Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32024R3015

Κανονισμός (ΕΕ) 2024/3015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2024, σχετικά με την απαγόρευση των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας στην αγορά της Ένωσης και την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

PE/67/2024/REV/1

ΕΕ L, 2024/3015, 12.12.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/3015/oj (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/3015/oj

European flag

Επίσημη Εφημερίδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης

EL

Σειρά L


2024/3015

12.12.2024

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2024/3015 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΫ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 27ης Νοεμβρίου 2024

σχετικά με την απαγόρευση των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας στην αγορά της Ένωσης και την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως τα άρθρα 114 και 207,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Όπως αναγνωρίζεται στο προοίμιο του πρωτοκόλλου του 2014 της σύμβασης αριθ. 29 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) περί αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας (σύμβαση αριθ. 29 της ΔΟΕ), η καταναγκαστική εργασία συνιστά σοβαρή παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμβάλλει στη διαιώνιση της φτώχειας και εμποδίζει την επίτευξη αξιοπρεπούς εργασίας για όλους. Η ΔΟΕ κήρυξε την εξάλειψη κάθε μορφής καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας ως αρχή που αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η ΔΟΕ κατατάσσει τη σύμβαση αριθ. 29, συμπεριλαμβανομένου του συμπληρωματικού πρωτοκόλλου του 2014 της σύμβασης αριθ. 29 και τη σύμβαση αριθ. 105 της ΔΟΕ σχετικά με την κατάργηση της αναγκαστικής εργασίας (σύμβαση αριθ. 105 της ΔΟΕ) ως θεμελιώδεις συμβάσεις της ΔΟΕ και εκδίδει συστάσεις με σκοπό την πρόληψη, την εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας, καθώς και την προσφυγή για αυτήν, όπως η σύσταση για την καταναγκαστική εργασία (συμπληρωματικά μέτρα) αριθ. 203. Η ΔΟΕ έχει αναπτύξει διάφορους δείκτες που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό και την επισήμανση περιπτώσεων καταναγκαστικής εργασίας, όπως απειλές και πραγματική σωματική και σεξουαλική βλάβη, κατάχρηση ευάλωτης κατάστασης, κατάχρηση των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης και υπερβολικές υπερωρίες, παραπλάνηση, περιορισμός κινήσεων ή εγκλεισμός στον χώρο εργασίας ή σε περιορισμένη περιοχή, απομόνωση, δουλεία για χρέη, παρακράτηση μισθών ή υπερβολική μείωση μισθών, κατάσχεση διαβατηρίων και εγγράφων ταυτότητας ή απειλή καταγγελίας στις αρχές όταν ο εργαζόμενος έχει καθεστώς παράνομης μετανάστευσης. Η καταναγκαστική εργασία συνδέεται πολύ συχνά με τη φτώχεια και τις διακρίσεις. Η παραποίηση πίστωσης και χρέους, είτε από εργοδότες είτε από υπαλλήλους πρόσληψης, εξακολουθεί να αποτελεί βασικό παράγοντα που παγιδεύει ευάλωτους εργαζομένους σε καταστάσεις καταναγκαστικής εργασίας. Σύμφωνα με τα εποπτικά όργανα της ΔΟΕ, η εργασία στις φυλακές, ακόμη και όταν εκτελείται για ιδιωτικές εταιρείες, δεν συνιστά αφ’ εαυτής καταναγκαστική εργασία, υπό την προϋπόθεση ότι γίνεται σε εθελοντική βάση, προς όφελος του κρατουμένου και είναι συγκρίσιμη με τους όρους μιας ελεύθερης εργασιακής σχέσης. Η κοινωνική εργασία ως εναλλακτική ποινική κύρωση αντί της φυλάκισης θα πρέπει πάντα να είναι προς το γενικό δημόσιο συμφέρον και, σε καμία περίπτωση, δεν θα πρέπει να γίνεται κατάχρησή της από τα κράτη ως μέσο εξευτελισμού του καταδικασθέντος ή στέρησης της αξιοπρέπειάς του. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εργασία ή υπηρεσία επιβάλλεται με εκμετάλλευση της ευάλωτης θέσης του εργαζομένου υπό την απειλή κύρωσης, η εν λόγω απειλή δεν χρειάζεται να λάβει τη μορφή ποινικής κύρωσης, αλλά μπορεί να λάβει τη μορφή απώλειας δικαιωμάτων ή οφελών.

(2)

Η χρήση καταναγκαστικής εργασίας είναι ευρέως διαδεδομένη στον κόσμο. Εκτιμάται ότι το 2021 περίπου 27,6 εκατομμύρια άτομα βρίσκονταν σε κατάσταση καταναγκαστικής εργασίας. Οι ευάλωτες και περιθωριοποιημένες ομάδες της κοινωνίας είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς να δεχτούν πιέσεις για να εκτελέσουν καταναγκαστική εργασία. Οι εν λόγω ομάδες περιλαμβάνουν γυναίκες, παιδιά, εθνοτικές μειονότητες, άτομα με αναπηρία, άτομα που ανήκουν σε χαμηλότερη κοινωνική τάξη, αυτόχθονες λαούς και λαούς με φυλετική συγκρότηση, και μετανάστες, ιδίως μετανάστες χωρίς έγγραφα, που βρίσκονται σε επισφαλή κατάσταση και εργάζονται στην άτυπη οικονομία. Ακόμη και όταν δεν επιβάλλεται από το κράτος, η καταναγκαστική εργασία συχνά αποτελεί συνέπεια απουσίας ή έλλειψης χρηστής διακυβέρνησης όσον αφορά ορισμένους οικονομικούς φορείς και απόδειξη της αδυναμίας ενός κράτους να επιβάλει τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, ιδίως για τις ευάλωτες και περιθωριοποιημένες ομάδες. Η καταναγκαστική εργασία μπορεί επίσης να λάβει χώρα ως απόρροια σιωπηρής συγκατάθεσης των αρχών. Το 86 % του συνόλου των περιπτώσεων καταναγκαστικής εργασίας σημειώνεται στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως μέσω της εκμετάλλευσης της καταναγκαστικής εργασίας 17,3 εκατομμυρίων ατόμων. Οι υποχρεώσεις των οικονομικών φορέων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να είναι προβλέψιμες και σαφείς, ώστε να διασφαλίζουν πλήρη και αποτελεσματική συμμόρφωση και να συμβάλλουν στην εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας.

(3)

Η εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας σε όλες τις μορφές της, συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής εργασίας που επιβάλλεται από το κράτος, αποτελεί προτεραιότητα για την Ένωση. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας καθώς και η οικουμενικότητα και το αδιαίρετο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατοχυρώνονται ρητά στο άρθρο 21 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος 8.7 των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, η Ένωση θα πρέπει να υποστηρίζει και να προωθεί τις αξίες της και να συμβάλλει στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων του παιδιού. Το άρθρο 5 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (o «Χάρτης») απαγορεύει ρητά τη δουλεία, την ειλωτεία, την καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία και την εμπορία ανθρώπων, και το άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών προβλέπει ότι κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει επανειλημμένα ερμηνεύσει το άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ότι απαιτεί από τα κράτη μέλη να τιμωρούν και να διώκουν αποτελεσματικά κάθε πράξη εξαιτίας της οποίας ένα άτομο βρίσκεται στις καταστάσεις που περιγράφονται στο εν λόγω άρθρο. Το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής για παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα και θεμελιώδες στοιχείο της διαδικασίας αποτελεσματικής δίωξης των εγκλημάτων. Το ισχύον ενωσιακό δίκαιο, οι κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τις επιχειρήσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα (UNGP), η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις επιχειρήσεις και οι κατευθυντήριες γραμμές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), όπως οι κατευθυντήριες γραμμές για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις σχετικά με την υπεύθυνη επιχειρηματική συμπεριφορά, δηλώνουν ότι τα θύματα έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής για παραβιάσεις ή καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σχετίζονται με επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής εργασίας.

(4)

Όλα τα κράτη μέλη έχουν κυρώσει τις θεμελιώδεις συμβάσεις της ΔΟΕ στον τομέα της καταναγκαστικής εργασίας, και συγκεκριμένα τη σύμβαση αριθ. 29 της ΔΟΕ και τη σύμβαση αριθ. 105 της ΔΟΕ και τη σύμβαση αριθ. 182 της ΔΟΕ σχετικά με τις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας (σύμβαση αριθ. 182 της ΔΟΕ). Ως εκ τούτου, υποχρεούνται βάσει νόμου να προλαμβάνουν και να εξαλείφουν τη χρήση καταναγκαστικής εργασίας, καθώς και να υποβάλλουν εκθέσεις τακτικά στη ΔΟΕ.

(5)

Μέσω των πολιτικών της και των νομοθετικών πρωτοβουλιών της, η Ένωση επιδιώκει την εξάλειψη της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας και την προώθηση της αξιοπρεπούς εργασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων παγκοσμίως. Η Ένωση προωθεί την επίδειξη δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές και τις αρχές που έχουν θεσπίσει διεθνείς οργανισμοί, όπως μεταξύ άλλων η ΔΟΕ, ο ΟΟΣΑ και τα Ηνωμένα Έθνη, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η καταναγκαστική εργασία δεν έχει θέση στις αλυσίδες εφοδιασμού των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση.

(6)

Η εμπορική πολιτική της Ένωσης στηρίζει την καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας τόσο στις μονομερείς όσο και στις διμερείς εμπορικές σχέσεις. Στα κεφάλαια των εμπορικών συμφωνιών της Ένωσης τα οποία αφορούν το εμπόριο και τη βιώσιμη ανάπτυξη περιέχεται δέσμευση για κύρωση και αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών συμβάσεων της ΔΟΕ, στις οποίες περιλαμβάνονται οι συμβάσεις αριθ. 29 και αριθ. 105 της ΔΟΕ, ενώ στις διατάξεις που αφορούν το εμπόριο και την ισότητα των φύλων καθιερώνεται η διάσταση του φύλου που είναι απαραίτητη για την οικονομική χειραφέτηση των γυναικών ώστε να καταπολεμηθεί η καταναγκαστική εργασία λόγω φύλου. Επιπλέον, οι μονομερείς δασμολογικές προτιμήσεις στο πλαίσιο του συστήματος γενικευμένων προτιμήσεων της Ένωσης δύνανται να ανακληθούν λόγω σοβαρών και συστηματικών παραβιάσεων των συμβάσεων αριθ. 29 και αριθ. 105 της ΔΟΕ.

(7)

Η καταναγκαστική εργασία έχει διακριτό αντίκτυπο στις ευάλωτες και περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως τα παιδιά, οι γυναίκες, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες ή οι αυτόχθονες πληθυσμοί, και, ως εκ τούτου, μια διατομεακή και ευαίσθητη ως προς το φύλο προσέγγιση είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός αναμένεται να συμβάλει στους στόχους των σχετικών διεθνών συμφωνιών και συμβάσεων, όπως της σύμβασης αριθ. 182 της ΔΟΕ, της σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, της Διακήρυξης του Πεκίνου του Σεπτεμβρίου 1995, του παγκόσμιου συμφώνου για την ασφαλή, ομαλή και τακτική μετανάστευση, της σύμβασης της Γενεύης για το καθεστώς των προσφύγων, τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών και τη σύμβαση αριθ. 169 της ΔΟΕ περί αυτοχθόνων λαών και λαών με φυλετική συγκρότηση.

(8)

Η οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) εναρμονίζει τον ορισμό της εμπορίας ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής εργασίας ή παροχής υπηρεσιών, και θεσπίζει ελάχιστες ποινές. Οι κανόνες που θεσπίζονται σχετικά με την απαγόρευση της διάθεσης και της διαθεσιμότητας στην αγορά της Ένωσης εγχώριων ή εισαγόμενων προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία, ή της εξαγωγής αυτών των προϊόντων, καθώς και η υποχρέωση να διασφαλιστεί η απόσυρση των εν λόγω προϊόντων από την αγορά της Ένωσης (απαγόρευση προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία), θα πρέπει να θεσπίζονται με την επιφύλαξη της εν λόγω οδηγίας, και, ειδικότερα, να μη θίγουν την αρμοδιότητα των αρχών επιβολής του νόμου και των δικαστικών αρχών όσον αφορά την ποινική έρευνα και τη δίωξη των αδικημάτων περί εμπορίας ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής εκμετάλλευσης.

(9)

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/821 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) απαιτεί από τους ενωσιακούς εισαγωγείς ορυκτών ή μετάλλων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού να εκπληρώνουν υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με το παράρτημα II των κατευθυντήριων γραμμών του ΟΟΣΑ για τη δέουσα επιμέλεια όσον αφορά την υπεύθυνη διαχείριση των αλυσίδων εφοδιασμού με ορυκτά από περιοχές συγκρούσεων και υψηλού κινδύνου, καθώς και τις συστάσεις περί δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στο παράρτημα αυτό. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2023/1542 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) υποχρεώνει τους οικονομικούς φορείς να επιδεικνύουν δέουσα επιμέλεια στις οικείες αλυσίδες εφοδιασμού τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα εργασιακά δικαιώματα. Ο κανονισμός (ΕΕ) 2023/1115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) απαιτεί δέουσα επιμέλεια όσον αφορά ορισμένα βασικά και παράγωγα προϊόντα που συνδέονται με την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, μεταξύ άλλων όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.

(10)

Η οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7) απαιτεί από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι ορισμένοι οικονομικοί φορείς δημοσιεύουν ετησίως μη χρηματοοικονομικές καταστάσεις στις οποίες αναφέρουν τον αντίκτυπο της δραστηριότητάς τους σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εργασιακά θέματα και στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων στην καταναγκαστική εργασία και στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της δωροδοκίας. Επιπλέον, η οδηγία (ΕΕ) 2022/2464 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από τις εταιρείες τροποποίησε την εν λόγω απαίτηση με την καθιέρωση λεπτομερών απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων από τις εταιρείες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Οι πληροφορίες που δημοσιοποιούν οι επιχειρήσεις σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα θα πρέπει να περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με την καταναγκαστική εργασία στις αξιακές αλυσίδες τους.

(11)

Ως μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η Ένωση δεσμεύεται να προάγει ένα βασιζόμενο σε κανόνες, ανοικτό, πολυμερές εμπορικό σύστημα. Όλα τα μέτρα που θεσπίζει η Ένωση και επηρεάζουν το εμπόριο θα πρέπει να συμμορφώνονται με τον ΠΟΕ.

(12)

Τον Ιούλιο του 2021 η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης εξέδωσαν έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια για την αντιμετώπιση από τις επιχειρήσεις της ΕΕ του κινδύνου της καταναγκαστικής εργασίας στις δραστηριότητές τους και τις αλυσίδες εφοδιασμού τους.

(13)

Όπως αναγνωρίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 23ης Φεβρουαρίου 2022, για την αξιοπρεπή εργασία παγκοσμίως για την παγκόσμια δίκαιη μετάβαση και τη βιώσιμη ανάκαμψη, παρά τις υφιστάμενες πολιτικές και το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, απαιτείται περαιτέρω δράση για την επίτευξη των στόχων της εξάλειψης των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας από την αγορά της Ένωσης και, ως εκ τούτου, μεγαλύτερη συμβολή στην καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας παγκοσμίως.

(14)

Βασικές προτεραιότητες της Ένωσης, όπως κατοχυρώνονται στο σχέδιο δράσης της ΕΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία 2020-2024 περιλαμβάνουν την προώθηση της αξιοπρεπούς εργασίας και ενός ανθρωποκεντρικού εργασιακού μέλλοντος που διασφαλίζει τον σεβασμό των θεμελιωδών αρχών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την προώθηση του κοινωνικού διαλόγου, καθώς και την επικύρωση και αποτελεσματική εφαρμογή σχετικών συμβάσεων και πρωτοκόλλων της ΔΟΕ, την ενίσχυση της υπεύθυνης διαχείρισης στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και της πρόσβασης στην κοινωνική προστασία.

(15)

Στα ψηφίσματά του της 9ης Ιουνίου 2022 σχετικά με νέο εμπορικό μέσο για την απαγόρευση των προϊόντων που παράγονται με αναγκαστική εργασία (9), της 17ης Δεκεμβρίου 2020 σχετικά με την αναγκαστική εργασία και την κατάσταση των Ουιγούρων στην Αυτόνομη Περιφέρεια των Ουιγούρων του Xinjiang (10) και της 16ης Δεκεμβρίου 2021 σχετικά με την καταναγκαστική εργασία στο εργοστάσιο της Linglong και τις περιβαλλοντικές διαμαρτυρίες στη Σερβία (11), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδίκασε απερίφραστα την καταναγκαστική εργασία και ζήτησε την απαγόρευση των προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία. Ως εκ τούτου, εγείρει προβληματισμούς δημόσιας ηθικής το γεγονός ότι προϊόντα που παράγονται με καταναγκαστική εργασία θα μπορούσαν να διατίθενται στην αγορά της Ένωσης ή να εξάγονται σε τρίτες χώρες χωρίς την ύπαρξη αποτελεσματικού μηχανισμού για την απαγόρευση ή την απόσυρση των εν λόγω προϊόντων.

(16)

Για να συμπληρωθεί το νομοθετικό πλαίσιο και το πλαίσιο πολιτικής της Ένωσης σχετικά με την καταναγκαστική εργασία, θα πρέπει να απαγορευτεί η διάθεση και η διαθεσιμότητα στην αγορά της Ένωσης προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία και η εξαγωγή εγχώρια παραγόμενων ή εισαγόμενων προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία, ενώ θα πρέπει να διασφαλιστεί η απόσυρση των εν λόγω προϊόντων από την αγορά της Ένωσης.

(17)

Επί του παρόντος δεν υπάρχει ενωσιακό δίκαιο που να δίνει την εξουσία στις αρχές των κρατών μελών να κατακρατούν ή να κατάσχουν άμεσα ή να διατάσσουν την απόσυρση προϊόντος βάσει διαπίστωσης ότι το προϊόν αυτό έχει παραχθεί, είτε εν όλω είτε εν μέρει, με καταναγκαστική εργασία.

(18)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, η απαγόρευση προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας θα πρέπει να εφαρμόζεται σε προϊόντα για τα οποία έχει χρησιμοποιηθεί καταναγκαστική εργασία σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, της κατασκευής, της συγκομιδής ή της εξόρυξης των εν λόγω προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών επεξεργασίας ή μεταποίησης που σχετίζονται με τα εν λόγω προϊόντα. Η απαγόρευση προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα – οποιουδήποτε είδους και συμπεριλαμβανομένων των συστατικών μερών τους – και ανεξάρτητα από τον τομέα, την προέλευση, το αν πρόκειται για εγχώρια ή εισαγόμενα προϊόντα, ή για προϊόντα που διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης ή εξάγονται από αυτήν. Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών μεταφορών.

(19)

Η απαγόρευση προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία θα πρέπει να συμβάλει στις διεθνείς προσπάθειες για την κατάργηση της καταναγκαστικής εργασίας. Ως εκ τούτου, ο ορισμός της «καταναγκαστικής εργασίας» θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τον ορισμό που προβλέπεται στη σύμβαση αριθ. 29 της ΔΟΕ, που αναφέρει ότι ως αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία ορίζεται κάθε εργασία ή υπηρεσία που απαιτείται από οποιοδήποτε πρόσωπο υπό την απειλή οποιασδήποτε ποινής και για την οποία το εν λόγω πρόσωπο δεν προσφέρθηκε οικειοθελώς, εξαιρουμένων κάθε εργασίας ή υπηρεσίας που απαιτείται δυνάμει της νομοθεσίας περί υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας για εργασίες αμιγώς στρατιωτικού χαρακτήρα· κάθε εργασίας ή υπηρεσίας που αποτελεί μέρος των συνήθων πολιτικών υποχρεώσεων των πολιτών μιας πλήρως αυτόνομης χώρας· κάθε εργασίας ή υπηρεσίας που απαιτείται από οποιοδήποτε πρόσωπο κατόπιν καταδίκης ενώπιον δικαστηρίου, υπό τον όρο ότι η εν λόγω εργασία ή υπηρεσία εκτελείται υπό την εποπτεία και τον έλεγχο δημόσιας αρχής και ότι το πρόσωπο αυτό δεν προσλαμβάνεται από ιδιώτες, εταιρείες ή ενώσεις ούτε τίθεται στη διάθεση αυτών· κάθε εργασίας ή υπηρεσίας που απαιτείται σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, δηλαδή σε περίπτωση πολέμου ή καταστροφής ή επαπειλούμενης καταστροφής, όπως πυρκαγιά, πλημμύρες, λιμός, σεισμός, βίαιες επιδημίες ή επιζωοτίες, εισβολή από βλαβερά ζώα, έντομα ή επιβλαβή για τα φυτά οργανισμούς και γενικά κάθε περίσταση που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη ή την ευημερία ολόκληρου ή μέρους του πληθυσμού· και κοινοτικών υπηρεσιών ήσσονος σημασίας, οι οποίες παρέχονται από τα μέλη της κοινότητας προς το άμεσο συμφέρον της εν λόγω κοινότητας, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως συνήθεις πολιτικές υποχρεώσεις που βαρύνουν τα μέλη της κοινότητας, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέλη της κοινότητας ή οι άμεσοι εκπρόσωποί τους έχουν το δικαίωμα να ζητείται η γνώμη τους όσον αφορά την ανάγκη παροχής των εν λόγω υπηρεσιών.

(20)

Με βάση τον ορισμό της καταναγκαστικής εργασίας που ορίζεται στη σύμβαση αριθ. 29 της ΔΟΕ και χρησιμοποιείται στον παρόντα κανονισμό, οι δείκτες της ΔΟΕ για την καταναγκαστική εργασία και οι κατευθυντήριες γραμμές της ΔΟΕ με τίτλο «Hard to See, Harder to Count» ορίζουν τα πλέον κοινά σημεία που υποδεικνύουν την πιθανή ύπαρξη υπόθεσης καταναγκαστικής εργασίας και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Ωστόσο, οι εν λόγω δείκτες ενδέχεται να είναι ανεπαρκείς για τον προσδιορισμό της καταναγκαστικής εργασίας που επιβάλλουν οι κρατικές αρχές, και βασίζονται σε συστημικές και συνολικές πολιτικές εξαναγκασμού που απαιτούν πρόσθετους, ειδικά σχεδιασμένους δείκτες.

(21)

Ο ορισμός της «καταναγκαστικής εργασίας που επιβάλλουν οι κρατικές αρχές» θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τη σύμβαση αριθ. 105 της ΔΟΕ, η οποία απαγορεύει συγκεκριμένα τη χρήση της καταναγκαστικής εργασίας ή της υποχρεωτικής εργασίας ως μέσου πολιτικού εξαναγκασμού ή πολιτικής διαπαιδαγώγησης ή ως τιμωρίας για την έκφραση πολιτικών απόψεων ή απόψεων ιδεολογικά αντίθετων προς το καθιερωμένο πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό σύστημα. Απαγορεύει επίσης τη χρήση καταναγκαστικής εργασίας ως μεθόδου κινητοποίησής της και χρήσης της για σκοπούς οικονομικής ανάπτυξης, ως μέσου εργασιακής πειθαρχίας, ως τιμωρίας για συμμετοχή σε απεργίες ή ως μέσου φυλετικών, κοινωνικών, εθνικών ή θρησκευτικών διακρίσεων.

(22)

Οι εξ αποστάσεως πωλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των επιγραμμικών πωλήσεων, θα πρέπει επίσης να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Προϊόν που προσφέρεται προς πώληση επιγραμμικά ή με άλλες μεθόδους εξ αποστάσεως πώλησης, θα πρέπει να θεωρείται ότι καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά εάν η προσφορά πώλησης στοχεύει τελικούς χρήστες στην Ένωση. Βάσει του ισχύοντος ενωσιακούς δικαίου για το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο θα πρέπει να διενεργείται κατά περίπτωση ανάλυση, για να διαπιστωθεί αν μια προσφορά στοχεύει τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης. Προσφορά πώλησης θα πρέπει να θεωρείται στοχευμένη προς τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης εάν ο αντίστοιχος οικονομικός φορέας κατευθύνει με οποιονδήποτε τρόπο τις δραστηριότητές του προς κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για τις κατά περίπτωση αναλύσεις εν προκειμένω, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σχετικοί παράγοντες, όπως οι γεωγραφικές περιοχές στις οποίες είναι δυνατή η αποστολή, οι διαθέσιμες γλώσσες που χρησιμοποιούνται για την προσφορά ή την παραγγελία, τα μέσα πληρωμής, η χρήση του νομίσματος του κράτους μέλους ή το όνομα τομέα καταχωρισμένο σε ένα από τα κράτη μέλη. Στην περίπτωση των επιγραμμικών πωλήσεων, δεν επαρκεί απλώς το γεγονός ότι η διεπαφή των οικονομικών φορέων ή η διεπαφή των παρόχων επιγραμμικών αγορών είναι προσβάσιμη στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος ή έχει την κατοικία ή την έδρα του ο καταναλωτής. Το γεγονός ότι τα προϊόντα που προσφέρονται προς πώληση επιγραμμικά ή με άλλα μέσα εξ αποστάσεως πώλησης θεωρείται ότι καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης εάν η προσφορά προς πώληση στοχεύει τελικούς χρήστες στην Ένωση εξουσιοδοτεί τις αρμόδιες αρχές να ελέγχουν και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα σε σχέση με τα εν λόγω προϊόντα σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, ακόμη και αν δεν διατίθενται ακόμη στην αγορά της Ένωσης κατά τη στιγμή της προσφοράς προς πώληση επιγραμμικά ή με άλλα μέσα εξ αποστάσεως πώλησης. Τα εν λόγω προϊόντα πρέπει να συμμορφώνονται με το σχετικό δίκαιο της Ένωσης που ισχύει κατά τη στιγμή της πραγματικής διάθεσής τους στην αγορά της Ένωσης και, στην περίπτωση προϊόντων που εισέρχονται στην Ένωση, κατά την υπαγωγή τους στο τελωνειακό καθεστώς «θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία». Το γεγονός ότι προϊόν που προσφέρεται προς πώληση επιγραμμικά ή με άλλες μεθόδους εξ αποστάσεως πώλησης θεωρείται ότι έχει καταστεί διαθέσιμο στην αγορά εάν η προσφορά πώλησης στοχεύει τελικούς χρήστες στην Ένωση θα πρέπει να ισχύει με την επιφύλαξη των κανόνων που αφορούν τα προϊόντα τα οποία εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης ή εξέρχονται από αυτήν.

(23)

Έχει αυξηθεί η χρήση ενδιάμεσων υπηρεσιών, ιδίως των επιγραμμικών αγορών, για την πώληση προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε πληροφορία που σχετίζεται με την πώληση προϊόντων κατά παράβαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας που θεσπίζεται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να θεωρείται παράνομο περιεχόμενο κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο η) του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και θα πρέπει να υπόκειται στις υποχρεώσεις και τα μέτρα που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(24)

Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να εντοπίζουν παραβιάσεις της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας. Κατά τον διορισμό των αρμόδιων αρχών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω αρχές διαθέτουν επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους και ότι το προσωπικό τους διαθέτει τις αναγκαίες ικανότητες και γνώσεις, ιδίως όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα εργασιακά δικαιώματα, την ισότητα των φύλων, τη διαχείριση της αλυσίδας εφοδιασμού και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται στενά με τις εθνικές αρχές επιθεώρησης εργασίας και τις δικαστικές αρχές και τις αρχές επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένων των αρχών που είναι υπεύθυνες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην τίθενται σε κίνδυνο οι έρευνες των εν λόγω αρχών.

(25)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, ιδίως σχετικά με τη διεξαγωγή ερευνών, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητεί τη συνδρομή άλλων οργάνων, υπηρεσιών ή οργανισμών της Ένωσης με κατάλληλη εντολή. Τα εν λόγω καθήκοντα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν: επεξεργασία των πληροφοριών που υποβάλλονται, υποστήριξη της ανάθεσης ερευνών, διεξαγωγή των προκαταρκτικών ερευνών και των ερευνών, διευκόλυνση της συνεργασίας με τις αρχές των κρατών μελών και μεταξύ αυτών, διευκόλυνση της διεθνούς συνεργασίας, υποστήριξη της ανάπτυξης εργαλείων στήριξης και, κατά περίπτωση, υποστήριξη της εφαρμογής από τις τελωνειακές αρχές και υποστήριξη της Επιτροπής κατά την κατάρτιση αποφάσεων για την απαγόρευση προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη του καθήκοντος της Επιτροπής, στο πλαίσιο του ρόλου της ως επικεφαλής αρμόδιας αρχής, να λαμβάνει αποφάσεις για την απαγόρευση της διάθεσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας στην αγορά. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο του ρόλου της ως επικεφαλής αρμόδιας αρχής, θα πρέπει να ασκεί τις εξουσίες της με αμεροληψία, διαφάνεια και με τον δέοντα σεβασμό των υποχρεώσεων επαγγελματικού απορρήτου και θα πρέπει να διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωσία. Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει τα μέσα για τη χρηματοδότηση του αναγκαίου προσωπικού και των σχετικών δαπανών για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος κανονισμού και για τη δημιουργία της απαιτούμενης εμπειρογνωσίας.

(26)

Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή θα πρέπει να καθοδηγούνται από την αρχή της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίζουν, ειδικότερα, ότι όλα τα μέτρα και οι ενέργειες που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου της έρευνας και κατά τη διάρκεια της έρευνας και εκείνων που αναφέρονται στην απόφαση είναι κατάλληλα και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν επιβάλλουν υπερβολική επιβάρυνση στους οικονομικούς φορείς.

(27)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρμόδιων αρχών που ορίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού, καθώς και των αρχών που ορίζονται βάσει άλλης σχετικής ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας, και προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή των δράσεων και των αποφάσεών τους, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ζητούν πληροφορίες από άλλες οικείες αρχές, κατά περίπτωση, σχετικά με το αν οι υπό αξιολόγηση οικονομικοί φορείς υπόκεινται σε υποχρέωση επίδειξης δέουσας επιμέλειας και επιδεικνύουν δέουσα επιμέλεια για ζητήματα καταναγκαστικής εργασίας, σύμφωνα με την εφαρμοστέα ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία που καθορίζει απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και διαφάνειας όσον αφορά την καταναγκαστική εργασία. Όταν ζητούν πληροφορίες από οικονομικούς φορείς, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, όποτε είναι δυνατόν, να ακολουθούν την αρχή «μόνον άπαξ» της Επιτροπής, με την ενίσχυση της συνεργασίας και του διαλόγου μεταξύ των αρχών που συμμετέχουν στην επίβλεψη των ρυθμίσεων για τα προϊόντα. Για τους ίδιους σκοπούς και, κατά περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές που ορίζονται βάσει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ενημερώνουν άλλες σχετικές αρχές, όπως τις αρχές εποπτείας της αγοράς, για τις ενέργειες και τις αποφάσεις τους.

(28)

Η ομοιόμορφη επιβολή της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας που εισέρχονται ή εξέρχονται από την αγορά της Ένωσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της συστηματικής ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών, των τελωνειακών αρχών και της Επιτροπής. Η Επιτροπή θα πρέπει να στηρίζει αυτή την ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία.

(29)

Για τη συλλογή, την επεξεργασία και την αποθήκευση πληροφοριών σε δομημένη μορφή, σχετικά με ζητήματα που αφορούν τις έρευνες, της διαδικασία λήψης αποφάσεων και την επιβολή της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να χρησιμοποιούν το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας για την εποπτεία της αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), σύμφωνα με την εκτελεστική πράξη την οποία η Επιτροπή θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδώσει βάσει του παρόντος κανονισμού («ICSMS»). Η Επιτροπή, οι αρμόδιες αρχές και οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές έχουν επίσης τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν άλλα υφιστάμενα συστήματα επικοινωνίας για να επικοινωνούν με άλλες αρχές εντός του δικού τους κράτους μέλους, εφόσον αυτό δεν επηρεάζει την υποχρέωση χρήσης του ICSMS για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(30)

Προκειμένου να βελτιστοποιηθεί και να αποφορτιστεί η διαδικασία ελέγχου των προϊόντων που εισέρχονται ή εξέρχονται από την αγορά της Ένωσης, είναι αναγκαίο να υπάρχει η δυνατότητα για αυτοματοποιημένη διαβίβαση δεδομένων μεταξύ του ICSMS και των τελωνειακών συστημάτων. Θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ τριών διαφορετικών διαβιβάσεων δεδομένων ανάλογα με τους αντίστοιχους σκοπούς τους. Πρώτον, οι αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας θα πρέπει να κοινοποιούνται από το ICSMS στο ηλεκτρονικό Σύστημα Διαχείρισης Τελωνειακού Κινδύνου το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 36 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής (14), με την επιφύλαξη τυχόν μελλοντικής εξέλιξης του περιβάλλοντος διαχείρισης τελωνειακών κινδύνων, προκειμένου να χρησιμοποιούνται από τις τελωνειακές αρχές για την ταυτοποίηση προϊόντων που αναφέρονται στις αποφάσεις αυτές. Οι διαθέσιμες διεπαφές του τελωνειακού περιβάλλοντος θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για τις εν λόγω πρώτες διαβιβάσεις δεδομένων. Δεύτερον, όταν οι τελωνειακές αρχές ταυτοποιούν προϊόν αυτού του είδους, θα είναι αναγκαία η διαχείριση των υποθέσεων, μεταξύ άλλων για τη διαβίβαση της γνωστοποίησης της αναστολής, του συμπεράσματος των αρμόδιων αρχών και του αποτελέσματος των ενεργειών στις οποίες προέβησαν οι τελωνειακές αρχές. Το περιβάλλον ενιαίας θυρίδας της ΕΕ για τα τελωνεία θα πρέπει να στηρίζει τις εν λόγω δεύτερες διαβιβάσεις δεδομένων μεταξύ του ICSMS και των εθνικών τελωνειακών συστημάτων. Τρίτον, τα τελωνειακά συστήματα περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα που εισέρχονται και εξέρχονται από την αγορά της Ένωσης, οι οποίες θα ήταν χρήσιμες στις αρμόδιες αρχές για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ωστόσο οι αρχές δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες. Ως εκ τούτου, οι σχετικές πληροφορίες θα πρέπει να εξάγονται και να διαβιβάζονται στο ICSMS. Οι τρεις διασυνδέσεις θα πρέπει να είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοματοποιημένες και εύχρηστες, ώστε να περιορίζεται κάθε πρόσθετη επιβάρυνση για τις τελωνειακές αρχές. Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εκδίδει —σε συνεργασία με τις τελωνειακές αρχές και τις αρμόδιες αρχές— τις εκτελεστικές πράξεις που απαιτούνται για τον καθορισμό των διαδικαστικών κανόνων, των πρακτικών ρυθμίσεων και των στοιχείων δεδομένων που πρέπει να διαβιβάζονται μεταξύ του ICSMS και των τελωνειακών συστημάτων, καθώς και κάθε άλλης συμπληρωματικής απαίτησης.

(31)

Η Επιτροπή θα πρέπει να δημιουργήσει ενδεικτική και μη εξαντλητική βάση δεδομένων για τους κινδύνους καταναγκαστικής εργασίας, προκειμένου να στηρίξει το έργο των αρμόδιων αρχών κατά την αξιολόγηση πιθανών παραβιάσεων της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας και να βοηθήσει τους οικονομικούς φορείς να εντοπίζουν πιθανούς κινδύνους καταναγκαστικής εργασίας στις αλυσίδες εφοδιασμού τους. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να απευθυνθεί σε εξωτερικούς εμπειρογνώμονες για την ανάπτυξη της βάσης δεδομένων. Η βάση δεδομένων θα πρέπει να εντοπίζει τους κινδύνους καταναγκαστικής εργασίας σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ή σε σχέση με συγκεκριμένα προϊόντα ή ομάδες προϊόντων, με ιδιαίτερη έμφαση στους εκτεταμένους και σοβαρούς κινδύνους καταναγκαστικής εργασίας, με βάση αξιόπιστες και επαληθεύσιμες πληροφορίες από διεθνείς οργανισμούς, όπως η ΔΟΕ και ο ΟΗΕ, και ερευνητικά ή ακαδημαϊκά ιδρύματα. Η εν λόγω βάση δεδομένων θα πρέπει να δημοσιοποιείται μέσω της ενιαίας δικτυακής πύλης για την καταναγκαστική εργασία. Όταν υπάρχουν αξιόπιστα και επαληθεύσιμα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα που παράγονται σε συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς εντός συγκεκριμένων γεωγραφικών περιοχών ενέχουν υψηλό κίνδυνο να έχουν παραχθεί με καταναγκαστική εργασία που επιβάλλουν οι κρατικές αρχές, οι εν λόγω τομείς στις εν λόγω περιοχές θα πρέπει να προσδιορίζονται στη βάση δεδομένων που δημιουργείται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(32)

Οι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) ενδεχομένως διαθέτουν περιορισμένους πόρους και περιορισμένη ικανότητα για να διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα που διαθέτουν ή καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης δεν είναι αποτέλεσμα καταναγκαστικής εργασίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για τη δέουσα επιμέλεια σε σχέση με την καταναγκαστική εργασία, στις οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη το μέγεθος και οι οικονομικοί πόροι των οικονομικών φορέων. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για τους δείκτες κινδύνου καταναγκαστικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου εντοπισμού τους, οι οποίες θα πρέπει να βασίζονται σε ανεξάρτητες και επαληθεύσιμες πληροφορίες, μεταξύ άλλων εκθέσεις από διεθνείς οργανισμούς, ιδίως από τη ΔΟΕ.

(33)

Η Επιτροπή θα πρέπει να αποτρέπει τον περιττό διοικητικό φόρτο για τις ΜΜΕ. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να αναπτύξει συνοδευτικά μέτρα για τη στήριξη των προσπαθειών των οικονομικών φορέων και των επιχειρηματικών τους εταίρων στην ίδια αλυσίδα εφοδιασμού, ιδίως των ΜΜΕ. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν σημεία επαφής για τις ΜΜΕ για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα οποία μπορούν να είναι υφιστάμενα γραφεία υποστήριξης επιχειρήσεων και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή τα σημεία επαφής για τη δέουσα επιμέλεια. Οι ΜΜΕ θα πρέπει να μπορούν να επικοινωνούν με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένες, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που παρέχονται στην ενιαία δικτυακή πύλη για την καταναγκαστική εργασία. Ειδικότερα, θα πρέπει να είναι σε θέση να συνεργάζονται με αρμόδια αρχή για την υποστήριξή τους καθ’ όλη τη διάρκεια μιας έρευνας. Θα πρέπει επίσης να διατίθενται επιγραμμικά επαρκείς πόροι υποστήριξης με σαφή και κατανοητό τρόπο για τις ΜΜΕ.

(34)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον τρόπο συμμετοχής σε διάλογο με τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να βοηθήσει τους οικονομικούς φορείς, και ιδίως τις ΜΜΕ, καθώς και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, να συμμορφωθούν με την απαγόρευση προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές για να βοηθήσει κάθε πρόσωπο ή ένωση στην υποβολή πληροφοριών.

(35)

Λαμβάνοντας υπόψη την πολυμορφία του δικαίου της Ένωσης που ασχολείται με τα ζητήματα της καταναγκαστικής εργασίας, η Επιτροπή θα πρέπει να παράσχει καθοδήγηση στους οικονομικούς φορείς, ιδίως στις ΜΜΕ, σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των διαφόρων υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.

(36)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από τους οικονομικούς φορείς και τις αρμόδιες αρχές. Οι κατευθυντήριες γραμμές για τους οικονομικούς φορείς θα πρέπει να περιλαμβάνουν έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια σε σχέση με την καταναγκαστική εργασία, μεταξύ άλλων για διαφορετικούς τύπους προμηθευτών και διαφορετικούς τομείς δραστηριότητας, σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για την εξάλειψη και την επανόρθωση της καταναγκαστικής εργασίας και σχετικά με την υπεύθυνη απεμπλοκή. Η επανόρθωση νοείται ως η αποκατάσταση του επηρεαζόμενου ή των επηρεαζόμενων προσώπων) ή κοινοτήτων, με στόχο την επαναφορά τους σε κατάσταση ισοδύναμη ή όσο το δυνατόν πλησιέστερη προς την κατάσταση στην οποία θα βρίσκονταν εάν δεν είχε υπάρξει καταναγκαστική εργασία, κατ’ αναλογία προς την εμπλοκή της εταιρείας στην καταναγκαστική εργασία, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ή μη οικονομικής αποζημίωσης που η εταιρεία παρέχει σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα που πλήττονται από την καταναγκαστική εργασία και, κατά περίπτωση, της επιστροφής των δαπανών που βαρύνουν δημόσιες αρχές για τυχόν αναγκαία μέτρα επανόρθωσης· Το έγγραφο καθοδήγησης προς τις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να επικεντρώνεται σε πληροφορίες σχετικές με την πρακτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Οι οδηγίες περί δέουσας επιμέλειας για την καταναγκαστική εργασία θα πρέπει να βασίζονται στο έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια για την αντιμετώπιση από τις επιχειρήσεις της Ένωσης του κινδύνου της καταναγκαστικής εργασίας στις δραστηριότητές τους και τις αλυσίδες εφοδιασμού τους, το οποίο εκδόθηκε από την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης τον Ιούλιο του 2021. Εν προκειμένω, οι κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να συνάδουν με άλλες κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, καθώς και με τις κατευθυντήριες γραμμές των σχετικών διεθνών οργανισμών. Οι κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να καταρτίζονται σε διαβούλευση με τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη και να βασίζονται στην πείρα και τις βέλτιστες πρακτικές των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Οι εκθέσεις των διεθνών οργανισμών, ιδίως της ΔΟΕ, καθώς και άλλες ανεξάρτητες και επαληθεύσιμες πηγές πληροφοριών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των δεικτών κινδύνου.

(37)

Εφόσον η καταναγκαστική εργασία αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα και δεδομένου ότι οι παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού είναι διασυνδεδεμένες, είναι αναγκαία η προώθηση διεθνούς συνεργασίας για την καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας, η οποία θα βελτιώσει επίσης την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή θα πρέπει, κατά περίπτωση, να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρχές τρίτων χωρών, διεθνείς οργανισμούς και άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη για την ενίσχυση της αποτελεσματικής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Η διεθνής συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων χωρών που διαθέτουν παρόμοια νομοθεσία, θα πρέπει να πραγματοποιείται με δομημένο τρόπο εντός των υφιστάμενων δομών διαλόγου με τις εν λόγω χώρες ή, εάν είναι αναγκαίο, ειδικές δομές διαλόγων που θα αναπτυχθούν σε ad hoc βάση. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει να μπορεί να περιλαμβάνει ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους καταναγκαστικής εργασίας, όπως αυτοί που προσδιορίζονται στη βάση δεδομένων, και σχετικά με αποφάσεις για την απαγόρευση προϊόντων, αλλά δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με εν εξελίξει έρευνες. Οι αντιπροσωπείες της Ένωσης μπορούν να συμβάλλουν στη διάδοση πληροφοριών σχετικά με τον παρόντα κανονισμό και στη διευκόλυνση της υποβολής πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους καταναγκαστικής εργασίας από σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη. Η διεθνής συνεργασία μπορεί επίσης να περιλαμβάνει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών συνεργασίας και συνοδευτικών μέτρων για τη στήριξη των σχετικών ενδιαφερόμενων μερών στις προσπάθειές τους να εξαλείψουν την καταναγκαστική εργασία από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς και τη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος σε τρίτες χώρες για την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

(38)

Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή ένωση χωρίς νομική προσωπικότητα, θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές όταν θεωρεί ότι προϊόντα που παράγονται με καταναγκαστική εργασία διατίθενται και καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης, καθώς και θα πρέπει να ενημερώνεται για το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της υποβολής αυτών των πληροφοριών. Η υποβολή πληροφοριών σχετικά με εικαζόμενες παραβιάσεις θα πρέπει να γίνεται μέσω ενός ενιαίου σημείου υποβολής πληροφοριών που θα δημιουργηθεί από την Επιτροπή και θα είναι διαθέσιμο στην ενιαία δικτυακή πύλη για την καταναγκαστική εργασία. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ευκολία χρήσης όσον αφορά την υποβολή πληροφοριών και η τυποποίηση των παρεχόμενων πληροφοριών, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρήση ενιαίου σημείου υποβολής πληροφοριών και θα πρέπει να μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των διαδικαστικών κανόνων, των υποδειγμάτων και των λεπτομερειών των υποβολών πληροφοριών. Υποβολές πληροφοριών που είναι προδήλως ελλιπείς, αβάσιμες ή πραγματοποιούνται κακόπιστα πρέπει να απορρίπτονται. Θα πρέπει να ληφθούν κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της προστασίας κάθε προσώπου που συνδέεται με την υποβολή ή τις πληροφορίες που περιέχονται σε αυτήν, μεταξύ άλλων από αντίποινα.

(39)

Οι πληροφοριοδότες μπορούν να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές νέες πληροφορίες προκειμένου να τις διευκολύνουν να εντοπίσουν παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και να τους δώσουν τη δυνατότητα να αναλάβουν δράση. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι υφίστανται κατάλληλες ρυθμίσεις που επιτρέπουν στους πληροφοριοδότες δημόσιου συμφέροντος να ειδοποιούν τις αρμόδιες αρχές σχετικά με πραγματικές ή ενδεχόμενες παραβάσεις του παρόντος κανονισμού και που τους προστατεύουν από τυχόν αντίποινα. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει ότι η οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15) εφαρμόζεται στην αναφορά παραβάσεων του παρόντος κανονισμού και στην προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν τέτοιες παραβάσεις, στον βαθμό που εμπίπτουν στο πεδίο των προσώπων της εν λόγω οδηγίας.

(40)

Για τη βελτίωση της ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να αποτυπώνεται στην οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 η δυνατότητα εφαρμογής της, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, σχετικά με αναφορές περί παραβάσεων του παρόντος κανονισμού και στην προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν τις εν λόγω παραβάσεις. Συνεπώς, το παράρτημα της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως. Εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι, από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω τροποποίηση θα αντικατοπτρίζεται στα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο που θεσπίζουν σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία. Ωστόσο, η θέσπιση μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο δεν αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά την αναφορά παραβάσεων του παρόντος κανονισμού ή την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν τις εν λόγω παραβάσεις.

(41)

Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις σχετικές με τον παρόντα κανονισμό πληροφορίες, η Επιτροπή θα πρέπει να δημιουργήσει ενιαία δικτυακή πύλη σε επίπεδο Ένωσης, διαθέσιμη στο κοινό σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

(42)

Κατά τον εντοπισμό πιθανών παραβιάσεων της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, η Επιτροπή ή οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ακολουθούν μια προσέγγιση βάσει κινδύνου και να αξιολογούν όλες τις πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους. Προκειμένου να εφαρμόζουν την προσέγγιση βάσει κινδύνου κατά την ιεράρχηση των ερευνών τους, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το μερίδιο συμμετοχής του μέρους του προϊόντος, για το οποίο υπάρχει υπόνοια ότι είναι προϊόν καταναγκαστικής εργασίας, στο τελικό προϊόν, την ποσότητα και τον όγκο των σχετικών προϊόντων, και την κλίμακα και τη σοβαρότητα της εικαζόμενης καταναγκαστικής εργασίας, μεταξύ άλλων το αν η καταναγκαστική εργασία που επιβάλλουν οι κρατικές αρχές θα μπορούσε να αποτελεί πηγή ανησυχίας. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος και τους οικονομικούς πόρους των οικονομικών φορέων και την πολυπλοκότητα της αλυσίδας εφοδιασμού, και να εστιάζουν, στο μέτρο του δυνατού, στους οικονομικούς φορείς και, κατά περίπτωση, στους προμηθευτές προϊόντων που βρίσκονται εγγύτερα στον κίνδυνο καταναγκαστικής εργασίας και έχουν τη μεγαλύτερη μόχλευση για την πρόληψη, τον μετριασμό και την εξάλειψη της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας.

(43)

Πριν από την έναρξη έρευνας, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητεί πληροφορίες από τους υπό αξιολόγηση οικονομικούς φορείς, και από άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων ή των ενώσεων που έχουν υποβάλει σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγει να μην ζητεί πρόσθετες πληροφορίες από τους οικονομικούς φορείς, εάν κρίνει ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε απόπειρα των εν λόγω οικονομικών φορέων να αποκρύψουν μια κατάσταση καταναγκαστικής εργασίας και, ως εκ τούτου, να θέσουν σε κίνδυνο την έρευνα. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να κινεί έρευνα όταν, μετά την αξιολόγηση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών, ή βάσει οποιωνδήποτε άλλων διαθέσιμων στοιχείων, σε περίπτωση που δεν κατέστη δυνατή η συλλογή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων κατά την προκαταρκτική φάση της έρευνας, διαπιστώνει ότι υπάρχει βάσιμη ανησυχία ότι υπήρξε παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας.

(44)

Προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να παρέχουν εύλογο χρονικό διάστημα στους οικονομικούς φορείς για τον προσδιορισμό, τον μετριασμό, την πρόληψη και την εξάλειψη του κινδύνου της καταναγκαστικής εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, την πολυπλοκότητα της διαδικασίας και τον αριθμό των εμπλεκόμενων ενδιαφερόμενων μερών.

(45)

Πριν από την έναρξη έρευνας, ή επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να ζητεί από τους υπό αξιολόγηση οικονομικούς φορείς να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τον μετριασμό, την πρόληψη, την εξάλειψη των κινδύνων καταναγκαστικής εργασίας ή την αποκατάσταση υποθέσεων καταναγκαστικής εργασίας στις δραστηριότητες και τις αλυσίδες εφοδιασμού τους σε σχέση με τα υπό αξιολόγηση προϊόντα. Η επίδειξη της δέουσας επιμέλειας σε σχέση με την καταναγκαστική εργασία αναμένεται να βοηθήσει στη στήριξη του οικονομικού φορέα ώστε να κινδυνεύει λιγότερο από την ύπαρξη καταναγκαστικής εργασίας στις δραστηριότητες και τις αλυσίδες εφοδιασμού του. Η κατάλληλη δέουσα επιμέλεια σύμφωνα με το σχετικό ενωσιακό δίκαιο και τα διεθνή πρότυπα μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό και την αντιμετώπιση της καταναγκαστικής εργασίας στην αλυσίδα εφοδιασμού. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν θα πρέπει να κινείται έρευνα όταν η επικεφαλής αρμόδια αρχή θεωρεί ότι δεν υπάρχει τεκμηριωμένη ανησυχία για παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, ή ότι οι λόγοι για την τεκμηριωμένη ανησυχία έχουν εξαλειφθεί, για παράδειγμα βάσει, μεταξύ άλλων, της εφαρμοστέας νομοθεσίας, των κατευθυντήριων γραμμών, των συστάσεων ή κάθε άλλης δέουσας επιμέλειας για την καταναγκαστική εργασία η οποία επιδεικνύεται με τρόπο που μετριάζει, προλαμβάνει και εξαλείφει τον κίνδυνο καταναγκαστικής εργασίας.

(46)

Η επικεφαλής αρμόδια αρχή, όταν ζητεί πληροφορίες κατά τη διάρκεια της έρευνας, θα πρέπει —στο μέτρο του δυνατού και εφόσον αυτό είναι συμβατό με την αποτελεσματική διεξαγωγή της έρευνας— να δίνει προτεραιότητα στους υπό έρευνα οικονομικούς φορείς οι οποίοι δραστηριοποιούνται όσο το δυνατόν εγγύτερα στα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού όπου είναι πιθανό να προκύψει ο κίνδυνος καταναγκαστικής εργασίας και να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και τους οικονομικούς πόρους των οικονομικών φορέων και την ποσότητα των οικείων προϊόντων, καθώς και την κλίμακα της εικαζόμενης καταναγκαστικής εργασίας.

(47)

Η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να φέρει το βάρος της απόδειξης ότι έχει χρησιμοποιηθεί καταναγκαστική εργασία σε οποιοδήποτε στάδιο της παραγωγής, της κατασκευής, της συγκομιδής ή της εξόρυξης ενός προϊόντος που έχει διατεθεί ή καταστεί διαθέσιμο στην αγορά ή είναι προς εξαγωγή, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών επεξεργασίας ή μεταποίησης που σχετίζονται με το προϊόν, με βάση κάθε πληροφορία και αποδεικτικό στοιχείο που συγκεντρώνεται κατά τη διάρκεια της έρευνας, όπως επίσης και στο προκαταρκτικό στάδιο αυτής. Προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμά τους για τήρηση ορθής διαδικασίας, οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν πληροφορίες προς υπεράσπισή τους στις αρμόδιες αρχές κατά τη διάρκεια της έρευνας. Όταν, απαντώντας σε αίτημα παροχής πληροφοριών από επικεφαλής αρμόδια αρχή, οικονομικός φορέας ή δημόσια αρχή αρνείται ή παραλείπει, χωρίς έγκυρη αιτιολόγηση, να παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες, παρέχει ελλιπείς ή εσφαλμένες πληροφορίες με στόχο την παρεμπόδιση της έρευνας, παρέχει παραπλανητικές πληροφορίες ή παρεμποδίζει με άλλον τρόπο την έρευνα, μεταξύ άλλων όταν εντοπίζεται κίνδυνος καταναγκαστικής εργασίας που επιβάλλεται από κρατικές αρχές, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώνει ότι η απαγόρευση προϊόντος καταναγκαστικής εργασίας έχει παραβιαστεί με βάση κάθε άλλη σχετική και επαληθεύσιμη πληροφορία που συγκεντρώθηκε κατά το προκαταρκτικό στάδιο της έρευνας ή κατά την έρευνα. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τους εν λόγω παράγοντες κατά την επανεξέταση απόφασης που λαμβάνεται με αυτή τη βάση.

(48)

Όταν η επικεφαλής αρμόδια αρχή διαπιστώνει ότι οι οικονομικοί φορείς παραβίασαν την απαγόρευση προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, θα πρέπει να απαγορεύει αμελλητί τη διάθεση και τη διαθεσιμότητα των εν λόγω προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, καθώς και την εξαγωγή τους από την Ένωση, και να απαιτεί από τους υπό έρευνα οικονομικούς φορείς να αποσύρουν από την αγορά της Ένωσης τα οικεία προϊόντα που έχουν ήδη διατεθεί και να δωρίζουν αλλοιώσιμα προϊόντα για φιλανθρωπικούς σκοπούς ή σκοπούς δημόσιου συμφέροντος. Στην περίπτωση μη αλλοιώσιμων προϊόντων, οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να ανακυκλώσουν τα εν λόγω προϊόντα και, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, θα πρέπει να τα καταστρέψουν, να τα αχρηστεύσουν ή να τα θέσουν εκτός κυκλοφορίας με άλλον τρόπο σύμφωνα με διατάξεις του εθνικού δικαίου που συνάδουν με το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της ενωσιακής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων. Ωστόσο, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην πρόληψη διαταραχών στις αλυσίδες εφοδιασμού στρατηγικής ή κρίσιμης σημασίας για την Ένωση και, στο πλαίσιο αυτό, στα προϊόντα των οποίων η θέση εκτός κυκλοφορίας θα αλλοίωνε την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και των εν λόγω αλυσίδων. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά παρέκκλιση από την υποχρέωση επιβολής εντολής για θέση του οικείου προϊόντος εκτός κυκλοφορίας, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει, κατά περίπτωση, να μπορεί να διατάξει την κατακράτηση του σχετικού προϊόντος για καθορισμένο χρονικό διάστημα, με έξοδα των οικονομικών φορέων. Κατά την αξιολόγηση της στρατηγικής ή κρίσιμης σημασίας ενός προϊόντος για την Ένωση, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει, ιδίως, να λαμβάνει υπόψη τον κατάλογο των τομέων που καταρτίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1735 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) και στη σύσταση (ΕΕ) 2023/2113 της Επιτροπής (17), καθώς και στα προϊόντα που απαριθμούνται στον κανονισμό (ΕΕ) 2024/1252 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18). Κατά την αξιολόγηση του αν ενδείκνυται παρέκκλιση από την υποχρέωση επιβολής εντολής για θέση εκτός κυκλοφορίας, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα οι οικείοι οικονομικοί φορείς να συμμορφωθούν με τους όρους για την επανεξέταση της απόφασης με την οποία διαπιστώνεται η παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την επικεφαλής αρμόδια αρχή. Η περίοδος που ορίζεται από την επικεφαλής αρμόδια αρχή θα επιτρέψει στους οικείους οικονομικούς φορείς να αποδείξουν ότι έχουν εξαλείψει την καταναγκαστική εργασία όσον αφορά το οικείο προϊόν, εξαλείφοντάς τη στο πλαίσιο της αλυσίδας εφοδιασμού τους. Η αλλαγή της αλυσίδας εφοδιασμού, υπό την έννοια της εξάρτησης από διαφορετικούς προμηθευτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέθοδος εξάλειψης της καταναγκαστικής εργασίας όσον αφορά το υπό εξέταση προϊόν για το οποίο υφίσταται η εν λόγω απόφαση, δεδομένου ότι θα οδηγούσε σε διαφορετικό προϊόν. Εάν οι οικείοι οικονομικοί φορείς παράσχουν τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία αποδεικνύουν ότι έχουν εξαλείψει την καταναγκαστική εργασία σχετικά με το συγκεκριμένο προϊόν, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να επανεξετάσει την απόφασή της να απαγορεύσει τη διάθεση και τη διαθεσιμότητα των εν λόγω προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, με αποτέλεσμα την απόσυρσή της και, ως εκ τούτου, την άρση της κατακράτησης των σχετικών προϊόντων. Εάν οι οικείοι οικονομικοί φορείς δεν προσκομίσουν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, θα πρέπει να συμμορφωθούν με την εντολή για θέση των συγκεκριμένων προϊόντων εκτός κυκλοφορίας μετά τη λήξη της εν λόγω περιόδου, η οποία περιλαμβάνεται στην απόφαση που απαγορεύει τη διάθεση και τη διαθεσιμότητα των εν λόγω προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, η οποία περιέχει την εντολή για την κατακράτηση των προϊόντων για καθορισμένο χρονικό διάστημα.

(49)

Σε απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να αναφέρει τα συμπεράσματα της έρευνας και τα στοιχεία στα οποία βασίζονται τα συμπεράσματα, και να ορίζει εύλογη προθεσμία εντός της οποίας οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να συμμορφωθούν με την εν λόγω απόφαση, καθώς επίσης να παρέχει πληροφορίες για την ταυτοποίηση του προϊόντος στο οποίο εφαρμόζεται η απόφαση. Η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εκδίδει τις αναγκαίες εκτελεστικές πράξεις για τον λεπτομερή καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει να περιέχονται στις εν λόγω αποφάσεις. Οι αποφάσεις της επικεφαλής αρμόδιας αρχής θα πρέπει να δημοσιοποιούνται.

(50)

Κατά τον καθορισμό εύλογης προθεσμίας για συμμόρφωση με τις εντολές που καθορίζονται σε απόφαση με την οποία διαπιστώνεται η παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και τους οικονομικούς πόρους των οικείων οικονομικών φορέων.

(51)

Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική επιβολή των αποφάσεων που λαμβάνονται από επικεφαλής αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να επιβάλλονται από αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους εφόσον αφορούν προϊόντα με την ίδιες πληροφορίες ταυτοποίησης και προερχόμενα από την ίδια αλυσίδα εφοδιασμού για τα οποία έχει διαπιστωθεί καταναγκαστική εργασία.

(52)

Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να μπορούν να ζητούν επανεξέταση των αποφάσεων της επικεφαλής αρμόδιας αρχής δυνάμει του παρόντος κανονισμού, αφού υποβάλουν νέες ουσιαστικές πληροφορίες που αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα που διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης ή πρόκειται να εξαχθούν από την αγορά της Ένωσης συμμορφώνονται με την απαγόρευση προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να ανακαλεί την απόφασή της για το μέλλον, όταν οι οικονομικοί φορείς αποδεικνύουν ότι έχουν συμμορφωθεί με την εν λόγω απόφαση και έχουν εξαλείψει την καταναγκαστική εργασία από τις δραστηριότητές τους ή τις αλυσίδες εφοδιασμού τους για τα οικεία προϊόντα. Οι αποφάσεις της επικεφαλής αρμόδιας αρχής δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο σύμφωνα με το ισχύον ενωσιακό και εθνικό δίκαιο.

(53)

Εάν οι οικονομικοί φορείς δεν συμμορφωθούν με την απόφαση της επικεφαλής αρμόδιας αρχής έως τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν την απαγόρευση της διάθεσης ή της διαθεσιμότητας των οικείων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης, της εξαγωγής τους ή την απόσυρσή τους από την αγορά της Ένωσης, και ότι τα αλλοιώσιμα προϊόντα που έχουν παραμείνει στους αντίστοιχους οικονομικούς φορείς δωρίζονται για φιλανθρωπικούς σκοπούς ή σκοπούς δημόσιου συμφέροντος. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα μη αλλοιώσιμα προϊόντα ανακυκλώνονται ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, ότι καταστρέφονται, αχρηστεύονται ή τίθενται εκτός κυκλοφορίας με άλλον τρόπο, με έξοδα των οικονομικών φορέων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της ενωσιακής νομοθεσίας για τη διαχείριση των αποβλήτων και για τον οικολογικό σχεδιασμό για βιώσιμα προϊόντα. Όπου είναι δυνατόν, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επιλεγείσα μέθοδος για τη θέση εκτός κυκλοφορίας ή την καταστροφή των προϊόντων έχει τις μικρότερες δυνατές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από όλες τις διαθέσιμες επιλογές. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση των αποφάσεων στο έδαφός τους, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που εκδίδει η Επιτροπή. Μετά την κοινοποίηση μιας απόφασης μέσω του ICSMS, όλες οι αρμόδιες αρχές τις οποίες αφορά η εν λόγω απόφαση θα πρέπει να προβαίνουν στις σχετικές ενέργειες επιβολής που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(54)

Οι επιπτώσεις στην καλή διαβίωση των ζώων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν επιβάλλεται απαγόρευση της διάθεσης και της διαθεσιμότητας στην αγορά ή της εξαγωγής προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία, προκειμένου να προστατευτούν τα ζώα από πόνο, αγωνία ή ταλαιπωρία που μπορεί να αποφευχθεί Επιπλέον, ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει το ενωσιακό δίκαιο σχετικά με την καλή μεταχείριση των ζώων, όπως οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 1/2005 (19) και (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 (20) του Συμβουλίου.

(55)

Οι αποφάσεις των επικεφαλής αρμόδιων αρχών που διαπιστώνουν παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας θα πρέπει να κοινοποιούνται στις τελωνειακές αρχές, οι οποίες θα πρέπει να έχουν ως στόχο την ταυτοποίηση του οικείου προϊόντος μεταξύ των προϊόντων που διασαφίζονται για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή για εξαγωγή. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να είναι υπεύθυνες για τη συνολική επιβολή της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας στην αγορά της Ένωσης, καθώς και για τα προϊόντα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την εν λόγω αγορά. Δεδομένου ότι η καταναγκαστική εργασία αποτελεί μέρος της διαδικασίας μεταποίησης και δεν αφήνει κανένα ίχνος στο προϊόν και ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 καλύπτει μόνο μεταποιημένα προϊόντα και το πεδίο εφαρμογής του περιορίζεται στη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, οι τελωνειακές αρχές δεν θα είναι σε θέση να ενεργούν αυτόνομα βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 όσον αφορά την εφαρμογή και την επιβολή της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας. Η ειδική οργάνωση των ελέγχων κάθε κράτους μέλους δεν θα πρέπει να θίγει τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), και τις γενικές διατάξεις του κανονισμού σχετικά με τις εξουσίες ελέγχου και εποπτείας των τελωνειακών αρχών.

(56)

Επί του παρόντος, τα στοιχεία που παρέχουν ή διαθέτουν οι οικονομικοί φορείς στις τελωνειακές αρχές περιλαμβάνουν μόνο γενικές πληροφορίες για τα προϊόντα αλλά δεν περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό και τους προμηθευτές του προϊόντος, ούτε συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα. Προκειμένου οι τελωνειακές αρχές να είναι σε θέση να εντοπίζουν προϊόντα που εισέρχονται ή εξέρχονται από την αγορά της Ένωσης και τα οποία ενδέχεται να παραβιάζουν τον παρόντα κανονισμό και, συνεπώς, θα πρέπει να τα σταματούν στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να υποβάλουν στις τελωνειακές αρχές πληροφορίες που να παρέχουν τη δυνατότητα ταυτοποίησης προϊόντων τα οποία αφορά απόφαση της επικεφαλής αρμόδιας αρχής. Τα εν λόγω στοιχεία θα πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό και τους προμηθευτές του προϊόντος, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με το ίδιο το προϊόν. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τον προσδιορισμό των προϊόντων για τα οποία θα πρέπει να παρέχονται οι εν λόγω πληροφορίες με χρήση, μεταξύ άλλων, της βάσης δεδομένων που δημιουργείται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καθώς και των πληροφοριών και των αποφάσεων των επικεφαλής αρμόδιων αρχών που κωδικοποιούνται στο ICSMS. Επιπλέον, η Επιτροπή θα πρέπει να διαθέτει την εξουσία να εκδίδει τις αναγκαίες εκτελεστικές πράξεις για τον λεπτομερή καθορισμό των πληροφοριών που πρέπει οι οικονομικοί φορείς να παρέχουν ή να θέτουν στη διάθεση των τελωνειακών αρχών. Οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν την περιγραφή, την ονομασία ή την εμπορική ονομασία του προϊόντος, ειδικές προδιαγραφές βάσει του ενωσιακού δικαίου για την ταυτοποίηση του προϊόντος, όπως ο τύπος, τα στοιχεία αναφοράς, το μοντέλο, η παρτίδα ή ο αριθμός σειράς που τοποθετούνται στο προϊόν, ή περιέχονται στη συσκευασία ή σε έγγραφο που συνοδεύει το προϊόν, ή ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός του ψηφιακού διαβατηρίου του προϊόντος, καθώς και στοιχεία σχετικά με τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό και τους προμηθευτές του προϊόντος, όπως μεταξύ άλλων, για καθέναν από αυτούς, την επωνυμία, την εμπορική επωνυμία ή το εμπορικό σήμα τους, τα στοιχεία επικοινωνίας τους, τον μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό τους στη χώρα εγκατάστασής τους και, κατά περίπτωση, τον αριθμό καταχώρισης και αναγνώρισης οικονομικών φορέων. Κατά την επανεξέταση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα θα εξεταστεί το ενδεχόμενο εισαγωγής στην τελωνειακή νομοθεσία των απαιτούμενων πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ή να τίθενται στη διάθεση των τελωνειακών αρχών από τους οικονομικούς φορείς με στόχο την επιβολή του παρόντος κανονισμού και, γενικότερα, την ενίσχυση της διαφάνειας της αλυσίδας εφοδιασμού. Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει έγγραφο καθοδήγησης και να παρέχει στήριξη στους οικονομικούς φορείς, ιδίως τις ΜΜΕ, σχετικά με τον τρόπο συλλογής των απαιτούμενων πληροφοριών.

(57)

Οι τελωνειακές αρχές που ταυτοποιούν προϊόν το οποίο ενδέχεται να καλύπτεται από απόφαση που κοινοποιεί η επικεφαλής αρμόδια αρχή και με την οποία διαπιστώνεται παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας θα πρέπει να αναστέλλουν τη θέση του εν λόγω προϊόντος σε κυκλοφορία και να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, να καταλήγουν σε συμπέρασμα για την υπόθεση που τους κοινοποιείται από τις τελωνειακές αρχές, είτε επιβεβαιώνοντας είτε διαψεύδοντας ότι το οικείο προϊόν καλύπτεται από απόφαση. Εάν είναι αναγκαίο και δεόντως αιτιολογημένο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να απαιτούν να παραμείνει σε αναστολή η κυκλοφορία του οικείου προϊόντος, λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη ζημία για τον οικονομικό φορέα. Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές δεν καταλήξουν σε συμπέρασμα εντός της καθορισμένης προθεσμίας, οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να θέσουν τα προϊόντα σε κυκλοφορία, εάν πληρούνται όλες οι άλλες ισχύουσες απαιτήσεις και διατυπώσεις. Γενικότερα, η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή η εξαγωγή ενός προϊόντος δεν θα πρέπει να θεωρείται απόδειξη συμμόρφωσης με το ενωσιακό δίκαιο, δεδομένου ότι στην εν λόγω κυκλοφορία δεν περιλαμβάνεται αναγκαστικά πλήρης αξιολόγηση της εν λόγω συμμόρφωσης.

(58)

Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι προϊόν αναφέρεται σε απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παραβίαση της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, θα πρέπει να ενημερώσουν άμεσα τις τελωνειακές αρχές, οι οποίες θα πρέπει να απαγορεύσουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή την εξαγωγή του προϊόντος. Οι τελωνειακές αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση, εφόσον το ζητήσει μια αρμόδια αρχή και για λογαριασμό και υπό την ευθύνη της, εναλλακτικά να κατάσχουν το εν λόγω προϊόν και να το θέσουν στη διάθεση και υπό την ευθύνη της εν λόγω αρμόδιας αρχής. Στις περιπτώσεις αυτές, η σχετική αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι το οικείο προϊόν τίθεται δεόντως εκτός κυκλοφορίας, συμπεριλαμβανομένων μέσω της δωρεάς του για φιλανθρωπικούς ή σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, της ανακύκλωσής του ή της με άλλο τρόπο θέσης του εκτός κυκλοφορίας του σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που συνάδουν με τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με έξοδα του σχετικού οικονομικού φορέα.

(59)

Η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τον κίνδυνο απεμπλοκής οικονομικών φορέων που είτε σχετίζονται με προϊόντα ή περιοχές στη βάση δεδομένων είτε έχουν αποσύρει το προϊόν τους από την αγορά της Ένωσης, καθώς και τις συνέπειες για τους θιγόμενους εργαζομένους. Ως εκ τούτου, η επικεφαλής αρμόδια αρχή θα πρέπει, κατά περίπτωση, να στηρίζει τους οικονομικούς φορείς κατά τη λήψη και την εφαρμογή κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων για την εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας. Η υπεύθυνη απεμπλοκή περιλαμβάνει τη συμμόρφωση με τις συλλογικές συμβάσεις και τη διατύπωση μέτρων κλιμάκωσης.

(60)

Οι όροι που ισχύουν για τα προϊόντα κατά τη διάρκεια της αναστολής της θέσης τους σε ελεύθερη κυκλοφορία ή της εξαγωγής τους, όπως μεταξύ άλλων για την αποθήκευση ή την καταστροφή τους και τη θέση τους εκτός κυκλοφορίας σε περίπτωση απαγόρευσης της θέσης των εν λόγω προϊόντων σε ελεύθερη κυκλοφορία, θα πρέπει να καθορίζονται από τις τελωνειακές αρχές, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013. Εάν τα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας, πρέπει να τεθούν στην κατάλληλη τελωνειακή διαδικασία που επιτρέπει την εν λόγω επεξεργασία σύμφωνα με τα άρθρα 220, 254, 256, 257 και 258 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

(61)

Σε περίπτωση που για την αποτελεσματική εφαρμογή της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας είναι αναγκαία η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η εν λόγω επεξεργασία θα πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στο πλαίσιο της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας, κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να υπόκειται στους κανονισμούς (ΕΕ) 2016/679 (22) και (ΕΕ) 2018/1725 (23) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

(62)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες όσον αφορά: τους διαδικαστικούς κανόνες και τις λεπτομέρειες των ρυθμίσεων για τη χρήση του ICSMS· τους διαδικαστικούς κανόνες, τα υποδείγματα και τις λεπτομέρειες για την υποβολή πληροφοριών σχετικά με εικαζόμενες παραβιάσεις της διάθεσης, της διαθεσιμότητας προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία στην αγορά της Ένωσης ή της εξαγωγής τους· τις αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή με τις οποίες διαπιστώνεται ότι έχει παραβιαστεί η απαγόρευση της διάθεσης, της διαθεσιμότηταςς προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία στην Ένωση ή της εξαγωγής τους· την ανάκληση των αποφάσεων αυτών· τις λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω αποφάσεων και των ισοδύναμων αποφάσεων που εκδίδονται από τις επικεφαλής αρμόδιες αρχές· και τις ρυθμίσεις και τις λεπτομέρειες για την παροχή ή τη διάθεση στις τελωνειακές αρχές ορισμένων πληροφοριών σχετικά με συγκεκριμένα προϊόντα ή ομάδες προϊόντων. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24).

(63)

Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις άμεσης εφαρμογής όταν, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις που σχετίζονται με την ανάκληση των αποφάσεων με τις οποίες διαπιστώνεται ότι έχει παραβιαστεί η απαγόρευση της διάθεσης, της διαθεσιμότητας ή της εξαγωγής προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία, το επιβάλλουν επιτακτικοί λόγοι επείγοντος χαρακτήρα.

(64)

Για τη συμπλήρωση ή την τροποποίηση ορισμένων μη ουσιωδών στοιχείων του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (25). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(65)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τελωνειακές αρχές είναι σε θέση να ενεργούν αποτελεσματικά, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ όσον αφορά τον περαιτέρω προσδιορισμό των πρόσθετων πληροφοριών ταυτοποίησης του οικείου προϊόντος τις οποίες οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να καθιστούν διαθέσιμες ή να παρέχουν στις τελωνειακές αρχές όσον αφορά τα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης ή εξέρχονται από αυτήν. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να είναι πληροφορίες που ταυτοποιούν το οικείο προϊόν, πληροφορίες σχετικά με τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό και πληροφορίες σχετικά με τους προμηθευτές του προϊόντος. Οι τελωνειακές αρχές πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώνουν ταχέως πληροφορίες για συγκεκριμένα προϊόντα, τα οποία προσδιορίζονται στις αποφάσεις των επικεφαλής αρμόδιων αρχών, προκειμένου να λαμβάνουν μέτρα αποτελεσματικά και γρήγορα. Στις περιπτώσεις αυτές, οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις θα πρέπει να εκδίδονται με επείγουσα διαδικασία.

(66)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές τους την εξουσία να επιβάλλουν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις σε περιπτώσεις που ο οικονομικός φορέας δεν έχει συμμορφωθεί με απόφαση που απαγορεύει τη θέση σε κυκλοφορία στην αγορά προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία. Οι κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με απόφαση θα πρέπει να θεσπίζονται από τα κράτη μέλη, λαμβανομένων δεόντως υπόψη στοιχείων όπως η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης, οι προηγούμενες παραβάσεις από τον οικονομικό φορέα, ο βαθμός συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές και κάθε άλλο ελαφρυντικό ή επιβαρυντικό στοιχείο που εφαρμόζεται στις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει έγγραφο καθοδήγησης για τα κράτη μέλη σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των χρηματικών κυρώσεων και των εφαρμοστέων κατώτατων ορίων και το δίκτυο της Ένωσης κατά των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας θα πρέπει να προωθεί βέλτιστες πρακτικές κατά την εφαρμογή των εν λόγω κυρώσεων.

(67)

Η Επιτροπή θα πρέπει να προβεί σε αξιολόγηση της εφαρμογής και της επιβολής του παρόντος κανονισμού και να υποβάλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η έκθεση θα πρέπει να αξιολογεί τη συμβολή του παρόντος κανονισμού στην εξάλειψη των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας από την αγορά της Ένωσης και στην καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας, καθώς και στη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και στη διεθνή συνεργασία για την εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας. Η έκθεση θα πρέπει επίσης να αξιολογεί τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού στις επιχειρήσεις, ιδίως στις ΜΜΕ, και στα θύματα, καθώς και το συνολικό κόστος και τα οφέλη της απαγόρευσης προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας. Η έκθεση θα πρέπει να αξιολογεί περαιτέρω την ευθυγράμμιση του παρόντος κανονισμού με άλλη σχετική ενωσιακή νομοθεσία.

(68)

Ο παρών κανονισμός σέβεται το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα κάθε προσώπου να τύχει ακρόασης πριν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου που θα το θίγει. Στο πλαίσιο αυτό, η επικεφαλής αρμόδια αρχή που διεξάγει την έρευνα θα πρέπει να ενημερώνει τους οικείους οικονομικούς φορείς σχετικά με την έναρξη της έρευνας και τις πιθανές συνέπειές της. Προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμά τους για τήρηση ορθής διαδικασίας, οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν πληροφορίες προς υπεράσπισή τους στις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματός τους, κατά τη διάρκεια της έρευνας. Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από την επικεφαλής αρμόδια αρχή να επανεξετάσει την απόφαση που τους επηρεάζει, παρέχοντας νέες ουσιώδεις πληροφορίες. Οι αποφάσεις που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο προβλεπόμενο στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο. Οι αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή βάσει του παρόντος κανονισμού υπόκεινται σε επανεξέταση από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

(69)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η απαγόρευση στους οικονομικούς φορείς να διαθέτουν και να καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης, ή να εξάγουν από την αγορά της Ένωσης, προϊόντα που παράγονται με καταναγκαστική εργασία, με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, συμβάλλοντας παράλληλα στην καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορεί όμως, εξαιτίας της κλίμακας και των επιπτώσεών του, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(70)

Για να καταστεί δυνατή η ταχεία εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να αρχίσει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο, στόχος και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες οι οποίοι απαγορεύουν στους οικονομικούς φορείς να διαθέτουν και να καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης, ή να εξάγουν από την αγορά της Ένωσης, προϊόντα που παράγονται με καταναγκαστική εργασία, με σκοπό να βελτιώσει τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, συμβάλλοντας παράλληλα στην καταπολέμηση της καταναγκαστικής εργασίας.

2.   Ο παρών κανονισμός δεν καλύπτει την απόσυρση προϊόντων που έχουν φθάσει στους τελικούς χρήστες στην αγορά της Ένωσης.

3.   Ο παρών κανονισμός δεν δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας για τους οικονομικούς φορείς, πέραν εκείνων που προβλέπονται ήδη από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«καταναγκαστική εργασία»: η αναγκαστική ή η υποχρεωτική εργασία, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 της σύμβασης αριθ. 29 της ΔΟΕ, συμπεριλαμβανομένης της αναγκαστικής παιδικής εργασίας·

2)

«καταναγκαστική εργασία επιβαλλόμενη από κρατικές αρχές»: η χρήση αναγκαστικής εργασίας όπως περιγράφεται στο άρθρο 1 της σύμβασης αριθ. 105 της ΔΟΕ·

3)

«δέουσα επιμέλεια σε σχέση με την καταναγκαστική εργασία»: οι προσπάθειες που κάνει οικονομικός φορέας για να εφαρμόσει υποχρεωτικές απαιτήσεις, προαιρετικές κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις ή πρακτικές με σκοπό τον προσδιορισμό, την πρόληψη, τον μετριασμό ή την παύση της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας όσον αφορά προϊόντα που πρόκειται να διατεθούν ή να καταστούν διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης ή να εξαχθούν·

4)

«διαθεσιμότητα στην αγορά»: κάθε προσφορά προϊόντος προς διανομή, κατανάλωση ή χρήση στην αγορά της Ένωσης στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, είτε έναντι αντιτίμου είτε δωρεάν·

5)

«διάθεση στην αγορά»: η πρώτη φορά κατά την οποία ένα προϊόν καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά της Ένωσης·

6)

«προϊόν»: κάθε αποτιμητό σε χρήμα στοιχείο που μπορεί να αποτελέσει, ως τέτοιο, αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών, ανεξάρτητα από το αν εξορύσσεται, συγκομίζεται, παράγεται ή κατασκευάζεται·

7)

«προϊόν που παράγεται με καταναγκαστική εργασία»: προϊόν για το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί καταναγκαστική εργασία εν όλω ή εν μέρει σε οποιοδήποτε στάδιο της εξόρυξης, συγκομιδής, παραγωγής ή κατασκευής του, συμπεριλαμβανομένων των εργασιών επεξεργασίας ή μεταποίησης που σχετίζονται με ένα προϊόν σε οποιοδήποτε στάδιο της αλυσίδας εφοδιασμού του·

8)

«αλυσίδα εφοδιασμού»: το σύστημα δραστηριοτήτων, διεργασιών και παραγόντων που εμπλέκονται σε όλα τα στάδια ανάντη της διαθεσιμότητας του προϊόντος στην αγορά, δηλαδή η εξόρυξη, η συγκομιδή, η παραγωγή και η κατασκευή ενός προϊόντος εν όλω ή εν μέρει, συμπεριλαμβανομένης της εργασίας ή μεταποίησης που σχετίζεται με το προϊόν σε οποιοδήποτε από τα εν λόγω στάδια·

9)

«οικονομικός φορέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων που διαθέτει ή καθιστά διαθέσιμα προϊόντα στην αγορά της Ένωσης ή εξάγει προϊόντα·

10)

«κατασκευαστής»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατασκευάζει ένα προϊόν ή αναθέτει σε άλλους τον σχεδιασμό ή την κατασκευή του και διοχετεύει στην αγορά το προϊόν αυτό υπό την επωνυμία του ή το εμπορικό σήμα του·

11)

«παραγωγός»: ο παραγωγός γεωργικών προϊόντων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή ο παραγωγός πρώτων υλών·

12)

«προμηθευτής προϊόντος»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων στην αλυσίδα εφοδιασμού που εξορύσσει, συγκομίζει, παράγει ή κατασκευάζει ένα προϊόν εν όλω ή εν μέρει, ή παρεμβαίνει στις εργασίες επεξεργασίας ή μεταποίησης που σχετίζονται με ένα προϊόν σε οποιοδήποτε στάδιο της αλυσίδας εφοδιασμού του, ως κατασκευαστής ή υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα·

13)

«τελικός χρήστης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή είναι εγκατεστημένο στην Ένωση, στη διάθεση του οποίου τέθηκε ένα προϊόν είτε ως καταναλωτή, εκτός οποιασδήποτε εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, είτε ως επαγγελματία τελικού χρήστη στο πλαίσιο των βιομηχανικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων του·

14)

«εισαγωγέας»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων τα οποία είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και διαθέτουν προϊόν τρίτης χώρας στην αγορά της Ένωσης·

15)

«εξαγωγέας»: ο εξαγωγέας όπως ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 19 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής (26)·

16)

«τεκμηριωμένη ανησυχία»: εύλογη ένδειξη, βασιζόμενη σε αντικειμενικές, πραγματικές και επαληθεύσιμες πληροφορίες, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή ή οι αρμόδιες αρχές υποπτεύονται ότι είναι πιθανό ένα προϊόν να έχει παραχθεί με καταναγκαστική εργασία·

17)

«επικεφαλής αρμόδια αρχή»: η αρχή που είναι υπεύθυνη, δυνάμει του άρθρου 15, για την αξιολόγηση των πληροφοριών που υποβάλλονται, τη διεξαγωγή ερευνών και τη λήψη αποφάσεων, δηλαδή αρμόδια αρχή κράτους μέλους ή η Επιτροπή·

18)

«τελωνειακές αρχές»: οι τελωνειακές αρχές που ορίζονται στο άρθρο 5 σημείο 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013·

19)

«προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης»: προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες και τα οποία προορίζονται να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης ή προορίζονται για ιδιωτική χρήση ή κατανάλωση εντός του τελωνειακού εδάφους της Ένωσης και να υπαχθούν στην τελωνειακή διαδικασία «θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία»·

20)

«προϊόντα που εξέρχονται από την αγορά της Ένωσης»: τα προϊόντα που πρόκειται να υπαχθούν στην τελωνειακή διαδικασία «εξαγωγή»·

21)

«θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία»: η διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 201 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013·

22)

«εξαγωγή» η διαδικασία που θεσπίζεται στο άρθρο 269 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

Άρθρο 3

Απαγόρευση προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία

Οι οικονομικοί φορείς δεν διαθέτουν ούτε καθιστούν διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης προϊόντα που παράγονται με καταναγκαστική εργασία, ούτε εξάγουν προϊόντα αυτού του είδους.

Άρθρο 4

Εξ αποστάσεως πωλήσεις

Προϊόν πωλούμενο επιγραμμικά ή με άλλες μεθόδους εξ αποστάσεως πώλησης, θεωρείται ότι καθίσταται διαθέσιμο στην αγορά εάν η προσφορά στοχεύει τελικούς χρήστες στην Ένωση. Προσφορά προς πώληση θεωρείται ότι στοχεύει τελικούς χρήστες εντός της Ένωσης εάν ο αντίστοιχος οικονομικός φορέας κατευθύνει με οποιονδήποτε τρόπο τις δραστηριότητές του προς κράτος μέλος.

Άρθρο 5

Αρμόδιες αρχές

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές που φέρουν την ευθύνη για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και η Επιτροπή εργάζονται σε στενή συνεργασία και είναι υπεύθυνες να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση.

2.   Σε περίπτωση ένα κράτος μέλος έχει ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, διαχωρίζει με σαφήνεια τα αντίστοιχα καθήκοντα και θεσπίζει μηχανισμούς επικοινωνίας και συντονισμού οι οποίοι παρέχουν τη δυνατότητα στις εν λόγω αρχές να συνεργάζονται στενά και να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους.

3.   Το αργότερο έως τις 14 Δεκεμβρίου 2025, τα κράτη μέλη, μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, παρέχουν στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τα στοιχεία επικοινωνίας της αρμόδιας αρχής ή των αρμόδιων αρχών· και

β)

τους τομείς αρμοδιότητας της αρμόδιας αρχής ή των αρμόδιων αρχών.

Τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τακτικά τις πληροφορίες που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β).

4.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί στην ενιαία δικτυακή πύλη για την καταναγκαστική εργασία που αναφέρεται στο άρθρο 12 τον κατάλογο των αρμόδιων αρχών και επικαιροποιεί τακτικά τον εν λόγω κατάλογο με βάση τις επικαιροποιήσεις που λαμβάνει από τα κράτη μέλη.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους ασκούν τις εξουσίες τους με αμεροληψία, διαφάνεια και με δέουσα τήρηση των υποχρεώσεων επαγγελματικού απορρήτου. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες, εμπειρογνωσία και πόρους για τη διεξαγωγή ερευνών, συμπεριλαμβανομένων επαρκών δημοσιονομικών πόρων.

6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους συντονίζονται στενά και ανταλλάσσουν πληροφορίες με τις σχετικές εθνικές αρχές, όπως τις αρχές επιθεώρησης εργασίας, τις δικαστικές αρχές και τις αρχές επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, και με τις αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937.

7.   Τα κράτη μέλη αναθέτουν στις αρμόδιες αρχές τους την εξουσία να επιβάλλουν κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 37, είτε άμεσα, σε συνεργασία με άλλες αρχές, είτε μέσω αίτησης στις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Άρθρο 6

Ενωσιακό δίκτυο για την καταπολέμηση των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας

1.   Συγκροτείται ενωσιακό δίκτυο για την καταπολέμηση των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας (δίκτυο).

2.   Το δίκτυο χρησιμεύει, αφενός, ως πλατφόρμα διαρθρωμένου συντονισμού και διαρθρωμένης συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής και, αφετέρου, για τον εξορθολογισμό της επιβολής του παρόντος κανονισμού εντός της Ένωσης, ώστε η επιβολή να καταστεί αποτελεσματικότερη και πιο συνεπής.

3.   Το δίκτυο απαρτίζεται από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους, από εκπροσώπους της Επιτροπής και, κατά περίπτωση, από εκπροσώπους των τελωνειακών αρχών.

4.   Η Επιτροπή συντονίζει τις εργασίες του δικτύου. Στις συνεδριάσεις του δικτύου προεδρεύει εκπρόσωπος της Επιτροπής.

5.   Η γραμματεία του δικτύου παρέχεται από την Επιτροπή. Η γραμματεία οργανώνει τις συνεδριάσεις του δικτύου και του παρέχει τεχνική και υλικοτεχνική υποστήριξη.

6.   Τα μέλη του δικτύου συμμετέχουν ενεργά προκειμένου να διασφαλίζεται αποδοτικός συντονισμός και αποδοτική συνεργασία και να συμβάλλουν στην ομοιόμορφη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

7.   Το δίκτυο έχει τα εξής καθήκοντα:

α)

να διευκολύνει τον προσδιορισμό κοινών προτεραιοτήτων επιβολής για την επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού όπως ορίζεται στο άρθρο 1·

β)

να διευκολύνει τον συντονισμό των ερευνών·

γ)

να παρακολουθεί την επιβολή των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 20·

δ)

κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, να συμβάλλει στην ανάπτυξη των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο άρθρο 11·

ε)

να διευκολύνει και συντονίζει τη συλλογή και την ανταλλαγή πληροφοριών, εμπειρογνωσίας και βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

στ)

να συμβάλλει στην κατάρτιση ενιαίων προσεγγίσεων βάσει κινδύνου και διοικητικών πρακτικών για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

ζ)

να προωθεί τις βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την εφαρμογή των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 37·

η)

να συνεργάζονται, κατά περίπτωση, με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής, τους φορείς, υπηρεσίες και οργανισμούς της Ένωσης και τις αρχές των κρατών μελών για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού,

θ)

να προωθεί τη συνεργασία, την ανταλλαγή προσωπικού και τα προγράμματα επίσκεψης μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των τελωνειακών αρχών καθώς και, μεταξύ των εν λόγω αρμόδιων αρχών και των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών·

ι)

να διευκολύνει την οργάνωση δραστηριοτήτων κατάρτισης και ανάπτυξης ικανοτήτων σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, για την Επιτροπή και τις αντιπροσωπείες της Ένωσης σε τρίτες χώρες και τις αρμόδιες αρχές, τις τελωνειακές αρχές και άλλες σχετικές αρχές των κρατών μελών··

ια)

κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, να παρέχει συνδρομή στην Επιτροπή για την ανάπτυξη συντονισμένης προσέγγισης για την εμπλοκή και τη συνεργασία με τρίτες χώρες σύμφωνα με το άρθρο 13·

ιβ)

να παρακολουθεί καταστάσεις συστηματικής χρήσης καταναγκαστικής εργασίας·

ιγ)

να βοηθά στη διοργάνωση εκστρατειών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης σχετικά με τον παρόντα κανονισμό·

ιδ)

να προωθεί και διευκολύνει τη συνεργασία όσον αφορά τη διερεύνηση δυνατοτήτων χρήσης νέων τεχνολογιών με σκοπό την επιβολή του παρόντος κανονισμού και την ιχνηλασιμότητα των προϊόντων·

ιε)

να συλλέγει δεδομένα σχετικά με την επανόρθωση που συνδέεται με τις αποφάσεις και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους.

8.   Άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις του δικτύου σε ad hoc βάση. Εμπειρογνώμονες και ενδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ άλλων εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων και άλλων οργανώσεων εργαζομένων, οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επιχειρηματικών οργανώσεων, διεθνών οργανισμών, αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών, του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας, των σχετικών υπηρεσιών της Επιτροπής, αντιπροσωπειών της Ένωσης και φορέων, υπηρεσιών και οργανισμών της Ένωσης με εμπειρογνωσία στους τομείς που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, μπορούν να κληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις του δικτύου ή να παράσχουν γραπτές συνεισφορές.

9.   Το δίκτυο συνεδριάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα και, εφόσον είναι αναγκαίο, κατόπιν δεόντως αιτιολογημένης αίτησης της Επιτροπής ή κράτους μέλους.

10.   Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το δίκτυο διαθέτει τους αναγκαίους πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο 7, συμπεριλαμβανομένων επαρκών δημοσιονομικών πόρων.

11.   Το δίκτυο καταρτίζει τον εσωτερικό του κανονισμό.

Άρθρο 7

Συστήματα πληροφοριών και επικοινωνίας

1.   Για τους σκοπούς των κεφαλαίων Ι, III IV, και V του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 34 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 σύμφωνα με την εκτελεστική απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 7 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή, οι αρμόδιες αρχές και οι τελωνειακές αρχές έχουν πρόσβαση στο εν λόγω σύστημα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι αποφάσεις που κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 3 καταχωρίζονται στο σχετικό περιβάλλον διαχείρισης τελωνειακών κινδύνων.

3.   Η Επιτροπή αναπτύσσει υπηρεσίες διασύνδεσης για να καταστεί δυνατή η αυτοματοποιημένη κοινοποίηση των αποφάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 3 από το σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας, το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στο περιβάλλον που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Η εν λόγω διασύνδεση τίθεται σε λειτουργία το αργότερο δύο έτη από την ημερομηνία έκδοσης της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 7 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου.

4.   Τα αιτήματα και οι κοινοποιήσεις μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των τελωνειακών αρχών βάσει του κεφαλαίου V τμήμα II καθώς και τα μηνύματα που ακολουθούν ανταλλάσσονται μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

5.   Δημιουργείται διασύνδεση μεταξύ του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και του περιβάλλοντος ενιαίας θυρίδας της ΕΕ για τα τελωνεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/2399 για τους σκοπούς της ανταλλαγής αιτημάτων και γνωστοποιήσεων μεταξύ τελωνειακών και αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το κεφάλαιο V τμήμα II του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω διασύνδεση δημιουργείται το αργότερο τέσσερα έτη από την ημερομηνία έκδοσης της εκτελεστικής πράξης που αναφέρεται στην παράγραφο 7 σημείο 1. Τα αιτήματα, οι κοινοποιήσεις και τα μηνύματα που ακολουθούν που αναφέρονται στην παράγραφο 4 ανταλλάσσονται μέσω της εν λόγω διασύνδεσης μόλις αυτή τεθεί σε λειτουργία.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να αντλεί, από το σύστημα επιτήρησης που αναφέρεται στο άρθρο 56 παράγραφος 1 του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2015/2447, πληροφορίες σχετικά με προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης ή εξέρχονται από αυτήν σε σχέση με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να τις διαβιβάζει στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

7.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει τους διαδικαστικούς κανόνες και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου, όπως μεταξύ άλλων:

α)

τις λειτουργίες, τα στοιχεία δεδομένων και την επεξεργασία δεδομένων, καθώς και τους κανόνες σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την εμπιστευτικότητα και την ευθύνη επεξεργασίας του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)

τις λειτουργίες, τα στοιχεία δεδομένων και την επεξεργασία δεδομένων, καθώς και τους κανόνες σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την εμπιστευτικότητα και την ευθύνη επεξεργασίας της διασύνδεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 3·

γ)

τα προς διαβίβαση δεδομένα καθώς και τους κανόνες σχετικά με την εμπιστευτικότητα και την ευθύνη επεξεργασίας τους, σύμφωνα με την παράγραφο 6.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Βάση δεδομένων για περιοχές ή προϊόντα που ενέχουν κίνδυνο καταναγκαστικής εργασίας

1.   Η Επιτροπή δημιουργεί βάση δεδομένων, με τη βοήθεια εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, εάν χρειαστεί. Η εν λόγω βάση δεδομένων παρέχει ενδεικτικές, μη εξαντλητικές, τεκμηριωμένες, επαληθεύσιμες και τακτικά επικαιροποιούμενες πληροφορίες για τους κινδύνους καταναγκαστικής εργασίας σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές ή όσον αφορά συγκεκριμένα προϊόντα ή ομάδες προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων καταναγκαστικής εργασίας που επιβάλλουν οι κρατικές αρχές. Η βάση δεδομένων δίνει προτεραιότητα στον εντοπισμό εκτεταμένων και σοβαρών κινδύνων καταναγκαστικής εργασίας.

2.   Η βάση δεδομένων που αναφέρεται στην παράγραφο βασίζεται σε ανεξάρτητες και επαληθεύσιμες πληροφορίες από διεθνείς οργανισμούς, ιδίως από τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και τα Ηνωμένα Έθνη, ή από θεσμικούς, ερευνητικούς ή ακαδημαϊκούς οργανισμούς.

Η βάση δεδομένων δεν δημοσιοποιεί πληροφορίες που κατονομάζουν άμεσα οικονομικούς φορείς.

Η βάση δεδομένων αναφέρει συγκεκριμένους οικονομικούς τομείς σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές για τις οποίες υπάρχουν αξιόπιστα και επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία ότι υφίσταται καταναγκαστική εργασία που επιβάλλεται από τις κρατικές αρχές.

3.   Η Επιτροπή εξασφαλίζει ότι η βάση δεδομένων είναι εύκολα προσβάσιμη, μεταξύ άλλων για τα άτομα με αναπηρία, και διαθέσιμη στο κοινό, σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, έως τις 14 Ιουνίου 2026.

Άρθρο 9

Ενιαίο σημείο υποβολής πληροφοριών

1.   Η Επιτροπή θεσπίζει ειδικό κεντρικό μηχανισμό για την υποβολή πληροφοριών (ενιαίο σημείο υποβολής πληροφοριών). Το ενιαίο σημείο υποβολής πληροφοριών είναι διαθέσιμο σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Είναι φιλικός προς τον χρήστη και διατίθεται δωρεάν.

2.   Οι πληροφορίες σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις του άρθρου 3 υποβάλλονται μέσω του ενιαίου σημείου υποβολής πληροφοριών από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση που δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα. Οι υποβολές πληροφοριών περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τους οικείους οικονομικούς φορείς ή τα οικεία προϊόντα, παρέχουν τους λόγους και τα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τις εικαζόμενες παραβάσεις και, όπου είναι δυνατόν, δικαιολογητικά έγγραφα. Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των διαδικαστικών κανόνων, των υποδειγμάτων και των λεπτομερειών σχετικά με τις εν λόγω υποβολές πληροφοριών. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 35 παράγραφος 2.

3.   Η Επιτροπή απορρίπτει τυχόν υποβολές πληροφοριών στο ενιαίο σημείο υποβολής πληροφοριών που είναι προδήλως ελλιπείς, αβάσιμες ή γίνονται κακόπιστα και διανέμει τις υποβολές πληροφοριών που γίνονται δεκτές προς αξιολόγηση από την επικεφαλής αρμόδια αρχή σύμφωνα με τη μέθοδο κατανομής των ερευνών που ορίζεται στο άρθρο 15.

4.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 βεβαιώνει την παραλαβή της υποβολής πληροφοριών, αξιολογεί επιμελώς και αμερόληπτα τις πληροφορίες και ενημερώνει το οικείο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση σχετικά με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της υποβολής πληροφοριών του το συντομότερο δυνατόν.

5.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από το πρόσωπο ή την ένωση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες.

6.   Στις περιπτώσεις που μεσολαβεί σημαντικό χρονικό διάστημα μεταξύ της υποβολής των πληροφοριών στο ενιαίο σημείο υποβολής πληροφοριών και της απόφασης να κινηθεί έρευνα σύμφωνα με το κεφάλαιο III, η επικεφαλής αρμόδια αρχή διαβουλεύεται, στο μέτρο του δυνατού, με το πρόσωπο ή την ένωση που υποβάλλει τις πληροφορίες, προκειμένου να εξακριβωθεί αν, εξ όσων γνωρίζουν, η κατάσταση έχει μεταβληθεί σημαντικά.

7.   Η οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 εφαρμόζεται στην αναφορά παραβάσεων του παρόντος κανονισμού και στην προστασία των προσώπων που αναφέρουν αυτού του είδους τις παραβάσεις.

Άρθρο 10

Μέτρα στήριξης των ΜΜΕ

H Επιτροπή αναπτύσσει συνοδευτικά μέτρα για τη στήριξη των προσπαθειών των οικονομικών φορέων και των επιχειρηματικών τους εταίρων στην ίδια αλυσίδα εφοδιασμού, ιδίως των ΜΜΕ. Κατά περίπτωση, πληροφορίες για τα εν λόγω μέτρα καθίστανται διαθέσιμα μέσω της ενιαίας δικτυακής πύλης για την καταναγκαστική εργασία που αναφέρεται στο άρθρο 12.

Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν σημεία επαφής για την παροχή πληροφοριών στις ΜΜΕ για θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Τα εν λόγω σημεία επαφής μπορούν επίσης να παρέχουν βοήθεια στις ΜΜΕ για τα θέματα αυτά.

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν επίσης να διοργανώνουν προγράμματα κατάρτισης για τους οικονομικούς φορείς σχετικά με τους δείκτες κινδύνου καταναγκαστικής εργασίας και τον τρόπο διεξαγωγής διαλόγου με τις εν λόγω αρμόδιες αρχές καθ’ όλη τη διάρκεια μιας έρευνας.

Άρθρο 11

Κατευθυντήριες γραμμές

Η Επιτροπή, σε διαβούλευση με τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, καθιστά διαθέσιμες και επικαιροποιεί τακτικά κατευθυντήριες γραμμές έως τις 14 Ιουνίου 2026, στις οποίες περιλαμβάνονται τα εξής:

α)

έγγραφο καθοδήγησης για τους οικονομικούς φορείς σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια σε σχέση με την καταναγκαστική εργασία, συμπεριλαμβανομένης της καταναγκαστικής παιδικής εργασίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη το εφαρμοστέο ενωσιακό και εθνικό δίκαιο, καθορίζει απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας όσον αφορά την καταναγκαστική εργασία, τις κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις διεθνών οργανισμών, καθώς και το μέγεθος και τους οικονομικούς πόρους των οικονομικών φορέων, τους διαφορετικούς τύπων προμηθευτών κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού, και τους διαφορετικούς τομείς·

β)

έγγραφο καθοδήγησης για τους οικονομικούς φορείς σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για την εξάλειψη και την επανόρθωση διαφόρων ειδών καταναγκαστικής εργασίας·

γ)

έγγραφο καθοδήγησης για τις αρμόδιες αρχές σχετικά με την πρακτική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως των άρθρων 8, 17 και 18, συμπεριλαμβανομένων δεικτών αναφοράς για την παροχή συνδρομής στις αρμόδιες αρχές στις αξιολογήσεις τους βάσει κινδύνου στο πλαίσιο ερευνών και κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με το εφαρμοστέο πρότυπο αποδεικτικών στοιχείων·

δ)

έγγραφο καθοδήγησης για τις τελωνειακές αρχές και τους οικονομικούς φορείς όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή του άρθρου 27 και, κατά περίπτωση, κάθε άλλης διάταξης που προβλέπεται στο κεφάλαιο V τμήμα II·

ε)

πληροφορίες σχετικά με τους δείκτες κινδύνου καταναγκαστικής εργασίας, μεταξύ άλλων σχετικά με τον τρόπο εντοπισμού των εν λόγω δεικτών, οι οποίοι βασίζονται, αφενός, σε ανεξάρτητες και επαληθεύσιμες πληροφορίες, μεταξύ άλλων από εκθέσεις διεθνών οργανισμών, ιδίως της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, της κοινωνίας των πολιτών, επιχειρηματικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, και, αφετέρου, στην πείρα από την εφαρμογή της ενωσιακής νομοθεσίας που καθορίζει απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας όσον αφορά την καταναγκαστική εργασία·

στ)

έγγραφο καθοδήγησης για τους οικονομικούς φορείς σχετικά με τη δέουσα επιμέλεια σε σχέση με την καταναγκαστική εργασία που επιβάλλεται από κρατικές αρχές·

ζ)

έγγραφο καθοδήγησης για τους οικονομικούς φορείς και τους προμηθευτές προϊόντων σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής διαλόγου με τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το κεφάλαιο III, ιδίως όσον αφορά το είδος πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλονται·

η)

έγγραφο καθοδήγησης σχετικά με τον τρόπο υποβολής πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 9·

θ)

έγγραφο καθοδήγησης για τα κράτη μέλη σχετικά με τη μέθοδο υπολογισμού των χρηματικών ποινών και τα εφαρμοστέα κατώτατα όρια·

ι)

περαιτέρω πληροφορίες για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού από τις αρμόδιες αρχές και της συμμόρφωσης των οικονομικών φορέων με αυτόν.

Τα έγγραφα καθοδήγησης που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και στ) επικεντρώνονται ιδίως στην παροχή βοήθειας στις ΜΜΕ για τη συμμόρφωσή τους με τον παρόντα κανονισμό.

Οι κατευθυντήριες γραμμές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο συνάδουν με τις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες παρέχονται σύμφωνα με άλλη συναφή ενωσιακή νομοθεσία.

Άρθρο 12

Ενιαία δικτυακή πύλη για την καταναγκαστική εργασία

Η Επιτροπή δημιουργεί και επικαιροποιεί τακτικά ενιαίο δικτυακό τόπο (ενιαία δικτυακή πύλη για την καταναγκαστική εργασία) ο οποίος θέτει στη διάθεση του κοινού, στο ίδιο σημείο και σε όλες τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τα στοιχεία επικοινωνίας των αρμόδιων αρχών·

β)

τις κατευθυντήριες γραμμές·

γ)

τη βάση δεδομένων·

δ)

κατάλογο πηγών πληροφοριών που είναι δημοσίως διαθέσιμες και έχουν σημασία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων πηγών που καθιστούν διαθέσιμα αναλυτικά δεδομένα σχετικά με τον αντίκτυπο και τα θύματα της καταναγκαστικής εργασίας, όπως δεδομένα ανά φύλο ή δεδομένα σχετικά με την καταναγκαστική παιδική εργασία, που επιτρέπουν τον εντοπισμό των τάσεων που αφορούν την ηλικία και το φύλο·

ε)

το ενιαίο σημείο υποβολής πληροφοριών·

στ)

κάθε απόφαση απαγόρευσης ενός προϊόντος·

ζ)

κάθε ανάκληση απαγόρευσης·

η)

το αποτέλεσμα των επανεξετάσεων.

Άρθρο 13

Διεθνής συνεργασία

1.   Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή, κατά περίπτωση, συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρχές τρίτων χωρών, διεθνείς οργανισμούς, εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, συνδικαλιστικές οργανώσεις, επιχειρηματικές οργανώσεις και σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

2.   Η διεθνής συνεργασία με τις αρχές τρίτων χωρών πραγματοποιείται με δομημένο τρόπο, για παράδειγμα στο πλαίσιο των υφιστάμενων διαλόγων με τρίτες χώρες, όπως οι διάλογοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι πολιτικοί διάλογοι, οι διάλογοι για την εφαρμογή των δεσμεύσεων για το εμπόριο και τη βιώσιμη ανάπτυξη των εμπορικών συμφωνιών ή του συστήματος γενικευμένων προτιμήσεων, και οι πρωτοβουλίες αναπτυξιακής συνεργασίας της Ένωσης. Εφόσον απαιτείται, στο πλαίσιο ειδικών διαλόγων που μπορεί να δημιουργηθούν σε ad hoc βάση. Η διεθνής συνεργασία μπορεί να περιλαμβάνει ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τομείς ή προϊόντα κινδύνου καταναγκαστικής εργασίας, βέλτιστων πρακτικών για την εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας, καθώς και πληροφοριών σχετικά με αποφάσεις για την απαγόρευση προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών λόγων και αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως με τρίτες χώρες που διαθέτουν παρόμοια νομοθεσία.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο ανάπτυξης πρωτοβουλιών συνεργασίας και συνοδευτικών μέτρων για τη στήριξη των προσπαθειών των οικονομικών φορέων, ιδίως των ΜΜΕ, καθώς και των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, των κοινωνικών εταίρων και τρίτων χωρών για την αντιμετώπιση της καταναγκαστικής εργασίας και των βαθύτερων αιτίων της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΡΕΥΝΕΣ

Άρθρο 14

Προσέγγιση βάσει κινδύνου

1.   Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ακολουθούν προσέγγιση βάσει κινδύνου κατά την αξιολόγηση της πιθανότητας παραβίασης του άρθρου 3, κατά την έναρξη και τη διεξαγωγή του προκαταρκτικού σταδίου των ερευνών και κατά τον προσδιορισμό των οικείων προϊόντων και οικονομικών φορέων.

2.   Κατά την αξιολόγηση της πιθανότητας παραβίασης του άρθρου 3, οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή χρησιμοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια, κατά περίπτωση, προκειμένου να δώσουν προτεραιότητα στα προϊόντα για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι έχουν παραχθεί με καταναγκαστική εργασία:

α)

η κλίμακα και η σοβαρότητα της εικαζόμενης καταναγκαστικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένου του αν πηγή ανησυχίας μπορεί να αποτελεί η επιβαλλομένη από κρατικές αρχές καταναγκαστική εργασία·

β)

η ποσότητα ή ο όγκος των προϊόντων που διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης·

γ)

το ποσοστό του μέρους για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει παραχθεί με καταναγκαστική εργασία στο τελικό προϊόν.

3.   Η αξιολόγηση της πιθανότητας παραβίασης του άρθρου 3 βασίζεται σε όλες τις σχετικές, πραγματικές και επαληθεύσιμες πληροφορίες που έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των εξής:

α)

σε πληροφορίες και αποφάσεις που κωδικοποιούνται στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων τυχόν προηγούμενων περιπτώσεων τήρησης ή μη τήρησης του άρθρου 3 από οικονομικό φορέα·

β)

τη βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 8·

γ)

στους δείκτες κινδύνου και σε άλλες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 11 στοιχείο ε)·

δ)

σε πληροφορίες που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 9·

ε)

πληροφορίες που λαμβάνει η Επιτροπή ή η αρμόδια αρχή από άλλες αρχές που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, όπως οι αρχές δέουσας επιμέλειας, οι αρχές εργασίας, οι υγειονομικές ή φορολογικές αρχές των κρατών μελών, σχετικά με τα προϊόντα και τους οικονομικούς φορείς που αποτελούν αντικείμενο αξιολόγησης·

στ)

τυχόν ζητήματα που προκύπτουν από ουσιαστικές διαβουλεύσεις με τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, όπως οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και συνδικαλιστικές οργανώσεις.

4.   Κατά την έναρξη προκαταρκτικής έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 17, η επικεφαλής αρμόδια αρχή εστιάζει, στο μέτρο του δυνατού, στους οικονομικούς φορείς και, κατά περίπτωση, στους προμηθευτές προϊόντων που συμμετέχουν στα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού όσο το δυνατόν εγγύτερα στο σημείο όπου ενδέχεται να συμβεί καταναγκαστική εργασία, και με την υψηλότερη μόχλευση για την πρόληψη, τον μετριασμό και την εξάλειψη της χρήσης καταναγκαστικής εργασίας. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή λαμβάνει επίσης υπόψη το μέγεθος και τους οικονομικούς πόρους των οικείων οικονομικών φορέων, ιδίως το αν ο οικονομικός φορέας είναι ΜΜΕ, καθώς και την πολυπλοκότητα της αλυσίδας εφοδιασμού.

Άρθρο 15

Ανάθεση ερευνών

1.   Όταν η εικαζόμενη καταναγκαστική εργασία λαμβάνει χώρα εκτός του εδάφους της Ένωσης, η Επιτροπή ενεργεί ως η επικεφαλής αρμόδια αρχή.

2.   Όταν η εικαζόμενη καταναγκαστική εργασία λαμβάνει χώρα στο έδαφος κράτους μέλους, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους ενεργεί ως η επικεφαλής αρμόδια αρχή.

Άρθρο 16

Συντονισμός των ερευνών και αμοιβαία συνδρομή

1.   Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά και παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού κατά τρόπο συνεπή και αποτελεσματικό.

2.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή σέβεται το δικαίωμα του οικονομικού φορέα να τύχει ακρόασης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας.

3.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή κοινοποιεί, ανά πάσα στιγμή και αμελλητί, μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνιών που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, σε περίπτωση που διαπιστώσει την ύπαρξη νέων πληροφοριών σχετικά με εικαζόμενη καταναγκαστική εργασία που λαμβάνει χώρα σε έδαφος για το οποίο δεν είναι αρμόδια σύμφωνα με το άρθρο 15.

4.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει τη στήριξη άλλων σχετικών αρμόδιων αρχών. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει αίτημα για στήριξη ώστε να επικοινωνήσει με οικονομικούς φορείς των οποίων ο τόπος εγκατάστασης βρίσκεται στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους ή των οποίων η γλώσσα εργασίας είναι αυτή ενός κράτους μέλους. Άλλες αρμόδιες αρχές που έχουν συμφέρον στην έρευνα μπορούν να ζητήσουν να συμμετάσχουν ενεργά στην έρευνα.

5.   Η αρμόδια αρχή που έχει λάβει, μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, αίτημα παροχής πληροφοριών από άλλη αρμόδια αρχή παρέχει απάντηση εντός 20 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του αιτήματος.

6.   Η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής πληροφοριών μπορεί να ζητήσει από την αιτούσα αρμόδια αρχή να συμπληρώσει τις πληροφορίες που περιέχονται στο αίτημα, εάν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν αρχικά δεν είναι επαρκείς.

7.   Η αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλεται το αίτημα παροχής πληροφοριών μπορεί να αρνηθεί να συμμορφωθεί με το εν λόγω αίτημα μόνον εάν αποδείξει ότι η συμμόρφωση με το εν λόγω αίτημα θα παρεμπόδιζε σημαντικά την εκτέλεση των δικών της δραστηριοτήτων.

Άρθρο 17

Προκαταρκτικό στάδιο των ερευνών

1.   Πριν από την έναρξη έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1, η επικεφαλής αρμόδια αρχή ζητεί από τους υπό αξιολόγηση οικονομικούς φορείς, και, κατά περίπτωση, από άλλους προμηθευτές προϊόντων, πληροφορίες σχετικά με τα συναφή μέτρα που έχουν λάβει για τον προσδιορισμό, την πρόληψη, τον μετριασμό, την εξάλειψη ή την αποκατάσταση των κινδύνων καταναγκαστικής εργασίας στις δραστηριότητές τους και τις αλυσίδες εφοδιασμού τους όσον αφορά τα υπό αξιολόγηση προϊόντα, μεταξύ άλλων με βάση κάποιο από τα εξής, εκτός αν τούτο θα έθετε σε κίνδυνο την έκβαση της αξιολόγησης:

α)

το εφαρμοστέο εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο το οποίο καθορίζει απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και διαφάνειας όσον αφορά την καταναγκαστική εργασία·

β)

τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδει η Επιτροπή·

γ)

τις κατευθυντήριες γραμμές ή συστάσεις δέουσας επιμέλειας του ΟΗΕ, της ΔΟΕ, του ΟΟΣΑ ή άλλων σχετικών διεθνών οργανισμών, ιδίως τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που αφορούν γεωγραφικές περιοχές, εγκαταστάσεις παραγωγής και οικονομικές δραστηριότητες σε ορισμένους κλάδους όπου υπάρχουν συστηματικές και εκτεταμένες πρακτικές καταναγκαστικής εργασίας·

δ)

κάθε άλλη ουσιαστική δέουσα επιμέλεια ή άλλες πληροφορίες σχετικά με την καταναγκαστική εργασία στην αλυσίδα εφοδιασμού τους.

Η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί να ζητεί πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω δράσεις από άλλα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων ή των ενώσεων που έχουν υποβάλει σχετικές, πραγματικές και επαληθεύσιμες πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 9, και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που σχετίζεται με τα προϊόντα ή τις περιοχές που βρίσκονται υπό αξιολόγηση, καθώς και από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης και τις αντιπροσωπείες της Ένωσης σε σχετικές τρίτες χώρες.

2.   Οι οικονομικοί φορείς απαντούν στο αίτημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εντός 30 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του εν λόγω αιτήματος. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να παρέχουν κάθε άλλη πληροφορία που κρίνουν χρήσιμη για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου. Όταν είναι αναγκαίο, οι οικονομικοί φορείς μπορούν να ζητούν υποστήριξη από σημείο επαφής που αναφέρεται στο άρθρο 10, σχετικά με τον τρόπο συνεργασίας με την επικεφαλής αρμόδια αρχή.

3.   Εντός 30 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των στοιχείων που υποβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η επικεφαλής αρμόδια αρχή ολοκληρώνει το προκαταρκτικό στάδιο της έρευνάς της σχετικά με το αν υπάρχει τεκμηριωμένη ανησυχία για παραβίαση του άρθρου 3 με βάση την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 και τις πληροφορίες που υποβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

4.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η επικεφαλής αρμόδια αρχή δύναται να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει τεκμηριωμένη ανησυχία για παραβίαση του άρθρου 3 βάσει οποιωνδήποτε άλλων διαθέσιμων στοιχείων στις περιπτώσεις που η επικεφαλής αρμόδια αρχή δεν ζήτησε πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή στις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ε).

5.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή δεν κινεί έρευνα βάσει του άρθρου 18 και ενημερώνει σχετικά τους υπό αξιολόγηση οικονομικούς φορείς, όταν —με βάση την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 και τις τυχόν πληροφορίες που υποβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς δυνάμει της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου — θεωρεί ότι δεν υπάρχει τεκμηριωμένη ανησυχία για παραβίαση του άρθρου 3, ή ότι οι λόγοι που προκάλεσαν την ύπαρξη τεκμηριωμένης ανησυχίας έχουν εξαλειφθεί, για παράδειγμα βάσει, μεταξύ άλλων, της εφαρμοστέας νομοθεσίας, των κατευθυντήριων γραμμών, των συστάσεων ή της επίδειξης οποιασδήποτε άλλης δέουσας επιμέλειας σε σχέση με την καταναγκαστική εργασία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, τα οποία εφαρμόζονται κατά τρόπο που μετριάζει, αποτρέπει και εξαλείφει τον κίνδυνο καταναγκαστικής εργασίας.

6.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή κοινοποιεί μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 το αποτέλεσμα της αξιολόγησής της σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18

Έρευνες

1.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή που, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 ή 4 του άρθρου 17 αποφασίζει ότι υπάρχει τεκμηριωμένη ανησυχία για παραβίαση του άρθρου 3, κινεί έρευνα σχετικά με τα οικεία προϊόντα και τους οικείους οικονομικούς φορείς και ενημερώνει τους οικονομικούς φορείς που υπόκεινται στην έρευνα εντός 3 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία που ελήφθη απόφαση για την έναρξη της εν λόγω έρευνας, σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

την έναρξη της έρευνας και τις πιθανές συνέπειές της·

β)

τα προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας·

γ)

τους λόγους για την έναρξη της έρευνας, εκτός εάν αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την έκβαση της έρευνας·

δ)

το δικαίωμα που έχουν οι οικονομικοί φορείς να υποβάλουν έγγραφα ή πληροφορίες στην επικεφαλής αρμόδια αρχή, καθώς και την ημερομηνία έως την οποία πρέπει να υποβληθούν οι πληροφορίες αυτές.

2.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή κοινοποιεί, μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1, την έναρξη έρευνας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Εφόσον ζητηθεί από την επικεφαλής αρμόδια αρχή, οι υπό έρευνα οικονομικοί φορείς υποβάλλουν κάθε πληροφορία που είναι συναφής και αναγκαία για την έρευνα, μεταξύ άλλων πληροφορίες όσον αφορά την ταυτοποίηση των υπό έρευνα προϊόντων, και, κατά περίπτωση, την ταυτοποίηση του τμήματος του προϊόντος στο οποίο θα πρέπει να περιοριστεί η έρευνα, καθώς και τον κατασκευαστή, τον παραγωγό, τον προμηθευτή, τον εισαγωγέα ή τον εξαγωγέα των εν λόγω προϊόντων και των τμημάτων τους. Όταν ζητεί τις πληροφορίες αυτές, η επικεφαλής αρμόδια αρχή στο μέτρο του δυνατού, αφενός, δίνει προτεραιότητα στους υπό έρευνα οικονομικούς φορείς οι οποίοι, στα στάδια της αλυσίδας εφοδιασμού, δραστηριοποιούνται όσο το δυνατόν εγγύτερα στα σημεία όπου κατά πάσα πιθανότητα υπάρχει καταναγκαστική εργασία και, αφετέρου, λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και τους οικονομικούς πόρους των οικονομικών φορέων, ειδικότερα το αν ο οικονομικός φορέας είναι ΜΜΕ, την ποσότητα των οικείων προϊόντων, την πολυπλοκότητα της αλυσίδας εφοδιασμού καθώς και την κλίμακα της εικαζόμενης καταναγκαστικής εργασίας. Όταν είναι αναγκαίο, οι οικονομικοί φορείς μπορούν να ζητούν υποστήριξη από σημείο επαφής που αναφέρεται στο άρθρο 10 σχετικά με τον τρόπο συνεργασίας με την επικεφαλής αρμόδια αρχή.

4.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή ορίζει προθεσμία διάρκειας τουλάχιστον 30 εργάσιμων ημερών και όχι μεγαλύτερης των 60 εργάσιμων ημερών για να υποβάλουν οι οικονομικοί φορείς τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Οι οικονομικοί φορείς μπορούν να ζητήσουν παράταση της εν λόγω προθεσμίας με αιτιολόγηση. Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη χορήγηση της εν λόγω παράτασης, η επικεφαλής αρμόδια αρχή εξετάζει το μέγεθος και τους οικονομικούς πόρους των οικείων οικονομικών φορέων, συμπεριλαμβανομένου του αν ο οικονομικός φορέας είναι ΜΜΕ.

5.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί να συλλέγει πληροφορίες ή να καλεί σε συνέντευξη κάθε σχετικό φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συναινεί να ερωτηθεί με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών οικονομικών φορέων ή τυχόν άλλων ενδιαφερόμενων μερών.

6.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί, όπου απαιτείται, να διενεργεί όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 19.

Άρθρο 19

Επιτόπιες επιθεωρήσεις

1.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες η επικεφαλής αρμόδια αρχή κρίνει αναγκαία τη διενέργεια επιτόπιων επιθεωρήσεων, το πράττει λαμβάνοντας υπόψη τον τόπο στον οποίο εντοπίζεται ο κίνδυνος καταναγκαστικής εργασίας.

2.   Όταν ο κίνδυνος καταναγκαστικής εργασίας εντοπίζεται στο έδαφος του κράτους μέλους, η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί να διενεργεί δικές της επιθεωρήσεις, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο. Εάν χρειαστεί, η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία άλλων εθνικών αρχών σχετικών με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, όπως των αρχών εργασίας, των υγειονομικών αρχών ή των φορολογικών αρχών.

3.   Όταν ο κίνδυνος καταναγκαστικής εργασίας εντοπίζεται εκτός του εδάφους της Ένωσης, η Επιτροπή, ενεργώντας ως επικεφαλής αρμόδια αρχή, μπορεί να διενεργεί όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι οικείοι οικονομικοί φορείς δίνουν τη συγκατάθεσή τους και ότι η κυβέρνηση της τρίτης χώρας στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι επιθεωρήσεις έχει ενημερωθεί επίσημα και δεν εγείρει αντιρρήσεις. Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, κατά περίπτωση, για τη διευκόλυνση των επαφών αυτών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Άρθρο 20

Αποφάσεις σχετικά με την παραβίαση του άρθρου 3

1.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή αξιολογεί όλες τις πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με το κεφάλαιο III και, επί αυτής της βάσης, διαπιστώνει αν τα προϊόντα που διατέθηκαν ή κατέστησαν διαθέσιμα στην αγορά ή εξάγονται, παραβιάζουν το άρθρο 3, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από την ημερομηνία έναρξης της έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή επιδιώκει να λαμβάνει την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου ή να περατώνει την έρευνα εντός 9 μηνών από την ημερομηνία έναρξης της έρευνας.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η επικεφαλής αρμόδια αρχή ενδέχεται να διαπιστώσει ότι το άρθρο 3 έχει παραβιαστεί βάσει οποιωνδήποτε άλλων διαθέσιμων στοιχείων, σε περίπτωση που δεν κατέστη δυνατή η συλλογή πληροφοριών και αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 1 και του άρθρου 18 παράγραφος 3, ιδίως σε περιπτώσεις που ως απόκριση σε αίτημα παροχής πληροφοριών, ένας οικονομικός φορέας ή μια δημόσια αρχή:

α)

αρνείται να παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες χωρίς έγκυρη αιτιολόγηση·

β)

δεν παράσχει τις πληροφορίες που ζητούνται εντός της προθεσμίας χωρίς βάσιμη αιτιολόγηση·

γ)

παρέχει ελλιπείς ή εσφαλμένες πληροφορίες με στόχο την παρεμπόδιση της έρευνας·

δ)

παρέχει παραπλανητικές πληροφορίες· ή

ε)

παρεμποδίζει με άλλον τρόπο την έρευνα, μεταξύ άλλων όταν εντοπίζεται κίνδυνος καταναγκαστικής εργασίας που επιβάλλεται από κρατικές αρχές κατά το προκαταρκτικό στάδιο της έρευνας ή κατά τη διάρκεια της έρευνας.

3.   Εάν η επικεφαλής αρμόδια αρχή δεν μπορεί να αποδείξει ότι τα οικεία προϊόντα έχουν διατεθεί ή καταστεί διαθέσιμα στην αγορά ή εξάγονται κατά παράβαση του άρθρου 3, περατώνει την έρευνα και ενημερώνει τους οικονομικούς φορείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας. Ενημερώνει επίσης όλες τις άλλες αρμόδιες αρχές μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1. Η περάτωση της έρευνας δεν αποκλείει την έναρξη νέας έρευνας για το ίδιο προϊόν και τον ίδιο οικονομικό φορέα σε περίπτωση που προκύψουν νέες σχετικές πληροφορίες.

4.   Όταν η επικεφαλής αρμόδια αρχή διαπιστώσει ότι τα οικεία προϊόντα έχουν διατεθεί ή καταστεί διαθέσιμα στην αγορά ή εξάγονται κατά παράβαση του άρθρου 3, εκδίδει αμελλητί απόφαση που περιέχει:

α)

απαγόρευση διάθεσης ή διαθεσιμότητας των οικείων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης και εξαγωγής αυτών·

β)

εντολή προς τους οικονομικούς φορείς που υπόκεινται στην έρευνα να αποσύρουν από την αγορά της Ένωσης τα προϊόντα που έχουν ήδη διατεθεί ή καταστεί διαθέσιμα στην αγορά ή να αφαιρέσουν περιεχόμενο από επιγραμμική διεπαφή που αναφέρεται στα προϊόντα ή τις καταχωρίσεις των οικείων προϊόντων·

γ)

εντολή προς τους οικονομικούς φορείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας να θέσουν τα οικεία προϊόντα εκτός κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 25 ή, εάν μέρη του προϊόντος, τα οποία διαπιστώθηκε ότι παραβιάζουν το άρθρο 3, μπορούν να αντικατασταθούν, εντολή προς τους εν λόγω οικονομικούς φορείς να θέσουν εκτός κυκλοφορίας τα εν λόγω μέρη του εν λόγω προϊόντος.

Κατά περίπτωση, η απαγόρευση που αναφέρεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου και η εντολή που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του πρώτου εδαφίου προσδιορίζουν τα μέρη του προϊόντος που διαπιστώνεται ότι παραβιάζουν το άρθρο 3, τα οποία πρέπει να αντικατασταθούν προκειμένου το προϊόν να διατεθεί ή να καταστεί διαθέσιμο στην αγορά ή να εξαχθεί.

5.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο γ), και όταν ενδείκνυται με σκοπό την πρόληψη διαταραχών σε αλυσίδα εφοδιασμού στρατηγικής ή κρίσιμης σημασίας για την Ένωση, η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί να μην επιβάλλει εντολή για τη θέση του οικείου προϊόντος εκτός κυκλοφορίας βάσει της παραγράφου 4. Η επικεφαλής αρμόδια αρχή μπορεί αντ’ αυτού να διατάξει την κατακράτηση του οικείου προϊόντος για καθορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει τον χρόνο που απαιτείται για την εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας όσον αφορά το οικείο προϊόν, με έξοδα των οικονομικών φορέων.

Εάν οι οικονομικοί φορείς αποδείξουν, κατά τη διάρκεια της εν λόγω χρονικής περιόδου, ότι έχουν εξαλείψει την καταναγκαστική εργασία από την αλυσίδα εφοδιασμού των οικείων προϊόντων, χωρίς να αλλάξουν το εν λόγω προϊόν και εξαλείφοντας την καταναγκαστική εργασία που προσδιορίζεται στην απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, η επικεφαλής αρμόδια αρχή επανεξετάζει την απόφασή της σύμφωνα με το άρθρο 21.

Εάν οι οικονομικοί φορείς δεν αποδείξουν, κατά τη διάρκεια της εν λόγω χρονικής περιόδου, ότι έχουν εξαλείψει την καταναγκαστική εργασία από την αλυσίδα εφοδιασμού των οικείων προϊόντων, χωρίς να αλλάξουν το εν λόγω προϊόν εξαλείφοντας την καταναγκαστική εργασία που προσδιορίζεται στην απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4, εφαρμόζεται το στοιχείο γ) της εν λόγω παραγράφου.

6.   Όταν η Επιτροπή ενεργεί ως η επικεφαλής αρμόδια αρχή, οι αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου εκδίδονται μέσω εκτελεστικής πράξης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 35 παράγραφος 2.

7.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή κοινοποιεί την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου σε όλους τους οικονομικούς φορείς στους οποίους απευθύνεται και την κοινοποιεί σε όλες τις αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση, στην Επιτροπή, μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1.

8.   Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από επικεφαλής αρμόδια αρχή σε ένα κράτος μέλος δυνάμει της παραγράφου 4 αναγνωρίζονται και εκτελούνται από τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών εφόσον αφορούν προϊόντα που έχουν την ίδια πληροφορία ταυτοποίησης και προέρχονται από την ίδια αλυσίδα εφοδιασμού για την οποία έχει διαπιστωθεί ότι χρησιμοποιεί καταναγκαστική εργασία.

Άρθρο 21

Επανεξέταση των αποφάσεων σε σχέση με την παράβαση του άρθρου 3

1.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή επιτρέπει στους οικονομικούς φορείς οι οποίοι θίγονται από απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20 να ζητήσουν επανεξέταση της εν λόγω απόφασης ανά πάσα στιγμή. Η αίτηση επανεξέτασης περιέχει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα διατίθενται ή καθίστανται διαθέσιμα στην αγορά ή πρόκειται να εξαχθούν σύμφωνα με το άρθρο 3. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν νέα ουσιώδη στοιχεία που δεν περιήλθαν σε γνώση της επικεφαλής αρμόδιας αρχής κατά τη διάρκεια της έρευνας.

2.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή λαμβάνει απόφαση σχετικά με την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εντός 30 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης.

3.   Όταν οι οικονομικοί φορείς αποδεικνύουν ότι έχουν συμμορφωθεί με την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20 και ότι έχουν εξαλείψει την καταναγκαστική εργασία από τις δραστηριότητές τους ή την εφοδιαστική αλυσίδα τους όσον αφορά τα οικεία προϊόντα, η επικεφαλής αρμόδια αρχή ανακαλεί την απόφασή της για το μέλλον, ενημερώνει τους οικονομικούς φορείς και την αφαιρεί από την ενιαία δικτυακή πύλη για την καταναγκαστική εργασία.

4.   Όταν η Επιτροπή ενεργεί ως η επικεφαλής αρμόδια αρχή, η ανάκληση που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται μέσω εκτελεστικής πράξης. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 35 παράγραφος 2. Για δεόντως αιτιολογημένους επιτακτικούς λόγους επείγουσας ανάγκης σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων υπεράσπισης και της ιδιοκτησίας των οικείων οικονομικών φορέων, η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που έχουν άμεση εφαρμογή, σύμφωνα με τη διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 35 παράγραφος 3. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις παραμένουν σε ισχύ για μέγιστο διάστημα 12 μηνών.

5.   Οι οικονομικοί φορείς που έχουν επηρεαστεί από απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20 επικεφαλής αρμόδιας αρχής κράτους μέλους έχουν δυνατότητα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου για την επανεξέταση της δικονομικής και ουσιαστικής νομιμότητας της απόφασης.

6.   Η παράγραφος 5 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου βάσει των οποίων απαιτείται η εξάντληση των διαδικασιών διοικητικού ελέγχου πριν από την προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου.

7.   Οι αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 και που εκδίδονται από επικεφαλής αρμόδια αρχή κράτους μέλους ισχύουν με την επιφύλαξη τυχόν αποφάσεων δικαστικού χαρακτήρα που λαμβάνονται από εθνικά δικαστήρια των κρατών μελών σχετικά με τους ίδιους οικονομικούς φορείς ή τα ίδια προϊόντα.

Άρθρο 22

Περιεχόμενο των αποφάσεων

1.   Στην απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20 περιλαμβάνονται όλα τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τα συμπεράσματα της έρευνας και οι πληροφορίες και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζονται τα συμπεράσματα·

β)

εύλογες προθεσμίες για τη συμμόρφωση των οικονομικών φορέων με τις εντολές, οι οποίες προθεσμίες δεν μπορεί να είναι μικρότερες από 30 εργάσιμες ημέρες· σε περίπτωση αλλοιώσιμων εμπορευμάτων, ζώων και φυτών, η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 10 εργάσιμες ημέρες. Κατά τον καθορισμό των προθεσμιών, η επικεφαλής αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και τους οικονομικούς πόρους του οικονομικού φορέα, συμπεριλαμβανομένου του αν ο φορέας είναι ΜΜΕ, το ποσοστό του τμήματος του προϊόντος και αν μπορεί να αντικατασταθεί· οι προθεσμίες είναι ανάλογες προς τον χρόνο που απαιτείται για τη συμμόρφωση με τις διαφορετικές εντολές και δεν υπερβαίνουν τον αναγκαίο χρόνο·

γ)

όλες τις σχετικές πληροφορίες, ιδίως τα στοιχεία που παρέχουν δυνατότητα ταυτοποίησης του προϊόντος στο οποίο εφαρμόζεται η απόφαση, μεταξύ άλλων στοιχεία σχετικά με τον κατασκευαστή, τον παραγωγό, τους προμηθευτές του προϊόντος, τον εισαγωγέα, τον εξαγωγέα και, όπου ενδείκνυται, την εγκατάσταση παραγωγής·

δ)

κατά περίπτωση και αν είναι διαθέσιμες, τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 σημείο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013·

ε)

πληροφορίες σχετικά με τη δικαστική επανεξέταση της απόφασης.

2.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για να προσδιοριστούν περαιτέρω οι λεπτομέρειες σχετικά με τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται στην απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20. Στις εν λόγω λεπτομέρειες περιλαμβάνονται τουλάχιστον στοιχεία σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται ή να τίθενται στη διάθεση των τελωνειακών αρχών σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η ταυτοποίηση των προϊόντων βάσει του άρθρου 26 παράγραφος 4. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΠΙΒΟΛΗ

Τμήμα I

Αρμόδιες αρχές

Άρθρο 23

Επιβολή των αποφάσεων

1.   Εάν, εντός της εύλογης προθεσμίας που αναφέρεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 στοιχείο β), ένας οικονομικός φορέας δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20, οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης και διασφαλίζουν όλα τα ακόλουθα:

α)

ότι απαγορεύεται η διάθεση ή η διαθεσιμότητα των οικείων προϊόντων στην αγορά της Ένωσης και η εξαγωγή τους·

β)

ότι τα οικεία προϊόντα που έχουν ήδη διατεθεί ή καταστεί διαθέσιμα στην αγορά αποσύρονται από την αγορά της Ένωσης από αρμόδιες αρχές, σύμφωνα με το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο·

γ)

ότι τα αποσυρθέντα προϊόντα και τα προϊόντα που παραμένουν στον οικονομικό φορέα απορρίπτονται σύμφωνα με το άρθρο 25, με έξοδα του εν λόγω οικονομικού φορέα·

δ)

ότι περιορίζεται η πρόσβαση στα οικεία προϊόντα και στις καταχωρίσεις που αναφέρονται στα εν λόγω προϊόντα ζητώντας από το σχετικό τρίτο μέρος να εφαρμόσει τον εν λόγω περιορισμό.

2.   Εάν ο οικονομικός φορέας δεν συμμορφωθεί με την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20, η αρμόδια αρχή επιβάλλει είτε απευθείας, σε συνεργασία με άλλες αρχές είτε μέσω αίτησης στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, κυρώσεις στον οικείο οικονομικό φορέα σύμφωνα με το άρθρο 37.

Άρθρο 24

Απόσυρση και απόρριψη προϊόντων που παράγονται με καταναγκαστική εργασία

1.   H εντολή για απόσυρση ή απόρριψη των προϊόντων που έχουν ήδη διατεθεί ή καταστεί διαθέσιμα στην αγορά της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 4 του παρόντος κανονισμού κοινοποιείται, μέσω του συστήματος πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, στις αρχές εποπτείας της αγοράς που αναφέρονται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και σε άλλες σχετικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα οικεία προϊόντα.

2.   Η επιβολή της απόσυρσης και απόρριψης των προϊόντων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αποτελεί ευθύνη της αρμόδιας αρχής, σε συντονισμό με κάθε άλλη σχετική αρχή για το οικείο προϊόν.

Άρθρο 25

Τρόπος απόρριψης των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας

Σύμφωνα με την ιεράρχηση των αποβλήτων που ορίζεται στην οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27), οι οικονομικοί φορείς και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την απόρριψη προϊόντων, όπως απαιτείται από το άρθρο 20 παράγραφος 4 στοιχείο γ), και το άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού, αντίστοιχα, απορρίπτουν τα εν λόγω προϊόντα με ανακύκλωση ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, καθιστώντας τα εν λόγω προϊόντα μη λειτουργικά. Τα αλλοιώσιμα προϊόντα, δωρίζονται για φιλανθρωπικούς σκοπούς ή σκοπούς δημόσιου συμφέροντος ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, καθίστανται μη λειτουργικά.

Τμήμα II

Τελωνειακές αρχές

Άρθρο 26

Έλεγχοι από τις τελωνειακές αρχές

1.   Τα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης ή εξέρχονται από αυτήν αποτελούν αντικείμενο των ελέγχων και των μέτρων που προβλέπονται στο παρόν τμήμα.

2.   Το παρόν τμήμα εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν άλλης νομικής πράξης της Ένωσης που διέπει τη διαχείριση τελωνειακών κινδύνων, τους τελωνειακούς ελέγχους και τη θέση των εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία και την εξαγωγή, ιδίως τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

3.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή κοινοποιεί αμελλητί στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών τις αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 20 για την απαγόρευση της διάθεσης ή της διαθεσιμότητας προϊόντων στην αγορά της Ένωσης και της εξαγωγής τους.

4.   Οι τελωνειακές αρχές βασίζονται στις αποφάσεις που κοινοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου για την ταυτοποίηση των προϊόντων τα οποία ενδέχεται να μη συμμορφώνονται με την απαγόρευση που ορίζεται στο άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτό, διενεργούν ελέγχους στα προϊόντα που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης ή εξέρχονται από αυτήν βάσει διαχείρισης κινδύνου όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

5.   Η επικεφαλής αρμόδια αρχή κοινοποιεί αμελλητί στις τελωνειακές αρχές των κρατών μελών κάθε ανάκληση απόφασης, καθώς και τυχόν αλλαγές σε απόφαση βάσει επανεξέτασης σύμφωνα με το άρθρο 21.

Άρθρο 27

Πρόσθετες πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται ή να τίθενται στη διάθεση των τελωνειακών αρχών

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 33 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού μέσω της ταυτοποίησης των προϊόντων ή των ομάδων προϊόντων για τα οποία παρέχονται στις τελωνειακές αρχές οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Τα σχετικά προϊόντα ή ομάδες προϊόντων επιλέγονται σύμφωνα με αναλογική προσέγγιση, η οποία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στη βάση δεδομένων, στις πληροφορίες που κωδικοποιούνται στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 και στις τεκμηριωμένες πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο του δικτύου.

2.   Το πρόσωπο που προτίθεται να διαθέσει προϊόν που καλύπτεται από κατ’ εξουσιοδότηση πράξη η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στο πλαίσιο των τελωνειακών διαδικασιών «θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία» ή «εξαγωγή» παρέχει ή θέτει στη διάθεση των τελωνειακών αρχών πληροφορίες για την ταυτοποίηση του προϊόντος, πληροφορίες σχετικά με τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό και πληροφορίες σχετικά με τους προμηθευτές του προϊόντος, εκτός εάν η παροχή των εν λόγω πληροφοριών απαιτείται ήδη σύμφωνα με την τελωνειακή νομοθεσία που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013.

3.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που προσδιορίζουν τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου και καθορίζουν τις λεπτομέρειες των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται ή να τίθενται στη διάθεση των τελωνειακών αρχών σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

4.   Όταν συγκεκριμένο προϊόν ταυτοποιείται σε απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20 και προκειμένου οι τελωνειακές αρχές να είναι σε θέση να ενεργούν αμέσως όσον αφορά το εν λόγω συγκεκριμένο προϊόν, στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 34.

Άρθρο 28

Αναστολή

Όταν οι τελωνειακές αρχές διαπιστώνουν, μέσω του οικείου συστήματος διαχείρισης κινδύνων, ότι προϊόν που εισέρχεται στην αγορά της Ένωσης ή εξέρχεται από αυτήν μπορεί, σύμφωνα με απόφαση που έχει κοινοποιηθεί δυνάμει του άρθρου 26 παράγραφος 3, να παραβιάζει το άρθρο 3, αναστέλλουν τη θέση του εν λόγω προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία ή την εξαγωγή. Οι τελωνειακές αρχές ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους τους για την εν λόγω αναστολή και τους διαβιβάζουν όλες τις σχετικές πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώσουν αν το προϊόν καλύπτεται από απόφαση που κοινοποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 3.

Άρθρο 29

Θέση προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία ή εξαγωγή προϊόντος

1.   Εάν η θέση προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία ή η εξαγωγή αυτού έχει ανασταλεί σύμφωνα με το άρθρο 28, το εν λόγω προϊόν τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία ή εξάγεται εφόσον έχουν εκπληρωθεί όλες οι υπόλοιπες απαιτήσεις και διατυπώσεις που σχετίζονται με τη θέση σε κυκλοφορία ή την εξαγωγή, και εφόσον πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

εντός 4 εργάσιμων ημερών από την αναστολή, εάν οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές να διατηρηθεί η αναστολή· σε περίπτωση αλλοιώσιμων προϊόντων, ζώων και φυτών, η εν λόγω προθεσμία είναι 2 εργάσιμες ημέρες·

β)

οι αρμόδιες αρχές έχουν ενημερώσει τις τελωνειακές αρχές ότι εγκρίνουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή την εξαγωγή του προϊόντος, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.   Η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία δυνάμει της παραγράφου 1 ή η εξαγωγή δεν θεωρείται απόδειξη συμμόρφωσης με το ενωσιακό δίκαιο και, ειδικότερα, με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 30

Απόρριψη της θέσης προϊόντος σε ελεύθερη κυκλοφορία ή της εξαγωγής προϊόντος

1.   Όταν οι αρμόδιες αρχές καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι προϊόν για το οποίο έχουν ενημερωθεί σύμφωνα με το άρθρο 28 είναι προϊόν που παράγεται με καταναγκαστική εργασία σύμφωνα με απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20, ζητούν από τις τελωνειακές αρχές να μην το θέσουν σε ελεύθερη κυκλοφορία ούτε να επιτρέψουν την εξαγωγή του.

2.   Οι αρμόδιες αρχές καταχωρίζουν αμέσως τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου στο σύστημα πληροφοριών και επικοινωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 και ενημερώνουν αντίστοιχα τις τελωνειακές αρχές. Μετά την παραλαβή της εν λόγω ενημέρωσης, οι τελωνειακές αρχές δεν επιτρέπουν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή την εξαγωγή του εν λόγω προϊόντος, και περιλαμβάνουν επίσης στο τελωνειακό σύστημα επεξεργασίας δεδομένων και, κατά περίπτωση, στο εμπορικό τιμολόγιο που συνοδεύει το προϊόν και κάθε άλλο σχετικό συνοδευτικό έγγραφο την ακόλουθη ένδειξη:

«Προϊόν που παράγεται με καταναγκαστική εργασία — Δεν επιτρέπεται η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία / η εξαγωγή — Κανονισμός (ΕΕ) 2024/3015».

3.   Όταν η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία ή η εξαγωγή προϊόντος έχει απορριφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι τελωνειακές αρχές θέτουν το εν λόγω προϊόν εκτός κυκλοφορίας σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο που συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο.

4.   Κατόπιν του αιτήματος αρμόδιας αρχής και εξ ονόματος και υπό την ευθύνη της εν λόγω αρμόδιας αρχής, οι τελωνειακές αρχές μπορούν εναλλακτικά να κατάσχουν το προϊόν, του οποίου η ελεύθερη κυκλοφορία ή η εξαγωγή έχει απορριφθεί και να το θέσουν στη διάθεση και υπό την ευθύνη της εν λόγω αρμόδιας αρχής. Στις περιπτώσεις αυτές, η εν λόγω αρμόδια αρχή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι το οικείο προϊόν τίθεται εκτός κυκλοφορίας σύμφωνα με το άρθρο 25.

Άρθρο 31

Ανταλλαγή πληροφοριών και συνεργασία

1.   Για να καταστεί δυνατή μια ανάλυση βάσει κινδύνου των προϊόντων που εισέρχονται στην αγορά της Ένωσης ή εξέρχονται από αυτήν και για να διασφαλιστεί ότι οι έλεγχοι είναι αποτελεσματικοί και διενεργούνται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή, οι αρμόδιες αρχές και οι τελωνειακές αρχές συνεργάζονται στενά και ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή αναλαμβάνει συντονιστικό ρόλο.

2.   Η συνεργασία μεταξύ των αρχών και η ανταλλαγή —μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα— πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους οι οποίες είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, πραγματοποιούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 952/2013:

α)

μεταξύ τελωνειακών αρχών·

β)

μεταξύ αρμόδιων αρχών και τελωνειακών αρχών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 32

Εμπιστευτικότητα

1.   Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν μόνο τις πληροφορίες που λαμβάνουν δυνάμει του παρόντος κανονισμού για τους σκοπούς της εφαρμογής του, εκτός εάν απαιτείται διαφορετικά από το ενωσιακό δίκαιο ή το εθνικό δίκαιο που συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο.

2.   Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και οι αρμόδιες αρχές αντιμετωπίζουν την ταυτότητα εκείνων που παρέχουν πληροφορίες ή τις παρεχόμενες πληροφορίες ως εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο ή το εθνικό δίκαιο που συνάδει με το ενωσιακό δίκαιο εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από εκείνους που παρείχαν τις πληροφορίες.

3.   Η παράγραφος 2 δεν εμποδίζει την Επιτροπή να κοινολογεί γενικές πληροφορίες σε συνοπτική μορφή, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω γενικές πληροφορίες δεν περιέχουν στοιχεία που καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση του παρόχου των πληροφοριών. Για την εν λόγω κοινολόγηση γενικών πληροφοριών σε συνοπτική μορφή λαμβάνεται υπόψη το έννομο συμφέρον των οικείων μερών όσον αφορά την αποτροπή κοινολόγησης εμπιστευτικών πληροφοριών.

Άρθρο 33

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρεται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 ανατίθεται στην Επιτροπή επ’ αόριστον από τις 13 Δεκεμβρίου 2024.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Πριν από την έκδοση μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 27 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνο αν δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο εντός προθεσμίας 2 μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της εν λόγω πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά 2 μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 34

Διαδικασία επείγοντος

1.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο αρχίζει να ισχύει χωρίς καθυστέρηση και εφαρμόζεται εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2. Η κοινοποίηση της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο εκθέτει τους λόγους για τους οποίους γίνεται χρήση της διαδικασίας επείγοντος.

2.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δύνανται να προβάλουν αντιρρήσεις κατά της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης με τη διαδικασία του άρθρου 33 παράγραφος 6. Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή καταργεί την πράξη αμέσως μόλις της κοινοποιηθεί η περί αντιρρήσεων απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 35

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

3.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 5.

Άρθρο 36

Τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937

Στο μέρος I.Γ.1 του παραρτήματος της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«iv)

Κανονισμός (ΕΕ) 2024/3015 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2024, σχετικά με την απαγόρευση των προϊόντων καταναγκαστικής εργασίας στην αγορά της Ένωσης και την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ L, 2024/3015, 12.12.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/3015/oj).».

Άρθρο 37

Κυρώσεις

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε οικονομικούς φορείς σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με απόφαση του άρθρου 20 και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή των κανόνων αυτών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

2.   Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα ακόλουθα, κατά περίπτωση:

α)

η σοβαρότητα και διάρκεια της μη συμμόρφωσης με απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20·

β)

τυχόν σχετική προηγούμενη μη συμμόρφωση του οικονομικού φορέα με απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20·

γ)

τον βαθμό συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές·

δ)

κάθε άλλο επιβαρυντικό ή ελαφρυντικό στοιχείο που προκύπτει από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τα οικονομικά οφέλη που αποκομίστηκαν ή οι ζημίες που αποφεύχθηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από τη μη συμμόρφωση με απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 20.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, έως τις 14 Δεκεμβρίου 2026, τους εν λόγω κανόνες και τα εν λόγω μέτρα και της κοινοποιούν, χωρίς καθυστέρηση, οποιαδήποτε επακόλουθη τροποποίηση τα επηρεάζει.

4.   Τα κράτη μέλη, όταν θεσπίζουν κανόνες σχετικά με τις εφαρμοστέες κυρώσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τα έγγραφα καθοδήγησης που αναφέρονται στο άρθρο 11 στοιχείο θ).

Άρθρο 38

Αξιολόγηση και επανεξέταση

1.   Έως τις 14 Δεκεμβρίου 2029 και στη συνέχεια ανά 5 έτη, η Επιτροπή διενεργεί αξιολόγηση της επιβολής και της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. H Επιτροπή υποβάλλει έκθεση με τα κύρια πορίσματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Η αξιολόγηση περιλαμβάνει ειδικότερα εκτίμηση σχετικά με τα ακόλουθα:

α)

κατά πόσον ο ισχύων μηχανισμός συμβάλλει αποτελεσματικά στην επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, όπως ορίζονται στο άρθρο 1·

β)

τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του δικτύου, καθώς και όλων των άλλων σχετικών αρχών κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

γ)

την αποτελεσματικότητα της διεθνούς συνεργασίας για τη συμβολή στην εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού·

δ)

τον αντίκτυπο που έχουν στις επιχειρήσεις, και ιδίως στις ΜΜΕ, μεταξύ άλλων στην ανταγωνιστικότητά τους, οι διοικητικές διαδικασίες που σχετίζονται με τις έρευνες και τις αποφάσεις·

ε)

το κόστος συμμόρφωσης για τους οικονομικούς φορείς, και ιδίως για τις ΜΜΕ·

στ)

τη συνολική σχέση κόστους-οφέλους και τη συνολική αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης.

Εφόσον η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, η έκθεση συνοδεύεται από νομοθετική πρόταση για την τροποποίηση των σχετικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού.

2.   Στην έκθεση αξιολογείται επίσης αν είναι αναγκαίο να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής ώστε να συμπεριλάβει επικουρικές υπηρεσίες σχετικές με την εξόρυξη, τη συγκομιδή, την παραγωγή ή την κατασκευή των προϊόντων.

3.   Στο πλαίσιο της αξιολόγησης δυνάμει της παραγράφου 1 στοιχείο α), η έκθεση καλύπτει τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού στα θύματα καταναγκαστικής εργασίας, με ιδιαίτερη προσοχή στην κατάσταση των γυναικών και των παιδιών. Η εκτίμηση του αντικτύπου αυτού βασίζεται στην τακτική παρακολούθηση των πληροφοριών από διεθνείς οργανισμούς και σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

4.   Στην έκθεσή της, η Επιτροπή αξιολογεί περαιτέρω την ανάγκη θέσπισης ειδικού μηχανισμού για την αντιμετώπιση και την επανόρθωση της καταναγκαστικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένης εκτίμησης επιπτώσεων για την εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού.

Άρθρο 39

Έναρξη ισχύος και ημερομηνία εφαρμογής

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 14 Δεκεμβρίου 2027.

Ωστόσο, το άρθρο 5 παράγραφος 3, τα άρθρα 7 και 8, το άρθρο 9 παράγραφος 2, τα άρθρα 11, 33, 35 και το άρθρο 37 παράγραφος 3 εφαρμόζονται από τις 13 Δεκεμβρίου 2024.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Στρασβούργο, 27 Νοεμβρίου 2024.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

BÓKA J.


(1)   ΕΕ C 140 της 21.4.2023, σ. 75.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Απριλίου 2024 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2024.

(3)  Οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της, καθώς και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 101 της 15.4.2011, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/821 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2017, για τον προσδιορισμό υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας στην αλυσίδα εφοδιασμού των ενωσιακών εισαγωγέων κασσιτέρου, τανταλίου και βολφραμίου, των μεταλλευμάτων τους, καθώς και χρυσού, που προέρχονται από περιοχές συγκρούσεων και υψηλού κινδύνου (ΕΕ L 130 της 19.5.2017, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1542 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2023, σχετικά με τις μπαταρίες και τα απόβλητα μπαταριών, την τροποποίηση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1020 και την κατάργηση της οδηγίας 2006/66/ΕΚ (ΕΕ L 191 της 28.7.2023, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1115 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τη διαθεσιμότητα στην αγορά της Ένωσης και την εξαγωγή από την Ένωση ορισμένων βασικών και παράγωγων προϊόντων που συνδέονται με την αποψίλωση και την υποβάθμιση των δασών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 995/2010 (ΕΕ L 150 της 9.6.2023, σ. 206).

(7)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(8)  Οδηγία (ΕΕ) 2022/2464 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, της οδηγίας 2006/43/ΕΚ και της οδηγίας 2013/34/ΕΕ, όσον αφορά την υποβολή εκθέσεων βιωσιμότητας από τις εταιρείες (ΕΕ L 322 της 16.12.2022, σ. 15).

(9)   ΕΕ C 493 της 27.12.2022, σ. 132.

(10)   ΕΕ C 445 της 29.10.2021, σ. 114.

(11)   ΕΕ C 251 της 30.6.2022, σ. 124.

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2065 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) (ΕΕ L 277 της 27.10.2022, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1020 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την εποπτεία της αγοράς και τη συμμόρφωση των προϊόντων και για την τροποποίηση της οδηγίας 2004/42/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 765/2008 και (ΕΕ) αριθ. 305/2011 (ΕΕ L 169 της 25.6.2019, σ. 1).

(14)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/2447 της Επιτροπής, της 24ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 343 της 29.12.2015, σ. 558).

(15)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/1937 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με την προστασία των προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (ΕΕ L 305 της 26.11.2019, σ. 17).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1735 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2024, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου μέτρων για την ενίσχυση του οικοσυστήματος παραγωγής τεχνολογιών μηδενικών καθαρών εκπομπών της Ευρώπης και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1724 (ΕΕ L, 2024/1735, 28.6.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1735/oj).

(17)  Σύσταση (ΕΕ) 2023/2113 της Επιτροπής, της 3ης Οκτωβρίου 2023, σχετικά με τους κρίσιμους τεχνολογικούς τομείς για την οικονομική ασφάλεια της ΕΕ για περαιτέρω εκτίμηση κινδύνου με τα κράτη μέλη (ΕΕ L, 2023/2113, 11.10.2023, ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/2023/2113/oj).

(18)  Κανονισμός (ΕΕ) 2024/1252 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Απριλίου 2024, σχετικά με τη θέσπιση πλαισίου για την εξασφάλιση ασφαλούς και βιώσιμου εφοδιασμού με κρίσιμες πρώτες ύλες και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 168/2013, (ΕΕ) 2018/858, (ΕΕ) 2018/1724 και (ΕΕ) 2019/1020 (ΕΕ L, 2024/1252, 3.5.2024, ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/1252/oj).

(19)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2005 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2004, για την προστασία των ζώων κατά τη μεταφορά και συναφείς δραστηριότητες και για την τροποποίηση των οδηγιών 64/432/ΕΟΚ και 93/119/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1255/97 (ΕΕ L 3 της 5.1.2005, σ. 1).

(20)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1099/2009 του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, για την προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους (ΕΕ L 303 της 18.11.2009, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269 της 10.10.2013, σ. 1).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(25)   ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1, ELI: http://data.europa.eu/eli/agree_interinstit/2016/512/oj.

(26)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/2446 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2015, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες από τις διατάξεις του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 343 της 29.12.2015, σ. 1).

(27)  Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312 της 22.11.2008, σ. 3).


ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2024/3015/oj

ISSN 1977-0669 (electronic edition)


Top