίτων χωρών για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2004/18/ΕΚ θεωρείται ισοδύναμη με τους κανόνες που εφαρμόζουν τα όργανα δυνάμει του δημοσιονομικού κανονισμού.

2.  Η Επιτροπή δύναται να δεχθεί ότι κανόνες και διαδικασίες για τις επιδοτήσεις είναι ισοδύναμοι με τους δικούς της, εφόσον:

α) τηρούν τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, της ίσης μεταχείρισης και της μη διακριτικής μεταχείρισης,

β) εξασφαλίζουν διαφάνεια μέσω της κατάλληλης δημοσίευσης των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων, οι διαδικασίες άμεσης χορήγησης περιορίζονται σε εύλογα ποσά ή είναι δεόντως αιτιολογημένες, και εξασφαλίζουν κατάλληλη εκ των υστέρων δημοσίευση των δικαιούχων λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας,

γ) προλαμβάνουν συγκρούσεις συμφερόντων καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας επιλογής,

δ) προβλέπουν ότι δεν επιτρέπεται η χορήγηση επιδοτήσεων σωρευτικά ή αναδρομικά, ότι κατά κανόνα περιλαμβάνουν συγχρηματοδότηση και ότι δεν επιτρέπεται να έχουν ως σκοπό ή αποτέλεσμα την αποκόμιση κέρδους από τον δικαιούχο.

3.  Η Επιτροπή δύναται να δεχθεί ότι τα συστήματα λογιστικής και εσωτερικού ελέγχου που χρησιμοποιούν οντότητες και πρόσωπα στα οποία ανατίθενται καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού εξ ονόματος της Επιτροπής παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και εύλογη βεβαιότητα ως προς την επίτευξη των διαχειριστικών στόχων εφόσον τηρούν τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 32 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 39

Εκ των προτέρων αξιολόγηση των κανόνων και διαδικασιών των οντοτήτων και προσώπων στο πλαίσιο της έμμεσης διαχείρισης

(άρθρο 61 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Για τους σκοπούς της εκ των προτέρων αξιολόγησης δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο αρμόδιος διατάκτης δύναται να βασιστεί σε εκ των προτέρων αξιολόγηση από μέρους άλλου διατάκτη εφόσον τα συμπεράσματα αφορούν τους συγκεκριμένους κινδύνους που συνεπάγονται τα υπό ανάθεση καθήκοντα, ιδίως η φύση αυτών και τα σχετικά ποσά.

Ο αρμόδιος διατάκτης δύναται να βασιστεί σε εκ των προτέρων αξιολόγηση από μέρους άλλων δωρητών εφόσον αυτή πραγματοποιήθηκε σχετικά με όρους ισοδύναμους με αυτούς που ισχύουν για την έμμεση διαχείριση σύμφωνα με το άρθρο 60 του δημοσιονομικού κανονισμού.

▼M1

Άρθρο 40

Περιεχόμενο της συμφωνίας ανάθεσης καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού σε οντότητες και πρόσωπα

(άρθρο 60 παράγραφος 3 και άρθρο 61 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

▼B

Οι συμφωνίες ανάθεσης περιλαμβάνουν λεπτομερείς ρυθμίσεις με τις οποίες εξασφαλίζεται η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και η διαφάνεια των πραγματοποιούμενων πράξεων. Περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α) σαφή προσδιορισμό των ανατιθέμενων καθηκόντων και των ορίων αυτών, ιδίως όσον αφορά την τροποποίηση των ανατιθέμενων καθηκόντων, τη διαγραφή οφειλών και τη χρήση επιστραφέντων ή αχρησιμοποίητων κονδυλίων·

β) τους όρους και τις λεπτομερείς ρυθμίσεις εκτέλεσης των καθηκόντων, τις ευθύνες και τη διοργάνωση των ελέγχων που πρέπει να πραγματοποιηθούν, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης των προγραμμάτων·

γ) τους όρους καταβολής της συνεισφοράς της Ένωσης, περιλαμβανομένης της επιστροφής δαπανών που έχουν προκύψει στο πλαίσιο της εκτέλεσης, καθώς και της αμοιβής της εντεταλμένης οντότητας, μαζί με τους κανόνες όσον αφορά τα δικαιολογητικά που πρέπει να συνοδεύουν τις πληρωμές·

δ) τους κανόνες λογοδοσίας στην Επιτροπή σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων, τα αναμενόμενα αποτελέσματα, τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν και τα μέτρα που λήφθηκαν σχετικά, τους όρους αναστολής ή διακοπής των πληρωμών, καθώς και τους όρους παύσης της εκτέλεσης των καθηκόντων·

ε) την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να συναφθούν οι μεμονωμένες συμβάσεις και συμφωνίες με τις οποίες εκτελείται η συμφωνία ανάθεσης· η εν λόγω προθεσμία πρέπει να είναι ανάλογη με τη φύση των ανατιθέμενων καθηκόντων·

▼M1

στ) κανόνες, βάσει των οποίων η οντότητα ή το πρόσωπο δύναται να αποκλείσει οικονομικούς παράγοντες που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 106 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και στ) και του άρθρου 107 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού, αφενός, από τη συμμετοχή σε διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων, χορήγησης επιδοτήσεων ή απονομής βραβείων ή, αφετέρου, από την ανάθεση συμβάσεων, τη χορήγηση επιδοτήσεων ή την απονομή βραβείων, καθώς και κανόνες βάσει των οποίων η οντότητα ή το πρόσωπο δύναται να επιβάλει χρηματική ποινή σε αυτούς τους οικονομικούς παράγοντες·

▼B

ζ) λεπτομερείς ρυθμίσεις όσον αφορά τη διεξαγωγή ελέγχων από την Επιτροπή, καθώς και διατάξεις με τις οποίες παρέχεται στην Επιτροπή, στην OLAF και στο Ελεγκτικό Συνέδριο πρόσβαση στις πληροφορίες που χρειάζονται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθώς και η εξουσία διενέργειας ελέγχων και ερευνών, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων·

η) ρυθμίσεις που προβλέπουν:

▼M1

i) τη δέσμευση της εντεταλμένης οντότητας να πληροφορεί αμελλητί την Επιτροπή για οποιαδήποτε απάτη ή παρατυπία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 106 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και στ) του δημοσιονομικού κανονισμού, η οποία διαπιστώνεται κατά τη διαχείριση κονδυλίων της Ένωσης και για τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπισή της·

▼B

ii) τον προσδιορισμό σημείου επαφής, το οποίο εξουσιοδοτείται καταλλήλως να συνεργάζεται απευθείας με την OLAF με σκοπό τη διευκόλυνση των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων της τελευταίας·

θ) τους όρους που διέπουν τη χρήση τραπεζικών λογαριασμών και των παραγόμενων τόκων όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού·

ι) διατάξεις που εξασφαλίζουν την προβολή της δράσης της Ένωσης σε σύγκριση με τις υπόλοιπες δραστηριότητες του οργανισμού.

▼M1

Για τους σκοπούς του άρθρου 106 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού, στην περίπτωση της πρώτης παραγράφου στοιχείο στ), θεωρείται ότι υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους τρίτης χώρας, μεταξύ άλλων, όταν η εθνική νομοθεσία της δεν επιτρέπει τον αποκλεισμό οικονομικού παράγοντα από όλες τις διαδικασίες ανάθεσης που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ κατά την έννοια του άρθρου 106 του δημοσιονομικού κανονισμού. Στις συμφωνίες ανάθεσης προσδιορίζεται πότε θεωρείται ότι υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εκ μέρους τρίτης χώρας.

Για τους σκοπούς της πρώτης παραγράφου στοιχείο η) σημείο i), στις περιπτώσεις τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών, οι ρυθμίσεις αυτές προσδιορίζουν πότε η τρίτη χώρα ή ο διεθνής οργανισμός προλαμβάνει, εντοπίζει, διορθώνει και κοινοποιεί παρατυπίες και περιπτώσεις απάτης σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

▼B

Άρθρο 41

Διαχειριστική δήλωση και δήλωση συμμόρφωσης

(άρθρο 60 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σε περιπτώσεις ενεργειών που ολοκληρώνονται προ του τέλους του σχετικού οικονομικού έτους, η τελική έκθεση του οργανισμού ή προσώπου στο οποίο έχει ανατεθεί η ενέργεια δύναται να αντικαταστήσει τη διαχειριστική δήλωση που αναφέρει το άρθρο 60 παράγραφος 5 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού, εφόσον υποβληθεί πριν από την 15η Φεβρουαρίου του έτους που έπεται του υπόψη οικονομικού έτους.

Σε περίπτωση εκτέλεσης μη πολυετών ενεργειών διάρκειας το πολύ 18 μηνών από διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες, η δήλωση συμμόρφωσης που αναφέρεται στο άρθρο 60 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού δύναται να ενσωματωθεί στην τελική έκθεση.

Άρθρο 42

Διαδικασίες εξέτασης και αποδοχής λογαριασμών και αποκλεισμού από ενωσιακή χρηματοδότηση εκείνων των δαπανών για τις οποίες πραγματοποιήθηκαν εκταμιεύσεις κατά παράβαση των ισχυόντων κανόνων σε έμμεση διαχείριση

[άρθρο 60 παράγραφος 6 στοιχεία β) και γ) του δημοσιονομικού κανονισμού]

1.  Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων που περιλαμβάνονται σε τομεακούς κανόνες, οι διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 60 παράγραφος 6 στοιχεία β) και γ) του δημοσιονομικού κανονισμού περιλαμβάνουν:

α) τη διενέργεια ελέγχων βάσει εγγράφων και, κατά περίπτωση, επιτόπιων ελέγχων από την Επιτροπή·

β) τον καθορισμό από την Επιτροπή του ποσού των δαπανών που αναγνωρίζονται ως εγκριθείσες στο πλαίσιο, κατά περίπτωση, διαδικασιών αντιπαράθεσης με τις αρχές και τους οργανισμούς και αφού οι εν λόγω αρχές και οργανισμοί ενημερωθούν σχετικά·

γ) κατά περίπτωση, τον υπολογισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων από την Επιτροπή·

δ) την είσπραξη ή πληρωμή από την Επιτροπή του υπολοίπου που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των δαπανών που εγκρίθηκαν και των ποσών που έχουν ήδη καταβληθεί στις αρχές ή στους οργανισμούς.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου, η Επιτροπή εισπράττει τα οφειλόμενα ποσά κατά προτίμηση με συμψηφισμό, όπως προβλέπεται στο άρθρο 87.

2.  Σε περίπτωση ανάθεσης καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού σε οντότητα που εκτελεί ενέργεια χρηματοδοτούμενη από πολλαπλούς δωρητές, η διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 60 παράγραφος 6 στοιχεία β) και γ) του δημοσιονομικού κανονισμού συνίσταται στην επαλήθευση του ότι ένα ποσό που αντιστοιχεί σε εκείνο το οποίο κατέβαλε η Επιτροπή για την υπόψη ενέργεια έχει χρησιμοποιηθεί από την οντότητα για την ενέργεια αυτή και ότι η δαπάνη πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τις οποίες ορίζει η συμφωνία που έχει υπογραφεί με την οντότητα.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ως «ενέργεια χρηματοδοτούμενη από πολλαπλούς δωρητές» νοείται κάθε ενεργεία κατά την οποία κονδύλια της Ένωσης προστίθενται σε κονδύλια ενός τουλάχιστον άλλου δωρητή.

▼M1

Άρθρο 43

Ειδικές διατάξεις για την έμμεση διαχείριση με διεθνείς οργανισμούς

(άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii) και άρθρο 188 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι διεθνείς οργανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο ii) του δημοσιονομικού κανονισμού είναι οργανισμοί δημόσιου διεθνούς δικαίου που έχουν συσταθεί με διεθνείς συμφωνίες, καθώς και εξειδικευμένοι οργανισμοί που έχουν συσταθεί από τους προαναφερόμενους οργανισμούς.

Οι συμφωνίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο υποβάλλονται στον αρμόδιο διατάκτη για την εκ των προτέρων αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 39 πριν η Επιτροπή αναθέσει καθήκοντα εκτέλεσης του προϋπολογισμού.

2.  Οι ακόλουθοι οργανισμοί εξομοιώνονται με διεθνείς οργανισμούς, όπως:

α) η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού,

β) η Διεθνής Ομοσπονδία Συλλόγων Ερυθρού Σταυρού και Ερυθράς Ημισελήνου.

3.  Η Επιτροπή δύναται να λάβει δεόντως αιτιολογημένη απόφαση για την εξομοίωση μη κερδοσκοπικού οργανισμού με διεθνή οργανισμό, υπό τον όρο ότι πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) έχει τη δική του νομική προσωπικότητα και αυτόνομα όργανα διακυβέρνησης,

β) έχει συσταθεί για την εκτέλεση ειδικών καθηκόντων γενικού διεθνούς ενδιαφέροντος,

γ) τουλάχιστον έξι κράτη μέλη συμμετέχουν στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό,

δ) παρέχει επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις,

ε) λειτουργεί βάσει μόνιμης δομής και σύμφωνα με συστήματα, κανόνες και διαδικασίες που μπορούν να αξιολογηθούν με βάση το άρθρο 61 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού.

4.  Όταν η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό στο πλαίσιο της έμμεσης διαχείρισης με διεθνείς οργανισμούς, εφαρμόζονται οι συμφωνίες επαλήθευσης που έχουν συναφθεί με τους οργανισμούς αυτούς.

▼B

Άρθρο 44

Προσδιορισμός οργανισμών δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου επιφορτισμένων με δημόσια υπηρεσία

[άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημεία v) και vi) του δημοσιονομικού κανονισμού]

1.  Οι οργανισμοί δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που είναι επιφορτισμένοι με δημόσια υπηρεσία υπόκεινται στο δίκαιο του κράτους μέλους ή της χώρας όπου έχουν την καταστατική τους έδρα.

2.  Στην περίπτωση διαχείρισης μέσω δικτύου, η οποία συνεπάγεται τον διορισμό τουλάχιστον ενός οργανισμού ή μιας οντότητας ανά κράτος μέλος ή ενδιαφερόμενη χώρα, ο διορισμός αυτός γίνεται από το κράτος μέλος ή την ενδιαφερόμενη χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις των βασικών πράξεων.

Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή προσδιορίζει αυτούς τους οργανισμούς και οντότητες σε συμφωνία με τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Δημοσιονομικοί παράγοντες



Τμήμα 1

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των δημοσιονομικών παραγόντων

Άρθρο 45

Δικαιώματα και υποχρεώσεις των δημοσιονομικών παραγόντων

(άρθρο 64 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κάθε όργανο θέτει στη διάθεση κάθε δημοσιονομικού παράγοντα τους αναγκαίους πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής του καθώς και χάρτη αποστολής που περιγράφει λεπτομερώς τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.

2.  Οι επικεφαλής των αντιπροσωπειών της Ένωσης οι οποίοι ενεργούν ως δευτερεύοντες διατάκτες σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού υπόκεινται στον χάρτη που τους παρέχει η Επιτροπή για την εκτέλεση των καθηκόντων δημοσιονομικής διαχείρισης που τους έχουν ανατεθεί.



Τμήμα 2

Διατάκτης

Άρθρο 46

Συνδρομή στους κύριους και δευτερεύοντες διατάκτες

(άρθρο 65 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να επικουρείται κατά την άσκηση των καθηκόντων του από υπαλλήλους επιφορτισμένους να πραγματοποιούν, υπό την ευθύνη του, ορισμένες πράξεις αναγκαίες για την εκτέλεση του προϋπολογισμού και για την κατάρτιση των δημοσιονομικών και διαχειριστικών πληροφοριών. Για την πρόληψη κάθε κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων, οι υπάλληλοι που επικουρούν τους κύριους ή δευτερεύοντες διατάκτες υπόκεινται στις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 57 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Οι επικεφαλής των αντιπροσωπειών της Ένωσης οι οποίοι ενεργούν ως δευτερεύοντες διατάκτες σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού μπορούν να επικουρούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους από υπαλλήλους της Επιτροπής.

Άρθρο 47

Εσωτερικές διατάξεις για την ανάθεση αρμοδιοτήτων

(άρθρο 65 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σύμφωνα με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και του παρόντος κανονισμού, κάθε όργανο θεσπίζει στους εσωτερικούς κανόνες του τα μέτρα διαχείρισης των πιστώσεων που κρίνει αναγκαία για την ορθή εκτέλεση του τμήματος του προϋπολογισμού που το αφορά.

Οι επικεφαλής των αντιπροσωπειών της Ένωσης οι οποίοι ενεργούν ως δευτερεύοντες διατάκτες σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού υπόκεινται στον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής για την εκτέλεση των καθηκόντων δημοσιονομικής διαχείρισης που τους έχουν ανατεθεί.

Άρθρο 48

Τήρηση δικαιολογητικών εγγράφων από τους διατάκτες

(άρθρο 66 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο διατάκτης διαμορφώνει συστήματα τήρησης, σε χαρτί ή σε ηλεκτρονική μορφή, των αυθεντικών δικαιολογητικών εγγράφων που συνδέονται με την εκτέλεση του προϋπολογισμού και τα επακόλουθά της και με τα μέτρα εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Τα συστήματα αυτά προβλέπουν:

α) την αρίθμηση των εν λόγω εγγράφων·

β) τη χρονολόγησή τους·

γ) την τήρηση μητρώων, ενδεχομένως μηχανογραφικών, που επιτρέπουν τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης τους·

δ) την τήρηση των εγγράφων αυτών επί περίοδο τουλάχιστον πέντε ετών από την ημερομηνία χορήγησης της απαλλαγής εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το οικονομικό έτος στο οποίο αναφέρονται τα εν λόγω έγγραφα·

ε) την τήρηση των εγγράφων που αφορούν τις εγγυήσεις προχρηματοδότησης υπέρ του οργάνου, και την τήρηση βιβλίου για την ενδεδειγμένη παρακολούθηση των εγγυήσεων αυτών.

Τα έγγραφα που αφορούν πράξεις οι οποίες δεν έχουν κλείσει οριστικά, τηρούνται πέραν από την περίοδο που προβλέπεται στο στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου, δηλαδή μέχρι το τέλος του έτους που ακολουθεί το έτος κλεισίματος αυτών των πράξεων.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται σε δικαιολογητικά έγγραφα διαγράφονται αν είναι δυνατόν, εφόσον δεν είναι απαραίτητα για τη χορήγηση απαλλαγής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, τον εσωτερικό και τον λογιστικό έλεγχο. Όσον αφορά τη φύλαξη των δεδομένων κίνησης, εφαρμόζεται το άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 49

Εκ των προτέρων και εκ των υστέρων έλεγχοι

(άρθρο 66 παράγραφοι 5 και 6 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ως έναρξη μιας πράξης νοείται το σύνολο των πράξεων οι οποίες διενεργούνται κανονικά από τους υπαλλήλους που αναφέρονται στο άρθρο 46 και οι οποίες προετοιμάζουν τη θέσπιση των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού από τον αρμόδιο διατάκτη.

2.  Ως εκ των προτέρων επαλήθευση μιας πράξης νοείται το σύνολο των εκ των προτέρων ελέγχων τους οποίους διενεργεί ο αρμόδιος διατάκτης προκειμένου να επαληθεύει τις επιχειρησιακές και δημοσιονομικές πτυχές της.

3.  Με τους εκ των προτέρων ελέγχους επαληθεύεται η αντιστοιχία των δικαιολογητικών εγγράφων που έχουν ζητηθεί με οποιαδήποτε άλλη διαθέσιμη πληροφορία.

Η συχνότητα και η ένταση των εκ των προτέρων ελέγχων καθορίζονται από τον αρμόδιο διατάκτη βάσει εκτιμήσεων σχετικών με τον κίνδυνο και τη σχέση κόστους-οφέλους. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο διατάκτης που είναι αρμόδιος για την επικύρωση της σχετικής πληρωμής ζητεί συμπληρωματικές πληροφορίες ή προβαίνει σε επιτόπιο έλεγχο, ώστε να έχει εύλογη διαβεβαίωση ως μέρος του εκ των προτέρων ελέγχου.

Σκοπός των εκ των προτέρων ελέγχων είναι να βεβαιωθούν:

α) η κανονικότητα και η συμμόρφωση της δαπάνης και του εσόδου προς τις εφαρμοστέες διατάξεις, ιδίως του προϋπολογισμού και των οικείων ρυθμίσεων, καθώς και προς κάθε πράξη που έχει εκδοθεί κατ’ εφαρμογή των Συνθηκών και των κανονισμών και, κατά περίπτωση, προς τους συμβατικούς όρους·

β) η τήρηση της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης που αναφέρεται στο κεφάλαιο 7 του τίτλου II του μέρους I του δημοσιονομικού κανονισμού.

Για τους σκοπούς των ελέγχων, παρόμοιες επιμέρους πράξεις που έχουν σχέση με τις συνήθεις δαπάνες μισθοδοσίας, καταβολής συντάξεων, επιστροφής εξόδων αποστολής και ιατρικών εξόδων είναι δυνατόν να θεωρηθούν από τον αρμόδιο διατάκτη ως μία και μοναδική πράξη.

4.  Οι εκ των υστέρων έλεγχοι μπορούν να διεξάγονται βάσει εγγράφων και, κατά περίπτωση, επιτόπου.

Με τους εκ των υστέρων ελέγχους επαληθεύεται η ορθή εκτέλεση των πράξεων που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό, ιδίως δε η τήρηση των κριτηρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

Τα αποτελέσματα των εκ των υστέρων ελέγχων εξετάζονται από τον κύριο διατάκτη τουλάχιστον μία φορά ετησίως με σκοπό τη διαπίστωση τυχόν συστημικών προβλημάτων. Ο κύριος διατάκτης λαμβάνει μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων αυτών.

Η ανάλυση κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 6 του δημοσιονομικού κανονισμού εξετάζεται υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων των ελέγχων και άλλων συναφών πληροφοριών.

Σε περίπτωση πολυετούς προγράμματος, ο κύριος διατάκτης εκπονεί πολυετή στρατηγική ελέγχου και καθορίζει συγκεκριμένα το είδος και την έκταση των ελέγχων κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, καθώς και τον τρόπο μέτρησης των αποτελεσμάτων σε ετήσια βάση για τους σκοπούς της ετήσιας διαδικασίας αξιοπιστίας.

Άρθρο 50

Κώδικας επαγγελματικών προτύπων

(άρθρο 66 παράγραφος 7 και άρθρο 73 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι υπάλληλοι που ορίζονται από τον αρμόδιο διατάκτη για να επαληθεύουν τις δημοσιονομικές πράξεις επιλέγονται βάσει των γνώσεων, ικανοτήτων και ιδιαίτερων προσόντων τους που πιστοποιούνται με τίτλους ή κατάλληλη επαγγελματική εμπειρία ή μετά από κατάλληλο πρόγραμμα κατάρτισης.

2.  Κάθε όργανο θεσπίζει κώδικα επαγγελματικών προτύπων που καθορίζει, στο πεδίο του εσωτερικού ελέγχου:

α) το επίπεδο τεχνικών και χρηματοοικονομικών προσόντων που απαιτείται από τους υπαλλήλους που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β) την υποχρέωση των υπαλλήλων αυτών να υποβάλλονται σε συνεχή κατάρτιση·

γ) τις αποστολές, τον ρόλο και τα καθήκοντα που τους ανατίθενται·

δ) τους κανόνες συμπεριφοράς και ειδικότερα δεοντολογίας και ακεραιότητας που πρέπει να τηρούν, καθώς και τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται.

3.  Οι επικεφαλής των αντιπροσωπειών της Ένωσης οι οποίοι ενεργούν ως δευτερεύοντες διατάκτες σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού υπόκεινται στον κώδικα επαγγελματικών προτύπων της Επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου για την εκτέλεση των καθηκόντων δημοσιονομικής διαχείρισης που τους έχουν ανατεθεί.

4.  Κάθε όργανο δημιουργεί τις ενδεδειγμένες δομές προκειμένου να διαδίδει στις διατάκτριες υπηρεσίες και να αναπροσαρμόζει περιοδικά τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τα πρότυπα ελέγχου, καθώς και τις διαθέσιμες για τον σκοπό αυτό μεθόδους και τεχνικές.

Άρθρο 51

Αδράνεια του κύριου διατάκτη

(άρθρο 66 παράγραφος 8 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Η αδράνεια του κύριου διατάκτη που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 8 του δημοσιονομικού κανονισμού σημαίνει την απουσία οποιασδήποτε απάντησης μέσα σε εύλογη προθεσμία σε συνάρτηση με τη συγκεκριμένη περίσταση, και οπωσδήποτε μέσα σε προθεσμία που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.

Άρθρο 52

Διαβίβαση στον υπόλογο των δημοσιονομικών και διαχειριστικών πληροφοριών

(άρθρο 66 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο κύριος διατάκτης διαβιβάζει στον υπόλογο, σύμφωνα με τους κανόνες που εκδίδει ο τελευταίος, τις δημοσιονομικές και διαχειριστικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

Ο υπόλογος ενημερώνεται από τον διατάκτη, τακτικά και τουλάχιστον για τους σκοπούς του κλεισίματος των λογαριασμών, όσον αφορά τα σχετικά χρηματοοικονομικά στοιχεία των καταπιστευματικών τραπεζικών λογαριασμών με σκοπό η χρήση των κονδυλίων της Ένωσης να αποτυπώνεται στους λογαριασμούς της Ένωσης.

▼M1

Άρθρο 53

Έκθεση για τις διαδικασίες με διαπραγμάτευση

(άρθρο 66 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι κύριοι διατάκτες καταγράφουν, για κάθε οικονομικό έτος, τις συμβάσεις που συνάπτονται μέσω των διαδικασιών με διαπραγμάτευση που αναφέρονται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως στ) και στο άρθρο 266 του παρόντος κανονισμού. Αν η αναλογία των διαδικασιών με διαπραγμάτευση, σε σχέση με τον αριθμό των συμβάσεων που συνήφθηκαν από τον ίδιο κύριο διατάκτη, αυξάνεται αισθητά σε σύγκριση με τα προηγούμενα οικονομικά έτη, ή αν αυτή η αναλογία είναι σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο που καταγράφηκε στο επίπεδο του οικείου οργάνου, ο αρμόδιος διατάκτης συντάσσει έκθεση προς το εν λόγω όργανο εκθέτοντας τα μέτρα που ενδεχομένως έλαβε για να αναστρέψει αυτή την τάση. Κάθε όργανο διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για τις διαδικασίες με διαπραγμάτευση. Στην περίπτωση της Επιτροπής, η έκθεση αυτή επισυνάπτεται στην περίληψη των ετήσιων εκθέσεων πεπραγμένων που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 9 του δημοσιονομικού κανονισμού.

▼B



Τμήμα 3

Υπόλογος

Άρθρο 54

Διορισμός του υπολόγου

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο υπόλογος διορίζεται από κάθε όργανο μεταξύ των υπαλλήλων που υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο υπόλογος επιλέγεται από το όργανο βάσει των ιδιαίτερων προσόντων του, τα οποία πιστοποιούνται με τίτλους ή με ισοδύναμη επαγγελματική εμπειρία.

2.  Δύο ή περισσότερα όργανα ή οργανισμοί δύνανται να διορίσουν τον ίδιο υπόλογο.

Στην περίπτωση αυτή, προβαίνουν στις απαιτούμενες ρυθμίσεις ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων.

Άρθρο 55

Παύση καθηκόντων του υπολόγου

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Σε περίπτωση παύσης των καθηκόντων του υπολόγου, συντάσσεται αμελλητί ισοζύγιο του καθολικού.

2.  Το ισοζύγιο του καθολικού διαβιβάζεται, μαζί με το σχετικό διαβιβαστικό, στον νέο υπόλογο από τον αποχωρούντα υπόλογο ή, εάν τούτο δεν είναι δυνατόν, από υπάλληλο της υπηρεσίας του.

Ο νέος υπόλογος υπογράφει το ισοζύγιο του καθολικού προς αποδοχή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία διαβίβασης, είναι δε δυνατόν να διατυπώσει επιφυλάξεις.

Το διαβιβαστικό περιέχει επίσης το υπόλοιπο του ισοζυγίου του καθολικού και τις τυχόν επιφυλάξεις.

3.  Κάθε θεσμικό όργανο ή οργανισμός που αναφέρεται στο άρθρο 208 του δημοσιονομικού κανονισμού ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τον υπόλογο της Επιτροπής εντός δύο εβδομάδων σε περίπτωση διορισμού ή παύσης καθηκόντων του υπολόγου του.

Άρθρο 56

Επικύρωση των λογιστικών συστημάτων και των συστημάτων απογραφής

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο αρμόδιος διατάκτης γνωστοποιεί στον υπόλογο όλες τις εξελίξεις ή σημαντικές τροποποιήσεις ενός συστήματος δημοσιονομικής διαχείρισης, ενός συστήματος απογραφής ή ενός συστήματος αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, εφόσον αυτό παρέχει στοιχεία για τους λογαριασμούς του οργάνου ή χρησιμοποιείται για την τεκμηρίωση δεδομένων των λογαριασμών αυτών, ούτως ώστε ο υπόλογος να είναι σε θέση να επαληθεύσει την τήρηση των κριτηρίων επικύρωσης.

Ανά πάσα στιγμή, ο υπόλογος δύναται να επανεξετάσει ένα σύστημα δημοσιονομικής διαχείρισης που έχει ήδη επικυρωθεί. Σε περίπτωση που ένα σύστημα δημοσιονομικής διαχείρισης που έχει εκπονήσει ο διατάκτης δεν επικυρώνεται ή δεν επικυρώνεται πλέον από τον υπόλογο, ο αρμόδιος διατάκτης καταρτίζει πρόγραμμα δράσης προκειμένου να διορθωθούν, εν ευθέτω χρόνω, οι αδυναμίες λόγω των οποίων το σύστημα δεν επικυρώθηκε.

Ο αρμόδιος διατάκτης είναι υπεύθυνος για την πληρότητα των πληροφοριών που διαβιβάζονται στον υπόλογο.

Άρθρο 57

Ταμειακή διαχείριση

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο υπόλογος φροντίζει ώστε το οικείο όργανο να έχει στη διάθεσή του επαρκή χρηματικά ποσά για την κάλυψη των ταμειακών αναγκών που απορρέουν από την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

2.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο υπόλογος δημιουργεί συστήματα διαχείρισης των μετρητών που του επιτρέπουν να καταρτίζει ταμειακές προβλέψεις.

3.  Ο υπόλογος της Επιτροπής κατανέμει τα διαθέσιμα χρηματικά ποσά σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1150/2000.

Άρθρο 58

Διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Για τις ανάγκες της ταμειακής διαχείρισης, ο υπόλογος μπορεί να ανοίγει ο ίδιος λογαριασμούς εξ ονόματος του οργάνου σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή στις εθνικές κεντρικές τράπεζες, ή να δίνει εντολή για το άνοιγμα τέτοιων λογαριασμών. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο υπόλογος μπορεί να ανοίγει λογαριασμούς σε άλλα νομίσματα πλην του ευρώ.

2.  Ο υπόλογος είναι υπεύθυνος για το κλείσιμο των λογαριασμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή για την εξασφάλιση του κλεισίματος των λογαριασμών αυτών.

3.  Ο υπόλογος καθορίζει τους όρους λειτουργίας των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, της απόδοσης και του ανταγωνισμού.

4.  Το αργότερο κάθε πέντε έτη, ο υπόλογος υποβάλλει εκ νέου σε διαδικασία υποβολής προσφορών τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στους οποίους μπορούν να ανοιχθούν λογαριασμοί βάσει της παραγράφου 1.

Όταν το επιτρέπουν οι τοπικές τραπεζικές συνθήκες, οι τραπεζικοί λογαριασμοί που αφορούν πάγιες προκαταβολές και έχουν ανοιχθεί σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός Ένωσης υπόκεινται τακτικά σε διαδικασία διαγωνισμού προσφορών. Η διαδικασία αυτή κινείται τουλάχιστον ανά πενταετία και με πρωτοβουλία του κατόχου του λογαριασμού παγίων προκαταβολών, ο οποίος στη συνέχεια υποβάλλει στον υπόλογο τεκμηριωμένη πρόταση για την επιλογή μιας τράπεζας για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

5.  Ο υπόλογος φροντίζει για την αυστηρή τήρηση των όρων λειτουργίας των λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Για τραπεζικούς λογαριασμούς που σχετίζονται με πάγιες προκαταβολές και έχουν ανοιχθεί σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός Ένωσης, ο κάτοχος του λογαριασμού παγίων προκαταβολών αναλαμβάνει την ευθύνη αυτή λαμβάνοντας υπόψη την εφαρμοστέα νομοθεσία στη χώρα στην οποία ασκεί τα καθήκοντά του.

6.  Ο υπόλογος της Επιτροπής πληροφορεί τους υπολόγους των άλλων οργάνων και των οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 208 του δημοσιονομικού κανονισμού σχετικά με τους κανόνες λειτουργίας των λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι υπόλογοι των άλλων οργάνων και των οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 208 του δημοσιονομικού κανονισμού εναρμονίζουν με τους όρους αυτούς τους όρους λειτουργίας των λογαριασμών που ανοίγουν οι ίδιοι.

Άρθρο 59

Υπογραφές των λογαριασμών

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι όροι ανοίγματος, τήρησης και χρησιμοποίησης των λογαριασμών προβλέπουν, σε συνάρτηση με τις ανάγκες εσωτερικού ελέγχου, για τις επιταγές, τα εντάλματα εμβάσματος και κάθε άλλη τραπεζική πράξη, την υπογραφή ενός ή περισσότερων δεόντως εξουσιοδοτημένων υπαλλήλων. Οι οδηγίες υπογράφονται από δύο τουλάχιστον δεόντως εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους ή από τον υπόλογο αυτοπροσώπως.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, ο υπόλογος κάθε θεσμικού οργάνου γνωστοποιεί σε όλα τα ιδρύματα στα οποία έχει ανοίξει λογαριασμούς το ονοματεπώνυμο και το δείγμα υπογραφής των εξουσιοδοτημένων μελών του προσωπικού.

Άρθρο 60

Διαχείριση των υπολοίπων των λογαριασμών

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο υπόλογος βεβαιώνεται ότι το υπόλοιπο των τραπεζικών λογαριασμών που προβλέπονται στο άρθρο 58 δεν αποκλίνει σημαντικά από τις ταμειακές προβλέψεις που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 2 και, οπωσδήποτε,

α) ότι κανένα υπόλοιπο των λογαριασμών αυτών δεν είναι χρεωστικό·

β) ότι, όταν πρόκειται για λογαριασμούς σε ξένα νομίσματα, το υπόλοιπο μετατρέπεται περιοδικά σε ευρώ.

2.  Ο υπόλογος δεν μπορεί να διατηρεί, σε λογαριασμούς σε ξένα νομίσματα, υπόλοιπα τα οποία θα μπορούσαν να προξενήσουν στο όργανο υπερβολικές ζημίες λόγω διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών.

Άρθρο 61

Μεταφορές και πράξεις μετατροπής

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 69, ο υπόλογος πραγματοποιεί, αφενός, μεταφορές μεταξύ λογαριασμών που έχουν ανοιχθεί από αυτόν εξ ονόματος του οργάνου σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και, αφετέρου, τις πράξεις μετατροπής ξένων νομισμάτων.

Άρθρο 62

Τρόποι πληρωμής

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι πληρωμές πραγματοποιούνται με μεταφορά τραπεζικής πίστωσης, με επιταγή ή, από τους λογαριασμούς παγίων προκαταβολών, με χρεωστική κάρτα σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 4.

Άρθρο 63

Αρχεία νομικών οντοτήτων

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο υπόλογος είναι δυνατόν να πραγματοποιεί πληρωμές μέσω μεταφοράς τραπεζικών πιστώσεων μόνον εφόσον τα στοιχεία του τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου, τα οποία πρέπει να συμφωνούν με τα στοιχεία ταυτότητάς του, καθώς και κάθε μεταβολή τους, έχουν προηγουμένως εγγραφεί σε κοινό αρχείο ανά θεσμικό όργανο.

Κάθε εγγραφή των στοιχείων ταυτότητας και τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου πληρωμής, μαζί με τις τυχόν μεταβολές τους, βασίζεται σε δικαιολογητικά, των οποίων τη μορφή καθορίζει ο υπόλογος.

2.  Ενόψει πληρωμής με έμβασμα, οι διατάκτες δεν μπορούν να δεσμεύσουν το οικείο όργανο έναντι τρίτου παρά μόνον εάν ο τελευταίος τους παρέχει την αναγκαία τεκμηρίωση για την εγγραφή του στο αρχείο.

Οι διατάκτες ενημερώνουν τον υπόλογο για οποιαδήποτε μεταβολή στα στοιχεία ταυτότητας και τραπεζικού λογαριασμού τους γνωστοποιείται από τον δικαιούχο και επαληθεύουν ότι τα εν λόγω στοιχεία είναι έγκυρα πριν την πληρωμή.

Στην περίπτωση των προενταξιακών ενισχύσεων, μπορούν να συνάπτονται μεμονωμένες δεσμεύσεις με τις δημόσιες αρχές στις χώρες που είναι υποψήφιες για προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς προηγούμενη εγγραφή στο αρχείο τρίτων. Στην περίπτωση αυτή, ο διατάκτης καταβάλλει κάθε προσπάθεια ώστε να γίνεται η εγγραφή το συντομότερο δυνατό. Η σύμβαση προβλέπει ότι η ανακοίνωση στην Επιτροπή των τραπεζικών στοιχείων του δικαιούχου αποτελεί προϋπόθεση για την πρώτη πληρωμή.

Άρθρο 64

Τήρηση των δικαιολογητικών εγγράφων από τον υπόλογο

(άρθρο 68 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα δικαιολογητικά έγγραφα που αφορούν τη λογιστική και την κατάρτιση των λογαριασμών που αναφέρονται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού τηρούνται επί περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία χορήγησης της απαλλαγής εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το οικονομικό έτος στο οποίο αναφέρονται τα εν λόγω έγγραφα.

Ωστόσο, τα έγγραφα που αφορούν πράξεις οι οποίες δεν έχουν κλείσει οριστικά, τηρούνται πέραν από την περίοδο αυτή, και συγκεκριμένα μέχρι το τέλος του έτους που ακολουθεί το έτος κλεισίματος αυτών των πράξεων. Όσον αφορά τη φύλαξη των δεδομένων κίνησης, εφαρμόζεται το άρθρο 37 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Κάθε όργανο καθορίζει σε ποια υπηρεσία διατηρούνται τα δικαιολογητικά έγγραφα.

Άρθρο 65

Πρόσωπα με δικαίωμα διαχείρισης λογαριασμών

(άρθρο 69 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κάθε θεσμικό όργανο καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους οι υπάλληλοι τους οποίους αυτό ορίζει και εξουσιοδοτεί να διαχειρίζονται τους λογαριασμούς των τοπικών διοικητικών μονάδων του άρθρου 72 επιτρέπεται να γνωστοποιούν τα ονοματεπώνυμα και τα δείγματα υπογραφής τους στα τοπικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.



Τμήμα 4

Υπόλογος παγίων προκαταβολών

Άρθρο 66

Όροι προσφυγής στις πάγιες προκαταβολές

(άρθρο 70 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όταν οι πράξεις πληρωμών διά της οδού του προϋπολογισμού είναι υλικά αδύνατες ή αναποτελεσματικές, λόγω του περιορισμένου ύψους των ποσών προς πληρωμή, είναι δυνατόν να συσταθούν πάγιες προκαταβολές για την εξασφάλιση της πληρωμής αυτών των δαπανών.

2.  Ο υπόλογος παγίων προκαταβολών είναι δυνατόν προσωρινά να εκκαθαρίζει και να καταβάλλει δαπάνες, βάσει λεπτομερούς πλαισίου που καθορίζεται στις οδηγίες του αρμόδιου διατάκτη. Οι οδηγίες αυτές εξειδικεύουν τους κανόνες και τους όρους υπό τους οποίους εγκρίνεται μια δαπάνη και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τους όρους υπογραφής νομικών δεσμεύσεων κατά την έννοια του άρθρου 97 παράγραφος 1 στοιχείο ε).

3.  Η σύσταση πάγιας προκαταβολής και ο διορισμός υπολόγου παγίων προκαταβολών αποτελούν αντικείμενο απόφασης του υπολόγου, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης πρότασης του αρμόδιου διατάκτη. Η απόφαση αυτή υπενθυμίζει τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις του υπολόγου παγίων προκαταβολών και του διατάκτη.

Η τροποποίηση των όρων λειτουργίας πάγιας προκαταβολής αποτελεί επίσης αντικείμενο απόφασης του υπολόγου κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης πρότασης του αρμόδιου διατάκτη.

4.  Στις αντιπροσωπείες της Ένωσης, συστήνονται πάγιες προκαταβολές για την πληρωμή δαπανών τόσο από το τμήμα του προϋπολογισμού που αφορά την Επιτροπή όσο και από αυτό που αφορά την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (εφεξής «ΕΥΕΔ»), ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης ιχνηλασιμότητα των δαπανών.

Άρθρο 67

Όροι σύστασης και πληρωμής

(άρθρο 70 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η απόφαση περί σύστασης πάγιας προκαταβολής και διορισμού υπολόγου παγίων προκαταβολών, καθώς και η απόφαση περί τροποποίησης των όρων λειτουργίας πάγιας προκαταβολής, καθορίζουν ιδίως:

α) το αντικείμενο και το ανώτατο ποσό της αρχικής προκαταβολής που μπορεί να επιτραπεί·

β) το άνοιγμα, ενδεχομένως, τραπεζικού λογαριασμού ή τρεχούμενου ταχυδρομικού λογαριασμού στο όνομα του οργάνου·

γ) τη φύση και το ανώτατο ποσό κάθε δαπάνης που μπορεί να πληρωθεί από τον υπόλογο παγίων προκαταβολών σε τρίτους ή να εισπραχθεί από τρίτους·

δ) την περιοδικότητα, τις λεπτομέρειες προσκόμισης των δικαιολογητικών εγγράφων και τη διαβίβαση αυτών των δικαιολογητικών εγγράφων στον διατάκτη για τακτοποίηση·

ε) τις λεπτομέρειες ενδεχόμενης ανασύστασης της προκαταβολής·

στ) ότι οι πράξεις της πάγιας προκαταβολής τακτοποιούνται από τον διατάκτη το αργότερο στο τέλος του επόμενου μηνός, προκειμένου να διασφαλίζεται η προσέγγιση μεταξύ λογιστικού και τραπεζικού υπολοίπου·

ζ) τη διάρκεια ισχύος της έγκρισης που παρέχεται από τον υπόλογο στον υπόλογο παγίων προκαταβολών·

η) την ταυτότητα του διορισθέντος υπολόγου παγίων προκαταβολών.

2.  Στις προτάσεις απόφασης περί σύστασης πάγιας προκαταβολής, ο αρμόδιος διατάκτης μεριμνά ώστε:

α) να χρησιμοποιείται κατά προτεραιότητα η οδός του προϋπολογισμού όταν υπάρχει πρόσβαση στο κεντρικό μηχανογραφικό σύστημα λογιστικής·

β) να μην γίνεται προσφυγή στις πάγιες προκαταβολές παρά μόνο σε αιτιολογημένες περιπτώσεις.

Το μέγιστο ποσό που είναι δυνατόν να καταβληθεί από τον υπόλογο πάγιων προκαταβολών όταν είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον ή μη αποδοτικό να πραγματοποιηθεί η πληρωμή μέσω διαδικασίας του προϋπολογισμού, δεν υπερβαίνει τα 60 000 ευρώ για καθεμία δαπάνη.

3.  Οι πληρωμές προς τρίτους μπορούν να πραγματοποιούνται από τον υπόλογο παγίων προκαταβολών βάσει και εντός των ορίων:

α) των εκ των προτέρων δημοσιονομικών και νομικών δεσμεύσεων, οι οποίες υπογράφονται από τον αρμόδιο διατάκτη·

β) του θετικού υπολοίπου της πάγιας προκαταβολής, στο ταμείο ή στην τράπεζα.

4.  Οι πληρωμές από πάγιες προκαταβολές μπορούν να πραγματοποιούνται με μεταφορά τραπεζικής πίστωσης, συμπεριλαμβανόμενου του συστήματος άμεσης χρέωσης στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 89 του δημοσιονομικού κανονισμού, με επιταγή ή με άλλο μέσο πληρωμής, περιλαμβανομένων των χρεωστικών καρτών, σύμφωνα με τις οδηγίες που δίδει ο υπόλογος.

5.  Οι διενεργούμενες πληρωμές ακολουθούνται από επίσημες αποφάσεις τελικής εκκαθάρισης και/ή από εντάλματα πληρωμής για τακτοποίηση υπογραφόμενα από τον αρμόδιο διατάκτη.

Άρθρο 68

Επιλογή των υπολόγων παγίων προκαταβολών

(άρθρο 70 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι υπόλογοι παγίων προκαταβολών επιλέγονται μεταξύ των μονίμων υπαλλήλων ή, εφόσον απαιτείται και μόνο σε δεόντως τεκμηριωμένες περιπτώσεις, μεταξύ των μελών του λοιπού προσωπικού. Οι υπόλογοι επιλέγονται βάσει των ιδιαίτερων γνώσεων, ικανοτήτων και προσόντων τους που πιστοποιούνται με τίτλους ή κατάλληλη επαγγελματική εμπειρία ή μετά από κατάλληλο πρόγραμμα κατάρτισης.

Άρθρο 69

Τροφοδότηση των παγίων προκαταβολών

(άρθρο 70 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο υπόλογος εκτελεί την πληρωμή τροφοδότησης των παγίων προκαταβολών και διασφαλίζει τη δημοσιονομική παρακολούθησή τους στο επίπεδο τόσο του ανοίγματος των τραπεζικών λογαριασμών και των εξουσιοδοτήσεων υπογραφής όσο και των ελέγχων επιτόπου και στην κεντρική λογιστική. Ο υπόλογος τροφοδοτεί τις πάγιες προκαταβολές. Οι προκαταβολές καταβάλλονται στον τραπεζικό λογαριασμό που ανοίγεται για την πάγια προκαταβολή.

Οι σχετικές πάγιες προκαταβολές μπορούν να τροφοδοτούνται απευθείας από διάφορα τοπικά έσοδα, όπως αυτά που προκύπτουν από:

α) πωλήσεις υλικών·

β) δημοσιεύσεις·

γ) διάφορες επιστροφές·

δ) προϊόντα τόκων.

Η τακτοποίηση ως προς τις δαπάνες και τα έσοδα, τόσο τα διάφορα έσοδα όσο και τα έσοδα για ειδικό προορισμό, γίνεται σύμφωνα με την απόφαση περί σύστασης που αναφέρεται στο άρθρο 67 και με τις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού. Τα εν λόγω ποσά αφαιρούνται από τον διατάκτη κατά τη μεταγενέστερη ανασύσταση των ίδιων παγίων προκαταβολών.

2.  Προκειμένου ιδίως να αποφεύγονται συναλλαγματικές απώλειες, ο υπόλογος παγίων προκαταβολών μπορεί να προβαίνει σε μεταφορές μεταξύ των διαφόρων τραπεζικών λογαριασμών που αφορούν την ίδια πάγια προκαταβολή.

Άρθρο 70

Έλεγχοι εκ μέρους των διατακτών και υπολόγων

(άρθρο 70 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο υπόλογος παγίων προκαταβολών τηρεί λογιστική των χρηματικών ποσών που διαθέτει, στο ταμείο και στην τράπεζα, των πραγματοποιούμενων πληρωμών και των εισπραττόμενων εσόδων, σύμφωνα με τους κανόνες και ακολουθώντας τις οδηγίες που εκδίδονται από τον υπόλογο. Ο αρμόδιος διατάκτης έχει πρόσβαση ανά πάσα στιγμή στις καταστάσεις αυτής της λογιστικής, ο δε υπόλογος παγίων προκαταβολών συντάσσει τουλάχιστον ανά μήνα και διαβιβάζει στον αρμόδιο διατάκτη, εντός του επόμενου μηνός, κατάσταση των πράξεων μαζί με τα αντίστοιχα δικαιολογητικά, για την τακτοποίηση των πράξεων παγίων προκαταβολών.

2.  Ο υπόλογος διενεργεί ο ίδιος, ή αναθέτει σε ειδικά εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτό μέλος του προσωπικού των υπηρεσιών του ή των υπηρεσιών του διατάκτη, επαλήθευση, κατά κανόνα επιτόπου και αιφνιδιαστικά, της ύπαρξης των χρηματικών ποσών που έχουν ανατεθεί στους υπολόγους παγίων προκαταβολών, της τήρησης της λογιστικής και της τακτοποίησης των πράξεων παγίων προκαταβολών εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών. Ο υπόλογος ανακοινώνει στον αρμόδιο διατάκτη τα αποτελέσματα των επαληθεύσεών του.

Άρθρο 71

Διαδικασία σύναψης συμβάσεων

(άρθρο 70 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι πληρωμές που διενεργούνται στο πλαίσιο πάγιας προκαταβολής μπορούν, εντός των ορίων που αναφέρονται στο άρθρο 137 παράγραφος 3, να διενεργούνται για την απλή εξόφληση τιμολογίου, χωρίς προηγούμενη αποδοχή προσφοράς.

Άρθρο 72

Σύσταση παγίων προκαταβολών

(άρθρο 70 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 70 του δημοσιονομικού κανονισμού, και για την πληρωμή ορισμένων κατηγοριών δαπανών, είναι δυνατόν να συσταθεί πάγια προκαταβολή για κάθε τοπική διοικητική μονάδα εκτός Ένωσης. Τοπική διοικητική μονάδα είναι, παραδείγματος χάρη, ένα γραφείο, μια αντιπροσωπεία ή ένας περιφερειακός σταθμός της Ένωσης σε τρίτη χώρα.

Η απόφαση για τη σύσταση των ως άνω παγίων προκαταβολών καθορίζει τους σχετικούς όρους λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 70 και βάσει των συγκεκριμένων αναγκών κάθε τοπικής διοικητικής μονάδας.

Άρθρο 73

Υπόλογοι παγίων προκαταβολών και πρόσωπα με δικαίωμα διαχείρισης λογαριασμών στις αντιπροσωπείες της Ένωσης

(άρθρο 70 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με σκοπό την αδιάλειπτη παροχή υπηρεσίας, τα καθήκοντα του υπολόγου παγίων προκαταβολών της ΕΥΕΔ μπορούν να ασκήσουν υπάλληλοι της Επιτροπής. Υπό τις ίδιες συνθήκες, υπάλληλοι της ΕΥΕΔ μπορούν να διορισθούν ως υπόλογοι παγίων προκαταβολών για την Επιτροπή στις αντιπροσωπείες της Ένωσης.

Στις αντιπροσωπείες της Ένωσης, εφαρμόζονται οι κανόνες και οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο για τον διορισμό των προσώπων που εξουσιοδοτούνται από τον υπόλογο να διενεργούν τραπεζικές πράξεις.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Ευθύνη των δημοσιονομικών παραγόντων



Τμήμα 1

Γενικοί κανόνες

Άρθρο 74

Αρμόδιες υπηρεσίες για θέματα απάτης

(άρθρο 66 παράγραφος 8 και άρθρο 72 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι αρχές και οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 66 παράγραφος 8 και στο άρθρο 72 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού είναι οι αρχές που ορίζονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης καθώς και από τις αποφάσεις των οργάνων της Ένωσης που αφορούν τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών για την καταπολέμηση της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε παράνομης δραστηριότητας που είναι επιζήμια για τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.



Τμήμα 2

Κανόνες που εφαρμόζονται για τους κύριους και τους δευτερεύοντες διατάκτες

Άρθρο 75

Δημοσιονομικές παρατυπίες

(άρθρο 66 παράγραφος 7 και άρθρο 73 παράγραφος 6 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Με την επιφύλαξη των εξουσιών της OLAF, η υπηρεσία δημοσιονομικών παρατυπιών που αναφέρεται στο άρθρο 29 του παρόντος κανονισμού (εφεξής «η υπηρεσία») είναι αρμόδια για κάθε παράβαση διάταξης του δημοσιονομικού κανονισμού ή κάθε διάταξης που αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τον έλεγχο των πράξεων, παράβαση που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού.

Άρθρο 76

Υπηρεσία δημοσιονομικών παρατυπιών

(άρθρο 66 παράγραφος 7 και άρθρο 73 παράγραφος 6 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι περιπτώσεις δημοσιονομικών παρατυπιών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 75 του παρόντος κανονισμού παραπέμπονται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στην υπηρεσία προς γνωμοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 παράγραφος 6 δεύτερο εδάφιο του δημοσιονομικού κανονισμού.

Όταν επικεφαλής των αντιπροσωπειών της Ένωσης ενεργούν ως δευτερεύοντες διατάκτες σύμφωνα με το άρθρο 56 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να αποταθεί απευθείας στην υπηρεσία ζητώντας τη γνώμη της για υποθέσεις δημοσιονομικών παρατυπιών όπως αναφέρεται στο άρθρο 75 του παρόντος κανονισμού.

Ο εντεταλμένος διατάκτης δύναται να παραπέμψει ορισμένο ζήτημα στην ως άνω υπηρεσία εάν θεωρήσει ότι έχει διαπραχθεί δημοσιονομική παρατυπία. Η υπηρεσία διατυπώνει γνώμη στην οποία αξιολογεί κατά πόσον σημειώθηκαν παρατυπίες κατά την έννοια του άρθρου 75, τη σοβαρότητά τους και τις ενδεχόμενες συνέπειές τους. Εάν από την ανάλυση της υπηρεσίας προκύψει ότι η υπό εξέταση υπόθεση είναι αρμοδιότητας της OLAF, ο φάκελος της υπόθεσης διαβιβάζεται αμελλητί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και ενημερώνεται αμέσως η OLAF σχετικά.

Όταν η υπηρεσία ενημερώνεται για ένα ζήτημα απευθείας από μέλος του προσωπικού σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 8 του δημοσιονομικού κανονισμού, διαβιβάζει τον σχετικό φάκελο στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και ενημερώνει τον υπάλληλο σχετικά. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή είναι δυνατόν να ζητήσει τη γνώμη της υπηρεσίας για την υπόθεση.

2.  Το θεσμικό όργανο ή, όταν πρόκειται για από κοινού διαχείριση, τα συμμετέχοντα θεσμικά όργανα εξειδικεύουν, ανάλογα με τον εσωτερικό κανονισμό τους, τους κανόνες λειτουργίας της υπηρεσίας και τη σύνθεσή της, η οποία περιλαμβάνει και εξωτερικό πρόσωπο με τα απαιτούμενα προσόντα και εμπειρογνωμοσύνη.

Άρθρο 77

Επιβεβαίωση εντολής

(άρθρο 73 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όταν κύριος ή δευτερεύων διατάκτης θεωρεί ότι μια δεσμευτική εντολή που του χορηγείται είναι παράτυπη ή αντιβαίνει προς τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως επειδή η εκτέλεσή της είναι ασυμβίβαστη με το επίπεδο των πόρων που του έχουν διατεθεί, οφείλει να το επισημάνει εγγράφως στην αρχή από την οποία έλαβε την κύρια ή τη δευτερεύουσα εκχώρηση αρμοδιοτήτων. Εάν η εντολή αυτή επιβεβαιωθεί εγγράφως και η επιβεβαίωση ληφθεί εγκαίρως και είναι επαρκώς σαφής, υπό την έννοια ότι αναφέρεται ρητά στα σημεία που έχει αμφισβητήσει ο κύριος ή ο δευτερεύων διατάκτης, αυτός απαλλάσσεται από την ευθύνη του. Εκτελεί την εντολή, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως παράνομη ή συνιστά παραβίαση των σχετικών κανόνων ασφαλείας.

2.  Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται επίσης όταν ένας διατάκτης πληροφορείται, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης δεσμευτικής εντολής που του χορηγείται, ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης ενδέχεται να οδηγήσουν σε παράτυπη κατάσταση.

Οι εντολές που επιβεβαιώνονται υπό τους όρους του άρθρου 73 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, καταγράφονται από τον αρμόδιο κύριο διατάκτη και αναφέρονται στην ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Έσοδα



Τμήμα 1

Ίδιοι πόροι

Άρθρο 78

Καθεστώς που εφαρμόζεται στους ίδιους πόρους

(άρθρο 76 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο διατάκτης καταρτίζει χρονοδιάγραμμα προβλέψεων της απόδοσης, στην Επιτροπή, των ιδίων πόρων που καθορίζονται στην απόφαση για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ένωσης.

Η βεβαίωση και η είσπραξη των ιδίων πόρων πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη ρύθμιση που εκδίδεται κατ’ εφαρμογή της αναφερόμενης στο πρώτο εδάφιο απόφασης.



Τμήμα 2

Πρόβλεψη απαιτήσεων

Άρθρο 79

Πρόβλεψη απαιτήσεων

(άρθρο 77 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η πρόβλεψη απαιτήσεων αναφέρει τη φύση και τον καταλογισμό στον προϋπολογισμό του εσόδου καθώς και, στο μέτρο του δυνατού, τον προσδιορισμό του οφειλέτη και την εκτίμηση του ποσού του.

Κατά την κατάρτιση της πρόβλεψης απαιτήσεων, ο αρμόδιος διατάκτης εξακριβώνει ιδίως:

α) την ακρίβεια του καταλογισμού στον προϋπολογισμό·

β) την κανονικότητα και τη συμμόρφωση της πρόβλεψης σε συνάρτηση με τις εφαρμοστέες διατάξεις και με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

2.  Με την επιφύλαξη των άρθρων 181 παράγραφος 2 και 183 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, η πρόβλεψη απαιτήσεων δεν έχει ως αποτέλεσμα τη διάθεση πιστώσεων αναλήψεων υποχρεώσεων. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 21 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι πιστώσεις μπορούν να δημιουργηθούν μόνο μετά την πραγματική είσπραξη από την Ένωση των οφειλόμενων ποσών.



Τμήμα 3

Βεβαίωση απαιτήσεων

Άρθρο 80

Διαδικασία

(άρθρο 78 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η βεβαίωση απαίτησης από τον αρμόδιο διατάκτη συνιστά αναγνώριση του δικαιώματος της Ένωσης έναντι ενός οφειλέτη και σύσταση δικαιώματος απαίτησης από τον οφειλέτη να προβεί στην εξόφληση της οφειλής του.

2.  Το ένταλμα είσπραξης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης δίνει εντολή στον υπόλογο να εισπράξει τη βεβαιωθείσα απαίτηση.

3.  Με το χρεωστικό σημείωμα πληροφορείται ο οφειλέτης ότι:

α) η Ένωση βεβαίωσε την απαίτηση αυτή·

β) εάν η καταβολή οφειλής πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, δεν οφείλεται τόκος υπερημερίας·

γ) η μη καταβολή οφειλής κατά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο στοιχείο β), γεννά τόκους με το επιτόκιο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 83, και με την επιφύλαξη τυχόν εφαρμογής ειδικών κανονιστικών διατάξεων·

δ) σε περίπτωση μη καταβολή οφειλής κατά το στοιχείο β), το αντίστοιχο θεσμικό όργανο πραγματοποιεί την είσπραξη της οφειλής είτε με συμψηφισμό είτε με κατάπτωση τυχόν εγγύησης που έχει κατατεθεί εκ των προτέρων·

ε) ο υπόλογος είναι δυνατόν να πραγματοποιήσει την είσπραξη με συμψηφισμό πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο στοιχείο β) οσάκις τούτο είναι αναγκαίο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης διότι έχει τεκμηριωμένους λόγους να πιστεύει ότι το οφειλόμενο στην Επιτροπή ποσό θα μπορούσε να απολεσθεί, και αφού ενημερωθεί προηγουμένως ο οφειλέτης για τους λόγους και την ημερομηνία της είσπραξης με συμψηφισμό·

στ) αν μετά το πέρας των σταδίων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) της παρούσας παραγράφου δεν επιτευχθεί η πλήρης είσπραξη, το όργανο προβαίνει στην είσπραξη με αναγκαστική εκτέλεση του τίτλου που θα αποκτήσει, είτε σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, είτε διά της δικαστικής οδού.

Ο διατάκτης εκτυπώνει το χρεωστικό σημείωμα και το αποστέλλει στον οφειλέτη. Ο υπόλογος ενημερώνεται σχετικά με την αποστολή αυτή μέσω του κεντρικού συστήματος χρηματοπιστωτικών πληροφοριών.

Άρθρο 81

Βεβαίωση απαιτήσεων

(άρθρο 78 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Προκειμένου να βεβαιώσει απαίτηση, ο αρμόδιος διατάκτης βεβαιώνεται για:

α) τον βέβαιο χαρακτήρα της απαίτησης, δηλαδή ότι δεν συνοδεύεται από όρους·

β) τον εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαίτησης, το ποσό της οποίας πρέπει να είναι προσδιορισμένο σε χρήμα και με ακρίβεια·

γ) τον ληξιπρόθεσμο χαρακτήρα της απαίτησης, η οποία δεν πρέπει να υπόκειται σε προθεσμία·

δ) την ακρίβεια του προσδιορισμού του οφειλέτη·

ε) την ακρίβεια του καταλογισμού στον προϋπολογισμό των προς είσπραξη ποσών·

στ) την κανονικότητα των δικαιολογητικών εγγράφων· και

ζ) τη συμμόρφωση προς την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 91 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Άρθρο 82

Δικαιολογητικά έγγραφα προς στήριξη της βεβαίωσης απαιτήσεων

(άρθρο 78 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κάθε βεβαίωση απαίτησης στηρίζεται σε δικαιολογητικά έγγραφα που πιστοποιούν τα δικαιώματα της Ένωσης.

2.  Πριν βεβαιώσει κάθε απαίτηση, ο αρμόδιος διατάκτης προβαίνει προσωπικά στην εξέταση των δικαιολογητικών εγγράφων, ή εξακριβώνει, υπ’ ευθύνη του, ότι πραγματοποιήθηκε αυτή η εξέταση.

3.  Τα δικαιολογητικά έγγραφα τηρούνται από τον διατάκτη σύμφωνα με το άρθρο 48.

Άρθρο 83

Τόκοι υπερημερίας

(άρθρο 78 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων που απορρέουν από την εφαρμογή τομεακών κανονισμών, κάθε απαίτηση που δεν έχει καταβληθεί κατά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) γεννά τόκους σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

2.  Επί των απαιτήσεων που δεν καταβάλλονται εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) ισχύει το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, όπως αυτό δημοσιεύεται στη σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία, προσαυξημένο κατά:

α) οκτώ εκατοστιαίες μονάδες όταν το γενεσιουργό αίτιο της απαίτησης είναι δημόσια σύμβαση προμηθειών και υπηρεσιών που αναφέρονται στον τίτλο V·

β) τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

3.  Οι τόκοι υπολογίζονται από την ημερολογιακή ημέρα που έπεται της εκπνοής της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) και προσδιορίζεται στο χρεωστικό σημείωμα, έως την ημερολογιακή ημέρα κατά την οποία εξοφλείται πλήρως η οφειλή.

Το ένταλμα είσπραξης που αντιστοιχεί στο ποσό των τόκων υπερημερίας εκδίδεται όταν πράγματι εισπραχθούν οι τόκοι αυτοί.

4.  Στην περίπτωση των προστίμων, όταν ο οφειλέτης καταθέτει χρηματική εγγύηση αποδεκτή από τον υπόλογο αντί πληρωμής, το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την ημέρα της εκπνοής της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) είναι το επιτόκιο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και είναι το επιτόκιο που ίσχυε την πρώτη ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκδόθηκε η απόφαση επιβολή προστίμου, προσαυξημένο μόνο κατά μία και μισή εκατοστιαία μονάδα.



Τμήμα 4

Εντολή είσπραξης

Άρθρο 84

Κατάρτιση του εντάλματος είσπραξης

(άρθρο 79 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Το ένταλμα είσπραξης αναφέρει:

α) το οικονομικό έτος καταλογισμού·

β) τα στοιχεία της πράξης ή της νομικής δέσμευσης που αποτελεί το γενεσιουργό αίτιο της απαίτησης και παρέχει δικαίωμα είσπραξης·

γ) το άρθρο του προϋπολογισμού και, ενδεχομένως, κάθε άλλη αναγκαία υποδιαίρεση, περιλαμβανομένων, εφόσον συντρέχει περίπτωση, των στοιχείων της αντίστοιχης δημοσιονομικής δέσμευσης·

δ) το προς είσπραξη ποσό, εκφρασμένο σε ευρώ·

ε) το όνομα και τη διεύθυνση του οφειλέτη·

στ) την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β)·

ζ) τον δυνατό τρόπο είσπραξης, περιλαμβανομένης ειδικότερα της είσπραξης με συμψηφισμό ή με εκτέλεση κάθε προϋπάρχουσας εγγύησης.

2.  Το ένταλμα είσπραξης χρονολογείται και υπογράφεται από τον αρμόδιο διατάκτη και στη συνέχεια διαβιβάζεται στον υπόλογο.

3.  Ο υπόλογος εκάστου θεσμικού οργάνου τηρεί κατάσταση των ποσών που πρέπει να ανακτηθούν. Οι απαιτήσεις της Ένωσης ομαδοποιούνται στην κατάσταση βάσει της ημερομηνίας έκδοσης του σχετικού εντάλματος είσπραξης. Διαβιβάζει τον εν λόγω κατάλογο στον υπόλογο της Επιτροπής.

Ο υπόλογος της Επιτροπής καταρτίζει ενοποιημένη κατάσταση με τα οφειλόμενα ποσά ανά θεσμικό όργανο και ημερομηνία έκδοσης του εντάλματος είσπραξης. Η εν λόγω κατάσταση προσαρτάται στην έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση.

4.  Για να ενισχύσει την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Επιτροπή καταρτίζει κατάσταση των απαιτήσεων της Ένωσης, αναφέροντας το όνομα του οφειλέτη και το ύψος της οφειλής του, εφόσον έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση που επιτάσσει στον οφειλέτη την εξόφληση του σχετικού ποσού και έχει την ισχύ δεδικασμένου, και εφόσον δεν έχει εξοφληθεί κανένα ποσό ή κάποιο σημαντικό ποσό επί ένα έτος από την έκδοση της απόφασης. Η κατάσταση αυτή δημοσιεύεται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το ζήτημα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα φυσικών προσώπων, οι πληροφορίες που δημοσιεύονται διαγράφονται μόλις εξοφληθεί πλήρως το ποσό της οφειλής. Το ίδιο ισχύει για τα προσωπικά δεδομένα νομικών προσώπων των οποίων ο επίσημος τίτλος προσδιορίζει ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

Η απόφαση συμπερίληψης ενός οφειλέτη στην κατάσταση των απαιτήσεων της Ένωσης λαμβάνεται σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας και λαμβάνει υπόψη, ιδίως, το ύψος της οφειλής.

Άρθρο 85

Εκτελεστή απόφαση υπέρ άλλων οργάνων

(άρθρο 79 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 79 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού συντρέχουν όταν το οικείο όργανο έχει εξαντλήσει τις δυνατότητες εκούσιας πληρωμής και είσπραξης της οφειλής με συμψηφισμό όπως προβλέπεται στο άρθρο 80 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, η δε οφειλή αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσό.

2.  Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τα οικεία όργανα, εκτός αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 299 της ΣΛΕΕ, δύνανται να ζητήσουν από την Επιτροπή την έκδοση εκτελεστής απόφασης.

3.  Σε όλες τις περιπτώσεις, η εκτελεστή απόφαση προσδιορίζει ότι τα ποσά των απαιτήσεων εγγράφονται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αντιστοιχεί στο σχετικό όργανο, το οποίο και ενεργεί ως διατάκτης. Τα έσοδα εγγράφονται ως γενικά έσοδα, εκτός εάν εμπίπτουν στις ειδικές περιπτώσεις εσόδων ειδικού προορισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

4.  Το αιτούν όργανο ενημερώνει την Επιτροπή για οιοδήποτε γεγονός ενδέχεται να τροποποιήσει την είσπραξη και παρεμβαίνει υπέρ της Επιτροπής σε περίπτωση προσφυγής κατά της εκτελεστής απόφασης.

5.  Η Επιτροπή και το σχετικό όργανο συμφωνούν επί των πρακτικών λεπτομερειών για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.



Τμήμα 5

Είσπραξη

Άρθρο 86

Διατυπώσεις είσπραξης

(άρθρο 80 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η είσπραξη των απαιτήσεων οδηγεί στην πραγματοποίηση, από μέρους του υπολόγου, εγγραφής στους λογαριασμούς και στην ενημέρωση του αρμόδιου διατάκτη.

2.  Κάθε καταβολή σε μετρητά που πραγματοποιείται στο ταμείο του υπολόγου ή του υπολόγου παγίων προκαταβολών οδηγεί στην έκδοση αποδεικτικού.

3.  Η μερική εξόφληση από μέρους οφειλέτη για τον οποίο έχουν εκδοθεί διάφορα εντάλματα είσπραξης καλύπτει πρώτα την παλαιότερη απαίτηση κατ’ αυτού, εκτός εάν ο οφειλέτης ορίσει άλλως.

Οι μερικές εξοφλήσεις καλύπτουν πρώτα τους τόκους.

Άρθρο 87

Είσπραξη με συμψηφισμό

(άρθρο 80 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όταν ο οφειλέτης έχει έναντι της Ένωσης απαίτηση βεβαία σύμφωνα με το άρθρο 81 στοιχείο α), εκκαθαρισμένη και απαιτητή, και η οποία αναφέρεται σε ποσό προκύπτον από ένταλμα πληρωμής, ο υπόλογος εισπράττει, μετά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β), τα βεβαιωμένα προς είσπραξη ποσά με συμψηφισμό.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν είναι αναγκαία η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης διότι ο υπόλογος έχει τεκμηριωμένους λόγους να πιστεύει ότι το οφειλόμενο στην Ένωση ποσό θα μπορούσε να απολεσθεί, ο υπόλογος εισπράττει το ποσό αυτό με συμψηφισμό πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β).

Ο υπόλογος προβαίνει επίσης σε είσπραξη με συμψηφισμό πριν από την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) εφόσον συμφωνήσει ο οφειλέτης.

2.  Προτού προβεί σε είσπραξη κατά την παράγραφο 1, ο υπόλογος συμβουλεύεται τον αρμόδιο διατάκτη και ενημερώνει τους εμπλεκόμενους οφειλέτες.

Όταν οφειλέτης είναι εθνική αρχή ή διοικητική οντότητα κράτους μέλους, ο υπόλογος ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος, τουλάχιστον δέκα εργάσιμες ημέρες πριν, σχετικά με την πρόθεσή του να προσφύγει σε είσπραξη μέσω συμψηφισμού. Ωστόσο, σε συμφωνία με το οικείο κράτος μέλος ή την εμπλεκόμενη διοικητική οντότητα, ο υπόλογος είναι δυνατόν να προβεί σε είσπραξη με συμψηφισμό πριν εκπνεύσει το εν λόγω δεκαήμερο.

3.  Ο συμψηφισμός κατά την παράγραφο 1 έχει το ίδιο αποτέλεσμα με την πληρωμή και απαλλάσσει την Ένωση από το ποσό της οφειλής της και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, από τους οφειλόμενους τόκους.

Άρθρο 88

Διαδικασία είσπραξης ελλείψει εκούσιας πληρωμής

(άρθρα 79 και 80 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 87, και εφόσον δεν εισπραχθεί εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β) ολόκληρο το ποσό που προσδιορίζεται στο χρεωστικό σημείωμα, ο υπόλογος ενημερώνει σχετικά τον αρμόδιο διατάκτη και κινεί αμελλητί τη διαδικασία είσπραξης με κάθε νόμιμο μέσο, συμπεριλαμβανόμενης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, της ανάκτησης με εκτέλεση τυχόν εγγύησης που έχει συσταθεί εκ των προτέρων.

2.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 87, όταν δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί ο τρόπος είσπραξης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και όταν ο οφειλέτης δεν κατέβαλε την πληρωμή ανταποκρινόμενος στην επιστολή οχλήσεως που του απηύθυνε ο υπόλογος, ο τελευταίος προβαίνει στην αναγκαστική εκτέλεση του τίτλου είτε βάσει του άρθρου 79 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού είτε βάσει τίτλου αποκτηθέντος διά της δικαστικής οδού.

Άρθρο 89

Πρόσθετη προθεσμία πληρωμής

(άρθρο 80 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Πρόσθετη προθεσμία για την πληρωμή μπορεί να παραχωρηθεί από τον υπόλογο, σε σύνδεση με τον αρμόδιο διατάκτη, μόνο μετά από έγγραφο δεόντως αιτιολογημένο αίτημα του οφειλέτη και υπό τον ακόλουθο διττό όρο:

α) ο οφειλέτης δεσμεύεται να καταβάλλει τόκους με το επιτόκιο που καθορίζεται στο άρθρο 83 και για ολόκληρη την πρόσθετη περίοδο που του παραχωρείται, με αφετηρία την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β)·

β) προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα της Ένωσης, συστήνει χρηματική εγγύηση, αποδεκτή από τον υπόλογο του οργάνου, η οποία καλύπτει την οφειλή που δεν έχει εισπραχθεί ακόμη ως προς το κεφάλαιο και ως προς τους τόκους.

Η εγγύηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου μπορεί να αντικατασταθεί από προσωπική και εις ολόκληρον εγγύηση τρίτου την οποία εγκρίνει ο υπόλογος του οργάνου.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κατόπιν αιτήματος του οφειλέτη, ο υπόλογος δύναται να παράσχει απαλλαγή από την υποχρέωση σύστασης της εγγύησης που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, εφόσον κρίνει ότι ο οφειλέτης, είναι μεν πρόθυμος και μπορεί να καταβάλει την πληρωμή εντός της παραταθείσας προθεσμίας, όμως δεν είναι σε θέση να προβεί στη σύσταση της εν λόγω εγγύησης και βρίσκεται σε δυσχερή κατάσταση.

Άρθρο 90

Είσπραξη προστίμων ή άλλων κυρώσεων

(άρθρα 80 και 83 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όταν το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής με την οποία επιβάλλονται πρόστιμα ή άλλες κυρώσεις δυνάμει της ΣΛΕΕ ή της Συνθήκης Ευρατόμ, και έως ότου εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, ο οφειλέτης είτε εξοφλεί προσωρινά τα σχετικά ποσά καταβάλλοντάς τα στον τραπεζικό λογαριασμό που ορίζει ο υπόλογος, είτε παρέχει αποδεκτή για τον υπόλογο χρηματική εγγύηση. Η εν λόγω εγγύηση είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση καταβολής του προστίμου ή άλλης κύρωσης και μπορεί να εκτελεσθεί σε πρώτη ζήτηση. Η εγγύηση αυτή καλύπτει την απαίτηση ως προς το οφειλόμενο κεφάλαιο και τους τόκους, που υπολογίζονται κατά το άρθρο 83 παράγραφος 4.

2.  Η Επιτροπή ασφαλίζει τα προσωρινώς εισπραχθέντα ποσά επενδύοντάς τα σε χρηματοπιστωτικά στοιχεία και με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζει ασφάλεια και ρευστότητα σε σχέση με τα εν λόγω ποσά επιδιώκοντας συγχρόνως θετική απόδοση.

3.  Αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα και εφόσον το πρόστιμο ή η κύρωση έχει επιβεβαιωθεί, λαμβάνεται ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα μέτρα:

α) τα προσωρινώς εισπραχθέντα ποσά και οι τόκοι αυτών, καθώς και τα άλλα ποσά που έχουν αποδώσει, εγγράφονται στον προϋπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 83 του δημοσιονομικού κανονισμού το αργότερο κατά το οικονομικό έτος που έπεται εκείνου στο οποίο εξαντλήθηκαν όλα τα ένδικα μέσα·

β) εφόσον έχει συσταθεί χρηματοοικονομική εγγύηση, αυτή καταπίπτει και τα σχετικά ποσά εγγράφονται στον προϋπολογισμό·

εφόσον το ποσό του προστίμου ή της χρηματικής ποινής έχει αυξηθεί από το Δικαστήριο, εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων α) και β) του πρώτου εδαφίου σε σχέση με τα ποσά της απόφασης της Επιτροπής και ο υπόλογος προβαίνει στην είσπραξη του ποσού που αντιστοιχεί στην αύξηση, το οποίο εγγράφεται στον προϋπολογισμό.

4.  Αφού εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα και εφόσον το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή έχει ακυρωθεί ή μειωθεί, λαμβάνεται ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα μέτρα:

α) τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά μαζί με τους τόκους επιστρέφονται στον ενδιαφερόμενο τρίτο. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η συνολική απόδοση κατά τη σχετική περίοδο υπήρξε αρνητική, η ονομαστική αξία των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών επιστρέφεται·

β) εφόσον έχει συσταθεί χρηματοοικονομική εγγύηση, αυτή αποδεσμεύεται αναλόγως.

Άρθρο 91

Παραίτηση από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης

(άρθρο 80 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να παραιτηθεί, εν όλω ή εν μέρει, από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης μόνον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν το προβλέψιμο κόστος της είσπραξης θα υπερέβαινε το ποσό της προς είσπραξη απαίτησης και η παραίτηση δεν θα έθιγε την εικόνα της Ένωσης·

β) όταν είναι αδύνατη η είσπραξη της απαίτησης λόγω της παλαιότητάς της ή της αφερεγγυότητας του οφειλέτη·

γ) όταν η είσπραξη θίγει την αρχή της αναλογικότητας.

2.  Στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), ο αρμόδιος διατάκτης τηρεί τις προκαθορισμένες διαδικασίες στο πλαίσιο κάθε οργάνου και εφαρμόζει τα ακόλουθα υποχρεωτικά κριτήρια σε κάθε περίσταση:

α) τα πραγματικά περιστατικά, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παρατυπίας που οδήγησε στη βεβαίωση απαίτησης (απάτη, υποτροπή, πρόθεση, επιμέλεια, καλή πίστη, πρόδηλο σφάλμα)·

β) τον αντίκτυπο που θα είχε η παραίτηση από την είσπραξη της απαίτησης στη λειτουργία της Ένωσης και στα οικονομικά της συμφέροντα (ενεχόμενο ποσό, κίνδυνος δημιουργίας προηγουμένου και υπονόμευσης των κανόνων).

Αναλόγως των περιστάσεων της υπόθεσης, ο διατάκτης μπορεί να πρέπει να λάβει επίσης υπόψη και τα ακόλουθα πρόσθετα κριτήρια:

α) την ενδεχόμενη στρέβλωση του ανταγωνισμού που θα συνεπαγόταν η παραίτηση από την είσπραξη της απαίτησης·

β) την οικονομική και κοινωνική ζημία που θα προέκυπτε από την πλήρη είσπραξη της απαίτησης.

3.  Η απόφαση παραίτησης που αναφέρεται στο άρθρο 80 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού είναι αιτιολογημένη και αναφέρει τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την είσπραξη και τα νομικά και πραγματικά περιστατικά στα οποία βασίζεται η εν λόγω απόφαση. Ο αρμόδιος διατάκτης παραιτείται από την είσπραξη απαίτησης σύμφωνα με το άρθρο 84.

4.  Το όργανο δεν μπορεί να μεταβιβάσει περαιτέρω την εξουσία παραίτησης από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης στις εξής περιπτώσεις:

α) όταν η παραίτηση αφορά ποσό τουλάχιστον 1 000 000 ευρώ·

β) όταν η παραίτηση αφορά ποσό τουλάχιστον 100 000 ευρώ, εφόσον αυτό αντιπροσωπεύει ή υπερβαίνει το 25 % της βεβαιωθείσας απαίτησης.

Κάτω από τα όρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, κάθε όργανο ορίζει στους εσωτερικούς κανόνες του τους όρους και τις λεπτομέρειες για την περαιτέρω ανάθεση της εξουσίας παραίτησης από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης.

5.  Κάθε όργανο διαβιβάζει κάθε έτος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση για τις παραιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4 του παρόντος άρθρου και που αφορούν ποσά 100 000 ευρώ και άνω. Στην περίπτωση της Επιτροπής, η έκθεση αυτή επισυνάπτεται στη σύνοψη των ετήσιων εκθέσεων δραστηριοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 9 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 92

Ακύρωση βεβαιωθείσας απαίτησης

(άρθρο 80 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Σε περίπτωση σφάλματος, ο αρμόδιος διατάκτης ακυρώνει εν όλω ή εν μέρει τη βεβαιωθείσα απαίτηση σύμφωνα με τα άρθρα 82 και 84 και παρέχει κατάλληλη αιτιολόγηση.

2.  Κάθε όργανο ορίζει στους εσωτερικούς κανόνες του τους όρους και τις λεπτομέρειες για την περαιτέρω ανάθεση της εξουσίας ακύρωσης βεβαιωθείσας απαίτησης.

Άρθρο 93

Κανόνες παραγραφής

(άρθρο 81 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων της Ένωσης έναντι τρίτων αρχίζει να υπολογίζεται από την εκπνοή της προθεσμίας που γνωστοποιείται στον οφειλέτη με το χρεωστικό σημείωμα όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 80 παράγραφος 3 στοιχείο β).

Η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων τρίτων έναντι της Ένωσης αρχίζει να υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία η εξόφληση της απαίτησης καθίσταται απαιτητή σύμφωνα με την αντίστοιχη νομική δέσμευση.

2.  Η περίοδος παραγραφής των απαιτήσεων της Ένωσης έναντι τρίτων διακόπτεται με οποιαδήποτε πράξη θεσμικού οργάνου ή κράτους μέλους που ενεργεί αιτήσει θεσμικού οργάνου, η οποία κοινοποιείται στον τρίτο με σκοπό την είσπραξη της οφειλής.

Η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων τρίτων έναντι της Ένωσης διακόπτεται με οποιαδήποτε πράξη κοινοποιούμενη στην Ένωση από πιστωτή ή εξ ονόματος πιστωτή με σκοπό την είσπραξη της οφειλής.

3.  Την επομένη της διακοπής κατά την παράγραφο 2 αρχίζει νέα προθεσμία παραγραφής πέντε ετών.

4.  Οποιαδήποτε δικαστική προσφυγή σχετική με απαίτηση κατά την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανόμενων των προσφυγών ενώπιον δικαστηρίου το οποίο στη συνέχεια δηλώνει αναρμόδιο, διακόπτει την προθεσμία παραγραφής. Η νέα πενταετής προθεσμία παραγραφής αρχίζει μόνον αφότου εκδοθεί απόφαση με ισχύ δεδικασμένου ή επιτευχθεί εξωδικαστικός συμβιβασμός μεταξύ των ίδιων μερών και για την ίδια υπόθεση.

5.  Όταν ο υπόλογος παραχωρεί στον οφειλέτη επιπλέον προθεσμία πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 89, τούτο θεωρείται ότι συνιστά διακοπή της προθεσμίας παραγραφής. Η νέα πενταετής περίοδος παραγραφής αρχίζει να υπολογίζεται από την επομένη της εκπνοής της παράτασης της προθεσμίας πληρωμής.

6.  Οι απαιτήσεις δεν εισπράττονται μετά την εκπνοή της προθεσμίας παραγραφής, όπως αυτή ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 5.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Δαπάνες

Άρθρο 94

Απόφαση χρηματοδότησης

(άρθρο 84 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η απόφαση χρηματοδότησης προσδιορίζει τα ουσιώδη στοιχεία μιας ενέργειας που συνεπάγεται δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού.

2.  Η απόφαση χρηματοδότησης προσδιορίζει ιδίως τα ακόλουθα:

α) για τις επιχορηγήσεις:

i) τα στοιχεία αναφοράς της βασικής πράξης και της γραμμής του προϋπολογισμού·

ii) τις προτεραιότητες του έτους, τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν και τα προβλεπόμενα αποτελέσματα με τις πιστώσεις που έχουν εγκριθεί για το οικονομικό έτος·

iii) τα ουσιώδη κριτήρια επιλεξιμότητας, επιλογής και ανάθεσης που θα εφαρμοσθούν για την επιλογή των προτάσεων·

iv) το μέγιστο δυνατόν ποσοστό συγχρηματοδότησης και, εφόσον προβλέπονται διάφορα ποσοστά, τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν για καθένα από τα ποσοστά αυτά·

v) το χρονοδιάγραμμα και το ενδεικτικό ποσό των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων·

β) για τις δημόσιες συμβάσεις:

i) το συνολικό ύψος των πιστώσεων που έχουν διατεθεί από τον προϋπολογισμό για τις δημόσιες συμβάσεις του εκάστοτε οικονομικού έτους·

ii) τον ενδεικτικό αριθμό και το είδος των συμβάσεων που πρόκειται να ανατεθούν και, ει δυνατόν, το αντικείμενό τους σε γενικές γραμμές·

iii) το ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για την έναρξη των διαδικασιών ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων·

γ) για τα καταπιστευματικά ταμεία που αναφέρονται στο άρθρο 187 του δημοσιονομικού κανονισμού:

i) τα στοιχεία αναφοράς της βασικής πράξης και της γραμμής του προϋπολογισμού·

ii) τις πιστώσεις που διατίθενται για το καταπιστευματικό ταμείο κατά το τρέχον έτος, καθώς και τα ποσά που προγραμματίζονται για τη διάρκειά του·

iii) τους στόχους του καταπιστευματικού ταμείου και τη διάρκειά του·

iv) τους κανόνες διακυβέρνησης του καταπιστευματικού ταμείου·

v) τη δυνατότητα ανάθεσης καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού στις οντότητες και στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 187 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού·

δ) για τα βραβεία:

i) τα στοιχεία αναφοράς της βασικής πράξης και της γραμμής του προϋπολογισμού·

ii) τους επιδιωκόμενους στόχους και τα προβλεπόμενα αποτελέσματα·

iii) τους βασικούς όρους συμμετοχής και τα κριτήρια απονομής·

iv) το χρονοδιάγραμμα του διαγωνισμού και το ποσό του βραβείου ή των βραβείων·

ε) για τα χρηματοδοτικά μέσα:

i) τα στοιχεία αναφοράς της βασικής πράξης και της γραμμής του προϋπολογισμού·

ii) τους επιδιωκόμενους στόχους και τα προβλεπόμενα αποτελέσματα·

iii) το ποσό που διατίθεται στο χρηματοδοτικό μέσο·

iv) το ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα για την εφαρμογή του.

3.  Όταν το πρόγραμμα εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου για τις επιδοτήσεις που χρηματοδοτούνται από πιστώσεις που έχουν εγκριθεί για το οικονομικό έτος, η απόφαση έγκρισης του προγράμματος εργασίας θεωρείται ως η απόφαση χρηματοδότησης των εν λόγω επιδοτήσεων.

Όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις, τα καταπιστευματικά ταμεία, τα βραβεία και τα χρηματοδοτικά μέσα, όταν η εφαρμογή των αντίστοιχων πιστώσεων που έχουν εγκριθεί για το οικονομικό έτος προβλέπεται από πρόγραμμα εργασίας το οποίο περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία β), γ), δ) και ε) του παρόντος άρθρου, η απόφαση έγκρισης του εν λόγω προγράμματος εργασίας θεωρείται επίσης ως η απόφαση χρηματοδότησης για τις σχετικές δημόσιες συμβάσεις, καταπιστευματικά ταμεία, βραβεία και χρηματοδοτικά μέσα.

Εάν το πρόγραμμα εργασίας δεν περιλαμβάνει τέτοιες πληροφορίες για μία ή περισσότερες ενέργειες, πρέπει να τροποποιείται αναλόγως ή πρέπει να εκδίδεται συγκεκριμένη απόφαση χρηματοδότησης για τις σχετικές ενέργειες.

4.  Με την επιφύλαξη ειδικής διάταξης της βασικής πράξης, κάθε ουσιώδης μεταβολή σε απόφαση χρηματοδότησης που έχει ήδη εκδοθεί ακολουθεί την ίδια διαδικασία με την αρχική απόφαση.



Τμήμα 1

Ανάληψη των δαπανών

Άρθρο 95

Συνολικές και προσωρινές δεσμεύσεις

(άρθρο 85 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η συνολική δημοσιονομική δέσμευση υλοποιείται είτε με τη σύναψη χρηματοδοτικής σύμβασης, η οποία προβλέπει τη μεταγενέστερη σύναψη μιας ή περισσότερων νομικών δεσμεύσεων, είτε με τη σύναψη μιας ή περισσότερων νομικών δεσμεύσεων.

Οι χρηματοδοτικές συμβάσεις, οι οποίες υπάγονται στον τομέα της άμεσης χρηματοδοτικής βοήθειας προς τρίτες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της δημοσιονομικής στήριξης, και οι οποίες αποτελούν νομικές δεσμεύσεις, μπορούν να οδηγούν σε πληρωμές χωρίς σύναψη άλλων νομικών δεσμεύσεων.

2.  Η προσωρινή δημοσιονομική δέσμευση υλοποιείται είτε με τη σύναψη μιας ή περισσότερων νομικών δεσμεύσεων που παρέχουν το δικαίωμα για μεταγενέστερες πληρωμές είτε, στις περιπτώσεις που συνδέονται με τις δαπάνες διαχείρισης του προσωπικού ή με τις δαπάνες επικοινωνίας που αποβλέπουν στην κάλυψη της επικαιρότητας της Ένωσης από τα όργανα, απευθείας με πληρωμές.

Άρθρο 96

Θέσπιση της συνολικής δέσμευσης

(άρθρο 85 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η συνολική δέσμευση πραγματοποιείται βάσει απόφασης χρηματοδότησης.

Η δέσμευση αυτή πραγματοποιείται το αργότερο πριν από την απόφαση επιλογής των δικαιούχων και, όταν η εκτέλεση των σχετικών πιστώσεων συνεπάγεται την έγκριση προγράμματος εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 188, το νωρίτερο μετά την έγκριση του εν λόγω προγράμματος.

2.  Στην περίπτωση που η συνολική δέσμευση υλοποιείται με τη σύναψη χρηματοδοτικής σύμβασης, η παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζεται.

Άρθρο 97

Υπογραφές από το ίδιο πρόσωπο

(άρθρο 85 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο κανόνας της υπογραφής από το ίδιο πρόσωπο της δημοσιονομικής δέσμευσης και της αντίστοιχης νομικής δέσμευσης μπορεί να μην εφαρμόζεται αποκλειστικά στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν πρόκειται για προσωρινές δεσμεύσεις·

β) όταν οι συνολικές δεσμεύσεις αφορούν χρηματοδοτικές συμβάσεις με τρίτες χώρες·

γ) όταν η απόφαση του οργάνου συνιστά τη νομική δέσμευση·

δ) όταν η συνολική δέσμευση υλοποιείται με περισσότερες από μία νομικές δεσμεύσεις, για τις οποίες την ευθύνη έχουν διαφορετικοί διατάκτες·

ε) όταν, σε σχέση με λογαριασμούς παγίων προκαταβολών για εξωτερικές ενέργειες, οι νομικές δεσμεύσεις πρέπει να υπογράφονται από μέλη του προσωπικού των τοπικών διοικητικών μονάδων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 72, βάσει των εντολών του αρμόδιου διατάκτη, ο οποίος παραμένει, ωστόσο, πλήρως υπεύθυνος για την υποκείμενη πράξη·

στ) όταν θεσμικό όργανο έχει αναθέσει εξουσίες διατάκτη στον διευθυντή διοργανικής ευρωπαϊκής υπηρεσίας κατά το άρθρο 199 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού.

2.  Σε περίπτωση κωλύματος του αρμόδιου διατάκτη που υπέγραψε τη δημοσιονομική δέσμευση και όταν το κώλυμα αυτό είναι διάρκειας ασυμβίβαστης με τις προθεσμίες σύναψης της νομικής δέσμευσης, η νομική δέσμευση συνάπτεται από τον υπάλληλο που ορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες αναπλήρωσης που θεσπίζει κάθε όργανο, εφόσον ο υπάλληλος αυτός έχει την ιδιότητα του διατάκτη σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 98

Διοικητικές δαπάνες καλυπτόμενες από προσωρινές δεσμεύσεις

(άρθρο 85 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ως τρέχουσες δαπάνες διοικητικής φύσης οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε προσωρινές δεσμεύσεις θεωρούνται ιδίως:

α) οι δαπάνες προσωπικού, διεπόμενου και μη διεπόμενου από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, και οι δαπάνες που αφορούν τους λοιπούς ανθρώπινους πόρους, καθώς και οι συντάξεις και η αμοιβή εμπειρογνωμόνων·

β) οι δαπάνες για τα μέλη του οργάνου·

γ) οι δαπάνες επαγγελματικής κατάρτισης·

δ) οι δαπάνες διαγωνισμών, επιλογής και πρόσληψης·

ε) τα έξοδα αποστολών·

στ) τα έξοδα παραστάσεως·

ζ) τα έξοδα συσκέψεων·

η) τα έξοδα εξωτερικής διερμηνείας και/ή μετάφρασης·

θ) οι ανταλλαγές υπαλλήλων·

ι) οι επαναλαμβανόμενες μισθώσεις κινητών και ακινήτων ή οι επαναλαμβανόμενες πληρωμές που αφορούν συμβάσεις επί ακινήτων κατά την έννοια του άρθρου 121 του παρόντος κανονισμού ή οι δόσεις δανείων δυνάμει του άρθρου 203 παράγραφος 8 του δημοσιονομικού κανονισμού·

ια) οι διάφορες ασφάλειες·

ιβ) ο καθαρισμός, η συντήρηση και η ασφάλεια·

ιγ) οι δαπάνες στον κοινωνικό τομέα και στον τομέα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης·

ιδ) η χρήση των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών·

ιε) τα χρηματοπιστωτικά έξοδα·

ιστ) τα δικαστικά έξοδα·

ιζ) οι αποζημιώσεις και οι τόκοι·

ιη) οι εξοπλισμοί εργασίας·

ιθ) το νερό, το φωταέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα·

κ) οι δημοσιεύσεις σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή·

κα) οι δραστηριότητες επικοινωνιών από τα όργανα για την κάλυψη της επικαιρότητας της Ένωσης.

Άρθρο 99

Εγγραφή μεμονωμένων νομικών δεσμεύσεων

(άρθρο 86 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Στην περίπτωση συνολικής δημοσιονομικής δέσμευσης ακολουθούμενης από μία ή περισσότερες μεμονωμένες νομικές δεσμεύσεις, ο αρμόδιος διατάκτης εγγράφει στην κεντρική λογιστική τα ποσά αυτών των διαδοχικών μεμονωμένων νομικών δεσμεύσεων.

Αυτές οι λογιστικές εγγραφές μνημονεύουν τα στοιχεία της συνολικής δέσμευσης στην οποία καταλογίζονται.

Ο αρμόδιος διατάκτης προβαίνει σε αυτή τη λογιστική εγγραφή πριν υπογράψει την αντίστοιχη μεμονωμένη νομική δέσμευση, εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 86 παράγραφος 4 τέταρτο εδάφιο του δημοσιονομικού κανονισμού.

Σε κάθε περίπτωση, ο αρμόδιος διατάκτης επαληθεύει ότι το σωρευτικό ποσό δεν υπερβαίνει το ποσό της συνολικής δέσμευσης που τις καλύπτει.



Τμήμα 2

Εκκαθάριση των δαπανών

Άρθρο 100

Εκκαθάριση και «έγκριση πληρωμής»

(άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κάθε εκκαθάριση δαπάνης στηρίζεται σε δικαιολογητικά έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 110, που πιστοποιούν τα δικαιώματα του πιστωτή, βάσει της βεβαίωσης υπηρεσιών που έχουν πράγματι παρασχεθεί, προμηθειών που έχουν πράγματι παραδοθεί ή εργασιών που έχουν πράγματι εκτελεστεί, ή βάσει άλλων τίτλων που δικαιολογούν την πληρωμή, περιλαμβανομένων επαναλαμβανόμενων πληρωμών για συνδρομές ή εκπαιδευτικά μαθήματα.

2.  Ο αρμόδιος διατάκτης εξετάζει προσωπικά τα δικαιολογητικά ή εξακριβώνει, υπ’ ευθύνη του, ότι η εξέταση αυτή πραγματοποιήθηκε, προτού λάβει την απόφαση εκκαθάρισης της δαπάνης.

3.  Η απόφαση εκκαθάρισης εκφράζεται με την υπογραφή γραμματίου είσπραξης με «έγκριση πληρωμής» από τον αρμόδιο διατάκτη ή από τεχνικά αρμόδιο υπάλληλο δεόντως εξουσιοδοτημένο με επίσημη απόφαση του αρμόδιου διατάκτη και με δική του ευθύνη σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού. Αυτές οι αποφάσεις εξουσιοδότησης διατηρούνται για μελλοντική χρήση ως έγγραφα αναφοράς.

Άρθρο 101

Βεβαίωση της ακρίβειας για πληρωμές προχρηματοδότησης

(άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Για τις πληρωμές προχρηματοδότησης, ο αρμόδιος διατάκτης ή ένας τεχνικά αρμόδιος υπάλληλος, δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον αρμόδιο διατάκτη, πιστοποιεί με την ένδειξη «βεβαιώνεται η ακρίβεια» ότι πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στη νομική δέσμευση για την πληρωμή της προχρηματοδότησης.

Άρθρο 102

Έγκριση πληρωμής επιδοτήσεων για ενδιάμεσες πληρωμές και πληρωμές υπολοίπων

(άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Για τις ενδιάμεσες πληρωμές και τις πληρωμές υπολοίπων που αντιστοιχούν σε δημόσιες συμβάσεις, η ένδειξη «έγκριση πληρωμής» πιστοποιεί ότι:

α) το τιμολόγιο που εξέδωσε ο αντισυμβαλλόμενος παραλήφθηκε από το όργανο και η παραλαβή αυτή αποτέλεσε αντικείμενο επίσημης καταγραφής·

β) η ένδειξη «βεβαιώνεται η ακρίβεια» έχει τεθεί έγκυρα στο ίδιο το τιμολόγιο ή σε εσωτερικό έγγραφο το οποίο συνοδεύει το παραληφθέν τιμολόγιο, και έχει υπογραφεί από τον αρμόδιο διατάκτη ή από τεχνικά αρμόδιο υπάλληλο δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο διατάκτη·

γ) το τιμολόγιο εξακριβώθηκε ως προς όλες τις πτυχές του από τον αρμόδιο διατάκτη ή υπ’ ευθύνη του, ιδίως για τον προσδιορισμό του προς πληρωμή ποσού και του εξοφλητικού χαρακτήρα της προς διενέργεια πληρωμής.

Με την ένδειξη «βεβαιώνεται η ακρίβεια», που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο β), πιστοποιείται ότι οι προβλεπόμενες στη σύμβαση υπηρεσίες έχουν όντως παρασχεθεί, ή ότι οι προβλεπόμενες στη σύμβαση προμήθειες έχουν όντως παραδοθεί, ή ότι οι προβλεπόμενες στη σύμβαση εργασίες έχουν όντως εκτελεστεί. Για τις προμήθειες και τις εργασίες, ο τεχνικά αρμόδιος, μόνιμος ή άλλος, υπάλληλος εκδίδει πιστοποιητικό προσωρινής παραλαβής και εν συνεχεία πιστοποιητικό οριστικής παραλαβής στο τέλος της περιόδου εγγύησης που προβλέπεται στη σύμβαση. Αυτά τα δύο πιστοποιητικά ισοδυναμούν με την ένδειξη «βεβαιώνεται η ακρίβεια».

Για επαναλαμβανόμενες πληρωμές, περιλαμβανομένων των πληρωμών για συνδρομές ή εκπαιδευτικά μαθήματα, η ένδειξη «βεβαιώνεται η ακρίβεια» πιστοποιεί ότι η αξίωση του πιστωτή ανταποκρίνεται στα σχετικά έγγραφα αιτιολόγησης της πληρωμής.

Άρθρο 103

Έγκριση πληρωμής επιδοτήσεων για ενδιάμεσες πληρωμές και πληρωμές υπολοίπων

(άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Για τις ενδιάμεσες πληρωμές και τις πληρωμές υπολοίπων που αντιστοιχούν σε επιδοτήσεις, η ένδειξη «έγκριση πληρωμής» πιστοποιεί ότι:

α) η αίτηση πληρωμής που υπέβαλε ο δικαιούχος παραλήφθηκε από το όργανο και η παραλαβή αυτή αποτέλεσε αντικείμενο επίσημης καταγραφής·

β) η ένδειξη «βεβαιώνεται η ακρίβεια» έχει τεθεί έγκυρα στην ίδια την αίτηση πληρωμής ή σε εσωτερικό έγγραφο το οποίο συνοδεύει την παραληφθείσα αίτηση πληρωμής, και έχει υπογραφεί από τεχνικά αρμόδιο, μόνιμο ή άλλο, υπάλληλο εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο διατάκτη·

γ) η αίτηση πληρωμής εξακριβώθηκε ως προς όλες τις πτυχές της, από τον αρμόδιο διατάκτη ή υπ’ ευθύνη του, για τον προσδιορισμό ιδίως του προς πληρωμή ποσού και του εξοφλητικού χαρακτήρα της προς διενέργεια πληρωμής.

Με την ένδειξη που αναφέρεται στο στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, ο τεχνικά αρμόδιος, μόνιμος ή άλλος, υπάλληλος ο οποίος έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί από τον αρμόδιο διατάκτη, πιστοποιεί ότι η ενέργεια ή το πρόγραμμα εργασίας που εκτελεί ο δικαιούχος είναι καθ’ όλα σύμφωνη με τη σύμβαση ή απόφαση επιδότησης, καθώς επίσης και, κατά περίπτωση, ότι οι δαπάνες που δήλωσε ο δικαιούχος είναι επιλέξιμες.

Άρθρο 104

Έγκριση πληρωμής για τις δαπάνες προσωπικού

(άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Για τις πληρωμές που αντιστοιχούν στις δαπάνες προσωπικού, η ένδειξη «έγκριση πληρωμής» πιστοποιεί ότι υπάρχουν τα ακόλουθα δικαιολογητικά έγγραφα:

α) για τον μηνιαίο μισθό:

i) ο πλήρης κατάλογος του προσωπικού, που αναφέρει όλα τα στοιχεία των αποδοχών,

ii) έντυπο (προσωπικό δελτίο), καταρτιζόμενο βάσει των αποφάσεων που εκδίδονται για κάθε ιδιαίτερη περίπτωση, στο οποίο εμφανίζονται, κάθε φορά που συντρέχει περίπτωση, όλες οι τροποποιήσεις οποιουδήποτε στοιχείου των αποδοχών,

iii) εάν πρόκειται για προσλήψεις ή διορισμούς, επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης πρόσληψης ή διορισμού που συνοδεύει την εκκαθάριση του πρώτου μισθού·

β) για τις άλλες αποδοχές, όπως του ωρομίσθιου ή ημερομίσθιου προσωπικού: κατάσταση, υπογεγραμμένη από τον εξουσιοδοτημένο υπάλληλο, η οποία αναφέρει τις πραγματοποιηθείσες ημέρες και ώρες εργασίας·

γ) για τις υπερωρίες: κατάσταση, υπογεγραμμένη από τον εξουσιοδοτημένο υπάλληλο, η οποία πιστοποιεί τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες·

δ) για τα έξοδα αποστολής:

i) η εντολή αποστολής υπογεγραμμένη από την αρμόδια αρχή,

ii) η κατάσταση των εξόδων αποστολής, υπογεγραμμένη από τον υπάλληλο που πραγματοποιεί την αποστολή και από την κατάλληλα εξουσιοδοτημένη προϊσταμένη αρχή, αν τα έξοδα αποστολής διαφέρουν από την εντολή αποστολής·

ε) για ορισμένες άλλες διοικητικές δαπάνες που αφορούν υπαλλήλους, περιλαμβανομένων συνδρομών ή εκπαιδευτικών μαθημάτων που, σύμφωνα με τη σύμβαση, πρέπει να προπληρωθούν: τα δικαιολογητικά που παραπέμπουν στην απόφαση στην οποία βασίζεται η δαπάνη και που αποδεικνύουν όλα τα στοιχεία του υπολογισμού.

Η κατάσταση εξόδων αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) σημείο ii) αναφέρει τον τόπο της αποστολής, την ημερομηνία και την ώρα αναχώρησης και άφιξης στον τόπο της αποστολής, τα έξοδα ταξιδιού, τα έξοδα διαμονής και τα υπόλοιπα έξοδα, δεόντως εγκεκριμένα βάσει δικαιολογητικών.

Άρθρο 105

Υλική μορφή της ένδειξης «έγκριση πληρωμής»

(άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σε ένα μη μηχανοργανωμένο σύστημα, η «έγκριση πληρωμής» εκφράζεται με σφραγίδα η οποία περιλαμβάνει την υπογραφή του αρμόδιου διατάκτη ή τεχνικά αρμόδιου υπαλλήλου, δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον αρμόδιο διατάκτη σύμφωνα με το άρθρο 100. Σε ένα μηχανοργανωμένο σύστημα, η «έγκριση πληρωμής» εκφράζεται με την ηλεκτρονικά ασφαλή επικύρωση από τον αρμόδιο διατάκτη ή από τεχνικά αρμόδιο υπάλληλο, δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο διατάκτη.

Άρθρο 106

Υλική μορφή της ένδειξης «βεβαιώνεται η ακρίβεια»

(άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σε ένα μη μηχανοργανωμένο σύστημα, η ένδειξη «βεβαιώνεται η ακρίβεια» λαμβάνει τη μορφή σφραγίδας η οποία περιλαμβάνει την υπογραφή του αρμόδιου διατάκτη ή τεχνικά αρμόδιου υπαλλήλου, δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον αρμόδιο διατάκτη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 101. Σε ένα μηχανοργανωμένο σύστημα, η ένδειξη «βεβαιώνεται η ακρίβεια» μπορεί να λάβει τη μορφή ηλεκτρονικά ασφαλισμένης επικύρωσης από τεχνικά αρμόδιο υπάλληλο, δεόντως εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο διατάκτη.



Τμήμα 3

Εντολή πληρωμής

Άρθρο 107

Έλεγχοι του διατάκτη στις πληρωμές

(άρθρο 89 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κατά την κατάρτιση του εντάλματος πληρωμής, ο αρμόδιος διατάκτης βεβαιώνεται για:

α) την κανονικότητα της έκδοσης του εντάλματος πληρωμής, που συνεπάγεται την προΰπαρξη αντίστοιχης απόφασης εκκαθάρισης η οποία εκφράζεται με την «έγκριση πληρωμής», την ακρίβεια του προσδιορισμού του δικαιούχου και το απαιτητό της απαίτησής του·

β) την αντιστοιχία του εντάλματος πληρωμής με τη δημοσιονομική δέσμευση στην οποία καταλογίζεται·

γ) την ακρίβεια του καταλογισμού στον προϋπολογισμό·

δ) τη διαθεσιμότητα των πιστώσεων.

Άρθρο 108

Υποχρεωτικές ενδείξεις και διαβίβαση στον υπόλογο των ενταλμάτων πληρωμής

(άρθρο 89 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Το ένταλμα πληρωμής αναφέρει:

α) το οικονομικό έτος καταλογισμού·

β) το άρθρο του προϋπολογισμού και, ενδεχομένως, κάθε άλλη αναγκαία υποδιαίρεση·

γ) τα στοιχεία της νομικής δέσμευσης η οποία παρέχει δικαίωμα πληρωμής·

δ) τα στοιχεία της δημοσιονομικής δέσμευσης στην οποία καταλογίζεται·

ε) το προς πληρωμή ποσό εκφρασμένο σε ευρώ·

στ) το όνομα, τη διεύθυνση και τα τραπεζικά στοιχεία του δικαιούχου·

ζ) το αντικείμενο της δαπάνης·

η) τον τρόπο πληρωμής·

θ) την εγγραφή των αγαθών στο βιβλίο απογραφής σύμφωνα με το άρθρο 248.

2.  Στο ένταλμα πληρωμής τίθεται ημερομηνία και υπογραφή από τον αρμόδιο διατάκτη και εν συνεχεία διαβιβάζεται στον υπόλογο.



Τμήμα 4

Πληρωμή των δαπανών

Άρθρο 109

Είδη πληρωμών

(άρθρο 90 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  H προχρηματοδότηση παρέχει χρηματικό απόθεμα. Μπορεί να κατατμηθεί σε περισσότερες πληρωμές σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

2.  Μια ενδιάμεση πληρωμή, η οποία μπορεί να επαναλαμβάνεται, μπορεί είτε να καλύπτει δαπάνες που συνεπάγεται η εφαρμογή της απόφασης ή της συμφωνίας είτε να καταβάλλεται για υπηρεσίες, προμήθειες ή έργα που ολοκληρώθηκαν και/ή παραδόθηκαν σε ενδιάμεσα στάδια της σύμβασης. Η ενδιάμεση πληρωμή μπορεί να εκκαθαρίζει εν όλω ή εν μέρει την προχρηματοδότηση, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται στη βασική πράξη.

3.  Το κλείσιμο της δαπάνης λαμβάνει τη μορφή είτε πληρωμής του υπολοίπου, η οποία δεν μπορεί να επαναληφθεί και η οποία εκκαθαρίζει όλες τις προηγηθείσες πληρωμές, είτε εντάλματος είσπραξης.

Άρθρο 110

Δικαιολογητικά έγγραφα

(άρθρο 90 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι προχρηματοδοτήσεις, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων κατάτμησης των καταβολών, πληρώνονται είτε βάσει της σύμβασης, της απόφασης, της συμφωνίας ή της βασικής πράξης, είτε βάσει δικαιολογητικών εγγράφων που επιτρέπουν να εξακριβώνεται η συμμόρφωση των χρηματοδοτούμενων ενεργειών προς τους όρους της οικείας σύμβασης, απόφασης ή συμφωνίας. Εάν στα εν λόγω μέσα καθορίζεται ημερομηνία πληρωμής μιας προχρηματοδότησης, η καταβολή του οφειλόμενου ποσού δεν εξαρτάται από την υποβολή περαιτέρω αίτησης.

2.  Οι ενδιάμεσες πληρωμές και οι πληρωμές υπολοίπων στηρίζονται σε δικαιολογητικά έγγραφα τα οποία επιτρέπουν να εξακριβώνεται η υλοποίηση των χρηματοδοτούμενων σύμφωνα με τη βασική πράξη ή την απόφαση, ή σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ή της συμφωνίας.

3.  Ο αρμόδιος διατάκτης καθορίζει, τηρώντας την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, τη φύση των δικαιολογητικών εγγράφων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, σύμφωνα με τη βασική πράξη, τις αποφάσεις, τις συμβάσεις και τις συμφωνίες. Οι τεχνικές και οικονομικές εκθέσεις εκτέλεσης, οι ενδιάμεσες και οι τελικές, αποτελούν δικαιολογητικά έγγραφα για τους σκοπούς της παραγράφου 2.

4.  Τα δικαιολογητικά έγγραφα φυλάσσονται από τον αρμόδιο διατάκτη σύμφωνα με το άρθρο 48.



Τμήμα 5

Προθεσμίες των πράξεων δαπανών

Άρθρο 111

Προθεσμίες πληρωμής και τόκοι υπερημερίας

(άρθρο 92 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα χρονικά πλαίσια για την καταβολή των πληρωμών νοείται ότι περιλαμβάνουν την επικύρωση, την έγκριση και την πληρωμή των δαπανών.

Αρχίζουν να υπολογίζονται από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης πληρωμής.

Μια αίτηση πληρωμής καταχωρίζεται το ταχύτερο δυνατόν από την εξουσιοδοτημένη υπηρεσία του αρμόδιου διατάκτη, και ως ημερομηνία παραλαβής της θεωρείται η ημερομηνία καταχώρισής της.

Ως ημερομηνία πληρωμής νοείται η ημερομηνία κατά την οποία χρεώνεται ο λογαριασμός του οργάνου.

2.  Μια αίτηση πληρωμής περιλαμβάνει τα ακόλουθα ουσιώδη στοιχεία:

α) τα στοιχεία ταυτότητας του πιστωτή·

β) το ποσό·

γ) το νόμισμα·

δ) την ημερομηνία.

Σε περίπτωση μη αναγραφής ενός τουλάχιστον από τα ουσιώδη στοιχεία, η αίτηση πληρωμής απορρίπτεται.

Ο πιστωτής ενημερώνεται γραπτώς για την απόρριψη και για τους λόγους της απόρριψης το ταχύτερο δυνατόν και οπωσδήποτε εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης πληρωμής.

3.  Σε περίπτωση αναστολής όπως αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, το υπόλοιπο της προθεσμίας πληρωμής αρχίζει να υπολογίζεται εκ νέου από την ημερομηνία κατά την οποία παραλαμβάνονται οι πληροφορίες που ζητήθηκαν ή τα αναθεωρημένα έγγραφα ή κατά την οποία διενεργούνται οι αναγκαίες πρόσθετες επαληθεύσεις, συμπεριλαμβανομένων και των επιτόπιων ελέγχων.

4.  Κατά την εκπνοή των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο πιστωτής δικαιούται τόκους υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) τα επιτόκια είναι εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 83 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού,

β) οι τόκοι οφείλονται για το διάστημα από την ημερολογιακή ημέρα που έπεται της εκπνοής της προθεσμίας πληρωμής που προβλέπεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού μέχρι και την ημέρα πληρωμής.

Ωστόσο, όταν οι τόκοι που υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν υπερβαίνουν τα 200 ευρώ, καταβάλλονται στον πιστωτή μόνον εφόσον αυτός υποβάλει σχετική αίτηση εντός δύο μηνών από τη λήψη της καθυστερημένης πληρωμής.

5.  Κάθε θεσμικό όργανο υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την τήρηση των προθεσμιών και την αναστολή των προθεσμιών που καθορίζονται στο άρθρο 92 του δημοσιονομικού κανονισμού. Η έκθεση της Επιτροπής επισυνάπτεται στη σύνοψη των ετήσιων εκθέσεων δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 66 παράγραφος 9 του δημοσιονομικού κανονισμού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Συστήματα πληροφορικής

Άρθρο 112

Περιγραφή των συστημάτων πληροφορικής

(άρθρο 93 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Όταν τα συστήματα και τα υποσυστήματα πληροφορικής χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των πράξεων εκτέλεσης του προϋπολογισμού, απαιτείται πλήρης και ενημερωμένη περιγραφή κάθε συστήματος ή υποσυστήματος.

Κάθε περιγραφή ορίζει το περιεχόμενο όλων των πεδίων δεδομένων και διευκρινίζει τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα επεξεργάζεται κάθε μεμονωμένη πράξη. Εκθέτει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα διασφαλίζει την τήρηση πλήρους διαδρομής του ελέγχου για κάθε πράξη.

Άρθρο 113

Περιοδική αποθήκευση

(άρθρο 93 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα δεδομένα των συστημάτων και υποσυστημάτων πληροφορικής αποθηκεύονται περιοδικά και διατηρούνται σε ασφαλές μέρος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Εσωτερικός ελεγκτής

Άρθρο 114

Διορισμός του εσωτερικού ελεγκτή

(άρθρο 98 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κάθε όργανο διορίζει τον εσωτερικό ελεγκτή του σύμφωνα με κανόνες προσαρμοσμένους στις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες του. Το όργανο ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τον διορισμό του εσωτερικού ελεγκτή.

2.  Κάθε όργανο ορίζει, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του, το πεδίο αποστολής του εσωτερικού ελεγκτή και θεσπίζει λεπτομερώς τους στόχους και τις διαδικασίες άσκησης του έργου του εσωτερικού ελέγχου, με τήρηση των ισχυόντων διεθνών προτύπων στον τομέα του εσωτερικού ελέγχου.

3.  Το όργανο μπορεί να διορίζει ως εσωτερικό ελεγκτή, λόγω των ιδιαίτερων προσόντων του, μόνιμο ή άλλο υπάλληλο διεπόμενο από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, επιλεγόμενο μεταξύ των υπηκόων των κρατών μελών.

4.  Όταν δύο ή περισσότερα όργανα διορίζουν τον ίδιο εσωτερικό ελεγκτή, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε η επίκληση της ευθύνης του να γίνεται υπό τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 119.

5.  Όταν παύουν τα καθήκοντα του εσωτερικού ελεγκτή, το όργανο ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 115

Πόροι του εσωτερικού ελεγκτή

(άρθρο 99 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Το όργανο θέτει στη διάθεση του εσωτερικού ελεγκτή τους αναγκαίους πόρους για την αίσια διεκπεραίωση του έργου του ελέγχου, καθώς και χάρτη αποστολής που περιγράφει λεπτομερώς τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του.

Άρθρο 116

Πρόγραμμα εργασίας

(άρθρο 99 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο εσωτερικός ελεγκτής καταρτίζει το πρόγραμμα εργασίας του και το υποβάλλει στο όργανο.

2.  Το όργανο μπορεί να ζητεί από τον εσωτερικό ελεγκτή να διενεργεί ελέγχους που δεν μνημονεύονται στο πρόγραμμα εργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 117

Εκθέσεις του εσωτερικού ελεγκτή

(άρθρο 99 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο εσωτερικός ελεγκτής υποβάλλει στο οικείο όργανο την ετήσια έκθεση εσωτερικού ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 99 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, η οποία αναφέρει τον αριθμό και τον τύπο των διεξαχθέντων εσωτερικών ελέγχων, τις κυριότερες από τις διατυπωθείσες συστάσεις και τη συνέχεια που εδόθη στις συστάσεις αυτές.

Αυτή η ετήσια έκθεση μνημονεύει επίσης τα συστημικά προβλήματα που επισημάνθηκαν από την ειδικευμένη υπηρεσία η οποία συστάθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 73 παράγραφος 6 του δημοσιονομικού κανονισμού.

2.  Κάθε όργανο εξετάζει αν οι συστάσεις που διατύπωσε στις εκθέσεις του εσωτερικού ελεγκτή του μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανταλλαγής ορθών πρακτικών με τα άλλα όργανα.

3.  Ο εσωτερικός ελεγκτής, κατά την εκπόνηση της έκθεσής του, επικεντρώνεται ιδίως στη συνολική συμμόρφωση με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και εξασφαλίζει ότι έχουν ληφθεί κατάλληλα μέτρα για τη σταθερή βελτίωση και ενίσχυση της εφαρμογής της.

Άρθρο 118

Ανεξαρτησία

(άρθρο 100 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο εσωτερικός ελεγκτής απολαύει πλήρους ανεξαρτησίας κατά τη διενέργεια των ελέγχων του. Δεν λαμβάνει εντολές ούτε περιορίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία, λόγω του διορισμού του, του ανατίθενται δυνάμει των διατάξεων του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 119

Ευθύνη του εσωτερικού ελεγκτή

(άρθρο 100 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Επίκληση της ευθύνης του εσωτερικού ελεγκτή, ως μόνιμου ή άλλου υπαλλήλου διεπόμενου από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, μπορεί να γίνει μόνον από το ίδιο το όργανο υπό τους όρους που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Το όργανο λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση για την έναρξη έρευνας. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Το όργανο μπορεί να αναθέσει την έρευνα, υπό την άμεση ευθύνη του, σε έναν ή περισσότερους υπαλλήλους βαθμού ίσου ή ανώτερου προς το βαθμό του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου. Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας, ο ενδιαφερόμενος υποβάλλεται υποχρεωτικά σε ακρόαση.

Η έκθεση της έρευνας ανακοινώνεται στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος υποβάλλεται στη συνέχεια σε ακρόαση από το όργανο σε σχέση με αυτή την έκθεση.

Βάσει της έκθεσης και της ακρόασης, το όργανο εκδίδει είτε αιτιολογημένη απόφαση με την οποία περαιώνεται η διαδικασία είτε αιτιολογημένη απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 86, καθώς και με το παράρτημα IX του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης. Οι αποφάσεις που επιβάλλουν πειθαρχικά μέτρα ή χρηματικές κυρώσεις κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο και ανακοινώνονται, προς ενημέρωση, στα λοιπά θεσμικά όργανα και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Οι αποφάσεις αυτές μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής του ενδιαφερομένου ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 120

Προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(άρθρο 100 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Με την επιφύλαξη των ενδίκων βοηθημάτων που παρέχονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, παρέχεται στον εσωτερικό ελεγκτή δικαίωμα άμεσης προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά κάθε πράξης που αφορά την άσκηση των καθηκόντων του ως εσωτερικού ελεγκτή. Η προσφυγή αυτή πρέπει να ασκείται εντός προθεσμίας τριών μηνών από την ημερολογιακή ημέρα της κοινοποίησης της σχετικής πράξης.

Η προσφυγή εξετάζεται και κρίνεται υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 91 παράγραφος 5 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.



▼M1

ΤΙΤΛΟΣ V

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

▼M1



Τμήμα 1

Πεδίο εφαρμογής και αρχές ανάθεσης

Άρθρο 121

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

(άρθρο 101 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι συμβάσεις ακινήτων έχουν ως αντικείμενο την αγορά, τη μακροχρόνια μίσθωση με εμπράγματο δικαίωμα (εμφύτευση), την επικαρπία, τη χρηματοδοτική μίσθωση, την απλή μίσθωση ή τη μίσθωση-πώληση, με ή χωρίς δικαίωμα προαίρεσης για αγορά, γης, υφιστάμενων κτιρίων ή άλλων ακινήτων.

2.  Οι συμβάσεις προμηθειών έχουν ως αντικείμενο την αγορά, τη χρηματοδοτική μίσθωση, την απλή μίσθωση ή τη μίσθωση-πώληση, με ή χωρίς δικαίωμα προαίρεσης για αγορά, προϊόντων. Μια σύμβαση προμηθειών μπορεί να περιλαμβάνει, παρεμπιπτόντως, εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης.

3.  Οι συμβάσεις έργων έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση, ή συγχρόνως την εκτέλεση και μελέτη, έργων ή εργασιών σχετιζόμενων με μία από τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο παράρτημα II της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 4 ), ή την υλοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, έργου ανταποκρινόμενου στις απαιτήσεις που ορίζει η αναθέτουσα αρχή που ασκεί καθοριστική επίδραση στο είδος ή στη μελέτη του έργου.

Ένα «έργο» είναι το αποτέλεσμα ενός συνόλου εργασιών, οικοδομικών ή πολιτικού μηχανικού, και προορίζεται αφ' εαυτού για την κάλυψη μιας οικονομικής ή τεχνικής λειτουργίας.

4.  Οι συμβάσεις υπηρεσιών έχουν ως αντικείμενο όλες τις περιπτώσεις παροχής πνευματικών ή μη πνευματικών υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από τις συμβάσεις προμηθειών, έργων και ακινήτων.

5.  Σε περίπτωση μεικτών συμβάσεων που συνίστανται σε προμήθειες και υπηρεσίες, το κύριο αντικείμενο προσδιορίζεται μέσω σύγκρισης των αξιών των αντίστοιχων προμηθειών ή υπηρεσιών.

Οι συμβάσεις που καλύπτουν ένα είδος συμβάσεων (έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών) και οι συμβάσεις παραχώρησης (έργων ή υπηρεσιών) ανατίθενται σύμφωνα με τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις δημόσιες συμβάσεις.

6.  Κάθε αναφορά σε ονοματολογίες στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων γίνεται με βάση το «κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV)», που περιλαμβάνεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 5 ).

7.  Για την υποβολή προσφοράς ή αίτησης συμμετοχής, η αναθέτουσα αρχή δεν απαιτεί από τους ομίλους οικονομικών παραγόντων συγκεκριμένη νομική μορφή, αλλά ο προκριθείς όμιλος μπορεί να υποχρεωθεί να περιβληθεί συγκεκριμένη νομική μορφή μετά την ανάθεση της σύμβασης σε αυτόν, και ενόσω τούτο είναι αναγκαίο για την καλή εκτέλεση της σύμβασης.

8.  Όλες οι ανταλλαγές με αναδόχους, συμπεριλαμβανομένων της σύναψης συνάψεων συμβάσεων και κάθε σχετικής τροποποίησης, πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά συστήματα ανταλλαγής που έχουν συσταθεί από την αναθέτουσα αρχή.

9.  Τα ηλεκτρονικά συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) μόνον εξουσιοδοτημένα πρόσωπα μπορούν να έχουν πρόσβαση στο σύστημα και στα έγγραφα που διαβιβάζονται μέσω αυτού·

β) μόνον εξουσιοδοτημένα πρόσωπα μπορούν να υπογράψουν ή να διαβιβάσουν ηλεκτρονικά ένα έγγραφο μέσω του συστήματος·

γ) τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα πρέπει να προσδιορίζονται μέσω του συστήματος με τα υφιστάμενα μέσα·

δ) η ώρα και η ημερομηνία της ηλεκτρονικής συναλλαγής πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς·

ε) πρέπει να διαφυλάσσεται η ακεραιότητα των εγγράφων·

στ) πρέπει να διαφυλάσσεται η διαθεσιμότητα των εγγράφων·

ζ) ενδεχομένως, πρέπει να διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων·

η) πρέπει να εξασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

10.  Τα δεδομένα που αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω ενός ανάλογου συστήματος χαίρουν του νομικού τεκμηρίου της ακεραιότητας των δεδομένων και της ακρίβειας της ημερομηνίας και ώρας αποστολής ή λήψης των δεδομένων που δηλώνονται από το σύστημα.

Κάθε έγγραφο που αποστέλλεται ή κοινοποιείται μέσω ενός ανάλογου συστήματος θεωρείται ως ισοδύναμο έντυπου εγγράφου, γίνεται δεκτό ως αποδεικτικό στοιχείο σε νομικές διαδικασίες, θεωρείται πρωτότυπο και χαίρει του νομικού τεκμηρίου γνησιότητας και ακεραιότητας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν περιέχει δυναμικά χαρακτηριστικά, ικανά να το αλλάξουν αυτόματα.

Οι ηλεκτρονικές υπογραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 9 στοιχείο β) έχουν ισοδύναμη νομική ισχύ με ιδιόχειρες υπογραφές.

Άρθρο 122

Συμβάσεις-πλαίσια και συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου

(άρθρο 101 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η διάρκεια των συμβάσεων-πλαισίων δεν δύναται να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως λόγω του αντικειμένου της σύμβασης-πλαισίου.

Οι συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου που βασίζονται σε συμβάσεις-πλαίσια ανατίθενται σύμφωνα με τους όρους της εκάστοτε σύμβασης-πλαισίου.

Κατά την ανάθεση συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επιτρέπεται να επιφέρουν ουσιώδεις αλλαγές στη σύμβαση-πλαίσιο.

2.  Όταν συνάπτεται σύμβαση-πλαίσιο με έναν και μοναδικό οικονομικό παράγοντα, οι συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου ανατίθενται εντός των ορίων που προβλέπονται στη σύμβαση-πλαίσιο.

Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να προβούν σε γραπτή διαβούλευση με τον ανάδοχο και, εν ανάγκη, να του ζητήσουν να συμπληρώσει την προσφορά του.

3.  Όταν πρόκειται να συναφθεί σύμβαση-πλαίσιο με περισσότερους οικονομικούς παράγοντες («πολλαπλή σύμβαση-πλαίσιο»), μπορεί να λάβει τη μορφή χωριστών συμβάσεων που έχουν υπογραφεί με πανομοιότυπους όρους με κάθε ανάδοχο.

Οι συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου που βασίζονται σε συμβάσεις-πλαίσια και οι οποίες έχουν συναφθεί με περισσότερους οικονομικούς παράγοντες υλοποιούνται με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α) σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης-πλαισίου: χωρίς προκήρυξη νέου διαγωνισμού, εφόσον στην εν λόγω σύμβαση-πλαίσιο αναφέρονται όλοι οι όροι που διέπουν την παροχή των σχετικών έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, καθώς και οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τον προσδιορισμό του αναδόχου που θα τις εκτελέσει·

β) σε περίπτωση που στη σύμβαση-πλαίσιο δεν προβλέπονται όλοι οι όροι που διέπουν την παροχή των σχετικών έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών: με προκήρυξη νέου διαγωνισμού μεταξύ των αναδόχων, σύμφωνα με την παράγραφο 4 και με βάση τις ακόλουθες μεθόδους:

i) σύμφωνα με τους ίδιους και, εφόσον είναι αναγκαίο, ακριβέστερα διατυπωμένους όρους,

ii) όπου κρίνεται σκόπιμο, με βάση άλλους όρους που αναφέρονται στα έγγραφα της σύμβασης-πλαισίου·

γ) εν μέρει χωρίς προκήρυξη νέου διαγωνισμού σύμφωνα με το στοιχείο α) και εν μέρει με προκήρυξη νέου διαγωνισμού μεταξύ των αναδόχων σύμφωνα με το σημείο β), σε περίπτωση που η δυνατότητα αυτή έχει προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή στα έγγραφα της σύμβασης-πλαισίου.

Τα έγγραφα της σύμβασης που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο σημείο γ) προσδιορίζουν επίσης τους όρους που ενδέχεται να διέπουν την προκήρυξη νέου διαγωνισμού.

4.  Πολλαπλή σύμβαση-πλαίσιο με προκήρυξη νέου διαγωνισμού συνάπτεται με τουλάχιστον τρεις οικονομικούς παράγοντες, υπό την προϋπόθεση ότι έχει υποβληθεί επαρκής αριθμός παραδεκτών προσφορών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 158 παράγραφος 4.

Κατά την ανάθεση σύμβασης συγκεκριμένου αντικειμένου μέσω προκήρυξης νέου διαγωνισμού μεταξύ των αναδόχων, η αναθέτουσα αρχή διαβουλεύεται μαζί τους γραπτώς και ορίζει επαρκή προθεσμία, ώστε να καταστεί δυνατή η υποβολή ειδικών προσφορών. Οι ειδικές προσφορές υποβάλλονται γραπτώς. Η αναθέτουσα αρχή αναθέτει κάθε σύμβαση συγκεκριμένου αντικειμένου στον προσφέροντα που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη ειδική προσφορά βάσει των κριτηρίων ανάθεσης που προσδιορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης-πλαισίου.

5.  Σε τομείς που παρουσιάζουν ταχεία εξέλιξη των τιμών και της τεχνολογίας, οι συμβάσεις-πλαίσια περιλαμβάνουν ρήτρα για ενδιάμεση εξέταση ή την εφαρμογή συστήματος συγκριτικής αξιολόγησης χωρίς την προκήρυξη νέας διαδικασίας διαγωνισμού. Μετά την ενδιάμεση εξέταση, αν οι αρχικοί όροι δεν αντιστοιχούν πλέον στην εξέλιξη των τιμών και της τεχνολογίας, η αναθέτουσα αρχή δεν κάνει χρήση της σχετικής σύμβασης-πλαισίου και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την καταγγελία της.

6.  Οι συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου που βασίζονται σε συμβάσεις-πλαίσια απαιτούν προηγούμενη δημοσιονομική δέσμευση.



Τμήμα 2

Δημοσιότητα

Άρθρο 123

Δημοσιοποίηση διαδικασιών αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού ή για συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/24/ΕΕ

(άρθρο 103 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι προκηρύξεις και ανακοινώσεις προς δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνουν όλες τις πληροφορίες που προβλέπονται στα σχετικά τυποποιημένα έντυπα τα οποία αναφέρονται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ για να εξασφαλίζεται η διαφάνεια της διαδικασίας.

2.  Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να γνωστοποιήσει τις προθέσεις της για τη σύναψη συμβάσεων που έχει προγραμματίσει εντός του οικονομικού έτους με τη δημοσίευση προκαταρκτικής προκήρυξης. Η προκήρυξη αυτή καλύπτει περίοδο ίση ή μικρότερη των 12 μηνών από την ημερομηνία αποστολής της στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να δημοσιεύσει προκαταρκτική προκήρυξη είτε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε στο «προφίλ αγοραστή» της. Στην τελευταία περίπτωση, δημοσιεύεται ανακοίνωση για δημοσίευση στο «προφίλ αγοραστή» στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.  Η προκήρυξη διαγωνισμού χρησιμοποιείται ως μέσο για την έναρξη διαδικασίας εκτιμώμενης αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, με εξαίρεση τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 134 του παρόντος κανονισμού.

4.  Η αναθέτουσα αρχή διαβιβάζει στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων ανακοίνωση της ανάθεσης με τα αποτελέσματα της διαδικασίας το αργότερο εντός 30 ημερών μετά την υπογραφή σύμβασης ή σύμβασης-πλαισίου αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Ωστόσο, οι ανακοινώσεις ανάθεσης που αφορούν συμβάσεις βασιζόμενες σε δυναμικό σύστημα αγορών είναι δυνατόν να ομαδοποιούνται ανά τρίμηνο. Στις περιπτώσεις αυτές, η αναθέτουσα αρχή αποστέλλει την ανακοίνωση το αργότερο εντός 30 ημερολογιακών ημερών μετά από το τέλος κάθε τριμήνου.

Ανακοινώσεις ανάθεσης δεν δημοσιεύονται για τις συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου που βασίζονται σε σύμβαση-πλαίσιο.

5.  Η αναθέτουσα αρχή δημοσιεύει ανακοίνωση της ανάθεσης:

α) πριν από την υπογραφή σύμβασης ή σύμβασης-πλαισίου αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού και η οποία έχει ανατεθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

β) μετά την υπογραφή σύμβασης ή σύμβασης-πλαισίου αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού και η οποία έχει ανατεθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) έως στ) του παρόντος κανονισμού.

6.  Η αναθέτουσα αρχή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση τροποποίησης της σύμβασης κατά τη διάρκειά της, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 114α παράγραφος 3 σημεία α) και β) του δημοσιονομικού κανονισμού, όταν η αξία της τροποποίησης είναι ίση ή μεγαλύτερη των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού.

7.  Σε περίπτωση διοργανικής διαδικασίας, υπεύθυνη για τα εφαρμοστέα μέτρα δημοσιότητας είναι η αναθέτουσα αρχή που είναι αρμόδια για τη διαδικασία.

Άρθρο 124

Δημοσιοποίηση διαδικασιών αξίας χαμηλότερης των κατώτατων ορίων του άρθρου 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού ή εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2014/24/ΕΕ

(άρθρο 103 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Διαδικασίες με εκτιμώμενη αξία σύμβασης χαμηλότερη των κατώτατων ορίων του άρθρου 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού δημοσιοποιούνται με κατάλληλα μέσα. Η δημοσιοποίηση αυτή απαιτεί κατάλληλη εκ των προτέρων δημοσιότητα στο διαδίκτυο ή προκήρυξη διαγωνισμού ή, για συμβάσεις που συνάπτονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 136 του παρόντος κανονισμού, δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 134 του παρόντος κανονισμού και για τη διαδικασία με διαπραγμάτευση όσον αφορά συμβάσεις πολύ χαμηλής αξίας βάσει του άρθρου 137 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

2.  Όσον αφορά συμβάσεις που ανατίθενται σύμφωνα με άρθρο 134 στοιχεία ζ) και θ) του παρόντος κανονισμού, η αναθέτουσα αρχή αποστέλλει κατάλογο των συμβάσεων, το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου του επόμενου οικονομικού έτους, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εφόσον πρόκειται για την Επιτροπή, ο κατάλογος αυτός επισυνάπτεται ως παράρτημα στην περίληψη των ετήσιων εκθέσεων πεπραγμένων που αναφέρεται στο άρθρο 66 παράγραφος 9 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Οι πληροφορίες ανάθεσης συμβάσεων περιλαμβάνουν το όνομα του αναδόχου, το χορηγούμενο ποσό και το αντικείμενο της σύμβασης και, στην περίπτωση άμεσων συμβάσεων και συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου, οφείλουν να συνάδουν με το άρθρο 21 παράγραφος 3.

Η αναθέτουσα αρχή δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο κατάλογο συμβάσεων το αργότερο έως τις 30 Ιουνίου του επόμενου οικονομικού έτους όσον αφορά:

α) συμβάσεις χαμηλότερες των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού·

β) συμβάσεις που ανατίθενται σύμφωνα με το άρθρο 134 στοιχεία η) και ι) έως ιγ) του παρόντος κανονισμού·

γ) τροποποιήσεις συμβάσεων, όπως προβλέπεται στο άρθρο 114α παράγραφος 3 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού·

δ) τροποποιήσεις συμβάσεων όπως ορίζεται στο άρθρο 114α παράγραφος 3 στοιχεία α) και β) του δημοσιονομικού κανονισμού, όταν η αξία της τροποποίησης είναι χαμηλότερη των κατώτατων ορίων του άρθρου 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού·

ε) συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου βάσει σύμβασης-πλαισίου.

Για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου στοιχείο ε), οι πληροφορίες που δημοσιεύονται μπορούν να συγκεντρώνονται ανά ανάδοχο για το ίδιο αντικείμενο.

4.  Σε περίπτωση διοργανικών συμβάσεων-πλαισίων, κάθε αναθέτουσα αρχή είναι αρμόδια για τη δημοσιοποίηση των συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου και των τροποποιήσεών τους, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 3.

Άρθρο 125

Δημοσίευση των προκηρύξεων και ανακοινώσεων

(άρθρο 103 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή καταρτίζει και διαβιβάζει στην Υπηρεσία Εκδόσεων τις προκηρύξεις και ανακοινώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 123 και 124 με ηλεκτρονικά μέσα.

2.  Η Υπηρεσία Εκδόσεων δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις προκηρύξεις και ανακοινώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 123 και 124 το αργότερο:

▼M1

α) επτά ημέρες μετά την αποστολή τους, αν η αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί το ηλεκτρονικό σύστημα για τη συμπλήρωση των τυποποιημένων εντύπων που αναφέρονται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 και περιορίζει το ελεύθερο κείμενο σε 500 λέξεις·

▼M1

β) 12 ημέρες μετά την αποστολή τους σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.

3.  Η αναθέτουσα αρχή οφείλει να είναι σε θέση να αποδείξει την ημερομηνία αποστολής.

Άρθρο 126

Άλλες μορφές δημοσιοποίησης

(άρθρο 103 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Εκτός από τη δημοσιοποίηση που προβλέπεται στα άρθρα 123 και 124, οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο κάθε άλλης μορφής δημοσιοποίησης, κυρίως ηλεκτρονικής. Η δημοσιοποίηση αυτή παραπέμπει, στην προκήρυξη/ανακοίνωση που έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αν η προκήρυξη/ανακοίνωση έχει δημοσιευτεί και δεν μπορεί να προηγείται της δημοσίευσης της εν λόγω προκήρυξης/ανακοίνωσης, η οποία είναι η μόνη αυθεντική.

Η δημοσιοποίηση αυτή δεν μπορεί να δημιουργεί διακρίσεις μεταξύ υποψηφίων ή προσφερόντων, ούτε να περιέχει πληροφορίες άλλες από εκείνες που περιλαμβάνονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, αν η προκήρυξη έχει δημοσιευτεί.



Τμήμα 3

Διαδικασίες σύναψης συμβάσεων

Άρθρο 128

Ελάχιστος αριθμός υποψηφίων και ρυθμίσεις προς διαπραγμάτευση

(άρθρο 104 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Στις περιπτώσεις κλειστής διαδικασίας και στις διαδικασίες που αναφέρονται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) και στο άρθρο 136α, ο ελάχιστος αριθμός υποψηφίων είναι πέντε.

2.  Στις περιπτώσεις διαδικασίας με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα, ανταγωνιστικού διαλόγου, σύμπραξης καινοτομίας, διερεύνησης της τοπικής αγοράς βάσει του άρθρου 134 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) και της διαδικασίας με διαπραγμάτευση για συμβάσεις χαμηλής αξίας βάσει του άρθρου 137 παράγραφος 1, ο ελάχιστος αριθμός υποψηφίων είναι τρεις.

3.  Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση για συμβάσεις πολύ χαμηλής αξίας βάσει του άρθρου 137 παράγραφος 2·

β) στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση βάσει του άρθρου 134, με εξαίρεση τους διαγωνισμούς μελετών βάσει του άρθρου 134 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και τη διερεύνηση της τοπικής αγοράς βάσει του άρθρου 134 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).

4.  Όταν ο αριθμός των υποψηφίων που ικανοποιούν τα κριτήρια επιλογής είναι μικρότερος του ελάχιστου αριθμού που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία, προσκαλώντας τους υποψήφιους που διαθέτουν τις απαιτούμενες ικανότητες. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να μην συμπεριλάβει άλλους οικονομικούς παράγοντες οι οποίοι δεν υπέβαλαν εξαρχής αίτηση συμμετοχής ή τους οποίους δεν είχε εξαρχής προσκαλέσει.

5.  Κατά τη διάρκεια διαπραγμάτευσης, η αναθέτουσα αρχή φροντίζει για την ίση μεταχείριση όλων των προσφερόντων.

Η διαπραγμάτευση μπορεί να λάβει χώρα σε διαδοχικά στάδια, ώστε να μειώνεται ο αριθμός των προς διαπραγμάτευση προσφορών με την εφαρμογή των κριτηρίων ανάθεσης που αναφέρονται στα έγγραφα της σύμβασης. Η αναθέτουσα αρχή αναφέρει στα έγγραφα της σύμβασης αν θα κάνει χρήση αυτής της επιλογής.

6.  Όσον αφορά τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ζ) και στα άρθρα 136α και 137, η αναθέτουσα αρχή καλεί τουλάχιστον όλους τους οικονομικούς παράγοντες που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον μετά την εκ των προτέρων δημοσιότητα που προβλέπεται στο άρθρο 124 παράγραφος 1 ή τη διερεύνηση της τοπικής αγοράς ή τον διαγωνισμό μελετών.

Άρθρο 129

Σύμπραξη καινοτομίας

(άρθρο 104 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η σύμπραξη καινοτομίας στοχεύει στην ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων, υπηρεσιών ή έργων και στην επακόλουθη αγορά των έργων, των προμηθειών ή των υπηρεσιών που προκύπτουν, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται στα συμπεφωνημένα μεταξύ των αναθετουσών αρχών και των εταίρων επίπεδα επιδόσεων και μεγίστου κόστους.

Η σύμπραξη καινοτομίας είναι δομημένη σε διαδοχικές φάσεις σύμφωνα με τα διαδοχικά βήματα της διαδικασίας έρευνας και καινοτομίας, που μπορεί να περιλαμβάνουν την ολοκλήρωση των έργων, την παρασκευή των προϊόντων ή την παροχή των υπηρεσιών. Η σύμπραξη καινοτομίας ορίζει ενδιάμεσους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν από τους εταίρους.

Με βάση τους ανωτέρω ενδιάμεσους στόχους, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποφασίσει μετά από κάθε φάση να λύσει τη σύμπραξη καινοτομίας ή, σε περίπτωση σύμπραξης καινοτομίας με περισσότερους εταίρους, να περιορίσει τον αριθμό των εταίρων καταγγέλλοντας επιμέρους συμβάσεις, εφόσον η αναθέτουσα αρχή έχει αναφέρει στα έγγραφα της σύμβασης τις δυνατότητες αυτές και τους όρους χρήσης τους.

2.  Πριν από τη δρομολόγηση σύμπραξης καινοτομίας, η αναθέτουσα αρχή διεξάγει διαβουλεύσεις με φορείς της αγοράς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 137α, προκειμένου να εξακριβώσει ότι το έργο, η προμήθεια ή η υπηρεσία δεν υφίσταται στην αγορά ούτε αποτελούν αντικείμενο αναπτυξιακής δραστηριότητας με προσανατολισμό την αγορά.

Πρέπει να τηρούνται οι ρυθμίσεις που αφορούν τη διαπραγμάτευση που προβλέπεται στο άρθρο 104 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και στο άρθρο 128 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού.

Η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει στα έγγραφα της σύμβασης τις ανάγκες καινοτόμων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με την αγορά έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών που διατίθενται ήδη στην αγορά. Αναφέρει επίσης τα στοιχεία της περιγραφής αυτής που ορίζουν τις ελάχιστες απαιτήσεις. Οι παρεχόμενες πληροφορίες είναι επαρκώς ακριβείς ώστε οι οικονομικοί παράγοντες να μπορούν να αντιλαμβάνονται τη φύση και το αντικείμενο της απαιτούμενης λύσης και να αποφασίζουν αν θα υποβάλουν αίτηση συμμετοχής στη διαδικασία.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποφασίσει να συγκροτήσει τη σύμπραξη καινοτομίας με έναν ή περισσότερους εταίρους που εκτελούν χωριστές δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης.

Οι συμβάσεις ανατίθενται αποκλειστικά με κριτήριο την καλύτερη αναλογία τιμής-ποιότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 110 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Στα έγγραφα της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή ορίζει τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται για τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας.

Στο πλαίσιο της σύμπραξης καινοτομίας, η αναθέτουσα αρχή δεν αποκαλύπτει στους υπόλοιπους εταίρους λύσεις που προτείνονται ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες που διαβιβάζονται από εταίρο, χωρίς τη συναίνεσή του.

Η αναθέτουσα αρχή εξασφαλίζει ότι η δομή της σύμπραξης και ιδίως η διάρκεια και η αξία των διαφόρων φάσεων ανταποκρίνονται στον βαθμό καινοτομίας της προτεινόμενης λύσης και στη σειρά των δραστηριοτήτων έρευνας και καινοτομίας που απαιτούνται για την ανάπτυξη μιας καινοτόμου λύσης που δεν διατίθεται ακόμη στην αγορά. Η εκτιμώμενη αξία έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών δεν είναι δυσανάλογη σε σχέση με την επένδυση που απαιτείται για την ανάπτυξή τους.

Άρθρο 130

Διαγωνισμοί μελετών

(άρθρο 104 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι διαγωνισμοί μελετών υπόκεινται στους κανόνες δημοσιοποίησης που ορίζονται στο άρθρο 123 και μπορεί να περιλαμβάνουν την απονομή βραβείων.

Αν για έναν διαγωνισμό μελετών προβλέπεται περιορισμός του αριθμού των υποψηφίων, η αναθέτουσα αρχή θεσπίζει σαφή και χωρίς διακρίσεις κριτήρια επιλογής.

Ο αριθμός των υποψηφίων που καλούνται να συμμετάσχουν πρέπει να είναι επαρκής για την εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού.

2.  Η κριτική επιτροπή διορίζεται από τον αρμόδιο διατάκτη. Απαρτίζεται αποκλειστικά από φυσικά πρόσωπα ανεξάρτητα από τους υποψηφίους στον διαγωνισμό. Όταν απαιτείται από τους υποψήφιους σε διαγωνισμό να διαθέτουν συγκεκριμένο επαγγελματικό προσόν, τουλάχιστον το ένα τρίτο των μελών της κριτικής επιτροπής πρέπει να διαθέτει το ίδιο ή ισοδύναμο προσόν.

Η κριτική επιτροπή διαθέτει ανεξαρτησία γνώμης. Οι γνώμες της διατυπώνονται για τα έργα που υποβάλλονται ανώνυμα από τους υποψηφίους και με αποκλειστικό γνώμονα τα κριτήρια που αναφέρονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

3.  Η κριτική επιτροπή καταχωρίζει σε πρακτικό, που υπογράφεται από τα μέλη της, τις προτάσεις της, οι οποίες βασίζονται στην αξία κάθε έργου, καθώς και την κατάταξη του έργου αυτού και τις παρατηρήσεις της.

Οι υποψήφιοι παραμένουν ανώνυμοι μέχρις ότου η κριτική επιτροπή διατυπώσει τη γνώμη της.

Οι υποψήφιοι είναι δυνατόν να κληθούν από την κριτική επιτροπή να απαντήσουν στα ερωτήματα που έχουν εγγραφεί στα πρακτικά με σκοπό την αποσαφήνιση ενός έργου. Συντάσσονται πλήρη πρακτικά των αντίστοιχων στιχομυθιών.

4.  Στη συνέχεια, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει απόφαση ανάθεσης, στην οποία προσδιορίζονται το όνομα και η διεύθυνση του προκριθέντος υποψηφίου, καθώς και οι λόγοι της επιλογής της, με γνώμονα τα κριτήρια που έχουν ήδη γνωστοποιηθεί μέσω της προκήρυξης του διαγωνισμού, ιδίως όταν η επιλογή της αποκλίνει από τις προτάσεις που έχουν διατυπωθεί στη γνώμη της κριτικής επιτροπής.

Άρθρο 131

Δυναμικό σύστημα αγορών

(άρθρο 104 παράγραφος 6 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Το δυναμικό σύστημα αγορών είναι μια εξ ολοκλήρου ηλεκτρονική διαδικασία για τις αγορές τρέχουσας χρήσης που είναι ανοικτή καθ' όλη τη διάρκειά της σε όλους τους οικονομικούς παράγοντες που πληρούν τα κριτήρια επιλογής. Μπορεί να χωριστεί σε κατηγορίες έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών που ορίζονται αντικειμενικά με βάση τα χαρακτηριστικά της δημόσιας σύμβασης που πρέπει να εκτελεστεί στο πλαίσιο της εκάστοτε κατηγορίας. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να καθορίζονται κριτήρια επιλογής για κάθε κατηγορία.

2.  Η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει στα έγγραφα της σύμβασης τη φύση και την εκτιμώμενη ποσότητα των προβλεπόμενων αγορών, καθώς και όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν το σύστημα αγορών, τον χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τις τεχνικές ρυθμίσεις και προδιαγραφές της σύνδεσης.

3.  Η αναθέτουσα αρχή παρέχει σε κάθε οικονομικό παράγοντα, καθ' όλη την περίοδο ισχύος του δυναμικού συστήματος αγορών, τη δυνατότητα να ζητήσει να συμμετάσχει στο σύστημα. Ολοκληρώνει την αξιολόγηση των αιτήσεων αυτών εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή τους. Σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί σε 15 εργάσιμες ημέρες. Ωστόσο, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να παρατείνει την περίοδο αξιολόγησης εφόσον, εν τω μεταξύ, δεν έχει προκηρυχθεί άλλη πρόσκληση υποβολής προσφορών.

Η αναθέτουσα αρχή ενημερώνει τον υποψήφιο, το συντομότερο δυνατό, αν έχει γίνει δεκτός στο δυναμικό σύστημα αγορών ή όχι.

4.  Η αναθέτουσα αρχή καλεί όλους τους υποψηφίους που έγιναν δεκτοί στο σύστημα στο πλαίσιο της αντίστοιχης κατηγορίας να υποβάλουν προσφορά εντός εύλογης προθεσμίας. Η αναθέτουσα αρχή αναθέτει τη σύμβαση στον προσφέροντα που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά βάσει των κριτηρίων ανάθεσης που προσδιορίζονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Τα κριτήρια αυτά μπορούν, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να προσδιορίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια στην πρόσκληση υποβολής προσφορών.

5.  Η αναθέτουσα αρχή αναφέρει στην προκήρυξη του διαγωνισμού την περίοδο ισχύος του δυναμικού συστήματος αγορών.

Η διάρκεια ενός δυναμικού συστήματος αγορών δεν μπορεί να υπερβαίνει την τετραετία, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες.

Η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να προσφύγει σε ένα τέτοιο σύστημα με σκοπό να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

Άρθρο 132

Ανταγωνιστικός διάλογος

(άρθρο 104 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της, τα κριτήρια ανάθεσης και ένα ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στο περιγραφικό έγγραφο.

Αναθέτει τη σύμβαση στην προσφορά με την καλύτερη αναλογία τιμής-ποιότητας.

2.  Η αναθέτουσα αρχή προβαίνει σε διάλογο με τους υποψηφίους που πληρούν τα κριτήρια επιλογής, με σκοπό τον εντοπισμό και τον προσδιορισμό των μέσων που θα εκπληρώσουν με τον καλύτερο τρόπο τις ανάγκες της. Κατά τη διάρκεια αυτού του διαλόγου, μπορεί να συζητήσει όλες τις πτυχές της διαδικασίας σύναψης σύμβασης με τους επιλεγέντες υποψηφίους, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της ούτε και τα κριτήρια ανάθεσης όπως προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Κατά τη διάρκεια του διαλόγου, η αναθέτουσα αρχή εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των προσφερόντων και δεν αποκαλύπτει τις προτεινόμενες λύσεις ή άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν διαβιβαστεί από προσφέροντα, χωρίς τη συναίνεσή του ως προς την άρση του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα.

Ο ανταγωνιστικός διάλογος μπορεί να διεξαχθεί σε διαδοχικά στάδια, έτσι ώστε να μειώνεται ο αριθμός των προς συζήτηση λύσεων μέσω της εφαρμογής των κριτηρίων ανάθεσης που έχουν ανακοινωθεί, εφόσον η δυνατότητα αυτή προβλέπεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στο περιγραφικό έγγραφο.

3.  Η αναθέτουσα αρχή συνεχίζει τον διάλογο έως ότου μπορέσει να προσδιορίσει τη λύση ή τις λύσεις οι οποίες μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της.

Αφού ενημερώσει τους λοιπούς συμμετέχοντες ότι ο διάλογος έχει ολοκληρωθεί, η αναθέτουσα αρχή καλεί όλους τους συμμετέχοντες να υποβάλουν την τελική προσφορά τους βάσει της λύσης ή των λύσεων που παρουσιάστηκαν και εξειδικεύτηκαν κατά τη διάρκεια του διαλόγου. Οι προσφορές αυτές περιλαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα και απαραίτητα στοιχεία για την υλοποίηση του έργου.

Κατόπιν αιτήματος της αναθέτουσας αρχής, οι ως άνω τελικές προσφορές μπορούν να αποσαφηνιστούν, να εξειδικευτούν και να βελτιστοποιηθούν υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται ουσιαστικές αλλαγές στην προσφορά ή στα έγγραφα της σύμβασης.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να διαπραγματευτεί με τον υποψήφιο που υπέβαλε την προσφορά με την καλύτερη αναλογία τιμής-ποιότητας για την επιβεβαίωση των δεσμεύσεων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της προσφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται μεταβολή των θεμελιωδών στοιχείων της προσφοράς και δεν ενέχει κίνδυνο στρέβλωσης του ανταγωνισμού ή δημιουργίας διακρίσεων.

4.  Η αναθέτουσα αρχή δύναται να προβλέψει την καταβολή πληρωμών προς τους επιλεγέντες υποψηφίους που συμμετέχουν στο διάλογο.

Άρθρο 133

Διοργανικές διαδικασίες

(άρθρο 104α παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Στην περίπτωση διοργανικής διαδικασίας, μία αναθέτουσα αρχή διαχειρίζεται τη διαδικασία και την επακόλουθη άμεση σύμβαση ή σύμβαση-πλαίσιο, ενεργώντας τόσο για ίδιο λογαριασμό όσο και για λογαριασμό των λοιπών αναθετουσών αρχών.

Στην προκήρυξη του διαγωνισμού προσδιορίζονται οι αναθέτουσες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 104α παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού οι οποίες εμπλέκονται στη διαδικασία σύναψης συμβάσεων, το θεσμικό όργανο που είναι υπεύθυνο για τη διαδικασία και το συνολικό ποσό των συμβάσεων για όλες τις αναθέτουσες αρχές.

Άρθρο 134

Χρήση της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού

(άρθρο 104 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όταν η αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, ενεργεί σύμφωνα με τις ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση που προβλέπονται στο άρθρο 104 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και στο άρθρο 128 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να χρησιμοποιήσει τη διαδικασία με διαπραγμάτευση ανεξάρτητα από την εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν, στο πλαίσιο κλειστής ή ανοικτής διαδικασίας, δεν έχει υποβληθεί καμία προσφορά ή καμία κατάλληλη προσφορά ή ακόμη καμία αίτηση συμμετοχής ή καμία κατάλληλη αίτηση συμμετοχής σύμφωνα με την παράγραφο 2, μετά την ολοκλήρωσή της, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρωτότυπα έγγραφα της σύμβασης δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιαστικά·

β) όταν τα έργα, οι προμήθειες ή οι υπηρεσίες μπορούν να παρασχεθούν αποκλειστικά από έναν μόνο οικονομικό παράγοντα, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3 και για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

i) ο στόχος της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης είναι η δημιουργία ή απόκτηση μοναδικού έργου τέχνης ή καλλιτεχνικής εκδήλωσης,

ii) δεν υφίσταται ανταγωνισμός για τεχνικούς λόγους,

iii) πρέπει να εξασφαλίζεται η προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας·

γ) όταν στο μέτρο που είναι απολύτως αναγκαίο, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης που οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα, δεν είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που ορίζονται στα άρθρα 152, 154 και 275 και όταν οι περιστάσεις που δικαιολογούν αυτή την κατεπείγουσα ανάγκη δεν μπορούν να καταλογιστούν στην αναθέτουσα αρχή·

δ) όταν μια σύμβαση υπηρεσιών έπεται διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον νικητή ή σε έναν από τους νικητές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, στις διαπραγματεύσεις πρέπει να προσκληθούν να συμμετάσχουν όλοι οι νικητές του διαγωνισμού·

ε) για νέες υπηρεσίες ή έργα που συνίστανται στην επανάληψη παρόμοιων υπηρεσιών ή έργων που έχουν ανατεθεί στον οικονομικό παράγοντα στον οποίο η ίδια αναθέτουσα αρχή ανέθεσε την αρχική σύμβαση, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες ή τα έργα είναι σύμφωνα με το βασικό έργο για το οποίο ανατέθηκε η αρχική σύμβαση μετά τη δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, υπό τους όρους της παραγράφου 4·

στ) για τις συμβάσεις προμηθειών:

i) για συμπληρωματικές παραδόσεις με σκοπό είτε τη μερική ανανέωση προμηθειών ή εγκαταστάσεων είτε την επέκταση υφιστάμενων προμηθειών ή εγκαταστάσεων, εφόσον η αλλαγή προμηθευτή θα υποχρέωνε την αναθέτουσα αρχή να αποκτήσει προμήθειες με διαφορετικά τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία θα προκαλούσαν ασυμβατότητα ή δυσανάλογες τεχνικές δυσχέρειες κατά τη χρήση ή τη συντήρηση. Όταν τα θεσμικά όργανα αναθέτουν συμβάσεις για ίδιο λογαριασμό, η διάρκεια των συμβάσεων αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη,

ii) όταν τα προϊόντα κατασκευάζονται αποκλειστικά για σκοπούς έρευνας, πειραματισμού, μελέτης ή ανάπτυξης. Ωστόσο, οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν την παραγωγή ποσοτήτων ικανών να εξασφαλίζουν την εμπορική βιωσιμότητα ή την απόσβεση των δαπανών έρευνας και ανάπτυξης,

iii) για προμήθειες που είναι εισηγμένες και αγοράζονται σε χρηματιστήριο εμπορευμάτων,

iv) για την αγορά προμηθειών, υπό ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, είτε από οικονομικό παράγοντα που παύει οριστικά τις εμπορικές του δραστηριότητες είτε από τους εκκαθαριστές διαδικασίας αφερεγγυότητας, δικαστικού συμβιβασμού ή ανάλογης διαδικασίας βάσει του εθνικού δικαίου·

ζ) για τις συμβάσεις ακινήτων, αφού προηγηθεί διερεύνηση της τοπικής αγοράς·

η) για τις συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο:

i) τη νομική εκπροσώπηση από δικηγόρο κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ ( 6 ) του Συμβουλίου σε διαδικασίες διαιτησίας ή συμβιβασμού ή σε δικαστικές διαδικασίες,

ii) τις νομικές συμβουλές που παρέχονται κατά την προετοιμασία των διαδικασιών που αναφέρονται ανωτέρω ή αν υπάρχει απτή ένδειξη και μεγάλη πιθανότητα το ζήτημα που αφορούν οι συμβουλές να αποτελέσει αντικείμενο τέτοιων διαδικασιών, υπό την προϋπόθεση ότι οι συμβουλές παρέχονται από δικηγόρο, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ,

iii) τις υπηρεσίες διαιτησίας και συμβιβασμού,

iv) τις υπηρεσίες πιστοποίησης και εξακρίβωσης της γνησιότητας εγγράφων που πρέπει να παρέχονται από συμβολαιογράφους·

θ) για τις συμβάσεις που έχουν χαρακτηρισθεί απόρρητες ή για τις συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση πρέπει να συνοδεύεται από ειδικά μέτρα ασφαλείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διοικητικές διατάξεις, ή όταν τούτο επιβάλλεται για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχετικά ουσιώδη συμφέροντα δεν μπορούν να διασφαλιστούν με άλλα μέτρα. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν απαιτήσεις για την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών τις οποίες η αναθέτουσα αρχή παρέχει κατά τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων·

ι) για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες σχετικές με την έκδοση, την αγορά, την πώληση ή τη μεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, κατά την έννοια της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 7 ), υπηρεσίες κεντρικών τραπεζών και συναλλαγές με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας·

ια) δάνεια, είτε συνδέονται είτε όχι με την έκδοση, την πώληση, την αγορά ή τη μεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων·

ιβ) για την αγορά δημόσιων δικτύων επικοινωνιών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 8

ιγ) υπηρεσίες που παρέχονται από διεθνή οργανισμό όταν ο οργανισμός αυτός δεν μπορεί να συμμετάσχει σε ανταγωνιστικές διαδικασίες σύμφωνα με το καταστατικό ή την πράξη σύστασή του.

2.  Μια προσφορά θεωρείται ακατάλληλη όταν δεν έχει σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και μια αίτηση συμμετοχής θεωρείται ακατάλληλη αν ο οικονομικός παράγοντας βρίσκεται σε κατάσταση αποκλεισμού σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού ή δεν πληροί τα κριτήρια επιλογής.

3.  Οι εξαιρέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημεία ii) και iii) εφαρμόζονται μόνο όταν δεν υπάρχει εύλογη εναλλακτική λύση ή υποκατάστατο και όταν η απουσία ανταγωνισμού δεν είναι αποτέλεσμα τεχνητού περιορισμού των παραμέτρων κατά τον καθορισμό της διαδικασίας σύναψης της σύμβασης.

4.  Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο στοιχείο ε) της παραγράφου 1, στο βασικό έργο επισημαίνεται το εύρος πιθανών νέων υπηρεσιών ή έργων και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα ανατεθούν. Μόλις το βασικό έργο προκηρυχθεί σε διαγωνισμό, επισημαίνεται η ενδεχόμενη χρήση της διαδικασίας με διαπραγμάτευση και το συνολικό προβλεπόμενο ποσό για τις επακόλουθες υπηρεσίες ή έργα λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού ή στο άρθρο 265 παράγραφος 1 στοιχείο α), το άρθρο 267 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 269 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού στον τομέα των εξωτερικών δράσεων. Όταν τα θεσμικά όργανα αναθέτουν συμβάσεις για ίδιο λογαριασμό, η διαδικασία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο κατά την εκτέλεση της αρχικής σύμβασης και το αργότερο εντός των τριών ετών που έπονται της υπογραφής της.

Άρθρο 135

Χρήση της διαδικασίας με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα ή του ανταγωνιστικού διαλόγου

(άρθρο 104 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όταν η αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα ή τον ανταγωνιστικό διάλογο, ενεργεί σύμφωνα με τις ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση που προβλέπονται στο άρθρο 104 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και στο άρθρο 128 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού. Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να χρησιμοποιήσει τις διαδικασίες αυτές ανεξάρτητα από την εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν έχουν υποβληθεί μόνο παράτυπες ή απαράδεκτες προσφορές όπως ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 στο πλαίσιο κλειστής ή ανοικτής διαδικασίας, μετά την ολοκλήρωσή της, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρωτότυπα έγγραφα της σύμβασης δεν έχουν τροποποιηθεί ουσιαστικά. Η δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού μπορεί να αρθεί, υπό τους όρους που καθορίζονται στην παράγραφο 4·

β) όσον αφορά έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες που πληρούν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i) όταν οι ανάγκες της αναθέτουσας αρχής δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν χωρίς προσαρμογή άμεσα διαθέσιμης λύσης,

ii) όταν τα έργα, οι προμήθειες ή οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν σχεδιασμό ή καινοτόμες λύσεις,

iii) όταν η σύμβαση δεν είναι δυνατόν να ανατεθεί χωρίς προηγούμενες διαπραγματεύσεις λόγω ειδικών περιστάσεων που σχετίζονται με τη φύση, την πολυπλοκότητα ή τη νομική ή χρηματοοικονομική οργάνωσή της ή λόγω των κινδύνων που συνδέονται με το αντικείμενό της,

iv) όταν οι τεχνικές προδιαγραφές δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με επαρκή ακρίβεια από την αναθέτουσα αρχή με αναφορά σε πρότυπο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 139 παράγραφος 3·

γ) όσον αφορά συμβάσεις παραχώρησης,

δ) όσον αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών που αναφέρονται στο παράρτημα XIV της οδηγίας 2014/24/ΕΕ·

ε) όσον αφορά υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης πέραν εκείνων που καλύπτονται από κωδικούς CPV 73000000-2 έως 73120000-9, 73300000-5, 73420000-2 και 73430000-5 εκτός εάν τα κέρδη ανήκουν αποκλειστικά στην αναθέτουσα αρχή για ιδία χρήση κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων της ή εκτός εάν η παρεχόμενη υπηρεσία αμείβεται εξ ολοκλήρου από την αναθέτουσα αρχή·

στ) όσον αφορά συμβάσεις υπηρεσιών με σκοπό την αγορά, ανάπτυξη, παραγωγή ή συμπαραγωγή υλικού προγραμμάτων που προορίζεται για υπηρεσίες οπτικοακουστικών ή ραδιοφωνικών μέσων όπως ορίζεται στην οδηγία 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 9 ) ή συμβάσεις για τον χρόνο μετάδοσης ή την παροχή προγράμματος.

2.  Μια προσφορά θεωρείται παράτυπη σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν η προσφορά δεν ανταποκρίνεται στις ελάχιστες απαιτήσεις που καθορίζονται στα έγγραφα της σύμβασης·

β) όταν δεν ανταποκρίνεται στους κανόνες κατάθεσης που προβλέπονται στο άρθρο 111 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού·

γ) όταν ο προσφέρων έχει απορριφθεί βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 1 στοιχεία β) ή γ) του δημοσιονομικού κανονισμού·

δ) όταν η αναθέτουσα αρχή έχει δηλώσει ότι η προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή.

3.  Μια προσφορά θεωρείται απαράδεκτη σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν η τιμή της προσφοράς υπερβαίνει τον μέγιστο προϋπολογισμό της αναθέτουσας αρχής, όπως καθορίσθηκε και τεκμηριώθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων·

β) όταν η προσφορά δεν πληροί τα ελάχιστα επίπεδα ποιότητας για την ικανοποίηση των κριτηρίων ανάθεσης.

4.  Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να δημοσιεύσει προκήρυξη διαγωνισμού αν στη διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα συμπεριλάβει όλους τους προσφέροντες που πληρούν τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, εκτός από εκείνους οι οποίοι έχουν υποβάλει προσφορά που θεωρήθηκε ασυνήθιστα χαμηλή.

Άρθρο 136

Διαδικασία μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος

(άρθρο 104 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Για συμβάσεις αξίας χαμηλότερης των κατωτάτων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού ή στο άρθρο 265 παράγραφος 1 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού και με την επιφύλαξη των άρθρων 134 και 135 του παρόντος κανονισμού, η αναθέτουσα αρχή δύναται να προβεί σε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για έναν από τους ακόλουθους δύο σκοπούς:

α) για την προεπιλογή των υποψηφίων που θα προσκληθούν να υποβάλουν προσφορά σε μελλοντικές κλειστές προσκλήσεις υποβολής προσφορών·

β) για την κατάρτιση καταλόγου πωλητών που θα κληθούν να υποβάλουν αιτήσεις συμμετοχής ή προσφορές.

2.  Ο κατάλογος υποψηφίων που προκύπτει από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος ισχύει το πολύ για τέσσερα έτη από την ημερομηνία δημοσίευσης της προκήρυξης που αναφέρεται στο άρθρο 124 παράγραφος 1.

Ο κατάλογος πωλητών που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να περιλαμβάνει υποκαταλόγους.

Κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός παράγοντας μπορεί να εκδηλώσει ενδιαφέρον ανά πάσα στιγμή κατά την περίοδο ισχύος του καταλόγου, εξαιρουμένων των τριών τελευταίων μηνών αυτής της περιόδου.

3.  Όταν πρόκειται να ανατεθεί σύμβαση, η αναθέτουσα αρχή καλεί όλους τους υποψήφιους ή τους πωλητές που έχουν εγγραφεί στο σχετικό κατάλογο ή υποκατάλογο να πράξουν ένα από τα ακόλουθα:

α) στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), να υποβάλουν προσφορά·

β) στην περίπτωση του καταλόγου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), να υποβάλουν ένα από τα ακόλουθα:

i) προσφορές, καθώς και έγγραφα σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής,

ii) έγγραφα σχετικά με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής και, σε ένα δεύτερο στάδιο, προσφορές για όσους πληρούν τα κριτήρια αυτά.

Άρθρο 136α

Συμβάσεις μέσης αξίας

(άρθρο 104 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σύμβαση μέσης αξίας χαμηλότερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού μπορεί να ανατεθεί με διαδικασία με διαπραγμάτευση σύμφωνα με τις ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση που προβλέπονται στο άρθρο 104 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και στο άρθρο 128 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού. Στις διαδικασίες αυτές εφαρμόζονται το άρθρο 124 παράγραφος 1 και το άρθρο 128 παράγραφοι 1 και 4 του παρόντος κανονισμού. Μόνο οι υποψήφιοι που καλούνται ταυτόχρονα και γραπτώς από την αναθέτουσα αρχή μπορούν να υποβάλουν αρχική προσφορά.

Άρθρο 137

Συμβάσεις χαμηλής αξίας

(άρθρο 104 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Σύμβαση χαμηλής αξίας έως 60 000 ευρώ μπορεί να ανατεθεί με διαδικασία με διαπραγμάτευση σύμφωνα με τις ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση που προβλέπονται στο άρθρο 104 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και στο άρθρο 128 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού. Στις διαδικασίες αυτές εφαρμόζονται το άρθρο 124 παράγραφος 1 και το άρθρο 128 παράγραφοι 2 και 4 του παρόντος κανονισμού. Μόνο οι υποψήφιοι που καλούνται ταυτόχρονα και γραπτώς από την αναθέτουσα αρχή μπορούν να υποβάλουν αρχική προσφορά.

2.  Σύμβαση πολύ χαμηλής αξίας έως 15 000 ευρώ μπορεί να ανατεθεί με διαδικασία με διαπραγμάτευση σύμφωνα με τις ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση που προβλέπονται στο άρθρο 104 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και στο άρθρο 128 παράγραφος 5 του παρόντος κανονισμού. Στις διαδικασίες αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 128 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού. Μόνο οι υποψήφιοι που καλούνται ταυτόχρονα και γραπτώς από την αναθέτουσα αρχή μπορούν να υποβάλουν αρχική προσφορά.

3.  Οι πληρωμές ποσών έως 1 000 ευρώ σχετικά με δαπάνες είναι δυνατόν να αφορούν εξόφληση έναντι τιμολογίου, χωρίς να προηγείται αποδοχή προσφοράς.

Άρθρο 137α

Προκαταρκτική διαβούλευση της αγοράς

(άρθρο 105 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όσον αφορά την προκαταρκτική διαβούλευση της αγοράς, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει ή να δεχτεί συμβουλές ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων ή αρχών ή οικονομικών παραγόντων. Οι εν λόγω συμβουλές μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων, εφόσον οι εν λόγω συμβουλές δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση του ανταγωνισμού και την παραβίαση των αρχών της αποφυγής των διακρίσεων και της διαφάνειας.

2.  Σε περίπτωση που ένας οικονομικός παράγοντας έχει παράσχει συμβουλές στην αναθέτουσα αρχή ή έχει εμπλακεί με οποιονδήποτε τρόπο στην προετοιμασία της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, όπως προβλέπονται στο άρθρο 142, για να διασφαλίζει τη μη στρέβλωση του ανταγωνισμού λόγω της συμμετοχής του εν λόγω οικονομικού παράγοντα.

Άρθρο 138

Έγγραφα της σύμβασης

(άρθρο 105 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα έγγραφα της σύμβασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) κατά περίπτωση, την προκήρυξη του διαγωνισμού ή άλλα μέτρα δημοσιοποίησης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 123 έως 126·

β) την πρόσκληση υποβολής προσφορών·

γ) τη συγγραφή υποχρεώσεων ή τα περιγραφικά έγγραφα στην περίπτωση ανταγωνιστικού διαλόγου, στα οποία περιλαμβάνονται οι τεχνικές προδιαγραφές και τα σχετικά κριτήρια·

δ) το σχέδιο σύμβασης με βάση τη σύμβαση-πρότυπο.

Το πρώτο εδάφιο στοιχείο δ) δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις στις οποίες, λόγω εξαιρετικών και δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η σύμβαση-πρότυπο.

2.  Η πρόσκληση υποβολής προσφορών διευκρινίζει:

α) τους κανόνες που διέπουν την υποβολή των προσφορών, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των όρων για τη διατήρηση του εμπιστευτικού τους χαρακτήρα έως την αποσφράγιση, την προθεσμία (ημερομηνία και ώρα) παραλαβής και τη διεύθυνση αποστολής ή παράδοσης ή τη διαδικτυακή διεύθυνση σε περίπτωση ηλεκτρονικής υποβολής·

β) ότι η υποβολή προσφοράς συνεπάγεται αποδοχή των όρων και προϋποθέσεων που προβλέπονται στα έγγραφα της σύμβασης, καθώς και ότι η προσφορά δεσμεύει τον προσφέροντα κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον αναδειχθεί ανάδοχος·

γ) την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας η προσφορά παραμένει έγκυρη και δεν μπορεί να τροποποιηθεί από καμία άποψη·

δ) την απαγόρευση κάθε επαφής μεταξύ αναθέτουσας αρχής και προσφέροντος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, εκτός, κατ' εξαίρεση, υπό τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 160, καθώς και τους ακριβείς όρους επιτόπιας επίσκεψης, εφόσον προβλέπεται τέτοια επίσκεψη·

ε) τα δικαιολογητικά για την απόδειξη ότι τηρείται η προθεσμία παραλαβής των προσφορών·

στ) ότι η υποβολή προσφοράς συνεπάγεται αποδοχή της παραλαβής της κοινοποίησης του αποτελέσματος της διαδικασίας με ηλεκτρονικά μέσα.

3.  Η συγγραφή υποχρεώσεων διευκρινίζει:

α) τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής·

β) τα κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης και τη σχετική τους στάθμιση ή, εφόσον η στάθμιση δεν είναι δυνατή για αντικειμενικούς λόγους, τη φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας των κριτηρίων αυτών, η οποία ισχύει επίσης για τις εναλλακτικές προσφορές εφόσον επιτρέπονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού·

γ) τις τεχνικές προδιαγραφές του άρθρου 139·

δ) αν επιτρέπονται εναλλακτικές προσφορές, τις ελάχιστες απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν·

ε) ενημέρωση για το κατά πόσο ισχύει το πρωτόκολλο περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η σύμβαση της Βιέννης περί διπλωματικών ή η σύμβαση της Βιέννης επί των προξενικών σχέσεων·

στ) τα αποδεικτικά στοιχεία πρόσβασης σε διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων όπως προβλέπεται στα άρθρα 172 και 263·

ζ) στην περίπτωση δυναμικού συστήματος αγορών ή ηλεκτρονικών καταλόγων, τον χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τις απαιτούμενες τεχνικές διευθετήσεις και προδιαγραφές σύνδεσης.

4.  Το σχέδιο σύμβασης διευκρινίζει:

α) την κατ' αποκοπήν αποζημίωση σε περίπτωση αθέτησης των ρητρών της σύμβασης·

β) τα στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται στα τιμολόγια και στα δικαιολογητικά που τα συνοδεύουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102,

γ) ότι, όταν τα θεσμικά όργανα αναθέτουν συμβάσεις για ίδιο λογαριασμό, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση είναι το δίκαιο της Ένωσης, το οποίο συμπληρώνεται, κατά περίπτωση, με το εθνικό δίκαιο ή, ενδεχομένως, για τις συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 121 παράγραφος 1, αποκλειστικά και μόνο το εθνικό δίκαιο·

δ) το αρμόδια δικαιοδοτικό όργανο για την επίλυση διαφορών·

ε) ότι ο ανάδοχος συμμορφώνεται με τις ισχύουσες υποχρεώσεις στους τομείς του περιβαλλοντικού, κοινωνικού και εργατικού δικαίου που έχουν θεσπιστεί με το ενωσιακό δίκαιο, το εθνικό δίκαιο, τις συλλογικές συμβάσεις ή διεθνείς διατάξεις περιβαλλοντικού, κοινωνικού και εργατικού δικαίου, οι οποίες απαριθμούνται στο παράρτημα X της οδηγίας 2014/24/ΕΕ·

στ) αν απαιτείται μεταβίβαση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας·

ζ) ότι η τιμή που αναφέρεται στην προσφορά είναι σταθερή και αμετάβλητη ή προσδιορίζει τους όρους και τους μαθηματικούς τύπους βάσει των οποίων οι τιμές είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της σύμβασης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο ζ), αν η αναθεώρηση των τιμών καθορίζεται στη σύμβαση, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη:

i) το αντικείμενο της διαδικασίας σύναψης σύμβασης και την οικονομική συγκυρία εντός της οποίας εκτελείται,

ii) το είδος της σύμβασης, καθώς και τα καθήκοντα και τη διάρκειά της,

iii) τα οικονομικά της συμφέροντα.

Τα στοιχεία γ) και δ) του πρώτου εδαφίου μπορεί να αρθούν για συμβάσεις που έχουν υπογραφεί σύμφωνα με το άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχείο ιγ).

Άρθρο 139

Τεχνικές προδιαγραφές

(άρθρο 105 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι τεχνικές προδιαγραφές επιτρέπουν ισότιμη πρόσβαση των οικονομικών παραγόντων στις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αδικαιολόγητων εμποδίων στο άνοιγμα των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων στον ανταγωνισμό.

Οι τεχνικές προδιαγραφές περιλαμβάνουν τα χαρακτηριστικά που απαιτούνται για έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στη χρήση για την οποία προορίζονται από την αναθέτουσα αρχή.

2.  Στα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση:

α) οι βαθμίδες ποιότητας·

β) οι περιβαλλοντικές και οι κλιματικές επιδόσεις,

γ) όσον αφορά αγορές που προορίζονται για χρήση από φυσικά πρόσωπα, τα κριτήρια πρόσβασης των ατόμων με αναπηρία ή ο σχεδιασμός για όλους τους χρήστες, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις·

δ) οι βαθμίδες και οι διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

ε) οι επιδόσεις ή η χρήση της προμήθειας·

στ) η ασφάλεια και οι διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, για τις προμήθειες, της εμπορικής ονομασίας και των οδηγιών χρήσης και, για όλες τις συμβάσεις, της ορολογίας, των συμβόλων, των δοκιμών και των μεθόδων δοκιμής, της συσκευασίας, της σήμανσης και της επισήμανσης, των μεθόδων και διαδικασιών παραγωγής·

ζ) όσον αφορά συμβάσεις έργων, οι διαδικασίες διασφάλισης της ποιότητας, οι κανόνες μελέτης και κοστολόγησης, οι όροι δοκιμής, ελέγχου και παραλαβής των έργων καθώς και οι κατασκευαστικές τεχνικές και μέθοδοι κατασκευής και κάθε άλλος όρος τεχνικού χαρακτήρα που η αναθέτουσα αρχή είναι σε θέση να καθορίσει, μέσω γενικών ή ειδικών κανονιστικών διατάξεων, σχετικά με τα ολοκληρωμένα έργα, καθώς και με τα υλικά ή τα στοιχεία που αποτελούν τα έργα αυτά.

3.  Οι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να διατυπώνονται με έναν από τους κατωτέρω τρόπους:

α) με σειρά προτεραιότητας, με παραπομπή σε ευρωπαϊκά πρότυπα, σε ευρωπαϊκές τεχνικές αξιολογήσεις, σε κοινές τεχνικές προδιαγραφές, σε διεθνή πρότυπα, σε άλλα τεχνικά συστήματα αναφοράς που έχουν καταρτισθεί από ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης ή, ελλείψει αυτών, στα ισοδύναμα εθνικά τους. Κάθε παραπομπή συνοδεύεται από τη φράση «ή ισοδύναμο»·

β) με όρους επιδόσεων ή λειτουργικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών, υπό την προϋπόθεση ότι οι παράμετροι είναι επαρκώς ακριβείς, ώστε να επιτρέπουν στους προσφέροντες να προσδιορίζουν το αντικείμενο της σύμβασης και στην αναθέτουσα αρχή να αναθέτει τη σύμβαση·

γ) με τον συνδυασμό των δύο μεθόδων που ορίζονται στα σημεία α) και β).

4.  Όταν η αναθέτουσα αρχή κάνει χρήση της επιλογής να αναφέρεται στις προδιαγραφές της παραγράφου 3 στοιχείο α), δεν απορρίπτει προσφορά με το αιτιολογικό ότι δεν συνάδει με τις εν λόγω προδιαγραφές εφόσον ο προσφέρων αποδεικνύει, με κάθε πρόσφορο μέσο, ότι η προτεινόμενη λύση ανταποκρίνεται κατά ισοδύναμο τρόπο στις απαιτήσεις που ορίζονται στις τεχνικές προδιαγραφές.

5.  Όταν η αναθέτουσα αρχή κάνει χρήση της επιλογής που προβλέπεται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) για τη διατύπωση των τεχνικών προδιαγραφών με όρους επιδόσεων ή λειτουργικών απαιτήσεων, δεν απορρίπτει προσφορά που συνάδει με εθνικό πρότυπο το οποίο ενσωματώνει ευρωπαϊκό πρότυπο, με ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση, με κοινή τεχνική προδιαγραφή, με διεθνές πρότυπο ή με τεχνικό σύστημα αναφοράς που έχει καταρτισθεί από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης, εφόσον οι προδιαγραφές αυτές αφορούν τις απαιτούμενες επιδόσεις ή λειτουργικές απαιτήσεις τις οποίες έχει ορίσει.

Ο προσφέρων αποδεικνύει, με κάθε πρόσφορο μέσο, ότι το έργο, η προμήθεια ή η υπηρεσία, ανταποκρίνεται στις επιδόσεις ή στις λειτουργικές απαιτήσεις που έχουν οριστεί από την αναθέτουσα αρχή.

6.  Όταν η αναθέτουσα αρχή έχει την πρόθεση να αγοράσει έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες με συγκεκριμένα περιβαλλοντικά, κοινωνικά ή άλλα χαρακτηριστικά, μπορεί να απαιτήσει ειδικό σήμα ή ειδικές απαιτήσεις σήματος, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) οι απαιτήσεις σήματος αφορούν μόνο τα κριτήρια που έχουν σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και τα οποία είναι κατάλληλα για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών της αγοράς,

β) οι απαιτήσεις σήματος βασίζονται σε κριτήρια που μπορούν να επαληθευτούν με αντικειμενικό τρόπο και δεν εισάγουν διακρίσεις·

γ) τα σήματα καθιερώνονται μέσω ανοικτής και διαφανούς διαδικασίας στην οποία έχουν δικαίωμα συμμετοχής όλοι οι σχετικοί φορείς·

δ) τα σήματα είναι προσιτά για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη·

ε) οι απαιτήσεις σήματος καθορίζονται από τρίτο μέρος επί του οποίου ο οικονομικός παράγοντας που υποβάλλει αίτηση για το σήμα δεν μπορεί να ασκήσει αποφασιστική επιρροή.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτήσει από τους οικονομικούς παράγοντες να προσκομίσουν, μαζί με τα έγγραφα της σύμβασης, έκθεση δοκιμών ή πιστοποιητικό ως αποδεικτικό μέσο συμμόρφωσης από οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης, διαπιστευμένο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 10 ) ή από ισοδύναμο οργανισμό αξιολόγησης της συμμόρφωσης.

7.  Η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται κάθε άλλο πρόσφορο αποδεικτικό μέσο, εκτός από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 6, όπως τον τεχνικό φάκελο του κατασκευαστή, εφόσον ο οικονομικός παράγοντας δεν είχε πρόσβαση στα πιστοποιητικά ή στις εκθέσεις δοκιμών, ή δεν είχε τη δυνατότητα να τα αποκτήσει, ή να λάβει ειδικό σήμα εντός των σχετικών προθεσμιών για λόγους που δεν μπορούν να καταλογιστούν στον εν λόγω οικονομικό παράγοντα και υπό την προϋπόθεση ότι ο σχετικός οικονομικός παράγοντας αποδεικνύει ότι τα έργα, οι προμήθειες ή οι υπηρεσίες που πρόκειται να παρασχεθούν πληρούν τις απαιτήσεις του ειδικού σήματος ή τις ειδικές απαιτήσεις που αναφέρονται από την αναθέτουσα αρχή.

8.  Εκτός εάν δικαιολογείται από το αντικείμενο της σύμβασης, οι τεχνικές προδιαγραφές δεν περιέχουν μνεία συγκεκριμένης κατασκευής ή προέλευσης ή ιδιαίτερης μεθόδου κατασκευής που να χαρακτηρίζει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παρέχονται από συγκεκριμένο οικονομικό παράγοντα ούτε εμπορικού σήματος, διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τύπου ή συγκεκριμένης καταγωγής ή παραγωγής που θα είχε ως αποτέλεσμα να ευνοούνται ή να αποκλείονται ορισμένα προϊόντα ή ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες.

Η εν λόγω μνεία επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, όταν δεν είναι δυνατόν να γίνει αρκούντως λεπτομερής και κατανοητή περιγραφή του αντικειμένου της σύμβασης. Η εν λόγω μνεία συνοδεύεται από τη φράση «ή ισοδύναμο».

Άρθρο 141

Δήλωση σχετικά με την απουσία περίπτωσης αποκλεισμού και σχετικά αποδεικτικά στοιχεία

(άρθρα 106 και 107 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Για τους σκοπούς του άρθρου 106 παράγραφος 10 του δημοσιονομικού κανονισμού, η αναθέτουσα αρχή δέχεται το Ευρωπαϊκό Ενιαίο Έγγραφο Προμήθειας (ΕΕΕΠ) που αναφέρεται στην οδηγία 2014/24/ΕΕ ή, ελλείψει αυτού, υπεύθυνη δήλωση, υπογεγραμμένη και χρονολογημένη, στην οποία δηλώνεται ότι ο οικονομικός παράγοντας δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 106 παράγραφοι 1 και 4 και στο άρθρο 107 του δημοσιονομικού κανονισμού ή ότι εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 106 παράγραφος 7 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού.

Ένας οικονομικός παράγοντας μπορεί να χρησιμοποιήσει εκ νέου ένα ΕΕΕΠ το οποίο έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε προηγούμενη διαδικασία, εφόσον επιβεβαιώσει ότι οι πληροφορίες του εγγράφου εξακολουθούν να είναι αληθείς.

Όταν η αναθέτουσα αρχή περιορίζει τον αριθμό των υποψηφίων βάσει του άρθρου 104 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, όλοι οι υποψήφιοι προσκομίζουν τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3 αυτού του άρθρου.

Ανάλογα με την αξιολόγηση κινδύνου που πραγματοποιεί, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποφασίσει να μη ζητήσει το ΕΕΕΠ ή υπεύθυνη δήλωση για οποιαδήποτε από τα ακόλουθα:

α) διαδικασίες για συμβάσεις πολύ χαμηλής αξίας βάσει του άρθρου 137 παράγραφος 2·

β) διαδικασίες για συμβάσεις στον τομέα των εξωτερικών δράσεων, αξίας χαμηλότερης των 20 000 ευρώ βάσει του άρθρου 265 παράγραφος 1, του άρθρου 267 παράγραφος 1 ή του άρθρου 269 παράγραφος 1.

2.  Ο επιτυχών προσφέρων παρέχει, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται από την αναθέτουσα αρχή και πριν από την υπογραφή της σύμβασης, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3, επιβεβαιώνοντας το ΕΕΕΠ ή την υπεύθυνη δήλωση, εφόσον πρόκειται για:

α) συμβάσεις που ανατίθενται από τα θεσμικά όργανα για ίδιο λογαριασμό, αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού·

β) συμβάσεις στον τομέα των εξωτερικών ενεργειών αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 265 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 267 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 269 παράγραφος 1 στοιχείο α).

3.  Η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται ως επαρκή απόδειξη ότι ένας οικονομικός παράγοντας δεν εμπίπτει σε καμία από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 160 παράγραφος 1 στοιχεία α), γ), δ) ή στ) του δημοσιονομικού κανονισμού, πρόσφατο απόσπασμα ποινικού μητρώου ή, ελλείψει αυτού, ισοδύναμο έγγραφο πρόσφατα εκδοθέν από δικαστική ή διοικητική αρχή της χώρας εγκατάστασής του, από το οποίο να προκύπτει ότι ικανοποιούνται οι ως άνω απαιτήσεις.

Η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται ως επαρκή απόδειξη ότι ένας οικονομικός παράγοντας δεν εμπίπτει στην περίπτωση που περιγράφεται στο άρθρο 106 παράγραφος 1 στοιχεία α) ή β) του δημοσιονομικού κανονισμού, πρόσφατο πιστοποιητικό εκδοθέν από την αρμόδια αρχή του οικείου κράτους.

Όταν το πιστοποιητικό δεν έχει εκδοθεί στην οικεία χώρα, ο οικονομικός παράγοντας μπορεί να υποβάλει ένορκη δήλωση ενώπιον δικαστικής αρχής ή συμβολαιογράφου ή, ελλείψει αυτής, επίσημη δήλωση ενώπιον διοικητικής αρχής ή αρμόδιου επαγγελματικού φορέα στη χώρα εγκατάστασής του.

4.  Η αναθέτουσα αρχή αίρει την υποχρέωση οικονομικού παράγοντα να υποβάλει τα αποδεικτικά έγγραφα της παραγράφου 3 στην περίπτωση διεθνών οργανισμών, αν μπορεί να έχει πρόσβαση σ' αυτά σε εθνική βάση δεδομένων δωρεάν ή αν τέτοια στοιχεία έχουν ήδη υποβληθεί σε αυτήν για τους σκοπούς άλλης διαδικασίας, και υπό τον όρο ότι η ημερομηνία έκδοσης των εγγράφων δεν υπερβαίνει το ένα έτος και ότι τα έγγραφα συνεχίζουν να είναι έγκυρα.

Στην περίπτωση αυτή ο οικονομικός παράγοντας δηλώνει υπευθύνως ότι τα αποδεικτικά έγγραφα έχουν υποβληθεί ήδη σε προηγούμενη διαδικασία και επιβεβαιώνει ότι η κατάστασή του δεν έχει μεταβληθεί.

Άρθρο 142

Μέτρα για την αποτροπή της στρέβλωσης του ανταγωνισμού

(άρθρο 107 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού περιλαμβάνουν τη γνωστοποίηση στους λοιπούς υποψηφίους και προσφέροντες των σχετικών πληροφοριών που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο αυτό ή προέκυψαν από τη συμμετοχή του υποψηφίου ή του προσφέροντος στην προετοιμασία της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων και τον προσδιορισμό επαρκών προθεσμιών για την παραλαβή των προσφορών.

Ο ενδιαφερόμενος υποψήφιος ή προσφέρων απορρίπτεται από τη διαδικασία μόνο αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να διασφαλιστεί συμμόρφωση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

Πριν από οποιονδήποτε τέτοιον αποκλεισμό, παρέχεται η ευκαιρία στους υποψηφίους ή τους προσφέροντες να αποδείξουν ότι η συμμετοχή τους στην προετοιμασία της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων δεν είναι δυνατόν να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού.

Άρθρο 143

Λειτουργία της βάσης δεδομένων για το σύστημα έγκαιρου εντοπισμού και αποκλεισμού

(άρθρο 108 παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 12 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Για να διασφαλιστεί η λειτουργία της βάσης δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 108 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, τα θεσμικά και λοιπά όργανα, οργανισμοί, υπηρεσίες και οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 στοιχεία γ), δ) και ε) του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζουν εξουσιοδοτημένα πρόσωπα.

Κατά περίπτωση, τα εν λόγω εξουσιοδοτημένα πρόσωπα παράσχουν τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 108 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού. Στα εν λόγω πρόσωπα χορηγείται πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφοι 4 και 12 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που έχουν ήδη οριστεί από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του δημοσιονομικού κανονισμού σύμφωνα με τους ειδικούς τομεακούς κανόνες, μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του άρθρου 108 παράγραφος 12 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Οι πληροφορίες που ζητούνται από τους φορείς που αναφέρονται στο άρθρο 108 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του δημοσιονομικού κανονισμού διαβιβάζονται μόνο μέσω του συστήματος διαχείρισης παρατυπιών που είναι το αυτοματοποιημένο σύστημα πληροφοριών που έχει θέσει σε εφαρμογή η Επιτροπή και το οποίο χρησιμοποιείται επί του παρόντος για την αναφορά των περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας, σύμφωνα με τους ειδικούς τομεακούς κανόνες.

▼M1

Για τους σκοπούς του άρθρου 108 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι πληροφορίες που διαβιβάζονται μέσω αυτού του αυτοματοποιημένου συστήματος πληροφοριών καθίστανται διαθέσιμες από την Επιτροπή στη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 108 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού.

▼M1

Άρθρο 144

Επιτροπή

(άρθρο 108 παράγραφος 6 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο/Η πρόεδρος της επιτροπής διορίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Επιλέγεται μεταξύ πρώην μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Δικαστηρίου ή πρώην υπαλλήλων με βαθμό τουλάχιστον γενικού διευθυντή σε θεσμικό όργανο της Ένωσης εκτός από την Επιτροπή. Επιλέγεται με βάση τα προσωπικά και επαγγελματικά του/της προσόντα, εκτεταμένη εμπειρία σε νομικά και οικονομικά θέματα και αποδεδειγμένη ικανότητα, ανεξαρτησία και ακεραιότητα. Η θητεία του/της είναι πενταετής και δεν είναι ανανεώσιμη. Ο/Η πρόεδρος διορίζεται ως ειδικός σύμβουλος κατά την έννοια του άρθρου 5 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο/Η πρόεδρος της επιτροπής προεδρεύει σε όλες τις συνεδριάσεις της. Ασκεί αμερόληπτα τα καθήκοντά του/της. Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των καθηκόντων του/της ως προέδρου της επιτροπής και άλλων επισήμων καθηκόντων.

2.  Δύο μόνιμα μέλη διορίζονται από την Επιτροπή. Ένα επιπλέον μέλος εκπροσωπεί την αιτούσα αναθέτουσα αρχή και ορίζεται σύμφωνα με την εσωτερική της οργάνωση.

3.  Η μόνιμη γραμματεία της επιτροπής εξασφαλίζει τα ακόλουθα:

α) προετοιμάζει την ανάλυση των πληροφοριών που υποβάλλονται στην επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 8 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού·

β) συνεργάζεται με τους οικονομικούς παράγοντες και τους άλλους διατάκτες για τους σκοπούς του άρθρου 108 παράγραφος 8 στοιχεία β), γ) και στ) του δημοσιονομικού κανονισμού·

γ) τηρεί το αρχείο των συστάσεων που εκδίδονται από την επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού και των αποφάσεων που λαμβάνονται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού·

δ) εξασφαλίζει την κεντρική δημοσίευση σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 16 του δημοσιονομικού κανονισμού.

4.  Κάθε μέλος της επιτροπής εξετάζει όλες τις υποθέσεις που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με τους κανόνες και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, τον δημοσιονομικό κανονισμό και κάθε άλλο ισχύοντα κανόνα που έχει θεσπιστεί από την Επιτροπή. Πριν από τον διορισμό του/της, καθώς και κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του/της, κάθε μέλος της επιτροπής έχει την υποχρέωση να γνωστοποιεί αμέσως όλες τις πράξεις που ενδέχεται να συνιστούν σύγκρουση συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 57 του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 32 του παρόντος κανονισμού. Τα μέλη της επιτροπής απέχουν από κάθε υπόθεση στην οποία έχουν πραγματική σύγκρουση συμφερόντων.

5.  Ο εσωτερικός κανονισμός της επιτροπής εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Άρθρο 146

Κριτήρια επιλογής

(άρθρο 110 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή υποδεικνύει στα έγγραφα της σύμβασης τα κριτήρια επιλογής, τα ελάχιστα επίπεδα ικανότητας και τα αποδεικτικά στοιχεία που χρειάζονται προκειμένου να αποδειχθεί η ικανότητα αυτή. Όλες οι απαιτήσεις έχουν σχέση και είναι ανάλογες με το αντικείμενο της σύμβασης.

Η αναθέτουσα αρχή διευκρινίζει στα έγγραφα της σύμβασης τον τρόπο με τον οποίο οι όμιλοι οικονομικών παραγόντων πρέπει να πληρούν τα κριτήρια επιλογής με βάση την παράγραφο 6.

Όταν η σύμβαση είναι χωρισμένη σε παρτίδες, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καθορίσει ελάχιστα επίπεδα ικανότητας για κάθε παρτίδα. Επίσης, μπορεί να καθορίσει συμπληρωματικά ελάχιστα επίπεδα ικανότητας σε περίπτωση ανάθεσης διαφόρων παρτίδων στον ίδιο ανάδοχο.

2.  Όσον αφορά την ικανότητα άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτήσει από έναν οικονομικό παράγοντα να πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) να είναι εγγεγραμμένος στο οικείο επαγγελματικό ή εμπορικό μητρώο, εκτός εάν πρόκειται για διεθνείς οργανισμούς·

β) όσον αφορά συμβάσεις υπηρεσιών, να είναι κάτοχος ειδικής άδειας που να αποδεικνύει ότι έχει το δικαίωμα να εκτελέσει τη σύμβαση στη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένος ή ότι είναι μέλος συγκεκριμένης επαγγελματικής οργάνωσης.

3.  Κατά την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής ή των προσφορών, η αναθέτουσα αρχή δέχεται το ΕΕΕΠ ή, ελλείψει αυτού, υπεύθυνη δήλωση που να αναφέρει ότι ο υποψήφιος ή ο προσφέρων πληροί τα κριτήρια επιλογής.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητεί από προσφέροντες και υποψήφιους ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας να υποβάλλουν επικαιροποιημένη δήλωση ή όλα ή ορισμένα δικαιολογητικά έγγραφα, όταν αυτό απαιτείται για την ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας.

Η αναθέτουσα αρχή απαιτεί από τους υποψηφίους ή από τον επιτυχόντα προσφέροντα να υποβάλει επικαιροποιημένα δικαιολογητικά έγγραφα, εκτός εάν τα έχει ήδη λάβει για τους σκοπούς άλλης διαδικασίας και υπό την προϋπόθεση ότι τα έγγραφα εξακολουθούν να είναι επικαιροποιημένα ή μπορεί να έχει δωρεάν πρόσβαση σ' αυτά μέσω εθνικής βάσης δεδομένων.

4.  Η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν, ανάλογα με την αξιολόγηση κινδύνων που πραγματοποιεί, να αποφασίσει να μη ζητήσει από τους οικονομικούς παράγοντες αποδεικτικά στοιχεία της νομικής, κανονιστικής, χρηματοδοτικής, οικονομικής, τεχνικής και επαγγελματικής τους ικανότητας στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) διαδικασίες για συμβάσεις μέσης ή χαμηλής αξίας που ανατίθενται από τα θεσμικά όργανα για ίδιο λογαριασμό, των οποίων η αξία δεν υπερβαίνει αυτή που καθορίζεται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού·

β) διαδικασίες για συμβάσεις που ανατίθενται στον τομέα των εξωτερικών δράσεων, των οποίων η αξία είναι χαμηλότερη των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 265 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 267 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 269 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Όταν η αναθέτουσα αρχή αποφασίσει να μη ζητήσει αποδεικτικά στοιχεία για τη νομική, κανονιστική, χρηματοδοτική, οικονομική, τεχνική και επαγγελματική ικανότητα των οικονομικών παραγόντων, δεν πραγματοποιείται προχρηματοδότηση.

5.  Ένας οικονομικός παράγοντας μπορεί, ενδεχομένως και για μια δεδομένη σύμβαση, να επικαλεσθεί τις ικανότητες άλλων οντοτήτων, ανεξαρτήτως της νομικής φύσης των υφιστάμενων σχέσεων μεταξύ τους. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να αποδεικνύει στην αναθέτουσα αρχή ότι θα έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία μέσα για την εκτέλεση της σύμβασης, με την προσκόμιση της σχετικής δέσμευσης των οντοτήτων αυτών για τον σκοπό αυτό.

Όσον αφορά τεχνικά και επαγγελματικά κριτήρια, ένας οικονομικός παράγοντας μπορεί να στηριχθεί μόνο στις ικανότητες άλλων οντοτήτων εφόσον οι τελευταίες θα εκτελέσουν τα έργα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται οι εν λόγω ικανότητες.

Όταν οικονομικός παράγοντας στηρίζεται στις ικανότητες άλλων οντοτήτων όσον αφορά τα κριτήρια που σχετίζονται με την οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει από τον οικονομικό παράγοντα και από τις οντότητες αυτές να είναι από κοινού υπεύθυνοι για την εκτέλεση της σύμβασης.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει πληροφορίες από τον προσφέροντα σχετικά με το μέρος της σύμβασης που προτίθεται να αναθέσει υπεργολαβικά, καθώς και σχετικά με την ταυτότητα των ενδεχόμενων υπεργολάβων.

Για τα έργα ή τις υπηρεσίες που παρέχονται σε εγκαταστάσεις υπό την άμεση εποπτεία της αναθέτουσας αρχής, η εν λόγω αρχή απαιτεί από τον ανάδοχο να δηλώσει τα ονόματα, τα στοιχεία επικοινωνίας και τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους των υπεργολάβων που συμμετέχουν στην εκτέλεση της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένης κάθε τυχόν αλλαγής υπεργολάβου.

6.  Η αναθέτουσα αρχή εξακριβώνει κατά πόσον οι οντότητες στις ικανότητες των οποίων ο οικονομικός παράγοντας προτίθεται να στηριχθεί και οι προβλεπόμενοι υπεργολάβοι, όταν το σύστημα υπεργολαβίας αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος της σύμβασης, πληρούν τα σχετικά κριτήρια επιλογής.

Η αναθέτουσα αρχή απαιτεί από τον οικονομικό παράγοντα να αντικαταστήσει οντότητα ή υπεργολάβο που δεν πληροί σχετικό κριτήριο επιλογής.

7.  Στην περίπτωση συμβάσεων έργων, συμβάσεων υπηρεσιών και εργασιών τοποθέτησης και εγκατάστασης στο πλαίσιο σύμβασης προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτήσει την εκτέλεση ορισμένων κρίσιμων καθηκόντων απευθείας από τον ίδιο τον προσφέροντα ή, σε περίπτωση που η προσφορά υποβάλλεται από όμιλο οικονομικών παραγόντων, από έναν από τους συμμετέχοντες στον όμιλο αυτό.

Άρθρο 147

Οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα

(άρθρο 110 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι οικονομικοί παράγοντες διαθέτουν την αναγκαία οικονομική και χρηματοδοτική ικανότητα για την εκτέλεση της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτήσει ιδίως ότι:

α) οι οικονομικοί παράγοντες έχουν έναν ορισμένο ελάχιστο ετήσιο κύκλο εργασιών, καθώς και έναν ορισμένο ελάχιστο κύκλο εργασιών στον τομέα δραστηριοτήτων που καλύπτεται από τη σύμβαση·

β) οι οικονομικοί παράγοντες παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς με την παρουσίαση των αναλογιών μεταξύ ενεργητικού και παθητικού·

γ) οι οικονομικοί παράγοντες παρέχουν κατάλληλο επίπεδο ασφαλιστικής κάλυψης έναντι επαγγελματικών κινδύνων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), ο ελάχιστος ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει το διπλάσιο της εκτιμώμενης ετήσιας αξίας της σύμβασης, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που έχουν σχέση με τη φύση της αγοράς, την οποία η αναθέτουσα αρχή διευκρινίζει στα έγγραφα της σύμβασης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β), η αναθέτουσα αρχή εξηγεί τις μεθόδους και τα κριτήρια των εν λόγω αναλογιών στα έγγραφα της σύμβασης.

2.  Στην περίπτωση δυναμικών συστημάτων αγορών, ο μέγιστος ετήσιος κύκλος εργασιών υπολογίζεται βάσει του αναμενόμενου μέγιστου μεγέθους των συμβάσεων συγκεκριμένου αντικειμένου που πρόκειται να ανατεθούν στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος.

3.  Η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει στα έγγραφα της σύμβασης τα στοιχεία που πρέπει να παρέχει ένας οικονομικός παράγοντας για την απόδειξη της οικονομικής και χρηματοδοτικής του ικανότητας. Μπορεί ιδίως να ζητήσει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα έγγραφα:

α) κατάλληλες τραπεζικές βεβαιώσεις ή, ενδεχομένως, πιστοποιητικό ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων·

β) οικονομικές καταστάσεις ή τα αποσπάσματά τους για περίοδο ίση ή μικρότερη από τα τρία τελευταία έτη για τα οποία οι λογαριασμοί έχουν κλείσει·

γ) δήλωση περί του ολικού ύψους του κύκλου εργασιών του οικονομικού παράγοντα και, ενδεχομένως, του κύκλου εργασιών στον τομέα δραστηριοτήτων που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, για τις τρεις τελευταίες οικονομικές χρήσεις κατ' ανώτατο όριο.

Αν, για βάσιμο λόγο, ο οικονομικός παράγοντας δεν είναι σε θέση να προσκομίσει τα δικαιολογητικά που ζητεί η αναθέτουσα αρχή, μπορεί να αποδείξει την οικονομική και χρηματοδοτική του ικανότητα με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο κρίνεται κατάλληλο από την αναθέτουσα αρχή.

Άρθρο 148

Τεχνική και επαγγελματική ικανότητα

(άρθρο 110 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή εξακριβώνει ότι οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες πληρούν τα ελάχιστα κριτήρια επιλογής όσον αφορά την τεχνική και επαγγελματική ικανότητα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5.

2.  Η αναθέτουσα αρχή προσδιορίζει στα έγγραφα της σύμβασης τα στοιχεία που πρέπει να παρέχει ένας οικονομικός παράγοντας για την απόδειξη της τεχνικής και επαγγελματικής του ικανότητας. Μπορεί να ζητήσει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα έγγραφα:

α) για έργα, προμήθειες που απαιτούν εργασίες τοποθέτησης ή εγκατάστασης ή για υπηρεσίες, τους τίτλους σπουδών και τα επαγγελματικά προσόντα, τις δεξιότητες, την πείρα και την εμπειρογνωμοσύνη των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση·

β) κατάλογο των ακολούθων:

i) των κυριότερων υπηρεσιών που παρασχέθηκαν και των προμηθειών που παραδόθηκαν κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων ετών, με αναφορά των ποσών, των ημερομηνιών και των πελατών, δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα συνοδευόμενων, κατόπιν αιτήματος, από δηλώσεις των πελατών,

ii) των έργων που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, συνοδευόμενων από πιστοποιητικά ορθής εκτέλεσης για τα σημαντικότερα έργα,

γ) δήλωση του τεχνικού εξοπλισμού, των εργαλείων και των μηχανημάτων που θα έχει στη διάθεσή του ο οικονομικός παράγοντας για την εκτέλεση σύμβασης υπηρεσιών ή έργων·

δ) περιγραφή του τεχνικού εξοπλισμού και των μέσων που έχει στη διάθεσή του ο οικονομικός παράγοντας για την εξασφάλιση της ποιότητας και περιγραφή των διαθέσιμων μέσων μελέτης και έρευνας·

ε) αναφορά του τεχνικού προσωπικού ή των τεχνικών υπηρεσιών που έχει στη διάθεσή του ο οικονομικός παράγοντας, είτε ανήκουν απευθείας σ' αυτόν είτε όχι και ιδίως των υπευθύνων για τον έλεγχο της ποιότητας·

στ) όσον αφορά τις προμήθειες: δείγματα, περιγραφές ή αυθεντικές φωτογραφίες ή πιστοποιητικά επίσημων ιδρυμάτων ή υπηρεσιών επιφορτισμένων με τον ποιοτικό έλεγχο, με αναγνωρισμένη αρμοδιότητα, όπου βεβαιώνεται η καταλληλότητα των προϊόντων, επαληθευόμενη με παραπομπές σε ορισμένες τεχνικές προδιαγραφές ή πρότυπα·

ζ) για έργα ή υπηρεσίες, δήλωση που να αναφέρει τον ετήσιο μέσο όρο του εργατικού δυναμικού και τον αριθμό του διοικητικού προσωπικού που απασχόλησε ο οικονομικός παράγοντας κατά τα τρία τελευταία έτη·

η) αναφορά του τρόπου διαχείρισης της αλυσίδας εφοδιασμού και των συστημάτων ανίχνευσης που θα είναι σε θέση να εφαρμόζει ο οικονομικός παράγοντας κατά την εκτέλεση της σύμβασης·

θ) αναφορά των μέτρων περιβαλλοντικής διαχείρισης που μπορεί να εφαρμόζει ο οικονομικός παράγοντας κατά την εκτέλεση της σύμβασης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β) σημείο i), αν απαιτείται για τη διασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου ανταγωνισμού, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να υποδείξει ότι θα ληφθούν υπόψη τα στοιχεία σχετικών προμηθειών που παραδόθηκαν ή υπηρεσιών που παρασχέθηκαν πριν από την τελευταία τριετία.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο β) σημείο i), αν απαιτείται για τη διασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου ανταγωνισμού, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να υποδείξει ότι θα ληφθούν υπόψη τα στοιχεία σχετικών έργων που εκτελέστηκαν πριν από την τελευταία πενταετία.

3.  Όταν οι προμήθειες ή οι υπηρεσίες είναι περίπλοκες ή, κατ' εξαίρεση, πρέπει να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένο σκοπό, η τεχνική και επαγγελματική ικανότητα μπορεί να τεκμηριωθεί με έλεγχο εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής ή, εξ ονόματός της, από αρμόδιο επίσημο φορέα της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ο οικονομικός παράγοντας, με την επιφύλαξη της συναίνεσης αυτού του φορέα. Ο έλεγχος αυτός αφορά την τεχνική ικανότητα του παρόχου και την παραγωγική ικανότητα του προμηθευτή, καθώς και, εφόσον είναι αναγκαίο, τα μέσα μελέτης και έρευνας που αυτοί διαθέτουν και τα μέτρα που λαμβάνουν για τον ποιοτικό έλεγχο.

4.  Όταν η αναθέτουσα αρχή ζητεί την υποβολή πιστοποιητικών τα οποία έχουν εκδοθεί από ανεξάρτητους οργανισμούς που να βεβαιώνουν ότι ο οικονομικός παράγοντας συμμορφώνεται με ορισμένα πρότυπα εγγύησης της ποιότητας, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης ατόμων με αναπηρίες, παραπέμπει στα συστήματα διασφάλισης της ποιότητας τα οποία βασίζονται στις σχετικές σειρές ευρωπαϊκών προτύπων και έχουν πιστοποιηθεί από διαπιστευμένους οργανισμούς. Η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται και άλλα αποδεικτικά στοιχεία για ισοδύναμα μέτρα διασφάλισης ποιότητας από οικονομικό παράγοντα που αποδεδειγμένα δεν έχει πρόσβαση στα εν λόγω πιστοποιητικά ή δεν έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει τα εν λόγω πιστοποιητικά εντός των σχετικών προθεσμιών για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος και υπό την προϋπόθεση ότι ο οικονομικός παράγοντας αποδείξει ότι τα προτεινόμενα μέτρα διασφάλισης ποιότητας πληρούν τα απαιτούμενα πρότυπα διασφάλισης ποιότητας.

5.  Όταν η αναθέτουσα αρχή απαιτεί την υποβολή πιστοποιητικών τα οποία έχουν εκδοθεί από ανεξάρτητους οργανισμούς που να βεβαιώνουν ότι ο οικονομικός παράγοντας συμμορφώνεται με συγκεκριμένα συστήματα ή πρότυπα όσον αφορά την περιβαλλοντική διαχείριση, παραπέμπει στο σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε άλλα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης που έχουν αναγνωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 11 ) ή σε άλλα πρότυπα περιβαλλοντικής διαχείρισης που βασίζονται σε αντίστοιχα ευρωπαϊκά ή διεθνή πρότυπα που έχουν εκδοθεί από διαπιστευμένους οργανισμούς. Όταν ο οικονομικός παράγοντας τεκμηριωμένα δεν είχε πρόσβαση στα εν λόγω πιστοποιητικά ή δεν είχε τη δυνατότητα να τα αποκτήσει εντός των σχετικών προθεσμιών για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο ίδιος, η αναθέτουσα αρχή αποδέχεται επίσης άλλα αποδεικτικά μέτρα περιβαλλοντικής διαχείρισης, υπό την προϋπόθεση ότι ο οικονομικός παράγοντας αποδείξει ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι ισοδύναμα με εκείνα που απαιτούνται βάσει του εφαρμοστέου συστήματος ή προτύπου περιβαλλοντικής διαχείρισης.

6.  Μια αναθέτουσα αρχή μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οικονομικός παράγοντας δεν διαθέτει την απαιτούμενη επαγγελματική ικανότητα να εκτελέσει τη σύμβαση σε κατάλληλο επίπεδο ποιότητας, αν η αναθέτουσα αρχή έχει διαπιστώσει ότι ο οικονομικός παράγοντας έχει συγκρουόμενα συμφέροντα που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την εκτέλεση της σύμβασης.

Άρθρο 149

Κριτήρια ανάθεσης

(άρθρο 110 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα κριτήρια ποιότητας μπορεί να περιλαμβάνουν στοιχεία όπως η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, η προσβασιμότητα, ο σχεδιασμός για όλους τους χρήστες, τα κοινωνικά, περιβαλλοντικά και καινοτόμα χαρακτηριστικά, η διαδικασία παραγωγής, διάθεσης και εμπορίας, καθώς και κάθε άλλη ειδική διαδικασία σε οποιοδήποτε στάδιο του κύκλου ζωής τους, η οργάνωση του προσωπικού το οποίο έχει αναλάβει την εκτέλεση της σύμβασης, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση, η τεχνική συνδρομή και οι όροι παράδοσης, όπως η ημερομηνία παράδοσης, η διαδικασία παράδοσης και η περίοδος παράδοσης ή ολοκλήρωσης.

2.  Η αναθέτουσα αρχή διευκρινίζει στα έγγραφα της σύμβασης τη σχετική στάθμιση που προσδίδει σε καθένα από τα κριτήρια που έχουν επιλεγεί για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, εκτός εάν χρησιμοποιεί τη μέθοδο της χαμηλότερης τιμής. Οι σταθμίσεις αυτές μπορούν να εκφραστούν με τον καθορισμό μιας ψαλίδας με κατάλληλο εύρος.

Η σχετική στάθμιση του κριτηρίου τιμής ή κόστους σε σύγκριση με τα λοιπά κριτήρια δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση του κριτηρίου τιμής ή κόστους.

Αν η στάθμιση δεν είναι δυνατή για αντικειμενικούς λόγους, η αναθέτουσα αρχή επισημαίνει τα κριτήρια με φθίνουσα σειρά σπουδαιότητας.

3.  Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καθορίσει ελάχιστα επίπεδα ποιότητας. Προσφορές κάτω των εν λόγω επιπέδων ποιότητας απορρίπτονται.

4.  Η κοστολόγηση του κύκλου ζωής καλύπτει ένα μέρος ή το σύνολο των ακόλουθων ειδών κόστους, στον βαθμό που αρμόζει, καθ' όλον τον κύκλο ζωής των έργων, των προμηθειών ή των υπηρεσιών:

α) κόστος που βαρύνει την αναθέτουσα αρχή ή άλλους χρήστες, όπως:

i) το κόστος που σχετίζεται με την απόκτηση,

ii) το κόστος χρήσης, όπως για την κατανάλωση ενέργειας και άλλων πόρων,

iii) το κόστος συντήρησης,

iv) το κόστος που αφορά το τέλος του κύκλου ζωής, όπως το κόστος της συλλογής και της ανακύκλωσης·

β) το κόστος που αποδίδεται σε εξωτερικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες που συνδέονται με τα έργα, τις προμήθειες ή τις υπηρεσίες κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους, εφόσον η χρηματική αξία τους μπορεί να προσδιοριστεί και να επαληθευτεί.

5.  Όταν η αναθέτουσα αρχή αξιολογεί το κόστος χρησιμοποιώντας προσέγγιση κοστολόγησης του κύκλου ζωής, αναφέρει στα έγγραφα της σύμβασης τα δεδομένα που πρέπει να υποβάλουν οι προσφέροντες και τη μέθοδο που θα χρησιμοποιήσει για την κοστολόγηση του κύκλου ζωής βάσει των εν λόγω δεδομένων.

Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του κόστους που οφείλεται σε εξωτερικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) βασίζεται σε κριτήρια που μπορούν να επαληθευτούν με αντικειμενικό τρόπο και δεν εισάγουν διακρίσεις·

β) είναι προσιτή σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη·

γ) οι οικονομικοί παράγοντες μπορούν να παρέχουν τα απαιτούμενα δεδομένα με εύλογες προσπάθειες.

Κατά περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή κάνει χρήση της υποχρεωτικής κοινής μεθοδολογίας για τον υπολογισμό της κοστολόγησης του κύκλου ζωής που προβλέπεται στο παράρτημα XIII της οδηγίας 2014/24/ΕΕ.

Άρθρο 150

Ηλεκτρονικός πλειστηριασμός

(άρθρο 110 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, στους οποίους παρουσιάζονται νέες, μειωμένες τιμές ή νέες αξίες όσον αφορά ορισμένα στοιχεία των προσφορών.

Η αναθέτουσα αρχή διοργανώνει τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό με τη μορφή επαναληπτικής ηλεκτρονικής διαδικασίας, διεξαγόμενης έπειτα από προκαταρκτική πλήρη αξιολόγηση των προσφορών, η οποία επιτρέπει την κατάταξή τους με βάση αυτόματες μεθόδους αξιολόγησης.

2.  Στις ανοικτές, κλειστές ή ανταγωνιστικές διαδικασίες με διαπραγμάτευση, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποφασίσει ότι, πριν από την ανάθεση δημόσιας σύμβασης, διεξάγεται ηλεκτρονικός πλειστηριασμός, όταν τα έγγραφα της σύμβασης μπορούν να καθοριστούν με ακρίβεια.

Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί και κατά τη διεξαγωγή νέου διαγωνισμού μεταξύ των μερών σύμβασης-πλαισίου που αναφέρεται στο άρθρο 122 παράγραφος 3 στοιχείο β), καθώς και κατά τη διεξαγωγή διαγωνισμού για την ανάθεση συμβάσεων στο πλαίσιο του δυναμικού συστήματος αγορών που αναφέρεται στο άρθρο 131.

Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός βασίζεται σε μία από τις μεθόδους ανάθεσης που αναφέρονται στο άρθρο 110 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Η αναθέτουσα αρχή που αποφασίζει να προσφύγει σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό το αναφέρει στην προκήρυξη του διαγωνισμού.

Τα έγγραφα της σύμβασης περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες λεπτομέρειες:

α) τις αξίες των χαρακτηριστικών των προσφορών που θα αποτελέσουν αντικείμενο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, εφόσον τα εν λόγω χαρακτηριστικά είναι προσδιορίσιμα ποσοτικώς, και μπορούν να εκφράζονται σε αριθμούς ή ποσοστά·

β) τα ενδεχόμενα όρια των αξιών που μπορούν να υποβάλλονται, όπως αυτά προκύπτουν από τις προδιαγραφές του αντικειμένου της σύμβασης·

γ) τις πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση των προσφερόντων στη διάρκεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού και, ενδεχομένως, τη χρονική στιγμή που τίθενται στη διάθεσή τους·

δ) τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη διεξαγωγή ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, καθώς και αν περιλαμβάνει στάδια και τον τρόπο με τον οποίο θα κλείσει, όπως ορίζεται στην παράγραφο 7·

ε) τους όρους υπό τους οποίους οι προσφέροντες μπορούν να υποβάλουν τις προσφορές τους, και ιδίως τις ελάχιστες διαφοροποιήσεις οι οποίες, ενδεχομένως, απαιτούνται για την υποβολή προσφορών·

στ) τις κατάλληλες πληροφορίες για τον χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και για τις ρυθμίσεις και τις τεχνικές προδιαγραφές σύνδεσης.

4.  Όλοι οι προσφέροντες που έχουν υποβάλει παραδεκτές προσφορές καλούνται ταυτόχρονα και με ηλεκτρονικά μέσα να συμμετάσχουν στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, κάνοντας χρήση των συνδέσεων σύμφωνα με τις οδηγίες. Στην πρόσκληση προσδιορίζεται η ημερομηνία και η ώρα έναρξης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός μπορεί να διεξάγεται σε διαδοχικές φάσεις. Η ηλεκτρονική δημοπρασία δεν είναι δυνατόν να αρχίζει προτού παρέλθουν δύο εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία αποστολής των προσκλήσεων.

5.  Η πρόσκληση συνοδεύεται από το αποτέλεσμα της πλήρους αξιολόγησης της σχετικής προσφοράς.

Στην πρόσκληση αναφέρεται επίσης ο μαθηματικός τύπος που θα χρησιμοποιηθεί κατά τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό για την αυτόματη ανακατάταξη των προσφορών σε συνάρτηση με τις νέες τιμές και/ή τις νέες αξίες που θα υποβληθούν. Ο τύπος αυτός ενσωματώνει τη στάθμιση όλων των κριτηρίων που καθορίζονται για τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, όπως αναφέρεται στα έγγραφα της σύμβασης. Προς τούτο, όμως, τυχόν περιθώρια διακύμανσης περιορίζονται εκ των προτέρων σε συγκεκριμένη τιμή.

Σε περίπτωση που επιτρέπονται εναλλακτικές προσφορές, προβλέπεται χωριστός μαθηματικός τύπος για κάθε εναλλακτική προσφορά.

6.  Κατά τη διάρκεια κάθε φάσης του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί αμέσως σε όλους τους προσφέροντες τις πληροφορίες εκείνες τουλάχιστον που τους δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή την αντίστοιχη κατάταξή τους. Επίσης, αν αυτό έχει προηγουμένως επισημανθεί, μπορεί να γνωστοποιήσει και άλλες πληροφορίες σχετικά με άλλες τιμές ή αξίες που υποβλήθηκαν, καθώς και να ανακοινώσει τον αριθμό των συμμετεχόντων σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη φάση του πλειστηριασμού. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκαλύπτει την ταυτότητα των προσφερόντων κατά τη διεξαγωγή των διαφόρων φάσεων του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

7.  Η αναθέτουσα αρχή περατώνει τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό με έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους τρόπους:

α) κατά την προκαθορισμένη ημερομηνία και ώρα·

β) όταν δεν λαμβάνει πλέον νέες τιμές ή νέες αξίες που πληρούν τις απαιτήσεις όσον αφορά τις ελάχιστες διαφοροποιήσεις, εφόσον έχει ορίσει προηγουμένως το διάστημα που πρέπει να παρέλθει από την παραλαβή της τελευταίας υποβολής πριν περατώσει τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό·

γ) αφού ολοκληρωθεί ο προκαθορισμένος αριθμός φάσεων του πλειστηριασμού.

8.  Αφού περατώσει τον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, η αναθέτουσα αρχή αναθέτει τη σύμβαση με βάση τα αποτελέσματα του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού.

Άρθρο 151

Ασυνήθιστα χαμηλές προσφορές

(άρθρο 110 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Αν, για μια δεδομένη σύμβαση, η τιμή ή το κόστος που προτείνεται στην προσφορά φαίνεται να είναι ασυνήθιστα χαμηλό, η αναθέτουσα αρχή ζητεί γραπτώς τις διευκρινίσεις που θεωρεί ενδεδειγμένες σχετικά με τα στοιχεία που συνιστούν την τιμή ή το κόστος και παρέχει στον προσφέροντα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί, ιδίως, να λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις που αφορούν:

α) τα οικονομικά χαρακτηριστικά της παραγωγικής διαδικασίας, της παροχής των ζητούμενων υπηρεσιών ή της κατασκευαστικής μεθόδου·

β) τις εφαρμοζόμενες τεχνικές λύσεις και τους κατ' εξαίρεση ευνοϊκούς όρους που ισχύουν για τον προσφέροντα·

γ) την πρωτοτυπία της προσφοράς·

δ) τη συμμόρφωση του προσφέροντος με τις υποχρεώσεις που ισχύουν στους τομείς του περιβαλλοντικού, κοινωνικού και εργατικού δικαίου·

ε) τη συμμόρφωση των υπεργολάβων με τις υποχρεώσεις που ισχύουν στους τομείς του περιβαλλοντικού, κοινωνικού και εργατικού δικαίου·

στ) το ενδεχόμενο χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες.

2.  Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απορρίψει την προσφορά μόνο αν τα παρεχόμενα στοιχεία δεν εξηγούν κατά τρόπο ικανοποιητικό το χαμηλό επίπεδο της τιμής ή του κόστους που προτείνεται.

Η αναθέτουσα αρχή απορρίπτει την προσφορά, αν έχει διαπιστώσει ότι η προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή, διότι δεν συμμορφώνεται με τις ισχύουσες υποχρεώσεις στους τομείς του περιβαλλοντικού, κοινωνικού και εργατικού δικαίου.

3.  Αν η αναθέτουσα αρχή διαπιστώσει ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή λόγω χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στον προσφέροντα, μπορεί να απορρίψει την προσφορά αποκλειστικά για αυτόν τον λόγο μόνο αν ο προσφέρων δεν είναι σε θέση να αποδείξει, εντός επαρκούς προθεσμίας την οποία ορίζει η αναθέτουσα αρχή, ότι η εν λόγω ενίσχυση είναι σύμφωνη με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ.

Άρθρο 152

Προθεσμίες παραλαβής των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής

(άρθρο 111 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή καθορίζει προθεσμίες παραλαβής προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής.

Κατά τον καθορισμό προθεσμιών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη την πολυπλοκότητα της σύμβασης και τον χρόνο που απαιτείται για την προετοιμασία των προσφορών. Οι προθεσμίες είναι μεγαλύτερες από τις ελάχιστες προθεσμίες που ορίζονται στο παρόν άρθρο αν οι προσφορές μπορούν να καταρτιστούν μόνο μετά από επιτόπια επίσκεψη ή επιτόπια εξέταση των εγγράφων που υποστηρίζουν τα έγγραφα της σύμβασης.

Η προθεσμία παρατείνεται κατά πέντε ημέρες σε κάθε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) η αναθέτουσα αρχή δεν παρέχει δωρεάν άμεση πρόσβαση με ηλεκτρονικά μέσα στα έγγραφα της σύμβασης·

β) η προκήρυξη του διαγωνισμού δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 2 στοιχείο β).

2.  Στις ανοικτές διαδικασίες, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών ανέρχεται σε 37 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης του διαγωνισμού.

3.  Στις περιπτώσεις κλειστής διαδικασίας, ανταγωνιστικού διαλόγου, ανταγωνιστικών διαδικασιών με διαπραγμάτευση, δυναμικών συστημάτων αγορών και συμπράξεων καινοτομίας, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε 32 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης του διαγωνισμού.

4.  Στις περιπτώσεις κλειστής διαδικασίας και ανταγωνιστικών διαδικασιών με διαπραγμάτευση, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών ανέρχεται σε 30 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

5.  Στην περίπτωση δυναμικού συστήματος αγορών, η ελάχιστη προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών ανέρχεται σε 10 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφοράς.

6.  Στις διαδικασίες μετά από πρόκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που αναφέρονται στο άρθρο 136 παράγραφος 1, η προθεσμία για την παραλαβή των προσφορών είναι:

α) τουλάχιστον 10 ημέρες από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφοράς για την παραλαβή προσφορών στην περίπτωση της διαδικασίας που αναφέρεται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i)·

β) τουλάχιστον 10 ημέρες για την παραλαβή αιτήσεων συμμετοχής και τουλάχιστον 10 ημέρες για την παραλαβή προσφορών στην περίπτωση της διαδικασίας δύο σταδίων που αναφέρεται στο άρθρο 136 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο ii).

7.  Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συντομεύσει τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών κατά πέντε ημέρες για τις ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες, αν αποδεχθεί την υποβολή προσφορών με ηλεκτρονικά μέσα.

Άρθρο 153

Πρόσβαση στα έγγραφα της σύμβασης και προθεσμία για την παροχή συμπληρωματικών πληροφοριών

(άρθρο 111 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή παρέχει δωρεάν άμεση πρόσβαση στα έγγραφα της σύμβασης με ηλεκτρονικά μέσα από την ημερομηνία δημοσίευσης της προκήρυξης διαγωνισμού ή, για τις διαδικασίες χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού ή βάσει του άρθρου 136, από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής προσφορών.

Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να διαβιβάζει τα έγγραφα της σύμβασης με άλλα μέσα που προσδιορίζει, αν η άμεση πρόσβαση με ηλεκτρονικά μέσα δεν είναι δυνατή για τεχνικούς λόγους ή αν τα έγγραφα της σύμβασης περιέχουν πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 152 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, με εξαίρεση τις επείγουσες περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 154 παράγραφος 1.

Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να επιβάλλει απαιτήσεις στους οικονομικούς παράγοντες με σκοπό την προστασία του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που περιέχονται στα έγγραφα της σύμβασης. Ανακοινώνει αυτές τις απαιτήσεις, καθώς και τον τρόπο που μπορεί να επιτευχθεί η πρόσβαση στα έγγραφα της σύμβασης.

2.  Η αναθέτουσα αρχή παρέχει συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τα έγγραφα της σύμβασης ταυτόχρονα και εγγράφως, σε όλους τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς παράγοντες, το συντομότερο δυνατόν.

Η αναθέτουσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να απαντήσει στις αιτήσεις συμπληρωματικών πληροφοριών που υποβάλλονται λιγότερο από έξι εργάσιμες ημέρες πριν από την προθεσμία για την υποβολή των προσφορών.

3.  Η αναθέτουσα αρχή παρατείνει την προθεσμία παραλαβής των προσφορών, όταν:

α) δεν έχει παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες το αργότερο έξι ημέρες πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την παραλαβή των προσφορών, μολονότι ζητήθηκαν από τον οικονομικό παράγοντα σε εύθετο χρόνο·

β) προβαίνει σε σημαντικές αλλαγές στα έγγραφα της σύμβασης.

Άρθρο 154

Προθεσμίες σε επείγουσες περιπτώσεις

(άρθρο 111 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Στις περιπτώσεις των οποίων ο επείγων χαρακτήρας, δεόντως αιτιολογημένος, καθιστά ανεφάρμοστες τις ελάχιστες προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 152 παράγραφοι 2 και 3, για τις ανοικτές ή κλειστές διαδικασίες, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να καθορίσει:

α) για την παραλαβή των αιτήσεων συμμετοχής ή προσφορών στο πλαίσιο ανοικτών διαδικασιών, προθεσμία η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 15 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της προκήρυξης του διαγωνισμού προς δημοσίευση·

β) για την παραλαβή των προσφορών στο πλαίσιο ανοικτών διαδικασιών, προθεσμία η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 10 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης υποβολής των προσφορών.

2.  Σε επείγουσες περιπτώσεις, η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 153 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο και στο άρθρο 153 παράγραφος 3 στοιχείο α) είναι τέσσερις ημέρες.

Άρθρο 155

Κανόνες κατάθεσης των προσφορών

(άρθρο 111 παράγραφοι 1 και 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι κανόνες κατάθεσης των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής καθορίζονται από την αναθέτουσα αρχή, η οποία μπορεί να επιλέξει έναν αποκλειστικό για την περίπτωση τρόπο υποβολής.

Τα επιλεγόμενα μέσα επικοινωνίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζουν την εκπλήρωση των ακόλουθων προϋποθέσεων:

α) κάθε υποβαλλόμενο έγγραφο περιέχει όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για την αξιολόγησή του·

β) διαφυλάσσεται η ακεραιότητα των δεδομένων·

γ) διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής και η αναθέτουσα αρχή εξετάζει το περιεχόμενο των προσφορών και αιτήσεων συμμετοχής μόνο μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης προθεσμίας υποβολής τους·

δ) κατοχυρώνεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με της απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

2.  Με εξαίρεση τις συμβάσεις αξίας μικρότερης των ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι μηχανισμοί για την ηλεκτρονική παραλαβή των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής εξασφαλίζουν, μέσω τεχνικών μέσων και κατάλληλων διαδικασιών, ότι:

α) η ταυτότητα του οικονομικού παράγοντα μπορεί να πιστοποιηθεί με βεβαιότητα·

β) μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια η ώρα και η ημερομηνία παραλαβής των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής·

γ) μπορεί να εξασφαλίζεται ευλόγως ότι κανείς δεν θα έχει πρόσβαση πριν από τις καθορισμένες ημερομηνίες στις πληροφορίες που διαβιβάζονται δυνάμει των ως άνω απαιτήσεων·

δ) μόνον τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα μπορούν να καθορίζουν ή να τροποποιούν τις ημερομηνίες αποσφράγισης των στοιχείων που έχουν παραληφθεί·

ε) κατά τα διάφορα στάδια της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων μόνο εξουσιοδοτημένα πρόσωπα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που υποβάλλονται και να παρέχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά όπως απαιτείται για τη διαδικασία·

στ) μπορεί να εξασφαλιστεί ευλόγως ότι κάθε προσπάθεια παραβίασης οποιουδήποτε από τους όρους που καθορίζονται στα σημεία α) έως ε) είναι δυνατό να ανιχνευτεί.

3.  Όταν η αναθέτουσα αρχή επιτρέπει τη διαβίβαση των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής με ηλεκτρονικά μέσα, τα ηλεκτρονικά έγγραφα που υποβάλλονται με αυτού του είδους συστήματα θεωρούνται πρωτότυπα.

4.  Όταν η υποβολή πραγματοποιείται ταχυδρομικώς, οι υποψήφιοι ή προσφέροντες μπορούν να επιλέξουν να υποβάλουν τις αιτήσεις συμμετοχής ή τις προσφορές:

α) ταχυδρομικώς ή με υπηρεσία ταχυμεταφοράς, οπότε ως αποδεικτικό στοιχείο λαμβάνεται η ταχυδρομική σφραγίδα ή η ημερομηνία της απόδειξης κατάθεσης·

β) με ιδιόχειρη παράδοση στα γραφεία της αναθέτουσας αρχής από τον προσφέροντα ή τον υποψήφιο αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου του, οπότε ως αποδεικτικό στοιχείο θεωρείται η απόδειξη παραλαβής.

5.  Με την υποβολή αίτησης συμμετοχής ή προσφοράς, οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες δέχονται να λάβουν κοινοποίηση του αποτελέσματος της διαδικασίας με ηλεκτρονικά μέσα.

Άρθρο 155α

Ηλεκτρονικοί κατάλογοι

(άρθρο 111 παράγραφος 7 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όταν απαιτείται η χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ορίζει ότι οι προσφορές πρέπει να υποβάλλονται υπό τη μορφή ηλεκτρονικού καταλόγου ή να περιλαμβάνουν ηλεκτρονικό κατάλογο.

2.  Αν η παρουσίαση προσφορών με τη μορφή ηλεκτρονικών καταλόγων είναι αποδεκτή ή υποχρεωτική, η αναθέτουσα αρχή:

α) το αναφέρει στην προκήρυξη του διαγωνισμού·

β) επισημαίνει στα έγγραφα της σύμβασης όλες τις αναγκαίες πληροφορίες όσον αφορά τον μορφότυπο, τον χρησιμοποιούμενο ηλεκτρονικό εξοπλισμό και τις τεχνικές ρυθμίσεις και προδιαγραφές της σύνδεσης για τον κατάλογο.

3.  Όταν μια πολλαπλή σύμβαση-πλαίσιο έχει συναφθεί μετά την υποβολή προσφορών υπό τη μορφή ηλεκτρονικών καταλόγων, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προβλέψει ότι η προκήρυξη νέου διαγωνισμού για συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου λαμβάνει χώρα βάσει επικαιροποιημένων καταλόγων με τη χρησιμοποίηση μιας από τις ακόλουθες μεθόδους:

α) η αναθέτουσα αρχή καλεί τους ανάδοχους να υποβάλουν εκ νέου τους ηλεκτρονικούς τους καταλόγους προσαρμοσμένους σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εν λόγω σύμβασης συγκεκριμένου αντικειμένου·

β) η αναθέτουσα αρχή ενημερώνει τους ανάδοχους ότι προτίθεται να συλλέξει από τους ηλεκτρονικούς καταλόγους οι οποίοι έχουν ήδη υποβληθεί τις απαιτούμενες πληροφορίες για την κατάρτιση προσφορών προσαρμοσμένων στις απαιτήσεις της σύμβασης συγκεκριμένου αντικειμένου, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση της εν λόγω μεθόδου έχει ανακοινωθεί στα έγγραφα της σύμβασης-πλαισίου.

4.  Όταν η αναθέτουσα αρχή χρησιμοποιεί τη μέθοδο της παραγράφου 3 στοιχείο β), ή ανακοινώνει στους ανάδοχους την ημερομηνία και την ώρα κατά την οποία μπορούν να συλλέξουν τις πληροφορίες που απαιτούνται για την κατάρτιση προσφορών προσαρμοσμένων στις απαιτήσεις της εν λόγω σύμβασης συγκεκριμένου αντικειμένου και παρέχει στους ανάδοχους τη δυνατότητα να αρνηθούν τη συλλογή αυτών των πληροφοριών.

Η αναθέτουσα αρχή προβλέπει επαρκές χρονικό διάστημα μεταξύ της κοινοποίησης και της συλλογής των πληροφοριών.

Πριν από την ανάθεση της σύμβασης συγκεκριμένου αντικειμένου, η αναθέτουσα αρχή παρουσιάζει τις συλλεγείσες πληροφορίες στον ενδιαφερόμενο ανάδοχο, δίνοντάς του την ευκαιρία να αμφισβητήσει ή να επιβεβαιώσει ότι η προσφορά που προέκυψε με αυτόν τον τρόπο δεν περιέχει ουσιώδη σφάλματα.

Άρθρο 156

Εγγυήσεις προσφοράς

(άρθρο 111 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να απαιτήσει την κατάθεση εγγύησης προσφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 163, κυμαινόμενης μεταξύ 1 % έως 2 % της συνολικής αξίας της σύμβασης.

2.  Αν η προσφορά αποσυρθεί πριν από την υπογραφή της σύμβασης, η εγγύηση προσφοράς καταπίπτει υπέρ της αναθέτουσας αρχής.

Η αναθέτουσα αρχή αποδεσμεύει την εγγύηση προσφοράς:

α) για τους προσφέροντες που απορρίφθηκαν, όπως αναφέρεται στο άρθρο 159 παράγραφος 2 στοιχείο β) και για τις προσφορές που απορρίφθηκαν όπως αναφέρεται στο άρθρο 159 παράγραφος 2 στοιχείο γ), μετά την ενημέρωση για το αποτέλεσμα της διαδικασίας·

β) για τις προσφορές που έχουν καταταχθεί, όπως αναφέρεται στο άρθρο 159 παράγραφος 2 στοιχείο ε), κατά την υπογραφή της σύμβασης.

Άρθρο 157

Αποσφράγιση των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής

(άρθρο 111 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Στις ανοικτές διαδικασίες, εξουσιοδοτημένοι εκπρόσωποι των προσφερόντων μπορούν να παρίστανται στη συνεδρίαση αποσφράγισης των προσφορών.

2.  Για τις συμβάσεις ύψους ίσου ή μεγαλύτερου των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, ο αρμόδιος διατάκτης διορίζει επιτροπή αποσφράγισης των προσφορών. Ο διατάκτης μπορεί να άρει την υποχρέωση αυτή βάσει ανάλυσης κινδύνου κατά την προκήρυξη νέου διαγωνισμού στο πλαίσιο σύμβασης-πλαισίου και για τις υποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, εκτός από τα στοιχεία δ) και ζ) του εν λόγω άρθρου.

Η επιτροπή αποσφράγισης συγκροτείται από δύο τουλάχιστον πρόσωπα, τα οποία ανήκουν σε δύο τουλάχιστον οργανικές οντότητες του εμπλεκόμενου θεσμικού οργάνου χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση. Για να προλαμβάνεται κάθε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται στις υποχρεώσεις του άρθρου 57 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Στις αντιπροσωπείες ή στις τοπικές διοικητικές μονάδες, που αναφέρονται στο άρθρο 72 του παρόντος κανονισμού ή είναι αυτοτελείς σε κράτος μέλος, και ελλείψει διακριτών οργανικών οντοτήτων, η υποχρέωση ύπαρξης οργανικών οντοτήτων χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση δεν ισχύει.

3.  Σε περίπτωση διαδικασίας σύναψης συμβάσεων που προκηρύσσεται σε διοργανική βάση, η επιτροπή αποσφράγισης διορίζεται από τον αρμόδιο διατάκτη του θεσμικού οργάνου που είναι υπεύθυνο για τη διαδικασία σύναψης σύμβασης.

4.  Η αναθέτουσα αρχή επαληθεύει και διασφαλίζει την ακεραιότητα της αρχικής προσφοράς, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής προσφοράς και των μέσων απόδειξης της ημερομηνίας και της ώρας παραλαβής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 155 παράγραφοι 2 και 4 με κάθε κατάλληλη μέθοδο.

5.  Στις ανοικτές διαδικασίες, όταν η σύμβαση ανατίθεται με βάση τις μεθόδους χαμηλότερης τιμής ή χαμηλότερου κόστους σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι τιμές που αναφέρονται στις προσφορές και πληρούν τις απαιτήσεις, αναγιγνώσκονται δυνατά.

6.  Το έγγραφο πρακτικό της αποσφράγισης των προσφορών που παραλαμβάνονται υπογράφεται από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την αποσφράγιση ή από μέλη της επιτροπής αποσφράγισης. Στο πρακτικό αυτό προσδιορίζονται οι προσφορές που πληρούν και οι προσφορές που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 155 και αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκαν οι προσφορές, όπως ορίζεται στο άρθρο 111 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού. Το εν λόγω πρακτικό μπορεί να υπογραφεί σε ηλεκτρονικό σύστημα που επιτρέπει την επαρκή εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας του υπογράφοντος.

Άρθρο 158

Αξιολόγηση των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής

(άρθρο 111 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο αρμόδιος διατάκτης διορίζει επιτροπή αξιολόγησης προκειμένου να διατυπώνει συμβουλευτικές γνώμες σχετικά με συμβάσεις αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού. Ο διατάκτης μπορεί να άρει την υποχρέωση αυτή βάσει ανάλυσης κινδύνου κατά την προκήρυξη νέου διαγωνισμού στο πλαίσιο σύμβασης-πλαισίου και για τις υποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχεία γ), ε), στ) σημεία i) και iii) και στοιχείο η).

Ωστόσο, ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να αποφασίσει ότι η επιτροπή αξιολόγησης πρέπει να αξιολογήσει και να κατατάξει τις προσφορές με βάση αποκλειστικά και μόνο τα κριτήρια ανάθεσης, καθώς και ότι τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής θα αξιολογηθούν με άλλα ενδεδειγμένα μέσα που εγγυώνται την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων.

2.  Η επιτροπή αξιολόγησης συγκροτείται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, τα οποία ανήκουν σε δύο τουλάχιστον οργανικές οντότητες των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 208 του δημοσιονομικού κανονισμού χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση, και από τα οποία τουλάχιστον το ένα δεν εξαρτάται από τον αρμόδιο διατάκτη.

Στις αντιπροσωπείες και στις τοπικές διοικητικές μονάδες που προβλέπονται στο άρθρο 72, ή είναι αυτοτελείς σε κράτος μέλος, και ελλείψει διακριτών οντοτήτων, η υποχρέωση ύπαρξης οργανωτικών οντοτήτων χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση δεν ισχύει.

Στην επιτροπή αυτή μπορούν να συμμετέχουν και εξωτερικοί εμπειρογνώμονες, μετά από σχετική απόφαση του αρμόδιου διατάκτη.

Ο αρμόδιος διατάκτης μεριμνά ώστε τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην αξιολόγηση, συμπεριλαμβανομένων εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 57 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Σε περίπτωση διαδικασίας σύναψης συμβάσεων που προκηρύσσεται σε διοργανική βάση, η επιτροπή αξιολόγησης διορίζεται από τον αρμόδιο διατάκτη του θεσμικού οργάνου που είναι υπεύθυνο για τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων. Η σύνθεση της επιτροπής αξιολόγησης αντικατοπτρίζει, στο μέτρο του δυνατού, τον διοργανικό χαρακτήρα της διαδικασίας σύναψης σύμβασης.

4.  Οι αιτήσεις συμμετοχής και οι προσφορές που είναι κατάλληλες βάσει του άρθρου 134 παράγραφος 2, οι οποίες δεν είναι παράτυπες ή απαράδεκτες σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφοι 2 και 3, θεωρούνται παραδεκτές.

Άρθρο 159

Αποτελέσματα της αξιολόγησης και απόφαση ανάθεσης

(άρθρο 113 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης συνιστά έκθεση αξιολόγησης η οποία περιέχει την πρόταση ανάθεσης της σύμβασης. Η έκθεση αξιολόγησης χρονολογείται και υπογράφεται από το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διενήργησαν την αξιολόγηση ή από τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης. Η έκθεση αυτή μπορεί να υπογραφεί σε ηλεκτρονικό σύστημα που επιτρέπει την επαρκή εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας του υπογράφοντος.

Αν η επιτροπή αξιολόγησης δεν έχει επιφορτισθεί με την αρμοδιότητα της επαλήθευσης των προσφορών με βάση τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής, η έκθεση αξιολόγησης υπογράφεται και από τα πρόσωπα που έχουν επιφορτισθεί με την αρμοδιότητα αυτή από τον αρμόδιο διατάκτη.

2.  Η έκθεση αξιολόγησης περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α) την επωνυμία και τη διεύθυνση της αναθέτουσας αρχής, το αντικείμενο και την αξία της σύμβασης ή το αντικείμενο και τη μέγιστη αξία της σύμβασης-πλαισίου·

β) το όνομα των απορριφθέντων υποψηφίων ή προσφερόντων και τους λόγους της απόρριψής τους σε σχέση με κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 107 του δημοσιονομικού κανονισμού ή με τα κριτήρια επιλογής·

γ) τα στοιχεία των προσφορών που απορρίφθηκαν και τους λόγους της απόρριψής τους σε σχέση με ένα από τα ακόλουθα στοιχεία:

i) μη συμμόρφωση με τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 110 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού,

ii) μη τήρηση των ελάχιστων επιπέδων ποιότητας που προβλέπονται στο άρθρο 149 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού,

iii) τις προσφορές που κρίθηκαν ασυνήθιστα χαμηλές, όπως αναφέρεται στο άρθρο 151 του παρόντος κανονισμού·

δ) το όνομα των υποψηφίων ή των προσφερόντων που επιλέχθηκαν και τους λόγους της επιλογής τους·

ε) το όνομα των προσφερόντων που κατατάσσονται βάσει της βαθμολογίας που συγκέντρωσαν και την αιτιολόγησή της·

στ) το όνομα των προταθέντων υποψηφίων ή των επιτυχόντων προσφερόντων και τους λόγους αυτή της επιλογής·

ζ) εφόσον είναι γνωστό, το ποσοστό της σύμβασης ή της σύμβασης-πλαισίου που ο προτεινόμενος ανάδοχος προτίθεται να αναθέσει υπεργολαβικά σε τρίτους.

3.  Στη συνέχεια, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει την απόφασή της η οποία παρέχει ένα από τα ακόλουθα:

α) έγκριση της έκθεσης αξιολόγησης η οποία περιέχει όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 συμπληρωμένη με τα ακόλουθα:

i) το όνομα του επιτυχόντος προσφέροντος και τους λόγους αυτής της επιλογής σε σχέση με τα προαναγγελθέντα κριτήρια επιλογής και ανάθεσης, συμπεριλαμβανομένων, ανάλογα με την περίπτωση, των λόγων μη εφαρμογής της σύστασης που προβλέπεται στην έκθεση αξιολόγησης,

ii) στην περίπτωση διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση, διαδικασίας με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα ή ανταγωνιστικού διαλόγου, τις περιστάσεις που αναφέρονται στα άρθρα 134, 135 και 266 οι οποίες δικαιολογούν τη χρήση τους·

β) εφόσον συντρέχει περίπτωση, τους λόγους για τους οποίους η αναθέτουσα αρχή αποφάσισε να μην αναθέσει τη σύμβαση.

4.  Ο διατάκτης μπορεί να συγχωνεύσει το περιεχόμενο της έκθεσης αξιολόγησης και της απόφασης ανάθεσης σε ένα ενιαίο έγγραφο και να το υπογράψει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) για διαδικασίες αξίας χαμηλότερης των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, εφόσον έχει υποβληθεί μόνο μία προσφορά·

β) κατά την προκήρυξη νέου διαγωνισμού στο πλαίσιο σύμβασης-πλαισίου όταν δεν έχει διοριστεί επιτροπή αξιολόγησης·

γ) για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχεία γ), ε), στ) σημεία i) και iii) και στοιχείο η) όταν δεν έχει διοριστεί επιτροπή αξιολόγησης.

5.  Στην περίπτωση διαδικασίας σύναψης συμβάσεων που προκηρύσσεται σε διοργανική βάση, η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 λαμβάνεται από την αναθέτουσα αρχή που είναι αρμόδια για τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης.

Άρθρο 160

Επαφές μεταξύ αναθετουσών αρχών και υποψηφίων ή προσφερόντων

(άρθρο 112 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κατά τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων, επιτρέπονται κατ' εξαίρεση οι επαφές μεταξύ αναθέτουσας αρχής και υποψηφίων ή προσφερόντων υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3.

2.  Πριν από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων συμμετοχής ή των προσφορών, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να γνωστοποιήσει τις συμπληρωματικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 2:

α) με πρωτοβουλία των υποψηφίων ή των προσφερόντων, με αποκλειστικό σκοπό την αποσαφήνιση των εγγράφων της σύμβασης·

β) με δική της πρωτοβουλία, αν διαπιστώσει την ύπαρξη σφάλματος, ανακρίβειας, παράλειψης ή κάθε άλλης υλικής ανεπάρκειας στη σύνταξη του κειμένου των εγγράφων της σύμβασης.

3.  Σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν τέτοιες επαφές, καθώς και στις δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που δεν πραγματοποιηθούν όπως αναφέρεται στο άρθρο 96 του δημοσιονομικού κανονισμού, καταγράφεται σχετική μνεία στον φάκελο της διαδικασίας σύναψης σύμβασης.

Άρθρο 161

Ενημέρωση των υποψηφίων και των προσφερόντων

(άρθρο 113 παράγραφοι 2 και 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε όλους τους υποψηφίους ή προσφέροντες, ταυτόχρονα και ατομικά, με ηλεκτρονικά μέσα, τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας το συντομότερο δυνατόν μετά από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα στάδια:

α) το στάδιο αποσφράγισης για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 111 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού·

β) την απόφαση που λήφθηκε με βάση τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής στην περίπτωση διαδικασιών σύναψης συμβάσεων που οργανώνονται σε δύο χωριστά στάδια·

γ) την απόφαση ανάθεσης.

Σε κάθε περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η αίτηση συμμετοχής ή η προσφορά απορρίφθηκε, καθώς και τα διαθέσιμα ένδικα μέσα.

Κατά την ενημέρωση του επιτυχόντος προσφέροντος, η αναθέτουσα αρχή διευκρινίζει ότι η απόφαση που κοινοποιήθηκε δεν συνιστά δέσμευση από τη δική της πλευρά.

2.  Η αναθέτουσα αρχή διαβιβάζει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 113 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός 15 ημερών από την παραλαβή γραπτής αίτησης. Όταν η αναθέτουσα αρχή αναθέτει συμβάσεις για ίδιο λογαριασμό, χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά μέσα. Ο προσφέρων μπορεί επίσης να διαβιβάσει την αίτηση με ηλεκτρονικά μέσα.

3.  Όταν η αναθέτουσα αρχή επικοινωνεί με ηλεκτρονικά μέσα, οι πληροφορίες θεωρείται ότι έχουν παραληφθεί από τους υποψήφιους ή τους προσφέροντες, αν η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αποδείξει ότι έχει στείλει τις πληροφορίες αυτές στην ηλεκτρονική διεύθυνση που αναφέρεται στην προσφορά ή στην αίτηση συμμετοχής.

Στην περίπτωση αυτή, οι πληροφορίες θεωρείται ότι έχουν παραληφθεί από τον υποψήφιο ή τον προσφέροντα την ημερομηνία αποστολής από την αναθέτουσα αρχή.



Τμήμα 4

Εκτέλεση της σύμβασης, εγγυήσεις και διορθωτικά μέτρα

Άρθρο 163

Εγγυήσεις

(άρθρο 115 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Αν η αναθέτουσα αρχή αποφασίσει να ζητήσει εγγύηση, το ανακοινώνει στα έγγραφα της σύμβασης.

2.  Όταν απαιτείται από τους αναδόχους η σύσταση εγγύησης, η εγγύηση αυτή πρέπει να καλύπτει ποσό και περίοδο επαρκή για να είναι δυνατή η κατάπτωσή της.

3.  Η εγγύηση παρέχεται από τραπεζικό ή εξουσιοδοτημένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έχει εγκριθεί από την αναθέτουσα αρχή. Η εγγύηση μπορεί να αντικατασταθεί με από κοινού και εις ολόκληρον εγγύηση τρίτου προσώπου, μετά από έγκριση της αναθέτουσας αρχής.

Το ποσό της εγγύησης αναγράφεται σε ευρώ.

Σκοπός της εγγύησης είναι να καταστήσει την τράπεζα, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή το τρίτο πρόσωπο ανέκκλητους και αλληλέγγυους εγγυητές ή εγγυητές σε πρώτη ζήτηση, της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του αναδόχου.

Άρθρο 164

Εγγύηση προχρηματοδότησης

(άρθρο 115 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Εφόσον διαπιστώσει την ανάγκη προχρηματοδότησης, η αναθέτουσα αρχή προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων που συνδέονται με τις πληρωμές προχρηματοδότησης πριν ξεκινήσει τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α) την εκτιμώμενη αξία της σύμβασης·

β) το αντικείμενό της·

γ) τη διάρκεια και τον ρυθμό της·

δ) τη διάρθρωση της αγοράς.

2.  Δεν απαιτείται εγγύηση για συμβάσεις χαμηλής αξίας που αναφέρονται στο άρθρο 137 παράγραφος 1.

Η εγγύηση αποδεσμεύεται όταν και εφόσον η προχρηματοδότηση αφαιρείται από τις ενδιάμεσες πληρωμές ή τις πληρωμές υπολοίπου προς τον ανάδοχο σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης.

Άρθρο 165

Εγγύηση καλής εκτέλεσης

(άρθρο 115 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κατά περίπτωση και βάσει προκαταρκτικής ανάλυσης των κινδύνων, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει εγγύηση καλής εκτέλεσης για να εξασφαλίσει ότι ο ανάδοχος τηρεί τις σημαντικές συμβατικές υποχρεώσεις του.

2.  Η εγγύηση καλής εκτέλεσης ανέρχεται κατ' ανώτατο όριο στο 10 % της συνολικής αξίας της σύμβασης.

3.  Αποδεσμεύεται πλήρως μετά την οριστική παραλαβή των έργων, των προμηθειών ή των πολύπλοκων υπηρεσιών, εντός προθεσμίας σύμφωνης με το άρθρο 92 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού η οποία πρέπει να προσδιορίζεται στη σύμβαση. Η εγγύηση μπορεί να αποδεσμευτεί εν μέρει ή πλήρως, μετά την προσωρινή παραλαβή των έργων, των προμηθειών και των πολύπλοκων υπηρεσιών.

Άρθρο 165α

Παρακράτηση χρηματικής εγγύησης

(άρθρο 115 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κατά περίπτωση και βάσει προκαταρκτικής ανάλυσης των κινδύνων, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει παρακράτηση χρηματικής εγγύησης, ώστε να εξασφαλιστεί ότι ο ανάδοχος θα αποκαταστήσει τα ελαττώματα κατά τη διάρκεια της περιόδου ευθύνης που προβλέπει η σύμβαση.

Η παρακράτηση χρηματικής εγγύησης δεν χρησιμοποιείται σε σύμβαση στην οποία έχει ζητηθεί εγγύηση καλής εκτέλεσης αλλά δεν έχει αποδεσμευτεί.

2.  Είναι δυνατόν να συσταθεί παρακράτηση χρηματικής εγγύησης ίσης με το 10 % της συνολικής αξίας της σύμβασης με αφαίρεση από τις πραγματοποιούμενες ενδιάμεσες πληρωμές ή με αφαίρεση από την τελική πληρωμή.

Η αναθέτουσα αρχή καθορίζει το ποσό το οποίο είναι ανάλογο των κινδύνων που έχουν προσδιοριστεί σε σχέση με την εκτέλεση της σύμβασης, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και των συνήθων εμπορικών όρων που ισχύουν στον τομέα.

3.  Με την επιφύλαξη της έγκρισης της αναθέτουσας αρχής, ο ανάδοχος μπορεί να ζητήσει να αντικατασταθεί η παρακράτηση χρηματικής εγγύησης με την εγγύηση που αναφέρεται στο άρθρο 163.

4.  Η αναθέτουσα αρχή αποδεσμεύει πλήρως την παρακράτηση χρηματικής εγγύησης μετά τη λήξη της περιόδου ευθύνης που προβλέπει η σύμβαση, εντός προθεσμίας σύμφωνης με το άρθρο 92 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού η οποία πρέπει να προσδιορίζεται στη σύμβαση.

Άρθρο 166

Αναστολή εκτέλεσης σε περίπτωση ουσιωδών σφαλμάτων ή παρατυπιών

(άρθρο 116 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σε περίπτωση που, μετά την αναστολή της εκτέλεσης της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 116 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού, δεν έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη των εικαζόμενων ουσιωδών σφαλμάτων, παρατυπιών ή απάτης, η εκτέλεση της σύμβασης συνεχίζεται το συντομότερο δυνατό.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Διατάξεις εφαρμοζόμενες στις συμβάσεις που συνάπτονται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης για ίδιο λογαριασμό

Άρθρο 166α

Κεντρική αρχή αγορών

(άρθρο 117 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Μια κεντρική αρχή αγορών μπορεί να ενεργεί ως εξής:

α) ως χονδρέμπορος αγοράζοντας, αποθηκεύοντας και μεταπωλώντας προμήθειες και υπηρεσίες σε άλλες αναθέτουσες αρχές·

β) ως μεσάζοντας αναθέτοντας συμβάσεις-πλαίσια ή εκμεταλλευόμενος δυναμικά συστήματα αγορών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλες αναθέτουσες αρχές, όπως ανακοινώθηκε στην αρχική προκήρυξη του διαγωνισμού.

2.  Η κεντρική αρχή αγορών εκτελεί όλες τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας.

Άρθρο 167

Προσδιορισμός του προσήκοντος επιπέδου για τον υπολογισμό της αξίας της σύμβασης

(άρθρο 117 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κάθε κύριος ή δευτερεύων διατάκτης σε καθένα από τα θεσμικά όργανα εκτιμά αν τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού έχουν καλυφθεί.

Άρθρο 168

Παρτίδες

(άρθρο 118 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όπου είναι ενδεδειγμένο, τεχνικά εφικτό και οικονομικά συμφέρον, οι συμβάσεις ανατίθενται υπό τη μορφή χωριστών παρτίδων στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας.

2.  Όταν το αντικείμενο μιας σύμβασης υποδιαιρείται σε περισσότερες παρτίδες, καθεμία από τις οποίες αποτελεί το αντικείμενο χωριστής σύμβασης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία όλων των παρτίδων κατά τον συνολικό προσδιορισμό του εφαρμοστέου κατώτατου ορίου.

Όταν η συνολική αξία των παρτίδων είναι ίση ή μεγαλύτερη των κατώτατων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 118 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, για καθεμία από τις παρτίδες εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφος 1, του άρθρου 104 και 104α του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Όταν η ανάθεση μιας σύμβασης πρόκειται να γίνει σε χωριστές παρτίδες, οι προσφορές αξιολογούνται χωριστά για κάθε παρτίδα. Αν στον ίδιο προσφέροντα ανατεθούν περισσότερες παρτίδες, είναι δυνατόν να υπογραφεί μία ενιαία σύμβαση για τις εν λόγω παρτίδες.

Άρθρο 169

Λεπτομέρειες αξιολόγησης της αξίας της σύμβασης

(άρθρο 118 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η αναθέτουσα αρχή εκτιμά την αξία μιας σύμβασης βάσει του συνολικού πληρωτέου ποσού, περιλαμβανομένων τυχόν δικαιωμάτων προαίρεσης και ενδεχόμενων παρατάσεων.

Η εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται το αργότερο όταν η αναθέτουσα αρχή δρομολογεί τη διαδικασία σύναψης συμβάσεων.

2.  Για τις συμβάσεις-πλαίσια και τα δυναμικά συστήματα αγορών λαμβάνεται υπόψη η μέγιστη αξία όλων των συμβάσεων που προβλέπεται να ανατεθούν κατά τη συνολική διάρκεια της σύμβασης-πλαισίου ή του δυναμικού συστήματος αγορών.

Όσον αφορά συμπράξεις καινοτομίας, λαμβάνεται υπόψη είναι η μέγιστη εκτιμώμενη αξία των δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης που πρέπει να πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια όλων των σταδίων της προβλεπόμενης σύμπραξης, καθώς και των έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών που πρέπει να αγοραστούν κατά τη λήξη της προβλεπόμενης σύμπραξης.

Στην περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή προβλέπει την καταβολή ποσών στους υποψήφιους ή προσφέροντες, λαμβάνει τα ποσά αυτά υπόψη της κατά τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης.

3.  Για τις συμβάσεις υπηρεσιών, συνυπολογίζονται τα ακόλουθα:

α) για τις ασφαλίσεις, τα καταβλητέα ασφάλιστρα και οι άλλες μορφές ανταπόδοσης·

β) για τις τραπεζικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι αμοιβές, οι προμήθειες, οι τόκοι και οι άλλες μορφές ανταπόδοσης·

γ) για τις συμβάσεις που συνεπάγονται μελέτη, οι αμοιβές, οι προμήθειες και οι άλλες μορφές ανταπόδοσης.

4.  Για συμβάσεις υπηρεσιών που δεν αναφέρουν συνολικό ύψος ή για συμβάσεις προμηθειών που έχουν ως αντικείμενο χρηματοδοτική μίσθωση, μίσθωση ή μίσθωση-πώληση προϊόντων, ως βάση για τον υπολογισμό της αξίας της σύμβασης λαμβάνεται:

α) για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου:

i) διάρκειας ίσης ή κατώτερης των 48 μηνών για τις συμβάσεις υπηρεσιών, ή ίσης ή κατώτερης των 12 μηνών για τις συμβάσεις προμηθειών: το συνολικό ποσό της σύμβασης για όλη τη διάρκειά της,

ii) διάρκειας ανώτερης των 12 μηνών για τις συμβάσεις προμηθειών: το συνολικό ποσό, συμπεριλαμβανόμενης της εκτιμώμενης υπολειμματικής αξίας·

β) για τις συμβάσεις αορίστου χρόνου ή, για τις συμβάσεις υπηρεσιών, διάρκειας ανώτερης των 48 μηνών, το μηνιαίο ποσό επί 48.

5.  Για τις συμβάσεις υπηρεσιών ή προμηθειών που παρουσιάζουν επαναληπτικότητα ή που πρόκειται να ανανεωθούν εντός συγκεκριμένης περιόδου, ως βάση για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας της σύμβασης λαμβάνεται μια από τα ακόλουθες:

α) η συνολική πραγματική αξία διαδοχικών συμβάσεων ιδίου τύπου οι οποίες συνήφθησαν κατά το προηγούμενο δωδεκάμηνο ή κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, αναπροσαρμοσμένη, όταν είναι δυνατόν, προκειμένου να ληφθούν υπόψη ενδεχόμενες μεταβολές ως προς την ποσότητα ή την αξία τους κατά το δωδεκάμηνο μετά την αρχική σύμβαση·

β) η συνολική εκτιμώμενη αξία των διαδοχικών συμβάσεων ιδίου τύπου οι οποίες πρόκειται να ανατεθούν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

6.  Για τις συμβάσεις έργων, λαμβάνεται υπόψη, πέρα από την αξία των έργων, η συνολική εκτιμώμενη αξία των προμηθειών και υπηρεσιών που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των έργων και παραδίδονται στον ανάδοχο από την αναθέτουσα αρχή.

7.  Στην περίπτωση συμβάσεων παραχώρησης, η αξία συνίσταται στον εκτιμώμενο συνολικό κύκλο εργασιών του παραχωρησιούχου που παράγεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης.

Η αξία αυτή υπολογίζεται με αντικειμενική μέθοδο που προσδιορίζεται στα έγγραφα της σύμβασης, κυρίως με βάση:

α) τα έσοδα από την καταβολή τελών και προστίμων από τους χρήστες των έργων ή των υπηρεσιών, πέραν εκείνων που εισπράττονται εξ ονόματος της αναθέτουσας αρχής·

β) την αξία των επιχορηγήσεων ή οποιωνδήποτε άλλων χρηματοοικονομικών πλεονεκτημάτων που παρέχονται από τρίτους, για την εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης·

γ) τα έσοδα από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος της σύμβασης παραχώρησης·

δ) την αξία όλων των προμηθειών και υπηρεσιών που θέτουν οι αναθέτουσες αρχές στη διάθεση του παραχωρησιούχου, υπό τον όρο ότι είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των έργων ή την παροχή των υπηρεσιών·

ε) τα ποσά που καταβάλλονται στους υποψηφίους ή τους προσφέροντες.

Άρθρο 171

Περίοδος αναμονής πριν από την υπογραφή σύμβασης

(άρθρο 118 παράγραφοι 2 και 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η περίοδος αναμονής αρχίζει μετά από μία από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

α) την ημέρα που έπεται της ταυτόχρονης αποστολής των κοινοποιήσεων στους επιτυχόντες και μη επιτυχόντες προσφέροντες με ηλεκτρονικά μέσα·

β) όταν η σύμβαση ή η σύμβαση-πλαίσιο ανατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχείο β), την ημέρα που έπεται της ανακοίνωσης της ανάθεσης της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 123 παράγραφος 5 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν είναι αναγκαίο, η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν να αναστείλει την υπογραφή της σύμβασης με σκοπό την πρόσθετη εξέτασή της, αν αυτό δικαιολογείται από τις αιτήσεις ή τις παρατηρήσεις εκ μέρους απορριφθέντων ή ζημιωθέντων υποψηφίων ή προσφερόντων, ή από οποιαδήποτε άλλη σχετική πληροφορία που έλαβε η αναθέτουσα αρχή κατά τη διάρκεια της περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 118 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού. Σε περίπτωση αναστολής, όλοι οι υποψήφιοι και προσφέροντες ενημερώνονται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την έκδοση της απόφασης αναστολής.

Όταν η σύμβαση ή η σύμβαση-πλαίσιο δεν μπορεί να υπογραφεί με τον επιτυχόντα υποψήφιο, η αναθέτουσα αρχή δύναται να την αναθέσει στον επόμενο υποψήφιο με την καλύτερη προσφορά.

2.  Η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) σε οποιαδήποτε διαδικασία, όταν έχει υποβληθεί μία μόνο προσφορά·

β) σε συμβάσεις συγκεκριμένου αντικειμένου βασιζόμενες σε σύμβαση-πλαίσιο·

γ) στα δυναμικά συστήματα αγορών·

δ) στη διαδικασίες με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση που αναφέρονται στο άρθρο 134, με εξαίρεση τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Άρθρο 172

Αποδεικτικά στοιχεία πρόσβασης στη διαδικασία σύναψης συμβάσεων

(άρθρο 119 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα έγγραφα της σύμβασης επιβάλλουν στους υποψηφίους ή προσφέροντες να αναφέρουν το κράτος στο οποίο έχουν εγκατασταθεί και να υποβάλουν τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτεί σχετικά η νομοθεσία του εν λόγω κράτους.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ VI

ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Πεδίο εφαρμογής και μορφή των επιδοτήσεων

Άρθρο 173

Συνδρομές

(άρθρο 121 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι συνδρομές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 121 παράγραφος 2 στοιχείο δ) του δημοσιονομικού κανονισμού, είναι τα ποσά που καταβάλλονται στους οργανισμούς των οποίων η Ένωση είναι μέλος, σύμφωνα με τις αποφάσεις προϋπολογισμού και τους όρους πληρωμής που τίθενται από τον ενδιαφερόμενο οργανισμό.

Άρθρο 174

Συμφωνίες και αποφάσεις επιδοτήσεων

(άρθρο 121 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι επιδοτήσεις καλύπτονται είτε από απόφαση είτε από γραπτή συμφωνία.

2.  Για να προσδιοριστεί ποια από τις πράξεις θα χρησιμοποιηθεί, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α) ο τόπος στον οποίο βρίσκεται ο δικαιούχος, εντός ή εκτός της Ένωσης·

β) η πολυπλοκότητα και η τυποποίηση του περιεχομένου των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων εργασίας ή ενεργειών.

Άρθρο 175

Δαπάνες για τα μέλη των θεσμικών οργάνων

(άρθρο 121 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι δαπάνες για τα μέλη των θεσμικών οργάνων όπως αναφέρονται στο άρθρο 121 παράγραφος 2 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού περιλαμβάνουν εισφορές σε ενώσεις νυν και πρώην μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Οι εν λόγω εισφορές διενεργούνται σύμφωνα με τους εσωτερικούς διοικητικούς κανόνες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Άρθρο 176

Ενέργειες δυνάμενες να επιδοτηθούν

(άρθρο 121 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Μια ενέργεια που είναι δυνατόν να επιδοτηθεί κατά την έννοια του άρθρου 121 του δημοσιονομικού κανονισμού πρέπει να ορίζεται σαφώς.

Καμία ενέργεια δεν είναι δυνατόν να υποδιαιρείται σε διάφορες ενέργειες με πρόθεση τη μη υπαγωγή της στους κανόνες χρηματοδότησης που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 177

Οργανισμοί που επιδιώκουν σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος της Ένωσης

(άρθρο 121 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οργανισμός που επιδιώκει σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος της Ένωσης είναι:

α) είτε οργανισμός με αποστολή την εκπαίδευση, την κατάρτιση, την ενημέρωση, την καινοτομία ή την έρευνα και τη μελέτη των ευρωπαϊκών πολιτικών, καθώς και κάθε δραστηριότητα που συμβάλλει στην προώθηση της ιθαγένειας ή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ή ευρωπαϊκός οργανισμός τυποποίησης·

β) είτε μια οντότητα που εκπροσωπεί οργανισμούς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που δραστηριοποιούνται στα κράτη μέλη ή σε δυνητικά υποψήφιες τρίτες χώρες και προωθούν αρχές και πολιτικές σύμφωνες με τους στόχους των Συνθηκών.

Άρθρο 178

Συμπράξεις

(άρθρο 121 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Συγκεκριμένες επιδοτήσεις για ενέργειες και επιδοτήσεις λειτουργίας είναι δυνατόν να εντάσσονται σε σύμπραξη-πλαίσιο.

2.  Η σύμπραξη-πλαίσιο είναι δυνατόν να θεσπίζεται ως μακροπρόθεσμος μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των δικαιούχων επιδοτήσεων. Είναι δε δυνατόν να λάβει τη μορφή συμφωνίας σύμπραξης-πλαισίου ή απόφασης σύμπραξης-πλαισίου.

Στη συμφωνία σύμπραξης-πλαισίου ή στην αντίστοιχη απόφαση εξειδικεύονται οι κοινοί στόχοι, η φύση των σχεδιαζόμενων ενεργειών, κατά περίπτωση ή στο πλαίσιο εγκεκριμένου ετήσιου προγράμματος εργασίας, η διαδικασία χορήγησης των επιμέρους επιδοτήσεων, με τήρηση των αρχών και των διαδικαστικών κανόνων του παρόντος τίτλου, καθώς και τα γενικά δικαιώματα και υποχρεώσεις κάθε μέρους στο πλαίσιο των επιμέρους συμβάσεων ή αποφάσεων.

Η διάρκεια της σύμπραξης δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως ως εκ του αντικειμένου της σύμπραξης-πλαισίου.

Οι διατάκτες δεν δύνανται να κάνουν αδικαιολόγητη χρήση των συμφωνιών σύμπραξης-πλαισίου ή των αποφάσεων σύμπραξης-πλαισίου ή να τις χρησιμοποιούν κατά τέτοιο τρόπο που αυτές να έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των αιτούντων.

3.  Οι συμπράξεις-πλαισίου λογίζονται ως επιδοτήσεις από άποψη προγραμματισμού, εκ των προτέρων δημοσίευσης και χορήγησης.

4.  Οι επιμέρους επιδοτήσεις που βασίζονται σε συμφωνίες σύμπραξης-πλαισίου ή αποφάσεις σύμπραξης-πλαισίου χορηγούνται με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις εν λόγω συμφωνίες ή αποφάσεις, και με τήρηση των αρχών του παρόντος τίτλου.

Αποτελούν το αντικείμενο των διαδικασιών της εκ των υστέρων δημοσίευσης που προβλέπονται από το άρθρο 191.

Άρθρο 179

Ηλεκτρονικά συστήματα ανταλλαγής

(άρθρο 121 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όλες οι ανταλλαγές με δικαιούχους, συμπεριλαμβανομένων των συνάψεων συμβάσεων επιδότησης, των κοινοποιήσεων των αποφάσεων επιδότησης και κάθε σχετική τροποποίηση, πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά συστήματα ανταλλαγής που δημιουργούνται από την Επιτροπή.

2.  Τα συστήματα αυτά πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) πρόσβαση στο σύστημα και στα έγγραφα που διαβιβάζονται μέσω του συστήματος έχουν μόνο τα εξουσιοδοτημένα άτομα·

β) μόνο τα εξουσιοδοτημένα άτομα μπορούν να υπογράφουν ηλεκτρονικά ή να διαβιβάζουν έγγραφα μέσω του συστήματος·

γ) τα εξουσιοδοτημένα άτομα πρέπει να αναγνωρίζονται μέσω του συστήματος με καθιερωμένα μέσα·

δ) ο χρόνος και η ημερομηνία της ηλεκτρονικής συναλλαγής πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς·

ε) πρέπει να διαφυλάσσεται η ακεραιότητα των εγγράφων·

στ) πρέπει να διαφυλάσσεται η διαθεσιμότητα των εγγράφων·

ζ) ανάλογα με την περίπτωση, πρέπει να διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων·

η) η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να διαφυλάσσεται σύμφωνα με της απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

3.  Τα δεδομένα που αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω ανάλογου συστήματος χαίρουν του νομικού τεκμηρίου ακεραιότητας των δεδομένων και της ακρίβειας της ημερομηνίας και του χρόνου αποστολής ή παραλαβής των δεδομένων που αναφέρονται από το σύστημα.

Κάθε έγγραφο που αποστέλλεται ή κοινοποιείται μέσω ενός ανάλογου συστήματος θεωρείται ως ισοδύναμο έντυπου εγγράφου, γίνεται δεκτό ως αποδεικτικό στοιχείο σε νομικές διαδικασίες, θεωρείται πρωτότυπο και χαίρει του νομικού τεκμηρίου γνησιότητας και ακεραιότητας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν περιέχει δυναμικά χαρακτηριστικά, ικανά να το αλλάξουν αυτόματα.

Οι ηλεκτρονικές υπογραφές που αναφέρονται στο στοιχείο β) της παραγράφου 2 έχουν ισοδύναμη νομική ισχύ με ιδιόχειρες υπογραφές.

Άρθρο 180

Περιεχόμενο των συμβάσεων και αποφάσεων επιδότησης

(άρθρο 122 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η συμφωνία επιδότησης προσδιορίζει τουλάχιστον τα εξής:

α) το αντικείμενό της·

β) τον δικαιούχο·

γ) τη διάρκειά της, και συγκεκριμένα:

i) την ημερομηνία έναρξης ισχύος της·

ii) την ημερομηνία έναρξης και τη διάρκεια της επιδοτούμενης ενέργειας ή οικονομικού έτους·

δ) το μέγιστο ύψος της χρηματοδότησης από την Ένωση εκφρασμένο σε ευρώ και τη μορφή της επιδότησης, συμπληρούμενα, κατά περίπτωση, με:

i) το εκτιμώμενο συνολικό ύψος των επιλέξιμων δαπανών της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας και το ποσοστό χρηματοδότησης των επιλέξιμων δαπανών·

ii) το μοναδιαίο κόστος, τα ποσά κατ’ αποκοπήν ή τον ενιαίο συντελεστή που προβλέπονται στο άρθρο 123 στοιχεία β), γ) και δ) του δημοσιονομικού κανονισμού, όπου προσδιορίζονται·

iii) συνδυασμό των στοιχείων που παρατίθενται στα σημεία i) και ii) του παρόντος στοιχείου·

ε) περιγραφή της ενέργειας ή, εφόσον πρόκειται για λειτουργική επιδότηση, του προγράμματος εργασίας που έχει εγκρίνει ο διατάκτης για το αντίστοιχο οικονομικό έτος μαζί με περιγραφή των αποτελεσμάτων που αναμένονται από την εκτέλεση της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας·

στ) τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις που ισχύουν για όλες τις συμβάσεις του είδους αυτού, όπως την αποδοχή από τον δικαιούχο των λογιστικών και άλλων ελέγχων της Επιτροπής, της Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου·

ζ) τον εκτιμώμενο συνολικό προϋπολογισμό της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας·

η) εφόσον η υλοποίηση της ενέργειας απαιτεί την ανάθεση συμβάσεων, τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 209 ή τους κανόνες ανάθεσης συμβάσεων που οφείλει να τηρεί ο δικαιούχος·

θ) τις υποχρεώσεις του δικαιούχου, και συγκεκριμένα:

i) σε θέματα χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και υποβολής εκθέσεων δραστηριότητας και δημοσιονομικών εκθέσεων· όποτε κρίνεται σκόπιμο, θα καθορίζονται ενδιάμεσοι στόχοι, τους οποίους θα καλύπτουν οι εν λόγω εκθέσεις·

ii) σε περίπτωση συμφωνίας μεταξύ της Επιτροπής και διαφόρων δικαιούχων, τις συγκεκριμένες υποχρεώσεις του συντονιστή, εφόσον υφίστανται, και των άλλων δικαιούχων έναντι του συντονιστή, καθώς και την οικονομική ευθύνη των δικαιούχων για ποσά που οφείλονται στην Επιτροπή·

ι) τις λεπτομέρειες και τις προθεσμίες της διαδικασίας έγκρισης των εκθέσεων αυτών και πληρωμής εκ μέρους της Επιτροπής·

κ) κατά περίπτωση, λεπτομέρειες για τις επιλέξιμες δαπάνες της ενέργειας ή του εγκεκριμένου προγράμματος εργασίας, ή για το μοναδιαίο κόστος, τα ποσά κατ’ αποκοπήν ή τα ενιαία ποσοστά που προβλέπονται στο άρθρο 123 του δημοσιονομικού κανονισμού·

λ) τις διατάξεις που διέπουν την αναγνωρισιμότητα της χρηματοδοτικής στήριξης από την Ένωση, εκτός εάν αυτό δεν είναι δυνατό ή σκόπιμο.

Οι γενικοί όροι και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο στ) του πρώτου εδαφίου, τουλάχιστον:

i) αναφέρουν ότι το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί το εφαρμοστέο δίκαιο για τις συμφωνίες επιδότησης, συμπληρούμενο, όπου είναι αναγκαίο, από την προσδιοριζόμενη στη συμφωνία επιδότησης εθνική νομοθεσία. Παρέκκλιση είναι δυνατή για τις συμφωνίες που συνάπτονται με διεθνείς οργανισμούς·

ii) ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια ή διαιτητικά δικαστήρια για την επίλυση διαφορών.

2.  Η συμφωνία επιδότησης είναι δυνατόν να προβλέπει τους κανόνες και τις προθεσμίες αναστολής ή λήξης της ισχύος της σύμφωνα με το άρθρο 135 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 178, η συμφωνία ή η απόφαση σύμπραξης-πλαισίου εξειδικεύει τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α), β), γ) σημείο i), στ), η) έως ι) και λ) του παρόντος άρθρου.

Η κάθε επιμέρους σύμβαση ή απόφαση επιδότησης περιλαμβάνει τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχεία α) έως ε), ζ) και κ) και, εφόσον είναι αναγκαίο, τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο θ).

4.  Οι συμφωνίες επιδότησης μπορούν να τροποποιηθούν μόνο γραπτώς. Οι τροποποιήσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν ως στόχο να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν έναν δικαιούχο, δεν μπορούν να έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τροποποιήσεις συμφωνιών δυνάμενες να θέσουν εν αμφιβόλω την απόφαση χορήγησης της επιδότησης, ή να παραβιάσουν την ίση μεταχείριση των αιτούντων.

5.  Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, για τις αποφάσεις επιδότησης.

Μέρος των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να δίδονται στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων ή σε οιοδήποτε συναφές έγγραφο, αντί στην απόφαση επιδότησης.

Άρθρο 181

Μορφές επιδοτήσεων

(άρθρο 123 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι επιδοτήσεις με τη μορφή που προβλέπεται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού υπολογίζονται βάσει των επιλέξιμων δαπανών που πράγματι αναλαμβάνονται από τον δικαιούχο και υπόκεινται σε μια πρώτη εκτίμηση κατά την υποβολή τους μαζί με την πρόταση και την ένταξή τους στην απόφαση ή στη συμφωνία επιδότησης.

2.  Το μοναδιαίο κόστος που αναφέρεται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού καλύπτει συγκεκριμένες κατηγορίες επιλέξιμων δαπανών που προσδιορίζονται με σαφήνεια εκ των προτέρων με την αναφορά ποσού ανά μονάδα.

3.  Τα κατ’ αποκοπή ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού καλύπτουν συνολικά όλες ή ορισμένες κατηγορίες επιλέξιμων δαπανών που προσδιορίζονται με σαφήνεια εκ των προτέρων.

4.  Η χρηματοδότηση ενιαίου ποσοστού που προβλέπεται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του δημοσιονομικού κανονισμού καλύπτει συγκεκριμένες κατηγορίες επιλέξιμων δαπανών, οι οποίες προσδιορίζονται σαφώς εκ των προτέρων με την εφαρμογή ποσοστού.

Άρθρο 182

Χρηματοδότηση με κατ’ αποκοπή ποσά, βάσει μοναδιαίου κόστους και με ενιαίο συντελεστή

(άρθρο 124 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η έγκριση για τη χρήση χρηματοδότησης με κατ’ αποκοπή ποσά, βάσει μοναδιαίου κόστους και με ενιαίο συντελεστή όπως αναφέρεται στο άρθρο 124 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, ισχύει για όλη τη διάρκεια του προγράμματος. Η έγκριση αυτή μπορεί να αναθεωρηθεί εάν χρειαστούν σημαντικές αλλαγές. Δεδομένα και ποσά αξιολογούνται περιοδικά και, κατά περίπτωση, η χρηματοδότηση με κατ’ αποκοπή ποσά, βάσει μοναδιαίου κόστους και με ενιαίο συντελεστή αναπροσαρμόζεται.

Σε περίπτωση συμφωνίας μεταξύ Επιτροπής και περισσότερων δικαιούχων, το όριο που προβλέπεται στο άρθρο 124 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του δημοσιονομικού κανονισμού εφαρμόζεται ανά δικαιούχο.

2.  Η απόφαση ή συμφωνία επιδότησης περιέχει όλες τις διατάξεις που είναι αναγκαίες για την επαλήθευση της τήρησης των όρων πληρωμής της επιδότησης βάσει της χρηματοδότησης με κατ’ αποκοπή ποσά, βάσει μοναδιαίου κόστους και με ενιαίο συντελεστή.

3.  Η πληρωμή της επιδότησης βάσει χρηματοδότησης με κατ’ αποκοπή ποσά, βάσει μοναδιαίου κόστους και με ενιαίο συντελεστή δεν θίγει το δικαίωμα πρόσβασης στα λογιστικά κατάστιχα του δικαιούχου για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο και στο άρθρο 137 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού.

▼M1

4.  Όταν εκ των υστέρων έλεγχος αποκαλύπτει ότι το γενεσιουργό γεγονός δεν έχει συμβεί και ότι έχει καταβληθεί αχρεωστήτως πληρωμή στον δικαιούχο για επιδότηση βάσει χρηματοδότησης με κατ' αποκοπή ποσά, βάσει μοναδιαίου κόστους και με ενιαίο συντελεστή, η Επιτροπή δικαιούται να προβεί σε ανάκτηση μέχρι του ποσού της επιδότησης.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Αρχές

Άρθρο 183

Αρχή της συγχρηματοδότησης

(άρθρο 125 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Βάσει της αρχής της συγχρηματοδότησης, οι πόροι που είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας δεν καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τη συνεισφορά της Ένωσης.

Η συγχρηματοδότηση μπορεί να λάβει τη μορφή είτε ιδίων πόρων του δικαιούχου, είτε εισοδήματος που έχει προκύψει από την εκτέλεση της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας είτε συνεισφορών, χρηματοοικονομικών ή σε είδος, εκ μέρους τρίτων.

2.  Ως συνεισφορές σε είδος νοούνται οι μη χρηματοοικονομικοί πόροι που τρίτα μέρη θέτουν στη διάθεση του δικαιούχου άνευ πληρωμής.

Άρθρο 184

Αρχή της μη αποκόμισης κέρδους

(άρθρο 125 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι χρηματοοικονομικές συνεισφορές εκ μέρους τρίτων τις οποίες ο δικαιούχος μπορεί να χρησιμοποιήσει για την κάλυψη δαπανών που δεν είναι επιλέξιμες βάσει της επιδότησης της Ένωσης ή που δεν οφείλονται στο τρίτο μέρος σε περίπτωση που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί στο τέλος της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας, δεν θεωρούνται ως χρηματοοικονομικές συνεισφορές που χορηγήθηκαν από τους δωρητές ειδικά για τη χρηματοδότηση των επιλέξιμων δαπανών κατά την έννοια του άρθρου 125 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 185

Επιδοτήσεις μικρού ύψους

(άρθρο 125 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ως επιδοτήσεις μικρού ύψους θεωρούνται εκείνες που δεν υπερβαίνουν τα 60 000 ευρώ.

Άρθρο 186

Τεχνική βοήθεια

(άρθρα 101 και 125 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ως «τεχνική βοήθεια» νοούνται οι δραστηριότητες στήριξης και ανάπτυξης υποδομής που απαιτούνται για την εφαρμογή προγράμματος ή δράσης, ιδίως προπαρασκευαστικής, καθώς και οι δραστηριότητες διαχείρισης, παρακολούθησης, αξιολόγησης και λογιστικών και λοιπών ελέγχων.

Άρθρο 187

Επιλέξιμες δαπάνες

[άρθρο 126 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του δημοσιονομικού κανονισμού]

Ο ΦΠΑ δεν ανακτάται βάσει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας για τον ΦΠΑ, εάν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο αποδίδεται σε μια από τις ακόλουθες δραστηριότητες:

α) απαλλασσόμενες δραστηριότητες χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου·

β) δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ·

γ) δραστηριότητες που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β), για τις οποίες ο ΦΠΑ δεν εκπίπτει αλλά επιστρέφεται μέσω ειδικών καθεστώτων επιστροφής ή ταμείων αποζημίωσης που δεν προβλέπονται από την οδηγία 2006/112/ΕΕ, ακόμη και σε περίπτωση που τα εν λόγω καθεστώτα ή ταμεία έχουν θεσπιστεί από εθνική νομοθεσία ΦΠΑ.

Ο ΦΠΑ που σχετίζεται με τις δραστηριότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/112/ΕΕ θεωρείται ότι καταβλήθηκε από δικαιούχο που δεν υπόκειται στον φόρο όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο της εν λόγω οδηγίας, ανεξάρτητα από το αν οι δραστηριότητες αυτές θεωρούνται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ως δραστηριότητες τις οποίες ασκούν οργανισμοί δημοσίου δικαίου με την ιδιότητα της δημόσιας αρχής.

Άρθρο 188

Προγραμματισμός

(άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κάθε αρμόδιος διατάκτης καταρτίζει ετήσιο ή πολυετές πρόγραμμα εργασίας για τις επιδοτήσεις. Το πρόγραμμα αυτό εγκρίνεται από το οικείο θεσμικό όργανο και δημοσιεύεται στον δικτυακό του τόπο το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο στις 31 Μαρτίου του έτους εκτέλεσης.

Το πρόγραμμα εργασίας προσδιορίζει την περίοδο που καλύπτει, τη βασική πράξη, εάν υπάρχει, τους επιδιωκόμενους στόχους, τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, το ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων, με το ενδεικτικό ποσό και το μέγιστο ποσοστό συγχρηματοδότησης.

Επιπλέον, το πρόγραμμα εργασίας περιέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 94 για την απόφαση έγκρισής του που θα θεωρείται ως η απόφαση χρηματοδότησης για τις επιδοτήσεις του σχετικού έτους.

2.  Κάθε ουσιώδης τροποποίηση του προγράμματος εργασίας αποτελεί επίσης το αντικείμενο έγκρισης και συμπληρωματικής δημοσίευσης, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 189

Περιεχόμενο των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων

(άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι προσκλήσεις υποβολής προτάσεων προσδιορίζουν:

α) τους επιδιωκόμενους στόχους·

β) τα κριτήρια επιλεξιμότητας, αποκλεισμού, επιλογής και ανάθεσης, όπως αυτά προβλέπονται στα άρθρα 131 και 132 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά·

γ) τις λεπτομέρειες της χρηματοδότησης της Ένωσης·

δ) τις λεπτομέρειες και την καταληκτική ημερομηνία για την κατάθεση των προτάσεων, την προβλεπόμενη προθεσμία για τη γνωστοποίηση στους αιτούντες του αποτελέσματος της αξιολόγησης των αιτήσεων τους, και την ενδεικτική ημερομηνία για την υπογραφή της συμφωνίας επιδότησης ή την κοινοποίηση των αποφάσεων επιδότησης.

2.  Οι ως άνω προσκλήσεις δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και, εκτός από τη δημοσίευσή τους στον δικτυακό τόπο, με κάθε άλλο ενδεδειγμένο μέσο, συμπεριλαμβανομένης της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτό είναι απαραίτητο για την πρόσθετη ενημέρωση των δυνητικών δικαιούχων. Οι προσκλήσεις δημοσιεύονται από την έκδοση της απόφασης χρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 84 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και κατά το έτος που προηγείται της εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Κάθε τροποποίηση του περιεχομένου των προσκλήσεων υποβολής προτάσεων υπόκειται σε δημοσίευση υπό τους ίδιους όρους που ισχύουν για προσκλήσεις υποβολής προτάσεων.

Άρθρο 190

Εξαιρέσεις από τις προσκλήσεις υποβολής προτάσεων

(άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Είναι δυνατή η χορήγηση επιδοτήσεων χωρίς να προηγηθεί πρόσκληση υποβολής προτάσεων μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) στο πλαίσιο ανθρωπιστικής βοήθειας και επιχειρήσεων πολιτικής προστασίας ή για βοήθεια διαχείρισης κρίσεων, κατά την έννοια της παραγράφου 2·

β) σε άλλες εξαιρετικές και επείγουσες περιπτώσεις, δεόντως αιτιολογημένες·

γ) προς όφελος οργανισμών που κατέχουν θέση μονοπωλίου, εκ των πραγμάτων ή εκ του νόμου, με τη δέουσα αιτιολόγηση στην απόφαση χορήγησης·

δ) προς όφελος οργανισμών που προσδιορίζονται σε βασική πράξη, κατά την έννοια του άρθρου 54 του δημοσιονομικού κανονισμού, ως δικαιούχοι επιδότησης ή προς οργανισμούς που ορίζονται από τα κράτη μέλη, με δική τους ευθύνη, εφόσον τα εν λόγω κράτη μέλη αναφέρονται σε βασική πράξη ως δικαιούχοι επιδότησης·

ε) στην περίπτωση της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, προς όφελος οργανισμών που προσδιορίζονται στο πρόγραμμα εργασίας του άρθρου 128 του δημοσιονομικού κανονισμού, οσάκις η βασική πράξη ρητά προβλέπει τη δυνατότητα αυτή και υπό τον όρο ότι το αντίστοιχο σχέδιο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής πρόσκλησης υποβολής προτάσεων·

στ) για ενέργειες με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που απαιτούν ιδιαίτερο είδος οργανισμών, με τα απαιτούμενα τεχνικά προσόντα, υψηλό βαθμό εξειδίκευσης ή διοικητικές εξουσίες, υπό τον όρο ότι οι αντίστοιχες ενέργειες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής πρόσκλησης υποβολής προτάσεων.

Οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο στ) αιτιολογούνται δεόντως στην απόφαση χορήγησης.

2.  Ως καταστάσεις κρίσεων σε τρίτες χώρες, νοούνται καταστάσεις άμεσου ή επικείμενου κινδύνου που απειλεί να λάβει τη μορφή ένοπλης σύρραξης ή να αποσταθεροποιήσει τη χώρα. Ως καταστάσεις κρίσεων νοούνται επίσης καταστάσεις που προκαλούνται από φυσικές καταστροφές, ανθρωπογενείς κρίσεις, όπως πόλεμοι και άλλες συγκρούσεις, ή έκτακτες περιστάσεις που παράγουν παρόμοια αποτελέσματα και συνδέονται, μεταξύ άλλων, με την κλιματική αλλαγή, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, τη στέρηση της πρόσβασης σε ενέργεια και φυσικούς πόρους ή την έσχατη ένδεια.

Άρθρο 191

Εκ των υστέρων δημοσίευση

(άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι πληροφορίες σχετικά με τη χορήγηση επιδοτήσεων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 21.

2.  Μετά τη δημοσίευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, εφόσον το ζητήσουν, έκθεση σχετικά με:

α) τον αριθμό των αιτούντων του προηγούμενου έτους·

β) τον αριθμό και το ποσοστό των επιτυχών αιτήσεων ανά πρόσκληση υποβολής προτάσεων·

γ) τη μέση διάρκεια της διαδικασίας από την ημερομηνία κλεισίματος της πρόσκλησης για την υποβολή προτάσεων έως τη χορήγηση της επιδότησης·

δ) τον αριθμό και το ποσό των επιδοτήσεων σε περίπτωση που το προηγούμενο έτος χορηγήθηκε απαλλαγή από την υποχρέωση εκ των υστέρων δημοσίευσης σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 4.

Άρθρο 192

Ενημέρωση των αιτούντων

(άρθρο 128 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Η Επιτροπή παρέχει στους αιτούντες πληροφορίες και συμβουλές, με τους ακόλουθους τρόπους:

α) με τη θέσπιση κοινών προτύπων για το έντυπο της αίτησης για τις παρόμοιες επιδοτήσεις και με την παρακολούθηση του μεγέθους και του ευανάγνωστου των εντύπων αίτησης·

β) με την παροχή πληροφοριών στους δυνητικούς αιτούντες, ιδίως με σεμινάρια και εγχειρίδια·

γ) με την τήρηση μόνιμων στοιχείων για τους δικαιούχους στο δελτίο νομικών οντοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 63.

Άρθρο 193

Χρηματοδότηση από χωριστές γραμμές του προϋπολογισμού

(άρθρο 129 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Μια ενέργεια μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο από κοινού χρηματοδότησης εκ μέρους διαφορετικών αρμόδιων διατακτών.

Άρθρο 194

Αναδρομικότητα της χρηματοδότησης σε περιπτώσεις κατεπείγουσας ανάγκης και πρόληψης συγκρούσεων

(άρθρο 130 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 130 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι δαπάνες στις οποίες υποβάλλεται ένας δικαιούχος πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από την Ένωση υπό τους ακόλουθους όρους:

α) οι λόγοι παρέκκλισης τεκμηριώνονται δεόντως στην απόφαση χρηματοδότησης·

β) η απόφαση χρηματοδότησης και η συμφωνία ή η απόφαση επιδότησης προβλέπουν ρητά ημερομηνία επιλεξιμότητας προγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων.

Άρθρο 195

Υποβολή αιτήσεων επιδότησης

(άρθρο 131 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι κανόνες υποβολής των αιτήσεων επιδότησης προσδιορίζονται από τον αρμόδιο διατάκτη, ο οποίος δύναται να επιλέξει και τη μέθοδο υποβολής. Οι αιτήσεις επιδότησης μπορούν να υποβάλλονται με επιστολή ή με ηλεκτρονικά μέσα.

Τα επιλεγέντα μέσα επικοινωνίας δεν πρέπει να δημιουργούν διακρίσεις ούτε να έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρόσβασης των αιτούντων στη διαδικασία επιλογής.

Τα επιλεγόμενα μέσα επικοινωνίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζουν την εκπλήρωση των ακόλουθων προϋποθέσεων:

α) κάθε υποβαλλόμενο έγγραφο περιέχει όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για την αξιολόγησή του·

β) πρέπει να διαφυλάσσεται η αξιοπιστία των δεδομένων·

γ) πρέπει να διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των προτάσεων·

δ) κατοχυρώνεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με της απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Για τους σκοπούς του τρίτου εδαφίου του στοιχείου γ), ο αρμόδιος διατάκτης εξετάζει το περιεχόμενο των αιτήσεων μόνο αφού εκπνεύσει η τιθέμενη προθεσμία για την υποβολή τους.

Ο αρμόδιος διατάκτης είναι δυνατόν να ζητήσει, η ηλεκτρονική υποβολή να συνοδεύεται από ηλεκτρονική υπογραφή προηγμένης τεχνολογίας, κατά την έννοια της οδηγίας 1999/93/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 12 ).

2.  Οσάκις ο αρμόδιος διατάκτης επιτρέπει την υποβολή των αιτήσεων με ηλεκτρονικά μέσα, ο χρησιμοποιούμενος εξοπλισμός και τα τεχνικά του χαρακτηριστικά δεν είναι φύσεως τέτοιας που να δημιουργούν διακρίσεις, είναι δε εν γένει διαθέσιμα και συμβατά με τα ευρέως χρησιμοποιούμενα προϊόντα τεχνολογίας της πληροφορίας και επικοινωνίας. Οι πληροφορίες σχετικά με τις τεχνικές προδιαγραφές που απαιτούνται για την υποβολή των αιτήσεων, συμπεριλαμβανόμενης της κρυπτογράφησης, τίθενται στη διάθεση των αιτούντων.

Επιπλέον, οι συσκευές ηλεκτρονικής παραλαβής των αιτήσεων εγγυώνται την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα. Εγγυώνται επίσης ότι μπορεί να καθορισθεί με ακρίβεια η ώρα και η ημερομηνία παραλαβής των αιτήσεων.

3.  Όταν η υποβολή γίνεται με επιστολή, οι αιτούντες δύνανται να επιλέξουν να υποβάλουν την αίτησή τους με έναν από τους παρακάτω τρόπους:

α) ταχυδρομικώς ή μέσω υπηρεσίας ταχυαποστολών, οπότε η πρόσκληση υποβολής προτάσεων διευκρινίζει ότι ως αποδεικτικό στοιχείο θεωρείται η ημερομηνία αποστολής, η ταχυδρομική σφραγίδα ή η ημερομηνία της απόδειξης παράδοσης·

β) με ιδιόχειρη παράδοση στα γραφεία του θεσμικού οργάνου από τον αιτούντα αυτοπροσώπως ή μέσω εκπροσώπου του, οπότε η πρόσκληση υποβολής προτάσεων προσδιορίζει την υπηρεσία στην οποία πρέπει να παραδοθούν οι αιτήσεις έναντι απόδειξης με ημερομηνία και υπογραφή.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Διαδικασία χορήγησης

Άρθρο 196

Περιεχόμενο των αιτήσεων επιδότησης

(άρθρο 131 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι αιτήσεις υποβάλλονται με το έντυπο που καταρτίζεται σύμφωνα με τα κοινά πρότυπα που ορίζονται δυνάμει του άρθρου 192 στοιχείο α), τα οποία θέτουν στη διάθεση των ενδιαφερομένων οι αρμόδιοι διατάκτες, και σύμφωνα με τα κριτήρια που καθορίζει η βασική πράξη και η πρόσκληση υποβολής προτάσεων.

Στα δικαιολογητικά που αναφέρονται στο άρθρο 131 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο του δημοσιονομικού κανονισμού μπορεί να περιλαμβάνεται ιδίως ο λογαριασμός εσόδων/εξόδων και ο ισολογισμός του τελευταίου οικονομικού έτους που έκλεισε.

2.  Ο εκτιμώμενος προϋπολογισμός της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας που επισυνάπτεται στην αίτηση πρέπει να είναι ισοσκελισμένος κατά τα έσοδα και τις δαπάνες, με την επιφύλαξη των προβλέψεων για απρόβλεπτα ή πιθανές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, που μπορεί να εγκριθούν σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, και να εμφαίνουν τις εκτιμώμενες επιλέξιμες δαπάνες της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας.

3.  Οσάκις η αίτηση αναφέρεται σε επιδότηση ενέργειας που υπερβαίνει τα 750 000 ευρώ, ή λειτουργική επιδότηση που υπερβαίνει τα 100 000 ευρώ, υποβάλλεται έκθεση λογιστικού ελέγχου εκ μέρους εγκεκριμένου εξωτερικού λογιστή. Η έκθεση αυτή πιστοποιεί τους λογαριασμούς του τελευταίου οικονομικού έτους για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμοι λογαριασμοί.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται μόνο για την πρώτη αίτηση που υποβάλλεται από έναν δικαιούχο σε αρμόδιο διατάκτη κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε οικονομικού έτους.

Στην περίπτωση συμβάσεων μεταξύ Επιτροπής και πλειόνων δικαιούχων, τα κατώτατα όρια που τίθενται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται για καθένα από τους δικαιούχους.

Στην περίπτωση των συμπράξεων κατά το άρθρο 178, ο λογιστικός έλεγχος στον οποίο αναφέρεται το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, και ο οποίος καλύπτει τα δύο τελευταία οικονομικά έτη για τα οποία υπάρχουν στοιχεία, πρέπει να υποβάλλεται πριν την υπογραφή της συμφωνίας σύμπραξης-πλαισίου ή την κοινοποίηση της απόφασης σύμπραξης-πλαισίου.

Ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί, με βάση αξιολόγηση κινδύνων, να παραιτηθεί από την απαίτηση του λογιστικού ελέγχου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο έναντι των ιδρυμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης και, στην περίπτωση συμβάσεων με περισσότερους του ενός δικαιούχους, έναντι των δικαιούχων που έχουν αναλάβει από κοινού και εις ολόκληρο ευθύνες, ή δικαιούχων που δεν φέρουν καμία οικονομική ευθύνη.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζεται για τους δημόσιους και τους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 43.

4.  Ο αιτών δηλώνει τις πηγές και τα ποσά χρηματοδότησης της Ένωσης που έχει λάβει ή ζητήσει για την ίδια ενέργεια ή μέρος της ενέργειας ή για τη λειτουργία της κατά το ίδιο οικονομικό έτος, καθώς και κάθε άλλη χρηματοδότηση που έχει λάβει ή ζητήσει για την ίδια ενέργεια.

▼M1

Άρθρο 197

Αποδείξεις περί μη αποκλεισμού

(άρθρο 131 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο αρμόδιος διατάκτης δύναται να ζητήσει, βάσει αξιολόγησης κινδύνων, να παράσχουν οι επιτυχόντες τα αποδεικτικά στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 141 παράγραφος 3 με την επιφύλαξη του άρθρου 141 παράγραφος 4.

Όταν το ζητήσει ο αρμόδιος διατάκτης, οι επιτυχείς αιτούντες καταθέτουν τα αποδεικτικά στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 141 παράγραφος 3, με την επιφύλαξη του άρθρου 141 παράγραφος 4, εκτός εάν υφίσταται υλική αδυναμία αναγνωριζόμενη από τον αρμόδιο διατάκτη.

▼B

Άρθρο 198

Αιτούντες στερούμενοι νομικής προσωπικότητας

(άρθρο 131 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Όταν υποβάλλεται αίτηση επιδότησης από αιτούντα που δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 131 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι εκπρόσωποι του αιτούντος αυτού αποδεικνύουν ότι έχουν την ικανότητα να αναλαμβάνουν νομικές υποχρεώσεις για λογαριασμό του αιτούντος και ότι έχουν χρηματοδοτική και επιχειρησιακή ικανότητα ισοδύναμη με εκείνη των νομικών προσώπων.

Άρθρο 199

Οντότητες που συναποτελούν έναν αιτούντα

(άρθρο 131 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Όταν περισσότερες οντότητες πληρούν τις προϋποθέσεις υποβολής αίτησης για επιδότηση και συναποτελούν μία οντότητα, ο αρμόδιος διατάκτης δύναται να θεωρήσει ότι απαρτίζουν έναν ενιαίο αιτούντα, υπό τον όρο ότι η αίτηση κατονομάζει τις εν λόγω οντότητες που συμμετέχουν στην προτεινόμενη ενέργεια ή στο προτεινόμενο πρόγραμμα εργασίας ως μέρος του αιτούντος.

▼M1 —————

▼B

Άρθρο 201

Κριτήρια επιλεξιμότητας

(άρθρο 131 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα κριτήρια επιλεξιμότητας δημοσιεύονται στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων.

2.  Τα κριτήρια επιλεξιμότητας προσδιορίζουν τους όρους συμμετοχής στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων. Τα κριτήρια αυτά τίθενται λαμβανομένων δεόντως υπόψη των στόχων της ενέργειας και συνάδουν με τις αρχές της διαφάνειας και της αποφυγής διακρίσεων.

Άρθρο 202

Κριτήρια επιλογής

(άρθρο 132 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα κριτήρια επιλογής δημοσιεύονται στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων και επιτρέπουν την αξιολόγηση της χρηματοδοτικής και επιχειρησιακής ικανότητας του αιτούντος να φέρει σε πέρας την προτεινόμενη ενέργεια ή πρόγραμμα εργασίας.

2.  Ο αιτών πρέπει απαραιτήτως να διαθέτει σταθερές και επαρκείς πηγές χρηματοδότησης έτσι ώστε να είναι σε θέση να ασκεί τις δραστηριότητές τους καθ’ όλη τη διάρκεια υλοποίησης της επιδοτούμενης ενέργειας ή του οικονομικού έτους της επιδότησης, και ώστε να μπορεί να συμβάλει στη χρηματοδότησή της. Οφείλει να διαθέτει τις ικανότητες και τα επαγγελματικά προσόντα που είναι αναγκαία για να φέρει σε πέρας την προτεινόμενη ενέργεια ή το προτεινόμενο πρόγραμμα εργασίας, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά με συγκεκριμένες διατάξεις στη βασική πράξη.

3.  Η χρηματοδοτική και η επιχειρησιακή ικανότητα επαληθεύονται βάσει ανάλυσης των δικαιολογητικών στα οποία αναφέρεται το άρθρο 196 και τα οποία ζητούνται από τον αρμόδιο διατάκτη στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων.

Εάν στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων δεν ζητούνται δικαιολογητικά, ο δε αρμόδιος διατάκτης έχει αμφιβολίες ως προς τη χρηματοδοτική και επιχειρησιακή ικανότητα των αιτούντων, τους ζητεί να υποβάλουν κάθε ενδεικνυόμενο έγγραφο.

Στην περίπτωση των συμπράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 178, η ως άνω επαλήθευση πραγματοποιείται πριν την υπογραφή της συμφωνίας σύμπραξης-πλαισίου ή την κοινοποίηση της απόφασης σύμπραξης-πλαισίου.

Άρθρο 203

Κριτήρια χορήγησης

(άρθρο 132 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα κριτήρια χορήγησης δημοσιεύονται στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων.

2.  Τα κριτήρια χορήγησης επιτρέπουν τη χορήγηση των επιδοτήσεων είτε για ενέργειες που μεγιστοποιούν τη συνολική αποτελεσματικότητα του προγράμματος της Ένωσης των οποίων εξασφαλίζουν την υλοποίηση, είτε για οργανισμούς των οποίων το πρόγραμμα εργασίας επιδιώκει την επίτευξη του ίδιου αποτελέσματος. Τα κριτήρια αυτά καθορίζονται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει και τη χρηστή διαχείριση των κονδυλίων της Ένωσης.

Η εφαρμογή των κριτηρίων χορήγησης επιτρέπει την επιλογή των σχεδίων ενεργειών ή προγραμμάτων εργασίας που εξασφαλίζουν στην Επιτροπή την τήρηση των στόχων και προτεραιοτήτων της και εγγυώνται την αναγνωρισιμότητα της χρηματοδότησης της Ένωσης.

3.  Τα κριτήρια χορήγησης καθορίζονται κατά τρόπο που να επιτρέπει τη μεταγενέστερη αξιολόγησή τους.

Άρθρο 204

Αξιολόγηση των αιτήσεων και χορήγηση

(άρθρο 133 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο αρμόδιος διατάκτης διορίζει επιτροπή αξιολόγησης των προτάσεων, εκτός εάν η Επιτροπή λάβει διαφορετική απόφαση στο πλαίσιο συγκεκριμένου τομεακού προγράμματος.

Η εν λόγω επιτροπή συγκροτείται από τρία τουλάχιστον πρόσωπα, τα οποία ανήκουν σε δύο τουλάχιστον οργανικές οντότητες των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που αναφέρονται στα άρθρα 62 και 208 του δημοσιονομικού κανονισμού χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση. Για να προλαμβάνονται καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων, τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται στις υποχρεώσεις του άρθρου 57 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Στις αντιπροσωπείες και στις τοπικές μονάδες που προβλέπονται στο άρθρο 72 του παρόντος κανονισμού, καθώς και στους ξουσιοδοτούμενους οργανισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 62 εκαι 208 του δημοσιονομικού κανονισμού, ελλείψει διακριτών οντοτήτων, δεν εφαρμόζεται η υποχρέωση ύπαρξης οργανικών οντοτήτων χωρίς ιεραρχική σχέση μεταξύ τους.

Στην επιτροπή αυτή μπορούν να συμμετέχουν και εξωτερικοί εμπειρογνώμονες, μετά από σχετική απόφαση του αρμόδιου διατάκτη. Ο αρμόδιος διατάκτης μεριμνά ώστε οι εμπειρογνώμονες αυτοί να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 57 του δημοσιονομικού κανονισμού.

2.  Ο αρμόδιος διατάκτης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, υποδιαιρεί τη διαδικασία σε πολλά διαδικαστικά στάδια. Οι κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ανακοινώνονται στην πρόσκληση υποβολής προτάσεων.

Όταν πρόσκληση υποβολής προτάσεων καθορίζει δύο στάδια για τη διαδικασία υποβολής, μόνον οι αιτούντες των οποίων οι προτάσεις ικανοποιούν τα κριτήρια αξιολόγησης του πρώτου σταδίου καλούνται να υποβάλουν πλήρη πρόταση στο δεύτερο στάδιο.

Όταν πρόσκληση υποβολής προτάσεων καθορίζει δύο στάδια για τη διαδικασία αξιολόγησης, γίνονται δεκτές στο δεύτερο στάδιο αξιολόγησης μόνον οι προτάσεις που περνούν επιτυχώς το πρώτο στάδιο με αξιολόγηση βάσει περιορισμένου αριθμού κριτηρίων.

Οι αιτούντες των οποίων οι προτάσεις απορρίπτονται σε οποιοδήποτε στάδιο ενημερώνονται σχετικά, σύμφωνα με το άρθρο 133 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Κάθε επόμενο στάδιο της διαδικασίας πρέπει να είναι σαφώς διακριτό από το προηγούμενο.

Τα ίδια έγγραφα και πληροφορίες ζητούνται να υποβληθούν μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της ίδιας διαδικασίας.

3.  Η επιτροπή αξιολόγησης ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ο αρμόδιος διατάκτης είναι δυνατόν να ζητήσει από αιτούντα να διαβιβάσει επιπρόσθετα πληροφοριακά στοιχεία ή να αποσαφηνίσει τα δικαιολογητικά που έχει υποβάλει σε σχέση με την αίτησή του, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία ή αποσαφηνίσεις δεν μεταβάλλουν ουσιωδώς την πρόταση. Σύμφωνα με το άρθρο 96 του δημοσιονομικού κανονισμού, στην περίπτωση σφαλμάτων εμφανώς εκ παραδρομής, η επιτροπή αξιολόγησης ή ο αρμόδιος διατάκτης ενδέχεται να μην το πράξει μόνο σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις. Ο αρμόδιος διατάκτης τηρεί τα ενδεικνυόμενα πρακτικά των επαφών του με τους αιτούντες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

4.  Μετά το πέρας των εργασιών της επιτροπής αξιολόγησης, ο πρόεδρός της συντάσσει πρακτικό, στο οποίο περιλαμβάνονται όλες οι εξετασθείσες προτάσεις, αξιολογείται η ποιότητά τους και προσδιορίζονται εκείνες που είναι δυνατόν να τύχουν χρηματοδότησης. Τα εν λόγω πρακτικά μπορούν να υπογραφούν σε ηλεκτρονικό σύστημα που επιτρέπει την επαρκή εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας του υπογράφοντος.

Εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο, το πρακτικό αυτό περιλαμβάνει κατάταξη των εξετασθεισών προτάσεων, συστάσεις όσον αφορά το μέγιστο ποσό που πρέπει να χορηγηθεί, και, ενδεχομένως, μη ουσιαστικές τροποποιήσεις στην αίτηση επιδότησης.

Το πρακτικό φυλάσσεται, για να χρησιμεύει μεταγενέστερα ως έγγραφο αναφοράς.

5.  Ο αρμόδιος διατάκτης δύναται να καλέσει τον αιτούντα να προσαρμόσει την πρότασή του υπό το πρίσμα των συστάσεων της επιτροπής αξιολόγησης. Ο αρμόδιος διατάκτης τηρεί τα ενδεικνυόμενα πρακτικά των επαφών του με τους αιτούντες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

Ο αρμόδιος διατάκτης εκδίδει, μετά από αξιολόγηση, την απόφασή του, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α) το αντικείμενο και το συνολικό ποσό της απόφασης χρηματοδότησης·

β) το όνομα/επωνυμία των επιτυχόντων αιτούντων, τον τίτλο των ενεργειών, τα εγκριθέντα ποσά και τους λόγους της συγκεκριμένης επιλογής, ακόμη και όταν αυτή δεν συμφωνεί με τη γνώμη της επιτροπής αξιολόγησης·

γ) το όνομα/επωνυμία των αποκλεισθέντων αιτούντων και τους λόγους του αποκλεισμού τους.

6.  Οι παράγραφοι 1, 2 και 4 του παρόντος άρθρου δεν είναι υποχρεωτικές για τη χορήγηση επιδοτήσεων δυνάμει του άρθρου 190 του παρόντος κανονισμού και του άρθρου 125 παράγραφος 7 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 205

Ενημέρωση των αιτούντων

(άρθρο 133 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι αποκλεισθέντες αιτούντες ενημερώνονται το ταχύτερο δυνατό όσον αφορά το αποτέλεσμα της αξιολόγησης των αιτήσεων τους, και σε κάθε περίπτωση εντός 15 ημερολογιακών ημερών από την αποστολή της σχετικής γνωστοποίησης στους επιτυχόντες αιτούντες.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Πληρωμή και έλεγχος

Άρθρο 206

Εγγυήσεις προχρηματοδότησης

(άρθρο 134 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Με σκοπό τον περιορισμό των χρηματοδοτικών κινδύνων που συνδέονται με την καταβολή προχρηματοδότησης, ο αρμόδιος διατάκτης είναι δυνατόν, βάσει αξιολόγησης κινδύνων, είτε να ζητήσει από τον δικαιούχο να καταθέσει εκ των προτέρων εγγύηση καλύπτουσα έως το ποσό της προχρηματοδότησης, με εξαίρεση τις επιδοτήσεις μικρού ποσού, είτε να υποδιαιρέσει την πληρωμή σε δόσεις.

2.  Οσάκις ζητείται εγγύηση, αυτή υπόκειται στην αξιολόγηση και στην αποδοχή εκ μέρους του αρμόδιου διατάκτη.

Η εγγύηση πρέπει να καλύπτει περίοδο επαρκή για να είναι δυνατή η ενεργοποίησή της.

3.  Η εγγύηση παρέχεται από τραπεζικό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εγκεκριμένο και εγκατεστημένο σε κράτος μέλος. Όταν ο δικαιούχος είναι εγκατεστημένος σε τρίτη χώρα, ο αρμόδιος διατάκτης μπορεί να αποδεχθεί, ένα τραπεζικό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε αυτή την τρίτη χώρα να παράσχει την εγγύηση αυτή, εάν κρίνει ότι η παρεχόμενη εγγύηση παρέχει εξασφαλίσεις και διαθέτει χαρακτηριστικά ισοδύναμα με εκείνα εγγύησης τραπεζικού ή χρηματοπιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε κράτος μέλος.

Κατόπιν αιτήματος του δικαιούχου, η εγγύηση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να αντικατασταθεί με από κοινού και εις ολόκληρον εγγύηση τρίτου προσώπου, ή με από κοινού ανέκκλητη και σε πρώτη ζήτηση εγγύηση των αλληλέγγυων δικαιούχων μιας ενέργειας που είναι συμβαλλόμενα μέρη στην ίδια σύμβαση ή απόφαση επιδότησης, αφού τούτο τύχει της έγκρισης του αρμόδιου διατάκτη.

Το ποσό της εγγύησης αναγράφεται σε ευρώ.

Σκοπό δε έχει να καταστήσει την τράπεζα, το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή το τρίτο πρόσωπο ανέκκλητους και αλληλέγγυους εγγυητές, ή εγγυητές σε πρώτη ζήτηση, της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του δικαιούχου της επιδότησης.

4.  Η εγγύηση αποδεσμεύεται σταδιακά, ανάλογα με την πορεία της εκκαθάρισης της προχρηματοδότησης, με αφαίρεση των ενδιαμέσων πληρωμών ή των τελικών πληρωμών προς τον δικαιούχο, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση ή απόφαση επιδότησης.

Άρθρο 207

Δικαιολογητικά για τις αιτήσεις πληρωμής

(άρθρο 135 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Για κάθε επιδότηση, η προχρηματοδότηση μπορεί να υποδιαιρείται σε δόσεις σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

Η πλήρης καταβολή νέας προχρηματοδότησης υπόκειται στον όρο της απορρόφησης τουλάχιστον του 70 % του συνολικού ποσού κάθε προηγούμενης προχρηματοδότησης.

Όταν η απορρόφηση της προηγούμενης προχρηματοδότησης είναι χαμηλότερη από 70 %, η καταβολή της νέας δόσης προχρηματοδότησης μειώνεται κατά το μη απορροφηθέν μέρος της προηγούμενης προχρηματοδότησης.

Μαζί με την αίτησή του για νέα καταβολή, ο δικαιούχος υποβάλλει αναλυτικό λογαριασμό των δαπανών στις οποίες έχει υποβληθεί.

2.  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 110, ο δικαιούχος δηλώνει υπεύθυνα τον πλήρη, αξιόπιστο και ειλικρινή χαρακτήρα των πληροφοριακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις πληρωμής. Ακόμη, πιστοποιεί ότι οι δαπάνες στις οποίες έχει υποβληθεί μπορούν να θεωρηθούν επιλέξιμες σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης ή απόφασης επιδότησης, καθώς και ότι οι αιτήσεις πληρωμής συνοδεύονται από τα κατάλληλα δικαιολογητικά, τα οποία είναι δυνατόν να υποβληθούν σε έλεγχο.

3.  Ο αρμόδιος διατάκτης δύναται να ζητήσει, ως συνοδευτικό κάθε πληρωμής και βάσει αξιολόγησης κινδύνων, πιστοποιητικό των οικονομικών καταστάσεων της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας και των υποκείμενων λογαριασμών, εκ μέρους εγκεκριμένου εξωτερικού ελεγκτή ή, σε περίπτωση δημόσιου οργανισμού, εκ μέρους αρμόδιου και ανεξάρτητου δημόσιου λειτουργού. Το πιστοποιητικό επισυνάπτεται στην αίτηση πληρωμής. Το πιστοποιητικό αυτό βεβαιώνει, σύμφωνα με μέθοδο εγκεκριμένη από τον αρμόδιο διατάκτη και βάσει συμφωνημένων διαδικασιών που ακολουθούν τα διεθνή πρότυπα, ότι τα έξοδα που δηλώνονται από τον δικαιούχο στις οικονομικές καταστάσεις στις οποίες βασίζεται η αίτηση πληρωμής, είναι πραγματικά, ακριβή και επιλέξιμα σύμφωνα με τη σύμβαση ή απόφαση επιδότησης.

Σε συγκεκριμένες και δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, ο αρμόδιος διατάκτης δύναται να ζητήσει πιστοποιητικό υπό μορφή γνώμης ή σε άλλη μορφή, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.

Το πιστοποιητικό των οικονομικών καταστάσεων και των υποκείμενων λογαριασμών είναι υποχρεωτικό για τις ενδιάμεσες πληρωμές και για τις πληρωμές υπολοίπου στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) επιδοτήσεις ενέργειας, για την οποία το ποσό που χορηγήθηκε με τη μορφή που αναφέρεται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού ανέρχεται τουλάχιστον σε 750 000 ευρώ, όταν τα σωρευτικά ποσά των αιτήσεων πληρωμής με τη συγκεκριμένη μορφή ανέρχονται τουλάχιστον σε 325 000 ευρώ·

β) λειτουργικές επιδοτήσεις για τις οποίες το ποσό που χορηγήθηκε με τη μορφή που αναφέρεται στο άρθρο 123 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού ανέρχεται τουλάχιστον σε 100 000 ευρώ.

Με βάση αξιολόγηση κινδύνων, ο αρμόδιος διατάκτης είναι δυνατόν να παραιτηθεί από την απαίτηση υποβολής πιστοποιητικού για τις οικονομικές καταστάσεις και τους υποκείμενους λογαριασμούς όσον αφορά:

α) τους δημόσιους οργανισμούς και τους διεθνείς οργανισμούς του άρθρου 43·

β) τους δικαιούχους επιδοτήσεων στους τομείς της ανθρωπιστικής βοήθειας, των κατεπειγουσών ενεργειών πολιτικής προστασίας και της διαχείρισης των καταστάσεων κρίσης, εκτός της περίπτωσης πληρωμών υπολοίπων·

γ) τις πληρωμές υπολοίπων, τους δικαιούχους επιδοτήσεων στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας οι οποίοι έχουν υπογράψει συμφωνία σύμπραξης-πλαισίου ή στους οποίους έχει κοινοποιηθεί απόφαση σύμπραξης-πλαισίου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 178, και διαθέτουν σύστημα ελέγχου που να παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις για τις πληρωμές αυτές·

δ) τους δικαιούχους πολλαπλών επιδοτήσεων οι οποίοι έχουν υποβάλει ανεξάρτητη πιστοποίηση με ισοδύναμες εγγυήσεις για τα συστήματα ελέγχου και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιούν για την κατάρτιση των απαιτήσεών τους.

Ο αρμόδιος διατάκτης είναι επίσης δυνατόν να παραιτηθεί από την απαίτηση υποβολής πιστοποιητικού για τις οικονομικές καταστάσεις και τους υποκείμενους λογαριασμούς, στην περίπτωση που έχει ή πρόκειται να πραγματοποιηθεί έλεγχος άμεσα από το προσωπικό της Επιτροπής ή από οργανισμό εξουσιοδοτημένο να το πράξει εξ ονόματός της, που παρέχει ισοδύναμες εγγυήσεις σχετικά με τις δηλωθείσες δαπάνες.

Σε περίπτωση σύμβασης μεταξύ Επιτροπής και πλειόνων δικαιούχων, τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο, στοιχεία α) και β) πρέπει να εφαρμόζονται ανά δικαιούχο.

4.  Ο αρμόδιος διατάκτης δύναται να ζητήσει έκθεση λειτουργικής επαλήθευσης από ανεξάρτητο τρίτο εγκεκριμένο από τον ίδιο, για οποιαδήποτε πληρωμή βάσει αξιολόγησης των κινδύνων. Εφόσον ζητηθεί από τον αρμόδιο διατάκτη, η έκθεση επαλήθευσης επισυνάπτεται στην αίτηση πληρωμής, και οι αντίστοιχες δαπάνες είναι επιλέξιμες υπό τους ίδιους όρους όπως και οι δαπάνες που αφορούν τα πιστοποιητικά ελέγχου, όπως αναφέρεται στο άρθρο 126 του δημοσιονομικού κανονισμού. Στην έκθεση επαλήθευσης δηλώνεται ότι η λειτουργική επαλήθευση διενεργήθηκε σύμφωνα με μεθοδολογία που έχει εγκρίνει ο αρμόδιος διατάκτης και αν η ενέργεια ή το πρόγραμμα εργασίας όντως εφαρμόστηκαν σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στη σύμβαση ή στην απόφαση επιδότησης

Άρθρο 208

Αναστολή και μείωση των επιδοτήσεων

(άρθρο 135 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η εκτέλεση της σύμβασης ή απόφασης επιδότησης, η συμμετοχή του δικαιούχου στην υλοποίησή τους ή οι πληρωμές μπορεί να τεθούν υπό αναστολή προκειμένου να επαληθευτεί αν πράγματι συνέβησαν εικαζόμενα ουσιώδη σφάλματα ή παρατυπίες ή απάτη ή παράβαση υποχρεώσεων. Εάν δεν επιβεβαιωθούν οι εικασίες, η εκτέλεση συνεχίζεται το συντομότερο δυνατόν.

2.  Σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή κακής, μερικής ή εκπρόθεσμης εκτέλεσης της ενέργειας ή του εγκεκριμένου προγράμματος εργασίας, ο αρμόδιος διατάκτης, υπό τον όρο ότι έχει δοθεί στον δικαιούχο η ευκαιρία να υποβάλει παρατηρήσεις, μειώνει ή ανακτά την επιδότηση κατ’ αναλογία, λαμβάνοντας ως βάση το στάδιο της διαδικασίας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Εκτέλεση

Άρθρο 209

Συμβάσεις εκτέλεσης

(άρθρο 137 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Με την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, οσάκις η εκτέλεση της ενέργειας ή του προγράμματος εργασίας, απαιτεί την ανάθεση δημόσιας σύμβασης, ο δικαιούχος αναθέτει τη σύμβαση αυτή στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά ή, ανάλογα με την περίπτωση, στην προσφορά με τη χαμηλότερη τιμή, ενώ ταυτόχρονα μεριμνά για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων.

2.  Οσάκις η εκτέλεση των ενεργειών ή του προγράμματος εργασίας απαιτεί την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων με ύψος ανώτερο των 60 000 ευρώ, ο αρμόδιος διατάκτης είναι δυνατόν να ζητήσει από τον δικαιούχο να υπακούσει σε ειδικούς κανόνες πέραν εκείνων της παραγράφου 1.

Οι εν λόγω ειδικοί κανόνες βασίζονται στους κανόνες που περιλαμβάνονται στον δημοσιονομικό κανονισμό και προσδιορίζονται με τη δέουσα συνεκτίμηση του ύψους της εκάστοτε σύμβασης, του σχετικού ύψους της συνεισφοράς της Ένωσης σε σχέση με τις συνολικές δαπάνες της ενέργειας και του αντίστοιχου κινδύνου. Οι ειδικοί αυτοί κανόνες ενσωματώνονται στην απόφαση ή τη συμφωνία επιδότησης.

Άρθρο 210

Οικονομική ενίσχυση τρίτων

(άρθρο 137 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Υπό τον όρο ότι οι επιδιωκόμενοι στόχοι και αποτελέσματα προσδιορίζονται αρκετά λεπτομερώς στους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 137 παράγραφος 1 του δημοσιονομικού κανονισμού, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι εξαντλήθηκε το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας μόνο εάν η απόφαση ή συμφωνία επιδότησης προσδιορίζουν επίσης όλα τα ακόλουθα:

α) το μέγιστο ποσό της οικονομικής ενίσχυσης που μπορεί να καταβληθεί σε τρίτον, η οποία δεν υπερβαίνει τα 60 000 ευρώ, εκτός των περιπτώσεων που η οικονομική ενίσχυση αποτελεί τον κύριο στόχο της ενέργειας, καθώς και τα κριτήρια επακριβούς υπολογισμού του ποσού αυτού·

β) τις διάφορες κατηγορίες δραστηριότητας που είναι δυνατόν να λάβουν τέτοια οικονομική ενίσχυση, βάσει καθορισμένου καταλόγου·

γ) τον ορισμό των προσώπων ή κατηγοριών προσώπων που δύνανται να λάβουν τέτοια οικονομική ενίσχυση και τα κριτήρια χορήγησής της.



ΤΙΤΛΟΣ VII

ΒΡΑΒΕΙΑ

Άρθρο 211

Προγραμματισμός

(άρθρο 138 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κάθε αρμόδιος διατάκτης καταρτίζει ετήσιο ή πολυετές πρόγραμμα εργασίας για βραβεία. Το πρόγραμμα αυτό εγκρίνεται από το οικείο θεσμικό όργανο και δημοσιεύεται στον δικτυακό του τόπο το ταχύτερο δυνατόν, και το αργότερο στις 31 Μαρτίου του έτους εκτέλεσης.

Το πρόγραμμα εργασίας προσδιορίζει την περίοδο που καλύπτει, τη βασική πράξη, εάν υπάρχει, τους επιδιωκόμενους στόχους, τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, το ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα των διαγωνισμών, με το ενδεικτικό ποσό των βραβείων.

Επιπλέον, το πρόγραμμα εργασίας περιέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 94 για την απόφαση έγκρισής του που θα θεωρείται ως η απόφαση χρηματοδότησης για τα βραβεία του σχετικού έτους.

2.  Κάθε ουσιώδης τροποποίηση του προγράμματος εργασίας αποτελεί επίσης το αντικείμενο έγκρισης και συμπληρωματικής δημοσίευσης, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 212

Κανόνες διαγωνισμών

(άρθρο 138 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

▼M1

1.  Οι κανόνες διαγωνισμών καθορίζουν τα ακόλουθα:

α) τους όρους συμμετοχής, οι οποίοι τουλάχιστον:

i) προσδιορίζουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας,

ii) προσδιορίζουν τις λεπτομέρειες και την καταληκτική ημερομηνία για την εγγραφή των συμμετεχόντων, αν απαιτείται, και για την κατάθεση των συμμετοχών, βάσει των όρων που παρατίθενται στην παράγραφο 2,

iii) προβλέπουν τον αποκλεισμό συμμετεχόντων οι οποίοι είναι σε μια από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 106 παράγραφος 1 και στο άρθρο 107 του δημοσιονομικού κανονισμού·

iv) προβλέπουν την αποκλειστική ευθύνη των συμμετεχόντων σε περίπτωση απαίτησης σε σχέση με τις δραστηριότητες που εκτελούνται στο πλαίσιο του διαγωνισμού,

v) προβλέπουν την αποδοχή εκ μέρους των νικητών των λογιστικών και άλλων ελέγχων της Επιτροπής, της Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και των υποχρεώσεων δημοσιότητας, που προσδιορίζονται στους κανόνες του διαγωνισμού,

vi) αναφέρουν ότι το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί το εφαρμοστέο δίκαιο για τον διαγωνισμό, συμπληρούμενο, όπου είναι αναγκαίο, από την εθνική νομοθεσία που προσδιορίζεται στους κανόνες του διαγωνισμού,

vii) ορίζουν τα αρμόδια δικαστήρια ή διαιτητικά δικαστήρια για την επίλυση διαφορών,

viii) αναφέρουν ότι χρηματικές ποινές και αποφάσεις αποκλεισμού μπορεί να επιβληθούν σε συμμετέχοντες σύμφωνα με το άρθρο 106 του δημοσιονομικού κανονισμού·

β) τα κριτήρια απονομής, τα οποία πρέπει να επιτρέπουν να εκτιμηθεί η ποιότητα των συμμετοχών σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους και τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, και να αποφασιστούν αντικειμενικά οι νικητήριες συμμετοχές·

γ) το ποσό του βραβείου ή των βραβείων·

δ) τις λεπτομέρειες για την πληρωμή των βραβείων στους νικητές μετά την απονομή.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α) σημείο i), οι δικαιούχοι επιδοτήσεων της Ένωσης θεωρούνται επιλέξιμοι, εκτός εάν δηλώνεται διαφορετικά στους κανόνες του διαγωνισμού.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α) σημείο vi), μπορεί να χορηγηθεί παρέκκλιση για τη συμμετοχή διεθνών οργανισμών.

▼B

2.  Ο αρμόδιος διατάκτης επιλέγει μέσα επικοινωνίας που δεν δημιουργούν διακρίσεις όσον αφορά την υποβολή συμμετοχών ούτε έχουν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της πρόσβασης των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό.

Τα επιλεγόμενα μέσα επικοινωνίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εξασφαλίζουν την εκπλήρωση των ακόλουθων προϋποθέσεων:

α) κάθε συμμετοχή περιέχει όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι αναγκαία για την αξιολόγησή της·

β) διαφυλάσσεται η ακεραιότητα των δεδομένων·

γ) διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των συμμετοχών·

δ) κατοχυρώνεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με της απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

3.  Οι κανόνες διαγωνισμών μπορούν να θέτουν τους όρους ακύρωσης του διαγωνισμού, ιδίως όταν δεν είναι δυνατή η εκπλήρωση των στόχων του ή όταν ένα νομικό ή φυσικό πρόσωπο που δεν πληροί τους όρους συμμετοχής θα μπορούσε να νικήσει στον διαγωνισμό.

4.  Οι κανόνες διαγωνισμών δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Εκτός από τη δημοσίευση στον δικτυακό τόπο, κανόνες διαγωνισμών μπορούν επίσης να δημοσιευτούν και σε άλλα κατάλληλα μέσα, συμπεριλαμβανομένης της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν είναι απαραίτητο για να δημοσιοποιηθεί περισσότερο ο διαγωνισμός μεταξύ των δυνητικών συμμετεχόντων. Οι προσκλήσεις δημοσιεύονται από την έκδοση της απόφασης χρηματοδότησης που αναφέρεται στο άρθρο 84 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και κατά το έτος που προηγείται της εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Κάθε τροποποίηση του περιεχομένου των κανόνων διαγωνισμών υπόκειται και αυτή σε δημοσίευση υπό τους ίδιους ως άνω όρους.

Άρθρο 213

Εκ των υστέρων δημοσίευση

(άρθρο 138 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι πληροφορίες σχετικά με την απονομή βραβείων κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 21.

2.  Μετά τη δημοσίευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, εφόσον το ζητήσουν, έκθεση σχετικά με:

α) τον αριθμό των συμμετεχόντων του προηγούμενου έτους·

β) τον αριθμό των συμμετεχόντων και το ποσοστό επιτυχών συμμετοχών ανά διαγωνισμό·

γ) κατάλογο των εμπειρογνωμόνων που συμμετείχαν σε επιτροπές κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και αναφορά της διαδικασίας επιλογής τους.

Άρθρο 214

Αξιολόγηση

(άρθρο 138 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Με σκοπό την αξιολόγηση των συμμετοχών, ο αρμόδιος διατάκτης ορίζει επιτροπή τουλάχιστον τριών εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι μπορεί να είναι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες ή άτομα που εκπροσωπούν δύο τουλάχιστον οργανικές οντότητες των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που αναφέρονται στα άρθρα 62 και 208 του δημοσιονομικού κανονισμού χωρίς μεταξύ τους ιεραρχική σχέση, με εξαίρεση τις αντιπροσωπείες και τους τοπικούς οργανισμούς που προβλέπονται στο άρθρο 72 του παρόντος κανονισμού, καθώς και τους εξουσιοδοτούμενους οργανισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 62 και 208 του δημοσιονομικού κανονισμού, ελλείψει διακριτών οντοτήτων.

Οι εμπειρογνώμονες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο υπόκεινται στις υποχρεώσεις όσον αφορά τη σύγκρουση συμφερόντων που θεσπίζονται στο άρθρο 57 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Οι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες βεβαιώνουν ότι δεν βρίσκονται σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων κατά τον χρόνο διορισμού τους και ότι αναλαμβάνουν να ενημερώσουν τον αρμόδιο διατάκτη εάν προκύψει σύγκρουση συμφερόντων στη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης.

2.  Μετά το πέρας των εργασιών τους, τα μέλη της επιτροπής συντάσσουν πρακτικό, στο οποίο περιλαμβάνονται όλες οι εξετασθείσες συμμετοχές, αξιολογείται η ποιότητά τους και προσδιορίζονται εκείνες που είναι δυνατόν να λάβουν βραβείο. Το εν λόγω πρακτικό μπορεί να υπογραφεί σε ηλεκτρονικό σύστημα που επιτρέπει την επαρκή εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας του υπογράφοντος.

Το πρακτικό που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο φυλάσσεται, για να χρησιμεύει μεταγενέστερα ως έγγραφο αναφοράς.

3.  Στη συνέχεια, ο αρμόδιος διατάκτης αποφασίζει για την απονομή ή μη των βραβείων. Στη σχετική απόφαση διευκρινίζονται επίσης τα ακόλουθα:

α) το αντικείμενο και το συνολικό ποσό των βραβείων, εφόσον υπάρξει απονομή·

β) το όνομα/επωνυμία των νικητών, εάν υπάρχουν, το ποσό των βραβείων που απονεμήθηκαν σε κάθε νικητή και τους λόγους επιλογής των συγκεκριμένων συμμετεχόντων·

γ) το όνομα/επωνυμία των αποκλεισθέντων συμμετεχόντων και τους λόγους του αποκλεισμού τους.

Άρθρο 215

Ενημέρωση και κοινοποίηση

(άρθρο 138 παράγραφος 3 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι συμμετέχοντες ενημερώνονται το ταχύτερο δυνατό όσον αφορά το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της συμμετοχής τους, και σε κάθε περίπτωση εντός 15 ημερολογιακών ημερών από τη λήψη της απόφασης απονομής εκ μέρους του αρμόδιου διατάκτη.

2.  Η απόφαση απονομής του βραβείου κοινοποιείται στον νικητή και συνιστά νομική δέσμευση κατά την έννοια του άρθρου 86 του δημοσιονομικού κανονισμού.



ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Άρθρο 216

Επιλογή οντοτήτων που είναι εντεταλμένες για την εφαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων με τη μέθοδο της έμμεσης διαχείρισης

(άρθρο 139 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Για την εφαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων στο πλαίσιο της έμμεσης διαχείρισης, η Επιτροπή συγκεντρώνει αποδεικτικά στοιχεία για το γεγονός ότι η εντεταλμένη οντότητα πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 60 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού. Μόλις το αποδεικτικό υλικό συγκεντρωθεί, θα ισχύει για κάθε μελλοντική εφαρμογή χρηματοδοτικών μέσων από την εν λόγω οντότητα, εκτός και αν έχουν γίνει ουσιαστικές αλλαγές στα συστήματα, τους κανόνες και τις διαδικασίες των εντεταλμένων οντοτήτων που καλύπτονται από τις απαιτήσεις αυτές.

2.  Όσον αφορά την επιλογή των οντοτήτων στις οποίες έχει ανατεθεί η εφαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων δυνάμει του άρθρου 61 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή δημοσιεύει πρόσκληση σε δυνάμει εντεταλμένες οντότητες. Η πρόσκληση υποβολής προτάσεων περιλαμβάνει τα κριτήρια επιλογής και κατακύρωσης.

Η πρόσκληση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο διευκρινίζει επίσης εάν η εντεταλμένη οντότητα πρέπει να χορηγήσει τους δικούς της οικονομικούς πόρους στο συγκεκριμένο χρηματοδοτικό μέσο ή να επιμεριστεί τους κινδύνους. Όταν υπάρχει τέτοια ένδειξη και, εάν είναι αναγκαίο για να μετριαστεί η πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, η πρόσκληση αναφέρει επίσης ότι η εντεταλμένη οντότητα πρέπει να προτείνει μέτρα για την ευθυγράμμιση των συμφερόντων, όπως ορίζεται στο άρθρο 140 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού. Τα μέτρα για την ευθυγράμμιση συμφερόντων περιλαμβάνονται στη συμφωνία του ειδικού χρηματοδοτικού μέσου.

Η Επιτροπή αρχίζει διάλογο με τις οντότητες που πληρούν τα κριτήρια επιλογής, με διαφάνεια και αντικειμενικότητα και χωρίς να δίνει λαβή σε σύγκρουση συμφερόντων. Μετά τον διάλογο, η Επιτροπή υπογράφει συμφωνίες ανάθεσης με την οντότητα ή τις οντότητες που έχουν υποβάλει την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, συμπεριλαμβανομένης, ανάλογα με την περίπτωση, της κατανομής των δικών της χρηματοοικονομικών πόρων ή του επιμερισμού των κινδύνων.

3.  Η Επιτροπή μπορεί να διαπραγματεύεται άμεσα με δυνάμει εντεταλμένες οντότητες πριν υπογράψει συμφωνίες ανάθεσης στις περιπτώσεις που η εντεταλμένη οντότητα ορίζεται στη βασική σχετική πράξη ή αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σημείο iii) του δημοσιονομικού κανονισμού, ή σε δεόντως αιτιολογημένες και δεόντως τεκμηριωμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδίως όταν:

α) δεν έχουν υποβληθεί κατάλληλες προτάσεις μετά από πρόσκληση σε δυνάμει εντεταλμένες οντότητες,

β) τα χρηματοδοτικά μέσα έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που απαιτούν συγκεκριμένο είδος εντεταλμένης οντότητας με βάση τα τεχνικά της προσόντα, τον υψηλό της βαθμό εξειδίκευσης ή τη διοικητική της εξουσία,

γ) για λόγους εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης που οφείλεται σε απρόβλεπτα συμβάντα που δεν μπορούν να καταλογιστούν στην Ένωση, δεν είναι δυνατή η συμμόρφωση με τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 217

Περιεχόμενο των συμβάσεων ανάθεσης με οντότητες που είναι εντεταλμένες για την εφαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων με τη μέθοδο της έμμεσης διαχείρισης

(άρθρο 139 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Εκτός από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 40, η σύμβαση ανάθεσης με οντότητες που είναι εντεταλμένες για την εφαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων περιλαμβάνει διατάξεις για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις αρχές και τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 140 του δημοσιονομικού κανονισμού. Ειδικότερα, οι συμβάσεις ανάθεσης περιλαμβάνουν:

α) την περιγραφή του χρηματοδοτικού μέσου, καθώς και την επενδυτική στρατηγική ή πολιτική του, το είδος της παρεχόμενης στήριξης, τα κριτήρια επιλεξιμότητας των χρηματοδοτικών ενδιάμεσων φορέων και των τελικών δικαιούχων, καθώς και πρόσθετες επιχειρησιακές απαιτήσεις που απηχούν τους στόχους πολιτικής του μέσου,

β) το απαιτούμενο φάσμα τιμών για την επίτευξη αποτελέσματος μόχλευσης,

γ) τον προσδιορισμό μη επιλέξιμων δραστηριοτήτων και κριτηρίων αποκλεισμού,

δ) διατάξεις για την εξασφάλιση της ευθυγράμμισης συμφερόντων και την αντιμετώπιση πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων,

ε) διατάξεις για την επιλογή χρηματοδοτικών ενδιάμεσων φορέων σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 139 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού και για τη δημιουργία ειδικών επενδυτικών φορέων, εφόσον συντρέχει περίπτωση,

στ) διατάξεις σχετικά με την ευθύνη της εντεταλμένης οντότητας και άλλων οντοτήτων που συμμετέχουν στην εφαρμογή του χρηματοδοτικού μέσου,

ζ) διατάξεις σχετικά με τον διακανονισμό διαφορών,

η) διατάξεις σχετικά με τη διακυβέρνηση του χρηματοδοτικού μέσου,

θ) διατάξεις σχετικά με τη χρησιμοποίηση και την εκ νέου χρησιμοποίηση της συνεισφοράς της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 6 του δημοσιονομικού κανονισμού,

ι) διατάξεις για τη διαχείριση συνεισφορών της Ένωσης και καταπιστευτικών λογαριασμών, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων αντισυμβαλλομένου, των αποδεκτών ταμειακών πράξεων, των ευθυνών των ενδιαφερόμενων μερών, των διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση υπερβολικών υπολοίπων σε καταπιστευτικούς λογαριασμούς, της τήρησης αρχείων και της υποβολής εκθέσεων,

ια) διατάξεις σχετικά με την αμοιβή της εντεταλμένης οντότητας, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των διαχειριστικών τελών, καθώς και σχετικά με τον υπολογισμό και την καταβολή εξόδων και αμοιβών διαχείρισης στην εντεταλμένη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 218,

ιβ) όπου ενδείκνυται, διατάξεις σχετικά με ένα πλαίσιο όρων για τις συνεισφορές από τα ταμεία που αναφέρονται στο άρθρο 175 του δημοσιονομικού κανονισμού, ιδίως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Ταμείο Συνοχής, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το μελλοντικό Ταμείο Αλιείας (εφεξής «Ταμεία του ΚΣΠ»),

ιγ) διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια, τη δυνατότητα παράτασης, και τη λήξη του χρηματοδοτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένων των όρων πρόωρου τερματισμού και, ενδεχομένως, των στρατηγικών εξόδου,

ιδ) διατάξεις σχετικά με την παρακολούθηση της παροχής στήριξης σε χρηματοδοτικούς ενδιάμεσους φορείς και τελικούς αποδέκτες, συμπεριλαμβανομένης της υποβολής εκθέσεων από τους χρηματοδοτικούς ενδιάμεσους φορείς,

ιε) ενδεχομένως, το είδος και τον χαρακτήρα τυχόν πράξεων αντιστάθμισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 219.

Άρθρο 218

Διαχειριστικές δαπάνες και αμοιβές εντεταλμένων οντοτήτων

(άρθρο 139 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η Επιτροπή αμείβει τις εντεταλμένες οντότητες για την εφαρμογή χρηματοδοτικού μέσου με βάση τις επιδόσεις, την επιστροφή έκτακτων δαπανών και, όταν η εντεταλμένη οντότητα διαχειρίζεται το ταμείο του χρηματοδοτικού μέσου, με βάση το κόστος διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων.

2.  Οι αμοιβές που συνδέονται με τις επιδόσεις περιλαμβάνουν τα διοικητικά τέλη που συνεπάγεται η αμοιβή της εντεταλμένης οντότητας για τις εργασίες που εκτέλεσε στο πλαίσιο της εφαρμογής χρηματοδοτικού μέσου. Κατά περίπτωση, μπορούν επίσης να περιλαμβάνουν πριμοδοτήσεις για την προώθηση της επίτευξης των στόχων πολιτικής ή κίνητρα για τις οικονομικές επιδόσεις του χρηματοδοτικού μέσου.

Άρθρο 219

Ειδικοί κανόνες για τους καταπιστευματικούς λογαριασμούς υπό καθεστώς έμμεσης διαχείρισης

(άρθρο 139 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι εντεταλμένες οντότητες για την εφαρμογή χρηματοδοτικών μέσων δύνανται να ανοίξουν καταπιστευματικούς λογαριασμούς κατά την έννοια του άρθρου 68 παράγραφος 7 του δημοσιονομικού κανονισμού, στο όνομά τους και αποκλειστικά για λογαριασμό της Επιτροπής. Οι εν λόγω εντεταλμένες οντότητες διαβιβάζουν τα αντίστοιχα αποσπάσματα λογαριασμών στην αρμόδια υπηρεσία της Επιτροπής.

2.  Οι καταπιστευματικοί λογαριασμοί παραμένουν επαρκώς ρευστοποιήσιμοι και τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται σ’ αυτούς αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης με βάση τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και τους κατάλληλους κανόνες προληπτικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 7 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Για την εφαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων, οι εντεταλμένες οντότητες δεν προβαίνουν σε πράξεις αντιστάθμισης κινδύνου για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Το είδος και ο χαρακτήρας τυχόν πράξεων αντιστάθμισης κινδύνου συμφωνούνται εκ των προτέρων από την Επιτροπή και περιλαμβάνονται στις συμφωνίες ανάθεσης που προβλέπονται στο άρθρο 217.

Άρθρο 220

Άμεση εφαρμογή χρηματοδοτικών μέσων

(άρθρο 139 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα χρηματοδοτικά μέσα μπορούν να εφαρμοστούν άμεσα σύμφωνα με το άρθρο 139 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

α) μέσω ειδικού επενδυτικού φορέα στον οποίο η Επιτροπή συμμετέχει μαζί με άλλους επενδυτές από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, με σκοπό την αύξηση του αποτελέσματος μόχλευσης της συνεισφοράς της Ένωσης,

β) μέσω δανείων, εγγυήσεων, συμμετοχών μετοχικού κεφαλαίου και άλλων μέσων επιμερισμού των κινδύνων εκτός τις από επενδύσεις σε ειδικούς επενδυτικούς φορείς, που παρέχονται απευθείας στους τελικούς δικαιούχους ή μέσω χρηματοδοτικών ενδιάμεσων φορέων.

2.  Για την εφαρμογή των χρηματοδοτικών μέσων, η Επιτροπή δεν προβαίνει σε πράξεις αντιστάθμισης κινδύνου για κερδοσκοπικούς σκοπούς. Το είδος και ο χαρακτήρας ενδεχόμενων πράξεων αντιστάθμισης κινδύνου συμφωνούνται εκ των προτέρων από την Επιτροπή και περιλαμβάνονται στις συμφωνίες με τις οντότητες που εφαρμόζουν το χρηματοδοτικό μέσο.

Άρθρο 221

Επιλογή χρηματοδοτικών ενδιάμεσων φορέων, διαχειριστών ειδικών επενδυτικών φορέων και τελικών αποδεκτών

(άρθρο 139 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όταν η Επιτροπή εφαρμόζει χρηματοδοτικά μέσα άμεσα ή έμμεσα μέσω ειδικών επενδυτικών φορέων, οι φορείς αυτοί δημιουργούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους. Μπορούν επίσης να δημιουργηθούν σύμφωνα με τη νομοθεσία άλλης χώρας εκτός από κράτος μέλος στο πλαίσιο της εξωτερικής δράσης. Οι διαχειριστές των εν λόγω φορέων υποχρεούνται, βάσει νόμου ή σύμβασης, να ενεργούν με την επιμέλεια επαγγελματία διαχειριστή και με καλή πίστη.

2.  Οι διαχειριστές των ειδικών επενδυτικών φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και οι χρηματοδοτικοί ενδιάμεσοι φορείς ή οι τελικοί αποδέκτες των χρηματοδοτικών μέσων επιλέγονται λαμβανομένων δεόντως υπόψη του χαρακτήρα του προς εφαρμογή χρηματοδοτικού μέσου, της πείρας καθώς και της επιχειρησιακής και χρηματοδοτικής ικανότητας των ενδιαφερόμενων φορέων ή/και της οικονομικής βιωσιμότητας των έργων των τελικών αποδεκτών. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι διαφανής, να αιτιολογείται με αντικειμενικούς λόγους και να μην οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων.

▼M1 —————

▼B

Άρθρο 222

Προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση χρηματοδοτικών μέσων

(άρθρο 140 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα χρηματοδοτικά μέσα αποσκοπούν στην αντιμετώπιση ατελειών ή ελλείψεων της αγοράς ή καταστάσεων μη ικανοποιητικής αξιοποίησης επενδύσεων και παρέχουν στήριξη μόνο στους τελικούς αποδέκτες που θεωρούνται δυνητικά οικονομικά βιώσιμοι τη στιγμή κατά την οποία τους χορηγείται στήριξη από την Ένωση μέσω χρηματοδοτικού μέσου.

2.  Τα χρηματοδοτικά μέσα παρέχουν αναλογική στήριξη στους τελικούς δικαιούχους. Συγκεκριμένα, η προτιμησιακή μεταχείριση των επενδυτών που προβαίνουν σε από κοινού επενδύσεις ή επιμερίζονται κινδύνους θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη και αναλογική προς τους κινδύνους που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο ενός χρηματοδοτικού μέσου και να περιορίζεται στο ελάχιστο απαραίτητο για τη διασφάλιση της επένδυσής τους ή του επιμερισμού των κινδύνων.

Άρθρο 223

Αποτέλεσμα μόχλευσης

(άρθρο 140 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα χρηματοδοτικά μέσα αποσκοπούν στην επίτευξη αποτελέσματος μόχλευσης με βάση τη συνεισφορά της Ένωσης, με την κινητοποίηση συνολικής επένδυσης που υπερβαίνει το μέγεθος αυτής της συνεισφοράς.

Το αποτέλεσμα μόχλευσης των κονδυλίων της Ένωσης ισοδυναμεί με το ποσό της χρηματοδότησης επιλεγμένων τελικών αποδεκτών, υποδιαιρούμενο με το ποσό της συνεισφοράς της Ένωσης.

2.  Το απαιτούμενο φάσμα τιμών για την επίτευξη αποτελέσματος μόχλευσης βασίζεται στην εκ των προτέρων αξιολόγηση του αντίστοιχου χρηματοδοτικού μέσου.

Άρθρο 224

Εκ των προτέρων αξιολόγηση χρηματοδοτικών μέσων

(άρθρο 140 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα χρηματοδοτικά μέσα βασίζονται σε εκ των προτέρων αξιολογήσεις για τον εντοπισμό αδυναμιών ή αστοχιών της αγοράς ή καταστάσεων μη ικανοποιητικής αξιοποίησης επενδύσεων και στην αξιολόγηση των επενδυτικών αναγκών για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.

2.  Η εκ των προτέρων αξιολόγηση αποδεικνύει ότι οι αναγνωρισμένες ανάγκες της αγοράς δεν μπορούν να ικανοποιηθούν κατάλληλα και εγκαίρως ούτε μέσω δραστηριοτήτων βασισμένων στα κριτήρια της αγοράς ούτε μέσω παρεμβάσεων της Ένωσης άλλων εκτός από τη χρηματοδότηση με χρηματοδοτικό μέσο, όπως οι κανονιστικές διατάξεις, η ελευθέρωση, η μεταρρύθμιση ή άλλα μέτρα πολιτικής. Πρόκειται για την αξιολόγηση της πιθανότητας και του ενδεχόμενου κόστους των στρεβλώσεων της αγοράς, καθώς και του παραγκωνισμού των ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων που προκύπτουν από χρηματοδοτικά μέσα και για τον προσδιορισμό των κατάλληλων μέσων για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων αυτών των στρεβλώσεων.

3.  Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, η εκ των προτέρων αξιολόγηση αποδεικνύει ότι τα χρηματοδοτικά μέσα στο επίπεδο της Ένωσης ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς με πιο κατάλληλο τρόπο σε σύγκριση με παρόμοια χρηματοδοτικά μέσα σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, συγκεκριμένα με εκείνα που χρηματοδοτήθηκαν από ταμεία που υπάγονται στο ΚΣΠ. Παράγοντες όπως η δυσκολία πρόσβασης σε χρηματοδότηση σε εθνικό επίπεδο, ιδίως για διασυνοριακά έργα, οικονομίες κλίμακας ή σημαντικά αποτελέσματα επίδειξης που συνδέονται με τη διάδοση των βέλτιστων πρακτικών στα κράτη μέλη λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της προστιθέμενης αξίας της συνεισφοράς της Ένωσης.

4.  Η εκ των προτέρων αξιολόγηση προσδιορίζει τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο για την εφαρμογή του χρηματοδοτικού μέσου.

5.  Η εκ των προτέρων αξιολόγηση αποδεικνύει επίσης ότι το προβλεπόμενο χρηματοδοτικό μέσο συμφωνεί με:

α) τα νέα και τα υφιστάμενα χρηματοδοτικά μέσα αποφεύγοντας τις ανεπιθύμητες αλληλοεπικαλύψεις και αναπτύσσοντας συνέργειες και οικονομίες κλίμακας,

β) τα χρηματοδοτικά μέσα και άλλες μορφές δημόσιων παρεμβάσεων που αποσκοπούν στο ίδιο περιβάλλον αγοράς, ώστε να αποφεύγονται οι αντιφάσεις και να διερευνώνται οι ενδεχόμενες συνέργειες.

6.  Η εκ των προτέρων αξιολόγηση εκτιμά την αναλογικότητα της προβλεπόμενης παρέμβασης σε σχέση με το μέγεθος του εντοπισθέντος χρηματοδοτικού ελλείμματος και του αναμενόμενου αποτελέσματος μόχλευσης του προβλεπόμενου χρηματοδοτικού μέσου. Επίσης εξετάζει τα επιπρόσθετα ποιοτικά αποτελέσματα, όπως η διάδοση των βέλτιστων πρακτικών, η αποτελεσματική προώθηση των πολιτικών στόχων της Ένωσης καθ’ όλη τη διάρκεια της αλυσίδας εφαρμογής ή η πρόσβαση στην ειδική εμπειρογνωμοσύνη παραγόντων εμπλεκόμενων στην αλυσίδα εφαρμογής.

7.  Η εκ των προτέρων αξιολόγηση ορίζει μια σειρά δεικτών επιδόσεων προσαρμοσμένων στα προτεινόμενα χρηματοδοτικά μέσα και προσδιορίζει την παραγωγή, τα αποτελέσματα και τις επιπτώσεις που αναμένονται.

8.  Πραγματοποιείται χωριστή εκ των προτέρων αξιολόγηση των χρηματοδοτικών μέσων μόνον εφόσον η εν λόγω αξιολόγηση που ικανοποιεί πλήρως τα κριτήρια των παραγράφων 1 έως 7 δεν περιλαμβάνεται στην εκ των προτέρων αξιολόγηση ή σε αξιολόγηση του αντίκτυπου του προγράμματος ή δραστηριότητας καλυπτόμενων από βασική πράξη.

Άρθρο 225

Παρακολούθηση των χρηματοδοτικών μέσων

(άρθρο 140 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Για να εξασφαλιστεί η εναρμονισμένη παρακολούθηση των χρηματοδοτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 140 παράγραφος 12 του δημοσιονομικού κανονισμού, τίθεται σε εφαρμογή σύστημα παρακολούθησης από τον αρμόδιο διατάκτη για να συμβάλει στην εύλογη βεβαιότητα ότι οι πόροι της Ένωσης χρησιμοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού.

2.  Το σύστημα παρακολούθησης χρησιμοποιείται για την εκτίμηση της προόδου με σκοπό την επίτευξη των στόχων πολιτικής που περιλαμβάνονται στους σχετικούς δείκτες παραγωγής και αποτελεσμάτων που έχουν καθορισθεί σύμφωνα με την εκ των προτέρων αξιολόγηση για να εξεταστεί η συμφωνία της εφαρμογής με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 140 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού και για την παροχή της απαιτούμενης βάσης για τις εκθέσεις της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 38 παράγραφος 5 και το άρθρο 140 παράγραφος 8 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Σε περίπτωση έμμεσης διαχείρισης, η παρακολούθηση από την Επιτροπή βασίζεται στις εκθέσεις και τους λογαριασμούς που υποβάλλουν εντεταλμένες οντότητες, στους διαθέσιμους λογιστικούς ελέγχους και στους ελέγχους που πραγματοποίησε η εντεταλμένη οντότητα, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της δήλωσης διαχείρισης της εντεταλμένης οντότητας και της γνώμης του ανεξάρτητου οργανισμού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 60 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού. Η Επιτροπή αναθεωρεί τις πληροφορίες που παρέχουν οι εντεταλμένες οντότητες και μπορεί να διενεργεί ελέγχους, κυρίως σε δειγματοληπτική βάση, στα κατάλληλα επίπεδα εφαρμογής μέχρι τους τελικούς αποδέκτες.

Η παρακολούθηση που εξασφαλίζεται από την εντεταλμένη οντότητα στηρίζεται στις εκθέσεις και τους λογαριασμούς που υποβάλλουν χρηματοδοτικοί ενδιάμεσοι φορείς και από τους διαθέσιμους λογιστικούς ελέγχους και άλλους ελέγχους που διενεργούνται από τον χρηματοδοτικό ενδιάμεσο φορέα, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της διαχειριστικής δήλωσης του χρηματοδοτικού ενδιάμεσου φορέα και της γνώμης ανεξάρτητων ελεγκτών.

Ελλείψει χρηματοδοτικού ενδιάμεσου φορέα, η εντεταλμένη οντότητα παρακολουθεί άμεσα τη χρήση του χρηματοδοτικού μέσου βασιζόμενη στις εκθέσεις και τους λογαριασμούς που υποβάλλουν οι τελικοί αποδέκτες.

Η εντεταλμένη οντότητα επανεξετάζει, ενδεχομένως σε δειγματοληπτική βάση, τις πληροφορίες που παρέχονται από τους χρηματοδοτικούς ενδιάμεσους φορείς ή τους τελικούς αποδέκτες και διενεργεί ελέγχους όπως ορίζεται στη συμφωνία που αναφέρεται στο άρθρο 217.

4.  Σε περίπτωση άμεσης διαχείρισης, η παρακολούθηση που ασκεί η Επιτροπή στηρίζεται τις εκθέσεις και τους λογαριασμούς που υποβάλουν χρηματοδοτικοί ενδιάμεσοι φορείς και τελικοί αποδέκτες, με την επιφύλαξη κατάλληλων ελέγχων. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 εφαρμόζονται στην άμεση διαχείριση, τηρουμένων των αναλογιών.

5.  Οι συμφωνίες εφαρμογής του χρηματοδοτικού μέσου περιέχουν τις απαιτούμενες διατάξεις για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 4.

Άρθρο 226

Μεταχείριση των συνεισφορών από τα Ταμεία του ΚΣΠ

(άρθρο 140 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Για τις συνεισφορές των Ταμείων του ΚΣΠ τηρούνται χωριστοί λογαριασμοί στα χρηματοδοτικά μέσα που δημιουργήθηκαν βάσει του τίτλου VIII του δημοσιονομικού κανονισμού και στηρίζονται από τα Ταμεία που υπάγονται στο ΚΣΠ σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες του συγκεκριμένου τομέα.

2.  Οι συνεισφορές των Ταμείων που υπάγονται στο ΚΣΠ εγγράφονται στη χωριστή λογιστική και χρησιμοποιούνται, σύμφωνα με τους στόχους κάθε ταμείου υπαγόμενου στο ΚΣΠ, για δράσεις για και τελικούς αποδέκτες που είναι σύμφωνοι με το πρόγραμμα ή με τα προγράμματα από τα οποία γίνονται οι συνεισφορές.

3.  Όσον αφορά τις συνεισφορές από τα ταμεία που υπάγονται στο ΚΣΠ στα χρηματοδοτικά μέσα που δημιουργήθηκαν βάσει του τίτλου VIII του δημοσιονομικού κανονισμού, ισχύουν οι ειδικοί κανόνες του συγκεκριμένου τομέα.



ΤΙΤΛΟΣ IX

ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Απόδοση των λογαριασμών

Άρθρο 227

Έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους

(άρθρο 142 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Η έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους παρέχει πιστή εικόνα:

α) της επίτευξης των στόχων του οικονομικού έτους, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης,

β) της χρηματοοικονομικής κατάστασης και των γεγονότων που επηρέασαν σημαντικά τις δραστηριότητες του οικονομικού έτους.

Η έκθεση για τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική διαχείριση είναι χωριστή από τις εκθέσεις για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Άρθρο 228

Παρέκκλιση από τις λογιστικές αρχές

(άρθρο 144 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Όταν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, οι υπόλογοι θεωρούν ότι συντρέχει λόγος παρέκκλισης από τις λογιστικές αρχές που περιγράφονται στους λογιστικούς κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παρέκκλιση αυτή πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να αναφέρεται στις σημειώσεις των δημοσιονομικών καταστάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 232.

Άρθρο 229

Δικαιολογητικά έγγραφα

(άρθρο 144 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κάθε εγγραφή βασίζεται σε δικαιολογητικά έγγραφα με ημερομηνία και αρίθμηση, τα οποία συντάσσονται σε χαρτί ή σε άλλο μέσο που εξασφαλίζει την αξιοπιστία και τη διατήρηση του περιεχομένου τους κατά τα χρονικά διαστήματα που καθορίζονται στο άρθρο 48.

2.  Οι πράξεις της ίδιας φύσης που πραγματοποιούνται στον ίδιο τόπο και κατά την ίδια ημέρα μπορούν να ανακεφαλαιώνονται σε ένα και το αυτό δικαιολογητικό.

Άρθρο 230

Κατάσταση οικονομικών αποτελεσμάτων

(άρθρο 145 του δημοσιονομικού κανονισμού)

H κατάσταση οικονομικών αποτελεσμάτων εμφανίζει τα έσοδα και τα έξοδα του οικονομικού έτους, τα οποία πρέπει να κατατάσσονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους.

Άρθρο 231

Κατάσταση ταμειακών ροών

(άρθρο 145 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Η κατάσταση ταμειακών ροών αφορά τις ταμειακές ροές της εν λόγω περιόδου και δείχνει την εξέλιξη των ταμειακών διαθεσίμων από το άνοιγμα μέχρι το κλείσιμό τους.

Τα ταμειακά διαθέσιμα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) ρευστά διαθέσιμα,

β) λογαριασμούς και τραπεζικές καταθέσεις όψεως,

γ) λοιπές διαθέσιμες αξίες οι οποίες μπορούν ταχέως να μετασχηματισθούν σε χρηματικά ποσά και έχουν σταθερή αξία.

Άρθρο 232

Σημειώσεις των δημοσιονομικών καταστάσεων

(άρθρο 145 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι σημειώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 145 του δημοσιονομικού κανονισμού αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των δημοσιονομικών καταστάσεων. Οι σημειώσεις περιέχουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

α) λογιστικές αρχές, κανόνες και μεθόδους,

β) επεξηγηματικές σημειώσεις, οι οποίες παρέχουν συμπληρωματικές πληροφορίες που δεν περιλαμβάνονται στον κορμό των δημοσιονομικών καταστάσεων, αλλά είναι αναγκαίες για την παρουσίαση πιστής εικόνας.

Άρθρο 233

Λογαριασμοί δημοσιονομικού αποτελέσματος

(άρθρο 146 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι λογαριασμοί δημοσιονομικού αποτελέσματος περιλαμβάνουν:

α) πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με έσοδα, τα οποία περιλαμβάνουν:

i) την εξέλιξη των προβλέψεων του τμήματος εσόδων του προϋπολογισμού,

ii) την εκτέλεση του προϋπολογισμού όσον αφορά τα έσοδα,

iii) την εξέλιξη των βεβαιωμένων δικαιωμάτων είσπραξης,

β) πληροφοριακά στοιχεία που εμφαίνουν αλλαγές στο σύνολο των διαθέσιμων πιστώσεων αναλήψεως υποχρεώσεων και των πιστώσεων πληρωμών,

γ) πληροφοριακά στοιχεία που εμφαίνουν τη χρησιμοποίηση όλων των διαθέσιμων πιστώσεων αναλήψεως υποχρεώσεων και πιστώσεων πληρωμών,

δ) πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη των υποχρεώσεων που μένουν προς εκπλήρωση, αφού έχουν μεταφερθεί από το προηγούμενο οικονομικό έτος ή έχουν αναληφθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους αναφοράς.

2.  Όσον αφορά τα πληροφοριακά στοιχεία για τα έσοδα, επισυνάπτεται και κατάσταση στην οποία εμφαίνεται, ανά κράτος μέλος, η κατανομή των ποσών που απομένουν προς είσπραξη κατά τη λήξη του οικονομικού έτους και τα οποία αντιστοιχούν σε ιδίους πόρους για τους οποίους έχει εκδοθεί ένταλμα είσπραξης.

Άρθρο 234

Τρόποι διαβίβασης λογαριασμών

(άρθρο 148 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι προσωρινοί λογαριασμοί και οι τελικοί λογαριασμοί που αναφέρονται στα άρθρα 147 και 148 του δημοσιονομικού κανονισμού μπορούν να διαβιβαστούν με ηλεκτρονικά μέσα.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Λογιστική



Τμήμα 1

Οργάνωση της λογιστικής

Άρθρο 235

Οργάνωση της λογιστικής

(άρθρο 151 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο υπόλογος κάθε θεσμικού οργάνου και οργανισμού που αναφέρεται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού συντάσσει και ενημερώνει έγγραφα που περιγράφουν την οργάνωση και τις διαδικασίες της λογιστικής του συγκεκριμένου οργάνου ή οργανισμού.

2.  Τα έσοδα και οι δαπάνες του προϋπολογισμού εγγράφονται στο μηχανογραφικό σύστημα που προβλέπεται στο άρθρο 236 ανάλογα με την οικονομική φύση της πράξης, ως τρέχοντα έσοδα ή τρέχουσες δαπάνες, ή ως κεφάλαιο.

Άρθρο 236

Μηχανογραφικά συστήματα

(άρθρο 151 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Η λογιστική τηρείται με τη βοήθεια ολοκληρωμένου μηχανογραφικού συστήματος.

2.  Η οργάνωση της λογιστικής που τηρείται με τη βοήθεια μηχανογραφικών συστημάτων και υποσυστημάτων απαιτεί πλήρη περιγραφή αυτών των συστημάτων και υποσυστημάτων.

Η περιγραφή αυτή ορίζει το περιεχόμενο όλων των πεδίων δεδομένων και προσδιορίζει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα επεξεργάζεται τις επιμέρους πράξεις. Επίσης, αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα εγγυάται την ύπαρξη πλήρους διαδρομής ελέγχου για κάθε πράξη, καθώς και για κάθε τροποποίηση των μηχανογραφικών συστημάτων και υποσυστημάτων, έτσι ώστε να είναι δυνατός ανά πάσα στιγμή ο εντοπισμός της φύσης των τροποποιήσεων και του προσώπου που τις επέφερε.

Οι περιγραφές των μηχανογραφικών λογιστικών συστημάτων και υποσυστημάτων μνημονεύουν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τους δεσμούς που υφίστανται μεταξύ αυτών και του κεντρικού λογιστικού συστήματος, ιδίως ως προς τη μεταβίβαση δεδομένων και τη συμφωνία των λογιστικών υπολοίπων.

3.  Πρόσβαση στα μηχανογραφικά συστήματα και υποσυστήματα έχουν μόνο τα πρόσωπα που περιλαμβάνονται σε κατάλογο εξουσιοδοτημένων χρηστών, ο οποίος συντάσσεται και ενημερώνεται από κάθε θεσμικό όργανο.



Τμήμα 2

Λογιστικά βιβλία

Άρθρο 237

Λογιστικά βιβλία

(άρθρο 154 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κάθε θεσμικό όργανο και οργανισμός που αναφέρεται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού τηρεί ημερολόγιο, γενικό καθολικό και άλλα βοηθητικά λογιστικά βιβλία για τους οφειλέτες, τους πιστωτές και τα πάγια περιουσιακά στοιχεία, εκτός και αν αυτό δεν δικαιολογείται από την ανάλυση της σχέσης κόστους-ωφέλειας.

Τα λογιστικά βιβλία συνίστανται σε μηχανογραφικά έγγραφα αναγνωρισμένα από τον υπόλογο τα οποία παρέχουν κάθε εγγύηση ως αποδεικτικά στοιχεία.

Οι εγγραφές του ημερολογίου μεταφέρονται στους λογαριασμούς του γενικού καθολικού, οι οποίοι διαρθρώνονται σύμφωνα με το λογιστικό σχέδιο του άρθρου 212.

Το ημερολόγιο και το γενικό καθολικό μπορούν να υποδιαιρεθούν σε τόσα βοηθητικά ημερολόγια και λογιστικά βιβλία όσα απαιτούνται για την κάλυψη των αναγκών.

Οι εγγραφές σε βοηθητικά ημερολόγια και σε βιβλία συγκεντρώνονται τουλάχιστον μηνιαίως στο ημερολόγιο και στο καθολικό.

Άρθρο 238

Ισοζύγιο γενικού καθολικού

(άρθρο 154 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κάθε θεσμικό όργανο και οργανισμός που αναφέρεται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού καταρτίζει ισοζύγιο των λογαριασμών του γενικού καθολικού. Το ισοζύγιο αυτό παρουσιάζει όλους τους λογαριασμούς της γενικής λογιστικής, συμπεριλαμβανόμενων των λογαριασμών που εκκαθαρίζονται κατά το οικονομικό έτος αναφοράς, αναφέροντας, για καθέναν από αυτούς:

α) τον αριθμό του λογαριασμού,

β) την περιγραφή του,

γ) το σύνολο των χρεώσεων,

δ) το σύνολο των πιστώσεων,

ε) το υπόλοιπο.

Άρθρο 239

Συμφωνία λογαριασμών

(άρθρο 154 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα δεδομένα του γενικού καθολικού τηρούνται και οργανώνονται κατά τρόπο που να τεκμηριώνει το περιεχόμενο κάθε λογαριασμού που περιλαμβάνεται στο ισοζύγιο του καθολικού.

2.  Όσον αφορά το βιβλίο απογραφής των παγίων περιουσιακών στοιχείων, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 246 έως 253.



Τμήμα 3

Καταχώριση

Άρθρο 240

Λογιστικές εγγραφές

(άρθρο 154 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι λογιστικές εγγραφές πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διπλή λογιστική μέθοδο, δηλαδή κάθε κίνηση ή μεταβολή στη λογιστική αποδίδεται με εγγραφή η οποία δημιουργεί αντιστοιχία μεταξύ χρέωσης και πίστωσης των διαφόρων λογαριασμών που επηρεάζονται από την εγγραφή αυτή.

2.  Το ισόποσο σε ευρώ μιας πράξης σε νόμισμα άλλο από το ευρώ υπολογίζεται και εγγράφεται λογιστικά.

Οι πράξεις σε συνάλλαγμα των λογαριασμών που υπόκεινται σε επανεκτίμηση αποτελούν το αντικείμενο νομισματικής επανεκτίμησης τουλάχιστον κατά το κλείσιμο των λογαριασμών.

Αυτή η επανεκτίμηση πραγματοποιείται βάσει των ισοτιμιών που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 6.

Η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή μεταξύ ευρώ και ενός άλλου νομίσματος με σκοπό την κατάρτιση του ισολογισμού της 31ης Δεκεμβρίου του έτους Ν είναι εκείνη της τελευταίας εργάσιμης ημέρας του έτους Ν.

3.  Οι λογιστικοί κανόνες της Ένωσης που θεσπίζονται δυνάμει του άρθρου 152 του δημοσιονομικού κανονισμού εξειδικεύουν τους κανόνες μετατροπής και επανεκτίμησης που είναι αναγκαίοι για τους σκοπούς της λογιστικής βάσει της αυτοτέλειας των οικονομικών ετών.

Άρθρο 241

Λογιστική καταχώριση

(άρθρο 154 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κάθε λογιστική καταχώριση διευκρινίζει την προέλευση, το περιεχόμενο και τον καταλογισμό κάθε δεδομένου, καθώς και τα στοιχεία αναφοράς του σχετικού δικαιολογητικού.

Άρθρο 242

Καταχώριση στο ημερολόγιο

(άρθρο 154 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι λογιστικές πράξεις καταχωρίζονται στο ημερολόγιο με μία από τις εξής μεθόδους, οι οποίες δεν αποκλείουν η μία την άλλη:

α) είτε ανά ημέρα και ανά πράξη,

β) είτε με μηνιαία ανακεφαλαίωση των συνολικών ποσών των πράξεων, υπό τον όρο να διατηρούνται όλα τα έγγραφα που επιτρέπουν την επαλήθευση των πράξεων αυτών ανά ημέρα και ανά πράξη.

Άρθρο 243

Επικύρωση της καταχώρισης

(άρθρο 154 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ο οριστικός χαρακτήρας των καταχωρίσεων στο ημερολόγιο και στα άλλα λογιστικά βιβλία επέρχεται μέσω διαδικασίας επικύρωσης, η οποία απαγορεύει κάθε τροποποίηση ή διαγραφή της καταχώρισης.

2.  Το αργότερο πριν από την παρουσίαση των οριστικών δημοσιονομικών καταστάσεων, εφαρμόζεται διαδικασία κλεισίματος, η οποία οριστικοποιεί τις ημερομηνίες και εγγυάται το αμετάβλητο των καταχωρίσεων.



Τμήμα 4

Συμφωνία και επαλήθευση

Άρθρο 244

Συμφωνία των λογαριασμών

(άρθρο 154 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα υπόλοιπα των λογαριασμών του γενικού ισοζυγίου πρέπει να συμφωνούνται περιοδικά και τουλάχιστον κατά το ετήσιο κλείσιμο των λογαριασμών, με τα δεδομένα των διαχειριστικών συστημάτων που χρησιμοποιούνται από τους διατάκτες για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων και για την ημερήσια τροφοδότηση του λογιστικού συστήματος.

2.  Κατά διαστήματα, και τουλάχιστον κατά το κλείσιμο των λογαριασμών, ο υπόλογος επαληθεύει ότι τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, και ιδίως ελέγχει:

α) τις τραπεζικές καταθέσεις, με συμφωνία των αποσπασμάτων λογαριασμού που κοινοποιούνται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

β) τα μετρητά που διατηρούνται στο ταμείο, με συμφωνία με τα δεδομένα του βιβλίου ταμείου.

Όσον αφορά τους λογαριασμούς των παγίων περιουσιακών στοιχείων, ο ως άνω έλεγχος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 250.

3.  Οι διοργανικοί λογαριασμοί ανταλλαγής συμφωνούνται σε μηνιαία βάση.

4.  Οι εκκρεμείς λογαριασμοί ανοίγονται και επανεξετάζονται ετησίως από τον υπόλογο. Οι λογαριασμοί αυτοί πρέπει να είναι υπό την ευθύνη του διατάκτη, ο οποίος προβαίνει στην εκκαθάρισή τους το συντομότερο δυνατόν.



Τμήμα 5

Λογιστική του προϋπολογισμού

Άρθρο 245

Περιεχόμενο και τήρηση της λογιστικής του προϋπολογισμού

(άρθρο 156 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Στη λογιστική του προϋπολογισμού καταχωρίζονται για κάθε υποδιαίρεσή του:

α) όσον αφορά τις δαπάνες:

i) οι εγκεκριμένες πιστώσεις του αρχικού προϋπολογισμού, οι πιστώσεις των διορθωτικών προϋπολογισμών, οι εκ μεταφοράς πιστώσεις, οι πιστώσεις που καθίστανται διαθέσιμες μετά την είσπραξη εσόδων με συγκεκριμένο προορισμό, οι πιστώσεις που προκύπτουν από μεταφορές και το άθροισμα των πιστώσεων που καθίστανται έτσι διαθέσιμες,

ii) οι αναλήψεις υποχρεώσεων και οι πληρωμές του οικονομικού έτους,

β) όσον αφορά τα έσοδα:

i) οι προβλέψεις του αρχικού προϋπολογισμού, οι προβλέψεις των διορθωτικών προϋπολογισμών, τα έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό και το άθροισμα των προβλέψεων αυτών,

ii) τα βεβαιωμένα δικαιώματα είσπραξης και οι εισπράξεις του οικονομικού έτους,

γ) οι αναλήψεις υποχρεώσεων που απομένουν προς πληρωμή και τα έσοδα που απομένουν προς είσπραξη, εκ μεταφοράς από προγενέστερα οικονομικά έτη.

Οι πιστώσεις αναλήψεως υποχρεώσεων και οι πιστώσεις πληρωμών που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α) καταχωρίζονται και παρακολουθούνται χωριστά.

Στη λογιστική του προϋπολογισμού καταχωρίζονται οι συνολικές προσωρινές αναλήψεις υποχρεώσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (εφεξής ΕΓΤΠΕ) και οι αντίστοιχες πληρωμές.

Οι ως άνω αναλήψεις υποχρεώσεων παρουσιάζονται έναντι του συνόλου των πιστώσεων του ΕΤΓΕ.

2.  Η λογιστική του προϋπολογισμού επιτρέπει τη χωριστή παρακολούθηση:

α) της χρησιμοποίησης των μεταφερόμενων πιστώσεων και των πιστώσεων του οικονομικού έτους,

β) της εκκαθάρισης των υποχρεώσεων που μένουν προς εκκαθάριση.

Όσον αφορά τα έσοδα, παρακολουθούνται χωριστά οι προς είσπραξη απαιτήσεις προγενέστερων οικονομικών ετών.

3.  Η λογιστική του προϋπολογισμού μπορεί να οργανωθεί κατά τρόπο που να δημιουργεί αναλυτική λογιστική.

4.  Η λογιστική του προϋπολογισμού τηρείται σε μηχανογραφικά συστήματα, σε βιβλία ή σε δελτία (καρτέλες).



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Απογραφή περιουσιακών στοιχείων

Άρθρο 246

Απογραφή περιουσιακών στοιχείων

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Το σύστημα απογραφής των περιουσιακών στοιχείων καταρτίζεται από τον διατάκτη, με τη συνδρομή του υπολόγου. Το εν λόγω σύστημα πρέπει να παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την τήρηση της λογιστικής και για τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων.

Άρθρο 247

Διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού θεσπίζουν, το καθένα σε ό,τι το αφορά, τις διατάξεις που διέπουν τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στους ισολογισμούς τους, και προσδιορίζουν τις διοικητικές υπηρεσίες που είναι υπεύθυνες για το ως άνω σύστημα απογραφής.

Άρθρο 248

Εγγραφή των περιουσιακών στοιχείων στο βιβλίο απογραφής

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Εγγράφονται στο βιβλίο απογραφής και καταχωρίζονται στους λογαριασμούς παγίων περιουσιακών στοιχείων όλα τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία αγοράζονται για περίοδο χρήσης μεγαλύτερη του έτους, δεν είναι αναλώσιμα και των οποίων η τιμή κτήσης ή η τιμή κόστους υπερβαίνει την τιμή που αναφέρεται στους λογιστικούς κανόνες της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 152 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 249

Περιεχόμενο του βιβλίου απογραφής σε σχέση με κάθε περιουσιακό στοιχείο

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Το βιβλίο απογραφής περιλαμβάνει κατάλληλη περιγραφή των περιουσιακών στοιχείων, προσδιορίζει τη θέση τους, ή για κινητά στοιχεία, την αρμόδια υπηρεσία ή το αρμόδιο πρόσωπο, την ημερομηνία αγοράς και το μοναδιαίο κόστος τους.

Άρθρο 250

Έλεγχοι του βιβλίου απογραφής για κινητά περιουσιακά στοιχεία

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι έλεγχοι του βιβλίου απογραφής από τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού διενεργούνται κατά τρόπο που να επιβεβαιώνει τη φυσική ύπαρξη κάθε περιουσιακού στοιχείου και την αντιστοίχισή του με την εγγραφή στο βιβλίο απογραφής. Οι έλεγχοι αυτοί πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ετήσιου προγράμματος επαληθεύσεων, εκτός εάν πρόκειται για υλικά και άυλα περιουσιακά στοιχεία, των οποίων ο έλεγχος πραγματοποιείται, τουλάχιστον, ανά τριετία.

Άρθρο 251

Μεταπώληση υλικών περιουσιακών στοιχείων

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα μέλη, οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των θεσμικών οργάνων και οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού δεν μπορούν να εμφανισθούν ως αγοραστές υλικών περιουσιακών στοιχείων που μεταπωλούνται από τα ως άνω θεσμικά όργανα και οργανισμούς, εκτός εάν μεταπωλούνται στο πλαίσιο δημοπρασίας.

Άρθρο 252

Διαδικασία πώλησης υλικών περιουσιακών στοιχείων

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι πωλήσεις υλικών περιουσιακών στοιχείων, όταν η μοναδιαία αξία αγοράς των στοιχείων αυτών είναι ίση ή μεγαλύτερη των 8 100 ευρώ, δημοσιοποιούνται με κατάλληλο τρόπο σε τοπικό επίπεδο. Η περίοδος μεταξύ της δημοσίευσης της τελευταίας αγγελίας και της σύναψης της σύμβασης πώλησης πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε δεκατέσσερις ημερολογιακές ημέρες.

Όταν η μοναδιαία αξία αγοράς των στοιχείων αυτών είναι ίση ή μεγαλύτερη των 391 100 ευρώ, οι πωλήσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο αποτελούν το αντικείμενο προκήρυξης πώλησης η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακόμη, μπορεί να γίνει κατάλληλη δημοσίευση στον Τύπο των κρατών μελών. Η περίοδος μεταξύ της δημοσίευσης της προκήρυξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της σύναψης της σύμβασης πώλησης πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε ένα μήνα.

2.  Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού μπορεί να παραιτηθούν από δημοσίευση όταν το κόστος δημοσίευσης υπερβαίνει το αναμενόμενο από την πράξη οικονομικό όφελος.

3.  Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού οφείλουν να αναζητούν κάθε φορά τις καλύτερες τιμές για τις πωλήσεις υλικών περιουσιακών στοιχείων.

4.  Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 δεν εφαρμόζονται σε πωλήσεις μεταξύ των οργάνων της Ένωσης και των οργανισμών τους που αναφέρονται στο άρθρο 208 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 253

Διαδικασία μεταβίβασης υλικών περιουσιακών στοιχείων

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Η μεταβίβαση εκ χαριστικής ή εξ επαχθούς αιτίας, η θέση σε αχρηστία, η μίσθωση και η απώλεια νομής, κλοπής ή οποιασδήποτε άλλης αιτίας, των απογραφέντων περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων κτιρίων, συνεπάγεται τη σύνταξη σχετικής δήλωσης ή πρακτικού εκ μέρους του διατάκτη.

Η δήλωση ή το πρακτικό αναφέρει ειδικότερα την ενδεχόμενη υποχρέωση αντικατάστασης, εκ μέρους υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού της Ένωσης ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου.

Η δωρεάν διάθεση ακινήτων ή μεγάλων εγκαταστάσεων απαιτεί την κατάρτιση συμβάσεων και αποτελεί το αντικείμενο ετήσιας ανακοίνωσης προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της παρουσίασης του σχεδίου του προϋπολογισμού.

Μέλη, μόνιμοι και άλλοι υπάλληλοι, καθώς και κάθε άλλο μέλος του προσωπικού των θεσμικών οργάνων και οργανισμών που αναφέρονται στο άρθρο 141 του δημοσιονομικού κανονισμού δεν μπορούν να είναι αποδέκτες απογραφέντος περιουσιακού στοιχείου που εκχωρείται δωρεάν ή τίθεται σε αχρηστία.

Άρθρο 254

Βιβλία απογραφής και δημοσιότητα των πωλήσεων στις αντιπροσωπείες της Ένωσης

(άρθρο 157 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα διαρκή βιβλία απογραφής των κινητών αγαθών που αποτελούν την περιουσία της Ένωσης, όσον αφορά τις αντιπροσωπείες, τηρούνται επιτόπου. Κοινοποιούνται κατά τακτά διαστήματα στις κεντρικές υπηρεσίες, σύμφωνα με λεπτομερείς κανόνες που αποφασίζονται από το εκάστοτε θεσμικό όργανο.

Τα κινητά αγαθά που προωθούνται προς τις αντιπροσωπείες της Ένωσης αποτελούν το αντικείμενο εγγραφής σε προσωρινή κατάσταση, εν αναμονή της ένταξης τους στα διαρκή βιβλία απογραφής.

2.  Η δημοσιότητα των πωλήσεων κινητών αγαθών των αντιπροσωπειών της Ένωσης πραγματοποιείται σύμφωνα με τις τοπικές πρακτικές.



ΜΕΡΟΣ II

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ



ΤΙΤΛΟΣ I

ΕΡΕΥΝΑ

Άρθρο 255

Τυπολογία των ενεργειών

(άρθρο 181 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι άμεσες ενέργειες υλοποιούνται στις εγκαταστάσεις του Κοινού Κέντρου Ερευνών (εφεξής «JRC») και χρηματοδοτούνται καταρχήν εξ ολοκλήρου από τον προϋπολογισμό, συνίστανται δε σε:

α) ερευνητικά προγράμματα,

β) διερευνητικές δραστηριότητες έρευνας,

γ) δραστηριότητες επιστημονικής και ερευνητικής υποστήριξης, θεσμικού χαρακτήρα.

2.  Το JRC μπορεί να συμμετέχει σε έμμεσες δράσεις με βάση τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 183 του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Οι προβλέψεις απαιτήσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 181 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού, διαβιβάζονται στον υπόλογο με σκοπό την καταχώρισή της.

Άρθρο 256

Συμπληρωματικοί κανόνες εφαρμοστέοι στο JRC

(άρθρο 183 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι δραστηριότητες ανταγωνιστικού χαρακτήρα που ασκούνται από το JRC συνίστανται σε:

α) δραστηριότητες που διεξάγονται μετά από διαδικασίες επιδότησης ή σύναψης δημόσιων συμβάσεων,

β) δραστηριότητες για λογαριασμό τρίτων,

γ) δραστηριότητες στο πλαίσιο διοικητικής συμφωνίας με άλλα θεσμικά όργανα ή άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής για την παροχή τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης.

2.  Όταν οι δραστηριότητες που ασκεί το JRC για λογαριασμό τρίτων συνεπάγονται την ανάθεση σύμβασης, η διαδικασία ανάθεσης ακολουθεί τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης.

3.  Οι προβλέψεις απαιτήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 183 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού διαβιβάζονται στον υπόλογο με σκοπό την καταχώρισή τους.



ΤΙΤΛΟΣ II

ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 257

Ενέργειες επιδεχόμενες χρηματοδότηση

(άρθρο 184 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι πιστώσεις που αφορούν τις ενέργειες που προβλέπονται στο κεφάλαιο 1 του τίτλου IV του μέρους II του δημοσιονομικού κανονισμού μπορούν να χρησιμοποιηθούν ιδίως για την κάλυψη συμβάσεων, επιδοτήσεων –συμπεριλαμβανόμενων των επιδοτήσεων επιτοκίου– ειδικών δανείων, εγγυήσεων δανείων και ενεργειών για χρηματοδοτική συνδρομή, ενισχύσεων προϋπολογισμού και άλλων συγκεκριμένων μορφών δημοσιονομικής υποστήριξης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Στήριξη από τον προϋπολογισμό και καταπιστευματικά ταμεία πολλαπλών δωρητών

Άρθρο 258

Χρησιμοποίηση στήριξης από τον προϋπολογισμό

(άρθρο 186 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τις σχετικές βασικές πράξεις, η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιεί τομεακή στήριξη ή γενική στήριξη από τον προϋπολογισμό στο εσωτερικό τρίτης χώρας εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α) η διαχείριση των δημοσίων οικονομικών της χώρας εταίρου είναι επαρκώς διαφανής, αξιόπιστη και αποτελεσματική,

β) η χώρα εταίρος έχει θεσπίσει επαρκώς αξιόπιστες και κατάλληλες τομεακές ή εθνικές πολιτικές και,

γ) η χώρα εταίρος έχει θεσπίσει μακροοικονομικές πολιτικές με άξονα τη σταθερότητα.

2.  Οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τη χώρα εταίρο περιέχουν υποχρέωση για την εν λόγω χώρα να παράσχει στην Επιτροπή αξιόπιστες και επίκαιρες πληροφορίες που να της επιτρέπουν να αξιολογεί την εκπλήρωση των όρων που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 259

Καταπιστευματικά ταμεία της Ένωσης για εξωτερικές δράσεις

(άρθρο 187 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι συνεισφορές των άλλων δωρητών λαμβάνονται υπόψη όταν κατατίθενται στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό του καταπιστευματικού ταμείου και για το ποσό εκφρασμένο σε ευρώ που προκύπτει από τη μετατροπή τους κατά την πίστωσή τους στον ειδικό τραπεζικό λογαριασμό.

Η συνεισφορά της Ένωσης διαβιβάζεται εγκαίρως για να καλύπτονται οι νομικές δεσμεύσεις του καταπιστευματικού λογαριασμού, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διαθέσιμων ποσών που έχουν παράσχει οι άλλοι δωρητές.

Οι τόκοι που έχουν σωρευθεί στο ειδικό τραπεζικό λογαριασμό του καταπιστευματικού ταμείου επενδύονται στο καταπιστευματικό ταμείο, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από την ιδρυτική πράξη του καταπιστευματικού ταμείου.

Όλες οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται στον τραπεζικό λογαριασμό που αναφέρεται στην τρίτη παράγραφο κατά τη διάρκεια του έτους καταχωρίζονται λογιστικώς στους λογαριασμούς του καταπιστευματικού ταμείου.

Οι οικονομικές καταστάσεις για τις πράξεις κάθε καταπιστευματικού ταμείου καταρτίζονται δύο φορές το χρόνο από τον διατάκτη.

Τα καταπιστευματικά ταμεία υπόκεινται σε ανεξάρτητο εξωτερικό έλεγχο κάθε χρόνο.

Το διοικητικό συμβούλιο του καταπιστευματικού ταμείου εγκρίνει την ετήσια έκθεσή του, την οποία καταρτίζει ο διατάκτης, καθώς και τους ετήσιους λογαριασμούς τους οποίους καταρτίζει ο υπόλογος. Οι εκθέσεις αυτές προσαρτώνται στην ετήσια έκθεση του κύριου διατάκτη και υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής της Επιτροπής.

Οι κανόνες που διέπουν τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου και τον εσωτερικό κανονισμό του θεσπίζονται στην ιδρυτική πράξη του καταπιστευματικού ταμείου την οποία εγκρίνει η Επιτροπή και αποδέχονται οι δωρητές. Οι κανόνες αυτοί κατοχυρώνουν τη δίκαιη εκπροσώπηση των δωρητών και συμπεριλαμβάνουν την υποχρέωση θετικής ψήφου εκ μέρους της Επιτροπής για την τελική απόφαση περί χρήσεως των κεφαλαίων.

▼M1



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Σύναψη συμβάσεων

Άρθρο 260

Μίσθωση ακινήτων

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Με επιχειρησιακές πιστώσεις προοριζόμενες για τις εξωτερικές ενέργειες μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο οι συμβάσεις ακινήτων που αφορούν τη μίσθωση κτιρίων ήδη κατασκευασμένων κατά την υπογραφή του μισθωτηρίου. Οι συμβάσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο δημοσίευσης όπως προβλέπεται στο άρθρο 124.

Άρθρο 261

Συμβάσεις υπηρεσιών

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι συμβάσεις υπηρεσιών περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) σύμβαση μελέτης που συνάπτεται μεταξύ ενός αναδόχου και της αναθέτουσας αρχής η οποία αφορά, μεταξύ άλλων, τις μελέτες για τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών και την προετοιμασία των έργων, τις μελέτες σκοπιμότητας, τις οικονομικές μελέτες και τις έρευνες αγοράς, τις τεχνικές μελέτες και τους λογιστικούς ελέγχους·

β) σύμβαση τεχνικής βοήθειας στις περιπτώσεις όπου ο ανάδοχος αναλαμβάνει να ασκήσει καθήκοντα συμβούλου, καθώς και στις περιπτώσεις όπου καλείται να αναλάβει τη διεύθυνση ή την εποπτεία ενός έργου, ή να διαθέσει τους εμπειρογνώμονες που προσδιορίζονται στη σύμβαση.

2.  Όταν τρίτη χώρα διαθέτει στις υπηρεσίες της ή σε οντότητες του ευρύτερου δημόσιου τομέα ειδικευμένο προσωπικό διαχείρισης, οι συμβάσεις μπορούν να εκτελούνται απευθείας από αυτές τις υπηρεσίες και οντότητες με αυτεπιστασία.

Άρθρο 262

Συγκεκριμένες διατάξεις για τα κατώτατα όρια και τις λεπτομέρειες ανάθεσης των εξωτερικών συμβάσεων

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα άρθρα 123 έως 126, εξαιρουμένων των ορισμών, το άρθρο 128, το άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχείο α), το άρθρο 135 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) έως στ), το άρθρο 135 παράγραφος 4, τα άρθρα 137 και 137α, το άρθρο 139 παράγραφοι 3 έως 7, το άρθρο 148 παράγραφος 4, το άρθρο 151 παράγραφος 3, το άρθρο 152, το άρθρο 153 παράγραφοι 2 και 3, τα άρθρα 154, 155, 157, 158, εξαιρουμένου του άρθρου 158 παράγραφος 4, και το άρθρο 160 του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται από τις αναθέτουσες αρχές στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 190 παράγραφος 2 του δημοσιονομικού κανονισμού ή για λογαριασμό τους.

Η εφαρμογή των διατάξεων περί σύναψης συμβάσεων που εμπίπτουν στο παρόν κεφάλαιο αποτελεί το αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής περιλαμβανομένων των κατάλληλων ελέγχων που πρέπει να εφαρμόσει ο αρμόδιος διατάκτης όταν η Επιτροπή δεν αποτελεί την αναθέτουσα αρχή.

Άρθρο 263

Αποδεικτικά στοιχεία πρόσβασης στη διαδικασία σύναψης συμβάσεων

(άρθρο 191 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Τα έγγραφα της σύμβασης, επιβάλλουν στους υποψηφίους ή προσφέροντες να αναφέρουν το κράτος στο οποίο έχουν όντως εγκατασταθεί και να υποβάλουν τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτεί σχετικά η νομοθεσία του εν λόγω κράτους.

Άρθρο 264

Δημοσιοποίηση

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Ενδεχομένως, η προκήρυξη προκαταρκτικής ενημέρωσης για τις διεθνείς προσκλήσεις υποβολής προσφορών αποστέλλεται στην Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων με ηλεκτρονικά μέσα, το συντομότερο δυνατό.

2.  Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, η προκήρυξη διαγωνισμού δημοσιεύεται:

α) τουλάχιστον στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις διεθνείς προσκλήσεις υποβολής προσφορών·

β) τουλάχιστον στην Επίσημη Εφημερίδα της δικαιούχου χώρας, ή σε κάθε άλλο ισοδύναμο μέσο, για τις τοπικές προσκλήσεις υποβολής προσφορών.

Στην περίπτωση όπου η προκήρυξη διαγωνισμού δημοσιεύεται και σε τοπικό επίπεδο, πρέπει να είναι πανομοιότυπη με εκείνη που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να δημοσιεύεται ταυτόχρονα. Για τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης φροντίζει η Επιτροπή. Αν η προκήρυξη δημοσιευτεί σε τοπικό επίπεδο, η δημοσίευση αυτή μπορεί να γίνει από τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 190 παράγραφος 2 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού.

3.  Η ανακοίνωση της ανάθεσης της σύμβασης αποστέλλεται όταν υπογραφεί η σύμβαση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σύμβαση, εφόσον εξακολουθεί να είναι αναγκαίο, έχει χαρακτηρισθεί απόρρητη, ή τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να συνοδεύεται από ειδικά μέτρα ασφαλείας, ή όταν αυτό απαιτείται για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων της Ένωσης, ή όταν το απαιτεί τρίτη χώρα και όταν κρίνεται ότι δεν ενδείκνυται η δημοσίευση της ανακοίνωσης της ανάθεσης.

4.  Ανακοίνωση για την τροποποίηση της σύμβασης δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 114α παράγραφος 3 σημεία α) και β) του δημοσιονομικού κανονισμού, όταν η αξία της τροποποίησης είναι ίση ή μεγαλύτερη από τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 265 παράγραφος 1 στοιχείο α), το άρθρο 267 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 269 παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 265

Κατώτατα όρια και διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων υπηρεσιών και συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα κατώτατα όρια και οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού καθορίζονται ως ακολούθως, για τις συμβάσεις υπηρεσιών και τις συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών:

α) για συμβάσεις αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 000 ευρώ:

i) διεθνής πρόσκληση υποβολής προσφορών, κλειστής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 264 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού,

ii) διεθνής πρόσκληση υποβολής προσφορών, ανοικτής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 264 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού·

β) για συμβάσεις αξίας μικρότερης των 300 000 ευρώ: διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου·

γ) οι συμβάσεις αξίας ίσης ή μικρότερης των 20 000 ευρώ μπορούν να ανατεθούν βάσει μιας μόνο προσφοράς·

δ) οι πληρωμές ποσών ύψους έως 2 500 ευρώ για δαπάνες μπορούν να αφορούν απλώς εξόφληση έναντι τιμολογίου, χωρίς να προηγείται αποδοχή προσφοράς.

2.  Στη διεθνή κλειστή διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), η προκήρυξη διαγωνισμού αναφέρει τον αριθμό των υποψηφίων που θα κληθούν να υποβάλουν προσφορά. Για τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, καλούνται τουλάχιστον τέσσερις υποψήφιοι. Ο αριθμός των υποψηφίων που καλούνται να υποβάλουν προσφορά πρέπει να είναι επαρκής για την εξασφάλιση πραγματικού ανταγωνισμού.

Ο κατάλογος των υποψηφίων που επιλέγονται δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής.

Αν ο αριθμός των υποψηφίων που πληρούν τα κριτήρια επιλογής ή τις ελάχιστες ικανότητες είναι μικρότερος από τον ελάχιστο αριθμό, η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν να καλέσει να υποβάλουν προσφορά μόνο εκείνους τους υποψήφιους που πληρούν τα ως άνω κριτήρια.

3.  Στη διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα που προβλέπεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1, η αναθέτουσα αρχή καταρτίζει κατάλογο με τρεις τουλάχιστον προσφέροντες της επιλογής της, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης.

Οι προσφέροντες για τη διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα μπορεί να επιλεγούν από κατάλογο πωλητών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 136 παράγραφος 1 στοιχείο β), ο οποίος δημοσιοποιείται μέσω πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος.

Αν, μετά τις διαβουλεύσεις με τους προσφέροντες, η αναθέτουσα αρχή λάβει μόνο μία προσφορά, έγκυρη από διοικητική και τεχνική άποψη, η σύμβαση είναι δυνατόν να ανατεθεί υπό τον όρο ότι πληρούνται τα κριτήρια ανάθεσης.

4.  Για νομικές υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από το άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχείο η), οι αναθέτουσες αρχές δύνανται να χρησιμοποιήσουν τη διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα, ανεξάρτητα από την εκτιμώμενη αξία της σύμβασης.

Άρθρο 266

Χρήση της διαδικασίας με διαπραγμάτευση για τις συμβάσεις υπηρεσιών, προμηθειών και έργων

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι αναθέτουσες αρχές είναι δυνατόν να χρησιμοποιούν τη διαδικασία με διαπραγμάτευση βάσει μιας και μόνης προσφοράς, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν η παροχή των υπηρεσιών ανατίθεται σε δημόσιους οργανισμούς ή σε ιδρύματα ή ενώσεις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και έχει ως αντικείμενο ενέργειες θεσμικού χαρακτήρα ή αποσκοπούσες στη χορήγηση βοήθειας κοινωνικού χαρακτήρα σε πληθυσμούς·

β) εφόσον η πρόσκληση υποβολής προσφορών απέβη άκαρπη, δηλαδή δεν ανέδειξε καμία προσφορά που να αξίζει να επιλεγεί από άποψη ποιότητας ή/και οικονομική· στην περίπτωση αυτή, και μετά την ακύρωση της πρόσκλησης υποβολής προσφορών, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τον ή τους προσφέροντες της επιλογής της μεταξύ εκείνων που έλαβαν μέρος στη διαδικασία υποβολής προσφορών, αρκεί τα έγγραφα της σύμβασης να μην μεταβληθούν ουσιωδώς·

γ) όταν πρέπει να συναφθεί νέα σύμβαση μετά τον πρόωρο τερματισμό υφιστάμενης σύμβασης.

2.  Για τους σκοπούς του άρθρου 134 παράγραφος 1 στοιχείο γ) εξομοιώνονται με περιστάσεις επείγουσας επιτακτικής ανάγκης οι παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο καταστάσεων κρίσης κατά το άρθρο 190 παράγραφος 2. Ο κύριος διατάκτης, σε συνεργασία με τους λοιπούς κύριους διατάκτες, εφόσον συντρέχει περίπτωση, διαπιστώνει την κατάσταση επείγουσας επιτακτικής ανάγκης και επανεξετάζει την απόφασή του τακτικά και με γνώμονα την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

3.  Οι δραστηριότητες θεσμικού χαρακτήρα που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με την υπηρεσιακή εντολή των δημόσιων οργανισμών.

Άρθρο 267

Κατώτατα όρια και διαδικασίες ανάθεσης των συμβάσεων προμηθειών

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα κατώτατα όρια και οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού καθορίζονται ως ακολούθως, για τις συμβάσεις προμηθειών:

α) για συμβάσεις αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 000 ευρώ: διεθνής πρόσκληση υποβολής προσφορών, ανοικτής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 264 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού·

β) για συμβάσεις αξίας μικρότερης των 300 000 ευρώ:

i) για συμβάσεις αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 100 000 ευρώ, αλλά μικρότερης των 300 000 ευρώ: τοπική πρόσκληση υποβολής προσφορών, ανοικτής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 264 παράγραφος 2 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού,

ii) για συμβάσεις αξίας μικρότερης των 100 000 ευρώ: διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της παραγράφου 2·

γ) οι πληρωμές ποσών ύψους έως 2 500 ευρώ για δαπάνες μπορούν να αφορούν απλώς εξόφληση έναντι τιμολογίου, χωρίς να προηγείται αποδοχή προσφοράς·

δ) οι συμβάσεις αξίας ίσης ή μικρότερης των 20 000 ευρώ μπορούν να ανατεθούν βάσει μιας μόνο προσφοράς.

2.  Στη διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα που προβλέπεται στο σημείο ii) του στοιχείου β) της παραγράφου 1, η αναθέτουσα αρχή καταρτίζει κατάλογο με τρεις τουλάχιστον προμηθευτές της επιλογής της, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης.

Αν, μετά τις διαβουλεύσεις με τους προμηθευτές, η αναθέτουσα αρχή λάβει μόνο μία προσφορά, έγκυρη από διοικητική και τεχνική άποψη, η σύμβαση είναι δυνατόν να ανατεθεί, υπό τον όρο ότι πληρούνται τα κριτήρια ανάθεσης.

Άρθρο 269

Κατώτατα όρια και διαδικασίες ανάθεσης των συμβάσεων έργων και συμβάσεων παραχώρησης

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Τα κατώτατα όρια και οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού καθορίζονται ως ακολούθως, για τις συμβάσεις έργων και τις συμβάσεις παραχώρησης:

α) για συμβάσεις αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 5 000 000 ευρώ υφίστανται οι ακόλουθες δυνατότητες:

i) διεθνής πρόσκληση υποβολής προσφορών, ανοικτής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 264 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού,

ii) λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας ορισμένων έργων, διεθνής πρόσκληση υποβολής προσφορών, κλειστής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 264 παράγραφος 2 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού·

β) για συμβάσεις αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των 300 000 ευρώ, αλλά μικρότερης των 5 000 000 ευρώ: τοπική πρόσκληση υποβολής προσφορών, ανοικτής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 104 παράγραφος 1 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 264 παράγραφος 2 στοιχείο β) του παρόντος κανονισμού·

γ) για συμβάσεις αξίας μικρότερης των 300 000 ευρώ: διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα, κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·

δ) οι συμβάσεις αξίας ίσης ή μικρότερης των 20 000 ευρώ μπορούν να ανατεθούν βάσει μιας μόνο προσφοράς·

ε) οι πληρωμές ποσών ύψους έως 2 500 ευρώ για δαπάνες είναι δυνατό να αφορούν απλώς εξόφληση έναντι τιμολογίου, χωρίς να προηγείται αποδοχή προσφοράς.

2.  Στη διαδικασία με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, η αναθέτουσα αρχή καταρτίζει κατάλογο με τρεις τουλάχιστον αναδόχους της επιλογής της, χωρίς δημοσίευση προκήρυξης.

Αν, μετά τις διαβουλεύσεις με τους αναδόχους, η αναθέτουσα αρχή λάβει μόνο μία προσφορά, έγκυρη από διοικητική και τεχνική άποψη, η σύμβαση είναι δυνατόν να ανατεθεί, υπό τον όρο ότι πληρούνται τα κριτήρια ανάθεσης.

Άρθρο 273

Συγγραφή υποχρεώσεων

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 138 παράγραφος 3, για όλες τις διαδικασίες που αφορούν αίτηση συμμετοχής, η συγγραφή υποχρεώσεων μπορεί να διαιρεθεί σύμφωνα με τα δύο στάδια της διαδικασίας και το πρώτο στάδιο μπορεί να περιέχει μόνο τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 138 παράγραφος 3 στοιχεία α) και στ).

Άρθρο 274

Εγγυήσεις

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 163, οι εγγυήσεις αναφέρουν τα ποσά σε ευρώ ή στο νόμισμα της σύμβασης την οποία καλύπτουν.

2.  Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει κατάθεση εγγύησης προσφοράς σύμφωνα με το άρθρο 156. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 156 παράγραφος 2, η αναθέτουσα αρχή αποδεσμεύει την εγγύηση προσφοράς όταν υπογραφεί η σύμβαση.

3.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 165 παράγραφος 1, απαιτείται εγγύηση καλής εκτέλεσης σε περίπτωση υπέρβασης των ακόλουθων κατώτατων ορίων:

α) 345 000 ευρώ για συμβάσεις έργων·

β) 150 000 ευρώ για συμβάσεις προμηθειών.

4.  Η αναθέτουσα αρχή μπορεί να ζητήσει παρακράτηση χρηματικής εγγύησης σύμφωνα με το άρθρο 165α.

Άρθρο 275

Προθεσμίες των διαδικασιών

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι προσφορές πρέπει να φθάνουν στην αναθέτουσα αρχή στη διεύθυνση και, το αργότερο, κατά την ημέρα και την ώρα που αναφέρονται στην πρόσκληση υποβολής προσφορών. Οι προθεσμίες παραλαβής των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής, οι οποίες καθορίζονται από την αναθέτουσα αρχή, είναι επαρκείς για να διαθέτουν οι ενδιαφερόμενοι εύλογο και κατάλληλο χρονικό διάστημα για την κατάρτιση και υποβολή των προσφορών τους.

Για τις συμβάσεις υπηρεσιών, η ελάχιστη προθεσμία μεταξύ της ημερομηνίας αποστολής της γραπτής πρόσκλησης και της καταληκτικής ημερομηνίας για την παραλαβή των προσφορών ανέρχεται σε πενήντα ημέρες. Ωστόσο, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να επιτραπούν διαφορετικές προθεσμίες.

2.  Οι προσφέροντες μπορούν να υποβάλουν τα ερωτήματά τους γραπτώς πριν από την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των προσφορών. Η αναθέτουσα αρχή παρέχει τις απαντήσεις στα ερωτήματα των διαγωνιζομένων πριν από την καταληκτική ημερομηνία παραλαβής των προσφορών.

3.  Στις διεθνείς κλειστές διαδικασίες, η ελάχιστη προθεσμία παραλαβής των αιτήσεων συμμετοχής ανέρχεται σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης διαγωνισμού. Η ελάχιστη προθεσμία μεταξύ της ημερομηνίας αποστολής της γραπτής πρόσκλησης υποβολής προσφορών και της καταληκτικής ημερομηνίας για την παραλαβή των προσφορών ανέρχεται σε πενήντα ημέρες. Ωστόσο, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να επιτραπούν διαφορετικές προθεσμίες.

4.  Στις διεθνείς ανοικτές διαδικασίες, οι ελάχιστες προθεσμίες παραλαβής των προσφορών, από την ημερομηνία αποστολής προς δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης διαγωνισμού, έχουν ως εξής:

α) 90 ημέρες για τις συμβάσεις έργων·

β) 60 ημέρες για τις συμβάσεις προμηθειών.

Ωστόσο, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να επιτραπούν διαφορετικές προθεσμίες.

5.  Στις τοπικές ανοικτές διαδικασίες, οι ελάχιστες προθεσμίες παραλαβής των προσφορών, από την ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής προκήρυξης διαγωνισμού, έχουν ως εξής:

α) 60 ημέρες για τις συμβάσεις έργων·

β) 30 ημέρες για τις συμβάσεις προμηθειών.

Ωστόσο, σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις, είναι δυνατόν να επιτραπούν διαφορετικές προθεσμίες.

6.  Για τις διαδικασίες με διαπραγμάτευση ανταγωνιστικού χαρακτήρα, κατά το άρθρο 265 παράγραφος 1 στοιχείο β), το άρθρο 267 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) και το άρθρο 269 παράγραφος 1 στοιχείο γ), παρέχεται στους υποψήφιους προθεσμία τουλάχιστον τριάντα ημερών από την ημερομηνία αποστολής της γραπτής πρόσκλησης, για να υποβάλουν τις προσφορές τους.

Άρθρο 276

Επιτροπή αξιολόγησης

(άρθρο 190 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Όλες οι προσφορές και αιτήσεις συμμετοχής που έχουν κριθεί σύμφωνες με τις απαιτήσεις αξιολογούνται και κατατάσσονται από επιτροπή αξιολόγησης βάσει των ήδη καθορισμένων κριτηρίων αποκλεισμού, επιλογής και ανάθεσης. Η ως άνω επιτροπή αποτελείται από περιττό αριθμό μελών, τουλάχιστον τριών, τα οποία διαθέτουν κάθε τεχνική και διοικητική εμπειρογνωμοσύνη που είναι αναγκαία για την έγκυρη αξιολόγηση των προσφορών. Τα μέλη της επιτροπής αυτής οφείλουν να υπογράφουν δήλωση αμεροληψίας και απουσία σύγκρουσης συμφερόντων.

2.  Αν η αναθέτουσα αρχή δεν είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί να ζητήσει να λάβει αντίγραφο των εγγράφων της σύμβασης, των προσφορών, της αξιολόγησης των προσφορών και των συμβάσεων που έχουν υπογραφεί. Δύναται επίσης να συμμετάσχει ως παρατηρητής στην αποσφράγιση και την αξιολόγηση των προσφορών.

3.  Οι προσφορές που δεν περιέχουν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που απαιτούνται στα έγγραφα της σύμβασης ή που δεν ανταποκρίνονται στις ειδικές απαιτήσεις που καθορίζονται σ' αυτά απορρίπτονται.

Ωστόσο, η επιτροπή αξιολόγησης ή η αναθέτουσα αρχή είναι δυνατόν να ζητήσει από τους υποψήφιους ή προσφέροντες την υποβολή πρόσθετων στοιχείων ή τη διευκρίνιση των δικαιολογητικών που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με τα κριτήρια αποκλεισμού, επιλογής και ανάθεσης και τούτο εντός προθεσμίας που αυτές καθορίζουν τηρώντας και την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

4.  Σε περίπτωση ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών κατά το άρθρο 151, η επιτροπή αξιολόγησης ζητεί τις προσήκουσες διευκρινίσεις ως προς τη σύνθεση των προσφορών.

5.  Η υποχρέωση σύστασης επιτροπής αξιολόγησης μπορεί να αρθεί για τις διαδικασίες αξίας μικρότερης ή ίσης των 20 000 ευρώ και με βάση την ανάλυση κινδύνου κατά την προκήρυξη νέου διαγωνισμού βάσει σύμβασης-πλαισίου και στην περίπτωση των διαδικασιών με διαπραγμάτευση που προβλέπονται στο άρθρο 134 παράγραφος 1 στοιχεία γ), ε), στ) σημεία i) και iii) και στοιχείο η).

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Χορήγηση των επιδοτήσεων

Άρθρο 277

Χρηματοδότηση εξ ολοκλήρου

(άρθρο 192 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Σε περίπτωση παρέκκλισης από την υποχρέωση συγχρηματοδότησης παρέχεται αιτιολόγηση στο πλαίσιο της απόφασης χορήγησης.



ΤΙΤΛΟΣ III

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ

Άρθρο 278

Ευρωπαϊκές υπηρεσίες και δημιουργία συμπληρωματικών υπηρεσιών

(άρθρο 195 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι υπηρεσίες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 195 του δημοσιονομικού κανονισμού είναι οι εξής:

α) η Υπηρεσία Εκδόσεων,

β) η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF),

γ) η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού και η Ευρωπαϊκή Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, η οποία υπάγεται διοικητικά σε αυτήν,

δ) η Υπηρεσία Διαχείρισης και Εκκαθάρισης Ατομικών Δικαιωμάτων,

ε) η Υπηρεσία Υποδομής και Επιμελητείας στις Βρυξέλλες, και η Υπηρεσία Υποδομής και Επιμελητείας στο Λουξεμβούργο.

Ένα ή περισσότερα θεσμικά όργανα μπορούν να δημιουργήσουν συμπληρωματικές υπηρεσίες, αρκεί τούτο να αιτιολογείται με μελέτη κόστους-ωφελείας και να εγγυάται την αναγνωρισιμότητα της ενέργειας της Ένωσης.

Άρθρο 279

Εκχώρηση αρμοδιοτήτων από τα θεσμικά όργανα στους διοργανικούς ευρωπαϊκούς οργανισμούς

(άρθρα 195 και 199 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Κάθε θεσμικό όργανο είναι υπεύθυνο για τις δημοσιονομικές δεσμεύσεις. Τα θεσμικά όργανα μπορούν να εκχωρήσουν στον διευθυντή μιας ευρωπαϊκής διοργανικής υπηρεσίας την αρμοδιότητα για όλες τις επόμενες πράξεις, ιδίως για τις νομικές δεσμεύσεις, την επικύρωση των δαπανών, την έγκριση των πληρωμών και τη χρησιμοποίηση των εσόδων και καθορίζουν τα όρια και τις προϋποθέσεις αυτής της εκχώρησης αρμοδιοτήτων.

Άρθρο 280

Ειδικοί κανόνες για την Υπηρεσία Εκδόσεων

(άρθρα 195 και 199 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Όσον αφορά την Υπηρεσία Εκδόσεων, κάθε θεσμικό όργανο αποφασίζει την πολιτική που ακολουθεί ως προς τις εκδόσεις του. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του δημοσιονομικού κανονισμού, τα καθαρά έσοδα από τις πωλήσεις των εκδόσεων χρησιμοποιούνται εκ νέου από το θεσμικό όργανο που έχει εκπονήσει τις εκδόσεις αυτές ως έσοδα ειδικού προορισμού.

Άρθρο 281

Εκχώρηση ορισμένων αρμοδιοτήτων από τον υπόλογο

(άρθρο 196 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Ο υπόλογος της Επιτροπής, μετά από πρόταση της επιτροπής διευθύνσεως της εκάστοτε υπηρεσίας, μπορεί να εκχωρήσει σε υπάλληλο της υπηρεσίας αυτής ορισμένες από τις αρμοδιότητές του σχετικά με την είσπραξη εσόδων και την πληρωμή δαπανών που πραγματοποιούνται απευθείας από την εν λόγω υπηρεσία.

Άρθρο 282

Ταμείο — Τραπεζικοί λογαριασμοί

(άρθρο 196 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Για τις ίδιες ταμειακές ανάγκες μιας διοργανικής υπηρεσίας, ανοίγονται από την Επιτροπή στο όνομα της υπηρεσίας αυτής, τραπεζικοί λογαριασμοί ή τρεχούμενοι ταχυδρομικοί λογαριασμοί, μετά από πρόταση της επιτροπής διευθύνσεως της υπηρεσίας αυτής. Το ετήσιο ταμειακό υπόλοιπο συμφωνείται και τακτοποιείται μεταξύ εμπλεκόμενης υπηρεσίας και Επιτροπής κατά τη λήξη του οικονομικού έτους.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ

Άρθρο 283

Γενικές διατάξεις

(άρθρο 201 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας που καλύπτονται από τον παρόντα τίτλο είναι αυτές που ορίζονται στο άρθρο 41 του δημοσιονομικού κανονισμού.

Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις που αντιστοιχούν σε διοικητικές πιστώσεις κατηγορίας κοινής σε διάφορους τίτλους, και οι οποίες υπόκεινται σε συνολική διαχείριση, είναι δυνατόν να εγγράφονται συνολικά στη λογιστική του προϋπολογισμού βάσει της συνοπτικής ταξινόμησης ανά κατηγορία που αναφέρεται στο άρθρο 25.

Οι αντίστοιχες δαπάνες εγγράφονται στις γραμμές κάθε τίτλου του προϋπολογισμού σύμφωνα με την κατανομή που ισχύει και για τις πιστώσεις.

Άρθρο 284

Εγγυήσεις μίσθωσης

(άρθρο 201 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Οι εγγυήσεις μίσθωσης που καταθέτουν τα θεσμικά όργανα έχουν τη μορφή τραπεζικής εγγύησης ή κατάθεσης σε δεσμευμένο τραπεζικό λογαριασμό, σε ευρώ, στο όνομα του θεσμικού οργάνου και του εκμισθωτή, εκτός από περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες.

Ωστόσο, όταν για τις πράξεις σε τρίτες χώρες δεν είναι δυνατή η χρήση καμιάς από τις μορφές εγγύησης μίσθωσης, ο αρμόδιος διατάκτης είναι δυνατόν να αποδεχθεί άλλη μορφή εγγύησης, υπό τον όρο ότι αυτή εξασφαλίζει ισοδύναμη προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

Άρθρο 285

Προκαταβολές προς το προσωπικό και τα μέλη των θεσμικών οργάνων

(άρθρο 201 του δημοσιονομικού κανονισμού)

Είναι δυνατόν να καταβάλλονται, υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης, προκαταβολές προς το προσωπικό, καθώς και προκαταβολές προς τα μέλη των θεσμικών οργάνων.

Άρθρο 286

Πράξεις επί ακινήτων

(άρθρο 203 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Οι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 203 παράγραφος 3 στοιχείο α) του δημοσιονομικού κανονισμού περιλαμβάνουν το κόστος εξοπλισμού των κτιρίων. Οι δαπάνες αυτές δεν περιλαμβάνουν τα συμπληρωματικά έξοδα.

2.  Η διαδικασία έγκαιρης πληροφόρησης του άρθρου 203 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού και η διαδικασία προηγούμενης έγκρισης που προβλέπεται στο άρθρο 203 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού δεν εφαρμόζεται στην απόκτηση γης με μηδενικό ή συμβολικό αντίτιμο.

3.  Η διαδικασία έγκαιρης πληροφόρησης και προηγουμένης έγκρισης που προβλέπεται στα σημεία 3 έως 7 του άρθρου 203 του δημοσιονομικού κανονισμού δεν εφαρμόζεται στα προοριζόμενα για κατοικία κτίρια. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μπορούν να ζητήσουν από το αρμόδιο όργανο κάθε πληροφορία σχετικά με τα προοριζόμενα για κατοικία κτίρια.

4.  Σε εξαιρετικές ή επείγουσες πολιτικές περιστάσεις, η έγκαιρη πληροφόρηση που αναφέρεται στο άρθρο 203 παράγραφος 4 του δημοσιονομικού κανονισμού σχετικά με οικοδομικά έργα που αφορούν αντιπροσωπείες ή γραφεία της Ένωσης σε τρίτες χώρες μπορούν να υποβληθούν μαζί με το οικοδομικό έργο με βάση το άρθρο 203 παράγραφος 5 του δημοσιονομικού κανονισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, οι διαδικασίες έγκαιρης ενημέρωσης και προέγκρισης πραγματοποιούνται το συντομότερο δυνατό.

5.  Η διαδικασία προέγκρισης που ορίζεται στις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 203 του δημοσιονομικού κανονισμού δεν ισχύει για τις προπαρασκευαστικές συμβάσεις ή για τις μελέτες που απαιτούνται για τη λεπτομερή αξιολόγηση του κόστους και τη χρηματοδότηση του οικοδομικού έργου.

6.  Τα κατώτατα όρια ύψους 750 000 ευρώ ή 3 000 000 ευρώ που αναφέρονται στα σημεία ii), iii) και iv) του άρθρου 203 παράγραφος 7 του δημοσιονομικού κανονισμού περιλαμβάνουν το κόστος εξοπλισμού του κτιρίου. Για τα μισθώματα και τις συμβάσεις επικαρπίας, τα ανωτέρω κατώτατα όρια λαμβάνουν υπόψη το κόστος εξοπλισμού του κτιρίου, αλλά όχι τις άλλες επιβαρύνσεις.

7.  Ένα έτος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του δημοσιονομικού κανονισμού, η Επιτροπή θα εκπονήσει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διαδικασιών που προβλέπονται στις παραγράφους 3 έως 8 του άρθρου 203 του δημοσιονομικού κανονισμού.



ΤΙΤΛΟΣ V

ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΝΕΣ

Άρθρο 287

Αμειβόμενοι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες

(άρθρο 204 του δημοσιονομικού κανονισμού)

1.  Για ποσά κάτω από τα κατώτατα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 170 παράγραφος 1, είναι δυνατόν να επιλέγονται αμειβόμενοι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες με τη διαδικασία της παραγράφου 2.

2.  Οι προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή όπου είναι αναγκαίο για την παροχή δημοσιότητας μεταξύ των δυνητικών υποψηφίων, στον δικτυακό τόπο του οικείου θεσμικού οργάνου.

Οι προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος περιλαμβάνουν περιγραφή των προβλεπόμενων καθηκόντων και των πάγιων όρων αμοιβής, που μπορεί να βασίζονται σε μοναδιαίες τιμές.

Μετά την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος καταρτίζεται κατάλογος εμπειρογνωμόνων, ο οποίος ισχύει το πολύ για πέντε έτη από τη δημοσίευσή του ή για τη διάρκεια πολυετούς προγράμματος που έχει σχέση με τα καθήκοντα αυτά.

▼M1

3.  Κάθε ενδιαφερόμενο φυσικό πρόσωπο μπορεί να υποβάλει υποψηφιότητα ανά πάσα στιγμή κατά την περίοδο ισχύος της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, εξαιρουμένων των τριών τελευταίων μηνών της περιόδου αυτής.

▼B

4.  Όλες οι ανταλλαγές με τους επιλεγμένους εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων της σύναψης συμβάσεων και των ενδεχόμενων τροποποιήσεών τους, μπορούν να γίνονται με ηλεκτρονικά συστήματα ανταλλαγής που ορίζονται από το θεσμικό όργανο.

Τα συστήματα αυτά πρέπει να πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) μόνον τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα μπορούν να έχουν πρόσβαση στο σύστημα και στα έγγραφα που διαβιβάζονται μέσω αυτού,

β) μόνον εξουσιοδοτημένα πρόσωπα μπορούν να υπογράψουν ή να διαβιβάσουν ηλεκτρονικά ένα έγγραφο μέσω του συστήματος,

γ) τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα πρέπει να προσδιορίζονται μέσω του συστήματος με τα υφιστάμενα μέσα,

δ) η ώρα και η ημερομηνία της ηλεκτρονικής συναλλαγής πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς,

ε) πρέπει να διαφυλάσσεται η ακεραιότητα των εγγράφων,

στ) πρέπει να διαφυλάσσεται η διαθεσιμότητα των εγγράφων,

ζ) ενδεχομένως, πρέπει να διαφυλάσσεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των εγγράφων,

η) πρέπει να είναι εξασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Τα δεδομένα που αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω ενός τέτοιου ηλεκτρονικού συστήματος χαίρουν του νομικού τεκμηρίου της ακεραιότητας των δεδομένων και της ακρίβειας της ημερομηνίας και ώρας αποστολής ή λήψης των δεδομένων που δηλώνονται από το σύστημα.

Ένα έγγραφο που αποστέλλεται ή κοινοποιείται με τέτοιο σύστημα, θεωρείται ισοδύναμο με έντυπο έγγραφο, είναι αποδεκτό ως αποδεικτικό στοιχείο σε περίπτωση άσκησης προσφυγής στη δικαιοσύνη, χαίρει του νομικού τεκμηρίου γνησιότητας και ακεραιότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το έγγραφο δεν περιέχει δυναμικά χαρακτηριστικά, ικανά να το αλλάξουν αυτόματα.

Οι ηλεκτρονικές υπογραφές που αναφέρονται στο στοιχείο β) του δευτέρου εδαφίου, έχουν ισοδύναμη νομική ισχύ με τις χειρόγραφες υπογραφές.

5.  Ο κατάλογος των εμπειρογνωμόνων και το αντικείμενο των καθηκόντων δημοσιεύεται ετησίως. Οι αποδοχές δημοσιεύονται εφόσον υπερβαίνουν τα 15 000 ευρώ για το υπό εκτέλεση καθήκον.

6.  Η παράγραφος 5 δεν ισχύει εάν η δημοσίευση των πληροφοριών αυτών μπορεί να διακυβεύσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ενδιαφερομένων προσώπων τα οποία προστατεύονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή να θίξει τα εμπορικά συμφέροντα των εμπειρογνωμόνων.



ΜΕΡΟΣ III

ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 288

Μεταβατικές διατάξεις

Τα άρθρα 35 έως 43 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 συνεχίζουν να εφαρμόζονται στις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013. Τα άρθρα 33 έως 44 του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται μόνο στις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν έως την 1η Ιανουαρίου 2014.

Εάν ο αρμόδιος διατάκτης το αποφασίσει, ο τίτλος VI του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται στις συμφωνίες επιδοτήσεων και στις αποφάσεις επιδοτήσεων που κοινοποιήθηκαν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2013 στο πλαίσιο των συνολικών υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν βάσει του προϋπολογισμού του 2012 ή προηγούμενων οικονομικών ετών, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας.

Άρθρο 289

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 καταργείται.

Οι παραπομπές στον καταργούμενο κανονισμό νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και ερμηνεύονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα.

Άρθρο 290

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2013.

Ωστόσο, τα άρθρα 216 έως 226 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ



Πίνακας αντιστοιχίας

Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002

Παρών κανονισμός

Άρθρο 1

Άρθρο 1

Άρθρο 4α

Άρθρο 2

Άρθρο 5

Άρθρο 3

Άρθρο 6

Άρθρο 4

Άρθρο 7

Άρθρο 5

Άρθρο 8

Άρθρο 6

Άρθρο 10

Άρθρο 7

Άρθρο 11

Άρθρο 8

Άρθρο 12

Άρθρο 9

Άρθρο 13

Άρθρο 10

Άρθρο 13α

Άρθρο 11

Άρθρο 15

Άρθρο 12

Άρθρο 17

Άρθρο 13

Άρθρο 17α

Άρθρο 14

Άρθρο 18

Άρθρο 15

Άρθρο 19

Άρθρο 16

Άρθρο 20

Άρθρο 17

Άρθρο 21

Άρθρο 18

Άρθρο 22

Άρθρο 19

Άρθρο 23

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 22

Άρθρο 23

Άρθρο 26

Άρθρο 24

Άρθρο 27

Άρθρο 25

Άρθρο 28

Άρθρο 26

Άρθρο 29

Άρθρο 27

Άρθρο 30

Άρθρο 28

Άρθρο 43α

Άρθρο 29

Άρθρο 32α

Άρθρο 30

Άρθρο 33

Άρθρο 31

Άρθρο 34

Άρθρο 32

Άρθρο 33

Άρθρο 36

Άρθρο 34

Άρθρο 37

Άρθρο 35

Άρθρο 40

Άρθρο 36

Άρθρο 35α

Άρθρο 37

Άρθρο 38

Άρθρο 39

Άρθρο 41

Άρθρο 40

Άρθρο 41

Άρθρο 42

Άρθρο 42

Άρθρο 43

Άρθρο 43

Άρθρο 39

Άρθρο 44

Άρθρο 44

Άρθρο 45

Άρθρο 45

Άρθρο 46

Άρθρο 46

Άρθρο 47

Άρθρο 49

Άρθρο 48

Άρθρο 47

Άρθρο 49

Άρθρο 50

Άρθρο 50

Άρθρο 51

Άρθρο 51

Άρθρο 53

Άρθρο 52

Άρθρο 54

Άρθρο 53

Άρθρο 55

Άρθρο 54

Άρθρο 56

Άρθρο 55

Άρθρο 57

Άρθρο 56

Άρθρο 58

Άρθρο 57

Άρθρο 59

Άρθρο 58

Άρθρο 60

Άρθρο 59

Άρθρο 61

Άρθρο 60

Άρθρο 62

Άρθρο 61

Άρθρο 63

Άρθρο 62

Άρθρο 64

Άρθρο 63

Άρθρο 65

Άρθρο 64

Άρθρο 255

Άρθρο 65

Άρθρο 66

Άρθρο 66

Άρθρο 67

Άρθρο 67

Άρθρο 68

Άρθρο 68

Άρθρο 69

Άρθρο 69

Άρθρο 70

Άρθρο 70

Άρθρο 71

Άρθρο 71

Άρθρο 254

Άρθρο 72

Άρθρο 73

Άρθρο 72

Άρθρο 74

Άρθρο 74

Άρθρο 75

Άρθρο 75

Άρθρο 76

Άρθρο 73

Άρθρο 77

Άρθρο 76

Άρθρο 78

Άρθρο 77

Άρθρο 79

Άρθρο 78

Άρθρο 80

Άρθρο 79

Άρθρο 81

Άρθρο 80

Άρθρο 82

Άρθρο 86

Άρθρο 83

Άρθρο 81

Άρθρο 84

Άρθρο 85

Άρθρο 82

Άρθρο 86

Άρθρο 83

Άρθρο 87

Άρθρο 84

Άρθρο 88

Άρθρο 85

Άρθρο 89

Άρθρο 85α

Άρθρο 90

Άρθρο 87

Άρθρο 91

Άρθρο 88

Άρθρο 92

Άρθρο 85β

Άρθρο 93

Άρθρο 90

Άρθρο 94

Άρθρο 91

Άρθρο 95

Άρθρο 92

Άρθρο 96

Άρθρο 94

Άρθρο 97

Άρθρο 96

Άρθρο 98

Άρθρο 95

Άρθρο 99

Άρθρο 97

Άρθρο 100

Άρθρο 101

Άρθρο 98

Άρθρο 102

Άρθρο 99

Άρθρο 103

Άρθρο 100

Άρθρο 104

Άρθρο 101

Άρθρο 105

Άρθρο 106

Άρθρο 102

Άρθρο 107

Άρθρο 103

Άρθρο 108

Άρθρο 105

Άρθρο 109

Άρθρο 104

Άρθρο 110

Άρθρο 106

Άρθρο 111

Άρθρο 107

Άρθρο 112

Άρθρο 108

Άρθρο 113

Άρθρο 109

Άρθρο 114

Άρθρο 110

Άρθρο 115

Άρθρο 111

Άρθρο 116

Άρθρο 112

Άρθρο 117

Άρθρο 113

Άρθρο 118

Άρθρο 114

Άρθρο 119

Άρθρο 115

Άρθρο 120

Άρθρο 116

Άρθρο 121

Άρθρο 117

Άρθρο 122

Άρθρο 118

Άρθρο 123

Άρθρο 119

Άρθρο 124

Άρθρο 120

Άρθρο 125

Άρθρο 121

Άρθρο 126

Άρθρο 122

Άρθρο 127

Άρθρο 123

Άρθρο 128

Άρθρο 124

Άρθρο 129

Άρθρο 125

Άρθρο 130

Άρθρο 125α

Άρθρο 131

Άρθρο 125β

Άρθρο 132

Άρθρο 125γ

Άρθρο 133

Άρθρο 126

Άρθρο 134

Άρθρο 127

Άρθρο 135

Άρθρο 128

Άρθρο 136

Άρθρο 129

Άρθρο 137

Άρθρο 130

Άρθρο 138

Άρθρο 131

Άρθρο 139

Άρθρο 132

Άρθρο 140

Άρθρο 133

Άρθρο 141

Άρθρο 133α

Άρθρο 142

Άρθρο 134

Άρθρο 143

Άρθρο 134α

Άρθρο 144

Άρθρο 134β

Άρθρο 145

Άρθρο 135

Άρθρο 146

Άρθρο 136

Άρθρο 147

Άρθρο 137

Άρθρο 148

Άρθρο 138

Άρθρο 149

Άρθρο 138α

Άρθρο 150

Άρθρο 139

Άρθρο 151

Άρθρο 140

Άρθρο 152

Άρθρο 141

Άρθρο 153

Άρθρο 142

Άρθρο 154

Άρθρο 143

Άρθρο 155

Άρθρο 144

Άρθρο 156

Άρθρο 145

Άρθρο 157

Άρθρο 146

Άρθρο 158

Άρθρο 147

Άρθρο 159

Άρθρο 148

Άρθρο 160

Άρθρο 149

Άρθρο 161

Άρθρο 149α

Άρθρο 162

Άρθρο 150

Άρθρο 163

Άρθρο 151

Άρθρο 164

Άρθρο 152

Άρθρο 165

Άρθρο 153

Άρθρο 166

Άρθρο 154

Άρθρο 167

Άρθρο 155

Άρθρο 168

Άρθρο 156

Άρθρο 169

Άρθρο 158

Άρθρο 170

Άρθρο 158α

Άρθρο 171

Άρθρο 159

Άρθρο 172

Άρθρο 160α

Άρθρο 173

Άρθρο 160ε

Άρθρο 174

Άρθρο 160στ

Άρθρο 175

Άρθρο 161

Άρθρο 176

Άρθρο 162

Άρθρο 177

Άρθρο 163

Άρθρο 178

Άρθρο 179

Άρθρο 164

Άρθρο 180

Άρθρο 180α

Άρθρο 181

Άρθρο 181

Άρθρο 182

Άρθρο 165α

Άρθρο 183

Άρθρο 165

Άρθρο 184

Άρθρο 185

Άρθρο 236 παράγραφος 1

Άρθρο 186

Άρθρο 172α

Άρθρο 187

Άρθρο 166

Άρθρο 188

Άρθρο 167

Άρθρο 189

Άρθρο 168

Άρθρο 190

Άρθρο 169

Άρθρο 191

Άρθρο 169α

Άρθρο 192

Άρθρο 170

Άρθρο 193

Άρθρο 171

Άρθρο 194

Άρθρο 172γ

Άρθρο 195

Άρθρο 173

Άρθρο 196

Άρθρο 174

Άρθρο 197

Άρθρο 174α

Άρθρο 198

Άρθρο 199

Άρθρο 175

Άρθρο 200

Άρθρο 175α

Άρθρο 201

Άρθρο 176

Άρθρο 202

Άρθρο 177

Άρθρο 203

Άρθρο 178

Άρθρο 204

Άρθρο 179

Άρθρο 205

Άρθρο 182

Άρθρο 206

Άρθρο 180

Άρθρο 207

Άρθρο 183

Άρθρο 208

Άρθρο 184

Άρθρο 209

Άρθρο 184α

Άρθρο 210

Άρθρο 211

Άρθρο 212

Άρθρο 213

Άρθρο 214

Άρθρο 215

Άρθρο 216

Άρθρο 217

Άρθρο 218

Άρθρο 219

Άρθρο 220

Άρθρο 221

Άρθρο 222

Άρθρο 223

Άρθρο 224

Άρθρο 225

Άρθρο 226

Άρθρο 185

Άρθρο 227

Άρθρο 186

Άρθρο 228

Άρθρο 215

Άρθρο 229

Άρθρο 199

Άρθρο 230

Άρθρο 201

Άρθρο 231

Άρθρο 203

Άρθρο 232

Άρθρο 205

Άρθρο 233

Άρθρο 234

Άρθρο 207

Άρθρο 235

Άρθρο 208

Άρθρο 236

Άρθρο 209

Άρθρο 237

Άρθρο 210

Άρθρο 238

Άρθρο 211

Άρθρο 239

Άρθρο 213

Άρθρο 240

Άρθρο 214

Άρθρο 241

Άρθρο 216

Άρθρο 242

Άρθρο 217

Άρθρο 243

Άρθρο 218

Άρθρο 244

Άρθρο 219

Άρθρο 245

Άρθρο 220

Άρθρο 246

Άρθρο 221

Άρθρο 247

Άρθρο 222

Άρθρο 248

Άρθρο 223

Άρθρο 249

Άρθρο 224

Άρθρο 250

Άρθρο 225

Άρθρο 251

Άρθρο 226

Άρθρο 252

Άρθρο 227

Άρθρο 253

Άρθρο 256

Άρθρο 254

Άρθρο 229

Άρθρο 255

Άρθρο 230

Άρθρο 256

Άρθρο 231

Άρθρο 257

Άρθρο 258

Άρθρο 259

Άρθρο 235

Άρθρο 260

Άρθρο 236

Άρθρο 261

Άρθρο 237

Άρθρο 262

Άρθρο 239

Άρθρο 263

Άρθρο 240

Άρθρο 264

Άρθρο 241

Άρθρο 265

Άρθρο 242

Άρθρο 266

Άρθρο 243

Άρθρο 267

Άρθρο 244

Άρθρο 268

Άρθρο 245

Άρθρο 269

Άρθρο 246

Άρθρο 270

Άρθρο 247

Άρθρο 271

Άρθρο 248

Άρθρο 272

Άρθρο 249

Άρθρο 273

Άρθρο 250

Άρθρο 274

Άρθρο 251

Άρθρο 275

Άρθρο 252

Άρθρο 276

Άρθρο 253

Άρθρο 277

Άρθρο 257

Άρθρο 278

Άρθρο 258

Άρθρο 279

Άρθρο 258α

Άρθρο 280

Άρθρο 259

Άρθρο 281

Άρθρο 260

Άρθρο 282

Άρθρο 262

Άρθρο 283

Άρθρο 264

Άρθρο 284

Άρθρο 265

Άρθρο 285

Άρθρο 263

Άρθρο 286

Άρθρο 265α

Άρθρο 287

Άρθρο 288

Άρθρο 272

Άρθρο 289

Άρθρο 273

Άρθρο 290



( 1 ) ΕΕ L 130 της 31.5.2000, σ. 1.

( 2 ) ΕΕ L 209 της 2.8.1997, σ. 6.

( 3 ) ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1.

( 4 ) Οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ L 94 της 28.3.2014, σ. 65).

( 5 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, περί του κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV) (ΕΕ L 340 της 16.12.2002, σ. 1).

( 6 ) Οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (ΕΕ L 78 της 26.3.1977, σ. 17).

( 7 ) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

( 8 ) Οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 33).

( 9 ) Οδηγία 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1).

( 10 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 30).

( 11 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1221/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, περί της εκούσιας συμμετοχής οργανισμών σε κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (EMAS) και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 761/2001 και των αποφάσεων της Επιτροπής 2001/681/ΕΚ και 2006/193/ΕΚ (ΕΕ L 342 της 22.12.2009, σ. 1.)

( 12 ) ΕΕ L 13 της 19.1.2000, σ. 12.

Top