Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62006TJ0040

    Περίληψη της αποφάσεως

    Λέξεις κλειδιά
    Περίληψη

    Λέξεις κλειδιά

    1. Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της παράβασης και της διάρκειάς της – Περιεχόμενο του βάρους αποδείξεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

    2. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Επιχείρηση μεταβιβασθείσα πολλάκις κατά τη διάρκεια της παραβάσεως – Διαδοχή πλειόνων μητρικών εταιριών

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

    3. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Εκτίμηση – Συνεκτίμηση της οικονομικής πραγματικότητας κατά τον χρόνο τελέσεως της παραβάσεως

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

    4. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις – Παθητικός ή μιμητικός ρόλος επιχειρήσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03, σημείο 3, πρώτη περίπτωση)

    5. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Υποχρέωση εξασφαλίσεως αναλογίας μεταξύ του ποσού των προστίμων και του συνολικού όγκου της αγοράς του οικείου προϊόντος – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 3)

    6. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Μέγιστο ποσό – Υπολογισμός – Κύκλος εργασιών που λαμβάνεται υπόψη – Πρόστιμο ανώτερο του ετήσιου κύκλου εργασιών που πραγματοποιείται με το οικείο προϊόν – Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2)

    7. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Εις ολόκληρον ευθύνη για την πληρωμή – Καθορισμός του ποσού προστίμου που πρέπει να καταβληθεί από την εις ολόκληρον ευθυνόμενη επιχείρηση – Επιχείρηση μεταβιβασθείσα πολλάκις κατά τη διάρκεια της παραβάσεως – Διαδοχή πολλών μητρικών εταιριών

    (Κανονισμός 1/2003του Συμβουλίου· ανακοίνωση της Επιτροπής 98/C 9/03)

    Περίληψη

    1. Στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει τόσο την ύπαρξη συμπράξεως, όσο και τη διάρκειά της. Συναφώς, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία μπορεί να προκύψει άμεσα η διάρκεια μιας παραβάσεως, η Επιτροπή στηρίζεται τουλάχιστον σε αποδεικτικά στοιχεία που άπτονται πραγματικών περιστατικών χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση μεταξύ τους, ώστε να μπορεί ευλόγως να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως μεταξύ δύο συγκεκριμένων ημερομηνιών.

    Στην περίπτωση στην οποία αποδεικνύεται ότι μια επιχείρηση μετέσχε σε παράβαση τόσο πριν όσο και μετά συγκεκριμένη περίοδο, μετέχοντας σε σειρά αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συσκέψεων χωρίς να αποστασιοποιηθεί από το περιεχόμενό τους, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η παράβαση συνεχίστηκε αδιαλείπτως, αν η επιχείρηση κλήθηκε να μετάσχει στις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συσκέψεις που διεξήχθησαν εκτός της περιόδου αυτής και δικαιολογήθηκε πολλάκις για την απουσία της.

    (βλ. σκέψεις 41-42, 46-48)

    2. Στο πλαίσιο του υπολογισμού του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η πρακτική της Επιτροπής να επιβάλλει στη μητρική εταιρία πρόστιμο του ίδιου αρχικού ποσού με εκείνο που καθορίστηκε για τη θυγατρική εταιρία που είχε άμεση συμμετοχή στη σύμπραξη, χωρίς κατανομή του αρχικού αυτού ποσού σε περίπτωση διαδοχής πλειόνων μητρικών εταιριών, δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ’ εαυτής ακατάλληλη. Συγκεκριμένα, ο σκοπός που επιδιώκει η Επιτροπή με τη χρήση της εν λόγω μεθόδου υπολογισμού είναι να καταστεί δυνατή η επιβολή σε μια μητρική εταιρία που έχει κριθεί υπεύθυνη για παράβαση των θυγατρικών της του ίδιου αρχικού ποσού προστίμου με εκείνο που θα της επιβαλλόταν αν είχε η ίδια άμεση συμμετοχή στη σύμπραξη. Η επιδίωξη αυτή συνάδει με τον σκοπό της πολιτικής του ανταγωνισμού και, ειδικότερα, του μέσου που χρησιμοποιείται για την επίτευξή του, ήτοι των προστίμων, ο οποίος συνίσταται στην καθοδήγηση των επιχειρήσεων προς συμπεριφορές σύμφωνες με τους κανόνες τους ανταγωνισμού.

    Από το γεγονός και μόνον ότι το σύνολο των ποσών που επιβλήθηκαν στις διαδοχικές εταιρίες υπερβαίνει το ποσό που επιβλήθηκε στη θυγατρική τους δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αυτή η μέθοδος υπολογισμού είναι προδήλως εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, λαμβανομένης υπόψη της εφαρμογής της μεθοδολογίας που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ και της αρχής της ατομικότητας των ποινών και των κυρώσεων, είναι θεμιτό για την Επιτροπή, εφόσον αποδειχθεί η ύπαρξη οικονομικού φορέα ο οποίος έχει μετάσχει σε παράβαση, να κρίνει ότι ένα από τα νομικά πρόσωπα που ανήκουν ή ανήκαν στον φορέα αυτό, είτε πρόκειται για τη μητρική εταιρία είτε για θυγατρική, οφείλει να καταβάλει ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που οφείλει άλλο νομικό πρόσωπο ή τα λοιπά νομικά πρόσωπα που απαρτίζουν ή απάρτιζαν τον εν λόγω οικονομικό φορέα. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση παραβάσεως εκ μέρους θυγατρικής που ανήκε διαδοχικώς σε πλείονες οικονομικούς φορείς κατά τη διάρκεια της παραβάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί a priori αθέμιτο να υπερβαίνει το σύνολο των επιβληθέντων στις μητρικές εταιρίες ποσών το επιβληθέν στην οικεία θυγατρική εταιρία ποσό ή σύνολο ποσών.

    (βλ. σκέψεις 74, 76)

    3. Στο πλαίσιο του υπολογισμού του ποσού των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να βασίζεται στα πραγματικά οικονομικά δεδομένα της περιόδου κατά την οποία τελέστηκε η οικεία παράβαση. Συναφώς, τα κρίσιμα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη είναι, μεταξύ άλλων, το μέγεθος και η οικονομική ισχύς κάθε επιχειρήσεως, καθώς και το εύρος της διαπραχθείσας από καθεμία εξ αυτών παραβάσεως. Για την εκτίμηση των στοιχείων αυτών, είναι αναγκαία η παραπομπή στον κύκλο εργασιών που πραγματοποιήθηκε κατά την επίμαχη περίοδο.

    Έτος αναφοράς πρέπει οπωσδήποτε να είναι το τελευταίο πλήρες έτος κατά το οποίο εξακολουθούσε να τελείται η παράβαση.

    Στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων, όταν η Επιτροπή εφαρμόζει εξατομικευμένη πρακτική, αντιμετωπίζοντας τους αποδέκτες της αποφάσεως που ευθύνονται μόνον υπό την ιδιότητά τους των μητρικών εταιριών ως άμεσα μετέχοντες στην παράβαση, έτος αναφοράς δεν μπορεί να είναι, χωρίς τη συνδρομή άλλων κρίσιμων στοιχείων, ένα έτος κατά το οποίο ο αποτελούμενος από τη μητρική και τη θυγατρική εταιρία οικονομικός φορέας δεν υφίστατο ακόμη.

    (βλ. σκέψεις 91, 93, 95)

    4. Κατά το σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντήριων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ, ο «αποκλειστικά παθητικός ή μιμητικός ρόλος» επιχειρήσεως κατά τη διάπραξη παραβάσεως, εφόσον αποδειχθεί, συνιστά ελαφρυντική περίσταση. Ο παθητικός ρόλος συνεπάγεται ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση υιοθέτησε «συγκρατημένη συμπεριφορά», δηλαδή ότι δεν υπήρξε ενεργός συμμετοχή της στην εκπόνηση της/των αντίθετης/ων προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας/ιών.

    Μεταξύ των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι ο ρόλος μιας επιχειρήσεως στο πλαίσιο συμπράξεως ήταν παθητικός, μπορεί να ληφθεί υπόψη η αισθητά σποραδικότερη έναντι των άλλων επιχειρήσεων συμμετοχή της στις συσκέψεις, όπως και η καθυστερημένη είσοδός της στην αγορά που αφορούσε η παράβαση, ανεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής της σ’ αυτή, ή ακόμα η ύπαρξη ρητών σχετικών δηλώσεων προερχομένων από εκπροσώπους τρίτων επιχειρήσεων που μετέσχον στην παράβαση.

    Eπιπλέον, το γεγονός ότι άλλες επιχειρήσεις που μετέχουν στην ίδια και μόνο σύμπραξη επέδειξαν πιο ενεργό δράση έναντι συγκεκριμένου μετέχοντος δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι ο μετέχων αυτός είχε αποκλειστικώς παθητικό ή μιμητικό ρόλο στη σύμπραξη. Πράγματι, ο εντελώς παθητικός ρόλος θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και πρέπει να αποδειχθεί από τον διάδικο που τον επικαλείται.

    (βλ. σκέψεις 106-108)

    5. Κατά τον καθορισμό του ποσού προστίμου επιβαλλόμενου λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η Επιτροπή διαθέτει εξουσία εκτιμήσεως και δεν υποχρεούται να εφαρμόσει προς τούτο συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο. Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, το ποσό του προστίμου καθορίζεται βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως και της διάρκειάς της. Επιπλέον, το ποσό αυτό αποτελεί το αποτέλεσμα σειράς αριθμητικών υπολογισμών που πραγματοποιεί η Επιτροπή σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ. Ο καθορισμός του εν λόγω ποσού αποτελεί, μεταξύ άλλων, συνάρτηση διαφόρων περιστάσεων που ανάγονται στην ατομική συμπεριφορά της συγκεκριμένης επιχειρήσεως, όπως η ύπαρξη επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων.

    Από το νομικό αυτό πλαίσιο δεν συνάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να τηρεί μια αναλογία ανάμεσα στο συνολικό ποσό των προστίμων, όπως υπολογίζονται και επιβάλλονται στους μετέχοντες στη σύμπραξη, και στον όγκο της αγοράς του οικείου προϊόντος κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους της παραβάσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η παράβαση διήρκεσε πέραν της εικοσαετίας και τα ποσά των προστίμων εξαρτώνται και από άλλες περιστάσεις αφορώσες τη μεμονωμένη συμπεριφορά των οικείων επιχειρήσεων.

    (βλ. σκέψεις 141-142)

    6. Το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, έχει ως σκοπό να αποτρέψει ενδεχόμενο δυσανάλογο χαρακτήρα των προστίμων. Στην περίπτωση κατά την το τελικό ποσό προστίμου δεν υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογο λόγω του ότι το συνολικό ποσό των προστίμων υπερβαίνει τον γενικό όγκο της σχετικής αγοράς, ούτε λόγω του ότι το πρόστιμο υπερβαίνει τον ετήσιο κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε μια επιχείρηση με το οικείο προϊόν. Το ανώτατο όριο του 10 % επί του κύκλου εργασιών πρέπει να εφαρμόζεται χωρίς να απαιτείται η συνεκτίμηση του ειδικού ρόλου μιας επιχειρήσεως στη σύμπραξη.

    Όσον αφορά τη σύγκριση μεταξύ των επιχειρήσεων στις οποίες απευθύνεται απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα, η διαφορετική μεταχείριση είναι η άμεση συνέπεια του ανώτατου ορίου που επιβάλλει για τα πρόστιμα ο κανονισμός 1/2003, το οποίο εφαρμόζεται προφανώς μόνο στις περιπτώσεις στις οποίες το ποσό του προτεινόμενου προστίμου υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών της οικείας επιχειρήσεως. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    (βλ. σκέψεις 144, 147)

    7. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να είναι σαφείς και ακριβείς οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης, ιδίως όταν αυτές επιβάλλουν ή επιτρέπουν την επιβολή κυρώσεων, ούτως ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ρυθμίσεις αυτές και να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα.

    Οσάκις μια μητρική και μια θυγατρική εταιρία αποτελούν ή έχουν αποτελέσει ενιαίο οικονομικό φορέα ο οποίος μετέσχε σε σύμπραξη, η Επιτροπή μπορεί να στοιχειοθετήσει εις ολόκληρον ευθύνη των εταιριών αυτών για την παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού.

    Στην περίπτωση θυγατρικής που ανήκε διαδοχικώς σε πλείονες μητρικές εταιρίες, τίποτα δεν εμποδίζει την Επιτροπή να δεχθεί την εις ολόκληρον ευθύνη των διαφόρω ν μητρικών εταιριών για την πληρωμή του επιβληθέντος στη θυγατρική τους προστίμου. Αντιθέτως, μια απόφαση που παρέχει πλήρη ελευθερία ως προς την είσπραξη του προστίμου από οποιοδήποτε από τα ενδιαφερόμενα νομικά πρόσωπα, κατ' εφαρμογήν της οποίας η Επιτροπή μπορεί, συνεπώς, να αποφασίσει ότι το πρόστιμο θα καταβληθεί εν όλω ή εν μέρει από τη θυγατρική εταιρία, από μία εκ των μητρικών εταιριών ή από όλες τις μητρικές εταιρίες υπό τον έλεγχο των οποίων βρέθηκε διαδοχικώς η θυγατρική, μέχρις ότου ικανοποιηθεί πλήρως, εξαρτά το πραγματικά καταβαλλόμενο από μία εκ των μητρικών εταιριών ποσό, χωρίς να μπορεί να αντληθεί κανένας δικαιολογητικός λόγος από τον αποτρεπτικό χαρακτήρα των προστίμων, από τα ποσά που θα καταβάλουν οι λοιπές μητρικές εταιρίες. Στο μέτρο που οι εν λόγω διαδοχικές μητρικές εταιρίες ουδέποτε αποτέλεσαν κοινό οικονομικό φορέα, καμία εις ολόκληρον ευθύνη δεν τις συνδέει μεταξύ τους. Η αρχή της ατομικότητας των ποινών και των κυρώσεων απαιτεί το πραγματικά καταβαλλόμενο από μια εκ των μητρικών εταιριών προσφεύγουσα ποσό να μην υπερβαίνει το ποσοστιαίο μερίδιο της εις ολόκληρον ευθύνης της. Μια απόφαση που παραλείπει να διευκρινίσει το ποσοστιαίο μερίδιο που αναλογεί στις μητρικές εταιρίες, παρέχοντας συγχρόνως στην Επιτροπή απόλυτη ελευθερία όσον αφορά την εφαρμογή της εις ολόκληρον ευθύνης καθεμίας εκ των διαδοχικών μητρικών εταιριών, οι οποίες ουδέποτε αποτέλεσαν ενιαίο οικονομικό φορέα, είναι ασυμβίβαστη προς την αντλούμενη από την αρχή της ασφάλειας δικαίου υποχρέωση της Επιτροπής να παρέχει στις εταιρίες αυτές τη δυνατότητα να γνωρίζουν ανεπιφύλακτα το ακριβές ποσό του προστίμου που πρέπει να καταβάλουν με τη θυγατρική για την περίοδο της εις ολόκληρον ευθύνης τους για την παράβαση. Η απόφαση αυτή παραβιάζει τόσο την αρχή της ασφάλειας δικαίου όσο και την αρχή της ατομικότητας των ποινών και των κυρώσεων.

    (βλ. σκέψεις 161, 163-167, 169-170)

    Top