This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62011TJ0107
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2013.
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF) κατά Gisela Schuerings.
Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Απόφαση περί καταγγελίας – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Άρθρα 2 και 47 του ΚΛΠ – Καθήκον αρωγής – Έννοια του συμφέροντος της υπηρεσίας – Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita – Δικαιώματα άμυνας.
Υπόθεση T‑107/11 P.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2013.
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF) κατά Gisela Schuerings.
Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Απόφαση περί καταγγελίας – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Άρθρα 2 και 47 του ΚΛΠ – Καθήκον αρωγής – Έννοια του συμφέροντος της υπηρεσίας – Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita – Δικαιώματα άμυνας.
Υπόθεση T‑107/11 P.
Court reports – Reports of Staff Cases
ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (αναιρετικό τμήμα)
της 4ης Δεκεμβρίου 2013
Υπόθεση T‑107/11 P
Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF)
κατά
Gisela Schuerings
«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Σύμβαση αορίστου χρόνου – Απόφαση περί καταγγελίας – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Άρθρα 2 και 47 του ΚΛΠ – Καθήκον αρωγής – Έννοια του συμφέροντος της υπηρεσίας – Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita – Δικαιώματα άμυνας»
Αντικείμενο:
Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2010, F‑87/08, Schuerings κατά ETF.
Απόφαση:
Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2010, F-87/08, Schuerings κατά ETF, αναιρείται, καθόσον με αυτήν ακυρώθηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF), της 23ης Οκτωβρίου 2007, περί καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου της Gisela Schuerings και απορρίφθηκε, κατά συνέπεια, ως πρόωρη η αίτησή της προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η υπόθεση αναπέμπεται στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.
Περίληψη
Προσφυγή ακυρώσεως–Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης–Περιεχόμενο–Απαγόρευση αποφάνσεως ultra petita–Υποχρέωση να γίνεται σεβαστό το πλαίσιο της διαφοράς όπως το όρισαν οι διάδικοι–Υποχρέωση αποφάνσεως βάσει μόνον των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι διάδικοι–Δεν υφίσταται
Υπάλληλοι–Έκτακτοι υπάλληλοι–Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου–Μείωση του φάσματος δραστηριοτήτων ενός οργανισμού της Ένωσης–Υποχρέωση που επέβαλε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να εξετάζεται η δυνατότητα τοποθετήσεως του οικείου υπαλλήλου σε νέα θέση–Υποχρέωση μη προβλεπόμενη από το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού
(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2, στοιχείο αʹ, και 47, στοιχείο γʹ, σημείο i)
Υπάλληλοι–Έκτακτοι υπάλληλοι–Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου–Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως–Καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση–Συνεκτίμηση των συμφερόντων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου και της υπηρεσίας
(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2 και 47, στοιχείο γʹ, σημείο i)
Καθόσον ο δικαστής της Ένωσης, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως, δεν μπορεί να αποφανθεί ultra petita, δεν έχει αρμοδιότητα ούτε να αναπροσδιορίσει το κύριο αντικείμενο της προσφυγής ούτε μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγο ακυρώσεως παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τέτοια εξέταση. Στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή έχει καθοριστεί από τους διαδίκους, ο δικαστής της Ένωσης, μολονότι οφείλει να αποφαίνεται μόνον επί των αιτημάτων των διαδίκων, εντούτοις δεν μπορεί να περιοριστεί στην εξέταση μόνον των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι διάδικοι προς στήριξη των αιτημάτων τους, διότι, άλλως, αναλόγως της περιπτώσεως, θα ήταν υποχρεωμένος να στηρίξει την απόφασή του σε εσφαλμένες νομικές εκτιμήσεις.
(βλ. σκέψεις 41 και 50)
Παραπομπή:
ΓΔΕΕ: 5 Οκτωβρίου 2009, T‑58/08 P, Επιτροπή κατά Roodhuijzen, Συλλογή 2009, σ. II‑3797, σκέψεις 34 και 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία
Κρίνοντας ότι η αρμόδια αρχή όφειλε να εξετάσει, πριν από την απόλυση, σύμφωνα με το άρθρο 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, ενός υπαλλήλου προσληφθέντος βάσει συμβάσεως αορίστου χρόνου, κατά πόσον ο εν λόγω υπάλληλος θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε άλλη υφιστάμενη θέση ή σε θέση που πρόκειται να δημιουργηθεί προσεχώς, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επέβαλε στην ως άνω αρχή υποχρέωση την οποία δεν προβλέπει το προμνησθέν Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.
Ασφαλώς, η σταθερότητα απασχολήσεως των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου συνιστά μείζον στοιχείο της προστασίας των οικείων εργαζομένων, μολονότι δεν αποτελεί, αυτή καθαυτήν, γενική αρχή δικαίου.
Εντούτοις, το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, του προμνησθέντος Καθεστώτος προβλέπει ότι θεωρείται έκτακτος υπάλληλος ο υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση στην οποία έχει προσδοθεί προσωρινός χαρακτήρας, ενώ ο ΚΥΚ παρέχει στους μονίμους υπαλλήλους μεγαλύτερη σταθερότητα απασχολήσεως, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις οριστικής παύσεως των καθηκόντων του ενδιαφερομένου παρά τη θέλησή του είναι αυστηρώς οριοθετημένες.
Καίτοι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου διακρίνονται, από απόψεως σταθερότητας απασχολήσεως, από τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι οι υπάλληλοι της δημόσιας διοίκησης της Ένωσης οι οποίοι προσλαμβάνονται βάσει συμβάσεως αορίστου χρόνου δεν μπορούν να αγνοούν τον προσωρινό χαρακτήρα της απασχολήσεώς τους και το γεγονός ότι αυτή δεν παρέχει εγγύηση για θέση εργασίας.
Με την υποχρέωση προηγούμενης εξετάσεως της δυνατότητας τοποθετήσεως σε νέα θέση, την οποία καθιέρωσε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, το τελευταίο τροποποίησε τη φύση της απασχολήσεως του εκτάκτου υπαλλήλου, όπως αυτή καθορίζεται στο Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.
(βλ. σκέψεις 81 έως 84 και 88)
Παραπομπή:
ΔΕΕ: 22 Νοεμβρίου 2005, C‑144/04, Mangold, Συλλογή 2005, σ. I‑9981, σκέψη 64
Παρότι η αρμόδια για τη σύναψη της σύμβασης προσλήψεως αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εφαρμογή του άρθρου 47, στοιχείο γʹ, σημείο i, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού προκειμένου να αποφαίνεται κατά πόσον μια περίσταση ή ένα συγκεκριμένο γεγονός δικαιολογεί την απόλυση ενός συμβασιούχου αορίστου χρόνου, η αρμόδια αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά επίσης, προς εκπλήρωση του καθήκοντός της αρωγής, το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Συναφώς, καίτοι είναι αληθές ότι η αρμόδια αρχή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος της υπηρεσίας και ότι, ως εκ τούτου, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα κατά πόσον η οικεία αρχή παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν χρησιμοποίησε τη διακριτική της ευχέρεια κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο, οσάκις η αρμόδια αρχή λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, το καθήκον αρωγής, το οποίο αντικατοπτρίζει την εξισορρόπηση των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ της δημοσίας αρχής και των υπαλλήλων της, της επιβάλλει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της και, μεταξύ άλλων, το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου.
Εντούτοις, στο πλαίσιο προσφυγής για την ακύρωση αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως αορίστου χρόνου ενός εκτάκτου υπαλλήλου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, έχοντας προβεί στη στάθμιση των συμφερόντων της υπηρεσίας και του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου μόνον αφότου προηγουμένως καθόρισε την υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να εξετάσει προηγουμένως τη δυνατότητα τοποθετήσεως του τελευταίου σε νέα θέση και έχοντας αναφέρει ότι κατά τη διεξαγωγή ακριβώς του ελέγχου αυτού έπρεπε να σταθμιστεί το συμφέρον της υπηρεσίας, το οποίο επέτασσε την πρόσληψη του πιο ικανού προσώπου για την υφιστάμενη θέση ή τη θέση που επρόκειτο να δημιουργηθεί προσεχώς, με το συμφέρον του υπαλλήλου, δεν έλαβε υπόψη το συμφέρον της υπηρεσίας όταν διατύπωσε την αρχή κατά την οποία η μείωση του φάσματος δραστηριοτήτων ενός οργανισμού συνιστά έγκυρο λόγο απολύσεως μόνον εφόσον ο εν λόγω οργανισμός δεν διαθέτει θέση στην οποία θα ήταν δυνατόν να έχει τοποθετηθεί ο οικείος υπάλληλος.
Πάντως, η ύπαρξη ειδικών εσωτερικών διαδικασιών επιλογής στον οικείο οργανισμό, οι οποίες εφαρμόζονται σε περίπτωση κενών θέσεων ή εσωτερικών μεταθέσεων, ενδέχεται να συνιστά ένα στοιχείο πολιτικής διαχειρίσεως προσωπικού ιδιαζόντως προσαρμοσμένο στην ειδική φύση των καθηκόντων των ανατεθειμένων στον οργανισμό που του επιτρέπει, προς το συμφέρον της υπηρεσίας, να παραπέμψει τον θιγόμενο από τη μείωση του φάσματος δραστηριοτήτων υπάλληλο να συμμετάσχει σε τέτοιες διαδικασίες προκειμένου να εξεύρει νέα θέση εντός του οργανισμού. Εξάλλου, η καθοδήγηση του εν λόγω υπαλλήλου προκειμένου να βοηθηθεί να εξεύρει νέα θέση απασχολήσεως εντός του οργανισμού ακολουθώντας τις προαναφερθείσες διαδικασίες τακτικής επιλογής συμβάλλει ενδεχομένως στη συνεκτίμηση του συμφέροντος του οικείου υπαλλήλου και, επομένως, στην τήρηση του καθήκοντος αρωγής.
Ομοίως, σημαντικό στοιχείο στη στάθμιση των συμφερόντων του υπαλλήλου και εκείνων της υπηρεσίας μπορεί επίσης να αποτελεί το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή εξέτασε τις δυνατότητες μεταθέσεως του απειλούμενου με απόλυση υπαλλήλου σε άλλον οργανισμό ή θεσμικό όργανο, ή ακόμα το ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου δρουν εν γένει οι οργανισμοί της Ένωσης.
(βλ. σκέψεις 91, 93, 94, 96 και 97)
Παραπομπή:
ΓΔΕΕ: 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψεις 215 και 216