EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 02001R0999-20050901

Consolidated text: Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2001 για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2001/999/2005-09-01

2001R0999 — EL — 01.09.2005 — 018.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Μαΐου 2001

για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών

(ΕΕ L 147, 31.5.2001, p.1)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1248/2001 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 22ας Ιουνίου 2001

  L 173

12

27.6.2001

►M2

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1326/2001 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 29ης Ιουνίου 2001

  L 177

60

30.6.2001

 M3

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 270/2002 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 14ης Φεβρουαρίου 2002

  L 45

4

15.2.2002

►M4

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1494/2002 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 21ης Αυγούστου 2002

  L 225

3

22.8.2002

►M5

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 260/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 12ης Φεβρουαρίου 2003

  L 37

7

13.2.2003

 M6

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 650/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 10ης Απριλίου 2003

  L 95

15

11.4.2003

 M7

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1053/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 19ης Ιουνίου 2003

  L 152

8

20.6.2003

 M8

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1128/2003 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 16ης Ιουνίου 2003

  L 160

1

28.6.2003

►M9

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1139/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 27ης Ιουνίου 2003

  L 160

22

28.6.2003

►M10

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1234/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 10ης Ιουλίου 2003

  L 173

6

11.7.2003

►M11

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1809/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 15ης Οκτωβρίου 2003

  L 265

10

16.10.2003

►M12

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1915/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 30ής Οκτωβρίου 2003

  L 283

29

31.10.2003

►M13

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 2245/2003 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 19ης Δεκεμβρίου 2003

  L 333

28

20.12.2003

►M14

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 876/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 29ης Απριλίου 2004

  L 162

52

30.4.2004

►M15

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1471/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 18ης Αυγούστου 2004

  L 271

24

19.8.2004

►M16

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1492/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 23ης Αυγούστου 2004

  L 274

3

24.8.2004

►M17

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1993/2004 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 19ης Νοεμβρίου 2004

  L 344

12

20.11.2004

►M18

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 36/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 12ης Ιανουαρίου 2005

  L 10

9

13.1.2005

►M19

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 214/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ τις 9ης Φεβρουαρίου 2005

  L 37

9

10.2.2005

►M20

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 260/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 16ης Φεβρουαρίου 2005

  L 46

31

17.2.2005

►M21

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 932/2005 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 8ης Ιουνίου 2005

  L 163

1

23.6.2005

►M22

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1292/2005 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ της 5ης Αυγούστου 2005

  L 205

3

6.8.2005


Τροποποιείται από:

►A1

Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση

  L 236

33

23.9.2003




▼B

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Μαΐου 2001

για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών



ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 152 παράγραφος 4 σημείο β),

την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 2 ),

Αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της συνθήκης ( 3 ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Από πολλών ετών έχει διαπιστωθεί η εμφάνιση ορισμένων διακεκριμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) χωριστά στον άνθρωπο και τα ζώα. Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ) αναγνωρίστηκε αρχικά στα βοοειδή το 1986, τα δε επόμενα έτη, σε άλλα είδη ζώων. Μια νέα μορφή της νόσου Creutzfeldt-Jakob (CJD) διαπιστώθηκε το 1996. Εξακολουθούν να σωρεύονται αποδείξεις όσον αφορά την ομοιότητα του παράγοντα της ΣΕΒ με τον παράγοντα που είναι υπεύθυνος για τη νέα μορφή της νόσου Creutzfeldt-Jakob.

(2)

Από το 1990, η Κοινότητα θέσπισε ορισμένα μέτρα προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων από τον κίνδυνο της ΣΕΒ. Τα μέτρα αυτά βασίζονται στις ρήτρες διασφάλισης των οδηγιών σχετικά με τα μέτρα υγειονομικού ελέγχου. Λόγω της επικινδυνότητας ορισμένων ΜΣΕ για την υγεία του ανθρώπου και των ζώων, θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικοί κανόνες για την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψή τους.

(3)

O παρών κανονισμός αφορά άμεσα τη δημόσια υγεία και σχετίζεται με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Καλύπτει προϊόντα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι της συνθήκης, καθώς και προϊόντα εκτός του παραρτήματος αυτού. Επομένως, ως νομική βάση θα πρέπει να επιλεγεί το άρθρο 152 παράγραφος 4 σημείο β).

(4)

Η Επιτροπή έχει λάβει επιστημονικές γνωμοδοτήσεις, ιδίως από την επιστημονική συντονιστική επιτροπή και από την επιστημονική επιτροπή κτηνιατρικών μέτρων που αφορούν τη δημόσια υγεία, σχετικά με διάφορες πλευρές των ΜΣΕ. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές περιλαμβάνουν συμβουλές για μέτρα μείωσης του δυνητικού κινδύνου για ανθρώπους και ζώα που απορρέει από την έκθεση σε μολυσμένα ζωικά προϊόντα.

(5)

Οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να ισχύουν για την παραγωγή και τη διάθεση στην αγορά ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν χρειάζεται να εφαρμόζονται στα καλλυντικά, τα φάρμακα ή τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα ούτε τα οικεία υλικά εκκίνησης ή ενδιάμεσα προϊόντα, για τα οποία ισχύουν άλλοι ειδικοί κανόνες σχετικά ιδίως με τη μη χρησιμοποίηση ειδικών υλικών κινδύνου. Δεν χρειάζεται επίσης να εφαρμόζονται στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που δεν συνιστούν κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων εφόσον δεν χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα, ζωοτροφές ή λιπάσματα. Θα πρέπει, αντιθέτως, να εξασφαλιστεί ότι τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που εξαιρούνται του παρόντος κανονισμού διατηρούνται χωριστά από εκείνα που καλύπτονται από αυτόν, εκτός εάν πληρούν τουλάχιστον τα ίδια υγειονομικά πρότυπα.

(6)

Θα πρέπει να προβλεφθεί ότι η Επιτροπή θα μπορεί να λαμβάνει μέτρα διασφάλισης όταν ο κίνδυνος μιας ΜΣΕ δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους ή μιας τρίτης χώρας.

(7)

Θα πρέπει να θεσπιστεί μια διαδικασία επιδημιολογικού χαρακτηρισμού των κρατών μελών, των τρίτων χωρών ή περιοχών τους («χώρες ή περιοχές») όσον αφορά την ΣΕΒ, με βάση την αξιολόγηση του κινδύνου εμφάνισης («incident risk»), διάδοσης και έκθεσης του ανθρώπου, χρησιμοποιώντας τις διαθέσιμες πληροφορίες. Τα κράτη μέλη και οι τρίτες χώρες που επιλέγουν να μην ζητήσουν το χαρακτηρισμό τους πρέπει να ταξινομούνται από την Επιτροπή σε μια κατηγορία με βάση όλα τα στοιχεία που διαθέτει η Επιτροπή.

(8)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν προγράμματα κατάρτισης των αρμόδιων για την πρόληψη και την καταπολέμηση των ΜΣΕ, καθώς και για τους κτηνιάτρους, τους γεωργούς και τους εργάτες που ασχολούνται με τη μεταφορά, την εμπορία και τη σφαγή εκτρεφόμενων ζώων.

(9)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ και της τρομώδους νόσου και να ενημερώνουν την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη για τα αποτελέσματα του προγράμματος και για την εμφάνιση οιουδήποτε κρούσματος άλλης ΜΣΕ.

(10)

Ορισμένοι ιστοί μηρυκαστικών θα πρέπει να χαρακτηριστούν ειδικό υλικό κινδύνου με βάση την παθογένεση των ΜΣΕ και τον επιδημιολογικό χαρακτηρισμό της χώρας ή περιοχής καταγωγής ή διαμονής του συγκεκριμένου ζώου. Τα ειδικά υλικά κινδύνου θα πρέπει να αφαιρούνται και να καταστρέφονται κατά τρόπο αποκλείοντα οποιοδήποτε κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων. Ειδικότερα, δεν θα πρέπει να διατίθενται στην αγορά για την παραγωγή τροφίμων, ζωοτροφών ή λιπασμάτων. Ωστόσο, θα πρέπει να προβλεφθεί η επίτευξη ισοδύναμου επιπέδου υγειονομικής προστασίας μέσω δοκιμής ανίχνευσης των ΜΣΕ σε μεμονωμένα ζώα, μόλις αυτή επικυρωθεί πλήρως. Οι τεχνικές σφαγής που μπορούν να προκαλέσουν την μόλυνση άλλων ιστών με εγκεφαλικό υλικό δεν θα πρέπει να επιτρέπονται σε άλλες χώρες ή περιοχές πλην εκείνων που παρουσιάζουν τον χαμηλότερο κίνδυνο για ΣΕΒ.

(11)

Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για την πρόληψη της μετάδοσης των ΜΣΕ στον άνθρωπο ή τα ζώα, μέσω της απαγόρευσης της χορήγησης ορισμένων κατηγοριών ζωικών πρωτεϊνών σε ορισμένες κατηγορίες ζώων, και μέσω της απαγόρευσης της χρήσης στα τρόφιμα ορισμένων υλικών που προέρχονται από μηρυκαστικά. Οι απαγορεύσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες προς τους κινδύνους.

(12)

Κάθε υπόνοια ΜΣΕ σε ένα ζώο θα πρέπει να κοινοποιείται στην αρμόδια αρχή, η οποία πρέπει αμέσως να λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα, ιδίως δε να υποβάλλει το ύποπτο ζώο σε περιορισμούς μετακίνησης εν αναμονή των αποτελεσμάτων της εξέτασης ή να διατάσσει τη σφαγή του υπό επίσημη επιτήρηση. Εάν η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα ΜΣΕ, διενεργεί τις κατάλληλες έρευνες και διατηρεί το σφάγιο υπό επίσημη επίβλεψη μέχρι τη διάγνωση.

(13)

Σε περίπτωση επίσημης επιβεβαίωσης της παρουσίας ΜΣΕ, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, ιδίως διατάσσοντας την καταστροφή του σφαγίου, διενεργώντας έρευνα για να εντοπίσει όλα τα επικίνδυνα ζώα και επιβάλλοντας περιορισμούς μετακίνησης για τα επικίνδυνα ζώα και προϊόντα ζωικής προέλευσης. Οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να αποζημιώνονται πλήρως, και το συντομότερο δυνατόν, για την απώλεια ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης που καταστρέφονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταρτίσουν σχέδια έκτακτης ανάγκης με τα εφαρμοστέα εθνικά μέτρα στην περίπτωση εμφάνισης μιας εστίας ΣΕΒ. Τα σχέδια αυτά θα πρέπει να εγκρίνονται από την Επιτροπή. Θα πρέπει να προβλεφθεί η επέκταση της διάταξης αυτής και στις άλλες ΜΣΕ εκτός της ΣΕΒ.

(15)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για την διάθεση στην αγορά ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης. Οι ισχύοντες κοινοτικοί κανόνες για την αναγνώριση και την καταγραφή των βοοειδών προβλέπουν ένα σύστημα εντοπισμού της προέλευσης των ζώων έως την μητέρα τους και την αγέλη καταγωγής σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Θα πρέπει να προβλεφθούν ισοδύναμες εγγυήσεις για βοοειδή εισαγόμενα από τρίτες χώρες. Τα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που καλύπτονται από τους εν λόγω κανόνες και μετακινούνται στο πλαίσιο του ενδοκοινοτικού εμπορίου ή εισάγονται από τρίτες χώρες, θα πρέπει να συνοδεύονται από τα πιστοποιητικά που απαιτούν οι κοινοτικοί κανόνες, συμπληρούμενα, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(16)

Θα πρέπει να απαγορευθεί η διάθεση στην αγορά ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης που προέρχονται από βοοειδή περιοχών υψηλού κινδύνου. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν θα πρέπει να ισχύει για ορισμένα προϊόντα ζωικής προέλευσης που παράγονται υπό ελεγχόμενες συνθήκες από ζώα τα οποία μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν συνιστούν υψηλό κίνδυνο μόλυνσης από ΜΣΕ.

(17)

Για να εξασφαλιστεί η τήρηση των κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης των ΜΣΕ, θα πρέπει να λαμβάνονται δείγματα για τη διενέργεια εργαστηριακών δοκιμών ανίχνευσης βάσει προκαθορισμένου πρωτοκόλλου το οποίο να επιτρέπει τη λήψη πλήρους επιδημιολογικής εικόνας της κατάστασης όσον αφορά τις ΜΣΕ. Για να εξασφαλιστούν ομοιόμορφες διαδικασίες και αποτελέσματα των δοκιμών ανίχνευσης, θα πρέπει να καθοριστούν εθνικά και κοινοτικά εργαστήρια αναφοράς, καθώς και αξιόπιστες επιστημονικές μέθοδοι, μεταξύ των οποίων ταχείες δοκιμές ειδικές για τις ΜΣΕ. Στο μέτρο του δυνατού, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταχείες δοκιμές.

(18)

Στα κράτη μέλη, θα πρέπει να διενεργούνται κοινοτικές επιθεωρήσεις για να εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή των απαιτήσεων που αφορούν την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψη των ΜΣΕ και να προβλεφθεί η εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου. Για να εξασφαλιστεί ότι οι τρίτες χώρες παρέχουν, κατά την εισαγωγή στην Κοινότητα ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης, εγγυήσεις των ΜΣΕ ισοδύναμες προς τις ισχύουσες στην Κοινότητα, θα πρέπει να διενεργούνται κοινοτικές επιθεωρήσεις και έλεγχοι για να επαληθεύεται ότι οι εξάγουσες τρίτες χώρες τηρούν τις προϋποθέσεις εισαγωγής.

(19)

Τα εμπορικά μέτρα για τις ΜΣΕ θα πρέπει να βασίζονται σε διεθνείς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις, εφόσον υπάρχουν ωστόσο, μπορούν να θεσπίζονται επιστημονικώς αιτιολογημένα μέτρα που δίδουν σε υψηλότερο επίπεδο υγειονομικής προστασίας, εάν τα μέτρα που βασίζονται στους σχετικούς διεθνείς κανόνες, κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις δεν θα επετύγχαναν το ενδεδειγμένο επίπεδο υγειονομικής προστασίας.

(20)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να επανεξεταστεί ανάλογα με τις διαθέσιμες νέες επιστημονικές πληροφορίες.

(21)

Θα πρέπει να προβλεφθούν στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού τα αναγκαία μεταβατικά μέτρα, μεταξύ άλλων, για τη ρύθμιση της χρησιμοποίησης ειδικών υλικών κινδύνου.

(22)

Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή ( 4 ).

(23)

Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να καθοριστούν διαδικασίες στενής και αποτελεσματικής συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών στο πλαίσιο της μόνιμης κτηνιατρικής επιτροπής, της μόνιμης επιτροπής ζωοτροφών και της μόνιμης επιτροπής τροφίμων.

(24)

Επειδή οι διατάξεις εφαρμογής του παρόντος κανονισμού είναι γενικά μέτρα κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ θα πρέπει να θεσπίζονται με τη διαδικασία κανονιστικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 5 της εν λόγω απόφασης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

1.  Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τους κανόνες για την πρόληψη, την καταπολέμηση και την εξάλειψη ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα ζώα και εφαρμόζεται στην παραγωγή και διάθεση στην αγορά ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης και, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, στις εξαγωγές τους.

2.  Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται:

α) στα καλλυντικά, φαρμακευτικά ή ιατροτεχνολογικά προϊόντα, στα υλικά εκκίνησης ή τα ενδιάμεσα προϊόντα τους,

β) στα προϊόντα, στα υλικά εκκίνησης ή τα ενδιάμεσα προϊόντα τους, τα οποία δεν προορίζονται για χρήση σε τρόφιμα, ζωοτροφές ή λιπάσματα,

γ) στα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προορίζονται για έκθεση, διδασκαλία, επιστημονική έρευνα, ειδικές μελέτες ή αναλύσεις, εφόσον αυτά τα προϊόντα δεν καταναλώνονται ούτε χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο ή από ζώα, εκτός εκείνων που σταβλίζονται για τα οικεία ερευνητικά σχέδια,

δ) στα ζώντα ζώα που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται για έρευνα.

Άρθρο 2

Διαχωρισμός ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης

Για να αποφευχθεί η αλληλομόλυνση ή η υποκατάσταση ζώντων ζώων ή προϊόντων ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 από τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και γ) ή από ζώντα ζώα αναφερόμενα στο άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο δ), πρέπει να διαχωρίζονται μονίμως, εκτός εάν τα ζώντα ζώα ή τα προϊόντα ζωικής προέλευσης παράγονται υπό τις ίδιες τουλάχιστον συνθήκες υγειονομικής προστασίας όσον αφορά τις ΜΣΕ.

Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι εξής ορισμοί:

α) «ΜΣΕ»: όλες οι μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες πλην εκείνων που προσβάλλουν τον άνθρωπο,

β) διάθεση στην αγορά: κάθε πράξη παροχής, σε τρίτον εντός της Κοινότητας, ζώντων ζώων, ή προϊόντων ζωικής προέλευσης υπαγομένων στον παρόντα κανονισμό, προς πώληση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή μεταβίβασης σε τρίτον έναντι πληρωμής ή δωρεάν, καθώς και κάθε πράξη αποθήκευσης ενόψει μελλοντικής μεταβίβασης σε τέτοιον τρίτο,

γ) προϊόντα ζωικής προέλευσης: τα προϊόντα που προέρχονται ή περιέχουν προϊόντα προερχόμενα από τα ζώα που καλύπτονται από τις οδηγίες 89/662/EΟΚ ( 5 ) ή 90/425/EΟΚ ( 6 ),

δ) υλικά εκκίνησης: οι πρώτες ύλες ή οποιοδήποτε άλλο προϊόν ζωικής προέλευσης από το οποίο, ή μέσω του οποίου, παράγονται τα προϊόντα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, στοιχεία α) και β),

ε) αρμόδια αρχή: η κεντρική αρχή κράτους μέλους, η οποία είναι αρμόδια να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, ή κάθε άλλη κτηνιατρική αρχή στην οποία η εν λόγω κεντρική αρχή έχει αναθέσει την αρμοδιότητα αυτή, ιδίως για τον έλεγχο των ζωοτροφών ο ορισμός αυτός καλύπτει, ενδεχομένως, την αντίστοιχη αρχή μιας τρίτης χώρας,

στ) κατηγορίες: οι κατηγορίες ταξινόμησης που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙ κεφάλαιο Γ,

ζ) ειδικά υλικά κινδύνου: οι ιστοί που ορίζονται στο παράρτημα V στον ορισμό αυτόν, δεν περιλαμβάνονται τα προϊόντα που τα περιέχουν ή παράγονται από τους ιστούς αυτούς, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά,

η) ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από ΜΣΕ: κάθε ζώο, ζωντανό, σφαγμένο ή νεκρό που παρουσιάζει ή έχει παρουσιάσει νευρολογικές διαταραχές ή διαταραχές της συμπεριφοράς ή προοδευτική υποβάθμιση της γενικής κατάστασης που συνδέεται με προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος, για το οποίο οι πληροφορίες που συλλέγονται βάσει κλινικής εξέτασης, ανταπόκρισης σε μια θεραπευτική αγωγή, νεκροψίας ή εργαστηριακής εξέτασης πριν ή μετά το θάνατο δεν επιτρέπουν άλλη διάγνωση. Ως ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕΒ) θεωρείται και κάθε βοοειδές το οποίο έδωσε θετικό αποτέλεσμα σε ταχεία δοκιμή ειδική για την ΣΕΒ,

θ) εκμετάλλευση: κάθε εγκατάσταση στην οποία σταβλίζονται, κατέχονται, εκτρέφονται, διακινούνται ή εκτίθενται στο κοινό ζώα τα οποία υπάγονται στον παρόντα κανονισμό,

ι) δειγματοληψία: η λήψη δειγμάτων, που εξασφαλίζουν τη στατιστικώς ορθή αντιπροσωπευτικότητα, από ζώα ή από το περιβάλλον τους, ή από προϊόντα ζωικής προέλευσης με σκοπό τη διάγνωση νόσου, τον καθορισμό γενεαλογικών σχέσεων, την επιτήρηση της υγείας, ή τον έλεγχο της απουσίας μικροβιολογικών παραγόντων ή ορισμένων υλικών σε προϊόντα ζωικής προέλευσης,

ια) λιπάσματα: ουσίες περιέχουσες προϊόντα ζωικής προέλευσης, οι οποίες χρησιμοποιούνται στη γη για να βοηθηθεί η ανάπτυξη της βλάστησης είναι δυνατό να περιέχουν κατάλοιπα χωνέματος από παραγωγή βιομεθανίου ή λιπασματοποίηση,

ιβ) ταχείες δοκιμές: οι διαδικασίες ανάλυσης που αναφέρονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 4, των οποίων τα αποτελέσματα γίνονται γνωστά εντός 24 ωρών,

ιγ) εναλλακτικές δοκιμές: οι δοκιμές κατ' άρθρο 8 παράγραφο 2 οι οποίες χρησιμοποιούνται αντί της απόσυρσης των ειδικών υλικών κινδύνου.

2.  Εφαρμόζονται και οι ειδικοί ορισμοί που προβλέπονται στο παράρτημα Ι.

3.  Όταν οι όροι του παρόντος κανονισμού δεν ορίζονται στην παράγραφο 1 ή στο παράρτημα Ι ισχύουν οι σχετικοί ορισμοί του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 ( 7 ) και οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στις οδηγίες 64/432/ΕΟΚ ( 8 ), 89/662/EΟΚ, 90/425/EΟΚ και 91/68/ΕΟΚ ( 9 ) ή που ισχύουν δυνάμει αυτών, στο μέτρο που το παρόν κείμενο παραπέμπει σε αυτούς.

Άρθρο 4

Μέτρα διασφάλισης

1.  Όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων διασφάλισης, ισχύουν οι αρχές και οι διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ, του άρθρου 10 της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ, του άρθρου 18 της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ ( 10 ), καθώς και του άρθρου 22 της οδηγίας 97/78/ΕΚ ( 11 ).

2.  Τα μέτρα διασφάλισης θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και κοινοποιούνται, μαζί με την αιτιολογία τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΣΕΒ

Άρθρο 5

Ταξινόμηση

1.  Ο χαρακτηρισμός κράτους μέλους, τρίτης χώρας ή περιοχής τους (στο εξής «χώρες ή περιοχές») ως προς τη ΣΕΒ μπορεί να καθορίζεται μόνον βάσει των κριτηρίων του παραρτήματος ΙΙ, κεφάλαιο Α και των αποτελεσμάτων μιας ανάλυσης κινδύνου με την οποία εντοπίζονται όλοι οι δυνητικοί παράγοντες της εμφάνισης της ΣΕΒ, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, κεφάλαιο Β καθώς και η χρονική τους εξέλιξη.

Τα κράτη μέλη, και οι τρίτες χώρες που επιθυμούν να διατηρηθούν στους καταλόγους τρίτων χωρών που είναι εγκεκριμένες για την εξαγωγή των ζώντων ζώων ή των προϊόντων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό προς την Κοινότητα, υποβάλλουν στην Επιτροπή αίτηση χαρακτηρισμού τους όσον αφορά τη ΣΕΒ, συνοδευόμενη από σχετικές πληροφορίες που αφορούν τα κριτήρια του παραρτήματος ΙΙ, κεφάλαιο Α, καθώς και τους δυνητικούς παράγοντες κινδύνου του παραρτήματος ΙΙ, κεφάλαιο Β και την εξέλιξή τους διαχρονικώς.

2.  Η απόφαση για κάθε αίτηση ταξινόμησης του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας ή της περιοχής του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας που υπέβαλε την αίτηση, σε μια από τις κατηγορίες του παραρτήματος ΙΙ, κεφάλαιο Γ, λαμβάνεται βάσει των κριτηρίων και των δυνητικών παραγόντων κινδύνου που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Η εν λόγω απόφαση εκδίδεται εντός έξι μηνών από την υποβολή της αίτησης και των σχετικών πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο. Εάν κρίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν περιλαμβάνουν τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ, κεφάλαια Α και Β, η επιτροπή ζητά πρόσθετες πληροφορίες εντός προθεσμίας που θα καθοριστεί. Στην περίπτωση αυτή, η τελική απόφαση λαμβάνεται εντός έξι μηνών από την υποβολή των πλήρων πληροφοριακών στοιχείων.

Αφού το Διεθνές Γραφείο Επιζωοτιών (ΔΓΕ) καθορίσει διαδικασία ταξινόμησης των χωρών σε κατηγορίες και κατατάξει την αιτούσα χώρα σε μία κατηγορία, μπορεί να αποφασίζεται η επανεξέταση της κοινοτικής ταξινόμησης της συγκεκριμένης τρίτης χώρας σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εάν συντρέχει λόγος, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

3.  Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάζει ένα κράτος μέλος ή μια τρίτη χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ, κεφάλαια Α και Β είναι ανεπαρκείς ή ασαφείς, μπορεί να προβεί, με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, στο χαρακτηρισμό του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας ως προς τη ΣΕΒ βάσει πλήρους ανάλυσης του κινδύνου.

Η ανάλυση συμπεριλαμβάνει τεκμηριωμένη στατιστική έρευνα της επιδημιολογικής κατάστασης ως προς τη ΣΕΒ στο κράτος μέλος ή την τρίτη χώρα με τη χρήση ταχείας δοκιμής, στο πλαίσιο διαδικασίας ανίχνευσης. Η Επιτροπή συνεκτιμά τα κριτήρια ταξινόμησης που εφαρμόζει το ΔΓΕ.

Οι ταχείες δοκιμές εγκρίνονται προς το σκοπό αυτόν με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και εγγράφονται στον κατάλογο του παραρτήματος Χ, κεφάλαιο Γ σημείο 4.

Η διαδικασία ανίχνευσης μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη ή τις τρίτες χώρες που επιθυμούν να εγκριθεί από την Επιτροπή —με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2— η ταξινόμηση στην οποία έχουν προβεί βάσει αυτής της ανίχνευσης.

Οι δαπάνες της διαδικασίας βαρύνουν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα.

4.  Τα κράτη μέλη ή οι τρίτες χώρες που δεν έχουν υποβάλει αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 εντός έξι μηνών από την 1η Ιουλίου 2001 θεωρούνται, όσον αφορά την αποστολή ζώντων ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης από την επικράτειά τους, ως χώρες της κατηγορίας 5, κατά το παράρτημα ΙΙ κεφάλαιο Γ, μέχρις ότου υποβάλουν την αίτηση αυτή.

5.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, το συντομότερο δυνατόν, κάθε επιδημιολογική ή άλλη πληροφορία που ενδέχεται να οδηγήσει σε μεταβολή κατάστασης όσον αφορά τη ΣΕΒ, ιδίως δε τα αποτελέσματα των προγραμμάτων επιτήρησης κατ' άρθρο 6.

6.  Η διατήρηση μιας τρίτης χώρας σε έναν από τους καταλόγους που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία για να μπορεί να εξάγει προς την Κοινότητα ζώντα ζώα και προϊόντα ζωικής προέλευσης, για τα οποία ο παρών κανονισμός προβλέπει ειδικούς κανόνες, αποφασίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και εξαρτάται —ανάλογα με τις διαθέσιμες πληροφορίες ή σε περίπτωση τεκμαιρόμενης παρουσίας ΜΣΕ— από την παροχή των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1. Σε περίπτωση άρνησης παροχής των πληροφοριών αυτών εντός τριμήνου από το αίτημα της Επιτροπής, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν έχουν ακόμη υποβληθεί και δεν έχουν αξιολογηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή 3.

Η επιλεξιμότητα των τρίτων χωρών για εξαγωγές, προς την Κοινότητα, ζώντων ζώων ή προϊόντων ζωικής προέλευσης για τα οποία ο παρών κανονισμός προβλέπει ειδικούς κανόνες, υπό τους όρους που βασίζονται στην κατηγορία που τους απονέμεται από την Επιτροπή, εξαρτάται από τη δέσμευσή τους να κοινοποιήσουν γραπτώς στην Επιτροπή, το συντομότερο δυνατόν, κάθε επιδημιολογικό ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο δυνάμενο να οδηγήσει σε μεταβολή κατάστασης όσον αφορά τη ΣΕΒ.

7.  Με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, είναι δυνατόν να αποφασισθεί η αλλαγή της ταξινόμησης κράτους μέλους, τρίτης χώρας ή περιοχής τους όσον αφορά τη ΣΕΒ, ανάλογα με τα αποτελέσματα των ελέγχων που προβλέπονται στο άρθρο 21.

8.  Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 2, 3, 4, 6, και 7 βασίζονται σε αξιολόγηση του κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που συνιστώνται στο παράρτημα ΙΙ κεφάλαια Α και Β.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΜΣΕ

Άρθρο 6

Σύστημα επιτήρησης

1.  Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ και της τρομώδους νόσου, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ, κεφάλαιο Α. Μια διαδικασία ανίχνευσης χρησιμοποιούσα τις ταχείες δοκιμές αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του προγράμματος αυτού.

Οι ταχείες δοκιμές εγκρίνονται προς τούτο με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και εγγράφονται στον κατάλογο του παραρτήματος Χ κεφάλαιο Γ, σημείο 4.

2.  Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη, στο πλαίσιο της μόνιμης κτηνιατρικής επιτροπής, για την εμφάνιση κρούσματος ΜΣΕ, πλην ΣΕΒ.

3.  Όλες οι επίσημες έρευνες και οι εργαστηριακές εξετάσεις καταχωρούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ, κεφάλαιο Β.

4.  Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή ετήσια έκθεση η περιλαμβάνουσα τουλάχιστον τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Β μέρος Ι. Η έκθεση για κάθε ημερολογιακό έτος υποβάλλεται το αργότερο στις 31 Μαρτίου του επομένου έτους. Εντός τριμήνου από την παραλαβή των εκθέσεων, η Επιτροπή υποβάλλει στη μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή σύνοψη των εκθέσεων για κάθε περίοδο, στην οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Β μέρος ΙΙ.

Άρθρο 7

Απαγορεύσεις για τη διατροφή των ζώων

1.  Στη διατροφή των μηρυκαστικών, απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται μεταποιημένες πρωτεΐνες που προέρχονται από θηλαστικά.

2.  Επίσης, η απαγόρευση κατά την παράγραφο 1 επεκτείνεται και στα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης σύμφωνα με το παράρτημα IV σημείο 1.

3.  Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του σημείου 2 του παραρτήματος IV.

4.  Τα κράτη μέλη ή οι περιοχές τους που ταξινομούνται στην κατηγορία 5 απαγορεύεται να εξάγουν ή να αποθηκεύουν ζωοτροφές που προορίζονται για εκτρεφόμενα ζώα και περιέχουν πρωτεΐνες προερχόμενες από θηλαστικά ή ζωοτροφές για θηλαστικά, εκτός από τις ζωοτροφές για σκύλους και γάτες, που περιέχουν επεξεργασμένες πρωτεΐνες προερχόμενες από θηλαστικά.

Οι τρίτες χώρες ή οι περιοχές τους που ταξινομούνται στην κατηγορία 5 απαγορεύεται να εξάγουν προς την Κοινότητα ζωοτροφές για εκτρεφόμενα ζώα που περιέχουν πρωτεΐνες προερχόμενες από θηλαστικά ή ζωοτροφές για θηλαστικά, εκτός από τις ζωοτροφές για σκύλους και γάτες, που περιέχουν επεξεργασμένες ζωικές πρωτεΐνες προερχόμενες από θηλαστικά.

5.  Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως δε οι κανόνες για την πρόληψη της αλληλομόλυνσης και για τις μεθόδους δειγματοληψίας, και ανάλυσης των δειγμάτων για τον έλεγχο της τήρησης του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Ειδικά υλικά κινδύνου

1.  Τα ειδικά υλικά κινδύνου αφαιρούνται και καταστρέφονται σύμφωνα με το παράρτημα V σημεία 2, 3, 4 και 8.

Τα υλικά αυτά ή τα υλικά μεταποίησής τους μπορούν να διατίθενται στην αγορά μόνον, ή, ενδεχομένως, να εξάγονται μόνον για τελική καταστροφή σύμφωνα με το παράρτημα V σημεία 3 και 4 ή, κατά περίπτωση, το σημείο 7 στοιχείο γ) ή το σημείο 8. Η εισαγωγή τους στην Κοινότητα απαγορεύεται. Στη διαμετακόμισή τους μέσω του εδάφους της Κοινότητας τηρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 3 της οδηγίας 91/496/ΕΟΚ.

2.  Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται στους ζωικούς ιστούς που έχουν υποβληθεί σε εναλλακτική δοκιμή εγκεκριμένη προς τούτο με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και εγγεγραμμένη στον κατάλογο του παραρτήματος Χ κεφάλαιο Γ σημείο 5 η οποία διενεργείται υπό τις προϋποθέσεις του παραρτήματος V σημείο 5 και της οποίας τα αποτελέσματα είναι αρνητικά.

Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν την εναλλακτική αυτή δοκιμή ενημερώνουν σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή.

3.  Στα κράτη μέλη ή τις περιοχές κρατών μελών που ταξινομούνται στις κατηγορίες 2, 3, 4 και 5, κατά το παράρτημα ΙΙ κεφάλαιο Γ, ο τεμαχισμός του κεντρικού νευρικού ιστού μετά από αναισθητοποίηση δια της εισαγωγής επιμήκους ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα, δεν πρέπει να εφαρμόζεται στα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα των οποίων το κρέας προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα.

4.  Τα στοιχεία ηλικίας, που αναφέρονται στο παράρτημα V αναπροσαρμόζονται τακτικά. Η αναπροσαρμογή βασίζεται στα πλέον πρόσφατα αποδεδειγμένα επιστημονικά ευρήματα σχετικά με τη στατιστική πιθανότητα εκδήλωσης μιας ΜΣΕ στις συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες του κοινοτικού ζωικού κεφαλαίου βοοειδών και αιγοπροβάτων.

5.  Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 4, είναι δυνατόν να λαμβάνεται απόφαση, με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, όσον αφορά την ημερομηνία πραγματικής εφαρμογής του άρθρου 7 παράγραφος 1 ή, ενδεχομένως, στις τρίτες χώρες, όσον αφορά την ημερομηνία της απαγόρευσης χρησιμοποίησης πρωτεϊνών προερχόμενων από θηλαστικά στη διατροφή των μηρυκαστικών σε κάθε χώρα ή περιοχή της κατηγορίας 3 ή 4, προκειμένου να περιορισθεί η εφαρμογή του παρόντος άρθρου στα ζώα που έχουν γεννηθεί πριν από την ημερομηνία αυτή στις χώρες ή περιοχές αυτές.

Ομοίως, κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 έως 4, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή και βάσει αξιολόγησης του κινδύνου αρχικής εισαγωγής, διάδοσης και έκθεσης του ανθρώπου, είναι δυνατόν να αποφασισθεί, με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, η χρησιμοποίηση στα τρόφιμα, τις ζωοτροφές και τα λιπάσματα, της σπονδυλικής στήλης και των ισχιακών γαγγλίων που προέρχονται από βοοειδή που υπάρχουν ή προέρχονται από κάθε χώρα ή περιοχή της κατηγορίας 5.

6.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Προϊόντα ζωικής προέλευσης που προέρχονται από υλικά μηρυκαστικών ή περιέχουν τέτοια υλικά

1.  Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο παράρτημα VΙ δεν παρασκευάζονται από υλικά που προέρχονται από μηρυκαστικά καταγόμενα από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 5, εκτός εάν έχουν παρασκευαστεί με τις διαδικασίες παραγωγής που εγκρίνονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

2.  Τα οστά της κεφαλής και οι σπονδυλικές στήλες των βοοειδών και των αιγοπροβάτων που κατάγονται από χώρες ή περιοχές των κατηγοριών 2, 3, 4 ή 5, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παρασκευή μηχανικώς διαχωρισμένου κρέατος.

3.  Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται, όσον αφορά τα κριτήρια του παραρτήματος V σημείο 5 στα μηρυκαστικά που έχουν υποβληθεί σε εναλλακτική δοκιμή εγκριθείσα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και της οποίας τα αποτελέσματα είναι αρνητικά.

4.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Προγράμματα εκπαίδευσης

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το προσωπικό της αρμόδιας αρχής, των διαγνωστικών εργαστηρίων και των γεωργικών και κτηνιατρικών ινστιτούτων, οι επίσημοι κτηνίατροι, οι κτηνίατροι, το προσωπικό των σφαγείων και οι κτηνοτρόφοι, οι κάτοχοι και τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται ο χειρισμός των ζώων να εκπαιδεύονται για να ανιχνεύουν τα κλινικά σημεία, την επιδημιολογία και, στην περίπτωση του ελεγκτικού προσωπικού, για να ερμηνεύουν τα αποτελέσματα των εργαστηριακών μελετών που αφορούν τις ΜΣΕ.

2.  Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης της παραγράφου 1, η Κοινότητα μπορεί να χορηγεί οικονομική ενίσχυση, το ποσό της οποίας καθορίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΜΣΕ

Άρθρο 11

Κοινοποίηση

Με την επιφύλαξη της οδηγίας 82/894/ΕΟΚ ( 12 ), τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να κοινοποιείται αμέσως στις αρμόδιες αρχές οποιαδήποτε περίπτωση ζώου για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει μολυνθεί από ΜΣΕ.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τακτικά τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή για τα κοινοποιημένα κρούσματα ΜΣΕ.

Η αρμόδια αρχή λαμβάνει χωρίς καθυστέρηση τα μέτρα του άρθρου 12 του παρόντος κανονισμού, καθώς και κάθε άλλο ενδεδειγμένο μέτρο.

Άρθρο 12

Μέτρα έναντι των ύποπτων ζώων

1.  Κάθε ζώο για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ΜΣΕ υπόκειται σε επίσημο περιορισμό των μετακινήσεων εν αναμονή των αποτελεσμάτων κλινικής και επιδημιολογικής εξέτασης που διεξάγεται από την αρμόδια αρχή, ή θανατώνεται για εργαστηριακή εξέταση υπό επίσημη επίβλεψη.

Αν υφίστανται υπόνοιες ΣΕΒ σε ένα βοοειδές μιας εκμετάλλευσης ενός κράτους μέλους, όλα τα άλλα βοοειδή της εκμετάλλευσης αυτής υπόκεινται σε επίσημο περιορισμό των μετακινήσεων μέχρις ότου είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της εξέτασης.

Εάν υπάρχει υπόνοια ΣΕΒ σε ένα αιγοπρόβατο μιας εκμετάλλευσης ενός κράτους μέλους βάσει αντικειμενικών στοιχείων όπως τα αποτελέσματα δοκιμών ικανών να διακρίνουν, με πρακτικό τρόπο, τις διάφορες ΜΣΕ, όλα τα άλλα αιγοπρόβατα της εκμετάλλευσης αυτής υπόκεινται σε επίσημο περιορισμό των μετακινήσεων εν αναμονή των αποτελεσμάτων της εξέτασης.

Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι η εκμετάλλευση, όπου βρισκόταν το ζώο όταν ανέκυψαν οι υπόνοιες ΣΕΒ, δεν είναι η εκμετάλλευση στην οποία το ζώο ενδέχεται να μολύνθηκε από ΣΕΒ, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίζει ότι μόνον το ύποπτο μόλυνσης ζώο υπόκειται σε επίσημο περιορισμό μετακινήσεων. Εάν θεωρηθεί αναγκαίο, η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να αποφασίζει ότι και άλλες εκμεταλλεύσεις ή μόνον η εκμετάλλευση μόλυνσης υπόκειται σε επίσημη επιτήρηση, αναλόγως των διαθέσιμων επιδημιολογικών πληροφοριών.

Με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2 και κατά παρέκκλιση των απαιτήσεων του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου, ένα κράτος μέλος μπορεί να εξαιρεθεί από την εφαρμογή μέτρων επίσημου περιορισμού των μετακινήσεων των ζώων εάν εφαρμόζει μέτρα ισοδύναμων εγγυήσεων.

2.  Εάν η αρμόδια αρχή αποφασίσει ότι η πιθανότητα μόλυνσης από ΜΣΕ δεν μπορεί να αποκλειστεί, το ζώο —εάν είναι ακόμη εν ζωή— θανατώνεται και ο εγκέφαλός του καθώς και όλοι οι άλλοι ιστοί που καθορίζει η αρμόδια αρχή αφαιρούνται και αποστέλλονται σε επίσημα εγκεκριμένο εργαστήριο, στο εθνικό εργαστήριο αναφοράς κατ' άρθρο 19 παράγραφος 1 ή στο κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς κατ' άρθρο 19 παράγραφος 2, για να εξακριβωθεί η παρουσία της ΜΣΕ με τις μεθόδους του άρθρου 20.

3.  Όλα τα μέρη του σώματος του ύποπτου ζώου, συμπεριλαμβανομένου του δέρματος, διατηρούνται υπό επίσημη επίβλεψη μέχρις ότου υπάρξει αρνητική διάγνωση, ή καταστρέφονται σύμφωνα με το παράρτημα V σημεία 3 ή 4.

4.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 13

Μέτρα μετά τη διαπίστωση ΜΣΕ

1.  Όταν η παρουσία μιας ΜΣΕ επιβεβαιωθεί επισήμως, εφαρμόζονται αμελλητί τα ακόλουθα μέτρα:

α) καταστρέφονται ολοσχερώς σύμφωνα με το παράρτημα V όλα τα μέρη του σώματος του ζώου πλην των υλικών που διατηρούνται για τα μητρώα σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Β ΙΙΙ, 2,

β) διενεργείται έρευνα για τον εντοπισμό όλων των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο σύμφωνα με το παράρτημα VΙI, σημείο 1,

γ) όλα τα ζώα και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο παράρτημα VΙΙ, σημείο 2 τα οποία εντοπίζονται, κατά την έρευνα που αναφέρεται στο στοιχείο β), ως ζώα που παρουσιάζουν κίνδυνο, σφάζονται και καταστρέφονται ολοσχερώς σύμφωνα με τα σημεία 3 και 4 του παραρτήματος V.

Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου, ένα κράτος μέλος μπορεί να εφαρμόζει άλλα μέτρα τα οποία παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας, εφόσον αυτά έχουν εγκριθεί με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

2.  Έως ότου ολοκληρωθεί η εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1, στοιχείο β) και γ), η εκμετάλλευση όπου βρισκόταν το ζώο όταν επιβεβαιώθηκε η παρουσία ΜΣΕ τίθεται υπό επίσημη επίβλεψη και, για κάθε μετακίνηση των επιρρεπών στις ΜΣΕ ζώων και των προϊόντων ζωικής προέλευσης που προέρχονται από αυτά από και προς τη συγκεκριμένη εκμετάλλευση, απαιτείται άδεια της αρμόδιας αρχής, ώστε να εξασφαλισθεί ο άμεσος εντοπισμός και ο προσδιορισμός της προέλευσης των εν λόγω ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης.

Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι η εκμετάλλευση όπου βρισκόταν το ζώο όταν ανέκυψαν οι υπόνοιες ΜΣΕ, δεν είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η εκμετάλλευση στην οποία το ζώο ενδέχεται να μολύνθηκε με ΜΣΕ, η αρμόδια αρχή μπορεί να θέσει σε επίσημη επιτήρηση και τις δύο εκμεταλλεύσεις ή μόνον την εκμετάλλευση μόλυνσης.

3.  Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν μέτρα τα οποία προσφέρουν ισοδύναμες εγγυήσεις όπως προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 πέμπτο εδάφιο μπορούν, κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 στοιχεία β) και γ) να απαλλάσσονται, με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, από την υποχρέωση εφαρμογής των επίσημων μέτρων απαγόρευσης των μετακινήσεων των ζώων και από την απαίτηση να θανατώνουν και να καταστρέφουν τα ζώα.

4.  Οι ιδιοκτήτες αποζημιώνονται αμελλητί για την απώλεια των ζώων που θανατώνονται η τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που καταστρέφονται κατά το άρθρο 12 παράγραφος 2 και την παράγραφο 1 στοιχεία α) και γ) του παρόντος άρθρου.

5.  Με την επιφύλαξη της οδηγίας 82/894/ΕΟΚ, κάθε επιβεβαίωση κρούσματος ΜΣΕ πλην της ΣΕΒ κοινοποιείται στην Επιτροπή επί ετησίας βάσεως.

6.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 14

Σχέδιο έκτακτης ανάγκης

1.  Τα κράτη μέλη καταρτίζουν —σύμφωνα με τα γενικά κριτήρια της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της καταπολέμησης των ζωικών νόσων— κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες ορίζονται τα ληπτέα εθνικά μέτρα και διευκρινίζονται οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες όταν επιβεβαιώνονται κρούσματα ΜΣΕ.

2.  Όταν απαιτείται για την ομοιόμορφη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας, οι κατευθυντήριες γραμμές μπορούν να εναρμονίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗ

Άρθρο 15

Ζώντα ζώα, το σπέρμα, τα έμβρυα και τα ωάριά τους

1.  Η διάθεση στην αγορά, ή, ενδεχομένως, οι εξαγωγές βοοειδών ή αιγοπροβάτων και του σπέρματος, των ωαρίων και εμβρύων τους, υπόκειται στις προϋποθέσεις του παραρτήματος VIΙI ή, κατά τις εισαγωγές, στις προϋποθέσεις του παραρτήματος IX. Τα ζώντα ζώα και τα έμβρυα και τα ωάριά τους συνοδεύονται από τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία, σύμφωνα με το άρθρο 17 ή, κατά τις εισαγωγές, σύμφωνα με το άρθρο 18.

2.  Η διάθεση στην αγορά των απογόνων πρώτης γενεάς, του σπέρματος, των εμβρύων και των ωαρίων τους για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ή τα οποία επιβεβαιωμένα έχουν μολυνθεί με ΜΣΕ, υπόκειται στους όρους του παραρτήματος VIΙI, κεφάλαιο Β.

3.  Οι κανόνες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 16

Διάθεση προϊόντων ζωικής προέλευσης στην αγορά

1.  Τα ακόλουθα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προέρχονται από υγιή μηρυκαστικά δεν υπόκεινται σε περιορισμούς διάθεσης στην αγορά, ή ενδεχομένως εξαγωγής, σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τις διατάξεις του παραρτήματος VIII, κεφάλαια Γ και Δ και του παραρτήματος ΙΧ, κεφάλαια Α, Γ, ΣΤ και Ζ:

α) τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που καλύπτονται από το άρθρο 15, ιδίως δε το σπέρμα, τα έμβρυα και τα ωάρια,

β) 

i) νωπό γάλα, όπως ορίζεται στην οδηγία του Συμβουλίου 92/46/ΕΟΚ ( 13 ),

ii) γάλα για την παρασκευή προϊόντων με βάση το γάλα, όπως ορίζεται στην οδηγία 92/46/ΕΟΚ,

iii) γάλα κατανάλωσης που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία, όπως ορίζεται στην οδηγία 92/46/ΕΟΚ,

iv) όξινο φωσφορικό ασβέστιο (χωρίς ίχνη πρωτεΐνης ή λίπους),

v) τα δέρματα, όπως ορίζονται στην οδηγία 92/118/ΕΟΚ ( 14 ),

vi) ζελατίνη, όπως ορίζεται στην οδηγία 92/118/EΟΚ, που προέρχεται από τα δέρματα που αναφέρονται στο στοιχείο v),

vii) κολλαγόνο που προέρχεται από τα δέρματα που αναφέρονται στο στοιχείο v).

2.  Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που προέρχονται από τρίτες χώρες κατηγορίας 2, 3, 4 και 5 προέρχονται από υγιή βοοειδή και αιγοπρόβατα τα οποία δεν έχουν υποστεί τον τεμαχισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος κατ' άρθρο 8 σημείο 3 ή δεν έχουν θανατωθεί με την έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα.

3.  Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που περιέχουν υλικά από βοοειδή τα οποία προέρχονται από ένα κράτος μέλος, μια περιοχή κράτους μέλους ή μια τρίτη χώρα της κατηγορίας 5 δεν διατίθενται στην αγορά εκτός εάν προέρχονται:

α) από ζώα που γεννήθηκαν μετά την ημερομηνία από την οποία εφαρμόστηκε όντως η απαγόρευση χρησιμοποίησης μεταποιημένων πρωτεϊνών θηλαστικών για τη διατροφή των μηρυκαστικών,

β) από ζώα που γεννήθηκαν, εκτράφηκαν και έχουν διαμείνει σε αγέλες αποδεδειγμένα ιστορικώς απαλλαγμένες από ΣΕΒ επί 7 τουλάχιστον έτη.

Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης δεν αποστέλλονται από κράτος μέλος ή περιοχή ενός κράτους μέλους της κατηγορίας 5 σε άλλο κράτος μέλος ούτε εισάγονται από τρίτη χώρα της κατηγορίας 5. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο παράρτημα VIII, κεφάλαιο Γ και τα οποία ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του παραρτήματος VIII, κεφάλαιο Γ. Τα προϊόντα αυτά συνοδεύονται από υγειονομικό πιστοποιητικό που εκδίδει επίσημος κτηνίατρος, με το οποίο βεβαιώνεται ότι έχουν παραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

4.  Όταν ένα ζώο μετακινείται από χώρα ή περιοχή προς χώρα ή περιοχή διαφορετικής κατηγορίας, ταξινομείται στην ανώτερη κατηγορία χωρών ή περιοχών στις οποίες έχει διαμείνει για περισσότερες από είκοσι τέσσερις ώρες, εκτός εάν δίδονται κατάλληλες εγγυήσεις ότι το ζώο δεν έλαβε τροφή από τη χώρα ή την περιοχή αυτή η οποία ταξινομείται στην ανώτερη κατηγορία.

5.  Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης, για τα οποία το παρόν άρθρο προβλέπει συγκεκριμένους κανόνες, πρέπει να συνοδεύονται από τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά ή εμπορικά έγγραφα, όπως απαιτείται από την κοινοτική νομοθεσία σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 18 ή, εάν δεν υπάρχει τέτοια απαίτηση στην κοινοτική νομοθεσία, από υγειονομικό πιστοποιητικό ή εμπορικό έγγραφο του οποίου το πρότυπο καταρτίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

6.  Για να εισαχθούν στην Κοινότητα, τα προϊόντα ζωικής προέλευσης πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΧ κεφάλαια Α, Γ, ΣΤ και Ζ.

7.  Με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, οι παράγραφοι 1 έως 6 μπορούν να επεκταθούν και σε άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου θεσπίζονται με την ίδια διαδικασία.

Άρθρο 17

Με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, τα υγειονομικά πιστοποιητικά του παραρτήματος ΣΤ της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ και τα υποδείγματα ΙΙ και ΙΙΙ του παραρτήματος Ε της οδηγίας 91/68/ΕΟΚ, καθώς και τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά που προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία περί εμπορίου σπέρματος, ωαρίων και εμβρύων βοοειδών ή αιγοπροβάτων συμπληρώνονται, αν απαιτείται, με την αναγραφή της κατηγορίας στην οποία ταξινομήθηκε το κράτος μέλος ή η περιοχή καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 5.

Τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά που αφορούν το εμπόριο προϊόντων ζωικής προέλευσης συμπληρώνονται, αν απαιτείται, με την αναγραφή της κατηγορίας του κράτους μέλους ή της περιοχής προέλευσης η οποία δίδεται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 5.

Άρθρο 18

Με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2, τα κατάλληλα υγειονομικά πιστοποιητικά σχετικά με τις εισαγωγές, τα οποία προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία συμπληρώνονται, για τις τρίτες χώρες που ταξινομούνται σε μια κατηγορία σύμφωνα με το άρθρο 5, με τις ειδικές απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΧ κεφάλαιο Ζ, μόλις η ταξινόμηση αποφασιστεί.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ, ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ, ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

Άρθρο 19

Εργαστήρια αναφοράς

1.  Το εθνικό εργαστήριο αναφοράς κάθε κράτους μέλους, οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Α.

2.  Το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς, οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντά του ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Β.

Άρθρο 20

Δειγματοληψία και μέθοδοι εργαστηριακής ανάλυσης

1.  Η δειγματοληψία και οι δοκιμές εργαστηριακής ανίχνευσης της παρουσίας μιας ΜΣΕ διενεργούνται με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα που ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ.

2.  Όταν απαιτείται για την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος άρθρου, θεσπίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής —συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου για την επιβεβαίωση της ΣΕΒ στα αιγοπρόβατα— με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 21

Κοινοτικοί έλεγχοι

1.  Όταν απαιτείται για την ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, εμπειρογνώμονες της Επιτροπής μπορούν να διεξάγουν επιτόπιους ελέγχους, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Το κράτος μέλος όπου διενεργείται έλεγχος παρέχει κάθε βοήθεια στους εμπειρογνώμονες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή για τα αποτελέσματα των ελέγχων.

Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ιδίως δε εκείνες που αποσκοπούν στη ρύθμιση των διαδικασιών συνεργασίας με τις εθνικές αρχές, θεσπίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

2.  Οι κοινοτικοί έλεγχοι έναντι τρίτων χωρών διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 της οδηγίας 97/78/ΕΚ.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 22

Μεταβατικά μέτρα για τα ειδικά υλικά κινδύνου

1.  Οι διατάξεις του παραρτήματος ΧΙ μέρος Α εφαρμόζονται επί 6 τουλάχιστον μήνες από την 1η Ιουλίου 2001, παύουν δε να εφαρμόζονται μόλις ληφθεί απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 ή 4 του άρθρου 5, οπότε και αρχίζει να εφαρμόζεται το άρθρο 8.

2.  Τα αποτελέσματα μιας τεκμηριωμένης στατιστικής έρευνας διεξαγόμενης βάσει της παραγράφου 3 του άρθρου 5 κατά τη μεταβατική περίοδο χρησιμοποιούνται προς επιβεβαίωση ή διάψευση των συμπερασμάτων της ανάλυσης κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 5, λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων ταξινόμησης που καθορίζει το ΔΓΕ.

3.  Οι λεπτομερείς κανόνες για τη στατιστική έρευνα θεσπίζονται, ύστερα από διαβούλευση της αρμόδιας επιστημονικής επιτροπής, με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

4.  Τα στοιχειώδη κριτήρια που πληροί η εν λόγω στατιστική έρευνα ορίζονται στο παράρτημα ΧΙ μέρος Β.

Άρθρο 23

Τροποποίηση παραρτημάτων και μεταβατικά μέτρα

Ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιστημονική επιτροπή για κάθε θέμα δυνάμενο να έχει επιπτώσεις στην δημόσια υγεία, τα παραρτήματα τροποποιούνται ή συμπληρώνονται, θεσπίζεται δε κάθε κατάλληλο μεταβατικό μέτρο με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

▼M21

Σύμφωνα με τη διαδικασία αυτή, θεσπίζονται μεταβατικά μέτρα για την περίοδο, η οποία λήγει την 1η Ιουλίου 2007 το αργότερο, ώστε να καταστεί δυνατή η μετάβαση από τις τρέχουσες ρυθμίσεις στις ρυθμίσεις που θεσπίζει ο παρών κανονισμός.

▼B

Άρθρο 24

Επιτροπές

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την μόνιμη κτηνιατρική επιτροπή. Ωστόσο, για τα θέματα που αφορούν αποκλειστικά τις ζωοτροφές, η Επιτροπή επικουρείται από την μόνιμη επιτροπή ζωοτροφών, για δε τα θέματα που αφορούν αποκλειστικά τα τρόφιμα, η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή τροφίμων.

2.  Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες, στην περίπτωση δε των μέτρων διασφάλισης που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, σε δεκαπέντε ημέρες.

3.  Κάθε επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό της.

Άρθρο 25

Διαβούλευση με τις επιστημονικές επιτροπές

Για κάθε θέμα εφαρμογής του παρόντος κανονισμού το οποίο ενδέχεται να έχει επιπτώσεις για τη δημόσια υγεία ζητείται η γνώμη των αρμόδιων επιστημονικών επιτροπών.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2001.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

▼M10




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

1.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι εξής ορισμοί που καθορίζονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 15 ), τον κανονισμό (EΚ) 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 16 ) και την οδηγία 79/373/EΟΚ του Συμβουλίου ( 17 ):

α) κανονισμός (EΚ) αριθ. 1774/2002:

i) «εκτρεφόμενα ζώα» στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο στ)·

ii) «τροφές ζώων συντροφιάς» στο σημείο 41 του παραρτήματος I·

iii) «μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες» στο σημείο 42 του παραρτήματος I·

iv) «ζελατίνη» στο σημείο 26 του παραρτήματος I·

v) «προϊόντα αίματος» στο σημείο 4 του παραρτήματος I·

vi) «αιματάλευρο» στο σημείο 6 του παραρτήματος I και

vii) «ιχθυάλευρο» στο σημείο 24 του παραρτήματος I·

β) ο ορισμός των «ζωοτροφών» στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 178/2002·

γ) ο ορισμός των «πλήρων ζωοτροφών» στο άρθρο 2 στοιχείο δ) της οδηγίας 79/373/ΕΟΚ.

▼M16

2.

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:

α) «αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ» είναι το κρούσμα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας βοοειδών για το οποίο δεν έχει αποδειχθεί σαφώς ότι οφείλεται σε μόλυνση πριν από την εισαγωγή του ζωντανού ζώου·

β) «διακριτός λιπώδης ιστός» είναι το εσωτερικό και εξωτερικό σωματικό λίπος που αφαιρείται κατά τη σφαγή και τη διαδικασία τεμαχισμού, ιδίως το νωπό λίπος της καρδιάς, του μείζονος επίπλου και των νεφρών των βοοειδών, καθώς και το λίπος από τις αίθουσες τεμαχισμού·

γ) «κλάση» είναι μια ομάδα βοοειδών η οποία περιλαμβάνει:

i) τα ζώα που γεννήθηκαν στο ίδιο κοπάδι με το ασθενές βοοειδές κατά τους δώδεκα μήνες πριν ή μετά την ημερομηνία γέννησης του ασθενούς ζώου, και

ii) τα ζώα που οποιαδήποτε στιγμή κατά το πρώτο έτος της ζωής τους εκτράφηκαν μαζί με το ασθενές βοοειδές κατά το πρώτο έτος της ζωής του·

δ) «κρούσμα-δείκτης» είναι το πρώτο ζώο σε μια εκμετάλλευση ή σε μια επιδημιολογικώς ορισμένη ομάδα στο οποίο επιβεβαιώνεται μόλυνση από ΜΣΕ.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΣΕΒ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Η κατάσταση ενός κράτους μέλους, μιας τρίτης χώρας ή μιας περιφέρειάς του («χώρα ή περιφέρεια») ως προς τη ΣΕΒ καθορίζεται με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α) τα αποτελέσματα της ανάλυσης κινδύνου με την οποία εντοπίζονται όλοι οι δυνητικοί παράγοντες εκδήλωσης της ΣΕΒ κατά το κεφάλαιο Β καθώς και η εξέλιξή τους διαχρονικώς,

β) ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης των κτηνιάτρων, των κτηνοτρόφων και των επαγγελματιών των κλάδων μεταφοράς, εμπορίου και σφαγής βοοειδών, το οποίο αποσκοπεί στην ενθάρρυνσή τους να δηλώνουν όλα τα κρούσματα νευρολογικών εκδηλώσεων στα ενήλικα βοοειδή,

γ) την υποχρεωτική δήλωση και την εξέταση όλων των βοοειδών με κλινικά συμπτώματα ΣΕΒ,

δ) ένα σύστημα συνεχούς επιτήρησης και παρακολούθησης της ΣΕΒ που επικεντρώνεται κυρίως στους κινδύνους που προσδιορίζονται στο κεφάλαιο Β και το οποίο λαμβάνει υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές του πίνακα του παραρτήματος ΙΙΙ, κεφάλαιο Α ή τηρεί τα ενδεδειγμένα διεθνή πρότυπα· οι εκθέσεις που αναφέρουν τον αριθμό των εξετάσεων και τα αποτελέσματά τους διατηρούνται επί επτά έτη τουλάχιστον,

ε) την εξέταση, σε εγκεκριμένο εργαστήριο, δειγμάτων εγκεφάλων ή άλλων ιστών που συλλέγονται στο πλαίσιο του συστήματος επιτήρησης του στοιχείου δ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Η ανάλυση κινδύνου κατά το κεφάλαιο Α στοιχείου α) βασίζεται στους εξής παράγοντες:

 την κατανάλωση, από τα βοοειδή, κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων ή ινωδών καταλοίπων ξιγκιών μηρυκαστικών,

 την εισαγωγή κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων ή ινωδών καταλοίπων ξιγκιών δυνητικώς μολυσμένων με τον παράγοντα μιας ΜΣΕ ή ζωοτροφών που περιέχουν κρεατάλευρα και οστεάλευρα ή ινώδη κατάλοιπα ξιγκιών,

 την εισαγωγή ζώων ή ωαρίων/εμβρύων δυνητικώς μολυσμένων με τον παράγοντα μιας ΜΣΕ,

 την επιδημιολογική κατάσταση της χώρας ή της περιοχής όσον αφορά τις ζωικές ΜΣΕ,

 την έκταση των γνώσεων για τη διάρθρωση του πληθυσμού βοοειδών και αιγοπροβάτων στη χώρα ή την περιοχή,

 την προέλευση των ζωικών απορριμμάτων, τις παραμέτρους των μεθόδων επεξεργασίας των απορριμμάτων αυτών και τις μεθόδους παραγωγής ζωοτροφών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Απονομή κατηγορίας

Ο καθορισμός της κατάστασης των κρατών μελών ή των τρίτων χωρών, ή μιας των περιοχών τους όσον αφορά τη ΣΕΒ πραγματοποιείται βάσει των εξής κατηγοριών:

A.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 1 :

Χώρες ή περιοχές απαλλαγμένες από ΣΕΒ

Χώρες ή περιοχές όπου διεξήχθη ανάλυση κινδύνου βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στο κεφάλαιο Β η οποία απέδειξε ότι έχουν ληφθεί, επί επαρκές χρονικό διάστημα, τα δέοντα μέτρα για τη διαχείριση κάθε ενδεχομένως εντοπιζόμενου κινδύνου,

1. και στις οποίες δεν έχει διαπιστωθεί κανένα κρούσμα ΣΕΒ και

i) τα κριτήρια των στοιχείων β) έως ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται κατά τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη, ή

ii) τα κριτήρια του στοιχείου γ) του κεφαλαίου Α τηρούνται κατά τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη και αποδεικνύεται ότι, στα τελευταία οκτώ τουλάχιστον έτη, δεν χορηγήθηκαν στα μηρυκαστικά ούτε κρεατάλευρα, ούτε οστεάλευρα, ούτε ινώδη κατάλοιπα ξυγκιών προερχόμενα από μηρυκαστικά ή θηλαστικά,

2. ή στις οποίες έχει αποδειχθεί ότι όλα τα κρούσματα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών συνδέονται άμεσα με την εισαγωγή ζώντων βοοειδών ή ωαρίων/εμβρύων βοοειδών και όλα τα ασθενή βοοειδή έχουν θανατωθεί και καταστραφεί ολοσχερώς, καθώς και, στην περίπτωση θηλυκών ζώων, το τελευταίο ζώο το οποίο γέννησαν κατά τα δύο έτη που προηγούνται ή κατά την περίοδο που ακολουθεί την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου, εάν το ζώο αυτό ευρίσκετο ακόμη εν ζωή στη χώρα ή την περιοχή και

i) τα κριτήρια των στοιχείων β) έως ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται κατά τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη, ή

ii) τα κριτήρια του στοιχείου γ) του κεφαλαίου Α τηρούνται κατά τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη και αποδεικνύεται ότι, κατά τα τελευταία οκτώ τουλάχιστον έτη, δεν χορηγήθηκαν στα μηρυκαστικά ούτε κρεατάλευρα, ούτε οστεάλευρα, ούτε ινώδη κατάλοιπα ξυγκιών,

3. ή στις οποίες το τελευταίο αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ ανακοινώθηκε πριν από επτά τουλάχιστον έτη, τα κριτήρια των στοιχείων β) έως ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται κατά τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη και για τη διατροφή των μηρυκαστικών με κρεατάλευρα και οστεάλευρα ή ινώδη κατάλοιπα ξυγκιών προερχόμενα από μηρυκαστικά ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται κατά τα τελευταία οκτώ τουλάχιστον έτη,

B.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 2 :

Χώρες ή περιοχές προσωρινά απαλλαγμένες από ΣΕΒ στις οποίες δεν έχει ανακοινωθεί κανένα αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ

Χώρες ή περιοχές στις οποίες μια ανάλυση κινδύνου που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β έχει αποδείξει ότι έχουν ληφθεί, επί επαρκές χρονικό διάστημα, τα δέοντα μέτρα για τη διαχείριση κάθε ενδεχομένως εντοπιζόμενου κινδύνου και

1. στις οποίες δεν έχει διαπιστωθεί κανένα κρούσμα ΣΕΒ και

i) τα κριτήρια των στοιχείων β) έως ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται, αλλά όχι κατά τα τελευταία επτά έτη ή,

ii) αποδεικνύεται ότι, κατά τα τελευταία οκτώ τουλάχιστον έτη, δεν έχουν χορηγηθεί στα μηρυκαστικά ούτε κρεατάλευρα ούτε οστεάλευρα ούτε ινώδη κατάλοιπα ξυγκιών, αλλά δεν τηρούνται κατά τα τελευταία επτά έτη τα κριτήρια του στοιχείου γ) του κεφαλαίου Α,

2. ή στις οποίες έχει αποδειχθεί ότι όλα τα κρούσματα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών συνδέονται άμεσα με την εισαγωγή ζώντων βοοειδών ή ωαρίων/εμβρύων βοοειδών και όλα τα ασθενή βοοειδή έχουν θανατωθεί και καταστραφεί ολοσχερώς, καθώς και, στην περίπτωση θηλυκών ζώων, το τελευταίο ζώο το οποίο γέννησαν στα δύο έτη που προηγούνται ή στην περίοδο που ακολουθεί την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου, εάν το ζώο αυτό ευρίσκετο ακόμη εν ζωή στη χώρα ή την περιοχή και:

i) τα κριτήρια των στοιχείων β) έως ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται, αλλά όχι κατά τα τελευταία επτά έτη, ή

ii) αποδεικνύεται ότι, στα τελευταία οκτώ τουλάχιστον έτη, δεν έχουν χορηγηθεί στα μηρυκαστικά ούτε κρεατάλευρα ούτε οστεάλευρα ούτε ινώδη κατάλοιπα ξυγκιών, αλλά κατά τα τελευταία επτά έτη τα κριτήρια του στοιχείου γ) του κεφαλαίου Α δεν έχουν τηρηθεί.

Γ.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 3 :

Χώρες ή περιοχές προσωρινά απαλλαγμένες από ΣΕΒ στις οποίες έχει ανακοινωθεί ένα τουλάχιστον κρούσμα ΣΕΒ

Χώρες ή περιοχές στις οποίες μια ανάλυση κινδύνου, διεξαχθείσα βάσει των πληροφοριών που αναφέρονται στο Κεφάλαιο Β, έχει αποδείξει ότι έχουν ληφθεί, επί επαρκές χρονικό διάστημα, τα δέοντα μέτρα για τη διαχείριση κάθε ενδεχομένως εντοπιζόμενου κινδύνου

1. και στις οποίες το τελευταίο αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ ανακοινώθηκε πριν από επτά τουλάχιστον έτη, τα κριτήρια των στοιχείων β) έως ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται και η διατροφή των μηρυκαστικών με κρεατάλευρα και οστεάλευρα και ινώδη κατάλοιπα ξυγκιών προερχόμενα από μηρυκαστικά όντως τηρείται, αλλά:

i) δεν τηρούνται κατά τα τελευταία επτά έτη τα κριτήρια των στοιχείων β) έως ε) του κεφαλαίου Α, ή,

ii) η απαγόρευση χορήγησης, στα μηρυκαστικά, κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων και ινωδών καταλοίπων ξυγκιών προερχόμενων από μηρυκαστικά δεν τηρείται κατά τα τελευταία οκτώ έτη,

2. ή στις οποίες το τελευταίο αυτόχθονο κρούσμα ΣΕΒ ανακοινώθηκε πριν από επτά το πολύ έτη και το ποσοστό επίπτωσης της ΣΕΒ, υπολογιζόμενο βάσει των αυτόχθονων κρουσμάτων, υπήρξε, σε κάθε ένα από τα τέσσερα τελευταία διαρρεύσαντα δωδεκάμηνα, κατώτερο του ενός κρούσματος ανά εκατομμύριο στον πληθυσμό βοοειδών ηλικίας άνω των 24 μηνών της χώρας ή της περιοχής ή, εάν πρόκειται για χώρα ή περιοχή όπου ο πληθυσμός αυτός είναι μικρότερος του εκατομμυρίου, κατώτερο του ενός κρούσματος σε σχέση με τον πραγματικό αριθμό του πληθυσμού αυτού (υπολογιζόμενο βάσει των στατιστικών της Eurostat) και στην οποία

i) η απαγόρευση χορήγησης, στα μηρυκαστικά, κρεαταλεύρων και οστεαλεύρων και ινωδών καταλοίπων ξυγκιών προερχόμενων από μηρυκαστικά τηρείται κατά τα τελευταία οκτώ τουλάχιστον έτη,

ii) τα κριτήρια των στοιχείων β) έως ε) του κεφαλαίου Α τηρούνται κατά τελευταία επτά τουλάχιστον έτη,

iii) τα ασθενή βοοειδή θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς, καθώς και:

 στην περίπτωση θηλυκών ζώων, το τελευταίο ζώο το οποίο γέννησαν στα δύο έτη που προηγούνται ή κατά την περίοδο μετά την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου,

 όλα τα βοοειδή της κλάσης,εάν τα ζώα αυτά ευρίσκονται ακόμη εν ζωή στη συγκεκριμένη χώρα ή ζώνη.

Κατά παρέκκλιση εκ του σημείου iii), είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη, κατά την ταξινόμηση αυτήν, η ύπαρξη άλλων μέτρων για τη σφαγή των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο, τα οποία παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας.

Δ.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 4 :

Χώρες ή περιοχές με χαμηλή επίπτωση ΣΕΒ

Κάθε χώρα ή περιοχή στην οποία

1. τηρούνται τα κριτήρια του κεφαλαίου Α, το δε ποσοστό επίπτωσης της ΣΕΒ, υπολογιζόμενο κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες, είναι ίσο τουλάχιστον προς ένα αυτόχθονο κρούσμα ανά εκατομμύριο και το πολύ προς εκατό κρούσματα ανά εκατομμύριο στον πληθυσμό των βοοειδών ηλικίας άνω των 24 μηνών της χώρας ή της περιοχής, ή

2. τηρούνται τα κριτήρια του κεφαλαίου Α και το ποσοστό επίπτωσης της ΣΕΒ, υπολογιζόμενο σύμφωνα με το παραπάνω σημείο 1) στοιχείο α), υπήρξε κατώτερο του ενός κρούσματος ανά εκατομμύριο εντός περιόδου μικρότερης από τέσσερα συναπτά δωδεκάμηνα και τις οποίες τα ασθενή βοοειδή θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς καθώς και

 στην περίπτωση θηλυκών ζώων, το τελευταίο ζώο το οποίο γέννησαν στα δύο έτη που προηγούνται ή κατά την περίοδο μετά την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου,

 όλα τα βοοειδή της κλάσης,εάν τα ζώα αυτά ευρίσκονται ακόμη εν ζωή στη συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή.

Κατά παρέκκλιση από το παρόν σημείο, είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη, κατά την ταξινόμηση αυτή, η ύπαρξη άλλων μέτρων για τη σφαγή των ζώων που παρουσιάζουν κίνδυνο, τα οποία παρέχουν ισοδύναμο επίπεδο προστασίας.

Οι χώρες ή οι περιοχές, στις οποίες το ποσοστό επίπτωσης της ΣΕΒ, υπολογιζόμενο κατά τους δώδεκα τελευταίους μήνες, υπήρξε κατώτερο του ενός αυτόχθονου κρούσματος ανά εκατομμύριο στον πληθυσμό των βοοειδών ηλικίας άνω των 24 μηνών αλλά στις οποίες διεξήχθη η ανάλυση κινδύνου που περιγράφεται στο Κεφάλαιο Α και απέδειξε ότι δεν τηρείται ένα τουλάχιστον από τα κριτήρια που καθορίζονται προκειμένου η χώρα ή η ζώνη να ταξινομούνται στην κατηγορία 2 ή στην κατηγορία 3, πρέπει να θεωρούνται ως χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 4.

E.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5 :

Χώρες ή περιοχές με υψηλή επίπτωση ΣΕΒ

Κάθε χώρα ή περιοχή στην οποία

1. τηρούνται τα κριτήρια του κεφαλαίου Α, το δε ποσοστό επίπτωσης της σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών, υπολογιζόμενο στους δώδεκα τελευταίους μήνες, υπήρξε ανώτερο των εκατό κρουσμάτων ανά εκατομμύριο στον πληθυσμό των βοοειδών ηλικίας άνω των 24 μηνών της χώρας ή της περιοχής, ή

2. το ποσοστό επίπτωσης της ΣΕΒ, υπολογιζόμενο στους δώδεκα τελευταίους μήνες, υπήρξε τουλάχιστον ίσο προς ένα κρούσμα ανά εκατομμύριο και το πολύ ίσο προς εκατό κρούσματα ανά εκατομμύριο στον πληθυσμό των βοοειδών ηλικίας άνω των 24 μηνών της χώρας ή της περιοχής, και δεν τηρείται ένα τουλάχιστον από τα κριτήρια του κεφαλαίου Α.

▼M13




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ A

I.   ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΣΕ ΒΟΟΕΙΔΗ

1.   Γενικά

Η επιτήρηση σε βοοειδή διεξάγεται σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.1 στοιχείο β).

2.   Επιτήρηση σε ζώα που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

2.1. Όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών:

 που υποβάλλονται σε «ειδική επείγουσα σφαγή», όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιδ) της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 18 ), ή

 που σφάζονται σύμφωνα με το παράρτημα I κεφάλαιο VI σημείο 28 στοιχείο γ) της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ, εκτός των ζώων χωρίς κλινικά σημεία της νόσου που σφάζονται στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης της νόσου,

υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

2.2. Όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών:

 που υποβάλλονται σε συνήθη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο, ή

 που σφάζονται στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης της νόσου, σύμφωνα με το παράρτημα Ι κεφάλαιο IV σημείο 28 στοιχείο γ) της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ, αλλά δεν παρουσιάζουν κλινικά σημεία της νόσου,

υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

2.3. Κατά παρέκκλιση του σημείου 2.2, και όσον αφορά τα βοοειδή που γεννώνται, εκτρέφονται και σφάζονται στην επικράτειά της, η Σουηδία μπορεί να αποφασίσει την εξέταση μόνο τυχαίου δείγματος. Το δείγμα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 10 000 ζώα ανά έτος.

3.   Επιτήρηση σε ζώα που δεν σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

3.1. Όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 24 μηνών που πέθαναν ή θανατώθηκαν, τα οποία όμως:

 δεν θανατώθηκαν για καταστροφή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 716/96 της Επιτροπής ( 19 ),

 δεν θανατώθηκαν στο πλαίσιο επιδημίας, όπως του αφθώδους πυρετού,

 δεν έχουν σφαγεί για κατανάλωση από τον άνθρωπο,

υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

3.2. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να παρεκκλίνουν των διατάξεων του σημείου 3.1 σε απομακρυσμένες περιοχές με μικρή πυκνότητα ζώων, όπου δεν υπάρχει οργανωμένη συλλογή νεκρών ζώων. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση της παρέκκλισης αυτής πρέπει να ειδοποιούν σχετικά την Επιτροπή και να υποβάλουν κατάλογο των κατά παρέκκλιση περιοχών. Η παρέκκλιση δεν πρέπει να καλύπτει πάνω από 10 % του πληθυσμού βοοειδών στο κράτος μέλος.

4.   Επιτήρηση σε ζώα που αγοράζονται για καταστροφή σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 716/96

4.1. Όλα τα ζώα που σφάζονται υποχρεωτικά ή διαπιστώνεται ότι είναι άρρωστα κατά την επιθεώρηση πριν τη σφαγή υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

4.2. Όλα τα ζώα ηλικίας άνω των 42 μηνών που γεννήθηκαν μετά την 1η Αυγούστου υποβάλλονται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

4.3. Τυχαίο δείγμα που περιλαμβάνει τουλάχιστον 10 000 ζώα ετησίως από ζώα που δεν καλύπτονται από τα σημεία 4.1 ή 4.2 υποβάλλεται σε δοκιμή για ΣΕΒ.

5.   Επιτήρηση σε άλλα ζώα

Εκτός από τη δοκιμή που αναφέρεται στα σημεία 2 έως 4, τα κράτη μέλη μπορούν, σε εθελοντική βάση, να αποφασίσουν τη δοκιμή σε άλλα βοοειδή στην επικράτειά τους, ιδίως όταν τα ζώα αυτά προέρχονται από χώρες με γηγενή ΣΕΒ, έχουν καταναλώσει μολυσμένες ζωοτροφές ή έχουν γεννηθεί ή προέρχονται από μολυσμένες με ΣΕΒ μητέρες.

6.   Μέτρα μετά τη δοκιμή

6.1. Όταν ένα ζώο που σφάζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλεται σε δοκιμή για ΣΕΒ, στο σφάγιο του εν λόγω ζώου δεν δίδεται σήμανση υγειονομικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο ΧΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ, έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής.

6.2. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του σημείου 6.1 εφόσον υπάρχει επίσημο σύστημα στο σφαγείο, με το οποίο εξασφαλίζεται ότι κανένα τεμάχιο των εξεταζόμενων ζώων που φέρουν σήμανση υγειονομικού ελέγχου δεν εγκαταλείπει το σφαγείο έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής.

6.3. Όλα τα τεμάχια σώματος ζώου που υποβάλλεται σε δοκιμή για ΣΕΒ, συμπεριλαμβανομένης της δοράς, παραμένουν υπό επίσημο έλεγχο έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής, εκτός αν η τελική τους διάθεση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 20 ).

6.4. Η τελική διάθεση όλων των τεμαχίων σώματος ζώου για το οποίο το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι θετικό, συμπεριλαμβανομένης της δοράς, γίνεται σύμφωνα με το σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α) και β) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, εκτός από το υλικό που διατηρείται για τα μητρώα, σύμφωνα με το κεφάλαιο Β τμήμα ΙΙΙ.

6.5. Όταν το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι θετικό για ζώο που σφάζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, τουλάχιστον το αμέσως προηγούμενο σφάγιο και τα δύο αμέσως επόμενα σφάγια από το σφάγιο που βρέθηκε θετικό, στην ίδια αλυσίδα παραγωγής του σφαγείου, καταστρέφονται σύμφωνα με το σημείο 6.4, όπως επίσης και το σφάγιο που βρέθηκε θετικό.

6.6. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του σημείου 6.5 όταν στο σφαγείο υπάρχει σύστημα πρόληψης της μόλυνσης μεταξύ των σφαγίων.

▼M18

II.   ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ

1.   Γενικά

Η επιτήρηση αιγοπροβάτων διεξάγεται σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο β).

▼M19

2.   Επιτήρηση αιγοπροβάτων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

α)  Προβατοειδή

Κράτη μέλη στα οποία ο πληθυσμός προβατίνων και νεογέννητων προβατίνων που βρίσκονται σε φάση ζευγαρώματος υπερβαίνει τα 750 000 ζώα υποβάλλουν σε δοκιμή ετήσιο ελάχιστο δείγμα 10 000 προβάτων που σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο σύμφωνα με τους κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο σημείο 4 ( 21 ).

β)  Αιγοειδή

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν σε δοκιμή υγιή σφαγέντα αιγοειδή σύμφωνα με τους κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο σημείο 4 και τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος που αναφέρονται στον πίνακα A.

Εάν ένα κράτος μέλος αντιμετωπίζει δυσκολίες όσον αφορά τη συλλογή ικανοποιητικού αριθμού υγιών σφαγέντων αιγοειδών προκειμένου να επιτύχει το καθορισμένο ελάχιστο μέγεθος δείγματος, μπορεί να επιλέξει να αντικαταστήσει έως το 50 %, κατ’ ανώτατο όριο, του ελάχιστου μεγέθους του δείγματός του υποβάλλοντας σε δοκιμή νεκρά αιγοειδή ηλικίας άνω των 18 μηνών κατ’ αναλογία ένα προς ένα και επιπροσθέτως προς το ελάχιστο μέγεθος δείγματος που ορίζεται στο σημείο 3.



Πίνακας A

Κράτος μέλος

Ελάχιστο μέγεθος δείγματος υγιών σφαγέντων αιγοειδών (1)

Ισπανία

125 500

Γαλλία

93 000

Ιταλία

60 000

Ελλάδα

20 000

Κύπρος

5 000

Αυστρία

5 000

Άλλα κράτη μέλη

Όλα

(1)   Τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος καθορίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του αριθμού των υγιών σφαγέντων αιγοειδών και τον επιπολασμό της ΣΕΒ σε κάθε κράτος μέλος. Αποσκοπούν επίσης στον καθορισμό εφικτών στόχων. Τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος άνω των 60 000 επιτρέπουν την ανίχνευση επιπολασμού της τάξης του 0,0017 % με ποσοστό αξιοπιστίας 95 %.

3.   Επιτήρηση αιγοπροβάτων που δεν σφάζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν σε δοκιμές σύμφωνα με τους κανόνες δειγματοληψίας που ορίζονται στο σημείο 4 και τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος που αναφέρονται στον πίνακα B και τον πίνακα Γ, αιγοπρόβατα που έχουν πεθάνει ή θανατωθεί αλλά:

 δεν θανατώθηκαν στο πλαίσιο εκστρατείας εκρίζωσης νόσου,

 δεν εσφάγησαν για κατανάλωση από τον άνθρωπο.



Πίνακας B

Πληθυσμός, στο κράτος μέλος, προβατίνων και των νεογέννητων προβατίνων που βρίσκονται σε φάση ζευγαρώματος

Ελάχιστο μέγεθος δείγματος νεκρών προβατοειδών (1)

>750 000

10 000

100 000-750 000

1 500

40 000-100 000

500

<40 000

100

(1)   Τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος καθορίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των πληθυσμών προβάτων σε κάθε κράτος μέλος και αποσκοπούν στον καθορισμό εφικτών στόχων. Τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος 10 000, 1 500, 500 και 100 ζώων θα επιτρέψουν την ανίχνευση επιπολασμού της τάξης του 0,03 %, 0,2 %, 0,6 % και 3 %, αντίστοιχα, με ποσοστό αξιοπιστίας 95 %.



Πίνακας Γ

Πληθυσμός, στο κράτος μέλος, αιγών που έχουν ήδη γεννήσει και των αιγών που ζευγαρώνουν

Ελάχιστο μέγεθος δείγματος νεκρών αιγοειδών (1)

>750 000

10 000

250 000-750 000

3 000

40 000-250 000

1 000

<40 000

100 % έως 200

(1)   Τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος καθορίστηκαν λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των πληθυσμών αιγοειδών σε κάθε κράτος μέλος και αποσκοπούν στον καθορισμό εφικτών στόχων. Τα ελάχιστα μεγέθη δείγματος 10 000, 3 000, 1 000 και 200 ζώων θα επιτρέψουν την ανίχνευση επιπολασμού της τάξης του 0,03 %, 0,1 %, 0,3 % και 1,5 % αντίστοιχα, με ποσοστό αξιοπιστίας 95 %.

▼M18

4.   Κανόνες δειγματοληψίας που εφαρμόζονται στα ζώα που αναφέρονται στα σημεία 2 και 3

Τα ζώα πρέπει να είναι ηλικίας άνω των 18 μηνών ή να έχουν περισσότερους από δύο μόνιμους κοπτήρες που έχουν ανατείλει μέσω των ούλων.

Η ηλικία των ζώων εκτιμάται βάσει της οδοντοφυΐας, εμφανών ενδείξεων ωριμότητας ή άλλων αξιόπιστων πληροφοριών.

Η επιλογή των δειγμάτων πρέπει να γίνεται κατά τρόπο που να αποφεύγεται η υπερεκπροσώπηση μιας ομάδας, όσον αφορά την προέλευση, την ηλικία, τη φυλή, το φύλο, το είδος παραγωγής ή άλλα χαρακτηριστικά.

Πρέπει να αποφεύγεται, ει δυνατόν, η πολλαπλή δειγματοληψία στο ίδιο κοπάδι.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν σύστημα ελέγχου, σε στοχοθετημένη ή άλλη βάση, για τη μη εκτροπή των ζώων από τη δειγματοληψία.

Η δειγματοληψία πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική για κάθε περιοχή και εποχή.

Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν από τη δειγματοληψία απομακρυσμένες περιοχές με μικρή πυκνότητα ζώων όπου δεν υπάρχει οργανωμένη συλλογή νεκρών ζώων. Τα κράτη μέλη που προβαίνουν σε αυτή την παρέκκλιση ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά και υποβάλλουν κατάλογο των περιοχών στις οποίες ισχύει η παρέκκλιση. Η παρέκκλιση δεν πρέπει να καλύπτει πάνω από το 10 % του πληθυσμού αιγοπροβάτων σε ένα κράτος μέλος.

5.   Επιτήρηση σε μολυσμένα κοπάδια

Από την 1η Οκτωβρίου 2003 τα ζώα ηλικίας άνω των 12 μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων, τα οποία θανατώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος VII σημείο 2 στοιχείο β) σημείο i) ή ii) ή σημείο 2 στοιχείο γ), υποβάλλονται σε δοκιμή με βάση την επιλογή απλού τυχαίου δείγματος σύμφωνα με το μέγεθος του δείγματος που αναφέρεται στον ακόλουθο πίνακα.



Αριθμός ζώων ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων, που θανατώθηκαν για καταστροφή στην αγέλη ή το κοπάδι

Ελάχιστο μέγεθος δείγματος

70 ή λιγότερα

Όλα τα επιλέξιμα ζώα

80

68

90

73

100

78

120

86

140

92

160

97

180

101

200

105

250

112

300

117

350

121

400

124

450

127

500 ή περισσότερα

150

Κατά περίπτωση, η θανάτωση και η επακόλουθη δειγματοληψία καθυστερούν έως να γίνει γνωστό το αποτέλεσμα της κύριας μοριακής δοκιμής για την περαιτέρω εξέταση θετικών περιπτώσεων τρομώδους νόσου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο γ) σημείο i).

6.   Επιτήρηση άλλων ζώων

Εκτός από τα προγράμματα επιτήρησης που αναφέρονται στα σημεία 2, 3 και 4, τα κράτη μέλη μπορούν, σε εθελοντική βάση, να επιτηρούν άλλα ζώα και συγκεκριμένα:

 ζώα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων,

 ζώα που προέρχονται από χώρες με αυτόχθονα κρούσματα ΜΣΕ,

 ζώα που έχουν πιθανώς καταναλώσει μολυσμένες ζωοτροφές,

 ζώα που έχουν γεννηθεί ή προέρχονται από μητέρες που έχουν μολυνθεί από ΜΣΕ.

7.   Μέτρα μετά τη δοκιμή σε αιγοπρόβατα

7.1. Όταν ένα πρόβατο ή μια αίγα που σφάζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο υποβάλλεται σε δοκιμή για ΜΣΕ, σύμφωνα με το σημείο 2, στο σφάγιο του εν λόγω ζώου δε δίδεται σήμανση υγειονομικού ελέγχου, όπως προβλέπεται στο κεφάλαιο ΧΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ, έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής.

7.2. Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του σημείου 7.1 εφόσον στο σφαγείο υπάρχει σύστημα εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή, με το οποίο εξασφαλίζεται ότι όλα τα τεμάχια του ζώου μπορούν να ανιχνευθούν και κανένα τεμάχιο των εξεταζόμενων ζώων που φέρουν σήμανση υγειονομικού ελέγχου δεν εγκαταλείπει το σφαγείο έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής.

7.3. Όλα τα μέρη του σώματος ζώου που έχει υποβληθεί σε δοκιμή, συμπεριλαμβανομένης της δοράς, παραμένουν υπό επίσημο έλεγχο έως ότου υπάρξει αρνητικό αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής, εκτός αν η τελική τους διάθεση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

7.4. Η τελική διάθεση όλων των τεμαχίων σώματος ζώου για το οποίο το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι θετικό, συμπεριλαμβανομένης της δοράς, γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή ε) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002, εκτός από το υλικό που διατηρείται για τα μητρώα, σύμφωνα με το κεφάλαιο Β μέρος ΙΙΙ του παρόντος παραρτήματος.

8.   Γονοτυπικές αναλύσεις

8.1. Ο γονότυπος της πρωτεΐνης πριόν προσδιορίζεται για κάθε θετική περίπτωση ΜΣΕ σε πρόβατα. Αναφέρονται αμέσως στην Επιτροπή περιπτώσεις ΜΣΕ σε ανθεκτικούς γονότυπους (πρόβατα με γονότυπους που κωδικοποιούν αλανίνη και στα δύο αλληλόμορφα στο κωδικόνιο 136, αργινίνη και στα δύο αλληλόμορφα στο κωδικόνιο 154 και αργινίνη και στα δύο αλληλόμορφα στο κωδικόνιο 171). Όπου είναι δυνατόν, τα κρούσματα αυτά υποβάλλονται προς προσδιορισμό του στελέχους. Όταν δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός του στελέχους τέτοιων κρουσμάτων το κοπάδι προέλευσης και όλα τα άλλα κοπάδια από τα οποία πέρασε το ζώο υποβάλλονται σε αυξημένη επιτήρηση, με σκοπό τον εντοπισμό άλλων κρουσμάτων ΜΣΕ για προσδιορισμό του στελέχους.

8.2. Εκτός από τα ζώα που υποβάλλονται σε γονοτυπική ανάλυση δυνάμει των διατάξεων του σημείου 8.1, προσδιορίζεται ο γονότυπος της πρωτεΐνης πριόν ενός ελάχιστου δείγματος προβάτων. Στην περίπτωση κρατών μελών με πληθυσμό ενήλικων προβάτων που υπερβαίνει τα 750 000 ζώα, το ελάχιστο αυτό δείγμα περιλαμβάνει τουλάχιστον 600 ζώα. Στην περίπτωση άλλων κρατών μελών, το ελάχιστο δείγμα περιλαμβάνει τουλάχιστον 100 ζώα. Τα δείγματα μπορεί να επιλέγονται από ζώα που θανατώνονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, από ζώα που πεθαίνουν στην εκμετάλλευση ή από ζώντα ζώα. Η δειγματοληψία πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική του συνολικού πληθυσμού προβάτων.

III.   ΕΠΙΤΗΡΗΣΗ ΑΛΛΩΝ ΖΩΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ

Τα κράτη μέλη μπορούν σε εθελοντική βάση να επιτηρούν άλλα είδη ζώων για ΜΣΕ πλην των βοοειδών και των αιγοπροβάτων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων και καταγραφής

I.   ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ

Α.   Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνουν τα κράτη μέλη στην ετήσια έκθεσή τους όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 παράγραφος 4

1. Ο αριθμός των ύποπτων κρουσμάτων, ανά είδος ζώου που υπόκεινται σε επίσημο περιορισμό μετακίνησης σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1.

2. Ο αριθμός των ύποπτων κρουσμάτων ανά είδος ζώου που υπόκειται σε εργαστηριακή εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 και το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής και της δοκιμής επιβεβαίωσης (αριθμός θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων) και, όσον αφορά τα βοοειδή, εκτίμηση της ηλικιακής κατανομής όλων των ζώων που έχουν υποβληθεί σε δοκιμή. Η ηλικιακή κατανομή πρέπει να ομαδοποιείται, όταν είναι δυνατόν, ως εξής: «κάτω των 24 μηνών», κατανομή ανά 12 μήνες μεταξύ 24 και 155 μηνών, και «άνω των 155 μηνών».

3. Ο αριθμός των κοπαδιών αιγοπροβάτων για τα οποία έχουν αναφερθεί και διερευνηθεί ύποπτα κρούσματα αιγοπροβάτων σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφοι 1 και 2.

4. Ο αριθμός των βοοειδών κάθε υποπληθυσμού που έχουν υποβληθεί σε δοκιμή αναφέρεται στο κεφάλαιο Α μέρος Ι σημεία 2.1, 2.2, 2.3, 3.1, 4.1, 4.2, 4.3 και 5. Σύμφωνα με το σημείο 2, υποβάλλεται η μέθοδος επιλογής των δειγμάτων, τα αποτελέσματα της ταχείας δοκιμής και της δοκιμής επιβεβαίωσης και η κατανομή ανά ηλικιακή ομάδα των ζώων που υποβλήθηκαν σε δοκιμές.

5. Ο αριθμός των αιγοπροβάτων και των κοπαδιών κάθε υποπληθυσμού που υποβλήθηκαν σε δοκιμή, όπως αναφέρεται στο κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημεία 2, 3 και 5, η μέθοδος επιλογής των δειγμάτων και τα αποτελέσματα της ταχείας δοκιμής και της δοκιμής επιβεβαίωσης.

6. Η γεωγραφική κατανομή των θετικών κρουσμάτων ΣΕΒ και τρομώδους νόσου και η χώρα προέλευσης, αν διαφέρει από τη χώρα υποβολής της έκθεσης. Το έτος και, αν είναι δυνατόν, ο μήνας γέννησης των βοοειδών και αιγοπροβάτων που έχουν προσβληθεί από τη ΜΣΕ. Πρέπει να αναφέρονται τα κρούσματα ΜΣΕ που θεωρούνται άτυπα και οι λόγοι για τους οποίους θεωρούνται άτυπα. Για τα κρούσματα τρομώδους νόσου αναφέρονται τα αποτελέσματα της κύριας μοριακής δοκιμής με δοκιμή ανοσοκαθήλωσης ειδικής διαγνωστικής ικανότητας, όπως προβλέπεται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχεία γ) και ι).

7. Σε άλλα ζώα πλην των βοοειδών και των αιγοπροβάτων, ο αριθμός των δειγμάτων και των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ΜΣΕ ανά είδος.

8. Ο γονότυπος και, αν είναι δυνατόν, η φυλή κάθε αίγας για την οποία το αποτέλεσμα της δοκιμής για ΜΣΕ ήταν θετικό ή η δειγματοληψία έγινε σύμφωνα με το κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημεία 8.1 και 8.2.

B.   Περίοδοι υποβολής εκθέσεων

Η συλλογή των εκθέσεων που περιέχουν τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο τμήμα Α και υποβάλλονται στην Επιτροπή σε μηνιαία βάση ή, για τις πληροφορίες που αναφέρονται στο σημείο 8 σε τριμηνιαία βάση, επιτρέπεται να αποτελέσουν την ετήσια έκθεση, όπως προβλέπεται από το άρθρο 6 παράγραφος 4, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες επικαιροποιούνται όταν διατίθενται συμπληρωματικές πληροφορίες.

▼M13

II.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Η συνοπτική έκθεση υποβάλλεται υπό τη μορφή πινάκων που καλύπτουν τουλάχιστον τα στοιχεία που αναφέρονται στο τμήμα Ι για κάθε κράτος μέλος.

III.   ΜΗΤΡΩΑ

1. Η αρμόδια αρχή διατηρεί για επτά χρόνια μητρώα σχετικά με:

 τον αριθμό και το είδος των ζώων που υπόκεινται στους περιορισμούς μετακίνησης που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

 τον αριθμό και τα αποτελέσματα των κλινικών και επιδημιολογικών εξετάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1,

 τον αριθμό και τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2,

 τον αριθμό, την ταυτότητα και την καταγωγή των ζώων που αποτέλεσαν αντικείμενο δειγματοληψίας στο πλαίσιο των προγραμμάτων επιτήρησης που αναφέρονται στο κεφάλαιο Α και, εάν είναι δυνατόν, την ηλικία, την φυλή και τα αναμνηστικά στοιχεία,

 το γονότυπο της πρωτεΐνης πριόν των θετικών ως προς ΜΣΕ κρουσμάτων στα πρόβατα.

2. Το εργαστήριο το οποίο πραγματοποιεί τις εξετάσεις τηρεί, επί επτά έτη, όλα τα στοιχεία των δοκιμών, ιδίως τους φακέλους του εργαστηρίου και, εάν είναι αναγκαίο, τους όγκους παραφίνης και φωτογραφίες των Western bl πρωτεts.

▼M22




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΖΩΩΝ

I.   Επέκταση της απαγόρευσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1

Η απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 επεκτείνεται στη χορήγηση:

α) σε εκτρεφόμενα ζώα, με εξαίρεση τα σαρκοβόρα ζώα που εκτρέφονται για την παραγωγή γούνας:

i) μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών,

ii) ζελατίνης που προέρχεται από μηρυκαστικά,

iii) προϊόντων αίματος,

iv) προϊόντων υδρόλυσης πρωτεϊνών,

v) όξινου φωσφορικού ασβεστίου και φωσφορικού ασβεστίου ζωικής προέλευσης (όξινου φωσφορικού ασβεστίου και φωσφορικού ασβεστίου),

vi) ζωοτροφών που περιέχουν τις πρωτεΐνες που αναφέρονται στα σημεία i) έως v).

β) σε μηρυκαστικά ζωικών πρωτεϊνών και ζωοτροφών που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες.

II.   Παρεκκλίσεις από τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 και ειδικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή των παρεκκλίσεων αυτών

Α. Οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 δεν ισχύουν για τα ακόλουθα:

α) τη χορήγηση σε εκτρεφόμενα ζώα των πρωτεϊνών που αναφέρονται στα σημεία i), ii), iii) και iv), και ζωοτροφών που προέρχονται από τις πρωτεΐνες αυτές:

i) γάλα, προϊόντα με βάση το γάλα και πρωτόγαλα,

ii) αβγά και προϊόντα αβγών,

iii) ζελατίνη που προέρχεται από μη μηρυκαστικά,

iv) προϊόντα υδρόλυσης πρωτεϊνών που προέρχονται από μέρη μη μηρυκαστικών και από δορές και δέρματα μηρυκαστικών·

β) τη χορήγηση σε εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα των πρωτεϊνών που αναφέρονται στα σημεία i), ii) και iii), και προϊόντων που προέρχονται από τις πρωτεΐνες αυτές:

i) ιχθυάλευρα, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο σημείο Β,

ii) όξινο φωσφορικό ασβέστιο και φωσφορικό ασβέστιο, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο σημείο Γ,

iii) προϊόντα αίματος που προέρχονται από μη μηρυκαστικά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο σημείο Δ·

γ) τη χορήγηση σε ιχθύες αιματαλεύρων που προέρχονται από μη μηρυκαστικά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο σημείο Δ·

δ) τη χορήγηση σε εκτρεφόμενα ζώα κονδυλωδών και ριζωματωδών φυτών και ζωοτροφών που περιέχουν τέτοια προϊόντα, έπειτα από την ανίχνευση θραυσμάτων οστών. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν τη χορήγηση των προαναφερόμενων εφόσον έχει προηγηθεί θετική εκτίμηση διακινδύνευσης. Κατά την εκτίμηση διακινδύνευσης λαμβάνεται υπόψη τουλάχιστον η έκταση και η πιθανή πηγή της επιμόλυνσης, καθώς και ο τελικός προορισμός της αποστολής.

Β. Οι ακόλουθοι όροι ισχύουν για τη χρήση των ιχθυαλεύρων που αναφέρονται στο σημείο A στοιχείο β) περίπτωση i), καθώς και ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα, στη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων (δεν ισχύουν για τη διατροφή σαρκοβόρων ζώων που εκτρέφονται για την παραγωγή γούνας):

α) τα ιχθυάλευρα παράγονται σε μονάδες επεξεργασίας που παράγουν αποκλειστικά προϊόντα προερχόμενα από ιχθύες·

β) πριν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα, κάθε αποστολή εισαγόμενων ιχθυαλεύρων αναλύεται μικροσκοπικά σύμφωνα με την οδηγία 2003/126/ΕΚ·

γ) οι ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα παράγονται σε εγκαταστάσεις που δεν παράγουν ζωοτροφές για μηρυκαστικά και έχουν εγκριθεί για τον σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο γ):

i) δεν απαιτείται ειδική άδεια για την παραγωγή πλήρων ζωοτροφών από ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα για τους κατ’ οίκον παρασκευαστές, οι οποίοι:

 έχουν καταχωριστεί σε μητρώο από την αρμόδια αρχή,

 συντηρούν μόνον μη μηρυκαστικά,

 παράγουν πλήρεις ζωοτροφές που προορίζονται για χρήση μόνον στην ίδια εκμετάλλευση, και

 υπό τον όρο ότι οι ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα και χρησιμοποιούνται στην παραγωγή περιέχουν ανεπεξέργαστες πρωτεΐνες σε ποσοστό μικρότερο από 50 %·

ii) η παραγωγή ζωοτροφών για μηρυκαστικά σε εγκαταστάσεις που παράγουν επίσης ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα για άλλα είδη ζώων μπορεί να επιτραπεί από την αρμόδια αρχή, υπό τους ακόλουθους όρους:

 οι ασυσκεύαστες και οι συσκευασμένες ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά φυλάσσονται σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εγκαταστάσεις για ασυσκεύαστα ιχθυάλευρα και ασυσκεύαστες ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα κατά την αποθήκευση, μεταφορά και συσκευασία,

 οι ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά παράγονται σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εγκαταστάσεις όπου παράγονται ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα,

 τα αρχεία που καταγράφουν λεπτομερώς τις αγορές και χρήσεις των ιχθυαλεύρων και τις πωλήσεις των ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα τίθενται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για μια πενταετία τουλάχιστον, και

 διεξάγονται έλεγχοι ρουτίνας στις ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά για να εξασφαλίζεται η απουσία απαγορευμένων πρωτεϊνών που περιέχουν ιχθυάλευρα·

δ) η ετικέτα και το συνοδευτικό έγγραφο των ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα αναφέρουν σαφώς τη φράση «περιέχει ιχθυάλευρα — να μη χορηγείται σε μηρυκαστικά»·

ε) οι ασυσκεύαστες ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα μεταφέρονται με οχήματα που δεν μεταφέρουν ταυτόχρονα ζωοτροφές για μηρυκαστικά. Εάν το όχημα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για τη μεταφορά ζωοτροφών που προορίζονται για μηρυκαστικά, καθαρίζεται επιμελώς σύμφωνα με διαδικασία που έχει εγκρίνει η αρμόδια αρχή για να αποφεύγεται η αλληλομόλυνση·

στ) η χρήση και αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα απαγορεύεται στις εκμεταλλεύσεις όπου συντηρούνται μηρυκαστικά.

Κατά παρέκκλιση από τον όρο αυτό, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει τη χρήση και αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν ιχθυάλευρα σε εκμεταλλεύσεις όπου συντηρούνται μηρυκαστικά, εάν έχει πεισθεί σχετικά με την εφαρμογή μέτρων στην εκμετάλλευση που εμποδίζουν τη σίτιση των μηρυκαστικών με ζωοτροφές που περιέχουν ιχθυάλευρα.

Γ. Οι ακόλουθοι όροι ισχύουν για τη χρήση όξινου φωσφορικού ασβεστίου και φωσφορικού ασβεστίου που αναφέρονται στο σημείο A στοιχείο β) σημείο ii), καθώς και ζωοτροφών που περιέχουν αυτές τις πρωτεΐνες, στη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων (δεν ισχύουν για τη διατροφή σαρκοβόρων ζώων που εκτρέφονται για την παραγωγή γούνας):

α) οι ζωοτροφές που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο παράγονται σε εγκαταστάσεις που δεν παράγουν ζωοτροφές για μηρυκαστικά και έχουν εγκριθεί για το σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση από τον όρο αυτό:

i) δεν απαιτείται ειδική άδεια για την παραγωγή πλήρων ζωοτροφών από ζωοτροφές που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο για τους κατ’ οίκον παρασκευαστές, οι οποίοι:

 έχουν καταχωριστεί σε μητρώο από την αρμόδια αρχή,

 συντηρούν μόνον μη μηρυκαστικά,

 παράγουν πλήρεις ζωοτροφές που προορίζονται για χρήση μόνον στην ίδια εκμετάλλευση, και

 υπό τον όρο ότι οι ζωοτροφές που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο και χρησιμοποιούνται στην παραγωγή περιέχουν ολικό φώσφορο σε ποσοστό μικρότερο από 10 %·

ii) η παραγωγή ζωοτροφών για μηρυκαστικά σε εγκαταστάσεις που παράγουν επίσης ζωοτροφές που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο για άλλα είδη ζώων μπορεί να επιτραπεί από την αρμόδια αρχή, υπό τους ακόλουθους όρους:

 οι ασυσκεύαστες και οι συσκευασμένες ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά παράγονται σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εγκαταστάσεις όπου παράγονται ζωοτροφές που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο,

 οι ασυσκεύαστες ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά φυλάσσονται –κατά την αποθήκευση, μεταφορά και συσκευασία– σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εγκαταστάσεις για ασυσκεύαστο όξινο φωσφορικό ασβέστιο, ασυσκεύαστο φωσφορικό ασβέστιο και ασυσκεύαστες ζωοτροφές που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο,

 τα αρχεία που καταγράφουν λεπτομερώς τις αγορές και χρήσεις του όξινου φωσφορικού ασβεστίου και του φωσφορικού ασβεστίου και τις πωλήσεις των ζωοτροφών που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο φυλάσσονται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για μια πενταετία τουλάχιστον·

β) η ετικέτα και το συνοδευτικό έγγραφο των ζωοτροφών που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο αναφέρουν σαφώς τη φράση «περιέχει όξινο φωσφορικό ασβέστιο/φωσφορικό ασβέστιο ζωικής προέλευσης — να μη χορηγείται σε μηρυκαστικά»·

γ) οι ασυσκεύαστες ζωοτροφές που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο μεταφέρονται με οχήματα που δεν μεταφέρουν ταυτόχρονα ζωοτροφές για μηρυκαστικά. Εάν το όχημα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για τη μεταφορά ζωοτροφών που προορίζονται για μηρυκαστικά, καθαρίζεται επιμελώς σύμφωνα με διαδικασία που έχει εγκρίνει η αρμόδια αρχή για να αποφεύγεται η αλληλομόλυνση·

δ) η χρήση και αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο απαγορεύεται στις εκμεταλλεύσεις όπου συντηρούνται μηρυκαστικά.

Κατά παρέκκλιση από τον όρο αυτό, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει τη χρήση και αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο σε εκμεταλλεύσεις όπου συντηρούνται μηρυκαστικά, εάν έχει πεισθεί σχετικά με την εφαρμογή μέτρων στην εκμετάλλευση που εμποδίζουν τη σίτιση των μηρυκαστικών με ζωοτροφές που περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο.

Δ. Οι ακόλουθοι όροι ισχύουν για τη χρήση των προϊόντων αίματος που αναφέρονται στο σημείο A στοιχείο β) σημείο iii) και των αιματαλεύρων που αναφέρονται στο σημείο Α στοιχείο γ), καθώς και των ζωοτροφών που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες, στη διατροφή εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων και ιχθύων αντιστοίχως:

α) το αίμα προέρχεται από σφαγεία εγκεκριμένα από την ΕΕ, τα οποία δεν σφάζουν μηρυκαστικά και έχουν καταχωριστεί ως σφαγεία που δεν σφάζουν μηρυκαστικά, και μεταφέρεται απευθείας στη μονάδα μεταποίησης με οχήματα που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη μεταφορά αίματος μη μηρυκαστικών. Εάν το όχημα χρησιμοποιήθηκε προηγουμένως για τη μεταφορά αίματος μηρυκαστικών, καθαρίζεται και στη συνέχεια επιθεωρείται από την αρμόδια αρχή πριν από τη μεταφορά αίματος μη μηρυκαστικών.

Κατά παρέκκλιση από τον όρο αυτό, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει τη σφαγή μηρυκαστικών σε σφαγείο που συλλέγει αίμα μη μηρυκαστικών προοριζόμενο για την παραγωγή προϊόντων αίματος και αιματαλεύρων για χρήση στη σίτιση εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων και ιχθύων αντιστοίχως, εφόσον το σφαγείο αυτό διαθέτει αναγνωρισμένο σύστημα ελέγχου. Το εν λόγω σύστημα ελέγχου περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

 η σφαγή των μη μηρυκαστικών παραμένει φυσικά διαχωρισμένη από τη σφαγή των μηρυκαστικών,

 το αίμα που προέρχεται από μηρυκαστικά συλλέγεται, αποθηκεύεται, μεταφέρεται και συσκευάζεται σε εγκαταστάσεις που παραμένουν φυσικά διαχωρισμένες από τις εγκαταστάσεις για το αίμα που προέρχεται από μη μηρυκαστικά, και

 διενεργείται τακτική δειγματοληψία και ανάλυση του αίματος που προέρχεται από μη μηρυκαστικά για την ανίχνευση της παρουσίας πρωτεϊνών μηρυκαστικών·

β) τα προϊόντα αίματος και τα αιματάλευρα παράγονται σε εγκαταστάσεις οι οποίες μεταποιούν αποκλειστικά αίμα μη μηρυκαστικών.

Κατά παρέκκλιση από τον όρο αυτό, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει την παραγωγή προϊόντων αίματος και αιματαλεύρων για χρήση στη σίτιση εκτρεφόμενων μη μηρυκαστικών ζώων και ιχθύων αντιστοίχως σε εγκαταστάσεις που μεταποιούν αίμα μηρυκαστικών και διαθέτουν αναγνωρισμένο σύστημα ελέγχου που εμποδίζει την αλληλομόλυνση. Το εν λόγω σύστημα ελέγχου περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

 μεταποίηση του αίματος μη μηρυκαστικών σε κλειστό σύστημα που διαχωρίζεται φυσικά από τη μεταποίηση του αίματος μηρυκαστικών,

 τοποθέτηση των ασυσκεύαστων πρώτων υλών και των ασυσκεύαστων τελικών προϊόντων που προέρχονται από μηρυκαστικά κατά την αποθήκευση, μεταφορά και συσκευασία σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από τις εγκαταστάσεις για τις ασυσκεύαστες πρώτες ύλες και τα ασυσκεύαστα τελικά προϊόντα που προέρχονται από μη μηρυκαστικά, και

 τακτική δειγματοληψία και ανάλυση προϊόντων αίματος και αιματαλεύρων προέλευσης μη μηρυκαστικών για την ανίχνευση της παρουσίας πρωτεϊνών μηρυκαστικών·

γ) οι ζωοτροφές που περιέχουν προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα παράγονται σε εγκαταστάσεις που δεν παράγουν ζωοτροφές για μηρυκαστικά ή εκτρεφόμενα ζώα εκτός των ιχθύων αντιστοίχως και έχουν εγκριθεί για τον σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή.

Κατά παρέκκλιση από τον όρο αυτό:

i) δεν απαιτείται ειδική άδεια για την παραγωγή πλήρων ζωοτροφών από ζωοτροφές που περιέχουν προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα για τους κατ’ οίκον παρασκευαστές, οι οποίοι:

 έχουν καταχωριστεί σε μητρώο από την αρμόδια αρχή,

 συντηρούν μόνον μη μηρυκαστικά στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται προϊόντα αίματος, ή μόνον ιχθύες στις περιπτώσεις που χρησιμοποιούνται αιματάλευρα,

 παράγουν πλήρεις ζωοτροφές που προορίζονται για χρήση μόνον στην ίδια εκμετάλλευση, και

 υπό τον όρο ότι οι ζωοτροφές που περιέχουν προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα και χρησιμοποιούνται στην παραγωγή περιέχουν ολική πρωτεΐνη σε ποσοστό μικρότερο από 50 %·

ii) η παραγωγή ζωοτροφών για μηρυκαστικά σε εγκαταστάσεις που παράγουν επίσης ζωοτροφές που περιέχουν προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα για εκτρεφόμενα μη μηρυκαστικά ζώα ή ιχθύες αντιστοίχως μπορεί να επιτραπεί από την αρμόδια αρχή, υπό τους ακόλουθους όρους:

 οι ασυσκεύαστες και οι συσκευασμένες ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά ή εκτρεφόμενα ζώα εκτός των ιχθύων παράγονται σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εγκαταστάσεις όπου παράγονται ζωοτροφές που περιέχουν προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα αντιστοίχως,

 οι ασυσκεύαστες ζωοτροφές φυλάσσονται, κατά την αποθήκευση, μεταφορά και συσκευασία, σε φυσικά διαχωρισμένες εγκαταστάσεις ως εξής:

 

α) οι ζωοτροφές που προορίζονται για μηρυκαστικά φυλάσσονται χωριστά από τα προϊόντα αίματος και από τις ζωοτροφές που περιέχουν προϊόντα αίματος·

β) οι ζωοτροφές που προορίζονται για εκτρεφόμενα ζώα εκτός των ιχθύων φυλάσσονται χωριστά από τα αιματάλευρα και από τις ζωοτροφές που περιέχουν αιματάλευρα.

 τα αρχεία που καταγράφουν λεπτομερώς τις αγορές και χρήσεις των προϊόντων αίματος και των αιματαλεύρων, καθώς και τις πωλήσεις των ζωοτροφών που περιέχουν τέτοια προϊόντα, φυλάσσονται στη διάθεση της αρμόδιας αρχής για μια πενταετία τουλάχιστον·

δ) η ετικέτα, το συνοδευτικό εμπορικό έγγραφο ή το υγειονομικό πιστοποιητικό, ανάλογα με την περίπτωση, των ζωοτροφών που περιέχουν προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα αναφέρουν σαφώς τη φράση «περιέχει προϊόντα αίματος — να μη χορηγείται σε μηρυκαστικά» ή «περιέχει αιματάλευρα — να χορηγείται μόνον σε ιχθύες», ανάλογα με την περίπτωση·

ε) οι ασυσκεύαστες ζωοτροφές που περιέχουν προϊόντα αίματος μεταφέρονται με οχήματα που δεν μεταφέρουν ταυτόχρονα ζωοτροφές για μηρυκαστικά, και οι ασυσκεύαστες ζωοτροφές που περιέχουν αιματάλευρα μεταφέρονται με οχήματα που δεν μεταφέρουν ταυτόχρονα ζωοτροφές για εκτρεφόμενα ζώα εκτός των ιχθύων. Εάν το όχημα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για τη μεταφορά ζωοτροφών που προορίζονται για μηρυκαστικά ή εκτρεφόμενα ζώα εκτός των ιχθύων αντιστοίχως, καθαρίζεται επιμελώς σύμφωνα με διαδικασία για την αποφυγή αλληλομόλυνσης που έχει εγκρίνει η αρμόδια αρχή·

στ) η χρήση και αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν προϊόντα αίματος απαγορεύεται στις εκμεταλλεύσεις όπου συντηρούνται μηρυκαστικά, ενώ η χρήση και αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν αιματάλευρα απαγορεύεται στις εκμεταλλεύσεις όπου συντηρούνται εκτρεφόμενα ζώα εκτός των ιχθύων.

Κατά παρέκκλιση, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέψει τη χρήση και αποθήκευση ζωοτροφών που περιέχουν προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα αντιστοίχως στις εκμεταλλεύσεις όπου συντηρούνται μηρυκαστικά ή εκτρεφόμενα ζώα εκτός των ιχθύων αντιστοίχως, εάν έχει πεισθεί σχετικά με την εφαρμογή μέτρων στην εκμετάλλευση που εμποδίζουν τη χορήγηση ζωοτροφών που περιέχουν προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα αντιστοίχως σε μηρυκαστικά ή είδη ζώων εκτός των ιχθύων αντιστοίχως.

III.   Γενικοί όροι σχετικά με την εφαρμογή

A. Το παρόν παράρτημα εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

B. Τα κράτη μέλη τηρούν ενημερωμένους καταλόγους για τα ακόλουθα:

α) σφαγεία εγκεκριμένα για τη συλλογή αίματος σύμφωνα με το σημείο Δ στοιχείο α) του μέρους ΙΙ·

β) εγκεκριμένες μονάδες μεταποίησης που παράγουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο, φωσφορικό ασβέστιο, προϊόντα αίματος ή αιματάλευρα, και

γ) εγκαταστάσεις, με εξαίρεση τους κατ’ οίκον παρασκευαστές, οι οποίες έχουν λάβει άδεια για την παραγωγή ζωοτροφών που περιέχουν τα ιχθυάλευρα και τις πρωτεΐνες που αναφέρονται στο στοιχείο β) και οι οποίες λειτουργούν σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο σημείο B στοιχείο γ), στο σημείο Γ στοιχείο α) και στο σημείο Δ στοιχείο γ) του μέρους II.

Γ. 

α) Οι ασυσκεύαστες μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες με εξαίρεση τα ιχθυάλευρα, και τα ασυσκεύαστα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των ζωοτροφών, των οργανικών λιπασμάτων και των βελτιωτικών εδάφους, τα οποία περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες, αποθηκεύονται και μεταφέρονται σε ειδικές εγκαταστάσεις. Η αποθήκη ή το όχημα μπορούν να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς μόνον αφού προηγουμένως καθαριστούν και επιθεωρηθούν από την αρμόδια αρχή.

β) Τα ασυσκεύαστα ιχθυάλευρα που αναφέρονται στο σημείο Α στοιχείο β) σημείο i) του μέρους ΙΙ, το ασυσκεύαστο όξινο φωσφορικό ασβέστιο και το ασυσκεύαστο φωσφορικό ασβέστιο που αναφέρονται στο σημείο Α στοιχείο β) σημείο ii) του μέρους ΙΙ, τα προϊόντα αίματος που αναφέρονται στο σημείο Α στοιχείο β) σημείο iii) του μέρους ΙΙ και τα αιματάλευρα που αναφέρονται στο σημείο Α στοιχείο γ) του μέρους II αποθηκεύονται και μεταφέρονται σε αποθήκες και οχήματα ειδικά για τον σκοπό αυτό.

γ) Κατά παρέκκλιση από το στοιχείο β):

i) οι αποθήκες ή τα οχήματα μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση και τη μεταφορά ζωοτροφών που περιέχουν την ίδια πρωτεΐνη,

ii) οι αποθήκες ή τα οχήματα, αφού καθαριστούν, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλους σκοπούς εφόσον επιθεωρηθούν προηγουμένως από την αρμόδια αρχή, και

iii) οι αποθήκες και τα οχήματα που μεταφέρουν ιχθυάλευρα μπορούν να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς εάν η επιχείρηση εφαρμόζει σύστημα ελέγχου, αναγνωρισμένο από την αρμόδια αρχή, για να εμποδίζεται η αλληλομόλυνση. Το σύστημα ελέγχου περιλαμβάνει τουλάχιστον:

 αρχεία των υλικών που μεταφέρονται και των καθαρισμών του οχήματος, και

 τακτική δειγματοληψία και ανάλυση των ζωοτροφών που μεταφέρονται για την ανίχνευση της παρουσίας ιχθυαλεύρων.

Η αρμόδια αρχή διεξάγει συχνούς επιτόπιους ελέγχους για να διαπιστώνει εάν το ανωτέρω σύστημα ελέγχου εφαρμόζεται σωστά.

Δ. Οι ζωοτροφές, συμπεριλαμβανομένων των τροφών για ζώα συντροφιάς, οι οποίες περιέχουν προϊόντα αίματος προέλευσης μηρυκαστικών ή μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες εκτός από ιχθυάλευρα, δεν παράγονται σε εγκαταστάσεις που παράγουν ζωοτροφές για εκτρεφόμενα ζώα, με εξαίρεση τις ζωοτροφές για σαρκοβόρα ζώα που εκτρέφονται για την παραγωγή γούνας.

Οι ασυσκεύαστες ζωοτροφές, συμπεριλαμβανομένων των τροφών για ζώα συντροφιάς, οι οποίες περιέχουν προϊόντα αίματος προέλευσης μηρυκαστικών ή μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες εκτός από ιχθυάλευρα, φυλάσσονται κατά την αποθήκευση, μεταφορά και συσκευασία σε εγκαταστάσεις που διαχωρίζονται φυσικά από εγκαταστάσεις για ασυσκεύαστες ζωοτροφές για εκτρεφόμενα ζώα, με εξαίρεση τις ζωοτροφές για σαρκοβόρα ζώα που εκτρέφονται για την παραγωγή γούνας.

Οι τροφές για ζώα συντροφιάς και οι ζωοτροφές που προορίζονται για σαρκοβόρα ζώα που εκτρέφονται για την παραγωγή γούνας, οι οποίες περιέχουν όξινο φωσφορικό ασβέστιο ή φωσφορικό ασβέστιο που αναφέρονται στο σημείο Α στοιχείο β) σημείο ii) του μέρους ΙΙ και προϊόντα αίματος που αναφέρονται στο σημείο Α στοιχείο β) σημείο iii) του μέρους ΙΙ, παρασκευάζονται και μεταφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου Γ στοιχεία α) και γ) και του σημείου Δ στοιχεία γ) και ε) αντιστοίχως, του μέρους II.

Ε. 

1. Απαγορεύεται η εξαγωγή σε τρίτες χώρες μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών προέλευσης μηρυκαστικών και προϊόντων που περιέχουν αυτές τις μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες.

2. Η εξαγωγή μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που προέρχονται από μη μηρυκαστικά και προϊόντων που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες επιτρέπεται μόνον από την αρμόδια αρχή και υπό τους ακόλουθους όρους:

 προορίζονται για χρήσεις που δεν απαγορεύονται με το άρθρο 7,

 συνάπτεται γραπτή συμφωνία με την τρίτη χώρα πριν από την εξαγωγή, η οποία περιλαμβάνει τη δέσμευση της τρίτης χώρας να σεβαστεί την τελική χρήση και να μην επανεξάγει τη μεταποιημένη ζωική πρωτεΐνη και τα προϊόντα που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες για χρήσεις που απαγορεύονται με το άρθρο 7.

3. Τα κράτη μέλη που επιτρέπουν εξαγωγές σύμφωνα με το σημείο 2 ενημερώνουν, χάριν της αποτελεσματικής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη σχετικά με όλους τους όρους και τις προϋποθέσεις που συμφωνήθηκαν με την εκάστοτε τρίτη χώρα, στο πλαίσιο της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων.

Τα σημεία 2 και 3 δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

 εξαγωγές ιχθυαλεύρων, εφόσον πληρούν τους όρους που καθορίζονται στο σημείο Β του μέρους II,

 προϊόντα που περιέχουν ιχθυάλευρα,

 τροφές για ζώα συντροφιάς.

ΣΤ. Η αρμόδια αρχή διεξάγει ελέγχους βάσει εγγράφων και φυσικούς ελέγχους, στους οποίους περιλαμβάνονται και δοκιμές στις ζωοτροφές, σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής και διανομής σύμφωνα με την οδηγία 95/53/ΕΚ για να εξακριβώσει τη συμμόρφωση με τις διατάξεις της και με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Όπου ανιχνευθεί παρουσία απαγορευμένων ζωικών πρωτεϊνών, εφαρμόζεται η οδηγία 95/53/ΕΚ. Η αρμόδια αρχή ελέγχει τακτικά τα εργαστήρια που πραγματοποιούν αναλύσεις ως προς την ικανότητά τους για τη διενέργεια τέτοιων επίσημων ελέγχων, και ιδίως αξιολογώντας τα αποτελέσματα δοκιμών δακτυλίου. Εάν ο βαθμός ικανότητας κριθεί ανεπαρκής, το ελάχιστο διορθωτικό μέτρο που λαμβάνεται είναι η επανακατάρτιση του προσωπικού του εργαστηρίου.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΕΙΔΙΚΑ ΥΛΙΚΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

1.

Οι ακόλουθοι ιστοί πρέπει να χαρακτηρίζονται ως ειδικά υλικά κινδύνου ανάλογα με την κατηγορία του κράτους μέλους ή της τρίτης χώρας καταγωγής ή διαμονής του ζώου, η οποία καθορίζεται κατ' άρθρο 5:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 1 ΚΑΙ 2

Κανένας.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 3 ΚΑΙ 4

α) το κρανίο, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, οι αμυγδαλές και ο νωτιαίος μυελός βοοειδών ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών, καθώς και τα έντερα από το δωδεκαδάκτυλο έως το ορθό βοοειδών οποιασδήποτε ηλικίας,

β) το κρανίο, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, οι αμυγδαλές και ο νωτιαίος μυελός αιγοπροβάτων ηλικίας άνω των 12 μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων και η σπλήνα αιγοπροβάτων οποιασδήποτε ηλικίας.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5

α) ολόκληρο το κεφάλι (εκτός από τη γλώσσα) συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, των οφθαλμών, των γαγγλίων του τριδύμου και των αμυγδαλών ο θύμος αδένας η σπλήνα και ο νωτιαίος μυελός βοοειδών ηλικίας άνω των έξι μηνών, καθώς και τα έντερα από το δωδεκαδάκτυλο έως το ορθό βοοειδών οποιασδήποτε ηλικίας,

β) η σπονδυλική στήλη, συμπεριλαμβανομένων των ισχιακών γαγγλίων, βοοειδών ηλικίας άνω των 30 μηνών,

γ) το κρανίο, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, οι αμυγδαλές, ο νωτιαίος μυελός αιγοπροβάτων ηλικίας άνω των 12 μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων, και η σπλήνα αιγοπροβάτων οποιασδήποτε ηλικίας.

2.

Τα ειδικά υλικά κινδύνου πρέπει να αφαιρούνται:

α) στα σφαγεία,

β) στα εργαστήρια τεμαχισμού, τις μεταποιητικές μονάδες υψηλού κινδύνου ή τους χώρους που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 7 της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ ( 22 ), υπό την επίβλεψη υπαλλήλου διορισμένου από την αρμόδια αρχή. Οι εγκαταστάσεις αυτές πρέπει να εγκρίνονται ειδικώς από την αρμόδια αρχή.

Ωστόσο, η σπονδυλική στήλη είναι δυνατό να αποσύρεται από τα σημεία πώλησης στους καταναλωτές εντός του οικείου κράτους μέλους.

Όταν τα ειδικά υλικά κινδύνου δεν αφαιρούνται από τα νεκρά ζώα τα οποία έχουν σφαγεί για μη ανθρώπινη κατανάλωση, τα τμήματα του πτώματος που περιέχουν ειδικά υλικά κινδύνου ή ολόκληρο το σφάγιο πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ειδικά υλικά κινδύνου.

3.

Όλα τα ειδικά υλικά κινδύνου πρέπει να βάφονται με χρωστική ουσία και, ανάλογα με την περίπτωση, να επισημαίνονται με μαρκαδόρο αμέσως μετά την αφαίρεσή τους και να καταστρέφονται ολοσχερώς:

α) με αποτέφρωση χωρίς προεπεξεργασία, ή

β) υπό τον όρο ότι η χρωστική ουσία ή το σήμα του μαρκαδόρου εξακολουθούν να διακρίνονται, μετά την προεπεξεργασία:

i) σύμφωνα με τα συστήματα που περιγράφονται στα κεφάλαια Ι έως IV, VΙ και VII του παραρτήματος της απόφασης 92/562/EΟΚ ( 23 ):

 με αποτέφρωση,

 με συναποτέφρωση,

ii) σύμφωνα τουλάχιστον με τους όρους που αναφέρονται στο παράρτημα Ι της απόφασης 1999/534/EΚ ( 24 ), με ταφή σε εγκεκριμένο χώρο υγειονομικής ταφής.

4.

Tα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν παρεκκλίσεις εκ των σημείων 2 και 3, για να επιτρέπουν την αποτέφρωση ή την ταφή των ειδικών υλικών κινδύνου ή ολόκληρων των πτωμάτων, χωρίς προηγούμενη χρώση ή, κατά περίπτωση, χωρίς αφαίρεση των ειδικών υλικών κινδύνου, υπό τις συνθήκες του άρθρου 3 παράγραφος 2, της οδηγίας 90/667/EΟΚ και με μέθοδο η οποία αποκλείει κάθε κίνδυνο μετάδοσης ΜΣΕ, εγκρίνεται και επιβλέπεται από την αρμόδια αρχή, ιδίως όταν ζώα έχουν αποβιώσει ή έχουν θανατωθεί στο πλαίσιο μέτρων καταπολέμησης νόσων και με την επιφύλαξη των άρθρων 12 και 13.

5.

Η διενέργεια εναλλακτικών δοκιμών αντί της αφαίρεσης των ειδικών υλικών κινδύνου μπορεί να επιτρέπεται υπό τους εξής όρους:

α) οι δοκιμές πρέπει να διενεργούνται στα σφαγεία σε όλα τα ζώα που επιλέγονται για την αφαίρεση των ειδικών υλικών κινδύνου,

β) κανένα προϊόν βοοειδών ή αιγοπροβάτων που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση δεν επιτρέπεται να εξέλθει από το σφαγείο πριν η αρμόδια αρχή λάβει και δεχθεί τα αποτελέσματα των δοκιμών για όλα τα σφαγέντα ζώα που είναι δυνητικώς μολυσμένα εάν μια ΣΕΒ έχει επιβεβαιωθεί σε ένα από αυτά,

γ) όταν το αποτέλεσμα μιας εναλλακτικής δοκιμής είναι θετικό, όλα τα υλικά βοοειδών και αιγοπροβάτων που έχουν δυνητικώς μολυνθεί στο σφαγείο καταστρέφονται σύμφωνα με το σημείο 3, εκτός εάν όλα τα μέρη του σώματος του μολυσμένου ζώου, συμπεριλαμβανομένου του δέρματος, μπορούν να αναγνωρίζονται και να διατηρούνται χωριστά.

6.

Τα κράτη μέλη διενεργούν συχνά επίσημες επιθεωρήσεις για να διαπιστώνουν την ορθή εφαρμογή του παρόντος παραρτήματος και να διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται μέτρα για την αποφυγή μόλυνσης, ιδίως στα σφαγεία, τα εργαστήρια τεμαχισμού, τις μονάδες μεταποίησης ζωικών αποβλήτων, τις μονάδες μεταποίησης υψηλού κινδύνου ή τους χώρους που εγκρίνουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ, τα σημεία πώλησης στους καταναλωτές, τις υγειονομικές ταφές και τις λοιπές εγκαταστάσεις αποθήκευσης ή αποτέφρωσης.

7.

Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη θεσπίζουν σύστημα με το οποίο εξασφαλίζεται και ελέγχεται ότι:

α) τα ειδικά υλικά κινδύνου που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή των προϊόντων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 προορίζονται αποκλειστικά για τον επιτρεπόμενο σκοπό,

β) όταν βοοειδή ή αιγοπρόβατα εισέρχονται σε κράτος μέλος ταξινομημένο σε χαμηλότερη κατηγορία, δηλαδή με καλύτερη κατάσταση από εκείνη των εισερχόμενων ζώων όσον αφορά τη ΣΕΒ, τα ζώα αυτά παραμένουν υπό επίσημη επίβλεψη μέχρι να θανατωθούν ή να απομακρυνθούν από το έδαφός τους,

γ) τα ειδικά υλικά κινδύνου, ιδίως όταν η αφαίρεση πραγματοποιείται σε εγκαταστάσεις ή χώρους που δεν είναι σφαγεία, διαχωρίζονται πλήρως από τα λοιπά απόβλητα που δεν προορίζονται για αποτέφρωση, συλλέγονται χωριστά και διατίθενται σύμφωνα με τα σημεία 2, 3 και 4. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν την αποστολή κεφαλών ή πτωμάτων ζώων που περιέχουν ειδικά υλικά κινδύνου σε άλλο κράτος μέλος κατόπιν συμφωνίας με αυτό το κράτος μέλος όσον αφορά την παραλαβή του υλικού και την εφαρμογή των ειδικών όρων που ισχύουν για αυτές τις μεταφορές.

8.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποστέλλουν ειδικά υλικά κινδύνου ή τα εξ αυτών προερχόμενα μεταποιημένα υλικά, σε άλλα κράτη μέλη προς αποτέφρωση αποκλειστικά σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 4 παράγραφος 2 της απόφασης 97/735/ΕΚ ( 25 ), κατά περίπτωση.

Το παρόν σημείο είναι δυνατό να τροποποιηθεί αιτήσει κράτους μέλους ώστε να επιτρέπεται η αποστολή ειδικού υλικού κινδύνου ή υλικών μεταποίησής του σε τρίτες χώρες προς αποτέφρωση. Οι όροι εξαγωγής θεσπίζονται ταυτόχρονα και με την ίδια διαδικασία.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙ

ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ Ή ΠΕΡΙΕΧΟΥΝ ΥΛΙΚΟ ΜΗΡΥΚΑΣΤΙΚΩΝ

Απαγορεύεται η χρήση υλικού μηρυκαστικών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1, για την παραγωγή των εξής προϊόντων ζωικής προέλευσης:

α) μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας,

β) όξινο φωσφορικό ασβέστιο προοριζόμενο για τη διατροφή των εκτρεφόμενων ζώων,

γ) ζελατίνη, εκτός εάν παράγεται από δέρματα μηρυκαστικών,

δ) παράγωγα τετηγμένου λίπους μηρυκαστικών,

ε) τετηγμένο λίπος μηρυκαστικών, εκτός εάν παράγεται από:

i) διακριτό λιπώδη ιστό, που έχει ο ίδιος κριθεί κατάλληλος για ανθρώπινη κατανάλωση,

ii) πρώτες ύλες που έχουν υποβληθεί σε επεξεργασία σύμφωνα με τα πρότυπα της οδηγίας 90/667/ΕΟΚ.

▼M16




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΗΣ ΣΠΟΓΓΩΔΟΥΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΠΑΘΕΙΑΣ

1) Κατά την έρευνα που αναφέρεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) προσδιορίζονται:

α) για τα βοοειδή:

 όλα τα άλλα μηρυκαστικά που βρίσκονται στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

 σε περίπτωση που η νόσος επιβεβαιώνεται σε θηλυκό ζώο, οι απόγονοί του που γεννήθηκαν κατά τα δύο έτη πριν ή μετά την κλινική εκδήλωση της νόσου,

 όλα τα ζώα της κλάσης του ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

 η πιθανή προέλευση της νόσου,

 άλλα ζώα στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος ή σε άλλες εκμεταλλεύσεις, τα οποία μπορεί να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

 η διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, που ενδέχεται να έχουν μεταδώσει τον παράγοντα της ΜΣΕ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση·

β) για τα αιγοπρόβατα:

 όλα τα μηρυκαστικά, πλην των αιγοπροβάτων, στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

 οι γονείς, εφόσον μπορούν να ευρεθούν, και σε περίπτωση θηλυκών ζώων, όλα τα έμβρυα, τα ωάρια και οι τελευταίοι απόγονοι του θηλυκού ζώου στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος,

 όλα τα άλλα αιγοπρόβατα στην εκμετάλλευση όπου εκτράφηκε το ζώο στο οποίο επιβεβαιώθηκε η νόσος, πέραν των αναφερομένων στη δεύτερη περίπτωση,

 η πιθανή προέλευση της νόσου και οι άλλες εκμεταλλεύσεις στις οποίες υπάρχουν ζώα, έμβρυα ή ωάρια τα οποία ενδέχεται να έχουν μολυνθεί από τον παράγοντα της ΜΣΕ, να έχουν λάβει τις ίδιες ζωοτροφές ή να έχουν εκτεθεί στην ίδια πηγή μόλυνσης,

 η διακίνηση δυνητικώς μολυσμένων ζωοτροφών, άλλων υλικών ή οποιουδήποτε άλλου μέσου μετάδοσης, τα οποία έχουν ενδεχομένως μεταδώσει τον παράγοντα της ΣΕΒ προς ή από την εν λόγω εκμετάλλευση.

2) Τα μέτρα του άρθρου 13 παράγραφος 1 στοιχείο γ) περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α) σε περίπτωση επιβεβαίωσης της ΣΕΒ σε βοοειδές, τη θανάτωση και την ολοσχερή καταστροφή των βοοειδών που έχουν εντοπιστεί κατά την έρευνα που αναφέρεται στη δεύτερη και τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α)· ωστόσο, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει:

 να μην θανατώσει και καταστρέψει ζώα της κλάσης που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α), εάν έχει τεκμηριωθεί ότι τα ζώα αυτά δεν είχαν πρόσβαση στις ίδιες ζωοτροφές με το ασθενές ζώο,

 να αναβάλει τη θανάτωση και την καταστροφή ζώων της κλάσης που αναφέρεται στην τρίτη περίπτωση του σημείου 1 στοιχείο α) έως το τέλος της παραγωγικής τους ζωής, εφόσον πρόκειται περί ταύρων που φυλάσσονται διαρκώς σε κέντρο συλλογής σπέρματος και μπορεί να διασφαλισθεί ότι θα καταστραφούν ολοσχερώς ύστερα από το θάνατό τους·

β) σε περίπτωση επιβεβαίωσης κρούσματος ΜΣΕ σε αιγοπρόβατο, από την 1η Οκτωβρίου 2003, σύμφωνα με την απόφαση της αρμόδιας αρχής:

i) τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, εμβρύων και ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη και τρίτη περίπτωση, ή

ii) τη θανάτωση και ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, των εμβρύων και των ωαρίων που εντοπίζονται από την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη και τρίτη περίπτωση, εξαιρουμένων των:

 κριαριών αναπαραγωγής με γονότυπο ARR/ARR,

 προβατίνων αναπαραγωγής που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ και, σε περίπτωση που οι εν λόγω προβατίνες αναπαραγωγής κυοφορούν την εποχή της έρευνας, των αρνιών που θα γεννηθούν στη συνέχεια, εάν ο γονότυπός τους πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου αυτής,

 προβάτων που φέρουν τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή,

 εάν αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή, αιγοπροβάτων ηλικίας κάτω των δύο μηνών τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για σφαγή,

iii) εάν το μολυσμένο ζώο έχει εισαχθεί από άλλη εκμετάλλευση, το κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει, βάσει του ιστορικού του κρούσματος, την εφαρμογή μέτρων εξάλειψης στην εγκατάσταση προέλευσης επιπλέον ή αντί της εγκατάστασης στην οποία επιβεβαιώθηκε η μόλυνση· στην περίπτωση που γη χρησιμοποιείται ως κοινός βοσκότοπος πολλών κοπαδιών, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων σε ένα μόνον κοπάδι, αφού σταθμίσουν όλους τους επιδημιολογικούς παράγοντες· σε περίπτωση που διατηρούνται περισσότερα από ένα κοπάδια σε μία εκμετάλλευση, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να περιορίσουν την εφαρμογή των μέτρων στο κοπάδι στο οποίο επιβεβαιώθηκε το κρούσμα τρομώδους νόσου, υπό τον όρο ότι έχει εξακριβωθεί ότι τα κοπάδια ήταν απομονωμένα το ένα από το άλλο και η εξάπλωση της μόλυνσης μεταξύ των κοπαδιών μέσω άμεσης ή έμμεσης επαφής είναι απίθανη·

γ) σε περίπτωση επιβεβαίωσης της ΣΕΒ σε αιγοπρόβατο, τη θανάτωση και την ολοσχερή καταστροφή όλων των ζώων, των εμβρύων και των ωαρίων που έχουν εντοπιστεί κατά την έρευνα που αναφέρεται στο σημείο 1 στοιχείο β) δεύτερη έως πέμπτη περίπτωση.

3) Αν υπάρχουν υπόνοιες για τρομώδη νόσο σε αιγοπρόβατο μιας εκμετάλλευσης ενός κράτους μέλους, όλα τα άλλα αιγοπρόβατα της εκμετάλλευσης αυτής υπόκεινται σε επίσημο περιορισμό των μετακινήσεων μέχρις ότου είναι διαθέσιμα τα αποτελέσματα της εξέτασης. Εάν υπάρχουν ενδείξεις ότι η εκμετάλλευση όπου το ζώο ενδέχεται να μολύνθηκε από τρομώδη νόσο δεν είναι η εκμετάλλευση όπου βρισκόταν όταν ανέκυψαν οι υπόνοιες για τρομώδη νόσο, η αρμόδια αρχή μπορεί να αποφασίζει εάν θα εφαρμοστεί επίσημος έλεγχος και σε άλλες εκμεταλλεύσεις ή μόνον στην εκμετάλλευση όπου μολύνθηκε το ζώο, ανάλογα με τα διαθέσιμα επιδημιολογικά στοιχεία.

4) Μόνο τα ακόλουθα ζώα μπορούν να εισάγονται στην εκμετάλλευση (ή στις εκμεταλλεύσεις) όπου έχει γίνει καταστροφή σύμφωνα με το σημείο 2 στοιχείο β) i) ή ii):

α) αρσενικά πρόβατα με γονότυπο ARR/ARR·

β) θηλυκά πρόβατα που φέρουν τουλάχιστο ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ·

γ) αιγοειδή υπό την προϋπόθεση ότι:

i) δεν υπάρχουν στην εκμετάλλευση άλλα προβατοειδή αναπαραγωγής πλην αυτών με τους γονότυπους που αναφέρονται στα στοιχεία α) και β),

ii) πραγματοποιήθηκε διεξοδικός καθαρισμός και απολύμανση όλων των χώρων στέγασης των ζώων της εκμετάλλευσης ύστερα από τη μείωση του ζωικού πληθυσμού,

iii) η εκμετάλλευση θα υπαχθεί σε καθεστώς εντατικής παρακολούθησης των ΜΣΕ, που περιλαμβάνει την πραγματοποίηση δοκιμών σε όλα τα αιγοειδή ηλικίας άνω των 18 μηνών τα οποία:

 είτε εσφάγησαν για ανθρώπινη κατανάλωση στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής,

 είτε απεβίωσαν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση και πληρούν τα κριτήρια που αναφέρονται στο παράρτημα III κεφάλαιο A μέρος II σημείο 3.

5) Μόνο τα ακόλουθα προϊόντα βλαστικών κυττάρων προβατοειδών μπορούν να χρησιμοποιούνται σε εκμετάλλευση (εκμεταλλεύσεις) όπου έχει πραγματοποιηθεί καταστροφή ζώων σύμφωνα με το σημείο 2 στοιχείο β) i) ή ii):

α) σπέρμα κριαριών με γονότυπο ARR/ARR·

β) έμβρυα με τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ.

6) Κατά τη μεταβατική περίοδο έως την 1η Ιανουαρίου 2006 το αργότερο και κατά παρέκκλιση από τον περιορισμό που προβλέπεται στο σημείο 4 στοιχείο β), όταν είναι δύσκολο να βρεθούν πρόβατα αντικατάστασης με γνωστό γονότυπο, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να επιτρέψουν την εισαγωγή μη εγκύων προβατίνων αγνώστου γονοτύπου στις εκμεταλλεύσεις που αναφέρονται στο σημείο 2 στοιχείο β) i) και ii).

7) Κατά την εφαρμογή σε μια εκμετάλλευση των μέτρων που αναφέρονται στο σημείο 2 στοιχείο β) i) και ii):

α) η μετακίνηση προβάτων ARR/ARR από την εκμετάλλευση δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό·

β) τα πρόβατα που φέρουν μόνο ένα αλληλόμορφο ARR μπορούν να μετακινούνται από την εκμετάλλευση μόνο για άμεση σφαγή για ανθρώπινη κατανάλωση ή για καταστροφή· ωστόσο,

 προβατίνες με ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ μπορούν να μετακινούνται σε άλλες εκμεταλλεύσεις που υπόκεινται σε περιορισμούς ύστερα από την εφαρμογή μέτρων σύμφωνα με το σημείο 2 στοιχείο β) ii)·

 εάν αποφασίσει σχετικά η αρμόδια αρχή, τα αρνιά που φέρουν ένα αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ μπορούν να μετακινηθούν σε μια άλλη εκμετάλλευση με μοναδικό σκοπό την πάχυνση πριν από τη σφαγή· η εκμετάλλευση προορισμού δεν περιέχει άλλα αιγοπρόβατα από εκείνα που παχύνονται πριν από τη σφαγή και δεν αποστέλλει ζώντα αιγοπρόβατα σε άλλες εκμεταλλεύσεις, παρά μόνον για άμεση σφαγή·

γ) εάν το κράτος μέλος αποφασίσει σχετικά, αιγοπρόβατα ηλικίας κάτω των δύο μηνών μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση για άμεση σφαγή για ανθρώπινη κατανάλωση· ωστόσο, η κεφαλή και τα όργανα της κοιλιακής κοιλότητας των ζώων αυτών διατίθενται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) ή γ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 26

δ) με την επιφύλαξη του στοιχείου γ), τα πρόβατα με γονότυπο που δεν αναφέρεται στα στοιχεία α) και β) μπορούν να μετακινηθούν από την εκμετάλλευση μόνον με σκοπό να καταστραφούν.

8) Οι περιορισμοί που αναφέρονται στα σημεία 4, 5 και 7 εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην εκμετάλλευση για περίοδο τριών ετών από:

α) την ημερομηνία κατά την οποία όλα τα πρόβατα της εκμετάλλευσης έχουν αποκτήσει καθεστώς ARR/ARR· ή

β) την τελευταία ημερομηνία κατά την οποία υπήρχαν αιγοπρόβατα στην εγκατάσταση· ή

γ) στην περίπτωση του σημείου 4 στοιχείο γ), την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η εντατική παρακολούθηση των ΜΣΕ· ή

δ) την ημερομηνία που όλα τα κριάρια αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης έχουν γονότυπο ARR/ARR και όλες οι προβατίνες αναπαραγωγής φέρουν ένα τουλάχιστον αλληλόμορφο ARR και κανένα αλληλόμορφο VRQ, υπό τον όρο ότι κατά τη διάρκεια της τριετίας οι δοκιμές για ΜΣΕ στα εξής ζώα ηλικίας άνω των 18 μηνών δίνουν αρνητικά αποτελέσματα:

 ετήσιο δείγμα προβατοειδών που έχουν σφαγεί για ανθρώπινη κατανάλωση στο τέλος της παραγωγικής τους ζωής σύμφωνα με το μέγεθος του δείγματος που αναφέρεται στον πίνακα του παραρτήματος ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημείο 4· και

 όλα τα προβατοειδή που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημείο 3 τα οποία απεβίωσαν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση.

9) Όταν η συχνότητα εμφάνισης του αλληλομόρφου ARR μέσα στη φυλή ή την εκμετάλλευση είναι χαμηλή, ή όπου κριθεί αναγκαίο για να αποφευχθεί η ενδογαμία, ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει:

α) να καθυστερήσει την καταστροφή των ζώων όπως αναφέρεται στο σημείο 2 στοιχείο β) i) και ii) για διάστημα έως πέντε ετών αναπαραγωγής·

β) να επιτρέψει την εισαγωγή προβάτων πλην αυτών που αναφέρονται στο σημείο 4 στις εκμεταλλεύσεις που αναφέρονται στο σημείο 2 στοιχείο β) i) και ii), υπό την προϋπόθεση ότι δεν φέρουν αλληλόμορφο VRQ.

10) Όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στα σημεία 6 και 9, κοινοποιούν στην Επιτροπή έγγραφο με τους όρους και τα κριτήρια που χρησιμοποίησαν για την εφαρμογή τους.

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIΙΙ

ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΞΑΓΩΓΗ

▼M5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

▼M16

Προϋποθέσεις για το ενδοκοινοτικό εμπόριο ζώντων ζώων, σπέρματος και εμβρύων

▼M5

I.   ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΑΣΧΕΤΩΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ Ή ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ Ή ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΖΩΟΥ

Οι ακόλουθοι όροι ισχύουν για το εμπόριο αιγοπροβάτων:

▼M14

α) τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής πρέπει:

είτε να πρόκειται για πρόβατα με γονότυπο της πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι της απόφασης της Επιτροπής 2002/1003/ΕΚ ( 27 ) είτε να έχουν παραμείνει συνεχώς από τη γέννησή τους ή κατά την τελευταία τριετία σε εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις που κατά τα τρία τουλάχιστον τελευταία έτη πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) έως τις 30 Ιουνίου 2007:

 υπόκειται σε τακτικούς επίσημους κτηνιατρικούς ελέγχους,

 τα ζώα της είναι αναγνωρισμένα,

 δεν έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα τρομώδους νόσου,

 διενεργείται δειγματοληπτικός έλεγχος επί των ηλικιωμένων προβατίνων που προορίζονται για σφαγή,

 στην εν λόγω εκμετάλλευση εισάγονται μόνον θηλυκά ζώα, με εξαίρεση πρόβατα με γονότυπο της πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, προερχόμενα από εκμετάλλευση που πληροί τις ίδιες απαιτήσεις.

Από την 1η Ιουλίου 2004 το αργότερο, η εκμετάλλευση ή οι εκμεταλλεύσεις πληρούν τις ακόλουθες πρόσθετες απαιτήσεις:

 όλα τα ζώα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημείο 3 ηλικίας άνω των 18 μηνών που πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση εξετάζονται για την τρομώδη νόσο, σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 στοιχείο β), και

 αιγοπρόβατα, με εξαίρεση προβάτων με γονότυπο της πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, εισάγονται στην εκμετάλλευση μόνο εάν προέρχονται από εκμετάλλευση που συμμορφώνεται με τις αυτές προδιαγραφές.

ii) από την 1η Ιουλίου 2007:

 υπόκειται σε τακτικούς επίσημους κτηνιατρικούς ελέγχους,

 έχει διαπιστωθεί ότι τα ζώα της είναι σύμμορφα με την κοινοτική νομοθεσία,

 δεν έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα τρομώδους νόσου,

 όλα τα ζώα που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημείο 3 ηλικίας άνω των 18 μηνών που πέθαναν ή θανατώθηκαν στην εκμετάλλευση έχουν εξεταστεί για την τρομώδη νόσο, σύμφωνα με τις εργαστηριακές μεθόδους που ορίζονται στο παράρτημα Χ κεφάλαιο Γ σημείο 3.2 εδάφιο β),

 αιγοπρόβατα, με εξαίρεση προβάτων με γονότυπο της πρωτεΐνης πριόν ARR/ARR, εισάγονται στην εκμετάλλευση μόνο εάν προέρχονται από εκμετάλλευση που συμμορφώνεται με τις αυτές προδιαγραφές.

Όταν προορίζονται για κράτος μέλος για το οποίο ισχύουν οι διατάξεις του στοιχείου β) ή γ), για ολόκληρη την επικράτειά του ή μέρος αυτής, τα αιγοπρόβατα αναπαραγωγής πληρούν τις πρόσθετες εγγυήσεις, γενικές ή ειδικές, που προβλέπονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2.

▼M5

β) Ένα κράτος μέλος που διαθέτει, για ολόκληρη την επικράτειά του ή μέρος αυτής, υποχρεωτικό ή εθελοντικό εθνικό πρόγραμμα καταπολέμησης της τρομώδους νόσου:

i) μπορεί να το υποβάλει στην Επιτροπή, αναφέροντας ιδίως:

 την κατανομή της νόσου στο κράτος μέλος,

 την αιτιολόγηση του προγράμματος, ανάλογα με τη διάδοση της νόσου και το λόγο κόστους/ωφελείας,

 τη γεωγραφική ζώνη όπου θα εφαρμοστεί το πρόγραμμα,

 τους διαφόρους χαρακτηρισμούς που ισχύουν για τις εκμεταλλεύσεις και τα πρότυπα που πρέπει να επιτυγχάνονται για κάθε κατηγορία,

 τις διαδικασίες που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις δοκιμές,

 τις διαδικασίες ελέγχου του προγράμματος,

 τις συνέπειες της απώλειας του χαρακτηρισμού της εκμετάλλευσης, για οποιοδήποτε λόγο,

 τα ληπτέα μέτρα σε περίπτωση θετικών αποτελεσμάτων κατά τους ελέγχους που διενεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του προγράμματος.

ii) Το πρόγραμμα που αναφέρεται στο σημείο i) μπορεί να εγκρίνεται εφόσον συμμορφώνεται με τα κριτήρια που αναφέρονται στο εν λόγω σημείο και με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2. Οι συμπληρωματικές γενικές ή περιορισμένες εγγυήσεις που ενδεχομένως απαιτούνται κατά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές καθορίζονται ταυτόχρονα ή το αργότερο τρεις μήνες μετά την έγκριση του προγράμματος με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2. Οι εγγυήσεις αυτές δεν πρέπει να είναι αυστηρότερες από τις εγγυήσεις τις οποίες εφαρμόζει στο έδαφός του το κράτος μέλος.

iii) Τροποποιήσεις ή προσθήκες στα προγράμματα που υποβάλλουν τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2. Τροποποιήσεις στις εγγυήσεις που ορίστηκαν σύμφωνα με το σημείο ii) μπορούν να εγκρίνονται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

γ) Ένα κράτος μέλος που κρίνει ότι είναι πλήρως ή μερικώς απαλλαγμένο από την τρομώδη νόσο των προβάτων:

i) υποβάλλει στην Επιτροπή τη δέουσα αιτιολόγηση, διευκρινίζοντας ιδίως:

 το ιστορικό της εμφάνισης της νόσου στην επικράτειά του,

 τα αποτελέσματα των δοκιμών επιτήρησης που βασίζονται σε ορολογική, μικροβιολογική, παθολογική ή επιδημιολογική έρευνα,

 τη διάρκεια της πραγματοποιηθείσας επιτήρησης,

 τους κανόνες που επιτρέπουν τον έλεγχο της απουσίας της νόσου.

ii) Οι συμπληρωματικές γενικές ή περιορισμένες εγγυήσεις που είναι δυνατόν να απαιτούνται κατά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές καθορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2. Οι εγγυήσεις αυτές δεν πρέπει να είναι αυστηρότερες από τις εγγυήσεις τις οποίες εφαρμόζει στο έδαφός του το κράτος μέλος.

iii) Το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε τροποποίηση της αιτιολόγησης σχετικά με τη νόσο, κατά το σημείο i). Βάσει των κοινοποιούμενων πληροφοριών, οι εγγυήσεις που καθορίζονται σύμφωνα με το σημείο ii) μπορούν να τροποποιούνται ή να καταργούνται με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

▼M16

δ) Από την 1η Ιανουαρίου 2005 το σπέρμα και τα έμβρυα αιγοπροβάτων:

i) συλλέγονται από ζώα που έχουν παραμείνει διαρκώς από τη γέννησή τους ή κατά την τελευταία τριετία της ζωής τους σε εκμετάλλευση ή εκμεταλλεύσεις οι οποίες πληρούσαν τις απαιτήσεις του στοιχείου α) σημείο i) ή του στοιχείου α) σημείο ii), ανάλογα με την περίπτωση, επί τρία έτη, ή

ii) στην περίπτωση σπέρματος προβατοειδών, συλλέγεται από αρσενικά ζώα με γονότυπο ARR/ARR για την πρωτεΐνη πρίον όπως ορίζεται στο παράρτημα I της απόφασης 2002/1003/ΕΚ της Επιτροπής ( 28 ), ή

iii) στην περίπτωση εμβρύων προβατοειδών, έχουν γονότυπο ARR/ARR για την πρωτεΐνη πρίον όπως ορίζεται στο παράρτημα I της απόφασης 2002/1003/ΕΚ.

▼B

II.   ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΛΟΥΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ Ή ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΖΩΟΥ, Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΘΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙI, ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

1. Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 1 εφαρμόζονται στις αποστολές προς άλλα κράτη μέλη.

2. Η κατηγορία του κράτους μέλους καταγωγής των βοοειδών και των αιγοπροβάτων όσον αφορά τη ΣΕΒ γνωστοποιείται στη χώρα προορισμού.

3. Οι κατωτέρω προϋποθέσεις εφαρμόζονται στις μετακινήσεις βοοειδών οι οποίες αναφέρονται στο σημείο 1, όταν αυτά προέρχονται ή έχουν διαμείνει σε κράτη μέλη ή περιοχές αυτών που έχουν ταξινομηθεί στις:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ 3 ΚΑΙ 4

Τα ζώα πρέπει:

α) να έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμείνει σε αγέλες, στις οποίες κανένα κρούσμα ΣΕΒ δεν έχει επιβεβαιωθεί κατά τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη, ή

β) να έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε ουσιαστικά η απαγόρευση χορήγησης στα μηρυκαστικά πρωτεϊνών προερχόμενων από θηλαστικά.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ 5

Τα ζώα πρέπει:

α) να έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία από την οποία εφαρμόστηκε ουσιαστικά η απαγόρευση χορήγησης στα εκτρεφόμενα ζώα αλεύρου πρωτεϊνών από θηλαστικά, και

β) να έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμείνει σε αγέλες, στις οποίες κανένα κρούσμα ΣΕΒ δεν είχε επιβεβαιωθεί κατά τα τελευταία 7 τουλάχιστον έτη και οι οποίες περιλαμβάνουν μόνον βοοειδή που έχουν γεννηθεί στην εκμετάλλευση ή προέρχονται από αγέλη με τον ίδιο χαρακτηρισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Προϋποθέσεις για τους απογόνους ζώων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ή επιβεβαιωμένη μόλυνση με ΜΣΕ, κατά το άρθρο 15 παράγραφος 2

Απαγορεύεται να διατίθενται στην αγορά τα ζώα τα οποία γεννήθηκαν τελευταία από θηλυκά βοοειδή προσβεβλημένα από ΜΣΕ ή από αιγοπρόβατα και χοιροειδή στα οποία έχει επιβεβαιωθεί κρούσμα ΜΣΕ κατά τα δύο έτη που προηγούνται ή κατά την περίοδο που ακολουθεί την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Προϋποθέσεις για το ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης

I.

Τα κατωτέρω προϊόντα ζωικής προέλευσης εξαιρούνται από την απαγόρευση του άρθρου 16 παράγραφος 3, εφόσον προέρχονται από βοοειδή πληρούντα τις απαιτήσεις των παρακάτω μερών ΙΙ ή ΙΙΙ:

 νωπό κρέας,

 κιμάς,

 παρασκευάσματα κρέατος,

 προϊόντα με βάση το κρέας,

 τροφές ζώων συντροφιάς που προορίζονται για σαρκοφάγα κατοικίδια.

II.

Το αποστεωμένο νωπό κρέας, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλοι οι συνδεόμενοι ιστοί, συμπεριλαμβανομένων των επιφανειακών νευρικών και λεμφικών ιστών, και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο μέρος Ι που λαμβάνονται από το κρέας αυτό, τα οποία προέρχονται από επιλέξιμα ζώα από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 5, μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3 εάν παράγονται από ζώα γεννημένα μετά την ημερομηνία από την οποία εφαρμόζονται ουσιαστικά οι κανόνες διατροφής των ζώων που καθορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2, τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις του σημείου 1 και παράγονται σε εγκαταστάσεις που πληρούν την προϋπόθεση του σημείου 9. Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις των σημείων 2 έως 8 και 10 σχετικά με τους ελέγχους.

1.

Ένα βοοειδές είναι επιλέξιμο για το καθεστώς με χρονολογική βάση εάν έχει γεννηθεί και εκτραφεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος και εάν, κατά τη σφαγή του, είχαν αποδεδειγμένως τηρηθεί οι εξής προϋποθέσεις:

α) ήταν δυνατή η σαφής αναγνώριση του ζώου καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα ανασύστασης του ιστορικού του έως την μητέρα του και την αγέλη προέλευσης· ο αποκλειστικός αριθμός ενωτίου του, η ημερομηνία και η εκμετάλλευση γέννησης και όλες οι μετακινήσεις του μετά τη γέννηση καταγράφονται είτε στο επίσημο διαβατήριο του ζώου είτε σε επίσημο μηχανογραφικό σύστημα αναγνώρισης και προσδιορισμού της προέλευσης η ταυτότητα της μητέρας του είναι γνωστή,

β) το ζώο είναι ηλικίας μεγαλύτερης των έξι μηνών αλλά μικρότερης των 30 μηνών, η δε ηλικία του προσδιορίζεται με παραπομπή σε επίσημο μηχανογραφημένο μητρώο που αναφέρει την ημερομηνία γέννησής του ή με σχετική εγγραφή στο επίσημο διαβατήριο του ζώου,

γ) η αρμόδια αρχή έχει λάβει και επαληθεύσει θετική απόδειξη ότι η μητέρα του ζώου έζησε τουλάχιστον έξι μήνες μετά τη γέννηση του επιλέξιμου ζώου,

δ) η μητέρα του ζώου δεν προσβλήθηκε από ΣΕΒ και δεν υπάρχει υπόνοια ότι μολύνθηκε από τη ΣΕΒ.

2.

Εάν κάποιο ζώο που προσκομίζεται για σφαγή ή οποιαδήποτε περίσταση σχετική με τη σφαγή του δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις τoυ παρόντος κανονισμού, το ζώο πρέπει να απορρίπτεται αυτομάτως και το διαβατήριό του να παρακρατείται. Αν τα στοιχεία αυτά καταστούν γνωστά μετά τη σφαγή, η αρμόδια αρχή διακόπτει αμέσως την έκδοση πιστοποιητικών και ακυρώνει τα εκδοθέντα πιστοποιητικά. Εάν η αποστολή έχει ήδη πραγματοποιηθεί, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού, η οποία και λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα.

3.

Η σφαγή των επιλέξιμων ζώων πραγματοποιείται σε σφαγεία που δεν χρησιμοποιούνται για τη σφαγή βοοειδών διαφορετικών από εκείνα που σφάζονται στο πλαίσιο καθεστώτος με χρονολογική βάση ή στο πλαίσιο καθεστώτος πιστοποιημένων αγελών.

4.

Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια τεμαχισμού εξασφαλίζουν ότι έχουν αφαιρεθεί τα ακόλουθα λεμφογάγγλια:

ιγνυακό, ισχιακό, επιπολής βουβωνικό, εν τω βάθει βουβωνικό, μέσο και πλευρικό λαγόνιο, άνω μηριαίο, οσφυϊκό, πλευροαυχενικό, στερνικό, ωμοπλατιαίο, μασχαλιαίο και οπίσθιο εν τω βάθει αυχενικό.

5.

Πρέπει να είναι δυνατή η ανασύσταση του ιστορικού του κρέατος από το επιλέξιμο ζώο ή, μετά τον τεμαχισμό, από τα ζώα που τεμαχίστηκαν στην ίδια παρτίδα, με τη χρήση επίσημου συστήματος εντοπισμού της προέλευσης μέχρι τη στιγμή της σφαγής. Μετά τη σφαγή, οι ετικέτες πρέπει να επιτρέπουν τον εντοπισμό της προέλευσης του νωπού κρέατος και των προϊόντων που αναφέρονται στο μέρος Ι από το επιλέξιμο ζώο, ώστε να είναι δυνατή η ανάκληση της συγκεκριμένης παρτίδας. Στην περίπτωση τροφών για ζώα συντροφιάς τα συνοδευτικά έγγραφα και μητρώα πρέπει να επιτρέπουν τον εντοπισμό της προέλευσης.

6.

Όλα τα εγκεκριμένα επιλέξιμα σφάγια πρέπει να φέρουν ατομικούς αριθμούς συσχετιζόμενους με τον αριθμό του αναγνωριστικού ενωτίου.

7.

Το κράτος μέλος πρέπει να καταρτίζει λεπτομερή πρωτόκολλα που να καλύπτουν:

α) τον εντοπισμό της προέλευσης και τους ελέγχους προ της σφαγής,

β) τους ελέγχους κατά τη σφαγή,

γ) τους ελέγχους που διενεργούνται κατά την παρασκευή τροφών για ζώα συντροφιάς,

δ) όλες τις απαιτήσεις τις σχετικές με την επισήμανση και την πιστοποίηση μετά τη σφαγή έως το σημείο πώλησης.

8.

Η αρμόδια αρχή θεσπίζει ένα σύστημα καταγραφής των ελέγχων συμμόρφωσης, ώστε να μπορεί να αποδειχθεί η άσκηση ελέγχου.

9. Για να εγκριθεί, η εγκατάσταση πρέπει να καταρτίζει και να εφαρμόζει ένα σύστημα με το οποίο το επιλέξιμο κρέας ή/και τα επιλέξιμα προϊόντα μπορούν να αναγνωρίζονται και το οποίο επιτρέπει τον εντοπισμό της προέλευσης του κρέατος από το επιλέξιμο ζώο ή, μετά τον τεμαχισμό, από τα τεμαχιζόμενα ζώα της ίδιας παρτίδας. Το σύστημα πρέπει να επιτρέπει τον πλήρη εντοπισμό της προέλευσης του κρέατος ή των προϊόντων ζωικής προέλευσης σε όλα τα στάδια, τα δε σχετικά μητρώα πρέπει να διατηρούνται επί δύο έτη τουλάχιστον. Η διοίκηση της εγκατάστασης πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή εγγράφως λεπτομερή στοιχεία για το χρησιμοποιούμενο σύστημα.

10. Η αρμόδια αρχή αξιολογεί, εγκρίνει και παρακολουθεί το σύστημα της εγκατάστασης, ώστε να εξασφαλίζεται πλήρως ο διαχωρισμός και ο εντοπισμός της προέλευσης τόσο στα προηγούμενα όσο και στα επόμενα στάδια.

III.

Το αποστεωμένο νωπό κρέας, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλοι οι συνδεόμενοι ιστοί, συμπεριλαμβανομένων των επιφανειακών νευρικών και λεμφικών ιστών, και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο μέρος Ι που λαμβάνονται από το κρέας αυτό, τα οποία προέρχονται από επιλέξιμα ζώα από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 5, μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο κατ' άρθρο 16, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, εάν παράγονται από ζώα τα οποία πιστοποιείται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του σημείου 2 και προέρχονται από αγέλες στις οποίες δεν εμφανίσθηκε κανένα κρούσμα ΣΕΒ κατά τα τελευταία επτά έτη και τα οποία πιστοποιείται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του σημείου 1 και παράγονται σε εγκαταστάσεις που πληρούν την προϋπόθεση του σημείου 11. Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι τηρούνται οι όροι των σημείων 3 έως 10 και του σημείου 12 σχετικά με το μηχανογραφικό σύστημα προσδιορισμού της προέλευσης και με τους ελέγχους.

1. 

α) Η αγέλη είναι ομάδα ζώων που αποτελούν ξεχωριστή και σαφώς διακριτή μονάδα, δηλαδή μια ομάδα ζώων που αποτελούν αντικείμενο χειρισμών, σταβλίζονται και διατηρούνται χωριστά από οποιαδήποτε άλλη ομάδα ζώων και αναγνωρίζονται με αποκλειστικούς αριθμούς αναγνώρισης αγέλης και ζώου.

β) Η αγέλη είναι επιλέξιμη όταν, στα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη, δεν σημειώθηκε επιβεβαιωμένο κρούσμα ΣΕΒ ούτε υπήρξαν ύποπτα κρούσματα στα οποία η διάγνωση της ΣΕΒ δεν αποκλείσθηκε, σε οποιοδήποτε ζώο το οποίο ανήκε ακόμη στην εν λόγω αγέλη ή το οποίο μεταφέρθηκε σε αυτήν ή απομακρύνθηκε από αυτήν.

γ) Κατά παρέκκλιση εκ του στοιχείου β), μια αγέλη που υφίσταται για διάστημα μικρότερο των επτά ετών, μπορεί να θεωρείται επιλέξιμη, μετά από διεξοδική έρευνα από την αρμόδια κτηνιατρική αρχή, εάν:

i) όλα τα ζώα που γεννήθηκαν ή μεταφέρθηκαν στη νεοσυσταθείσα αγέλη πληρούν τις προϋποθέσεις του σημείου 2 στοιχεία α), δ) και ε), και

ii) η αγέλη πληρούσε τις προϋποθέσεις του σημείο β) καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξής της.

δ) Όταν μια αγέλη εγκαθίσταται σε εκμετάλλευση, στην οποία υπήρχε επιβεβαιωμένο κρούσμα της ΣΕΒ σε οποιοδήποτε ζώο το οποίο ανήκε ακόμη στην αγέλη ή το οποίο μεταφέρθηκε σ' αυτήν ή απομακρύνθηκε από αυτήν, η νεοσυσταθείσα αγέλη μπορεί να είναι επιλέξιμη μόνον μετά από διεξοδική έρευνα από την αρμόδια κτηνιατρική αρχή, κατά την οποία βεβαιώνεται ότι πληρούται καθεμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις κατά τρόπο που ικανοποιεί την εν λόγω αρχή:

i) έχουν απομακρυνθεί ή θανατωθεί όλα τα ζώα της μολυσμένης αγέλης που ήταν προηγουμένως εγκατεστημένη στην ίδια εκμετάλλευση,

ii) έχουν απομακρυνθεί και καταστραφεί όλες οι ζωοτροφές και έχουν καθαριστεί προσεκτικά όλες οι ταγίστρες,

iii) έχουν εκκενωθεί και καθαριστεί προσεκτικά όλα τα κτίρια πριν εισέλθουν τα νέα ζώα,

iv) έχουν πληρωθεί όλες οι προϋποθέσεις του σημείου γ).

2. 

α) όλα τα στοιχεία τα σχετικά με τη γέννησή του, την ταυτότητά του και τις μετακινήσεις του είναι καταχωρημένα σε επίσημο μηχανογραφικό σύστημα προσδιορισμού της προέλευσης,

β) είναι ηλικίας μεγαλύτερης των έξι μηνών αλλά μικρότερης των 30 μηνών, η δε ηλικία του προσδιορίζεται με παραπομπή σε επίσημο μηχανογραφημένο μητρώο που αναφέρει την ημερομηνία γέννησής του,

γ) η μητέρα του έζησε τουλάχιστον έξι μήνες μετά τη γέννησή του,

δ) η μητέρα του δεν προσβλήθηκε από ΣΕΒ και δεν υπάρχει υποψία ότι μολύνθηκε από τη ΣΕΒ,

ε) η αγέλη γέννησης του ζώου και όλες οι αγέλες από τις οποίες διήλθε είναι επιλέξιμες.

3. Το επίσημο μηχανογραφικό σύστημα προσδιορισμού της προέλευσης που αναφέρεται στο σημείο 2 στοιχείο α) εγκρίνεται μόνον εφόσον λειτουργεί για επαρκές χρονικό διάστημα, ώστε να περιέχει όλα τα στοιχεία τα σχετικά με τη διάρκεια ζωής και τις μετακινήσεις των ζώων, τα οποία είναι αναγκαία για να ελέγχεται η συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, και αφορά μόνον τα ζώα που γεννήθηκαν μετά την έναρξη λειτουργίας του συστήματος αυτού. Τα παλαιότερα μηχανογραφημένα στοιχεία που αφορούν χρονική περίοδο προγενέστερη της λειτουργίας του συστήματος, δεν είναι αποδεκτά.

4.

Εάν κάποιο ζώο που προσκομίζεται για σφαγή ή οποιαδήποτε περίσταση σχετική με τη σφαγή του δεν πληροί όλες τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, το ζώο πρέπει να απορρίπτεται αυτομάτως και το διαβατήριό του να παρακρατείται. Αν τα στοιχεία αυτά καταστούν γνωστά μετά τη σφαγή, η αρμόδια αρχή διακόπτει αμέσως την έκδοση πιστοποιητικών και να ακυρώνει τα εκδοθέντα πιστοποιητικά. Εάν η αποστολή έχει ήδη πραγματοποιηθεί, η αρμόδια αρχή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού. Η αρμόδια αρχή του τόπου προορισμού λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα.

5.

Η σφαγή των επιλέξιμων ζώων πραγματοποιείται σε σφαγεία που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη σφαγή ζώων στο πλαίσιο καθεστώτος με χρονολογική βάση ή στο πλαίσιο καθεστώτος πιστοποιημένων αγελών.

6.

Η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που χρησιμοποιούνται στα εργαστήρια τεμαχισμού εξασφαλίζουν ότι έχουν αφαιρεθεί τα ακόλουθα λεμφογάγγλια:

ιγνυακό, ισχιακό, επιπολής βουβωνικό, εν τω βάθει βουβωνικό, μέσο και πλευρικό λαγόνιο, άνω μηριαίο, οσφυϊκό, πλευροαυχενικό, στερνικό, ωμοπλατιαίο, μασχαλιαίο και οπίσθιο εν τω βάθει αυχενικό.

7.

Πρέπει να είναι δυνατή η ανασύσταση του ιστορικού του κρέατος από την αγέλη του επιλέξιμου ζώου ή, μετά τον τεμαχισμό, από τα ζώα που τεμαχίστηκαν στην ίδια παρτίδα, με τη χρήση μηχανογραφικού συστήματος προσδιορισμού της προέλευσης μέχρι τη στιγμή της σφαγής. Μετά τη σφαγή, οι ετικέτες πρέπει να επιτρέπουν τον εντοπισμό της προέλευσης του νωπού κρέατος και των προϊόντων που αναφέρονται στο μέρος Ι από την αγέλη, ώστε να είναι δυνατή η ανάκληση της συγκεκριμένης παρτίδας. Στην περίπτωση τροφών για ζώα συντροφιάς τα συνοδευτικά έγγραφα και μητρώα πρέπει να επιτρέπουν τον εντοπισμό της προέλευσης.

8.

Όλα τα εγκεκριμένα επιλέξιμα σφάγια πρέπει να φέρουν ατομικούς αριθμούς συσχετιζόμενους με τον αριθμό του αναγνωριστικού ενωτίου.

9.

Το κράτος μέλος καταρτίζει λεπτομερή πρωτόκολλα που καλύπτουν:

α) τον εντοπισμό της προέλευσης και τους ελέγχους προ της σφαγής,

β) τους ελέγχους κατά τη σφαγή,

γ) τους ελέγχους που διενεργούνται κατά την παρασκευή τροφών για ζώα συντροφιάς,

δ) όλες τις απαιτήσεις περί την επισήμανση και την πιστοποίηση μετά τη σφαγή έως το σημείο πώλησης.

10.

Η αρμόδια αρχή θεσπίζει ένα σύστημα καταγραφής των ελέγχων συμμόρφωσης, ώστε να μπορεί να αποδειχθεί η διενέργεια του ελέγχου.

11. Για να εγκριθεί, η εγκατάσταση πρέπει να καταρτίζει και να εφαρμόζει ένα σύστημα με το οποίο το επιλέξιμο κρέας ή/και τα επιλέξιμα προϊόντα μπορούν να αναγνωρίζονται και το οποίο επιτρέπει τον εντοπισμό της προέλευσης του κρέατος από τις αγέλες προέλευσης ή, μετά τον τεμαχισμό, από τα τεμαχιζόμενα ζώα της ίδιας παρτίδας. Το σύστημα πρέπει να επιτρέπει τον πλήρη εντοπισμό της προέλευσης του κρέατος ή των προϊόντων ζωικής προέλευσης σε όλα τα στάδια, τα δε σχετικά μητρώα πρέπει να τηρούνται επί δύο έτη τουλάχιστον. Η διοίκηση της εγκατάστασης πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή εγγράφως λεπτομερή στοιχεία για το χρησιμοποιούμενο σύστημα.

12. Η αρμόδια αρχή αξιολογεί, εγκρίνει και παρακολουθεί το σύστημα της εγκατάστασης, ώστε να εξασφαλίζεται πλήρως ο διαχωρισμός και ο εντοπισμός της προέλευσης τόσο στα προηγούμενα όσο και στα επόμενα στάδια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

Προϋποθέσεις για τις εξαγωγές

Τα ζώντα βοοειδή και τα εξ αυτών προερχόμενα προϊόντα ζωικής προέλευσης υπόκεινται —για τις εξαγωγές τους προς τρίτες χώρες— στους κανόνες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό για το ενδοκοινοτικό εμπόριο.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΧ

ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΖΩΝΤΩΝ ΖΩΩΝ, ΕΜΒΡΥΩΝ, ΩΑΡΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

Κατά την εισαγωγή από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 1, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη της, για όλα τα βοοειδή και όλα τα εμπορεύματα που προέρχονται από βοοειδή για τα οποία ο παρών κανονισμός θεσπίζει ειδικούς κανόνες, την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι η χώρα ή η περιοχή πληροί τους όρους του παραρτήματος ΙΙ, κεφάλαιο Γ για να ταξινομείται στην κατηγορία αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

Εισαγωγές βοοειδών

Α. Οι εισαγωγές βοοειδών από χώρα ή περιοχή της κατηγορίας 2 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι

α) για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

β) τα βοοειδή που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης το οποίο επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν έχουν γεννηθεί από ύποπτα θηλυκά ζώα.

Β. Οι εισαγωγές βοοειδών από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 3 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

2. τα βοοειδή που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα

 αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης το οποίο επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν έχουν γεννηθεί από ύποπτα ή ασθενή με ΣΕΒ θηλυκά ζώα και

 έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμένουν σε αγέλες στις οποίες δεν έχει επιβεβαιωθεί κανένα κρούσμα ΣΕΒ κατά τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη, ή

 έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να τηρείται ουσιαστικά η απαγόρευση χορήγησης πρωτεϊνών θηλαστικών στα μηρυκαστικά.

Γ. Οι εισαγωγές βοοειδών από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 4 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

2. τα ζώα που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα

α) αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης το οποίο επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν έχουν γεννηθεί από ύποπτα ή ασθενή με ΣΕΒ θηλυκά ζώα και

β) έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμένουν σε αγέλες στις οποίες δεν έχει επιβεβαιωθεί κανένα κρούσμα ΣΕΒ κατά τα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη ή

γ) έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να τηρείται ουσιαστικά η απαγόρευση χορήγησης πρωτεϊνών θηλαστικών στα μηρυκαστικά.

Δ. Οι εισαγωγές βοοειδών από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 5 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. για τη διατροφή των εκτρεφόμενων ζώων με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

2. τα ασθενή βοοειδή θανατώνονται και καταστρέφονται ολοσχερώς, καθώς και:

α) στην περίπτωση θηλυκών ζώων, το τελευταίο ζώο το οποίο γέννησαν κατά τα δύο έτη που προηγούνται ή κατά την περίοδο που ακολουθεί την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου,

β) όλα τα βοοειδή που ανήκουν στην ίδια κλάση

εάν τα ζώα αυτά ευρίσκονται ακόμη εν ζωή στη χώρα ή την περιοχή,

3. τα ζώα που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα

α) έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να τηρείται ουσιαστικά η απαγόρευση χορήγησης αλεύρων πρωτεϊνών θηλαστικών στα εκτρεφόμενα ζώα,

β) αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης που επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν έχουν γεννηθεί από ύποπτα ή ασθενή θηλυκά ζώα,

και

γ) έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμένουν σε αγέλες στις οποίες δεν έχει ποτέ επιβεβαιωθεί κανένα κρούσμα ΣΕΒ και οι οποίες περιλαμβάνουν μόνον βοοειδή γεννημένα στο αγρόκτημα ή προερχόμενα από αγέλες του ίδιου υγειονομικού χαρακτηρισμού, ή

δ) έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμένουν σε αγέλες στις οποίες δεν επιβεβαιώθηκε κανένα κρούσμα σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας των βοοειδών στα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη και οι οποίες περιλαμβάνουν μόνον βοοειδή γεννημένα στο αγρόκτημα ή προερχόμενα από αγέλες του ίδιου υγειονομικού χαρακτηρισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Εισαγωγές νωπού κρέατος και προϊόντων ζωικής προέλευσης από βοοειδή

Α. Οι εισαγωγές νωπού κρέατος (με ή χωρίς οστά) και προϊόντων ζωικής προέλευσης από βοοειδή από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 2 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς υγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι, για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται.

Β. Οι εισαγωγές νωπού κρέατος (με ή χωρίς οστά) και προϊόντων ζωικής προέλευσης από βοοειδή από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 3 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς υγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

α) για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση ή οποία όντως τηρείται,

β) το νωπό κρέας και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης από βοοειδή προοριζόμενα προς εξαγωγή στην Κοινότητα δεν περιέχουν ούτε προέρχονται από ειδικά υλικά κινδύνου που αναφέρονται στο παράρτημα V ούτε από μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας που λαμβάνεται από οστά της κεφαλής ή της σπονδυλικής στήλης.

Γ. Οι εισαγωγές νωπού κρέατος (με ή χωρίς οστά) και προϊόντων ζωικής προέλευσης από βοοειδή από χώρες ή ζώνες της κατηγορίας 4 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς υγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

2. το νωπό κρέας και τα προϊόντα ζωικής προέλευσης από βοοειδή προοριζόμενα προς εξαγωγή προς την Κοινότητα δεν περιέχουν ούτε προέρχονται από ειδικά υλικά κινδύνου που αναφέρονται στο παράρτημα V ούτε από μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας που λαμβάνεται από οστά της κεφαλής ή της σπονδυλικής στήλης.

Δ. Οι εισαγωγές νωπού κρέατος και προϊόντων με βάση το κρέας βοοειδών από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 5 απαγορεύονται, εκτός από τις εισαγωγές προϊόντων ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο παράρτημα VIΙI, κεφάλαιο Γ, τμήμα Ι. Οι εισαγωγές αυτές εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς υγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. τηρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16 παράγραφος 2 και οι προϋποθέσεις των τμημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του κεφαλαίου Γ του παραρτήματος VIII,

2. τα προϊόντα με βάση το κρέας που προορίζονται προς εξαγωγή στην Κοινότητα δεν περιέχουν ούτε προέρχονται από κανένα από τα προϊόντα του κεφαλαίου ΣΤ ούτε από ειδικά υλικά κινδύνου που ορίζονται στο παράρτημα V,

3. υπάρχει σύστημα προσδιορισμού της προέλευσης που επιτρέπει τον εντοπισμό των εκμεταλλεύσεων προέλευσης των βοοειδών από τα οποία προέρχεται το νωπό κρέας και τα προϊόντα με βάση το κρέας που προορίζονται προς εξαγωγή στην Κοινότητα,

4. τα βοοειδή από τα οποία προέρχονται το κρέας ή τα προϊόντα με βάση το κρέας που προορίζονται προς εξαγωγή στην Κοινότητα:

α) αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης το οποίο επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους,

β) δεν έχουν γεννηθεί από ύποπτα ή ασθενή με ΣΕΒ θηλυκά ζώα και είτε:

 έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε όντως να τηρείται η απαγόρευση διατροφής των εκτρεφόμενων ζώων με πρωτεΐνες θηλαστικών, είτε,

 έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμένουν σε αγέλες στις οποίες δεν έχει επιβεβαιωθεί κανένα κρούσμα ΣΕΒ στα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη.

5. για τη διατροφή των εκτρεφόμενων ζώων πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

6. τα ασθενή βοοειδή σφάζονται και καταστρέφονται ολοσχερώς, καθώς και:

α) εάν πρόκειται για θηλυκά ζώα, το τελευταίο ζώο που γέννησαν στα δύο έτη που προηγούνται, ή κατά την περίοδο που ακολουθεί την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου,

β) όλα τα βοοειδή που ανήκουν στην ίδια κλάση,

εάν τα ζώα αυτά ευρίσκονται ακόμη εν ζωή στη χώρα ή την περιοχή σφάζονται και καταστρέφονται ολοσχερώς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ

Εισαγωγές ωαρίων και εμβρύων βοοειδών

Α. Οι εισαγωγές ωαρίων/εμβρύων βοοειδών από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 2 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

2. τα ωάρια/έμβρυα έχουν συλλεχθεί, υποστεί χειρισμούς και αποθηκευθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Α και Β της οδηγίας 89/556/ΕΟΚ ( 29 ).

Β. Οι εισαγωγές ωαρίων/εμβρύων βοοειδών από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 3 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

2. τα ωάρια/έμβρυα που προορίζονται προς εξαγωγή στην Κοινότητα προέρχονται από θηλυκά ζώα:

α) τα οποία αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης που επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν έχουν γεννηθεί από αγελάδες προσβεβλημένες από ΣΕΒ,

β) τα οποία δεν έχουν γεννηθεί από ύποπτες ή ασθενείς με ΣΕΒ αγελάδες,

γ) για τα οποία δεν υπήρχαν υπόνοιες προσβολής από ΣΕΒ κατά τη συλλογή των εμβρύων,

3. τα ωάρια/έμβρυα έχουν συλλεχθεί, υποστεί χειρισμούς και αποθηκευθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Α και Β της οδηγίας 89/556/ΕΟΚ.

Γ. Οι εισαγωγές εμβρύων/ωαρίων βοοειδών από χώρες ή ζώνες της κατηγορίας 4 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. για τη διατροφή των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

2. τα ωάρια και έμβρυα που προορίζονται προς εξαγωγή προς την Κοινότητα προέρχονται από θηλυκά ζώα:

α) τα οποία αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης που επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν έχουν γεννηθεί από αγελάδες προσβεβλημένες ή ύποπτες προσβολής από ΣΕΒ,

β) τα οποία δεν είναι προσβεβλημένα από ΣΕΒ,

γ) για τα οποία δεν υπήρχαν υπόνοιες προσβολής από ΣΕΒ κατά τη συλλογή των εμβρύων, και

i) τα οποία έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να τηρείται ουσιαστικά η απαγόρευση χορήγησης πρωτεϊνών θηλαστικών στα μηρυκαστικά, ή

ii) τα οποία έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμένουν σε αγέλες στις οποίες δεν επιβεβαιώθηκε κανένα κρούσμα ΣΕΒ στα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη.

3. τα ωάρια/έμβρυα έχουν συλλεχθεί, υποστεί χειρισμούς και αποθηκευθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Α και Β της οδηγίας 89/556/ΕΟΚ.

Δ. Οι εισαγωγές ωαρίων/εμβρύων βοοειδών από χώρες ή περιοχές της κατηγορίας 5 εξαρτώνται από την προσκόμιση διεθνούς ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται ότι:

1. για τη διατροφή των εκτρεφόμενων ζώων με πρωτεΐνες θηλαστικών ισχύει απαγόρευση η οποία όντως τηρείται,

2. τα ασθενή βοοειδή σφάζονται και καταστρέφονται ολοσχερώς, καθώς και, εάν πρόκειται για θηλυκά ζώα, το τελευταίο ζώο το οποίο γέννησαν κατά τα δύο έτη που προηγούνται, ή κατά την περίοδο που ακολουθεί την εμφάνιση των πρώτων κλινικών σημείων της νόσου, εάν το ζώο αυτό ευρίσκεται ακόμη εν ζωή στη χώρα ή την περιοχή,

3. τα ωάρια/έμβρυα που προορίζονται προς εξαγωγή στην Κοινότητα προέρχονται από θηλυκά ζώα:

α) τα οποία αναγνωρίζονται μέσω συστήματος μόνιμης αναγνώρισης που επιτρέπει τον καθορισμό της μητέρας τους και της αγέλης προέλευσής τους και δεν έχουν γεννηθεί από αγελάδες προσβεβλημένες ή ύποπτες προσβολής από ΣΕΒ,

β) τα οποία δεν είναι προσβεβλημένα από ΣΕΒ,

γ) τα οποία δεν ήταν ύποπτα ΣΕΒ κατά τη συλλογή των εμβρύων και τα οποία

i) είτε έχουν γεννηθεί μετά την ημερομηνία κατά την οποία άρχισε να τηρείται ουσιαστικά η απαγόρευση χορήγησης πρωτεϊνών θηλαστικών στα εκτρεφόμενα ζώα,

ii) είτε δεν έχουν ποτέ τραφεί με πρωτεΐνες θηλαστικών και έχουν γεννηθεί, εκτραφεί και παραμένουν σε αγέλες στις οποίες δεν επιβεβαιώθηκε κανένα κρούσμα ΣΕΒ στα τελευταία επτά τουλάχιστον έτη, και οι οποίες περιλαμβάνουν αποκλειστικά βοοειδή γεννημένα στην εκμετάλλευση ή προερχόμενα από αγέλη της ίδιας υγειονομικής κατάστασης,

4. τα ωάρια και τα έμβρυα έχουν συλλεχθεί, υποστεί χειρισμούς και αποθηκευθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων Α και Β της οδηγίας 89/556/ΕΟΚ.

▼M12

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε

Εισαγωγές αιγοπροβάτων

Οι εισαγωγές αιγοπροβάτων στην Κοινότητα μετά την 1η Οκτωβρίου 2003 εξαρτώνται από την προσκόμιση ζωοϋγειονομικού πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται:

α) είτε ότι αυτά έχουν γεννηθεί και εκτραφεί διαρκώς σε εκμεταλλεύσεις στις οποίες δεν έχει ποτέ διαγνωσθεί κρούσμα τρομώδους νόσου, και στην περίπτωση αιγοπροβάτων αναπαραγωγής πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος VIII κεφάλαιο Α τμήμα I στοιχείο α) περιπτώσεις i) και ii)·

β) είτε ότι είναι πρόβατα με γονότυπο της πρωτενης πριόν ARR/ARR, όπως ορίζεται στο παράρτημα Ι της απόφασης 2002/1003/EK, που προέρχονται από μια εκμετάλλευση στην οποία δεν έχει αναφερθεί κρούσμα της τρομώδους νόσου του προβάτου τους τελευταίους έξι μήνες.

Στην περίπτωση που προορίζονται για ένα κράτος μέλος το οποίο, για το σύνολο της επικράτειάς του ή μέρος αυτής, κάνει χρήση των διατάξεων του παραρτήματος VIII κεφάλαιο Α τμήμα Ι στοιχείο β) ή γ), οι εισαγωγές αιγοπροβάτων συμμορφώνονται με πρόσθετες, γενικές ή ειδικές, εγγυήσεις, οι οποίες καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 24 παράγραφος 2.

▼B

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ

Η εισαγωγή, στην Κοινότητα, προϊόντων ζωικής προέλευσης που αναφέρονται στο παράρτημα VIII, κεφάλαιο Γ σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 3, από τρίτες χώρες ή περιοχές τρίτων χωρών της κατηγορίας 5 απαγορεύεται όταν περιέχουν ή προέρχονται από τα ακόλουθα προϊόντα ή υλικά που προέρχονται από μηρυκαστικά:

 μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας,

 όξινο φωσφορικό ασβέστιο προοριζόμενο για τη διατροφή των εκτρεφόμενων ζώων,

 ζελατίνη, εκτός εάν παράγεται από σκύτη ή δέρματα,

 τετηγμένο λίπος μηρυκαστικών και παράγωγά του εκτός εάν έχουν παραχθεί από διακριτούς λιπώδεις ιστούς οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί ως κατάλληλοι για τη διατροφή του ανθρώπου, ή από πρώτες ύλες μεταποιημένες σύμφωνα με τους κανόνες της απόφασης 1999/534/ΕΚ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ

Κατά την εισαγωγή από τρίτες χώρες ή περιοχές τρίτων χωρών μη ταξινομημένες στην κατηγορία 1, τα κατάλληλα πιστοποιητικά που απαιτούνται βάσει της κοινοτικής νομοθεσίας, συμπληρώνονται με την εξής δήλωση που υπογράφεται από την αρμόδια αρχή της χώρας παραγωγής:

«Το προϊόν ζωικής προέλευσης δεν περιέχει και δεν προέρχεται από ειδικό υλικό κινδύνου, όπως αυτό ορίζεται στο παράρτημα V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για τη θέσπιση κανόνων πρόληψης, καταπολέμησης και εξάλειψης ορισμένων μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών, ούτε από μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας που προέρχεται από οστά της κεφαλής ή της σπονδυλικής στήλης βοοειδών. Τα ζώα αυτά δεν εσφάγησαν ύστερα από αναισθητοποίηση με έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα ούτε θανατώθηκαν αμέσως με την ίδια μέθοδο και δεν εσφάγησαν, μετά από αναισθητοποίηση, με τεμαχισμό, του κεντρικού νευρικού ιστού δια της εισαγωγής ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα.»

▼M16

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η

Εισαγωγές σπέρματος και εμβρύων αιγοπροβάτων

Το σπέρμα και τα έμβρυα αιγοπροβάτων που εισάγονται στην Κοινότητα από την 1η Ιανουαρίου 2005 πληρούν τις απαιτήσεις του παραρτήματος VIII κεφάλαιο A μέρος I στοιχείο δ).

▼B




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ X

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ, ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΕΘΝΙΚΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

1. Το οριζόμενο εθνικό εργαστήριο αναφοράς:

α) διαθέτει εγκαταστάσεις και ειδικευμένο προσωπικό που του επιτρέπουν να προσδιορίζει ανά πάσα στιγμή, και ιδίως κατά τις πρώτες εκδηλώσεις της νόσου, τον τύπο και το στέλεχος του παθογόνου παράγοντα των ΜΣΕ και επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα των περιφερειακών διαγνωστικών εργαστηρίων. Εάν αδυνατεί να αναγνωρίσει το στέλεχος του παθογόνου παράγοντα, καθορίζει διαδικασία που να εξασφαλίζει ότι η αναγνώριση του στελέχους ανατίθεται στο κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς,

β) ελέγχει τις διαγνωστικές μεθόδους που χρησιμοποιούνται στα περιφερειακά διαγνωστικά εργαστήρια,

γ) είναι υπεύθυνο για το συντονισμό των κανόνων και των μεθόδων διάγνωσης στο κράτος μέλος. Για το σκοπό αυτό:

 μπορεί να προμηθεύει διαγνωστικά αντιδραστήρια στα εργαστήρια που εγκρίνονται από το κράτος μέλος,

 ελέγχει την ποιότητα όλων των διαγνωστικών αντιδραστηρίων που χρησιμοποιούνται στο κράτος μέλος,

 διενεργεί περιοδικούς συγκριτικούς ελέγχους,

 διατηρεί απομονώματα των παθογόνων παραγόντων ή αντίστοιχους ιστούς που τους περιέχουν, που προέρχονται από επιβεβαιωμένα κρούσματα στο κράτος μέλος,

 εξασφαλίζει την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων των διαγνωστικών εργαστηρίων που ορίζονται από το κράτος μέλος,

δ) συνεργάζεται με το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς.

2. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από το σημείο 1, τα κράτη μέλη που δεν διαθέτουν εθνικό εργαστήριο αναφοράς πρέπει να προσφεύγουν στις υπηρεσίες του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς ή του εθνικού εργαστηρίου αναφοράς των άλλων κρατών μελών.

▼M1

3. Τα εθνικά εργαστήρια αναφοράς είναι:



Αυστρία:

Bundesanstalt für Tierseuchenbekämpfung,MödlingRobert-Koch-Gasse 17A-2340 Mödling

Βέλγιο:

CERVA-CODA-VARCentre d'Étude et de Recherches Vétérinaires et AgrochimiquesCentrum voor Onderzoek in Diergeneeskunde en AgrochemieVeterinary and Agrochemical Research CentreGroeselenberg 99B-1180 Βρυξέλλες

Γαλλία:

Agence Française de Sécurité Sanitaire des AlimentsLaboratoire de pathologie bovine31, avenue Tony GarnierBP 7033F-69342 Lyon Cedex

Γερμανία:

Bundesforschungsanstalt für Viruskrankheiten der TiereAnstaltsteil Insel RiemsBoddenblick 5AD-17498 Insel Riems

Δανία:

Danish Veterinary LaboratoryBülowsvej 27DK-1790 Copenhagen V

▼A1

Ελλάς:

Υπουργείο ΓεωργίαςΚτηνιατρικό Εργαστήριο Λάρισας7ο km Εθνικής Οδού Λάρισας-ΤρικάλωνGR-411 10 Λάρισα

(ταχείες και ανοσολογικές δοκιμές)

Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής (νεκροτομείο)Κτηνιατρική ΣχολήΑριστοτέλειο Πανεπιστήμιο ΘεσσαλονίκηςΓιαννιτσών και ΒουτυράGR-54 627 Θεσσαλονίκη

(ιστοπαθολογία)

Εσθονία:

Veterinaar- ja ToidulaboratooriumKreutzwaldi 3051006 Tartu

▼M1

Ηνωμένο Βασίλειο:

The Veterinary Laboratories AgencyWoodham LaneNew HawAddlestoneSurrey KT15 3NBΗνωμένο Βασίλειο

Ιρλανδία:

Central Veterinary Research LaboratoryAbbotstownCastleknockDublin 15Ιρλανδία

Ιταλία:

Istituto Zooprofilattico Sperimentale del PiemonteLiguria e Valle d'AostaCEAVia BolognaI-148-10150 Torino

Ισπανία:

Laboratorio de la Facultad de VeterinariaDepartamento de Patología Animal (Anatomía Patológica)ZaragozaΙσπανία

(ΣΕΒ και τρομώδης νόσος, άλλες μέθοδοι πλην των ταχέων δοκιμών)

Laboratorio Central de Veterinaria de AlgeteMadridΙσπανία

(ταχείες δοκιμές)

Centro de Investigacion en Sanidad Anímal(CISA)Crta, De Algete al Casar de Talamanca28130 Valdeolmos (Madrid)Ισπανία

(άλλες ΜΣΕ πλην της ΣΕΒ και της τρομώδους νόσου)

Κάτω Χώρες:

Instituut voor Dierhouderij en Diergezondheid,ID-DLO LelystadEdelhertweg 15Postbus 658200 AB LelystadΚάτω Χώρες

Κύπρος:

Εργαστήριο Αναφοράς για τις Ασθένειες των Ζώων,Κτηνιατρικές Υπηρεσίες,1417 Λευκωσία

Λετονία:

Valsts veterinārmedicīnas diagnostikas centrsLejupes iela 3LV-1076 Rīga

Λιθουανία:

Nacionalinė veterinarijos laboratorijaJ.Kairiūkščio g. 10LT-2021 Vilnius

Λουξεμβούργο:

CERVA-CODA-VARCentre d'Étude et de Recherches Vétérinaires et AgrochimiquesCentrum voor Onderzoek in Diergeneeskunde en AgrochemieVeterinary and Agrochemical Research CentreGroeselenberg 99B-1180 Bruxelles

▼A1

Μάλτα:

National Veterinary LaboratoryMarsaMalta

Ουγγαρία:

Országos Állategészségügyi Intézet (OÁI)Pf. 2.Tábornok u. 2.H-1581 Budapest

Πολωνία:

Laboratorium Zakładu Wirusologii PaństwowegoInstytutu WeterynaryjnegoAl. Partyzantów 57PL-24-100 Puławy

▼M1

Πορτογαλία:

Laboratório Nacional de Investigação VeterináriaEstrada de Benfica, 701P-1500 Λισαβόνα

▼A1

Σλοβακία:

Neuroimunologický ústav SAVDúbravská cesta 9SK-942 45 Bratislava

Σλοβενία:

Nacionalni veterinarski inštitutGerbičeva 60SI-1000 Ljubljana

▼M1

Σουηδία:

National Veterinary InstituteS-751 89 Uppsala

▼A1

Τσεχική Δημοκρατία:

Státní veterinární ústav Jihlava, Rantířovská93,586 05 Jihlava

▼M1

Φινλανδία:

Eläinlääkintä- ja elintarvikelaitosHämeentie 57FIN-00550 Helsinki

▼B

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

1. Το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τις ΜΣΕ είναι:

The Veterinary Laboratories Agency

Woodham Lane

New Haw

Addlestone

Surrey KT15 3NB

United Kingdom

2. Οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς είναι τα εξής:

α) συντονίζει, σε συνεργασία με την Επιτροπή, τις μεθόδους που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη για τη διάγνωση των ΜΣΕ, ιδίως:

 διατηρώντας και προμηθεύοντας τους αντίστοιχους ιστούς που περιέχουν τον παθογόνο παράγοντα, για την εκπόνηση ή την παραγωγή των σχετικών διαγνωστικών δοκιμασιών, ή για την ταξινόμηση των στελεχών του παθογόνου παράγοντα,

 προμηθεύοντας στα εθνικά εργαστήρια αναφοράς ορούς αναφοράς και άλλα αντιδραστήρια αναφοράς, για την τυποποίηση των δοκιμασιών και των αντιδραστηρίων που χρησιμοποιούνται σε κάθε κράτος μέλος,

 δημιουργώντας και διατηρώντας συλλογή των αντίστοιχων ιστών που περιέχουν τους παθογόνους παράγοντες και τα στελέχη των ΜΣΕ,

 διοργανώνοντας περιοδικές συγκριτικές δοκιμές των διαγνωστικών μεθόδων, σε κοινοτικό επίπεδο,

 συλλέγοντας και ταξινομώντας δεδομένα και πληροφορίες που αφορούν τις χρησιμοποιούμενες διαγνωστικές μεθόδους και τα αποτελέσματα των δοκιμασιών που διενεργούνται στην Κοινότητα,

 χαρακτηρίζοντας απομονώματα του παθογόνου παράγοντα των ΜΣΕ βάσει των πλέον προηγμένων μεθόδων για πληρέστερη κατανόηση της επιδημιολογίας της νόσου,

 παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις στην επιτήρηση, την επιδημιολογία και την πρόληψη των ΜΣΕ,

 λειτουργώντας ως παρακαταθήκη εμπειρογνωμοσύνης επί των νόσων που οφείλονται σε προϊόν για ταχεία διαφορική διάγνωση,

 αποκτώντας βαθιά γνώση της παρασκευής και της χρήσης των διαγνωστικών μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση και την εξάλειψη των ΜΣΕ,

β) συμμετέχει ενεργώς στον εντοπισμό των εστιών των ΜΣΕ που εκδηλώνονται στα κράτη μέλη, μελετώντας δείγματα ζώων προσβεβλημένων από ΜΣΕ που του αποστέλλονται προς επιβεβαίωση της διάγνωσης, χαρακτηρισμό και επιδημιολογικές μελέτες,

γ) διευκολύνει την εκπαίδευση ή την μετεκπαίδευση εμπειρογνωμόνων στο πεδίο της εργαστηριακής διάγνωσης με σκοπό την εναρμόνιση των διαγνωστικών μεθόδων σε ολόκληρη την Κοινότητα.

▼M18

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ

1.   Δειγματοληψία

Τα δείγματα που προορίζονται για εξέταση όσον αφορά την ύπαρξη ΜΣΕ συλλέγονται σύμφωνα με τις μεθόδους και τα πρωτόκολλα που καθορίζονται στην τελευταία έκδοση του Εγχειριδίου προτύπων για τις δοκιμές διάγνωσης και τα εμβόλια χερσαίων ζώων του Διεθνούς Γραφείου Επιζωοτιών (ΙΟΕ/ΟΙΕ) (εφεξής «εγχειρίδιο»). ). Ελλείψει μεθόδων και πρωτοκόλλων του ΟΙΕ και για να εξασφαλιστεί ότι διατίθεται επαρκές υλικό, η αρμόδια αρχή εξασφαλίζει τη χρήση μεθόδων δειγματοληψίας και πρωτοκόλλων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς. Ειδικότερα, η αρμόδια αρχή προσπαθεί να συλλέξει μέρος της παρεγκεφαλίδας και ολόκληρο στέλεχος εγκεφάλου των μικρών μηρυκαστικών και διατηρεί τουλάχιστον τους μισούς από τους συλλεγόμενους ιστούς νωπούς αλλά όχι κατεψυγμένους, έως να εμφανιστεί αρνητικό το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής ή της δοκιμής επιβεβαίωσης.

Τα δείγματα επισημαίνονται ορθώς, όσον αφορά την ταυτότητα των ζώων που χρησιμοποιήθηκαν στη δειγματοληψία.

2.   Εργαστήρια

Κάθε εργαστηριακή εξέταση για ΜΣΕ πραγματοποιείται σε εργαστήρια που έχουν εγκριθεί για το σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή.

3.   Μέθοδοι και πρωτόκολλα

3.1.   Εργαστηριακές δοκιμές για την ύπαρξη ΣΕΒ σε βοοειδή

α)   Ύποπτα κρούσματα

Δείγματα βοοειδών που αποστέλλονται για εργαστηριακές δοκιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2, υποβάλλονται σε ιστοπαθολογική εξέταση, όπως προβλέπεται στην τελευταία έκδοση του εγχειριδίου, εκτός εάν το υλικό έχει υποστεί αυτόλυση. Αν τα αποτελέσματα της ιστοπαθολογικής εξέτασης είναι ασαφή ή αρνητικά ή αν το υλικό έχει υποστεί αυτόλυση, οι ιστοί υποβάλλονται σε εξέταση με κάποια από τις άλλες διαγνωστικές μεθόδους που αναφέρονται στο ανωτέρω εγχειρίδιο (ανοσοκυτταροχημεία, ανοσοκαθήλωση ή ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία). Ωστόσο, οι ταχείες δοκιμές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό.

Εάν το αποτέλεσμα μιας από τις ανωτέρω εξετάσεις είναι θετικό, τα ζώα θεωρούνται θετική περίπτωση ΣΕΒ.

β)   Επιτήρηση ΣΕΒ

Τα δείγματα βοοειδών που αποστέλλονται για εργαστηριακές δοκιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος Ι (επιτήρηση βοοειδών) εξετάζονται με ταχεία δοκιμή.

Αν τα αποτελέσματα της ταχείας δοκιμής είναι ασαφή ή θετικά, το δείγμα υποβάλλεται σε εξετάσεις επιβεβαίωσης σε επίσημο εργαστήριο. Η εξέταση επιβεβαίωσης αρχίζει με ιστοπαθολογική εξέταση του εγκεφαλικού στελέχους, όπως ορίζεται στην τελευταία έκδοση του εγχειριδίου, εκτός αν το υλικό έχει υποστεί αυτόλυση ή δεν είναι κατάλληλο για ιστοπαθολογική εξέταση για άλλους λόγους. Αν τα αποτελέσματα της ιστοπαθολογικής εξέτασης είναι ασαφή ή αρνητικά ή αν το υλικό έχει υποστεί αυτόλυση, το δείγμα υποβάλλεται σε εξέταση με κάποια από τις άλλες διαγνωστικές μεθόδους που αναφέρονται στο στοιχείο α).

Ένα ζώο θεωρείται θετική περίπτωση ΣΕΒ, αν το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι θετικό ή ασαφές και:

 το αποτέλεσμα της επακόλουθης ιστοπαθολογικής εξέτασης είναι θετικό, ή

 το αποτέλεσμα μιας άλλης διαγνωστικής μεθόδου που αναφέρεται στο στοιχείο α) είναι θετικό.

3.2.   Εργαστηριακή δοκιμή για την ύπαρξη ΜΣΕ σε αιγοπρόβατα

α)   Ύποπτα κρούσματα

Τα δείγματα από αιγοπρόβατα που αποστέλλονται για εργαστηριακές δοκιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 παράγραφος 2, υποβάλλονται σε ιστοπαθολογική εξέταση όπως ορίζεται στην τελευταία έκδοση του εγχειριδίου, εκτός αν το υλικό έχει υποστεί αυτόλυση. Αν το αποτέλεσμα της ιστοπαθολογικής εξέτασης είναι ασαφές ή αρνητικό ή αν το υλικό έχει υποστεί αυτόλυση, το δείγμα υποβάλλεται σε εξέταση με ανοσοκυτταροχημεία ή ανοσοκαθήλωση ή ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία, όπως ορίζεται στο εγχειρίδιο. Ωστόσο, οι ταχείες δοκιμές δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό.

Αν το αποτέλεσμα μιας από τις ανωτέρω εξετάσεις είναι θετικό, το ζώο θεωρείται θετικό κρούσμα τρομώδους νόσου.

β)   Επιτήρηση της τρομώδους νόσου

Τα δείγματα αιγοπροβάτων που αποστέλλονται για εργαστηριακές δοκιμές σύμφωνα με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ (επιτήρηση αιγοπροβάτων), εξετάζονται με ταχεία δοκιμή.

Αν το αποτέλεσμα της ταχείας δοκιμής είναι ασαφές ή θετικό, το εγκεφαλικό στέλεχος αποστέλλεται αμέσως σε επίσημο εργαστήριο για εξετάσεις επιβεβαίωσης με ανοσοκυτταροχημεία, ανοσοκαθήλωση ή ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία, όπως αναφέρεται στο στοιχείο α). Αν το αποτέλεσμα της εξέτασης επιβεβαίωσης είναι αρνητικό ή ασαφές, θα διεξαχθούν συμπληρωματικές δοκιμές επιβεβαίωσης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς.

Αν το αποτέλεσμα μιας από τις ανωτέρω εξετάσεις είναι θετικό, το ζώο θεωρείται θετική περίπτωση τρομώδους νόσου.

γ)   Περαιτέρω εξέταση θετικών περιπτώσεων τρομώδους νόσου

i) Κύρια μοριακή δοκιμή με ανοσοκαθήλωση ειδικής διαγνωστικής ικανότητας

Τα δείγματα από κλινικά ύποπτα κρούσματα και από ζώα που έχουν υποβληθεί σε δοκιμές σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημεία 2 και 3 και θεωρούνται θετικά κρούσματα τρομώδους νόσου ύστερα από εξετάσεις που αναφέρονται στα στοιχεία α) ή β), ή που εμφανίζουν χαρακτηριστικά τα οποία σύμφωνα με την εργαστηριακή δοκιμή αξίζει να ερευνηθούν, υποβάλλονται για περαιτέρω εξέταση με την κύρια μέθοδο προσδιορισμού της μοριακής δομής στα ακόλουθα εργαστήρια:

 Agence Française de Sécurité Sanitaire des Aliments, Laboratoire de pathologie bovine, 31, avenue Tony Garnier, BP 7033F-69342, Lyon cedex, Γαλλία, ή

 –Veterinary Laboratories Agency, Woodham Lane, New Haw, Addlestone, Surrey KT15 3NB, Ηνωμένο Βασίλειο, ή

 σε εργαστήριο που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή, το οποίο έχει συμμετάσχει επιτυχώς στη δοκιμή επάρκειας που έχει οργανώσει το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς για τη χρήση μεθόδου προσδιορισμού της μοριακής δομής, ή

 προσωρινά έως την 1η Μαΐου 2005, τα εργαστήρια που έχουν εγκριθεί για το σκοπό αυτό από την επιτροπή εμπειρογνωμόνων του ΚΕΑ.

ii) Δοκιμή δακτυλίου με συμπληρωματικές μεθόδους μοριακών δοκιμών

Τα δείγματα από κρούσματα τρομώδους νόσου στα οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί η παρουσία ΣΕΒ σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς με κύρια μοριακή δοκιμή όπως προβλέπεται στο στοιχείο ι), προωθούνται αμέσως στα εργαστήρια που αναφέρονται στο στοιχείο δ), κατόπιν διαβούλευσης με το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς και με όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες. Θα υποβληθούν σε δοκιμή δακτυλίου με τουλάχιστον:

 μια δεύτερη δοκιμή ανοσοκαθήλωσης ειδικής διαγνωστικής ικανότητας,

 μια δοκιμή ανοσοκυτταροχημείας ειδικής διαγνωστικής ικανότητας, και

 μια δοκιμή Elisa (δοκιμή ενζυματικής ανοσοαπορρόφησης) ειδικής διαγνωστικής ικανότητας

οι οποίες διεξάγονται σε εργαστήρια που έχουν εγκριθεί για τη σχετική μέθοδο όπως αναφέρεται στο στοιχείο δ). Αν τα δείγματα είναι ακατάλληλα για ανοσοκυτταροχημεία, το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς δίνει κατευθύνσεις για κατάλληλες εναλλακτικές δοκιμές στο πλαίσιο της δοκιμής δακτυλίου.

Τα αποτελέσματα ερμηνεύονται από το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς με τη συνδρομή επιτροπής εμπειρογνωμόνων όταν θα συμμετέχει εκπρόσωπος του αντίστοιχου εθνικού εργαστηρίου αναφοράς. Η Επιτροπή ενημερώνεται αμέσως για το αποτέλεσμα αυτής της ερμηνείας. Τα δείγματα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις για ΣΕΒ με τρεις διαφορετικές μεθόδους και τα δείγματα που είναι ασαφή στη δοκιμή δακτυλίου αναλύονται περαιτέρω με βιοδοκιμή σε ποντίκια για τελική επιβεβαίωση.

Σύμφωνα με τη συμβουλή του κοινοτικού εργαστηρίου αναφοράς και κατόπιν διαβούλευσης με το σχετικό εθνικό εργαστήριο αναφοράς, διενεργούνται επιπλέον δοκιμές σε δείγματα που έχουν ληφθεί από μολυσμένα κοπάδια της ίδιας εκμετάλλευσης όπως προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙΙ κεφάλαιο Α μέρος ΙΙ σημείο 5.

δ)   Τα εργαστήρια που έχουν εγκριθεί για τη διεξαγωγή περαιτέρω εξέτασης με μεθόδους προσδιορισμού μοριακής δομής

Τα εργαστήρια που έχουν εγκριθεί για περαιτέρω προσδιορισμό της μοριακής δομής είναι τα ακόλουθα:

Agence Française de Sécurité Sanitaire des Aliments

Laboratoire de pathologie bovine

31, avenue Tony Garnier

BP 7033

F-69342 Lyon Cedex

Centre CEA Fontenay-aux-Roses, BP 6

F-92265 Fontenay-aux-Roses Cedex

Service de Pharmacologie et d’Immunologie

Centre CEA Saclay, bâtiment 136

F-91191 Gif-sur-Yvette Cedex

Veterinary Laboratories Agency

Woodham Lane

New Haw

Addlestone

Surrey KT15 3NB

United Kingdom

3.3.   Εργαστηριακές δοκιμές για την παρουσία άλλων ΜΣΕ πλην αυτών που αναφέρονται στα σημεία 3.1 και 3.2

Οι μέθοδοι και τα πρωτόκολλα που έχουν θεσπιστεί για δοκιμές οι οποίες πραγματοποιούνται για την επιβεβαίωση της υπόνοιας παρουσίας μιας ΜΣΕ σε άλλα είδη ζώων εκτός από βοοειδή και αιγοπρόβατα, περιλαμβάνουν τουλάχιστον μια ιστοπαθολογική εξέταση εγκεφαλικού ιστού. Η αρμόδια αρχή δύναται επίσης να απαιτήσει εργαστηριακές δοκιμές, όπως η ανοσοκυτταροχημεία, η ανοσοκαθήλωση, η ανίχνευση χαρακτηριστικών ινιδίων με ηλεκτρονική μικροσκοπία ή άλλες μέθοδοι που αποβλέπουν στην ανίχνευση της σχετιζόμενης με τη νόσο μορφής της πρωτεΐνης πριόν. Σε κάθε περίπτωση πραγματοποιείται τουλάχιστον μια άλλη εργαστηριακή εξέταση, αν η αρχική ιστοπαθολογική εξέταση είναι αρνητική ή ασαφής. Στην περίπτωση της πρώτης εκδήλωσης της νόσου πραγματοποιούνται τουλάχιστον τρεις διαφορετικές εξετάσεις.

Ειδικότερα, όταν υπάρχουν υπόνοιες για ΣΕΒ σε άλλο είδος πλην των βοοειδών, υποβάλλονται δείγματα για τον προσδιορισμό στελέχους, εφόσον είναι δυνατόν.

▼M20

4.   Ταχείες δοκιμές

Για την εκτέλεση των ταχειών δοκιμών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 1, χρησιμοποιούνται ως ταχείες δοκιμές για την παρακολούθηση της ΣΕΒ στα βοοειδή οι ακόλουθες μέθοδοι:

 δοκιμή ανοσοκαθήλωσης, με βάση τη διαδικασία Western blotting για την ανίχνευση του ανθεκτικού στα πρωτεολυτικά ένζυμα τμήματος PrPRes (δοκιμή Prionics Check Western)·

 δοκιμή Elisa χημειοφωταύγειας που περιλαμβάνει διαδικασία εκχύλισης και τεχνική Elisa με χρήση αντιδραστηρίου ενισχυμένης χημειοφωταύγειας (δοκιμή Enfer & Enfer TSE Kit version 2.0, αυτοματοποιημένη παρασκευή δείγματος)·

 ανοσολογική δοκιμή τύπου σάντουιτς για το τμήμα PrPResη οποία εκτελείται ύστερα από μετουσίωση και συμπύκνωση (δοκιμή Bio-Rad TeSeE)·

 ανοσολογική δοκιμή (ELISA) με μικροπλάκες, η οποία ανιχνεύει το ανθεκτικό στα πρωτεολυτικά ένζυμα PrPRes με μονοκλωνικά αντισώματα (δοκιμή Prionics-Check LIA)·

 αυτοματοποιημένη ανοσολογική δοκιμή εξαρτώμενη από τη διαμόρφωση που συγκρίνει την αντιδραστικότητα ενός αντισώματος ανίχνευσης, αφενός, στην ευαίσθητη και στην ανθεκτική στα πρωτεολυτικά ένζυμα μορφή του PrPSc (κάποιο κλάσμα του ανθεκτικού στα πρωτεολυτικά ένζυμα PrPSc ισοδυναμεί με το PrPRes) και, αφετέρου, στο PrPC (δοκιμή ΙnPro CDI-5)·

 δοκιμή ELISA χημειοφωταύγειας για τον ποιοτικό προσδιορισμό του PrPSc (δοκιμή CediTect BSE)·

 ανοσολογική δοκιμή με τη χρήση χημικού πολυμερούς για την επιλεκτική δέσμευση του PrPSc και ενός μονοκλωνικού αντισώματος ανίχνευσης που κατευθύνεται έναντι διατηρημένων περιοχών του μορίου του PrP (IDEXX HerdChek BSE Antigen Test Kit, EIA)·

 ανοσολογική δοκιμή χημειοφωταύγειας με μικροπλάκες για την ανίχνευση του PrPSc σε ιστούς βοοειδών (Institut Pourquier Speed’it BSE)·

 ανοσολογική δοκιμή πλευρικής ροής με τη χρήση δύο διαφορετικών μονοκλωνικών αντισωμάτων για την ανίχνευση τμημάτων PrP ανθεκτικών στην πρωτεϊνάση Κ (Prionics Check PrioSTRIP)·

 αμφίπλευρη ανοσολογική δοκιμή με τη χρήση δύο διαφορετικών μονοκλωνικών αντισωμάτων που κατευθύνονται έναντι δύο επιτόπων που υπάρχουν σε PrPSc βοοειδών που βρίσκεται σε ιδιαίτερα ξεδιπλωμένη διάταξη (Roboscreen Beta Prion BSE EIA Test Kit)·

 ELISA τύπου σάντουιτς για την ανίχνευση της ανθεκτικής στην πρωτεϊνάση Κ (ΡΚ) PrPSc (Roche Applied Science PrionScreen).

Για την εκτέλεση των ταχειών δοκιμών σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 1, χρησιμοποιούνται ως ταχείες δοκιμές για την παρακολούθηση των ΜΣΕ στα μικρά μηρυκαστικά οι ακόλουθες μέθοδοι:

 δοκιμή ανοσοκαθήλωσης, με βάση τη διαδικασία Western blotting για την ανίχνευση του ανθεκτικού στα πρωτεολυτικά ένζυμα τμήματος PrPRes (δοκιμή Prionics Check Western)·

 δοκιμή Elisa χημειοφωταύγειας που περιλαμβάνει διαδικασία εκχύλισης και τεχνική Elisa με χρήση αντιδραστηρίου ενισχυμένης χημειοφωταύγειας (δοκιμή Enfer)·

 ανοσολογική δοκιμή τύπου σάντουιτς για το τμήμα PrPRes, η οποία εκτελείται ύστερα από μετουσίωση και συμπύκνωση (δοκιμή Bio-Rad TeSeE, πρώην δοκιμή Bio-Rad Platelia)·

 ανοσολογική δοκιμή (ELISA) με μικροπλάκες, η οποία ανιχνεύει το ανθεκτικό στα πρωτεολυτικά ένζυμα PrPRes με μονοκλωνικά αντισώματα (δοκιμή Prionics-Check LIA)·

 αυτοματοποιημένη ανοσολογική δοκιμή εξαρτώμενη από τη διαμόρφωση που συγκρίνει την αντιδραστικότητα ενός αντισώματος ανίχνευσης, αφενός, στην ευαίσθητη και στην ανθεκτική στα πρωτεολυτικά ένζυμα μορφή του PrPSc (κάποιο κλάσμα του ανθεκτικού στα πρωτεολυτικά ένζυμα PrPSc ισοδυναμεί με το PrPRes) και, αφετέρου, στο PrPC (δοκιμή ΙnPro CDI-5).

Ο παραγωγός ταχείας δοκιμής πρέπει να εφαρμόζει σύστημα διασφάλισης ποιότητας, με το οποίο είναι σύμφωνο το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς και το οποίο εξασφαλίζει ότι η απόδοση της δοκιμής δεν αλλάζει. Ο παραγωγός της δοκιμής πρέπει να παρέχει το πρωτόκολλο της δοκιμής στο κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς.

Τροποποιήσεις των ταχειών δοκιμών ή των πρωτοκόλλων της δοκιμής μπορούν να γίνουν μόνον αφού κοινοποιηθούν προηγουμένως στο κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς και υπό τον όρο ότι το κοινοτικό εργαστήριο αναφοράς κρίνει ότι η τροποποίηση αυτή δεν μειώνει την ευαισθησία, την ειδικότητα ή την αξιοπιστία της δοκιμής. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στην Επιτροπή και στα εθνικά εργαστήρια αναφοράς.

▼M18

5.   Εναλλακτικές δοκιμές

(Θα καθοριστούν αργότερα).




▼M9

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XI

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΑΡΘΡΑ 22 ΚΑΙ 23

A.   Σχετικά με το ειδικό υλικό κινδύνου, το μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας και τις τεχνικές σφαγής

▼M17

1.

α) Ως ειδικά υλικά κινδύνου ορίζονται οι ακόλουθοι ιστοί:

▼M16

i) το κρανίο, εκτός από την κάτω γνάθο, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, η σπονδυλική στήλη εκτός από τους σπονδύλους της ουράς, τις ακανθώδεις και τις εγκάρσιες αποφύσεις των αυχενικών, των θωρακικών και των οσφυϊκών σπονδύλων και τη μέση ιερά ακρολοφία και τις πτέρυγες του ιερού, αλλά συμπεριλαμβανομένων των γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας και του νωτιαίου μυελού των βοοειδών ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών, καθώς και οι αμυγδαλές και τα έντερα από το δωδεκαδάκτυλο έως το ορθό και το μεσεντέριο των βοοειδών οποιασδήποτε ηλικίας·

▼M17

ii) το κρανίο, συμπεριλαμβανομένων του εγκεφάλου και των οφθαλμών, οι αμυγδαλές και ο νωτιαίος μυελός αιγοπροβάτων ηλικίας άνω των δώδεκα μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων, καθώς και η σπλήνα και ο ειλεός αιγοπροβάτων κάθε ηλικίας.

Η ηλικία που καθορίζεται στο σημείο i) για την αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης των βοοειδών μπορεί να ρυθμιστεί με τροποποίηση του παρόντος κανονισμού, σύμφωνα με τη στατιστική πιθανότητα εμφάνισης της ΣΕΒ στις σχετικές ηλικιακές ομάδες του πληθυσμού των βοοειδών της Κοινότητας, με βάση τα αποτελέσματα της επιτήρησης της ΣΕΒ, όπως ορίζεται στο παράρτημα III κεφάλαιο Α τμήμα Ι.

β) Επιπλέον των ειδικών υλικών κινδύνου που αναφέρονται στο στοιχείο α), οι παρακάτω ιστοί πρέπει να θεωρούνται ως ειδικά υλικά κινδύνου στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας: ολόκληρο το κεφάλι, εκτός από τη γλώσσα, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, των οφθαλμών και των γαγγλίων του τριδύμου· ο θύμος αδένας, η σπλήνα και ο νωτιαίος μυελός βοοειδών ηλικίας άνω των έξι μηνών.

2.

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του σημείου 1 στοιχείο α) σημείο i), ενδέχεται να ληφθεί απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 2 για να επιτραπεί η χρήση της σπονδυλικής στήλης και γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας των βοοειδών:

α) που έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί σε κράτη μέλη για τα οποία η επιστημονική αξιολόγηση έχει διαπιστώσει ότι η εμφάνιση της ΣΕΒ σε αυτόχθονα βοοειδή είναι πολύ απίθανη ή απίθανη αλλά δεν αποκλείεται ή

β) που έχουν γεννηθεί ύστερα από την ημερομηνία κατά την οποία εφαρμόστηκε στην πράξη η απαγόρευση χορήγησης πρωτεϊνών θηλαστικών σε μηρυκαστικά, σε κράτη μέλη στα οποία έχουν καταγραφεί κρούσματα ΣΕΒ σε αυτόχθονα ζώα ή για τα οποία επιστημονική αξιολόγηση έχει ορίσει ότι είναι πιθανή η εμφάνιση της ΣΕΒ σε αυτόχθονα ζώα.

Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία μπορεί να επωφεληθούν από αυτή την εξαίρεση με βάση αποδείξεις που έχουν υποβληθεί και αξιολογηθεί προηγουμένως. Άλλα κράτη μέλη μπορούν να υποβάλουν αίτηση για αυτή την εξαίρεση προσκομίζοντας ενισχυτικά αποδεικτικά στοιχεία στην Επιτροπή όσον αφορά το στοιχείο α) ή β), ανάλογα με την περίπτωση.

Τα κράτη μέλη που επωφελούνται από την παρέκκλιση αυτή εξασφαλίζουν ότι, εκτός από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο παράρτημα III κεφάλαιο A τμήμα I, εξετάζονται με μία από τις εγκεκριμένες δοκιμές ταχείας διάγνωσης που αναφέρονται στο παράρτημα X κεφάλαιο Γ σημείο 4 όλα τα βοοειδή ηλικίας μεγαλύτερης των 30 μηνών τα οποία:

i) πέθαναν στο αγρόκτημα ή κατά τη μεταφορά, αλλά δεν σφαγιάστηκαν για ανθρώπινη κατανάλωση, με εξαίρεση τα νεκρά ζώα σε απομακρυσμένες περιοχές με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού των ζώων, σε κράτη μέλη όπου η εμφάνιση της ΣΕΒ είναι απίθανη·

ii) υποβλήθηκαν σε συνήθη σφαγή για ανθρώπινη κατανάλωση.

Η παρέκκλιση αυτή δεν χορηγείται για να επιτραπεί η χρήση της σπονδυλικής στήλης και γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας βοοειδών ηλικίας άνω των 30 μηνών από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Εμπειρογνώμονες της Επιτροπής μπορούν να διεξάγουν επιτόπιους ελέγχους για την επαλήθευση των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 21.

▼M9

3.

Τα οστά βοοειδών και αιγοπροβάτων δεν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μηχανικώς διαχωρισμένου κρέατος.

4.

Ο τεμαχισμός του κεντρικού νευρικού ιστού διά της εισαγωγής επιμήκους ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα μετά την αναισθητοποίηση δεν εφαρμόζεται στα βοοειδή ή τα αιγοπρόβατα των οποίων το κρέας προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα.

5.

Τα ειδικά υλικά κινδύνου αφαιρούνται:

α) στα σφαγεία, ή, εφόσον είναι αναγκαίο, σε άλλους χώρους σφαγής·

β) στα εργαστήρια τεμαχισμού, στην περίπτωση της σπονδυλικής στήλης των βοοειδών·

γ) όπου ενδείκνυται, σε μονάδες ενδιάμεσου χειρισμού που αναφέρονται στο άρθρο 10 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ( 30 ), ή σε χρήστες και κέντρα συλλογής που έχουν εγκριθεί και καταχωρηθεί σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημεία iv), vi) και vii) του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1774/2002.

Οι παραπάνω διατάξεις δεν ισχύουν για το υλικό της κατηγορίας 1 για τη σίτιση ειδών νεκροφάγων πτηνών σύμφωνα με το άρθρο 23 σημείο 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

6.

Η συγκομιδή των γλωσσών βοοειδών οποιασδήποτε ηλικίας που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή τα ζώα πραγματοποιείται στο σφαγείο μέσω εγκάρσιας σπληνοειδούς τομής της έκφυσης της γλώσσας από το σώμα του υοειδούς οστού.

7.

Η συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή των βοοειδών ηλικίας άνω των δώδεκα στα σφαγεία πραγματοποιείται σύμφωνα με ένα σύστημα ελέγχου αναγνωρισμένο από την αρμόδια αρχή, ώστε να εξασφαλίζεται η πρόληψη ενδεχόμενης μόλυνσης του κρέατος της κεφαλής με ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος. Το σύστημα περιλαμβάνει τουλάχιστον τις ακόλουθες διατάξεις:

 Η συγκομιδή πραγματοποιείται σε ειδικά καθορισμένο χώρο, μόνιμα διαχωρισμένο από τα άλλα μέρη της αλυσίδας σφαγής.

 Όταν οι κεφαλές αφαιρούνται από τον ιμάντα μεταφοράς ή τα άγκιστρα πριν από τη συγκομιδή του κρέατος από την κεφαλή, το μετωπιαίο τρήμα και το ινιακό τρήμα σφραγίζονται με αδιάβροχο και στερεό πώμα. Όταν λαμβάνεται δείγμα από το εγκεφαλικό στέλεχος για εργαστηριακή δοκιμή για ΣΕΒ, το ινιακό τρήμα σφραγίζεται αμέσως μετά τη δειγματοληψία.

 Απαγορεύεται η συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή εάν οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία ή έχουν απολεσθεί αμέσως πριν ή μετά τη σφαγή, ή εάν η κεφαλή έχει υποστεί άλλου είδους ζημία που ενδέχεται να συνεπάγεται τη μόλυνσή της από ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος.

 Απαγορεύεται η συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή εάν η κεφαλή δεν έχει σφραγισθεί κατάλληλα σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο.

 Με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων υγιεινής, θεσπίζονται ειδικές οδηγίες για την εργασία ώστε να εμποδίζεται η μόλυνση του κρέατος της κεφαλής κατά τη συγκομιδή, ιδίως στην περίπτωση που το πώμα σφράγισης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο έχει απολεσθεί ή οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία στη διάρκεια αυτής της δραστηριότητας.

 Θεσπίζεται πρόγραμμα δειγματοληψίας με τη χρήση κατάλληλης εργαστηριακής δοκιμής για τον εντοπισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος, ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων για τον περιορισμό της μόλυνσης.

8.

Κατά παρέκκλιση από τις απαιτήσεις του σημείου 7, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν την εφαρμογή, στα σφαγεία, εναλλακτικού συστήματος ελέγχου για τη συγκομιδή κρέατος από την κεφαλή των βοοειδών, το οποίο θα συνεπάγεται ισοδύναμη μείωση του επιπέδου μόλυνσης του κρέατος από την κεφαλή με ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος. Θεσπίζεται πρόγραμμα δειγματοληψίας με τη χρήση κατάλληλης εργαστηριακής δοκιμής για τον εντοπισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος, ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων για τον περιορισμό της μόλυνσης. Τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση αυτής της παρέκκλισης ενημερώνουν την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη, στο πλαίσιο της μονιμης κτηνιατρικής επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων, σχετικά με το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζουν και τα αποτελέσματα της δειγματοληψίας.

9.

Οι διατάξεις των σημείων 7 και 8 δεν εφαρμόζονται για τη συγκομιδή κρέατος από τη γλώσσα σύμφωνα με το σημείο 6 και για τη συγκομιδή του κρέατος από τα μάγουλα στο σφαγείο, εάν αυτή πραγματοποιείται χωρίς απομάκρυνση της κεφαλής των βοοειδών από τον ιμάντα μεταφοράς ή τα άγκιστρα.

10.

Κατά παρέκκλιση των σημείων 5 και 7, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να επιτρέψουν:

α) την αφαίρεση του νωτιαίου μυελού των αιγοπροβάτων σε εργαστήρια τεμαχισμού που έχουν εγκριθεί ειδικά για το σκοπό αυτό·

β) την αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης από σφάγια ή μέρη σφαγίων σε κρεοπωλεία που έχουν ειδική άδεια, ελέγχονται και καταχωρίζονται για το σκοπό αυτό·

γ) τη συγκομιδή του κρέατος από την κεφαλή των βοοειδών σε εργαστήρια τεμαχισμού που έχουν εγκριθεί ειδικά για το σκοπό αυτό, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

Οι κεφαλές βοοειδών που προορίζονται για μεταφορά σε εργαστήρια τεμαχισμού που έχουν εγκριθεί ειδικά για τη συγκομιδή του κρέατος από την κεφαλή, πρέπει να τηρούν τις ακόλουθες διατάξεις:

 οι κεφαλές αναρτώνται σε σχάρα κατά τη διάρκεια της περιόδου αποθήκευσης και της μεταφοράς από το σφαγείο στο ειδικά εγκεκριμένο εργαστήριο τεμαχισμού,

 το μετωπιαίο τρήμα και το ινιακό τρήμα σφραγίζονται κατάλληλα με αδιάβροχο και στερεό πώμα πριν από τη μετακίνηση από τον ιμάντα μεταφοράς ή τα άγκιστρα στις σχάρες. Όταν λαμβάνεται δείγμα από το εγκεφαλικό στέλεχος για εργαστηριακή δοκιμή για ΣΕΒ, το ινιακό τρήμα σφραγίζεται αμέσως μετά τη δειγματοληψία,

 οι κεφαλές που δεν έχουν σφραγισθεί κατάλληλα σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, ή των οποίων οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία ή έχουν απολεσθεί αμέσως πριν ή μετά τη σφαγή, ή οι κεφαλές που έχουν υποστεί άλλου είδους ζημία που ενδέχεται να συνεπάγεται τη μόλυνση του κρέατος της κεφαλής από ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος, εξαιρούνται από τη μεταφορά στα ειδικά εγκεκριμένα εργαστήρια τεμαχισμού,

 θεσπίζεται πρόγραμμα δειγματοληψίας με τη χρήση κατάλληλης εργαστηριακής δοκιμής για τον εντοπισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος, ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων για τον περιορισμό της μόλυνσης.

Η συγκομιδή του κρέατος από την κεφαλή βοοειδών στα εργαστήρια τεμαχισμού που έχουν εγκριθεί ειδικά για το σκοπό αυτό πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με ένα σύστημα ελέγχου αναγνωρισμένο από την αρμόδια αρχή ώστε να εξασφαλίζεται η πρόληψη ενδεχόμενης μόλυνσης του κρέατος της κεφαλής. Το σύστημα αυτό περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τα ακόλουθα:

 πριν από την έναρξη της συγκομιδής του κρέατος από την κεφαλή, όλες οι κεφαλές ελέγχονται οπτικά για σημεία μόλυνσης ή ζημίας και για να διαπιστωθεί εάν έχουν σφραγισθεί κατάλληλα,

 δεν πραγματοποιείται συγκομιδή του κρέατος εάν η κεφαλή δεν έχει σφραγισθεί κατάλληλα, ή εάν οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία, ή εάν η κεφαλή έχει υποστεί άλλου είδους ζημία που ενδέχεται να συνεπάγεται τη μόλυνση του κρέατος της κεφαλής από ιστούς του κεντρικού νευρικού συστήματος. Δεν πραγματοποιείται, επίσης, συγκομιδή του κρέατος από οποιαδήποτε κεφαλή για την οποία υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από τέτοιες κεφαλές,

 με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων υγιεινής, θεσπίζονται ειδικές οδηγίες για την εργασία ώστε να εμποδίζεται η μόλυνση του κρέατος της κεφαλής κατά τη μεταφορά και τη συγκομιδή, ιδίως στην περίπτωση που το πώμα σφράγισης έχει απολεσθεί ή οι οφθαλμοί έχουν υποστεί ζημία στη διάρκεια αυτής της δραστηριότητας,

 Θεσπίζεται πρόγραμμα δειγματοληψίας με τη χρήση κατάλληλης εργαστηριακής δοκιμής για τον εντοπισμό των ιστών του κεντρικού νευρικού συστήματος, ώστε να επαληθεύεται η ορθή εφαρμογή των μέτρων για τον περιορισμό της μόλυνσης.

11.

Όλα τα ειδικά υλικά κινδύνου βάφονται με χρωστική ουσία και, κατά περίπτωση, καθίστανται αναγνωρίσιμα αμέσως μετά την αφαίρεσή τους, και διατίθενται ως απόβλητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 2.

12.

Τα κράτη μέλη διενεργούν συχνά επίσημους ελέγχους για να διαπιστώνουν την ορθή εφαρμογή του παρόντος τμήματος, μεριμνούν δε για τη θέσπιση μέτρων ώστε να αποφεύγεται οποιαδήποτε μόλυνση, ιδίως στα σφαγεία, στα εργαστήρια τεμαχισμού ή σε άλλους χώρους απομάκρυνσης ειδικών υλικών κινδύνου, όπως τα κρεοπωλεία ή οι εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο σημείο 5 στοιχείο γ).

Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη θεσπίζουν σύστημα με το οποίο εξασφαλίζεται και ελέγχεται ότι:

α) τα ειδικά υλικά κινδύνου που χρησιμοποιούνται για επιτρεπόμενους σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους επιτρεπόμενους σκοπούς·

β) τα ειδικά υλικά κινδύνου καταστρέφονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

13.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν την αποστολή, προς άλλο κράτος μέλος, κεφαλών ή σφαγίων που περιέχουν ειδικά υλικά κινδύνου, εφόσον το κράτος μέλος αυτό έχει δεχθεί να τα παραλάβει και έχει εγκρίνει τους ειδικούς όρους που ισχύουν για τις μεταφορές αυτές.

Ωστόσο, σφάγια, ημιμόρια σφαγίων ή ημιμόρια σφαγίων που τεμαχίζονται σε όχι περισσότερα από τρία κομμάτια, και τεταρτημόρια που δεν περιλαμβάνουν άλλα ειδικά υλικά κινδύνου εκτός από τη σπονδυλική στήλη, συμπεριλαμβανομένων και των γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας, μπορούν να εισαχθούν σε ένα κράτος μέλος ή να αποσταλούν σε άλλο κράτος μέλος χωρίς προηγούμενη συμφωνία με το εν λόγω κράτος μέλος.

14.

Εφαρμόζεται ένα σύστημα ελέγχου για την αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης, όπως ορίζεται στο σημείο 1 στοιχείο α) σημείο i). Το σύστημα περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα μέτρα:

α) όταν δεν απαιτείται η αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης, τα σφάγια ή τα κομμάτια σφαγίων των βοοειδών που περιέχουν μέρος της σπονδυλικής στήλης, επισημαίνονται με μια γαλάζια λωρίδα στην ετικέτα που αναφέρεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1760/2000·

β) ειδική ένδειξη του αριθμού των σφαγίων ή των κομματιών σφαγίων των βοοειδών, από τα οποία απαιτείται η αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης και από τα οποία δεν απαιτείται η αφαίρεση της σπονδυλικής στήλης, προστίθεται στο εμπορικό παραστατικό που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 μέρος Α στοιχείο στ) σημείο ii) της οδηγίας 64/433/ΕΟΚ ή στο έγγραφο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 της απόφασης 93/13/ΕΟΚ της Επιτροπής ( 31 ), ανάλογα με την περίπτωση·

γ) τα κρεοπωλεία διατηρούν, για τουλάχιστον ένα έτος, τα εμπορικά παραστατικά που αναφέρονται στο στοιχείο β).

15.

α) Τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που απαριθμούνται παρακάτω υπόκεινται στους περιορισμούς εισαγωγής που καθορίζονται στο στοιχείο β) σχετικά με την εισαγωγή στην Κοινότητα:

 τα ειδικά υλικά κινδύνου που αναφέρονται στο σημείο 1 στοιχείο α),

 νωπό κρέας: το κρέας που ορίζεται στην οδηγία 64/433/ΕΟΚ,

 κιμάς και παρασκευάσματα κρέατος: ο κιμάς και τα παρασκευάσματα κρέατος όπως ορίζονται στην οδηγία 94/65/EΚ ( 32 ),

 προϊόντα με βάση το κρέας: τα προϊόντα με βάση το κρέας όπως ορίζονται στην οδηγία 77/99/ΕΟΚ ( 33 ),

 άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης: άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης όπως ορίζονται στην οδηγία 77/99/ΕΟΚ,

 τετηγμένα λίπη, όπως αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002,

 ζελατίνη, όπως αναφέρεται στην οδηγία 92/118/ΕΟΚ και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002,

 τροφές ζώων συντροφιάς, όπως αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002,

 προϊόντα αίματος, όπως αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002,

 μεταποιημένες ζωικές πρωτεΐνες, όπως αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002,

 οστά και προϊόντα με βάση τα οστά, όπως αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002,

 τα υλικά της κατηγορίας 3, όπως αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1774/2002.

Κάθε αναφορά σε «προϊόντα ζωικής προέλευσης» ορίζει τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που παρατίθενται στο σημείο αυτό και δεν αφορά άλλα προϊόντα ζωικής προέλευσης που περιέχουν ή προέρχονται από αυτά τα προϊόντα ζωικής προέλευσης.

β) Όταν τα προϊόντα ζωικής προέλευσης που αναφέρονται παραπάνω και τα οποία περιέχουν υλικό που προέρχεται από βοοειδή ή αιγοπρόβατα, εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες ή από περιφέρειες τους, το κατάλληλο υγειονομικό πιστοποιητικό πρέπει να συνοδεύεται από δήλωση υπογεγραμμένη από την αρμόδια αρχή της χώρας παραγωγής, η οποία έχει ως εξής:

«Το προϊόν αυτό δεν περιέχει και δεν προέρχεται από:

είτε ( 34 )

ειδικά υλικά κινδύνου, όπως ορίζονται στο παράρτημα ΧΙ κεφάλαιο Α του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 που έχουν παραχθεί μετά τις 31 Μαρτίου 2001, ή μηχανικώς διαχωρισμένο κρέας που προέρχεται από οστά βοοειδών ή αιγοπροβάτων και έχει παραχθεί μετά τις 31 Μαρτίου 2001. Μετά τις 31 Μαρτίου 2001 τα βοοειδή και τα αιγοπρόβατα από τα οποία προέρχεται το προϊόν αυτό δεν εσφάγησαν ύστερα από αναισθητοποίηση με έγχυση αερίου στην κρανιακή κοιλότητα ούτε έχουν θανατωθεί με την ίδια μέθοδο ούτε έχουν σφαγεί με τεμαχισμό ύστερα από αναισθητοποίηση του κεντρικού νευρικού ιστού διά της εισαγωγής επιμήκους ραβδοειδούς οργάνου στην κρανιακή κοιλότητα.

Τα σφάγια, τα ημιμόρια και τα τεταρτημόρια σφαγίων μπορεί να περιέχουν σπονδυλική στήλη κατά την εισαγωγή·

ή (**)

υλικό βοοειδών και αιγοπροβάτων πλην αυτού που προέρχεται από ζώα που έχουν γεννηθεί, εκτραφεί συνεχώς και σφαγεί στις ακόλουθες χώρες:

▼M11

 Αργεντινή

 Αυστραλία

 Μποτσουάνα

 Βραζιλία

 Χιλή

 Ελ Σαλβαδόρ

 Ισλανδία

 Ναμίμπια

 Γαλλικά Εδάφη της Νέας Καληδονίας

 Νέα Ζηλανδία

 Νικαράγουα

 Παναμάς

 Παραγουάη

 Σιγκαπούρη

 Ζουαζηλάνδη

 Ουρουγουάη

 Βανουάτου.

▼M4 —————

▼M10 —————

▼M2

Δ.   Σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τις εξαγωγές

1.

Οι ακόλουθες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν ως μεταβατικά μέτρα:

▼M5 —————

▼M2

Απόφαση 98/256/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 1998, σχετικά με επείγοντα μέτρα για προστασία από τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών και σχετικά με την τροποποίηση της απόφασης 94/474/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 96/239/ΕΚ.

Απόφαση 98/351/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Μαΐου 1998, για τον καθορισμό της ημερομηνίας από την οποία επιτρέπεται να αρχίσουν να αποστέλλονται από τη Βόρεια Ιρλανδία προϊόντα βοοειδών στο πλαίσιο του προγράμματος εξαγωγών από πιστοποιημένες αγέλες, δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5 της απόφασης 98/256/ΕΚ του Συμβουλίου.

Απόφαση 1999/514/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1999, για τον καθορισμό της ημερομηνίας κατά την οποία μπορεί να αρχίσει η αποστολή από το Ηνωμένο Βασίλειο προϊόντων που προέρχονται από βοοειδή σύμφωνα με το βασιζόμενο στην ημερομηνία καθεστώς εξαγωγής δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 5 της απόφασης 98/256/ΕΚ του Συμβουλίου.

▼M17 —————

▼M2

2.

Για τις εισαγωγές των βοοειδών πρέπει να υποβάλλεται διεθνές υγειονομικό πιστοποιητικό που να πιστοποιεί ότι:

α) η χρήση πρωτεϊνών που προέρχονται από θηλαστικά στις ζωοτροφές μηρυκαστικών έχει απαγορευτεί και η απαγόρευση έχει πράγματι εκτελεστεί·

β) τα βοοειδή που προορίζονται για εξαγωγή στην Κοινότητα ταυτοποιούνται από ένα μόνιμο σύστημα ταυτοποίησης το οποίο δίνει τη δυνατότητα ανίχνευσης της προέλευσής τους έως τη μητέρα και την αγέλη καταγωγής τους και ότι δεν είναι απόγονοι ζώων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης από τη ΣΕΒ.

▼M11

3.

Το σημείο 2 δεν εφαρμόζεται για εισαγωγές ζώντων βοοειδών που γεννήθηκαν και εκτράφηκαν συνεχώς στις ακόλουθες χώρες:

 Αργεντινή

 Αυστραλία

 Μποτσουάνα

 Βραζιλία

 Χιλή

 Ελ Σαλβαδόρ

 Ισλανδία

 Ναμίμπια

 Γαλλικά Εδάφη της Νέας Καληδονίας

 Νέα Ζηλανδία

 Νικαράγουα

 Παναμάς

 Παραγουάη

 Σιγκαπούρη

 Ζουαζηλάνδη

 Ουρουγουάη

 Βανουάτου.

▼M4 —————

▼M15

4.

α) Κατά την εισαγωγή από τον Καναδά ή τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Κοινότητα κρέατος εκτρεφομένων θηραμάτων όπως ορίζεται στην οδηγία 91/495/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 35 ), παρασκευασμάτων κρέατος όπως ορίζονται στην οδηγία 94/65/ΕΚ του Συμβουλίου ( 36 ), και προϊόντων με βάση το κρέας όπως ορίζονται στην οδηγία 77/99/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 37 ), που προέρχονται από εκτρεφόμενες ελαφίδες, τα υγειονομικά πιστοποιητικά συνοδεύονται από την ακόλουθη δήλωση που υπογράφεται από την αρμόδια αρχή της χώρας παραγωγής:

«Αυτό το προϊόν περιέχει ή προέρχεται αποκλειστικά από κρέας ελαφίδων, εξαιρουμένων των εντοσθίων και του νωτιαίου μυελού, που έχουν εξεταστεί για χρόνια εξασθενητική νόσο με ιστοπαθολογική, ανοσοϊστοχημική ή άλλη διαγνωστική μέθοδο αναγνωρισμένη από την αρμόδια αρχή με αρνητικά αποτελέσματα, και δεν προέρχεται από ζώα αγέλης που έχει προσβληθεί ή για την οποία υπάρχει επίσημη υπόνοια προσβολής από χρόνια εξασθενητική νόσο.»

β) Κατά την εισαγωγή από τον Καναδά ή τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Κοινότητα κρέατος θηραμάτων όπως ορίζεται στην οδηγία 92/45/ΕΟΚ του Συμβουλίου ( 38 ), που προέρχεται από ελαφίδες, το υγειονομικό πιστοποιητικό συνοδεύεται από την ακόλουθη δήλωση που υπογράφεται από την αρμόδια αρχή της χώρας παραγωγής:

«Αυτό το προϊόν περιέχει ή προέρχεται αποκλειστικά από κρέας ελαφίδων, εξαιρουμένων των εντοσθίων και του νωτιαίου μυελού, που έχουν εξεταστεί για χρόνια εξασθενητική νόσο με ιστοπαθολογική, ανοσοϊστοχημική ή άλλη διαγνωστική μέθοδο αναγνωρισμένη από την αρμόδια αρχή με αρνητικά αποτελέσματα, και δεν προέρχεται από ζώα περιοχής που έχει προσβληθεί κατά τα τελευταία τρία έτη ή για την οποία υπάρχει επίσημη υπόνοια προσβολής από χρόνια εξασθενητική νόσο.»



( 1 ) ΕΕ C 45 της 19.2.1999, σ. 2 και

ΕΕ C 120 Ε της 24.4.2001, σ. 89.

( 2 ) ΕΕ C 258 της 10.9.1999, σ. 19.

( 3 ) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Μαΐου 2000 (ΕΕ C 59 της 23.2.2001, σ. 93), κοινή θέση του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2001 (ΕΕ C 88 της 19.3.2001, σ. 1) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 3ης Μαΐου 2001.

( 4 ) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

( 5 ) Οδηγία 89/662/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1989, σχετικά με τους κτηνιατρικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 395 της 30.12.1989, σ. 13)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 62 της 15.3.1993, σ. 49).

( 6 ) Οδηγία 90/425/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τους κτηνιατρικούς και ζωοτεχνικούς ελέγχους που εφαρμόζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο ορισμένων ζώντων ζώων και προϊόντων με προοπτική την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς (ΕΕ L 224 της 18.8.1990, σ. 29)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

( 7 ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000, για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας, καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1).

( 8 ) Οδηγία 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1964, περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών (ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 1977/64)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 2000/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 163 της 4.7.2000, σ. 35).

( 9 ) Οδηγία 91/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 1991, σχετικά με το καθεστώς υγειονομικού ελέγχου που διέπει το ενδοκοινοτικό εμπόριο αιγοπροβάτων (ΕΕ L 46 της 19.2.1991, σ. 19)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 94/953/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 371 της 31.12.1994, σ. 14).

( 10 ) Οδηγία 91/496/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, για τον καθορισμό των βασικών αρχών σχετικά με την οργάνωση των κτηνιατρικών ελέγχων των ζώων προέλευσης τρίτων χωρών που εισάγονται στην Κοινότητα και περί τροποποίησης των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ, 90/425/ΕΟΚ και 90/675/ΕΟΚ (EE L 268 της 24.9.1991, σ. 56)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/43/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 162 της 1.7.1996, σ. 1).

( 11 ) Οδηγία 97/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1997, για καθορισμό των αρχών οργάνωσης των κτηνιατρικών ελέγχων των προϊόντων που εισάγονται στην Κοινότητα από τρίτες χώρες (ΕΕ L 24 της 30.1.1998, σ. 9).

( 12 ) Οδηγία 82/894/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1982, για την κοινοποίηση των ασθενειών των ζώων μέσα στην Κοινότητα (ΕΕ L 378 της 31.12.82, σ. 58)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 2000/556/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 235 της 19.9.2000, σ. 27).

( 13 ) Οδηγία 92/46/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1992, για τη θέσπιση των υγειονομικών κανόνων για την παραγωγή και την εμπορία νωπού γάλακτος, θερμικά επεξεργασμένου γάλακτος και προϊόντων με βάση το γάλα (ΕΕ L 268 της 14.9.1992, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 96/23/ΕΚ (ΕΕ L 125 της 23.5.1996, σ. 10).

( 14 ) Οδηγία 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1992, για τον καθορισμό των όρων υγειονομικού ελέγχου καθώς και των υγειονομικών όρων που διέπουν το εμπόριο και τις εισαγωγές στην Κοινότητα προϊόντων που δεν υπόκεινται, όσον αφορά τους προαναφερόμενους όρους, στις ειδικές κοινοτικές ρυθμίσεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο Ι του παραρτήματος Α της οδηγίας 89/662/ΕΟΚ και, όσον αφορά τους παθογόνους παράγοντες, της οδηγίας 90/425/ΕΟΚ (ΕΕ L 62 της 15.3.1993, σ. 49)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 1999/724/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 290 της 12.11.1999, σ. 32).

( 15 ) ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1.

( 16 ) ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1.

( 17 ) ΕΕ L 86 της 6.4.1979, σ. 30.

( 18 ) ΕΕ 121 της 29.7.1964, σ. 2012/64.

( 19 ) ΕΕ L 99 της 20.4.1996, σ. 14.

( 20 ) ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1.

( 21 ) Το ελάχιστο μέγεθος δείγματος υπολογίστηκε για την ανίχνευση επιπολασμού ύψους 0,03 % με αξιοπιστία 95 % όσον αφορά τα σφαγμένα ζώα.

( 22 ) Οδηγία 90/667/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1990, για τη θέσπιση υγειονομικών κανόνων για τη διάθεση και τη μεταποίηση ζωικών αποβλήτων, τη διάθεσή τους στην αγορά και την προστασία από τους παθογόνους οργανισμούς των ζωοτροφών ζωικής προέλευσης ή με βάση τα ψάρια και για την τροποποίηση της οδηγίας 90/245/ΕΟΚ (ΕΕ L 363 της 27.12.1990, σ. 51). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994.

( 23 ) Απόφαση 92/562/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 17ης Νοεμβρίου 1992, περί εγκρίσεως εναλλακτικών συστημάτων θερμικής επεξεργασίας για τη μεταποίηση υλικού υψηλού κινδύνου (ΕΕ L 359 της 9.12.1992, σ. 23). Απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 1994.

( 24 ) Απόφαση 1999/534/ΕΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1999, για τη λήψη μέτρων που εφαρμόζονται στην επεξεργασία ορισμένων ζωικών αποβλήτων για την προστασία από τις μεταδοτικές σπογγώδεις εγκεφαλοπάθειες, και την τροποποίηση της απόφασης 97/735/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 204 της 4.8.1999, σ. 37).

( 25 ) Απόφαση 97/735/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με ορισμένα μέτρα προστασίας όσον αφορά το εμπόριο ορισμένων κατηγοριών ζωικών αποβλήτων θηλαστικών (ΕΕ L 294 της 28.10.97, σ. 7). Απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 1999/534/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 204 της 4.8.1999, σ. 37).

( 26 ) ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1.

( 27 ) ΕΕ L 349 της 24.12.2002, σ. 105.

( 28 ) ΕΕ L 349 της 24.12.2002, σ. 105.

( 29 ) Οδηγία 89/556/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 1989, για τον καθορισμό των υγειονομικών όρων που διέπουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο και τις εισαγωγές εμβρύων κατοικίδιων βοοειδών (ΕΕ L 302 της 19.10.1989, σ. 1)· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την απόφαση 94/113/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 53 της 24.2.1994, σ. 23).

( 30 ) ΕΕ L 273 της 10.10.2002, σ. 1.

( 31 ) ΕΕ L 9 της 15.1.1993, σ. 3.

( 32 ) Οδηγία 94/65/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 1994, περί καθορισμού των υγειονομικών κανόνων για την παραγωγή και τη θέση στην αγορά κιμάδων και παρασκευασμάτων κρέατος (ΕΕ L 368 της 31.12.1994, σ. 10).

( 33 ) Οδηγία 77/99/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1976, περί υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών προϊόντων με βάση το κρέας (ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 85). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 97/76/EΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 10 της 16.1.1998, σ. 25).

( 34 ) Να διαγραφεί ανάλογα η μία περίπτωση.»

( 35 ) ΕΕ L 268 της 24.9.1991, σ. 41.

( 36 ) ΕΕ L 368 της 31.12.1994, σ. 10.

( 37 ) ΕΕ L 26 της 31.1.1977, σ. 85.

( 38 ) ΕΕ L 268 της 14.9.1992, σ. 35.

Top