This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62005TJ0109
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1. Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφεύγων ο οποίος προσβάλλει απόφαση με την οποία δεν του επετράπη η πρόσβαση στα έγγραφα θεσμικού οργάνου
(Άρθρο 230 ΕΚ)
2. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο
(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)
3. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Δεν περιλαμβάνονται
(Άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)
4. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Στενή ερμηνεία και εφαρμογή τους
(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 2 και 3)
5. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων των τρίτων – Δυνατότητα των αρχών να στηρίζονται σε γενικές εκτιμήσεις για ορισμένες κατηγορίες εγγράφων
(Άρθρο 255 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, πρώτη περίπτωση· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου)
6. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία των εμπορικών συμφερόντων των τρίτων – Έννοια του επαγγελματικού απορρήτου
(Άρθρο 287 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, πρώτη περίπτωση)
7. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των εγγράφων
(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2 και 3)
8. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος
(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 5)
9. Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος – Δυνατότητα κράτους μέλους να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ορισμένα έγγραφα
(Άρθρο 10 ΕΚ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 έως 3 και 5, 7 και 8)
10. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Θεραπεία της ελλείψεως αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας – Δεν γίνεται δεκτή
(Άρθρο 253 ΕΚ)
1. Ο καθένας μπορεί να ζητεί πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο των θεσμικών οργάνων, χωρίς να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του αιτήματός του περί προσβάσεως στα έγγραφα. Κατά συνέπεια, εκείνος στον οποίο δεν επετράπη η πρόσβαση σε έγγραφο ή σε τμήμα εγγράφου έχει ήδη, εκ του γεγονότος αυτού και μόνον, συμφέρον προς ακύρωση της αρνητικής αυτής αποφάσεως. Το γεγονός ότι ακυρώθηκε η απόφαση που έδωσε λαβή για το αίτημα προσβάσεως σε έγγραφα δεν αναιρεί το έννομο συμφέρον του ενδιαφερομένου προς ακύρωση της αποφάσεως περί αρνήσεως προσβάσεως στα έγγραφα όταν τα ζητούμενα έγγραφα δεν έχουν δημοσιοποιηθεί και η απορριπτική απόφαση εξακολουθεί να ισχύει.
(βλ. σκέψεις 62-63)
2. Όσον αφορά αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα, οσάκις το οικείο θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση αυτήν, πρέπει να αποδεικνύει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, βάσει των πληροφοριών που διαθέτει, ότι τα έγγραφα στα οποία ζητείται η πρόσβαση εμπίπτουν πράγματι στις εξαιρέσεις που απαριθμεί ο κανονισμός 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Πάντως, ενδέχεται να είναι αδύνατον να αναφερθούν οι λόγοι που δικαιολογούν την τήρηση του απορρήτου έναντι κάθε εγγράφου χωρίς να γνωστοποιηθεί το περιεχόμενό του και, συνεπώς, χωρίς να καταστεί άνευ ουσιαστικού αντικειμένου η προβλεπόμενη εξαίρεση.
Επομένως, εναπόκειται στο θεσμικό όργανο που αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφο να παράσχει αιτιολογία από την οποία να μπορεί να γίνει κατανοητό και να εξακριβωθεί, αφενός, αν το ζητούμενο έγγραφο έχει πράγματι σχέση με τον τομέα τον οποίο αφορά η προβαλλόμενη εξαίρεση και, αφετέρου, αν υφίσταται πράγματι η συνδεόμενη με την εξαίρεση αυτή ανάγκη προστασίας. Η αιτιολογία αποφάσεως με την οποία η διοίκηση αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα πρέπει να αναφέρει, τουλάχιστον κατά κατηγορία εγγράφων, τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους το οικείο θεσμικό όργανο εκτιμά ότι η γνωστοποίηση των ζητούμενων εγγράφων εμπίπτει σε κάποια από τις προβλεπόμενες στον κανονισμό 1049/2001 εξαιρέσεις.
Κατά συνέπεια, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται προς τις επιταγές του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του όλου πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και του συνόλου των νομικών κανόνων που διέπουν τον οικείο τομέα.
(βλ. σκέψεις 82-84, 88)
3. Στο πλαίσιο της διαδικασίας προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής, από το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προκύπτει ότι η απάντηση στην αρχική αίτηση συνιστά απλώς μια πρώτη θέση, παρέχουσα στον αιτούντα τη δυνατότητα να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής την επανεξέτασή της.
Κατά συνέπεια, μόνον το μέτρο το οποίο λαμβάνεται από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, που έχει τον χαρακτήρα αποφάσεως και αντικαθιστά πλήρως την προηγουμένως εκφρασθείσα θέση, μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να επηρεάσουν τα συμφέροντα του αιτούντος και να αποτελέσει, ως εκ τούτου, αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως. Επομένως, η απάντηση στην αρχική αίτηση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα και δεν μπορεί να λογίζεται ως πράξη δεκτική προσφυγής.
(βλ. σκέψεις 101-102)
4. Οι εξαιρέσεις από την πρόσβαση στα έγγραφα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αυστηρά, ούτως ώστε να μη διακυβεύεται η εφαρμογή της γενικής αρχής που συνίσταται στην παροχή στο κοινό της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα.
Η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ειδικότερα, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προστατευόμενο από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογείται η εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Μια τέτοια εφαρμογή μπορεί να δικαιολογείται, καταρχήν, μόνο στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο έχει προηγουμένως κρίνει, πρώτον, ότι η πρόσβαση στο έγγραφο θα έθιγε συγκεκριμένα και πραγματικά το προστατευόμενο συμφέρον και, δεύτερον, στις περιπτώσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αν δεν υφίσταται υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Επιπλέον, ο κίνδυνος προσβολής του προστατευόμενου συμφέροντος πρέπει να μπορεί να προβλεφθεί ευλόγως και να μην είναι καθαρά υποθετικός.
Εξάλλου, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού σε κάποιο έγγραφο αφορά μόνον έγγραφα και όχι πληροφορίες υπό ευρεία έννοια και δεν συνεπάγεται υποχρέωση των θεσμικών οργάνων να απαντούν σε κάθε αίτημα παροχής πληροφοριών εκ μέρους ιδιώτη.
(βλ. σκέψεις 123-125, 129)
5. Το οικείο θεσμικό όργανο, προκειμένου να προβεί σε συγκεκριμένη και ατομική εκτίμηση του περιεχομένου των εγγράφων τα οποία αφορά αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα, μπορεί να στηρίζεται σε γενικού χαρακτήρα τεκμήρια περί ορισμένων κατηγοριών εγγράφων, καθόσον παρόμοιες εκτιμήσεις γενικής φύσεως μπορούν να ισχύουν όσον αφορά αιτήσεις δημοσιοποιήσεως σχετικές με έγγραφα της ίδιας φύσεως. Όσον αφορά τις διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τέτοιου είδους γενικά τεκμήρια μπορούν να συνάγονται από τον κανονισμό 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ], όπως επίσης και από τη νομολογία περί του δικαιώματος κάθε ενδιαφερομένου να λάβει γνώση των εγγράφων διοικητικού φακέλου που τηρεί η Επιτροπή.
Εντούτοις, για την ερμηνεία της εξαιρέσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ακόμα και όταν τα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο της Επιτροπής στο πλαίσιο του ελέγχου κρατικής ενισχύσεως, δεν μπορεί να υφίσταται τεκμήριο ότι η δημοσιοποίηση όλων των στοιχείων του φακέλου αυτού θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντα του εμπλεκομένου προσώπου. Ένα τέτοιο γενικό τεκμήριο θα ερχόταν σε αντίθεση με την ανακοίνωση περί επαγγελματικού απορρήτου στις αποφάσεις στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, που προβλέπει, στη δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη, ότι οι πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση και το κόστος παροχής δημοσίων υπηρεσιών κατά κανόνα δεν λογίζονται ως αποτελούσες πρόσθετες εμπιστευτικές πληροφορίες.
(βλ. σκέψεις 131-132, 135-136)
6. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως από την Επιτροπή αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα, αυτή υποχρεούται δυνάμει του άρθρου 287 ΕΚ να μη δημοσιοποιεί στους ενδιαφερόμενους πληροφορίες οι οποίες, από τη φύση τους, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, όπως, ιδίως, στοιχεία σχετικά με την εσωτερική λειτουργία επιχειρήσεως που έχει λάβει κρατική ενίσχυση.
Ως απόρρητα επιχειρηματικά στοιχεία λογίζονται οι πληροφορίες των οποίων όχι μόνον η δημοσιοποίηση στο κοινό, αλλά επίσης η απλή διαβίβαση σε υποκείμενο δικαίου διαφορετικό από εκείνο που παρέσχε την πληροφορία μπορεί να βλάψει σοβαρά τα συμφέροντα του τελευταίου. Ωστόσο, είναι αναγκαίο τα συμφέροντα που ενδέχεται να θιγούν λόγω της δημοσιοποιήσεως της πληροφορίας να είναι αντικειμενικώς άξια προστασίας. Η εκτίμηση του απόρρητου χαρακτήρα μιας πληροφορίας απαιτεί, συναφώς, τη στάθμιση των νομίμων συμφερόντων που εμποδίζουν τη δημοσιοποίησή της και του γενικού συμφέροντος σύμφωνα με το οποίο οι δραστηριότητες των θεσμικών οργάνων διεξάγονται με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δημοσιότητα.
Πληροφορίες σχετικές με την οργάνωση και το κόστος δημοσίων υπηρεσιών κανονικά δεν λογίζονται ως εμπιστευτικές, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 1 7 της ανακοινώσεως περί του επαγγελματικού απορρήτου στις αποφάσεις στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Εντούτοις, τέτοιες πληροφορίες μπορούν να καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο αν αφορούν μιαν επιχείρηση και έχουν πραγματική ή δυνητική οικονομική αξία, η αποκάλυψη ή η χρησιμοποίηση των οποίων θα απέφερε ενδεχομένως οικονομικά οφέλη σε άλλες επιχειρήσεις.
(βλ. σκέψεις 140, 143-144)
7. Ο κανονισμός 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, προβλέπει ότι η εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, αυτού αποκλείεται αν η δημοσιοποίηση του οικείου εγγράφου δικαιολογείται από υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Στο πλαίσιο αυτό, το αρμόδιο θεσμικό όργανο πρέπει να σταθμίζει, αφενός, το ειδικό συμφέρον που προστατεύεται με τη μη δημοσιοποίηση του οικείου εγγράφου και, αφετέρου, ιδίως, το γενικό συμφέρον που επιτάσσει να καταστεί το οικείο έγγραφο προσβάσιμο, λαμβάνοντας υπόψη τα πλεονεκτήματα που απορρέουν, όπως ορίζει η δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001, από αυξημένη διαφάνεια, δηλαδή από μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων καθώς και από αυξημένη νομιμοποίηση, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα.
Εντούτοις, το ειδικό συμφέρον που μπορεί να επικαλεστεί ο αιτούμενος την πρόσβαση σε έγγραφο που τον αφορά προσωπικά δεν μπορεί να αποτελεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001.
(βλ. σκέψεις 147-148)
8. Το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, όχι μόνο δεν αφορά αποκλειστικά τα έγγραφα των οποίων τα κράτη μέλη είναι οι συντάκτες ή τα οποία συντάσσουν τα ίδια, αλλά και καλύπτει δυνητικά κάθε έγγραφο προερχόμενο από κράτος μέλος, ήτοι το σύνολο των εγγράφων, ανεξάρτητα από τον συντάκτη τους, τα οποία κράτος μέλος διαβιβάζει σε θεσμικό όργανο. Εν προκειμένω, το μοναδικό πρόσφορο κριτήριο είναι εκείνο της προελεύσεως του εγγράφου και της διαβιβάσεώς του εκ μέρους του κατέχοντος το έγγραφο κράτους μέλους.
Τυχόν ερμηνεία του ως άνω άρθρου 4, παράγραφος 5, υπό την έννοια ότι αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας συνιστάμενο στη δυνατότητά του να εμποδίζει, κατά το δοκούν και χωρίς να πρέπει να αιτιολογεί την απόφασή του, τη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου ευρισκόμενου στην κατοχή θεσμικού οργάνου αποκλειστικά και μόνο λόγω του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος δεν συμβιβάζεται προς τους σκοπούς που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001.
Αντιθέτως, διάφορα στοιχεία συνηγορούν υπέρ μιας ερμηνείας του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 5, υπό την έννοια ότι η άσκηση της εξουσίας την οποία η ως άνω διάταξη αναγνωρίζει υπέρ του οικείου κράτους μέλους πλαισιώνεται από τις ουσιαστικής φύσεως εξαιρέσεις οι οποίες απαριθμούνται στις παραγράφους 1 έως 3 του ιδίου άρθρου, οπότε στο κράτος μέλος αναγνωρίζεται συναφώς απλώς και μόνον εξουσία συμμετοχής στην κοινοτική απόφαση. Υπό την προοπτική αυτή, η προηγούμενη συναίνεση του κράτους μέλους στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 5 προσομοιάζει, με τον τρόπο αυτόν, όχι με δικαίωμα αρνησικυρίας κατά το δοκούν αλλά με ένα είδος σύμφωνης γνώμης ως προς το ότι δεν συντρέχουν λόγοι εξαιρέσεως στηριζόμενοι στις παραγράφους 1 έως 3.
(βλ. σκέψεις 188, 191-192)
9. Αφ’ ης στιγμής η εφαρμογή κανόνων του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ανατίθεται από κοινού στο θεσμικό όργανο και στο κράτος μέλος που έχει ασκήσει την προβλεπόμενη στην ως άνω παράγραφο 5 ευχέρεια, οπότε, η σχετική εφαρμογή εξαρτάται από τον διάλογο ο οποίος πρέπει να χωρήσει μεταξύ τους, αμφότερα οφείλουν, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 ΕΚ υποχρέωση αγαστής συνεργασίας, να ενεργήσουν και να συνεργαστούν κατά τρόπον ώστε οι ως άνω κανόνες να τύχουν αποτελεσματικής εφαρμογής.
Το κράτος μέλος, το οποίο, μετά την ολοκλήρωση του διαλόγου με θεσμικό όργανο σχετικά με την ενδεχόμενη εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001, αντιτίθεται στη δημοσιοποίηση του σχετικού εγγράφου, οφείλει να αιτιολογήσει την εναντίωσή του σε συνάρτηση με τις ως άνω εξαιρέσεις. Πράγματι, το θεσμικό όργανο δεν μπορεί να αποδεχθεί την εκ μέρους κράτους μέλους άρνηση δημοσιοποιήσεως εγγράφου το οποίο προέρχεται από το ίδιο το κράτος αυτό αν για την εν λόγω άρνηση δεν δίδεται καμία αιτιολογία ή αν η προβληθείσα αιτιολογία δεν στηρίζεται στις απαριθμούμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις. Όταν, παρά τη σχετική ρητή πρόσκληση του θεσμικού οργάνου προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, το κράτος αυτό εξακολουθεί να μη δίδει σχετική αιτιολογία, το θεσμικό όργανο, αν εκτιμά ότι δεν συντρέχει λόγος εφαρμογής καμιάς από τις ανωτέρω εξαιρέσεις, οφείλει να επιτρέψει την πρόσβαση στο ζητούμενο έγγραφο.
Η υποχρέωση αιτιολογήσεως η οποία, όπως προκύπτει ιδίως από τα άρθρα 7 και 8 του εν λόγω κανονισμού, βαρύνει το οικείο θεσμικό όργανο συνεπάγεται ότι το όργανο αυτό οφείλει να αναφέρει, στην απόφασή του, όχι μόνον την εκδηλωθείσα εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους εναντίωση στη δημοσιοποίηση του ζητηθέντος εγγράφου αλλά και τους λόγους που επικαλέστηκε το κράτος μέλος για να ζητήσει την εφαρμογή κάποιας από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του ίδιου κανονισμού εξαιρέσεως. Πράγματι, τέτοιες ενδείξεις είναι ικανές να παράσχουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να αντιληφθεί την προέλευση της αρνήσεως και τους προβαλλόμενους για τη σχετική άρνηση λόγους, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει, ενδεχομένως, τον έλεγχο που του έχει ανατεθεί.
(βλ. σκέψεις 193, 195-196)
10. Η αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να περιέχεται στην ίδια την απόφαση, οι δε μεταγενέστερες διευκρινίσεις της Επιτροπής δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψη, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων. Επομένως, η απόφαση πρέπει να είναι αφεαυτής επαρκής και η αιτιολογία της να μην προκύπτει από μεταγενέστερες γραπτές ή προφορικές διευκρινίσεις, όταν η συγκεκριμένη απόφαση έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.
(βλ. σκέψη 199)