This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62001TJ0227
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
Υποθέσεις T-227/01 έως T-229/01, T-265/01, T-266/01 και T-270/01
Territorio Histórico de Álava — Diputación Foral de Álava κ.λπ.
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Κρατικές ενισχύσεις — Φορολογικά πλεονεκτήματα χορηγούμενα από εσωτερικό όργανο κράτους μέλους — Πίστωση φόρου ύψους 45% του ποσού των επενδύσεων — Αποφάσεις κηρύσσουσες καθεστώτα ενισχύσεων ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά και διατάσσουσες την αναζήτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων — Επαγγελματική ένωση — Παραδεκτό — Χαρακτηρισμός των ενισχύσεων ως νέων ή ως υφισταμένων — Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Αρχή της ασφαλείας δικαίου — Αρχή της αναλογικότητας»
Απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο πενταμελές τμήμα) της 9ης Σεπτεμβρίου 2009 II ‐ 3042
Περίληψη της αποφάσεως
Διαδικασία – Παρέμβαση – Παραδεκτό – Επανεξέταση μετά από προγενέστερη διάταξη με την οποία κρίθηκε παραδεκτή η παρέμβαση
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 2)
Διαδικασία – Παρέμβαση – Ενδιαφερόμενοι – Αντιπροσωπευτική ένωση που έχει ως σκοπό την προστασία των μελών της – Παραδεκτό σε υποθέσεις όπου τίθενται ζητήματα αρχής δυνάμενα να επηρεάσουν τα εν λόγω μέλη
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 40, εδ. 2, και 53, εδ. 1)
Διαδικασία – Υπόμνημα παρεμβάσεως – Τυπικά στοιχεία του δικογράφου
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 4, εδ. 2)
Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα την ασυμφωνία καθεστώτος ενισχύσεως προς την κοινή αγορά – Προσφυγή επαγγελματικής ενώσεως έχουσας ως σκοπό την προστασία και την εκπροσώπηση των μελών της
(Άρθρο 230, εδ. 4 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παραχώρηση εκ μέρους των δημοσίων αρχών φοροαπαλλαγής σε ορισμένες επιχειρήσεις – Περιλαμβάνεται
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέταση των καταγγελιών – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Αιτιολογία
(Άρθρα 87 § 2 ΕΚ και 253 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Κριτήρια εκτιμήσεως – Εξέταση καθεστώτος ενισχύσεων στο σύνολό του
(Άρθρο 87 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου – Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό – Ενισχύσεις μικρής σημασίας – Ενισχύσεις προσωρινού χαρακτήρα – Στοιχεία που δεν ασκούν επιρροή
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Εθνική ρύθμιση προβλέπουσα πίστωση φόρου
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ενισχύσεις χορηγούμενες από περιφερειακούς ή τοπικούς φορείς – Περιλαμβάνονται
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Ειδικό φορολογικό μέτρο – Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου – Δικαιολόγηση στηριζόμενη στη φύση ή στην οικονομία του φορολογικού συστήματος – Δεν περιλαμβάνεται
(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απαγόρευση – Παρεκκλίσεις – Ενισχύσεις που μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής
(Άρθρο 87 § 3 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως υφισταμένης – Κριτήρια – Μέτρα συνεπαγόμενα ουσιαστική τροποποίηση υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων – Δεν περιλαμβάνονται
(Άρθρα 87 ΕΚ καιt 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Υφιστάμενες και νέες ενισχύσεις – Χαρακτηρισμός ενισχύσεως ως υφισταμένης – Κριτήρια – Εξέλιξη της κοινής αγοράς
(Άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση v)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Διοικητική διαδικασία – Δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους
(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 6 § 1)
Διαδικασία – Παρέμβαση – Αιτίαση προβαλλόμενη προς στήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων
(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 40, εδ. 4· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 116 § 3)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διαδικασία έρευνας προγενέστερη της ενάρξεως της ισχύος του κανονισμού 659/1999 – Δεν προβλέπονται συναφώς ειδικές προθεσμίες προς ενέργεια – Όρια – Τήρηση των επιταγών της ασφάλειας δικαίου – Υποχρέωση ολοκληρώσεως εντός ευλόγου χρόνου της προκαταρκτικής εξετάσεως που κινείται κατόπιν καταγγελίας
(Άρθρο 88 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Προστασία – Προϋποθέσεις και όρια
(Άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Σχέδια ενισχύσεων – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Προκαταρκτικό στάδιο και κατ’ αμφισβήτηση διαδικασία – Τήρηση ευλόγου προθεσμίας
(Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)
Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως – Παραβίαση της αρχής αναλογικότητας – Δεν υφίσταται
(Άρθρο 88 § 2, εδ. 1, ΕΚ)
Το γεγονός ότι του Πρωτοδικείο, με προγενέστερη διάταξή του, επέτρεψε σε τρίτο να παρέμβει υπέρ διαδίκου δεν εμποδίζει τη νέα εξέταση του παραδεκτού της παρεμβάσεώς του.
(βλ. σκέψη 81)
Η ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος παρεμβάσεως έναντι αντιπροσωπευτικών ενώσεων που έχουν ως σκοπό την προστασία των μελών τους σε υποθέσεις όπου τίθενται ζητήματα αρχής δυνάμενα να τα επηρεάσουν αποσκοπεί να καταστήσει δυνατή την καλύτερη εκτίμηση του πλαισίου των υποθέσεων, αποτρέποντας ταυτοχρόνως και τον μεγάλο αριθμό ατομικών παρεμβάσεων οι οποίες θα διακύβευαν την αποτελεσματικότητα και την εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας.
Δικαιολογεί έννομο συμφέρον προς άσκηση παρεμβάσεως στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως απόφασεων της Επιτροπής που κηρύσσουν ορισμένα καθεστώτα φοροαπαλλαγής παράνομα και ασυμβίβαστα προς την κοινή αγορά και διατάσσουν την αναζήτηση των συναφώς καταβληθεισών ενισχύσεων επαγγελματική οργάνωση επιπέδου συνομοσπονδίας καλύπτουσα πολλούς τομείς δραστηριοτήτων, αντικείμενο της οποίας είναι η εκπροσώπηση και η προάσπιση των συμφερόντων επιχειρηματιών, ορισμένοι από τους οποίους έχουν όντως λάβει ενισχύσεις χορηγηθείσες δυνάμει των εν λόγω φορολογικών συστημάτων και οι οποίοι, εξάλλου, μετέσχαν στη διοικητική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων αποφάσεων.
(βλ. σκέψεις 83-90)
Η αίτηση παρεμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, πρέπει να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων από τον παρεμβαίνοντα ισχυρισμών, πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, όπως και το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να εκδικάσει την προσφυγή, ενδεχομένως, χωρίς να χρειαστεί συμπληρωματικές πληροφορίες.
Για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, επιβάλλεται, όπως προβλέπεται και για το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά περιστατικά επί των οποίων στηρίζεται μια αίτηση παρεμβάσεως να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο εύλογο και κατανοητό, από το κείμενο του δικογράφου. Συναφώς, μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, με αναφορές σε αποσπάσματα συνημμένων σ’ αυτό εγγράφων, μια γενική αναφορά σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο σχετικό δικόγραφο. Επιπλέον, το Πρωτοδικείο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εξακριβώνει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση του προβαλλόμενου με το οικείο δικόγραφο αιτήματος, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων.
Δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις αίτηση παρεμβάσεως παραπέμπουσα συνολικά στα δικόγραφα της προσφυγής σε υποθέσεις συνεκδικαζόμενες με αυτήν στο πλαίσιο της οποίας υποβάλλεται η αίτηση παρεμβάσεως όταν δεν προκύπτει από την ίδια την αίτηση παρεμβάσεως, έστω και συνοπτικά ή μόνον κατ’ ουσία, κανένα από τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται.
(βλ. σκέψεις 94-97, 100-101)
Μια ένωση επιφορτισμένη με την προάσπιση των συλλογικών συμφερόντων επιχειρήσεων μπορεί, καταρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά οριστικής αποφάσεως της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων μόνον αν οι επιχειρήσεις που εκπροσωπεί ή ορισμένες από αυτές έχουν ατομικό έννομο συμφέρον ή αν η ίδια έχει δικό της συμφέρον.
Μια πράξη δεν μπορεί να αφορά φυσικό ή νομικό πρόσωπο ατομικά παρά μόνον αν αυτή τo θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τo χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τo εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη. Συναφώς, ναι μεν απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα το ασυμβίβαστο καθεστώτος ενισχύσεων προς την κοινή αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά ατομικά τους ενδεχόμενους δικαιούχους του υπό την ιδιότητά τους αυτή και μόνον, είναι όμως διαφορετική η θέση μιας επιχειρήσεως την οποία η σχετική απόφαση αφορά όχι μόνον ως επιχείρηση που είναι δυνητική δικαιούχος του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά επίσης υπό την ιδιότητα του ουσιαστικού δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει του καθεστώτος αυτού και της οποίας την αναζήτηση διέταξε η Επιτροπή. Εξάλλου, όταν η ως άνω απόφαση υποχρεώνει το εμπλεκόμενο κράτος μέλος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να αναζητήσει από τους δικαιούχους τις επίμαχες ενισχύσεις, πρέπει να γίνεται δεκτό ότι η απόφαση αυτή αφορά άμεσα τις επιχειρήσεις που έλαβαν τέτοια ενίσχυση.
Κατά συνέπεια, μπορεί παραδεκτώς να αμφισβητήσει δικαστικώς αποφάσεις της Επιτροπής διαπιστώνουσες τον παράνομο χαρακτήρα και το ασυμβίβαστο καθεστώτων ενισχύσεων προς την κοινή αγορά, διατάσσουσες την κατάργησή τους και την αναζήτηση των καταβληθεισών ενισχύσεων, μια ένωση επιφορτισμένη με την προάσπιση των συμφερόντων επιχειρήσεων οι οποίες αποδεικνύεται, έστω και στο πλαίσιο της προφορικής διαδικασίας, ότι είναι ουσιαστικοί δικαιούχοι ατομικής ενισχύσεως, χορηγηθείσας δυνάμει των εν λόγω καθεστώτων, και οι οποίες θα μπορούσαν να ασκήσουν οι ίδιες σχετική προσφυγή.
(βλ. σκέψεις 107-118)
Η κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ έννοια της ενισχύσεως περιλαμβάνει όχι μόνο θετικές παροχές, όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις δαπάνες που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως και οι οποίες, κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα.
Μέτρο με το οποίο οι δημόσιες αρχές παρέχουν σε ορισμένες επιχειρήσεις φορολογική απαλλαγή, το οποίο, έστω και αν δεν συνεπάγεται μεταβίβαση κρατικών πόρων, θέτει τους δικαιούχους σε ευνοϊκότερη οικονομική κατάσταση σε σχέση με τους υπολοίπους φορολογουμένους, συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, ΕΚ.
Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση πιστώσεων φόρου που αποσκοπούν στην ενθάρρυνση των επενδύσεων, οι οποίες, παρέχοντας στις δικαιούχες επιχειρήσεις μείωση της φορολογικής τους επιβαρύνσεως ίση προς ένα ποσοστό της δυνάμενης να ληφθεί συναφώς υπόψη επενδύσεως και παρέχοντάς τους με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα να μην καταβάλουν το σύνολο του τελικού καταβλητέου φόρου, τις θέτει σε ευνοϊκότερη θέση έναντι των άλλων φορολογουμένων. Συναφώς, το γεγονός ότι οι εν λόγω πιστώσεις φόρου αποσκοπούν στην ενθάρρυνση των επενδύσεων, ώστε να δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα επιπλέον έσοδα, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει ένα μέτρο δεν παρέχει τη δυνατότητα αποφυγής του χαρακτηρισμού του ως κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.
(βλ. σκέψεις 124-126,130,184)
Η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι πρόσφορη σε σχέση με τη φύση της οικείας πράξεως, από αυτή δε πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο αμφιβολία η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του οικείου μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της κάθε περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά.
Απόφαση της Επιτροπής κηρύσσουσα ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά ένα καθεστώς ενισχύσεων με μορφή πιστώσεως φόρου περιλαμβάνει επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τα αποτελέσματα των εν λόγω ενισχύσεων επί του εμπορίου και επί του ανταγωνισμού εφόσον διαπιστώνει ότι, επειδή η οικονομία του κράτους μέλους είναι πολύ ανοιχτή προς το εξωτερικό με πολύ μεγάλη τάση προς εξαγωγή της παραγωγής, αυτά τα οικονομικής φύσεως χαρακτηριστικά, αφενός, ενισχύουν τη θέση των δικαιούχων επιχειρήσεων έναντι ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, το οποίο συνεπώς επηρεάζουν, και, αφετέρου, βελτιώνουν την οικονομική αποδοτικότητα των ως άνω δικαιούχων επιχειρήσεων λόγω της αυξήσεως των καθαρών κερδών τους (κέρδος μετά τους φόρους) ώστε να είναι σε θέση να ανταγωνίζονται τις επιχειρήσεις που δεν δικαιούνται τις επίμαχες πιστώσεις φόρου.
(βλ. σκέψεις 136-138)
Όταν οικονομική ενίσχυση χορηγούμενη από το κράτος ή με κρατικούς πόρους καθιστά ισχυρότερη τη θέση μιας επιχειρήσεως σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που την ανταγωνίζονται στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, πρέπει να θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις αυτές επηρεάζονται από την ενίσχυση, έστω και αν η επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση δεν μετέχει η ίδια στις εξαγωγές. Η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει μόνον αν οι οικείες ενισχύσεις μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι να αποδεικνύει ότι αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και ότι στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό.
Στην περίπτωση ενός καθεστώτος ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιορίζεται στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του οικείου καθεστώτος, χωρίς να υποχρεούται να εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του, με τη διευκρίνιση ότι, όταν το οικείο φορολογικό καθεστώς δεν έχει κοινοποιηθεί, δεν είναι αναγκαίο η σχετική αιτιολογία να περιέχει μια προσαρμοσμένη στα σύγχρονα δεδομένα εκτίμηση των συνεπειών του επί του ανταγωνισμού και επί του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.
(βλ. σκέψεις 142-143)
Το γεγονός ότι ορισμένα φορολογικά πλεονεκτήματα έχουν προσωρινό χαρακτήρα, ότι ο αντίκτυπός τους είναι περιορισμένος και στερείται αποφασιστικής σημασίας, ή ακόμη ότι δεν αποτελούν το μόνο στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω, δεν μπορεί να επηρεάσει τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικών ενιχύσεων υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον η νομολογία δεν απαιτεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού ή η απειλή μιας τέτοιας στρεβλώσεως και ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου να είναι αισθητοί ή ουσιώδεις.
(βλ. σκέψη 148)
Η ιδιαιτερότητα ενός κρατικού μέτρου, ήτοι ο επιλεκτικός του χαρακτήρας, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της εννοίας της κρατικής ενισχύσεως κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να εξετάζεται αν το οικείο μέτρο συνεπάγεται πλεονεκτήματα αποκλειστικώς υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων τομέων δραστηριότητας.
Αποτελούν επιλεκτικό πλεονέκτημα, «υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων», υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ φορολογικά καθεστώτα τα οποία παρέχουν πλεονεκτήματα με μορφή πιστώσεως φόρου μόνο στις επιχειρήσεις που προβαίνουν σε υπερβαίνουσες ορισμένο όριο επενδύσεις και που διαθέτουν, επομένως, σημαντικούς οικονομικούς πόρους, αποκλειομένων όλων των άλλων επιχειρήσεων, ακόμα και όταν αυτές προβαίνουν σε επενδύσεις, και τα οποία, εξάλλου και επιπλέον, συνεπάγονται διακριτική ευχέρεια της διοικήσεως που της παρέχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει αναλόγως το ποσό ή τις προϋποθέσεις χορηγήσεως των εν λόγω πλεονεκτημάτων σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά των σχεδίων επενδύσεων που υποβάλλονται στην εκτίμησή της.
(βλ. σκέψεις 158-162, 166-168)
Το γεγονός ότι κάποιος ενδοκρατικός οργανισμός έχει φορολογική αυτονομία αναγνωριζόμενη και προστατευόμενη από το Σύνταγμα του οικείου κράτους μέλους δεν απαλλάσσει τον οργανισμό αυτό από την υποχρέωση να τηρεί τις διατάξεις της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, παραθέτοντας τις ενισχύσεις που χορηγούνται «υπό οποιαδήποτε μορφή από κράτη ή με κρατικούς πόρους», καλύπτει κάθε ενίσχυση χρηματοδοτούμενη από δημόσιους πόρους. Επομένως, τα μέτρα που λαμβάνουν ενδοκρατικοί οργανισμοί (αποκεντρωμένες διοικητικές αρχές, αρχές ομοσπόνδων κρατών, περιφερειακές ή άλλες αρχές) των κρατών μελών, οποιοδήποτε και αν είναι το νομικό καθεστώς και η ονομασία τους, εμπίπτουν, όπως και τα μέτρα που λαμβάνουν οι ομοσπονδικές ή κεντρικές αρχές, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, αν πληρούνται οι όροι εφαρμογής της διατάξεως αυτής.
(βλ. σκέψη 178)
Στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού ενός κρατικού μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, σε ορισμένες περιπτώσεις ο επιλεκτικός χαρακτήρας του μπορεί να δικαιολογείται «βάσει της φύσεως ή της οικονομίας του συστήματος». Αν όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, το οικείο μέτρο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Έτσι, το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ δεν θα έχει εφαρμογή σε ένα συγκεκριμένο φορολογικό μέτρο που δικαιολογείται βάσει της εσωτερικής λογικής του φορολογικού συστήματος –όπως η προοδευτικότητα του φόρου που δικαιολογείται με την αναδιανεμητική λογική αυτού.
Το γεγονός ότι φορολογικά μέτρα στηρίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και έχουν οριζόντιο χαρακτήρα δεν αρκεί ώστε να αναιρείται ο επιλεκτικός τους χαρακτήρας και να μπορεί να θεωρείται ότι αυτά δικαιολογούνται με την εσωτερική λογική του σχετικού φορολογικού συστήματος όταν αυτά παρέχουν πλεονεκτήματα μόνο στις επιχειρήσεις που προβαίνουν σε υπερβαίνουσες ορισμένο όριο επενδύσεις και που διαθέτουν, επομένως, σημαντικούς οικονομικούς πόρους, αποκλειομένων όλων των άλλων επιχειρήσεων, ακόμα και όταν αυτές προβαίνουν σε επενδύσεις. Ομοίως, ο σκοπός τον οποίο επιδιώκουν τα οικεία μέτρα δεν μπορεί να προβάλλεται ως δικαιολογία ώστε αυτά να μην μπορούν να χαρακτηρίζονται ως κρατικές ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον διαφορετικά θα αρκούσε η εκ μέρους των δημοσίων αρχών επίκληση των θεμιτών σκοπών που επιδιώκονται με τη λήψη μέτρου ενισχύσεως για να μπορεί αυτή να θεωρηθεί ως γενικό μέτρο, στο οποίο δεν θα έχει εφαρμογή το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Όμως, η διάταξη αυτή δεν προβαίνει σε διάκριση των κρατικών παρεμβάσεων ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους.
(βλ. σκέψεις 179-180, 184-185)
Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως στον τομέα του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Επομένως, ο ασκούμενος από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαθιστά την Επιτροπή στην εκτίμηση οικονομικών δεδομένων.
Στον τομέα των καθεστώτων ενισχύσεων, η Επιτροπή μπορεί να περιορίζεται στη μελέτη των γενικών χαρακτηριστικών του οικείου καθεστώτος ενισχύσεων, χωρίς να υποχρεούται να εξετάζει κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμογής του.
(βλ. σκέψεις 198-199)
Η Συνθήκη ΕΚ προβλέπει χωριστές διαδικασίες ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι νέες ενισχύσεις πρέπει να γνωστοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τίθενται σε εφαρμογή πριν η διαδικασία καταλήξει στην έκδοση τελικής αποφάσεως, οι υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορούν να εφαρμόζονται κανονικά εφόσον η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει το ασυμβίβαστό τους προς την κοινή αγορά. Συνεπώς, οι υφιστάμενες ενισχύσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο, ενδεχομένως, παρά μόνο μιας αποφάσεως περί ασυμβιβάστου προς την κοινή αγορά που παράγει αποτελέσματα για το μέλλον.
Κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, ως υφιστάμενες ενισχύσεις νοούνται, μεταξύ άλλων, «όλες οι ενισχύσεις οι οποίες υφίσταντο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης στο οικείο κράτος μέλος, δηλαδή καθεστώτα ενισχύσεων και ατομικές ενισχύσεις που είχαν τεθεί σε εφαρμογή πριν, και εφαρμόζονται ακόμη έπειτα, από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης».
Δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση, υπό την έννοια των διατάξεων αυτών, ένα φορολογικό καθεστώς πιστώσεως φόρου, θεσπισθέν μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης εντός του οικείου κράτους μέλους, του οποίου οι διατάξεις εφαρμογής και, κατά συνέπεια, ο κύκλος των δικαιούχων, η βάση επιβολής του φόρου και το σχετικό ποσοστό, καθώς και η διάρκεια, προκύπτει ότι αποτελούν ουσιώδη τροποποίηση προϋπάρχοντος καθεστώτος το οποίο υφίστατο πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης.
(βλ. σκέψεις 228-234)
Η κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, έννοια της «εξελίξεως της κοινής αγοράς» μπορεί να ερμηνευθεί ως μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον οικείο τομέα μέσω της θεσπίσεως του επίμαχου μέτρου. Μια τέτοια μεταβολή μπορεί να προκύπτει, ειδικότερα, από την ελευθέρωση μιας αρχικά κλειστής στον ανταγωνισμό αγοράς.
Αντιθέτως, η εν λόγω έννοια δεν καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή μεταβάλλει την εκτίμησή της μόνο βάσει μιας αυστηρότερης εφαρμογής των κανόνων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται μεταβολή της στάσεως της Επιτροπής κατόπιν της θεσπίσεως του οικείου μέτρου, σε σχέση με τα κριτήρια προσδιορισμού της επιλεκτικότητας που αυτή εφάρμοσε κατά την εκτίμηση του μέτρου αυτού έναντι του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, τούτο δεν στοιχειοθετεί «εξέλιξη της κοινής αγοράς» υπό την έννοια το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση v, του κανονισμού 659/1999.
(βλ. σκέψεις 245, 247, 250)
Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, ορίζει ότι, στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, οι ενδιαφερόμενοι έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν παρατηρήσεις στην Επιτροπή. Η ίδια διάταξη διευκρινίζει ότι οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να υποβάλλονται εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η οποία μπορεί να παρατείνεται σε ορισμένες περιπτώσεις, δεόντως δικαιολογημένες, αλλά δεν προβλέπει τη δυνατότητα κάποιου ενδιαφερομένου να υποβάλει νέες παρατηρήσεις στην Επιτροπή με δική του μόνο πρωτοβουλία και μετά την εκπνοή της προς τούτο προβλεπομένης προθεσμίας.
Επομένως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη συμπληρωματικές παρατηρήσεις κάποιου ενδιαφερομένου, με την αιτιολογία ότι περιήλθαν σ’ αυτήν μετά τη σχετική προθεσμία και ότι ο εν λόγω ενδιαφερόμενος ουδέποτε ζήτησε παράταση της προθεσμίας που είχε ταχθεί βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, δεν μπορεί να αποτελεί παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή της χρηστής διοικήσεως όταν δεν υφίστανται συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις ότι οι συμπληρωματικές παρατηρήσεις, ακόμα και εκπρόθεσμες, θα λαμβάνονταν υπόψη ακόμα και αν δεν υποβαλλόταν αίτημα παρατάσεως της προθεσμίας.
Έχει δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης κάθε ιδιώτης στον οποίο ένα κοινοτικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, ενώ κανείς δεν μπορεί να επικαλείται παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων εκ μέρους της διοικήσεως.
Εξάλλου, μεταξύ των εγγυήσεων που προβλέπει η κοινοτική έννομη τάξη στις διοικητικές διαδικασίες, περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, στην οποία συναρτάται η υποχρέωση του αρμοδίου κοινοτικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 αποτελεί την έκφραση των αρχών αυτών στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να ζητούν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που πραγματοποιείται με το υπεύθυνο για τη χορήγηση της ενισχύσεως κράτος μέλος και δεν μπορούν να επικαλούνται τόσο εκτεταμένα δικαιώματα όσο τα δικαιώματα άμυνας αυτά καθαυτά. Οι γενικές αρχές του δικαίου, όπως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, δεν μπορούν να επιτρέψουν στον κοινοτικό δικαστή να διευρύνει τα διαδικαστικά δικαιώματα που παρέχουν στους ενδιαφερομένους, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η Συνθήκη και το παράγωγο δίκαιο.
(βλ. σκέψεις 259-272)
Ναι μεν το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ισχύει στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού αυτού, και το άρθρο 116, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου δεν εμποδίζουν τη δυνατότητα του παρεμβαίνοντος να προβάλει επιχειρήματα διαφορετικά από εκείνα του διαδίκου τον οποίο υποστηρίζει, εντούτοις τούτο ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι αυτά δεν τροποποιούν το πλαίσιο της διαφοράς και ότι η παρέμβαση έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων του διαδίκου αυτού.
Παραδεκτώς προβάλλεται αιτίαση εκ μέρους παρεμβαίνοντος η οποία, μολονότι διαφορετική από εκείνες του προσφεύγοντος, συνδέεται με το αντικείμενο της διαφοράς όπως αυτό καθορίστηκε από τον προσφεύγοντα και, επομένως, δεν έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του πλαισίου της διαφοράς αυτής.
(βλ. σκέψεις 292-294)
Η Επιτροπή ναι μεν μέχρι την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 659/1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 88 ΕΚ, δεν δεσμευόταν από κάποια ειδική προθεσμία για να εξετάζει μέτρα ενισχύσεων, όφειλε όμως να φροντίζει να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, προκειμένου να σέβεται τη θεμελιώδη απαίτηση της ασφάλειας δικαίου.
Πράγματι, η Επιτροπή, καθόσον διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση του συμβατού μιας κρατικής ενισχύσεως προς την κοινή αγορά, υποχρεούται να προβαίνει, προς ορθή εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών περί υπάρξεως ενισχύσεως ασυμβίβαστης προς την κοινή αγορά. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική εξέταση των κρατικών μέτρων που αποτελούν το αντικείμενο καταγγελίας. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της εξετάσεως μιας καταγγελίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή και την πολυπλοκότητα της υποθέσεως.
Χρονικό διάστημα 38 μηνών από τη στιγμή που η Επιτροπή έλαβε γνώση καθεστώτων ενισχύσεων μέχρις εκείνη της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται τα εν λόγω καθεστώτα δεν είναι υπερβολικό ώστε να θεωρείται ότι η προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως προσέβαλε την αρχή της ασφάλειας δικαίου ή, κατ’ ακολουθία, την αρχή της χρηστής διοικήσεως όταν, αφενός, τα επίμαχα μέτρα απαιτούσαν σε βάθος εξέταση της εθνικής νομοθεσίας και, αφετέρου, για τη διάρκεια της διαδικασίας ευθύνονται, τουλάχιστον εν μέρει, οι εθνικές αρχές, οι οποίες μάλιστα ζήτησαν παρατάσεις της ταχθείσας προθεσμίας για να απαντήσουν σε αιτήματα της Επιτροπής προς παροχή πληροφοριών.
(βλ. σκέψεις 296-309)
Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στη νομιμότητα μιας ενισχύσεως παρά μόνον αν η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε με τήρηση της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ. Πράγματι, μια περιφερειακή κρατική αρχή και ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να βεβαιώνονται ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Εξάλλου, αφού το άρθρο 88 ΕΚ δεν διακρίνει ανάλογα με το αν πρόκειται για καθεστώτα ενισχύσεων ή για ατομικές ενισχύσεις, οι αρχές αυτές ισχύουν και σε περίπτωση καθεστώτων ενισχύσεων.
Ωστόσο, δεν πρέπει να αποκλείεται η δυνατότητα των δικαιούχων παράνομης ενισχύσεως, λόγω μη κοινοποιήσεώς της, να επικαλούνται εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες μπορούσαν νομίμως να στηρίξουν την εμπιστοσύνη τους στη νομιμότητα της ενισχύσεως αυτής, προκειμένου να αντιταχθούν στην επιστροφή της.
(βλ. σκέψεις 310-314)
Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας ελέγχου στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, προκειμένου είτε περί του σταδίου της προκαταρκτικής εξετάσεως είτε αυτού της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υποθέσεως και, ιδίως, από το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που ακολούθησε η Επιτροπή, τη συμπεριφορά των μερών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και τα συμφέροντα που έχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Δεν είναι υπερβολικά μακρά μια διαδικασία εξετάσεως συνολικής διάρκειας πέντε ετών και ενός μηνός, εκ των οποίων 38 μήνες για το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως και 23 μήνες για την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, λαμβανομένου υπόψη του γενικού πλαισίου της υποθέσεως, της περιπλοκότητας των επίμαχων μέτρων και των διακυβευομένων συμφερόντων, και λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι οι εθνικές αρχές συνέβαλαν, τουλάχιστον εν μέρει, με τη συμπεριφορά τους, στην παράταση της διάρκειας της διαδικασίας εξετάσεως. Η εν λόγω διάρκεια της διαδικασίας δεν αποτελεί περίσταση εξαιρετικού χαρακτήρα ικανή να στηρίξει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των ενισχύσεων.
(βλ. σκέψεις 336-342, 347)
Η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως μέσω της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της. Κατά συνέπεια, η αναζήτηση μιας κρατικής ενισχύσεως, παρανόμως χορηγηθείσας, με σκοπό την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί ως μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.
Με την επιστροφή της ενισχύσεως, ο δικαιούχος της χάνει το πλεονέκτημα του οποίου απολάμβανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και τα πράγματα επανέρχονται στην προ της καταβολής της ενισχύσεως κατάσταση. Από τα αποτελέσματα της επιστροφής προκύπτει επίσης ότι, κατά κανόνα, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει τη διακριτική της ευχέρεια οσάκις ζητεί από το κράτος μέλος να αναζητήσει τα ποσά που χορηγήθηκαν υπό μορφή παράνομων ενισχύσεων, διότι δεν πράττει κάτι διαφορετικό από το να ζητεί την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως.
Ασφαλώς, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην βαίνουν πέραν των ορίων του πρόσφορου και του αναγκαίου για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ, όταν προσφέρονται προς επιλογή περισσότερα κατάλληλα μέτρα, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό.
Εντούτοις, η αναζήτηση των παράνομων ενισχύσεων, καθόσον αφορά την αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί, καταρχήν, ως μέτρο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας σε σχέση με τους σκοπούς των διατάξεων της Συνθήκης στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Ένα τέτοιο μέτρο, έστω και αν λαμβάνεται πολύ χρόνο μετά τη χορήγηση των επίμαχων ενισχύσεων, δεν μπορεί να αποτελεί κύρωση μη προβλεπόμενη από το κοινοτικό δίκαιο.
(βλ. σκέψεις 372-375)