Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02002D0187-20090604

    Consolidated text: Απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος (2002/187/ΔΕΥ)

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2002/187/2009-06-04

    2002D0187 — EL — 04.06.2009 — 002.002


    Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

    ►B

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 28ης Φεβρουαρίου 2002

    σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος

    (2002/187/ΔΕΥ)

    (ΕΕ L 063, 6.3.2002, p.1)

    Τροποποιείται από:

     

     

    Επίσημη Εφημερίδα

      No

    page

    date

    ►M1

    ΑΠΌΦΑΣΗ 2003/659/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 18ης Ιουνίου 2003

      L 245

    44

    29.9.2003

    ►M2

    ΑΠΌΦΑΣΗ 2009/426/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Δεκεμβρίου 2008

      L 138

    14

    4.6.2009


    Διορθώνεται από:

    ►C1

    Διορθωτικό, ΕΕ L 341, 23.12.2010, σ. 52  (426/2009)




    ▼B

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

    της 28ης Φεβρουαρίου 2002

    σχετικά με τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος

    (2002/187/ΔΕΥ)



    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 31 και το άρθρο 34 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

    την πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας καθώς και την πρωτοβουλία της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Βασιλείου του Βελγίου ( 1 ),

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( 2 ),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Είναι ανάγκη να βελτιωθεί περισσότερο η δικαστική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση των σοβαρών μορφών εγκλήματος που διαπράττονται συχνά από διεθνείς οργανώσεις.

    (2)

    Η αποτελεσματική βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών απαιτεί να ληφθούν κατεπειγόντως στο επίπεδο της Ένωσης διαρθρωτικά μέτρα τα οποία θα διευκολύνουν τον βέλτιστο συντονισμό των ερευνών και των διώξεων των κρατών μελών που καλύπτουν το έδαφος πλειόνων εξ αυτών, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

    (3)

    Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση των σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, αποφάσισε, ιδίως στο σημείο 46 των συμπερασμάτων του, την ίδρυση μιας Μονάδας (Eurojust) η οποία αποτελείται από εισαγγελείς, δικαστικούς ή αξιωματικούς της αστυνομίας με ισοδύναμες προνομίες.

    (4)

    Η εν λόγω μονάδα Eurojust συγκροτείται με την παρούσα απόφαση ως οργανισμός της Ένωσης, ο οποίος διαθέτει νομική προσωπικότητα και χρηματοδοτείται από τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση τους μισθούς και τις αποδοχές των εθνικών μελών και των βοηθών τους που βαρύνουν τα κράτη μέλη προέλευσης.

    (5)

    Οι στόχοι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1994 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ( 3 ), έχουν σημασία και όσον αφορά την Eurojust. Το συλλογικό όργανο της Eurojust θα πρέπει να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής για την επίτευξη των στόχων αυτών. Θα πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη τις ευαίσθητες δραστηριότητες της Eurojust στον τομέα των ερευνών και των διώξεων. Στο πλαίσιο αυτό, ενδείκνυται να αποκλεισθεί η πρόσβαση της OLAF σε έγγραφα, πράξεις, εκθέσεις, σημειώματα ή πληροφορίες, ασχέτως του υποθέματός τους, που τηρούνται ή παράγονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών, είτε αυτές διεξάγονται ακόμη είτε έχουν περατωθεί, καθώς και να απαγορευθεί η διαβίβαση στην OLAF αυτών των εγγράφων, πράξεων, εκθέσεων, σημειωμάτων ή πληροφοριών.

    (6)

    Προκειμένου να μπορέσει η Eurojust να επιτύχει τους στόχους της με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, η Eurojust θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της είτε μέσω ενός ή πλειόνων εκ των οικείων εθνικών μελών είτε ως συλλογικό όργανο.

    (7)

    Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν πληροφορίες με την Eurojust σύμφωνα με διαδικασίες που εξυπηρετούν και σέβονται το συμφέρον της λειτουργίας της ποινικής δίωξης.

    (8)

    Οι αρμοδιότητες της Eurojust δεν θίγουν τις αρμοδιότητες της Κοινότητας στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων αυτής και ούτε θίγουν τις υφιστάμενες Συμβάσεις και συμφωνίες, ιδίως την ευρωπαϊκή σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις (Συμβούλιο της Ευρώπης) η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 20 Απριλίου 1959 καθώς και τη σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών θεμάτων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 4 ), η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο στις 29 Μαΐου 2000 και το πρωτόκολλο αυτής ( 5 ), το οποίο εγκρίθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2001.

    (9)

    Για την πραγματοποίηση των στόχων της, η Eurojust επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με αυτοματοποιημένο τρόπο ή σε μη αυτοματοποιημένα διαρθρωμένα αρχεία. Επομένως, θα πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλισθεί επίπεδο προστασίας των δεδομένων αντίστοιχο τουλάχιστον με εκείνο που απορρέει από την εφαρμογή των αρχών της Σύμβασης για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Συμβούλιο της Ευρώπης) η οποία υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 28 Ιανουαρίου 1981 και των μεταγενέστερων τροποποιήσεων αυτής, ιδίως του πρωτοκόλλου που έχει ανοίξει προς υπογραφή στις 8 Νοεμβρίου 2001, μόλις οι τροποποιήσεις αυτές αρχίσουν να ισχύουν μεταξύ των κρατών μελών.

    (10)

    Για να διασφαλίζεται και να ελέγχεται ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται από την Eurojust με ορθό τρόπο, θα πρέπει να συγκροτηθεί ένα κοινό εποπτικό όργανο το οποίο, λόγω της σύνθεσης της Eurojust, θα πρέπει να απαρτίζεται από δικαστές ή, εάν το συνταγματικό ή εθνικό σύστημα το απαιτεί, από πρόσωπα που ασκούν ισοδύναμα καθήκοντα που τους παρέχουν κατάλληλη ανεξαρτησία. Οι αρμοδιότητες αυτού του κοινού εποπτικού οργάνου δεν θα πρέπει να θίγουν τις αρμοδιότητες των εθνικών δικαστηρίων και τις προσφυγές που μπορούν να ασκηθούν ενώπιον αυτών.

    (11)

    Προκειμένου να εξασφαλισθεί αρμονικός συντονισμός μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων της Ένωσης και της Κοινότητας και τηρουμένων των άρθρων 29 και 36, παράγραφος 2 της συνθήκης, είναι σκόπιμο να συμμετέχει πλήρως η Επιτροπή στις εργασίες της Eurojust που αφορούν γενικά θέματα και θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της. Ο εσωτερικός κανονισμός της Eurojust θα πρέπει να διευκρινίζει τις διαδικασίες που επιτρέπουν στην Επιτροπή να συμμετέχει στις εργασίες της Eurojust στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της.

    (12)

    Είναι σκόπιμο να προβλεφθούν διατάξεις που θα εξασφαλίζουν ότι η Eurojust και η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (Ευρωπόλ) ( 6 ) συνάπτουν και διατηρούν στενή συνεργασία.

    (13)

    Ενδείκνυται η Eurojust και το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο που έχει δημιουργηθεί με την κοινή δράση 98/428/ΔΕΥ ( 7 ) να διατηρούν προνομιούχες σχέσεις. Προς τούτο, θα πρέπει ιδίως η γραμματεία του Δικτύου να τοποθετηθεί στη γραμματεία της Eurojust.

    (14)

    Προκειμένου να διευκολυνθούν οι δραστηριότητες της Eurojust, θα πρέπει να κράτη μέλη να μπορούν να διορίζουν ή να τοποθετούν έναν ή περισσότερους εθνικούς ανταποκριτές.

    (15)

    Στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, είναι επίσης σκόπιμο να μπορέσει να συνάψει η Eurojust συνεργασία με τρίτα κράτη και να μπορέσουν να συνομολογηθούν προς τούτο συμφωνίες, κατά προτεραιότητα με τις χώρες που είναι υποψήφιες να προσχωρήσουν στην Ένωση και άλλες χώρες με τις οποίες έχουν συμφωνηθεί διακανονισμοί.

    (16)

    Δεδομένου ότι η έκδοση της παρούσας απόφασης προϋποθέτει ότι νέα σημαντικά νομοθετικά μέτρα θα εγκριθούν από τα κράτη μέλη, θα πρέπει να προβλεφθούν ορισμένες μεταβατικές διατάξεις.

    (17)

    Στο σημείο 57 των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάκεν στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 2001, προβλέπεται ότι, έως ότου υπάρξει συνολική συμφωνία για την έδρα ορισμένων οργανισμών, η Eurojust μπορεί να αρχίσει τις εργασίες της στη Χάγη.

    (18)

    Η παρούσα απόφαση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 παράγραφος 2 της συνθήκης και διατυπώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:



    Άρθρο 1

    Σύσταση και νομική προσωπικότητα

    Η παρούσα απόφαση ιδρύει Μονάδα, αποκαλούμενη «Eurojust», ως οργανισμό της Ένωσης.

    Η Eurojust έχει νομική προσωπικότητα.

    ▼M2

    Άρθρο 2

    Σύνθεση της Eurojust

    1.  Η Eurojust απαρτίζεται από ένα εθνικό μέλος από κάθε κράτος μέλος, το οποίο αποσπάται σύμφωνα με την έννομη τάξη του και είναι εισαγγελέας, δικαστής ή αξιωματικός της αστυνομίας με ισοδύναμες αρμοδιότητες.

    2.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν συνεχή και αποτελεσματική συμβολή στην επίτευξη των στόχων της Eurojust από την ίδια δυνάμει του άρθρου 3. Για την εκπλήρωση αυτών των στόχων:

    α) το εθνικό μέλος απαιτείται να έχει ως τακτικό τόπο εργασίας του την έδρα της Eurojust·

    β) κάθε εθνικό μέλος επικουρείται από έναν αναπληρωτή και ένα άλλο πρόσωπο ως βοηθό. Ο αναπληρωτής και ο βοηθός μπορούν να έχουν ως τακτικό τόπο εργασίας την Eurojust. Περισσότεροι αναπληρωτές ή βοηθοί μπορούν να επικουρούν το εθνικό μέλος και να έχουν, εφόσον απαιτείται, και με τη συμφωνία του συλλογικού οργάνου, ως τακτικό τόπο εργασίας την Eurojust.

    3.  Το εθνικό μέλος έχει θέση η οποία του παρέχει τις εξουσίες που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση ώστε να μπορεί να ασκεί τα καθήκοντά του.

    4.  Τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και βοηθοί υπόκεινται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους τους όσον αφορά το καθεστώς τους.

    5.  Ο αναπληρωτής πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 1 και είναι σε θέση να ενεργεί εξ ονόματος του εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά. Ο βοηθός μπορεί επίσης να ενεργεί εξ ονόματος του εθνικού μέλους ή να το αντικαθιστά εφόσον πληροί τα κριτήρια της παραγράφου 1.

    6.  Η Eurojust συνδέεται με εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 12.

    7.  Η Eurojust έχει τη δυνατότητα τοποθέτησης δικαστικών συνδέσμων σε τρίτα κράτη σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

    8.  Η Eurojust έχει, σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, γραμματεία με επικεφαλής διοικητικό διευθυντή.

    ▼B

    Άρθρο 3

    Στόχοι

    1.  Στο πλαίσιο ερευνών και διώξεων εγκληματικών πράξεων, που αναφέρονται στο άρθρο 4 στον τομέα του σοβαρού εγκλήματος, ιδίως του οργανωμένου, οι οποίες αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, η Eurojust έχει ως στόχους:

    α) να προωθεί και να βελτιώνει τον συντονισμό μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, όσον αφορά τις έρευνες και τις διώξεις εντός των κρατών μελών, λαμβάνοντας υπόψη κάθε αίτηση προερχόμενη από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και κάθε πληροφορία παρεχόμενη από αρμόδιο όργανο δυνάμει διατάξεων που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο των συνθηκών,

    β) να βελτιώνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, διευκολύνοντας ιδίως την υλοποίηση ►M2  αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, ◄

    γ) να υποστηρίζει, κατ' άλλους τρόπους, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ώστε να ενισχύεται η αποτελεσματικότητα των ερευνών και των διώξεών τους.

    2.  Σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση και κατόπιν αιτήσεως μιας αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, η Eurojust μπορεί επίσης να παρέχει την υποστήριξή της σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν μόνο το συγκεκριμένο κράτος μέλος και ένα τρίτο κράτος, εφόσον έχει συναφθεί με το εν λόγω κράτος συμφωνία συνεργασίας δυνάμει ►M2  του άρθρου 26α παράγραφος 2 ◄ , ή εφόσον, σε ειδική περίπτωση, υπάρχει ουσιώδες συμφέρον που επιβάλλει την παροχή της υποστήριξης αυτής.

    3.  Σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση και κατόπιν αιτήσεως είτε μιας αρμόδιας αρχής κράτους μέλους είτε της Επιτροπής, η Eurojust μπορεί επίσης να παρέχει την υποστήριξή της σε έρευνες ή διώξεις που αφορούν μόνο το συγκεκριμένο κράτος μέλος και την Κοινότητα.

    Άρθρο 4

    Αρμοδιότητες

    1.  Το πεδίο γενικής αρμοδιότητας της Eurojust καλύπτει:

    ▼M2

    α) τις μορφές εγκληματικότητας και τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες η Ευρωπόλ έχει ανά πάσα στιγμή αρμοδιότητα δράσης ( 8 ),

    ▼M2 —————

    ▼B

    γ) άλλες αξιόποινες πράξεις οι οποίες τελέσθηκαν σε συνάρτηση με τις μορφές εγκληματικότητας και τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται ►M2  στο στοιχείο α) ◄ .

    2.  Για άλλες μορφές αξιόποινων πράξεων, πέραν αυτών που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, η Eurojust δύναται συμπληρωματικά, σύμφωνα με τους στόχους της, και κατόπιν αιτήσεως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους, να συμπράττει σε έρευνες ή διώξεις.

    Άρθρο 5

    Καθήκοντα της Eurojust

    1.  Για την επίτευξη των στόχων της, η Eurojust εκτελεί τα καθήκοντά της:

    α) μέσω ενός ή περισσοτέρων από τα οικεία εθνικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 6, ή

    β) ως συλλογικό όργανο, σύμφωνα με το άρθρο 7, όταν:

    i) το ζητούν ένα ή περισσότερα εκ των οικείων εθνικών μελών, τα οποία αφορά μία υπόθεση που χειρίζεται η Eurojust, ή

    ii) η υπόθεση συνεπάγεται τη διενέργεια ερευνών ή διώξεων που έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο της Ένωσης ή που μπορεί να αφορούν και άλλα κράτη μέλη εκτός των άμεσα ενεχομένων, ή

    iii) τίθεται ένα γενικό ζήτημα που αφορά την επίτευξη των στόχων της, ή

    iv) προβλέπεται από άλλες διατάξεις της παρούσας απόφασης.

    2.  Η Eurojust, όταν εκτελεί τα καθήκοντά της, δηλώνει εάν ενεργεί μέσω ενός ή περισσοτέρων εθνικών μελών κατά την έννοια του άρθρου 6 ή ως συλλογικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 7.

    ▼M2

    Άρθρο 5α

    Επιφυλακή συντονισμού

    1.  Προκειμένου να εκπληρώνει τα καθήκοντά της σε επείγουσες περιπτώσεις, η Eurojust συστήνει μια επιφυλακή συντονισμού (ΕΣ), ικανή να λαμβάνει και να διεκπεραιώνει ανά πάσα στιγμή τυχόν αιτήσεις που της διαβιβάζονται. Υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας με την ΕΣ, μέσω ενιαίου σημείου επαφής της ΕΣ στην Eurojust, σε καθημερινή εικοσιτετράωρη βάση.

    2.  Η ΕΣ βασίζεται σε έναν αντιπρόσωπο (αντιπρόσωπο ΕΣ) ανά κράτος μέλος, ο οποίος μπορεί να είναι το εθνικό μέλος, ο αναπληρωτής του ή βοηθός που δικαιούται να αντικαταστήσει το εθνικό μέλος. Ο αντιπρόσωπος ΕΣ μπορεί να ενεργεί σε καθημερινή εικοσιτετράωρη βάση.

    3.  Όταν, σε επείγουσες περιπτώσεις, η αίτηση ή η απόφαση δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, πρέπει να εκτελεσθεί σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, η αιτούσα ή εκδίδουσα αρμόδια αρχή μπορεί να τη διαβιβάζει στην ΕΣ. Το σημείο επαφής ΕΣ τη διαβιβάζει αμέσως στον αντιπρόσωπο του κράτους μέλους από το οποίο προέρχεται η αίτηση και, εφόσον το ζητεί ρητώς η διαβιβάζουσα ή εκδίδουσα αρχή, προς αντιπροσώπους ΕΣ των κρατών μελών στο έδαφος των οποίων πρόκειται να εκτελεσθεί η αίτηση. Οι αντιπρόσωποι ΕΣ ενεργούν αμελλητί, σε σχέση με την εκτέλεση της αίτησης στο κράτος μέλος τους, με την άσκηση των καθηκόντων ή εξουσιών που διαθέτουν σύμφωνα με το άρθρο 6 και τα άρθρα 9α έως 9στ.

    ▼B

    Άρθρο 6

    Εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust μέσω των εθνικών μελών της

    ►M2  1. ◄   Η Eurojust, όταν ενεργεί μέσω των οικείων εθνικών μελών της:

    ▼M2

    α) δύναται να καλεί τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών αιτιολογώντας τα εξής:

    i) να παραβαίνουν σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

    ii) να δέχονται ότι είναι ίσως προτιμότερο να προβεί ένα εξ αυτών σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

    iii) να αναλαμβάνουν το συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών των οικείων κρατών μελών,

    iv) να συστήνουν κοινή ομάδα έρευνας σύμφωνα με τα σχετικά μέσα συνεργασίας,

    v) να της παρέχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της,

    (vi) να λαμβάνουν ειδικά μέτρα για τη διεξαγωγή της έρευνας,

    (vii) να λαμβάνουν κάθε άλλο δικαιολογημένο μέτρο για την έρευνα ή τη δίωξη,·

    ▼B

    β) εξασφαλίζει την αμοιβαία ενημέρωση των αρμοδίων αρχών των οικείων κρατών μελών σχετικά με τις έρευνες και τις διώξεις των οποίων έχει γνώση·

    γ) επικουρεί, κατόπιν αιτήσεώς τους, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, προκειμένου να εξασφαλίσει τον καλύτερο δυνατό συντονισμό των ερευνών και των διώξεων·

    δ) παρέχει υποστήριξη για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών·

    ε) συνεργάζεται και διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, μεταξύ άλλων χρησιμοποιώντας τη βάση τεκμηρίωσης του Δικτύου και συμβάλλοντας στη βελτίωσή της·

    στ) παρέχει την υποστήριξή της, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3, και εφόσον συμφωνεί το συλλογικό όργανο, σε έρευνες και διώξεις που αφορούν τις αρμόδιες αρχές ενός μόνο κράτους μέλους.

    ▼M2 —————

    ▼M2

    2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες εθνικές αρχές να ανταποκρίνονται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σε αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του παρόντος άρθρου.

    ▼B

    Άρθρο 7

    Εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust ως συλλογικό όργανο

    ►M2  1. ◄   Η Eurojust, όταν ενεργεί ως συλλογικό όργανο:

    α) σε σχέση με τις μορφές εγκληματικότητας και τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1, δύναται να ζητεί αιτιολογημένα από τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών:

    i) να προβούν σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

    ii) να δεχθούν ότι είναι ίσως προτιμότερο να προβεί ένα εξ αυτών σε έρευνα ή δίωξη για συγκεκριμένες πράξεις,

    iii) να αναλάβουν τον συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών των οικείων κρατών μελών,

    iv) να συστήσουν κοινή ομάδα έρευνας σύμφωνα με τα σχετικά μέσα συνεργασίας,

    v) να της παράσχουν κάθε πληροφορία απαραίτητη για την εκτέλεση των καθηκόντων της·

    β) εξασφαλίζει την αμοιβαία ενημέρωση των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών σχετικά με τις έρευνες και τις διώξεις των οποίων έχει γνώση και οι οποίες έχουν επιπτώσεις στο επίπεδο της Ένωσης ή θα μπορούσαν να αφορούν και άλλα κράτη μέλη πέραν των άμεσα ενεχομένων·

    γ) επικουρεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, κατόπιν αιτήσεώς τους, προκειμένου να εξασφαλίσει τον καλύτερο δυνατό συντονισμό των ερευνών και των διώξεων·

    δ) παρέχει υποστήριξη για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, ιδίως βάσει της ανάλυσης που πραγματοποιεί η Ευρωπόλ·

    ε) συνεργάζεται και διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, μεταξύ άλλων χρησιμοποιώντας τη βάση τεκμηρίωσης του Δικτύου και συμβάλλοντας στη βελτίωσή της·

    στ) μπορεί να συνδράμει την Ευρωπόλ, στην οποία παρέχει ιδίως γνώμες βασιζόμενες στις αναλύσεις που πραγματοποίησε·

    ζ) δύναται να παρέχει υποστήριξη διοικητικής μέριμνας στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α), γ) και δ). Η υποστήριξη αυτή διοικητικής μέριμνας δύναται ιδίως να περιλαμβάνει βοήθεια για τη μετάφραση, τη διερμηνεία και τη διοργάνωση συντονιστικών συνεδριάσεων.

    ▼M2

    2.  Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων εθνικών μελών ως προς τον τρόπο επίλυσης περίπτωσης σύγκρουσης δικαιοδοσίας όσον αφορά την ανάληψη έρευνας ή δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 6, και ιδίως το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ), ζητείται από το συλλογικό όργανο να εκδώσει γραπτή μη δεσμευτική γνωμοδότηση ως προς την υπόθεση, υπό την προϋπόθεση ότι το ζήτημα δεν κατέστη δυνατό να επιλυθεί με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των οικείων αρμόδιων εθνικών αρχών. Η γνώμη του συλλογικού οργάνου διαβιβάζεται αμέσως στα οικεία κράτη μέλη. Η παρούσα παράγραφος ισχύει υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1 στοιχείο α), περίπτωση ii).

    3.  Παρά τις διατάξεις που περιλαμβάνονται σε τυχόν πράξεις εκδιδόμενες από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία, μια αρμόδια αρχή μπορεί να αναφέρει στην Eurojust επαναλαμβανόμενες αρνήσεις ή δυσκολίες σχετικά με την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, και να ζητεί από το συλλογικό όργανο την έκδοση γραπτής μη δεσμευτικής γνωμοδότησης ως προς το ζήτημα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν κατέστη δυνατό να επιλυθεί με αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών ή χάρη στην παρέμβαση των οικείων εθνικών μελών. Η γνώμη του συλλογικού οργάνου διαβιβάζεται αμέσως στα οικεία κράτη μέλη.

    ▼M2

    Άρθρο 8

    Συνέχεια που δίδεται σε αιτήσεις και γνώμες της Eurojust

    Αν οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών αποφασίσουν να μη συμμορφωθούν προς αίτηση από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή στο άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α), ή αποφασίσουν να μη δώσουν συνέχεια σε γραπτή γνώμη από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3, ενημερώνουν την Eurojust χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την απόφασή τους, την οποία και αιτιολογούν. Όταν δεν είναι δυνατόν να δοθούν εξηγήσεις ως προς την άρνηση συμμόρφωσης προς αίτηση διότι η πράξη αυτή θα έβλαπτε ουσιαστικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας ή θα διακύβευε την ασφάλεια προσώπων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να επικαλούνται επιχειρησιακούς λόγους.

    Άρθρο 9

    Εθνικά μέλη

    1.  Η διάρκεια της θητείας των εθνικών μελών είναι τουλάχιστον τετραετής. Τα κράτη μέλη προέλευσης έχουν τη δυνατότητα ανανέωσης της θητείας. Τα εθνικά μέλη δεν απομακρύνονται πριν από το τέλος της θητείας αν δεν ενημερώσουν προηγουμένως το Συμβούλιο και δεν αναφέρουν τους λόγους που το αιτιολογούν. Όταν το εθνικό μέλος είναι ο πρόεδρος ή αντιπρόεδρος της Eurojust, η θητεία του θα πρέπει να διαρκέσει τόσο ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει το έργο του πριν από το τέλος της θητείας του ως πρόεδρος ή αντιπρόεδρος.

    2.  Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της Eurojust και των κρατών μελών διοχετεύονται μέσω του εθνικού μέλους.

    3.  Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Eurojust, το εθνικό μέλος έχει τουλάχιστον ισοδύναμη πρόσβαση ή τουλάχιστον τη δυνατότητα να λαμβάνει τις πληροφορίες που περιέχονται στους ακόλουθους τύπους μητρώων στο κράτος μέλος του και που θα ήταν στη διάθεσή του με την ιδιότητα που είχε ως εισαγγελέας, δικαστής ή αξιωματικός της αστυνομίας, ανάλογα με την περίπτωση, σε εθνικό επίπεδο:

    α) ποινικό μητρώο·

    β) στα αρχεία συλληφθέντων·

    γ) στα αρχεία ερευνών·

    δ) στα αρχεία DΝΑ·

    ε) άλλα μητρώα του κράτους μέλους του, οσάκις κρίνει αυτές τις πληροφορίες απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του.

    4.  Το εθνικό μέλος δύναται να έρχεται σε άμεση επαφή με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του.

    ▼M2

    Άρθρο 9α

    Εξουσίες που χορηγούνται στο εθνικό μέλος σε εθνικό επίπεδο

    1.  Όταν ένα εθνικό μέλος ασκεί τις αναφερόμενες στα άρθρα 9β, 9γ και 9δ εξουσίες, ενεργεί με την ιδιότητά του ως αρμόδιας εθνικής αρχής που δρα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 9β έως 9ε. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, το εθνικό μέλος γνωστοποιεί, ενδεχομένως, εάν ενεργεί δυνάμει των εξουσιών που χορηγούνται στα εθνικά μέλη σύμφωνα με το παρόν άρθρο και στα άρθρα 9β, 9γ και 9δ.

    2.  Κάθε κράτος μέλος προσδιορίζει τη φύση και την έκταση των εξουσιών που αναθέτει στο εθνικό του μέλος όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία σε σχέση με το κράτος μέλος αυτό. Ωστόσο, κάθε κράτος μέλος χορηγεί στο εθνικό του μέλος τουλάχιστον τις εξουσίες που περιγράφονται στο άρθρο 9β και, με την επιφύλαξη του άρθρου 9ε, τις εξουσίες που περιγράφονται στα άρθρα 9γ και 9δ, οι οποίες θα ήταν στη διάθεσή του με την ιδιότητα που είχε ως δικαστής, εισαγγελέας ή αξιωματικός της αστυνομίας, ανάλογα με την περίπτωση, σε εθνικό επίπεδο.

    3.  Κατά το διορισμό του εθνικού του μέλους και ανά πάσα άλλη στιγμή, εφόσον ενδείκνυται, το κράτος μέλος κοινοποιεί στην Eurojust και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου την απόφασή του όσον αφορά την εφαρμογή της παραγράφου 2, ώστε η τελευταία αυτή να μπορεί να ενημερώσει τα λοιπά κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν να αποδεχθούν και να αναγνωρίσουν τις ούτω απονεμόμενες προνομίες εφόσον συνάδουν προς τις διεθνείς δεσμεύσεις.

    4.  Κάθε κράτος μέλος ορίζει το δικαίωμα εθνικού μέλους να ενεργεί σε σχέση με αλλοδαπές δικαστικές αρχές, σύμφωνα με τις διεθνείς του δεσμεύσεις.

    Άρθρο 9β

    Συνήθεις εξουσίες

    1.  Τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδιων εθνικών αρχών, δικαιούνται να λαμβάνουν, να διαβιβάζουν, να διευκολύνουν και να παρακολουθούν την εκτέλεση καθώς και να παρέχουν συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά την εκτέλεση των αιτήσεων και των αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης. Όταν ασκούνται εξουσίες αναφερόμενες στην παρούσα παράγραφο, η αρμόδια εθνική αρχή ενημερώνεται ταχέως.

    2.  Σε περιπτώσεις μερικής ή ατελούς εκτέλεσης αιτήσεως δικαστικής συνεργασίας, τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδιων εθνικών αρχών, δικαιούνται να ζητήσουν από την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους τους να λάβει συμπληρωματικά μέτρα προκειμένου να εκτελεσθεί πλήρως η αίτηση.

    Άρθρο 9γ

    Εξουσίες που ασκούνται σε συμφωνία με αρμόδια εθνική αρχή

    1.  Τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδιων εθνικών αρχών, σε συμφωνία με αρμόδια εθνική αρχή ή κατόπιν αιτήσεώς της και ανάλογα με την περίπτωση, δύνανται να ασκούν τις ακόλουθες εξουσίες:

    α) έκδοση και συμπλήρωση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων όσον αφορά την υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης·

    β) εκτέλεση, στο κράτος μέλος τους, αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων όσον αφορά την υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης·

    γ) παραγγελία, στο κράτος μέλος τους, μέτρων για τη διεξαγωγή έρευνας, τα οποία κρίνονται αναγκαία σε συνεδρίαση συντονισμού την οποία διοργανώνει η Eurojust προς παροχή συνδρομής σε αρμόδιες εθνικές αρχές που συμμετέχουν σε συγκεκριμένη έρευνα και όπου καλούνται να συμμετάσχουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές τις οποίες αφορά η έρευνα·

    δ) εξουσιοδότηση για την πραγματοποίηση ελεγχόμενων παραδόσεων στο κράτος μέλος τους και συντονισμός των παραδόσεων αυτών.

    2.  Οι εξουσίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο ασκούνται καταρχήν από αρμόδια εθνική αρχή.

    Άρθρο 9δ

    Εξουσίες που ασκούνται σε επείγουσες περιπτώσεις

    Τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδιων εθνικών αρχών, δικαιούνται, σε επείγουσες περιπτώσεις και εφόσον δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν εγκαίρως την αρμόδια εθνική αρχή ή να έλθουν εγκαίρως σε επαφή μαζί της:

    α) να επιτρέπουν την πραγματοποίηση ελεγχόμενων παραδόσεων στο κράτος μέλος τους και να συντονίζουν τις παραδόσεις αυτές·

    β) να εκτελούν, σε σχέση με το κράτος μέλος τους, αιτήσεις και αποφάσεις δικαστικής συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων όσον αφορά την υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

    Μόλις εντοπισθεί η αρμόδια εθνική αρχή ή πραγματοποιηθεί επαφή μαζί τους, ενημερώνεται για την άσκηση των εξουσιών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

    Άρθρο 9ε

    Αιτήσεις από εθνικά μέλη στα οποία δεν μπορούν να ασκηθούν οι εξουσίες

    1.  Τα εθνικά μέλη, με την ιδιότητά τους ως αρμόδια εθνική αρχή, είναι τουλάχιστον αρμόδιο για την υποβολή προτάσεως προς την αρχή η οποία είναι αρμόδια για την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στα άρθρα 9γ και 9δ όταν η χορήγηση των εξουσιών αυτών στα εθνικά μέλη είναι αντίθετη προς:

    α) τους συνταγματικούς κανόνες·

    ή

    β) θεμελιώδεις πτυχές του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης:

    i) όσον αφορά την κατανομή εξουσιών μεταξύ αστυνομίας, εισαγγελέων και δικαστών,

    ii) όσον αφορά τη λειτουργική κατανομή καθηκόντων μεταξύ των εισαγγελικών αρχών,

    ή

    iii) όσον αφορά την ομοσπονδιακή δομή του σχετικού κράτους μέλους.

    2.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1, η αίτηση που υποβάλλει το εθνικό μέλος να διεκπεραιώνεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, από την αρμόδια εθνική αρχή.

    Άρθρο 9στ

    Συμμετοχή του εθνικού μέλους σε κοινές ομάδες ερευνών

    Τα εθνικά μέλη δικαιούνται να συμμετέχουν σε κοινές ομάδες ερευνών, συμπεριλαμβανομένης της σύστασής τους, σύμφωνα με το άρθρο 13 της σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της απόφασης-πλαισίου 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τις κοινές ομάδες έρευνας ( 9 ), όσον αφορά το κράτος μέλος του οικείου εθνικού μέλους. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη συμμετοχή του εθνικού μέλους από τη συμφωνία της αρμόδιας εθνικής αρχής. Τα εθνικά μέλη ή οι αναπληρωτές ή οι βοηθοί τους καλούνται να συμμετέχουν σε κάθε κοινή ομάδα ερευνών στην οποία συμμετέχει το κράτος μέλος τους και για την οποία παρέχεται κοινοτική χρηματοδότηση δυνάμει των εφαρμοστέων χρηματοδοτικών μέσων. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει κατά πόσον το εθνικό μέλος συμμετέχει στην κοινή ομάδα ερευνών ως αρμόδια εθνική αρχή ή για λογαριασμό της Eurojust.

    ▼B

    Άρθρο 10

    Συλλογικό όργανο

    1.  Το συλλογικό όργανο απαρτίζεται από όλα τα εθνικά μέλη. Κάθε εθνικό μέλος έχει μία ψήφο.

    2.   ►M2  Το Συμβούλιο εγκρίνει, με ειδική πλειοψηφία, τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust κατόπιν προτάσεως του συλλογικού οργάνου. Το συλλογικό όργανο υιοθετεί την πρότασή του με πλειοψηφία δύο τρίτων αφού διαβουλευθεί με το κοινό εποπτικό όργανο που αναφέρεται στο άρθρο 23 όσον αφορά τις διατάξεις σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. ◄ Οι διατάξεις του εσωτερικού κανονισμού που αφορούν την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να εγκρίνονται χωριστά από το Συμβούλιο.

    3.  Όταν ενεργεί ►M2  σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παράγραφοι 2 και 3 ◄ , το συλλογικό όργανο αποφασίζει με πλειοψηφία δύο τρίτων. Οι άλλες αποφάσεις του συλλογικού οργάνου λαμβάνονται σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό.

    Άρθρο 11

    Ρόλος της Επιτροπής

    1.  Η Επιτροπή συμπράττει πλήρως στις εργασίες της Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 2 της συνθήκης. Συμμετέχει, στους τομείς που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, στις εργασίες αυτές.

    2.  Στο πλαίσιο των εργασιών της Eurojust για τον συντονισμό των ερευνών και διώξεων, η Επιτροπή μπορεί να καλείται να εισφέρει την εμπειρογνωμοσύνη της.

    3.  Η Eurojust μπορεί να συμφωνεί με την Επιτροπή τις πρακτικές λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της συνεργασίας τους.

    ▼M2

    Άρθρο 12

    Εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust

    1.  Κάθε κράτος μέλος ορίζει έναν ή περισσότερους εθνικούς ανταποκριτές για την Eurojust.

    2.  Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει, πριν από τις 4 Ιουνίου 2011, εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust για το συντονισμό των εργασιών που διεξάγονται από:

    α) τους εθνικούς ανταποκριτές για την Eurojust·

    β) τον εθνικό ανταποκριτή της Eurojust για θέματα τρομοκρατίας·

    γ) τον εθνικό ανταποκριτή για το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο και έως τρία άλλα σημεία επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου·

    δ) τα εθνικά μέλη ή σημεία επαφής του δικτύου για τις κοινές ομάδες ερευνών και των δικτύων που δημιουργούνται με την απόφαση 2002/494/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την ίδρυση ευρωπαϊκού δικτύου σημείων επαφής σχετικά με πρόσωπα που ευθύνονται για γενοκτονία, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου ( 10 ), την απόφαση 2007/845/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη συνεργασία των υπηρεσιών ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων στα κράτη μέλη προς ανίχνευση και εντοπισμό προϊόντων εγκλήματος ή άλλων συναφών περιουσιακών στοιχείων ( 11 ) και την απόφαση 2008/852/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για ένα δίκτυο σημείων επαφής κατά της διαφθοράς ( 12 ).

    3.  Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διατηρούν τη θέση τους και το καθεστώς τους σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

    4.  Οι εθνικοί ανταποκριτές για την Eurojust είναι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust. Όταν ορίζονται περισσότεροι του ενός ανταποκριτές για την Eurojust, ένας από αυτούς είναι αρμόδιος για τη λειτουργία του εθνικού συστήματος συντονισμού της Eurojust.

    5.  Το εθνικό σύστημα συντονισμού της Eurojust διευκολύνει εντός του κράτους μέλους την άσκηση των καθηκόντων της Eurojust, ιδίως:

    α) εξασφαλίζοντας ότι το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων που αναφέρεται στο άρθρο 16 λαμβάνει τις πληροφορίες που συνδέονται με το οικείο κράτος μέλος κατά αποτελεσματικό και αξιόπιστο τρόπο·

    β) βοηθώντας στον καθορισμό του κατά πόσον μια υπόθεση θα πρέπει να εξετασθεί με τη συνδρομή της Eurojust ή του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου·

    γ) παρέχοντας συνδρομή προς το εθνικό μέλος προκειμένου να εντοπίσει τις κατάλληλες αρχές για την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης·

    δ) διατηρώντας στενές σχέσεις με την Εθνική Μονάδα της Ευρωπόλ.

    6.  Προκειμένου να πληρωθούν οι στόχοι που αναφέρονται στην παράγραφο 5, τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 στοιχεία α) έως γ) συνδέονται, και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) μπορούν να συνδεθούν, με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 16, 16α, 16β και 18 καθώς και τον εσωτερικό κανονισμό της Eurojust. Η σύνδεση με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων επιβαρύνει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    7.  Ουδεμία διάταξη του παρόντος άρθρου νοείται ότι επηρεάζει τις άμεσες επαφές μεταξύ των αρμοδίων δικαστικών αρχών, όπως προβλέπονται σε πράξεις περί δικαστικής συνεργασίας, όπως το άρθρο 6 της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών θεμάτων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι σχέσεις μεταξύ του εθνικού μέλους και των εθνικών ανταποκριτών δεν αποκλείουν άμεσες επαφές μεταξύ του εθνικού μέλους και των αρμόδιων αρχών του.

    Άρθρο 13

    Ανταλλαγή πληροφοριών με τα κράτη μέλη και μεταξύ των εθνικών μελών

    1.  Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν με την Eurojust οποιαδήποτε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 καθώς και με τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων που ορίζονται με την παρούσα απόφαση. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις αναφερόμενες στις παραγράφους 5, 6 και 7 πληροφορίες.

    2.  Η διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust ερμηνεύεται ως αίτηση συνδρομής προς την Eurojust στη συγκεκριμένη υπόθεση μόνο εφόσον αυτό προσδιορίζεται από αρμόδια αρχή.

    3.  Τα εθνικά μέλη της Εurojust εξουσιοδοτούνται να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της Εurojust μεταξύ τους ή με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους τους. Ιδίως, τα εθνικά μέλη ενημερώνονται ταχέως για τις υποθέσεις που τα αφορούν.

    4.  Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις λοιπές υποχρεώσεις όσον αφορά τη διαβίβαση πληροφοριών στην Eurojust, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία όσον αφορά τα τρομοκρατικά αδικήματα ( 13 ).

    5.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα εθνικά μέλη να ενημερώνονται για τη σύσταση κοινής ομάδας ερευνών, ανεξάρτητα από το εάν η ομάδα συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 13 της Συμβάσεως για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών θεμάτων μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δυνάμει της αποφάσεως-πλαισίου 2002/465/ΔΕΥ, και για τα αποτελέσματα των εργασιών των ομάδων αυτών.

    6.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το εθνικό μέλος τους να ενημερώνεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, για οποιαδήποτε υπόθεση που αφορά άμεσα τουλάχιστον τρία κράτη μέλη και για την οποία έχουν διαβιβασθεί σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη αιτήσεις ή αποφάσεις δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, και

    α) η αξιόποινη πράξη επισύρει στο εκδίδον ή αιτούν κράτος ποινή στερητική της ελευθερίας ή ασφαλιστικό μέτρο στερητικό της ελευθερίας ανώτατης διαρκείας τουλάχιστον πέντε ή έξι ετών, κατά την κρίση του οικείου κράτους μέλους, και περιλαμβάνεται στον εξής κατάλογο:

    i) εμπορία ανθρώπων,

    ii) σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

    iii) εμπορία ναρκωτικών,

    iv) παράνομη διακίνηση πυροβόλων όπλων, των εξαρτημάτων τους και μερών τους και πυρομαχικών,

    v) διαφθορά,

    vi) απάτη στρεφόμενη κατά των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

    vii) παραχάραξη και κιβδηλεία του ευρώ,

    viii) νομιμοποίηση παράνομων εσόδων,

    ix) επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών·

    ή

    β) υπάρχουν αντικειμενικές ενδείξεις για την εμπλοκή εγκληματικής οργάνωσης·

    ή

    γ) υπάρχουν ενδείξεις ότι η υπόθεση ενδέχεται να έχει σοβαρή διασυνοριακή διάσταση ή αντίκτυπο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ότι ενδέχεται να επηρεάσει και άλλα κράτη μέλη εκτός από εκείνα τα οποία αφορά άμεσα.

    7.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το εθνικό τους μέλος να ενημερώνεται επίσης για:

    α) υποθέσεις στις οποίες έχει ανακύψει ή ενδέχεται να ανακύψει σύγκρουση δικαιοδοσίας·

    β) ελεγχόμενες παραδόσεις που επηρεάζουν τρία τουλάχιστον κράτη, από τα οποία δύο τουλάχιστον είναι κράτη μέλη·

    γ) επανειλημμένες δυσχέρειες ή αρνήσεις όσον αφορά την εκτέλεση αιτήσεων και αποφάσεων δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης.

    8.  Οι εθνικές αρχές δεν υποχρεούνται να παράσχουν πληροφορίες στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, εφόσον αυτό:

    α) θα έθιγε βασικά εθνικά συμφέροντα στον τομέα της ασφάλειας· ή

    β) θα διακύβευε την ασφάλεια προσώπων.

    9.  Το παρόν άρθρο δεν θίγει τους όρους που τίθενται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμούς μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων όρων που έχουν θέσει τρίτες χώρες όσον αφορά τη χρήση των παρεχόμενων πληροφοριών.

    10.  Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Eurojust δυνάμει των παραγράφων 5, 6 και 7 περιλαμβάνουν τουλάχιστον, όταν είναι διαθέσιμοι, τους τύπους πληροφοριών που περιέχονται στον κατάλογο του παραρτήματος.

    11.  Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο διαβιβάζονται στην Eurojust κατά διαρθρωμένο τρόπο.

    12.  Μέχρι τις 4 Ιουνίου 2014 (13) , η Επιτροπή εκπονεί, βάσει των πληροφοριών που διαβιβάζει η Eurojust, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, συνοδευόμενη από οποιαδήποτε πρόταση την οποία κρίνει σκόπιμη, μεταξύ άλλων προκειμένου να εξετασθεί η τροποποίηση των παραγράφων 5, 6 και 7 και του παραρτήματος.

    ▼M2

    Άρθρο 13α

    Πληροφορίες που παρέχονται από την Eurojust στις αρμόδιες εθνικές αρχές

    1.  Η Eurojust παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές πληροφορίες και στοιχεία για τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των διασυνδέσεων με υποθέσεις που έχουν ήδη αποθηκευθεί στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων.

    2.  Περαιτέρω, όταν η αρμόδια εθνική αρχή καλεί την Eurojust να της παράσχει πληροφορίες, η Eurojust τις διαβιβάζει εντός της προθεσμίας που τάσσει η εν λόγω αρχή.

    ▼B

    Άρθρο 14

    Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

    1.  Εφόσον είναι απαραίτητο για την υλοποίηση των στόχων της, η Eurojust δύναται, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, και προκειμένου να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά της, να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα με αυτοματοποιημένα μέσα ή σε διαρθρωμένα μη αυτοματοποιημένα αρχεία.

    2.  Η Eurojust λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ένα επίπεδο προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τουλάχιστον ισοδύναμο με το επίπεδο που προκύπτει από την εφαρμογή των αρχών της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 και των μεταγενέστερων τροποποιήσεών της, που θα έχουν τεθεί σε ισχύ μεταξύ των κρατών μελών.

    3.  Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται η Eurojust είναι πρόσφορα, συναφή και όχι υπέρμετρα σε σχέση με τους σκοπούς της επεξεργασίας, και, εάν ληφθούν υπόψη οι πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή άλλοι εταίροι ►M2  σύμφωνα με τα άρθρα 13, 26 και 26α ◄ , είναι επίσης ακριβή και ενημερωμένα. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα γίνεται από την Eurojust κατά τρόπο θεμιτό και σύννομο.

    ▼M2 —————

    ▼B

    Άρθρο 15

    Περιορισμοί στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

    1.  Κατά την επεξεργασία των δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1, η Eurojust δύναται να επεξεργάζεται μόνον τα ακόλουθα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν πρόσωπα για τα οποία, κατά το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών μελών, ►M2  εικάζεται ότι έχουν διαπράξει ή έχουν συμμετάσχει σε αξιόποινη πράξη για την οποία είναι αρμόδια η Eurojust ή τα οποία έχουν καταδικασθεί για σχετική αξιόποινη πράξη ◄ :

    α) επώνυμο, γένος, όνομα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμο ή υποκοριστικό,

    β) ημερομηνία και τόπο γεννήσεως,

    γ) ιθαγένεια,

    δ) φύλο,

    ε) τόπο κατοικίας, επάγγελμα και τόπο άσκησης του επαγγέλματος του προσώπου,

    στ) αριθμούς κοινωνικής ασφάλισης, άδειες οδήγησης, έγγραφα ταυτότητας και στοιχεία του διαβατηρίου,

    ζ) πληροφορίες σχετικά με νομικά πρόσωπα, εφόσον περιλαμβάνουν πληροφορίες για άτομα των οποίων η ταυτότητα είναι ή μπορεί να γίνει γνωστή, για τα οποία διεξάγεται έρευνα ή κατά των οποίων έχει κινηθεί δικαστική δίωξη,

    η) λογαριασμούς σε τράπεζες και σε άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,

    θ) την περιγραφή και τη φύση των πράξεων που τους καταλογίζονται, την ημερομηνία τέλεσης αυτών, τον ποινικό χαρακτηρισμό τους και την πορεία των ερευνών,

    ι) τις πράξεις βάσει των οποίων προβλέπεται η διεθνής διάσταση της υπόθεσης,

    ια) πληροφορίες που σχετίζονται με την εικαζόμενη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,

    ▼M2

    ιβ) αριθμούς τηλεφώνου, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών ( 14 ),

    ιγ) δεδομένα σχετικά με τις άδειες κυκλοφορίας οχημάτων,

    ιδ) προφίλ DNA που έχουν καταρτισθεί από το μη κωδικοποιητικό τμήμα του DNA, φωτογραφίες και δακτυλικά αποτυπώματα.

    ▼B

    2.  Κατά την επεξεργασία των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 1, η Eurojust μπορεί να επεξεργάζεται μόνον τα ακόλουθα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν πρόσωπα, τα οποία κατά το εθνικό δίκαιο των οικείων κρατών μελών, θεωρούνται ως μάρτυρες ή θύματα σε έρευνα ή ποινική δίωξη που αφορά μία ή περισσότερες από τις μορφές εγκληματικότητας ή αξιόποινες πράξεις που ορίζονται στο άρθρο 4:

    α) επώνυμο, γένος, όνομα και, ενδεχομένως, ψευδώνυμο ή υποκοριστικό,

    β) ημερομηνία και τόπο γεννήσεως,

    γ) ιθαγένεια,

    δ) φύλο,

    ε) τόπο κατοικίας, επάγγελμα και τόπο άσκησης του επαγγέλματος του προσώπου,

    στ) την περιγραφή και τη φύση των πράξεων που τα αφορούν, την ημερομηνία τέλεσης αυτών, τον ποινικό χαρακτηρισμό τους και την πορεία των ερευνών.

    3.  Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Eurojust μπορεί επίσης να επεξεργάζεται, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, και άλλα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αφορούν τις περιστάσεις μιας αξιόποινης πράξης, εφόσον παρουσιάζουν άμεσο ενδιαφέρον για τις διενεργούμενες έρευνες στο συντονισμό των οποίων συμβάλλει η Eurojust και λαμβάνονται υπόψη εν προκειμένω, υπό την προϋπόθεση ότι η επεξεργασία αυτών των ειδικών δεδομένων είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 21.

    Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ο οποίος αναφέρεται στο άρθρο 17 ενημερώνεται αμέσως σχετικά με την προσφυγή στην παρούσα παράγραφο.

    Όταν τα δεδομένα αυτά αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από κοινού από δύο τουλάχιστον εθνικά μέλη.

    4.  Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, είτε υφίστανται επεξεργασία με αυτοματοποιημένα μέσα είτε όχι, τα οποία αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και τα δεδομένα σχετικά με την υγεία και τη σεξουαλική ζωή μπορούν να υποστούν επεξεργασία από την Eurojust μόνον εφόσον είναι αναγκαία για τις οικείες εθνικές έρευνες και για το συντονισμό στο πλαίσιο της Eurojust.

    Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ενημερώνεται αμέσως σχετικά με την προσφυγή στην παρούσα παράγραφο.

    Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στον πίνακα που προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 της παρούσας απόφασης.

    Όταν τα άλλα αυτά δεδομένα αφορούν μάρτυρες ή θύματα κατά την έννοια της παραγράφου 2, η απόφαση για την επεξεργασία τους λαμβάνεται από τα συλλογικό όργανο.

    ▼M2

    Άρθρο 16

    Σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, πίνακας και προσωρινά αρχεία εργασίας

    1.  Σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, η Εurojust καταρτίζει σύστημα διαχείρισης υποθέσεων αποτελούμενο από προσωρινά αρχεία εργασίας και πίνακα που περιέχουν και δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και μη προσωπικού χαρακτήρα.

    2.  Το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων προορίζεται να:

    α) στηρίζει τη διαχείριση και το συντονισμό των ερευνών και διώξεων στις οποίες παρέχει συνδρομή η Eurojust, ιδίως με τη διασταύρωση πληροφοριών·

    β) διευκολύνει την πρόσβαση στα στοιχεία σχετικά με διεξαγόμενες έρευνες και διώξεις·

    γ) διευκολύνει τον έλεγχο του κατά πόσον η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται κατά τρόπο σύννομο και σύμφωνα με την παρούσα απόφαση.

    3.  Το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων, εφόσον συνάδει με τους κανόνες περί προστασίας δεδομένων που περιέχονται στην παρούσα απόφαση, μπορεί να συνδέεται με την ασφαλή τηλεπικοινωνιακή σύνδεση που αναφέρεται στο άρθρο 10 της απόφασης 2008/976/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο ( 15 ).

    4.  Ο πίνακας περιλαμβάνει αναφορές στα προσωρινά αρχεία εργασίας που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο της Eurojust και δύναται να περιέχει δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα εκτός από εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως θ), ια) και ιγ) και στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

    5.  Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, τα εθνικά μέλη της Εurojust μπορούν να επεξεργάζονται σε προσωρινό αρχείο εργασίας δεδομένα σχετικά με τις επιμέρους υποθέσεις επί των οποίων εργάζονται. Παρέχουν στον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων πρόσβαση στο αρχείο εργασίας. Ο υπεύθυνος προστασίας δεδομένων ενημερώνεται από το οικείο εθνικό μέλος για το άνοιγμα κάθε νέου αρχείου εργασίας που περιέχει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

    6.  Για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν υπόθεση, η Eurojust δύναται να μην συνιστά κανένα αυτοματοποιημένο αρχείο πλην του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων.

    ▼M2

    Άρθρο 16α

    Λειτουργία των προσωρινών αρχείων εργασίας και του πίνακα

    1.  Το οικείο εθνικό μέλος ανοίγει προσωρινό αρχείο εργασίας για κάθε περίπτωση για την οποία του διαβιβάζονται πληροφορίες, εφόσον η διαβίβαση αυτή συνάδει με την παρούσα απόφαση ή με τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 4. Το εθνικό μέλος είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση των προσωρινών αρχείων εργασίας που έχει ανοίξει.

    2.  Το εθνικό μέλος που έχει ανοίξει προσωρινό αρχείο εργασίας αποφασίζει, ανά περίπτωση, εάν θα περιορίσει την πρόσβαση στο προσωρινό αρχείο εργασίας ή θα παράσχει πρόσβαση σε αυτό, εν όλω ή εν μέρει, εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων της Eurojust, σε άλλα εθνικά μέλη ή σε εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού της Eurojust.

    3.  Το εθνικό μέλος που έχει ανοίξει προσωρινό αρχείο εργασίας αποφασίζει επίσης ποιες πληροφορίες σχετικά με το προσωρινό αυτό αρχείο εργασίας πρέπει να περιλαμβάνονται στον πίνακα.

    Άρθρο 16β

    Πρόσβαση στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σε εθνικό επίπεδο

    1.  Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, στο βαθμό που είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6, μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνο:

    α) στον πίνακα, εκτός εάν το εθνικό μέλος που αποφάσισε να εισαγάγει τα δεδομένα στον πίνακα έχει αρνηθεί ρητώς την πρόσβαση αυτή·

    β) στα προσωρινά αρχεία εργασίας τα οποία έχει ανοίξει ή διαχειρίζεται το εθνικό μέλος του κράτους μέλους τους·

    γ) στα προσωρινά αρχεία εργασίας, τα οποία ανοίγουν ή διαχειρίζονται τα εθνικά μέλη άλλων κρατών μελών και στα οποία έχει πρόσβαση το εθνικό μέλος των κρατών μελών τους, εκτός εάν το εθνικό μέλος το οποίο άνοιξε ή διαχειρίζεται το προσωρινό αρχείο εργασίας έχει αρνηθεί ρητώς την πρόσβαση αυτή.

    2.  Το εθνικό μέλος, εντός των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, αποφασίζει σχετικά με το βαθμό πρόσβασης στους προσωρινούς φακέλους εργασίας που παρέχεται στο κράτος μέλος του στα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6.

    3.  Κάθε κράτος μέλος αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με το εθνικό μέλος ως προς το βαθμό πρόσβασης στον πίνακα που παρέχεται στο κράτος μέλος του στα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Eurojust και τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου την απόφασή τους όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, ώστε η τελευταία αυτή να μπορεί να ενημερώσει τα λοιπά κράτη μέλη.

    Ωστόσο, τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, εφόσον συνδέονται με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα προς το άρθρο 12 παράγραφος 6, τουλάχιστον την απαιτούμενη πρόσβαση στον πίνακα για τους προσωρινούς φακέλους εργασίας για τους οποίους τους έχει χορηγηθεί πρόσβαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

    4.  Μέχρι τις 4 Ιουνίου 2013, η Eurojust υποβάλει έκθεση στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή ως προς την εφαρμογή της παραγράφου 3. Τα κράτη μέλη εξετάζουν, βάσει της ως άνω έκθεσης, τη σκοπιμότητα επανεξέτασης του βαθμού πρόσβασης που παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

    ▼B

    Άρθρο 17

    Υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων

    1.  Η Eurojust διαθέτει έναν υπεύθυνο προστασίας των δεδομένων, μέλος του προσωπικού, ο οποίος έχει διορισθεί ειδικά για το σκοπό αυτό. Στα πλαίσια αυτά, υπάγεται απ' ευθείας στο συλλογικό όργανο. Κατά την άσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, ►M2  ενεργεί ανεξάρτητα ◄ .

    2.  Ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων μεριμνά ιδίως για την εκτέλεση των ακόλουθων καθηκόντων:

    α) διασφαλίζει κατά ανεξάρτητο τρόπο ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται κατά τρόπο σύννομο και σύμφωνα με τις διατάξεις που προβλέπει σχετικά η παρούσα απόφαση,

    β) ελέγχει κατά πόσον διατηρούνται, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονται στον εσωτερικό κανονισμό, γραπτά ίχνη σχετικά με τη διαβίβαση και παραλαβή, ιδίως για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 19 παράγραφος 3, των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τους όρους ασφάλειας του άρθρου 22,

    γ) διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα μπορούν να πληροφορηθούν, κατόπιν αιτήσεώς τους, τα δικαιώματά τους στα πλαίσια της παρούσας απόφασης.

    3.  Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ►M2  ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ◄ έχει πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα που επεξεργάζεται η Εurojust και σε όλους τους χώρους της Eurojust.

    4.  Όταν διαπιστώσει μια επεξεργασία για την οποία φρονεί ότι δεν συμμορφώνεται με την παρούσα απόφαση, ►M2  ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων ◄

    α) ενημερώνει το συλλογικό όργανο που βεβαιώνει ότι έλαβε την πληροφορία,

    β) προσφεύγει στο κοινό εποπτικό όργανο στην περίπτωση όπου το συλλογικό όργανο δεν επανόρθωσε τη μη συμμόρφωση της επεξεργασίας εντός εύλογης προθεσμίας.

    ▼M2

    Άρθρο 18

    Επιτρεπόμενη πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

    Μόνο τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2α, τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2 εφόσον είναι συνδεδεμένα με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 6 και το εξουσιοδοτημένο προσωπικό της Eurojust μπορούν, προς επίτευξη των στόχων της Eurojust και εντός των ορίων που προβλέπουν τα άρθρα 16, 16α και 16β, να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που επεξεργάζεται η Eurojust.

    ▼B

    Άρθρο 19

    Δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα

    1.  Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα πρόσβασης στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust υπό τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

    2.  Κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης στα αποθηκευμένα στην Eurojust δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν ή να τα επαληθεύσει σύμφωνα με το άρθρο 20, μπορεί να απευθύνει, προς το σκοπό αυτό, δωρεάν αίτηση στο κράτος μέλος της επιλογής του, στην αρχή που έχει ορισθεί από το κράτος αυτό, η οποία παραπέμπει το θέμα αμελλητί στην Eurojust.

    3.  Το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν ή να τα επαληθεύει, ασκείται με σεβασμό και σύμφωνα με τις διαδικασίες του δικαίου του κράτους μέλους, στο οποίο ο αιτών υπέβαλε την αίτησή του. Ωστόσο, εάν η Eurojust μπορεί να διαπιστώσει ποιά αρχή ενός κράτους μέλους διαβίβασε τα εν λόγω δεδομένα, η αρχή αυτή μπορεί να απαιτήσει το δικαίωμα πρόσβασης να ασκείται με σεβασμό και σύμφωνα με τις διαδικασίες του δικαίου του κράτους μέλους αυτού.

    4.  Η πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα απορρίπτεται εάν:

    α) η πρόσβαση αυτή μπορεί να διακυβεύσει μία από τις δραστηριότητες της Eurojust,

    β) η πρόσβαση αυτή μπορεί να διακυβεύσει μία εθνική έρευνα ►M2  ————— ◄ ,

    γ) η πρόσβαση αυτή μπορεί να απειλήσει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τρίτων,

    5.  Η απόφαση για τη χορήγηση του δικαιώματος πρόσβασης λαμβάνει δεόντως υπόψη την ιδιότητα, σε σχέση με τα αποθηκευμένα από την Eurojust δεδομένα, των προσώπων που υποβάλλουν την αίτηση.

    6.  Τα εθνικά μέλη, τα οποία αφορά η αίτηση, την επεξεργάζονται και αποφασίζουν εξ ονόματος της Eurojust. Η αίτηση υποβάλλεται σε πλήρη επεξεργασία εντός τριών μηνών από την παραλαβή της. Σε περίπτωση διαφωνίας, φέρουν το θέμα στο συλλογικό όργανο το οποίο αποφασίζει επί της αιτήσεως με πλειοψηφία δύο τρίτων.

    7.  Εάν η πρόσβαση απορριφθεί ή εάν κανένα δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα που αφορά τον αιτούντα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust, η Eurojust κοινοποιεί στον αιτούντα ότι προέβη στις επαληθεύσεις, χωρίς να δίδει στοιχεία που μπορούν να αποκαλύψουν εάν ο αιτών είναι γνωστός ή όχι.

    8.  Εάν ο αιτών δεν ικανοποιηθεί με την απάντηση που δίδεται στην αίτησή του, δύναται να ασκεί προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του κοινού εποπτικού οργάνου. Το κοινό εποπτικό όργανο διαπιστώνει εάν η απόφαση που έλαβε η Eurojust είναι σύμφωνη με την παρούσα απόφαση.

    9.  Ζητείται η γνώμη των αρμόδιων ποινικών αρχών των κρατών μελών πριν να ληφθεί απόφαση από την Eurojust. Οι αρχές αυτές ενημερώνονται εν συνεχεία για το περιεχόμενό της από τα οικεία εθνικά μέλη.

    Άρθρο 20

    Διόρθωση και διαγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

    1.  Σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3, κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα να ζητεί από την Eurojust να διορθώσει, να κλειδώσει ή να διαγράψει λανθασμένα ή ελλιπή δεδομένα που το αφορούν, η εισαγωγή ή η διατήρηση των οποίων αντίκειται στην παρούσα απόφαση.

    2.  Η Eurojust γνωστοποιεί στον αιτούντα εάν προέβη στη διόρθωση, το κλείδωμα ή τη διαγραφή των δεδομένων που τον αφορούν. Εάν ο αιτών δεν ικανοποιηθεί με την απάντηση της Eurojust, μπορεί να προσφεύγει στο κοινό εποπτικό όργανο, εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή της απόφασης της Eurojust.

    3.  Κατόπιν αιτήσεως των αρμοδίων αρχών ενός κράτους μέλους, του εθνικού του μέλους ή του εθνικού του ανταποκριτή, εφόσον υφίσταται, και υπό την ευθύνη τους, η Eurojust, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της, διορθώνει ή διαγράφει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία επεξεργάζεται και τα οποία διαβιβάζονται ή εισάγονται από το κράτος μέλος αυτό, το εθνικό του μέλος ή τον εθνικό του ανταποκριτή. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και η Eurojust, συμπεριλαμβανομένου του εθνικού μέλους ή του εθνικού ανταποκριτή, εφόσον υφίσταται, μεριμνούν στο πλαίσιο αυτό για την τήρηση των αρχών που θεσπίζονται στο άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 3 και στο άρθρο 15 παράγραφος 4.

    4.  Εάν αποδειχθεί ότι δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έτυχαν επεξεργασίας από την Eurojust είναι εσφαλμένα ή ελλιπή ή ότι η εισαγωγή και η διατήρησή τους αντίκειται στις διατάξεις της παρούσας απόφασης, η Eurojust οφείλει να τα κλειδώνει, να τα διορθώνει ή να τα διαγράφει.

    5.  Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4, όλοι οι παρέχοντες καιαποδέκτες των δεδομένων αυτών ενημερώνονται αμελλητί. Οι αποδέκτες αυτοί οφείλουν τότε να προβαίνουν, σύμφωνα με τους κανόνες που εφαρμόζονται στην περίπτωσή τους, στη διόρθωση, το κλείδωμα ή τη διαγραφή των δεδομένων στο δικό τους σύστημα.

    Άρθρο 21

    Προθεσμίες διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

    1.  Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust, διατηρούνται από την Eurojust μόνον για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται για την επίτευξη των στόχων της.

    2.  Τα αναφερόμενα στο άρθρο 14 παράγραφος 1 δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας από την Eurojust, δεν μπορούν να διατηρηθούν ►M2  την πρώτη από τις κατωτέρω ημερομηνίες που θα ισχύσει ◄ :

    α) την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας παραγραφής της ποινικής δίωξης σε όλα τα οικεία κράτη μέλη, τα οποία αφορά η έρευνα και οι διώξεις,

    ▼M2

    αα) την ημερομηνία κατά την οποία αθωώθηκε το πρόσωπο ή η απόφαση κατέστη αμετάκλητη·,

    ▼M2

    β) τρία έτη μετά την ημερομηνία κατά την οποία η δικαστική απόφαση του τελευταίου κράτους μέλους το οποίο αφορούν η έρευνα ή οι διώξεις κατέστη αμετάκλητη·,

    ▼B

    γ) την ημερομηνία κατά την οποία η Eurojust και τα οικεία κράτη μέλη διαπίστωσαν ή συμφώνησαν από κοινού ότι δεν ήταν πλέον απαραίτητος ο συντονισμός της έρευνας και των διώξεων από την Eurojust ►M2  εκτός εάν υπάρχει υποχρέωση παροχής των πληροφοριών αυτών στην Eurojust σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 6 και 7 ή σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 ◄ ,

    ▼M2

    δ) τρία έτη μετά τη διαβίβαση των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφοι 6 και 7 ή σύμφωνα με τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 4.·

    ▼B

    3.  

    α) Η τήρηση των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται ►M2  στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β), γ) και δ) ◄ ελέγχεται μονίμως με κατάλληλη αυτοματοποιημένη επεξεργασία. Εν πάση περιπτώσει, διενεργείται έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων ανά τριετία, μετά την εισαγωγή τους.

    β) Εάν λήξει μια εκ των προθεσμιών διατήρησης που αναφέρονται ►M2  στην παράγραφο 2 στοιχεία α), β), γ) και δ) ◄ , η Eurojust ελέγχει εάν είναι ανάγκη να διατηρηθούν τα δεδομένα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ώστε να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν οι στόχοι της και μπορεί να αποφασίσει να διατηρήσει κατά παρέκκλιση τα δεδομένα αυτά μέχρι τον επόμενο έλεγχο. ►M2  Άπαξ όμως και παρέλθει η προθεσμία παραγραφής της δίωξης σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 στοιχείο α), τα δεδομένα μπορούν να αποθηκευθούν μόνον εάν είναι απαραίτητα προκειμένου η Eurojust να παράσχει συνδρομή σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. ◄

    γ) Εφόσον τα δεδομένα διατηρούνται κατά παρέκκλιση σύμφωνα με το στοιχείο β), διενεργείται έλεγχος της ανάγκης διατήρησης των δεδομένων αυτών ανά τριετία.

    4.  Εάν υπάρχει φάκελος ο οποίος περιέχει μη αυτοματοποιημένα και μη διαρθρωμένα δεδομένα και εάν έχει παρέλθει η προθεσμία διατήρησης του τελευταίου αυτοματοποιημένου δεδομένου που προήλθε από αυτό το φάκελο, κάθε έγγραφο του εν λόγω φακέλου επιστρέφεται στην αρχή που το είχε ανακοινώσει και καταστρέφονται τα τυχόν αντίγραφα.

    5.  Στην περίπτωση κατά την οποία η Eurojust έχει συντονίσει έρευνα ή διώξεις, τα οικεία εθνικά μέλη ενημερώνουν την Eurojust και τα άλλα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για όλες τις δικαστικές αποφάσεις σχετικά με την υπόθεση αυτή, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, προκειμένου ιδίως να εφαρμοσθεί η παράγραφος 2 στοιχείο β).

    Άρθρο 22

    Ασφάλεια των δεδομένων

    1.  Όσον αφορά την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στα πλαίσια της παρούσας απόφασης, η Eurojust και κάθε κράτος μέλος, στο βαθμό που το αφορούν τα δεδομένα που διαβιβάζονται από την Eurojust, εξασφαλίζουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, μη επιτρεπόμενη κοινολόγηση, αλλοίωση και πρόσβαση ή από κάθε άλλη μη επιτρεπόμενη επεξεργασία.

    2.  Ο εσωτερικός κανονισμός περιέχει τα τεχνικά μέτρα και τις οργανωτικές διατάξεις που απαιτούνται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης όσον αφορά την ασφάλεια των δεδομένων, και ιδίως μέτρα τα οποία είναι κατάλληλα προκειμένου:

    α) να απαγορεύεται η είσοδος στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε κάθε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο,

    β) να εμποδίζεται η ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή αφαίρεση των υποθεμάτων δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο,

    γ) να εμποδίζεται η εισαγωγή στο αρχείο χωρίς τη σχετική άδεια, καθώς και η χωρίς άδεια ανακοίνωση, τροποποίηση ή διαγραφή των εισαγομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα,

    δ) να εμποδίζεται η χρησιμοποίηση των συστημάτων αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα με τη βοήθεια εξοπλισμού διαβίβασης δεδομένων,

    ε) να εξασφαλίζεται ότι, για τη χρησιμοποίηση ενός συστήματος αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, τα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα έχουν πρόσβαση μόνο στα δεδομένα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους,

    στ) να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να εξακριβώνεται και να διαπιστώνεται σε ποιά όργανα διαβιβάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε περίπτωση διαβίβασης δεδομένων,

    ζ) να εξασφαλίζεται ότι μπορεί να εξακριβώνεται και να διαπιστώνεται εκ των υστέρων ποιά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα έχουν εισαχθεί στα συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων, πότε και από ποιό πρόσωπο,

    η) να εμποδίζεται κατά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και κατά τη μεταφορά υποθεμάτων δεδομένων, η μη επιτρεπομένη ανάγνωση, αντιγραφή, τροποποίηση ή διαγραφή των δεδομένων.

    Άρθρο 23

    Κοινό εποπτικό όργανο

    1.  Δημιουργείται ανεξάρτητο κοινό εποπτικό όργανο το οποίο ελέγχει κατά συλλογικό τρόπο, τις δραστηριότητες της Eurojust που αναφέρονται ►M2  στα άρθρα 14 έως 22, 26, 26α και 27 ◄ , προκειμένου να εξασφαλίζει ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκτελείται σύμφωνα με την παρούσα απόφαση. Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, το κοινό εποπτικό όργανο δικαιούται να έχει ανεπιφύλακτη πρόσβαση σε όλα τα αρχεία στα οποία υπόκεινται σε επεξεργασία αυτά τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η Eurojust παρέχει στο κοινό εποπτικό όργανο όλες τις πληροφορίες τις οποίες ζητεί από τα εν λόγω αρχεία και με όλα τα μέσα επικουρεί το όργανο αυτό στην εκτέλεση των καθηκόντων του.

    ▼M2

    Το κοινό εποπτικό όργανο συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά ανά εξάμηνο. Επιπλέον, συνέρχεται εντός 3 μηνών από την άσκηση μιας προσφυγής που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 8 ή εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που η υπόθεση παραπέμφθηκε στο όργανο αυτό σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2. Το κοινό εποπτικό όργανο μπορεί επίσης να συγκαλείται από τον πρόεδρό του εφόσον το ζητούν τουλάχιστον δύο κράτη μέλη.

    ▼B

    Εν όψει της συγκρότησης αυτού του κοινού εποπτικού οργάνου, κάθε κράτος μέλος διορίζει, σύμφωνα με το νομικό του σύστημα, έναν δικαστή, μη μέλος της Eurojust, ή εφόσον το απαιτεί το συνταγματικό ή εθνικό του σύστημα, ένα πρόσωπο το οποίο κατέχει αξίωμα που του παρέχει την κατάλληλη ανεξαρτησία, προκειμένου να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των δικαστών που θα μπορούν να συμμετέχουν στο εποπτικό όργανο με την ιδιότητα του μέλους ή του δικαστή ad hoc. Η διάρκεια του διορισμού δεν μπορεί να είναι κάτω των ►M2  τριών ετών ◄ . Η ανάκληση του διορισμού διέπεται από τις αρχές ανάκλησης που ισχύουν δυνάμει του εσωτερικού δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης. Ο διορισμός και η ανάκλησή του κοινοποιούνται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου και στην Eurojust.

    2.  Το κοινό εποπτικό όργανο απαρτίζεται από τρία μόνιμα μέλη και, σύμφωνα με προβλεπόμενα στη παράγραφο 4, από δικαστές ad hoc.

    ▼M2

    3.  Ο δικαστής τον οποίο διορίζει ένα κράτος μέλος γίνεται μόνιμο μέλος αφού εκλεγεί από την ολομέλεια των προσώπων που διορίσθηκαν από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1 και παραμένει ως μόνιμο μέλος για τρία χρόνια. Οι εκλογές διεξάγονται ετησίως για ένα μόνιμο μέλος του κοινού εποπτικού οργάνου με μυστική ψηφοφορία. Το μέλος που διανύει το τρίτο έτος της θητείας του προεδρεύει του κοινού εποπτικού οργάνου έπειτα από την εκλογή του. Τα μόνιμα μέλη μπορούν να επανεκλέγονται. Οι διορισμένοι που επιθυμούν να εκλεγούν υποβάλλουν την υποψηφιότητά τους γραπτά στη γραμματεία του κοινού εποπτικού οργάνου δέκα ημέρες πριν από τη συνεδρίαση κατά την οποία θα διεξαχθεί η εκλογή.

    ▼B

    4.  Στις συνεδριάσεις μετέχουν επίσης ένας ή περισσότεροι δικαστές ad hoc, μόνο κατά τη διάρκεια της εξέτασης προσφυγής σχετικής με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προέρχεται από το κράτος μέλος που τους διόρισε.

    ▼M2

    4α.  Το κοινό εποπτικό όργανο θεσπίζει μέτρα στο πλαίσιο του εσωτερικού κανονισμού του για την εφαρμογή των παραγράφων 3 και 4.

    ▼B

    5.  Η σύνθεση του κοινού εποπτικού οργάνου ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια εξέτασης μιας προσφυγής, ακόμη κι' αν έληξε η θητεία των μονίμων μελών σύμφωνα με την παράγραφο 3.

    6.  Κάθε μέλος και κάθε δικαστής ad hoc έχει δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ψήφος του Προέδρου υπερισχύει.

    7.  Το κοινό εποπτικό όργανο εξετάζει τις προσφυγές που του υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 8 και το άρθρο 20 παράγραφος 2, διεξάγει τους ελέγχους σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το κοινό εποπτικό όργανο φρονεί ότι μία απόφαση την οποία έχει λάβει η Εurojust ή η επεξεργασία δεδομένων την οποία έχει πραγματοποιήσει δεν συνάδει προς την παρούσα απόφαση, το ζήτημα παραπέμπεται στην Eurojust, η οποία συμμορφώνεται με την απόφαση του κοινού εποπτικού οργάνου.

    8.  Οι αποφάσεις του κοινού εποπτικού οργάνου είναι αμετάκλητες και δεσμευτικές έναντι της Eurojust.

    9.  Τα πρόσωπα που διορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1, τρίτο εδάφιο, υπό την προεδρία του Προέδρου του κοινού εποπτικού οργάνου, εγκρίνουν εσωτερικό κανονισμό και κανονισμό διαδικασίας, ο οποίος, για την εξέταση μιας προσφυγής, προβλέπει αντικειμενικά κριτήρια για το διορισμό των μελών του οργάνου.

    10.  Τα έξοδα της γραμματείας καλύπτονται από τον προϋπολογισμό της Eurojust. Η γραμματεία του κοινού εποπτικού οργάνου είναι ανεξάρτητη κατά τη λειτουργία της στο πλαίσιο της γραμματείας της Eurojust. ►M2  Η γραμματεία του κοινού εποπτικού οργάνου μπορεί να βασίζεται στην εμπειρογνωμοσύνη της γραμματείας που δημιουργείται με την απόφαση 2000/641/ΔΕΥ ( 16 ) ◄

    11.  Τα μέλη του κοινού εποπτικού οργάνου υπέχουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 υποχρέωση εμπιστευτικότητας.

    12.  Το κοινό εποπτικό όργανο υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο μία φορά κατ' έτος.

    Άρθρο 24

    Ευθύνη λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων

    1.  Η Eurojust ευθύνεται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα της, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπόμενης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που προέρχονται από αυτή.

    2.  Οι καταγγελίες κατά της Εurojust στο πλαίσιο της ευθύνης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, εγείρονται ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο αυτή εδρεύει.

    3.  Κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, για κάθε ζημία που υπέστη πρόσωπο λόγω μη επιτρεπομένης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων που προέρχονται από αυτό και διαβιβάσθηκαν στην Eurojust.

    Άρθρο 25

    Εμπιστευτικότητα

    ▼M2

    1.  Τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2α, το προσωπικό της Eurojust και οι εθνικοί ανταποκριτές καθώς και ο υπεύθυνος προστασίας των δεδομένων έχουν υποχρέωση εμπιστευτικότητας, με την επιφύλαξη του άρθρου 2 παράγραφος 4.

    ▼B

    2.  Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας ισχύει για όλα τα πρόσωπα και τους οργανισμούς που καλούνται να συνεργασθούν με την Eurojust.

    3.  Η υποχρέωση εμπιστευτικότητας παραμένει και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους, της σύμβασης εργασίας ή της δραστηριότητας των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

    4.  Με την επιφύλαξη ►M2  του άρθρου 2 παράγραφος 4 ◄ , η υποχρέωση εμπιστευτικότητας εφαρμόζεται σε όλες τις πληροφορίες που λαμβάνει η Eurojust.

    ▼M2

    Άρθρο 25α

    Συνεργασία με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο και άλλα δίκτυα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στη συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

    1.  Η Eurojust διατηρεί προνομιακές σχέσεις με το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο οι οποίες βασίζονται στη διαβούλευση και τη συμπληρωματικότητα, ειδικότερα μεταξύ του εθνικού μέλους, των σημείων επαφής του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου του ιδίου κράτους μέλους και των εθνικών ανταποκριτών της Eurojust και του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου. Προκειμένου να εξασφαλίζεται αποτελεσματική συνεργασία, λαμβάνονται τα ακόλουθα μέτρα:

    α) τα εθνικά μέλη ενημερώνουν, κατά περίπτωση, τους συνδέσμους του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για όλες τις υποθέσεις τις οποίες εκτιμούν ότι το δίκτυο μπορεί να τις αντιμετωπίσει καλύτερα·

    β) η γραμματεία του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου αποτελεί τμήμα του προσωπικού της Eurojust. Λειτουργεί ως χωριστή μονάδα. Μπορεί να χρησιμοποιεί τους διοικητικούς πόρους της Eurojust που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση του έργου του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου, μεταξύ άλλων, για την κάλυψη των εξόδων των συνεδριάσεων της ολομέλειας του δικτύου. Όταν οι ολομέλειες πραγματοποιούνται στα κτίρια του Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, τα έξοδα μπορούν να καλύπτουν μόνον έξοδα ταξιδιού και έξοδα διερμηνείας. Όταν οι ολομέλειες πραγματοποιούνται στο κράτος μέλος που ασκεί την προεδρία, τα έξοδα μπορούν να καλύπτουν μόνον τμήμα του συνολικού κόστους της συνεδρίασης·

    γ) οι σύνδεσμοι του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου μπορούν να καλούνται, κατά περίπτωση, στις συνεδριάσεις της Eurojust.

    2.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 4 παράγραφος 1, η γραμματεία του δικτύου για τις κοινές ομάδες ερευνών και των δικτύων που δημιουργούνται με την απόφαση 2002/494/ΔΕΥ αποτελούν μέρος του προσωπικού της Eurojust. Οι γραμματείες αυτές λειτουργούν ως χωριστές μονάδες. Έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τους διοικητικούς πόρους της Eurojust που είναι απαραίτητοι για την εκπλήρωση του έργου τους. Η Eurojust διασφαλίζει τον συντονισμό μεταξύ των γραμματειών.

    Η παρούσα παράγραφος ισχύει για τη γραμματεία κάθε νέου δικτύου που συστήνεται με απόφαση του Συμβουλίου εφόσον η εν λόγω απόφαση ορίζει ότι η γραμματεία εξασφαλίζεται από την Eurojust.

    3.  Το δίκτυο που δημιουργείται με την απόφαση 2008/852/ΔΕΥ μπορεί να ζητήσει από την Eurojust να εξασφαλίσει γραμματεία για το δίκτυο. Σε περίπτωση υποβολής τέτοιου αιτήματος, εφαρμόζεται η παράγραφος 2.

    ▼M2

    Άρθρο 26

    Σχέσεις με όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες της Κοινότητας ή της Ένωσης

    1.  Στο βαθμό που είναι χρήσιμο για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Eurojust δύναται να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με όργανα, οργανισμούς και υπηρεσίες που έχουν ιδρυθεί δυνάμει, ή επί τη βάσει, των συνθηκών για την ίδρυση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Eurojust συνάπτει και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας τουλάχιστον με:

    α) την Ευρωπόλ·

    β) την OLAF·

    γ) τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Frontex)·

    δ) το Συμβούλιο, ιδίως το Κέντρο Διαχείρισης Κρίσεων.

    Η Eurojust επίσης συνάπτει και διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με το ευρωπαϊκό δίκτυο κατάρτισης δικαστικών.

    2.  Η Eurojust δύναται να συνάπτει συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνεργασίας με τους φορείς που μνημονεύονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνεργασίας μπορούν να αφορούν ιδίως την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και την απόσπαση αξιωματικών συνδέσμων στην Eurojust. Οι εν λόγω συμφωνίες ή ρυθμίσεις συνεργασίας μπορούν να συναφθούν μόνο αφού εγκριθούν από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν διαβουλεύσεως της Eurojust με το κοινό εποπτικό όργανο όσον αφορά τις διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων. Η Eurojust ενημερώνει το Συμβούλιο σχετικά με τα τυχόν σχέδιά της για την ανάληψη τέτοιων διαπραγματεύσεων και το Συμβούλιο μπορεί να συνάγει τα δέοντα συμπεράσματα.

    3.  Πριν από την έναρξη ισχύος της συμφωνίας ή της ρύθμισης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Eurojust δύναται να λαμβάνει άμεσα και να χρησιμοποιεί πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, από τους φορείς της παραγράφου 1, εφόσον είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων της, και δύναται να διαβιβάζει άμεσα τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στους εν λόγω φορείς, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων του αποδέκτη και συνάδει με τους κανόνες περί προστασίας των δεδομένων που περιέχονται στην παρούσα απόφαση.

    4.  Η OLAF δύναται να συμβάλλει στις εργασίες της Eurojust για τον συντονισμό των ερευνών και διώξεων όσον αφορά την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είτε κατόπιν πρωτοβουλίας της Eurojust είτε κατόπιν αιτήσεως της OLAF, εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν αντιτίθενται στην εν λόγω συμμετοχή.

    5.  Για τις ανάγκες της παραλαβής και της διαβίβασης των πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και της OLAF και με την επιφύλαξη του άρθρου 9, τα κράτη μέλη μεριμνούν προκειμένου τα εθνικά μέλη της Eurojust να θεωρούνται ως αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μόνον για τις ανάγκες του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ( 17 ). Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της OLAF και των εθνικών μελών δεν θίγει τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σε άλλες αρμόδιες αρχές δυνάμει των κανονισμών αυτών.

    ▼M2

    Άρθρο 26α

    Σχέσεις προς τρίτα κράτη και οργανισμούς

    1.  Εφόσον είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η Eurojust δύναται επίσης να δημιουργεί και να διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τις ακόλουθες οντότητες:

    α) τρίτα κράτη·

    β) οργανισμούς όπως:

    i) διεθνείς οργανισμούς και τους υπαγόμενους σε αυτούς φορείς δημοσίου δικαίου,

    ii) άλλους φορείς δημοσίου δικαίου, οι οποίοι υφίστανται δυνάμει συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών, και

    iii) το διεθνή Οργανισμό Εγκληματολογικής Αστυνομίας (Interpol).

    2.  Η Eurojust δύναται να συνάπτει συμφωνίες με τους φορείς που μνημονεύονται στην παράγραφο 1. Οι εν λόγω συμφωνίες μπορούν να αφορούν ιδίως την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και την απόσπαση αξιωματικών συνδέσμων στην Eurojust. Οι εν λόγω συμφωνίες μπορούν να συναφθούν μόνο αφού εγκριθούν από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, κατόπιν διαβουλεύσεως της Eurojust με το κοινό εποπτικό όργανο όσον αφορά τις διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων. Η Eurojust ενημερώνει το Συμβούλιο σχετικά με τυχόν σχέδιά της για την ανάληψη τέτοιων διαπραγματεύσεων και το Συμβούλιο μπορεί να συνάγει τα δέοντα συμπεράσματα.

    3.  Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και περιέχουν διατάξεις περί ανταλλαγής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μπορούν να συνάπτονται μόνο όταν ο οικείος φορέας υπάγεται στις διατάξεις της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981 ή μετά από αξιολόγηση που επιβεβαιώνει την ύπαρξη ικανοποιητικού επιπέδου προστασίας των δεδομένων από τον εν λόγω φορέα.

    4.  Οι συμφωνίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνουν διατάξεις για την παρακολούθηση της εφαρμογής τους, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των κανόνων περί προστασίας δεδομένων.

    5.  Πριν από την έναρξη ισχύος των συμφωνιών κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, η Eurojust δύναται να λαμβάνει απευθείας πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων της.

    6.  Πριν από την έναρξη ισχύος των συμφωνιών κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2, η Eurojust δύναται, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 27 παράγραφος 1, να διαβιβάζει απευθείας πληροφορίες, εξαιρουμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, στους εν λόγω φορείς, εφόσον τούτο είναι απαραίτητο για τη νόμιμη εκτέλεση των καθηκόντων του αποδέκτη.

    7.  Η Eurojust δύναται, υπό τους όρους του άρθρου 27 παράγραφος 1, να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στους φορείς που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, εφόσον:

    α) τούτο είναι αναγκαίο σε μεμονωμένες περιπτώσεις για την πρόληψη ή την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων για τις οποίες είναι αρμόδια η Eurojust· και

    β) η Eurojust έχει συνάψει συμφωνία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 με τον οικείο φορέα η οποία έχει τεθεί σε ισχύ και επιτρέπει τη διαβίβαση των εν λόγω δεδομένων.

    8.  Εάν το τρίτο κράτος ή οι φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν εκπληρώσουν εν συνεχεία ή ευλόγως πιθανολογείται ότι δεν θα εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3, ενημερώνεται αμέσως το κοινό εποπτικό όργανο και τα οικεία κράτη μέλη από την Eurojust. Το κοινό εποπτικό όργανο δύναται να αναστείλει την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τις οικείες οντότητες, έως ότου διαπιστώσει ότι έχουν ληφθεί μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης.

    9.  Ωστόσο, ακόμα και εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 7, ένα εθνικό μέλος, ενεργώντας με την ιδιότητά του ως αρμόδια εθνική αρχή και σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού του δίκαιου, κατ’ εξαίρεση και μόνον προκειμένου να ληφθούν επείγοντα μέτρα για την πρόληψη άμεσου και σοβαρού κινδύνου για ένα πρόσωπο ή για τη δημόσια ασφάλεια, δύναται να προβαίνει σε ανταλλαγή πληροφοριών που περιλαμβάνουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Το εθνικό μέλος είναι υπεύθυνο να διαπιστώνει εάν είναι νόμιμο να επιτρέψει τη διαβίβαση. Το εθνικό μέλος τηρεί αρχείο των διαβιβάσεων δεδομένων και των λόγων αυτών των διαβιβάσεων. Τα δεδομένα διαβιβάζονται μόνον επιτρέπεται μόνον εάν ο αποδέκτης αναλάβει τη δέσμευση ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν μόνον για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάσθηκαν.

    ▼M2

    Άρθρο 27

    Διαβίβαση δεδομένων

    1.  Πριν από κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Eurojust και των φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 26α, δίνει τη συναίνεσή του για τη διαβίβαση των πληροφοριών το εθνικό μέλος του κράτους μέλους το οποίο παρείχε τις πληροφορίες. Εφόσον χρειάζεται, το εθνικό μέλος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

    2.  Η Eurojust φέρει την ευθύνη για τη νομιμότητα της διαβίβασης των δεδομένων. Η Eurojust τηρεί μητρώο όπου καταγράφονται όλες οι διαβιβάσεις δεδομένων βάσει των άρθρων 26 και 26α και οι λόγοι της διαβίβασης. Τα δεδομένα διαβιβάζονται μόνον εφόσον ο αποδέκτης αναλαμβάνει τη δέσμευση ότι τα δεδομένα θα χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο διαβιβάστηκαν.

    ▼M2

    Άρθρο 27α

    Δικαστικοί σύνδεσμοι τοποθετημένοι σε τρίτα κράτη

    1.  Με σκοπό τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας με τρίτα κράτη σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Eurojust παρέχει συνδρομή σύμφωνα με την παρούσα απόφαση, το συλλογικό όργανο μπορεί να τοποθετεί δικαστικούς συνδέσμους σε τρίτο κράτος, με την επιφύλαξη συμφωνίας όπως αναφέρεται στο άρθρο 26α με το εν λόγω τρίτο κράτος. Πριν από την ανάληψη διαπραγματεύσεων με τρίτο κράτος, το Συμβούλιο παρέχει την έγκρισή του με ειδική πλειοψηφία. Η Eurojust ενημερώνει το Συμβούλιο σχετικά με τυχόν σχέδιά της για την ανάληψη τέτοιων διαπραγματεύσεων και το Συμβούλιο μπορεί να συνάγει τα δέοντα συμπεράσματα.

    2.  Ο δικαστικός σύνδεσμος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πρέπει να διαθέτει εμπειρία για την εργασία στην Eurojust και επαρκή γνώση της δικαστικής συνδρομής και του τρόπου λειτουργίας της Eurojust. Για την τοποθέτηση προσώπου ως δικαστικού συνδέσμου εξ ονόματος της Eurojust, απαιτείται η προηγούμενη συγκατάθεση του δικαστή και του κράτους μέλους του.

    3.  Εάν ο δικαστικός σύνδεσμος που έχει τοποθετηθεί από την Eurojust επιλέγεται μεταξύ εθνικών μελών, αναπληρωτών ή βοηθών:

    i) αντικαθίσταται από το κράτος μέλος στο έργο του εθνικού μέλους, του αναπληρωτή ή του βοηθού,

    ii) εκπίπτει του δικαιώματος άσκησης των εξουσιών που του παρέχονται δυνάμει των άρθρων 9α έως 9ε.

    4.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ( 18 ), το συλλογικό όργανο θεσπίζει κανόνες για την τοποθέτηση δικαστικών συνδέσμων και υιοθετεί τις αναγκαίες σχετικές λεπτομέρειες εφαρμογής σε συνεννόηση με την Επιτροπή.

    5.  Οι δραστηριότητες των δικαστικών συνδέσμων που τοποθετούνται από την Eurojust υπόκεινται στην εποπτεία του Κοινού Εποπτικού Οργάνου. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι υποβάλλουν έκθεση στο συλλογικό όργανο, το οποίο ενημερώνει δεόντως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι ενημερώνουν τα εθνικά μέλη και τις εθνικές αρμόδιες αρχές για όλες τις υποθέσεις που αφορούν το κράτος μέλος τους.

    6.  Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και οι δικαστικοί σύνδεσμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να έρχονται σε άμεση επαφή. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δικαστικός σύνδεσμος ενημερώνει το οικείο εθνικό μέλος για τις επαφές αυτές.

    7.  Οι δικαστικοί σύνδεσμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα διαχείρισης υποθέσεων.

    Άρθρο 27β

    Αιτήσεις δικαστικής συνεργασίας από και προς τρίτα κράτη

    1.  Η Eurojust δύναται, εφόσον συμφωνούν τα οικεία κράτη μέλη, να συντονίζει την εκτέλεση αιτήσεων δικαστικής συνεργασίας που εκδίδονται από τρίτο κράτος όταν οι αιτήσεις αυτές αποτελούν μέρος της αυτής έρευνας και απαιτούν την εκτέλεση τους σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη. Οι αιτήσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο μπορούν επίσης να διαβιβάζονται στην Eurojust από αρμόδια εθνική αρχή.

    2.  Σε περίπτωση επείγοντος και σύμφωνα με το άρθρο 5α, η OCC ανάγκης μπορεί να παραλαμβάνει και να διεκπεραιώνει αιτήσεις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, οι οποίες έχουν εκδοθεί από τρίτο κράτος το οποίο έχει συνάψει συμφωνία συνεργασίας με την Eurojust.

    3.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 3 παράγραφος 2, όταν πρέπει να υποβάλλονται αιτήσεις δικαστικής συνεργασίας οι οποίες αφορούν την αυτή έρευνα και απαιτούν εκτέλεση σε τρίτο κράτος, η Eurojust δύναται, με τη συμφωνία των οικείων κρατών μελών, να διευκολύνει τη δικαστική συνεργασία με το εν λόγω τρίτο κράτος.

    4.  Οι αιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 μπορούν να διαβιβάζονται μέσω της Eurojust εφόσον είναι σύμφωνες προς τις πράξεις που ισχύουν για τη σχέση μεταξύ του τρίτου αυτού κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των οικείων κρατών μελών.

    Άρθρο 27γ

    Ευθύνη διάφορη της ευθύνης για μη επιτρεπόμενη ή εσφαλμένη επεξεργασία δεδομένων

    1.  Η συμβατική ευθύνη της Eurojust διέπεται από το εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη σύμβαση δίκαιο.

    2.  Σε περίπτωση εξωσυμβατικής ευθύνης, η Eurojust υποχρεούται, ασχέτως ευθύνης δυνάμει του άρθρου 24, να αποκαθιστά οιαδήποτε ζημία προκληθείσα λόγω υπαιτιότητας του συλλογικού οργάνου ή του προσωπικού της Eurojust κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εφόσον μπορεί να τους καταλογισθεί και ανεξάρτητα από τις διάφορες διαδικασίες αποζημίωσης, οι οποίες υφίστανται δυνάμει του δικαίου των κρατών μελών.

    3.  Η παράγραφος 2 ισχύει επίσης για ζημία προκληθείσα λόγω υπαιτιότητας εθνικού μέλους, αναπληρωτή ή βοηθού κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ωστόσο, εάν ενεργεί βάσει των εξουσιών που του έχουν χορηγηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 9α έως 9ε, το κράτος μέλος καταγωγής του επιστρέφει στην Eurojust τα ποσά που η τελευταία έχει καταβάλει για την επανόρθωση της ζημίας.

    4.  Ο ζημιωθείς δικαιούται να ζητήσει από την Eurojust να απόσχει από ή να αποσύρει ή να παύσει οιαδήποτε αγωγή.

    5.  Τα εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών που είναι αρμόδια επί διαφορών που αφορούν την ευθύνη της Eurojust, όπως αναφέρεται στο παρόν άρθρο, καθορίζονται με βάση τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, περί διεθνούς δικαιοδοσίας και αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ( 19 ).

    ▼B

    Άρθρο 28

    Οργάνωση και λειτουργία

    1.  Το συλλογικό όργανο είναι υπεύθυνο για την οργάνωση και τη λειτουργία της Eurojust.

    2.  Το συλλογικό όργανο εκλέγει ένα πρόεδρο μεταξύ των εθνικών μελών και δύναται, εάν το κρίνει αναγκαίο, να εκλέξει το πολύ δύο αντιπροέδρους. Το αποτέλεσμα της εκλογής αυτής υποβάλλεται στο Συμβούλιο ►M2  αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία ◄ προς έγκριση.

    3.  Ο Πρόεδρος ασκεί τα καθήκοντά του εξ ονόματος του συλλογικού οργάνου και υπό την εποπτεία του, διεξάγει τις εργασίες του και ελέγχει την καθημερινή διαχείριση που διενεργεί ο διοικητικός διευθυντής. Ο εσωτερικός κανονισμός προσδιορίζει τις περιπτώσεις όπου, για τις αποφάσεις ή τις ενέργειές του, απαιτείται προηγούμενη άδεια ή έκθεση προς το συλλογικό όργανο.

    4.  Η διάρκεια της θητείας του προέδρου είναι τριετής. Δύναται να επανεκλεγεί μία φορά. Η διάρκεια της θητείας του(των) ενδεχόμενου(ων) αντιπροέδρου(ων) διέπεται από το εσωτερικό κανονισμό.

    5.  Η Eurojust επικουρείται από γραμματεία, της οποίας προσταται ένας διοικητικός διευθυντής.

    6.  Η Eurujust ασκεί έναντι του προσωπικού της τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή. Το συλλογικό όργανο θεσπίζει τους κατάλληλους κανόνες για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό.

    Άρθρο 29

    Διοικητικός διευθυντής

    1.  Ο διοικητικός διευθυντής της Eurojust διορίζεται ►M2  με πλειοψηφία δύο τρίτων ◄ από το συλλογικό όργανο. Το συλλογικό όργανο συνιστά μία επιτροπή επιλογής, η οποία, κατόπιν προκηρύξεως υποβολής υποψηφιοτήτων, καταρτίζει κατάλογο υποψηφίων μεταξύ των οποίων το συλλογικό όργανο επιλέγει τον διοικητικό διευθυντή. ►M2  Η Επιτροπή δικαιούται να συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής και να είναι μέλος της επιτροπής επιλογής. ◄

    2.  Η διάρκεια της θητείας του διοικητικού διευθυντή είναι πενταετής. ►M2  Παρατείνεται άπαξ χωρίς να απαιτείται πρόσκληση για υποβολή αιτήσεων, εφόσον το συλλογικό σώμα λάβει σχετική απόφαση με πλειοψηφία τριών τετάρτων και ορίσει τον διοικητικό διευθυντή με την αυτή πλειοψηφία. ◄

    3.  Ο διοικητικός διευθυντής υπόκειται στους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    4.  Ο διοικητικός διευθυντής εργάζεται υπό την εποπτεία της συλλογικού οργάνου και του Προέδρου του ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 3. Μπορεί να ανακληθεί από το συλλογικό όργανο με πλειοψηφία των δύο τρίτων.

    5.  Ο διοικητικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την καθημερινή διοίκηση της Eurojust και για τη διαχείριση του προσωπικού, υπό τον έλεγχο του Προέδρου. ►M2  Προς το σκοπό αυτό, είναι υπεύθυνος για τη σύσταση και εφαρμογή, σε συνεργασία με το συλλογικό όργανο, αποτελεσματικής διαδικασίας παρακολούθησης και αξιολόγησης ως προς την απόδοση της διοίκησης της Eurojust όσον αφορά την επίτευξη των στόχων της. Ο διοικητικός διευθυντής υποβάλλει τακτικά έκθεση στο συλλογικό όργανο για τα αποτελέσματα αυτής της παρακολούθησης. ◄

    Άρθρο 30

    Προσωπικό

    1.  Το προσωπικό της Eurojust υπόκειται, ιδίως όσον αφορά την πρόσληψη και το καθεστώς του, στους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    2.  Το προσωπικό της Eurojust προσλαμβάνεται σύμφωνα με τους κανονισμούς και τις ρυθμίσεις της παραγράφου 1, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 27 του Κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 ( 20 ), συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής κατανομής τους. Έχουν καθεστώς μονίμων, εκτάκτων ή τοπικών υπαλλήλων. Κατόπιν αιτήσεως του διοικητικού διευθυντή, και σε συμφωνία με τον Πρόεδρο εξ ονόματος του συλλογικού οργάνου, τα κοινοτικά όργανα δύνανται να αποσπούν κοινοτικούς υπαλλήλους και να τους τοποθετούν στην Eurojust ως εκτάκτους υπαλλήλους. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποσπούν εθνικούς εμπειρογνώμονες στην Eurojust ►M2  και μπορεί επίσης να επικουρεί το εθνικό μέλος ◄ . ►M2  Το συλλογικό όργανο θεσπίζει τις αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής για τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες. ◄

    3.  Υπό την εποπτεία του συλλογικού οργάνου, το προσωπικό φέρει σε πέρας τα καθήκοντά του έχοντας κατά νου τους στόχους και την εντολή της Eurojust, χωρίς να ζητεί ούτε να δέχεται οδηγίες από κυβέρνηση, αρχή, οργάνωση ή πρόσωπο εκτός της Eurojust ►M2  με την επιφύλαξη του άρθρου 25α παράγραφος 1 στοιχείο γ) και παράγραφος 2 ◄ .

    Άρθρο 31

    Παροχή βοήθειας όσον αφορά τη διερμηνεία και τη μετάφραση

    1.  Στις εργασίες της Eurojust, εφαρμόζεται το επίσημο γλωσσικό καθεστώς της Ένωσης.

    2.  Η ετήσια έκθεση προς το Συμβούλιο, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 32 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, συντάσσεται στις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ένωσης.

    Άρθρο 32

    ►M2  Ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής ◄

    1.  Ο Πρόεδρος, εξ ονόματος του συλλογικού οργάνου, λογοδοτεί εγγράφως στο Συμβούλιο, μία φορά το χρόνο, σχετικά με τις δραστηριότητες και τη διαχείριση, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης του προϋπολογισμού, της Eurojust.

    Για το σκοπό αυτό, το συλλογικό όργανο συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες της Eurojust και με τα προβλήματα της πολιτικής για το έγκλημα στο πλαίσιο της Ένωσης, τα οποία επισημάνθηκαν κατόπιν των ενεργειών της Eurojust. Στην έκθεση αυτή, η Eurojust μπορεί επίσης να υποβάλλει προτάσεις για τη βελτίωση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

    Ο Πρόεδρος υποβάλλει επίσης έκθεση ή κάθε άλλη πληροφορία που ενδέχεται να του ζητήσει το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία της Eurojust.

    2.  Η Προεδρία του Συμβουλίου απευθύνει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις εργασίες της Eurojust καθώς και τις δραστηριότητες του κοινού εποπτικού οργάνου.

    ▼M2

    3.  Η Επιτροπή ή το Συμβούλιο μπορούν να ζητούν τη γνώμη της Eurojust ως προς όλα τα σχέδια πράξεων που καταρτίζονται δυνάμει του τίτλου VI της συνθήκης.

    ▼M2

    Άρθρο 33

    Οικονομικά θέματα

    1.  Οι μισθοί και οι αποδοχές των εθνικών μελών, των αναπληρωτών και των βοηθών τους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 βαρύνουν τα κράτη μέλη προέλευσης.

    2.  Όταν τα εθνικά μέλη, οι αναπληρωτές και οι βοηθοί δρουν στο πλαίσιο της εντολής της Eurojust, οι σχετικές δαπάνες θεωρούνται ως λειτουργικές δαπάνες κατά την έννοια του άρθρου 41 παράγραφος 3 της συνθήκης.

    ▼B

    Άρθρο 34

    Προϋπολογισμός

    1.  Για όλα τα έσοδα και τα έξοδα της Eurojust υπάρχουν προβλέψεις για κάθε οικονομικό έτος. Το οικονομικό έτος συμπίπτει με το ημερολογιακό. Τα έσοδα και τα έξοδα εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Eurojust, ο οποίος περιλαμβάνει τον πίνακα των θέσεων εργασίας που υποβάλλεται στη δημοσιονομική αρχή που είναι αρμόδια για τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πίνακας θέσεων, αποτελούμενος από τις θέσεις απασχόλησης μόνιμου ή προσωρινού χαρακτήρα, καθώς και από στοιχεία σχετικά με τους αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες, προσδιορίζει τον αριθμό, τον βαθμό και την κατηγορία του προσωπικού που απασχολείται από την Εurojust κατά το σχετικό οικονομικό έτος.

    2.  Τα έσοδα και τα έξοδα του προϋπολογισμού της Eurojust πρέπει να είναι ισοσκελισμένα.

    3.  Τα έσοδα της Eurojust δύνανται να περιλαμβάνουν, υπό την επιφύλαξη άλλων εσόδων, επιδότηση η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    4.  Τα έξοδα της Eurojust περιλαμβάνουν ιδίως τα έξοδα που συνδέονται με τη διερμηνεία και τη μετάφραση, τα έξοδα ασφαλείας, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής, τα έξοδα λειτουργίας και μίσθωσης, τα έξοδα ταξιδίου των μελών και του προσωπικού της Eurojust και τις δαπάνες σχετικά με τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με τρίτους.

    ▼M1

    Άρθρο 35

    Κατάρτιση του προϋπολογισμού

    1.  Κάθε έτος το συλλογικό σώμα, βάσει σχεδίου που καταρτίζεται από τον διοικητικό διευθυντή, συντάσσει κατάσταση των προβλεπόμενων εσόδων και δαπανών της Eurojust για το επόμενο οικονομικό έτος. Αυτή η κατάσταση προβλέψεων, που περιλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού, διαβιβάζεται από το συλλογικό σώμα στην Επιτροπή στις ►M2  10 Φεβρουαρίου ◄ το αργότερο. ►M2  Το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο και τα δίκτυα που αναφέρονται στο άρθρο 25α παράγραφος 2 ενημερώνονται για τα τμήματα που αφορούν τις δραστηριότητες των γραμματειών τους, εν ευθέτω χρόνω, πριν από την αποστολή της κατάστασης προβλέψεων στην Επιτροπή. ◄

    2.  Βάσει της κατάστασης προβλέψεων η Επιτροπή προτείνει στο προσχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης το ποσό της ετήσιας επιδότησης, καθώς και τις θέσεις απασχόλησης μόνιμου ή προσωρινού χαρακτήρα, καταθέτει δε το προσχέδιο αυτό στην αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με το άρθρο 272 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    3.  Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή εγκρίνει τις πιστώσεις για την επιδότηση που προορίζεται για την Eurojust και ορίζει τις θέσεις απασχόλησης μόνιμου ή προσωρινού χαρακτήρα στο πλαίσιο του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

    4.  Πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους, το συλλογικό σώμα της Eurojust εγκρίνει τον προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανομένου του πίνακα προσωπικού όπως ορίζεται στο άρθρο 34 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο, βάσει της ετήσιας επιδότησης και των θέσεων απασχόλησης που εγκρίθηκαν από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, προσαρμόζοντάς τον στις διάφορες εισφορές που χορηγούνται στην Eurojust και στα ποσά που προέρχονται από άλλες πηγές.

    Άρθρο 36

    Εκτέλεση του προϋπολογισμού και απαλλαγή

    1.  Ο διοικητικός διευθυντής εκτελεί ως διατάκτης τον προϋπολογισμό της Eurojust. Ενημερώνει το συλλογικό όργανο για την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

    2.   ►M2  Ο υπόλογος της Eurojust γνωστοποιεί στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, το αργότερο την 1η Μαρτίου μετά το οικονομικό έτος που έληξε, τους προσωρινούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του εν λόγω οικονομικού έτους. ◄ Ο υπόλογος της Επιτροπής ενοποιεί τους προσωρινούς λογαριασμούς των θεσμικών οργάνων και των αποκεντρωμένων οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 128 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού.

    ▼M2

    3.  Το αργότερο έως την 31η Μαρτίου του επομένου έτους, η Eurojust αποστέλλει την έκθεση για τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση του οικονομικού έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

    ▼M1

    4.  Μετά την παραλαβή των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν από το Ελεγκτικό Συνέδριο σε σχέση με τους προσωρινούς λογαριασμούς της Eurojust, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 129 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, ο διοικητικός διευθυντής καταρτίζει τους οριστικούς λογαριασμούς της Eurojust με δική του ευθύνη και τους διαβιβάζει για διατύπωση γνώμης στο συλλογικό σώμα της Eurojust.

    5.  Το συλλογικό σώμα της Eurojust διατυπώνει τη γνώμη του για τους οριστικούς λογαριασμούς της Eurojust.

    6.  Ο διοικητικός διευθυντής της Eurojust διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο αυτούς τους οριστικούς λογαριασμούς, συνοδευόμενους από τη γνώμη του συλλογικού σώματος της Eurojust, το αργότερο την 1η Ιουλίου μετά το οικονομικό έτος που έληξε.

    7.  Οι οριστικοί λογαριασμοί δημοσιεύονται.

    8.  Ο διοικητικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο απάντηση στις παρατηρήσεις του το αργότερο στις 30 Σεπτεμβρίου. Επίσης, αποστέλλει αυτή την απάντηση στο συλλογικό σώμα της Eurojust.

    9.  Ο διοικητικός διευθυντής της Eurojust, ενεργώντας υπό την εξουσία του συλλογικού σώματος και του προέδρου του, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατ'αίτησή του, όπως προβλέπεται από το άρθρο 146 παράγραφος 3 του γενικού δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας απαλλαγής του συγκεκριμένου οικονομικού έτους.

    10.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, προβαίνει έως τις ►M2  15 Μαΐου ◄ του έτους N+2 στην απαλλαγή του διοικητικού διευθυντή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του οικονομικού έτους N.

    Άρθρο 37

    Δημοσιονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στον προϋπολογισμό

    1.  Οι δημοσιονομικές διατάξεις που εφαρμόζονται στον προϋπολογισμό της Eurojust εγκρίνονται ομόφωνα από το συλλογικό όργανο, έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή. Οι διατάξεις αυτές μπορούν να αποκλίνουν από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2343/2002 της Επιτροπής, της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη θέσπιση δημοσιονομικού κανονισμού- πλαισίου για τους κοινοτικούς οργανισμούς του άρθρου 185 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, ο οποίος θεσπίζει το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 21 ), μόνον εάν το απαιτούν οι ειδικές ανάγκες λειτουργίας της Eurojust και με προηγούμενη συμφωνία της Επιτροπής.

    ▼B

    Άρθρο 38

    Έλεγχοι

    ▼M1

    1.  Η ευθύνη δημιουργίας συστημάτων και διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου, που ενδείκνυνται για την άσκηση των καθηκόντων του, βαρύνει τον διατάκτη.

    ▼B

    2.  Το συλλογικό όργανο διορίζει έναν εσωτερικό ελεγκτή, ο οποίος είναι υπεύθυνος ιδίως να παρέχει ένα εχέγγυο, σύμφωνα με τους σχετικούς διεθνείς κανόνες, όσον αφορά την ομαλή λειτουργία των συστημάτων και των διαδικασιών εκτέλεσης του προϋπολογισμού. Ο εσωτερικός ελεγκτής δεν μπορεί να είναι διατάκτης ούτε υπόλογος. Το συλλογικό όργανο μπορεί να ζητάει από τον εσωτερικό ελεγκτή της Επιτροπής να ασκήσει το καθήκον αυτό.

    3.  Ο εσωτερικός ελεγκτής υποβάλλει έκθεση για τις διαπιστώσεις και τις συστάσεις του στη Εurojust και διαβιβάζει αντίγραφο αυτής της έκθεσης στην Επιτροπή. Η Eurojust, βάσει των εκθέσεων του ελεγκτή, λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να δώσει συνέχεια στις συστάσεις αυτές.

    4.  Οι κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 εφαρμόζονται στην Εurojust. Το συλλογικό όργανο της Εurojust θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής.

    Άρθρο 39

    Πρόσβαση στα έγγραφα

    Βάσει προτάσεως του διοικητικού διευθυντή, το συλλογικό όργανο θεσπίζει τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα της Eurojust, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές και τα όρια που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/01 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής ( 22 ).

    ▼M2

    Άρθρο 39α

    Διαβαθμισμένες πληροφορίες ΕΕ

    ►C1  Η Eurojust εφαρμόζει τις αρχές ασφαλείας και τις στοιχειώδεις προδιαγραφές που καθορίζονται στην ◄ απόφαση 2001/264/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2001, για την έγκριση κανονισμών ασφαλείας του Συμβουλίου, όσον αφορά τη διαχείριση διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ ( 23 ).

    ▼B

    Άρθρο 40

    Εδαφική εφαρμογή

    Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται στο Γιβραλτάρ, το οποίο εκπροσωπείται από το εθνικό μέλος που αντιπροσωπεύει το Ηνωμένο Βασίλειο.

    ▼M2

    Άρθρο 41

    Υποβολή εκθέσεων

    1.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Eurojust και στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τον διορισμό εθνικών μελών, αναπληρωτών, βοηθών καθώς και των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2 και οποιαδήποτε αλλαγή του διορισμού αυτού. Η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου τηρεί ενημερωμένο κατάλογο των προσώπων αυτών και γνωστοποιεί τα ονόματα και τα στοιχεία επαφής τους που διαθέτει σε όλα τα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

    2.  Ο οριστικός διορισμός εθνικού μέλους δεν μπορεί να ισχύει πριν από την ημέρα κατά την οποία η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου παραλαμβάνει τις επίσημες κοινοποιήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και στο άρθρο 9α παράγραφος 3.

    ▼M2

    Άρθρο 41α

    Αξιολόγηση

    1.  Πριν από τις 4 Ιουνίου 2014 και ακολούθως ανά πενταετία, το συλλογικό όργανο αναθέτει ανεξάρτητη εξωτερική αξιολόγηση της εφαρμογής της παρούσας απόφασης και των δραστηριοτήτων που διεξάγει η Eurojust.

    2.  Σε κάθε αξιολόγηση εκτιμάται ο αντίκτυπος της παρούσας απόφασης, οι επιδόσεις της Eurojust ως προς την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση καθώς και η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα της Eurojust. Σε συνεννόηση με τη Επιτροπή, το συλλογικό όργανο εκδίδει επιμέρους οδηγίες.

    3.  Η έκθεση αξιολόγησης περιλαμβάνει διαπιστώσεις και συστάσεις. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή και δημοσιοποιείται.

    ▼B

    Άρθρο 42

    Μεταφορά

    Τα κράτη μέλη συμμορφώνουν, εν ανάγκη, το εθνικό τους δίκαιο με την παρούσα απόφαση το ταχύτερο δυνατόν, και οπωσδήποτε μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου 2003 το αργότερο.

    Άρθρο 43

    Έναρξη παραγωγής αποτελεσμάτων

    Η παρούσα απόφαση αρχίζει να παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα, με την επιφύλαξη του άρθρου 41. Από την ημερομηνία αυτή, η Προσωρινή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας παύει να υφίσταται.

    ▼M2




    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    Κατάλογος που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 10, με τους ελάχιστους τύπους πληροφοριών που πρέπει να διαβιβάζονται, όταν είναι διαθέσιμοι, στην Eurojust, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφοι 5, 6 και 7

    1. Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5:

    α) συμμετέχοντα κράτη μέλη·

    β) οικείοι τύποι αξιόποινων πράξεων·

    γ) ημερομηνία της συμφωνίας σχετικά με τη σύσταση της ομάδας·

    δ) προγραμματισμένη διάρκεια λειτουργίας της ομάδας καθώς και τροποποίηση της διάρκειας αυτής·

    ε) στοιχεία του αρχηγού της ομάδας για κάθε συμμετέχον κράτος μέλος·

    στ) σύντομη περίληψη των αποτελεσμάτων της κοινής ομάδας ερευνών.

    2. Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 6:

    α) δεδομένα τα οποία επιτρέπουν τον προσδιορισμό του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας, που αποτελεί το αντικείμενο ποινικής έρευνας ή δίωξης·

    β) οικεία κράτη μέλη, συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη και περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε, δεδομένα σχετικά με τις υποβαλλόμενες αιτήσεις ή αποφάσεις δικαστικής συνεργασίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά πράξεις με τις οποίες υλοποιείται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, τα οποία περιλαμβάνουν τα εξής:

    i) ημερομηνία υποβολής της αίτησης,

    ii) αιτούσα ή εκδίδουσα αρχή,

    iii) προς ην η αίτηση αρχή ή εκτελούσα αρχή,

    iv) τύπος αίτησης (ζητούμενα μέτρα),

    v) εκτέλεση ή μη της αίτησης και εάν όχι για ποιους λόγους.

    3. Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 στοιχείο α):

    α) οικεία κράτη μέλη και αρμόδιες αρχές·

    β) δεδομένα τα οποία επιτρέπουν τον προσδιορισμό του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας, που αποτελεί το αντικείμενο ποινικής έρευνας ή δίωξης·

    γ) συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη και περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκε.

    4. Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 στοιχείο β):

    α) οικεία κράτη μέλη και αρμόδιες αρχές·

    β) δεδομένα τα οποία επιτρέπουν τον προσδιορισμό του προσώπου, της ομάδας ή της οντότητας, που αποτελεί το αντικείμενο ποινικής έρευνας ή δίωξης·

    γ) τύπος παράδοσης·

    δ) τύπος αξιόποινης πράξης σε σχέση με την οποία πραγματοποιείται η ελεγχόμενη παράδοση.

    5. Για τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 7 στοιχείο γ):

    α) αιτούν ή εκδίδον κράτος·

    β) προς ο η αίτηση ή εκτελούν κράτος·

    γ) περιγραφή των δυσχερειών.



    ( 1 ) ΕΕ C 206 της 19.7.2000, σ. 1 καιΕΕ C 243 της 24.8.2000, σ. 15.

    ( 2 ) ΕΕ C 34 Ε της 7.2.2002, σ. 347 και γνώμη που διατυπώθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2001 (δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα).

    ( 3 ) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 1.

    ( 4 ) ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σ. 3.

    ( 5 ) ΕΕ C 326 της 26.11.2001, σ. 2.

    ( 6 ) ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 1.

    ( 7 ) ΕΕ L 191 της 7.7.1998, σ. 4.

    ( 8 ) Κατά τη θέσπιση της παρούσας απόφασης, η αρμοδιότητα της Ευρωπόλ έχει όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (σύμβαση Ευρωπόλ) (ΕΕ C 316 της 27.11.1995, σ. 2), όπως τροποποιήθηκε με το πρωτόκολλο του 2003 (ΕΕ C 2 της 6.1.2004, σ. 1), και στο παράρτημά της. Ωστόσο, μόλις η απόφαση του Συμβουλίου για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Ευρωπόλ) αρχίσει να ισχύει, η αρμοδιότητα της Eurojust θα έχει ως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της εν λόγω απόφασης και στο παράρτημά της.

    ( 9 ) ΕΕ L 162 της 20.6.2002, σ. 1.

    ( 10 ) ΕΕ L 167 της 26.6.2002, σ. 1.

    ( 11 ) ΕΕ L 332 της 18.12.2007, σ. 103.

    ( 12 ) ΕΕ L 301 της 12.11.2008, σ. 38.

    ( 13 ) ΕΕ L 253 της 29.9.2005, σ. 22.

    ( 14 ) ΕΕ L 105 της 13.4.2006, σ. 54.

    ( 15 ) ΕΕ L 348 της 24.12.2008, σ. 130.

    ( 16 ) Απόφαση 2000/641/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 17ης Οκτωβρίου 2000, για τη σύσταση γραμματείας των κοινών ελεγκτικών αρχών προστασίας των δεδομένων, που έχουν συσταθεί από τη σύμβαση για τη δημιουργία ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας (σύμβασης Ευρωπόλ), τη σύμβαση σχετικά με τη χρησιμοποίηση της τεχνολογίας των πληροφοριών στον τομέα των τελωνείων και τη σύμβαση εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (σύμβαση Σένγκεν) (ΕΕ L 271 της 24.10.2000, σ. 1).

    ( 17 ) ΕΕ L 136 της 31.5.1999, σ. 8.

    ( 18 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1.

    ( 19 ) ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σ. 1.

    ( 20 ) ΕΕ L 56 της 4.3.1968· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ) αριθ. 2581/2001 (ΕΕ L 345 της 29.12.2001, σ. 1).

    ( 21 ) ΕΕ L 357 της 21.12.2002, σ. 72 με διορθωτικό στην ΕΕ L 2 της 7.1.2003, σ. 39.

    ( 22 ) ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43.

    ( 23 ) ΕΕ L 101 της 11.4.2001, σ. 1.

    Top