Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02007D0076-20110304

    Consolidated text: Απόφαση της Επιτροπής της 22ας Δεκεμβρίου 2006 για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004 , σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6903] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2007/76/ΕΚ)

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2007/76(1)/2011-03-04

    2007D0076 — EL — 04.03.2011 — 002.001


    Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

    ►B

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 22ας Δεκεμβρίου 2006

    για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6903]

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2007/76/ΕΚ)

    (ΕΕ L 032, 6.2.2007, p.192)

    Τροποποιείται από:

     

     

    Επίσημη Εφημερίδα

      No

    page

    date

    ►M1

    Απόφαση της Επιτροπής της 17ης Μαρτίου 2008

      L 89

    26

    1.4.2008

    ►M2

    Απόφαση της Επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2011

      L 59

    63

    4.3.2011




    ▼B

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 22ας Δεκεμβρίου 2006

    για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2006) 6903]

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2007/76/ΕΚ)



    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών («κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών») ( 1 ), και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 4, το άρθρο 7 παράγραφος 3, το άρθρο 8 παράγραφος 7, το άρθρο 9 παράγραφος 4, το άρθρο 10 παράγραφος 3, το άρθρο 12 παράγραφος 6, το άρθρο 13 παράγραφος 5 και το άρθρο 15 παράγραφος 6,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους συνεργάζονται μεταξύ τους και με την Επιτροπή οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για την εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών, με σκοπό να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τη νομοθεσία αυτή και η ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών.

    (2)

    Ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει τη δημιουργία δικτύων μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών.

    (3)

    Είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού αυτού όσον αφορά τις διαδικασίες και τους όρους που διέπουν την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ αρμόδιων αρχών καθώς και τη θέση του ενιαίου γραφείου σύνδεσης.

    (4)

    Θεωρείται σκόπιμο να καθοριστούν ελάχιστες απαιτήσεις για τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στο πλαίσιο όλων των αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής ώστε να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος. Πρέπει επίσης να οριστούν κανόνες σχετικά με το περιεχόμενο των τυποποιημένων εντύπων μέσω των οποίων ανταλλάσσονται πληροφορίες, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ευκολότερη επεξεργασία των πληροφοριών αυτών.

    (5)

    Για κάθε στάδιο της διαδικασίας αμοιβαίας συνδρομής πρέπει να καθοριστούν προθεσμίες ώστε να διασφαλιστεί η ταχεία λειτουργία του συστήματος.

    (6)

    Πρέπει να καθοριστούν κανόνες όσον αφορά την κοινοποίηση των ενδοκοινοτικών παραβάσεων ώστε να είναι δυνατόν να λαμβάνονται ταχέα και αποτελεσματικά μέτρα κατά των παραβάσεων αυτών σε όλα τα σχετικά κράτη μέλη.

    (7)

    Δεδομένου ότι οι πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 μπορεί συχνά να είναι ευαίσθητες, είναι αναγκαίο να καθοριστούν κατάλληλοι κανόνες για τον περιορισμό της πρόσβασης σε αυτές.

    (8)

    Πρέπει να προβλεφθούν γενικά μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι η διαβίβαση πληροφοριών δεν παρεμποδίζεται από γλωσσικά προβλήματα και επιτρέπεται η ευελιξία στην αντιμετώπιση ειδικών περιπτώσεων.

    (9)

    Με βάση την εμπειρία από τη λειτουργία των δικτύων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών για την συνεργασία με σκοπό την επιβολή της νομοθεσίας, μπορούν να ληφθούν περαιτέρω μέτρα.

    (10)

    Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής που συστάθηκε με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:



    Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    Η παρούσα απόφαση καθορίζει κανόνες για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 όσον αφορά την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ αρμόδιων αρχών και τους όρους που διέπουν τη συνδρομή αυτή.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί επιπλέον εκείνων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004:

    1. ως «βάση δεδομένων» νοείται η βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004·

    2. ως «προειδοποίηση» νοείται η κοινοποίηση μιας ενδοκοινοτικής παράβασης σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004·

    3. ως «τήρηση του απορρήτου» νοείται η τήρηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών σύμφωνα με τις απαιτήσεις εμπιστευτικότητας και επαγγελματικού και εμπορικού απορρήτου όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004·

    4. ως «νομική βάση»: νοείται η νομοθετική διάταξη που προστατεύει το συμφέρον των καταναλωτών το οποίο αποτελεί, ή υπάρχει υποψία ότι αποτελεί, αντικείμενο μιας ενδοκοινοτικής παράβασης, και η οποία περιλαμβάνει σαφή ένδειξη της σχετικής νομοθετικής διάταξης του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής.

    Άρθρο 3

    Απαιτήσεις για ενημέρωση

    Οι κανόνες για τις πληροφορίες που πρέπει να παρασχεθούν σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και για το μορφότυπο των πληροφοριών αυτών καθορίζονται στο κεφάλαιο 1 του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

    Άρθρο 4

    Προθεσμίες

    Οι κανόνες σχετικά με τις ισχύουσες προθεσμίες για τα διάφορα στάδια της αμοιβαίας συνδρομής σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 καθορίζονται στο κεφάλαιο 2 του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

    Άρθρο 5

    Προειδοποιήσεις

    Οι κανόνες για τις προειδοποιήσεις καθορίζονται στο κεφάλαιο 3 του παραρτήματος.

    Άρθρο 6

    Πρόσβαση σε ανταλλασσόμενες πληροφορίες

    Η πρόσβαση σε πληροφορίες που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 περιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στο κεφάλαιο 4 του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

    Άρθρο 7

    Γλώσσες

    Οι κανόνες σχετικά με τις γλώσσες που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις αιτήσεις και για τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 καθορίζονται στο κεφάλαιο 5 του παραρτήματος της παρούσας απόφασης.

    ▼M1

    Άρθρο 7α

    Συντονισμός των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς και επιβολής της νομοθεσίας

    Οι αρχές που διέπουν το συντονισμό των δραστηριοτήτων εποπτείας της αγοράς και επιβολής της νομοθεσίας καθορίζονται στο κεφάλαιο 6 του παραρτήματος.

    ▼B

    Άρθρο 8

    Ημερομηνία έναρξης ισχύος

    Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει στις 29 Δεκεμβρίου 2006.

    Άρθρο 9

    Αποδέκτες

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.




    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Κανόνες σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ αρμόδιων αρχών σύμφωνα με τα κεφάλαια II και III του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

    1.   ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 — ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΙΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

    1.1.   Πεδία πληροφοριών που πρέπει να υπάρχουν στα τυποποιημένα έντυπα της βάσης δεδομένων και στα οποία έχουν πρόσβαση οι αρμόδιες αρχές

    Τα πεδία που πρέπει να υπάρχουν στα διάφορα τυποποιημένα έντυπα της βάσης δεδομένων μπορούν να οριστούν ως εξής:

    α)   Λεπτομερή στοιχεία για τις αρχές και τους υπαλλήλους που ασχολούνται με τις ενδοκοινοτικές παραβάσεις

    (i) αρμόδια αρχή,

    (ii) ενιαίο γραφείο σύνδεσης,

    (iii) αρμόδιος υπάλληλος,

    β)   Λεπτομερή στοιχεία για τον πωλητή ή του προμηθευτή που είναι υπεύθυνος για ενδοκοινοτική παράβαση ή ενδοκοινοτική παράβαση βάσει υπονοιών

    (i) όνομα,

    (ii) λοιπές εμπορικές επωνυμίες,

    (iii) επωνυμία μητρικής εταιρίας, εφόσον υπάρχει,

    (iv) είδος επιχείρησης,

    (v) διεύθυνση(εις),

    (vi) ηλεκτρονική διεύθυνση,

    (vii) τηλέφωνο,

    (viii) φαξ,

    (ix) ιστοσελίδα,

    (x) διεύθυνση IP,

    (xi) ενδεχομένως, όνομα(τα) του(των) διευθυντή(ών) της εταιρίας.

    γ)   Πληροφορίες σχετικά με τις ανταλλαγές πληροφοριών χωρίς την υποβολή αίτησης (προειδοποιήσεις) [άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004]

    (i) είδος ενδοκοινοτικής παράβασης,

    (ii) στάδιο επαλήθευσης ενδοκοινοτικής παράβασης (έχει επαληθευθεί, υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες),

    (iii) νομική βάση,

    (iv) σύντομη περίληψη,

    (v) εκτίμηση του αριθμού των καταναλωτών που ενδέχεται να ζημιωθούν και εκτίμηση της οικονομικής ζημίας,

    (vi) τυχόν απαίτηση για τήρηση του απορρήτου

    (vii) συνημμένα έγγραφα (ιδίως σε σχέση με δηλώσεις και άλλα αποδεικτικά στοιχεία),

    ▼M1

    viii) ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας,

    ix) κωδικός COICOP, [ταξινόμηση της ατομικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό (στατιστική μεθοδολογία των Ηνωμένων Εθνών, http://unstats.un.org/unsd/cr/registry/regcst.asp?Cl = 5)],

    x) διαφημιστικό μέσο ή μέσο πώλησης που χρησιμοποιείται.

    ▼B

    δ)   Πληροφορίες σχετικά με αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής [άρθρα 6 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004]

    (i) εντοπισμός των καταναλωτών που ενδέχεται να ζημιωθούν,

    (ii) ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας,

    (iii) κωδικός COICOP, [ταξινόμηση της ατομικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό (στατιστική μεθοδολογία των Ηνωμένων Εθνών, http://unstats.un.org/unsd/cr/registry/regcst.asp? Cl=5)]

    (iv) νομική βάση,

    (v) διαφημιστικό μέσο ή μέσο πώλησης που χρησιμοποιείται,

    (vi) είδος ενδοκοινοτικής παράβασης,

    (vii) στάδιο επαλήθευσης ενδοκοινοτικής παράβασης (έχει επαληθευθεί, υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες),

    (viii) εκτίμηση του αριθμού των καταναλωτών που ενδέχεται να ζημιωθούν και εκτίμηση της οικονομικής ζημίας,

    (ix) προτεινόμενο χρονοδιάγραμμα για απάντηση,

    (x) συνημμένα έγγραφα (ιδίως σε σχέση με δηλώσεις και άλλα αποδεικτικά στοιχεία) και τυχόν απαίτηση για τήρηση του απορρήτου,

    (xi) περιγραφή της συνδρομής που ζητήθηκε,

    (xii) αναφορά της προειδοποίησης (κατά περίπτωση),

    (xiii) κατάλογος των αρχών στις οποίες υποβλήθηκαν αιτήσεις και των σχετικών κρατών μελών,

    (xiv) αίτηση για τη συμμετοχή ενός αρμόδιου υπαλλήλου στην έρευνα [άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004].

    1.2.   Ελάχιστος αριθμός πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνουν οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής και οι προειδοποιήσεις [άρθρα 6, 7 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004]

    1.2.1. Όταν μια αρμόδια αρχή υποβάλλει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής ή προειδοποίηση, παρέχει όλες τις πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της και οι οποίες μπορούν να είναι χρήσιμες για τις άλλες αρμόδιες αρχές ώστε να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην αίτηση ή, όσον αφορά την προειδοποίηση, να λάβουν κατάλληλα μέτρα· προσδιορίζει επίσης εάν για ορισμένες από τις παρεχόμενες πληροφορίες πρέπει να διασφαλιστεί το απόρρητο.

    1.2.2. Σε μια αίτηση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 η αιτούσα αρχή υποβάλλει τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α) τη φύση της ενδοκοινοτικής παράβασης βάσει υπονοιών και τη νομική της βάση·

    β) επαρκή στοιχεία για τον προσδιορισμό της συμπεριφοράς ή της πρακτικής στο πλαίσιο της έρευνας·

    γ) λεπτομέρειες σχετικά με τις πληροφορίες που ζητούνται.

    1.2.3. Όταν η αιτούσα αρχή υποβάλλει αίτηση για μέτρα επιβολής της νομοθεσίας σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, παρέχει στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

    α) ταυτοποίηση του πωλητή ή του προμηθευτή κατά του οποίου ζητείται να ληφθούν τα μέτρα·

    β) λεπτομερή στοιχεία για τη σχετική συμπεριφορά και πρακτική·

    γ) νομικό χαρακτηρισμό της ενδοκοινοτικής παράβασης σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, και νομική βάση·

    δ) αποδεικτικά στοιχεία για τη βλάβη στα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών, περιλαμβανομένης, εφόσον είναι διαθέσιμη, και εκτίμησης του αριθμού των καταναλωτών που ενδέχεται να ζημιωθούν.

    1.3.   Απαντήσεις στις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής

    1.3.1. Στην απάντησή της σε αίτηση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει όλες τις πληροφορίες που ζητεί η αιτούσα αρχή και οι οποίες απαιτούνται για να αποδειχθεί εάν σημειώθηκε ενδοκοινοτική παράβαση ή εάν υπάρχει βάσιμη υποψία ότι μπορεί να έχει σημειωθεί.

    1.3.2. Στην απάντησή της σε αίτηση για την επιβολή μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τα μέτρα που έλαβε ή τα οποία σκοπεύει να λάβει καθώς και για τις αρμοδιότητες που ασκεί για την ικανοποίηση του αιτήματος.

    1.3.3. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αναφέρει εάν ορισμένες από τις πληροφορίες πρέπει να έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα.

    1.3.4. Σε περίπτωση που μια αρμόδια αρχή αρνείται να ανταποκριθεί στην αίτηση όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 παράγραφοι 2, 3 και 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, πρέπει να αναφέρει στην απάντησή της τη σχετική αιτιολόγηση.

    ▼M1

    1.3.5. Όταν λαμβάνεται ένα μέτρο επιβολής, η αρχή από την οποία έχει ζητηθεί το μέτρο επιβολής κοινοποιεί, δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, τα μέτρα που ελήφθησαν και το αποτέλεσμά τους για την ενδοκοινοτική παράβαση στην Επιτροπή και σε όλες τις άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη υπεύθυνες για την επιβολή της νομοθεσίας που αποτέλεσε το αντικείμενο παράβασης.

    Επίσης παρέχει, μαζί με τα μέτρα επιβολής που ελήφθησαν και το αποτέλεσμά τους για την ενδοκοινοτική παράβαση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α) τα στοιχεία της αρχής από την οποία ζητήθηκαν τα μέτρα και τα στοιχεία της αιτούσας αρμόδιας αρχής·

    β) το όνομα του πωλητή ή του προμηθευτή·

    γ) την ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

    δ) τον κωδικό ταξινόμησης·

    ε) το διαφημιστικό μέσο ή μέσο πώλησης που χρησιμοποιείται·

    στ) τη νομική βάση·

    ζ) το είδος της ενδοκοινοτικής παράβασης·

    η) την εκτίμηση του αριθμού των καταναλωτών που ενδέχεται να ζημιωθούν και την εκτίμηση της οικονομικής ζημίας.

    ▼B

    1.4.   Επιπλέον αρμοδιότητες που ανατίθενται στις αρμόδιες αρχές δυνάμει του εθνικού δικαίου

    Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη, μέσω του φόρουμ συζητήσεων το οποίο θα υπάρχει στη βάση δεδομένων, σχετικά με κάθε επιπλέον αρμοδιότητα όσον αφορά την έρευνα και την επιβολή της νομοθεσίας η οποία ανατίθεται στις αρμόδιες αρχές επιπλέον εκείνων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004.

    1.5.   Ορισμός φορέων που έχουν έννομο συμφέρον για την παύση ή την απαγόρευση των ενδοκοινοτικών παραβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004

    1.5.1. Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, ένα κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη την ταυτότητα ενός φορέα ο οποίος έχει οριστεί σύμφωνα με τη δεύτερη φράση του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού αυτού ότι έχει έννομο συμφέρον για την παύση ή την απαγόρευση των ενδοκοινοτικών παραβάσεων, αυτό το κράτος μέλος προσδιορίζει τις αρμοδιότητες ως προς την έρευνα και την επιβολή της νομοθεσίας που έχουν ανατεθεί στο φορέα αυτό.

    1.5.2. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και η οποία προτίθεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, να αναθέσει αρμοδιότητες σε ένα φορέα που έχει έννομο συμφέρον για την παύση ή την απαγόρευση των ενδοκοινοτικών παραβάσεων, παρέχει στην αιτούσα αρχή επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον εν λόγω φορέα ώστε να δοθεί η δυνατότητα στην αιτούσα αρχή να διαπιστώσει εάν πληρούνται οι όροι του άρθρου 8 παράγραφος 4. Απαιτείται επίσης η προηγούμενη συμφωνία της αιτούσας αρχής όσον αφορά την ανάθεση αρμοδιοτήτων στο φορέα αυτό, στην οποία θα προσδιορίζονται η φύση και οι λεπτομέρειες των πληροφοριών που κοινοποιεί η αιτούσα αρχή και τις οποίες η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να γνωστοποιήσει στο φορέα αυτό.

    2.   ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 — ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

    2.1.   Αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής και απαντήσεις

    2.1.1. Οι αρχές στις οποίες υποβάλλονται οι αιτήσεις απαντούν στις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής που υποβάλλουν οι αιτούσες αρχές κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χρησιμοποιώντας όλες τις κατάλληλες αρμοδιότητες έρευνας και επιβολής της νομοθεσίας και χωρίς καθυστέρηση.

    2.1.2. Οι προθεσμίες απάντησης στις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 συμφωνούνται από την αιτούσα αρχή και την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση για κάθε περίπτωση χωριστά, χρησιμοποιώντας τα τυποποιημένα έντυπα της βάσης δεδομένων.

    ▼M2

    2.1.3. Εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση απαντά και παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, αναφέροντας τα μέτρα για έρευνες και για επιβολή της νομοθεσίας που έλαβε ή σκοπεύει να λάβει (περιλαμβανομένων των προθεσμιών), το αργότερο δεκατέσσερις ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης, μέσω του ενιαίου της γραφείου σύνδεσης. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση θα ενημερώνει την αιτούσα αρχή προς τις ενέργειες αυτές σε τακτική βάση όπως απαιτείται αλλά τουλάχιστον ανά τρίμηνο:

    α) έως ότου θα έχουν σταλεί στην αιτούσα αρχή όλες οι πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδειχθεί εάν σημειώθηκε ενδοκοινοτική παράβαση ή εάν υπάρχει βάσιμη υπόνοια ότι μπορεί να έχει σημειωθεί παράβαση ή

    β) έως ότου παύσει η ενδοκοινοτική παράβαση ή αποδειχθεί ότι η αίτηση ήταν αβάσιμη.

    ▼B

    2.1.4. Το ενιαίο γραφείο σύνδεσης της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση διαβιβάζει όλες τις αιτήσεις, τις οποίες λαμβάνει μέσω του ενιαίου γραφείου σύνδεσης μιας αιτούσας αρχής, στην κατάλληλη αρμόδια αρχή, μόλις αυτό είναι εφικτό από τεχνική άποψη και σε κάθε περίπτωση το αργότερο 2 εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης.

    ▼M1

    2.1.5. Η αιτούσα αρχή ζητά από την Επιτροπή να διαγράψει τις πληροφορίες από τη βάση δεδομένων μόλις αυτό είναι εφικτό από τεχνική άποψη και σε κάθε περίπτωση το αργότερο επτά ημέρες μετά το κλείσιμο της υπόθεσης αν, ύστερα από αίτηση δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004:

    α) οι πληροφορίες που ανταλλάχθηκαν δεν καταλήξουν σε προειδοποίηση ή αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 8,

    ή

    β) αποδεικνύεται ότι δεν σημειώθηκε ενδοκοινοτική παράβαση.

    ▼M2

    Μια αρμόδια αρχή μόλις διαπιστώσει ότι σε ένα αίτημα αμοιβαίας συνδρομής σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 περιέχονται εσφαλμένα στοιχεία τα οποία δεν δύνανται να διορθωθούν με άλλο τρόπο ζητά από την Επιτροπή να αποσύρει την πληροφορία από τη βάση δεδομένων το συντομότερο τεχνικά δυνατόν και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός επτά ημερών μετά την παραλαβή του αιτήματος για διαγραφή.

    Κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 θα αποσύρεται από τη βάση δεδομένων πέντε έτη μετά το κλείσιμο της υπόθεσης.

    ▼M1

    2.1.6. Η αρχή από την οποία ζητήθηκε το μέτρο επιβολής κοινοποιεί στην Επιτροπή και στις άλλες αρμόδιες αρχές τα μέτρα επιβολής που ελήφθησαν δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 μόλις αυτό είναι εφικτό από τεχνική άποψη και σε κάθε περίπτωση το αργότερο επτά ημέρες μετά τη λήψη των μέτρων.

    ▼B

    2.2.   Προειδοποιήσεις

    2.2.1. Μια αρμόδια αρχή διατυπώνει προειδοποίηση μόλις αυτό είναι εφικτό από τεχνική άποψη και σε κάθε περίπτωση το αργότερο 7 ημέρες αφού πληροφορηθεί ενδοκοινοτική παράβαση, ή αφού αποδειχθεί ότι υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες για το ότι έχει σημειωθεί μια τέτοια παράβαση.

    2.2.2. Όταν μια προειδοποίηση αποδεικνύεται αβάσιμη, η αρμόδια αρχή την αποσύρει μόλις αυτό είναι εφικτό από τεχνική άποψη και σε κάθε περίπτωση μέσα σε προθεσμία 7 ημερών. Η Επιτροπή διαγράφει όλες τις πληροφορίες σχετικά με αβάσιμη προειδοποίηση οι οποίες είναι αποθηκευμένες στη βάση δεδομένων μόλις αυτό είναι εφικτό από τεχνική άποψη και σε κάθε περίπτωση το αργότερο 7 ημέρες μετά τη διαγραφή της προειδοποίησης από την αρμόδια αρχή.

    Οι βάσιμες ειδοποιήσεις έκτακτης ανάγκης θα αποσύρονται από τη βάση δεδομένων πέντε έτη μετά την έκδοσή τους.

    3.   ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 — ►M1  ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ◄

    ►M1  3.1. ◄

    Όταν μια αρμόδια αρχή εκδίδει προειδοποίηση τη διαβιβάζει, μέσω του κατάλληλου τυποποιημένου εντύπου που βρίσκεται στη βάση δεδομένων, στην Επιτροπή και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για την επιβολή της νομοθεσίας δυνάμει της οποίας εκδίδεται η προειδοποίηση. Η κοινοποιούσα αρμόδια αρχή έχει αποκλειστικά την ευθύνη να αποφασίσει ποια άλλα κράτη μέλη θα λάβουν την προειδοποίηση.

    ▼M1

    3.2.

    Όταν η αρμόδια αρχή λαμβάνει μέτρα επιβολής σχετικά με μια προειδοποίηση, κοινοποιεί, δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, τα μέτρα αυτά στην Επιτροπή και σε όλες τις άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη υπεύθυνες για την επιβολή της νομοθεσίας που αποτέλεσε το αντικείμενο παράβασης.

    Παρέχει επίσης, μαζί με τα μέτρα επιβολής που ελήφθησαν, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α) τα στοιχεία της αρμόδιας αρχής που έλαβε τα μέτρα·

    β) το όνομα του πωλητή ή του προμηθευτή·

    γ) την ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

    δ) τον κωδικό ταξινόμησης·

    ε) το διαφημιστικό μέσο ή μέσο πώλησης που χρησιμοποιείται·

    στ) τη νομική βάση·

    ζ) το είδος της ενδοκοινοτικής παράβασης·

    η) την εκτίμηση του αριθμού των καταναλωτών που ενδέχεται να ζημιωθούν και την εκτίμηση της οικονομικής ζημίας.

    3.3.

    Όταν μια αρμόδια αρχή λαμβάνει αίτημα για αμοιβαία συνδρομή που έχει σχέση με μια προειδοποίηση, κοινοποιεί το αίτημα, προσδιορίζοντας το είδος του αιτήματος, στην Επιτροπή και σε όλες τις άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν ορίσει τα κράτη μέλη υπεύθυνες για την επιβολή της νομοθεσίας που αποτέλεσε το αντικείμενο παράβασης.

    Διαβιβάζει επίσης, μαζί με το αίτημα που έλαβε, τις ακόλουθες πληροφορίες:

    α) τα στοιχεία της αρμόδιας αρχής που ζητά την αμοιβαία συνδρομή·

    β) το όνομα του πωλητή ή του προμηθευτή·

    γ) την ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

    δ) τον κωδικό ταξινόμησης·

    ε) το διαφημιστικό μέσο ή μέσο πώλησης που χρησιμοποιείται·

    στ) τη νομική βάση·

    ζ) το είδος της ενδοκοινοτικής παράβασης·

    η) την εκτίμηση του αριθμού των καταναλωτών που ενδέχεται να ζημιωθούν και την εκτίμηση της οικονομικής ζημίας.

    ▼M2

    4.   ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 – ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΙΣΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

    ▼B

    4.1.   Αρμόδιες αρχές

    Μια αρμόδια αρχή έχει πρόσβαση και μπορεί να συμβουλευθεί μόνο τις πληροφορίες της βάσης δεδομένων που αφορούν τη νομοθεσία σχετικά με την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών για την οποία έχει άμεσες αρμοδιότητες εφαρμογής, με βάση τους διορισμούς από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004.

    4.2.   Ενιαία γραφεία σύνδεσης

    Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους συντονισμού, όπως ορίζονται ιδίως στο άρθρο 9 παράγραφος 2 και στο άρθρο 12 παράγραφοι 2 και 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, τα ενιαία γραφεία σύνδεσης έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικά με αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής οι οποίες δεν καλύπτονται από το απόρρητο.

    ▼M2

    4.3.    Πρόσβαση της Επιτροπής στα δεδομένα

    Η πρόσβαση της Επιτροπής στα δεδομένα θα πρέπει να περιορίζεται στα απαιτούμενα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004. Αυτό περιλαμβάνει πρόσβαση σε ειδοποιήσεις έκτακτης ανάγκης, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1, σε κοινοποιήσεις σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 και το άρθρο 8 παράγραφος 6 και άλλες πληροφορίες που σχετίζονται με τις δραστηριότητες συντονισμού της εποπτείας της αγοράς και επιβολής της νομοθεσίας σύμφωνα με το άρθρο 9 και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004.

    4.4.    Ευαίσθητα δεδομένα

    Η επεξεργασία από αρμόδιες αρχές των προσωπικών δεδομένων που συνδέονται με τη φυλετική ή εθνοτική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, δεδομένα που αφορούν την υγεία τη σεξουαλική ζωή, θα απαγορεύεται, εκτός αν η εκπλήρωση των υποχρεώσεων στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 είναι ειδάλλως αδύνατη και η επεξεργασία τέτοιων στοιχείων επιτρέπεται βάσει της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

    Η χρήση από τις αρμόδιες αρχές προσωπικών δεδομένων τα οποία αφορούν αδικήματα, υπόνοιες αδικημάτων και μέτρα ασφαλείας θα περιορίζεται στους συγκεκριμένους σκοπούς της αμοιβαίας συνδρομής όπως καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004.

    ▼B

    5.    ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 — ΓΛΩΣΣΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ

    5.1. Οι συμφωνίες μεταξύ των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με την πρώτη φράση του άρθρου 12 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 όσον αφορά τις γλώσσες που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις αιτήσεις και για τη διαβίβαση πληροφοριών, καταχωρίζονται σε πίνακα ο οποίος είναι στη διάθεση των αρμόδιων αρχών μέσω της βάσης δεδομένων.

    5.2. Οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνουν ρήτρα που επιτρέπει σε μια αρμόδια αρχή να προτείνει τη χρήση μιας άλλης γλώσσας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι γλωσσικές γνώσεις του αρμόδιου υπαλλήλου.

    5.3. Τα κατάλληλα τυποποιημένα έντυπα της βάσης δεδομένων περιλαμβάνουν ένα πεδίο δεδομένων που επιτρέπει σε μια αρμόδια αρχή να προτείνει σε μια άλλη αρχή τη χρήση άλλης γλώσσας.

    Εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, εφαρμόζεται η δεύτερη φράση του άρθρου 12 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004.

    ▼M2

    6.   ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 - ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

    6.1.

    Κατά την εφαρμογή του άρθρου 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, οι αρχές που έχουν συμφωνήσει να συντονίζουν δραστηριότητές τους επιβολής της νομοθεσίας δύνανται να αποφασίζουν επί όλων των αναγκαίων διαβημάτων για την εξασφάλιση επαρκούς συντονισμού και θα τα υλοποιούν όσο καλύτερα δύνανται.

    6.2.

    Μια αρμόδια αρχή δύναται να αρνηθεί να αποδεχθεί μια πρόσκληση για συμμετοχή της σε συντονισμένες δραστηριότητες επιβολής της νομοθεσίας, μετά από διαβούλευση με την προσκαλούσα αρχή εάν:

    α) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία ή έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση σε σχέση με τις ίδιες ενδοκοινοτικές παραβάσεις και κατά των ίδιων πωλητών ή προμηθευτών από τις δικαστικές αρχές στο κράτος μέλος της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή της αιτούσας αρχής·

    β) κατά την άποψή της, μετά από κατάλληλη έρευνα, δεν έχει σχέση με την ενδοκοινοτική παράβαση.·

    Εάν μια αρμόδια αρχή αποφασίζει να μην αποδεχθεί μια πρόσκληση για συμμετοχή της σε συντονισμένες δραστηριότητες επιβολής της νομοθεσίας, θα πρέπει να αναφέρει τους λόγους της απόφασής της.

    Το παρόν σημείο ισχύει με την επιφύλαξη ως προς την εφαρμογή των άρθρων 6 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004.

    6.3.

    Οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, δύνανται να αποφασίσουν ότι μία από αυτές θα συντονίζει τις ενέργειες επιβολής της νομοθεσίας. Οι αρμόδιες αρχές, ενώ θα λαμβάνουν υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης, θα ορίζουν καταρχήν ως συντονίζουσα αρχή την αρχή του τόπου όπου ο έμπορος έχει την έδρα του ή το κύριο κέντρο των δραστηριοτήτων του ή όπου βρίσκεται ο μεγαλύτερος αριθμός θιγομένων καταναλωτών.

    6.4.

    Η Επιτροπή διευκολύνει το συντονισμό των δραστηριοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 εάν κληθεί να το πράξει.

    6.5.

    Η αρμόδια αρχή που χαρακτηρίζεται ως η συντονίζουσα αρχή σύμφωνα με το 6.3. θα είναι αρμόδια τουλάχιστον για τα εξής:

    α) διαχείριση της επικοινωνίας μεταξύ των αρχών που συμμετέχουν στη συντονιστικές δραστηριότητες με τη βοήθεια των κατάλληλων μέσων·

    β) σύνταξη μιας σύντομης συνοπτικής έκθεσης στο τέλος της συντονισμένης δραστηριότητας όπου χρειάζεται·

    γ) περάτωση της συντονισμένης δραστηριότητας επιβολής στη βάση δεδομένων το συντομότερο τεχνικά δυνατόν και εν πάση περιπτώσει μέσα σε επτά ημέρες μετά την περάτωση από την ενδιαφερόμενη αιτούσα αρχή του τελευταίου αιτήματος αμοιβαίας συνδρομής που εκδόθηκε μεταξύ δύο αρμόδιων αρχών που συμμετέχουν στις συντονισμένες δραστηριότητες επιβολής.

    Οι υποχρεώσεις της συντονίζουσας αρχής δεν θα επηρεάζουν τις απαιτήσεις πληροφόρησης, που υπέχουν οι άλλες συμμετέχουσες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και τους κανόνες εφαρμογής του.

    6.6.

    Επιπλέον των απαιτήσεων πληροφόρησης που απαιτούνται για την αμοιβαία συνδρομή σύμφωνα με τα άρθρα 6, 7 και 8 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, όταν μια αρμόδια αρχή αποφασίζει να καλέσει άλλες αρχές να συντονίσουν δραστηριότητες επιβολής θα παρέχει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:

    α) τα στοιχεία της αρμόδιας αρχής που καλεί για συντονισμό των δραστηριοτήτων επιβολής·

    β) το όνομα του πωλητή ή του προμηθευτή·

    γ) την ονομασία του προϊόντος ή της υπηρεσίας·

    δ) τον κωδικό ταξινόμησης·

    ε) το διαφημιστικό μέσο ή μέσο πώλησης που χρησιμοποιείται·

    στ) τη νομική βάση·

    ζ) συνοπτική περιγραφή της παράβασης·

    η) περίληψη των στόχων των συντονισμένων δραστηριοτήτων.



    ( 1 ) ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2005/29/ΕΚ (ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σ. 22.)

    Top