This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62002TO0202
Περίληψη της διατάξεως
Περίληψη της διατάξεως
1. Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Παράνομη συμπεριφορά – Μη κίνηση διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως από την Επιτροπή – Δεν συνιστά παράνομη συμπεριφορά – Αίτημα αποζημιώσεως – Απαράδεκτο
(Άρθρο 226 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)
2. Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Εξουσία της Επιτροπής προς άσκηση προσφυγής – Άσκηση κατά διακριτική ευχέρεια – Η διαδικαστική θέση των υποβαλόντων καταγγελία διαφέρει από εκείνη που κατέχουν σε υποθέσεις ανταγωνισμού
(Άρθρο 226 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου)
3. Προσέγγιση νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Διαδικασία επιτρέπουσα στην Επιτροπή να επέμβει σε περίπτωση σαφούς και κατάφωρης παραβάσεως των κοινοτικών διατάξεων περί δημοσίων συμβάσεων – Διαδικασία άσχετη προς τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 226 ΕΚ – Επιλογή της Επιτροπής να μην κάνει χρήση της διαδικασίας αυτής – Δεν συνιστά παράνομη συμπεριφορά
(Άρθρο 226 ΕΚ· οδηγία του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 3)
4. Προσφυγή ακυρώσεως – Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας – Υποχρέωση κοινοτικού οργάνου να προβεί σε ενέργεια – Δεν μπορεί να επιβληθεί
(Άρθρο 230 ΕΚ)
1. Εφόσον η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ για τη διαπίστωση παραβάσεως, η απόφασή της να μην κινήσει τη διαδικασία αυτή δεν συνιστά, ούτως ή άλλως, παράνομη συμπεριφορά, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, και η μόνη συμπεριφορά που θα μπορούσε ενδεχομένως να προβληθεί ως αιτία της ζημίας είναι η συμπεριφορά του οικείου κράτους μέλους. Επομένως, είναι απαράδεκτο το αίτημα αποζημιώσεως το οποίο στηρίζεται στην παράλειψη της Επιτροπής να κινήσει κατά κράτους μέλους διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως.
(βλ. σκέψεις 43-44)
2. Η διαδικαστική θέση των διαδίκων που υποβάλλουν καταγγελία στην Επιτροπή διαφέρει θεμελιωδώς στο πλαίσιο διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ από εκείνη στο πλαίσιο διαδικασίας του κανονισμού 17.
Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ, αλλά έχει διακριτική εξουσία η οποία αποκλείει το δικαίωμα των ιδιωτών να της ζητήσουν να λάβει συγκεκριμένη θέση. Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 226 ΕΚ, οι υποβαλόντες καταγγελία δεν έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του κοινοτικού δικαστή κατά ενδεχομένης αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας τους στο αρχείο, ούτε έχουν διαδικαστικά δικαιώματα, παρόμοια με εκείνα που ενδεχομένως έχουν στο πλαίσιο διαδικασίας του κανονισμού 17, να αξιώνουν από την Επιτροπή ενημέρωση και ακρόαση.
(βλ. σκέψη 46)
3. Το άρθρο 3 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, ορίζει στην παράγραφο 1 ότι η Επιτροπή μπορεί να επικαλείται τη διαδικασία που προβλέπεται στις παραγράφους που ακολουθούν, εφόσον, πριν από τη σύναψη συμβάσεως, θεωρήσει ότι, κατά τη διαδικασία συνάψεως συμβάσεως του δημοσίου η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του Δημοσίου.
Η σαφής διατύπωση της διατάξεως αυτής, η οποία ούτε παρεκκλίνει από το άρθρο 226 ΕΚ ούτε το υποκαθιστά, σημαίνει ότι επιφυλάσσει στην Επιτροπή απλώς την εξουσία να χρησιμοποιεί τη διαδικασία την οποία προβλέπει. Εφόσον η επιλογή της να μην κάνει χρήση της εξουσίας αυτής δεν συνιστά παράνομη συμπεριφορά, δεν μπορεί να στοιχειοθετεί εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας. Άλλωστε, και αν ακόμη εκαλείτο να κάνει χρήση αυτής, η Επιτροπή θα διατηρούσε την ευχέρεια να εξετάσει την καταγγελία που της απευθύνεται βάσει του άρθρου 226 ΕΚ.
(βλ. σκέψεις 49-50)
4. Ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί, χωρίς να σφετεριστεί τις αρμοδιότητες της διοικήσεως, να υποχρεώνει κοινοτικό όργανο προς ενέργεια. Η αρχή αυτή όχι μόνο καθιστά απαράδεκτα, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, τα αιτήματα με τα οποία ζητείται να υποχρεωθεί το καθού όργανο να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται πράξη του, αλλά ισχύει, κατ’ αρχήν, και στο πλαίσιο προσφυγής πλήρους δικαιοδοσίας.
(βλ. σκέψη 53)