EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004TJ0069

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση T-69/04

Schunk GmbH και Schunk Kohlenstoff-Technik GmbH

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των προϊόντων άνθρακα και γραφίτη για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εφαρμογές — Ένσταση περί ελλείψεως νομιμότητας — Άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 — Καταλογισμός της παραβάσεως — Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων — Σοβαρότητα και συνέπειες της παραβάσεως — Αποτρεπτικό αποτέλεσμα — Συνεργασία κατά τη διοικητική διαδικασία — Αρχή της αναλογικότητας — Αρχή της ίσης μεταχείρισης — Αντίθετο αίτημα για αύξηση του προστίμου»

Απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 8ης Οκτωβρίου 2008   II ‐ 2579

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Κοινοτικό δίκαιο – Γενικές αρχές του δικαίου – Ασφάλεια δικαίου – Αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου»

  2. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Διακριτική ευχέρεια την οποία παρέχει στην Επιτροπή το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 – Παραβίαση της αρχής «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» – Δεν υφίσταται

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

  3. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Αρμοδιότητα της Επιτροπής απορρέουσα από τη Συνθήκη

    (Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ, 83 §§ 1 και 2, στοιχεία α’ και δ’, ΕΚ, 202, περίπτωση 3, ΕΚ και 211, περίπτωση 1, ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)

  4. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  5. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Αμφισβήτηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά με την απόφαση περί επιβολής κυρώσεων λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού – Παραδεκτό – Προϋπόθεση – Μη παραδοχή των πραγματικών περιστατικών κατά τη διοικητική διαδικασία

    (Άρθρο 230 ΕΚ)

  6. Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια

    (Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

  7. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

  8. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Καθορισμός των τιμών – Υποχρέωση της Επιτροπής να αναφερθεί, προς εκτίμηση του αντίκτυπου της παραβάσεως, στον ανταγωνισμό που θα υφίστατο αν δεν είχε σημειωθεί παράβαση

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

  9. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κατανομή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες με συγκεκριμένο κριτήριο

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

  10. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Αποτρεπτικός χαρακτήρας – Γενική απαίτηση, η οποία πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή καθ’ όλη τη διαδικασία υπολογισμού των προστίμων

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής, σημείο 1 A)

  11. Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Εφαρμογή από την Επιτροπή – Αυτοτέλεια σε σχέση προς τις εκτιμήσεις των αρχών τρίτων χωρών

    (Άρθρα 3 § 1, στοιχείο γ’, ΕΚ και 81 ΕΚ)

  12. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Κριτήρια – Μείωση του ποσού του προστίμου λόγω συνεργασίας της εμπλεκόμενης επιχείρησης

    (Κανονισμός 17 του Συμβουλίου· ανακοίνωση 98/C 9/03 της Επιτροπής)

  13. Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία

    (Άρθρα 229 ΕΚ, 230 ΕΚ και 231 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 17· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου)

  1.  Η αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου» είναι απόρροια της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου και επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να είναι σαφείς και ακριβείς οι κοινοτικές ρυθμίσεις, ιδίως όταν αυτές επιβάλλουν ή επιτρέπουν την επιβολή κυρώσεων, ούτως ώστε να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις ρυθμίσεις αυτές και να λαμβάνουν τα ανάλογα μέτρα. Η αρχή αυτή, η οποία αποτελεί μέρος των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών και έχει κατοχυρωθεί με διάφορες διεθνείς συνθήκες, μεταξύ άλλων με το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ισχύει τόσο για τους ποινικού χαρακτήρα κανόνες όσο και για τις ειδικές διοικητικές ρυθμίσεις, οι οποίες επιβάλλουν διοικητικές κυρώσεις ή επιτρέπουν την επιβολή τους. Έχει εφαρμογή όχι μόνο στους κανόνες που προβλέπουν τα συστατικά στοιχεία μιας παραβάσεως, αλλά και στους κανόνες που καθορίζουν τις συνέπειες από την παράβαση των πρώτων. Συναφώς, από το άρθρο 7 προκύπτει ότι ο νόμος πρέπει να ορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές που τις κολάζουν. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο πολίτης μπορεί να γνωρίζει, με βάση το κείμενο της σχετικής διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στην εν λόγω διάταξη από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις στοιχειοθετούν την ποινική ευθύνη του.

    Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη δεν επιβάλλει να είναι οι όροι των διατάξεων δυνάμει των οποίων επιβάλλονται οι κυρώσεις αυτές τόσον ακριβείς ώστε να μπορούν να προβλεφθούν με απόλυτη βεβαιότητα οι συνέπειες που ενδέχεται να επισύρει η παράβασή τους. Πράγματι, κατά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, η ύπαρξη ασαφών όρων στη διάταξη δεν συνιστά οπωσδήποτε παράβαση του άρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το γεγονός ότι ένας νόμος απονέμει εξουσία εκτιμήσεως δεν συνεπάγεται από μόνο του μη τήρηση της προϋποθέσεως προβλεψιμότητας, εφόσον η έκταση και ο τρόπος ασκήσεως αυτής της εξουσίας καθορίζονται με επαρκή σαφήνεια, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού επιδιωκομένου σκοπού, ώστε να παρέχεται στον ιδιώτη προσήκουσα προστασία κατά της αυθαιρεσίας. Ως προς το θέμα αυτό, εκτός από το ίδιο το κείμενο του νόμου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου λαμβάνει υπόψη το κατά πόσον οι χρησιμοποιούμενες αόριστες έννοιες έχουν διευκρινιστεί από πάγια και δημοσιευμένη νομολογία. Εξάλλου, η συνεκτίμηση των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των κρατών μελών δεν συνεπάγεται ότι στην αρχή «ουδεμία ποινή άνευ νόμου», η οποία αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, μπορεί να δοθεί διαφορετική ερμηνεία.

    (βλ. σκέψεις 28-29, 32-34)

  2.  Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, σχετικά με την επιβολή προστίμων σε επιχειρήσεις που έχουν παραβιάσει τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού, δεν είναι αντίθετο στην «ουδεμία ποινή άνευ νόμου».

    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δεν διαθέτει απεριόριστη διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του προστίμου, διότι οφείλει να τηρεί το ανώτατο όριο για το πρόστιμο που μπορεί να επιβληθεί σε συνάρτηση με τον κύκλο εργασιών των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και να λαμβάνει υπόψη της τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως. Επιπλέον, το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών της οικείας επιχείρησης κρίνεται εύλογο, λαμβανομένων υπόψη των συμφερόντων που προστατεύει η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού και του γεγονότος ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 συμβάλλει στην εκπλήρωση μιας εκ των κυριότερων αποστολών της Κοινότητας. Ομοίως, κατά τον καθορισμό του προστίμου, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, ειδικότερα δε τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας. Εξάλλου, η Επιτροπή έχει αναπτύξει, υπό τον έλεγχο των κοινοτικών δικαστηρίων, δημοσίως γνωστή και διαφανή πρακτική λήψεως αποφάσεων, η οποία, καίτοι δεν αποτελεί δεσμευτικό πλαίσιο για την επιβολή προστίμων, εντούτοις αποτελεί κριτήριο όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεδομένου ότι τα πρόστιμα μπορούν να αναπροσαρμοστούν οποτεδήποτε, εντός των ορίων του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, αν αυτό επιβάλλει η αποτελεσματική εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή, αφενός, έχει δημοσιεύσει κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τον υπολογισμό των προστίμων και, συνεπώς, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειάς της, συμβάλλοντας έτσι στην εμπέδωση ασφάλειας δικαίου, και, αφετέρου, οφείλει να τηρεί τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Περαιτέρω, η εκ μέρους της Επιτροπής θέσπιση των κατευθυντηρίων γραμμών, εφόσον εντάσσεται στο νομικό πλαίσιο του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, απλώς συνέβαλε στη διευκρίνιση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής η οποία ούτως ή άλλως απορρέει από τη διάταξη αυτή, χωρίς να μπορεί να συναχθεί εξ αυτού ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε αρχικώς ορίσει πλημμελώς τα όρια της αρμοδιότητας της Επιτροπής στον συγκεκριμένο τομέα. Τέλος, η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ, να αιτιολογεί τις αποφάσεις περί επιβολής προστίμου.

    (βλ. σκέψεις 35-36, 38-44, 46)

  3.  Η εξουσία επιβολής προστίμων σε περίπτωση παραβάσεως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκε αρχικά στο Συμβούλιο, το οποίο τη μεταβίβασε ή ανέθεσε την άσκησή της στην Επιτροπή, κατά την έννοια του άρθρου 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ. Σύμφωνα με τα άρθρα 83, παράγραφοι 1 και 2, στοιχεία α’ και δ’, ΕΚ και 211, τρίτη περίπτωση, ΕΚ, η εξουσία αυτή αποτελεί μέρος της αρμοδιότητας της Επιτροπής να μεριμνά για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, αρμοδιότητα η οποία διευκρινίστηκε, οριοθετήθηκε και κατοχυρώθηκε, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, με τον κανονισμό 17. Συνεπώς, η εξουσία επιβολής προστίμων την οποία ο κανονισμός αυτός απονέμει στην Επιτροπή απορρέει από τις διατάξεις της ίδιας της Συνθήκης και αποσκοπεί στην ουσιαστική εφαρμογή των απαγορεύσεων που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα.

    (βλ. σκέψεις 48-49)

  4.  Η αντίθετη στους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά μιας επιχείρησης μπορεί να καταλογιστεί σε άλλη όταν η πρώτη δεν έχει καθορίσει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά έχει ακολουθήσει ουσιαστικά τις οδηγίες της δεύτερης ενόψει ιδίως των οικονομικών και νομικών δεσμών που τις συνδέουν. Κατ’ αυτήν την έννοια, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία οσάκις η θυγατρική δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει ουσιαστικά τις εντολές της μητρικής εταιρίας, με συνέπεια οι δύο αυτές επιχειρήσεις να αποτελούν οικονομική ενότητα.

    Στην ειδική περίπτωση που μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της και ότι, ως εκ τούτου, οι εταιρίες αυτές αποτελούν οικονομική ενότητα κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Επομένως, η μητρική εταιρία που αμφισβητεί, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου για ενέργειες της θυγατρικής της φέρει το βάρος να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αυτοτέλεια της θυγατρικής.

    Το γεγονός ότι η μητρική εταιρία που κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής είναι εταιρία συμμετοχών δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η θυγατρική διαθέτει λειτουργική και οργανωτική ανεξαρτησία. Η έννοια της εταιρίας συμμετοχών καλύπτει διάφορες περιπτώσεις. Κατά κανόνα, ως τέτοια χαρακτηρίζεται η εταιρία που κατέχει μερίδια συμμετοχής σε μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, με σκοπό τον έλεγχό τους. Εταιρία συμμετοχών που έχει ως σκοπό την κτήση, πώληση, διοίκηση και, ιδίως, την στρατηγική διαχείριση συμμετοχών σε βιομηχανικές επιχειρήσεις μπορεί είτε να είναι απλώς μια χρηματοοικονομική εταιρία συμμετοχών, η οποία δεν ασκεί βιομηχανική ή εμπορική δραστηριότητα, είτε εταιρία της οποίας η δραστηριότητα περιλαμβάνει διαχείριση και διοίκηση θυγατρικών εταιριών. Στο πλαίσιο ομίλου εταιριών, σκοπός της εταιρίας συμμετοχών είναι να συγκεντρώσει τις συμμετοχές σε διάφορες εταιρίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση. Μπορεί επίσης να υφίσταται, μεταξύ της εταιρίας συμμετοχών και της θυγατρικής της, ενιαία διοίκηση και συντονισμός, με συνέπεια να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα του ομίλου. Το γεγονός ότι μια εταιρία είναι εταιρία συμμετοχών, με κύριο σκοπό, σύμφωνα με το καταστατικό της, τη διαχείριση των συμμετοχών της στο κεφάλαιο άλλων εταιριών, δεν αρκεί για να ανατραπεί το τεκμήριο που στηρίζεται στον έλεγχο του συνόλου του κεφαλαίου.

    (βλ. σκέψεις 55-56, 59-64, 66, 70)

  5.  Η ανακοίνωση αιτιάσεων, σκοπός της οποίας είναι να διασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται, οριοθετεί το αντικείμενο της κινηθείσας κατά επιχείρησης διαδικασίας, καθώς καθορίζει τη θέση της Επιτροπής έναντι της εν λόγω επιχείρησης, το δε κοινοτικό όργανο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του, με την απόφασή του, αιτιάσεις που δεν περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση.

    Η Επιτροπή καθορίζει τη θέση της όσον αφορά τη συνέχεια της διοικητικής διαδικασίας κυρίως βάσει των απαντήσεων που έχουν δώσει στην ανακοίνωση αιτιάσεων οι επιχειρήσεις προς τις οποίες αυτή απευθύνεται.

    Στο πλαίσιο αυτό, ελλείψει ρητής παραδοχής εκ μέρους της εμπλεκόμενης επιχείρησης, η Επιτροπή εξακολουθεί να βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, ενώ η επιχείρηση παραμένει ελεύθερη να αναπτύξει, στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, όποιον αμυντικό ισχυρισμό κρίνει σκόπιμο. Αντιθέτως, τούτο δεν μπορεί να συμβεί αν η εν λόγω επιχείρηση έχει παραδεχθεί κατά τρόπο ρητό, σαφή και συγκεκριμένο τα πραγματικά περιστατικά.

    Η λύση αυτή δεν αποσκοπεί στο εμποδιστεί η άσκηση ένδικης προσφυγής από επιχείρηση στην οποία η Επιτροπή έχει επιβάλει κυρώσεις, αλλά να διευκρινιστεί το εύρος της διαφοράς που μπορεί να τεθεί στην κρίση του δικαστή, ούτως ώστε να μη μετακυλιστεί, από την Επιτροπή προς το Πρωτοδικείο, η αρμοδιότητα προσδιορισμού των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την επίμαχη παράβαση, δεδομένου ότι, σε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεων.

    (βλ. σκέψεις 80-81, 84-85)

  6.  Όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής ενέχει, εκτός από τη συνεννόηση μεταξύ επιχειρήσεων, και συμπεριφορά στην αγορά συνακόλουθη προς αυτή τη συνεννόηση και σχέση αιτίου και αιτιατού μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Πλην αποδείξεως του εναντίου, με την προσκόμιση της οποίας βαρύνονται οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, οι μετέχουσες στη συνεννόηση επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δρουν στην αγορά τεκμαίρεται ότι λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που έχουν ανταλλάξει με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

    (βλ. σκέψη 118)

  7.  Στο πλαίσιο του καθορισμού του προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, η σοβαρότητα της παραβάσεως καθορίζεται βάσει πολλών στοιχείων, όπως είναι οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιό της και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων, ως προς την εκτίμηση των οποίων η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια. Για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή μπορεί να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις είχαν λάβει πολλές προφυλάξεις για να μην εντοπιστεί η σύμπραξη, καθώς και τις επιπτώσεις για το ευρύτερο κοινό.

    Δεν βλάπτουν όλες οι παραβάσεις με τον ίδιο τρόπο τον ανταγωνισμό και το ευρύτερο κοινό. Η συνεκτίμηση των επιπτώσεων για το κοινό διαφέρει από τη συνεκτίμηση της οικονομικής δυνατότητας ενός μετέχοντος σε σύμπραξη να προκαλέσει βλάβη στον ανταγωνισμό και στους καταναλωτές, η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης EKAX, προκειμένου να υπάρξει διαφοροποιημένη μεταχείριση σε περίπτωση που στην παράβαση εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις.

    (βλ. σκέψεις 153-154, 156)

  8.  Για την εκτίμηση των επιπτώσεων μιας παραβάσεως στην αγορά, η Επιτροπή πρέπει να χρησιμοποιεί ως μέτρο τον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό κανονικές συνθήκες, αν δεν είχε διαπραχθεί η παράβαση.

    Σε περίπτωση συμπράξεως ως προς τις τιμές, η Επιτροπή θεμιτώς συνάγει ότι η παράβαση είχε συνέπειες λόγω του ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη έλαβαν μέτρα για την εφαρμογή των τιμών που συμφώνησαν, π.χ. αναγγέλλοντας τις εν λόγω τιμές στους πελάτες, δίδοντας οδηγίες στους υπαλλήλους τους να τις χρησιμοποιούν ως βάση διαπραγμάτευσης και επιβλέποντας την εφαρμογή τους από τους ανταγωνιστές τους και από τις δικές τους υπηρεσίες πωλήσεων. Συγκεκριμένα, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη επιπτώσεων στην αγορά, αρκεί οι συμφωνηθείσες τιμές να χρησίμευσαν ως βάση για τον καθορισμό των τιμών των επιμέρους συναλλαγών, περιορίζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το περιθώριο διαπραγμάτευσης των πελατών.

    Αντιθέτως, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από την Επιτροπή, όταν στοιχειοθετείται η εφαρμογή συμπράξεως, να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι συμφωνίες όντως παρέσχον τη δυνατότητα στις οικείες επιχειρήσεις να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο τιμών των συναλλαγών από εκείνο που θα επικρατούσε χωρίς τη σύμπραξη. Συναφώς, δεν μπορεί να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι για τον προσδιορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνον το γεγονός ότι το επίπεδο των τιμών των συναλλαγών θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σύμπραξη. Εξάλλου, θα ήταν δυσανάλογο το να απαιτηθεί μια τέτοια απόδειξη η οποία θα απορροφούσε σημαντικούς πόρους, καθώς θα καθιστούσε αναγκαία την προσφυγή σε οικονομικούς υπολογισμούς, στηριζόμενους σε οικονομικά πρότυπα των οποίων η ακρίβεια δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί από τον δικαστή και ως προς τα οποία ουδόλως αποδεικνύεται ότι είναι απαλλαγμένα ελαττωμάτων.

    Για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, είναι κρίσιμο το ζήτημα αν οι μετέχοντες στη σύμπραξη έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν προκειμένου να υλοποιηθούν οι προθέσεις τους. Αυτό που συνέβη κατόπιν, στο επίπεδο των τιμών της αγοράς που πράγματι επιτεύχθηκαν, ενδέχεται να έχει επηρεασθεί από άλλους παράγοντες, εκτός του ελέγχου των μετεχόντων στη σύμπραξη. Οι μετέχοντες στη σύμπραξη δεν μπορούν να επικαλούνται υπέρ αυτών, ως περιστάσεις που δικαιολογούν μείωση του προστίμου, εξωγενείς παράγοντες που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους.

    Επομένως, η Επιτροπή μπορεί θεμιτώς να διαπιστώσει ότι η σύμπραξη είχε επιπτώσεις στην αγορά λόγω της υλοποιήσεώς της, χωρίς να απαιτείται οι επιπτώσεις αυτές να μετρηθούν με ακρίβεια.

    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της συμπράξεως, ο χαρακτηρισμός της κρινόμενης παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής» μπορεί να είναι ορθός. Συγκεκριμένα, οι τρεις πτυχές της αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης EKAX της σοβαρότητας της παραβάσεως δεν έχουν την ίδια βαρύτητα στο πλαίσιο της συνολικής εξετάσεως. Η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο, ιδίως, για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως «πολύ σοβαρών». Συναφώς, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων σύμφωνα με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στον καθορισμό των τιμών μπορούν να χαρακτηριστούν, λόγω της φύσεώς τους και μόνον, «πολύ σοβαρές», χωρίς να απαιτούνται, για τον χαρακτηρισμό αυτό, ιδιαίτερες επιπτώσεις ή ιδιαίτερη γεωγραφική έκταση. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι οι επιπτώσεις στην αγορά και τα αποτελέσματα σε εκτεταμένες περιοχές της κοινής αγοράς περιλαμβάνονται ρητώς στην περιγραφή των σοβαρών παραβάσεων, ενώ, αντιθέτως, η περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο σχετικά με επιπτώσεις στην αγορά ή με συνέπειες σε συγκεκριμένη γεωγραφική.

    (βλ. σκέψεις 165-169, 171)

  9.  Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης EKAX, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως ενόψει του καθορισμού του ύψους του προστίμου, λαμβάνονται υπόψη πολλά στοιχεία, μεταξύ των οποίων η φύση της παραβάσεως, οι συγκεκριμένες επιπτώσεις της, η γεωγραφική έκταση της πληγείσας αγοράς και η ανάγκη διασφαλίσεως του αποτρεπτικού αποτελέσματος του προστίμου. Οι κατευθυντήριες γραμμές, καίτοι δεν προβλέπουν ότι το ποσό των προστίμων πρέπει να υπολογίζεται με βάση τον συνολικό ή τον συγκεκριμένο κύκλο εργασιών, εντούτοις δεν εμποδίζουν να λαμβάνονται τα στοιχεία αυτά υπόψη κατά την επιμέτρηση του προστίμου, προκειμένου να τηρηθούν οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.

    Λόγω μεγάλων διαφορών ως προς το μέγεθος των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και για να συνεκτιμηθεί το μέγεθος της συμμετοχής της κάθε επιχείρησης στην παράβαση και, συνεπώς, η πραγματική επίπτωση της παραβατικής συμπεριφοράς της στον ανταγωνισμό, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το σημείο 1 A, τέταρτο και έκτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, να διαφοροποιεί τη μεταχείριση των επιχειρήσεων που μετέχουν στην παράβαση. Προς τούτο, μπορεί να κατατάσσει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις σε τρεις κατηγορίες, βάσει του κύκλου εργασιών που είχε πραγματοποιήσει η κάθε μία από τα επίμαχα προϊόντα εντός του ΕΟΧ, συνυπολογιζομένης της αξίας της ίδιας κατανάλωσης της κάθε επιχείρησης. Το αριθμητικώς προσδιορισθέν μερίδιο αγοράς εκφράζει το μέγεθος της συμμετοχής της κάθε επιχείρησης στην παράβαση και την οικονομική δυνατότητά της να προκαλέσει σημαντική βλάβη στον ανταγωνισμό.

    (βλ. σκέψεις 176-177)

  10.  Οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 του κανονισμού 17 έχουν ως σκοπό την καταπολέμηση των παράνομων συμπεριφορών καθώς και την πρόληψη της εκ νέου τελέσεώς τους. Δεδομένου, επομένως, ότι η αποτροπή αποτελεί σκοπό του προστίμου, η απαίτηση εξασφαλίσεως αποτρεπτικού αποτελέσματος συνιστά γενική απαίτηση που πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια του υπολογισμού του προστίμου και δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει ο εν λόγω υπολογισμός ένα ειδικό στάδιο που προορίζεται για τη συνολική εκτίμηση όλων των σχετικών περιστάσεων για την επίτευξη του ως άνω σκοπού.

    Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η επιδίωξη αποτρεπτικού αποτελέσματος, η Επιτροπή δεν όρισε, με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, της Συνθήκης EKAX, συγκεκριμένη μέθοδο ή κριτήρια, τα οποία, αν προβλέπονταν ειδικά, θα είχαν δεσμευτική ισχύ. Στο πλαίσιο των ενδείξεων σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, το σημείο 1 Α, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, αναφέρει μόνον την ανάγκη καθορισμού του προστίμου σε τέτοιο ύψος ώστε να διασφαλίζεται επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

    (βλ. σκέψεις 191-193)

  11.  Η άσκηση των εξουσιών των αρμοδίων για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού αρχών τρίτων κρατών, στο πλαίσιο της εδαφικής τους αρμοδιότητας, υπόκειται στις ιδιαίτερες επιταγές που ισχύουν στα κράτη αυτά. Τα στοιχεία που αποτελούν το βάθρο των εννόμων τάξεων άλλων κρατών στον τομέα του ανταγωνισμού όχι μόνον έχουν ιδιαίτερους σκοπούς και στόχους, αλλά συνεπάγονται και τη θέσπιση ιδιαίτερων κανόνων ουσιαστικού δικαίου που έχουν ποικιλόμορφες έννομες συνέπειες σε διοικητικό, ποινικό ή αστικό επίπεδο σε περίπτωση που οι αρχές των κρατών αυτών αποδείξουν την ύπαρξη παραβάσεων των κανόνων που ισχύουν στον τομέα του ανταγωνισμού. Αντιθέτως, εντελώς διαφορετική από νομικής απόψεως είναι η περίπτωση κατά την οποία σε μια επιχείρηση εφαρμόζονται, στον τομέα του ανταγωνισμού, αποκλειστικώς το κοινοτικό δίκαιο και το δίκαιο ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, όταν δηλαδή η σύμπραξη περιορίζεται αποκλειστικώς στο εδαφικό πεδίο εφαρμογής της έννομης τάξεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

    Επομένως, η Επιτροπή, όταν επιβάλλει κυρώσεις για παράνομη συμπεριφορά μιας επιχείρησης, ακόμη και αν η συμπεριφορά αυτή ανάγεται σε σύμπραξη διεθνούς χαρακτήρα, σκοπό έχει να διαφυλάξει τον ελεύθερο ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, πράγμα που, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ’, ΕΚ, αποτελεί βασικό σκοπό της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, λόγω της ιδιαιτερότητας του εννόμου αγαθού το οποίο προστατεύεται σε κοινοτικό επίπεδο, οι εκτιμήσεις στις οποίες η Επιτροπή προβαίνει, βάσει των αρμοδιοτήτων της στον σχετικό τομέα, μπορούν να αποκλίνουν σημαντικά από εκείνες στις οποίες προβαίνουν οι αρχές τρίτων κρατών.

    Οποιοδήποτε συμπέρασμα αντλείται από τα πρόστιμα που έχουν επιβάλει οι αρχές τρίτου κράτους μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής κατά τον καθορισμό των προστίμων για παραβιάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορεί, αλλά δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη πρόστιμα που έχουν προηγουμένως επιβληθεί από τις αρχές τρίτων κρατών.

    Συγκεκριμένα, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που κατά νόμο επιδιώκει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του ύψους ενός προστίμου συνίσταται στο να εξασφαλιστεί η τήρηση, από τις επιχειρήσεις, των κανόνων ανταγωνισμού που η Συνθήκη ΕΚ θέτει για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους εντός της κοινής αγοράς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή, όταν αξιολογεί τον αποτρεπτικό χαρακτήρα ενός προστίμου που πρόκειται να επιβάλει λόγω παραβάσεως των πιο πάνω κανόνων, δεν οφείλει να λάβει υπόψη τυχόν κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε μια επιχείρηση λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού τρίτων κρατών.

    (βλ. σκέψεις 205-209)

  12.  Η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλει λόγω παραβιάσεως της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και μπορεί, συναφώς, να λάβει υπόψη της πολλά στοιχεία, όπως είναι η συνεργασία των εμπλεκομένων επιχειρήσεων κατά την έρευνα που διεξάγουν οι υπηρεσίες του οργάνου αυτού. Η Επιτροπή διαθέτει, επίσης, ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εκτίμηση της ποιότητας και τη χρησιμότητας της συνεργασίας μιας επιχείρησης, ιδίως σε σχέση με τη συμβολή άλλων επιχειρήσεων.

    Η μείωση των προστίμων σε περίπτωση συνεργασίας των επιχειρήσεων στηρίζεται στη σκέψη ότι μια τέτοια συνεργασία διευκολύνει το έργο της Επιτροπής να διαπιστώσει την παράβαση και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα σε αυτή.

    Στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη της ότι η επιχείρηση της παρέδωσε έγγραφα μόνον αφού έλαβε το αίτημα παροχής πληροφοριών, αλλά δεν μπορεί να θεωρήσει το στοιχείο αυτό καθοριστικό και να μειώσει, έτσι, τη σπουδαιότητα της συνεργασίας που παρέσχε η επιχείρηση δυνάμει του σημείου Δ, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων.

    (βλ. σκέψεις 211-212, 225, 234)

  13.  Το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να εκτιμά, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας που του αναγνωρίζουν το άρθρο 229 ΕΚ και το άρθρο 17 του κανονισμού 17, τον πρόσφορο χαρακτήρα του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται λόγω παραβιάσεως της κοινοτικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας, οι εξουσίες του κοινοτικού δικαστή δεν περιορίζονται, όπως προβλέπεται στο άρθρο 231 ΕΚ, στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά του επιτρέπουν τη μεταρρύθμιση της επιβληθείσας με την απόφαση αυτή κυρώσεως. Επομένως, ο κοινοτικός δικαστής έχει την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να καταργεί, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν.

    Μολονότι η άσκηση της αρμοδιότητας πλήρους δικαιοδοσίας ζητείται συχνότερα από τους προσφεύγοντες με σκοπό τη μείωση του προστίμου, τίποτε δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να υποβάλει και αυτή στην κρίση του κοινοτικού δικαστή το ζήτημα του ύψους του προστίμου, ζητώντας την αύξησή του, καθώς η δυνατότητα αυτή προβλέπεται ρητώς στο σημείο E, παράγραφος 4, της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων..

    Η αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας ασκείται από τα κοινοτικά δικαστήρια μόνο στο πλαίσιο του ελέγχου των πράξεων των κοινοτικών οργάνων και, ειδικότερα, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως, καθώς το άρθρο 229 ΕΚ έχει ως μόνο αποτέλεσμα τη διεύρυνση του πεδίου των εξουσιών τις οποίες διαθέτει ο κοινοτικός δικαστής στο πλαίσιο της προσφυγής του άρθρου 230 ΕΚ. Επομένως, το αίτημα περί αυξήσεως του προστίμου δεν είναι αντίθετο στο άρθρο 230 ΕΚ.

    Λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του Πρωτοδικείου να αυξάνει το πρόστιμο, κρίνεται παραδεκτό το αντίθετο αίτημα της Επιτροπής περί καταργήσεως της μειώσεως του προστίμου που χορηγήθηκε σε επιχείρηση λόγω της συνεργασίας της κατά τη διοικητική διαδικασία, επειδή ότι η εν λόγω επιχείρηση αμφισβήτησε, για πρώτη φορά ενώπιον του Πρωτοδικείου, πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

    Εντούτοις, ένα τέτοιο αίτημα είναι απορριπτέο, κυρίως διότι το ύψος του προστίμου καθορίζεται μόνο σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως και, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η Επιτροπή υποχρεώθηκε να παρουσιάσει αμυντικούς ισχυρισμούς κατά της αμφισβητήσεως πραγματικών περιστατικών για τα οποία βασίμως θεωρούσε ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί πλέον δεν αρκεί για να θεμελιώσει αύξηση του προστίμου. Οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Επιτροπή λόγω της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν αποτελούν κριτήριο καθορισμού του ύψους του προστίμου και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού Διαδικασίας περί δικαστικών εξόδων.

    (βλ. σκέψεις 242-247, 251, 259, 262)

Top