This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62015TJ0712
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2017.
Crédit Mutuel Arkéa κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Προληπτική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση – Όμιλος υποκείμενος σε προληπτική εποπτεία – Ιδρύματα που συνδέονται μόνιμα με κεντρικό οργανισμό – Άρθρο 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 – Άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 – Κεφαλαιακές απαιτήσεις – Άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013.
Υπόθεση T-712/15.
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 2017.
Crédit Mutuel Arkéa κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Προληπτική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση – Όμιλος υποκείμενος σε προληπτική εποπτεία – Ιδρύματα που συνδέονται μόνιμα με κεντρικό οργανισμό – Άρθρο 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 – Άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 – Κεφαλαιακές απαιτήσεις – Άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013.
Υπόθεση T-712/15.
Υπόθεση T‑712/15
Crédit mutuel Arkéa
κατά
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Προληπτική εποπτεία σε ενοποιημένη βάση – Όμιλος υποκείμενος σε προληπτική εποπτεία – Ιδρύματα που συνδέονται μόνιμα με κεντρικό οργανισμό – Άρθρο 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 – Άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 – Κεφαλαιακές απαιτήσεις – Άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013»
Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο πενταμελές τμήμα)
της 13ης Δεκεμβρίου 2017
Ένδικη διαδικασία – Εκπροσώπηση των διαδίκων – Δυνατότητα θεραπείας της ελλείψεως εντολής για την άσκηση προσφυγής με την εκ των υστέρων προσκόμιση οποιουδήποτε εγγράφου το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας τέτοιας εντολής
(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 51 § 4)
Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή στρεφόμενη κατά καταργηθείσας πράξεως – Αντίστοιχα αποτελέσματα της καταργήσεως και της ακυρώσεως – Διατήρηση του συμφέροντος του προσφεύγοντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως
(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ, 264 ΣΛΕΕ και 266 ΣΛΕΕ)
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Μέθοδοι – Γραμματική, συστηματική και τελολογική ερμηνεία
Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση – Απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό – Όροι εφαρμογής
(Κανονισμός 575/2013 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1· κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου· κανονισμός 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 2 § 21, στοιχείο γʹ)
Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης – Κατευθυντήριες γραμμές διοικητικής αρχής – Δεσμευτικός χαρακτήρας – Δεν υφίσταται
(Άρθρο 19 ΣΕΕ)
Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση – Απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό – Απαίτηση να διαθέτει ο κεντρικός οργανισμός την ιδιότητα του πιστωτικού ιδρύματος – Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 575/2013 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 10 § 1, στοιχείο βʹ, και 11 § 4· κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου· κανονισμός 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 2 § 21, στοιχείο γʹ)
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ερμηνεία – Διάταξη που δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών – Αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία
Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση – Απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό – Όροι εφαρμογής – Υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο κεντρικός οργανισμός και οι συνδεδεμένες με αυτόν οντότητες οι οποίες πρέπει να είναι αλληλέγγυες ή εγγυημένες από τον εν λόγω οργανισμό – Έννοιες της αλληλέγγυας υποχρεώσεως και της εγγυήσεως – Αυτοτελής ερμηνεία
(Κανονισμός 575/2013 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1, στοιχείο αʹ)
Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση – Απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό – Όροι εφαρμογής – Υποχρεώσεις που αναλαμβάνει ο κεντρικός οργανισμός και οι συνδεδεμένες με αυτόν οντότητες οι οποίες πρέπει να είναι αλληλέγγυες ή εγγυημένες από τον εν λόγω οργανισμό – Αναγκαιότητα υποχρεώσεως μεταφοράς ιδίων κεφαλαίων και ρευστότητας εντός του ομίλου
(Κανονισμός 575/2013 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1, στοιχείο αʹ· κανονισμός 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 2 § 21, στοιχείο γʹ)
Εθνικό δίκαιο – Ερμηνεία – Συνεκτίμηση της ερμηνείας την οποία δέχονται τα δικαστήρια του συγκεκριμένου κράτους μέλους – Όρια
Προσφυγή ακυρώσεως – Αντικείμενο – Απόφαση η οποία στηρίζεται σε πλείονες βάσεις σκεπτικού, εκάστη εκ των οποίων αρκεί για τη στήριξη του διατακτικού της – Ακύρωση τέτοιας αποφάσεως – Προϋποθέσεις
(Άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ)
Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση – Απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό – ʹΟροι εφαρμογής – Παρακολούθηση της φερεγγυότητας και της ρευστότητας του κεντρικού οργανισμού και των συνδεδεμένων ιδρυμάτων – Κριτήρια
(Κανονισμός 575/2013 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 1, στοιχείο βʹ)
Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ένωσης – Ενιαίος εποπτικός μηχανισμός – Προληπτική εποπτεία ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση – Απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων – Περιεχόμενο του ελέγχου και της αξιολογήσεως που διενεργεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – Δικαστικός έλεγχος – Όρια
(Κανονισμός 575/2013 του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 92 § 1, στοιχείο αʹ· κανονισμός 1024/2013 του Συμβουλίου, άρθρο 16 §§ 1, στοιχείο γʹ, και 2, στοιχείο αʹ· οδηγία 2013/36 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 97 § 1, στοιχείο αʹ)
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αρχές – Αναλογικότητα – Περιεχόμενο
(Άρθρο 5 § 4 ΣΕΕ)
Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Κατάχρηση εξουσίας – Έννοια
(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)
Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 51, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση που δεν κατατεθεί η εντολή εκπροσωπήσεως ενός διαδίκου από τον δικηγόρο του, ο γραμματέας τάσσει στον διάδικο εύλογη προθεσμία για την προσκόμισή της. Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι η έλλειψη εντολής κατά το χρονικό σημείο της ασκήσεως της προσφυγής είναι δυνατόν να θεραπευθεί με εκ των υστέρων προσκόμιση οποιουδήποτε εγγράφου το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη της εντολής αυτής.
(βλ. σκέψη 30)
Όσον αφορά προσφυγή ασκηθείσα κατά αποφάσεως περί καθορισμού των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται στην προσφεύγουσα, η οποία καταργήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης και αντικαταστάθηκε από απόφαση περί καθορισμού νέων απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως, η κατάργηση της προσβαλλομένης αποφάσεως από τη δεύτερη απόφαση δεν στερεί από την προσφεύγουσα το έννομο συμφέρον να προσφύγει κατ’ αυτής. Πράγματι, η κατάργηση μιας πράξεως θεσμικού οργάνου δεν αποτελεί αναγνώριση της ελλείψεως νομιμότητάς της και παράγει αποτέλεσμα ex nunc, αντιθέτως προς μια ακυρωτική δικαστική απόφαση δυνάμει της οποίας η ακυρωθείσα πράξη εξαλείφεται αναδρομικώς από την έννομη τάξη και θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα διατηρεί έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αποφευχθεί η περίπτωση όπου ενδεχόμενη ακύρωση της αποφάσεως η οποία κατάργησε την προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε ως μόνη συνέπεια να παράγει εκ νέου αποτελέσματα η προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, στη περίπτωση που ακυρωνόταν η δεύτερη απόφαση, οι διάδικοι θα επανέρχονταν στην κατάσταση που υφίστατο πριν αυτή τεθεί σε ισχύ, κατάσταση η οποία θα διεπόταν και πάλι από την προσβαλλόμενη απόφαση.
(βλ. σκέψεις 41-43)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 55)
Η προληπτική εποπτεία ομίλων πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση εξυπηρετεί κατ’ ουσίαν δύο σκοπούς. Ο πρώτος σκοπός έγκειται στο να παράσχει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τη δυνατότητα να κατανοήσει τους κινδύνους που διατρέχει ένα πιστωτικό ίδρυμα και οι οποίοι δεν προέρχονται από αυτό το ίδιο, αλλά από τον όμιλο στον οποίο ανήκει. Ο δεύτερος σκοπός έγκειται στην αποφυγή κατακερματισμού της προληπτικής εποπτείας των οντοτήτων που αποτελούν τους εν λόγω ομίλους, διά της αναθέσεώς της σε διαφορετικές εποπτικές αρχές.
Επομένως, για την επίτευξη των σκοπών του κανονισμού 1024/2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, το άρθρο 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 468/2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, και οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, στις οποίες παραπέμπει πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένης υπόψη της προθέσεως του νομοθέτη να παράσχει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τη δυνατότητα να έχει σφαιρική εικόνα όλων των κινδύνων τους οποίους διατρέχει ένα πιστωτικό ίδρυμα και να αποφύγει τον κατακερματισμό της προληπτικής εποπτείας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών αρχών.
Όσον αφορά τον κατεξοχήν σκοπό του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, ο κανονισμός αυτός αφορά τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που εφαρμόζονται στα πιστωτικά ιδρύματα. Στο πλαίσιο αυτό, ο σκοπός που επιδιώκεται με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 απορρέει σαφώς από το κείμενό του και έγκειται στην παροχή στις αρμόδιες αρχές της δυνατότητας να απαλλάσσουν, πλήρως ή εν μέρει, από την εφαρμογή ορισμένων εκ των απαιτήσεων που προβλέπονται στον κανονισμό ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα εγκατεστημένα στο ίδιο κράτος μέλος, που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος. Εντούτοις, στο μέτρο που οι προϋποθέσεις που τίθενται στην εν λόγω διάταξη δεν μπορούν να εφαρμοστούν, δυνάμει του ως άνω κανονισμού, προκειμένου να εκτιμηθεί η δυνατότητα απαλλαγής σε ατομική βάση από την τήρηση των απαιτήσεων, αλλά εφαρμόζονται δυνάμει της παραπομπής του άρθρου 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 468/2014, πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνον οι σκοποί του τελευταίου αυτού άρθρου και όχι ο σκοπός του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013.
(βλ. σκέψεις 58, 59, 61, 64-66, 70)
Η ερμηνεία της σχετικής νομοθεσίας από διοικητική αρχή δεν μπορεί να δεσμεύσει τον δικαστή της Ένωσης, ο οποίος παραμένει ο μόνος αρμόδιος για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 19 ΣΕΕ.
(βλ. σκέψη 75)
Όσον αφορά την έννοια του κεντρικού οργανισμού, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 468/2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί, καθεαυτήν, υπό την έννοια ότι ένας κεντρικός οργανισμός πρέπει να διαθέτει την ιδιότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Πράγματι, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 468/2014 δεν αναφέρει μια τέτοια απαίτηση, αντίθετα με την περίπτωση του άρθρου 2, παράγραφος 21, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού, που αναφέρεται ρητώς στην προληπτική εποπτεία ομίλου η μητρική εταιρία του οποίου διαθέτει την ιδιότητα του πιστωτικού ιδρύματος.
Δεύτερον, είναι σύμφωνο προς τους σκοπούς του κανονισμού 1024/2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, και τους σκοπούς του κανονισμού 468/2014 να ληφθεί υπόψη ο κατά το άρθρο 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 468/2014 χαρακτηρισμός του «εποπτευόμενου ομίλου», είτε ο κεντρικός οργανισμός του ομίλου αυτού διαθέτει την ιδιότητα του πιστωτικού ιδρύματος είτε όχι. Τρίτον, η αδυναμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να ασκήσει εξουσίες που προβλέπονται στον κανονισμό 1024/2013 έναντι κεντρικού οργανισμού που δεν διαθέτει την ιδιότητα του πιστωτικού ιδρύματος δεν αποτελεί ανυπέρβλητο κώλυμα για τη διεξαγωγή επαρκούς προληπτικής εποπτείας, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι σε θέση να κάνει χρήση των εξουσιών της έναντι των συνδεδεμένων με τον εν λόγω κεντρικό οργανισμό οντοτήτων.
Εξάλλου, ούτε το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 575/2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, ούτε το άρθρο 11, παράγραφος 4, του ίδιου αυτού κανονισμού συνεπάγονται ότι ο κεντρικός οργανισμός πρέπει να διαθέτει την ιδιότητα πιστωτικού ιδρύματος για να εφαρμοστεί το άρθρο 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 468/2014.
(βλ. σκέψεις 86, 88, 93, 94, 108)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 119)
Δεδομένου ότι ο κανονισμός 575/2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, δεν προσδιορίζει τις έννοιες της «αλληλέγγυας υποχρεώσεως» και της «εγγυήσεως» με παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών, πρέπει να θεωρηθεί ότι πρόκειται για αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων.
(βλ. σκέψη 120)
Όσον αφορά την απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο δεύτερο έως το όγδοο μέρος του κανονισμού 575/2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, η προϋπόθεση περί αλληλέγγυων υποχρεώσεων, που περιλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, πληρούται αφής στιγμής υφίσταται υποχρέωση μεταφοράς ιδίων κεφαλαίων και ρευστότητας εντός του ομίλου προκειμένου να διασφαλιστεί η κάλυψη των υποχρεώσεων έναντι των πιστωτών. Μια τέτοια ερμηνεία είναι σύμφωνη προς τον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 21, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 468/2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού και το γράμμα του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 575/2013.
(βλ. σκέψη 130)
Tο περιεχόμενο των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια. Εντούτοις, ελλείψει αποφάσεως των αρμοδίων εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να αποφανθεί επί του περιεχομένου των εν λόγω διατάξεων.
(βλ. σκέψη 132)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 138)
Όσον αφορά την απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στο δεύτερο έως το όγδοο μέρος του κανονισμού 575/2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, η απαίτηση φερεγγυότητας και ρευστότητας του κεντρικού οργανισμού που περιλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού πρέπει να γίνει αντιληπτή υπό την έννοια ότι απαιτεί την πλήρωση δύο κριτηρίων. Το πρώτο αφορά την ύπαρξη ενοποιημένων λογαριασμών του ομίλου. Το δεύτερο προϋποθέτει εποπτεία της φερεγγυότητας και της ρευστότητας από πλευράς προληπτικής εποπτείας του συνόλου των οντοτήτων που αποτελούν τον όμιλο βάσει των ενοποιημένων λογαριασμών του.
(βλ. σκέψη 147)
Από τον συνδυασμό του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1024/2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, προκύπτει ότι, σε περίπτωση που συνάγεται από εποπτικό έλεγχο που διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ότι τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που διατηρεί ένα ίδρυμα δεν εξασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δικαιούται να απαιτήσει από πιστωτικό ίδρυμα να διατηρεί ίδια κεφάλαια που να υπερβαίνουν τις ελάχιστες αυτές απαιτήσεις, που διασαφηνίζονται στο άρθρο 92, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 575/2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων.
Όσον αφορά τον έλεγχο που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 97, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/36, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, ο έλεγχος αυτός αφορά κινδύνους τους οποίους τα ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν, πράγμα που έχει ως αναγκαία συνέπεια τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη μελλοντικά γεγονότα τα οποία ενδέχεται να μεταβάλουν το προφίλ κινδύνου τους. Επομένως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, βασιζόμενη στην πιθανή επέλευση ενός μελλοντικού γεγονότος, ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.
Επιπλέον, λόγω του σύνθετου χαρακτήρα της εκτιμήσεως του επιπέδου των κεφαλαιακών απαιτήσεων κοινών μετοχών κατηγορίας 1 ενός πιστωτικού ιδρύματος σε σχέση με το προφίλ κινδύνου του και τα γεγονότα που ενδέχεται να το επηρεάσουν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως. Συναφώς, ο έλεγχος τον οποίο ασκεί ο δικαστής της Ένωσης όσον αφορά τις εκτιμήσεις αυτές πρέπει να περιορίζεται κατ’ ανάγκην στην επαλήθευση της τηρήσεως των περί διαδικασίας και αιτιολογήσεως κανόνων, καθώς και της ακριβείας των πραγματικών περιστατικών και της μη συνδρομής πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Εντούτοις, η άσκηση αυτής της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως δεν εξαιρείται του δικαστικού ελέγχου. Ο δικαστής της Ένωσης οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά οφείλει επίσης να ελέγχει εάν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και εάν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αντλούμενα συμπεράσματα.
(βλ. σκέψεις 168, 176, 178, 179, 181)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψεις 200-202)
Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.
(βλ. σκέψη 211)