Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62014TJ0691

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο πενταμελές τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2018 (Αποσπάσματα).
Servier SAS κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορά της περινδοπρίλης, φαρμάκου προοριζομένου για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών νοσημάτων, στην πρωτότυπη και στη γενόσημο εκδοχή του – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ – Αρχή της αμεροληψίας – Διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Σύντομη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής σε σχέση με την έκταση της προσβαλλόμενης απόφασης – Συμφωνίες διακανονισμού των διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας – Συμφωνίες για την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης – Συμφωνίες για την απόκτηση τεχνολογίας – Συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας – Δυνητικός ανταγωνισμός – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος – Ισορροπία μεταξύ δικαίου του ανταγωνισμού και δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας – Χαρακτηρισμός χωριστών παραβάσεων ή ενιαίας παράβασης – Ορισμός της σχετικής αγοράς σε επίπεδο μορίου του οικείου φαρμάκου – Πρόστιμα – Σώρευση προστίμων βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ – Αρχή “nullum crimen, nulla poena sine lege” – Αξία των πωλήσεων – Τρόπος υπολογισμού σε περίπτωση σώρευσης παραβάσεων στις ίδιες αγορές.
Υπόθεση T-691/14.

Υπόθεση T‑691/14

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Servier SAS κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης – Αγορά της περινδοπρίλης, φαρμάκου προοριζομένου για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών νοσημάτων, στην πρωτότυπη και στη γενόσημο εκδοχή του – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ – Αρχή της αμεροληψίας – Διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Σύντομη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής σε σχέση με την έκταση της προσβαλλόμενης απόφασης – Συμφωνίες διακανονισμού των διαφορών σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας – Συμφωνίες για την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης – Συμφωνίες για την απόκτηση τεχνολογίας – Συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας – Δυνητικός ανταγωνισμός – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος – Ισορροπία μεταξύ δικαίου του ανταγωνισμού και δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας – Χαρακτηρισμός χωριστών παραβάσεων ή ενιαίας παράβασης – Ορισμός της σχετικής αγοράς σε επίπεδο μορίου του οικείου φαρμάκου – Πρόστιμα – Σώρευση προστίμων βάσει των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ – Αρχή “nullum crimen, nulla poena sine lege” – Αξία των πωλήσεων – Τρόπος υπολογισμού σε περίπτωση σώρευσης παραβάσεων στις ίδιες αγορές»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο πενταμελές τμήμα)
της 12ης Δεκεμβρίου 2018

  1. Ένδικη διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Τυπικά στοιχεία – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Γενική παραπομπή σε άλλα έγγραφα τα οποία δεν επισυνάφθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής – Παραπομπή στο δικόγραφο της προσφυγής άλλου προσφεύγοντος κατά της ίδιας απόφασης η οποία λήφθηκε στον τομέα του ανταγωνισμού – Απαράδεκτο

    [Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 21, εδ. 1, και 53, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρα 43 § 1, και 44 § 1]

  2. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Απαίτηση περί αμεροληψίας – Περιεχόμενο – Δημόσιες δηλώσεις Επιτρόπων κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41)

  3. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Συμβουλευτική επιτροπή επί ζητημάτων συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων – Υποχρέωση να ζητείται η γνώμη της – Ουσιώδης τύπος – Περιεχόμενο

    (Άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 14)

  4. Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της ισότητας των όπλων – Τήρηση στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας – Περιεχόμενο – Σύντομη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως σε σχέση με την έκταση της προσβαλλόμενης απόφασης – Δεν συντρέχει παραβίαση

    [Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 47· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου (1991), άρθρο 102 § 2]

  5. Προσφυγή ακυρώσεως – Αντικείμενο – Αιτιολογία απόφασης – Αποκλείεται πλην εξαιρέσεως – Λόγος που βάλλει κατά των αιτιολογικών σκέψεων απόφασης διαπιστώνουσας παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού – Αιτιολογικές σκέψεις οι οποίες δεν συνδέονται προς τη διαπίστωση των προσδιορισθεισών παραβάσεων – Αλυσιτελής λόγος

    (Άρθρα 101, 102 και 263 ΣΛΕΕ)

  6. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Διάκριση μεταξύ παραβάσεων εκ του αντικειμένου και παραβάσεων εκ του αποτελέσματος – Παράβαση εκ του αντικειμένου – Αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό παράβαση – Επαρκής διαπίστωση – Συνεκτίμηση των δυνητικών αποτελεσμάτων της συμφωνίας – Όρια

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  7. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Διάκριση μεταξύ παραβάσεων εκ του αντικειμένου και παραβάσεων εκ του αποτελέσματος – Παράβαση εκ του αντικειμένου – Αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό παράβαση – Εκτίμηση

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  8. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής – Συμφωνίες διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Εμπίπτουν – Ισορροπία μεταξύ του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των κανόνων του ανταγωνισμού

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου)

  9. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Συμφωνίες διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία συναφθείσα μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Συμφωνία περιέχουσα ρήτρες περί μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και περί μη εμπορίας προϊόντων – Αντίστροφη πληρωμή η οποία λειτουργεί ως κίνητρο ληφθείσα από την επιχείρηση γενόσημων φαρμάκων – Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  10. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Συμφωνίες διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία συναφθείσα μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Συμφωνία περιέχουσα ρήτρες περί μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και περί μη εμπορίας προϊόντων – Πληρωμή ληφθείσα από την επιχείρηση γενόσημων φαρμάκων – Χαρακτηρισμός αντίστροφης πληρωμής η οποία λειτουργεί ως κίνητρο – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  11. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Παρεπόμενος περιορισμός – Έννοια – Περιορισμός αναγκαίος για την πραγματοποίηση κύριας πράξης η οποία δεν έχει χαρακτήρα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό – Κύρια πράξη η οποία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου – Αδυναμία εφαρμογής της θεωρίας των δευτερευόντων περιορισμών όταν υπάρχει αντίστροφη πληρωμή η οποία λειτουργεί ως κίνητρο

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  12. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Χαρακτηρισμός επιχείρησης ως δυνητικού ανταγωνιστή – Πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά – Κριτήρια – Κρίσιμο στοιχείο – Ικανότητα της επιχείρησης να διεισδύσει στη σχετική αγορά – Είσοδος που γίνεται αρκετά γρήγορα – Αντίληψη των υφιστάμενων στην αγορά οικονομικών φορέων

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  13. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Χαρακτηρισμός επιχείρησης ως δυνητικού ανταγωνιστή – Πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά – Κριτήρια – Κρίσιμο στοιχείο – Ικανότητα της επιχείρησης να διεισδύσει στη σχετική αγορά – Εμπόδια συνιστάμενα σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  14. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Χαρακτηρισμός επιχείρησης ως δυνητικού ανταγωνιστή – Πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά – Κριτήρια – Κρίσιμο στοιχείο – Ικανότητα της επιχείρησης να διεισδύσει στη σχετική αγορά – Ημερομηνία εκτίμησης – Βάρος απόδειξης

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

  15. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Κριτήρια εκτίμησης – Χαρακτηρισμός επιχείρησης ως δυνητικού ανταγωνιστή – Κριτήρια – Κρίσιμο στοιχείο – Ικανότητα της επιχείρησης να διεισδύσει στη σχετική αγορά – Επιχείρηση παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Εμπόδια συνδεόμενα με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας του εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων καθώς και με τεχνικές, κανονιστικές, εμπορικές ή οικονομικές δυσχέρειες της επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες υπέρβασης των δυσχερειών και εισόδου στη σχετική αγορά

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  16. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Συμφωνίες διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία συναφθείσα μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Συμφωνία περιέχουσα ρήτρες μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και μη εμπορίας προϊόντων – Πληρωμή ληφθείσα από την επιχείρηση παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Χαρακτηρισμός αντίστροφης πληρωμής η οποία λειτουργεί ως κίνητρο – Χαρακτήρας παροχής κινήτρου ο οποίος προκύπτει σαφώς από τους ίδιους τους όρους της συμφωνίας

    (Άρθρο 101 § 1, ΣΛΕΕ)

  17. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Συμφωνίες διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία συναφθείσα μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Συμφωνία περιέχουσα ρήτρες περί μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και περί μη εμπορίας προϊόντων – Ρήτρα περί αποκλειστικής αγοράς η οποία αναλύεται σε ρήτρα περί μη εμπορίας προϊόντων

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  18. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Συμφωνίες διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία συναφθείσα μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Συμφωνία περιέχουσα ρήτρες περί μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και περί μη εμπορίας προϊόντων – Παρεπόμενη συμφωνία προβλέπουσα μεταβίβαση αξίας προς την επιχείρηση παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Χαρακτηρισμός αντίστροφης πληρωμής η οποία λειτουργεί ως κίνητρο – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  19. Συμπράξεις – Απαγόρευση – Συμπράξεις που συνεχίζουν να παράγουν τα αποτελέσματά τους μετά την τυπική λύση τους – Εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  20. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Συμφωνίες διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία συναφθείσα μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Συμφωνία περιέχουσα ρήτρες περί μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και περί μη εμπορίας προϊόντων – Παρεπόμενη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης προβλέπουσα μεταβίβαση αξίας προς την επιχείρηση παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Θεμιτός χαρακτήρας – Χαρακτηρισμός της μεταβίβασης αξίας ως αντίστροφης πληρωμής η οποία λειτουργεί ως κίνητρο – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  21. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Συμφωνίες διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας – Συμφωνία συναφθείσα μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Συμφωνία περιέχουσα ρήτρες περί μη αμφισβήτησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και περί μη εμπορίας προϊόντων – Παρεπόμενη συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης προβλέπουσα μεταβίβαση αξίας προς την επιχείρηση παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Χαρακτηρισμός της παρεπόμενης συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης ως παροχής κινήτρου – Άδεια εκμετάλλευσης μη καλύπτουσα το συνολικό έδαφος που καλύπτουν οι περιοριστικές ρήτρες – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  22. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος απόδειξης της παράβασης και της διάρκειάς της – Έκταση του βάρους απόδειξης – Βαθμός ακρίβειας που απαιτείται για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή – Επίμαχες συμφωνίες οι οποίες συνήφθησαν υπό μορφή συμβάσεων και έτυχαν ευρείας δημοσιότητας – Συνέπειες

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  23. Συμπράξεις – Νόθευση του ανταγωνισμού – Εκτίμηση του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα συμφωνίας σε επίπεδο αποτελεσμάτων στην αγορά – Σχετικές λεπτομέρειες – Εξέταση του ανταγωνισμού απουσία της επίμαχης συμφωνίας – Συμφωνία εφαρμοσθείσα πριν από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής – Υποχρέωση της Επιτροπής να αναλύσει τα πραγματικά αποτελέσματα της συμφωνίας στον ανταγωνισμό

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  24. Συμπράξεις – Απαγόρευση – Παραβάσεις – Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση – Καταλογισμός ευθύνης σε επιχείρηση για το σύνολο της παράβασης – Προϋποθέσεις – Παραβατικές πρακτικές και ενέργειες οι οποίες εντάσσονται σε συνολικό σχέδιο – Εκτίμηση – Κριτήρια – Κοινός σκοπός επιδιωκόμενος από όλους τους συμμετέχοντες

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ)

  25. Δεσπόζουσα θέση – Σχετική αγορά – Οριοθέτηση – Κριτήρια – Φαρμακευτικά προϊόντα – Διαθεσιμότητα φαρμάκων τα οποία αναγνωρίζονται ή γίνονται αντιληπτά ως ισοδύναμα από τους συνταγογράφους – Συνεκτίμηση ανταγωνιστικών πιέσεων ποιοτικού και όχι τιμολογιακού χαρακτήρα

    (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ· ανακοίνωση 97/C 372/03 της Επιτροπής)

  26. Δεσπόζουσα θέση – Σχετική αγορά – Οριοθέτηση – Κριτήρια – Φαρμακευτικά προϊόντα – Διαθεσιμότητα φαρμάκων τα οποία αναγνωρίζονται ή γίνονται αντιληπτά ως ισοδύναμα από τους συνταγογράφους – Σφάλματα κατά την ανάλυση της σχετικής αγοράς ικανά να καταστήσουν ελαττωματικό το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτής

    (Άρθρο 102 ΣΛΕΕ)

  27. Δεσπόζουσα θέση – Σχετική αγορά – Οριοθέτηση – Δικαστικός έλεγχος – Έλεγχος της νομιμότητας – Εμπεριστατωμένος έλεγχος – Περίπλοκη οικονομική εκτίμηση – Περιθώριο εκτίμησης της Επιτροπής – Σφάλματα κατά την ανάλυση της σχετικής αγοράς ικανά να καταστήσουν ελαττωματικό το αποτέλεσμα της ανάλυσης αυτής

    (Άρθρα 101, 102 και 263 ΣΛΕΕ)

  28. Θεμελιώδη δικαιώματα – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχή “nullum crimen, nulla poena sine lege”– Περιεχόμενο – Προβλεψιμότητα του παραβατικού χαρακτήρα της συμπεριφοράς για την οποία επιβάλλεται κύρωση – Συμφωνία διακανονισμού στον τομέα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας συναφθείσα μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και επιχείρησης παραγωγής γενόσημων φαρμάκων – Συμφωνία αντίθετη στο δίκαιο του ανταγωνισμού – Εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων η οποία δεν μπορούσε να αγνοεί τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 49 § 1)

  29. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καταλληλότητα – Δικαστικός έλεγχος – Σώρευση προστίμων επιβληθέντων σε εταιρία η οποία μετείχε σε πλείονες διακριτές παραβάσεις – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Προϋποθέσεις

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

  30. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση περί επιβολής προστίμου – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτίμησης τα οποία παρείχαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εφαρμόσει διορθωτικό συντελεστή στην αξία των πωλήσεων – Επαρκής ένδειξη – Μεταγενέστερη γνωστοποίηση ακριβέστερων πληροφοριών – Δεν ασκεί επιρροή

    (Άρθρο 101 § 1, ΣΛΕΕ)

  31. Ανταγωνισμός – Κανόνες της Ένωσης – Παραβάσεις – Τέλεση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας – Έννοια – Επιχείρηση η οποία δεν μπορούσε να αγνοεί τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό χαρακτήρα της συμπεριφοράς της

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 1)

  32. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Σοβαρότητα της παράβασης – Κριτήρια εκτίμησης – Υποχρέωση συνεκτίμησης των συγκεκριμένων επιπτώσεων στην αγορά – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημεία 20 έως 22)

  33. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Σοβαρότητα της παράβασης – Δικαίωμα εισόδου – Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

    (Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 25)

  1.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 90, 91)

  2.  Μεταξύ των εγγυήσεων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοικήσεως, την οποία καθιερώνει το άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η επιταγή αυτή της αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος της οικείας αρχής δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς.

    Συναφώς, τα δύο μέλη της Επιτροπής τα οποία ήταν διαδοχικά επιφορτισμένα με τον τομέα του ανταγωνισμού και ασκούσαν τα καθήκοντά τους κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ δεν παραβίασαν την αρχή της αμεροληψίας ούτε προσέβαλαν το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων προβαίνοντας σε δημόσιες δηλώσεις οι οποίες αφορούσαν, κατ’ ουσίαν, την κίνηση διαδικασίας εναντίον τους, την αποστολή ανακοίνωσης των αιτιάσεων και την επικείμενη έκδοση απόφασης περάτωσης της διαδικασίας αυτής, στο μέτρο που περιορίστηκαν να ενημερώσουν τα άλλα θεσμικά όργανα και το κοινό σχετικά με την ευρισκόμενη σε εξέλιξη έρευνα, με τη διακριτικότητα και την εχεμύθεια που επιβάλλει η εκτέλεση του καθήκοντος αμεροληψίας που υπέχουν.

    (βλ. σκέψεις 119, 131-134)

  3.  Η λήψη της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής επί συμπράξεων και δεσποζουσών θέσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, αποτελεί ουσιώδη τύπο, η παράβαση του οποίου θίγει τη νομιμότητα τελικής απόφασης της Επιτροπής, εάν αποδειχθεί ότι η μη τήρηση των κανόνων των διαβουλεύσεων εμπόδισε τη συμβουλευτική επιτροπή να εκφέρει τη γνώμη της έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων. Επομένως, το περιεχόμενο και ο ουσιώδης ή μη χαρακτήρας των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις που ρυθμίζουν τις διαβουλεύσεις της συμβουλευτικής επιτροπής πρέπει να εκτιμώνται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, ο οποίος είναι να καταστεί εφικτό για την επιτροπή να ασκήσει το συμβουλευτικό έργο της εν πλήρει γνώσει των σχετικών δεδομένων.

    Πάντως, ελλείψει αντίρρησης οποιουδήποτε εκ των μελών της συμβουλευτικής επιτροπής όσον αφορά τις καθορισθείσες ημερομηνίες συνεδριάσεων, δεν συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου των διαβουλεύσεων η σταδιακή αποστολή προσχεδίου απόφασης στην εν λόγω επιτροπή, η οποία πραγματοποιήθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις κατά παράβαση της προθεσμίας των δεκατεσσάρων ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, εφόσον τα μέλη της συμβουλευτικής επιτροπής ενημερώθηκαν επαρκώς για την ουσία του φακέλου και για το περιεχόμενο του προσχεδίου απόφασης, λαμβανομένης υπόψη της αποστολής των διάφορων εγγράφων που εκδόθηκαν ή παραλήφθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μόλις αυτά εκδίδονταν ή παραλαμβάνονταν, και, εν συνεχεία, η συμβουλευτική επιτροπή μπόρεσε να εκφέρει τη γνώμη της έχοντας πλήρη γνώση των δεδομένων.

    Εξάλλου, η υποχρέωση λήψης της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής εκπληρώθηκε παρά την παρουσία περιορισμένου αριθμού εκπροσώπων των εθνικών αρχών ανταγωνισμού στις συνεδριάσεις της εν λόγω επιτροπής, δεδομένου ότι καμία διάταξη δεν προβλέπει κανόνα περί απαρτίας για την έκδοση της γνώμης της συμβουλευτικής επιτροπής, δεδομένου ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 προβλέπει ρητώς ότι η συμβουλευτική επιτροπή δύναται να εκδώσει γνώμη ακόμη και αν ορισμένα μέλη απουσιάζουν και δεν εκπροσωπούνται, και δεδομένου ότι η Επιτροπή προέβη, όπως υποχρεούται, σε κάθε αναγκαία ενέργεια ώστε οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών να είναι σε θέση να μετάσχουν στη συμβουλευτική επιτροπή.

    (βλ. σκέψεις 148-150, 154-156, 165, 166)

  4.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 170-174)

  5.  Δεδομένου ότι μόνο το διατακτικό της απόφασης με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού μπορεί να παραγάγει έννομες συνέπειες και, κατά συνέπεια, να βλάψει, οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στις αιτιολογικές σκέψεις απόφασης δεν μπορούν να αποτελέσουν, αυτές καθεαυτές, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν μπορούν να υπαχθούν στον έλεγχο νομιμότητας που ασκεί ο δικαστής της Ένωσης παρά μόνον καθόσον, ως αιτιολογικές σκέψεις βλαπτικής απόφασης, συνιστούν το αναγκαίο για το διατακτικό της έρεισμα και εφόσον, ειδικότερα, οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις είναι ικανές να αλλοιώσουν την ουσία των διαλαμβανομένων στο διατακτικό της επίμαχης πράξης.

    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που βάλλει κατά αιτιολογικών σκέψεων απόφασης της Επιτροπής οι οποίες αφορούν όχι τις συμπεριφορές και τις πρακτικές που συνιστούν την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού για την οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις με την απόφαση αυτή, αλλά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η παράβαση αυτή, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

    (βλ. σκέψεις 188, 198)

  6.  Το αντίθετο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο και το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα συμφωνίας αποτελούν διαζευκτικές και όχι σωρευτικές προϋποθέσεις για να εκτιμηθεί αν η συμφωνία αυτή εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συναφώς, δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθούν τα συγκεκριμένα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα συμπεριφοράς, εφόσον διαπιστώνεται το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενό της. Επιπλέον, η απόδειξη της ύπαρξης περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν μπορεί, υπό το πρόσχημα μεταξύ άλλων της εξέτασης του οικονομικού και νομικού πλαισίου της επίμαχης συμφωνίας, να οδηγήσει σε εκτίμηση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας αυτής, άλλως εκλείπει η πρακτική αποτελεσματικότητα της διάκρισης μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος που εισάγεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    Τούτου λεχθέντος, η Επιτροπή και ο δικαστής της Ένωσης ουδόλως μπορούν, κατά την εξέταση του περιοριστικού αντικειμένου συμφωνίας και, ειδικότερα, στο πλαίσιο της συνεκτίμησης του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, να αγνοήσουν πλήρως τα δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας αυτής. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που οι εξ αντικειμένου περιοριστικές του ανταγωνισμού συμφωνίες είναι εκείνες που είναι αρκούντως επιζήμιες, υπό την έννοια ότι ενδέχεται να έχουν τέτοια αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα ώστε να παρέλκει να αποδειχθεί ότι έχουν συγκεκριμένα αποτελέσματα στην αγορά, οι συμφωνίες οι οποίες, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, έχουν αμφίβολα αποτελέσματα στην αγορά, δεν μπορούν να θεωρούνται περιοριστικές του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Προκειμένου να μην εκλείψει η πρακτική αποτελεσματικότητα της διάκρισης μεταξύ περιορισμού ως εκ του αντικειμένου και περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος, η ανάλυση των δυνητικών αποτελεσμάτων τέτοιας συμφωνίας πρέπει να περιορίζεται σε εκείνα που προκύπτουν από δεδομένα που ήταν αντικειμενικώς προβλέψιμα κατά τον χρόνο σύναψης της εν λόγω συμφωνίας.

    (βλ. σκέψεις 219, 221, 304, 644, 989, 990)

  7.  Η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, κατά το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων τα οποία είναι, ως εκ της φύσεώς τους, αρκούντως επιβλαβή για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού ώστε να παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Εντούτοις, όταν χαρακτηρίζει συμφωνίες περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χρησιμοποιεί τους όρους «αρκούντως επιζήμια» στην απόφασή της, εφόσον προκύπτει από αυτήν ότι αντιλήφθηκε ορθώς την έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

    Για να εκτιμηθεί αν συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια για τον ανταγωνισμό, ώστε να εκληφθεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το γράμμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Στο πλαίσιο της εκτίμησης του νομικού και οικονομικού πλαισίου, πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διάρθρωσης της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών.

    Συναφώς, η περίσταση και μόνον ότι η υπόθεση έχει καινοφανή χαρακτήρα δεν εμποδίζει να χαρακτηριστεί η επίμαχη συμφωνία περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Συγκεκριμένα, οι πρακτικές που μνημονεύονται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως εʹ, ΣΛΕΕ δεν συνιστούν εξαντλητικό κατάλογο απαγορευομένων συμπράξεων και, έστω και αν η κτηθείσα πείρα μπορεί αναμφίβολα να υποστηρίξει τον εγγενώς επιζήμιο για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα ορισμένων ειδών συνεργασίας, το γεγονός ότι στο παρελθόν η Επιτροπή δεν έχει κρίνει ότι μια δεδομένου είδους συμφωνία συνιστούσε, εκ του ίδιου του αντικειμένου της, περιορισμό του ανταγωνισμού δεν είναι επομένως ικανό, αυτό καθεαυτό, να την παρεμποδίσει να το πράξει στο μέλλον κατόπιν εξατομικευμένης και εμπεριστατωμένης εξέτασης των κρίσιμων μέτρων. Ομοίως, ο χαρακτηρισμός περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου απαιτεί να είναι μια συμφωνία, εκ πρώτης όψεως και χωρίς καμία αμφιβολία, επαρκώς επιζήμια για τον ανταγωνισμό, χωρίς να διεξαχθεί, από την Επιτροπή ή τον δικαστή της Ένωσης, ατομική και συγκεκριμένη εξέταση του περιεχόμενου και του σκοπού της και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται.

    (βλ. σκέψεις 220, 221, 224, 230, 231)

  8.  Η προσφυγή σε διακανονισμό διαφοράς σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν απαλλάσσει τα μέρη από την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού.

    Συναφώς, καίτοι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να καθορίσει την έκταση ισχύος διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δεν μπορεί εντούτοις να απόσχει από κάθε πρωτοβουλία, όταν η έκταση ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για να εξακριβωθεί αν συντρέχει παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι, ακόμη και στην περίπτωση που η πραγματική έκταση ισχύος διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποτελεί αντικείμενο διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, η Επιτροπή πρέπει να μπορεί να ασκήσει τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003, ότι οι τυχόν διαπιστώσεις της Επιτροπής ουδόλως προδικάζουν τις κρίσεις στις οποίες θα καταλήξουν τα εθνικά δικαστήρια επί των διαφορών που αφορούν τα δικαιώματα διπλώματος ευρεσιτεχνίας, και ότι η απόφαση της Επιτροπής υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης. Επομένως, καίτοι δεν απόκειται ούτε στην Επιτροπή ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθούν επί του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας, η ύπαρξη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας πρέπει, εντούτοις, να ληφθεί υπόψη στην ανάλυση που διενεργείται στο πλαίσιο των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης.

    Για τους σκοπούς του συμβιβασμού του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και του δικαίου του ανταγωνισμού στο συγκεκριμένο πλαίσιο της σύναψης συμφωνιών διακανονισμού μεταξύ των μερών σε διαφορά σχετική με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, πρέπει να βρεθεί το σημείο ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της αναγκαιότητας να μπορούν οι επιχειρήσεις να συνάπτουν διακανονισμούς των οποίων η ανάπτυξη είναι προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και, αφετέρου, της αναγκαιότητας πρόληψης του κινδύνου χρησιμοποίησης των συμφωνιών διακανονισμού για σκοπούς καταστρατήγησης, αντίθετης προς το δίκαιο του ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα τη διατήρηση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας χωρίς κανένα κύρος.

    (βλ. σκέψεις 244, 252, 253)

  9.  Ο χαρακτηρισμός συμφωνίας διακανονισμού των διαφορών σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας στον φαρμακευτικό τομέα, συναφθείσας μεταξύ εταιρίας παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων, δικαιούχου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και εταιρίας παραγωγής γενόσημων φαρμάκων, ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου προϋποθέτει ότι η συμφωνία διακανονισμού παρέχει κίνητρο στην εταιρία παραγωγής γενοσήμων και, ταυτόχρονα, περιορίζει, ως επακόλουθο, τις προσπάθειές της να ανταγωνισθεί την εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων. Οσάκις πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι συντρέχει περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω του επιζήμιου για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού χαρακτήρα που έχει η κατ’ αυτόν τον τρόπο συναφθείσα συμφωνία.

    Επομένως, η ύπαρξη και μόνο, σε τέτοια συμφωνία διακανονισμού, ρητρών μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης των οποίων το περιεχόμενο περιορίζεται σε εκείνο του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν οδηγεί, παρά το γεγονός ότι οι ρήτρες αυτές έχουν, αφ’ εαυτών, περιοριστικό χαρακτήρα, σε διαπίστωση ότι υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού αρκούντως επιζήμιος ώστε να χαρακτηριστεί περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, όταν οι συμφωνίες αυτές στηρίζονται στην αναγνώριση από τα μέρη του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Η πρόβλεψη τέτοιων ρητρών είναι, αντιθέτως, προβληματική όταν είναι προφανές ότι η εκ μέρους της εταιρίας παραγωγής γενοσήμων συνομολόγηση των ρητρών αυτών δεν στηρίζεται στην εκ μέρους της αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Επομένως, σε περίπτωση που, κατά τη σύναψη της συμφωνίας διακανονισμού, πραγματοποιείται μη δικαιολογημένη πληρωμή από την εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων στην εταιρία παραγωγής γενοσήμων, πρέπει να θεωρηθεί ότι με την πληρωμή αυτή παροτρύνεται η εταιρία παραγωγής γενοσήμων να συνομολογήσει ρήτρες περί μη εμπορίας και περί μη αμφισβήτησης και συνάγεται ότι υφίσταται περιορισμός ως εκ του αντικειμένου.

    Οσάκις διαπιστώνεται η παροχή κινήτρου, τα μέρη δεν μπορούν πλέον να προβάλουν την εκ μέρους τους αναγνώριση, στο πλαίσιο της συμφωνίας διακανονισμού, του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Το γεγονός ότι το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας επιβεβαιώνεται από δικαστική ή διοικητική αρχή δεν ασκεί επιρροή συναφώς. Επομένως, η παροχή κινήτρου, και όχι η εκ μέρους των συμβαλλόμενων στη συμφωνία διακανονισμού μερών αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, είναι εκείνη που πρέπει να θεωρηθεί η πραγματική αιτία των περιορισμών στον ανταγωνισμό τους οποίους εισάγουν οι ρήτρες περί μη εμπορίας και περί μη αμφισβήτησης, οι οποίες, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή είναι παντελώς αθέμιτες, είναι επιζήμιες για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού σε τέτοιον βαθμό ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται περιορισμός ως εκ του αντικειμένου.

    (βλ. σκέψεις 262, 263, 265, 269, 270, 272)

  10.  Εφόσον υπάρχουν συμφωνίες διακανονισμού των διαφορών σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας στον φαρμακευτικό τομέα, συναφθείσες μεταξύ εταιρίας παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων, δικαιούχου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και εταιριών παραγωγής γενόσημων φαρμάκων, ο χαρακτηρισμός των εν λόγω συμφωνιών ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋποθέτει ότι η συμφωνία διακανονισμού παρέχει κίνητρο στην εταιρία γενοσήμων και, ταυτόχρονα, περιορίζει, ως επακόλουθο, τις προσπάθειές της να ανταγωνισθεί την εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων.

    Προκειμένου να καθοριστεί αν αντίστροφη πληρωμή, ήτοι μεταβίβαση αξίας από την εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενόσημων φαρμάκων, συνιστά ή όχι παροχή κινήτρου για την αποδοχή των ρητρών μη αμφισβήτησης και μη εμπορίας που προβλέπονται σε συμφωνία διακανονισμού, πρέπει να εξεταστεί αν, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και του δικαιολογητικού λόγου της, καλύπτει κόστος εγγενές στη συμφωνία διακανονισμού της διαφοράς.

    Στην περίπτωση που η αντίστροφη πληρωμή η οποία προβλέπεται σε συμφωνία διακανονισμού περιέχουσα περιοριστικές του ανταγωνισμού ρήτρες στοχεύει στην αντιστάθμιση του εγγενούς στον διακανονισμό της διαφοράς κόστους, π.χ. δικαστικά έξοδα, με το οποίο επιβαρύνεται η εταιρία παραγωγής γενοσήμων στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της με την εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων, η πληρωμή αυτή δεν μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί ότι παρέχει κίνητρο. Η διαπίστωση της ύπαρξης παροχής κινήτρου και περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου δεν θα αποκλείεται, παρ’ όλα αυτά, στην περίπτωση αυτή. Προϋποθέτει, εντούτοις, ότι η Επιτροπή αποδεικνύει ότι τα ποσά που αντιστοιχούν στο συγκεκριμένο εγγενές κόστος του διακανονισμού, ακόμη και αν καθορίστηκαν και υπολογίστηκαν με ακρίβεια από τα μέρη του διακανονισμού, είναι υπερβολικά.

    Αντιθέτως, ορισμένα έξοδα τα οποία επιβαρύνουν την εταιρία γενοσήμων είναι, a priori, υπερβολικά άσχετα με τη διαφορά και τον διακανονισμό της ώστε να μπορούν να θεωρηθούν εγγενή στον διακανονισμό διαφοράς σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Πρόκειται, για παράδειγμα, για τα έξοδα παρασκευής των προϊόντων που προσβάλλουν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, τα οποία αντιστοιχούν στην αξία του αποθέματος των εν λόγω προϊόντων, καθώς και για τα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης, τα οποία πραγματοποιήθηκαν για την τελειοποίηση των προϊόντων αυτών. Το ίδιο ισχύει για τα ποσά που πρέπει να καταβάλει η εταιρία παραγωγής γενοσήμων σε τρίτους λόγω συμβατικών δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν εκτός της διαφοράς. Επομένως, απόκειται στα μέρη της συμφωνίας, εφόσον επιθυμούν να μην χαρακτηριστεί η πληρωμή των εξόδων αυτών παροχή κινήτρου και ένδειξη της ύπαρξης περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, να καταδείξουν ότι αυτά είναι εγγενή στη διαφορά ή στον διακανονισμό της και να δικαιολογήσουν το ποσό τους.

    (βλ. σκέψεις 272, 277, 278, 280)

  11.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 284-291)

  12.  Στο πλαίσιο συμφωνιών διακανονισμού σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, των οποίων ο παραβατικός χαρακτήρας μπορούσε να μην είναι πρόδηλος για έναν εξωτερικό παρατηρητή, η Επιτροπή δεν μπορεί, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού σε καθορισμένη αγορά, να περιοριστεί σε έλεγχο της απουσίας ανυπέρβλητων εμποδίων στην είσοδο στην αγορά αυτή για να συναγάγει εξ αυτού την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού. Επομένως, ορθώς η Επιτροπή αξιολόγησε τον δυνητικό ανταγωνισμό στη σχετική αγορά βασιζόμενη στο κριτήριο των πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων εισόδου σε αυτήν, βάσει του οποίου η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού αναγνωρίζεται μόνο σε περιπτώσεις ρεαλιστικών δυνατοτήτων εισόδου για την επιχείρηση που δεν έχει εισέλθει ακόμη στην εν λόγω αγορά, οι οποίες θα μπορούσαν να υλοποιηθούν, απουσία περιοριστικής πράξης.

    Το κρίσιμο στοιχείο για τον καθορισμό της ύπαρξης πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων εισόδου στην αγορά είναι η ικανότητα της επιχείρησης να διεισδύσει στην εν λόγω αγορά. Εξάλλου, η πρόθεση εισόδου σε αγορά της ενδιαφερόμενης επιχείρησης δεν είναι ούτε αναγκαία για την αναγνώριση της ύπαρξης δυνητικού ανταγωνισμού στην αγορά αυτή ούτε ικανή να τη θέσει υπό αμφισβήτηση, αλλά, οσάκις διαπιστώνεται, μπορεί παρ’ όλα αυτά να ενισχύει την ικανότητα εισόδου στην εν λόγω αγορά και να συμβάλει με τον τρόπο αυτό στον χαρακτηρισμό συγκεκριμένου οικονομικού φορέα ως δυνητικού ανταγωνιστή.

    Για να μπορεί να χαρακτηριστεί ένας οικονομικός φορέας δυνητικός ανταγωνιστής, η δυνητική είσοδός του στην αγορά πρέπει να μπορεί να γίνει αρκετά γρήγορα ώστε να δημιουργεί ανταγωνιστική πίεση στους παράγοντες που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Η έννοια της εισόδου που γίνεται «αρκετά γρήγορα» είναι συνάρτηση των πραγματικών περιστατικών της υπό εξέταση υπόθεσης καθώς και του νομικού και οικονομικού πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, στοιχεία τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί αν η εκτός της αγοράς επιχείρηση ασκεί ανταγωνιστική πίεση στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ήδη στην αγορά αυτή.

    Το κριτήριο της αντίληψης του υφιστάμενου οικονομικού φορέα είναι επίσης λυσιτελές, αλλά όχι επαρκές, κριτήριο για την εκτίμηση της ύπαρξης δυνητικού ανταγωνισμού. Επομένως, η αντίληψη των οικονομικών φορέων, έστω έμπειρων, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι κάποιος άλλος δεδομένος οικονομικός φορέας είναι ένας εκ των δυνητικών ανταγωνιστών τους. Αντιθέτως, η αντίληψη αυτή μπορεί να ενισχύσει την ικανότητα οικονομικού φορέα να εισέλθει στην αγορά και να συμβάλει με τον τρόπο αυτό στον χαρακτηρισμό του ως δυνητικού ανταγωνιστή.

    (βλ. σκέψεις 318, 320, 325, 326-329, 334, 336, 347, 382)

  13.  Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας επιχείρησης, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας για τη διαπίστωση παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού, δεν συνιστούν καταρχήν ανυπέρβλητα εμπόδια στην είσοδο ανταγωνιστή σε καθορισμένη αγορά, στο μέτρο που οι επιχειρήσεις που βρίσκονται εκτός της αγοράς αυτής μπορούν να αναλάβουν τον κίνδυνο να εισέλθουν στην αγορά με προϊόν, ακόμη και με προϊόν που προσβάλλει δυνητικά το ισχύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η δε είσοδος ή η θέση αυτή σε κυκλοφορία του προϊόντος με κίνδυνο μπορεί να στεφθεί από επιτυχία, εάν ο δικαιούχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν ασκήσει αγωγή λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή η αγωγή αυτή απορριφθεί, εφόσον ασκηθεί. Αυτή η δυνατότητα εισόδου με κίνδυνο στην αγορά δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτής ότι οι δυνητικοί ανταγωνιστές έχουν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου σε αυτήν, οι οποίες εξαρτώνται από την ικανότητά τους και από την πρόθεσή τους να πραγματοποιήσουν τέτοια είσοδο με κίνδυνο στην αγορά.

    Επιπλέον, έστω και αν δεν συνιστούν καταρχήν ανυπέρβλητα εμπόδια στην είσοδο ανταγωνιστή στην αγορά, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια εμπόδια ανάλογα με την έκβαση της σχετικής με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ένδικης διαφοράς και να έχουν αντίκτυπο στις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου σε αυτήν. Συναφώς, οι εκ μέρους των ίδιων των εκτός αγοράς οικονομικών φορέων αξιολογήσεις όσον αφορά τις δυνατότητες ακύρωσης ή προσβολής των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας του υφιστάμενου οικονομικού φορέα μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν οι εν λόγω εκτός αγοράς οικονομικοί φορείς είχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες εισόδου στην αγορά.

    (βλ. σκέψεις 359, 379, 384)

  14.  Στο πλαίσιο διαδικασίας με αντικείμενο τη διαπίστωση παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού, η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού σε καθορισμένη αγορά μεταξύ επιχειρήσεων που συνήψαν συμφωνίες διακανονισμού σχετικές με διπλώματα ευρεσιτεχνίας εκτιμάται κατά την ημερομηνία σύναψης των επίμαχων συμφωνιών. Συγκεκριμένα, προκειμένου να καθοριστεί αν τέτοιες συμφωνίες περιορίζουν τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πρέπει να καθοριστεί η κατάσταση του, πραγματικού ή δυνητικού, ανταγωνισμού στη σχετική αγορά κατά τον χρόνο σύναψής τους. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα και τα έγγραφα που αφορούν στοιχεία μεταγενέστερα της σύναψης των επίμαχων συμφωνιών, δεδομένου ότι τέτοια στοιχεία αντικατοπτρίζουν την υλοποίηση των συμφωνιών αυτών και όχι την κατάσταση του ανταγωνισμού στην αγορά κατά τη σύναψή τους.

    Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων εισόδου ανταγωνιστή στην αγορά, όπως και ευρύτερα το βάρος απόδειξης της ύπαρξης παράβασης, φέρει η Επιτροπή. Εντούτοις, στο μέτρο που τα περισσότερα στοιχεία που οδηγούν στη διαπίστωση της ικανότητας και της πρόθεσης των εκτός της αγοράς οικονομικών φορέων να εισέλθουν στην αγορά και, επομένως, των πραγματικών και συγκεκριμένων δυνατοτήτων τους να εισέλθουν στην αγορά, είναι εσωτερικά στοιχεία τους, τα οποία αυτοί είναι σε καλύτερη θέση να συλλέξουν, ελλείψει αντίθετων αποδείξεων σχετικών με τεχνικές, κανονιστικές, εμπορικές ή οικονομικές δυσχέρειες, η Επιτροπή μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιων δυνατοτήτων συγκεντρώνοντας δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων οι οποίες βεβαιώνουν, τουλάχιστον, την πραγματοποίηση ενεργειών με σκοπό την παραγωγή και την εμπορία σχετικού προϊόντος εντός επαρκώς σύντομου χρονικού διαστήματος ώστε να ασκηθούν πιέσεις στον δραστηριοποιούμενο στην αγορά οικονομικό φορέα.

    (βλ. σκέψεις 385, 386)

  15.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 432-501, 579-614, 718-752)

  16.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 527-547)

  17.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 644-678)

  18.  Ο χαρακτηρισμός συμφωνίας διακανονισμού των διαφορών σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, στον φαρμακευτικό τομέα, συναφθείσας μεταξύ εταιρίας παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων, δικαιούχου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και εταιρίας παραγωγής γενόσημων φαρμάκων ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου προϋποθέτει ότι η συμφωνία διακανονισμού παρέχει κίνητρο στην εταιρία γενοσήμων και, ταυτόχρονα, περιορίζει, ως επακόλουθο, τις προσπάθειές της να ανταγωνισθεί την εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων.

    Συναφώς, η ύπαρξη συνήθους εμπορικής συμφωνίας «που σχετίζεται» με συμφωνία διακανονισμού περιέχουσας ρήτρες που έχουν καθεαυτές περιοριστικό χαρακτήρα ενδέχεται να αποτελεί σοβαρή ένδειξη για την ύπαρξη κινήτρου και, ως εκ τούτου, περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, όταν η παρεπόμενη αυτή συμφωνία προβλέπει μεταβίβαση αξίας από την εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων προς την εταιρία παραγωγής γενόσημων φαρμάκων. Ωστόσο, η σοβαρή αυτή ένδειξη δεν επαρκεί και η Επιτροπή πρέπει επομένως να την ενισχύσει, προσκομίζοντας και άλλα συγκλίνοντα στοιχεία, από τα οποία να μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη αντίστροφης πληρωμής. Στο ειδικό πλαίσιο των παρεπόμενων συμφωνιών, τέτοια πληρωμή αντιστοιχεί στο τμήμα εκείνο της πληρωμής που πραγματοποιεί η εταιρία παραγωγής πρωτοτύπων το οποίο υπερβαίνει τη «συνήθη» αξία του αντικειμένου της συναλλαγής.

    Ως εκ τούτου, έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που διαθέτει και, ενδεχομένως, την έλλειψη εξήγησης ή την έλλειψη εύλογης εξήγησης εκ μέρους των μετεχόντων στις συμφωνίες μερών, η Επιτροπή μπορεί βάσιμα να διαπιστώσει, κατόπιν σφαιρικής εκτίμησης, ότι η παρεπόμενη συμφωνία δεν συνήφθη υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς, δηλαδή ότι η πληρωμή που πραγματοποιήθηκε από την εταιρία παραγωγής πρωτοτύπων φαρμάκων υπερβαίνει την αξία του αντικειμένου της συναλλαγής ή ότι η αξία του αγαθού που μεταβιβάσθηκε στην εταιρία παραγωγής γενοσήμων υπερβαίνει το τίμημα που αυτή κατέβαλε. Η Επιτροπή μπορεί τότε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει αντίστροφη πληρωμή. Πάντως, εφόσον δεν έχει ως αντικείμενο την αντιστάθμιση του κόστους που συνεπάγεται η συμφωνία διακανονισμού, η αντίστροφη πληρωμή αποτελεί πλεονέκτημα το οποίο λειτουργεί ως κίνητρο. Ωστόσο, τα μετέχοντα στη συμφωνία μέρη μπορούν επίσης να προβάλουν τον επουσιώδη χαρακτήρα του επίμαχου πλεονεκτήματος, το ποσό του οποίου δεν επαρκεί ούτως ώστε αυτό να εκληφθεί ως σημαντικό κίνητρο για την αποδοχή των περιοριστικών του ανταγωνισμού ρητρών που προβλέπονται στη συμφωνία διακανονισμού.

    (βλ. σκέψεις 797, 798, 802-804, 808-810, 866)

  19.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 903-906)

  20.  Ο χαρακτηρισμός συμφωνίας διακανονισμού των διαφορών σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, στον φαρμακευτικό τομέα, συναφθείσας μεταξύ εταιρίας παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων, δικαιούχου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και εταιρίας παραγωγής γενόσημων φαρμάκων ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου προϋποθέτει ότι η συμφωνία διακανονισμού παρέχει κίνητρο στην εταιρία γενοσήμων και, ταυτόχρονα, περιορίζει, ως επακόλουθο, τις προσπάθειές της να ανταγωνισθεί την εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων. Πάντως, όταν υπάρχει συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συναφθείσα μεταξύ της εταιρίας παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων και της εταιρίας παραγωγής γενόσημων φαρμάκων, τα δύο αυτά στοιχεία μετριάζονται, ακόμη και απουσιάζουν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαπιστωθεί ευχερώς ότι η συμφωνία διακανονισμού είναι αρκούντως επιζήμια για την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού.

    Ως εκ τούτου, κατ’ εξαίρεση από τις παρατηρήσεις που ισχύουν για τα άλλα είδη παρεπόμενων εμπορικών συμφωνιών, ο συνδυασμός συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης με συμφωνία διακανονισμού πραγματικής ένδικης διαφοράς σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας στον φαρμακευτικό τομέα περιέχουσας ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης δεν συνιστά σοβαρή ένδειξη για ύπαρξη αντίστροφης πληρωμής. Επομένως, απόκειται στην Επιτροπή να στηριχθεί σε άλλες ενδείξεις προκειμένου να αποδείξει ότι η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνήφθη υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς και ότι συγκαλύπτει, στην πραγματικότητα, αντίστροφη πληρωμή η οποία συνιστά κίνητρο προς την εταιρία γενοσήμων ώστε να αποδεχθεί τις ρήτρες μη εμπορίας και μη αμφισβήτησης. Σε τέτοια περίπτωση, απόκειται, επομένως, στην Επιτροπή να αποδείξει ότι η αμοιβή που κατέβαλε η εταιρία παραγωγής γενόσημων φαρμάκων στον δικαιούχο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι ασυνήθιστα χαμηλή, ήτοι σε βαθμό τέτοιο ώστε δεν μπορεί να εξηγηθεί από παράγοντες που περιορίζονται στην οικονομική αξία του αγαθού που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης, και ότι, συνεπώς, η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης συνεπάγεται αντίστροφη πληρωμή προς όφελος της εταιρίας γενοσήμων.

    (βλ. σκέψεις 943, 949, 951, 952, 956, 963)

  21.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 992-999)

  22.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 1016, 1025)

  23.  Για να εξακριβωθεί αν συμφωνία πρέπει να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ λόγω του ότι έχει ως αποτέλεσμα την αλλοίωση του ανταγωνισμού, πρέπει να εξεταστεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν, εάν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία. Πρέπει, επομένως, διά της σύγκρισης του ανταγωνισμού που θα υπήρχε με τη συμφωνία και του ανταγωνισμού που θα υπήρχε χωρίς αυτήν, να προκύπτει υποβαθμισμένη κατάσταση ανταγωνισμού όταν εφαρμόζεται η συμφωνία.

    Συναφώς, όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνει τη διάπραξη παράβασης του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού και περιορισμού της ελευθερίας δράσης δυνητικού ανταγωνιστή, ακόμη και εξάλειψη αυτού, δεν την απαλλάσσει από την απόδειξη ανάλυσης των πραγματικών αποτελεσμάτων της επίμαχης συμφωνίας στον ανταγωνισμό, όταν οι ρήτρες της εν λόγω συμφωνίας εφαρμόστηκαν και τα αποτελέσματά τους στον ανταγωνισμό μπορούν να μετρηθούν λαμβανομένων υπόψη των κρίσιμων πραγματικών εξελίξεων, και ιδίως εκείνων που είναι μεταγενέστερες της σύναψης της συμφωνίας, οι οποίες έλαβαν χώρα πριν από την έκδοση της εν λόγω απόφασης της Επιτροπής. Συγκεκριμένα, εάν, όσον αφορά συμφωνίες που έχουν τεθεί σε εφαρμογή, η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί μόνο στα αποτελέσματα που αυτές θα μπορούσαν να έχουν, προκειμένου να αποδείξει ότι είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα, η διάκριση μεταξύ περιορισμών του ανταγωνισμού ως εκ αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος, η οποία καθιερώνεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, θα καθίστατο άνευ σημασίας.

    Επομένως, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι, εφόσον είχε αποδείξει ότι συμφωνία απέκλειε από τη σχετική αγορά δυνητικό ανταγωνιστή, δεν ήταν υποχρεωμένη, προκειμένου να αναδείξει τον ανταγωνισμό ο οποίος θα υφίστατο χωρίς συμφωνία, να λάβει υπόψη την πραγματική εξέλιξη των γεγονότων όπως παρατηρήθηκε κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασής της, εκ των οποίων ορισμένα όχι μόνον ασκούσαν επιρροή, αλλά ήταν και καθοριστικής σημασίας για τη σύγκριση του ανταγωνισμού που υπήρξε με τη συμφωνία και του ανταγωνισμού που θα υπήρχε χωρίς αυτήν.

    (βλ. σκέψεις 1076, 1092, 1121-1123, 1128, 1219, 1220)

  24.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 1264-1282, 1295-1303)

  25.  Για να εξετασθεί η ενδεχόμενη δεσπόζουσα θέση επιχείρησης σε συγκεκριμένη αγορά, οι δυνατότητες ανταγωνισμού πρέπει να εκτιμηθούν στο πλαίσιο της αγοράς που περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα τα οποία, βάσει των χαρακτηριστικών τους, είναι ιδιαιτέρως ικανά να ικανοποιήσουν διαρκείς ανάγκες και είναι σε μικρό βαθμό εναλλάξιμα με άλλα προϊόντα. Η σχετική αγορά καθορίζεται προκειμένου να οριστεί το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί αν συγκεκριμένη επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να συμπεριφερθεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες της και τους καταναλωτές. Επομένως, η σχετική αγορά περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή όλες τις υπηρεσίες που οι καταναλωτές θεωρούν εναλλάξιμα λόγω των χαρακτηριστικών, της τιμής και της χρήσης για την οποία προορίζονται.

    Συναφώς, στον φαρμακευτικό τομέα, οι ανταγωνιστικές σχέσεις συναρτώνται με μηχανισμούς οι οποίοι αποκλίνουν από εκείνους που διαμορφώνουν τις ανταγωνιστικές διαδράσεις που αναπτύσσονται κατά κανόνα στις αγορές οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται από τόσο έντονη ρυθμιστική παρέμβαση. Συγκεκριμένα, ο τομέας των φαρμάκων είναι «ιδιότυπος» υπό την έννοια ότι η ζήτηση για τα φάρμακα που χορηγούνται με συνταγή δημιουργείται από τον συνταγογράφο και όχι από τον τελικό καταναλωτή (τον ασθενή). Ομοίως, οι ιατροί καθοδηγούνται κυρίως, κατά την επιλογή συνταγογράφησης, από το θεραπευτικό αποτέλεσμα των φαρμάκων. Ως εκ τούτου, στον βαθμό κατά τον οποίο διαμορφώνουν τις επιλογές των ιατρών, οι μη συνδεόμενοι με την τιμή παράγοντες, όπως η θεραπευτική χρήση, συνιστούν, παράλληλα με τους βασιζόμενους στις τιμές δείκτες, στοιχείο λυσιτελές για τον ορισμό της αγοράς.

    Η ελευθερία επιλογής των ιατρών, μεταξύ των πρωτότυπων φαρμάκων που είναι διαθέσιμα στην αγορά ή μεταξύ των πρωτότυπων φαρμάκων και των γενοσήμων εκδοχών άλλων μορίων, και η προσοχή που αποδίδουν, κατά προτεραιότητα, οι συνταγογράφοι στις θεραπευτικές πτυχές καθιστούν, ενδεχομένως, εφικτή την άσκηση σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων, ποιοτικού και όχι τιμολογιακού χαρακτήρα, εκτός των συνήθων μηχανισμών άσκησης πιέσεων μέσω των τιμών. Τέτοιες πιέσεις μπορούν να υφίστανται τόσο στην περίπτωση που τα θεραπευτικά οφέλη φαρμάκου υπερέχουν σαφώς εκείνων των άλλων διαθέσιμων για τη θεραπεία της ίδιας παθολογίας φαρμάκων όσο και στην περίπτωση που τα διαθέσιμα φάρμακα αναγνωρίζονται ή γίνονται αντιληπτά ως ισοδύναμα από τους συνταγογράφους.

    Ειδικότερα, όταν, για τη θεραπεία της ίδιας πάθησης, οι συνταγογράφοι μπορούν να επιλέξουν μεταξύ φαρμάκων εκ των οποίων κανένα δεν αναγνωρίζεται ούτε γίνεται αντιληπτό ως ανώτερο από τα άλλα, η ανάλυση του ανταγωνισμού μεταξύ των φαρμάκων αυτών στηρίζεται επίσης, σε μεγάλο βαθμό, σε ποιοτική σύγκριση. Επομένως, όταν τα φάρμακα αναγνωρίζονται ή γίνονται αντιληπτά ως ισοδύναμα ή εναλλάξιμα, η ανάλυση της αγοράς πρέπει να αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στα στοιχεία που καθιστούν εφικτό τον προσδιορισμό της ύπαρξης ανταγωνιστικών πιέσεων ποιοτικού και όχι τιμολογιακού χαρακτήρα, οι οποίες λαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη μορφή προσπαθειών απόκτησης νέων συνταγογράφων στην αρχική επιλογή της θεραπείας, μεταφοράς ασθενών υπό συνεχή θεραπεία σε άλλα ανταγωνιστικά φάρμακα, εντατικών ενεργειών προώθησης υπέρ συγκεκριμένου φαρμάκου όταν υπάρχουν στην αγορά ισοδύναμες ή λιγότερο δαπανηρές εναλλακτικές δυνατότητες.

    (βλ. σκέψεις 1380-1382, 1385, 1395, 1397, 1402)

  26.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 1405-1592)

  27.  Η έκταση του ελέγχου νομιμότητας τον οποίο προβλέπει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ καλύπτει όλα τα στοιχεία των αποφάσεων της Επιτροπής οι οποίες αφορούν τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, τον εμπεριστατωμένο έλεγχο των οποίων διασφαλίζει το Γενικό Δικαστήριο, τόσο από νομικής όσον και από πραγματικής άποψης, υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλουν οι προσφεύγοντες, και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που αυτοί υποβάλλουν στην κρίση του.

    Εξάλλου, μολονότι, όταν απαιτούνται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσης. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, ειδικότερα, όχι μόνο να εξετάζει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά.

    Στο πλαίσιο του ορισμού της σχετικής αγοράς για τον σκοπό της εκτίμησης της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης, η Επιτροπή υπέπεσε σε σειρά σφαλμάτων ικανών να καταστήσουν ελαττωματικό το αποτέλεσμα της ανάλυσής της, εκτιμώντας, μεταξύ άλλων, εσφαλμένως, ότι το επίμαχο προϊόν, ήτοι φάρμακο που προορίζεται για την καταπολέμηση της υπέρτασης, διαφέρει, από απόψεως θεραπευτικής χρήσης, από τα άλλα φάρμακα της ίδιας φαρμακοθεραπευτικής κατηγορίας, υποτιμώντας την τάση προς αλλαγή φαρμάκου των ασθενών και αποδίδοντας υπερβολική σημασία στον παράγοντα της τιμής κατά την ανάλυση των ανταγωνιστικών πιέσεων.

    (βλ. σκέψεις 1587-1590)

  28.  Η αποτελεσματική καταστολή των παραβάσεων στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού δεν μπορεί να φθάνει σε σημείο που να παραβιάζεται η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, η αρχή αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως απαγορεύουσα τη βαθμιαία αποσαφήνιση των κανόνων περί ποινικής ευθύνης διά της νομολογιακής ερμηνείας από τη μία υπόθεση στην άλλη, υπό την προϋπόθεση ότι το αποτέλεσμα είναι ευλόγως προβλέψιμο κατά τον χρόνο της διάπραξης της παράβασης, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της ερμηνείας που χρησιμοποιούσε κατά την περίοδο εκείνη η σχετική με την επίμαχη διάταξη νόμου νομολογία.

    Το περιεχόμενο της έννοιας της προβλεψιμότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το περιεχόμενο του οικείου νομοθετήματος, από τον τομέα τον οποίο καλύπτει, καθώς και από τον αριθμό και την ιδιότητα των αποδεκτών του. Η προβλεψιμότητα του νόμου δεν εμποδίζει τον ενδιαφερόμενο να προσφύγει σε συμβουλές ειδικών προκειμένου να αξιολογήσει, όσο τούτο είναι ευλόγως δυνατό με βάση τις εκάστοτε περιστάσεις, τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν από μια συγκεκριμένη πράξη. Τούτο ισχύει ειδικότερα όσον αφορά τους επαγγελματίες, οι οποίοι είναι συνηθισμένοι να επιδεικνύουν μεγάλη σύνεση κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Επίσης, από αυτούς αναμένεται να επιδεικνύουν ιδιαίτερη μέριμνα για την αξιολόγηση των κινδύνων που ενέχει το επάγγελμά τους.

    Συναφώς, εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων μπορεί να εικάσει ότι, παρέχοντας κίνητρα σε εταιρίες γενοσήμων, στο πλαίσιο συμφωνίας διακανονισμού σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ώστε να αποδεχθούν ρήτρες περί μη εμπορίας και περί μη αμφισβήτησης, που περιορίζουν, αυτές καθεαυτές, τον ανταγωνισμό, καθιστά εντελώς αθέμιτη την προσθήκη τέτοιων ρητρών στη συμφωνία διακανονισμού. Πράγματι, η προσθήκη αυτή δεν στηρίζεται τότε πλέον στην εκ μέρους των συμβαλλόμενων στις συμφωνίες μερών αναγνώριση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και καταδεικνύει επομένως μια ασυνήθη χρήση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, μη σχετιζόμενη με το ειδικό του αντικείμενο. Επομένως, η εταιρία παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων μπορεί να προβλέψει ευλόγως ότι η συμπεριφορά που επιδεικνύει εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    Καίτοι, λόγω του ότι οι επίμαχες συμφωνίες συνάπτονται υπό τη μορφή συμφωνιών διακανονισμού σχετικών με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ο παραβατικός χαρακτήρας των συμφωνιών αυτών μπορεί να μην είναι σαφής για έναν εξωτερικό παρατηρητή όπως η Επιτροπή ή νομικοί ειδικευμένοι στον επίμαχο τομέα, δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα συμβαλλόμενα στις συμφωνίες μέρη.

    (βλ. σκέψεις 1655, 1657, 1658, 1661, 1666)

  29.  Η σώρευση προστίμων τα οποία επιβάλλονται σε εταιρία που μετείχε σε πλείονες διακριτές παραβάσεις δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί δυσανάλογη. Και τούτο ακόμη λιγότερο, όταν η Επιτροπή, προκειμένου να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η επίμαχη εταιρία διέπραξε πλείονες παραβάσεις, ασφαλώς χωριστές, αλλά αφορώσες το ίδιο προϊόν, και, σε μεγάλο βαθμό, τις ίδιες γεωγραφικές περιοχές και τα ίδια χρονικά διαστήματα, εφαρμόζει διορθωτικό συντελεστή ο οποίος οδηγεί σε μείωση της αξίας των σχετικών με τις διάφορες παραβάσεις πωλήσεων. Εντούτοις, συμπληρωματική διόρθωση αποδεικνύεται αναγκαία όταν πρόκειται για παράβαση η οποία συνδέεται ιδιαίτερα στενά με άλλη από τις παραβάσεις που μνημονεύονται στην απόφαση και η οποία, εφόσον σκοπεί μόνο να ενισχύσει τα αποτελέσματα της παράβασης αυτής, εμφανίζει κατώτερο βαθμό σοβαρότητας από εκείνον της τελευταίας αυτής παράβασης.

    (βλ. σκέψεις 1685-1699)

  30.  Η περίσταση ότι ακριβέστερες πληροφορίες σχετικές με τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου σε περίπτωση παράβασης των κανόνων του ανταγωνισμού γνωστοποιούνται μεταγενέστερα κατά την ένδικη διαδικασία δεν καταδεικνύει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενείχε, συναφώς, ανεπαρκή αιτιολογία. Συγκεκριμένα, διευκρινίσεις παρεχόμενες από τον συντάκτη της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες συμπληρώνουν αιτιολογία που αφ’ εαυτής είναι ήδη επαρκής, δεν επηρεάζουν την κατά κυριολεξία τήρηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, έστω και αν μπορούν να είναι χρήσιμες στον –ασκούμενο από τον δικαστή της Ένωσης– έλεγχο της εσωτερικής συνοχής του σκεπτικού της αποφάσεως, καθ’ όσον επιτρέπουν στο θεσμικό όργανο να αποσαφηνίσει τους λόγους που στήριξαν την απόφασή του.

    (βλ. σκέψη 1732)

  31.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 1786-1788)

  32.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 1802-1810)

  33.  Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

    (βλ. σκέψεις 1883-1910)

Top