Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999TJ0205

Περίληψη της αποφάσεως

Υπόθεση T-205/99

Hyper Srl

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Τελωνειακοί δασμοί — Εισαγωγή συσκευών τηλεοράσεως προερχομένων από την Ινδία — Πιστοποιητικά προελεύσεως άνευ ισχύος — Αίτηση διαγραφής χρέους εισαγωγικών δασμών — Άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1430/79 — Δικαιώματα άμυνας — Ειδική κατάσταση»

Απόφαση του Πρωτοδικείου (τρίτο τμήμα) της 11ης Ιουλίου 2002   II-3146

Περίληψη της αποφάσεως

  1. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διαγραφή ή επιστροφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών – Άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 – Εξουσία αποφάσεως της Επιτροπής – Δικαίωμα ακροάσεως του ενδιαφερόμενου επιχειρηματία – Περιεχόμενο

    (Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13, κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 905)

  2. Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Διοικητική διαδικασία για τη διαγραφή των εισαγωγικών δασμών – Υποχρέωση της Επιτροπής να εξασφαλίσει στον ενδιαφερόμενο αυτόματη πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα που κατέχει – Δεν υφίσταται – Υποχρέωση του ενδιαφερομένου να ζητήσει την κοινοποίηση τους

    (Άρθρο 255 ΕΚ, κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 905)

  3. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διαγραφή ή επιστροφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών – Άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 – «Ειδική κατάσταση» – Έννοια – Διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής – Περιεχόμενο – Όρια

    (Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13 § 1)

  4. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Διαγραφή ή επιστροφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών – Άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 – Περιεχόμενο – Όρια – Διαδικασία προβλεπόμενη από τα άρθρα 906 έως 909 του κανονισμού 2454/93 – Αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως εκδοθείσας στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας – Αδυναμία του υπόχρέου να προβάλει αιτιάσεις και επιχειρήματα προς απόδειξη του παρανόμου των αποφάσεων των αρμόδιων εθνικών αρχών – Παραβίαση της ένδικης προστασίας των κοινοτικών εισαγωγέων – Δεν υφίσταται

    (Άρθρο 234 ΕΚ, κανονισμοί 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13, και 2913/92, άρθρο 243, κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρα 905 έως 909)

  5. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Εκ των υστέρων είσπραξη των εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών – Οικονομική ζημία που υφίσταται ο εισαγωγέας λόγω της εκ των υστέρων εισπράξεως των δασμών – Χαρακτηρισμός της εν λόγω καταστάσεως ως ειδικής καταστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 – Αποκλείεται

    (Κανονισμός 1430/79 του Συμβουλίου, άρθρο 13 § 1)

  1.  Εν όψει της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή οσάκις εκδίδει απόφαση κατ' εφαρμογή της γενικής ρήτρας επιεικείας που προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79 περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως πρέπει κατά μείζονα λόγο να διασφαλίζεται στο πλαίσιο των διαδικασιών διαγραφής χρέους ή επιστροφής των εισαγωγικών δασμών. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ειδικότερα όταν η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αποκλειστικής αρμοδιότητας που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 905 του κανονισμού 2454/93 για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, προτίθεται να μην ακολουθήσει την άποψη της εθνικής διοικητικής αρχής όσον αφορά την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπει το άρθρο 13 του κανονισμού 1430/79.

    (βλ. σκέψη 49)

  2.  Η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε πρόσωπο, κατά του οποίου μπορεί να ληφθεί βλαπτική απόφαση, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψη του, τουλάχιστον όσον αφορά τα εις βάρος του στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων, τα οποία λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή προς στήριξη της αποφάσεως της. Η αρχή αυτή δεν επιβάλλει πάντως στην Επιτροπή υποχρέωση να παράσχει, με δική της πρωτοβουλία, τη δυνατότητα προσβάσεως σε όλα τα έγγραφα που συνδέονται ενδεχομένως με τη συγκεκριμένη υπόθεση της οποίας επιλαμβάνεται στο πλαίσιο της εξετάσεως μιας αιτήσεως διαγραφής των εισαγωγικών δασμών. Αν ο ενδιαφερόμενος εκτιμά ότι τα έγγραφα αυτά είναι χρήσιμα για να αποδειχθεί η ύπαρξη ειδικής καταστάσεως και/ή η εκ μέρους του έλλειψη πρόδηλης αμέλειας ή δόλου, σ' αυτόν απόκειται να ζητήσει πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα, σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν θεσπίσει τα όργανα βάσει του άρθρου 255 ΕΚ.

    Πράγματι, όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία στον τομέα της διαγραφής τελωνειακών δασμών, η Επιτροπή υποχρεούται να εξασφαλίζει τη δυνατότητα προσβάσεως σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν την προσβαλλομένη απόφαση κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Ελλείψει τέτοιας αιτήσεως, συνεπώς, δεν υφίσταται αυτόματη πρόσβαση στα έγγραφα που έχει στη διάθεση της η Επιτροπή.

    (βλ. σκέψεις 50,63,65)

  3.  Η ύπαρξη ειδικής καταστάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών αποδεικνύεται όταν από τις προκείμενες περιστάσεις προκύπτει ότι ο υπόχρεος βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση σε σχέση με τους άλλους επιχειρηματίες που ασκούν την ίδια δραστηριότητα και ότι, ελλείψει των περιστάσεων αυτών, ο υπόχρεος δεν θα είχε υποστεί τη ζημία που συνδέεται με τον εκ των υστέρων συνυπολογισμό των τελωνειακών δασμών. Η Επιτροπή, για να καθορίσει αν οι συγκεκριμένες συνθήκες συνιστούν ειδική περίπτωση στην οποία δεν συντρέχει ούτε προφανής αμέλεια ούτε δόλος εκ μέρους του ενδιαφερομένου κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, οφείλει να εκτιμήσει το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων. Συναφώς, σε περιπτώσεις στις οποίες οι υπόχρεοι επικαλέστηκαν, προς στήριξη των αιτήσεων διαγραφής χρέους, την ύπαρξη σοβαρών πλημμελειών των συμβαλλομένων μερών κατά την εφαρμογή συμφωνίας δεσμεύουσας την Κοινότητα, η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι η εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των αιτήσεων αυτών πρέπει να εκτείνεται στο σύνολο των σχετικών με τις επίμαχες εισαγωγές πραγματικών στοιχείων των οποίων η Επιτροπή έλαβε γνώση στο πλαίσιο του καθήκοντος επιτηρήσεως και ελέγχου της εφαρμογής της συμφωνίας αυτής. Εξάλλου, η Επιτροπή, ενόψει της υποχρεώσεως της να εκτιμήσει όλα τα κρίσιμα πραγματικά στοιχεία και της αρχής της επιεικείας στην οποία βασίζεται το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, δεν μπορεί να παραβλέψει τις σχετικές πληροφορίες των οποίων έλαβε γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων της και οι οποίες, αν και δεν περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο της υποθέσεως στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον των εθνικών αρχών, θα μπορούσαν ενδεχομένως να δικαιολογήσουν τη διαγραφή χρέους έναντι των ενδιαφερομένων.

    Επιπλέον, μολονότι η Επιτροπή έχει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79, υποχρεούται να ασκεί την εξουσία αυτή σταθμίζοντας πράγματι, αφενός, το συμφέρον της Κοινότητας να διασφαλίζει την τήρηση των τελωνειακών διατάξεων και, αφετέρου, το συμφέρον του καλόπιστου εισαγωγέα να μην υποστεί ζημίες υπερβαίνουσες τον συνήθη επιχειρηματικό κίνδυνο. Στη συνέχεια, κατά την εξέταση του δικαιολογημένου χαρακτήρα μιας αιτήσεως διαγραφής χρέους, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί στο να λάβει υπόψη τη συμπεριφορά των εισαγωγέων. Η Επιτροπή οφείλει επίσης να εκτιμήσει τις επιπτώσεις της δικής της, ενδεχομένως πλημμελούς, συμπεριφοράς επί της δημιουργηθείσας καταστάσεως.

    (βλ. σκέψεις 92-95)

  4.  Οι διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79 περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών έχουν ως μοναδικό σκοπό την απαλλαγή των επιχειρηματιών, όταν συντρέχουν ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις και εφόσον δεν υπάρχει αμέλεια ή δόλος, από την υποχρέωση καταβολής των δασμών που οφείλουν και όχι να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ίδια την αρχή του απαιτητού του τελωνειακού χρέους. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή του ουσιαστικού τελωνειακού κοινοτικού δικαίου εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών τελωνειακών αρχών. Οι αποφάσεις των αρχών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων που επιβάλλουν την εκ των υστέρων πληρωμή των μη καταβληθέντων τελωνειακών δασμών, μπορούν να προσβληθούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων βάσει του άρθρου 243 του τελωνειακού κώδικα της Κοινότητας, τα δε εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλουν το ζήτημα στην κρίση του Δικαστηρίου κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ.

    Λαμβανομένου υπόψη ότι το αντικείμενο της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας που προβλέπουν τα άρθρα 906 έως 909 του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 του Συμβουλίου για τη θέσπιση του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, περιορίζεται, αντιθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 905 του εν λόγω κανονισμού, στην εξέταση των προϋποθέσεων διαγραφής χρέους που προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1430/79, ο υπόχρεος που ζητεί την ακύρωση αποφάσεως που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς μόνο λόγους ακυρώσεως τείνοντες προς απόδειξη του ότι υφίσταται εν προκειμένω ειδική κατάσταση και ότι δεν υπήρξε εκ μέρους τους δόλος ή αμέλεια. Σε καμία περίπτιοση ο υπόχρεος δεν μπορεί να προβάλει, έναντι της αποφάσεως αυτής, λόγους τείνοντες προς απόδειξη του παρανόμου των αποφάσεων των αρμόδιων εθνικών αρχών με τις οποίες υποχρεώθηκε στην καταβολή των επίμαχων δασμών. Η κατάσταση αυτή δεν παραβιάζει την ένδικη προστασία τωνκοινοτικών εισαγωγέων. Συγκεκριμένα, η αδυναμία του υπόχρεου να προβάλει επιχειρήματα προς αμφισβήτηση του σύννομου της ανακλήσεως πιστοποιητικών στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπουν τα άρθρα 905 επ. του κανονισμού 2454/93 απορρέει από το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού. Επιπλέον, τίποτα δεν εμποδίζει τον υπόχρεο να προβάλει, ενδεχομένως, τέτοια επιχειρήματα στο πλαίσιο του ελέγχου, εκ μέρους του αρμόδιου κοινοτικού δικαστηρίου, της νομιμότητας της αποφάσεως των εθνικών τελωνειακών αρχών.

    (βλ. σκέψεις 98-100)

  5.  Το γεγονός ότι οιτελωνειακές αρχές ενός κράτους μέλους προβαίνουν στην εκ των υστέρων είσπραξη των τελωνειακών δασμών κατόπιν της ανακλήσεως, εκ μέρους των αρχών τρίτης χώρας, πιστοποιητικών καταγωγής που αποδείχθηκε ότι δεν ισχύουν, κατόπιν ελέγχου που διενήργησαν εκ των υστέρων οι αρχές της χώρας αυτής, αποτελεί συνήθη εμπορικό κίνδυνο τον οποίο κάθε συνετός επιχειρηματίας που γνωρίζει τη ρύθμιση πρέπει να λαμβάνει υπόψη. Επομένως, στους επιχειρηματίες απόκειται να προφυλαχθούν από τέτοιους κινδύνους, λαμβάνοντας, ιδίως στο πλαίσιο των συμβατικών τους σχέσεων με τους προμηθευτές, τα αναγκαία μέτρα και, ενδεχομένως, να ασκήσουν αγωγή αποζημιώσεως κατά του πλαστογράφου. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο, διότι η αντίθετη λύση, ήτοι το να συνιστά η λόγω της εκ των υστέρων εισπράξεως των δασμών ζημία ειδική κατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 13 του κανονισμού 1430/79 περί της επιστροφής ως αχρεωστήτως εισπραχθέντων ή της διαγραφής χρέους εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια τη δυνατότητα της εκ των υστέρων εισπράξεως των τελωνειακών δασμών, καθόσον, εξ ορισμού, αυτό το είδος εισπράξεως πραγματοποιείται μετά την αρχική εισαγωγή, και θα καθιστούσε δυσχερή, κατά συνέπεια, την αναζήτηση των μη καταβληθέντων δασμών.

    (βλ. σκέψεις 114-115)

Top