EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02004R0273-20131230

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 273/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004 περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2004/273/2013-12-30

2004R0273 — EL — 30.12.2013 — 002.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 273/2004 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Φεβρουαρίου 2004

περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

(ΕΕ L 047 της 18.2.2004, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

 M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 219/2009 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 11ης Μαρτίου 2009

  L 87

109

31.3.2009

►M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΕ) αριθ. 1258/2013 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 20ής Νοεμβρίου 2013

  L 330

21

10.12.2013




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 273/2004 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 11ης Φεβρουαρίου 2004

περί των προδρόμων ουσιών των ναρκωτικών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)



ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 95,

την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 2 ),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης ( 3 ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της παράνομης εμπορίας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, που συνομολογήθηκε στη Βιέννη στις 19 Δεκεμβρίου 1988, στο εξής αποκαλούμενη «σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών», συνήφθη από την Κοινότητα, με την απόφαση 90/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 4 ).

(2)

Οι απαιτήσεις του άρθρου 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, όσον αφορά το εμπόριο προδρόμων ουσιών (δηλαδή ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών) εφαρμόζονται, όσον αφορά το εμπόριο μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών, με βάση τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3677/90 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1990, για τη θέσπιση μέτρων για την πρόληψη της διοχέτευσης ορισμένων ουσιών στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών ( 5 ).

(3)

Το άρθρο 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών προβλέπει τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων για την παρακολούθηση της παρασκευής και διανομής προδρόμων ουσιών. Τούτο προϋποθέτει τη λήψη μέτρων για το εμπόριο προδρόμων ουσιών μεταξύ κρατών μελών. Τέτοια μέτρα θεσπίσθηκαν με την οδηγία 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με την παρασκευή και τη διάθεση στην αγορά ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών ( 6 ). Για την καλύτερη διασφάλιση της ταυτόχρονης εφαρμογής εναρμονισμένων κανόνων σε όλα τα κράτη μέλη, κρίνεται ότι ένας κανονισμός αποτελεί πιο ενδεδειγμένο μέσο από την ισχύουσα οδηγία.

(4)

Στο πλαίσιο της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σημαντικό η οδηγία 92/109/ΕΟΚ να μετατραπεί σε κανονισμό, δεδομένου ότι κάθε τροποποίηση της εν λόγω οδηγίας και των παραρτημάτων της θα είχε ως συνέπεια να προκαλέσει τη λήψη εθνικών μέτρων εφαρμογής σε 25 κράτη μέλη.

(5)

Η επιτροπή ναρκωτικών των Ηνωμένων Εθνών, με αποφάσεις που έλαβε κατά την 35η σύνοδό της το 1992, συμπεριέλαβε επιπλέον ουσίες στους πίνακες του παραρτήματος της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών. Στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να προβλεφθούν αντίστοιχες διατάξεις με σκοπό τον εντοπισμό τυχόν περιστατικών παράνομης διοχέτευσης πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών στην Κοινότητα και την εξασφάλιση της εφαρμογής κοινών κανόνων παρακολούθησης στην κοινοτική αγορά.

(6)

Οι διατάξεις του άρθρου 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών βασίζονται σε σύστημα παρακολούθησης του εμπορίου των εν λόγω ουσιών. Το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου των ουσιών αυτών είναι απολύτως νόμιμο. Τα συνοδευτικά έγγραφα των αποστολών και η επισήμανση των ουσιών αυτών θα πρέπει να είναι αρκούντως σαφή. Επιπλέον, ταυτόχρονα με την παροχή των αναγκαίων μέσων δράσης στις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να δημιουργηθούν, σύμφωνα με το πνεύμα της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, μηχανισμοί βασιζόμενοι στη στενή συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις και στην ανάπτυξη συστημάτων συλλογής πληροφοριών.

(7)

Τα μέτρα που ισχύουν για το έλαιο σασσάφρου ερμηνεύονται σήμερα με διαφορετικούς τρόπους στην Κοινότητα, δεδομένου ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, θεωρείται ως μείγμα που περιέχει σαφρόλη, και κατά συνέπεια, ελέγχεται, ενώ σε άλλα κράτη μέλη θεωρείται ως φυσικό προϊόν μη ελεγχόμενο. Η προσθήκη στον ορισμό της «διαβαθμισμένης ουσίας» μίας αναφοράς στα φυσικά προϊόντα θα επιλύσει αυτή την ασυμφωνία και, επομένως, θα επιτρέψει την εφαρμογή ελέγχων στο έλαιο σασσάφρου ο ορισμός θα πρέπει να καλύπτει μόνο τα φυσικά προϊόντα από τα οποία μπορούν εύκολα να εξαχθούν διαβαθμισμένες ουσίες.

(8)

Οι ουσίες που χρησιμοποιούνται συνήθως στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών θα πρέπει να απαριθμούνται σε παράρτημα.

(9)

Θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι η παρασκευή ή η χρήση ορισμένων διαβαθμισμένων ουσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, προϋποθέτει την κατοχή άδειας. Επιπλέον, η προμήθεια τέτοιων ουσιών θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο εφόσον τα άτομα στα οποία πρόκειται να παραδοθούν οι εν λόγω ουσίες είναι κάτοχοι άδειας ή έχουν υπογράψει δήλωση πελάτη. Στο παράρτημα ΙΙΙ, θα πρέπει να καθορισθούν οι αναλυτικοί κανόνες για τη δήλωση πελάτη.

(10)

Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι επιχειρήσεις να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τις ύποπτες συναλλαγές που αφορούν τις διαβαθμισμένες ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι.

(11)

Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου να διασφαλίζεται ο καλύτερος έλεγχος του ενδοκοινοτικού εμπορίου των διαβαθμισμένων ουσιών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι.

(12)

Όλες οι συναλλαγές που οδηγούν στη διάθεση στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι, θα πρέπει να τεκμηριώνονται δεόντως. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές τυχόν ύποπτες συναλλαγές που αφορούν τις ουσίες που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι. Ωστόσο, θα πρέπει να ισχύουν εξαιρέσεις για τις συναλλαγές που αφορούν τις ουσίες της κατηγορίας 2 του παραρτήματος Ι, εφόσον οι ποσότητες που αφορούν οι εν λόγω συναλλαγές δεν υπερβαίνουν εκείνες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ.

(13)

Σημαντικός αριθμός άλλων ουσιών, πολλές από τις οποίες αποτελούν αντικείμενο νόμιμου εμπορίου σε μεγάλες ποσότητες, έχουν αναγνωρισθεί ως πρόδρομες ουσίες που χρησιμοποιούνται στην παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Η υπαγωγή των εν λόγω ουσιών στους ίδιους αυστηρούς ελέγχους με εκείνους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, θα αποτελούσε περιττό εμπόδιο στις συναλλαγές, αφού θα συνεπαγόταν την έκδοση αδειών λειτουργίας και την υποβολή εγγράφων για τις συναλλαγές. Επομένως, κρίνεται σκόπιμη η καθιέρωση ενός ελαστικότερου μηχανισμού σε κοινοτικό επίπεδο, μέσω του οποίου θα κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρόμοιες συναλλαγές.

(14)

Στο πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά των ναρκωτικών που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία ντα Φέιρα στις 19 και 20 Ιουνίου 2000, προβλέπεται η εισαγωγή διαδικασίας συνεργασίας. Για τη στήριξη αυτής της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της χημικής βιομηχανίας, ιδίως όσον αφορά τις ουσίες οι οποίες, παρόλο που δεν αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, θα πρέπει να εκπονηθούν κατευθυντήριες γραμμές ώστε να βοηθηθεί η χημική βιομηχανία.

(15)

Είναι σκόπιμο να προβλεφθεί ότι τα κράτη μέλη θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται για την παράβαση των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου ότι το εμπόριο πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών μπορεί να οδηγήσει στην παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την ευχέρεια να επιλέγουν τις πλέον αποτρεπτικές κυρώσεις που διαθέτει η εθνική τους νομοθεσία.

(16)

Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπισθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή ( 7 ).

(17)

Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η εναρμονισμένη παρακολούθηση της εμπορίας πρόδρομων ουσιών και η αποφυγή της διοχέτευσής του στην παράνομη παρασκευή συνθετικών ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, λόγω του διεθνούς και μεταβαλλόμενου χαρακτήρα του εμπορίου αυτού, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

(18)

Η οδηγία 92/109/ΕΟΚ, οι οδηγίες της Επιτροπής 93/46/ΕΟΚ ( 8 ), 2001/8/ΕΚ ( 9 ) και 2003/101/ΕΚ ( 10 ) και οι κανονισμοί της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1485/96 ( 11 ) και (ΕΚ) αριθ. 1533/2000 ( 12 ) θα πρέπει να καταργηθούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:



▼M2

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής και στόχοι

O παρών κανονισμός θεσπίζει εναρμονισμένα μέτρα για τον ενδοκοινοτικό έλεγχο και την παρακολούθηση εντός της Ένωσης ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών με σκοπό την πρόληψη της διοχέτευσης των εν λόγω ουσιών.

▼B

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

▼M2

α) «διαβαθμισμένες ουσίες»: κάθε ουσία που περιέχεται στο παράρτημα I και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών, συμπεριλαμβανομένων των μειγμάτων και των φυσικών προϊόντων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, αλλά εξαιρουμένων των μειγμάτων και φυσικών προϊόντων που περιέχουν διαβαθμισμένες ουσίες συνδυασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε οι διαβαθμισμένες ουσίες να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν εύκολα ή να εξαχθούν με εύχρηστα ή οικονομικά πρόσφορα μέσα, τα φαρμακευτικά προϊόντα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 13 ) και τα κτηνιατρικά φάρμακα όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 2 της οδηγίας 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 14

▼B

β) «μη διαβαθμισμένες ουσίες»: οι ουσίες που αν και δεν απαριθμούνται στο παράρτημα Ι, αναγνωρίζεται ότι έχουν χρησιμοποιηθεί στην παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών·

▼M2

γ) «διάθεση στην αγορά»: κάθε είδους προμήθεια, έναντι αμοιβής ή δωρεάν, διαβαθμισμένων ουσιών στην Ένωση ή η αποθήκευση, παρασκευή, παραγωγή, επεξεργασία, εμπορία, διανομή ή μεσιτεία των εν λόγω ουσιών με σκοπό τη διάθεσή τους στην Ένωση·

▼B

δ) «επιχείρηση»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δραστηριοποιείται στη διάθεση διαβαθμισμένων ουσιών στην αγορά·

ε) «διεθνής επιτροπή ελέγχου ναρκωτικών»: το όργανο που έχει συσταθεί με την ενιαία σύμβαση για τα ναρκωτικά του 1961, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο του 1972·

στ) «ειδική άδεια»: η άδεια που χορηγείται σε συγκεκριμένο τύπο επιχείρησης·

ζ) «ειδική καταχώριση»: η καταχώριση που γίνεται για συγκεκριμένο τύπο επιχείρησης·

▼M2

η) «χρήστης»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εκτός από επιχείρηση, που κατέχει μια διαβαθμισμένη ουσία και δραστηριοποιείται στη μεταποίηση, τυποποίηση, κατανάλωση, αποθήκευση, διατήρηση, κατεργασία, γέμισμα δοχείων, μεταφορά από το ένα δοχείο στο άλλο, ανάμειξη, μετατροπή ή οποιαδήποτε άλλη χρησιμοποίηση των διαβαθμισμένων ουσιών·

θ) «φυσικό προϊόν»: οργανισμός ή μέρος αυτού, υπό οποιαδήποτε μορφή, ή οποιεσδήποτε ουσίες απαντούν στη φύση όπως ορίζεται στο άρθρο 3 σημείο 39 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ).

▼B

Άρθρο 3

Προϋποθέσεις για τη διάθεση στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών

1.  Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να διαθέσουν στην αγορά διαβαθμισμένες ουσίες υπαγόμενες στις κατηγορίες 1 και 2 του παραρτήματος Ι, πρέπει να διορίζουν υπάλληλο υπεύθυνο για το εμπόριο διαβαθμισμένων ουσιών, να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές το όνομα και τα λοιπά στοιχεία του υπαλλήλου αυτού και να κοινοποιούν στις αρχές αυτές αμέσως κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των πληροφοριών αυτών. Ο υπάλληλος μεριμνά ώστε το εμπόριο διαβαθμισμένων ουσιών που διεξάγει η επιχείρηση να γίνεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Ο υπάλληλος εξουσιοδοτείται να εκπροσωπεί την επιχείρηση και να λαμβάνει τις απαραίτητες αποφάσεις προκειμένου να εκτελεί τα καθήκοντα που περιγράφονται ανωτέρω.

▼M2

2.  Οι επιχειρήσεις και οι χρήστες διαθέτουν άδεια που χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι προτού να έχουν τη δυνατότητα να κατέχουν ή να διαθέτουν στην αγορά διαβαθμισμένες ουσίες που υπάγονται στην κατηγορία 1 του παραρτήματος I. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χορηγούν ειδικές άδειες στα φαρμακεία, κτηνιατρεία, σε ορισμένους τύπους δημόσιων υπηρεσιών ή στις ένοπλες δυνάμεις. Οι εν λόγω ειδικές άδειες ισχύουν μόνο για τη χρήση των διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 1 του παραρτήματος I στο πλαίσιο των επίσημων καθηκόντων των οικείων επιχειρήσεων.

3.  Κάθε επιχείρηση που διαθέτει άδεια όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου προμηθεύει διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος I μόνο σε επιχειρήσεις ή χρήστες που διαθέτουν επίσης άδεια και έχουν υπογράψει δήλωση πελάτη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

▼B

4.  Οι αρμόδιες αρχές, κατά την εξέταση της δυνατότητας χορήγησης άδειας λαμβάνουν ιδίως υπόψη την ικανότητα και την ακεραιότητα του αιτούντος. Η άδεια δεν πρέπει να χορηγείται εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που θέτουν σε αμφισβήτηση την καταλληλότητα και την αξιοπιστία του αιτούντος ή του υπαλλήλου που είναι υπεύθυνος για το εμπόριο διαβαθμισμένων ουσιών. Η άδεια δύναται να αναστέλλεται ή να ανακαλείται από τις αρμόδιες αρχές οσάκις ευλόγως πιστεύεται ότι ο κάτοχος της άδειας δεν είναι πλέον αξιόπιστος και ικανός να κατέχει άδεια και ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια.

▼M2

5.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 8, οι αρμόδιες αρχές μπορούν είτε να περιορίζουν την περίοδο ισχύος της άδειας σε τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο ή να υποχρεώνουν τις επιχειρήσεις και τους χρήστες να καταδεικνύουν κατά διαστήματα όχι μεγαλύτερα των τριών ετών ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια. Στην άδεια αναφέρεται η πράξη ή οι πράξεις για τις οποίες ισχύει, καθώς και οι διαβαθμισμένες ουσίες τις οποίες αφορά. Οι αρμόδιες αρχές, καταρχήν, χορηγούν ειδικές άδειες επ’ αόριστον, αλλά δύνανται να τις αναστέλλουν ή να τις ανακαλούν όταν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο κάτοχος δεν είναι πλέον κατάλληλος να κατέχει άδεια ή ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια δεν πληρούνται πλέον.

6.  Οι επιχειρήσεις καταχωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες πριν από τη διάθεση στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 2 του παραρτήματος I. Από την 1η Ιουλίου 2015 οι χρήστες καταχωρίζονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένοι πριν αποκτήσουν τη δυνατότητα κατοχής διαβαθμισμένων ουσιών της υποκατηγορίας 2Α του παραρτήματος I. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να χορηγούν ειδικές καταχωρίσεις σε φαρμακεία, κτηνιατρεία, ορισμένες κατηγορίες δημόσιων αρχών ή ένοπλες δυνάμεις. Οι εν λόγω ειδικές καταχωρίσεις θεωρείται ότι ισχύουν μόνο για τη χρήση των διαβαθμισμένων ουσιών της κατηγορίας 2 του παραρτήματος I στο πλαίσιο των επίσημων καθηκόντων των οικείων επιχειρήσεων ή χρηστών.

6α.  Κάθε επιχείρηση που έχει καταχωριστεί προμηθεύει διαβαθμισμένες ουσίες της υποκατηγορίας 2Α του παραρτήματος I μόνο σε άλλες επιχειρήσεις ή χρήστες που έχουν επίσης καταχωριστεί και έχουν υπογράψει δήλωση πελάτη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

6β.  Οι αρμόδιες αρχές, κατά την εξέταση της δυνατότητας καταχώρισης, λαμβάνουν ιδίως υπόψη την ικανότητα και την ακεραιότητα του αιτούντος. Δεν χορηγούν καταχώριση εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που θέτουν σε αμφισβήτηση την καταλληλότητα και την αξιοπιστία του αιτούντος ή του υπαλλήλου που είναι υπεύθυνος για το εμπόριο διαβαθμισμένων ουσιών. Μπορούν να αναστέλλουν ή να ανακαλούν καταχώριση όταν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο κάτοχος δεν είναι πλέον κατάλληλος να είναι καταχωρισμένος ή ότι οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έγινε η καταχώριση δεν πληρούνται πλέον.

6γ.  Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ζητούν από τις επιχειρήσεις και τους χρήστες να καταβάλλουν τέλος για την αίτηση έκδοσης άδειας ή την αίτηση καταχώρισης.

Όταν προβλέπεται η καταβολή τέλους, οι αρμόδιες αρχές προσαρμόζουν το επίπεδο του τέλους αναλόγως του μεγέθους της επιχείρησης ή του χρήστη. Τα τέλη αυτά εισπράττονται κατά τρόπο που να μη δημιουργεί διακρίσεις και δεν υπερβαίνουν το κόστος εξέτασης της αίτησης.

7.  Οι αρμόδιες αρχές προσθέτουν τις επιχειρήσεις και τους χρήστες που έχουν λάβει την άδεια η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ή έχουν καταχωριστεί όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 13α.

8.  Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α όσον αφορά τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις:

α) για τη χορήγηση της άδειας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να παρασχεθούν·

β) για την καταχώριση που αναφέρεται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πρέπει να παρασχεθούν·

γ) για την προσθήκη επιχειρήσεων και χρηστών που έχουν λάβει άδεια ή έχουν καταχωριστεί στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 13α, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου.

Οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β) του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου δεν περιλαμβάνουν τις ειδικές κατηγορίες δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 16 ).

▼B

Άρθρο 4

Δήλωση πελάτη

▼M2

1.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 6 και 14, κάθε επιχειρηματίας που είναι εγκατεστημένος εντός της Ένωσης ο οποίος προμηθεύει πελάτη με διαβαθμισμένη ουσία των κατηγοριών 1 ή 2 του παραρτήματος I λαμβάνει δήλωση πελάτη η οποία αναφέρει τη συγκεκριμένη χρήση ή χρήσεις των διαβαθμισμένων ουσιών. Η επιχείρηση λαμβάνει χωριστή δήλωση για κάθε διαβαθμισμένη ουσία. Η εν λόγω δήλωση είναι σύμφωνη με το υπόδειγμα που παρατίθεται στο σημείο 1 του παραρτήματος III. Στην περίπτωση νομικών προσώπων, η δήλωση γίνεται σε χαρτί με λογότυπο.

▼B

2.  Εναλλακτικά προς την προαναφερόμενη δήλωση μεμονωμένης συναλλαγής, η επιχείρηση που προμηθεύει τακτικά ένα πελάτη με διαβαθμισμένη ουσία που περιλαμβάνεται στην κατηγορία 2 του παραρτήματος Ι, μπορεί να αποδέχεται μία και μόνη δήλωση για περισσότερες συναλλαγές με αντικείμενο την εν λόγω διαβαθμισμένη ουσία, πραγματοποιούμενες κατά τη διάρκεια χρονικής περιόδου η οποία δεν υπερβαίνει το ένα έτος, εφόσον η επιχείρηση βεβαιώνεται ότι πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α) ο πελάτης έχει προμηθευθεί από την επιχείρηση την εν λόγω ουσία τουλάχιστον τρεις φορές κατά τους προηγούμενους δώδεκα μήνες·

β) η επιχείρηση δεν έχει λόγους να υποθέτει ότι η ουσία προορίζεται για παράνομη χρήση·

γ) οι παραγγελθείσες ποσότητες δεν υπερβαίνουν τη συνήθη κατανάλωση του συγκεκριμένου πελάτη.

Η δήλωση αυτή ανταποκρίνεται στο υπόδειγμα του σημείου 2 του παραρτήματος ΙΙΙ. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα, η δήλωση γίνεται σε ενεπίγραφο χάρτη.

▼M2

3.  Κάθε επιχείρηση που προμηθεύει διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 1 του παραρτήματος I θέτει τη σφραγίδα της και χρονοσήμαντρο επί αντιγράφου της δήλωσης πελάτη, ώστε να πιστοποιείται ότι αποτελεί ακριβές αντίγραφο του πρωτοτύπου. Το εν λόγω αντίγραφο πρέπει να συνοδεύει πάντα τις ουσίες της κατηγορίας 1 κατά τη διακίνησή τους εντός της Ένωσης και πρέπει να παρουσιάζεται στις αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο του περιεχομένου των οχημάτων που τις μεταφέρουν, κατόπιν αιτήσεως.

4.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α σχετικά με τις απαιτήσεις και τους όρους για την απόκτηση και τη χρήση δηλώσεων πελάτη.

▼B

Άρθρο 5

Έγγραφα

1.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι όλες οι συναλλαγές που οδηγούν στη διάθεση στην αγορά διαβαθμισμένων ουσιών των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι, συνοδεύονται από κατάλληλα έγγραφα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5. Η εν λόγω υποχρέωση δεν εφαρμόζεται σε όσες επιχειρήσεις διαθέτουν ειδικές άδειες ή υπόκεινται σε ειδική καταχώριση δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφοι 2 και 6, αντιστοίχως.

2.  Τα εμπορικά έγγραφα, όπως τιμολόγια, φορτωτικές, διοικητικά έγγραφα, έγγραφα μεταφοράς και άλλα έγγραφα αποστολής, πρέπει να περιλαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες ώστε να προσδιορίζονται με βεβαιότητα τα εξής:

α) η ονομασία της διαβαθμισμένης ουσίας, των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι·

β) η ποσότητα και το βάρος της διαβαθμισμένης ουσίας και, εφόσον αυτή συνίσταται σε μείγμα ή φυσικό προϊόν, η ποσότητα και το βάρος του μείγματος ή του φυσικού προϊόντος, καθώς και η ποσότητα και το βάρος ή το ποσοστό κατά βάρος της ουσίας ή των ουσιών των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι, οι οποίες περιέχονται στο μείγμα·

γ) το όνομα και η διεύθυνση του προμηθευτή, του διανομέα και του παραλήπτη και, ει δυνατόν, των λοιπών επιχειρήσεων που συμμετέχουν άμεσα στη συναλλαγή, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 στοιχεία γ) και δ).

3.  Στα έγγραφα πρέπει επιπλέον να περιέχεται δήλωση πελάτη, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4.

4.  Οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν τα λεπτομερή αρχεία για τις δραστηριότητές τους, στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την τήρηση των υποχρεώσεών τους δυνάμει της παραγράφου 1.

5.  Τα έγγραφα και τα αρχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 4, πρέπει να φυλάσσονται, για περίοδο τριών τουλάχιστον ετών από το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, και να είναι αμέσως διαθέσιμα για έλεγχο εκ μέρους των αρμόδιων αρχών, κατόπιν αιτήσεως.

6.  Τα έγγραφα μπορούν να φυλάσσονται επίσης υπό τη μορφή αντιγράφων ή υποθέματος εικόνων ή άλλης βάσης δεδομένων. Πρέπει να διασφαλίζεται ότι τα αποθηκευόμενα δεδομένα:

α) αντιστοιχούν με τα έγγραφα σε εμφάνιση και περιεχόμενο κατά την ανάγνωσή τους, και

β) είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα, μπορούν να αναγνωσθούν αμελλητί και να αναλυθούν ηλεκτρονικά για τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 5.

▼M2

7.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α σχετικά με τις απαιτήσεις και τους όρους για την τεκμηρίωση των μειγμάτων που περιέχουν τις διαβαθμισμένες ουσίες.

▼B

Άρθρο 6

Εξαιρέσεις

Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4 και 5 δεν ισχύουν για τις συναλλαγές που αφορούν διαβαθμισμένες ουσίες της κατηγορίας 2 του παραρτήματος Ι, εφόσον οι οικείες ποσότητες δεν υπερβαίνουν εκείνες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ για περίοδο ενός έτους.

Άρθρο 7

Επισήμανση

Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι τοποθετούνται ετικέτες στις διαβαθμισμένες ουσίες των κατηγοριών 1 και 2 του παραρτήματος Ι πριν από την προμήθειά τους. Στις εν λόγω ετικέτες πρέπει να αναγράφονται οι ονομασίες των ουσιών, όπως αυτές περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι. Οι επιχειρήσεις μπορούν επιπλέον να τοποθετούν τις συνήθεις ετικέτες τους.

▼M2

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α σχετικά με τις απαιτήσεις και τους όρους για την επισήμανση των μειγμάτων που περιέχουν τις διαβαθμισμένες ουσίες.

▼M2

Άρθρο 8

Γνωστοποίηση στις αρμόδιες αρχές

1.  Οι επιχειρήσεις γνωστοποιούν αμέσως στις αρμόδιες αρχές κάθε περιστατικό, όπως ασυνήθεις παραγγελίες ή συναλλαγές διαβαθμισμένων ουσιών που πρόκειται να διατεθούν στην αγορά, οι οποίες δείχνουν ότι οι ουσίες αυτές μπορεί να εκτραπούν για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών. Για τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις παρέχουν κάθε διαθέσιμη πληροφορία που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν τη νομιμότητα της σχετικής παραγγελίας ή συναλλαγής.

2.  Οι επιχειρήσεις παρέχουν στις αρμόδιες αρχές σε συνοπτική μορφή σχετικές πληροφορίες σε περιληπτική μορφή όσον αφορά τις συναλλαγές τους με αντικείμενο διαβαθμισμένες ουσίες.

3.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α σχετικά με τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις παροχής πληροφοριών εκ μέρους των επιχειρήσεων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται απαραίτητο, των κατηγοριών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τον σκοπό αυτό και των διασφαλίσεων όσον αφορά την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

4.  Οι επιχειρήσεις δεν γνωστοποιούν κανένα δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού σε άλλους εκτός από τις αρμόδιες αρχές.

▼B

Άρθρο 9

Κατευθυντήριες γραμμές

▼M2

1.  Η Επιτροπή καταρτίζει και επικαιροποιεί κατευθυντήριες γραμμές, προκειμένου να διευκολύνεται η συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των επιχειρήσεων και της χημικής βιομηχανίας, ιδίως για τις μη διαβαθμισμένες ουσίες.

▼B

2.  Οι κατευθυντήριες γραμμές παρέχουν κυρίως:

α) πληροφορίες για τον τρόπο αναγνώρισης και κοινοποίησης ύποπτων συναλλαγών·

β) κατάλογο, που ενημερώνεται τακτικά, των μη διαβαθμισμένων ουσιών ώστε η βιομηχανία να είναι σε θέση να παρακολουθεί σε εκούσια βάση το εμπόριο των ουσιών αυτών·

γ) άλλες πληροφορίες που ενδεχομένως κρίνονται χρήσιμες.

3.  Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι κατευθυντήριες γραμμές και ο κατάλογος των μη διαβαθμισμένων ουσιών διανέμονται τακτικά κατά τον τρόπο που θεωρούν ενδεδειγμένο οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τους στόχους των κατευθυντήριων γραμμών.

Άρθρο 10

Εξουσίες και υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών

1.  Για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των άρθρων 3 έως 8, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να ασκούν τα καθήκοντα ελέγχου και εποπτείας, και ιδίως:

α) να συλλέγουν πληροφορίες για οποιαδήποτε παραγγελία διαβαθμισμένων ουσιών ή πράξη που αφορά διαβαθμισμένες ουσίες·

▼M2

β) να έχουν πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους των επιχειρήσεων και των χρηστών για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για παρατυπίες·

γ) όπου κρίνεται αναγκαίο, να δεσμεύουν και να κατάσχουν τις αποστολές που δεν συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.

2.  Κάθε κράτος μέλος δύναται να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα, ώστε να είναι οι αρμόδιες αρχές σε θέση να ελέγχουν και να παρακολουθούν τις ύποπτες συναλλαγές που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες και ιδίως:

α) να συλλέγουν πληροφορίες για οποιαδήποτε παραγγελία ή πράξη που αφορά μη διαβαθμισμένες ουσίες·

β) να έχουν πρόσβαση στους επαγγελματικούς χώρους για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για τις ύποπτες συναλλαγές που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες·

γ) όπου κρίνεται αναγκαίο, να δεσμεύουν και να κατάσχουν αποστολές για την πρόληψη της χρήσης συγκεκριμένων μη διαβαθμισμένων ουσιών για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών.

3.  Οι αρμόδιες αρχές σέβονται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των επαγγελματικών πληροφοριών.

▼B

Άρθρο 11

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής

1.  Κάθε κράτος μέλος ορίζει την αρμόδια αρχή ή αρχές που είναι υπεύθυνες για τη διασφάλιση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

2.  Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και με την επιφύλαξη του άρθρου 15, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων ( 17 ), και ιδίως οι διατάξεις περί του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών. Η αρμόδια αρχή ή αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ενεργούν ως αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97.

Άρθρο 12

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

▼M2

Άρθρο 13

Ανακοινώσεις των κρατών μελών

1.  Προκειμένου να καταστεί δυνατή οιαδήποτε αναγκαία αναπροσαρμογή των διατάξεων για την παρακολούθηση του εμπορίου διαβαθμισμένων ουσιών και μη διαβαθμισμένων ουσιών, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανακοινώνουν, εγκαίρως, κάθε χρόνο στην Επιτροπή, σε ηλεκτρονική μορφή και μέσω της ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 13/13α, κάθε πληροφορία σχετική με την εφαρμογή των μέτρων παρακολούθησης που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ιδίως όσον αφορά τις ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών, καθώς και τις μεθόδους εκτροπής και παράνομης παρασκευής και του νόμιμου εμπορίου τους.

2.  Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων και προϋποθέσεων παροχής εκ μέρους των επιχειρήσεων των κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου πληροφοριών.

3.  Η Επιτροπή υποβάλλει στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου Ναρκωτικών περίληψη των ανακοινώσεων που διενεργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 12 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών και μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη.

Άρθρο 13α

Ευρωπαϊκή βάση δεδομένων σχετικά με τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών

1.  Η Επιτροπή καταρτίζει ευρωπαϊκή βάση δεδομένων σχετικά με τις πρόδρομες ουσίες των ναρκωτικών που επιτελεί τις εξής λειτουργίες:

α) διευκολύνει τη διαβίβαση πληροφοριών, ει δυνατόν με συγκεντρωτικό και ανώνυμο τρόπο, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1, τη σύνθεση και την ανάλυση αυτών των πληροφοριών στο επίπεδο της Ένωσης και την υποβολή εκθέσεων στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου Ναρκωτικών σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 3·

β) δημιουργεί ευρωπαϊκό μητρώο επιχειρήσεων και χρηστών, στους οποίους έχει χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 ή καταχώριση σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 6·

γ) επιτρέπει στις επιχειρήσεις να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές τους σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 σε ηλεκτρονική μορφή, όπως ορίζεται στα μέτρα εφαρμογής που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14.

Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα εισάγονται στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων μόνον μετά την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 8 και το άρθρο 8 παράγραφος 3.

2.  Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της ασφάλειας, της εμπιστευτικότητας και της ακρίβειας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων και για τη διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 18 ).

3.  Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, χρησιμοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεν διατηρούνται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από αυτό που απαιτείται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού. Απαγορεύεται η επεξεργασία των ειδικών κατηγοριών δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ και στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

4.  Η Επιτροπή παρέχει στο κοινό διεξοδική δήλωση απορρήτου σχετικά με την ευρωπαϊκή βάση δεδομένων σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001, που δημοσιοποιείται με σαφή και κατανοητό τρόπο.

Άρθρο 13β

Προστασία δεδομένων

1.  Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διενεργείται σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ και υπό την εποπτεία της αρχής ελέγχου του κράτους μέλους η οποία αναφέρεται στο άρθρο 28 της εν λόγω οδηγίας.

2.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την πρόληψη της εκτροπής διαβαθμισμένων ουσιών.

3.  Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Επιτροπή, μεταξύ άλλων και για τους σκοπούς της ευρωπαϊκής βάσης δεδομένων, διενεργείται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και υπό την εποπτεία του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

4.  Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποκλειστικά με τρόπο συμβατό προς τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 13α.

Άρθρο 14

Εκτελεστικές πράξεις

1.  Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει τις ακόλουθες εκτελεστικές πράξεις:

α) κανόνες για την υποβολή δήλωσης πελάτη που αναφέρεται στο άρθρο 4 σε ηλεκτρονική μορφή, εφόσον χρειάζεται·

β) κανόνες σχετικά με την παροχή των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2, μεταξύ άλλων σε ηλεκτρονική μορφή σε ευρωπαϊκή βάση δεδομένων, εφόσον χρειάζεται·

γ) διαδικαστικούς κανόνες για τη χορήγηση αδειών και καταχωρίσεων και για την προσθήκη επιχειρήσεων και χρηστών στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων όπως αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2, 6 και 7.

2.  Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο14α παράγραφος 2.

Άρθρο 14α

Διαδικασία επιτροπής

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 111/2005 του Συμβουλίου ( 19 ). Η εν λόγω επιτροπή είναι επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 20 ).

2.  Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 15

Προσαρμογή των παραρτημάτων

Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 15α, ώστε να προσαρμόζει τα παραρτήματα I, ΙΙ και ΙΙΙ στις νέες τάσεις στον τομέα της εκτροπής πρόδρομων ουσιών των ναρκωτικών και να ακολουθεί τυχόν τροποποιήσεις των πινάκων του παραρτήματος της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών.

Άρθρο 15α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.  Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, στο άρθρο 4 παράγραφος 4, στο άρθρο 5 παράγραφος 7, στο άρθρο 7 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 8 παράγραφος 3, στο άρθρο 13 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 ισχύει για περίοδο πέντε ετών από τις 30 Δεκεμβρίου 2013. Η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται αυτομάτως για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.  Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, στο άρθρο 4 παράγραφος 4, στο άρθρο 5 παράγραφος 7, στο άρθρο 7 δεύτερο εδάφιο, στο άρθρο 8 παράγραφος 3, στο άρθρο 13 παράγραφος 2 και στο άρθρο 15 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται στις διατάξεις της. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ήδη ισχύουν.

4.  Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

5.  Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 8, του άρθρου 4 παράγραφος 4, του άρθρου 5 παράγραφος 7, του άρθρου 7 δεύτερο εδάφιο, του άρθρου 8 παράγραφος 3, του άρθρου 13 παράγραφος 2 ή του άρθρου 15 τίθεται σε ισχύ μόνον εφόσον δεν έχουν αντιταχθεί σε αυτήν ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή εφόσον, πριν από την παρέλευση της εν λόγω χρονικής περιόδου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν αμφότερα ενημερώσει την Επιτροπή για το ότι δεν σκοπεύουν να προβάλουν αντίρρηση. Η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται κατά δύο μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 16

Πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη

1.  Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνουν κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και ιδίως τα μέτρα που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των άρθρων 10 και 12. Κοινοποιεί επίσης κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.  Η Επιτροπή γνωστοποιεί τις πληροφορίες αυτές στα υπόλοιπα κράτη μέλη.

3.  Η Επιτροπή, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή και τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού και, ειδικότερα, σχετικά με την πιθανή ανάγκη ανάληψης συμπληρωματικής δράσης για την παρακολούθηση και τον έλεγχο ύποπτων συναλλαγών που αφορούν μη διαβαθμισμένες ουσίες.

▼B

Άρθρο 17

Κατάργηση

1.  Η οδηγία 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου, οι οδηγίες της Επιτροπής 93/46/ΕΟΚ, 2001/8/ΕΚ και 2003/101/ΕΚ και οι κανονισμοί της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 1485/96 και (ΕΚ) αριθ. 1533/2000 καταργούνται.

2.  Οι παραπομπές στις καταργηθείσες οδηγίες ή κανονισμούς νοούνται ως παραπομπές στον παρόντα κανονισμό.

3.  Δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα των μητρώων που έχουν δημιουργηθεί, των αδειών που έχουν χορηγηθεί και των δηλώσεων πελάτη που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις καταργούμενες οδηγίες ή κανονισμούς.

Άρθρο 18

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις 18 Αυγούστου 2005, εκτός των άρθρων 9, 14 και 15, τα οποία τίθενται σε ισχύ την ημέρα της δημοσίευσης του παρόντος κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η θέσπιση των μέτρων που προβλέπονται στα άρθρα αυτά. Τα εν λόγω μέτρα τίθενται σε ισχύ το νωρίτερο στις 18 Αυγούστου 2005.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

▼M2

Κατάλογος διαβαθμισμένων ουσιών

▼B



ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εάν διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

Αριθ. CAS (2)

1-φαινυλο-2-προπανόνη

Φαινυλακετόνη

2914 31 00

103-79-7

Ακετυλανθρανιλικό οξύ

2-ακεταμιδοβενζοϊκό οξύ

2924 23 00

89-52-1

▼M2

Α-φαινυλακετοακετονιτρίλιο

 

2926 90 95

4468-48-8

▼B

Ισοσαφρόλη (cis + trans)

 

2932 91 00

120-58-1

3,4-μεθυλενοδιοξυφαινυλοπροπαν-2-όνη

1-(1,3-βενζοδιοξολ-5-υλο)προπαν-2-όνη

2932 92 00

4676-39-5

Πιπερονάλη

 

2932 93 00

120-57-0

Σαφρόλη

 

2932 94 00

94-59-7

Εφεδρίνη

 

2939 41 00

299-42-3

Ψευδοεφεδρίνη

 

2939 42 00

90-82-4

Νορεφεδρίνη

 

►M2  2939 44 00  ◄

14838-15-4

Εργομετρίνη

 

2939 61 00

60-79-7

Εργοταμίνη

 

2939 62 00

113-15-5

Λυσεργικό οξύ

 

2939 63 00

82-58-6

Οι στερεοϊσομερικές μορφές των απαριθμούμενων στην εν λόγω κατηγορία ουσιών δεν πρέπει να είναι καθίνη (3) όταν είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοιες μορφές.

Τα άλατα των απαριθμούμενων στην εν λόγω κατηγορία ουσιών οσάκις η ύπαρξη των εν λόγω αλάτων είναι δυνατή και δεν είναι άλατα καθίνης.

(1)   ΕΕ L 290 της 28.10.2002, σ. 1.

(2)   Ο αριθμός CAS είναι ο «αριθμός καταχώρισης της Υπηρεσίας Chemical Abstract», που είναι ένας ενιαίος αναγνωριστικός αριθμός ειδικός για κάθε ουσία και τη δομή της. Ο αριθμός CAS είναι ειδικός για κάθε ισομερές και για κάθε άλας κάθε ισομερούς, εξυπακουομένου ότι οι αριθμοί CAS για τα άλατα των ανωτέρω απαριθμούμενων ουσιών θα είναι διαφορετικοί από τους παρεχόμενους.

(3)   Ονομάζεται επίσης (+)-νορψευδοεφεδρίνη, κωδικός ΣΟ 2939 43 00 , αριθ. CAS 492-39-7.

▼M2

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2



ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2Α

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εφόσον διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

Αριθ. CAS (2)

Οξικός ανυδρίτης

 

2915 24 00

108-24-7

Τα άλατα των ουσιών που απαριθμούνται στην κατηγορία αυτή, όταν η ύπαρξή τους είναι δυνατή.



ΥΠΟΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2Β

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εφόσον διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

Αριθ. CAS (2)

Φαινυλοξικό οξύ

 

2916 34 00

103-82-2

Ανθρανιλικό οξύ

 

2922 43 00

118-92-3

Πιπεριδίνη

 

2933 32 00

110-89-4

Υπερμαγγανικά άλατα του καλίου

 

2841 61 00

7722-64-7

Τα άλατα των ουσιών που απαριθμούνται στην κατηγορία αυτή, όταν η ύπαρξή τους είναι δυνατή.

(1)   ΕΕ L 290 της 28.10.2002, σ. 1.

(2)   Ο αριθμός CAS είναι ο αριθμός μητρώου της «Chemical Abstracts Service», ο οποίος είναι ένας μοναδικός αριθμός αναγνώρισης που χαρακτηρίζει κάθε ουσία και τη δομή της. Ο αριθμός CAS χαρακτηρίζει κάθε ισομερές και κάθε άλας κάθε ισομερούς. Διευκρινίζεται ότι οι αριθμοί CAS για τα άλατα των προαναφερόμενων ουσιών είναι διαφορετικοί από τους αναγραφόμενους.

▼B



ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3

Ουσία

Χαρακτηρισμός ΣΟ

(εάν διαφέρει)

Κωδικός ΣΟ (1)

Αριθ. CAS (2)

Υδροχλωρικό οξύ

Χλωριούχο υδρογόνο

2806 10 00

7647-01-0

Θειϊκό οξύ

 

2807 00 10

7664-93-9

Τολουόλιο

 

2902 30 00

108-88-3

Αιθυλαιθέρας

Διαιθυλικός αιθέρας

2909 11 00

60-29-7

Ακετόνη

 

2914 11 00

67-64-1

Μεθυλαιθυλκετόνη

Βουτανόνη

2914 12 00

78-93-3

Τα άλατα των απαριθμούμενων στην εν λόγω κατηγορία ουσιών οσάκις η ύπαρξη των εν λόγω αλάτων είναι δυνατή και δεν είναι άλατα υδροχλωρικού οξέος και θειϊκού οξέος.

(1)   ΕΕ L 290 της 28.10.2002, σ. 1.

(2)   Ο αριθμός CAS είναι ο «αριθμός καταχώρισης της Υπηρεσίας Chemical Abstracts», που είναι ένας ενιαίος αναγνωριστικός αριθμός ειδικός για κάθε ουσία και τη δομή της. Ο αριθμός CAS είναι ειδικός για κάθε ισομερές και για κάθε άλας κάθε ισομερούς, εξυπακουομένου ότι οι αριθμοί CAS για τα άλατα των ανωτέρω απαριθμούμενων ουσιών θα είναι διαφορετικοί από τους παρεχόμενους.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II



Ουσία

Κατώφλιο

Οξικός ανυδρίτης

100 l

Υπερμαγγανικό κάλιο

100 kg

Ανθρανιλικό οξύ και τα άλατά του

1 kg

Φαινυλοξικό οξύ και τα άλατά του

1 kg

Πιπεριδίνη και τα άλατά της

0,5 kg




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

1.   Υπόδειγμα δήλωσης μεμονωμένων συναλλαγών (κατηγορία 1 ή 2)

image

►(1) M2  

2.   Υπόδειγμα δήλωσης πολλαπλών συναλλαγών (κατηγορία 2)

image



( 1 ) ΕΕ C 20 Ε της 28.1.2003, σ. 160.

( 2 ) ΕΕ C 95 της 23.4.2003, σ. 6.

( 3 ) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα), κοινή θέση του Συμβουλίου της 29ης Σεπτεμβρίου 2003 (ΕΕ C 277 Ε της 18.11.2003, σ. 31) και θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2003 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

( 4 ) ΕΕ L 326 της 24.11.1990, σ. 56.

( 5 ) ΕΕ L 357 της 20.12.1990, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1232/2002 της Επιτροπής (ΕΕ L 180 της 10.7.2002, σ. 5).

( 6 ) ΕΕ L 370 της 19.12.1992, σ. 76· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003. σ. 1).

( 7 ) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

( 8 ) Οδηγία 93/46/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1993, για την αντικατάσταση και τροποποίηση των παραρτημάτων της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 159 της 1.7.1993, σ. 134).

( 9 ) Οδηγία 2001/8/ΕΚ της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2001, για αντικατάσταση του παραρτήματος Ι της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 39 της 9.2.2001, σ. 31).

( 10 ) Οδηγία 2003/101/ΕΚ της Επιτροπής, της 3ης Νοεμβρίου 2003, για την τροποποίηση της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την παρασκευή και την εμπορία ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 286 της 4.11.2003, σ. 14).

( 11 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1485/96 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1996, περί καθορισμού λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις δηλώσεις του πελάτη σχετικά με τη συγκεκριμένη χρήση ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών (ΕΕ L 188 της 27.7.1996, σ. 28)· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1533/2000 (ΕΕ L 175 της 14.7.2000, σ. 75).

( 12 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1533/2000 της Επιτροπής, της 13ης Ιουλίου 2000, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1485/96 περί καθορισμού λεπτομερών κανόνων εφαρμογής της οδηγίας 92/109/ΕΟΚ του Συμβουλίου για τις δηλώσεις του πελάτη σχετικά με τη συγκεκριμένη χρήση ορισμένων ουσιών που χρησιμοποιούνται για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών.

( 13 ) Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).

( 14 ) Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 1).

( 15 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396 της 30.12.2006, σ. 1).

( 16 ) Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

( 17 ) ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 807/2003 (ΕΕ L 122 της 16.5.2003, σ. 36).

( 18 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

( 19 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 111/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για την παρακολούθηση του εμπορίου πρόδρομων ουσιών ναρκωτικών μεταξύ της Κοινότητας και τρίτων χωρών (ΕΕ L 22 της 26.1.2005, σ. 1).

( 20 ) Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους μηχανισμούς ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

( 21 ) ΕΕ L 290 της 28.10.2002, σ. 1.

( 22 ) Ο αριθμός CAS είναι ο αριθμός μητρώου της «Chemical Abstracts Service», ο οποίος είναι ένας μοναδικός αριθμός αναγνώρισης που χαρακτηρίζει κάθε ουσία και τη δομή της. Ο αριθμός CAS χαρακτηρίζει κάθε ισομερές και κάθε άλας κάθε ισομερούς. Διευκρινίζεται ότι οι αριθμοί CAS για τα άλατα των προαναφερόμενων ουσιών είναι διαφορετικοί από τους αναγραφόμενους.

Top