EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02002F0465-20220310

Consolidated text: Απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας (2002/465/ΔΕΥ)

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec_framw/2002/465/2022-03-10

02002F0465 — EL — 10.03.2022 — 001.001


Το κείμενο αυτό αποτελεί απλώς εργαλείο τεκμηρίωσης και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δεν φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του. Τα αυθεντικά κείμενα των σχετικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προοιμίων τους, είναι εκείνα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι διαθέσιμα στο EUR-Lex. Αυτά τα επίσημα κείμενα είναι άμεσα προσβάσιμα μέσω των συνδέσμων που περιέχονται στο παρόν έγγραφο

►B

ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 13ης Ιουνίου 2002

σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας

(2002/465/ΔΕΥ)

(ΕΕ L 162 της 20.6.2002, σ. 1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  αριθ.

σελίδα

ημερομηνία

►M1

ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2022/211 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 16ης Φεβρουαρίου 2022

  L 37

1

18.2.2022




▼B

ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 13ης Ιουνίου 2002

σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας

(2002/465/ΔΕΥ)



Άρθρο 1

Κοινές ομάδες έρευνας

1.  
Με αμοιβαία συμφωνία, οι αρμόδιες αρχές δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών μπορούν να συστήσουν κοινή ομάδα έρευνας για συγκεκριμένο σκοπό και για ορισμένη διάρκεια, δυνάμενη να παραταθεί με αμοιβαία συναίνεση, η οποία θα διεξαγάγει ποινικές έρευνες σε ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη που συνέστησαν την ομάδα. Η σύνθεση της ομάδας θα ορίζεται στη συμφωνία.

Κοινή ομάδα έρευνας μπορεί να συσταθεί, ιδίως, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) 

όταν έρευνες για ποινικά αδικήματα σε ένα κράτος μέλος προϋποθέτουν δύσκολες και απαιτητικές έρευνες που συνδέονται με άλλα κράτη μέλη·

β) 

όταν ορισμένα κράτη μέλη διεξάγουν έρευνες για ποινικά αδικήματα, στα οποία οι περιστάσεις της υπόθεσης απαιτούν συντονισμένη και εναρμονισμένη δράση στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Αίτηση για τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας μπορεί να υποβληθεί από οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο κράτος. Η ομάδα θα συσταθεί σε ένα από τα κράτη μέλη στα οποία αναμένεται να διεξαχθούν οι έρευνες.

2.  
Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στις οικείες διατάξεις του άρθρου 14 της ευρωπαϊκής σύμβασης αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και του άρθρου 37 της συνθήκης Μπενελούξ της 27ης Ιουνίου 1962, όπως τροποποιήθηκε από το πρωτόκολλο της 11ης Μαΐου 1974, στις αιτήσεις για τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας θα περιλαμβάνονται προτάσεις για τη σύνθεση της ομάδας.
3.  

Οι κοινές ομάδες έρευνας δρουν στην επικράτεια των κρατών μελών που τις συνέστησαν, υπό τις ακόλουθες γενικές προϋποθέσεις:

α) 

επικεφαλής της ομάδας τοποθετείται εκπρόσωπος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους, στο οποίο αυτή λειτουργεί, η οποία μετέχει στη διερεύνηση των εγκλημάτων. Ο (Η) επικεφαλής της ομάδας ενεργεί μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του (της) βάσει εθνικής νομοθεσίας·

β) 

η ομάδα διεξάγει τις εργασίες της σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών μελών στα οποία λειτουργεί. Τα μέλη της ομάδας εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό τη διεύθυνση του προσώπου που αναφέρεται στο στοιχείο α), λαμβάνοντας υπόψη τους όρους που έθεσαν οι δικές τους αρχές στη συμφωνία για τη σύσταση της ομάδας·

γ) 

το κράτος μέλος στο οποίο λειτουργεί η ομάδα προβαίνει στις οργανωτικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία της.

4.  
Στην παρούσα απόφαση πλαίσιο αναφέρονται ως «αποσπασμένα» τα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας που δεν προέρχονται από το κράτος μέλος στο οποίο λειτουργεί η ομάδα.
5.  
Τα αποσπασμένα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας έχουν το δικαίωμα να παρίστανται όταν διενεργούνται μέτρα έρευνας στο κράτος μέλος λειτουργίας. Εντούτοις, ο επικεφαλής της ομάδας μπορεί, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο λειτουργεί η ομάδα, να αποφασίσει διαφορετικά για συγκεκριμένους λόγους.
6.  
Στα αποσπασμένα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας μπορεί, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο λειτουργεί η ομάδα, να ανατίθεται από τον επικεφαλής της ομάδας η διενέργεια ορισμένων μέτρων έρευνας εφόσον αυτό έχει εγκριθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους λειτουργίας και από το αποσπόν κράτος μέλος.
7.  
Όταν, για τους σκοπούς της κοινής ομάδας έρευνας, απαιτούνται μέτρα έρευνας σε ένα από τα κράτη μέλη που την έχουν συγκροτήσει, τα μέλη που είναι αποσπασμένα στην ομάδα από το εν λόγω κράτος μέλος μπορούν να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του να προβούν σε αυτά τα μέτρα. Τα μέτρα αυτά εξετάζονται στο οικείο κράτος μέλος σύμφωνα με τους όρους οι οποίοι θα εφαρμόζονται εάν είχαν ζητηθεί στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας.
8.  
Όταν η κοινή ομάδα έρευνας χρειάζεται τη συνδρομή άλλου κράτους μέλους πέραν εκείνων που έχουν συγκροτήσει την ομάδα ή τρίτου κράτους, η αίτηση συνδρομής μπορεί να υποβληθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους λειτουργίας στις αρμόδιες αρχές του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους σύμφωνα με τις υφιστάμενες συμφωνίες ή ρυθμίσεις.
9.  
Μέλος της κοινής ομάδας έρευνας δύναται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του και μέσα στα όρια της αρμοδιότητάς του, να παρέχει στην ομάδα πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στο κράτος μέλος από το οποίο έχει αποσπασθεί, για τους σκοπούς των ποινικών ερευνών που διεξάγει η κοινή ομάδα.
10.  

Οι πληροφορίες, τις οποίες νομίμως απέκτησε το μέλος ή το αποσπασμένο μέλος κατά τη θητεία του ως μέλος της κοινής ομάδας έρευνας, και οι οποίες υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους ακόλουθους σκοπούς:

α) 

για τους σκοπούς για τους οποίους έχει συσταθεί η ομάδα·

β) 

για την ανίχνευση, τη διερεύνηση και τη δίωξη άλλων ποινικών αδικημάτων, εφόσον υπάρχει προηγούμενη συγκατάθεση του κράτους μέλους στο οποίο κατέστησαν διαθέσιμες οι πληροφορίες. Το κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί τη συγκατάθεσή του, μόνον αν πρόκειται για περιπτώσεις στις οποίες η χρήση αυτή θα έθετε σε κίνδυνο ποινικές έρευνες διεξαγόμενες στο έδαφός του ή ως προς τις οποίες το κράτος αυτό θα μπορούσε να αρνηθεί την παροχή αμοιβαίας συνδρομής·

γ) 

για την αποτροπή άμεσης και σοβαρής απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας, χωρίς αυτό να θίγει τα προβλεπόμενα στο στοιχείο β), εάν στη συνέχεια ξεκινήσει διερεύνηση ποινικού αδικήματος·

δ) 

για άλλους λόγους, στο βαθμό που αυτό συμφωνείται μεταξύ των κρατών μελών που συγκροτούν την ομάδα.

▼M1

Εφόσον οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για τους αναφερθέντες στο πρώτο εδάφιο στοιχεία β), γ) και δ) σκοπούς περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο σε συμφωνία με την οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 1 ), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 2 και το άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 3 αυτής.

▼B

11.  
Η παρούσα απόφαση πλαίσιο δεν θίγει άλλες υπάρχουσες διατάξεις ή ρυθμίσεις για τη σύσταση ή λειτουργία κοινών ομάδων έρευνας.
12.  
Στο βαθμό που οι νομοθεσίες των οικείων κρατών μελών ή διατάξεις νομικής πράξης ισχύουσας μεταξύ τους το επιτρέπουν, μπορούν να συμφωνηθούν ρυθμίσεις ούτως ώστε να μετέχουν στις δραστηριότητες της κοινής ομάδας έρευνας και άλλα πρόσωπα εκτός των εκπροσώπων των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που συνέστησαν την ομάδα. Στα πρόσωπα αυτά μπορούν, παραδείγματος χάριν, να περιλαμβάνονται υπάλληλοι οργάνων που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη συνθήκη. Τα δικαιώματα που παρέχονται στα μέλη ή τα αποσπασμένα μέλη της ομάδας δυνάμει της παρούσας απόφασης πλαισίου δεν ισχύουν για τα πρόσωπα αυτά, εκτός εάν ρητώς προβλέπεται άλλως από τη συμφωνία.

Άρθρο 2

Ποινική ευθύνη όσον αφορά υπαλλήλους

Κατά τις επιχειρήσεις που αναφέρει το άρθρο 1, υπάλληλοι κρατών μελών άλλων από το κράτος μέλος της επιχείρησης εξομοιούνται προς υπαλλήλους του κράτους της επιχείρησης όσον αφορά τις παραβάσεις των οποίων είναι ενδεχομένως θύματα ή τις οποίες ενδεχομένως θα διαπράξουν.

Άρθρο 3

Αστική ευθύνη όσον αφορά υπαλλήλους

1.  
Όταν σύμφωνα με το άρθρο 1 οι υπάλληλοι ενός κράτους μέλους βρίσκονται σε αποστολή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, το πρώτο κράτος μέλος ευθύνεται για τυχόν ζημίες τις οποίες προξενούν οι υπάλληλοι αυτοί κατά την εκτέλεση της αποστολής τους, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου δρουν.
2.  
Το κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου προκαλούνται οι ζημίες που αναφέρει η παράγραφος 1, υποχρεούται στην αποκατάσταση των ζημιών αυτών, υπό τους όρους που ισχύουν για τις ζημίες τις οποίες προκαλούν τα όργανα του κράτους αυτού.
3.  
Το κράτος μέλος, του οποίου τα όργανα προκαλούν ζημίες σε άλλον στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, καταβάλλει εξ ολοκλήρου το ποσό που το εν λόγω κράτος κατέβαλε στους παθόντες ή άλλους δικαιούχους.
4.  
Με την επιφύλαξη της άσκησης των δικαιωμάτων τoυ έναντι τρίτων και με την εξαίρεση της παραγράφoυ 3, κάθε κράτoς μέλoς παραιτείται, στην περίπτωση της παραγράφoυ 1, της δυνατότητας να ζητήσει από ένα άλλo κράτoς μέλoς την επιστρoφή τoυ πoσoύ των ζημιών πoυ υπέστη.

Άρθρο 4

Εφαρμογή

1.  
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης πλαίσιο ως την 1η Ιανουαρίου 2003.
2.  
Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Επιτροπή το κείμενο όλων των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρονται στην εθνική τους νομοθεσία οι υποχρεώσεις που τους επιβάλλονται από την απόφαση πλαίσιο. Η Επιτροπή, βασιζόμενη σε αυτά τα κείμενα και σε άλλα πληροφοριακά στοιχεία θα υποβάλει ως την 1η Ιουλίου 2004 στο Συμβούλιο έκθεση για τη λειτουργία της παρούσας απόφασης πλαίσιο. Το Συμβούλιο θα διαπιστώσει κατά πόσον τα κράτη μέλη θα έχουν συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση πλαίσιο.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος

Η απόφαση πλαίσιο αρχίζει να ισχύει την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα. Παύει να παράγει τα αποτελέσματά της όταν τεθεί πλήρως σε ισχύ σε όλα τα κράτη μέλη η σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.



( 1 ) Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).

Top