Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 01996L0048-20031120

Consolidated text: Οδηγία 96/48/ΕΚ του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1996 σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1996/48/2003-11-20

1996L0048 — EL — 20.11.2003 — 001.001


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΟΔΗΓΊΑ 96/48/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 1996

σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας

(ΕΕ L 235, 17.9.1996, p.6)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΊΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ της 29ης Σεπτεμβρίου 2003

  L 284

1

31.10.2003




▼B

ΟΔΗΓΊΑ 96/48/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 23ης Ιουλίου 1996

σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 129 Δ τρίτο εδάφιο,

την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 2 ),

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών ( 3 ),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 189 Γ ( 4 ),

Εκτιμώντας:

ότι για να μπορέσουν οι πολίτες της Ένωσης, οι οικονομικοί παράγοντες, καθώς και οι περιφερειακοί και τοπικοί συλλογικοί φορείς να επωφεληθούν πλήρως από τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τη δημιουργία ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα, είναι σκόπιμο, μεταξύ άλλων, να ευνοηθεί η διασύνδεση και η διαλειτουργικότητα των εθνικών δικτύων τρένων μεγάλης ταχύτητας, καθώς και η πρόσβαση στα δίκτυα αυτά·

ότι μια ομάδα υψηλού επιπέδου, από εκπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών, των ευρωπαϊκών σιδηροδρόμων και της ευρωπαϊκής σιδηροδρομικής βιομηχανίας συνεκλήθη από την Επιτροπή κατόπιν αιτήματος που διατύπωσε το Συμβούλιο στο ψήφισμά του της 4ηςκαι 5ης Δεκεμβρίου 1989, και κατάρτισε το ρυθμιστικό σχέδιο του διευρωπαϊκού δικτύου τρένων μεγάλης ταχύτητας·

ότι η Επιτροπή υπέβαλε, τον Δεκέμβριο του 1990, στο Συμβούλιο ανακοίνωση για το εν λόγω δίκτυο τρένων μεγάλης ταχύτητας και ότι το Συμβούλιο εξέφρασε θετική γνώμη για την ανακοίνωση αυτή στο ψήφισμά του της 17ης Δεκεμβρίου 1990 ( 5

ότι το άρθρο 129 Γ της συνθήκης προβλέπει ότι η Κοινότητα αναλαμβάνει κάθε δράση που αποδεικνύεται αναγκαία για την εξασφάλιση της διαλειτουργικότητας των δικτύων, ιδίως στον τομέα της εναρμόνισης των τεχνικών προτύπων·

ότι η εκμετάλλευση, υπό εμπορικούς όρους, των τρένων μεγάλης ταχύτητας προϋποθέτει άριστη συνοχή μεταξύ των χαρακτηριστικών της υποδομής και του τροχαίου υλικού· ότι από τη συνοχή αυτή εξαρτώνται το επίπεδο επιδόσεων, η ασφάλεια, η ποιότητα των υπηρεσιών και το κόστος· ότι επί της συνοχής αυτής βασίζεται, κυρίως, η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας·

ότι η οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουλίου 1991, για την ανάπτυξη των κοινοτικών σιδηροδρόμων ( 6 ) συνεπάγεται ότι οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις πρέπει να έχουν αυξημένη πρόσβαση στα δίκτυα των κρατών μελών και ότι γι' αυτό, κατά συνέπεια, απαιτείται η διαλειτουργικότητα των υποδομών, των εξοπλισμών και του τροχαίου υλικού·

ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευθύνη να εξασφαλίζουν την τήρηση των γενικών κανόνων ασφάλειας, υγείας και προστασίας των καταναλωτών, οι οποίοι ισχύουν για τα σιδηροδρομικά δίκτυα, κατά το σχεδιασμό, την κατασκευή, τη θέση σε λειτουργία και την εκμετάλλευση· ότι, μαζί με τις τοπικές αρχές, είναι συνυπεύθυνα σε θέματα ιδιοκτησίας επί τους εδάφους, χωροταξίας και προστασίας του περιβάλλοντος, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά τα δίκτυα τρένων μεγάλης ταχύτητας·

ότι η οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον ( 7 ), απαιτεί εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον από την κατασκευή γραμμών για την κυκλοφορία σε μεγάλες αποστάσεις των σιδηροδρόμων·

ότι οι εθνικές κανονιστικές ρυθμίσεις, όπως και οι εσωτερικές ρυθμίσεις και οι τεχνικές προδιαγραφές που εφαρμόζονται από τους σιδηροδρόμους, παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές· ότι οι εν λόγω εθνικές και εσωτερικές ρυθμίσεις περιλαμβάνουν τεχνικές προσαρμοσμένες στην εθνική βιομηχανία· ότι προβλέπουν ιδιαίτερες διαστάσεις, συστήματα και χαρακτηριστικά· ότι η κατάσταση αυτή εμποδίζει τη δυνατότητα κυκλοφορίας των τρένων μεγάλης ταχύτητας, υπό ευνοϊκές προϋποθέσεις, στο σύνολο του κοινοτικού εδάφους·

ότι η κατάσταση αυτή, με την πάροδο των ετών, δημιούργησε στενότατους δεσμούς μεταξύ των εθνικών σιδηροδρομικών βιομηχανιών και των εθνικών σιδηροδρόμων, σε βάρος του πραγματικού ανοίγματος των αγορών· ότι οι εν λόγω βιομηχανίες, για να είναι σε θέση να αναπτύξουν την ανταγωνιστικότητά τους σε παγκόσμια κλίμακα, χρειάζονται μια ανοικτή και ανταγωνιστική ευρωπαϊκή αγορά·

ότι, επομένως, είναι σκόπιμο να ορισθούν, για ολόκληρη την Κοινότητα, βασικές απαιτήσεις σχετικά με το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας·

ότι, εξαιτίας της έκτασης και της πολυπλοκότητάς του, το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας χρειάστηκε, για λόγους λειτουργικούς, να αναλυθεί σε υποσυστήματα, και ότι θα πρέπει, για κάθε ένα από τα υποσυστήματα αυτά, να διευκρινισθούν σε ολόκληρη την Κοινότητα οι βασικές απαιτήσεις, οι βασικές παράμετροι και οι αναγκαίες τεχνικές προδιαγραφές, ιδίως όσον αφορά τα κατασκευαστικά στοιχεία και τις διασυνδέσεις, ώστε να πληρούνται οι βασικές απαιτήσεις· ότι, ωστόσο, ορισμένα υποσυστήματα (περιβάλλον, χρήστες, εκμετάλλευση), θα υπόκεινται σε τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας (ΤΠΔ) μόνον στο βαθμό που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της διαλειτουργικότητας στους τομείς των υποδομών, της ενέργειας, των ελέγχων χειρισμού και σηματοδότησης και του τροχαίου υλικού·

ότι η εφαρμογή διατάξεων σχετικά με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας δεν θα πρέπει να δημιουργήσει εμπόδια αδικαιολόγητα από άποψη κόστους/ωφέλειας όσον αφορά τη διασφάλιση της συνοχής του υφιστάμενου σιδηροδρομικού δικτύου κάθε κράτους μέλους, ενώ παράλληλα θα επιδιωχθεί να παραμείνει ως στόχος η κυκλοφορία τρένων μεγάλης ταχύτητας σε όλο το έδαφος της Κοινότητας·

ότι σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να επιτραπεί σε ένα κράτος μέλος να μην εφαρμόζει ορισμένες τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας και να εισάγει διαδικασίες που θα εξασφαλίζουν ότι αυτή η παρέκκλιση θα είναι δικαιολογημένη· ότι το άρθρο 129 Γ της συνθήκης ορίζει ότι οι κοινοτικές δραστηριότητες στον τομέα της διαλειτουργικότητας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την οικονομική βιωσιμότητα των σχεδίων·

ότι για να τηρούνται οι διατάξεις οι σχετικές με τις διαδικασίες σύναψης συμβάσεων στον τομέα αυτό, και ειδικότερα οι διατάξεις της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ ( 8 ), οι αναθέτοντες φορείς οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν τις τεχνικές προδιαγραφές στα γενικά έγγραφα ή στις συγγραφές υποχρεώσεων της κάθε σύμβασης· ότι χρειάζεται ένα σύνολο ευρωπαϊκών απαιτήσεων που θα χρησιμεύουν ως στοιχεία αναφοράς για αυτές τις τεχνικές προδιαγραφές·

ότι η ευρωπαϊκή προδιαγραφή συνιστά, κατά την έννοια της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ, μια κοινή τεχνική προδιαγραφή, μια ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση ή ένα εθνικό πρότυπο που μεταφέρει ένα ευρωπαϊκό πρότυπο· ότι ένα εναρμονισμένο ευρωπαϊκό πρότυπο καταρτίζεται από έναν ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN), την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ηλεκτρονικής Τυποποίησης (CENELEC) ή το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τυποποίησης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών κατόπιν εντολής της Επιτροπής και ότι τα στοιχεία αναφοράς του δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

ότι ενδιαφέρει την Κοινότητα να υπάρχει ένα διεθνές σύστημα τυποποίησης δυνάμενο να παράγει πρότυπα, χρησιμοποιούμενα πράγματι από τους διεθνώς εμπορευομένους και πληρούντα τις απαιτήσεις της κοινοτικής πολιτικής· ότι, κατά συνέπεια, οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί τυποποίησης πρέπει να συνεχίσουν τη συνεργασία τους με τους διεθνείς οργανισμούς τυποποίησης·

ότι οι αναθέτοντες φορείς καθορίζουν τις συμπληρωματικές προδιαγραφές που είναι αναγκαίες για τη συμπλήρωση των ευρωπαϊκών προδιαγραφών ή των άλλων προτύπων· ότι οι προδιαγραφές αυτές δεν πρέπει να θίγουν την τήρηση των διακοινοτικώς εναρμονισμένων βασικών απαιτήσεων από το ευρωπαϊκό δίκτυο τρένων μεγάλης ταχύτητας·

ότι οι διαδικασίες αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης των κατασκευαστικών στοιχείων πρέπει να βασίζονται στη χρήση των ενοτήτων, οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της απόφασης 93/465/ΕΟΚ ( 9 )· ότι είναι σκόπιμο να αναπτυχθούν, εν τω μέτρω του δυνατού, προκειμένου να ευνοηθεί η ανάπτυξη του οικείου βιομηχανικού κλάδου, οι διαδικασίες που χρησιμοποιούν το σύστημα διασφάλισης ποιότητας· ότι η έννοια του κατασκευαστικού στοιχείου καλύπτει στοιχεία υλικά και άυλα, όπως το λογισμικό·

ότι η εκτίμηση της καταλληλότητας χρήσης εφαρμόζεται επί των κατασκευαστικών στοιχείων που είναι τα πλέον καίρια για την ασφάλεια, τη διαθεσιμότητα ή την οικονομία του συστήματος·

ότι στις συγγραφές υποχρεώσεων οι αναθέτοντες φορείς καθορίζουν για τα κατασκευαστικά στοιχεία, χρησιμοποιώντας τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, τα χαρακτηριστικά που πρέπει να τηρούνται συμβατικώς από τους κατασκευαστές· ότι, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η πιστότητα των κατασκευαστικών στοιχείων συνδέεται κυρίως με τον τομέα χρησιμοποίησής τους, με σκοπό να εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα του συστήματος, και όχι μόνο με την ελεύθερη κυκλοφορία τους στην κοινοτική αγορά·

ότι, κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται ο κατασκευαστής να θέσει τη σήμανση «ΕΚ» στα κατασκευαστικά στοιχεία που υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, αλλά, βάσει εκτίμησης της πιστότητας ή/και της καταλληλότητας χρήσης που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία διαδικασίες, επαρκεί η δήλωση συμμόρφωσης του κατασκευαστή· ότι τούτο δεν επηρεάζει την υποχρέωση που υπέχουν οι κατασκευαστές να θέτουν σε ορισμένα κατασκευαστικά στοιχεία τη σήμανση «ΕΚ» που πιστοποιεί τη συμμόρφωσή τους προς άλλες οικείες κοινοτικές διατάξεις·

ότι τα υποσυστήματα που συγκροτούν το ευρωπαϊκό δίκτυο πρέπει να υποβάλλονται σε διαδικασία επαλήθευσης, επιτρέπουσα στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες εγκρίνουν τη θέση σε λειτουργία, να βεβαιώνονται ότι στο στάδιο σχεδιασμού, κατασκευής και λειτουργίας το αποτέλεσμα είναι σύμφωνο προς τις ισχύουσες κανονιστικές, τεχνικές και λειτουργικές διατάξεις· ότι τούτο θα επιτρέψει, επίσης, στους κατασκευαστές να αναμένουν ισότητα μεταχείρισης σε οποιαδήποτε χώρα· ότι πρέπει, επομένως, να καταρτισθεί μια ενότητα, η οποία να ορίζει τις αρχές και τους όρους της επαλήθευσης «ΕΚ» των υποσυστημάτων·

ότι η διαδικασία επαλήθευσης «ΕΚ» βασίζεται στις ΤΠΔ· ότι οι εν λόγω ΤΠΔ καταρτίζονται, κατόπιν εντολής της Επιτροπής, από τον κοινό αντιπροσωπευτικό οργανισμό των διαχειριστών της υποδομής, των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και της βιομηχανίας· ότι η αναφορά στις ΤΠΔ είναι υποχρεωτική ώστε να εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα του δικτύου και ότι οι εν λόγω ΤΠΔ υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 18 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ·

ότι οι κοινοποιημένοι οργανισμοί που αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης των κατασκευαστικών στοιχείων, καθώς και της διαδικασίας επαλήθευσης των υποσυστημάτων, οφείλουν, ιδιαίτερα όταν λείπει η ευρωπαϊκή προδιαγραφή, να συντονίζουν κατά το δυνατόν τις αποφάσεις τους·

ότι η οδηγία 91/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου επιβάλλει, από άποψη λογιστικής, διαχωρισμό των δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης των υπηρεσιών μεταφορών από τις δραστηριότητες διαχείρισης της σιδηροδρομικής υποδομής· ότι, υπό το ίδιο πνεύμα, είναι σκόπιμο οι ειδικευμένες υπηρεσίες των διαχειριστών των σιδηροδρομικών υποδομών, που θα υποδειχθούν ως κοινοποιημένοι οργανισμοί, να διαθέτουν διάρθρωση πληρούσα τα κριτήρια που πρέπει να ισχύουν για τέτοιους οργανισμούς· ότι είναι δυνατό να κοινοποιηθούν και άλλοι ειδικευμένοι οργανισμοί, εφόσον πληρούν τα ίδια κριτήρια·

ότι η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας έχει κοινοτική διάσταση· ότι τα κράτη μέλη μεμονωμένα δεν είναι σε θέση να λάβουν τα αναγκαία μέτρα που επιτρέπουν να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα αυτή· ότι πρέπει, συνεπώς, κατ' εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, να αναληφθεί η εν λόγω δράση σε κοινοτικό επίπεδο,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:



ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1

1.  Σύμφωνα με τα άρθρα 129 Β και 129 Γ της συνθήκης, η παρούσα οδηγία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να επιτευχθεί η διακοινοτική διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, όπως περιγράφεται στο παράρτημα I.

2.  Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν το σχέδιο, την κατασκευή, τη διευθέτηση, την εκμετάλλευση της υποδομής και του τροχαίου υλικού που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία του συστήματος αυτού και θα τεθούν σε λειτουργία μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 2

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

α)  «διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας»: το σύνολο το οποίο περιγράφεται στο παράρτημα I και απαρτίζεται από τη σιδηροδρομική υποδομή, συμπεριλαμβανομένων των γραμμών και των μονίμων εγκαταστάσεων του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών, η οποία είναι ειδικά κατασκευασμένη ή διευθετημένη για κυκλοφορία μεγάλης ταχύτητας, και το τροχαίο υλικό το σχεδιασμένο για να κυκλοφορεί επί της υποδομής αυτής·

β)  «διαλειτουργικότητα»: η ικανότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας να επιτρέπει την ασφαλή και συνεχή κυκλοφορία τρένων μεγάλης ταχύτητας, επιτυγχανομένων συγκεκριμένων επιδόσεων. Η ικανότητα αυτή βασίζεται στο σύνολο κανονιστικών, τεχνικών και λειτουργικών προϋποθέσεων που πρέπει να τηρούνται για να πληρούνται οι βασικές απαιτήσεις·

γ)  «υποσυστήματα»: το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας υποδιαιρείται, όπως αναφέρεται στο παράρτημα II, σε διαρθρωτικά ή λειτουργικά υποσυστήματα για τα οποία πρέπει να καθοριστούν βασικές απαιτήσεις·

δ)  «στοιχεία διαλειτουργικότητας»: κάθε βασικό στοιχείο, ομάδα στοιχείων, υποσύνολο ή πλήρες σύνολο υλικών ενσωματωμένων ή προοριζόμενων να ενσωματωθούν σε ένα υποσύστημα, από το οποίο εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας·

ε)  «βασικές απαιτήσεις»: το σύνολο των προϋποθέσεων που περιγράφονται στο παράρτημα III στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνεται το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, τα υποσυστήματα και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας·

στ)  «ευρωπαϊκή προδιαγραφή»: μια κοινή τεχνική προδιαγραφή, μια ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση ή ένα εθνικό πρότυπο στο οποίο έχει μεταφερθεί ένα ευρωπαϊκό πρότυπο, όπως ορίζονται στο άρθρο 1 σημεία 8 έως 12 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ·

ζ)  «τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας» εφεξής καλούμενες «ΤΠΔ»: οι προδιαγραφές που ισχύουν για κάθε υποσύστημα προκειμένου να ανταποκρίνεται στις βασικές απαιτήσεις, με τον καθορισμό αναγκαίων αμοιβαίων λειτουργικών σχέσεων μεταξύ των υποσυστημάτων του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας και με εξασφάλιση της συνοχής του·

η)  «αντιπροσωπευτικός κοινός οργανισμός»: ο οργανισμός στον οποίο συμμετέχουν αντιπρόσωποι των φορέων διαχείρισης της υποδομής, των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων και της βιομηχανίας, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εκπόνηση των ΤΠΔ. Ως «φορείς διαχείρισης της υποδομής» νοούνται οι φορείς που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 7 της οδηγίας 91/440/ΕΟΚ·

θ)  «κοινοποιημένοι οργανισμοί»: οι οργανισμοί οι επιφορτισμένοι με την αξιολόγηση της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας ή τη διεξαγωγή της διαδικασίας ελέγχου «ΕΚ» των υποσυστημάτων.

Άρθρο 3

1.  Η παρούσα οδηγία αφορά τις διατάξεις που αναφέρονται, για κάθε υποσύστημα, στις παραμέτρους, στα στοιχεία διαλειτουργικότητας, στις διασυνδέσεις και στις διαδικασίες, καθώς και τις προϋποθέσεις γενικής συνοχής του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας που απαιτούνται για την επίτευξη της διαλειτουργικότητάς του.

2.  Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων οικείων κοινοτικών διατάξεων. Ωστόσο, στην περίπτωση των στοιχείων διαλειτουργικότητας, η ικανοποίηση των βασικών απαιτήσεων της παρούσας οδηγίας ενδέχεται να απαιτήσει τη χρήση ευρωπαϊκών προδιαγραφών που θα καταρτιστούν ειδικώς για το σκοπό αυτό.

Άρθρο 4

1.  Το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, τα υποσυστήματα και τα στοιχεία διαλειτουργικότητας πρέπει να πληρούν τις οικείες βασικές απαιτήσεις.

2.  Οι πρόσθετες τεχνικές προδιαγραφές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 4 της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ και χρειάζονται για τη συμπλήρωση των ευρωπαϊκών προδιαγραφών ή των άλλων προτύπων, εν χρήσει στην Κοινότητα, δεν πρέπει να αντιβαίνουν προς τις βασικές απαιτήσεις.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

Τεχνικές προδιαγραφές διαλειτουργικότητας

Άρθρο 5

1.  Κάθε υποσύστημα αποτελεί αντικείμενο μιας ΤΠΔ. Για τα υποσυστήματα που αφορούν το περιβάλλον, την εκμετάλλευση ή τους χρήστες, καταρτίζονται ΤΠΔ μόνον αν χρειάζεται για να εξασφαλίζεται η διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας στους τομείς της υποδομής, της ενέργειας, των ελέγχων χειρισμού και σηματοδότησης και του τροχαίου υλικού.

2.  Τα υποσυστήματα πρέπει να πληρούν τις ΤΠΔ. Η πιστότητα διατηρείται συνεχώς καθόλη τη χρήση κάθε υποσυστήματος.

3.  Εφόσον είναι αναγκαίο για την επίτευξη της διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, οι ΤΠΔ:

α) διευκρινίζουν τις βασικές απαιτήσεις των υποσυστημάτων και διασυνδέσεών τους·

β) καθορίζουν τις βασικές παραμέτρους, οι οποίες περιγράφονται στο παράρτημα II σημείο 3 και απαιτούνται για την ικανοποίηση των βασικών απαιτήσεων·

γ) καθορίζουν τους όρους που πρέπει να πληρούνται για να επιτυγχάνονται οι επιδόσεις που ορίζονται για καθεμία από τις ακόλουθες κατηγορίες γραμμών:

 γραμμές ειδικά κατασκευασμένες για μεγάλη ταχύτητα,

 γραμμές ειδικά διευθετημένες για μεγάλη ταχύτητα,

 γραμμές ειδικά διευθετημένες για μεγάλη ταχύτητα με ειδικά χαρακτηριστικά λόγω δυσκολιών που οφείλονται στην τοπογραφία, τη διαμόρφωση του εδάφους ή το αστικό περιβάλλον·

δ) καθορίζουν τις ενδεχόμενες λεπτομέρειες εφαρμογής σε ειδικές περιπτώσεις·

ε) προσδιορίζουν τα στοιχεία διαλειτουργικότητας και τις διασυνδέσεις που πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ευρωπαϊκών προδιαγραφών, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών προτύπων, που χρειάζονται για την επίτευξη διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, τηρουμένων των βασικών απαιτήσεων·

στ) αναφέρουν, σε κάθε προβλεπόμενη περίπτωση, τις ενότητες, όπως ορίζονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ ή, ενδεχομένως, τις συγκεκριμένες διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται για την αξιολόγηση είτε της πιστότητας, είτε της καταλληλότητας χρήσης των στοιχείων διαλειτουργικότητας, καθώς και τον έλεγχο «ΕΚ» των υποσυστημάτων.

4.  Οι ΤΠΔ δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να αποφασίσουν τη χρησιμοποίηση των νέων ή διευθετημένων υποδομών για την κυκλοφορία άλλων τρένων.

5.  Η τήρηση του συνόλου των ΤΠΔ επιτρέπει τη συγκρότηση ενός συνεκτικού διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, που θα διασφαλίζει δεόντως τη συνοχή του σιδηροδρομικού δικτύου κάθε κράτους μέλους.

Άρθρο 6

1.  Τα σχέδια ΤΠΔ καταρτίζονται κατόπιν εντολής της Επιτροπής, η οποία καθορίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, από τον κοινό αντιπροσωπευτικό οργανισμό. Οι ΤΠΔ θεσπίζονται και αναθεωρούνται με την ίδια διαδικασία. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις ΤΠΔ στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2.  Ο κοινός αντιπροσωπευτικός οργανισμός αναλαμβάνει με την προετοιμασία της αναθεώρησης, της αναπροσαρμογής των ΤΠΔ και την υποβολή οποιασδήποτε χρήσιμης σύστασης στην επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 21 ώστε να λαμβάνονται υπόψη η εξέλιξη της τεχνικής ή οι κοινωνικές επιταγές.

3.  Κατά την κατάρτιση, θέσπιση και αναθεώρηση των ΤΠΔ λαμβάνεται υπόψη το προβλεπόμενο κόστος των τεχνικών λύσεων που επιτρέπουν την τήρησή τους ώστε να επιλεγούν και να εφαρμοστούν οι αποδοτικότερες λύσεις. Για το σκοπό αυτό, ο κοινός αντιπροσωπευτικός οργανισμός επισυνάπτει σε κάθε σχέδιο ΤΠΔ εκτίμηση κόστους/ωφελείας των τεχνικών λύσεων για όλους τους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς και παράγοντες.

4.  Η επιτροπή του άρθρου 21 ενημερώνεται τακτικά από τον κοινό αντιπροσωπευτικό οργανισμό για τις εργασίες κατάρτισης των ΤΠΔ. Η επιτροπή μπορεί να του απευθύνει κάθε χρήσιμη εντολή ή σύσταση όσον αφορά το σχεδιασμό των ΤΠΔ, με βάση τις βασικές απαιτήσεις και την αξιολόγηση του κόστους.

5.  Κατά την έγκριση κάθε ΤΠΔ, καθορίζεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος της με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.

6.  Ο κοινός αντιπροσωπευτικός οργανισμός πρέπει να λειτουργεί κατά ανοικτό και διαφανή τρόπο σύμφωνα με τις γενικές κοινοτικές διαδικασίες τυποποίησης.

Άρθρο 7

Ένα κράτος μέλος μπορεί να μην εφαρμόζει ορισμένες ΤΠΔ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το τροχαίο υλικό, στις ακόλουθες περιπτώσεις και συνθήκες:

α) για ένα σχέδιο νέας γραμμής ή διευθέτησης υπάρχουσας γραμμής ενόψει της εγκατάστασης γραμμής μεγάλης ταχύτητας ευρισκομένης σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης κατά τη δημοσίευση των ως άνω ΤΠΔ·

το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί προηγουμένως στην Επιτροπή την πρόθεσή του να ζητήσει παρέκκλιση, την ενημερώνει σχετικά με την εξέλιξη των έργων και της διαβιβάζει φάκελο με τις ΤΠΔ ή τα τμήματα των ΤΠΔ που επιθυμεί να μην εφαρμοστούν, τις διατάξεις που σκοπεύει να εφαρμόσει κατά την υλοποίηση του έργου προκειμένου να ευνοήσει τη μακροπρόθεσμη διαλειτουργικότητά του, και τους λόγους τεχνικής, διοικητικής ή οικονομικής φύσεως που δικαιολογούν την παρέκκλιση αυτή·

β) για σχέδιο διευθέτησης υπάρχουσας γραμμής ενόψει της εγκατάστασης γραμμής μεγάλης ταχύτητας, όταν το περιτύπωμα, το εύρος και το μεσόαξον της γραμμής αυτής, έχουν τιμές διαφορετικές τιμές από τις υπάρχουσες στο μεγαλύτερο τμήμα του ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού δικτύου και όταν η γραμμή δεν αποτελεί απευθείας σύνδεση με το δίκτυο μεγάλης ταχύτητας άλλου κράτους μέλους που αποτελεί τμήμα του διευρωπαϊκού.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί προηγουμένως στην Επιτροπή την πρόθεσή του να ζητήσει παρέκκλιση και της διαβιβάζει φάκελο με τις προδιαγραφές ή τα τμήματα των ΤΠΔ, όσον αφορά τις φυσικές παραμέτρους του προηγουμένου εδαφίου που επιθυμεί να μην εφαρμοστούν, τις διατάξεις που προτίθεται να εφαρμόσει κατά την υλοποίηση του έργου προκειμένου να προάγει τη μακροπρόθεσμη διαλειτουργικότητά του, τα μεταβατικά μέτρα προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνέχεια της εκμετάλλευσης και τους λόγους τεχνικής, διοικητικής ή οικονομικής φύσεως που δικαιολογούν την παρέκκλιση αυτή·

γ) για τα σχέδια νέων γραμμών ή διευθέτησης υπαρχουσών γραμμών ενόψει της εγκατάστασης γραμμών μεγάλης ταχύτητας τα οποία εκτελούνται στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους όταν το σιδηροδρομικό του δίκτυο είναι αποκλεισμένο διά ξηράς ή θαλάσσης από το σιδηροδρομικό δίκτυο μεγάλης ταχύτητας της υπόλοιπης Κοινότητας.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί προηγουμένως στην Επιτροπή την πρόθεσή του να ζητήσει παρέκκλιση και της διαβιβάζει φάκελο με τα στοιχεία που προβλέπονται στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου β)·

δ) για σχέδιο διευθέτησης υπάρχουσας γραμμής ενόψει της εγκατάστασης γραμμής μεγάλης ταχύτητας, όταν η εφαρμογή των ΤΠΔ αυτών θέτει σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα του έργου.

Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κοινοποιεί προηγουμένως στην Επιτροπή την πρόθεσή του να ζητήσει παρέκκλιση, την ενημερώνει σχετικά με την εξέλιξη των έργων και της διαβιβάζει φάκελο με τις ΤΠΔ ή τα τμήματα των ΤΠΔ διαλειτουργικότητας που επιθυμεί να μην εφαρμοστούν. Η Επιτροπή εξετάζει εάν τα μέτρα που προτείνει το κράτος μέλος είναι δικαιολογημένα και λαμβάνει σχετική απόφαση με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

Στοιχεία διαλειτουργικότητας

Άρθρο 8

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε τα στοιχεία διαλειτουργικότητας:

 να διατίθενται στην αγορά μόνον εάν επιτρέπουν τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, τηρουμένων των βασικών απαιτήσεων,

 να χρησιμοποιούνται στον τομέα χρήσης τους σύμφωνα με τον προορισμό τους και να εγκαθίστανται και συντηρούνται δεόντως.

Οι διατάξεις αυτές δεν παρεμποδίζουν την εμπορία αυτών των στοιχείων για άλλες εφαρμογές, ούτε τη χρησιμοποίησή τους σε συμβατικές σιδηροδρομικές γραμμές.

Άρθρο 9

Δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη, στο έδαφός τους και για λόγους της παρούσας οδηγίας, να απαγορεύουν, περιορίζουν ή εμποδίζουν τη διάθεση στην αγορά στοιχείων διαλειτουργικότητας, προοριζομένων να χρησιμοποιηθούν στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, εφόσον αυτά πληρούν τις διατάξεις της οδηγίας.

Άρθρο 10

1.  Τα κράτη μέλη θεωρούν δεδομένη την πιστότητα των στοιχείων διαλειτουργικότητας προς τις σχετικές βασικές απαιτήσεις όταν συνοδεύονται από τη δήλωση «ΕΚ» πιστότητας ή καταλληλότητας χρήσης, της οποίας τα στοιχεία παρατίθενται στο παράρτημα IV.

2.  Η πιστότητα ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας προς τις σχετικές βασικές απαιτήσεις καθορίζεται σε σχέση με τις τυχόν υφιστάμενες αντίστοιχες ευρωπαϊκές προδιαγραφές.

3.  Τα στοιχεία αναφοράς των ευρωπαϊκών προδιαγραφών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

4.  Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν τα στοιχεία αναφοράς των εθνικών προτύπων στα οποία έχουν μεταφερθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα.

5.  Ελλείψει ευρωπαϊκών προδιαγραφών και με την επιφύλαξη του άρθρου 20 παράγραφος 5, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή τα πρότυπα και τις τεχνικές προδιαγραφές που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των βασικών απαιτήσεων.

Άρθρο 11

Όταν κράτος μέλος ή η Επιτροπή κρίνει ότι κάποιες ευρωπαϊκές προδιαγραφές δεν πληρούν τις βασικές απαιτήσεις μπορεί, με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2, αφού ζητηθεί η γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί με την οδηγία 83/189/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Μαρτίου 1983, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών ( 10 ) εφόσον πρόκειται για ευρωπαϊκά πρότυπα, να αποσυρθούν μερικώς ή πλήρως αυτές οι προδιαγραφές από τις δημοσιεύσεις όπου έχουν καταχωρηθεί ή να τροποποιηθούν.

Άρθρο 12

1.  Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας το οποίο συνοδεύεται με τη δήλωση «ΕΚ» πιστότητας ή καταλληλότητας χρήσης, διατίθεται στην αγορά και χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον προορισμό του, ενδέχεται να θέτει σε κίνδυνο την ικανοποίηση των βασικών απαιτήσεων, λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για να περιορίσει την εφαρμογή του ή να απαγορεύσει τη χρήση του ή να το αποσύρει από την αγορά. Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή για τα μέτρα που λαμβάνει και αναφέρει τους λόγους της απόφασής του, διευκρινίζοντας, ιδίως, εάν η μη πιστότητα προκύπτει από:

 μη τήρηση των βασικών απαιτήσεων,

 κακή εφαρμογή των ευρωπαϊκών προδιαγραφών, εφόσον έχει γίνει επίκληση της εφαρμογής των εν λόγω προδιαγραφών,

 ανεπάρκεια των ευρωπαϊκών προδιαγραφών.

2.  Η Επιτροπή διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη το συντομότερο δυνατόν. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά τη διαβούλευση αυτή, ότι το μέτρο είναι δικαιολογημένο, ενημερώνει αμέσως το κράτος μέλος το οποίο έλαβε την πρωτοβουλία, καθώς και τα άλλα κράτη μέλη. Αν η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά τη διαβούλευση αυτή, ότι το μέτρο είναι αδικαιολόγητο, ενημερώνει αμέσως το κράτος μέλος το οποίο έλαβε την πρωτοβουλία, καθώς και τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του. Εφόσον η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αιτιολογείται με την ύπαρξη κενού στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 11.

3.  Όταν ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας συνοδευόμενο από δήλωση «ΕΚ» πιστότητας αποδεικνύεται στερούμενο πιστότητας προς τις προδιαγραφές, το αρμόδιο κράτος μέλος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα έναντι εκείνου που συνέταξε τη δήλωση και ενημερώνει την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

4.  Η Επιτροπή μεριμνά ώστε τα κράτη μέλη να τηρούνται ενήμερα της εξέλιξης και των αποτελεσμάτων της διαδικασίας αυτής.

Άρθρο 13

1.  Για να συντάξει τη δήλωση «ΕΚ» πιστότητας ή καταλληλότητας χρήσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του εφαρμόζει τις διατάξεις που προβλέπονται από τις σχετικές ΤΠΔ.

2.  Όταν οι ΤΠΔ το επιβάλλουν, η αξιολόγηση της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας πραγματοποιείται από τον κοινοποιημένο οργανισμό, στον οποίο έχει υποβάλει σχετική αίτηση ο κατασκευαστής ή εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του.

3.  Όταν τα στοιχεία διαλειτουργικότητας αποτελούν αντικείμενο άλλων κοινοτικών οδηγιών που αφορούν άλλες πτυχές, η δήλωση «ΕΚ» πιστότητας ή καταλληλότητας χρήσης αναφέρει, στην περίπτωση αυτή, ότι τα στοιχεία διαλειτουργικότητας ανταποκρίνονται και στις απαιτήσεις των άλλων αυτών οδηγιών.

4.  Όταν ούτε ο κατασκευαστής, ούτε ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του τηρούν τις υποχρεώσεις των παραγράφων 1 έως 3, οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν τον θέτοντα το στοιχείο διαλειτουργικότητας στην αγορά. Τις ίδιες υποχρεώσεις υπέχει και εκείνος ο οποίος συναρμολογεί στοιχεία διαλειτουργικότητας ή μέρος αυτών, διαφορετικών προελεύσεων, ή κατασκευάζει στοιχεία διαλειτουργικότητας για ιδία χρήση, όσον αφορά την παρούσα οδηγία.

5.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 12:

α) κάθε διαπίστωση κράτους μέλους ότι έχει εκδοθεί παρατύπως δήλωση «ΕΚ» πιστότητας, συνεπάγεται για τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του την υποχρέωση να αποκαταστήσει την πιστότητα του στοιχείου διαλειτουργικότητας και να παύσει η παράβαση, υπό τους όρους που καθορίζει αυτό το κράτος μέλος·

β) αν η μη πιστότητα συνεχιστεί, το κράτος μέλος πρέπει να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να περιορίσει ή να απαγορεύσει τη διάθεση του σχετικού στοιχείου διαλειτουργικότητας στην αγορά ή να εξαφαλίσει ότι θα αποσυρθεί από την αγορά σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 12.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

Υποσυστήματα

Άρθρο 14

Σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να επιτρέπει να τίθενται σε λειτουργία τα διαρθρωτικά υποσυστήματα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας τα οποία ευρίσκονται στην επικράτειά του ή τα οποία εκμεταλλεύονται οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις εγκατεστημένες σ' αυτήν.

Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε τα εν λόγω υποσυστήματα να μπορούν να τεθούν σε λειτουργία μόνον εάν έχουν σχεδιαστεί, κατασκευαστεί και εγκατασταθεί ή/και αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης κατά τρόπον εναρμονιζόμενο προς τις σχετικές βασικές απαιτήσεις, όταν είναι ενσωματωμένα στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας.

Άρθρο 15

Με την επιφύλαξη του άρθρου 19, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη, στην επικράτειά τους και για λόγους που αφορούν την παρούσα οδηγία, να απαγορεύουν, να περιορίζουν ή να παρακωλύουν την κατασκευή, τη λειτουργία και την εκμετάλλευση διαρθρωτικών υποσυστημάτων του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, τα οποία πληρούν τις βασικές απαιτήσεις.

Άρθρο 16

1.  Τα κράτη μέλη θεωρούν διαλειτουργικά και σύμφωνα προς τις σχετικές βασικές απαιτήσεις τα διαρθρωτικά υποσυστήματα που συγκροτούν το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας και συνοδεύονται από τη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου.

2.  Τηρουμένων των βασικών απαιτήσεων, ο έλεγχος της διαλειτουργικότητας ενός υποσυστήματος που συγκροτεί το διευρωπαϊκό σύστημα σιδηροδρόμων μεγάλης ταχύτητας, γίνεται κατ' αναφορά προς τις ΤΠΔ, εφόσον υπάρχουν.

3.  Ελλείψει ΤΠΔ, τα κράτη μέλη κοινοποιούν στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τον κατάλογο των τεχνικών κανόνων που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή των βασικών απαιτήσεων.

Άρθρο 17

Εάν διαπιστωθεί ότι οι ΤΠΔ δεν ικανοποιούν πλήρως τις βασικές απαιτήσεις, το ζήτημα μπορεί να παραπεμφθεί ενώπιον της επιτροπής του άρθρου 21, μετά από αίτηση κράτους μέλους ή με πρωτοβουλία της Επιτροπής.

Άρθρο 18

1.  Για τη σύνταξη της δήλωσης «ΕΚ» ελέγχου, ο αναθέτων φορέας ή ο εντολοδόχος του αναθέτει τη διεξαγωγή της διαδικασίας ελέγχου «ΕΚ» στον κοινοποιημένο οργανισμό που επέλεξε για το σκοπό αυτό.

2.  Η αποστολή του κοινοποιημένου οργανισμού ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο «ΕΚ» ενός υποσυστήματος αρχίζει στο στάδιο του σχεδίου και καλύπτει ολόκληρη την περίοδο της κατασκευής μέχρι το στάδιο της έγκρισης πριν να τεθεί σε λειτουργία το υποσύστημα.

3.  Ο κοινοποιημένος οργανισμός είναι υπεύθυνος για την κατάρτιση του τεχνικού φακέλου που πρέπει να συνοδεύει τη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου. Ο τεχνικός φάκελος πρέπει να περιέχει όλα τα αναγκαία έγγραφα τα σχετικά με τα χαρακτηριστικά του υποσυστήματος, καθώς και, κατά περίπτωση, όλα τα δικαιολογητικά από τα οποία προκύπτει η πιστότητα των στοιχείων διαλειτουργικότητας. Πρέπει επίσης να περιέχει όλα τα στοιχεία που αφορούν τις προϋποθέσεις και όρια χρησιμοποίησης, τις οδηγίες για τη συντήρηση, τη συνεχή ή περιοδική επιτήρηση, τη ρύθμιση και τη διατήρηση.

Άρθρο 19

1.  Όταν ένα κράτος μέλος διαπιστώνει ότι ένα υποσύστημα διαρθρωτικής φύσεως, που συνοδεύεται από δήλωση «ΕΚ» ελέγχου μαζί με τον τεχνικό φάκελο, δεν πληροί εξ ολοκλήρου τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και, ιδίως, τις βασικές απαιτήσεις, μπορεί να ζητά να διενεργηθούν συμπληρωματικοί έλεγχοι.

2.  Το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή για τους συμπληρωματικούς ελέγχους που ζητήθηκαν, αναφέροντας τους λόγους που τους αιτιολογούν. Η Επιτροπή κινεί, χωρίς καθυστέρηση, τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

Κοινοποιημένοι οργανισμοί

Άρθρο 20

1.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τους οργανισμούς οι οποίοι έχουν επιφορτιστεί με την εφαρμογή της διαδικασίας αξιολόγησης της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης που προβλέπεται στο άρθρο 13 και της διαδικασίας ελέγχου που προβλέπεται στο άρθρο 18, αναφέροντας τον τομέα αρμοδιότητας του καθενός.

Η Επιτροπή τους χορηγεί αναγνωριστικούς αριθμούς. Η Επιτροπή δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τον κατάλογο των εν λόγω οργανισμών με τον αναγνωριστικό αριθμό και τους τομείς αρμοδιότητάς τους και διασφαλίζει την ενημέρωσή του.

2.  Τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τα κριτήρια του παραρτήματος VII για την αξιολόγηση των προς κοινοποίηση οργανισμών. Οι οργανισμοί που πληρούν τα κριτήρια αξιολόγησης τα οποία προβλέπονται στα σχετικά ευρωπαϊκά πρότυπα τεκμαίρεται ότι ανταποκρίνονται στα προαναφερόμενα κριτήρια.

3.  Κάθε κράτος μέλος αποσύρει την έγκριση που έχει χορηγήσει σε έναν οργανισμό ο οποίος δεν πληροί πλέον τα κριτήρια αξιολόγησης που αναφέρονται στο παράρτημα VII. Ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα άλλα κράτη μέλη.

4.  Εάν κράτος ή η Επιτροπή κρίνει ότι ένας οργανισμός κοινοποιημένος από άλλο κράτος μέλος δεν πληροί πλέον τα σχετικά κριτήρια, το ζήτημα φέρεται ενώπιον της επιτροπής του άρθρου 21 η οποία και διατυπώνει τη γνώμη της εντός τριών μηνών· με βάση τη γνώμη της επιτροπής του άρθρου 21, η Επιτροπή ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος για κάθε τροποποίηση αναγκαία προκειμένου ο κοινοποιημένος οργανισμός να μπορέσει να διατηρήσει το καθεστώς το οποίο του έχει αναγνωριστεί.

5.  Κατά περίπτωση, ο συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 4.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

Επιτροπή

▼M1

Άρθρο 21

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από μια επιτροπή.

2.  Όταν γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ( 11 ), τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε τρεις μήνες.

3.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

4.  Η επιτροπή μπορεί να εξετάζει οποιοδήποτε ζήτημα αφορά τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

5.  Η επιτροπή μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να δημιουργεί ομάδες εργασίας για να την επικουρούν στην εκπλήρωση των καθηκόντων της, ιδίως για να εξασφαλισθεί ο συντονισμός των κοινοποιημένων οργανισμών.

6.  Η επιτροπή συγκροτείται αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

▼B



ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 22

Όλες οι αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και οι οποίες αφορούν την αξιολόγηση της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης στοιχείων διαλειτουργικότητας, τον έλεγχο υποσυστημάτων που συγκροτούν το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, καθώς και οι αποφάσεις που λαμβάνονται κατ' εφαρμογή των άρθρων 11, 12, 17 και 19, αιτιολογούνται επακριβώς. Κοινοποιούνται στον ενδιαφερόμενο το συντομότερο δυνατόν, αναφέροντας τα μέσα προσφυγής τα οποία προβλέπει η ισχύουσα στο οικείο κράτος μέλος νομοθεσία και τις προθεσμίες άσκησής τους.

Άρθρο 23

1.  Τα κράτη μέλη τροποποιούν και θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις τους κατά τρόπο ώστε να επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση των στοιχείων διαλειτουργικότητας, καθώς και τη θέση σε λειτουργία και εκμετάλλευση υποσυστημάτων συμφώνων προς την παρούσα οδηγία το αργότερο 30 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2.  Οι διατάξεις αυτές, όταν θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, αναφέρονται στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι λεπτομερείς διατάξεις για την αναφορά αυτή καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 24

Η Επιτροπή υποβάλλει ανά διετία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση σχετικά με τις προόδους που έχουν σημειωθεί στη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

Άρθρο 25

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει 21 ημέρες μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 26

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΙΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΑΧΥΤΗΤΑΣ

1.   Η υποδομή

α) Η υποδομή του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας είναι η υποδομή των γραμμών του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών όπως προσδιορίστηκε στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο άρθρο 129 Γ της συνθήκης:

 η οποία έχει ή πρόκειται να κατασκευασθεί ειδικά ώστε να επιτυγχάνονται σ' αυτή μεγάλες ταχύτητες,

 η οποία έχει ή πρόκειται να διευθετηθεί ειδικά ώστε να επιτυγχάνονται σ' αυτή μεγάλες ταχύτητες.

Η υποδομή αυτή μπορεί να περιλαμβάνει γραμμές μεταγωγής και διασύνδεσης, ιδίως διασυνδέσεις νέων γραμμών ή γραμμών διευθετημένων για μεγάλη ταχύτητα με τους κεντρικούς σταθμούς των πόλεων, στις οποίες οι ταχύτητες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις τοπικές συνθήκες.

β) Οι γραμμές μεγάλης ταχύτητας περιλαμβάνουν:

 τις γραμμές που κατασκευάζονται ή πρόκειται να κατασκευασθούν ειδικά για μεγάλη ταχύτητα και διαθέτουν τον κατάλληλο εξοπλισμό ώστε να επιτρέπουν ταχύτητες εν γένει ίσες προς ή μεγαλύτερες από 250 km/h,

 τις γραμμές που έχουν διευθετηθεί ή πρόκειται να διευθετηθούν ειδικά για μεγάλη ταχύτητα και διαθέτουν εξοπλισμό για ταχύτητες της τάξης των 200 km/h,

 τις γραμμές που έχουν διευθετηθεί ειδικά για μεγάλη ταχύτητα ειδικού τύπου λόγω δυσκολιών σχετιζομένων με την τοπογραφία, τη διαμόρφωση του εδάφους ή το αστικό περιβάλλον, των οποίων η ταχύτητα πρέπει να προσαρμόζεται κατά περίπτωση.

2.   Το τροχαίο υλικό

Τα τρένα μεγάλης ταχύτητας προηγμένης τεχνολογίας πρέπει να είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να εξασφαλίζουν κυκλοφορία ασφαλή και συνεχή:

 με ταχύτητα τουλάχιστον 250 km/h στις γραμμές που έχουν κατασκευαστεί ή πρόκειται να κατασκευασθούν ειδικά για μεγάλη ταχύτητα, και υπό τις κατάλληλες συνθήκες να είναι δυνατό να φθάσουν ταχύτητες που υπερβαίνουν τα 300 km/h,

 με ταχύτητα της τάξης των 200 km/h στις ειδικά διευθετημένες υφιστάμενες ή μελλοντικές γραμμές,

 με την υψηλότερη δυνατή ταχύτητα στις άλλες γραμμές.

3.   Συνοχή μεταξύ της υποδομής και του τροχαίου υλικού

Οι υπηρεσίες τρένων μεγάλης ταχύτητας προϋποθέτουν ότι υπάρχει άριστη συνοχή μεταξύ των χαρακτηριστικών της υποδομής και του τροχαίου υλικού. Από τη συνοχή αυτή εξαρτώνται η ασφάλεια, το επίπεδο των επιδόσεων, η ποιότητα των υπηρεσιών και το κόστος τους.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

1. Για τις ανάγκες της παρούσας οδηγίας, το σύστημα που συγκροτεί το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας μπορεί να υποδιαιρεθεί σε οκτώ υποσυστήματα, τα οποία αντιστοιχούν:

1.1. Είτε σε τομείς διαρθρωτικής φύσεως:

 υποδομή

 ενέργεια

 έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση

 τροχαίο υλικό

1.2. Είτε σε τομείς λειτουργικής φύσεως:

 συντήρηση

 περιβάλλον

 εκμετάλλευση

 χρήστες

2. Για κάθε ένα από τα υποσυστήματα, ο κατάλογος των πτυχών που συνδέονται με τη διαλειτουργικότητα του διευρωπαϊκού δικτύου προσδιορίζεται στις εντολές που ανατίθενται στον κοινό αντιπροσωπευτικό οργανισμό για την εκπόνηση σχεδίων ΤΠΔ.

Βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1, οι εντολές καθορίζονται με τη διαδικασία του άρθρου 21 παράγραφος 2.

Ενδεχομένως, ο κατάλογος των πτυχών που συνδέονται με τη διαλειτουργικότητα και προσδιορίζονται στις εντολές, διευκρινίζεται από τον κοινό αντιπροσωπευτικό οργανισμό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 3 στοιχείο ε).

3. Κατά την έννοια του άρθρου 5 παράγραφος 3 στοιχείο β), βασικές παράμετροι για την επίτευξη της διαλειτουργικότητας είναι κυρίως τα ακόλουθα στοιχεία:

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ

 Ελάχιστο περιτύπωμα της υποδομής

 Ελάχιστη ακτίνα καμπυλότητας

 Εύρος των σιδηροτροχιών

 Μέγιστες καταπονήσεις στη γραμμή

 Ελάχιστο μήκος των κρηπιδωμάτων (αποβαθρών)

 Ύψος των κρηπιδωμάτων

 Τάση τροφοδότησης

 Γεωμετρία των αλυσοειδών

 Χαρακτηριστικά του ERTMS ( 12 )

 Φορτίο κατ' άξονα

 Μέγιστο μήκος των τρένων

 Περιτύπωμα του τροχαίου υλικού

 Ελάχιστα χαρακτηριστικά πέδησης

 Οριακά ηλεκτρολογικά χαρακτηριστικά του τροχαίου υλικού

 Οριακά μηχανολογικά χαρακτηριστικά του τροχαίου υλικού

 Χαρακτηριστικά της εκμετάλλευσης σχετικά με την ασφάλεια των τρένων

 Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τους εξωτερικούς θορύβους

 Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τις εξωτερικές δονήσεις

 Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τις εξωτερικές ηλεκτρομαγνητικές διαταραχές

 Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τους εσωτερικούς θορύβους

 Οριακά χαρακτηριστικά σχετικά με τον κλιματισμό

 Χαρακτηριστικά σχετικά με τη μεταφορά ατόμων με ειδικές ανάγκες




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

1.   Γενικές απαιτήσεις

1.1.   Ασφάλεια

1.1.1. Ο σχεδιασμός, η κατασκευή, η συντήρηση και η επιτήρηση των στοιχείων που είναι καίρια για την ασφάλεια και, ειδικότερα, των στοιχείων που συμμετέχουν στην κυκλοφορία των τρένων πρέπει να εγγυώνται την ασφάλεια στο επίπεδο που αντιστοιχεί προς τους στόχους που έχουν καθοριστεί για το δίκτυο, ακόμα και υπό τις καθορισμένες αντίξοες συνθήκες.

1.1.2. Οι παράμετροι που υπεισέρχονται στην επαφή τροχού-τροχιάς πρέπει να πληρούν τα κριτήρια σταθερότητας κύλισης που είναι αναγκαία ώστε να εξασφαλίζεται κυκλοφορία με πλήρη ασφάλεια υπό την επιτρεπόμενη μέγιστη ταχύτητα.

1.1.3. Τα χρησιμοποιούμενα στοιχεία πρέπει να ανθίστανται στις καθοριζόμενες συνήθεις ή εξαιρετικές καταπονήσεις κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους. Οι τυχαίες βλάβες τους πρέπει, με τη χρησιμοποίηση ενδεδειγμένων μέσων, να έχουν περιορισμένες συνέπειες επί της ασφαλείας.

1.1.4. Ο σχεδιασμός των μόνιμων εγκαταστάσεων και του τροχαίου υλικού, καθώς και η επιλογή των χρησιμοποιουμένων υλικών πρέπει να γίνονται έτσι ώστε να περιορίζεται η εκδήλωση, η διάδοση και τα αποτελέσματα της φωτιάς και του καπνού σε περίπτωση πυρκαγιάς.

1.1.5. Οι διατάξεις με προορισμό το χειρισμό από τους χρήστες πρέπει να είναι σχεδιασμένες κατά τρόπο ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλειά τους σε περίπτωση προβλεπτών χρήσεων που δεν είναι σύμφωνες προς τις αναγραφόμενες οδηγίες.

1.2.   Αξιοπιστία — διαθεσιμότητα

Η επιτήρηση και η συντήρηση των σταθερών ή των κινητών στοιχείων που συμμετέχουν στην κυκλοφορία των τρένων πρέπει να οργανώνονται, να διενεργούνται και να εκτιμώνται ποσοτικά κατά τρόπο ώστε να διατηρείται η λειτουργία τους υπό τις προβλεπόμενες συνθήκες.

1.3.   Υγεία

1.3.1. Τα υλικά που ενδέχεται, στον τρόπο χρησιμοποίησής τους, να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία των προσώπων τα οποία έχουν πρόσβαση σε αυτά δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στα τρένα και στη σιδηροδρομική υποδομή.

1.3.2. Η επιλογή, οι εφαρμογές και η χρησιμοποίηση των υλικών αυτών πρέπει να γίνονται κατά τρόπο ώστε να περιορίζονται οι εκπομπές επιβλαβών και επικινδύνων καπνών ή αερίων, ειδικότερα σε περίπτωση πυρκαγιάς.

1.4.   Προστασία του περιβάλλοντος

1.4.1. Κατά το σχεδιασμό του συστήματος, πρέπει να εκτιμώνται και να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις για το περιβάλλον λόγω της εγκατάστασης και της εκμετάλλευσης του σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας, σύμφωνα με τις εν ισχύι κοινοτικές διατάξεις.

1.4.2. Πρέπει να αποφεύγεται να εκπέμπονται από τα υλικά που χρησιμοποιούνται στα τρένα και την υποδομή επιβλαβείς και επικίνδυνοι για το περιβάλλον καπνοί ή αέρια, ιδίως σε περίπτωση πυρκαγιάς.

1.4.3. Το τροχαίο υλικό και τα συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης πρέπει να είναι σχεδιασμένα και κατασκευασμένα κατά τρόπον ώστε να είναι συμβατά, από ηλεκτρομαγνητική άποψη, με τις εγκαταστάσεις, εξοπλισμό και δημόσια ή ιδιωτικά δίκτυα με τα οποία ενδέχεται να υπάρξει παρεμβολή.

1.5.   Τεχνική συμβατότητα

Τα τεχνικά χαρακτηριστικά της υποδομής και των μόνιμων εγκαταστάσεων πρέπει να είναι συμβατά και μεταξύ τους και με τα χαρακτηριστικά των τρένων που πρόκειται να κυκλοφορούν στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας.

Όταν είναι δύσκολο να τηρηθούν τα χαρακτηριστικά αυτά σε ορισμένα μέρη του δικτύου, θα μπορούσαν να τεθούν σε εφαρμογή προσωρινές λύσεις που να εγγυώνται τη μελλοντική συμβατότητα.

2.   Ειδικές απαιτήσεις για κάθε ένα υποσύστημα

2.1.   Υποδομή

2.1.1.   Ασφάλεια

Πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή της ανεπιθύμητης πρόσβασης ή παρείσφρησης στις εγκαταστάσεις των γραμμών στις οποίες η κυκλοφορία διεξάγεται με μεγάλη ταχύτητα.

Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για να περιορίζονται οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται τα άτομα, κυρίως όποτε διέρχονται από τους σταθμούς τρένα που κυκλοφορούν με μεγάλη ταχύτητα.

Η υποδομή στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό πρέπει να είναι σχεδιασμένη και κατασκευασμένη κατά τρόπο ώστε να περιορίζονται οι κίνδυνοι για την ασφάλεια των προσώπων (σταθερότητα, πυρκαγιά, πρόσβαση, εκκένωση, κρηπιδώματα, κ.λπ.).

Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλες διατάξεις για να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες προϋποθέσεις ασφαλείας εντός των σηράγγων μεγάλου μήκους.

2.2.   Ενέργεια

2.2.1.   Ασφάλεια

Η λειτουργία των εγκαταστάσεων ενεργειακής τροφοδότησης δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ούτε των τρένων μεγάλης ταχύτητας, ούτε των προσώπων (χρηστών, προσωπικού εκμετάλλευσης, περίοικων και τρίτων).

2.2.2.   Προστασία του περιβάλλοντος

Η λειτουργία των εγκαταστάσεων ενεργειακής τροφοδότησης δεν πρέπει να διαταράσσει το περιβάλλον πέραν των καθορισμένων ορίων.

2.2.3.   Τεχνική συμβατότητα

Τα συστήματα τροφοδότησης με ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούνται στο διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα μεγάλης ταχύτητας, πρέπει:

 να επιτρέπουν στα τρένα να επιτυγχάνουν τις καθορισμένες επιδόσεις,

 να είναι συμβατά με τα συστήματα λήψης ρεύματος που είναι εγκατεστημένα στα τρένα.

2.3.   Έλεγχος-χειρισμός και σηματοδότηση

2.3.1.   Ασφάλεια

Οι εγκαταστάσεις και οι ενέργειες ελέγχου, χειρισμού και σηματοδότησης που χρησιμοποιούνται για το διευρωπαϊκό σιδηροδρομικό σύστημα τρένων μεγάλης ταχύτητας πρέπει να επιτρέπουν κυκλοφορία των τρένων στο επίπεδο ασφάλειας το οποίο αντιστοιχεί προς τους στόχους που έχουν καθοριστεί για το δίκτυο.

2.3.2.   Τεχνική συμβατότητα

Κάθε νέα υποδομή μεγάλης ταχύτητας και κάθε νέο τροχαίο υλικό μεγάλης ταχύτητας που κατασκευάζεται ή αναπτύσσεται μετά την υιοθέτηση συμβατών συστημάτων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης πρέπει να προσαρμόζεται στη χρήση των εν λόγω συστημάτων.

Ο εξοπλισμός ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης που είναι εγκατεστημένος στο χώρο της θέσης οδήγησης των τρένων πρέπει να επιτρέπει κανονική εκμετάλλευση, υπό καθορισμένες συνθήκες, επί του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

2.4.   Τροχαίο υλικό

2.4.1.   Ασφάλεια

Η δομή του τροχαίου υλικού και των ζεύξεων μεταξύ των οχημάτων πρέπει να είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο ώστε να προστατεύει τους χώρους επιβατών και οδήγησης, σε περίπτωση σύγκρουσης ή εκτροχιασμού.

Ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια λειτουργίας των εγκαταστάσεων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης.

Οι τεχνικές πέδησης, καθώς και οι ασκούμενες καταπονήσεις πρέπει να είναι συμβατές με το σχεδιασμό των γραμμών, των τεχνικών έργων και των συστημάτων σηματοδότησης.

Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα όσον αφορά την πρόσβαση στα στοιχεία υπό τάση, ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια των προσώπων.

Σε περίπτωση κινδύνου, ορισμένες διατάξεις πρέπει να επιτρέπουν στους επιβάτες να το επισημαίνουν στο μηχανοδηγό και στο προσωπικό συνοδείας να έρχεται σ' επαφή μ' αυτόν.

Οι θύρες εισόδου πρέπει να είναι εφοδιασμένες με ένα σύστημα ανοίγματος και κλεισίματος το οποίο να εγγυάται την ασφάλεια των επιβατών.

Πρέπει να προβλέπονται έξοδοι κινδύνου και να επισημαίνονται.

Πρέπει να προβλέπονται κατάλληλες διατάξεις για να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες προϋποθέσεις ασφαλείας εντός των σηράγγων μεγάλου μήκους.

Είναι υποχρεωτική η ύπαρξη επί των τρένων ενός συστήματος φωτισμού κινδύνου με επαρκή ένταση και αυτονομία.

Τα τρένα πρέπει να διαθέτουν ηχητικό σύστημα που να επιτρέπει τη διαβίβαση μηνυμάτων προς τους επιβάτες εκ μέρους του προσωπικού των αμαξοστοιχιών και του επί του εδάφους προσωπικού ελέγχου.

2.4.2.   Αξιοπιστία και διαθεσιμότητα

Ο σχεδιασμός του εξοπλισμού ζωτικής σημασίας, κύλισης, έλξης και πέδησης καθώς και ελέγχου-χειρισμού πρέπει να επιτρέπει, υπό καθορισμένες αντίξοες συνθήκες, τη συνέχιση της πορείας του τρένου, χωρίς αρνητικές συνέπειες για τον εξοπλισμό που παραμένει σε λειτουργία.

2.4.3.   Τεχνική συμβατότητα

Ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός πρέπει να είναι συμβατός με τη λειτουργία των εγκαταστάσεων ελέγχου-χειρισμού και σηματοδότησης.

Τα χαρακτηριστικά των συστημάτων λήψης ρεύματος πρέπει να επιτρέπουν την κυκλοφορία των τρένων με τα συστήματα ενεργειακής τροφοδότησης του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.

Τα χαρακτηριστικά του τροχαίου υλικού πρέπει να του επιτρέπουν να κυκλοφορεί σε όλες τις γραμμές για τις οποίες προβλέπεται η εκμετάλλευσή του.

2.5.   Συντήρηση

2.5.1.   Υγεία

Οι τεχνικές εγκαταστάσεις και οι χρησιμοποιούμενες διαδικασίες στα κέντρα συντήρησης δεν πρέπει να βλάπτουν την υγεία των προσώπων.

2.5.2.   Προστασία του περιβάλλοντος

Οι τεχνικές εγκαταστάσεις και οι χρησιμοποιούμενες διαδικασίες στα κέντρα συντήρησης δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα επίπεδα οχλήσεων που είναι αποδεκτά για τον περιβάλλοντα χώρο.

2.5.3.   Τεχνική συμβατότητα

Οι εγκαταστάσεις συντήρησης για τα τρένα μεγάλης ταχύτητας πρέπει να επιτρέπουν να εκτελούνται οι εργασίες ασφάλειας, υγιεινής και άνεσης σε όλα τα τρένα για τα οποία έχουν σχεδιαστεί.

2.6.   Περιβάλλον

2.6.1.   Υγεία

Η εκμετάλλευση του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας πρέπει να τηρεί τους κανονισμούς σχετικά με τα επίπεδα ηχητικών οχλήσεων.

2.6.2.   Προστασία του περιβάλλοντος

Η εκμετάλλευση του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας δεν πρέπει να προκαλεί στο έδαφος επίπεδο δονήσεων, απαράδεκτο για τις δραστηριότητες και το χώρο που διασχίζεται πλησίον της υποδομής, υπό κανονική κατάσταση συντήρησης.

2.7.   Εκμετάλλευση

2.7.1.   Ασφάλεια

Η σύγκλιση των κανόνων εκμετάλλευσης των δικτύων, καθώς και τα προσόντα των μηχανοδηγών και του προσωπικού των αμαξοστοιχιών πρέπει να εγγυώνται ασφαλή διεθνή εκμετάλλευση.

Οι διαδικασίες και η συχνότητα συντήρησης, η εκπαίδευση και τα προσόντα του προσωπικού συντήρησης και το σύστημα διασφάλισης ποιότητας που εφαρμόζεται στα κέντρα συντήρησης των σχετικών φορέων πρέπει να εγγυώνται υψηλό επίπεδο ασφάλειας.

2.7.2.   Αξιοπιστία και διαθεσιμότητα

Οι διαδικασίες και η συχνότητα συντήρησης, η εκπαίδευση και τα προσόντα του προσωπικού συντήρησης και το σύστημα διασφάλισης ποιότητας που εφαρμόζεται από τους σχετικούς φορείς εκμετάλλευσης στα κέντρα συντήρησης πρέπει να εγγυώνται υψηλό επίπεδο αξιοπιστίας και διαθεσιμότητας του συστήματος.

2.7.3.   Τεχνική συμβατότητα

Η σύγκλιση των κανόνων εκμετάλλευσης των δικτύων, καθώς και τα προσόντα των μηχανοδηγών, του προσωπικού των αμαξοστοιχιών και του προσωπικού διαχείρισης της κυκλοφορίας, πρέπει να εγγυώνται την αποδοτικότητα της εκμετάλλευσης επί του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Δήλωση «ΕΚ»

  Πιστότητας

  Καταλληλότητας χρήσης

1.   Στοιχεία διαλειτουργικότητας

Η δήλωση «ΕΚ» ισχύει για τα στοιχεία διαλειτουργικότητας του διευρωπαϊκού σιδηροδρομικού συστήματος μεγάλης ταχύτητας τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3. Αυτά τα στοιχεία μπορούν να είναι:

1.1. Στοιχεία γενικής χρήσεως

Είναι τα στοιχεία που δεν αφορούν ειδικά το σιδηροδρομικό σύστημα και μπορούν να χρησιμοποιούνται ως έχουν και σε άλλους τομείς.

1.2. Στοιχεία γενικής χρήσεως με ειδικά χαρακτηριστικά

Είναι τα στοιχεία που, αυτά καθεαυτά, δεν αφορούν ειδικά το σιδηροδρομικό σύστημα αλλά πρέπει να έχουν ειδικές επιδόσεις όταν χρησιμοποιούνται στο σιδηροδρομικό τομέα.

1.3. Ειδικά στοιχεία

Είναι τα στοιχεία που είναι ειδικά για σιδηροδρομικές εφαρμογές.

2.   Πεδίο εφαρμογής

Η δήλωση «ΕΚ» αφορά:

 είτε την αξιολόγηση, από έναν ή περιοσσότερους κοινοποιημένους οργανισμούς, της εγγενούς πιστότητας ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, εξεταζομένου μεμονωμένα, προς τις τεχνικές προδιαγραφές που πρέπει να πληροί,

 είτε την εκτίμηση/αξιολόγηση, από έναν ή περισσότερους κοινοποιημένους οργανισμούς, της καταλληλότητας χρήσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, εξεταζομένου στο πλαίσιο της σιδηροδρομικής χρήσης και, ιδιαίτερα, στην περίπτωση που πρόκειται περί διασυνδέσεων, σε σχέση με τις υπό έλεγχο τεχνικές προδιαγραφές κυρίως λειτουργικής φύσεως.

Οι διαδικασίες αξιολόγησης τις οποίες χρησιμοποιούν οι κοινοποιημένοι οργανισμοί, στο στάδιο του σχεδιασμού, καθώς και της κατασκευής, διεξάγονται βάσει των ενοτήτων που ορίζονται στην απόφαση 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που αναφέρουν οι ΤΠΔ.

3.   Περιεχόμενο της δήλωσης «ΕΚ»

Η δήλωση «ΕΚ» πιστότητας ή καταλληλότητας χρήσης και τα συνοδευτικά έγγραφα πρέπει να φέρουν ημερομηνία και υπογραφή.

Η δήλωση αυτή πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα όπως και οι οδηγίες χρήσεως και περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

 τα στοιχεία αναφοράς της οδηγίας,

 το όνομα και τη διεύθυνση του κατασκευαστή ή του εγκατεστημένου στην Κοινότητα εντολοδόχου του (πρέπει να αναφέρεται η εταιρική επωνυμία και η πλήρης διεύθυνση και, σε περίπτωση εντολοδόχου, και η εταιρική επωνυμία του κατασκευαστή),

 την περιγραφή του στοιχείου διαλειτουργικότητας (μάρκα, τύπος, κ.λπ.),

 την αναφορά της διαδικασίας που τηρήθηκε για τη δήλωση της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης (άρθρο 13),

 κάθε σχετική περιγραφή στην οποία ανταποκρίνεται το στοιχείο διαλειτουργικότητας, και ιδιαίτερα οι προϋποθέσεις χρήσης,

 την ονομασία και τη διεύθυνση του ή των κοινοποιημένων οργανισμών οι οποίοι παρενέβησαν στην ακολουθούμενη διαδικασία για την πιστότητα ή την καταλληλότητα χρήσης, καθώς και την ημερομηνία του πιστοποιητικού εξέτασης, ενδεχομένως, με τη διάρκεια και τους όρους ισχύος του πιστοποιητικού,

 κατά περίπτωση, τα στοιχεία αναφοράς των ευρωπαϊκών προδιαγραφών,

 το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί να δεσμεύει με την υπογραφή του τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΔΗΛΩΣΗ «ΕΚ» ΕΛΕΓΧΟΥ

Η δήλωση «ΕΚ» ελέγχου και τα συνοδευτικά έγγραφα πρέπει να φέρουν ημερομηνία και υπογραφή.

Η δήλωση αυτή πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα όπως ο τεχνικός φάκελος και να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

 τα στοιχεία αναφοράς της οδηγίας,

 το όνομα και τη διεύθυνση του αναθέτοντα φορέα ή του εγκατεστημένου στην Κοινότητα εντολοδόχου του (πρέπει να αναφέρεται η εταιρική επωνυμία και η πλήρης διεύθυνση και, σε περίπτωση εντολοδόχου, και η εταιρική επωνυμία του αναθέτοντα φορέα),

 τη συνοπτική περιγραφή του υποσυστήματος,

 την ονομασία και τη διεύθυνση του κοινοποιημένου οργανισμού ο οποίος διεξήγαγε τον έλεγχο «ΕΚ» που αναφέρεται στο άρθρο 18,

 τα στοιχεία αναφοράς των εγγράφων που περιέχει ο τεχνικός φάκελος,

 όλες τις σχετικές προσωρινές ή οριστικές διατάξεις τις οποίες πρέπει να πληροί το υποσύστημα και, ιδιαίτερα, εάν συντρέχει λόγος, τους περιορισμούς ή τις προϋποθέσεις εκμετάλλευσης,

 εάν είναι προσωρινή: τη διάρκεια ισχύος της δήλωσης «ΕΚ»,

 το ονοματεπώνυμο του υπογράφοντος.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΥΠΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ΕΛΕΓΧΟΣ «ΕΚ»

1. Ο έλεγχος «ΕΚ» είναι η διαδικασία με την οποία ένας κοινοποιημένος οργανισμός ελέγχει και πιστοποιεί, εφόσον το ζητήσει ο αναθέτων φορέας ή ο εγκατεστημένος στην Κοινότητα εντολοδόχος του, ότι ένα υποσύστημα είναι:

 σύμφωνο προς τις διατάξεις της οδηγίας,

 σύμφωνο προς άλλες κανονιστικές διατάξεις οι οποίες εφαρμόζονται σύμφωνα με τη συνθήκη,

και μπορεί να τεθεί σε λειτουργία.

2. Ο έλεγχος του υποσυστήματος περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια:

 γενικό σχεδιασμό,

 κατασκευή του υποσυστήματος, στην οποία συμπεριλαμβάνεται, ιδίως, η εκτέλεση των έργων πολιτικού μηχανικού, η συναρμολόγηση των στοιχείων, η ρύθμιση του συνόλου,

 δοκιμές του περατωμένου υποσυστήματος.

3. Ο κοινοποιημένος οργανισμός ο οποίος είναι αρμόδιος για τον έλεγχο ΕΚ συντάσσει το πιστοποιητικό πιστότητας, το οποίο προορίζεται για τον αναθέτοντα φορέα ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του, ο οποίος, με τη σειρά του, συντάσσει τη δήλωση ΕΚ ελέγχου, η οποία προορίζεται για την εποπτεύουσα αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο ή/και τίθεται υπό εκμετάλλευση το υποσύστημα.

4. Ο τεχνικός φάκελος, ο οποίος συνοδεύει τη δήλωση ελέγχου, πρέπει να έχει συσταθεί ως ακολούθως:

 για την υποδομή: σχέδια των τεχνικών έργων, πρακτικά παραλαβής των έργων εκσκαφής και της σιδηροκατασκευής, εκθέσεις δοκιμών και ελέγχου των κατασκευών εκ σκυροδέματος,

 για τα λοιπά υποσυστήματα, γενικά και αναλυτικά σχέδια εκτέλεσης των εργασιών, σχέδια ηλεκτρικών και υδραυλικών κυκλωμάτων, σχέδια κυκλωμάτων χειρισμού, περιγραφή των συστημάτων πληροφορικής και των αυτοματισμών, οδηγίες λειτουργίας και συντήρησης, κ.λπ.,

 κατάλογος των στοιχείων διαλειτουργικότητας που αναφέρονται στο άρθρο 3 τα οποία είναι ενσωματωμένα στο υποσύστημα,

 αντίγραφα των δηλώσεων «ΕΚ» πιστότητας ή καταλληλότητας χρήσης, τα οποία πρέπει να συνοδεύουν τα εν λόγω κατασκευαστικά στοιχεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της οδηγίας, τα οποία συνοδεύονται, εάν συντρέχει λόγος, από τα αντίστοιχα στοιχεία υπολογισμού και από ένα αντίγραφο των πρακτικών των δοκιμών και εξετάσεων που έχουν διεξαχθεί από τους κοινοποιημένους οργανισμούς βάσει των κοινών τεχνικών προδιαγραφών,

 βεβαίωση του κοινοποιημένου οργανισμού ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο «ΕΚ» με την οποία βεβαιώνει ότι το έργο είναι σύμφωνο προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, συνοδευόμενη από τα αντίστοιχα στοιχεία υπολογισμού και θεωρημένη με τη φροντίδα του οργανισμού, και η οποία αναφέρει, εάν συντρέχει λόγος, τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των εργασιών και δεν έχουν αρθεί, καθώς και συνοδευόμενη από τις εκθέσεις επίσκεψης και ελέγχου, τις οποίες θα έχει συντάξει στο πλαίσιο της αποστολής του, όπως διευκρινίζεται στα σημεία 5.3 και 5.4 κατωτέρω.

5.   Επιτήρηση

5.1. Σκοπός της επιτήρησης «ΕΚ» είναι να εξασφαλιστεί ότι, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του υποσυστήματος, τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τον τεχνικό φάκελο.

5.2. Ο κοινοποιημένος οργανισμός ο επιφορτισμένος με τον έλεγχο της εκτέλεσης πρέπει να έχει συνεχώς πρόσβαση στα εργοτάξια, στα εργαστήρια κατασκευής, στους χώρους αποθήκευσης και, εάν συντρέχει λόγος, προκατασκευής, στις εγκαταστάσεις δοκιμών και, εν γένει, σε όλους τους χώρους που μπορεί να κρίνει αναγκαίους για την εκτέλεση της αποστολής του. Ο αναθέτων φορέας ή ο εντολοδόχος του στην Κοινότητα οφείλει να του παραδίδει ή να φροντίζει να του παραδίδονται όλα τα αναγκαία για το σκοπό αυτό έγγραφα, και ιδίως τα σχέδια εκτέλεσης και η τεχνική τεκμηρίωση σχετικά με το υποσύστημα.

5.3. Ο κοινοποιημένος οργανισμός, για να ελέγξει την εκτέλεση, πραγματοποιεί, κατά τακτά διαστήματα, ελέγχους, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι τηρούνται οι διατάξεις της οδηγίας και, με την ευκαιρία αυτή, χορηγεί έκθεση ελέγχου στα πρόσωπα που έχουν αναλάβει την εκτέλεση. Μπορεί να απαιτεί να καλείται στο εργοτάξιο σε ορισμένες φάσεις του έργου.

5.4. Εξάλλου, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να πραγματοποιεί αιφνιδιαστικές επισκέψεις στο εργοτάξιο ή στα εργαστήρια κατασκευής. Κατά τη διάρκεια των επισκέψεων αυτών, ο κοινοποιημένος οργανισμός μπορεί να διενεργεί πλήρεις ή μερικούς ελέγχους και χορηγεί έκθεση επίσκεψης και, ενδεχομένως, έκθεση ελέγχου στα πρόσωπα που έχουν αναλάβει την εκτέλεση.

6. Ο πλήρης φάκελος που αναφέρεται στην παράγραφο 4 κατατίθεται στον αναθέτοντα φορέα ή τον εγκατεστημένο στην Κοινότητα εντολοδόχο του για την υποστήριξη του πιστοποιητικού πιστότητας που εκδίδει ο κοινοποιημένος οργανισμός ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο του υποσυστήματος σε κατάσταση λειτουργίας. Ο φάκελος επισυνάπτεται στη δήλωση «ΕΚ» ελέγχου την οποία υποβάλλει ο αναθέτων φορέας στην εποπτεύουσα αρχή του οικείου κράτους μέλους.

Ο αναθέτων φορέας διατηρεί αντίγραφο του φακέλου καθ' όλη τη διάρκεια ζωής του υποσυστήματος. Ο φάκελος κοινοποιείται στα άλλα κράτη μέλη, εφόσον το ζητήσουν.

7. Κάθε κοινοποιημένος οργανισμός δημοσιεύει τακτικά τις σχετικές πληροφορίες όσον αφορά:

 τις αιτήσεις ελέγχου «ΕΚ» που παρέλαβε,

 τα πιστοποιητικά πιστότητας που χορηγήθηκαν,

 τις βεβαιώσεις πιστότητας που απορρίφθηκαν.

8. Οι φάκελοι και η αλληλογραφία σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου «ΕΚ» συντάσσονται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αναθέτων φορέας ή ο εντολοδόχος του στην Κοινότητα ή σε γλώσσα αποδεκτή από τον αναθέτοντα φορέα.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII

ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΥΠΟΨΗ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

1. Ο οργανισμός, ο διευθυντής του και το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με την εκτέλεση των διαδικασιών ελέγχου δεν μπορούν να παρεμβαίνουν ούτε άμεσα, ούτε ως εντολοδόχοι, στο σχεδιασμό, την κατασκευή, την εκτέλεση, την εμπορία ή τη συντήρηση των στοιχείων διαλειτουργικότητας ή των υποσυστημάτων, ούτε στην εκμετάλλευση. Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα ανταλλαγής τεχνικών πληροφοριών μεταξύ του κατασκευαστή ή του εκτελεστή του έργου και του οργανισμού.

2. Ο οργανισμός και το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο οφείλουν να εκτελούν τις εργασίες ελέγχου με τη μεγαλύτερη επαγγελματική ακεραιότητα και τη μεγαλύτερη τεχνική επάρκεια και οφείλουν να μην εξαρτούν τη στάση τους από πιέσεις και προτροπές, ιδίως οικονομικής φύσεως, που θα ήταν δυνατόν να επηρεάσουν την κρίση τους ή τα αποτελέσματα του ελέγχου τους, ιδιαίτερα εάν προέρχονται από πρόσωπα ή ομάδες προσώπων που έχουν συμφέρον από τα αποτελέσματα των ελέγχων.

3. Ο οργανισμός πρέπει να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό και τα αναγκαία μέσα για να επιτελεί με ικανοποιητικό τρόπο τα τεχνικά και διοικητικά καθήκοντα που συνδέονται με την εκτέλεση των ελέγχων· πρέπει, ομοίως, να έχει πρόσβαση στο υλικό που είναι αναγκαίο για κατ' εξαίρεση ελέγχους.

4. Το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τους ελέγχους πρέπει να διαθέτει:

 καλή τεχνική και επαγγελματική κατάρτιση,

 ικανοποιητική γνώση των απαιτήσεων σχετικά με τους ελέγχους που διεξάγει και επαρκή πρακτική εμπειρία των ελέγχων αυτών,

 την απαιτούμενη ικανότητα για τη σύνταξη των βεβαιώσεων, των πρακτικών και των εκθέσεων που αποδεικνύουν ότι οι έλεγχοι έχουν πράγματι διεξαχθεί.

5. Πρέπει να υπάρχει εγγύηση για την ανεξαρτησία του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με τους ελέγχους. Η αμοιβή κάθε υπαλλήλου δεν πρέπει να εξαρτάται ούτε από τον αριθμό των ελέγχων που διενεργεί, ούτε από τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών.

6. Ο οργανισμός οφείλει να συνάπτει σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης, εκτός εάν η ευθύνη αυτή καλύπτεται από το κράτος βάσει του εθνικού δικαίου, ή εάν οι έλεγχοι διενεργούνται απευθείας από το κράτος μέλος.

7. Το προσωπικό του οργανισμού δεσμεύεται από το επαγγελματικό απόρρητο για οτιδήποτε περιέρχεται εις γνώσιν του κατά την άσκηση των καθηκόντων του (πλην έναντι των αρμόδιων διοικητικών αρχών του κράτους στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του) στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας ή οποιασδήποτε διάταξης εσωτερικού δικαίου που αποσκοπεί στην εφαρμογή αυτής της οδηγίας.



( 1 ) ΕΕ αριθ. C 134 της 17. 5. 1994, σ. 6.

( 2 ) ΕΕ αριθ. C 397 της 31. 12. 1994, σ. 8.

( 3 ) ΕΕ αριθ. C 210 της 14. 8. 1995, σ. 38.

( 4 ) Γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 19ης Ιανουαρίου 1995 (ΕΕ αριθ. C 43 της 20. 2. 1995, σ. 60), κοινή θέση του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 1995 (ΕΕ αριθ. C 356 της 30. 12. 1995, σ. 43) και απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 1996 (ΕΕ αριθ. C 141 της 13. 5. 1996. σ. 48).

( 5 ) ΕΕ αριθ. C 33 της 8. 2. 1991, σ. 1.

( 6 ) ΕΕ αριθ. L 237 της 24. 8. 1991, σ. 25.

( 7 ) ΕΕ αριθ. L 175 της 5. 7. 1985, σ. 40.

( 8 ) Οδηγία 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, σχετικά με το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ αριθ. L 199 της 9. 8. 1993, σ. 84), όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 1994.

( 9 ) Απόφαση 93/465/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 1993, για τις ενότητες που αφορούν τις διάφορες φάσεις των διαδικασιών αξιολόγησης της πιστότητας και τους κανόνες επίθεσης και χρήσης της σήμανσης πιστότητας «CE» που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στις οδηγίες τεχνικής εναρμόνισης (ΕΕ αριθ. L 220 της 30. 8. 1993, σ. 23).

( 10 ) ΕΕ αριθ. L 109 της 26. 4. 1983, σ. 8· οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 1994.

( 11 ) Απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23).

( 12 ) European Rail Traffic Management System.

Top