This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62019CN0167
Case C-167/19 P: Appeal brought on 22 February 2019 by the European Commission against the judgment of the General Court (Fourth Chamber) of 12 December 2018 in Case T-683/15, Freistaat Bayern v European Commission
Υπόθεση C-167/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 22 Φεβρουαρίου 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-683/15, Freistaat Bayern κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Υπόθεση C-167/19 P: Αναίρεση που άσκησε στις 22 Φεβρουαρίου 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-683/15, Freistaat Bayern κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
ΕΕ C 131 της 8.4.2019, p. 35–36
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
8.4.2019 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 131/35 |
Αναίρεση που άσκησε στις 22 Φεβρουαρίου 2019 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) στις 12 Δεκεμβρίου 2018 στην υπόθεση T-683/15, Freistaat Bayern κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής
(Υπόθεση C-167/19 P)
(2019/C 131/40)
Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική
Διάδικοι
Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: K. Herrmann, T. Maxian Rusche, P. Němečková)
Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Freistaat Bayern
Αιτήματα
Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
— |
να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, |
— |
να απορρίψει ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, |
— |
να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου αυτό να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως, |
— |
να καταδικάσει το προσφεύγον της πρωτοβάθμιας διαδικασίας στα δικαστικά έξοδα τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της αναιρετικής δίκης ή, επικουρικώς, σε περίπτωση αναπομπής στο Γενικό Δικαστήριο, να επιφυλαχθεί να αποφανθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα της πρωτοβάθμιας και της αναιρετικής διαδικασίας με την απόφαση που θα περατώνει αμετακλήτως τη διαδικασία. |
Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα
Πρώτος λόγος αναιρέσεως:
Το Γενικό Δικαστήριο προέβη, στις σκέψεις 60 έως 67 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σε νομικά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (1) καθώς και της σχετικής νομολογίας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, κατά τον καθορισμό των απαιτήσεων του περιεχομένου μιας αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας: η αναφορά της πηγής χρηματοδοτήσεως μιας ενισχύσεως στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας θα έπρεπε να απαιτείται μόνο κατ’ εξαίρεση και σε ειδικές περιπτώσεις.
Δεύτερος λόγος αναιρέσεως:
Το Γενικό Δικαστήριο προέβη, στις σκέψεις 53 έως 58 και 62 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, παρέχοντας ελλιπή αιτιολογία, ενώ επίσης δεν απάντησε στα επιχειρήματα της Επιτροπής. Στην πραγματικότητα, η απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας έκανε μνεία της πηγής χρηματοδοτήσεως μέσω πόρων του γενικού προϋπολογισμού.
Τρίτος λόγος αναιρέσεως:
Το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 70 και 71 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, προέβη σε νομικά εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και της σχετικής νομολογίας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, κρίνοντας ότι τα δικαιώματα συμμετοχής τρίτων στη διοικητική διαδικασία συνιστούν ουσιώδη τύπο κατά την έννοια του άρθρου 263, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.
Τέταρτος λόγος αναιρέσεως:
Το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 72 έως 75 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του δικαιώματος συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία κατά το άρθρο 108, παράγραφοι 2 και 3, ΣΛΕΕ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, καθώς και της σχετικής νομολογίας των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης σχετικά με τις συνέπειες της προσβολής του δικαιώματος συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία, διαπιστώνοντας ότι η υποβολή παρατηρήσεων από τους ενδιαφερομένους σχετικά με το αν οι δημοσιονομικοί πόροι θεωρούνται ως κρατικοί πόροι θα μπορούσε να αλλάξει την έκβαση της διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία τόσο της έννοιας των κρατικών πόρων κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όσο και της έννοιας της υφιστάμενης ενίσχυσης κατά το άρθρο 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και εκτέθηκαν ενώπιόν του, παρέλειψε δε να εξετάσει τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή ενώπιόν του.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (EE 1999, L 83, σ. 1).