This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61995TJ0002
Περίληψη της αποφάσεως
Περίληψη της αποφάσεως
1 Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά - Κανονισμός ο οποίος επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ - Εισαγωγέας-χρήστης του σχετικού προϋόντος
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 173, εδ. 4)
2 Προσφυγή ακυρώσεως - Ακυρωτική δικαστική απόφαση - Αποτελέσματα - Συνέπειες της ακυρώσεως κανονισμού ο οποίος επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ - Ακυρότητα των πράξεων της διοικητικής διαδικασίας που δεν θίγονται από την ακυρωτική δικαστική απόφαση - Έλλειψη - Επανάληψη της έρευνας - Παραδεκτό - Περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη - Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 176)
3 Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Διαδικασία αντιντάμπινγκ - Πρόσβαση στον φάκελο - Κοινοποίηση μη εμπιστευτικών περιλήψεων - Παρατυπίες που δεν εμπόδισαν τον ενδιαφερόμενο να λάβει γνώση του περιεχομένου των εγγράφων για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του
(Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρα 7 § 4, στοιχ. αα, και 8)
4 Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Ζημία - Θιγόμενος κοινοτικός κλάδος παραγωγής - Ομοειδή προϋόντα - Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων - Βασικά προϋόντα - Λαμβάνονται υπόψη οι προτιμήσεις των τελικών χρηστών - Λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του ανταγωνισμού μεταξύ των προϋόντων στα οποία ενσωματώνεται το βασικό προϋόν - Έλλειψη πλάνης εκτιμήσεως
(Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 12 και άρθρο 4 §§ 1 και 4)
5 Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Αξιολόγηση, από τα κοινοτικά όργανα, του συμφέροντος της Κοινότητας - Δικαστικός έλεγχος - Όρια - Στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη - Κατάσταση μετά την έκδοση του κανονισμού που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ - Αποκλεισμός - Ανόθευτος ανταγωνισμός στην κοινή αγορά
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 3, στοιχ. ζζ· κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου, άρθρο 12 § 1)
6 Πράξεις των οργάνων - Αιτιολόγηση - Υποχρέωση - Έκταση - Κανονισμοί που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ
(Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 190)
7 Κοινή εμπορική πολιτική - Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ - Εφαρμογή της κοινοτικής ρυθμίσεως - Εισαγωγέας που απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής δασμών αντιντάμπινγκ - Προϋποθέσεις - Έλλειψη δυσμενών διακρίσεων
(Κανονισμός 2423/88 του Συμβουλίου)
1 Ναι μεν λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων του άρθρου 173, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης οι κανονισμοί που επιβάλλουν δασμούς αντιντάμπινγκ έχουν πράγματι, ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου τους, κανονιστικό χαρακτήρα, καθόσον έχουν εφαρμογή σε όλους τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, πλην όμως δεν αποκλείεται οι διατάξεις τους να αφορούν ατομικά ορισμένους επιχειρηματίες.
Πρέπει να θεωρείται ως ατομικά θιγόμενος ο επιχειρηματίας ο οποίος, έχοντας τις ιδιότητες του μεγαλύτερου εισαγωγέα και του τελικού χρήστη του προϋόντος που αποτελεί αντικείμενο του μέτρου αντιντάμπινγκ, αποδεικνύει επί πλέον ότι οι οικονομικές του δραστηριότητες εξαρτώνται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από τις εισαγωγές του και θίγονται σοβαρά από τον επίμαχο κανονισμό, λαμβανομένων υπόψη του μικρού αριθμού παραγωγών του σχετικού προϋόντος και του γεγονότος ότι συναντά δυσκολίες για τον εφοδιασμό του από τον μοναδικό παραγωγό της Κοινότητας, τον κύριο ανταγωνιστή του ως προς το μεταποιημένο προϋόν.
Πράγματι, όλα τα στοιχεία αυτά συνιστούν μια ειδική κατάσταση η οποία, όσον αφορά το επίμαχο μέτρο, τον χαρακτηρίζει σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο επιχειρηματία.
2 Κατά το άρθρο 176 της Συνθήκης, στο περί ου πρόκειται κοινοτικό όργανο απόκειται να συναγάγει τις δέουσες συνέπειες ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως. Συναφώς, για να εκτελέσει πλήρως την απόφαση αυτή, το κοινοτικό όργανο υποχρεούται να σεβαστεί, όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα.
Όταν πρόκειται περί πράξεως περατώνουσας διοικητική διαδικασία που περιέχει διάφορα στάδια, η ακύρωσή της δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη την ακύρωση ολόκληρης της διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβληθείσας πράξεως, ανεξαρτήτως του αν η αιτιολογία της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως αφορά ουσιαστικούς ή διαδικαστικούς λόγους.
Στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, όταν η ακύρωση κανονισμού που καθορίζει το ύψος των επιβληθέντων δασμών στηρίζεται στη διαπίστωση ότι τα κοινοτικά όργανα δεν προέβησαν ορθώς στον προσδιορισμό της ζημίας που υπέστη ο κοινοτικός παραγωγός, τα προπαρασκευαστικά της έρευνας μέτρα, τα οποία οδήγησαν στην έκδοση του εν λόγω κανονισμού, και ιδίως η κίνηση της διαδικασίας βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 2423/88, δεν επηρεάζονται από την έλλειψη νομιμότητας που διαπίστωσε το Δικαστήριο.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή βασίμως μπορεί να επαναλάβει τη διαδικασία, στηριζόμενη σε όλες τις πράξεις της διαδικασίας που δεν επηρεάζονται από την ακυρωτική δικαστική απόφαση και, όταν συνεχίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ, να κινήσει συγχρόνως νέα έρευνα σχετικά με άλλη περίοδο αναφοράς. Ενεργώντας έτσι, η Επιτροπή δεν υπερβαίνει το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν για να καθορίσουν την περίοδο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για να διαπιστωθεί η ζημία στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ.
3 Στο πλαίσιο διαδικασίας αντιντάμπινγκ, οι παρατυπίες σχετικά με την κοινοποίηση από την Επιτροπή μη εμπιστευτικών περιλήψεων υπό την έννοια του άρθρου 8 του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 2423/88 μπορούν να συστήσουν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που να δικαιολογεί την ακύρωση του κανονισμού που επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ μόνον αν ο ενδιαφερόμενος δεν γνώριζε επαρκώς το ουσιώδες περιεχόμενο του ή των εν λόγω εγγράφων και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να προβάλει λυσιτελώς την άποψή του ως προς την ακρίβεια των διαλαμβανομένων ή την επιρροή τους.
4 Τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό των ομοειδών προϋόντων κατ' εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 12, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 2423/88. Έτσι, μπορούν να θεωρούν ότι ένα κοινοτικό προϋόν και ένα προϋόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ είναι ομοειδή, παρά την ύπαρξη φυσικών ή τεχνικών και άλλων διαφορών που περιορίζουν τις δυνατότητες χρήσεως των τελικών αγοραστών.
Όταν πρόκειται για βασικά προϋόντα, το ομοειδές αυτών, δηλαδή η εναλλαξιμότητά τους, πρέπει να αξιολογείται λαμβανομένων υπόψη ιδίως των προτιμήσεων των τελικών χρηστών.
Αντιθέτως, δεν αρκεί να εξετάζονται οι προτιμήσεις των μεταποιητικών επιχειρήσεων οι οποίες, για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους, ενδέχεται να προτιμούν το ένα βασικό προϋόν αντί του άλλου, αλλά πρέπει να εξετάζεται και αν τα προϋόντα που ενσωματώνουν το βασικό αυτό προϋόν είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η αύξηση της ζητήσεως του βασικού προϋόντος που εισάγεται, κατόπιν μιας πρακτικής ντάμπινγκ, μπορεί να έχει ως συνέπεια να μειωθεί η τιμή του μεταποιημένου προϋόντος στην κοινοτική αγορά. Η κατάσταση αυτή είναι ικανή να έχει ως συνέπεια μείωση της ζητήσεως του προϋόντος στο οποίο μεταποιείται το κοινοτικής καταγωγής βασικό προϋόν, μείωση η οποία, με τη σειρά της, είναι ικανή να προκαλέσει μείωση της ζητήσεως του βασικού αυτού προϋόντος, συνεπαγομένη ζημία για τον κοινοτικό παραγωγό.
5 Το ζήτημα αν, επί υπάρξεως ζημίας απορρέουσας από πρακτικές ντάμπινγκ, το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει ενέργεια προϋποθέτει την εκτίμηση περιπλόκων οικονομικών καταστάσεων, ο δε δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν υπόψη για να γίνει η αμφισβητούμενη επιλογή, αν δεν εμφιλοχώρησε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή δεν υφίσταται κατάχρηση εξουσίας. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να αφορά μόνον τα στοιχεία που τα κοινοτικά όργανα διέθεταν όταν εκδόθηκε ο επίμαχος κανονισμός.
Στην περίπτωση που, ενώπιον πρακτικών ντάμπινγκ με αντικείμενο βασικό προϋόν που μεταποιείται εντός της Κοινότητας, τα κοινοτικά όργανα έχουν εκτιμήσει, βάσει των στοιχείων που διέθεταν, ότι η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ δεν θα είχε αυτή καθαυτή ως αποτέλεσμα να εμποδίσει τις εισαγωγές του προϋόντος αυτού, τα κοινοτικά όργανα δεν υπερβαίνουν το περιθώριό τους εκτιμήσεως όταν συνάγουν ότι οι επίμαχοι δασμοί αντιντάμπινγκ δεν είναι ικανοί να δημιουργήσουν στην κοινοτική αγορά κατάσταση αντίθετη με το δίκαιο του ανταγωνισμού.
Εξάλλου, η επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί απλώς και μόνο για τον λόγο ότι η συνέπεια θα ήταν ο αφανισμός, στην αγορά των μεταποιημένων προϋόντων, των μεταποιητικών επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται τον κοινοτικό παραγωγό, καθόσον το ανταγωνιστικό μειονέκτημα που υφίστανται οι επιχειρήσεις αυτές οφείλεται στο υψηλότερο κόστος τους παραγωγής.
Συγκεκριμένα, αφενός, εφόσον η καθιέρωση καθεστώτος εξασφαλίζοντος ότι δεν θα νοθευτεί ο ανταγωνισμός στην κοινή αγορά όπως προβλέπει το άρθρο 3, στοιχείο ζζ, της Συνθήκης έχει ως ουσιώδη σκοπό να καταστήσει δυνατή την ορθή κατανομή των οικονομικών πόρων, δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί η εξαφάνιση οικονομικώς βιωσίμων επιχειρήσεων για να εξασφαλιστεί η διατήρηση επιχειρήσεως που έχει υψηλότερο κόστος παραγωγής. Αφετέρου, ο σκοπός της ρυθμίσεως αντιντάμπινγκ είναι να διατηρηθούν στους διάφορους τομείς της παραγωγής συνθήκες θεμιτού ανταγωνισμού όταν οι τομείς αυτοί υφίστανται ζημία λόγω εισαγωγών που γίνονται υπό συνθήκες ντάμπινγκ.
6 Από την αιτιολογία που απαιτεί το άρθρο 190 της Συνθήκης πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε τη βαλλόμενη πράξη, έτσι ώστε να παρέχεται η δυνατότητα, αφενός, στους ενδιαφερομένους να γνωρίσουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο, προκειμένου να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον κοινοτικό δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του.
Εντούτοις, δεν απαιτείται η αιτιολογία των κανονισμών να εξειδικεύει τα διάφορα πραγματικά και νομικά στοιχεία, ενίοτε πολυάριθμα και περίπλοκα, που αποτελούν το αντικείμενο των κανονισμών, όταν οι κανονισμοί αυτοί εντάσσονται εκ συστήματος στο πλαίσιο συνόλου μέτρων του οποίου αποτελούν μέρος.
Ειδικότερα, όσον αφορά την αιτιολογία των κανονισμών περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ, τα κοινοτικά όργανα, κατ' αρχήν, δεν έχουν υποχρέωση να απαντούν στις καταγγελίες που υποβάλλονται, βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού 17, από εισαγωγείς του προϋόντος που αποτελεί αντικείμενο των δασμών αντιντάμπινγκ και στηρίζονται σε ενδεχόμενη παράβαση των σχετικών με τον ανταγωνισμό κανόνων της Συνθήκης από τους κοινοτικούς παραγωγούς. Αρκεί η συλλογιστική των κοινοτικών οργάνων στους κανονισμούς να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο.
7 Ουδεμία διάταξη του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 2423/88 απαγορεύει ρητώς την απαλλαγή συγκεκριμένου εισαγωγέα από την υποχρέωση καταβολής των δασμών αντιντάμπινγκ. Εντούτοις, τόσο οι διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της συμφωνίας περί της εφαρμογής του άρθρου VI της ΓΣΔΕ όσο και οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου αντιτίθενται στο να εισπράττονται οι δασμοί αντιντάμπινγκ κατά τρόπο που να δημιουργεί διακρίσεις. Η ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα δεν μπορεί να τα απαλλάξει από την υποχρέωση τηρήσεως της αρχής αυτής.