EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 01995L0059-20020308

Consolidated text: Οδηγία 95/59/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 1995 περί των φόρων, πλήν των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/1995/59/2002-03-08

Κωδικοποιημένο ΚΕΙΜΕΝΟ: 31995L0059 — EL — 08.03.2002

1995L0059 — EL — 08.03.2002 — 002.002


Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

►B

ΟΔΗΓΊΑ 95/59/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 1995

περί των φόρων, πλήν των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών

(ΕΕ L 291, 6.12.1995, p.40)

Τροποποιείται από:

 

 

Επίσημη Εφημερίδα

  No

page

date

►M1

Οδηγία 1999/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουλίου 1999

  L 211

47

11.8.1999

►M2

Οδηγία 2002/10/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2002

  L 46

26

16.2.2002


Διορθώνεται από:

►C1

Διορθωτικό, ΕΕ L 168, 27.6.2002, σ. 59  (02/10)




▼B

ΟΔΗΓΊΑ 95/59/ΕΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 1995

περί των φόρων, πλήν των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασιών καπνών



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 99,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( 1 ),

τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής ( 2 ),

Εκτιμώντας:

(1)

ότι η οδηγία 72/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1972 περί των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών ( 3 ) και η δεύτερη οδηγία 79/32/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1978 περί των φόρων, πλήν των φόρων κύκλου εργασιών, οι οποίοι επιβαρύνουν την κατανάλωση των επεξεργασμένων καπνών ( 4 ) έχουν επανειλημμένα τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό· ότι είναι σκόπιμο, για λόγους ορθολογισμού και σαφήνειας, να κωδικοποιηθούν οι εν λόγω οδηγίες συγκεντρώνοντας αυτές σε ένα και μόνο κείμενο·

(2)

ότι σκοπός της συνθήκης είναι η δημιουργία μιας οικονομικής ενώσεως εντός της οποίας θα υπάρχει υγιής ανταγωνισμός και της οποίας τα χαρακτηριστικά θα είναι ανάλογα με εκείνα μιας εσωτερικής αγοράς· ότι, όσον αφορά τον τομέα των επεξεργασμένων καπνών, η πραγματοποίηση του σκοπού αυτού προϋποθέτει ότι η εφαρμογή στα κράτη μέλη φόρων που επιβαρύνουν την κατανάλωση των προϊόντων αυτού του τομέα δεν νοθεύει τους όρους ανταγωνισμού και δεν εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία τους εντός της Κοινότητας·

(3)

ότι, όσον αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης καπνού, η εναρμόνιση της διαρθρώσεως των φόρων αυτών πρέπει, ιδίως, να έχει ως αποτέλεσμα τη μη νόθευση του ανταγωνισμού μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών επεξεργασμένων καπνών που ανήκουν στην ίδια ομάδα εξ αιτίας της φορολογίας και την παράλληλη πραγματοποίηση του ανοίγματος των εθνικών αγορών των κρατών μελών·

(4)

ότι η διάρθρωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης σιγαρέτων πρέπει να περιλαμβάνει, πέρα από ένα πάγιο στοιχείο καθοριζόμενο ανά μονάδα προϊόντος, και ένα αναλογικό στοιχείο, βασιζόμενο επί λιανικής τιμής πωλήσεως, στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλοι οι φόροι· ότι, επειδή ο φόρος κύκλου εργασιών επί των σιγαρέτων έχει το αυτό αποτέλεσμα με έναν αναλογικό φόρο, πρέπει τούτο να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της σχέσεως μεταξύ του παγίου στοιχείου του ειδικού φόρου καταναλώσεως και της συνολικής φορολογικής επιβαρύνσεως·

(5)

ότι, στην περίπτωση των σιγαρέτων, ο προαναφερόμενος στόχος επιτυγχάνεται κατά τον καλύτερο τρόπο με ένα σύστημα που εξασφαλίζει προοδευτική μείωση της επιπτώσεως του φόρου και ότι για το σκοπό αυτό η φορολογία στα προϊόντα αυτά πρέπει να αποτελείται από έναν αναλογικό φόρο σε συνδυασμό με έναν πάγιο φόρο οριζόμενο από κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με κοινοτικά κριτήρια·

(6)

ότι η διάρθρωση των ειδικών φόρων καταναλώσεως επί των επεξεργασμένων καπνών πρέπει να εναρμονισθεί σταδιακά·

(7)

ότι οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού προϋποθέτουν ένα σύστημα ελευθέρως διαμορφουμένων τιμών για όλες τις ομάδες επεξεργασίας καπνών·

(8)

ότι υφίστανται πολλά είδη επεξεργασίας καπνών, διαφορετικά ως εκ των χαρακτηριστικών και των χρήσεων για τις οποίες προορίζονται·

(9)

ότι αυτά τα διάφορα είδη επεξεργασμένου καπνού πρέπει να καθορισθούν·

(10)

ότι, για οικονομικούς λόγους, πρέπει να προβλεφθούν μεταβατικές παρεκκλίσεις για ορισμένα κράτη μέλη·

(11)

ότι θα πρέπει να εισαχθεί διάκριση μεταξύ του λεπτοκομμένου καπνού που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων και των λοιπών καπνών για κάπνισμα·

(12)

ότι θα πρέπει να διευκρινισθεί η έννοια του καπνοβιομηχάνου ως του φυσικού ή νομικού προσώπου που κατασκευάζει τα προϊόντα καπνού και καθορίζει τη μέγιστη τιμή λιανικής πώλησης σε κάθε κράτος μέλος όπου προορίζονται να διατεθούν στην κατανάλωση·

(13)

ότι, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των κρατών μελών προβαίνει σε απαλλαγές ή σε επιστροφές ειδικών φόρων κατανάλωσης για ορισμένα κατεργασμένα καπνά ανάλογα με τη χρήση τους, θα πρέπει να καθοριστούν στην παρούσα οδηγία οι απαλλαγές ή επιστροφές για ειδικές χρήσεις·

(14)

ότι προς το σκοπό ενιαίας φορολογίας θα πρέπει να θεωρούνται επίσης ως σιγαρέτα και οι κύλινδροι καπνού που μπορούν να καπνίζονται ως έχουν με έναν απλό χειρισμό·

(15)

ότι θα πρέπει να επιτραπεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να φορολογεί, το αργότερο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998, τους εν λόγω κυλίνδρους καπνού με συντελεστή ή ποσό τουλάχιστον ίσο με αυτό που ισχύει για το λεπτοκομμένο καπνό τον προοριζόμενο για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων·

(16)

ότι η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Β,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:



ΤΙΤΛΟΣ Ι

Γενικές αρχές

Άρθρο 1

1.  Η διάρθρωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, στον οποίο τα κράτη μέλη υποβάλλουν τα επεξεργασμένα καπνά, εναρμονίζεται σταδιακώς.

2.  Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις γενικές αρχές της εναρμονίσεως αυτής, καθώς και τα ειδικά κριτήρια τα εφαρμοστέα κατά τη διάρκεια των σταδίων εναρμονίσεως.

3.  Η μετάβαση από το ένα στάδιο εναρμονίσεως στο επόμενο αποφασίζεται από το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων που επετεύχθηκαν, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος σταδίου, με τα μέτρα που εισήγαγαν τα κράτη μέλη στο σύστημα ειδικών φόρων καταναλώσεως προκειμένου να συμμορφωθούν προς τα ισχύοντα κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου. Η μετάβαση από το ένα στάδιο στο επόμενο δύναται ιδίως να αναβληθεί αν είναι τέτοιας φύσεως που να συνεπάγεται για ένα κράτος μέλος δυσανάλογες απώλειες εσόδων.

Άρθρο 2

1.  Ως επεξεργασμένα καπνά θεωρούνται τα ακόλουθα:

α) τα σιγαρέτα·

β) τα πούρα και τα σιγαρίλος·

γ) καπνός καπνίσματος:

 ο λεπτοκομμένος καπνός που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων,

 άλλα καπνά για κάπνισμα,

1.  όπως ορίζονται στα άρθρα 3 έως 7.

2.  Το Συμβούλιο θεσπίζει, προτάσει της Επιτροπής, τις αναγκαίες διατάξεις για τον καθορισμό τρόπου με τον οποίο πρέπει να ορίζονται και να ομαδοποιούνται τα επεξεργασμένα καπνά.

3.  Χωρίς να θίγονται οι ισχύουσες κοινοτικές διατάξεις, οι αναφερόμενοι στα άρθρα 3 έως 7 ορισμοί δεν προδικάζουν τον καθορισμό των φορολογικών συστημάτων ή των επιπέδων φορολογίας για τις διάφορες ομάδες προϊόντων που αναφέρονται στους ορισμούς αυτούς.

Άρθρο 3

Θεωρούνται πούρα ή σιγαρίλος, αν είναι δυνατό να καπνίζονται ως έχουν:

1. οι κύλινδροι καπνού που αποτελούνται από φυσικό καπνό·

2. οι κύνλινδροι καπνού που είναι εφοδιασμένοι με εξωτερικό περιτύλιγμα από φυσικό καπνό·

▼M2

3) κύλινδροι καπνού με κοπανισμένο μείγμα καπνού και με εξωτερικό περιτύλιγμα στο σύνηθες χρώμα του πούρου που καλύπτει πλήρως το προϊόν και όπου χρειάζεται και το φίλτρο ►C1  , εκτός από το ακροστόμιο καλαμάκι, όσον αφορά τα πούρα με ακροστόμιο καλαμάκι, και ένα υποπερίβλημα, και τα δύο από ανασυσταθέντα καπνό, ◄ όπου το βάρος της μονάδας, μη περιλαμβανομένου του φίλτρου ή του τμήματος που εισέρχεται στο στόμα, δεν είναι μικρότερο από 1,2g και όπου το περιτύλιγμα προσαρμόζεται σε σπειροειδές σχήμα με οξεία γωνία τουλάχιστον 30o στον άξονα κατά μήκος του πούρου,

4) κύλινδροι καπνού με κοπανισμένο μείγμα καπνού και με εξωτερικό περιτύλιγμα στο σύνηθες χρώμα του πούρου, από ανασυσταθέντα καπνό, που καλύπτει πλήρως το προϊόν και όπου χρειάζεται και το φίλτρο, εκτός από το ακροστόμιο καλαμάκι όσον αφορά τα πούρα με ακροστόμιο καλαμάκι, όπου το βάρος της μονάδας, μη περιλαμβανομένου του φίλτρου ή του τμήματος που εισέρχεται στο στόμα, δεν είναι μικρότερο από 2,3g και όπου η περίμετρος σε πάνω από το ένα τρίτο τουλάχιστον του μήκους δεν είναι μικρότερη από 34 mm.

▼B

Άρθρο 4

1.  Θεωρούνται ως σιγαρέτα:

α) οι κύλινδροι καπνού που μπορούν να καπνίζονται ως έχουν και οι οποίοι δεν είναι πούρα ή σιγαρίλος κατά την έννοια του άρθρου 3·

β) οι κύλινδροι καπνού οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό γλυστρούν μέσα σε σωλήνες σιγαρέτων

γ οι κύλινδροι καπνού οι οποίοι με απλό μη βιομηχανικό χειρισμό περιτυλίγονται σε τσιγαρόχαρτα.

Μέχρι τις ►M1  31 Δεκεμβρίου 2001 περιλαμβανομένης ◄ επιτρέπεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να φορολογεί τους κυλίνδρους καπνού που αναφέρονται στο στοιχείο β) τουλάχιστον με το συντελεστή ή το ποσό ειδικού φόρου κατανάλωσης που ισχύει για τον λεπτοκομμένο καπνό τον προοριζόμενο για την κατασκευή χειροποιήτων (στριφτών) σιγαρέτων.

2.  Ένας κύλινδρος, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, θεωρείται, για τους σκοπούς εφαρμογής του ειδικού φόρου καταναλώσεως, ότι αποτελεί δύο σιγαρέτα όταν το μήκος του, μη συμπεριλαμβανομένων φίλτρου και απολήξεως, είναι μεγαλύτερο των 9 εκατοστομέτρων χωρίς να υπερβαίνει τα 18 εκατοστόμετρα, ότι αποτελεί τρία σιγαρέτα όταν το μήκος του, μη συμπεριλαμβανομένων του φίλτρου και της απολήξεως, είναι μεγαλύτερο των 18 εκατοστόμετρων χωρίς να υπερβαίνει τα 27 εκατοστόμετρα και ούτω καθ' εξής.

Άρθρο 5

Θεωρείται καπνός καπνίσματος:

1. ο κομμένος ή κατ' άλλο τρόπο τεμαχισμένος καπνός, σε ορμαθό ή συμπιεσμένος σε πλάκες, ο οποίος μπορεί να καπνισθεί χωρίς να υποστεί μεταγενέστερη μεταποίηση·

2. τα συσκευασμένα για λιανική πώληση υπολείμματα καπνού, τα οποία δεν εμπίπτουν στα άρθρα 3 και 4 και τα οποία μπορούν να καπνισθούν.

Άρθρο 6

Ως λεπτοκομμένος καπνός που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων θεωρείται ο καπνός καπνίσματος όπως ορίζεται στο άρθρο 5, στον οποίο περισσότερο από 25 % του βάρους των σωματιδίων καπνού έχει πλάτος κοπής μικρότερο από ένα χιλιοστόμετρο. Τα κράτη μέλη τα οποία, την 1η Ιανουαρίου 1993, δεν εφαρμόζουν αυτό το πλάτος κοπής, ένα χιλιοστόμετρο, πρέπει να συμμορφωθούν με την παρούσα διάταξη το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1997.

Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρούν ως λεπτοκομμένο καπνό που προορίζεται για την κατασκευή χειροποίητων (στριφτών) σιγαρέτων τον καπνό καπνίσματος στον οποίο περισσότερο από 25 % του βάρους των σωματιδίων καπνού έχει πλάτος κοπής μεγαλύτερο από ένα χιλιοστόμετρο και ο οποίος πωλήθηκε ή προορίζεται να πωληθεί για την κατασκευή χειροποίητων σιγαρέτων.

Άρθρο 7

1.  Εξομοιούνται με πούρα και σιγαρίλος τα προϊόντα που αποτελούνται μερικώς από άλλες ουσίες πλην του καπνού, αλλά ανταποκρίνονται στα λοιπά κριτήρια του άρθρου 3, υπό την προϋπόθεση ότι τα προϊόντα αυτά φέρουν:

 περίβλημα από φυσικό καπνό,

 περίβλημα και υποπερίβλημα από καπνό και τα δύο από ανακατεργασμένο καπνό,

 περίβλημα από ανακατεργασμένο καπνό.

2.  Εξομοιούνται με τα σιγαρέτα και με τον καπνό για κάπνισμα τα προϊόντα τα αποτελούμενα αποκλειστικώς ή μερικώς από ουσίες άλλες πλην του καπνού, αλλά τα οποία ανταποκρίνονται στα λοιπά κριτήρια των άρθρων 4 ή 5.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, τα προϊόντα που δεν περιέχουν καπνό δεν θεωρούνται ως επεξεργασμένος καπνός εφόσον προορίζονται αποκλειστικώς για ιατρική χρήση.

Άρθρο 8

1.  Σε κάθε κράτος μέλος, τα σιγαρέτα κοινοτικής κατασκευής και τα σιγαρέτα που εισάγονται από τρίτες χώρες υποβάλλονται σε ένα αναλογικό φόρο καπνού υπολογισμένο επί της μέγιστης τιμής λιανικής πωλήσεως, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, καθώς επίσης και σε ένα πάγιο φόρο καπνού υπολογιζόμενο ανά μονάδα προϊόντος.

2.  Ο συντελεστής του αναλογικού φόρου καπνού και το ποσό του παγίου φόρου καπνού πρέπει να είναι οι αυτοί για όλα τα σιγαρέτα.

3.  Στο τελικό στάδιο της δομικής εναρμονίσεως καθιερώνεται σε όλα τα κράτη μέλη η αυτή σχέση μεταξύ του παγίου φόρου καταναλώσεως και του ποσού του αναλογικού φόρου καταναλώσεως και του φόρου κύκλου εργασιών επί των σιγαρέτων, ούτως ώστε η κλιμάκωση των λιανικών τιμών πωλήσεων να αντανακλά σωστά τη διαφορά των τιμών πωλήσεως των κατασκευαστών.

4.  Όπου είναι αναγκαίο, ο ειδικός φόρος καταναλώσως επί των σιγαρέτων δύναται να περιλαμβάνει ένα ελάχιστο ποσό φόρου, το ανώτατο όριο του οποίου καθορίζεται για κάθε στάδιο από το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής.

Άρθρο 9

1.  Ως καπνοβιομήχανος θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο στην Κοινότητα και μεταποιεί τον καπνό σε προϊόντα επεξεργασμένα για λιανική πώληση.

Οι καπνοβιομήχανοι ή, κατά περίπτωση, οι αντιπρόσωποι ή εντολοδόχοι τους στην Κοινότητα καθώς και οι εισαγωγείς από τρίτες χώρες καθορίζουν ελεύθερα τις ανώτερες τιμές λιανικής πώλησης κάθε προϊόντος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο προορίζεται να διατεθεί στην κατανάλωση.

Η διάταξη του δευτέρου εδαφίου δεν εμποδίζει την εφαρμογή των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά τον έλεγχο των τιμών ή την τήρηση των επιβαλλόμενων τιμών, εφόσον οι νομοθεσίες αυτές δεν αντιβαίνουν προς την κοινοτική νομοθεσία.

2.  Προκειμένου να διευκολυνθεί η είσπραξη του ειδικού φόρου καταναλώσεως, τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίσουν μια κλίμακα τιμών λιανικής πωλήσεως ανά ομάδα επεξεργασμένων καπνών, υπό τον όρο ότι κάθε κλίμακα θα είναι αρκετά εκτεταμένη και διαφοροποιημένη, ώστε να ανταποκρίνεται πραγματικά στην ποικιλία των κοινοτικών προϊόντων. Κάθε κλίμακα ισχύει για όλα τα προϊόντα που ανήκουν στην οικεία ομάδα επεξεργασμένων καπνών χωρίς διάκριση, βασιζόμενη στην ποιότητα, την εμφάνιση, την καταγωγή των προϊόντων ή των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν, των χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων ή οποιοδήποτε άλλο κριτήριο.

Άρθρο 10

1.  Οι τρόποι εισπράξεως του ειδικού φόρου καταναλώσεως εναρμονίζονται το αργότερο στο τελικό στάδιο. Κατά τη διάρκεια των προηγουμένων σταδίων, ο ειδικός φόρος καταναλώσως εισπράττεται, κατ' αρχήν, με φορολογικά επισήματα. Τα κράτη μέλη, αν εισπράττουν τον ειδικό φόρο καταναλώσως με φορολογικά επισήματα, είναι υποχρεωμένα να θέτουν τα επισήματα αυτά στη διάθεση των καπνοβιομηχάνων και των εμπόρων των λοιπών κρατών μελών. Εάν εισπράττουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης με άλλους τρόπους, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κανένα διοικητικό ή τεχνικό εμπόδιο να μην επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών, εξ αυτού του λόγου.

2.  Οι εισαγωγείς και οι καπνοβιομήχανοι επεξεργασμένων καπνών υπόκεινται στο καθεστώς που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο όσον αφορά τους τρόπους εισπράξεως και πληρωμής του ειδικού φόρου καταναλώσεως.

Άρθρο 11

Μπορεί να χορηγείται απαλλαγή από τον ειδικό φόρο καταναλώσεως ή να επιστρέφεται ο τυχόν καταβληθείς για:

α) τα μετουσιωμένα επεξεργασμένα καπνά που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στη βιομηχανία ή στην καλλιέργεια δενδροκηπευτικών·

β) τα επεξεργασμένα καπνά που καταστρέφονται υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής·

γ) τα επεξεργασμένα καπνά που προορίζονται αποκλειστικά για επιστημονικές δοκιμές και για έλεγχο ποιότητας προϊόντων·

δ) τα επεξεργασμένα καπνά που χρησιμοποιούνται εκ νέου από τον παραγωγό.

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τις διατυπώσεις στις οποίες υπόκεινται οι εν λόγω απαλλαγές ή επιστροφές.



ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

Ειδικές διατάξεις εφαρμοστέες κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου εναρμονίσεως

Άρθρο 12

1.  Με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 3, το πρώτο στάδιο εναρμονίσεως της διαρθρώσεως του ειδικού φόρου καταναλώσεως επί των επεξεργασμένων καπνών καλύπτει μια περίοδο εξήντα μηνών, υπολογιζόμενη από την 1η Ιουλίου 1973.

2.  Κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου εναρμονίσεως εφαρμόζονται τα άρθρα 13 και 14.

Άρθρο 13

1.  Το ποσό του παγίου φόρου καπνού που επιβάλλεται επί των σιγαρέτων καθορίζεται για πρώτη φορά δι' αναγωγής στα σιγαρέτα της περισσότερο ζητουμένης κατηγορίας τιμών, σύμφωνα με τα στοιχεία της 1ης Ιανουαρίου 1973.

2.  Με την επιφύλαξη της λύσεως, η οποία θα γίνει τελικά δεκτή όσον αφορά τη σχέση μεταξύ του παγίου και του αναλογικού στοιχείου, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν δύναται να είναι κατώτερο του 5 % ή ανώτερο του 75 % του σωρευτικού ποσού του αναλογικού φόρου καπνού και του παγίου φόρου καπνού που επιβάλλονται επί των σιγαρέτων αυτών.

3.  Αν ο ειδικός φόρος καταναλώσως για την κατηγορία τιμών της παραγράφου 1 τροποποιηθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1973, το ποσό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 καθορίζεται δι' αναγωγής στη νέα φορολογική επιβάρυνση των σιγαρέτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 14

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 8 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να αποκλείει τους δασμούς από τη βάση υπολογισμού του αναλογικού φόρου καπνού που επιβάλλεται επί των σιγαρέτων.



ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

Ειδικές διατάξεις εφαρμοζόμενες κατά τη διάρκεια του δευτέρου σταδίου εναρμονίσεως

Άρθρο 15

1.  Το δεύτερο στάδιο εναρμονίσεως της διάρθρωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των επεξεργασμένων καπνών αρχίζει την 1η Ιουλίου 1978.

2.  Κατά τη διάρκεια του δευτέρου αυτού σταδίου εναρμονίσεως εφαρμόζεται το άρθρο 16.

Άρθρο 16

1.  Το ποσό του ειδικού φόρου καταναλώσεως σιγαρέτων καθορίζεται για πρώτη φορά δι' αναγωγής στα σιγαρέτα της περισσότερο ζητουμένης κατηγορίας, σύμφωνα με τα στοιχεία τα γνωστά κατά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 1978.

2.  Το πάγιο στοιχείο του ειδικού φόρου καταναλώσεως δεν δύναται να είναι κατώτερο του 5 % ούτε ανώτερο του 55 % ποσού της συνολικής επιβαρύνσεως, που προκύπτει από το άθροισμα του αναλογικού φόρου καταναλώσεως, του παγίου φόρου καταναλώσεως και του φόρου κύκλου εργασιών, των επιβαλλομένων επί των σιγαρέτων αυτών.

▼M1

2α.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2, εφόσον, μεταβληθεί η λιανική τιμή των τσιγάρων που ανήκουν στην πλέον ζητούμενη κατηγορία τιμής σε ένα κράτος μέλος με αποτέλεσμα το πάγιο στοιχείο του ειδικού φόρου κατανάλωσης, εκφρασμένο ως ποσοστό της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, να είναι μικρότερο του 5 % ή μεγαλύτερο του 55 % της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, το οικείο κράτος μέλος δύναται να μην προσαρμόσει το ποσό του πάγιου στοιχείου του ειδικού φόρου κατανάλωσης το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου του δεύτερου έτους που έπεται αυτού κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκε η μεταβολή.

▼B

3.   ►M1  εάν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης που επιβάλλεται ◄ στην κατηγορία τιμής, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τροποποιηθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1978, το ποσό του παγίου φόρου καταναλώσεως καθορίζεται δι' αναφοράς προς τη νέα συνολική φορολογική επιβάρυνση των σιγαρέτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.  Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος δύναται να εξαιρέσει τους εισαγωγικούς δασμούς από τη βάση υπολογισμού του αναλογικού φόρου καταναλώσεως του επιβαλλομένου επί των σιγαρέτων.

▼M2

5.  Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν έναν ελάχιστο ειδικό φόρο κατανάλωσης στα τσιγάρα που πωλούνται σε τιμή μικρότερη από την τιμή λιανικής πώλησης των τσιγάρων της πλέον ζητούμενης κατηγορίας τιμών, υπό τον όρο ότι αυτός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης δεν υπερβαίνει το ποσό του ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στα τσιγάρα της πλέον ζητούμενης κατηγορίας τιμών.

▼B



ΤΙΤΛΟΣ IV

Τελικές διατάξεις

Άρθρο 17

Όταν καθίσταται αναγκαίο, το Συμβούλιο θεσπίζει προτάσει της Επιτροπής τις διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 18

Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που καλύπτεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 19

1.  Οι οδηγίες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι τμήμα Α καταργούνται, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες ενσωμάτωσης που εμφαίνονται στο παράρτημα Ι τμήμα Β.

2.  Οι αναφορές στις καταργούμενες οδηγίες θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβιβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που επισυνάπτεται στο παράρτημα ΙΙ.

Άρθρο 20

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 21

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΤΜΗΜΑ Α

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

(που αναφέρονται στο άρθρο 19)

1. Οδηγία 72/464/ΕΟΚ

2. Οδηγία 79/32/ΕΟΚ

και οι διαδοχικές τους τροποποιήσεις:

 Οδηγία 74/318/ΕΟΚ

 Οδηγία 75/786/ΕΟΚ

 Οδηγία 76/911/ΕΟΚ

 Οδηγία 77/805/ΕΟΚ

 Οδηγία 80/369/ΕΟΚ

 Οδηγία 80/1275/ΕΟΚ

 Οδηγία 81/463/ΕΟΚ

 Οδηγία 82/2/ΕΟΚ

 Οδηγία 82/877/ΕΟΚ

 Οδηγία 84/217/ΕΟΚ

 Οδηγία 86/246/ΕΟΚ

 Οδηγία 92/78/ΕΟΚ

ΤΜΗΜΑ Β



Οδηγία

Προθεσμίες ενσωμάτωσης

— 72/464/ΕΟΚ

1.7.1973 (1)

— 79/32/ΕΟΚ

1.1.1980

— 74/318/ΕΟΚ

 

— 75/786/ΕΟΚ

 

— 76/911/ΕΟΚ

 

— 77/805/ΕΟΚ

 

— 80/369/ΕΟΚ

 

— 80/1275/ΕΟΚ

 

— 81/463/ΕΟΚ

 

— 82/2/ΕΟΚ

 

— 82/877/ΕΟΚ

 

— 84/217/ΕΟΚ

 

— 86/246/ΕΟΚ

1.1.1986

— 92/78/ΕΟΚ

31.12.1992

(1)   Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία μπορούσαν να μεταθέσουν την προθεσμία στις 31 Δεκεμβρίου 1977.




ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ



ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρούσα οδηγία

Οδηγία 72/464/ΕΟΚ

Οδηγία 79/32/ΕΟΚ

Τίτλος I

Τίτλος I

 

Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2

 

Άρθρο 1, παράγραφος 3

Άρθρο 1, παράγραφος 4

 

Άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 1, παράγραφος 1

Άρθρο 2, παράγραφος 3

 

Άρθρο 1, παράγραφος 2

Άρθρο 3

 

Άρθρο 2

Άρθρο 4

 

Άρθρο 3

Άρθρο 5

 

Άρθρο 4

Άρθρο 6

 

Άρθρο 4 α

Άρθρο 7

 

Άρθρο 7

Άρθρο 8

Άρθρο 4

 

Άρθρο 9

Άρθρο 5

 

Άρθρο 10

Άρθρο 6

 

Άρθρο 11

Άρθρο 6 α

 

Τίτλος II

Τίτλος II

 

Άρθρο 12

Άρθρο 7

 

Άρθρο 13

Άρθρο 8

 

Άρθρο 14

Άρθρο 9

 

Τίτλος III

Τίτλος II α

 

Άρθρο 15

Άρθρο 10 α

 

Άρθρο 16

Άρθρο 10 β

 

Τίτλος IV

Τίτλος III

 

Άρθρο 17

Άρθρο 11

 

Άρθρο 18

Άρθρο 12, παράγραφος 2

 

Άρθρο 19

Άρθρο 20

Άρθρο 21

Άρθρο 13

Άρθρο 10



( 1 ) ΕΕ αριθ. C 56 της 6. 3. 1995, σ. 164.

( 2 ) ΕΕ αριθ. C 133 της 31. 5. 1995, σ. 1.

( 3 ) ΕΕ αριθ. L 303 της 31. 12. 1972, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/78/ΕΟΚ (ΕΕ αριθ. L 316 της 31. 10. 1992, σ. 5).

( 4 ) ΕΕ αριθ. L 10 της 16. 1. 1979, σ. 8. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία 92/78/ΕΟΚ.

Top