EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02004R1653-20051112

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1653/2004 της Επιτροπής της 21ης Σεπτεμβρίου 2004 για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου των εκτελεστικών οργανισμών, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/1653/2005-11-12

2004R1653 — EL — 12.11.2005 — 001.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1653/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 21ης Σεπτεμβρίου 2004

για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου των εκτελεστικών οργανισμών, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων

(ΕΕ L 297, 22.9.2004, p.6)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1821/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 8ης Νοεμβρίου 2005

  L 293

10

9.11.2005




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1653/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

της 21ης Σεπτεμβρίου 2004

για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού-προτύπου των εκτελεστικών οργανισμών, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων



Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων ( 1 ), και ιδίως το άρθρο 15,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

τη γνώμη του Συμβουλίου,

τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 58/2003 θεσπίζει το καταστατικό των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων. Η σύσταση των εκτελεστικών αυτών οργανισμών έχει ανατεθεί στην Επιτροπή.

(2)

Οι εν λόγω εκτελεστικοί οργανισμοί (εφεξής «οι οργανισμοί») θα αποκτήσουν νομική προσωπικότητα, οπότε και τον δικό τους προϋπολογισμό λειτουργίας, του οποίου η εκτέλεση διέπεται από τον παρόντα δημοσιονομικό κανονισμό-πρότυπο, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003. Όμως, οσάκις η Επιτροπή αναθέτει σ' ένα τέτοιο οργανισμό καθήκοντα δημοσιονομικής εκτέλεσης επιχειρησιακών πιστώσεων αναφερόμενων σε κοινοτικά προγράμματα, οι πιστώσεις αυτές παραμένουν εγγεγραμμένες στον γενικό προϋπολογισμό και διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 2 ) (εφεξής «ο γενικός δημοσιονομικός κανονισμός»).

(3)

Σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003, ο προϋπολογισμός λειτουργίας των εκτελεστικών οργανισμών καλύπτει τις δαπάνες λειτουργίας τους κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.

(4)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 58/2003, ενδείκνυται να εκδοθεί δημοσιονομικός κανονισμός-πρότυπο, τον οποίο οι οργανισμοί οφείλουν να εφαρμόζουν κατά τη διαχείριση των λειτουργικών πιστώσεών τους, και του οποίου το περιεχόμενο πρέπει να είναι όσο το δυνατόν εγγύτερο σε εκείνο του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού. Εάν δεν υπάρχουν κανόνες θεσπιζόμενοι ρητά από τον εν λόγω δημοσιονομικό κανονισμό-πρότυπο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 3 ).

(5)

Ενδείκνυται να επιβεβαιωθεί η ανάγκη τήρησης των τεσσάρων θεμελιωδών αρχών του δικαίου του προϋπολογισμού (ενότητα, καθολικότητα, ειδικότητα, ετήσια διάρκεια), καθώς και οι αρχές της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού, της ισοσκέλισης, της ενιαίας νομισματικής μονάδας, της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της διαφάνειας.

(6)

Όσον αφορά το προσωπικό τους, οι οργανισμοί πρέπει να κάνουν διάκριση μεταξύ των έκτακτων θέσεων απασχόλησης, οι οποίες θα αποτελούν το αντικείμενο πίνακα προσωπικού που θα υποβάλλεται προς έγκριση στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή, και των πιστώσεων που θα επιτρέπουν τη μισθοδοσία των άλλων κατηγοριών υπαλλήλων, οι οποίοι θα προσλαμβάνονται με ανανεώσιμη σύμβαση.

(7)

Ως προς τους οικονομικούς παράγοντες, είναι αναγκαίο να καθορισθούν οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες του υπολόγου και του διατάκτη του κάθε οργανισμού, οι οποίοι πρέπει να είναι υπάλληλοι υπαγόμενοι στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και οι όροι υπό τους οποίους ο διατάκτης θα μπορεί να μεταβιβάζει τις εξουσίες του ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

(8)

Στον υπόλογο του οργανισμού πρέπει να δοθεί ευρεία διαχειριστική αυτονομία. Όσον αφορά το καθεστώς των μεταφορών ποσών, πρέπει να του αναγνωρισθεί πλήρης ελευθερία, με την επιφύλαξη της ενημέρωσης της διευθύνουσας επιτροπής, η οποία πρέπει να μπορεί να ασκεί ένσταση εντός προθεσμίας ενός μήνα.

(9)

Σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003, καθήκοντα εσωτερικού ελεγκτή ασκεί στους οργανισμούς ο εσωτερικός ελεγκτής της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, ο εσωτερικός ελεγκτής της Επιτροπής πρέπει να ασκεί έναντι των οργανισμών αυτών τις ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες που του ανατίθενται έναντι των υπηρεσιών της Επιτροπής με τον γενικό δημοσιονομικό κανονισμό. Ακόμη, όπως συμβαίνει και με τους διατάκτες στους κόλπους της Επιτροπής, ο διατάκτης του οργανισμού πρέπει να μπορεί να συμβουλεύεται κατά τη διαχείριση των κινδύνων την οικεία υπηρεσία εσωτερικού ελέγχου.

(10)

Για κάθε οργανισμό, το χρονοδιάγραμμα κατάρτισης του προϋπολογισμού λειτουργίας του, απόδοσης των λογαριασμών και απαλλαγής πρέπει να τηρεί τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003, του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού. Η αρχή η αρμόδια για την απαλλαγή των οργανισμών ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού λειτουργίας τους πρέπει να είναι η ίδια με εκείνη για τον γενικό προϋπολογισμό.

(11)

Οι λογιστικοί κανόνες που εφαρμόζονται από τους εν λόγω οργανισμούς πρέπει να επιτρέπουν την ενοποίηση των λογαριασμών τους με τους λογαριασμούς της Επιτροπής. Πρέπει να θεσπίζονται από τον υπόλογο της Επιτροπής κατ' αναλογία προς το άρθρο 133 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού. Το Ελεγκτικό Συνέδριο θα διεξάγει τον έλεγχο των λογαριασμών του εκτελεστικού οργανισμού.

(12)

Είναι ενδεδειγμένο, η αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 66 παράγραφος 4 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και συγκροτείται από την Επιτροπή με σκοπό την αξιολόγηση των παρατυπιών να μπορεί να συμπίπτει με εκείνη στην οποία κάθε οργανισμός θα προσφεύγει, έτσι ώστε για πανομοιότυπες συμπεριφορές να πραγματοποιείται η ίδια αξιολόγηση.

(13)

Για τον προϋπολογισμό λειτουργίας, οι οργανισμοί πρέπει να τηρούν αυστηρά τις ίδιες απαιτήσεις που ισχύουν για την Επιτροπή σε ό,τι αφορά τις δημόσιες συμβάσεις που αναθέτει για δικό της λογαριασμό. Προς τούτο, αρκεί να γίνεται παραπομπή στις οικείες διατάξεις του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

(14)

Δεν υπάρχει λόγος να προβλεφθούν διατάξεις για τη χορήγηση επιχορηγήσεων, δεδομένου ότι οι οργανισμοί δεν μπορούν να χορηγούν επιχορηγήσεις από τον προϋπολογισμό λειτουργίας τους, τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιούν αποκλειστικά για την κάλυψη των δαπανών διοικητικής τους λειτουργίας,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:



ΤΙΤΛΟΣ I

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Άρθρο 1

Ο παρών κανονισμός εξειδικεύει τους ουσιώδεις κανόνες που εφαρμόζονται στην κατάρτιση και στην εκτέλεση του προϋπολογισμού λειτουργίας (εφεξής «ο προϋπολογισμός») των οργανισμών που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 58/2003 (εφεξής «οι οργανισμοί» ή «ο οργανισμός»).

Άρθρο 2

Για κάθε πτυχή της λειτουργίας των οργανισμών που δεν προσδιορίζεται ρητά στον παρόντα κανονισμό, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 (εφεξής «ο γενικός δημοσιονομικός κανονισμός») και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002.



ΤΙΤΛΟΣ II

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 3

Υπό τους όρους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η κατάρτιση και η εκτέλεση του προϋπολογισμού τηρούν τις αρχές της ενότητας, της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού, της ετήσιας διάρκειας, της ισοσκέλισης, της ενιαίας νομισματικής μονάδας, της καθολικότητας, της ειδικότητας, της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και της διαφάνειας.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η αρχή της ενότητας και της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού

Άρθρο 4

Προϋπολογισμός είναι η πράξη που προβλέπει και εγκρίνει, για κάθε οικονομικό έτος, όλα τα έσοδα και τις εκτιμώμενες ως αναγκαίες δαπάνες του εκτελεστικού οργανισμού.

Άρθρο 5

Στα έσοδα του οργανισμού συμπεριλαμβάνεται και επιχορήγηση εκ μέρους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και άλλα τυχόν έσοδα, όπως τα έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό κατά το άρθρο 15.

Οι δαπάνες περιλαμβάνουν τις δαπάνες λειτουργίας του οργανισμού καθώς και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τις δαπάνες που χρηματοδοτούνται με έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό κατά το πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 6

Κανένα έσοδο και καμία δαπάνη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσω καταλογισμού σε κονδύλι του προϋπολογισμού.

Καμία πίστωση δεν μπορεί να εγγραφεί στον προϋπολογισμό αν δεν αντιστοιχεί σε δαπάνη που εκτιμάται ως αναγκαία.

Καμία δαπάνη δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ούτε ανάληψης ούτε εντολής πέραν των εγκεκριμένων πιστώσεων του προϋπολογισμού.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

H αρχή της ετήσιας διάρκειας

Άρθρο 7

Οι πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό εγκρίνονται για τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, το οποίο αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου.

Οι πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό είναι μη διαχωριζόμενες πιστώσεις.

Οι δαπάνες διοικητικής λειτουργίας που προκύπτουν από συμβάσεις οι οποίες καλύπτουν περιόδους υπερβαίνουσες το εκάστοτε οικονομικό έτος, είτε σύμφωνα με τα τοπικά ήθη είτε για την προμήθεια υλικού εξοπλισμού, καταλογίζονται στον προϋπολογισμό του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται.

Άρθρο 8

Τα έσοδα του οργανισμού καταλογίζονται σε ένα οικονομικό έτος βάσει των ποσών που εισπράττονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού. Επιτρέπουν δε το άνοιγμα πιστώσεων ίδιου ύψους.

Οι πιστώσεις που διατίθενται στον προϋπολογισμό στο πλαίσιο ενός οικονομικού έτους μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για την κάλυψη των δαπανών που αναλαμβάνονται και πληρώνονται κατά τη διάρκεια αυτού του οικονομικού έτους, καθώς και για την κάλυψη των ποσών που οφείλονται από αναλήψεις υποχρεώσεων του προηγούμενου οικονομικού έτους.

Άρθρο 9

Οι πιστώσεις που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους για το οποίο έχουν εγγραφεί ακυρώνονται.

Οι πιστώσεις οι οποίες αντιστοιχούν σε υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί κανονικά μέχρι το κλείσιμο του οικονομικού έτους μεταφέρονται αυτοδικαίως στο επόμενο οικονομικό έτος, και μόνο σ' αυτό. Οι μεταφερθείσες πιστώσεις που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι τις 31 Μαρτίου του οικονομικού έτους N +1 ακυρώνονται αυτομάτως. Η λογιστική επιτρέπει τη διάκριση των πιστώσεων που έχουν μεταφερθεί με αυτόν τον τρόπο.

Οι πιστώσεις που αφορούν τις δαπάνες για το προσωπικό δεν μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο μεταφοράς.

Οι πιστώσεις που παραμένουν διαθέσιμες στις 31 Δεκεμβρίου στο πλαίσιο εσόδων με συγκεκριμένο προορισμό του άρθρου 15 μεταφέρονται αυτοδικαίως. Οι διαθέσιμες πιστώσεις που αντιστοιχούν στα εκ μεταφοράς έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα.

Άρθρο 10

Οι πιστώσεις που εμφαίνονται στον προϋπολογισμό μπορούν να δεσμευθούν αμέσως μετά την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού, και με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου.

Ωστόσο, οι δαπάνες τρέχουσας διαχείρισης μπορούν, από τις 15 Νοεμβρίου κάθε έτους, να αναλαμβάνονται προκαταβολικά εις βάρος των πιστώσεων που προβλέπονται για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτές οι αναλήψεις δαπανών δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν το ένα τέταρτο των πιστώσεων που εμφαίνονται στο αντίστοιχο κονδύλι του προϋπολογισμού για το τρέχον οικονομικό έτος. Δεν μπορούν να αναφέρονται σε νέες δαπάνες οι οποίες δεν έχουν ακόμη γίνει δεκτές καταρχήν στον τελευταίο εγκριθέντα προϋπολογισμό.

Εξάλλου, οι δαπάνες οι οποίες, όπως τα μισθώματα, πρέπει να πραγματοποιούνται προκαταβολικά, μπορούν να πληρώνονται από την 1η Δεκεμβρίου εις βάρος των πιστώσεων που προβλέπονται για το επόμενο οικονομικό έτος.

Εάν ο προϋπολογισμός δεν έχει εγκριθεί κατά την έναρξη του οικονομικού έτους, εφαρμόζεται κατ' αναλογία το καθεστώς των προσωρινών δωδεκατημορίων, το οποίο θεσπίζεται με τον γενικό δημοσιονομικό κανονισμό.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Η αρχή της ισοσκέλισης

Άρθρο 11

Ο προϋπολογισμός πρέπει να είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις πιστώσεις πληρωμών. Ο οργανισμός δεν μπορεί να λαμβάνει δάνεια.

Οι πιστώσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ύψος της επιχορήγησης που προβλέπεται στο άρθρο 5, προσαυξημένο κατά τα έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό και τα λοιπά τυχόν έσοδα που προβλέπονται στο άρθρο 5.

Άρθρο 12

Εάν το υπόλοιπο του λογαριασμού δημοσιονομικού αποτελέσματος, κατά την έννοια του άρθρου 56, είναι θετικό, επιστρέφεται στην Επιτροπή, κατά το ποσό της επιχορήγησης που κατεβλήθη κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους αναφοράς.

Η διαφορά μεταξύ της επιχορήγησης που προβλέπεται στο άρθρο 5 και εκείνης που πράγματι κατεβλήθη στον οργανισμό αποτελεί το αντικείμενο ακύρωσης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η αρχή της ενιαίας νομισματικής μονάδας

Άρθρο 13

Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται, εκτελείται και αποτελεί το αντικείμενο απόδοσης των λογαριασμών σε ευρώ.

Ωστόσο, και για τις ανάγκες του ταμείου, ο υπόλογος του οργανισμού μπορεί, σε περιπτώσεις δεόντως αιτιολογημένες, να πραγματοποιεί πράξεις στα εθνικά νομίσματα ή, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στα νομίσματα τρίτων χωρών.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Η αρχή της καθολικότητας

Άρθρο 14

Όλα τα έσοδα καλύπτουν όλες τις δαπάνες, με εξαίρεση τα έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό, τα οποία χρηματοδοτούν συγκεκριμένες δαπάνες. Τα έσοδα και οι δαπάνες εγγράφονται χωρίς συμψηφισμό μεταξύ τους, με την επιφύλαξη του άρθρου 16.

Άρθρο 15

Τα έσοδα που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένο προορισμό, όπως τα έσοδα ιδρυμάτων, οι επιχορηγήσεις, οι δωρεές και τα κληροδοτήματα, καθώς και τα έσοδα που προέρχονται από τα κράτη μέλη, τρίτες χώρες ή διάφορους οργανισμούς για την εκτέλεση προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από πηγές άλλες από τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «ο γενικός προϋπολογισμός»), αποτελούν έσοδα προοριζόμενα για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων δαπανών.

Κάθε έσοδο με συγκεκριμένο προορισμό πρέπει να καλύπτει όλες τις δαπάνες, άμεσες ή έμμεσες, που συνδέονται με την αντίστοιχη ενέργεια ή τον αντίστοιχο προορισμό. Ο προϋπολογισμός προβλέπει τη δομή που απαιτείται για την εγγραφή των κατηγοριών εσόδων με συγκεκριμένο προορισμό, καθώς και, ενόσω τούτο είναι δυνατόν, του ποσού τους.

Η διευθύνουσα επιτροπή, αφού λάβει τη συγκατάθεση της Επιτροπής, αποφασίζει την αποδοχή δωρεών, κληροδοτημάτων και επιχορηγήσεων που προέρχονται από πηγές εκτός Κοινότητας.

Άρθρο 16

Οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών που παρέχονται στον οργανισμό καταλογίζονται στον προϋπολογισμό κατά ολόκληρο το ποσό τους, και χωρίς τους φόρους οσάκις συμπεριλαμβάνουν φορολογικές επιβαρύνσεις οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο επιστροφής είτε από τα κράτη μέλη δυνάμει του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είτε από κράτος μέλος ή τρίτη χώρα δυνάμει άλλων σχετικών συμβάσεων ή συμφωνιών.

Οι εθνικές φορολογικές επιβαρύνσεις τις οποίες ενδεχομένως υφίσταται ο κοινοτικός οργανισμός προσωρινά κατ' εφαρμογή του πρώτου εδαφίου εγγράφονται σε εκκρεμή λογαριασμό μέχρι την επιστροφή τους από τα οικεία κράτη. Ενδεχόμενο αρνητικό υπόλοιπο εγγράφεται στον προϋπολογισμό ως δαπάνη.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η αρχή της ειδικότητας

Άρθρο 17

Οι πιστώσεις, στο σύνολό τους, εξειδικεύονται κατά τίτλο και κεφάλαιο. Τα κεφάλαια υποδιαιρούνται σε άρθρα και θέσεις.

Άρθρο 18

Ο διευθυντής αποφασίζει τις μεταφορές πιστώσεων στο πλαίσιο του προϋπολογισμού λειτουργίας. Σχετικά ενημερώνει προηγουμένως την Επιτροπή και τη διευθύνουσα επιτροπή, οι οποίες διαθέτουν διορία ενός μήνα για να εναντιωθούν προς τις μεταφορές αυτές. Εάν παρέλθει η διορία αυτή, οι μεταφορές λογίζονται ως εγκριθείσες.

Οι πιστώσεις που αντιστοιχούν σε έσοδα με συγκεκριμένο προορισμό μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μεταφοράς πιστώσεων μόνο εφόσον διατηρούν τον προορισμό τους.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης

Άρθρο 19

1.  Οι πιστώσεις του προϋπολογισμού χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, δηλαδή σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας.

2.  Η αρχή της οικονομίας ορίζει ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται από τον οργανισμό για την υλοποίηση των δραστηριοτήτων του καθίστανται διαθέσιμα εγκαίρως, στην ενδεδειγμένη ποσότητα και ποιότητα και στην καλύτερη τιμή.

Η αρχή της αποδοτικότητας επιδιώκει την καλύτερη σχέση μεταξύ χρησιμοποιηθέντων μέσων και επιτευχθέντων αποτελεσμάτων.

Η αρχή της αποτελεσματικότητας αποσκοπεί στην υλοποίηση των συγκεκριμένων στόχων που έχουν τεθεί και στην επίτευξη των αναμενόμενων αποτελεσμάτων. Τα αποτελέσματα αυτά πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο αξιολόγησης.

3.  Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του εκτελεστικού οργανισμού, το οποίο εγκρίνεται από τη διευθύνουσα επιτροπή, περιέχει λεπτομερείς στόχους και δείκτες απόδοσης.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Η αρχή της διαφάνειας

Άρθρο 20

Ο προϋπολογισμός καταρτίζεται, εκτελείται και αποτελεί το αντικείμενο απόδοσης λογαριασμών με τήρηση της αρχής της διαφάνειας.

Ο προϋπολογισμός και οι διορθωτικοί προϋπολογισμοί, όπως αυτοί έχουν οριστικά εγκριθεί, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός δύο μηνών από την έγκρισή τους.



ΤΙΤΛΟΣ III

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Άρθρο 21

Ο εκτελεστικός οργανισμός διαβιβάζει στην Επιτροπή, το αργότερο στις 31 Μαρτίου κάθε έτους, προσωρινή κατάσταση των εσόδων και των δαπανών του, η οποία καταρτίζεται από τον διευθυντή του οργανισμού και εγκρίνεται από την διευθύνουσα επιτροπή, καθώς και τους συναφείς γενικούς προσανατολισμούς, όπως και το πρόγραμμα εργασίας του.

Η προσωρινή κατάσταση των εσόδων και των δαπανών του οργανισμού περιλαμβάνει:

α) πίνακα προσωπικού, ο οποίος καθορίζει τον αριθμό των θέσεων μόνιμου και έκτακτου προσωπικού, του οποίου η πρόσληψη πρόκειται να εγκριθεί εντός των ορίων των πιστώσεων του προϋπολογισμού ανά κατηγορία και βαθμό·

β) σε περίπτωση μεταβολής του αριθμού των θέσεων προσωπικού, κατάσταση που αιτιολογεί τις αιτήσεις για νέες θέσεις·

γ) τρίμηνη πρόβλεψη του ταμείου για τις πληρωμές και τις εισπράξεις.

Άρθρο 22

Η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης του γενικού προϋπολογισμού, διαβιβάζει την προσωρινή κατάσταση του οργανισμού προς την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή και προτείνει το ύψος της επιχορήγησης που προορίζεται για τον οργανισμό, καθώς και τον αριθμό του προσωπικού που κρίνει αναγκαίο γι' αυτόν.

Ο προϋπολογισμός λειτουργίας του οργανισμού μπορεί να εγκριθεί οριστικά μόνο μετά την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003.

Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εκδίδει τον πίνακα προσωπικού όλων των οργανισμών, καθώς και κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή του, με τήρηση των διατάξεων του άρθρου 24.

Κάθε τροποποίηση του προϋπολογισμού, συμπεριλαμβανόμενου του πίνακα προσωπικού, αποτελεί το αντικείμενο διορθωτικού προϋπολογισμού, ο οποίος εγκρίνεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία που εφαρμόζεται και για τον αρχικό προϋπολογισμό, με την επιφύλαξη των άρθρων 18 και 24.

Άρθρο 23

Ο προϋπολογισμός απαρτίζεται από μία κατάσταση εσόδων και μία κατάσταση δαπανών. Εμφαίνει δε:

1) όσον αφορά τα έσοδα:

α) τις προβλέψεις εσόδων του οργανισμού για το σχετικό οικονομικό έτος·

β) τα έσοδα του προηγούμενου οικονομικού έτους και τα έσοδα του οικονομικού έτους Ν-2·

γ) τις σχετικές παρατηρήσεις για κάθε γραμμή εσόδων·

2) όσον αφορά τις δαπάνες:

α) τις πιστώσεις του σχετικού οικονομικού έτους·

β) τις πιστώσεις του προηγούμενου οικονομικού έτους και τις πιστώσεις του οικονομικού έτους Ν-2·

γ) τις σχετικές παρατηρήσεις για κάθε υποδιαίρεση.

Άρθρο 24

1.  Στον πίνακα προσωπικού του άρθρου 21 αναγράφεται, δίπλα στον αριθμό των εγκεκριμένων θέσεων για το εκάστοτε οικονομικό έτος, ο αριθμός των εγκεκριμένων θέσεων για το προηγούμενο οικονομικό έτος, καθώς και ο αριθμός των θέσεων εργασίας που πράγματι έχουν πληρωθεί. Ο εν λόγω πίνακας θέτει για τον οργανισμό υποχρεωτικά όρια, και κανένας διορισμός δεν μπορεί να γίνει πέρα από τα όρια αυτά.

Ωστόσο, η διευθύνουσα επιτροπή μπορεί να προβεί σε τροποποιήσεις του πίνακα προσωπικού, και τούτο μέχρι το 10 % των εγκεκριμένων θέσεων κάτω του βαθμού Α3, υπό τον όρο ότι δεν επηρεάζεται το ύψος των πιστώσεων προσωπικού για ένα πλήρες οικονομικό έτος και ότι τηρείται το όριο για τον συνολικό αριθμό εγκεκριμένων θέσεων ανά πίνακα προσωπικού.

2.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι περιπτώσεις άσκησης δραστηριότητας κατά μερική απασχόληση που έχουν εγκριθεί από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εφεξής «ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης»), μπορούν να αντισταθμίζονται.



ΤΙΤΛΟΣ IV

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 25

Καθήκοντα διατάκτη ασκεί ο διευθυντής. Είναι υπάλληλος που υπόκειται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και εκτελεί τον προϋπολογισμό κατά τα έσοδα και τις δαπάνες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, με δική του ευθύνη και εντός του ορίου των πιστώσεων που έχουν διατεθεί.

Άρθρο 26

Ο διευθυντής μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες του ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού σε υπαλλήλους του οργανισμού που υπόκεινται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Οι εντολοδόχοι υπάλληλοι μπορούν να ενεργούν μόνο εντός των ορίων των εξουσιών που τους έχουν ανατεθεί ρητά.

Άρθρο 27

Απαγορεύεται σε κάθε δημοσιονομικό παράγοντα, κατά την έννοια του κεφαλαίου 2 του παρόντος τίτλου, να εκδίδει οποιαδήποτε πράξη εκτέλεσης του προϋπολογισμού μέσω της οποίας θα μπορούσε να προκύψει σύγκρουση μεταξύ των ιδίων του συμφερόντων και εκείνων του οργανισμού ή των Κοινοτήτων. Εάν προκύψει τέτοια περίπτωση, ο εμπλεκόμενος παράγοντας υποχρεούται να απόσχει και να αναφέρει το γεγονός στον προϊστάμενό του. Ο διευθυντής πρέπει να αναφέρει στη διευθύνουσα επιτροπή.

Υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων όταν η αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων ενός δημοσιονομικού παράγοντα της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, ή ενός εσωτερικού ελεγκτή επηρεάζεται από λόγους οικογενειακούς, συναισθηματικούς, πολιτικής ή εθνικής συνάφειας, οικονομικού συμφέροντος, ή από κάθε άλλον λόγο κοινωνίας συμφέροντος με τον δικαιούχο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Δημοσιονομικοί παράγοντες

Άρθρο 28

Τα καθήκοντα του διατάκτη και του υπόλογου διαχωρίζονται και είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους.

Άρθρο 29

Ο διατάκτης αναλαμβάνει τη διαχείριση των εσόδων και των δαπανών σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, καθώς και τη διασφάλιση της νομιμότητας και της κανονικότητάς τους. Ο διατάκτης φυλάσσει τα δικαιολογητικά που αναφέρονται σε εκτελεσθείσα πράξη επί πέντε έτη από την ημερομηνία της απόφασης απαλλαγής ως προς την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Ο διατάκτης, ακολουθώντας τους κατ' ελάχιστον κανόνες που θεσπίζει η Επιτροπή για τις δικές της υπηρεσίες, και λαμβάνοντας υπόψη τους συγκεκριμένους κινδύνους που συνδέονται με το διαχειριστικό περιβάλλον του, δημιουργεί την οργανωτική δομή καθώς και τα συστήματα και τις διαδικασίες εσωτερικής διαχείρισης και ελέγχου που ενδείκνυνται για την άσκηση των καθηκόντων του, συμπεριλαμβανόμενων, εφόσον συντρέχει περίπτωση, των εκ των υστέρων επαληθεύσεων.

Ο διατάκτης, σε συνάρτηση με τη φύση και την έκταση των καθηκόντων του, μπορεί να δημιουργεί, στους κόλπους των υπηρεσιών του, μια θέση εμπειρογνώμονα και συμβούλου, με σκοπό να επικουρείται στον χειρισμό των κινδύνων που συνδέονται με τις δραστηριότητές του.

Πριν εγκριθεί μια πράξη, οι επιχειρησιακές και χρηματοοικονομικές πτυχές της επαληθεύονται από υπαλλήλους άλλους από τον υπάλληλο που είχε την πρωτοβουλία της πράξης αυτής. Η εκ των προτέρων και εκ των υστέρων επαλήθευση, και η πρωτοβουλία μιας πράξης είναι καθήκοντα διακριτά.

Ο διατάκτης λογοδοτεί ως προς την άσκηση των καθηκόντων του στη διευθύνουσα επιτροπή, και τούτο το αργότερο στις 15 Μαρτίου του οικονομικού έτους, με τη μορφή ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003.

Άρθρο 30

▼M1

Η διευθύνουσα επιτροπή διορίζει υπόλογο, ο οποίος είναι αποσπασμένος μόνιμος ή έκτακτος υπάλληλος, προσλαμβάνεται απευθείας από τον οικείο οργανισμό και αναλαμβάνει:

▼B

α) την ορθή εκτέλεση των πληρωμών και της είσπραξης των εσόδων και των βεβαιωμένων απαιτήσεων·

β) την κατάρτιση των λογαριασμών του οργανισμού σύμφωνα με τον τίτλο VΙ·

γ) την τήρηση της λογιστικής σύμφωνα με τον τίτλο VΙ·

δ) τη θέσπιση των λογιστικών κανόνων και μεθόδων καθώς και του λογιστικού σχεδίου, σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται από τον υπόλογο της Επιτροπής·

ε) τη διαχείριση του ταμείου.

Ο υπόλογος λαμβάνει από τον διατάκτη, ο οποίος εγγυάται την αξιοπιστία τους, όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την κατάρτιση λογαριασμών που να αποδίδουν πιστά την περιουσιακή κατάσταση του κοινοτικού οργανισμού και την εκτέλεση του προϋπολογισμού του.

Ο υπόλογος είναι ο μόνος εξουσιοδοτημένος για τη διαχείριση χρημάτων και αξιών. Είναι δε υπεύθυνος για τη διαφύλαξή τους.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Ευθύνη των δημοσιονομικών παραγόντων

Άρθρο 31

Οποιοσδήποτε υπάλληλος εμπλεκόμενος στη δημοσιονομική διαχείριση και στον έλεγχο των πράξεων θεωρήσει ότι μια απόφαση την οποία η προϊσταμένη του αρχή του επιβάλλει να εφαρμόσει ή να αποδεχθεί είναι παράτυπη ή αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης ή τους επαγγελματικούς κανόνες που οφείλει να τηρεί, το επισημάνει εγγράφως στον διευθυντή και, σε περίπτωση αδράνειας του τελευταίου εντός ευλόγου χρόνου, στην αρχή του άρθρου 35, καθώς και στη διευθύνουσα επιτροπή. Σε περίπτωση παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή χρηματισμού που ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα της Κοινότητας, ενημερώνει τις αρχές και τις υπηρεσίες που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία.

Άρθρο 32

Με την επιφύλαξη ενδεχομένων πειθαρχικών μέτρων, η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων διατάκτη μπορεί να αφαιρεθεί από τους αντίστοιχους διατάκτες ανά πάσα στιγμή, προσωρινά ή οριστικά, από την αρχή που τους διόρισε, με απόφαση αιτιολογημένη και αφού ο εντολοδόχος διατάκτης κληθεί σε ακρόαση. Ο διευθυντής μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει τη συγκατάθεσή του για μια συγκεκριμένη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων.

Με την επιφύλαξη ενδεχομένων πειθαρχικών μέτρων, η διευθύνουσα επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσει, προσωρινά ή οριστικά, τον υπόλογο από τα καθήκοντά του, με απόφαση αιτιολογημένη και αφού ο υπόλογος κληθεί σε ακρόαση. Η διευθύνουσα επιτροπή διορίζει τότε προσωρινό υπόλογο.

Άρθρο 33

Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν προδικάζουν την ποινική ευθύνη που είναι δυνατόν να υπέχουν ο διατάκτης και οι εντολοδόχοι μεταβίβασης αρμοδιοτήτων, υπό τους όρους που προβλέπονται από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και από τις ισχύουσες διατάξεις σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων και σχετικά με την καταπολέμηση των περιπτώσεων διαφθοράς στις οποίες ενέχονται υπάλληλοι των Κοινοτήτων ή των κρατών μελών.

Κάθε διατάκτης και υπόλογος υπέχει πειθαρχική ευθύνη, καθώς και ευθύνη προς χρηματική αποζημίωση υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Σε περίπτωση παράνομης δραστηριότητας, απάτης ή χρηματισμού που ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα της Κοινότητας, επιλαμβάνονται οι αρχές που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία.

Άρθρο 34

1.  Ο διατάκτης υπέχει ευθύνη προς χρηματική αποζημίωση υπό τους όρους που προβλέπονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Έτσι, είναι δυνατόν να κληθεί να αποκαταστήσει εξ ολοκλήρου τη ζημία που έχουν υποστεί οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες λόγω σοβαρών προσωπικών παραπτωμάτων που τυχόν έχει διαπράξει κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του, ιδίως δε κατά τη βεβαίωση δικαιωμάτων είσπραξης ή κατά την έκδοση ενταλμάτων είσπραξης, κατά την ανάληψη δαπάνης ή την υπογραφή εντάλματος πληρωμής, χωρίς να συμμορφωθεί προς τον παρόντα κανονισμό.

Το ίδιο ισχύει και οσάκις με το σοβαρό προσωπικό του παράπτωμα αμελεί να συντάξει πράξη απαίτησης, ή αμελεί ή καθυστερεί, χωρίς αιτιολόγηση, την έκδοση εντάλματος πληρωμής, με ενδεχόμενο αποτέλεσμα την αστική ευθύνη του οργανισμού έναντι τρίτων.

2.  Οσάκις εντολοδόχος διατάκτης θεωρεί ότι μια απόφαση που εμπίπτει στις αρμοδιότητές του εμπεριέχει παρατυπίες ή αντιβαίνει προς τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, οφείλει να το επισημάνει εγγράφως στην εξουσιοδοτούσα αρχή. Αν η εξουσιοδοτούσα αρχή δώσει εγγράφως στον εντολοδόχο διατάκτη αιτιολογημένη εντολή εκτέλεσης της ανωτέρω απόφασης, ο εντολοδόχος αυτός διατάκτης, ο οποίος οφείλει να εκτελέσει την απόφαση, απαλλάσσεται από την ευθύνη του.

Άρθρο 35

1.  Η αρχή που έχει συσταθεί από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 66 παράγραφος 4 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, με σκοπό τον εντοπισμό των οικονομικών παρατυπιών και των ενδεχόμενων συνεπειών τους, ασκεί έναντι του οργανισμού τις ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες που της έχουν ανατεθεί έναντι των υπηρεσιών της Επιτροπής.

Βάσει της γνώμης που διατυπώνει η ως άνω αρχή, ο διευθυντής αποφασίζει να κινήσει τη διαδικασία προς καταλογισμό πειθαρχικής ευθύνης ή ευθύνης προς χρηματική αποζημίωση. Αν η αρχή αυτή ανακαλύψει συστημικά προβλήματα, διαβιβάζει στον διατάκτη και στον εσωτερικό ελεγκτή της Επιτροπής έκθεση συνοδευόμενη από συστάσεις. Εάν η γνώμη της αρχής αυτής εμπλέκει τον διευθυντή, η αρχή τη διαβιβάζει στη διευθύνουσα επιτροπή και στον εσωτερικό ελεγκτή της Επιτροπής.

2.  Κάθε υπάλληλος μπορεί να υποχρεωθεί σε αποκατάσταση, εν όλω ή εν μέρει, της ζημίας που υπέστη ο οργανισμός λόγω προσωπικών του σοβαρών παραπτωμάτων τα οποία τυχόν διέπραξε κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του. Η σχετική αιτιολογημένη απόφαση λαμβάνεται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται για τα πειθαρχικά ζητήματα στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

Άρθρο 36

Τα ακόλουθα περιστατικά συνιστούν, ιδίως, παράπτωμα που μπορεί να συνεπάγεται, υπό τους όρους του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, πειθαρχική ευθύνη ή ευθύνη προς χρηματική αποζημίωση υπολόγου:

α) απώλεια ή φθορά χρημάτων, αξιών ή εγγράφων των οποίων έχει τη φύλαξη, ή πρόκληση απώλειας ή φθοράς λόγω αμελείας του·

β) τροποποίηση τραπεζικών λογαριασμών ή τρεχούμενων ταχυδρομικών λογαριασμών χωρίς να προηγηθεί ενημέρωση του διατάκτη·

γ) διενέργεια εισπράξεων ή πληρωμών που δεν είναι σύμφωνες με τα αντίστοιχα εντάλματα είσπραξης ή πληρωμής·

δ) παράλειψη είσπραξης των οφειλόμενων εσόδων.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Πράξεις εσόδων

Άρθρο 37

Κάθε μέτρο ή κατάσταση που είναι σε θέση να δημιουργήσει ή να μεταβάλει απαίτηση του οργανισμού αποτελεί εκ των προτέρων το αντικείμενο πρόβλεψης απαίτησης από τον αρμόδιο διατάκτη.

Άρθρο 38

Βεβαίωση μιας απαίτησης είναι η πράξη με την οποία ο διατάκτης:

α) επαληθεύει την ύπαρξη των οφειλών του οφειλέτη·

β) προσδιορίζει ή επαληθεύει την υπόσταση και το ύψος της οφειλής·

γ) επαληθεύει τους όρους υπό τους οποίους η οφειλή καθίσταται απαιτητή.

Κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή πρέπει να βεβαιώνεται με ένταλμα είσπραξης προς τον υπόλογο, το οποίο συνοδεύεται από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη. Τα δύο αυτά έγγραφα συντάσσονται και αποστέλλονται από τον αρμόδιο διατάκτη.

Με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων κανονιστικών και συμβατικών διατάξεων, κάθε απαίτηση μη επιστραφείσα μέχρι την καταληκτική ημερομηνία που καθορίζεται στο χρεωστικό σημείωμα φέρει τόκους σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002.

Άρθρο 39

Εντολή είσπραξης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης παραγγέλλει στον υπόλογο, με την έκδοση εντάλματος είσπραξης, να εισπράξει απαίτηση την οποία έχει βεβαιώσει.

Ο υπόλογος αναλαμβάνει την εκτέλεση των ενταλμάτων είσπραξης των απαιτήσεων που έχουν εκδοθεί κατά τα δέοντα από τον αρμόδιο διατάκτη. Οφείλει δε να επιδεικνύει επιμέλεια με σκοπό την εξασφάλιση της είσπραξης των εσόδων του οργανισμού και να φροντίζει για τη διασφάλιση των σχετικών δικαιωμάτων.

Τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται.

Άρθρο 40

Οσάκις ο αρμόδιος διατάκτης πρόκειται να παραιτηθεί από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης, βεβαιώνεται ότι η παραίτηση είναι κανονική και σύμφωνη με τις αρχές της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης. Αναφέρει δε στη διευθύνουσα επιτροπή την πρόθεσή του να παραιτηθεί από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης. Η παραίτηση από την είσπραξη βεβαιωθείσας απαίτησης επέρχεται με απόφαση του διατάκτη, η οποία πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Ο διατάκτης μπορεί να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα έκδοσης της απόφασης αυτής μόνο για τις απαιτήσεις ύψους κατώτερου των 5 000 ευρώ. Η απόφαση παραίτησης αναφέρει τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την είσπραξη και τα νομικά και πραγματικά στοιχεία στα οποία βασίζεται.

Ο αρμόδιος διατάκτης ακυρώνει βεβαιωθείσα απαίτηση οσάκις η ανακάλυψη πραγματικού ή νομικού σφάλματος καταδεικνύει ότι η απαίτηση δεν έχει βεβαιωθεί ορθά. Ο διατάκτης μπορεί να μεταβιβάσει την αρμοδιότητα έκδοσης της σχετικής απόφασης μόνο για τις απαιτήσεις ποσού κατώτερου των 5 000 ευρώ. Η ακύρωση αυτή επέρχεται με απόφαση του αρμόδιου διατάκτη, πρέπει δε να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Ο αρμόδιος διατάκτης προσαρμόζει προς τα άνω ή προς τα κάτω το ποσό βεβαιωθείσας απαίτησης όταν η ανακάλυψη πραγματικού σφάλματος συνεπάγεται την τροποποίηση του ποσού της απαίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι η διόρθωση αυτή δεν συνεπάγεται την εγκατάλειψη του βεβαιωθέντος δικαιώματος του οργανισμού. Η αναπροσαρμογή αυτή πραγματοποιείται με απόφαση του διατάκτη, πρέπει δε να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Άρθρο 41

Η πραγματική είσπραξη από τον υπόλογο οδηγεί στην πραγματοποίηση εγγραφής στους λογαριασμούς, από μέρους του υπόλογου, και στην ενημέρωση του αρμόδιου διατάκτη. Για κάθε πληρωμή σε χρήμα στο ταμείο του υπολόγου εκδίδεται απόδειξη.

Αν κατά την καταληκτική ημερομηνία που προβλέπεται στο χρεωστικό σημείωμα δεν έγινε πράγματι η είσπραξη, ο υπόλογος ενημερώνει σχετικά τον αρμόδιο διατάκτη και κινεί αμέσως τη διαδικασία ανάκτησης με κάθε νόμιμο μέσο, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, της είσπραξης κατά συμψηφισμό και, αν αυτός δεν είναι δυνατός, με αναγκαστική εκτέλεση.

Ο υπόλογος προβαίνει σε είσπραξη κατά συμψηφισμό, και κατά το οφειλόμενο ποσό, των απαιτήσεων των Κοινοτήτων έναντι κάθε οφειλέτη ο οποίος είναι ο ίδιος κάτοχος απαίτησης βεβαίας, εκκαθαρισμένης και απαιτητής έναντι των Κοινοτήτων.

Άρθρο 42

Ο υπόλογος, σε συνεργασία με τον διατάκτη, μπορεί να χορηγεί συμπληρωματικές διορίες πληρωμής μόνο μετά από γραπτό και δεόντως αιτιολογημένο σχετικό αίτημα του οφειλέτη, και υπό τον όρο ότι ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει τόκους για ολόκληρη τη διάρκεια της χορηγούμενης συμπληρωματικής διορίας πέραν της αρχικής καταληκτικής ημερομηνίας, ενώ, για την προστασία των δικαιωμάτων του οργανισμού, ο οφειλέτης συνιστά οικονομική εγγύηση η οποία καλύπτει την οφειλή τόσο ως προς το κεφάλαιο όσο και ως προς τους τόκους.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Πράξεις δαπανών

Άρθρο 43

Κάθε δαπάνη αποτελεί το αντικείμενο ανάληψης, εκκαθάρισης, εντολής πληρωμής και πληρωμής.

Άρθρο 44

Για κάθε μέτρο που είναι δυνατόν να προκαλέσει δαπάνη εις βάρος του προϋπολογισμού, ο αρμόδιος διατάκτης οφείλει να προβαίνει εκ των προτέρων σε δημοσιονομική δέσμευση, πριν αναλάβει νομική δέσμευση έναντι τρίτων.

Οι μεμονωμένες νομικές δεσμεύσεις που αντιστοιχούν σε μεμονωμένες ή προσωρινές δημοσιονομικές δεσμεύσεις αναλαμβάνονται το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου του έτους Ν. Το υπόλοιπο αυτών των δημοσιονομικών δεσμεύσεων που δεν καλύπτεται από νομική δέσμευση αποδεσμεύεται από τον αρμόδιο διατάκτη.

Άρθρο 45

Κατά την ανάληψη μιας δημοσιονομικής δέσμευσης, ο αρμόδιος διατάκτης βεβαιώνεται για την ακρίβεια του καταλογισμού στον προϋπολογισμό, για τη διαθεσιμότητα των πιστώσεων και για τη συμμόρφωση των δαπανών με τις εφαρμοστέες διατάξεις, συμπεριλαμβανόμενης της αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης.

Άρθρο 46

Εκκαθάριση μιας δαπάνης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης επαληθεύει την ύπαρξη των δικαιωμάτων του πιστωτή και τους όρους υπό τους οποίους η απαίτησή του καθίσταται απαιτητή, ενώ προσδιορίζει ή επαληθεύει την υπόσταση και το ύψος της απαίτησης. Κάθε εκκαθάριση δαπάνης προϋποθέτει την υποβολή των δικαιολογητικών που πιστοποιούν τα δικαιώματα του πιστωτή.

Η απόφαση εκκαθάρισης υλοποιείται με την υπογραφή ενός γραμματίου είσπραξης με «έγκριση πληρωμής» από τον αρμόδιο διατάκτη. Στα πλαίσια μη μηχανογραφικού συστήματος, το γραμμάτιο είσπραξης φέρει ως «έγκριση πληρωμής» τη σφραγίδα και την υπογραφή του αρμόδιου διατάκτη. Σε μηχανογραφικό σύστημα, η «έγκριση πληρωμής» παρέχεται με επικύρωση εκ μέρους του αρμόδιου διατάκτη καλυπτόμενη από τον προσωπικό του κωδικό πρόσβασης.

Άρθρο 47

Εντολή πληρωμής δαπάνης είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης παραγγέλλει στον υπόλογο, μέσω της έκδοσης εντάλματος πληρωμής, να πληρώσει το ποσό μιας δαπάνης την οποία έχει εκκαθαρίσει. Το ένταλμα πληρωμής φέρει ημερομηνία και την υπογραφή του αρμόδιου διατάκτη, και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, συνοδεύεται από βεβαίωση με την οποία πιστοποιείται η εγγραφή των περιουσιακών στοιχείων στα βιβλία απογραφής του άρθρου 64.

Η πληρωμή των δαπανών πραγματοποιείται από τον υπόλογο, εντός του ορίου των διαθέσιμων πιστώσεων.

Άρθρο 48

Οι πράξεις εκκαθάρισης, εντολής πληρωμής και πληρωμής των δαπανών πρέπει να εκτελούνται εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τις διατάξεις του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και των κανόνων εφαρμογής του.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Ο εσωτερικός ελεγκτής

Άρθρο 49

Τα καθήκοντα εσωτερικού ελεγκτή στους οργανισμούς ασκούνται από τον εσωτερικό ελεγκτή της Επιτροπής.

Ο εσωτερικός ελεγκτής της Επιτροπής ασκεί έναντι των οργανισμών τις ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες που του ανατίθενται έναντι των υπηρεσιών της Επιτροπής σύμφωνα με τα άρθρα 85 και 86 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού. Εκθέτει στη διευθύνουσα επιτροπή και στον διευθυντή τις διαπιστώσεις και τις συστάσεις του. Οι παράγοντες αυτοί φροντίζουν για τη λήψη των συνακόλουθων μέτρων βάσει των συστάσεων που διατυπώνονται μετά τους εσωτερικούς ελέγχους, και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή. Ο εσωτερικός ελεγκτής υποβάλλει στον οργανισμό, με κοινοποίηση στην Επιτροπή, ετήσια έκθεση, στην οποία αναφέρει τον αριθμό και το είδος των πραγματοποιηθέντων ελέγχων, τις διατυπωθείσες συστάσεις και τα μέτρα που ελήφθησαν βάσει των συστάσεων αυτών.

Η ευθύνη του εσωτερικού ελεγκτή, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 87 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

Ο οργανισμός διαβιβάζει ετησίως προς την αρχή την αρμόδια για την απαλλαγή και προς την Επιτροπή έκθεση συντασσόμενη από τον διευθυντή του οργανισμού, η οποία συνοψίζει τον αριθμό και το είδος των πραγματοποιηθέντων από τον εσωτερικό ελεγκτή ελέγχων, τις διατυπωθείσες συστάσεις και τα μέτρα που ελήφθησαν βάσει των συστάσεων αυτών.



ΤΙΤΛΟΣ V

ΑΝΑΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

Άρθρο 50

1.  Όσον αφορά την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων στο πλαίσιο της λειτουργίας του οργανισμού, εφαρμόζονται οι προσήκουσες διατάξεις του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002.

2.  Οι εκτελεστικοί οργανισμοί μπορούν να ζητήσουν να λάβουν μέρος, με την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής, στην ανάθεση συμβάσεων της Επιτροπής ή διοργανικών συμβάσεων.

3.  Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για την προμήθεια αγαθών, την παροχή υπηρεσιών ή την εκτέλεση έργων που είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν από την Επιτροπή ή από διοργανικές υπηρεσίες, οι εκτελεστικοί οργανισμοί αποτείνονται, κατά προτεραιότητα, σε αυτές πριν να προσφύγουν σε διαδικασία ανάθεσης σύμβασης.



ΤΙΤΛΟΣ VI

ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Απόδοση των λογαριασμών

Άρθρο 51

Οι λογαριασμοί του οργανισμού περιλαμβάνουν τις δημοσιονομικές καταστάσεις και τις καταστάσεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού, συνοδεύονται δε από έκθεση δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής διαχείρισης για το εκάστοτε οικονομικό έτος.

Άρθρο 52

Οι λογαριασμοί πρέπει να είναι τακτικοί, ειλικρινείς και πλήρεις, και να παρουσιάζουν πιστή απεικόνιση:

α) όσον αφορά τις δημοσιονομικές καταστάσεις, των στοιχείων ενεργητικού, παθητικού, των εσόδων και εξόδων, των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δεν περιλαμβάνονται στο ενεργητικό και στο παθητικό, καθώς και των ταμειακών ροών·

β) όσον αφορά τις καταστάσεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού, των στοιχείων εκτέλεσης του προϋπολογισμού ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

Άρθρο 53

Οι δημοσιονομικές καταστάσεις καταρτίζονται βάσει των εν γένει παραδεκτών λογιστικών αρχών, όπως αυτές προσδιορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2342/2002, δηλαδή των αρχών της συνέχειας των δραστηριοτήτων, της σύνεσης, της σταθερότητας των λογιστικών μεθόδων, της συγκρισιμότητας των πληροφοριών, της σχετικής σημασίας, του μη συμψηφισμού, της υπεροχής της πραγματικότητας έναντι της φαινομενικής κατάστασης, της αυτοτέλειας των χρήσεων.

Άρθρο 54

Σύμφωνα με την αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων, οι δημοσιονομικές καταστάσεις λαμβάνουν υπόψη τα έσοδα και τα έξοδα που αφορούν το εκάστοτε οικονομικό έτος, ανεξάρτητα από την ημερομηνία πληρωμής ή είσπραξης.

Η αξία των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού προσδιορίζεται σε συνάρτηση με τους κανόνες αποτίμησης τους καθοριζόμενους από τις λογιστικές μεθόδους που προβλέπονται στο άρθρο 59.

Άρθρο 55

Οι δημοσιονομικές καταστάσεις καταρτίζονται σε ευρώ και περιλαμβάνουν:

α) τον ισολογισμό και τον λογαριασμό οικονομικού αποτελέσματος, οι οποίοι παρουσιάζουν την περιουσιακή και χρηματοοικονομική κατάσταση καθώς και το οικονομικό αποτέλεσμα στις 31 Δεκεμβρίου του διαρρεύσαντος έτους. Παρουσιάζονται με τη δομή που καθορίζεται στην οδηγία του Συμβουλίου σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς ορισμένων κατηγοριών εταιρειών, με γνώμονα ωστόσο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δραστηριοτήτων του οργανισμού·

β) τον πίνακα ταμειακών ροών, ο οποίος εμφανίζει τις εισπράξεις και τις εκταμιεύσεις του οικονομικού έτους, καθώς και την τελική ταμειακή κατάσταση·

γ) την κατάσταση μεταβολών των ιδίων κεφαλαίων, η οποία παρουσιάζει λεπτομερώς τις αυξήσεις και τις μειώσεις που σημειώθηκαν κατά το οικονομικό έτος σε καθένα από τα στοιχεία των λογαριασμών κεφαλαίου.

Το παράρτημα των δημοσιονομικών καταστάσεων συμπληρώνει και σχολιάζει τα παρεχόμενα στοιχεία και παρέχει όλες τις συμπληρωματικές πληροφορίες τις οποίες απαιτεί η διεθνώς παραδεκτή λογιστική πρακτική, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι συναφείς προς τις δραστηριότητες του οργανισμού.

Άρθρο 56

Οι καταστάσεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού παρουσιάζονται σε ευρώ. Περιλαμβάνουν δε:

α) τον λογαριασμό δημοσιονομικού αποτελέσματος, ο οποίος ανακεφαλαιώνει όλες τις δημοσιονομικές πράξεις του οικονομικού έτους ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες, και έχει την ίδια δομή με τον προϋπολογισμό καθεαυτό·

β) το παράρτημα του λογαριασμού δημοσιονομικού αποτελέσματος, το οποίο συμπληρώνει και σχολιάζει τα στοιχεία του εν λόγω λογαριασμού.

Άρθρο 57

Οι λογαριασμοί του οργανισμού ενοποιούνται με εκείνους της Επιτροπής, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003, καθώς και σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

α) το αργότερο την 1η Μαρτίου μετά το οικονομικό έτος που έκλεισε, η διευθύνουσα επιτροπή γνωστοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς μαζί με την έκθεση δημοσιονομικής και οικονομικής διαχείρισης για το οικονομικό έτος αναφοράς, στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο·

β) η διευθύνουσα επιτροπή εγκρίνει, βάσει του σχεδίου που καταρτίζεται από τον διευθυντή, τους οριστικούς λογαριασμούς του οργανισμού και τους διαβιβάζει, το αργότερο την 1η Ιουλίου μετά το οικονομικό έτος που έκλεισε, στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο·

γ) οι οριστικοί λογαριασμοί του οργανισμού, ενοποιημένοι με εκείνους της Επιτροπής, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέχρι τις 31 Οκτωβρίου μετά το οικονομικό έτος που έκλεισε·

δ) το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου, ο διευθυντής αποστέλλει προς το Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση επί των τυχόν παρατηρήσεών που αυτό διατυπώνει στο πλαίσιο της έκθεσής που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Λογιστική

Άρθρο 58

1.  Η λογιστική του οργανισμού είναι το σύστημα οργάνωσης των δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών πληροφοριών που επιτρέπει τη συγκέντρωση, ταξινόμηση και καταχώριση αριθμητικών δεδομένων.

Η λογιστική αποτελείται από τη γενική λογιστική και την λογιστική του προϋπολογισμού. Αυτές οι δύο μορφές λογιστικής τηρούνται ανά ημερολογιακό έτος, σε ευρώ.

Τα δεδομένα της γενικής λογιστικής και της λογιστικής του προϋπολογισμού εγκρίνονται κατά το κλείσιμο του οικονομικού έτους, με σκοπό την κατάρτιση των λογαριασμών που αναφέρονται στο κεφάλαιο 1.

2.  Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει την τήρηση, από μέρους του διατάκτη, και αναλυτικής λογιστικής.

Άρθρο 59

Οι λογιστικοί κανόνες και μέθοδοι, καθώς και το εναρμονισμένο λογιστικό σχέδιο προς εφαρμογή από τον οργανισμό εγκρίνονται από τον υπόλογο της Επιτροπής, κατ' αναλογία προς το άρθρο 133 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

Άρθρο 60

Η γενική λογιστική καταγράφει με χρονολογική σειρά, και βάσει της μεθόδου της διπλής λογιστικής, τα συμβάντα και τις πράξεις που επηρεάζουν την οικονομική, χρηματοοικονομική και περιουσιακή κατάσταση του οργανισμού.

Άρθρο 61

Οι διάφορες κινήσεις ανά λογαριασμό, καθώς και τα υπόλοιπά τους, εγγράφονται στα λογιστικά βιβλία.

Κάθε λογιστική εγγραφή, συμπεριλαμβανομένων και των λογιστικών διορθώσεων, βασίζεται σε δικαιολογητικά, στα οποία και παραπέμπει. Το λογιστικό σύστημα πρέπει να επιτρέπει την απεικόνιση όλων των λογιστικών εγγραφών.

Άρθρο 62

Μετά το κλείσιμο του οικονομικού έτους, και μέχρι την ημερομηνία απόδοσης των οριστικών λογαριασμών, ο υπόλογος του οργανισμού προβαίνει στις διορθώσεις οι οποίες, χωρίς να συνεπάγονται εκταμίευση ή είσπραξη εις βάρος αυτού του οικονομικού έτους, είναι αναγκαίες για την τακτική, πιστή και ειλικρινή παρουσίαση των λογαριασμών.

Άρθρο 63

Η λογιστική του προϋπολογισμού επιτρέπει να παρακολουθείται λεπτομερώς η εκτέλεση του προϋπολογισμού. Η λογιστική του προϋπολογισμού καταγράφει όλες τις προβλεπόμενες στον τίτλο IV πράξεις εκτέλεσης του προϋπολογισμού ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

Άρθρο 64

Ο υπόλογος του οργανισμού τηρεί κατά ποσότητα και κατ' αξία, σύμφωνα με το υπόδειγμα που εγκρίνεται από τον υπόλογο της Επιτροπής, βιβλία απογραφής όλων των ενσώματων, άυλων και χρηματοοικονομικών παγίων στοιχείων που αποτελούν την περιουσία του οργανισμού. Ο υπόλογος του οργανισμού επαληθεύει τη συμφωνία μεταξύ των εγγραφών των βιβλίων απογραφής και της πραγματικότητας.

Οι πωλήσεις κινητών αποτελούν αντικείμενο κατάλληλης δημοσιοποίησης.



ΤΙΤΛΟΣ VII

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΗ

Άρθρο 65

Το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει τους λογαριασμούς του οργανισμού σύμφωνα με το άρθρο 248 της συνθήκης ΕΚ.

Τον έλεγχο που πραγματοποιείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο διέπουν τα άρθρα 139 έως 144 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

Η διευθύνουσα επιτροπή γνωστοποιεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο τον οριστικά εγκριθέντα προϋπολογισμό. Ενημερώνει δε το ταχύτερο δυνατόν το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με όλες τις αποφάσεις και πράξεις του κατ' εφαρμογή των άρθρων 15, 18, 26 και 31.

Άρθρο 66

Μετά από σύσταση του Συμβουλίου, το οποίο τη διατυπώνει με ειδική πλειοψηφία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβαίνει στην απαλλαγή του διευθυντή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού λειτουργίας του οικονομικού έτους N, και τούτο το αργότερο τις 29 Απριλίου του έτους Ν+2.

Η απόφαση απαλλαγής αφορά τους λογαριασμούς για όλα τα έσοδα και δαπάνες του οργανισμού, καθώς και το υπόλοιπο που προκύπτει από αυτούς, όπως και το ενεργητικό και το παθητικό του οργανισμού που εμφανίζονται στον δημοσιονομικό ισολογισμό. Η απαλλαγή αυτή χορηγείται ταυτόχρονα με εκείνη που αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ενόψει της χορήγησης της απαλλαγής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξετάζει, μετά το Συμβούλιο, τους λογαριασμούς, τις δημοσιονομικές καταστάσεις και τον ισολογισμό του οργανισμού. Εξετάζει επίσης την έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου που προβλέπεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 58/2003, συνοδευόμενη από τις συναφείς απαντήσεις του διευθυντή.

Ο διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετά από αίτημά του και με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 146 παράγραφος 3 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε στοιχείο που απαιτείται για την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής για το οικείο οικονομικό έτος.

Άρθρο 67

Ο διευθυντής και η Επιτροπή λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να ανταποκριθεί στις παρατηρήσεις που συνοδεύουν την απόφαση απαλλαγής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και στα σχόλια που συνοδεύουν τη σύσταση απαλλαγής που έχει εκδοθεί από το Συμβούλιο.

Μετά από σχετικό αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, ο διευθυντής συντάσσει έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ως επακόλουθα των ως άνω παρατηρήσεων και σχολίων. Αφού προηγουμένως την αποστείλει στην Επιτροπή, διαβιβάζει αντίγραφο της έκθεσης αυτής στο Ελεγκτικό Συνέδριο.



ΤΙΤΛΟΣ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 68

Οι προθεσμίες που καθορίζονται στο άρθρο 57 εφαρμόζονται για πρώτη φορά για το οικονομικό έτος 2005.

Για τα προγενέστερα οικονομικά έτη, οι προθεσμίες αυτές καθορίζονται αντίστοιχα ως εξής:

α) 15 Σεπτεμβρίου για το άρθρο 57 στοιχείο β)·

β) 30 Νοεμβρίου για το άρθρο 57 στοιχείο γ)·

γ) 31 Οκτωβρίου για το άρθρο 57 στοιχείο δ).

Οι διατάξεις του τίτλου VΙ εφαρμόζονται σταδιακά, σε συνάρτηση με τις τεχνικές δυνατότητες, με σκοπό την πλήρη εφαρμογή τους για το οικονομικό έτος 2005.

Άρθρο 69

Για τα δημοσιονομικά ζητήματα που εμπίπτουν στις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή έχουν εξουσιοδοτηθεί να αποκτούν όλα τα αναγκαία πληροφοριακά στοιχεία και δικαιολογητικά.

Άρθρο 70

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.



( 1 ) ΕΕ L 11 της 16.1.2003, σ. 1.

( 2 ) ΕΕ L 248 της 16.9.2002, σ. 1.

( 3 ) ΕΕ L 357 της 31.12.2002, σ. 1.

Top